Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Σύμφωνα με την αλήθεια της Αγίας Γραφής, ο άπειρος και άκτιστος Θεός δημιούργησε εξ άκρας αγαθότητας απευθείας και εκ του μηδενός τον κόσμο, αόρατο και ορατό, για να μετέχει στη δική του δόξα και ανεκδιήγητη ομορφιά. Δημιούργησε την πλάση, όχι εκ προϋπαρχούσης ύλης, αλλά εξ ουκ όντων, που σημαίνει ότι τίποτε δεν είναι σαν το Θεό και τίποτε δεν προέρχεται από τη δική του ουσία. Δημιούργησε ακόμη την κτίση εξ άκρας ελευθερίας και χωρίς κανένα εσωτερικό ή εξωτερικό καταναγκασμό. Όλα αυτά προσφέρονται στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) με θαυμάσιες εικόνες, ενώ οι ιεροί συγγραφείς [ο αρχικός πυρήνας των πρώτων παραδόσεων ανάγεται στον Μωυσή, ενώ οι τελικές έγγραφες συνθέσεις πραγματοποιήθηκαν πολύ αργότερα] επιχειρούν σε πολλά χωρία μια πολύ σημαντική για την εποχή τους απο-ειδωλοποίηση, απορρίπτοντας την προσκύνηση της ύλης, την θεότητα ουρανίων σωμάτων και υλικών αντικειμένων, τις ανηθικότητες και την κακία, την ψυχολογική και βιολογική αδυναμία διαφόρων θεών των γύρω λαών. Ταυτόχρονα η γλώσσα τους επεξεργάζεται τα στοιχεία που αντλεί με σιγουριά, μονοθεϊστική γραμμή και ηθική υπεροχή. Η Π.Δ. χρησιμοποιεί συμβολικές και Ανθρωπομορφικές εκφράσεις για το Θεό (ο Θεός φτιάχνει πηλό, φυσάει, περπατάει, μιλάει ως άνθρωπος, αναπαύεται, οργίζεται κ.λπ.), χωρίς να χάνει όμως την επιβλητικότητά της, την αλήθεια των νοημάτων της και τις υψηλές θεολογικές αξίες που αποσκοπεί να μεταδώσει.
Αντλώντας από τις σημαντικές αγιογραφικές έρευνες των μεταστάντων πλέον καθηγητών Σάββα Αγουρίδη (βλ. «Μύθος- Ιστορία – Θεολογία», Αθήνα 1988) και Νίκου Ματσούκα (βλ. «Ο Σατανάς», εκδ. Πουρναρά, 1999) παραθέτουμε τα εξής: Ορισμένοι ψαλμοί επισημαίνουν το υδάτινο χάος και την επικράτηση της έλλογης δημιουργίας (Ψαλμός 74,12 εξ. -73 κατά Ο’ -Πρβλ. Ιεζ. 29,3-7 και 32,2). Το ίδιο πλαίσιο υπάρχει στους πρώτους στίχους της Γένεσης: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην. Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Ο’) [Κατά εβραϊκό: «και μεγάλα κύματα νερού εκάλυπταν το παν και μεγάλη θύελλα φέρονταν πάνω από το νερό» (Γέν. 1,1-2). Στο βαβυλωνιακό έπος της δημιουργίας, ο Θεός Marduk (Μαρντούκ) νίκησε τη θεά του χάους Tiamat (Τιαμάτ) -tehom σημαίνει ό,τι εβραϊκά χάος- μετά από τρομερή πάλη. Μετά από αυτό δημιούργησε απ’ τα δύο σχισμένα της μέρη το άνωθεν και κάτωθεν στερέωμα και τον υπόλοιπο κόσμο. Στην Γένεση αντίθετα, αλλά και στους Ψαλμούς, το μήνυμα είναι η νίκη και επιβολή του ενός Θεού πάνω στο χάος του αρχικού ύδατος και η κυριαρχία του πάνω στο άλογο, διασκορπισμένο, μανιακό και εχθρικό στοιχείο, που συμβολίζεται με τον υδάτινο κόσμο. Η κυριαρχία του Θεού πάνω στην έρημο και το σκοτάδι του θανάτου. Σημαντικό σημείο είναι η απομύθευση δημιουργημάτων όπως λ.χ. ο ήλιος και η σελήνη ή τα αστέρια, από θεϊκές ιδιότητες που τους αποδίδονταν σε όλες τις μυθολογίες. Το «και είπεν ο Θεός» εκφράζει την απόλυτη κυριαρχία του Θεού πάνω σ’ αυτά. Εξαγγέλλεται επίσης συνέχεια ότι τα πάντα είναι ‘καλά’ και ‘καλά λίαν’ για να μην περάσει στο νου κανενός ότι πονηροί θεοί και κακά όντα κατασκεύασαν την πλάση και τον άνθρωπο. Επίτηδες ακόμη εμφανίζονται ο ήλιος και η σελήνη να δημιουργούνται την 4η ημέρα. Για να μην θεωρήσει ο αναγνώστης ότι ο ήλιος είναι ο Θεός, ότι το υλικό φως είναι Θεός. Στην δημιουργία από τον Θεό των φυτών, χορταριών και καρποφόρων δένδρων, υπαινίσσεται ο ιερός συγγραφέας την επικυριαρχία Του πάνω στην ‘Μητέρα Γη’, που για τους Χαναναίους ήταν θεά, η θεά της γονιμότητας, και αυτή ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή της χλωρίδας. Το κάθε ένα εξάλλου από τα δημιουργήματα των 6 ημερών της θείας δημιουργίας αφορά στην τελετουργική θεία εβδομαδιαία λατρεία των Εβραίων και αντιπαρατίθεται στις λατρευτικές τελετές των Χαναναίων, για τους οποίους τα περιγραφόμενα στη Γένεση πλάσματα του Θεού ήταν αυτοτελείς Θεοί.
Με το «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα μας και με σκοπό να ομοιωθεί με εμάς), που υπενθυμίζει ουράνιο δικαστήριο και θεία σύναξη (Ψλμ. 82,1), ο Θεός εμφανίζεται βασιλιάς και Κύριος επάνω στο Χαναανιτικό Πάνθεο, το οποίο αποτελείτο από ουράνιες δυνάμεις. Στην ουσία ο ιερός συγγραφέας υποβιβάζει τους θεούς των ειδωλολατρών σε αγγελικές δυνάμεις, αυλικούς γύρω από τον θρόνο της μεγαλοσύνης Του. Σε αντίθεση με τον αιγυπτιακό μύθο, ο βιβλικός συγγραφέας παρουσιάζει τον άνθρωπο να κατασκευάζεται όχι από την ουσία του Θεού [συγκεκριμένα οι άνθρωποι, κατά τον Βηρωσσό, ιερέα του Marduk, είναι εικόνες των θεών, αφού κατασκευάσθηκαν από αίμα θεού και χώμα αναμεμειγμένο μαζί], αλλά από το χώμα της γης, για να δείξει ότι τα συστατικά του είναι χωματένια, ταπεινά, φθαρτά, άνευ ιδιαίτερης αξίας χωρίς την πνοή του Θεού, που αυτή και μόνο μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο να συνάψει προσωπικές σχέσεις με το Θεό. Υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στην Π.Δ. από τις μυθολογικές ιστορίες των γύρω λαών, όπως π.χ. στο σκοπό της δημιουργίας των ανθρώπων. Στο μύθο λ.χ. “Atrahasis” (Enuma Elish- Ενούμα Ελίς) οι άνθρωποι δημιουργούνται για να δουλεύουν και να αναπαύονται οι θεοί. Όταν οι άνθρωποι επαναστατούν εναντίον της βαριάς δουλείας, οι θεοί αποφασίζουν να τους εξαλείψουν από το πρόσωπο της γης με έναν Κατακλυσμό. Η έκφραση “άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς”, απομυθοποιεί τα θεία ανδρόγυνα στις Χαναανιτικές λατρείες της γονιμότητας, διότι η πλάση ανδρός και γυναικός οφείλεται και πάλι στον Θεό και εικονίζει την υγιή ερωτική συνάφεια. Γιατί δημιουργήθηκε όμως η γυναίκα κατόπιν εκστάσεως του Αδάμ και γιατί από την πλευρά του; Η έκσταση σημαίνει την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει λογικά τα θαυμάσια του Θεού, ενώ στον αντίστοιχο αιγυπτιακό μύθο, ο θεός Άμμων έκανε όλους τους ανθρώπους από όργανα και μέλη του σώματός του, εκτός από την πλευρά του. Ίσως γι’ αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ειδικά την πλευρά του πρώτου ανδρός για την κατασκευή της γυναίκας, που δεν παύει φυσικά να έχει το συμβολικό νόημα της βοηθού του άνδρα και να παραπέμπει στην αντιστοιχία “ένας άνδρας-μια γυναίκα”.
Ο συγγραφέας της Γένεσης προσδιορίζει στο κέντρο της Εδέμ την ύπαρξη δύο δένδρων με διαφορετική ονομασία: Το ‘Δένδρο του Καλού και του Κακού’ και το ‘Δένδρο της Ζωής’. Τα δύο δένδρα στην ουσία της διήγησης δεν είναι παρά ένα και το αυτό, ανάλογα με τη σχέση που θα είχαν οι πρωτόπλαστοι με το Θεό. Ή θα γνώριζαν το καλό και το κακό μακριά από Θεό και θα τραβούσαν το δικό τους δρόμο, τη δική τους γνωσιολογική και πνευματική εξέλιξη, με αποτέλεσμα το θάνατό τους (τους είχε προειδοποιήσει άλλωστε ο Θεός γι’ αυτό), ή θα έμεναν ενωμένοι με το Θεό, οπότε κάποια στιγμή, όταν ο Θεός έκρινε ότι θα ήσαν έτοιμοι, θα κοινωνούσαν με το Δένδρο της Ζωής (τις άκτιστες ζωοποιές ενέργειές Του) και θα θεώνονταν. Κατά χάρη θα γινόντουσαν Θεοί, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου Ιησού: «Εγώ είπα: Σεις είστε θεοί». Η δυνατότητα όμως αυτή των ανθρώπων, που έχει ως αρχή το ‘κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν’ και που έπρεπε να περάσει μέσα από την ταπείνωση και τη νηστεία για να είναι αγωνιστική κατάκτηση (το κατ’ ανθρώπινον) και όχι μαγεία, σκόνταψε στη θέληση των πρωτοπλάστων, την οποία δεν μπορούσε να παραβιάσει ούτε ο ίδιος ο Θεός. Ο άνθρωπος πλάστηκε εθελότρεπτος. Με τη θέλησή του στρέφεται προς το Θεό και με τη θέλησή του απομακρύνεται απ’ αυτόν. Η ιδιότητά του αυτή αναφορικά με τη διφυή υπόστασή του (εξ ύλης και πνεύματος) είναι τα δύο σημαίνοντα χαρακτηριστικά του και η μεγάλη ομορφιά του. Έκτοτε, και μετά την έξωση από τον παράδεισο, η επιστροφή προς τον Τριαδικό Θεό περνά μέσα από το δρόμο της μετάνοιας, της ταπείνωσης, της αγάπης, της δικαιοσύνης, της ειρήνης και των άλλων αρετών, οι οποίες χορηγούνται και πάλι ως δώρο από το Άγιο Πνεύμα, δια της χάριτος των μυστηρίων της Εκκλησίας και ένεκα του θανάτου και της ζωηφόρου αναστάσεως του Ιησού Χριστού.
Η αφήγηση της Πτώσεως στην Π.Δ.: Και στην βαβυλωνιακή κοσμογονία, αλλά και στην αρχαία σημιτική ιστορία, το φίδι απεικονιζόταν ως εχθρική δύναμη προς τον άνθρωπο. Στο βαβυλωνιακό μύθο του Gilgamesh (Γκιλγκαμές) το φίδι είναι που κλέβει απ’ αυτόν το μαγικό χορτάρι που θα του χάριζε την αθανασία. Το φίδι εξεικονίζει την συνεχόμενη απειλή του χάους, του σκότους και της ερήμου κατά της έλλογης τάξης της δημιουργίας, την Tiamat (θεά με μορφή φιδιού) ή τον Λεβιάθαν, τον θαλάσσιο όφι (Ησαϊα 27,1) που επαναστατεί όποτε του δίδεται η ευκαιρία κατά του Θεού. Ο Θεός Βάαλ συμβολιζόταν επίσης στη Χαναάν με μορφή φιδιού και προστάτευε τη γονιμότητα. O ιερός συγγραφέας θέλει να τονίσει ότι το φίδι δεν είναι θεός, αλλά ένα απλό δημιούργημα που ξέπεσε μάλιστα πολύ χαμηλά. Στους αιγυπτιακούς μύθους ανευρίσκουμε τον όφι να επιτίθεται και προς τους θεούς και προς τους ανθρώπους μέσα στον παράδεισο. Αρχικά ο σατανάς-διάβολος στην Παλαιά Διαθήκη είχε την αποστολή του πονηρού συμβούλου - αυλικού και του δημόσιου κατήγορου των ανθρώπων μπροστά στο θρόνο του Θεού (βλ. πχ. Ιώβ), πάντοτε όμως υποταγμένου στην παντοδυναμία του Θεού. Θεόπνευστα έτσι απέφυγαν εξαρχής οι Ιουδαίοι τον παγανιστικό δυαλισμό της ύπαρξης δύο μεταφυσικών αρχών με ίση ισχύ, του καλού δηλαδή και του κακού, τοποθετώντας τον διάβολο σε θέση υποτέλειας μέσα στα σχέδια του Θεού. Στη συνέχεια, και λόγω του εξελικτικού χαρακτήρα της Θείας αποκάλυψης, συνδέθηκε στην Π.Δ., αλλά και ιδιαίτερα στην Καινή Διαθήκη και τον Χριστιανισμό, το φίδι με τον σατανά-ανθρωποκτόνο όφι που «περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (απ. Πέτρος) και οι Πατέρες της Εκκλησίας τόνισαν πως επιτέθηκε αρχικά στην Εύα επειδή ήταν πιο ευάλωτη και επειδή ζήλεψε το μελλοντικό μεγαλείο του ανθρώπου κοντά στο Θεό. Σε αντίθεση με τους γύρω από τον Ισραήλ μύθους -στους οποίους είναι έκδηλο το μίσος των θεών προς τους ανθρώπους- ο ι. συγγραφέας απομυθοποιεί και στο σημείο αυτό και παρουσιάζει τον άνθρωπο να είναι υπεύθυνος για τον κόπο, τον πόνο και τον ιδρώτα της καθημερινής του πάλης για επιβίωση, εφόσον δοκίμασε τον απαγορευμένο καρπό και απομακρύνθηκε εκούσια από τον Θεό.
Ο Νίκος Ματσούκας σημειώνει ότι θεολογικά και αγιοπατερικά το προπατορικό αμάρτημα είναι η αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης, η προσκόλληση σε ειδωλικά κατασκευάσματα της κτίσης, η Θεοκτονία, η απόδοση δηλαδή στο Θεό πατέρα ιδιοτήτων της αρρωστημένης ανθρώπινης φύσης, η κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου και καμία φυσικά μεταβίβαση ενοχής στους απογόνους. Χάνοντας τον παράδεισο ο άνθρωπος έχασε πρωταρχικά και παρθενικά στοιχεία, απέτυχε κατά κύριο λόγο να φθάσει στο καθ’ ομοίωση και επομένως έχασε ένα μελλοντικό αγαθό. Γι’ αυτό και ο παράδεισος πλέον, μετά την ανάσταση του Χριστού, δεν βρίσκεται στο παρελθόν, βρίσκεται πάντα μπροστά και στο μέλλον, ως εν ουρανώ και επί της γης. Με την έξωση από τον παράδεισο δεν χάθηκε η πίστη στο Θεό. Χάθηκε απλώς η παραδεισένια ζωή. Εισέβαλε στον κόσμο του ανθρώπου –έναν κόσμο φωτός, διαύγειας και αγάπης- η κακία, το σκότος, η σατανοδικία, η ανθρωποδικία, η πλεονεξία και η αλαζονεία. Κι όλα αυτά γιατί διεφθάρη ο πόθος της ισοθεΐας στους πρωτόπλαστους, η έφεση δηλαδή για δημιουργία, τελείωση και απαθανατισμό. Ο άνθρωπος θέλησε να γίνει θεός χωρίς το Θεό, με τις δικές του δυνάμεις. Και η ματαιότητα συμπαρέσυρε την ανθρωπότητα ολάκερη και τη φυσική δημιουργία σε μια δραματική πορεία γεμάτη φωτιά, δάκρυα και πόνο. Το κακό, όμως, και έξω από τον παράδεισο, δεν έχει αυτόνομη ύπαρξη, είναι μια παρυπόσταση στη θέση του καλού, μια άρνηση του αγαθού. Και ο δρόμος μπορεί να είναι έκτοτε τραχύς και δύσβατος, αλλά τον ελάφρυνε πάρα πολύ η ένσαρκη φανέρωση του Θεού Λόγου, που εγγυάται μια εσχατολογική σωτηρία και μια πορεία δημιουργικής προόδου, όταν και όσο μείνουμε ενωμένοι μαζί Του (βλ. Ν. Ματσούκα, ο Σατανάς, εκδ. Πουρναρά, 1999).
Η περίπτωση Κάιν και Άβελ συνεχίζει να περιγράφει την κακία και διαφθορά της ανθρώπινης φύσης μετά την πτώση. Όπως ο άνδρας επιβλήθηκε στη γυναίκα στις επερχόμενες γενεές, έτσι και ο αδελφός σκότωσε τον αδελφό από μοχθηρία και ένεκα της απομάκρυνσης από το Θεό. Όμοιες ιστορίες βρίσκουμε στον Ορέστη και στους Σουμέριους. Στους τελευταίους βρίσκουμε μια παράλληλη ιστορία που αφορά τη διένεξη δύο θεών, εκ των οποίων ο ένας υπήρξε κτηνοτρόφος και ο άλλος γεωργός. «Η Ιουδαιοχριστιανική παράδοση είδε στη διήγηση αυτή το παράπτωμα των ευσεβών απογόνων του Σηθ, που έσμιξαν με τη γενιά του Κάϊν…. Πρόκειται εδώ για μια ….δεύτερη διήγηση περί προπατορικού αμαρτήματος… Στη διήγηση με …αρχέτυπο το φίδι προστίθεται μια διήγηση με ….αρχέτυπο την ολοκληρωτική εξαχρείωση του ανθρώπινου γένους. Εξ’ ου και η φυσική συνέπεια του Κατακλυσμού» (Ν. Ματσούκα, όπου ανωτέρω).
Ο Ενώχ στη συνέχεια, αρχετυπική εικόνα των τελείων μυστών του Θεού και όντως πιστών ανθρώπων, έχει ως παράλληλό του τον σοφό βασιλιά Emmeduranki (Εμεντουράνκι), ο οποίος διδάχθηκε από το βαβυλωνιακό θεό Shamash (Σαμάς) τα μυστικά ουρανού και γης. Ο ιερός συγγραφέας μετέφερε την ιστορία στην Π.Δ., αφού όμως τον προσάρμοσε σε ηθικά και μονοθεϊστικά πρότυπα του Ισραήλ. Από θεολογικής σκοπιάς ενέχει μεγάλη σημασία η έννοια του πιστού ανθρώπου που η πραγματική αγάπη του προς τον Θεό δεν τον κρατά στον τάφο, διότι τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από τον αθάνατο Θεό.
Με τον όρο “Γυιοί Θεού” [άγγελοι που αναφέρεται ότι οδηγήθησαν σε Πτώση από τον ουρανό, αφού συνευρέθησαν με θνητές γυναίκες και απέκτησαν μαζί τους τούς Γίγαντες] δηλώνονται οι «θεότητες του Χαναανιτικού (ειδωλολατρικού) Πανθέου. Στην προκειμένη περίπτωση ο βιβλικός συγγραφέας επιχειρεί ….. να καταδείξει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την επίτευξη του “καθ’ ομοίωσιν” από αυτόν που ο ίδιος ο Θεός έχει υποδείξει στους ανθρώπους» (Η Αγία Γραφή, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας). Αντιπαρατιθέμενος με την ειδωλολατρική μυθολογία, ο ι. σ. εμφανίζει όριο ηλικίας στη ζωή των αναμεμειγμένων με τους άφθαρτους αγγέλους ανθρώπους (120 έτη) να εισάγεται από το Θεό για να δείξει ότι δεν πρόκειται για θεούς, αλλά για φθαρτά και με λήξη ζωής όντα.
Ο αρχικός συγγραφέας της Βίβλου παραθέτει την αρχική πτώση των πρωτοπλάστων, την ιστορία με το Νώε, το έγκλημα μεταξύ αδελφών, τη διαφθορά των ανθρώπων, τη λαγνεία μεταξύ αγγέλων και ανθρώπων και τα περί γιγάντων, για να φθάσει στον Κατακλυσμό ως αναγκαία τιμωρία του Θεού για τη διαφθορά του ανθρωπίνου γένους, αλλά και στον Αβραάμ, ο οποίος, μετά από τόσες αποτυχίες των απογόνων του Αδάμ, θα ενσάρκωνε επιτέλους το θέλημα του Θεού πάνω στη γη. Και μόνο μέσω αυτού θα ευλογούσε ο Κύριος τον κόσμο μέχρι την έλευση του Μεσσία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης ότι για τον Ισραηλίτη κάθε υλικό και ηθικό κακό έχει αιτία μια αμαρτία που διεπράχθη, μια διασάλευση της ηθικής τάξεως, που οδηγεί στην τιμωρία του ενόχου ή ολόκληρων λαών. Μέσα απ’ αυτήν την ερμηνεία ο Κατακλυσμός προξενήθηκε από το Θεό, ο οποίος αποφάσισε να καταστρέψει τους ανθρώπους επειδή παρεξέκλιναν από το Νόμο Του. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις περί Κατακλυσμού, Ινδικές, Χαλδαϊκές, Συριακές, Ελληνικές και Ακκαδικές. Στη Βίβλο όμως ο Κατακλυσμός μεταλλάσσεται ηθικά και μονοθεϊκά και αφαιρείται απ’ αυτόν το ειδωλολατρικό στοιχείο, ενώ γίνεται η αφήγηση πιο ιστορική. Βλέπουμε σοβαρότητα, εν αντιθέσει με την μεσοποταμιακή π.χ. παράδοση, όπου ο κατακλυσμός έγινε επειδή οι άνθρωποι πλήθυναν και ενοχλούσαν τον ύπνο των θεών. Ακόμη στο έπος Gilgamesh οι θεοί βρίσκονται σε σύγχυση, τρομάζουν, κλαίνε κ.λπ. Το μήνυμα του Κατακλυσμού βρίσκεται στην εξάρτηση του ανθρώπου από το Θεό και στη συνέχιση της ύπαρξής του, όσο και μόνο παραμένει ενωμένος μαζί Του. Στον κίνδυνο καταστροφής του ανθρώπου όταν περιφρονήσει τη σωτηρία που του προσφέρεται. Επιπροσθέτως φαίνεται στα γεγονότα της ζωής του Νώε και της οικογένειάς του η αγάπη του Θεού, που δεν αφήνει τον κόσμο να χαθεί, αλλά σώζει ένα υγιές υπόλειμμα για να συνεχισθεί η ζωή πάνω στη γη.
Ο Πύργος της Βαβέλ εκφράζει τον υπέρτατο εγωϊσμό των ανθρώπων να φτάσουν την τέλεια γνώση, επιστήμη, τεχνολογία και θέωση χωρίς τον Θεό. Η ιστορία εκφράζεται με την ανοικοδόμηση ενός Πύργου, ενός αρχαίου Ζιγκουράτ, ειδωλολατρικού βαβυλωνιακού ναού με κυκλικό-κωνοειδές σχήμα και εξωτερική περιφερειακή κλίμακα προς την οροφή, όπου και το κυρίως ιερό. Συνασπισμοί ανθρώπων ή πολιτικών δυνάμεων ή θρησκευτικών κύκλων αποφάσισαν να αποκτήσουν φήμη και κύρος επαναστατώντας κατά του Θεού. Πράξη θα έκαναν τις πεποιθήσεις τους υλοποιώντας το μεγαλύτερο ναό του κόσμου, το ναό της υπεροψίας τους. Ο Κύριος βλέποντας τον επερχόμενο αυτο-δοξασμό τους και την υπερηφάνειά τους με σκοπό να μείνουν ονομαστοί στην ιστορία, «κατέβηκε να δει την πόλη και τον πύργο και είπε: … “τούτο ‘δω είναι η αρχή των πράξεών τους. Από ‘δω και πέρα θα κάνουν ό,τι θέλουν. Εμπρός, ας κατεβούμε και ας επιφέρουμε εκεί σύγχυση στη γλώσσα τους, ώστε να μην καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου” …… Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Βαβέλ (Σύγχυση)» (Γεν. 11,1-9). Ο σκοπός του συγγραφέα είναι να υπενθυμίσει στους ανθρώπους τα όριά τους και ότι ως δημιουργήματα που είναι έχουν περιορισμένες δυνατότητες. Δεν πρέπει λοιπόν να είναι υπερφίαλοι. Με τα λόγια «κατέβηκε (ο Θεός) να δει την πόλη και τον πύργο» ο ι. συγγραφέας επισημαίνει την άπειρη απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που όσο κι αν ανεβαίνει ο άνθρωπος δεν μπορεί να καλύψει (βλ. Σάβα Αγουρίδη, «Μύθος-Ιστορία – Θεολογία», Αθήνα 1988). Ο Θεός θα είναι πάντοτε ο «όλως άλλος» και οντολογικό χάσμα θα υπάρχει πάντοτε μεταξύ κτιστού και ακτίστου, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία. Μόνο μέσω του Ιησού Χριστού μπορεί να πλησιάσει ο άνθρωπος τον Θεό και μέσω τής, δια της Εκκλησίας, αποταμιευμένης Χάριτός Του. Ακόμη, η αφήγηση προσφέρει ερμηνεία για το πώς διαχωρίσθηκαν οι άνθρωποι σε λαούς και έθνη (επειδή δεν καταλάβαιναν πλέον ο ένας τον άλλο) και για το πώς προέκυψαν τόσες γλώσσες πάνω στη γη, αφού εξαρχής στον παράδεισο μιλούσαν την ίδια γλώσσα.
Για το όνομα του Θεού χρησιμοποιείται στην Π.Δ. μεταξύ άλλων και η φράση ‘Ελωχίμ’, που είναι παρμένη από τη χαναανιτική γλώσσα, όπου και προσδιόριζε τους ειδωλολατρικούς θεούς. Αυτό γιατί οι αρχαίοι Εβραίοι αντήλλαξαν τη δική τους γλώσσα, την αραμαϊκή, με την «Χαναανίτιδαν γλώσσαν» (Ησαϊας 19,18), όταν εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη. Η ονομασία Ελωχίμ βρίσκεται στον πληθυντικό αριθμό και παρέμεινε από τους Εβραίους στον πληθυντικό για να δηλώνει ότι ο απόλυτος και μόνος Κύριος Γιαχβέ εμπεριέχει αφενός τη δύναμη όλων των άλλων θεών, αφετέρου δε η υπερβατική του φύση και το μεγαλείο Του εξουσιάζει πάνω από όλους και ρυθμίζει όλη τη δημιουργία ως παγκόσμιος Κύριος (βλ. Στ. Καλαντζάκη, «Ερμηνεία Περικοπών της Παλαιάς Διαθήκης», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1999).
Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως το μήνυμα της Βίβλου είναι πολύπλευρο και υψηλό: Θέλει να μας αφήσει για όλες τις γενιές μέχρι τη συντέλεια του αιώνος την παρακαταθήκη και την αλήθεια πως η ιστορία δημιουργήθηκε από το μηδέν και κατευθύνεται από Έναν, και προσωπικό, Θεό που αγαπά και συντρέχει τον άνθρωπο και την πλάση. Ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε όχι από κάποια κακά πνεύματα (ειδωλολατρική μυθολογία), αλλά από τον καλό και γεμάτο αγάπη Θεό. Ότι ο τελικός προορισμός του ανθρώπου είναι να μοιάσει στο Θεό και να αγιάσει μέσα στη θεία του παρουσία. Ακόμη ότι ο Κύριος είναι παντοδύναμος και ό,τι θέλει και συμφέρει τα πλάσματά του έχει την απόλυτη αυτοεξουσία να το πραγματοποιεί. Ότι η μετάνοια, η ταπείνωση και η δικαιοσύνη είναι ο μόνος δρόμος και τρόπος για να συναντηθεί ο κάθε άνθρωπος είτε σαν άτομο είτε σαν εκκλησιαστική κοινότητα με το Θεό, διότι μόνο έτσι η Χάρη Του θα μας ζωογονεί και θα μπορέσουμε να φθάσουμε ξανά τον αρχικό μας προορισμό, στην θέωση και σωτηρία μας. Τέλος, ότι το χάος και το μηδέν (από το οποίο ανασύρθηκε ο άνθρωπος) απειλούν ανά πάσα στιγμή να καταπιούν το ανθρώπινο γένος, αν απομακρυνθεί από την πηγή της ζωής, τον Τριαδικό Θεό.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
«Ερμηνεία Περικοπών της Παλαιάς Διαθήκης», Στ. Καλαντζάκη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1999
«Ελληνοκεντρικός πολυθεϊσμός ή Ελληνοχριστιανισμός;», Μιχαήλ Χούλη, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Σύρου, Ερμούπολη 2003
«Η Αγία Γραφή», Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας
«Μύθος-Ιστορία – Θεολογία», Σάββα Αγουρίδη, Αθήνα 1988
«Ο Σατανάς», Νικολάου Ματσούκα, εκδ. Πουρναρά, 1999
Εικόνα: Κάιν και Άβελ, από: www.holyscript.in
ΠΗΓΗ
Σύμφωνα με την αλήθεια της Αγίας Γραφής, ο άπειρος και άκτιστος Θεός δημιούργησε εξ άκρας αγαθότητας απευθείας και εκ του μηδενός τον κόσμο, αόρατο και ορατό, για να μετέχει στη δική του δόξα και ανεκδιήγητη ομορφιά. Δημιούργησε την πλάση, όχι εκ προϋπαρχούσης ύλης, αλλά εξ ουκ όντων, που σημαίνει ότι τίποτε δεν είναι σαν το Θεό και τίποτε δεν προέρχεται από τη δική του ουσία. Δημιούργησε ακόμη την κτίση εξ άκρας ελευθερίας και χωρίς κανένα εσωτερικό ή εξωτερικό καταναγκασμό. Όλα αυτά προσφέρονται στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) με θαυμάσιες εικόνες, ενώ οι ιεροί συγγραφείς [ο αρχικός πυρήνας των πρώτων παραδόσεων ανάγεται στον Μωυσή, ενώ οι τελικές έγγραφες συνθέσεις πραγματοποιήθηκαν πολύ αργότερα] επιχειρούν σε πολλά χωρία μια πολύ σημαντική για την εποχή τους απο-ειδωλοποίηση, απορρίπτοντας την προσκύνηση της ύλης, την θεότητα ουρανίων σωμάτων και υλικών αντικειμένων, τις ανηθικότητες και την κακία, την ψυχολογική και βιολογική αδυναμία διαφόρων θεών των γύρω λαών. Ταυτόχρονα η γλώσσα τους επεξεργάζεται τα στοιχεία που αντλεί με σιγουριά, μονοθεϊστική γραμμή και ηθική υπεροχή. Η Π.Δ. χρησιμοποιεί συμβολικές και Ανθρωπομορφικές εκφράσεις για το Θεό (ο Θεός φτιάχνει πηλό, φυσάει, περπατάει, μιλάει ως άνθρωπος, αναπαύεται, οργίζεται κ.λπ.), χωρίς να χάνει όμως την επιβλητικότητά της, την αλήθεια των νοημάτων της και τις υψηλές θεολογικές αξίες που αποσκοπεί να μεταδώσει.
Αντλώντας από τις σημαντικές αγιογραφικές έρευνες των μεταστάντων πλέον καθηγητών Σάββα Αγουρίδη (βλ. «Μύθος- Ιστορία – Θεολογία», Αθήνα 1988) και Νίκου Ματσούκα (βλ. «Ο Σατανάς», εκδ. Πουρναρά, 1999) παραθέτουμε τα εξής: Ορισμένοι ψαλμοί επισημαίνουν το υδάτινο χάος και την επικράτηση της έλλογης δημιουργίας (Ψαλμός 74,12 εξ. -73 κατά Ο’ -Πρβλ. Ιεζ. 29,3-7 και 32,2). Το ίδιο πλαίσιο υπάρχει στους πρώτους στίχους της Γένεσης: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην. Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Ο’) [Κατά εβραϊκό: «και μεγάλα κύματα νερού εκάλυπταν το παν και μεγάλη θύελλα φέρονταν πάνω από το νερό» (Γέν. 1,1-2). Στο βαβυλωνιακό έπος της δημιουργίας, ο Θεός Marduk (Μαρντούκ) νίκησε τη θεά του χάους Tiamat (Τιαμάτ) -tehom σημαίνει ό,τι εβραϊκά χάος- μετά από τρομερή πάλη. Μετά από αυτό δημιούργησε απ’ τα δύο σχισμένα της μέρη το άνωθεν και κάτωθεν στερέωμα και τον υπόλοιπο κόσμο. Στην Γένεση αντίθετα, αλλά και στους Ψαλμούς, το μήνυμα είναι η νίκη και επιβολή του ενός Θεού πάνω στο χάος του αρχικού ύδατος και η κυριαρχία του πάνω στο άλογο, διασκορπισμένο, μανιακό και εχθρικό στοιχείο, που συμβολίζεται με τον υδάτινο κόσμο. Η κυριαρχία του Θεού πάνω στην έρημο και το σκοτάδι του θανάτου. Σημαντικό σημείο είναι η απομύθευση δημιουργημάτων όπως λ.χ. ο ήλιος και η σελήνη ή τα αστέρια, από θεϊκές ιδιότητες που τους αποδίδονταν σε όλες τις μυθολογίες. Το «και είπεν ο Θεός» εκφράζει την απόλυτη κυριαρχία του Θεού πάνω σ’ αυτά. Εξαγγέλλεται επίσης συνέχεια ότι τα πάντα είναι ‘καλά’ και ‘καλά λίαν’ για να μην περάσει στο νου κανενός ότι πονηροί θεοί και κακά όντα κατασκεύασαν την πλάση και τον άνθρωπο. Επίτηδες ακόμη εμφανίζονται ο ήλιος και η σελήνη να δημιουργούνται την 4η ημέρα. Για να μην θεωρήσει ο αναγνώστης ότι ο ήλιος είναι ο Θεός, ότι το υλικό φως είναι Θεός. Στην δημιουργία από τον Θεό των φυτών, χορταριών και καρποφόρων δένδρων, υπαινίσσεται ο ιερός συγγραφέας την επικυριαρχία Του πάνω στην ‘Μητέρα Γη’, που για τους Χαναναίους ήταν θεά, η θεά της γονιμότητας, και αυτή ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή της χλωρίδας. Το κάθε ένα εξάλλου από τα δημιουργήματα των 6 ημερών της θείας δημιουργίας αφορά στην τελετουργική θεία εβδομαδιαία λατρεία των Εβραίων και αντιπαρατίθεται στις λατρευτικές τελετές των Χαναναίων, για τους οποίους τα περιγραφόμενα στη Γένεση πλάσματα του Θεού ήταν αυτοτελείς Θεοί.
Με το «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα μας και με σκοπό να ομοιωθεί με εμάς), που υπενθυμίζει ουράνιο δικαστήριο και θεία σύναξη (Ψλμ. 82,1), ο Θεός εμφανίζεται βασιλιάς και Κύριος επάνω στο Χαναανιτικό Πάνθεο, το οποίο αποτελείτο από ουράνιες δυνάμεις. Στην ουσία ο ιερός συγγραφέας υποβιβάζει τους θεούς των ειδωλολατρών σε αγγελικές δυνάμεις, αυλικούς γύρω από τον θρόνο της μεγαλοσύνης Του. Σε αντίθεση με τον αιγυπτιακό μύθο, ο βιβλικός συγγραφέας παρουσιάζει τον άνθρωπο να κατασκευάζεται όχι από την ουσία του Θεού [συγκεκριμένα οι άνθρωποι, κατά τον Βηρωσσό, ιερέα του Marduk, είναι εικόνες των θεών, αφού κατασκευάσθηκαν από αίμα θεού και χώμα αναμεμειγμένο μαζί], αλλά από το χώμα της γης, για να δείξει ότι τα συστατικά του είναι χωματένια, ταπεινά, φθαρτά, άνευ ιδιαίτερης αξίας χωρίς την πνοή του Θεού, που αυτή και μόνο μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο να συνάψει προσωπικές σχέσεις με το Θεό. Υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στην Π.Δ. από τις μυθολογικές ιστορίες των γύρω λαών, όπως π.χ. στο σκοπό της δημιουργίας των ανθρώπων. Στο μύθο λ.χ. “Atrahasis” (Enuma Elish- Ενούμα Ελίς) οι άνθρωποι δημιουργούνται για να δουλεύουν και να αναπαύονται οι θεοί. Όταν οι άνθρωποι επαναστατούν εναντίον της βαριάς δουλείας, οι θεοί αποφασίζουν να τους εξαλείψουν από το πρόσωπο της γης με έναν Κατακλυσμό. Η έκφραση “άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς”, απομυθοποιεί τα θεία ανδρόγυνα στις Χαναανιτικές λατρείες της γονιμότητας, διότι η πλάση ανδρός και γυναικός οφείλεται και πάλι στον Θεό και εικονίζει την υγιή ερωτική συνάφεια. Γιατί δημιουργήθηκε όμως η γυναίκα κατόπιν εκστάσεως του Αδάμ και γιατί από την πλευρά του; Η έκσταση σημαίνει την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει λογικά τα θαυμάσια του Θεού, ενώ στον αντίστοιχο αιγυπτιακό μύθο, ο θεός Άμμων έκανε όλους τους ανθρώπους από όργανα και μέλη του σώματός του, εκτός από την πλευρά του. Ίσως γι’ αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ειδικά την πλευρά του πρώτου ανδρός για την κατασκευή της γυναίκας, που δεν παύει φυσικά να έχει το συμβολικό νόημα της βοηθού του άνδρα και να παραπέμπει στην αντιστοιχία “ένας άνδρας-μια γυναίκα”.
Ο συγγραφέας της Γένεσης προσδιορίζει στο κέντρο της Εδέμ την ύπαρξη δύο δένδρων με διαφορετική ονομασία: Το ‘Δένδρο του Καλού και του Κακού’ και το ‘Δένδρο της Ζωής’. Τα δύο δένδρα στην ουσία της διήγησης δεν είναι παρά ένα και το αυτό, ανάλογα με τη σχέση που θα είχαν οι πρωτόπλαστοι με το Θεό. Ή θα γνώριζαν το καλό και το κακό μακριά από Θεό και θα τραβούσαν το δικό τους δρόμο, τη δική τους γνωσιολογική και πνευματική εξέλιξη, με αποτέλεσμα το θάνατό τους (τους είχε προειδοποιήσει άλλωστε ο Θεός γι’ αυτό), ή θα έμεναν ενωμένοι με το Θεό, οπότε κάποια στιγμή, όταν ο Θεός έκρινε ότι θα ήσαν έτοιμοι, θα κοινωνούσαν με το Δένδρο της Ζωής (τις άκτιστες ζωοποιές ενέργειές Του) και θα θεώνονταν. Κατά χάρη θα γινόντουσαν Θεοί, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου Ιησού: «Εγώ είπα: Σεις είστε θεοί». Η δυνατότητα όμως αυτή των ανθρώπων, που έχει ως αρχή το ‘κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν’ και που έπρεπε να περάσει μέσα από την ταπείνωση και τη νηστεία για να είναι αγωνιστική κατάκτηση (το κατ’ ανθρώπινον) και όχι μαγεία, σκόνταψε στη θέληση των πρωτοπλάστων, την οποία δεν μπορούσε να παραβιάσει ούτε ο ίδιος ο Θεός. Ο άνθρωπος πλάστηκε εθελότρεπτος. Με τη θέλησή του στρέφεται προς το Θεό και με τη θέλησή του απομακρύνεται απ’ αυτόν. Η ιδιότητά του αυτή αναφορικά με τη διφυή υπόστασή του (εξ ύλης και πνεύματος) είναι τα δύο σημαίνοντα χαρακτηριστικά του και η μεγάλη ομορφιά του. Έκτοτε, και μετά την έξωση από τον παράδεισο, η επιστροφή προς τον Τριαδικό Θεό περνά μέσα από το δρόμο της μετάνοιας, της ταπείνωσης, της αγάπης, της δικαιοσύνης, της ειρήνης και των άλλων αρετών, οι οποίες χορηγούνται και πάλι ως δώρο από το Άγιο Πνεύμα, δια της χάριτος των μυστηρίων της Εκκλησίας και ένεκα του θανάτου και της ζωηφόρου αναστάσεως του Ιησού Χριστού.
Η αφήγηση της Πτώσεως στην Π.Δ.: Και στην βαβυλωνιακή κοσμογονία, αλλά και στην αρχαία σημιτική ιστορία, το φίδι απεικονιζόταν ως εχθρική δύναμη προς τον άνθρωπο. Στο βαβυλωνιακό μύθο του Gilgamesh (Γκιλγκαμές) το φίδι είναι που κλέβει απ’ αυτόν το μαγικό χορτάρι που θα του χάριζε την αθανασία. Το φίδι εξεικονίζει την συνεχόμενη απειλή του χάους, του σκότους και της ερήμου κατά της έλλογης τάξης της δημιουργίας, την Tiamat (θεά με μορφή φιδιού) ή τον Λεβιάθαν, τον θαλάσσιο όφι (Ησαϊα 27,1) που επαναστατεί όποτε του δίδεται η ευκαιρία κατά του Θεού. Ο Θεός Βάαλ συμβολιζόταν επίσης στη Χαναάν με μορφή φιδιού και προστάτευε τη γονιμότητα. O ιερός συγγραφέας θέλει να τονίσει ότι το φίδι δεν είναι θεός, αλλά ένα απλό δημιούργημα που ξέπεσε μάλιστα πολύ χαμηλά. Στους αιγυπτιακούς μύθους ανευρίσκουμε τον όφι να επιτίθεται και προς τους θεούς και προς τους ανθρώπους μέσα στον παράδεισο. Αρχικά ο σατανάς-διάβολος στην Παλαιά Διαθήκη είχε την αποστολή του πονηρού συμβούλου - αυλικού και του δημόσιου κατήγορου των ανθρώπων μπροστά στο θρόνο του Θεού (βλ. πχ. Ιώβ), πάντοτε όμως υποταγμένου στην παντοδυναμία του Θεού. Θεόπνευστα έτσι απέφυγαν εξαρχής οι Ιουδαίοι τον παγανιστικό δυαλισμό της ύπαρξης δύο μεταφυσικών αρχών με ίση ισχύ, του καλού δηλαδή και του κακού, τοποθετώντας τον διάβολο σε θέση υποτέλειας μέσα στα σχέδια του Θεού. Στη συνέχεια, και λόγω του εξελικτικού χαρακτήρα της Θείας αποκάλυψης, συνδέθηκε στην Π.Δ., αλλά και ιδιαίτερα στην Καινή Διαθήκη και τον Χριστιανισμό, το φίδι με τον σατανά-ανθρωποκτόνο όφι που «περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (απ. Πέτρος) και οι Πατέρες της Εκκλησίας τόνισαν πως επιτέθηκε αρχικά στην Εύα επειδή ήταν πιο ευάλωτη και επειδή ζήλεψε το μελλοντικό μεγαλείο του ανθρώπου κοντά στο Θεό. Σε αντίθεση με τους γύρω από τον Ισραήλ μύθους -στους οποίους είναι έκδηλο το μίσος των θεών προς τους ανθρώπους- ο ι. συγγραφέας απομυθοποιεί και στο σημείο αυτό και παρουσιάζει τον άνθρωπο να είναι υπεύθυνος για τον κόπο, τον πόνο και τον ιδρώτα της καθημερινής του πάλης για επιβίωση, εφόσον δοκίμασε τον απαγορευμένο καρπό και απομακρύνθηκε εκούσια από τον Θεό.
Ο Νίκος Ματσούκας σημειώνει ότι θεολογικά και αγιοπατερικά το προπατορικό αμάρτημα είναι η αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης, η προσκόλληση σε ειδωλικά κατασκευάσματα της κτίσης, η Θεοκτονία, η απόδοση δηλαδή στο Θεό πατέρα ιδιοτήτων της αρρωστημένης ανθρώπινης φύσης, η κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου και καμία φυσικά μεταβίβαση ενοχής στους απογόνους. Χάνοντας τον παράδεισο ο άνθρωπος έχασε πρωταρχικά και παρθενικά στοιχεία, απέτυχε κατά κύριο λόγο να φθάσει στο καθ’ ομοίωση και επομένως έχασε ένα μελλοντικό αγαθό. Γι’ αυτό και ο παράδεισος πλέον, μετά την ανάσταση του Χριστού, δεν βρίσκεται στο παρελθόν, βρίσκεται πάντα μπροστά και στο μέλλον, ως εν ουρανώ και επί της γης. Με την έξωση από τον παράδεισο δεν χάθηκε η πίστη στο Θεό. Χάθηκε απλώς η παραδεισένια ζωή. Εισέβαλε στον κόσμο του ανθρώπου –έναν κόσμο φωτός, διαύγειας και αγάπης- η κακία, το σκότος, η σατανοδικία, η ανθρωποδικία, η πλεονεξία και η αλαζονεία. Κι όλα αυτά γιατί διεφθάρη ο πόθος της ισοθεΐας στους πρωτόπλαστους, η έφεση δηλαδή για δημιουργία, τελείωση και απαθανατισμό. Ο άνθρωπος θέλησε να γίνει θεός χωρίς το Θεό, με τις δικές του δυνάμεις. Και η ματαιότητα συμπαρέσυρε την ανθρωπότητα ολάκερη και τη φυσική δημιουργία σε μια δραματική πορεία γεμάτη φωτιά, δάκρυα και πόνο. Το κακό, όμως, και έξω από τον παράδεισο, δεν έχει αυτόνομη ύπαρξη, είναι μια παρυπόσταση στη θέση του καλού, μια άρνηση του αγαθού. Και ο δρόμος μπορεί να είναι έκτοτε τραχύς και δύσβατος, αλλά τον ελάφρυνε πάρα πολύ η ένσαρκη φανέρωση του Θεού Λόγου, που εγγυάται μια εσχατολογική σωτηρία και μια πορεία δημιουργικής προόδου, όταν και όσο μείνουμε ενωμένοι μαζί Του (βλ. Ν. Ματσούκα, ο Σατανάς, εκδ. Πουρναρά, 1999).
Η περίπτωση Κάιν και Άβελ συνεχίζει να περιγράφει την κακία και διαφθορά της ανθρώπινης φύσης μετά την πτώση. Όπως ο άνδρας επιβλήθηκε στη γυναίκα στις επερχόμενες γενεές, έτσι και ο αδελφός σκότωσε τον αδελφό από μοχθηρία και ένεκα της απομάκρυνσης από το Θεό. Όμοιες ιστορίες βρίσκουμε στον Ορέστη και στους Σουμέριους. Στους τελευταίους βρίσκουμε μια παράλληλη ιστορία που αφορά τη διένεξη δύο θεών, εκ των οποίων ο ένας υπήρξε κτηνοτρόφος και ο άλλος γεωργός. «Η Ιουδαιοχριστιανική παράδοση είδε στη διήγηση αυτή το παράπτωμα των ευσεβών απογόνων του Σηθ, που έσμιξαν με τη γενιά του Κάϊν…. Πρόκειται εδώ για μια ….δεύτερη διήγηση περί προπατορικού αμαρτήματος… Στη διήγηση με …αρχέτυπο το φίδι προστίθεται μια διήγηση με ….αρχέτυπο την ολοκληρωτική εξαχρείωση του ανθρώπινου γένους. Εξ’ ου και η φυσική συνέπεια του Κατακλυσμού» (Ν. Ματσούκα, όπου ανωτέρω).
Ο Ενώχ στη συνέχεια, αρχετυπική εικόνα των τελείων μυστών του Θεού και όντως πιστών ανθρώπων, έχει ως παράλληλό του τον σοφό βασιλιά Emmeduranki (Εμεντουράνκι), ο οποίος διδάχθηκε από το βαβυλωνιακό θεό Shamash (Σαμάς) τα μυστικά ουρανού και γης. Ο ιερός συγγραφέας μετέφερε την ιστορία στην Π.Δ., αφού όμως τον προσάρμοσε σε ηθικά και μονοθεϊστικά πρότυπα του Ισραήλ. Από θεολογικής σκοπιάς ενέχει μεγάλη σημασία η έννοια του πιστού ανθρώπου που η πραγματική αγάπη του προς τον Θεό δεν τον κρατά στον τάφο, διότι τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από τον αθάνατο Θεό.
Με τον όρο “Γυιοί Θεού” [άγγελοι που αναφέρεται ότι οδηγήθησαν σε Πτώση από τον ουρανό, αφού συνευρέθησαν με θνητές γυναίκες και απέκτησαν μαζί τους τούς Γίγαντες] δηλώνονται οι «θεότητες του Χαναανιτικού (ειδωλολατρικού) Πανθέου. Στην προκειμένη περίπτωση ο βιβλικός συγγραφέας επιχειρεί ….. να καταδείξει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την επίτευξη του “καθ’ ομοίωσιν” από αυτόν που ο ίδιος ο Θεός έχει υποδείξει στους ανθρώπους» (Η Αγία Γραφή, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας). Αντιπαρατιθέμενος με την ειδωλολατρική μυθολογία, ο ι. σ. εμφανίζει όριο ηλικίας στη ζωή των αναμεμειγμένων με τους άφθαρτους αγγέλους ανθρώπους (120 έτη) να εισάγεται από το Θεό για να δείξει ότι δεν πρόκειται για θεούς, αλλά για φθαρτά και με λήξη ζωής όντα.
Ο αρχικός συγγραφέας της Βίβλου παραθέτει την αρχική πτώση των πρωτοπλάστων, την ιστορία με το Νώε, το έγκλημα μεταξύ αδελφών, τη διαφθορά των ανθρώπων, τη λαγνεία μεταξύ αγγέλων και ανθρώπων και τα περί γιγάντων, για να φθάσει στον Κατακλυσμό ως αναγκαία τιμωρία του Θεού για τη διαφθορά του ανθρωπίνου γένους, αλλά και στον Αβραάμ, ο οποίος, μετά από τόσες αποτυχίες των απογόνων του Αδάμ, θα ενσάρκωνε επιτέλους το θέλημα του Θεού πάνω στη γη. Και μόνο μέσω αυτού θα ευλογούσε ο Κύριος τον κόσμο μέχρι την έλευση του Μεσσία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης ότι για τον Ισραηλίτη κάθε υλικό και ηθικό κακό έχει αιτία μια αμαρτία που διεπράχθη, μια διασάλευση της ηθικής τάξεως, που οδηγεί στην τιμωρία του ενόχου ή ολόκληρων λαών. Μέσα απ’ αυτήν την ερμηνεία ο Κατακλυσμός προξενήθηκε από το Θεό, ο οποίος αποφάσισε να καταστρέψει τους ανθρώπους επειδή παρεξέκλιναν από το Νόμο Του. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις περί Κατακλυσμού, Ινδικές, Χαλδαϊκές, Συριακές, Ελληνικές και Ακκαδικές. Στη Βίβλο όμως ο Κατακλυσμός μεταλλάσσεται ηθικά και μονοθεϊκά και αφαιρείται απ’ αυτόν το ειδωλολατρικό στοιχείο, ενώ γίνεται η αφήγηση πιο ιστορική. Βλέπουμε σοβαρότητα, εν αντιθέσει με την μεσοποταμιακή π.χ. παράδοση, όπου ο κατακλυσμός έγινε επειδή οι άνθρωποι πλήθυναν και ενοχλούσαν τον ύπνο των θεών. Ακόμη στο έπος Gilgamesh οι θεοί βρίσκονται σε σύγχυση, τρομάζουν, κλαίνε κ.λπ. Το μήνυμα του Κατακλυσμού βρίσκεται στην εξάρτηση του ανθρώπου από το Θεό και στη συνέχιση της ύπαρξής του, όσο και μόνο παραμένει ενωμένος μαζί Του. Στον κίνδυνο καταστροφής του ανθρώπου όταν περιφρονήσει τη σωτηρία που του προσφέρεται. Επιπροσθέτως φαίνεται στα γεγονότα της ζωής του Νώε και της οικογένειάς του η αγάπη του Θεού, που δεν αφήνει τον κόσμο να χαθεί, αλλά σώζει ένα υγιές υπόλειμμα για να συνεχισθεί η ζωή πάνω στη γη.
Ο Πύργος της Βαβέλ εκφράζει τον υπέρτατο εγωϊσμό των ανθρώπων να φτάσουν την τέλεια γνώση, επιστήμη, τεχνολογία και θέωση χωρίς τον Θεό. Η ιστορία εκφράζεται με την ανοικοδόμηση ενός Πύργου, ενός αρχαίου Ζιγκουράτ, ειδωλολατρικού βαβυλωνιακού ναού με κυκλικό-κωνοειδές σχήμα και εξωτερική περιφερειακή κλίμακα προς την οροφή, όπου και το κυρίως ιερό. Συνασπισμοί ανθρώπων ή πολιτικών δυνάμεων ή θρησκευτικών κύκλων αποφάσισαν να αποκτήσουν φήμη και κύρος επαναστατώντας κατά του Θεού. Πράξη θα έκαναν τις πεποιθήσεις τους υλοποιώντας το μεγαλύτερο ναό του κόσμου, το ναό της υπεροψίας τους. Ο Κύριος βλέποντας τον επερχόμενο αυτο-δοξασμό τους και την υπερηφάνειά τους με σκοπό να μείνουν ονομαστοί στην ιστορία, «κατέβηκε να δει την πόλη και τον πύργο και είπε: … “τούτο ‘δω είναι η αρχή των πράξεών τους. Από ‘δω και πέρα θα κάνουν ό,τι θέλουν. Εμπρός, ας κατεβούμε και ας επιφέρουμε εκεί σύγχυση στη γλώσσα τους, ώστε να μην καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου” …… Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Βαβέλ (Σύγχυση)» (Γεν. 11,1-9). Ο σκοπός του συγγραφέα είναι να υπενθυμίσει στους ανθρώπους τα όριά τους και ότι ως δημιουργήματα που είναι έχουν περιορισμένες δυνατότητες. Δεν πρέπει λοιπόν να είναι υπερφίαλοι. Με τα λόγια «κατέβηκε (ο Θεός) να δει την πόλη και τον πύργο» ο ι. συγγραφέας επισημαίνει την άπειρη απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που όσο κι αν ανεβαίνει ο άνθρωπος δεν μπορεί να καλύψει (βλ. Σάβα Αγουρίδη, «Μύθος-Ιστορία – Θεολογία», Αθήνα 1988). Ο Θεός θα είναι πάντοτε ο «όλως άλλος» και οντολογικό χάσμα θα υπάρχει πάντοτε μεταξύ κτιστού και ακτίστου, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία. Μόνο μέσω του Ιησού Χριστού μπορεί να πλησιάσει ο άνθρωπος τον Θεό και μέσω τής, δια της Εκκλησίας, αποταμιευμένης Χάριτός Του. Ακόμη, η αφήγηση προσφέρει ερμηνεία για το πώς διαχωρίσθηκαν οι άνθρωποι σε λαούς και έθνη (επειδή δεν καταλάβαιναν πλέον ο ένας τον άλλο) και για το πώς προέκυψαν τόσες γλώσσες πάνω στη γη, αφού εξαρχής στον παράδεισο μιλούσαν την ίδια γλώσσα.
Για το όνομα του Θεού χρησιμοποιείται στην Π.Δ. μεταξύ άλλων και η φράση ‘Ελωχίμ’, που είναι παρμένη από τη χαναανιτική γλώσσα, όπου και προσδιόριζε τους ειδωλολατρικούς θεούς. Αυτό γιατί οι αρχαίοι Εβραίοι αντήλλαξαν τη δική τους γλώσσα, την αραμαϊκή, με την «Χαναανίτιδαν γλώσσαν» (Ησαϊας 19,18), όταν εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη. Η ονομασία Ελωχίμ βρίσκεται στον πληθυντικό αριθμό και παρέμεινε από τους Εβραίους στον πληθυντικό για να δηλώνει ότι ο απόλυτος και μόνος Κύριος Γιαχβέ εμπεριέχει αφενός τη δύναμη όλων των άλλων θεών, αφετέρου δε η υπερβατική του φύση και το μεγαλείο Του εξουσιάζει πάνω από όλους και ρυθμίζει όλη τη δημιουργία ως παγκόσμιος Κύριος (βλ. Στ. Καλαντζάκη, «Ερμηνεία Περικοπών της Παλαιάς Διαθήκης», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1999).
Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως το μήνυμα της Βίβλου είναι πολύπλευρο και υψηλό: Θέλει να μας αφήσει για όλες τις γενιές μέχρι τη συντέλεια του αιώνος την παρακαταθήκη και την αλήθεια πως η ιστορία δημιουργήθηκε από το μηδέν και κατευθύνεται από Έναν, και προσωπικό, Θεό που αγαπά και συντρέχει τον άνθρωπο και την πλάση. Ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε όχι από κάποια κακά πνεύματα (ειδωλολατρική μυθολογία), αλλά από τον καλό και γεμάτο αγάπη Θεό. Ότι ο τελικός προορισμός του ανθρώπου είναι να μοιάσει στο Θεό και να αγιάσει μέσα στη θεία του παρουσία. Ακόμη ότι ο Κύριος είναι παντοδύναμος και ό,τι θέλει και συμφέρει τα πλάσματά του έχει την απόλυτη αυτοεξουσία να το πραγματοποιεί. Ότι η μετάνοια, η ταπείνωση και η δικαιοσύνη είναι ο μόνος δρόμος και τρόπος για να συναντηθεί ο κάθε άνθρωπος είτε σαν άτομο είτε σαν εκκλησιαστική κοινότητα με το Θεό, διότι μόνο έτσι η Χάρη Του θα μας ζωογονεί και θα μπορέσουμε να φθάσουμε ξανά τον αρχικό μας προορισμό, στην θέωση και σωτηρία μας. Τέλος, ότι το χάος και το μηδέν (από το οποίο ανασύρθηκε ο άνθρωπος) απειλούν ανά πάσα στιγμή να καταπιούν το ανθρώπινο γένος, αν απομακρυνθεί από την πηγή της ζωής, τον Τριαδικό Θεό.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
«Ερμηνεία Περικοπών της Παλαιάς Διαθήκης», Στ. Καλαντζάκη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1999
«Ελληνοκεντρικός πολυθεϊσμός ή Ελληνοχριστιανισμός;», Μιχαήλ Χούλη, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Σύρου, Ερμούπολη 2003
«Η Αγία Γραφή», Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας
«Μύθος-Ιστορία – Θεολογία», Σάββα Αγουρίδη, Αθήνα 1988
«Ο Σατανάς», Νικολάου Ματσούκα, εκδ. Πουρναρά, 1999
Εικόνα: Κάιν και Άβελ, από: www.holyscript.in
ΠΗΓΗ