Το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα ή «Μονή Ρωσσικού» είναι κτισμένο σ' έναν ορμίσκο μετά τη Μονή Ξενοφώντος και λίγο προτού φτάσουμε στη Δάφνη, από την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου. Ο λιμενοβραχίονας που προστατεύει τον όρμο κάνει δυνατή την πρόσβαση στη Μονή για όλα τα πλεούμενα. Τα πολυόροφα κτίρια, άλλα διαλυμένα και άλλα εγκαταλειμμένα, μαζί με τα καμμένα οικοδομικά συγκροτήματα, δίνουν την όψη βομβαρδισμένου στρατοπέδου. Η ρώσικη τάση για το μεγαλόπρεπο, το βαρύ, το υψηλό, το επίσημο, αποτυπώνεται σ' όλα τα έργα. Σ' ένα έδαφος που δεν βοηθά καθόλου στην κτιριακή επέκταση, οι Ρώσοι με προσχώσεις και αφαιρέσεις, κερδίζουν τον χώρο. Παντού αντηρίδες, κλίμακλες, γέφυρες και στηθαία. Παρόλες τις φθορές, η αρχοντιά και η ευγένεια της ρώσικης ψυχής είναι αισθητή. Με τους χαρακτηριστικούς βολβοειδείς τρούλλους της μοσχοβίτικης τεχνοτροπίας το καθολικό και άλλα παρεκκλήσιά της, δίνουν μια εικόνα της ακμής της ορθόδοξης Ρωσίας του 19ου αιώνος. Πλην όμως έντονοι χρωματισμοί με ψυχρά χρώματα, σε επιφανή σημεία της Μονής, αναιρούν πολλή από την επισημότητα τη μοναστηριακή.
Το σημερινό μεγαλόπρεπο συγκρότημα κτίσθηκε μετά τα μέσα του 18ου αιώνος (1765), αλλά η παλιά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα κι ονομαζόταν και του Θεσσαλονικέως. Η ιστορία της μονής είναι συνδεδεμένη με τρία κέντρα: τη μονή «Ξυλουργού», τη μονή «Θεσσαλονικέως» και τέλος τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος.
Η πρώτη, η «μονή Υπεραγίας Θεοτόκου του Ξυλουργού» ή «των Ρως» (Ρώσων), ταυτίζεται με τη σημερινή σκήτη Βογορόδιτσα. Παλιά σλαβική παράδοση αναφέρει πως τη μονή ίδρυσε ο Αγιος Βλαδίμηρος ο Ισαπόστολος, ο ιδρυτής του Ρώσικου-Χριστιανικού κράτους (949-1015).
Το 1169 η αδελφότητα μεταφέρεται στη μονή «Θεσσαλονικέως», όπου το Παλαιομονάστηρο και αυτό αποτελεί το δεύτερο κέντρο της. Το σχετικό έγγραφο που εκδόθηκε από τον Πρώτο Ιωάννη και τη Σύναξη το 1169 αναφέρει ότι ο κύριος Λαυρέντιος, ο ηγούμενος, ζήτησε απ' αυτόν και την Σύναξη να του δώσουν ένα μοναστήρι για να εγκατασταθεί η αδελφότητα. Οι γέροντες της Σύναξης κατέληξαν ότι κατάλληλο σκήνωμα είναι η του «Θεσσαλονικέως μονή», η οποία αν και παλαιότερα ετύγχανε πολυάνθρωπος, σήμερα «αφανής οράται». Επίσης δωρίζουν στη συνοδία του Λαυρεντίου και τα κελλιά της μονής που βρίσκονταν στις Καρυές. Η μονή Ξυλουργού που εγκατέλειψε η αδελφότητα ήταν αφιερωμένη στην Παναγία, το καινούργιο της μοναστήρι στον Άγιο Παντελεήμονα. Αυτό μαρτυρούν οι υπογραφές του Λεοντίου: «ηγούμενος του Αγίου Παντελεήμονος, ο Θεσσαλονικαίος». Σ' αυτό το μέρος, που απήχε μία ώρα από τις Καρυές, η αδελφότητα θα παραμείνει 7 αιώνες.
Εδώ το 1192/1193 κείρεται μοναχός ο Άγιος Σάββας, αρχιεπίσκοπος Σέρβων. Υπάρχει και το ναϊδιο όπου εκάρη μεγαλόσχημος. Τότε ονομαζόταν του Προδρόμου, σήμερα του Αγίου Σάββα. Το 1307 καταλάνικες συμμορίες πυρπολούν ως άγρια θηρία τη μονή, αλλά μένει ανέπαφος ο πύργος, όπως αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Δανιήλ. Ο Στέφανος Ντουσάν επισκέφτεται προσκυνητής το Όρος το 1345 και ευνοεί ιδιαίτερα τη μονή «Θεσσαλονικέως», λόγω της κουράς του προγόνου του Αγίου Σάββα. Ο ίδιος τοποθετεί εδώ ηγούμενο τον Σέρβο λόγιο μοναχό Ησαϊα. Το 1363 της προσηλώνουν το μονύδριο του Κάτζαρη. Το 1422 ιδρύει με την άδεια της μονής Αλυπίου «καραβοστάσιον» και «αποθήκη» στην Καλιάγρα, όπου σήμερα τα σύνορα Κουτλουμουσίου και Σταυρονικήτα.
Η Μονή, απαρτισμένη από Έλληνες και Ρώσους μοναχούς, θα έχει αδιάσπαστη συνοχή μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα. Φαίνεται πως και η φρουριακή δομή της, κατά το ίδιο διάστημα, παρήχε εγγυήσεις, περισσότερες απ' όσες η Μονή της Ρίλας. Σε συμβόλαιο που συνάφτηκε το 1466 μεταξύ των δύο Μονών αναφέρεται ότι η Μονή Ρίλας είχε δώσει στη Μονή Ρωσικού προς φύλαξη, κάποια εκκλησιαστικά πολύτιμα αντικείμενα λόγω της τουρκικής κατάκτησης. Στο ίδιο έγγραφο εξαίρονται οι σχέσεις των δύο βαλκανικών Μονών.
Τη Μονή ευεργετούν, από τους Βυζαντινούς, Ιωάννης Ε΄ (1341-76) και Μανουήλ Β΄ (1391-1425) οι Παλαιολόγοι, καθώς και η Ελένη Παλαιολογίνα, το 1407. Αλλά και Σέρβοι ηγεμόνες ενδιαφέρονται για τη Μονή, όπως και οι τσάροι της Ρωσίας. Το 1509 η πολύπαθη Σέρβα δέσποινα Αγγελίνα, που αργότερα θα καρεί μοναχή, ζητά από τον κνιάζ Βασίλειο Ιωάννοβιτς (1505-33) να αναλάβει υπό την προστασία του τη Μονή, την οποία θεωρεί πατρικό της λέγοντάς του, ότι « τ' άλλα μοναστήρια έχουν τον κτίτορά τους, ενώ η μονή αυτή περιμένει από σένα...». Έτσι ο κνιάζ παίρνει τη Μονή υπό την προστασία του. Στο τέλος του 16ου αιώνα ο πατριάρχης Ιώβ (1591) και ο τσάρος Θεόδωρος Ιωάννοβιτς (1592) επιτρέπουν εράνους υπέρ της Μονής. Από τους Ρουμάνους, ευεργετούν τη Μονή, ο βοεβόδας Ουγγροβλαχίας Ιωάννης Vlad (1487) που ορίζει ετήσια επιχορήγηση 6.000 άσπρα, και ο Ιωάννης Radu, άλλες 3.000 άσπρα (1496), που αργότερα (1502) τα ανεβάζει στις 4.000.
Κατά την τουρκοκρατία η Μονή δοκιμάστηκε σκληρά. Υπήρχαν χρονικά διαστήματα που βρισκόταν εντελώς έρημη. Έτσι κατά το 1574-84 είναι εντελώς έρημη και τα 500 ρούβλια που στέλνει ο τσάρος Ιβάν Δ΄ Βασίλιεβιτς στη Μονή δεν βρίσκουν παραλήπτη. Αλλά και κατά τον επόμενο αιώνα η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Σε γράμμα του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι (1620) σημειώνεται, ότι «η Μονή περιέπεσεν εις ζημίας και χρέη. Ενεχυρίασε τα τε άμφια της εκκλησίας, τα του μοναστηρίου χρειώδη και άλλα κτήματα αυτής... Αυξηθέντων δε των χρεών και ούτοι (μοναχοί) εφυλακίσθησαν και κατατρέχονται εν ταις φυλακαίς. Η εκκλησία και τα τείχη του μοναστηρίου κατηδαφίσθησαν. Οι πατέρες στερούνται παντός μέσου...». Κι έτσι κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα η παρατεινόμενη προβληματική κατάστασή της αναγκάζει την Ιερά Κοινότητα να την περιλάβει στα υπό κηδεμόνευση μοναστήρια: «δια το παρόν ευρίσκεται το μοναστήριον των Ρώσων έρημον, και απέμειναν, και το μοναστήριον και οι τόποι του, εις την δεσποτείαν της μεγάλης Μέσης».
Η ανάκαμψη πάει ν' αρχίσει το 1708, με τη δωρεά του ηγεμόνα Βλαχίας Μιχαήλ Ρακόβιτσα, πλην όλα τα σχέδια πάνε χαμένα με την εγκατάσταση Τούρκων: «1730 τον Μάιον, εδίωξαν τους καλογήρους εκ της Μονής το ονομαζόμενον Ρώσι και εκάθησαν έσω Ισμαηλίται και επόίησαν μιναρέ εις την εκκλησίαν». Όλο αυτό το διάστημα το ρωσικό στοιχείο είναι σημαντικά μειωμένο λόγω της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. Ο ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι, που επισκέπτεται τη Μονή το 1744, γράφει με κάποιο παράπονο, ότι η Μονή είναι ρωσική μόνο κατ' όνομα, ενώ σ' αυτήν κατοικούν Έλληνες, Σέρβοι και Βούλγαροι. Εκεί που, πριν αρχίσει το ξέσπασμα των ρωσοτουρκικών πολέμων (1736) ασκήτευαν ρώσοι μοναχοί. Αναφέρει επίσης ο Μπάρσκι, ότι η Μονή είναι φτωχή και ερειπωμένη, αλλά και ιδιόρρυθμη.
Εκείνος όμως που παίρνει τη Μονή υπό την προστασία του και τη σώζει από την κατάρρευση είναι ο ηγεμόνας Μολδαβίας Ιωάννης Καλλιμάχης (1758-61). Ο Ιωάννης αφιερώνει στη Μονή το παρεκκλήσι του ηγεμονικού ανακτόρου Μπογδάν-σεράι, καθώς και το μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, και χρηματοδοτεί έργα ανασυγκρότησης που συνεχίζονται μέχρι την έναρξη της Επανάστασης από τον Σκαρλάτο Καλλιμάχη (1773-1821). Τόσο θα βοηθήσει τη Μονή η φαναριώτικη οικογένεια, ώστε να ορίζει ο πατριάρχης Καλλίνικος Δ΄ με σιγίλλιό του (1806), όπως η μονή ονομάζεται «αυθεντικόν κοινόβιον των Καλλιμάχηδων» «καταργουμένης της του Ρωσικού προσηγορίας».
Προηγήθηκε όμως των δωρεών του Σκαρλάτου, η μεταφορά της αδελφότητας από τη μονή «Θεσσαλονικέως» στο τρίτο κέντρο: στην παραθαλάσσια τοποθεσία όπου είναι και σήμερα. Το γεγονός συνέβη το έτος 1760. Η αδελφότητα, λοιπόν, εγκαθίσταται στο μονύδριο της Αναστάσεως. Η μονή Θεσσαλονικέως παίρνει την ονομασία Παλαιομονάστηρο και, χωρίς να εγκαταλειφθεί, γίνεται εξάρτημα της κυρίαρχης Μονής Ρωσικού. Τον επόμενο αιώνα, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι Ρώσοι, το εξάρτημα μεγαλύνεται σε κτίρια και ενοίκους.
Το 1803 η ιδιόρρυθμη Μονή ανακηρύσσεται κοινόβιο με πρώτο ηγούμενο το Σάββα Πελοποννήσιο που ασκήτευε στη σκήτη Ξενοφώντος. Ο Σάββας πέθανε λίγο πριν το 1821 και όπως γράφει ο πατριάρχης Κωνστάντιος, η Μονή «άριστα και θεοφιλώς διεξαγομένη ταις κοινοβιακαίς τάξεσιν, ου μόνον των πρόσθεν απήλακται δυσχερών, αλλά και λαμπροτέρα αναδέδεικται και περικαλλεστέρα αποκατέστη ανοικοδομηθείσα εκ βάθρων δια της προθύμου επιμελείας και του ζήλου και των ατρύτων πόνων και αγώνων του μακαρίτου εκείνου ηγουμένου Σάββα, ώστε μη κατόπιν υπολείπεσθαι αυταίς τη λαμπρότητι...». Όλα τα παραπάνω καλά κατορθώθηκαν χάρη στο Σάββα, αλλά και στη θαυματουργική δύναμη της κάρας του πάτρωνα της Μονής Αγίου Παντελεήμονος, και να πως: ο διερμηνέας του σουλτάν Μαχμούτ Β΄ (1785-1839) Σκαρλάτος Καλλιμάνης έκειτο βαριά άρρωστος για καιρό και στην απόγνωσή του προστρέχει στον θαυματουργό Μεγαλομάρτυρα. Λοιπόν προσκαλεί τον ηγούμενο Σάββα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, φέρνοντας μαζί το ιερό λείψανο. Ο Σκαρλάτος γίνεται αμέσως καλά, και ορίζεται ηγεμόνας Βλαχίας (1809-19). Όμως δεν παύει, αναγνωρίζοντας τη θεραπευτική ενέργεια της ιερής κάρας, να εκπέμπει ευχαριστίες. Λοιπόν χρηματοδοτεί την ανέγερση νέων κτιρίων, στέλνοντας εδώ και τον μηχανικό του σουλτανικού παλατιού, όντα χριστιανό. Κατά το διάστημα αυτό (1812-21) θεμελιώνονται πολλά κτίρια (παρεκκλήσια, κελλιά, ξενώνες, νοσοκομείο), πρώτιστα το καθολικό. Επιγραφή στην είσοδο του καθολικού μαρτυρεί ότι αυτό χτίστηκε από τον Σκαρλάτο «προτροπή του αειμνήστου καθηγουμένου Σάββα ιερομονάχου». Το τέλος της ζωής του Σκαρλάτου ήταν τραγικό: τούρκικοι αφηνιασμένοι όχλοι τον κρέμασαν, μαζί με τον Γρηγόριο Ε΄ τον εθνομάρτυρα (Απρίλιος 1821).
Η κάρα του Αγίου Παντελεήμονα μετέβη και το 1744 στην βασιλεύουσα. Συγκεκριμένα «νόσος χαλεπή, η λεγομένη πανώλης, επιπολάζουσα» αποδεκατίζει τους κατοίκους της Πόλης και, βέβαια, όχι μόνο τους ραγιάδες. Έτσι οι αρχές και οι κάτοικοί της Πόλης παρακαλούν τη Μονή να πέμψει την κάρα του Αγίου. Με την άφιξη του ιερού λειψάνου, «το κακόν κεκόπακε και μηκέτι ίσχυσε λυμάναι ή όλως προσάψαι τινά το παράπαν». Έτσι γλύτωσε η Πόλη από το θανατικό. Το ίδιο έτος η κάρα καλείται στη Μολδαβία από τον ηγεμόνα Ιωάννη Νικολάου, όπου κι εδώ αποτρέπει την ίδια επιδημία. Ο βοεβόδας ορίζει ετήσια επιχορήγηση προς τη Μονή 100 γρόσια, που 6 χρόνια μετά, ανεβαίνει στα 150 από τον Κωνσταντίνο Μιχαήλ Ρακόβιτσα (1750). Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιχορήγηση εκείνη επικυρωνόταν κι από κάθε νέο ηγεμόνα.
Μετά την αποχώρηση των τούρκων η Μονή αρχίζει να ανασυγκροτείται. Ηγούμενος ψηφίζεται ο από Δράμας Γεράσιμος, τον οπίο υπέδειξε στο αξίωμα ο προηγούμενος Σάββας. Ο Γεράσιμος «άνδρας σεμνός το ήθος και πράος και αρετή κεκοσμημένος», είναι ο πιο γνωστός ηγούμενος της Μονής. Επί ηγουμενίας του έγιναν στη Μονή μεγάλες ανακατατάξεις, λόγω της εμφάνισης του ρωσικού στοιχείου, ύστερα από αιώνα απουσίας. Οι πρώτοι Ρώσοι που καταφθάνουν εδώ το 1835 είναι, οι επιφανέστεροι: ο πρίγκιπας Σιρίνσκι-Σιγκμάτωφ και ο γιός ενός πλούσιου εμπόρου, ο Ιωάννης Σολομένκωφ. Αργότερα χειροτονούνται ιερομόναχοι, ο πρώτος Ανίκητος και ο δεύτερος Ιερώνυμος. Οι ραγδαίες αφίξεις στη Μονή Ρώσων μοναχών είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατάσταση που θα επακολουθήσει. Τις αφήξεις των Ρώσων ευνοεί με αγαθή πρόθεση στην αρχή, με πολιτική σκοπιμότητα αργότερα, η κρατική μηχανή. Έτσι αρχίζουν οι επισκέψεις επισήμων: τ0 1845 επισκέφτεται τη Μονή ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος Νικολάγιεβιτς. Το 1869, ο μέγας δούκας Αλέξιος Αλεξάνδροβιτς και το 1881 ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος Κωνσταντίνοβιτς, καθώς και η μεγάλη δούκισσα Αλεξάνδρα Πετρόβνα, αυτή από τη θάλασσα. Η ραγδαία άνοδος του ρωσικού κράτους και η ιδέα του πανσλαβισμού ήταν σημαντικοί παράγοντες που βοήθησαν στον εκρωσισμό της Μονής. Κατά το 1850 οι των δύο εθνοτήτων είναι ισάριθμοι. Από το έτος εκείνο το ρωσικό στοιχείο αρχίζει να υπερνικά το ελληνικό με ταχύτητα. Τον Ιούλιο του 1869 οι αντιδικίες των δύο εθνοτήτων φτάνουν στο αποκόρυφο. Ο ηγούμενος Γεράσιμος, αγαθός και πράος ιερομόναχος, καταστέλλει συνεχώς τη συσσωρευμένη οξύτητα. Συντάσσει ένα κείμενο από 11 άρθρα, το οπίο και προσυπογράφει σύνολη η Σύναξη των 18 προϊσταμένων. Στο κείμενο καθορίζονται εξίσου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των δύο εθνοτήτων. Σύντομα όμως κι αυτό θα αθετηθεί, όπως κι ένας κανονισμός της Ιεράς Κοινότητας. Αιτία κάποιοι Ρώσοι μοναχοί, εγκάθετοι της ρωσικής κυβέρνησης, που συνεχώς δημιουργούσαν προστριβές και επεισόδια. Ο Γεράσιμος, σε επιστολή του προς την Ιερά Κοινότητα, διεκτραγωδεί, με τρόπο άψογο και χριστιανικό, την άνιση μεταχείριση των Ρώσων εις βάρος των Ελλήνων. Οι Ρώσοι αδελφοί συνεχώς και αυξάνουν. Το 1895 έφτασαν τους 1.000, αριθμός που ακολουθεί μέχρι το 1913 αύξουσα κλίμακα. Ο μοναχικός βίος, ήταν επόμενο, σχεδόν βιομηχανοποιήθηκε: οικοδομές ογκώδεις με πλούσιο διάκοσμο γύρω από τη Μονή και μοναχοί με βίο στερημένο από τα παράσημα της μοναστικής ελπίδας. Μια μεγάλη μοναστική πολιτεία με όλους τους κοσμικούς θορύβους. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι μόνο στα γραφεία «ειργάζοντο πλείονες των 30 γραμματέων Ρώσων». Παρά την ύπαρξη των εγκαθέτων που θέλουν να οδηγήσουν σε εθνικιστικές εκτροπές τη Μονή και τους μοναχούς της, τα έργα της χριστιανικής ευποιίας γίνονται ακατάπαυστα. Το ζήτημα ανάγεται στη διαιτησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επανειλημμένα. Ανέλπιστα το σιγίλλιο του πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ (1860-63, 1873-78) προς τη Μονή (Σεπτέμβριος 1875) δεν δικαιώνει απλώς τους Ρώσους και ψέγει τους Έλληνες, αλλά βρίσκει αδικημένους τους Ρώσους που ήταν 10πλάσιοι σε αριθμό σε σύγκριση με τους Έλληνες: «... των Γραικών αξιούντων εαυτών αποκλειστικήν τινά και όλως προνομιακήν διαχείρησιν των της Μονής, τους δε άλλους αδελφούς (τους Ρώσους)εν μοίρα ξένων και επηλύδων τιθεμένων...». Όμως ο Ιωακείμ, όπως τον κατηγορούσαν οι πάντες, οι εφημερίδες και όλοι οι ομογενείς της Πόλης, από τις αντιπροσωπείες των δύο αντιτιθεμένων μερών, δέχτηκε σε ακρόαση μόνο τη ρωσική. Αυτός έπραττε και έγραφε ότι του υπαγόρευε εκείνος ο τεχνίτης της ίντριγκας κόμης Νικολάι Ιγνάτιεφ, πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη. Του σιγιλλίου είχαν προηγηθεί ο θάνατος του ηγουμένου Γερασίμου (10-5-1875) και η ανάδειξη μετά μια εβδομάδα του φορούμενου από πανσλαβιστικές ιδέες Μακαρίου Σόουσκιν από την Τούλα. Του Μακαρίου η ηγουμενία εκτείνεται μέχρι το 1889. Την εγκύστωση του εθνικισμού στο σώμα της Ορθοδοξίας, όσοι, Έλληνες και Ρώσοι, την βλέπουν ογκούμενη, αποσύρονται στο Παλιομονάστηρο ή σε άλλα μοναστήρια. Αναμένουν το σωφρονισμό των εθνικιστών από την έφορο του Τόπου, την Κυρία Θεοτόκο. Πραγματικά, το 1913 συνταράσσεται η Μονή από την κακοδοξία των ονοματολατρών, ενώ το 1917 με την επανάσταση στη Ρωσία, κλίνει η πηγή συντήρησης του εθνικισμού. Έτσι με πικρούς πειρασμούς οι ομόδοξοι αδελφοί οδηγούνται σταθερά στη αυτεπίγνωση, εγκαταλείποντας υπερφίαλες αξιώσεις για ολοκληρωτική επικράτηση. Σιγά-σιγά ήρθε γαλήνη σ' όλα τα πνεύματα.
Το Καθολικό της μονής τιμάται στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος. Σύμφωνα με την σχετική επιγραφή πάνω από την είσοδο της λιτής άρχισε να κτίζεται το 1812 και τελείωσε το 1821. Η επιγραφή αναφέρεται στον κτήτορα της μονής ηγεμόνα Σκαρλάτο Καλλιμάχη, o oποίος διετέλεσε ηγεμόνας της Βλαχίας από το 1809 μέχρι το1819 και χρηματοδότησε την ανέγερση νέων κτιρίων στην μονή.
Η τοιχοποιία του έγινε με ορθογώνιους λαξευτούς λίθους και ακολουθεί τυπολογικά το σχήμα των άλλων αθωνικών καθολικών καθώς συνδυάζει στοιχεία της ρώσικης αρχιτεκτονικής με την ελληνική ναοδομία. Στην στέγη του υψώνονται οκτώ τρούλοι ρωσικής τεχνοτροπίας, με την χαρακτηριστική βολβόμορφη βάση των σταυρών τους, ενώ παρόμοιοι τρούλοι καλύπτουν και τα παρεκκλήσια της μονής.
Το εσωτερικό του ναού καλύπτεται με τοιχογραφίες του δεκάτου ενάτου αιώνα, ρωσικής τέχνης. Το πλούσια διακοσμημένο τέμπλο του ναού είναι ρωσικής προέλευσης. Οι ιερές ακολουθίες στο καθολικό με συγίλλιο του έτους 1875 ορίστηκε να ψάλλονται και στις δύο γλώσσες, στην ελληνική και στη ρωσική εναλλακτικά, κάτι που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα.
Το 1893 ανεγέρθηκε το κωδωνοστάσιο της Μονής Αγίου Παντελεήμονος πάνω από την είσοδο της τράπεζας με την χαρακτηριστική πυραμιδοειδή σκεπή του. Είναι κτίσμα υψίκορμο και με ισχυρή δόμηση προκειμένου να καλύπτει τα φορτία των τριάντα δύο καμπάνων του οι οποίες ξεπερνούν σε βάρος τους 20 τόνους. Η μεγαλύτερη καμπάνα βρίσκεται στον πρώτο όροφο πάνω από την Τράπεζα. Το βάρος της είναι 13 τόνοι, η διάμετρος της 2,70 μ. και η περιφέρειά της 8.71μ. Για την κρούση της απαιτούνται δύο μοναχοί. Στον ίδιο όροφο υπάρχουν τρεις ακόμα καμπάνες βάρους 3 τόνων η κάθε μία. Στον δεύτερο όροφο υπάρχουν αρκετές καμπάνες μικρότερες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με το ρολόι του καμπαναριού. Οι ρυθμικές κωδωνοκρουσίες τους δημιουργούν μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή αρμονία.
Η φιάλη βρίσκεται μπροστά και αριστερά από την είσοδο της τράπεζας. Είναι αρκετά ιδιόρρυθμη για το λόγο ότι δεν έχει θόλο, ούτε κιονίσκους. Το αναβρυτήριό της φέρει τέσσερις ανάγλυφες μαρμάρινες επάλληλες λεκάνες διαφορετικού μεγέθους. Πρόκειται για δώρο της αδελφότητας των Ιωασαφαίων στο τέλος του 19ου αιώνα.
Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος διαθέτει συνολικά μέσα και έξω από το οικοδομικό της συγκρότημα, 36 παρεκκλήσια. Στην αυλή της Μονής σε αυτοτελές κτίσμα πίσω από το καθολικό βρίσκεται το παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που οι ακολουθίες γίνονται στην Ελληνική γλώσσα. Δυτικά της βιβλιοθήκης βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Μητροφάνη όπου οι ακολουθίες γίνονται στη ρωσική. Στη βορεινή πτέρυγα της μονής βρίσκονται εννέα παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων της Αναλήψεως, του Αγίου Σεργίου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ που βρίσκεται σε επαφή με το ιδιαίτερα μεγάλο και επιβλητικό παρεκκλήσι της Αγίας Σκέπης. Πρόκειται για ένα τεράστιο πλούσια διακοσμημένο ναό, με πολλές χρυσεπένδυτες εικόνες και επιχρυσωμένο τέμπλο, χωρητικότητας 2000 ανθρώπων. Εδώ φυλάσσεται και η σπουδαία ψηφιδωτή εικόνα Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ. Στη νότια πτέρυγα από τα οκτώ παρεκκλήσια, μετά την πυρκαγιά διασώθηκαν, εκείνα του Αγίου Σάββα, του Αγίου Νικολάου και του Ιωάννη Προδρόμου, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται εκτός μονής.
Η Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος έχει δύο κοιμητηριακούς ναούς.
Ο παλαιότερος και σημερινός κοιμητηριακός ναός της τιμάται στη μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Είναι κτισμένος το 1820, σύγχρονος του Καθολικού. Ακολουθεί τον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς. Εσωτερικά ο ναός είναι στον τρούλο εικονογραφημένος. Στο ισόγειο βρίσκεται και το οστεοφυλάκιο της μονής. Ο δεύτερος και νεότερος ανεγέρθηκε το 1896. Είναι κτίσμα διώροφο, με ναό, οστεοφυλάκιο και δύο ανεξάρτητα κελλιά. Η μορφολογία του χαρακτηρίζεται από εκλεκτιστικά στοιχεία, τυπικό δείγμα της Ρωσικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Στο δεύτερο όροφο στεγάζεται ναός στη μνήμη των Αρχαγγέλων ενώ το ισόγειο είναι αφιερωμένο στους Ρώσους οσίους Σεραφείμ Σάρωφ και Θεοδόσιο Τσερνίκωφ.
Ο παλαιότερος και σημερινός κοιμητηριακός ναός της τιμάται στη μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Είναι κτισμένος το 1820, σύγχρονος του Καθολικού. Ακολουθεί τον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς. Εσωτερικά ο ναός είναι στον τρούλο εικονογραφημένος. Στο ισόγειο βρίσκεται και το οστεοφυλάκιο της μονής. Ο δεύτερος και νεότερος ανεγέρθηκε το 1896. Είναι κτίσμα διώροφο, με ναό, οστεοφυλάκιο και δύο ανεξάρτητα κελλιά. Η μορφολογία του χαρακτηρίζεται από εκλεκτιστικά στοιχεία, τυπικό δείγμα της Ρωσικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Στο δεύτερο όροφο στεγάζεται ναός στη μνήμη των Αρχαγγέλων ενώ το ισόγειο είναι αφιερωμένο στους Ρώσους οσίους Σεραφείμ Σάρωφ και Θεοδόσιο Τσερνίκωφ.
Η είσοδος στην αυλή της Μονής Αγίου Παντελεήμονος γίνεται από τη νότια πτέρυγα. Το μεγαλύτερο τμήμα της αυλής βρίσκεται μεταξύ Καθολικού και ανατολικής πτέρυγας και καλύπτεται από οπωροφόρα δένδρα. Το δάπεδο της αυλής είναι εξ ολοκλήρου λιθόστρωτο με ορθογωνισμένες πλάκες μεγάλων διαστάσεων ενώ οι διάδρομοι της αυλής σχηματίζονται από καλοψημένους πλίνθους.
Η Τράπεζα βρίσκεται στην δυτική πτέρυγα, απέναντι από την είσοδο του Καθολικού. Αποτελεί ανεξάρτητο ορθογώνιο κτήριο μέσα στην αυλή και ανεγέρθηκε το 1893. Είναι εντυπωσιακά ευρύχωρη και μπορεί να εξυπηρετήσει χίλια περίπου άτομα. Το εσωτερικό της τράπεζας φέρει αγιογραφίες ρώσων ζωγράφων.
Tο μαγειρείο βρίσκεται στην δυτική πλευρά της μονής και εφάπτεται με την τράπεζα. Πρόσφατα ανακαινίστηκε και είναι αρκετά ευρύχωρο με πλούσιο εξοπλισμό.
Tο δοχειό, δηλαδή η αποθήκη τροφίμων, της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στην δυτική πτέρυγα της μονής σε επαφή με το μαγειρείο. Εκεί φυλάσσεται και το λάδι της μονής.
O φούρνος στεγάζεται στο πρώτο όροφο ενός τριώροφου κτιρίου, βορειοδυτικά και έξω από τον περίβολο της μονής. Η εστία του και ο εξοπλισμός του, ως προς το μέγεθος, προέρχονται από τις ανάγκες που είχε η μονή στο τέλος του δεκάτου ένατου αιώνα όταν ήταν πολυάριθμη
Το κρασαριό βρίσκεται στο υπόγειο τμήμα της νότιας πτέρυγας, αριστερά της κεντρικής εισόδου. Ο πλούσιος εξοπλισμός του προέρχεται από τον περασμένο αιώνα, και ήταν ανάλογος των τότε αναγκών της μονής.
Η Μονή Παντελεήμονος υπέστη τεράστια καταστροφή από πυρκαγιά πριν 40 περίπου χρόνια. Η ανατολική πτέρυγα, το παλαιό αρχονταρίκι, τμήματα της βορειοανατολικής και νοτιοανατολικής πτέρυγας, παραμένουν κατεστραμμένα μέχρι σήμερα. Στη βόρεια πτέρυγα, στον τελευταίο όροφο, της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται τα μεγαλοπρεπή παρεκκλήσια της Αγίας Σκέπης και του Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Στην ίδια πτέρυγα στους τρεις πρώτους ορόφους βρίσκονται τα κελιά των μοναχών. Στη νότια πτέρυγα, η οποία πρόσφατα έχει αποκατασταθεί, υπάρχουν το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, ο νέος ξενώνας, το νέο αρχονταρίκι, και μερικά κελιά. Στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας βρίσκονται το συνοδικό και κελιά μοναχών ενώ στο υπόγειό της υπάρχουν διάφορες αποθήκες. Στο δυτικό τμήμα του κτιριακού όγκου της μονής βρίσκονται τα αυτοτελή κτίρια της τράπεζας με το καμπαναριό, του μαγειρείου και το κτίριο του ξενώνα.
Τα κελλιά των πατέρων της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται στους τρεις πρώτους ορόφους της βόρειας πτέρυγας, καθώς και στην δυτική πλευρά της νότιας πτέρυγας.
Το συνοδικότης μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στον τελευταίο όροφο στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας. Ο εσωτερικός διάκοσμος περιλαμβάνει παλαιά εικονίσματα, έπιπλα, φωτογραφίες των ηγουμένων, κτητόρων, καθώς και της τσαρικής οικογένειας.
Το αρχονταρίκι της μονής Αγίου Παντελεήμονος στεγάζεται σε ένα από τα μεγάλα οικοδομήματα έξω από τον δεύτερο περίβολο της μονής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι την πυρκαγιά του 1968 λειτουργούσε σε πτέρυγα της μονής, με μεγαλοπρεπή αίθουσα υποδοχής που αντανακλούσε την παλιά αίγλη της Τσαρικής Ρωσίας.
Μέχρι τις αρχές του αιώνα στη μονή Αγίου Παντελεήμονος υπήρχε μία αυτόνομη οργάνωση για την κάλυψη των αναγκών της που μεταξύ των άλλων περιελάμβανευποδηματοποιείο, ραφείο, εργαστήρια φωτογραφίας και χαρακτικής. Σήμερα διαθέτει στις πτέρυγές, κηροπολαστείο, προσφοριό, οδοντιατρείο, γηροκομείο, φαρμακείο, ραφείο και φωτογραφείο στο ισόγειο τμήμα της βιβλιοθήκης. Επίσης διαθέτει μεγάλο και οργανωμένο εργαστήριο συντήρησης εικόνων, ενώ σύντομα θα λειτουργήσουν και χώροι συντήρησης βιβλίων.
Tο σκευοφυλάκιο στεγάζεται σε διώροφο κτίσμα βόρεια και δίπλα στην τράπεζα. Λειψανοθήκες με λείψανα αγίων, ξυλόγλυπτοι σταυροί, ιερά άμφια, εγκόλπια, ασημένια και χρυσά λειτουργικά σκεύη, κοσμούν τον εσωτερικό του χώρο.
Το εικονοφυλάκιο βρίσκεται βόρεια του Καθολικού σε επαφή με τον ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Στον χώρο του φυλάσσονται πολλές εικόνες, μεταξύ των οποίων διακρίνονται της Θεοτόκου Ιεροσολυμίτιδος, του Ιωάννου Προδρόμου του Αγίου Παντελεήμονος και άλλες ρωσικής στην πλειονότητά τους, τέχνης.
Η πλουσιότατη βιβλιοθήκη στεγάζεται σήμερα σε ανεξάρτητο διώροφο οικοδόμημα μέσα στην αυλή. Περιλαμβάνει 1300 περίπου κώδικες, από τους οποίους οι 110 είναι περγαμηνοί. Οι σλαβικοί κώδικες ανέρχονται σε 600. Η βιβλιοθήκη αριθμεί επίσης 30000 έντυπα βιβλία, ελληνικά, ρωσικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πλουσιότατο είναι και το αρχείο της Μονής σε έγγραφα βυζαντινά αλλά και νεότερα, ρωσικά και ελληνικά.
Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο της διαθέτει: Το αρχονταρίκι με τον ξενώνα και το παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως, τον αρσανά με τις αποθήκες, δύο κοιμητηριακούς ναούς, το νέο και το παλιό μηχανουργείο των αρχων του αιώνα, το ξυλουργείο, το χυτήριο, τη σιταποθήκη, το βουρδουναριό, τα εργατόσπιτα αλευρόμυλου, και το λαδαριό. Σε κτίσμα έξω από το κύριο οικοδομικό της συγκρότημα η μονή διαθέτει εργαστήριο αγιογραφίας.
Το αρχικό συγκρότημα του αρσανάτης Μονής Αγίου Παντελεήμονος ο οποίος βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από τη μονή προς την πλευρά της Δάφνης, κατεστράφη τον προηγούμενο αιώνα μετά από πλημμύρα και υπερχείλιση του παρακείμενου χειμάρρου. Ο επόμενος ανοικοδομήθηκε σχετικά πρόχειρα, με ξυλοκατασκευή στο λιμάνι της μονής και παρέμεινε μέχρι το 1998. Στην θέση του σήμερα κατασκευάστηκε νέο λιθόκτιστο κτίσμα.
Το βουρδουναριό, που βρίσκεται βορειοδυτικά και έξω από τον περίβολο της μονήs, είναι ένα τυπικό μονώροφο κτίσμα αγιορείτικου τύπου.
Ο ξενώνας βρίσκεται νότια από τον περίβολο της, πολύ κοντά στη θάλασσα. Είναι ένα εξαόροφο κτίριο από λαξευτή πέτρα που ανακαινίστηκε πρόσφατα.
Το μηχανουργείο, στεγάζεται σε δύο κτίσματα ανατολικά του περιβόλου της μονής. Είναι κτίρια πενταόροφα κατασκευασμένα από λαξευτή πέτρα μεγάλων διαστάσεων και επικάλυψη στέγης από σχιστόπλακα. Το μηχανουργείο εκτείνεται σε δύο ορόφους, ισόγειο και όροφο. To παλιό μηχανουργείο του περασμένου αιώνα, ήταν πλήρως εξοπλισμένο με πολλά μηχανήματα και εργαλεία προηγμένης τεχνολογίας για την εποχή τους, που διατηρούνται καλά μέχρι σήμερα.
Πίσω από τον αρσανά της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται οιαποθήκες. Πρόκειται για δύο ογκώδη πενταόροφα κτήρια των οποίων σήμερα χρησιμοποιείται μόνο το ισόγειο τμήμα, για αποθήκευση οικοδομικών υλικών.
Oι σιταποθήκες, βρίσκονται ανατολικά και έξω από τον περίβολο της μονής, δίπλα στη θάλασσα. Στεγάζονται σε δύο μεγάλων διαστάσεων πενταόροφα κτίρια, κατασκευασμένα από λαξευτή πέτρα με επιμελημένη αρμολόγηση.
H Μονή Αγίου Παντελεήμονος δεν διαθέτει οχυρωματικό πύργο. Η έλλειψη ιστορικών πληροφοριών ή οικοδομικών υπολειμμάτων συγκλίνουν στην διαπίστωση πως ούτε και στο παρελθόν υπήρχε πύργος στη Μονή.
H Μονή Αγίου Παντελεήμονος διαθέτει σαν εξαρτήματά της τη Σκήτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επονομαζόμενη και Μπογορόδιτσα, δώδεκα κελλιά εκτός του αντιπροσωπείου της στις Καρυές και δύο Καθίσματα. To ένα απ' αυτά, το Παλαιομονάστηρο διατηρεί βυζαντινά οικοδομικά μέλη και αξιόλογο ναό. Επίσης το ημιτελές συγκρότημα της Νέας Θηβαϊδος ή Γουρνοσκήτης, των αρχών του αιώνα που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου και είναι το πλησιέτερο οικοδομικό συγκρότημα προς την Ουρανούπολη. Το εκτεταμένο συγκρότημά της προορίζονταν για διπλή σκήτη, μία κοινόβια και μία ιδιόρρυθμη. Τέλος στα όρια της Αθωνικής χερσονήσου η Μονή διαθέτει μικρό οικιστικό συγκρότημα με αμπελώνες, την Χρωμίτσα.
Η Μπογορόδιτσα ( Θεογεννήτρια ) βρίσκεται σε δύσκολη και απομονωμένη περιοχή κοντά στη μονή Παντοκράτορος σε υψόμετρο 700 μέτρων. Κτιριολογικά μοιάζει με μονή με περιμετρικές πτέρυγες και το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην εσωτερική αυλή. Ταυτίζεται με την παλαιά μονή Ξυλουργού. Εξέπεσε για αιώνες στην τάξη του κελλιού. Το 1818 μετατράπηκε σε κοινόβια σκήτη, την πρώτη που εμφανίζεται με αυτή την μορφή. Tο Κυριακό της σκήτης είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Eίναι λιτός ναός αγιορειτικού τύπου καλυμμένος με σχιστόπλακα. Πυρκαγιές που υπέστη στο παρελθόν, αφαίρεσαν πολλά από τα αυθεντικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων της σκήτης βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Στη Βόρεια πτέρυγα διατηρείται αρκετά καλά το παρεκκλήσι των Αγίων Κυρίλου και Μεθοδίου. Εκεί φυλάσσονταν μέχρι πρόσφατα 25 σπουδαία σλαβικά χειρόγραφα, τα οποία τελευταία μεταφέρθηκαν στη Μονή Ζωγράφου. Στο ανατολικό τμήμα της σκήτης βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη της Ρίλλας Σήμερα η σκήτη κατοικείται από ολιγάριθμους μοναχούς.
Πηγές:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1986.
Κε.Δ.Α.Κ. Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος.