Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

Κυριακή Γ΄ Λουκά – «Ποιος ευθύνεται ;» Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Νικολάου




Λουκᾶ ζ΄ 11-16
«ΠΟΙΟΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ; »
Καί ἰδού ἐξεκομίζετο τεθνηκώς υἱόςμονογενής τῇ μητρί αὐτοῦκαί αὕτη ἦνχήρα
Καί στήν ἐποχή μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕνα γεγονός παρόμοιο μέ αὐτό πού περιγράφεται στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα προκαλεῖ θερμότατη συγκίνηση. Μία χήρα γυναίκα χάνει τόν μονογενή της υἱό. Ἴσως σήμερα δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε μέ τί συνεπάγετο ἡ χηρεία γιά τίς γυναῖκες. Τό ὅτι ὅμως λαμβάνει συνεχῶς μέριμνα περί αὐτῶν ὁ θεῖος νόμος μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε ὅτι ἐπρόκειτο περίς τάξης ἀνθρώπων πού γίνονταν εὔκολα ἀντικείμενο ἀδικίας, ἀπειλῆς καί ἄλλων ἀτιμωτικῶν διαθέσεων. Ὅταν μία τέτοια γυναίκα χάνει καί τό μοναδικό στήριγμά της, τήν ἐλπίδα γιά νά ζήσει μέσα σ’ ἕνα κόσμο πού ἐκμεταλλευόταν καί ἀδικοῦσε τίς χῆρες γυναῖκες ἀσφαλῶς μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι τόν πόνο τοῦ θανάτου τοῦ παιδιοῦ της τόν αὔξανε ἀπελπιστικῶς ἡ πραγματικότητα, ὅτι θά ζήσει τόν ὑπόλοιπο βίο της μόνη χωρίς προστασία καί στήριγμα ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού δέν θά τήν συμπονοῦσαν ἀλλά καί θά τήν κατεδίωκαν.

Αὐτά τά ἀνέφερα γιά νά μπορέσουμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν δυστυχία αὐτῆς τῆς γυναίκας, πού ἐδέχθη τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος τῆς ἔδιωξε τήν λύπη χαρίζοντας της αἰδιοδοξία καί δύναμη γιά νά ζήσει.
Ἀνάλογα περιστατικά συμβαίνουν καί σήμερα. Γονεῖς νά χάνουν τά παιδιά τους. Καί μέ τόν θάνατο τους νά περιέρχονται σέ κατάσταση πλήρους ἀπαισιοδοξίας. Νά ἀρνοῦνται νά ζήσουν, ἐπειδή ἐξαφανίσθηκαν τά ὄνειρα πού εἶχαν καί ἔτρεφαν γιά τήν ζωή τῶν παιδιῶν τους. Ζοῦν μέσα στήν ἀπελπισία μέ μόνιμο σύντροφο τήν λύπη, τόν στεναγμό καί τίς ἀναμνήσεις. Κανένα παράθυρο στό φῶς. Καμμία ἐλπίδα. Καμμία χαρά.
Ζώντας ἔτσι μέσα σέ μία τέτοια ἀτμόφαιρα ἀρχίζουν νά ἐρευνοῦν μέ τήν λογική του καί νά ἀναζητοῦν τούς ὑπευθύνους τῆς δυστυχίας τους. Καί ἔχω ἀκούσει πολλές φορές φοβερό κατηγορητήριο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τούς ἅρπαξε τό παιδί τους καί τούς ὁδήγησε στήν δυστυχία. Εἶναι ὅμως ἄραγε ὁ Θεός ὑπεύθυνος γιά τήν δυστυχία; Ποιός τελικά εὐθύνεται γιά τίς τραγικές αὐτές καταστάσεις ἤ ἄλλες παρόμοιες;
Tό πρῶτο πού πρέπει ὅλοι νά θυμηθοῦμε εἶναι ὅτι: Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ. ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΟΔΗΓΗΘΗΚΕ ΜΟΝΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στόν κόσμο ἀνάμεσά μας γιά νά μᾶς παράσχει ζωή, ἀνάσταση, ἀθανασία. Δέν εὐθύνεται ὁ Θεός πού πεθαίνουμε. Θά μπορούσαμε νά μήν πεθαίνουμε μά δέν τό θελήσαμε.
Παρά ταῦτα ὁ Θεός ἀπό φιλανθρωία κινούμενος δέν μᾶς ἄφησε νά τυρρανηθοῦμε ὑπό τόν θάνατον. Ἦλθε καί μᾶς ἔδωσε ζωή.
Ἔτσι λοιπόν ὁ Θεός ὄχι μόνο δέν ἐποίησε τόν θάνατο, στόν ὁποῖο μόνοι μας ὑποταχθήκαμε, ἀλλά καί μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τόν θάνατο. Ἑπομένως εἶναι ἄδικος καί ἀχάριστος ὅποιος κατηγορεῖ τόν Θεό, ὅτι εἶναι ἐκεῖνος πού θανατώνει ἐνῶ ζωοποιεῖ καί ἀνασταίνει τόν ἄνθρωπο.
Τό δεύτερο πού ἐπίσης πρέπει νά μάθουμε εἶναι ὅτι ὁ Θεός «οὐδένα πειράζει». Αὐτό εἶναι διδασκαλία ἐπίσημη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄλλος εἶναι ὁ πειρασμός, ὁ διάβολος. Πολύ σωστά ἔχει εἰσαχθεῖ στήν συνήθειά μας τόν διάβολο νά τόν ἀποκαλοῦμε καί «πειρασμό». Λέμε: «Μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Ὁ διάβολος ἐπιθυμεῖ νά μᾶς ἀφαιρέσει κάθε χαρά στήν ζωή μας καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν λύπη.
Ἐπειδή ἴσως διερωτᾶσθε ἀπό ποῦ ἀντλεῖ ὁ διάβολος μία τέτοια καταστροφική ἐξουσία; Ποιός τοῦ δίδει τέτοια δικαιώματα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐμεῖς φταῖμε γιά τήν ἐξουσία πού ἔχει πάνω μας ὁ διάβολος. Οἱ ἁμαρτίες μᾶς ὑποτάσσουν σ’ αὐτόν κι αὐτός μᾶς μεταχειρίζεται ἀπάνθρωπα. Ἀλλά κι ἐδῶ ὁ Θεός παρεμβαίνει ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία. Δέν ἀφήνει τόν διάβολο νά μᾶς κατεξουσιάσει. Δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά μᾶς πειράξει περισσότερο ἀπό ὅσο μποροῦμε νά ἀντισταθοῦμε, ὥστε ἡ πάλη νά γίνεται ἐπί ἴσοις ὅροις. Καί τέλος κι ἄν ἥττηθοῦμε ὁ Θεός μέ στοργή μπορεῖ νά μᾶς ἀνορθώσει. Ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιό του αὐθόρμητα καί χωρίς καμμία πρόσκληση, χωρίς παρακλήσεις καί δεήσεις ἦλθε αὐτόκλητος νά λύσει ἕνα δράμα καί νά ἀποτρέψει μία ἀνθρώπινη δυστυχία γιά τήν ὁποία δέν εὐθύνεται ὁ ἴδιος, σέ τίποτε, οὔτε τήν προεκάλεσε.
Ὅπως τότε ἔτσι καί σήμερα προσέρχεται γιά νά λύσει δράματα καί νά διαλύσει τά νέφη τῶν λυπηρῶν. Προσέρχεται πρόθυμα νά μᾶς ἀνακουφίσει. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι;
Πόσοι δεχόμαστε τήν παρηγορία τοῦ Χριστοῦ ; Πόσοι ἀφήνουμε τόν Χριστό νά γλυκάνει τόν πόνο μας ; Πόσοι εἴμαστε σέ θέση νά ἀντιληφθοῦμε αὐτό πού μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός;
Πάντως μόνο εὐχαριστία καί δοξολογία θά πρέπει νά ἔχουμε καί νά ἐκφράζουμε γιά τόν Κύριό μας, συμφωνοῦντες μέ τό εὐαγγέλιο ὅτι «ὁ Θεός ἐπισκέφθηκε καί ἐπισκέπτεται συνεχῶς τόν λαόν».
Αρχιμ. Καλλίνικος Νικολάου, Ι.Μ. Καισαριανής

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΛΟΥΚΑ ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ



Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν πόλη Ναΐν καὶ στὴ πύλη τῆς συναντιέται μὲ μία πένθιμη συνοδεία. Κηδεύεται τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας, ἡ ὁποία μὲ θρήνους τὸ συνοδεύει στὴν τελευταία του κατοικία.
Ὁ Ἰησοῦς συγκινεῖται, παρηγορεῖ τὴν τραγικὴ μητέρα λέγοντάς της «μὴ κλαῖς» καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ νεκρὸ λέει «παιδί μου σήκω ἐπάνω». Ἐκεῖνο, σηκώνεται ἄρχισε νὰ μιλᾶ καὶ ὁ Κύριος τὸ παραδίδει ζωντανὸ στὴ μητέρα τοῦ ἐνῶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλος γιατί ἀντελήφθη τὴν θεϊκή Του δύναμη γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «μεγάλος προφήτης ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσά μας» καὶ «ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του».
Ἀδελφοί μου,
Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριος συναντήθηκε μὲ τὸ θάνατο καὶ τὸν πόνο ποὺ πάντα δημιουργεῖ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς κάνει νὰ διερωτῶνται: Γιατί; Ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατό μας καὶ τὸν θάνατο τῶν νέων καὶ τῶν παιδιῶν μας;
Ἀλήθεια ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατο;
Ἡ στάση τοῦ Κυρίου μας, τὴν ὁποία μας περιέγραψε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπέναντι στὴν τραγικὴ χήρα, ὅπως ἐπίσης ἀπέναντι στὸν πονεμένο Ἰάειρο, στὸν ἑκατόνταρχο καὶ στὶς ἀδελφές του Λαζάρου μας φανερώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν ἔχει αὐτὸς τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ ἀντίθετα συμπονεῖ καὶ συμπαραστέκεται στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔτσι τὸν ἀδικοῦμε πολὺ ὅταν τοῦ ἀποδίδουμε τὴν εὐθύνη.
Ὁ πρῶτος θάνατος στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ ἀδελφός του ὁ Κάιν καὶ ἡ πρώτη μάνα ποὺ ἐθρήνησε τὸ παιδὶ τῆς ἦταν ἡ Εὕα.
Ἔτσι γίνεται φανερὸ ὅτι τὴν εὐθύνη τοῦ θανάτου μας δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Τὴν εὐθύνη μας αὐτὴ τὴν ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς μὲ τὸν προφήτη Ἰεζεκιὴλ «ὅταν σαλπίσει ὁ φρουρὸς καὶ ἀκούσεις τὴν σάλπιγγα, ἐὰν δὲν φυλαχθῆς καὶ πέσει πάνω σου ἡ ρομφαία, τὸ αἷμα σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου», γι’ αὐτό μας προειδοποιεῖ «μὴν ἀσεβήσεις πολὺ καὶ μὴν γίνεις σκληρὸς γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις πρὸ τῆς ὥρας σου» καὶ μᾶς προτρέπει «γρηγορεῖτε γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθετε στὸν πειρασμό».
Ὁ Θεὸς βεβαίως γνωρίζει πότε καὶ πὼς θὰ πεθάνει ὁ καθένας μας ἀλλὰ δὲν εὐθύνεται γιὰ τὸν θάνατό μας ὅπως δὲν εὐθύνεται ὁ γιατρὸς γιὰ μία ἀσθένεια ἐπειδὴ γνωρίζει ποιὰ ἐξέλιξη θὰ παρουσιάσει αὐτή. Ἴσως ὅμως κάποιος ἀπό σας διερωτηθῆ. Καλὰ ἐμεῖς ἔχομε τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατό μας. Ὅμως γιὰ τὸν θάνατο τῶν μικρῶν παιδιῶν μας ποιὸς φταίει;
Πάλι δὲν ἔχει ὁ Θεὸς τὴν εὐθύνη ἀλλὰ ἡ φύση μας ἡ ὁποία ὡς θνητὴ ποὺ εἶναι ἔχει πάθει δηλαδὴ ἀσθένειες καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μας διδάσκουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει «μὲ τὸ σῶμα οἱ ἀφορμὲς τῶν ἀσθενειῶν, τὰ φθοροποιὰ πάθη, οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι καὶ οἱ πρὸ ὤρας ἁρπαγμοί», ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης φέρνει σὰν παράδειγμα τὸν θάνατο πέντε βρεφῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θηλασμοῦ τους ἀπὸ τὴν μητέρα τους.
Ἀδελφοί μου, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν θάνατο. Ὅμως μπορεῖ κάποιος ἀπό σας νὰ διερωτηθεῖ καὶ ὁ Θεὸς τί κάνει γιὰ μᾶς;
Τί κάνει ὁ Θεός; Πολλὰ κάνει καὶ μάλιστα σπουδαία. Μᾶς ἐνημερώνει γιὰ τὶς εὐθύνες μας, μᾶς συμβουλεύει τί νὰ κάνουμε, ἄλλωστε τί εἴπαμε πιὸ πάνω, μᾶς βοηθάει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς ἀσθένειές μας μὲ τὴν ἰατρικὴ ποὺ εἶναι δῶρο δικό του γι’ αὐτό μας λέει «τίμα τὸν ἰατρὸν διότι ἔδωσε ὁ Κύριος καὶ δῶσε τόπον σὲ αὐτὸν γιατί τὸν χρειάζεσαι».
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ποὺ κάνει εἶναι ὅτι μεταβάλλει τὸν θάνατο ἀπὸ κακὸ ὅπως φαίνεται στὰ μάτια μας σὲ εὐεργεσία γιατί μὲ αὐτὸν πλέον θὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, ὅπως πρέπει νὰ γεννηθεῖ τὸ παιδάκι ἀπὸ τὴν μητέρα του γιὰ νὰ ζήσει, γι’ αὐτὸ πέθανε καὶ ἡ μητέρα Του ἡ Παναγία μας καὶ οἱ Ἅγιοι, γι’ αὐτὸ πεθαίνουμε κι ἐμεῖς. Ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Στὴν Ἀθήνα ζοῦσε ἕνα πλούσιο ζευγάρι μὲ ἕνα παιδὶ τὴν δωδεκάχρονη Μαρία. Δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ σπάνια ἐκκλησιαζόταν. Ξαφνικὰ ἀπὸ ἀνεύρυσμα ἀορτῆς πεθαίνει ἡ Μαρία. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ἦταν ἀπελπισμένοι. Μάλιστα ἡ μητέρα ἔκανε δυὸ ἀπόπειρες αὐτοκτονίας. Ἕνα βράδυ ὁ τραγικὸς πατέρας βλέπει ἕνα ὅραμα. Ἕνα ὁλοφώτεινο καὶ πανέμορφο κῆπο γεμάτο ἀπὸ παιδιὰ ποὺ ἔπαιζαν εὐτυχισμένα. Ἀνάμεσά τους βλέπει τὴν Μαρία καὶ τῆς φωνάζει. «Μαρία, παιδί μου» καὶ ἐκείνη τοῦ ἁπαντὰ «Πατέρα ποὺ εἶσαι, δὲν σὲ βλέπω, γιατί αὐτοῦ ποὺ εἶσαι εἶναι σκοτάδι, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι στὸ φῶς». «Ἐδῶ εἶμαι παιδί μου. Πῶς μπορῶ νὰ ἔλθω κοντά σου;» «Πήγαινε πιὸ κάτω καὶ θὰ βρεῖς μία γέφυρα καὶ μία πόρτα καὶ ἔλα».
Πῆγε ὁ πατέρας πιὸ κάτω καὶ βρῆκε μία γέφυρα ποὺ ἔγραφε «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός» καὶ μία πόρτα ποὺ ἔγραφε «ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα» καὶ τότε ἐξύπνησε.
Ταραγμένος ξυπνάει τὴν γυναίκα του καὶ τῆς διηγεῖται τὸ ὅραμα καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἑρμηνεύσουν ἀποφάσισαν ὅταν ξημερώσει νὰ βροῦν ἕνα Ἱερέα νὰ τοὺς ἑρμηνεύσει, πράγμα ποὺ ἔγινε.
Ὁ Θεὸς τοὺς ὁδήγησε σὲ ἕνα πολὺ πνευματικὸ Ἱερέα ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς συμβούλευσε τί νὰ κάνουν καὶ σώθηκαν πραγματικά. Τώρα ἔχουν δυὸ παιδιὰ καὶ μία στενὴ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Βρῆκαν τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔδειξε τὸ παιδί τους ἡ Μαρία.
Ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος μας λέγει «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κὰν ἀποθάνη ζήσεται». Ἑπομένως ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ μετάβασή μας στὴν αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν πίστη αὐτὴ πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀντάμωσης μὲ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα ἃς πορευόμεθα σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἂς πραΰνουμε καὶ ἂς ἡμερώνουμε τὸν πόνο μας ὅταν φεύγει κάποιο ἀγαπημένο μας πρόσωπο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα αὐτή.
Ὁ Θεὸς μαζί σας.
Π.Β.Μ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ’ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 7, 11-16) Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ π. Δημήτριος Λάμπρου




«Και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς
υιός μονογενής τη μητρί αυτού»

Η ΣΚΗΝΗ ΞΕΤΥΛΙΓΕΤΑΙ έξω από τη μικρή πόλη της Γαλιλαίας Ναΐν. Δυο συνοδείες συναντώνται. Ο Κύριος με τους μαθητές Του που κατευθύνονταν προς τη μικρή πόλη, η πρώτη. Μια μάζα πονεμένων ανθρώπων που έβγαιναν από την πόλη, η δεύτερη. Προπορευόταν ένα φέρετρο. Μια πονεμένη χήρα μάνα συνόδευε το μονάκριβο παιδί της στην τελευταία του κατοικία. Και το πλήθος των ανθρώπων, βουβοί και λυπημένοι, έκλειναν τη νεκρική πομπή. Οι συνοδείες διασταυρώθηκαν. Η πρώτη με επικεφαλής τη ζωή. Η δεύτερη με κέντρο τον θάνατο. Και η δυναμική αναμέτρηση, η δραματική πάλη αρχίζει.
Ο Κύριος μας, η Ζωή και η Ανάσταση των ανθρώπων, σπλαχνίζεται την πονεμένη μάνα. Βλέπει τα μάτια της να τρέχουν βρύσες, το πρόσωπο της αυλακωμένο από τον πόνο. Γεμάτος συμπόνοια της λέει: «Μη κλείτε». Κι ευθύς ζητλα να σταματήσει η πομπή. Πλησιάζει το φέρετρο. Αγγίζει το νεκρό σώμα. Και το στόμα Του ανοίγει για ν’ απευθύνει το θεϊκό πρόσταγμα: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι»! Το θαύμα είναι πλέον μια πραγματικότητα. Ο νεκρός νέος ανακαθίζει και αρχίζει να ομιλεί. Ο Κύριος τον παραδίδει στη χαρούμενη μάνα και το πλήθος έκθαμβο ξεσπά σε δοξολογίες.
Η εξιστόρηση του θαύματος της σημερινής περικοπής μας φέρνει μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Η δραματική συμπλοκή του Κυρίου μαζί του , μας καλεί να σταθούμε αντιμέτωποι με το συγκλονιστικό τούτο γεγονός και να φωτίσουμε το μυστήριο που κρύβει με το φως της χριστιανικής μας πίστεως.

Θάνατος: μια τραγική πραγματικότητα

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ένα συγκλονιστικό γεγονός, μια οδυνηρή πραγματικότητα μέσα στη ζωή μας. Η παρουσία του απαρχής γέμιζε την ψυχή του ανθρώπου με φόβο και έφερνε τη σκέψη του σε απορία και αδιέξοδο. «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον…» ψάλλει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκφράζοντας το πανανθρώπινο δέος ενώπιον του θανάτου.
Πραγματικότητα, λοιπόν, τραγική και αδιαμφισβήτητη. Φαινόμενο καθολικό. Γεγονός που μας συγκλονίζει. Γεννηθήκαμε; Ήρθαμε στον κόσμο αυτό; Τα μάτια μας αντίκρυσαν το φως του ήλιου και τις ομορφιές της γης; Μια μέρα θα πεθάνουμε οπωσδήποτε. Θα φύγουμε από τον παρόντα κόσμο. Και τα μάτια μας, που τώρα ακτινοβολούν τη δύναμη και την ομορφιά της ζωής, κάποτε θα ακινητοποιηθούν και θα κλείσουν. Κανείς, μα κανείς από τους ανθρώπους δεν διέφυγε το δόκανο του θανάτου.

Η ρίζα του θανάτου

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η προέλευση του θανάτου; Πως μπήκε στη ζωή του ανθρώπου; Ο θάνατος είναι ο πικρός καρπός και η τραγική συνέπεια της αμαρτίας, της αποστασίας και της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Η Παλαιά Διαθήκη μας βεβαιώνει ότι «φθόνω διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» (Σοφ. Σολ. 2, 24). Και ο απόστολος Παύλος διδάσκει: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος» (Ρωμ. 5,12).
Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι έργο του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της αποστασίας μας, της αυτονομημένης ζωής από τον ζώντα και αληθινό Θεό, που προτιμήσαμε να ζήσουμε. Όπως διδάσκει και ο Μ. Βασίλειος – και η γνώμη του εκφράζει ολόκληρη την Πατερική Παράδοση -, «ουχί Θεός έκτισε θάνατον, αλλ’ ημείς εαυτοίς εκ πονηράς γνώμης επεσπασάμεθα».

Πως αντιμετωπίζουν οι πολλοί τον θάνατο

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ κατηγορία ανθρώπων βλέπουν τον θάνατο σαν ένα φυσικό φαινόμενο και μόνο, σαν το τέρμα της ζωής και την επιστροφή στο μηδέν και στην ανυπαρξία. Δεν πιστεύουν στην μεταθανάτια ζωή. Δεν αισθάνονται μεταφυσική δίψα. Δεν υπάρχει μέσα τους ελπίδα, πόθος σωτηρίας.
Άλλοι άνθρωποι θέλουν να αγνοούν τον θάνατο. Τον αντιπαρέρχεται ηθελημένα. Σκέπτονται τα πάντα. Υπολογίζουν λεπτομέρειες. Προγραμματίζουν τη ζωή τους σχολαστικά. Μόνο τον θάνατο επιμένουν να αγοούν. Να μην τον σκέπτονται. Να μη λαμβάνουν υπόψη τους τη βίαιη έλευση του.
Και μια τρίτη κατηγορία: Είναι αυτοί που φοβούνται, που τρέμουν τον θάνατο. Στη σκέψη ότι θα πεθάνουν μια μέρα, παραλύουν από τον φόβο. Βλέπουν νεκροφόρα και στρέφουν αλλού το πρόσωπο τους. Και όταν η ανάγκη το επιβάλλει, τους είναι αδύνατο να δρασκελίσουν το κατώφλι του νεκροταφείου. Η ιδέα του θανάτου γεμίζει την ψυχή τους με απελπισία και τρόμο.

Η χριστιανική στάση

ΠΩΣ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ αντιμετωπίζουμε τον θάνατο; Πως θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για την ώρα της εξόδου μας από τον παρόντα κόσμο;
1. Το πρώτιστο είναι η ορθή αντίληψη περί θανάτου που οφείλουμε να έχουμε ως χριστιανοί. Ο θάνατος αποτελεί μιαν αδιαμφισβήτητη και αναπότρεπτη πραγματικότητα στη ζωή μας. Δεν είναι έργο του Θεού. Προήλθε από την αμαρτία. Είναι η τραγική συνέπεια της αποστασίας μας από τον ζώντα και αληθινό Θεό.
Όμως ο θάνατος, με τον θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου μας, νικήθηκε. Έχασε τη δύναμη και την αποκρουστικότητα του. Γίνεται κατά τον Μ. Βασίλειο «ζωής αφορμή», γέφυρα με την οποία: περνάμε από τα πρόσκαιρα στα αιώνια και από τα φθαρτά στα άφθαρτα. Το φως της Αναστάσεως του Χριστού μας διαλύει τη μαυρίλα του θανάτου. Και η ελπίδα της κοινής αναστάσεως και της αιώνιας ζωής μεταβάλλει τον θάνατο σε ύπνο.
2. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η μνήμη του θανάτου. Οι χριστιανοί δεν τρέμουμε μπροστά στο θάνατο. Δεν τον φοβόμαστε. Δεν προσπαθούμε να τον απωθήσουμε από τον ορίζοντα της ζωής μας. Αντίθετα, τον σκεπτόμαστε, διατηρούμε μέσα στις καρδιές μας αυτό που οι Πατέρες μας ονομάζουν μνήμη θανάτου. «Πάσαν ώραν», διδάσκει ο Μέγας Αθανάσιος, «μνημόνευε της εξόδου σου, έχε καθ’ ημέραν προ οφθαλμών τον θάνατον».
Η εμπειρία αυτή δεν υποκρύπτει μια κάποια περιφρόνηση προς την παρούσα ζωή, αλλά μια βαθια ρεαλιστική στάση μπροστά στη ζωή και στο θάνατο. Και η θύμηση αυτή του θανάτου γίνεται ανασχετικός φραγμός που μας ανακόπτει από το να αμαρτήσουμε, να αθετήσουμε τις ζωηφόρες εντολές του Κυρίου. «Μιμνήσκου τα έσχατα σου», συμβουλεύει ο σοφός Σειράχ, «και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις» (Σοφ. Σειρ. 7, 36).
3. Οι πιστοί ακόμη προετοιμαζόμαστε για την ώρα του θανάτου μας. Η ετοιμότητα ενώπιον του θανάτου αποτελεί μια συνεχή φροντίδα. Ολόκληρη η ζωή μας, ο καθημερινός αγώνας μας, υπηρετεί αυτό το ιδανικό: να ευρεθούμε έτοιμοι κατά την ώρα της εξόδου μας από τον παρόντα κόσμο. Και περιεχόμενο αυτής της ετοιμασίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια να ζούμε κατά το θέλημα του Θεού.

Η προετοιμασία των ετοιμοθάνατων.

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ την προετοιμασία μας ενόψει του θανάτου, είναι ανάγκη να πούμε δυο λόγια και για τον τρόπο με τον οποίο οι χριστιανοί οφείλουμε να προετοιμάζουμε τους ετοιμοθάνατους αδελφούς μας, συγγενείς ή φίλους μας.
Ασφαλώς δεν τρομοκρατούμε κανένα με την απειλή του επερχομένου θανάτου, αλλά δεν αποσιωπούμε αφελώς αυτό που μέλλει να συμβεί, αραδιάζοντας παραμύθια και ψεύτικες παρηγοριές.
Με αγάπη και τέχνη εισηγούμαστε την ανάγκη για μια καλή εξομολόγηση. Να έρθει πνευματικός ιερεύς για να εξομολογήσει τον γέροντα ή τον άρρωστο μας. Είναι εγκληματικό εμείς οι χριστιανοί να ανεχόμαστε ή – ακόμη χειρότερα – να καλλιεργούμε την ανόητη αντίληψη ότι ο ερχομός του ιερέως σημαίνει πως έφτασε η ώρα του θανάτου!
Μόνο έτσι πρέπει να προετοιμάζουμε τον άνθρωπο μας για να λάβει και τη θεία κοινωνία. Και τα δυο αυτά – εξομολόγηση και μετάληψη – πρέπει να γίνουν όταν ο γέροντας ή ο ασθενής είναι ακόμη καλά, έχει διαύγεια πνεύματος και το επιθυμεί και ο ίδιος. Όταν πλέον πνέει τα λοίσθια ή έχει περιπέσει σε κώμα είναι ανώφελο. Η Εκκλησία δεν δίνει τα μυστήρια της σε πτώματα. Και η δική μας ευθύνη γι’ αυτή την αμέλεια μας είναι πολύ μεγάλη.
Αλλά και κάτι άλλο: Συχνά γνωρίζουμε οι συγγενείς και οι φίλοι πως ο ετοιμοθάνατος βρίσκεται σε σύγκρουση ή αντιδικία με άλλους. Αποτελεί χρέος μας να τον βοηθήσουμε – έστω και την τελευταία στιγμή – να συμφιλιωθεί μαζί τους. Να δώσει και να ζητήσει συγχώρηση, ώστε να φύγει από τον κόσμο συμφιλιωμένος και ειρηνευμένος.

* * *

Αδελφοί μου,
Ας μη μας διαφεύγει η πραγματικότητα του θανάτου. Είμαστε φθαρτοί. Αργά ή γρήγορα – πότε ακριβώς μόνο ο Θεός το γνωρίζει – θα βρεθούμε όλοι μας αντιμέτωποι μα την πραγματικότητα του θανάτου. Η μεγάλη ώρα θα έρθει οπωσδήποτε και για μας. Και θα έρθει ξαφνικά και απροειδοποίητα!
Οφείλουμε να μη φοβόμαστε τον θάνατο.
Να σκεπτόμαστε καθημερινά την ώρα της εξόδου μας από τον παρόντα κόσμο.
Να προετοιμαζόμαστε με φόβο Θεού για τη μεγάλη αυτή στιγμή.
Και να παρακαλούμε με θέρμη τον Κύριο να μας χαρίσει «χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών».

Πρεσβύτερος
Δημήτριος Λ. Λάμπρου

Κυριακὴ Γ´Λουκᾶ (Λουκ. ζ´11-16) + Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος




 
10 Ὀκτωβρίου 1965



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς στὴν πόλη Ναΐν, τότε ποὺ ἀνέστησε τὸ μοναχογιὸ τῆς χήρας μητέρας. Μέσα στὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς τὰ βλέπουμε στὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ὅτι ἀνέστησε καὶ νεκρούς. Τὸ γιὸ τῆς χήρας, τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, τὸ φίλο του τὸ Λάζαρο καὶ τελευταῖα τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως τὸ ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο σήμερα, εἶναι ὁ Κύριος· στὰ χέρια του καὶ στὴν ἐξουσία του εἶναι ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πρῶτα τὸ Εὐαγγέλιο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα κι ὕστερα λέμε ὅσα μᾶς δώση νὰ ποῦμε τὸ θεῖο Πνεῦμα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πήγαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία πόλη ποὺ τὴν ἔλεγαν Ναΐν· καὶ πήγαιναν μαζί του πολλοὶ μαθηταί του καὶ πολὺς κόσμος. Καὶ μόλις πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, νὰ κι ἔβγαζαν ἕναν πεθαμένο, μοναχογιὸ στὴ μητέρα του ποὺ ἦταν καὶ χήρα κι ἦταν μαζί της πολὺς κόσμος ἀπὸ τὴν πόλη. Κι ὅταν τὴν εἶδε ὁ Κύριος τὴ λυπήθηκε καὶ τῆς εἶπε· Μὴν κλαῖς· καὶ πλησίασε κι ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὴν κάσσα. Ἐκεῖνοι ποὺ σήκωναν τὸν πεθαμένο σταμάτησαν καὶ ὁ Κύριος εἶπε· Παλληκάρι, σὲ σένα λέω, σήκω ἐπάνω. Καὶ σηκώθηκε καθιστὸς ὁ νεκρὸς μέσ' στὴν κάσσα κι ἄρχισε νὰ μιλάη καὶ ὁ Κύριος τὸν ἔδωκε στὴ μητέρα του. Καὶ τοὺς ἔπιασε ὅλους φόβος καὶ δόξαζαν τὸ Θεὸ κι ἔλεγαν πὼς μεγάλος προφήτης παρουσιάστηκε μεταξύ μας καὶ πὼς ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸ λαό του.

Ὁ θάνατος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ μεγάλος μας φόβος. Ὁ θάνατος εἶναι ποὺ καὶ νὰ τὸν θυμόμαστε μόνο, μᾶς παγώνει τὸ αἷμα. Κι ὅλα ἐτοῦτα, γιατί ἀκόμα δὲν εἴμαστε γεροὶ στὴν πίστη μας καὶ μπροστὰ στὸ θάνατο φοβόμαστε καὶ λυπόμαστε «ὡς οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», καθὼς τὸ λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἂς λέμε κάθε μέρα τὸ «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», μὰ ἐμεῖς εἴμαστε σὰν ἐκείνους ποὺ πέρ' ἀπὸ τὸ θάνατο δὲν ἐλπίζουνε πιὰ σὲ τίποτα. Πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, τὸν θάβουν καὶ νομίζουν πὼς αὐτὸ ἦταν ὅλο. Νομίζουν πὼς δὲν ὑπάρχει πιὰ τίποτα, μήτε ψυχὴ μήτε ζωὴ μήτε ἀνάσταση. Γι' αὐτὸ οἱ πολλοὶ κλαῖνε καὶ σκοτώνονται καὶ χάνουν τὰ λογικά τους καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό. Καὶ μ' ὅλα ἐτοῦτα ποὺ κάνουν δείχνουν καθαρὰ πὼς δὲν εἶναι χριστιανοὶ κι ἂς λένε πὼς πιστεύουν. Ποιὸς εἶπε νὰ μὴ λυπᾶσαι, ὅταν φεύγη ὁ ἄνθρωπός σου; Ποιὸς τὸ θέλει νὰ μὴ δακρύσης καὶ νὰ μὴν κλάψης; Ἀνθρώπινο εἶναι καὶ φυσικό. Καὶ στὴν ξενητιὰ ὅταν φεύγουν οἱ δικοί μας, κλαῖμε ποὺ τοὺς χωριζόμαστε. Μὰ δὲν ἀφίνουμε νὰ μᾶς πνίξη ὁ πόνος καὶ νὰ μᾶς θολώση τὰ λογικά μας ἡ λύπη. Φεύγουν, δὲν χάνονται· θὰ 'ρθῆ καιρὸς καὶ πάλι νὰ τοὺς δοῦμε. Κι οἱ νεκροί μας φεύγουν, δὲν χάνονται· πηγαίνουν μπροστὰ ἀπὸ μᾶς ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε καὶ μεῖς καὶ θὰ τοὺς ξαναβροῦμε.

Μὰ νεκροὶ δὲν ὑπάρχουνε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· εἶπε πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. Ὅταν λέμε «ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν» κι οἱ πατέρες μας εἶναι πεθαμένοι αἰῶνες τώρα, πῶς λοιπὸν τὸ λέει ἡ Γραφή, ἂν ἦταν ὅσοι πέθαναν καὶ νὰ μὴν ὑπῆρχαν; Ὁ Χριστὸς κάθε φορὰ ποὺ μιλάει γιὰ τὸ θάνατο, ἀκοῦμε νὰ τὸν λέη πὼς εἶναι ὕπνος καὶ νὰ βεβαιώνη πὼς ὅσοι φεύγουν δὲν πεθαίνουν, μὰ κοιμοῦνται. Καὶ τί μᾶς χρειάζεται λοιπὸν καλύτερη ἀπόδειξη καὶ βεβαίωση ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ; Κι ὄχι μόνο τὸ βεβαίωσε μὲ τὸ λόγο, μὰ καὶ τὸ 'δειξε καὶ στὰ πράγματα πὼς ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος· ὅπως ἐμεῖς φωνάζουμε καὶ σηκώνουμε κάποιον ἀπὸ τὸν ὕπνο, ἐκεῖνος φώναξε κι ἀνέστησε καὶ τὸ γιὸ τῆς χήρας καὶ τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου καὶ τὸ Λάζαρο. Τελευταῖα ἀναστήθηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν τάφο, σὰν νὰ σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο· «ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν», καθὼς λέει ἡ Γραφή. Καὶ τώρα πιὰ ἡ πίστη μας κι ἡ ἐλπίδα μας εἶναι ὁ Χριστός· ἐκεῖνος μᾶς ἔδωκε τὴν ἀνάσταση καὶ μᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή. Αὐτὰ λένε τὰ Εὐαγγέλια, αὐτὰ ψέλνει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη μας· πὼς ἐκεῖνοι ποὺ φεύγουν δὲν χάνονται· πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλὰ «κεκοιμημένοι».

Τὸ ξέρω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς δύσκολα μὲ ἀκοῦτε. Μὰ πῶς θὰ μποροῦσα μὲ ἀνθρώπινα λόγια νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ ὅσα γίνονται πέρ' ἀπὸ τὸν τάφο; Μὰ καὶ σὲ μένα καὶ σὲ σᾶς ὁ Θεὸς μιλάει καὶ μᾶς λέει γιὰ κεῖνα, ποὺ δὲν τὰ βλέπουν τὰ μάτια μας καὶ δὲν τὰ βάζει ὁ νοῦς μας. Κι ὅταν μᾶς μιλάη, ὁ Θεός, ἐμεῖς δὲ ρωτοῦμε μήτε τὸ πῶς μήτε τὸ γιατί, μὰ δεχόμαστε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ δίνομε τὴν πίστη μας. Γιὰ ὅσα γίνονται στὴ γῆ μᾶς μιλοῦνε οἱ σοφοὶ καὶ τοὺς ἀκοῦμε· γιὰ ὅσα γίνονται στὸν οὐρανὸ μᾶς μιλάει ὁ Θεὸς καὶ τὸν πιστεύουμε. Ποιὸς πῆγε στὸν ἄλλο κόσμο καὶ γύρισε γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε; Ἕνας πῆγε καὶ γύρισε καὶ μᾶς μιλάει, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ νὰ τὸν πιστέψουμε. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος. Περιμένετε βέβαια, χριστιανοί μου, ν' ἀκοῦστε τώρα τί μᾶς λέει ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ἄλλον κόσμο. Μὰ ὅλο τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ μᾶς λέει, πὼς γιὰ τοὺς πιστοὺς δὲν ὑπάρχει θάνατος. Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ καλὴ ἀγγελία, τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας. Κι ἡ σωτηρία αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε καὶ τὴν ἔφερε ὁ Χριστός, ἕνα εἶναι· ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ αἰώνιος ζωή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ πίστη κι ἡ ἐλπίδα μας. Ἀγαπητοὶ χριστιανοί, φυσικὸ κι ἀνθρώπινο εἶναι νὰ φοβώμαστε καὶ νὰ λυπώμαστε μπροστὰ στὸ θάνατο. Μὰ ἂς μὴ κυριευώμαστε ἀπὸ τὸ φόβο κι ἀπὸ τὴ λύπη. Καὶ προπάντων ἂς μὴν ξεμακραίνουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, σὰν ποὺ τὸ συνηθίζουν πολλοὶ κι ὅταν ἔχουν πένθος δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία. Μὰ τότε δὰ εἶναι ποὺ δὲν πρέπει νὰ λείπουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ λιμάνι, στὴν Ἐκκλησία βρίσκουμε παρηγοριά, ἡ Ἐκκλησία μᾶς φωτίζει τὸ νοῦ καὶ μᾶς ζεσταίνει τὴν καρδιά. Ὁ νοῦς μας νὰ 'ναι φωτεινός, γιὰ νὰ βλέπουμε σωστὰ τὸν κόσμο κι ἡ καρδιά μας νὰ 'ναι ζεστή, γιὰ νὰ πιστεύουμε καὶ ν' ἀγαποῦμε καὶ νὰ ἐλπίζουμε. Μέσα σ' ἐτοῦτα δὲν ὑπάρχει θάνατος, μὰ ζωὴ αἰώνιος. Ἀμήν.

Κυριακή Γ Λουκά Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. ζ΄11-16) Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ιωήλ


«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’αὐτῇ»

Ὅπως οἱ διδάσκαλοι τῶν μικρῶν παιδιῶν τὰ μορφώνουν μὲ σύστημα, δηλαδὴ προσπαθοῦν νὰ μάθουν τοὺς μαθητὲς τὸ ἀντικείμενο τῆς γνώσεως ἀρχίζοντας ἀπ’ τὰ πιὸ μικρὰ καὶ προχωρώντας στὰ πιὸ μεγάλα, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἔκανε μὲ τοὺς μαθητές Του. Πρῶτα πρῶτα ἐνώπιόν τους θεράπευσε ἁπλὲς ἀσθένειες, μετὰ ἔβγαλε δαιμόνια ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, μετὰ ἄνοιξε τὰ μάτια τυφλῶν, ὕστερα χάρισε τὴν ὑγεία αὐτῶν ποὺ εἶχαν πλησιάσει τὸ θάνατο καὶ στὸ τέλος ἔκανε τὶς ἀναστάσεις, ὅπως π.χ. τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου ἢ τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν ποὺ περιγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ Κύριος ἀνέστησε τοὺς νεκρούς, προκειμένου νὰ «προοδοποιήσῃ», δηλαδὴ νὰ προετοιμάσει τὸ δρόμο γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς ἀναστάσεως τῆς δικῆς Του καὶ γενικὰ τῶν νεκρῶν, τονίζει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς. «Ἄς δοῦμε μερικὲς πτυχὲς τοῦ θαύματος τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας γυναικός».



Ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ

Ἐὰν παρατηρήσουμε τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, θὰ δοῦμε πὼς στὸ πένθος τῆς χήρας γυναικὸς συμμετεῖχε ὅλη ἡ πόλη· «καὶ ὄχλος ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ» (Λουκ. 7,12). Συναλγοῦσαν μαζί της, γράφει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, γιατί δὲν ἔχασε μόνον τὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ κηδεύει τώρα καὶ τὸ γιό της «καὶ τοῦτον μονογενῆ». Ἐὰν ὁ κόσμος συναλγοῦσε μαζί της καὶ τὴν ἐλεοῦσε μὲ τὴν παρουσία τόσων ἀνθρώπων, «πολλῷ μᾶλλον αὐτός, ἡ τοῦ ἐλέους πηγή», πολὺ περισσότερο ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγαθότητας ποὺ εἶναι ὁ Κύριος. Τὴν εὐσπλαχνία Του πρὸς τὴ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναίκα τὴ δείχνει μὲ πολλοὺς τρόπους ὁ Χριστός. Δὲ ζήτησε ἀπ’αὐτὴν νὰ ἐκδηλώσει τὴν πίστη της πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπό Του, οὔτε διαπραγματεύτηκε μαζί της τίποτε, οὔτε κἄν προσευχήθηκε, ἀλλὰ μὲ τὸ πρόσταγμά του ἀνέστησε τὸ νεαρὸ παιδὶ τῆς χήρας.

Ὁ Κύριος ἦλθε αὐτόκλητος «ἐπὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα τῆς ἀναστάσεως», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι μόνο γιὰ νὰ δείξει τὴ ζωοποιό Του δύναμη, ἀλλὰ «καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν εὐσπλαγχίαν ἀσύγκριτον ἔχων», δηλαδὴ γιὰ νὰ φανερώσει καὶ τὴν ἀσύγκριτη καὶ μοναδική Του ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαχνία. Ὁ Κύριος, ποὺ ἀπέναντι στὸ θάνατο ἦταν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ψύχραιμος, σπλαχνίζεται τὴ χήρα.

Τὸ ρῆμα σπλαχνίζομαι σημαίνει βαθύτατη συγκίνηση, καὶ μάλιστα συγκίνηση ποὺ συγκλονίζει τὸ ἐσωτερικὸ κάποιου. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς συγκλονίσθηκε ἀπ’ τὸ θέαμα τῆς κηδείας τοῦ νέου. Πόσο παρηγορητικὲς εἶναι οἱ λέξεις ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13). Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ἦταν γεμάτος χάρη καὶ δύναμη. Ἡ γυναίκα ἔνιωσε μέσα της παράκληση καὶ δύναμη. Μία σπίθα ἐλπίδας ἄναψε στὴν ψυχή της. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά της. Χαρακτηριστικὴ ἀκόμη εἶναι καὶ ἡ κίνηση ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ νέου. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι ὁ κυρίαρχος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ μὲ τρυφερότητα τὸν ἔδωσε «τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (ὅπ. π. 7,15). Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Κυρίου εἶναι ζωοποιό. Ὁ Θεὸς ἐκδηλώνεται, γράφει ἕνας Ἐπίσκοπος, ὡς παντοδύναμος καὶ ὡς πανάγαθος. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ καὶ ἐπειδὴ μπορεῖ, μὲ τὴ δύναμή Του ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη Του. «Ἡ θεϊκὴ δύναμη δὲν εἶναι μιὰ δύναμη αὐτὴ καθ’ αὑτή, ἀλλὰ εἶναι δύναμη τῆς ἀγάπης· ἢ μᾶλλον ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη» (Ἀλ.Σμέμαν). «Ἄλλωστε ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε. Ἔγινε νεκρὸς γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς.



Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Χριστοῦ

Στὸ βιβλίο τῆς «Φιλοκαλίας» ἀναφέρεται ἕνας λόγος κάποιου νηπτικοῦ πατρός. Λέγει, ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μαζί μας καὶ μᾶς σπρώξει, τότε θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ὕπαρξή του ἀπ’ τὸ ἄγγιγμα καὶ τὸ σπρώξιμο. «Ἄς σκεφθοῦμε τί γίνεται ὅταν ἔλθουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεό. Ἀσφαλῶς θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ νιώσουμε τὴν εὐσπλαχνία Του. Ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Καταλαβαίνουμε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Νιώθουμε τὴν ἕνωσή μας μαζί Του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας αἰσθανόντουσαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ἔνιωθαν νὰ ἑνώνεται τὸ αἷμα τους μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος καὶ τῆς δυστυχίας ποὺ ζοῦμε, ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι ἡ ἄνευ ἀνταλλαγμάτων ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ νὰ ἐπιδιώξουμε. Νὰ δεχθοῦμε τὴν παρουσία καὶ τὸ ἄγγιγμα τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου καὶ νὰ ζήσουμε αἰώνια στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Κυριακή Γ Λουκά Μπροστὰ στὸν θάνατο (Λουκ. ζ, 11-16)Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης



Μπροστὰ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου μᾶς τοποθετεῖ ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν: «Μὴ κλαῖε (...) Νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Τὸ σκοτεινὸ αἴνιγμα τοῦ θανάτου φωτίζεται καὶ ἡ θλίψη διαλύεται, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς συναντᾶ τὸ θάνατο καὶ τὸν συντρίβει.


Θάνατος, ζωὴ καὶ ἀνάσταση

Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονόs, ποὺ φαίνεται νὰ τερματίζει τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ μᾶς κάνει νὰ φοβόμαστε γιὰ τὴν ὕπαρξή μας, ἀλλὰ καὶ νὰ πονᾶμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε, καθὼς φεύγουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ἄν, ὅμως, ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διάλυση καὶ ἀφανισμός, τότε δὲν ὑπάρχει Θεός. Μιὰ τέτοια θεώρηση τοῦ θανάτου εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς «θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἐπ' ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σ. Σολ. 1,13). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται πὼς εἶναι τὸ φυσιολογικὸ τέλος μιᾶς διαδικασίας φθορᾶς, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀφύσικος, διότι δὲν ἔχει τὴ ρίζα του στὸ Θεό. Προέρχεται ἀπὸ μιὰ δύναμη ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στὸν κόσμο «διὰ τῆς ἁμαρτίας", κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Εἶναι τραγικὸ λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι ἢ χριστιανικὴ διδασκαλία μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸ θάνατο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «διὰ τὸ ἀεὶ εἶναι». Ὁ λόγοs τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς συμβιβάζουν μὲ τὸ θάνατο, ἀλλὰ μᾶς δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ τὸν ὑπερνικήσουμε ἐν Χριστῷ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποστολῆς τους. Ὁ Θεὸs εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ "διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα" (Πράξ. 17,25).

Ὅσες φορὲς ὁ ἄνθρωπος θέλει μόνος του τὴ ζωή, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι γιὰ τὸν Θεό, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καί, νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, πεθαίνει.

Τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ παρουσία Του γεμίζει τὰ πάντα καὶ διαλύει τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Ζωὴ εἶναι ἡ σχέση καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του καὶ θάνατος ἡ ἄρνηση τῆς ἀγάπης Του. Τὰ βιολογικὰ φαινόμενα μεταμορφώνονχαι μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ ζωὴ γιὰ τὸν πιστὸ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ φυσικὴ ἐπιβίωση οὔτε ὁ θάνατος ἡ τελευταία πράξη της καὶ ὁ τερματισμός της. Εἶναι τὸ πέρασμα στὴν πραγματικότητα τῆς αἰωνιότητας, στὴν ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς. 

Τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς εἶναι δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐκμηδενίζεται. Ὁ βιολογικὸς θάνατος παρουσιάζεται ὡς ἀναγκαῖο κακό, συνέπεια τῆς πτώσης μας. Γι' αὐτὸ μπροστὰ στὴν τραγωδία του θλιβόμαστε καὶ κλαῖμε (ἄλλωστε, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστὸς δάκρυσε στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου καὶ δὲν χάρηκε, ποὺ σὲ λίγο θὰ τοῦ ἔδινε ζωή). Ἀλλὰ ἡ λύπη μας γιὰ τὸ χωρισμὸ δὲν εἶναι πένθoς ἄλυτο, ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία. Ἡ λύπη μας ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσμονὴ τῆς ἀνάστασης. Ὁ ἀνθpωπoς καὶ ὁ κόσμος εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔγιναν γιὰ νὰ πεθάνουν καὶ νὰ σβήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουν. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι, ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χάνεται ἡ ὕπαρξή του, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκμηδενίζεται ἡ ζωή, ἁπλῶς ἀναστέλλεται προσωρινά, «κοιμᾶται», γιὰ νὰ ξυπνήσει μεταμορφωμένη καὶ νὰ ἀναστηθεῖ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ στὴν αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Μὴ κλαῖε» ὁ λόγoς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ συνέχειά του, τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι μία ἀκόμη κοσμοθεωρία καὶ φιλοσοφία ἀνάμεσα στὶς τόσες πολλὲς γιὰ τὸν θάνατο. Δὲν εἶναι μιὰ φθηνὴ παρηγοριά, γιὰ νὰ ξεγελάσει τὴν τραγικὴ μοίρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ τὸ ψέμα της, ἀλλὰ εἶναι ζωὴ καὶ ἀλήθεια ποὺ σώζει. 

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ σύγχρoνoς ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ὁ πολιτισμός του, ἔστω καὶ ἂν ἔχει ἀκούσει τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα τῆς ἀνάστασης, δὲν φαίνεται νὰ τὸ ἀποδέχεται, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ τρόπος καὶ ἡ στάση τῆς ζωῆς του. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει θάνατος, γιατί, ὅταν τὸν ἀντικρίζει, τρομάζει καὶ ἀπελπίζεται μέσα στὸ μηδενισμό του. Μόνο ἡ σταθερὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ζωὴ ποὺ νίκησε τὸ θάνατο μᾶς δίνει τὴν πληρότητα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας ποὺ ἀναζητοῦμε. Ἀμήν.

Κυριακή Γ Λουκά Ἡ ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας (Λουκ. 7,11—16) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος


Ἡ ἀνάστασις αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς : Ὁ Κύριος μετὰ τὴν θεραπείαν τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου «ἐν τῷ ἑξῆς» κατὰ ἑπομένην ἡμέραν πιθανώτατα «ἐπορεύθη εἰς πόλιν Ναΐν», ἐξέρχεται ἐκ τῆς Καπερναοὺμ καὶ βαδίζει πρὸς τὴν Ναΐν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο δώδεκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικῶς τῆς Ναζαρὲτ καὶ εἰς ἀπόστασιν 38 χιλιομέτρων πορείας μιᾶς δηλαδὴ ἡμέρας ἀπὸ τῆς Καπερναούμ. Ἡ λέξις Ναΐν σημαίνει ὡραία, καλλονή. Φαίνεται, ὅτι ἦτο εἰς ὡραίαν μαγευτικὴν τοποθεσίαν. Καὶ ὅμως εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν πόλιν ἦτο ἡ θλίψις, ὅπως εἰς τὸν ὥριμον καρπὸν εὑρίσκεται τὸ σκουλῆκι. Μετ’ Αὐτοῦ «συνεπορεύοντο οἱ μαθηταί Αὐτοῦ καὶ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος ἐξεκίνησε τὴν πρωΐαν ἀπὸ τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἔφθασε τὸ ἑσπέρας εἰς Ναΐν, ὅτε oἱ ἐνταφιασμοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐγίνοντο. «Οἱ μαθηταί αὐτοῦ» ἐνταῦθα εἶναι πιθανώτατα ὄχι μόνον οἱ δώδεκα μαθηταὶ του ἀλλὰ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν του.

«Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως» ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν του καὶ τοῦ λαοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν πύλην τοῦ τείχους τῆς πόλεως Ναΐν, «ἰδοὺ» αἴφνης συναντοῦν τὴν κηδείαν ἐξερχομένην ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Κατὰ τὴν κηδείαν ταύτην «ἐξεκομίζετο τεθνηκώς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρί αὐτοῦ καὶ αὕτη ἦν χήρα». Μετεφέρετο δηλαδὴ διὰ φορείου νεκρικοῦ ἀκαλύπτου κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, νεκρὸς μονογενὴς τις υἱός. Οἱ νεκροὶ ἐθάπτοντο ἐκτός τῆς πόλεως, διότι οὗτοι παρ’ Ἑβραίοις ἐθεωροῦντο νομικῶς ἀκάθαρτοι. Ὁ νεκρὸς οὗτος δὲν ἦτο μόνον νέος καὶ μονογενὴς εἰς τὴν μητέρα του, ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἦτο καὶ χήρα νεαρά. Ἑπομένως ἡ χήρα αὕτη γυνὴ εἶχε δύο πόνους. Ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ τώρα χάνει τὸ παιδί της. Ὁ πόνος οὗτος τῆς χήρας ταύτης ἦτο ἔκδηλος ὄχι μόνον, διότι αὕτη ἔκλαιεν, ἀλλὰ «καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς» ἀρκετὸς «ἦν σὺν αὐτῇ» εἰς ἐκδήλωσιν τῆς συμπαθείας του πρὸς αὐτήν.

Ὁ Κύριος «ἰδὼν αὐτὴν» ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ εὐσπλαγχνισθῇ ταύτην. Διά τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει «ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ μὴ κλαῖε». Ἐὰν ἀπηύθυνεν ἄλλος τὸ «μὴ κλαῖε» εἰς τὴν χήραν αὐτήν, οἱ κλαυθμοὶ θὰ ἐγίνοντο περισσότεροι. Ἐδῶ ὅμως ὄχι. Ὁ Κύριος θεραπεύει. «Προσελθών δὲ» πλησιάσας δηλαδὴ τὸ φέρετρον «ἥψατο τῆς σοροῦ» ἤγγισε τοῦ φερέτρου, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν σορὸν τοῦ νεκροῦ, ἵνα σταματήσωσιν οἱ νεκροφόροι. Εἰς τοῦτο «οἱ βαστάζοντες ἔστησαν» οἱ νεκροφόροι ἐσταμάτησαν. Ὁ Κύριος ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν νεκρὸν νεανίσκον λέγει πρὸς αὐτόν˙ «Νεανίσκε σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Ὁ νεανίσκος ἠγέρθη «ἀνεκάθησεν» ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ φορείου «καὶ ἤρξατο λαλεῖν» εἰς δήλωσιν, ὅτι ἀνέστη. Τοιαύτας νεκραναστάσεις ὄχι σωμάτων ἀλλὰ ψυχῶν μὲ ἕνα του μόνον λόγον ὁ Κύριος εἶχε κάμῃ μέχρι τώρα ἀπείρους! Ὁ Κύριος «ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ» δὲν ἐκράτησεν δηλ. αὐτὸν ὡς μαθητὴν Του ἀλλά, ἀπέδωσεν αὐτὸν εἰς τὴν μητέρα του.

Λόγῳ τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὐτοῦ γεγονότος «ἔλαβε φόβος πάντας» διότι ἀντελήφθησαν, ὅτι ἔχουν ἐνώπιόν των θείαν δύναμιν. Τὸ ἱερὸν τοῦτο δέος ἠκολούθει δοξολογία. «Ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες, ὅτι προφήτης μέγας ἠγέρθη ἐν ἡμῖν καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τὸν λαὸν του ἀποστείλας τὸν μεγάλον τοῦτον προφήτην. «Ὁ λόγος οὗτος» ἡ ἀνάστασις δηλαδὴ τοῦ νεκροῦ τούτου «ἐξῆλθεν» μετεδόθη «ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ» ἤτοι εἰς πᾶσαν τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Παλαιστίνην λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ θαῦμα τῆς νεκραναστάσεως ἦτο πρωτάκουστον.



Θέμα: Περὶ θανάτου.

Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ποία ἡ θέσις μας ἀπέναντι τοῦ θανάτου; 

Ἰδοὺ αἱ δύο ὄψεις τοῦ θανάτου.

Καὶ πρῶτον. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων. Ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα εἶναι ἀβέβαια πλὴν τοῦ θανάτου. Καὶ πράγματι! Ὅτι ὁ παῖς θὰ γίνῃ νέος καὶ θὰ γηράσῃ, εἶναι ἀβέβαιον, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀποθάνῃ παῖς. Ὅτι ὁ νέος καὶ ἡ νέα θὰ δυνηθῶσι νὰ σπουδάσωσι καὶ νὰ πραγματοποιήσωσι τὰ ἰδικὰ των χρυσᾶ ὄνειρα καὶ τὰ τῶν γονέων των, εἶναι ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θὰ ἀποθάνωσιν, εἶναι βεβαιότατον. Ὅτι ὁ γέρων θὰ φθάσῃ τὰ χιονισμένα χρόνια τῆς ἡλικίας τοῦ βαθέος γήρατος, εἶναι περισσότερον ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θ’ ἀποθάνῃ, εἶναι ἀναντίρρητον. Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα οὔτε τὸ νεανικὸν σφρῖγος εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐμποδίσωσι τὸ βέβαιον τοῦ θανάτου. Τοὐναντίον μάλιστα ταῦτα ἐνώπιον τοῦ θανάτου εἶναι ἀβέβαια. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὀγκόλιθος, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ ἄλλα συντριβόμενα γίνονται ἀβέβαια εἴτε φήμη εἴτε νεότης λέγονται ταῦτα.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ τὸ τρομακτικώτερον. Μάλιστα! Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον φυματίωσις, καρκῖνος, ἡμιπληγία, καρδιακὸν τι νόσημα, χωλότης, πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡρισμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὅλα ταῦτα καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι φυματικοί, δὲν πάσχουν ἀπὸ καρκῖνον ἤ καρδιακὸν τι νόσημα κτλ. ἀλλ’ ὅμως οὗτοι δὲν θὰ ἀπαλλαγῶσι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι δυστύχημα γενικόν, ὥστε ἐνῷ σήμερα εἴμεθα αὐτόπται μάρτυρες, αὔριον θὰ γίνωμεν τραγικὰ θύματα. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερὸς ὄχι μόνον, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀφορᾷ καὶ ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον. Ὅταν δηλαδὴ χάσῃς τὸ ἕνα σου μάτι, αὐτί, χέρι, πόδι, ἔχεις τὸ ἄλλο. Ὅταν χάσῃς τὰ δύο μάτια, δύνασαι νὰ ἀναπληρώσῃς αὐτὰ κατὰ τι μὲ τὴν ἀκοήν, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς τυφλούς. Ὅταν χάσῃς τὴν ἀκοὴν καὶ τῶν δύο αὐτιῶν σου, δύνασαι νὰ συνεννοῆσαι διὰ νευμάτων, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς κωφούς. Ὅταν χάσῃς τὰ περὶ σὲ ἀγαθά, χρήματα ἤ κτήματα, ἔχεις τὸν ἑαυτόν σου. Ὅταν ὅμως ἀποθάνης, ἔχασες τὰ περὶ σὲ καὶ τὸν ἑαυτόν σου. Ἔχασες τὸ πᾶν! Ὁ θάνατος λοιπὸν εἶναι τρομερός, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ εἰς ὅλον τὸν ἄνθρωπον. Τί τρομερώτερον λοιπὸν τοῦ θανάτου, ὅταν οὗτος εἶναι καὶ βεβαιότατος ;

Ὁ θάνατος ὅσον τρομερὸς καὶ βέβαιος καὶ ἂν εἶναι ὡς γεγονὸς εἶναι ἀβεβαία ὅμως ἡ ὥρα του. Τὸ μῆκος τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι εἰς ὅλους μας τὸ αὐτό. Ἄλλοι βλέπουν υἱοὺς υἱῶν καὶ ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ πλήθους ἀπογόνων. Ἄλλοι ὅμως σταματοῦν εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς των καὶ ἄλλοι εἰς τὴν ἀνθίζουσαν ἡλικίαν των. Εἶναι τέλος ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν προφθάνουν νὰ ἀνθίσουν, νὰ μπουμπουκιάσουν καὶ ἐξαφανίζονται. Ὁμοιάζουν σὰν τὰ λουλούδια, τὰ ὁποῖα ἀνθίζουν τὸ πρωὶ διὰ νὰ μαρανθοῦν τὸ ἑσπέρας. Διά τοῦτο ἀκούομεν συχνά, ὅτι ὁ μὲν ἀπέθανεν, ἐνῷ ἔτρωγεν, ὁ ἄλλος ὅταν ἐχόρευεν, ὁ τρίτος ἐκοιμήθη καὶ δὲν ἐξύπνησε καὶ ἄλλος ἐνῷ ἔπινε νερό, ἀπέθανε καὶ «δὲν εἶπε νερό». Πόσον ἀβεβαία ἡ ὥρα τοῦ θανάτου!


Δεύτερον. Ἡμεῖς; Ποίαν θέσιν ἔχομεν ἀπέναντι τοῦ θανάτου; Ἰδού!

Εἴπομεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον, τρομακτικώτερον πρᾶγμα καὶ ἡ ὥρα του ἀβεβαία. Ἐνώπιον τοιούτου φαινομένου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε στραφῇ σπουδαίως ἡ προσοχὴ ἀπίστων καὶ πιστῶν. Καὶ πράγματι. Εἶσαι ἄπιστος εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴν ὁ ἀναγιγνώσκων; Νομίζω, ὅτι πρέπει ὁ θάνατος νὰ σὲ ἀπασχόλησῃ σοβαρῶς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πρόκειται νὰ χάσῃς τὸ μάτι σου, τὸ χέρι σου, μία καρφίτσα. Τὸ ἐνδιαφέρον σου ξυπνᾷ. Πρόκειται νὰ ὑπερασπισθῇς τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη εἰς τὸ μέλλον δυσφημισθῇ. Τὸ ἐνδιαφέρον σου διεγείρεται. Ἀφοῦ διεγείρεται τὸ ἐνδιαφέρον σου δὶ’ ἕνα σου χέρι διὰ μίαν καρφίτσαν διὰ τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη δυσφημισθῇ, δὲν πρέπει νὰ κινηθῇ τὸ ἐνδιαφέρον σου διὰ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος θὰ σοὺ ἀφαιρέσῃ ὄχι ἕνα χέρι ἤ μία καρφίτσα ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν σου; Εἶναι λογικὸν νὰ ἔχῃς τόσην εὐαισθησίαν εἰς τὰ ἐλάχιστα, εἰς τὴν ἀπώλειαν μιᾶς καρφίτσας καὶ ἀναισθησίαν εἰς τὰ μέγιστα, εἰς τὸν θάνατόν σου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἴσως μου εἴπῃς, ὅτι ἂν ψάξω τὰ περὶ τοῦ θανάτου μου καὶ πέραν αὐτοῦ, τί θὰ εὕρω ; Ἀπαντῶ. Ψάξε καὶ ἂν μὲν εὕρῃς τὴν πέραν τοῦ θανάτου ζωήν, θὰ εὕρῃς τὸ πᾶν. Ἐὰν δὲν εὕρῃς, δὲν ἔχεις νὰ χάσῃς τίποτα. Εἶσαι ποὺ εἶσαι ἄπιστος. Ἑπομένως τὸ τρομερὸν καὶ βέβαιον τοῦ θανάτου καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς ὥρας του πρέπει νὰ κινήσωσι τὸ ἐνδιαφέρον παντὸς ἀνθρώπου.

Σὺ ὁ ἀναγιγνώσκων εἶσαι πιστός; Βλέπεις, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι βέβαιος, τρομερὸς καὶ ἀβεβαία ἡ ὥρα του. Πιστεύεις, ὅτι θ’ ἀπολογηθῇς μίαν ἡμέραν. Ἐνθυμουμένου τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου πόσα πάθη δὲν θὰ σβύσουν, πόσαι ἐκδικήσεις δὲν θὰ παύσουν, πόσαι ἐπαναστάσεις τῆς σαρκὸς δὲν θὰ κατευνασθοῦν, πόσα σχέδιά σου δὲν θὰ τροποποιηθοῦν, ἀφοῦ πιστεύῃς, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἀπολογηθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἡ ὥρα αὕτη εἶναι ἀβεβαία. Συνεπῶς πᾶσα σκέψις καὶ πρᾶξις σου, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γίνῃ, πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη, ὥστε νὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ ἀποθάνῃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν, ἀφοῦ δὲν γνωρίζῃς, ἐὰν θὰ ζήσῃς ἀργότερον. Κανόνισε τὸ παρόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ χέρι σου, διὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἀνάγκην τὸ μέλλον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τρομερός, διότι καταστρέφει τὴν ζωήν, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ θύρα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἐὰν εἶναι τρομερὸς ὁ θάνατος, διότι γκρεμίζει τὴν ζωήν, πόσον τρομερὸς εἶναι διὰ σὲ τὸν πιστόν, ὁ ὁποῖος πιστεύεις εἰς τὸ αἰώνιον τῆς κολάσεως, ἐὰν δὲν ἑτοιμασθῇς καταλλήλως; Ἐὰν προσθέσωμεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, πόσον τρομερὸς διὰ σὲ πιστὲ πρέπει νὰ εἶναι ὁ θάνατος, ὅταν λόγῳ τῆς ἀμελείας σου, ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃς διὰ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, κατέρχεσαι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν; Ταῦτα εἶναι βέβαια καὶ τρομερὰ διὰ σέ, ὅσον ἀβεβαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ὥρα των.

Ἑπομένως πιστοὶ καὶ ἄπιστοι πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῶμεν διὰ τὸ βέβαιον καὶ τρομερόν του θανάτου καὶ τὴν ἀβεβαίαν του ὥραν, ὥστε οἱ μὲν ἄπιστοι νὰ γίνωσι πιστοί, οἱ δὲ πιστοὶ νὰ τακτοποιήσωσι τὸν ἑαυτὸν των, εἰς τρόπον ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς πᾶσαν ὥραν νὰ ἐμφανισθῶσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τρεῖς φίλους. Ὁ ἕνας τὸν ἐγκαταλείπει κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ὁ ἄλλος κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸν καὶ ὁ τρίτος τὸν συνοδεύει πέραν τοῦ τάφου. Ὁ πρῶτος εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ δεύτερος oἱ φίλοι του καὶ ὁ τρίτος τὰ καλὰ ἔργα. Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ φροντίζῃ, ὥστε ἐνῷ, ὅταν ἐγεννήθη, ὅλοι γελοῦσαν καὶ αὐτὸς ἔκλαιεν, ὅταν ἀποθάνῃ, οἱ ἄλλοι νὰ κλαίουν καὶ αὐτὸς νὰ γελάῃ.

Κυριακή Γ' Λουκά Β΄ Κορ. Θ' 6 – 11 Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου



Πρακτικό φαίνεται κατ' αρχήν το θέμα της ελεημοσύνης που αναπτύσσει ο Απόστολος Παύλος στην αποστολική περικοπή. Όμως, όπως θα δούμε, εκτός από την πρακτικότητα διαθέτει και περιεχόμενο θεολογικό, αφού άλλωστε στην Εκκλησία μας δεν μπορεί να υπάρχει θεωρία άνευ πράξεως, και πρακτική αρετή στερουμένη την θεωρητική και δογματική της κατοχύρωση.
            Με λόγια θερμά και πειστικά, ο μεγάλος Απόστολος προτρέπει τους Κορινθίους να βοηθήσουν τους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, οι οποίοι δοκιμάζονταν από φοβερό λιμό. Και επειδή όλα τα νοήματα τα αιχμαλώτιζε στην υπακοήν του Χριστού (Β΄Κορ. Ι΄5), λαμβάνει τώρα αφορμή από μια γεωργική εικόνα και τονίζει στους πιστούς όλων των αιώνων ότι «ο σπείρων φειδομένως, φειδωμένως και θερίσει». Δηλαδή, εκείνος που σπέρνει με τσιγγουνιά, με τσιγγουνιά και θα θερίσει. Και εκείνος που σπέρνει με αφθονία, με αφθονία θα θερίσει και θα απολαύσει τους καρπούς. Το δε κεντρικό νόημα είναι, ότι ο καθένας ας δίνει ελεημοσύνη σύμφωνα με την ελεύθερη διάθεση της καρδιάς του «μή εκ λύπης ή εξ' ανάγκης», διότι «ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός».
            Όντως, ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και με ιλαρόν – χαρούμενο πρόσωπο.
            Είναι όμως τόσο ευλογημένο και συγκινητικό το θεόπνευστο ιερό κείμενο, ώστε είναι ανάγκη να το δούμε στην απλή του μετάφραση.
            «Πρέπει να ξέρετε πως όποιος σπέρνει με φειδώ, θα έχει λίγη σοδειά, και όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωρείται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει και η Γραφή «σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα διαρκεί αιώνια. Αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, θα δώσει και θα πληθύνει και το δικό σας σπόρο και θα αυξηθεί στους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν το Θεό».
            Αδελφοί μου, είναι αυτονόητο ότι το κήρυγμα της ελεημοσύνης, υπήρχε, υπάρχει και βεβαίως θα υπάρχει πάντοτε μέσα στην Εκκλησία μας. Άλλωστε, θα πρέπει να γνωρίζουμε και τούτο. Οποιοδήποτε κοινωνικό ή άλλο σύστημα επικρατήσει, ουδέποτε θα παύσουν να υφίστανται οι πτωχοί, δηλ. οι αδελφοί του Ιησού! Και τούτο διότι η πτωχεία είναι ένα μέσον διά του οποίου οι πτωχοί οι ίδιοι καταρτίζονται στην αρετή, αλλά και οι έχοντες και κατέχοντες, αποδεικνύουν, πρέπει να αποδεικνύουν στην πράξη, μέσω της ελεημοσύνης, ότι αγαπούν το Θεό, προσφέροντας και βοηθώντας τους έχοντας ανάγκη αδελφούς.
            Ο παντοκρατορικός λόγος του Κυρίου Ιησού, ότι δηλαδή «τους πτωχούς πάντοτε θα τους έχετε» (Ματθ. ΚΣΤ΄11), είναι λόγος ακατάλυτος και θα ισχύει φυσικά έως το τέλος των αιώνων. Επαναλαμβάνουμε ότι οποιοδήποτε σύστημα και αν επικρατήσει, τόσο στα έθνη ιδιαιτέρως, όσο και παγκοσμίως, όπως  οι «μεγάλοι» οδηγούν τον κόσμο για μια «παγκόσμια κυβέρνηση» οι πτωχοί και οι έχοντες ανάγκη ουδέποτε θα εκλείψουν.
            Ας ρίξουμε όμως το «δίχτυ» του λόγου του Θεού σε βαθύτερα ύδατα, ώστε να αλιεύσουμε θεολογικές προεκτάσεις στο όλο θέμα.
            Μια σύντομη ματιά αν ρίξουμε στην ιστορία και δούμε τις χώρες που επεκράτησε εξαρχής ο Χριστιανισμός, και κυρίως εάν μελετήσουμε την «καθ' ημάς Ανατολή», θα διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως ότι προβάλλονται μπροστά μας οι μεγάλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες που μαζί με τον θεολογικό και ερμηνευτικό τους λόγο, αγωνίζονταν και ευαισθητοποιούσαν τις μάζες των πιστών και τις καθοδηγούσαν στην οδό της αγάπης που εκφραζόταν διά της ελεημοσύνης. Βεβαίως, στην μελέτη αυτή θα φανεί πολύ εναργώς και ο ελεγκτικός πατερικός λόγος, έναντι των ανάλγητων πλουσίων, κάτι δηλαδή το οποίο έχει εκλείψει δυστυχώς από την σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα, και που φαντάζει μπροστά μας ως ξένο, βάσει της σημερινής πραγματικότητας, και που όμως είναι τόσο αναγκαίο...
            Αξίζει να δώσει κανείς λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του, ώστε να μελετήσει τις μεγάλες αυτές μορφές που απέδειξαν ότι ο Χριστιανισμός και μάλιστα η Ορθοδοξία, δεν είναι απλώς μια θεωρία, αλλά μια φωτισμένη και δυναμική πράξη, που εάν ο κόσμος θελήσει να εφαρμόσει αυτόν τον Ευαγγελικό λόγο, οπωσδήποτε η κοινωνία θα μεταβληθεί σε παράδεισο.
            Αυτή όμως η στάση των πιστών, που κορυφώνεται εκτός των άλλων και στην κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας, κάνει τους συνειδητούς εχθρούς του Χριστού να θέλουν να χτυπήσουν ακριβώς αυτό το κοινωνικό έργο της αγάπης. Ο λόγος; Μα είναι τόσο προφανής. Χωρίς την έμπρακτη αγάπη, η Εκκλησία δεν θα έχει την απόλυτη δυνατότητα να κηρύξει το Ευαγγέλιο της Αγάπης.
            Ισχυρίζονται ορισμένοι στις ημέρες μας ότι «αφού υπάρχει Κράτος, δεν θα πρέπει η Εκκλησία να διαθέτει Ιδρύματα». Αλλά με αυτή τη «λογική», μήπως θα πρέπει να παύσει να κηρύσσεται και το Ευαγγέλιο που καταδικάζει την κλεψιά και το φόνο, αφού υπάρχουν η Αστυνομία και τα Δικαστήρια; Και μήπως θα πρέπει να κλειδώσουμε και τους Ιερούς μας Ναούς, αφού δύναται ο άνθρωπος, κατά μία πρωτόγονη άποψη, να λατρεύει το Θεό και στη φύση; Και για να συνεχίσουμε προς στιγμήν στον ίδιο παράλογο ρυθμό, μήπως θα πρέπει ο ζωντανός λόγος του Θεού να μη καταδικάζει και την κοινωνική ανισότητα και την εργατική εξαχρείωση, αφού υφίστανται οι ποικίλλοι συνδικαλιστικοί φορείς; Να πάμε και λίγο πιο κάτω; Μήπως θα πρέπει η Εκκλησία να λησμονήσει τους σκλάβους εισέτι αδελφούς, στις αλύτρωτες Πατρίδες, αφού υφίσταται (αν υφίσταται) εξωτερική πολιτική; Και με δυο λόγια, μήπως, αφού όπως υπολογίζουν οι «μεγάλοι» τόσο της Πολιτείας, όσο και ορισμένων τοπικών Εκκλησιών, ότι οσονούπω έρχεται παγκόσμια κυβέρνηση, και παγκόσμια θρησκεία, μήπως ερωτούμε, θα πρέπει να καταργήσουμε την Ορθοδοξία και την Ορθοπραξία; Μήπως θα πρέπει να παύσουμε να καταδικάζουμε τις πλάνες και τις αιρέσεις (φέρνοντας μάλιστα και μέσα στους Ναούς τους αιρετικούς παπικούς και όχι μόνο ώστε να μας ευλογούν το ποίμνιο;). Και ταυτοχρόνως μήπως τώρα θα πρέπει να θεωρήσουμε τις σεξουαλικές διαστροφές και αηδιαστικές ανωμαλίες ως κάτι το φυσιολογικό, όπως πράττουν αρκετοί από τον συρφετό του Προτεσταντικού κόσμου;...
            Αλλά, ικανόν εστί αδελφοί μου. Ικανόν εστί. Παρακολουθώντας κανείς τα «επιχειρήματα» των αθέων και των απίστων αλλά και των οπαδών του θρησκευτικού συγκρητισμού, (γράφε οικουμενισμού), κινδυνεύει να χάσει την ψυχραιμία του και ν' αρχίσει να απολογείται στους ολιγοφρενείς «προοδευτικούς» αλλά και στους έχοντας «κεκαυτηριασμένη την ιδίαν συνείδησιν». Τους «προοδευτικούς» που όμως είναι πάντοτε πρόθυμοι να ρίχουν το λίθο του αναθέματος εναντίον του Χριστού και του Σώματός Του. Έτοιμοι πάντοτε να υπερασπίζονται οποιονδήποτε υβριστή του Ευαγγελίου, των Οσίων και θεοφόρων Πατέρων μας, και να προασπίζονται όσους έχουν βαλθεί στο να χτυπήσουν την Πατρίδα μας και τα ιδανικά μας.
            Αδελφοί μου, ας κοάζουν οι βάτραχοι της αθεΐας, της αρνήσεως και του συγκρητισμού. Ας λυσσούν τα τέκνα του διαβόλου και ας αποκόπτουν «Σύριζα» μέσα από την ύπαρξή τους το δένδρο της ζωής, τους βλαστούς της Αγάπης και του ιερού ενθουσιασμού, που εν προκειμένω, ζητεί ο Απόστολος να εκφραστούν με την αγάπη προς τους αδελφούς διά της προσφοράς ελεημοσύνης.
            Εμείς οι πιστοί, τόσο από το περίσσευμα, όσο κυρίως από το υστέρημά μας, θα φροντίζουμε πάντοτε να βλέπουμε στα μάτια τους πτωχούς μας αδελφούς, όποιοι και αν είναι αυτοί, αφού εννοείται, ότι για να δεις τον πένητα αδελφό στα μάτια, χρειάζεται τα χέρια να ανοίγουν τις τσέπες και ν΄αδειάζουν τα βαλάντια...
            Ας ακούμε λοιπόν πάντοτε τον Κυριακό και Αποστολικό λόγο και ας τον εφαρμόζουμε, ακλόνητοι επί των Ευαγγελικών επιταγών, αφού αυτός ζωντανός λόγος μας προτρέπει στην ιερή Αποκάλυψη: «...ο άγιος αγιασθήτω έτι... και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι». (Αποκάλ. ΚΒ΄11).

Αμήν.

Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα

Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο


Τα χρονολογικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν ανά τους αιώνες είναι εκατοντάδες. Σχεδόν κάθε πολιτισμός ανέπτυσσε το δικό του, λίγα όμως κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Έως τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. το ημερολόγιο που επικρατούσε ήταν αυτό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο βασιζόταν στις φάσεις της Σελήνης. Λόγω της ατέλειάς του, όμως, δημιουργήθηκαν μεγάλες αποκλίσεις, κυρίως στην εαρινή ισημερία, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και τη λειτουργία του κράτους.

Έτσι, ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου. Προς την κατεύθυνση αυτή, προστέθηκαν στο έτος 90 μέρες, δηλαδή η 1η Μαρτίου του 44 π.Χ αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου. Το νέο, ηλιακό, ημερολόγιο ανταποκρινόταν απόλυτα στη διαδοχή των εποχών και η διάρκεια του έτους προσδιορίστηκε στις 365,25 ημέρες. Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προσθέτονταν κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει δίσεκτο.
 
 Όμως και από το Ιουλιανό Ημερολόγιο προέκυπτε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων το χρόνο. Εξαιτίας της απόκλισης αυτής, μιάμιση χιλιετία αργότερα η εαρινή ισημερία είχε μετατοπιστεί ημερολογιακά 11 μέρες πίσω, σε σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα. Μπροστά στον κίνδυνο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα φθινόπωρο και το Πάσχα χειμώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος προχώρησε σε νέα μεταρρύθμιση του συστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1582 προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97.

Το Νέο ή Γρηγοριανό ημερολόγιο συνάντησε έντονες αντιδράσεις. Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης το υιοθέτησαν τελικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά χρειάστηκαν έναν ακόμη αιώνα. Αγγλία και Αμερική το αποδέχτηκαν μόλις το 1752. Το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή, όπου όλα τα ορθόδοξα κράτη συνέχισαν να ακολουθούν το Ιουλιανό έως τον 20ο αιώνα. Η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, ονομάζοντας τη 16η Φεβρουαρίου, 1η Μαρτίου.
 

Η Εκκλησία της Ελλάδος το εφάρμοσε στο εορτολόγιό της ένα χρόνο αργότερα

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΙΑΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (1892-1903) Του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Β’)




(Β’)
Στις 12 Οκτωβρίου 1853, ο νεαρός Πέτρος εγκαταλείπει τα Τρεστενά, το όμορφο χωριό του, και με την ευχή των γονέων του, φτάνει στην κλεινή και γεραρά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, για αγώνες ασκητικούς κοντά στον σεβάσμιο Γέροντα Ιερόθεο Πετρόπουλο. 
Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος σημειώνει στο τετράδιό του: 
«Εις το Μέγα Σπήλαιον υπετάγην εις τον σεβάσμιον Γέροντα Ιερόθεον Πετρόπουλον, Προηγούμενον, μεμακρυσμένον συγγενή μου, του οποίου το όνομα έλαβον, ότι το 1857 έλαβον την κουράν του Μοναχού.
Μετά δε δύο έτη, ήτοι το 1859, εκλήθην εις Αθήνας υπό του νεοχειροτονηθέντος Επισκόπου Γυθείου Ιωσήφ, όστις με εχειροτόνησεν Ιεροδιάκονον την 29ην Αυγούστου του ιδίου έτους, εν τη Ιερά Μονή Πετράκη, και ηκολούθησα αυτόν εις την επαρχίαν του».
Από τις παραπάνω σημειώσεις φαίνεται ο ιερός ζήλος του νεαρού Πέτρου να εισέλθη στις αυλές του Κυρίου και να ενδυθή το Αγγελικό Σχήμα. Όμως, υποτάσσεται και μαθητεύει κοντά σε «σεβάσμιο» Γέροντα, γιατί ο μοναχικός δρόμος είναι κοπιώδης και δύσκολος. Χρειάζεται οδηγός απλανής για την κατά Θεόν πορεία. Πολλές φορές χωρίς πνευματική δοκιμασία, χωρίς υποταγή, χωρίς εκκοπή του ιδίου θελήματος, οδηγούνται ευσεβείς νέοι μας, οι οποίοι είναι καλά και ευλογημένα παιδιά, στον μοναχικό βίο. Η απειρία όμως δημιουργεί ναυάγια, και ο διάβολος καιροφυλακτεί προκειμένου να καταπίη τους αδοκίμους αγωνιστάς. Ορμώμενος από το αγιασμένο παράδειγμα του Ιεροθέου, δράττομαι της ευκαιρίας να θίξω το τόσο σημαντικό αυτό θέμα, από το οποίο αξαρτώνται πολλά ως προς την πορεία των Εκκλησιαστικών μας πραγμάτων και την πνευματική πρόοδο των Μοναχών αλλά και όλων των Κληρικών.

Και συνεχίζει ο μακάριος ανήρ:
«Εκεί, εν Γυθείω, διήκουσα τα Σχολαρχιακά μαθήματα, και το 1862 κατετάχθην μαθητής εν τη εν Αθήναις Ριζαρείω Σχολή. Είτα, συμπληρώσας επί τριετίαν τα εγκύκλια μαθήματα, ενεγράφην το 1866 φοιτητής της Θεολογικής Σχολής εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω. Εκήρυττον δε και τον θείον λόγον εν τω Ιερώ Ναώ της Αγίας Αικατερίνης, ιεροδιάκονος ων εν αυτώ…». 
Η Θεολογία στηρίζεται στην πνευματική ζωή, όπως βιώνεται με την προσευχή και την εσωτερική σχέση με τον Θεό, μέσα στην Εκκλησία, τελειουμένη διά των Ιερών Μυστηρίων. Ο Άγιος Νείλος ο Ασκητής λέγει: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς, και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». Αυτήν την γνώση καλλιεργούσε εμπειρικά ο πολύς Ιερόθεος. Όμως δεν παρέλειψε να καλλιεργήση και την θύραθεν σοφία, η οποία επίσης είναι δώρον Θεού. Έτσι ο νεαρός Διάκονος, παράλληλα με τα καθήκοντά του στον Ιερό Ναό, τα οποία επιτελούσε με σεμνότητα και ιεροπρέπεια και σύνεση γεροντική, καίτοι νέος εις την ηλικία, μελετά και την επιστήμη της Θεολογίας, στα έδρανα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τότε η Θεολογική Σχολή ήτο φυτώριον αγιότητος. Τώρα χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να κρατηθούν οι Σχολές σε αυτά τα πνευματικά ύψη, αφού οι καιροί έχουν αλλάξει τόσο πολύ, και το πνεύμα της εκκοσμίκευσης έχει επηρεάσει τα πάντα. Πιστεύουμε ότι παρά την πνευματική κρίση, και σήμερα οι Θεολογικές μας Σχολές, μέσα από τον αγώνα και τις προσπάθειες κατηρτισμένων καθηγητών και την παρουσία ευλογημένων φοιτητών, συνεχίζουν την προσφορά τους στην Εκκλησία και το Έθνος.
Ας προχωρήσωμε όμως στις σημειώσεις του κλεινού Ιεράρχου:
«Την 18ην Ιουλίου του 1870 διωρίσθην υπό της Ιεράς Συνόδου και του Υπουργείου, ιεροκήρυξ έκτακτος εν τω Νομώ Αιτωλοακαρνανίας, ότι ήκμαζεν η ληστεία εν ταίς επαρχίαις, ιδίως της Ναυπακτίας και Ευρυτανίας. Την δε 20ην Φεβρουαρίου 1872 διωρίσθην έκτακτος ιεροκήρυξ εις τον Νομόν Λακωνίας, και εκείθεν το 1875 μετετέθην εις τον Νομόν Φθιώτιδος. Αλλά το επόμενον έτος παρητήθην της Δημοσίου θέσεως του ιεροκήρυκος, και έλαβον την Διεύθυνσιν της Εκκλησιαστικής Εφημερίδος “η Ειρήνη”, και είτα του “Λόγου”, διδάσκων άμα και κηρύττων τον θείον λόγον εν τη Σχολή του κ. Α. Μακράκη, ης μέλος απετέλουν, ότι και Πρόεδρος άμα του θρησκευτικού Συλλόγου “Ιωάννης ο Βαπτιστής”».
Ζήλος θερμουργός κατέχει την ψυχή του νεαρού κληρικού. Αγώνες σε εποχές δύσκολες, και σε ακόμα δυσκολώτερες περιοχές, για να φυτεύση στις καρδιές των ανθρώπων τον Χριστό και την αλήθεια του Ιερού Ευαγγελίου. Μελετώντας την αγιασμένη ζωή του Ιεροθέου, αντιλαμβάνεται κανείς τους κόπους και τους μόχθους που κατέβαλλαν τότε οι ιεροκήρυκες, προσφέροντας την ίδια την ζωή τους για την δόξα του Θεού και την σωτηρία των ανθρώπων. Πόσα οφείλει το Έθνος μας σ’ αυτές τις σεβάσμιες μορφές, που κρατώντας το ραβδί στο χέρι και το δισάκι στον ώμο, ανηφόριζαν σε δρόμους δύσβατους και βουνά για να μορφώσουν στις ψυχές Ιησούν Χριστόν Εσταυρωμένον και Αναστάντα. Γιά να ημερέψουν τις καρδιές και να γεφυρώσουν χάσματα. Γιά να επουλώσουν πληγές, και να διδάξουν, ακόμη, τα Ελληνικά Γράμματα.
Εμείς οι νεώτεροι Ιεροκήρυκες αγωνιστήκαμε κάτω από διαφορετικές συνθήκες, που διευκόλυναν, όχι μόνο τις μετακινήσεις μας, αλλά και το όλο έργο μας. Όμως, εάν ένας διδάσκαλος των Θείων Αληθειών επιθυμή να επιτύχη όντως στο άγιο έργο του, δεν έχει παρά να καθρεφτίζεται κάθε ημέρα στις λαμπρές μορφές των αγωνιστών αυτών κληρικών, οι οποίοι επότισαν με τον ιδρώτα τους και το αίμα τους τα χώματα της Ορθοδόξου Πατρίδος μας. Θα σταθώ όμως και στην σημείωση του Ιεροθέου σχετικά με τον διορισμό του από το Υπουργείο στην Αιτωλοακαρνανία «ότι ήκμαζεν η ληστεία...». Τότε το Κράτος χρησιμοποιούσε και την δύναμη της Εκκλησίας για την καταστολή της παραβατικότητος. Αξιοποιούσε τον λόγο του Θεού και τούς καταξιωμένους εργάτας του Ευαγγελίου. Μακάρι και τώρα να κατανοήση η Πολιτεία αυτήν την ανάγκη, και να αξιοποιήση αυτήν την πνευματική δύναμη για θεραπεία των παθών και έξοδο από την πνευματική κρίση η οποία μαστίζει την χώρα μας. 

Ας παρακολουθήσωμε όμως τα όσα ο ίδιος αναφέρει στην συνέχεια για τον εαυτό του:
«Το 1879, καταγγελθέντος του κ. Απόστολου Μακράκη επί αντιθέτους τη Εκκλησία δοξασίας, συγκατηγορήθην καγώ μετ’ άλλων συναδέλφων μου κληρικών ως ομοφρονούντες τω κ. Μακράκη, και κατεδικάσθημεν υπό της Ιεράς Συνόδου εις πολυετή εξορίαν εγώ μεν εις την εν Άνδρω Μονήν της Παναχράντου, και εκείθεν εις την εν Πάρω Μονήν της Λογγοβάρδας, ένθα και διέμενον επί δύο έτη, οι δε άλλοι συνάδελφοί μου εις άλλας Μονάς του Κράτους.
Επανελθόντες εις Αθήνας, προσήλθομεν ενώπιον της Ιεράς Συνόδου το 1884, και εζητήσαμε συγγνώμην, ήτις και εδόθη ημίν. Συγχρόνως δε η Σύνοδος με επρότεινε ως ιεροκήρυκα εις τον Νομόν Αιτωλοακαρνανίας, και διωρίσθην υπό του Υπουργείου την 3ην Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
Το επόμενον έτος, 1885, Αυγούστου 6, μετετέθην εις τον Νομόν Αττικής, ένθα και διατελώ ήδη Ιεροκήρυξ.
Εν Αθήναις τη 25η Σεπτεμβρίου 1885
Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Μητρόπουλος,
Ιεροκήρυξ».

Από τις παραπάνω γραμμές φαίνεται η πονεμένη ιστορία του Ιεροθέου, η έχουσα σχέση με τον Απόστολο Μακράκη. Δέχθηκε με υπομονή την εξορία, και την εκμεταλλεύτηκε πνευματικά στα Μοναστήρια όπου έγκαταβίωσε ως έγκλειστος. Η υπακοή του στην Εκκλησία τον ύψωσε, και ο Κύριος τον εχαρίτωσε. Οι άνθρωποι είμαστε ατελείς, και για τούτο πολλάκις σφάλλουμε. Η εκζήτηση της συγγνώμης και η ταπείνωση —έστω και αν κάποτε, ανθρωπίνως, έχομε αδικηθή— προδίδουν αδαμάντινους χαρακτήρες, όπως ήταν ο Ιερόθεος. Μετά από αυτήν την δοκιμασία, την προσευχή, την πνευματική περισυλλογή και την υπακοή στην Εκκλησία, ήλθε η κατά Θεόν δόξα, αφού ο ταπεινός Ιερόθεος ανήλθε στον Αρχιερατικό Θρόνο Πατρών και Ηλείας.

* Αυτή την δοξασμένη πορεία θα παρακολουθήσωμε στο Γ’ μέρος της αναφοράς μας στη σεπτή μορφή του αοιδίμου Ιεροθέου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...