Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Αυγούστου 01, 2013

Η τιμή στα Ιερά Λείψανα

Πιστεύουμε πως το σώμα του ανθρώπου, που προσλαμβάνεται στην Εκκλησία, γίνεται δοχείο της άκτιστης θείας ενέργειας, χριστοφόρο και πνευματοφόρο: «Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστίν;.... η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού, και ουκ έστε εαυτών;... δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α' Κορ. στ' 15-20), «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη. Πιστός ο κάλων υμάς, ος και ποιήσει» (Α' Θεσ. ε' 23-24).
Το ανθρώπινο σώμα εξυψώνεται μέσα στην Εκκλησία και έχει αιώνιο προορισμό. Ο Χριστός θα «μετασχηματίσει», δηλαδή θα μεταμορφώσει το ταπεινό μας σώμα, ώστε να γίνει «σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού», να λάβει την ίδια μορφή προς το ένδοξο σώμα του Κυρίου και αυτό θα γίνει κατα τη δευτέρα παρουσία, «με την ενέργειαν, με την οποία δύναται και να υποτάξει τα πάντα εις τον εαυτόν Του» (Φιλιπ. γ' 21). 

Η δόξα των αγίων λειψάνων αποτελεί προεικόνιση αυτής της νέας, της δοξασμένης κατάστασης του σώματος. Η τιμή που αποδίδεται σ' αυτά στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί ακόμη μαρτυρία της πίστης μας στην καθολική δόξα τού ανθρώπου (Α' Θεσ. ε' 23-24).

Η αγιαστική χάρη εκφράζεται στα ιερά λείψανα με ευωδία, για την οποία κάνει λόγο η Αγία Γραφή (Β' Κορ. β' 15. Πρβλ. Ήσ. ξστ' 14) και επιτελεί θαύματα (Δ/Β' Βασιλ. ιγ' 20-21). Η ίδια χάρη μεταδίδεται στα αντικείμενα, τα όποία έρχονται σε επαφή με το σώμα των αγίων, με αποτέλεσμα τη θαυματουργία (Δ/Β' Βασιλ. β' 8-14. Ματθ. θ' 20-22. Μάρκ. στ' 13. Πράξ. ιθ' 12).

Με βάση την καταγωγή μας από τον Αδάμ βρισκόμαστε σε διάσταση με τη δημιουργία του Θεού (Γέν. γ' 17-19)-όμως ο άνθρωπος της χάριτος του Θεού ακτινοβολεί ειρήνη και μεταδίδει ευλογία, ακόμη και με τη σκιά του (Πράξ. ε' 15-16).

Ο ίδιος ο Θεός λοιπόν τιμά τα λείψανα των άγιων ανθρώπων και τα εμποτίζει με την άκτιστη θεία Του χάρη. Γι' αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει πμή σ' αυτα και τα θέτει κάτω από το ιερό θυσιαστήριο (Έβρ. ιγ' 10), μιμούμενη στο θέμα αυτό το ουράνιο, το αχειροποίητο θυ¬σιαστήριο (Αποκ. στ' 9)• γιατί τα δικά μας θυσιαστήρια, είναι «αντίτυπα των αληθινών», δηλαδή εκείνου του ουράνιου θυ¬σιαστηρίου (Έβρ. θ' 24).

Η πρώτη Εκκλησία τιμούσε τα ιερά λείψανα. Το Μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου († 156) μάς πληροφορεί πως θεωρούνταν «τιμιώτερα λίθων πολυτελών και δοκιμώτερα υπέρ χρυσίον» (Μαρτ. Πολυκ.18).

Οι πιστοί συναθροίζονταν στους Τάφους των μαρτύρων, για να τελέσουν τη θεία ευχαριστία και να γιορτάσουν τη μνήμη των αγίων. Αυτό μεταδόθηκε στη μετέπειτα εποχή, δεν υπάρχει μαρτυρία που να μας πληροφορεί πως η τιμή των αγίων λειψάνων δεν ήταν καθολικά αποδεκτή.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390) υπογραμμίζει τα πολλά θαύματα που γίνονταν με τα τίμια λείψανα του αγίου Κυπριανού, «όταν υπάρχη η πίστις», λέγει και προσθέτει πως αυτό το γνωρίζουν «όσοι έλαβαν πείραν και έχουν μεταδώσει το θαύμα και εις ημάς και θα το παραδώσουν και εις το μέλλον» (Λόγος κδ' 18, εις τον άγιον Κυπρ.).

Στον πρώτο στηλιτευπκό του λόγο κατά του Ιουλιανού ο Γρηγόριος αναφέρει για τους αγίους: «αυτών είναι αι μεγάλοι τιμαί και πανηγύρεις. Από αυτούς οι δαίμονες φυγαδεύονται και αι νόσοι θεραπεύονται... αυτών τα σώματα μόνα έχουν την ιδίαν δύναμιν με τας αγίας ψυχάς των, είτε εφαπτόμενα είτε τιμώμενα. Αυτών και αι ρανίδες μόνο αίματος και μικρά αντικείμενα του πάθους των ενεργούν όσα και τα σώματα» (Γρηγ. Θεολ., Λόγος δ' 69).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει ότι ακόμη και ο αυτοκράτορας, «ο την αλουργίδα περικείμενος» σπεύδει να προσκυνήσει τους τάφους των αγίων και «έστηκε δεόμενος των άγιων», δηλαδή προσεύχεται στους αγίους «ώστε αυτού προστήναι παρά τω Θεώ», για να σταθούν υπέρ αυτού ενώπιον του Θεού (Χρυσ, Ύπόμν. εις Β' Κορ., Λόγ. κστ' 5).
Ο ίδιος άγιος, εκφράζοντας την πίστη της Εκκλησίας προτρέπει: «επιχωρίαζε σηκοίς μαρτύρων, όπου σώματος υγεία και ψυχής ωφέλεια», δηλαδή να επισκέπτεσαι τους ναούς των μαρτύρων, όπου θα βρεις την υγεία του σώματος και την ωφέλεια της ψυχής (Χρυσ, Ύπόμν. Εις Ματθ., Λόγ. λζ' 7). Σε άλλη ομιλία προτρέπει τους χριστιανούς να πηγαίνουν «εις ευκτήριους οίκους, και προς Τας των άγιων μαρτύρων θήκας», δηλαδή στους οίκους της προσευχής και στις λειψανοθήκες των αγίων, «ώστε αφού λάβωμε την ευλογία των, να καταστήσωμε τους εαυτούς μας ακαταβλητους εις τας παγίδας του διαβόλου» (Εις Γεν., Όμιλ. ιε' 6). «τα οστά των αγίων υποτάσσουν δαίμονας και βασανίζουν, και ελευθερώνουν όσους έχουν δεθεί από τα πικρότατα εκείνα δεσμά» (Χρυσ. Ύπόμν. Εις Β' Κορ.. Λόγ. κστ' 5).
Σύμφωνα με την πίστη της πρώτης Εκκλησίας η θεία χάρη μεταδίδεται σε καθετί που βρίσκεται σε επαφή με τους αγίους. «Ακόμη και τα ενδύματσ των άγιων είναι σεβαστα σε όλη την κτίση», αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και μνημονεύει τη μηλωτή του Ηλία (Δ/Β' Βασιλ. β' 8-14), τα υποδήματα των τριών παίδων, που κατανίκησαν τη φωτιά (Δαν. γ' 27-28), τη ράβδο του Μωϋση που έκανε τόσα θαύματα, τα ενδύματα του Παύλου (Πράξ. ιθ' 11-12), τη σκιά του Πέτρου (Πράξ. ε 12-J6) κ.ά (Χρυσ., Πρός τους ανδριάντας όμιλ. η' 2).
Ο άγιος Βασίλειος μας πληροφορεί πως το τίμιο λείψανο της αγίας Ιουλίττας αγιάζει την πόλη και όσους προσέρχονται στον ναό, «η δε γη, η όποια με την εκδημία της μακάριας εδέχθη τας ευλογίας, ανέβλυσεν από τα σπλάγχνα της άγιασμα» που είναι «εις τους υγιείς φυλακτήριον και χορηγία τέρψεως» και στους άρρωστους «παρηγοριά» (Μ. Βασ., όμιλ. 2 είς την μάρτ. Ίουλ. 2).
Στην Όρθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Άγια λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια, όπως αναφέραμε και στην περίπτωση των αγίων (σ. 48-50), δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς».



 πηγή

Νηστεία του Δεκαπενταύγουστου




Νηστεύουμε για τον Χριστό.
Κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία Του.
Νηστεύουμε χωρίς να απολογούμαστε.
Δεν το κάνουμε για να χάσουμε κιλά
Δεν το κάνουμε για το "καλό της υγείας μας"
Αλλά για το καλό της ψυχής μας.
Νηστεύουμε γιατί το πρότυπο μας είναι ο Χριστός και οι Άγιοι μας.
Υπήρξε Άγιος που δεν νήστεψε;
Υπήρξε κάποιος που δεν ωφελήθηκε με τη νηστεία;
Η νηστεία δεν είναι μόνο αποχή από την τροφή.
Είναι αποχή από τα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Νηστεία είναι ένας συνδυασμός τροφής-ελεημοσύνης-προσευχής.
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι εκείνο που του γέμιζε την καρδιά ήταν όταν παράλληλα με την νηστεία του έκανε ελεημοσύνες για να γλυκάνει τον πόνο των δυστυχισμένων υπάρξεων της επαρχίας του.
Για σκεφτείτε πόσο όμορφη εικόνα...
Να ένα ωραίο παράδειγμα:
Είναι μέρα νηστείας και πεινάς.
Πόσο κάνει ένα σουβλάκι;
2ευρώ;
Μην το φας και δώσε τα 2ευρώ στον πρώτο που σου ζητάει,
 στον πρώτο δυστυχισμένο, που θα δεις μπροστά σου.
Χαμογέλασε του και πες του ένα καλό λόγο.
Βάλτον στην προσευχή σου:
"Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς και τον κόσμο σου".
Κάντο με την καρδιά σου και δες τα αποτελέσματα...

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ (1) π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ




῾᾽Απολαύοντες, πάναγνε, τῶν σῶν δωρημάτων εὐχαριστήριον ἀναμέλπομεν ἐφύμνιον, οἱ γινώσκοντές σε Θεομήτορα᾽
(᾽Απολαμβάνουμε, πάναγνη Παναγία, αὐτά πού μᾶς δίνεις ὡς δωρεές, γι᾽ αὐτό καί σοῦ ἀναπέμπουμε εὐχαριστήριο ὕμνο, ἐμεῖς πού σέ γνωρίζουμε ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ).

Ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής τοῦ μικροῦ παρακλητικοῦ κανόνα, εἴτε εἶναι κατά τήν παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὁ μοναχός Θεοστήρικτος εἴτε ὁ ἅγιος Θεοφάνης, δίνει τό στίγμα τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου  πού στέκεται παρακλητικά ἔναντι τῆς Θεοτόκου: πρόκειται γιά τόν ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος εἶναι μέλος τῆς ἁγίας ᾽Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἀποδέχεται τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων της καί εὑρίσκεται ἔτσι σέ εὐθεῖα σχέση πρός τούς Πατέρες αὐτῆς καί τούς ἁγίους ᾽Αποστόλους. Καί τό λέμε αὐτό, γιατί κανείς χωρίς νά εἶναι μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει στό πρόσωπο τῆς Παναγίας τήν Μητέρα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τήν Θεομήτορα καί Θεοτόκο Μαρία, σύμφωνα μέ τόν ὅρο τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ᾽Απαιτεῖται μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἱκανώνει τόν πιστό νά δεῖ στό πάντιμο πρόσωπό της ὄχι μία ἁπλή γυναίκα, ὅπως λένε διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά τήν ἴδια τήν Μάνα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Κι εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς Παναγίας ὡς Θεομήτορος ὁμολογία στήν πραγματικότητα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου.

Καί τί λέει ὁ ὑμνογράφος μετά τήν ὁμολογία αὐτή; Σοῦ τραγουδᾶμε, Παναγία, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί εὐχαριστήριο ὕμνο: ῾εὐχαριστήριον ἀναμέλπομεν ἐφύμνιον᾽. Παράκληση φτιάχνει ὁ ποιητής καί τοῦ βγαίνει εὐχαριστία. Δέν κάνει λάθος. Εἶναι γνήσιος πιστός καί ξέρει ὅτι τότε μία παράκληση εἶναι γνήσια καί ἀληθινή, ὅταν σ᾽ αὐτήν συνυπάρχει καί τό στοιχεῖο τῆς εὐχαριστίας. Διότι πιστεύει ὅτι ἀπευθύνεται σέ ᾽Εκείνην πού ἔχει τήν δύναμη νά μεσιτεύσει στόν Κύριο καί νά τοῦ δώσει Αὐτός τό αἴτημα τῆς καρδιᾶς του πρός χάρη Της. ῾Πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου᾽. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι στόν συγκεκριμένο ὕμνο, ὅπως καί σέ πολλούς ἀντίστοιχους ἄλλους βεβαίως καί τῶν δύο Παρακλήσεων, ἔχουμε τήν καθολική θεώρηση τοῦ κάθε παρακλητικοῦ κανόνα πρός τήν Παναγία: δέν εἶναι μόνο παράκληση, ἀλλά καί εὐχαριστία πρός Αὐτήν. Αὐτή εἶναι ἡ διπλή διάσταση κάθε ἱκετευτικῆς ἀναφορᾶς πρός τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου: Τήν παρακαλοῦμε καί Τήν εὐχαριστοῦμε. Γι᾽ αὐτό καί εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν προσφορά καί τήν δωρεά τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντί μας:  βρισκόμαστε στήν θέση τοῦ λεπροῦ πού μετά τήν θεραπεία του ἀπό τόν Κύριο ἐπαινέθηκε ἀπό Αὐτόν γιά τήν στάση τῆς εὐχαριστίας του καί σώθηκε. ῾Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δέ ἐννέα ποῦ;᾽

Κι ὁ ὑμνογράφος κινεῖται πάνω σ᾽ αὐτό ἐμπειρικά: ἡ ἴδια ἡ ζωή του, ὅπως καί τῶν ἄλλων πιστῶν, ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῶν δωρεῶν τῆς Παναγίας γιά ὅ,τι ζήτησε εἴτε σέ σωματικό πειρασμό εἴτε σέ ψυχικό. Σέ εὐχαριστοῦμε, Παναγία, γιατί ἀπολαμβάνουμε τίς δωρεές σου. ῾᾽Απολαύοντες, πάναγνε, τῶν σῶν δωρημάτων᾽. ῾Ο ὑμνογράφος ἔρχεται νά βεβαιώσει αὐτό πού ζεῖ πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία μας: ἡ Παναγία εἶναι ζωντανή, μᾶς ἀκούει, μᾶς πονᾶ, ἐπεμβαίνει στήν ζωή μας, μᾶς καθοδηγεῖ. ῞Ο,τι ἡ ἴδια εἶπε κατά τήν Κοίμησή της γίνεται ἁπτή πραγματικότητα στήν ζωή τοῦ κάθε πιστοῦ: δέν μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει καί εἶναι συνεχῶς μαζί μας. ῾᾽Εν τῇ Κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε᾽. ῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.

Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις - Φώτης Κόντογλου




«Ἐσένα πού εἶσαι ζωντανή κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἄς μή σέ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλά χείλια πιστά ἄς ψάλλουνε δίχως νά σωπάσουνε τή φωνή τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδός θέλει νά πεῖ τή φωνή τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, πού εἶπε «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί») κι ἄς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

(«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων· χείλη δέ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνήν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή»)

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού ἔπρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά ποῦμε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρῖον, Παρθένε». «Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μέ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καί πέσανε ἀπάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπᾶνε μέ τίς φαρμακερές σαΐτες τους. Ἄμποτε, Παναγία μου, νά σέ βρῶ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις ἀπό τά βάσανα».

Μά ποιός ἀπό μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπό τήν Παναγία, ἀπό τό Χριστό κι’ ἀπό τούς ἁγίους; Γυρεύουμε βοήθεια ἀπό τό κάθε τί, παρεκτός ἀπό τό Θεό. Ἀλλά τί βοήθεια μποροῦνε νά δώσουνε στόν ἄνθρωπο τά εἴδωλα τά λεγόμενα «ἐπιστήμη» καί «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ ἀναχωρητής λέγει: «Σ’ ὅλους τοὺς δρόμους πού πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σέ τοῦτον τόν κόσμο δέ βρίσκουν σέ κανένα τήν εἰρήνη, ὥς πού νά σιμώσουμε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονο, οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δέν ἔχει τήν πίστη μέσα στήν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. Γι’ αὐτό κι’ ὁ ὑμνογράφος πού εἴπαμε, λέγει στήν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, καί τήν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ». «Ὅλα, λέγει τά δοκίμασα, μά κανένα πράγμα δέ μπόρεσε νὰ μέ ξαλαφρώσει. Γιά τοῦτο φωνάζω ἐσένα μέ θρῆνο πικρό, καί λέγω: Πρόφτασε καί δῶσε τή βοήθειά σου σέ μένα τόν ταπεινό κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καρφώθηκε ἀπάνω στό ξύλο· κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοῦτον τόν κόσμο. Γι’ αὐτό καταφεύγουμε σέ κείνη πού τήν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα»,«Ὀξεία ἀντίληψη»,«Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καί χίλια ἄλλα ὀνόματα, πού δέν βγήκανε ἔτσι ἁπλά ἀπό τά στόματα, ἀλλά ἀπό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε. 

Μονάχα στήν Ἑλλάδα προσκυνεῖται ἡ Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο δηλ. μέ δάκρυα μέ πόνο καί μέ ταπεινή ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπό κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπό τούτη τήν αἰτία τό ἔθνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω ἀπό ὅλα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο. 

Σέ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τήν Παναγία μέ τραγούδια κοσμικά, σάν νἆναι καμιά φιληνάδα τους, μά ἐμεῖς τήν ὑμνολογοῦμε μέ κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μά μέ συστολή, μέ ἀγάπη μά καί μέ σέβας, σάν μητέρα μας μά καί σάν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας νά τή δεῖ τί ἔχει μέσα καί νά μᾶς συμπονέσει. 

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρά τῆς Ὀρθοδοξίας, «τό χαροποιόν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμός ὁ γλυκερός τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡ δωδεκάτειχος πόλις». Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολᾶ ἀπό λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στήν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική:«Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ᾖς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν». 

Ἀπορεῖς τί νά πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτή τήν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πώς ὁ ἀγέρας, τά βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τά χωριά οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματική ἀπ’ αὐτό «τό χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτή «τήν μανναδόχον στάμνον» πού ἔχει μέσα «μύρον τό ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μέ τ’ ὄνομά της, τά βουνά μας, οἱ κάμποι, τά νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπό τά ξωκλήσια της, τά καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στή μάσκα καί στήν πρύμνη τό γλυκύτατο τ’ ὄνομά της. Ἀληθινά στήν Ἑλλάδα μας «ἐπί Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «γιά Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση». Στή κοίμησή σου, θαρρεῖς πώς ἡ χαρά γίνηκε πιό μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σέ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντί νά ἀποσκιάσει καί πλημμύρησε τίς καρδιές μας.

Τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στά κουρασμένα πρόσωπά μας, τά δέντρα σάν νά γενήκανε πιό χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σάν νά ἀρμενίζει πιό δροσερό μέσα στό πέλαγο καί ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπό χαρά μεγάλη, τό κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται.. Ὤ! Τί θάνατος λοιπόν εἶναι αὐτός, πού γέμισε τήν οἰκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τῆς ἀθανασίας! Καί καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδός: «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τάς ψυχᾶς ἡμῶν». Ἀληθινά λέγει καί σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».

Ἀλλά τό ξαναλέγω. Τί νά πεῖ κανένας πρῶτα καί τί ὕστερα, ἀπό τά τόσα πνευματικά ὑμνολογήματα πού προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιές στήν Παναγία, στό «Ρόδον τό ἀμάραντον», πού μοσκοβόλησε καί ἁγίασε τήν καταβασανισμένη τήν Ἑλλάδα! Τήν ὑμνολογήσανε μέ τά λόγια, μέ τήν ψαλμωδία, μέ τή ζωγραφική, μέ τό σκαλισμένο ξύλο, μέ τ’ ἀσήμι, μέ τό μάλαμα, μέ τό κηρομάστιχο, μέ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμένο πράγμα πού μπορεῖ νά χρησιμέψει στόν ἄνθρωπο γιά νὰ μπορέσει νά δείξει τήν ἀγάπη του, τό σέβας του, τή χαρά του, τήν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνό αἴσθημα ἔχει μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τό νά πιάσει κανένας νά τά ἱστορήσει καταλεπτῶς, θά ἤτανε σάν νὰ ’θελε νά μετρήσει τήν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιά τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστά λουλούδια ἀπό τῆς ὑμνωδίας τό ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς»

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἄς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπό τίς Καταβασίες τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου «Ἀνοίξω τό στόμα μου», πού εἶναι τό βυζαντινότατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλά ἐκείνη τήν ἐξαίσια γ’ ὠδή πού λέγει: «Τούς σούς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καί ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καί ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τούς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, πού συγκροτήσανε ἕναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσύ πού εἶσαι ζωντανή ὡς ἄφθονη πηγή. Καί μέ τή θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νά φορέσουν τῆς δόξας τά στέφανα»· ἡ θ’. ὠδή πού λέγει: «Ἅπας γηγενής σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος πανηγυριζέτω δέ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τά ἱερά θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καί βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.» 

Ἐκεῖνα τά πανηγυρικά αὐτόμελα πού ψέλνουνε στόν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μέ μέλος θριαμβευτικό καί μέ πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιός χριστιανός Πίνδαρος τά σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καί κλῖμαξ πρός oυραvόv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τό ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τόν Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τό μέγα ἔλεος.» 

Ποταμός μέγας καί βουερός ἀναβρύζει καί μᾶς δροσίζει, καί πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές καί διψασμένες! Κοίταξε πάθος καί μεράκι πού ξεχειλίζει ἀπό καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντί νά κλάψει γιά τήν Παναγία πού εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στήν κλίνη της, τυλιγμένη μέ τό μαφόρι της μέ κλεισμένα τά μάτια της πού δίνανε παρηγοριά στήν ἀνθρωπότητα, μέ σταυρωμένα τά ἄχραντα χέρια της, πού βαστάξανε τό Χριστό καί τόν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σάν τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀντίς λέγω νά κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς κείτεται στό μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μέ δάκρυα στά μάτια, πλήν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανή, πού ἔχεις θησαυρισμένο τό ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου.» Κ’ ὕστερα στρέφει στούς χριστιανούς πού εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία καί τούς λέγει μέ τόν ἴδιο πνευματικό οἶστρο. «Ἄς κράξουμε ὅλοι μαζί στήν Παναγία, ἔχοντας γιά πρωτοψάλτη τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, πού τή χαιρέτισε μέ τά ἴδια λόγια κατά τή χαρούμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἄς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, πού δωρίζει στόν κόσμο μέ ἐσένα, τό μέγα ἔλεος». 

Θάνατος δέν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καί ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη πού ἔχει ἀπιθωμένο πάνω της τόν ἄρτο τῆς ζωῆς καί τό κρασί τῆς ἀθανασίας, καί πίνουνε οἱ χριστιανοί καί μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καί δέν βρίσκονται πιά μπροστά σ’ ἕνα λείψανο πού τό κηδεύουνε, ἀλλά βρίσκονται στή Ναζαρέτ, στό σπίτι τό χαρούμενο καί τό μοσκοβολημένο ἀπό τήν παρθενική εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε πού ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατά κείνη τήν ἡμέρα πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καί κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σά νὰ ’ναι ἀθάνατοι, μαζί μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!» Ἡ Κοίμηση γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σέ χαρά!

Ναί, Δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά, παρά μονάχα στό Χριστό κι’ αὐτή ἡ χαρά εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πού ἔχει τή ρίζα του στόν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρές εἶναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα.

Τά μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπό τά δάκρυα τώρα πού γράφω αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ μας. Αὐτά τά λίγα λόγια τά φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στήν καρδιά της καί μ’ αὐτά κλαίει καί μ’ αὐτά χαίρεται. Αὐτά τά λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μεταλλαχτήκανε σέ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καί βγήκανε ἀπό τίς καιόμενες καρδιές τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί εὐωδιάσανε τόν κόσμο. Ἀπό τόν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπό τόν ἄλλον εἰκονίσματα, σέ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σέ ἄλλον ψαλμός, σέ ἄλλον ἐκκλησιά μέ κουμπέδες καί μέ ἁγιατράπεζα, σέ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καί βουβή κατάνυξη. Αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ σταθήκανε πηγή καί ἔμπνευση καί γιά τό θρηνητικό ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νά πῶ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σέ ὅσα ἔγραψε γιά τό «Χαροποιόν πένθος»: «Ὅποιος κλαίει, λέγει αὐτός ὁ ἅγιος, καί πικραίνεται γιά τό Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νά δεῖ στή ψυχή του τήν οὐράνια καί θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτή ἡ οὐράνια παρηγοριά εἶναι κάποια ἀνακούφιση καί θεϊκή ἀλάφρωση, πού παρηγορά τήν πονεμένη καί πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπό τό Θεό μέ τίς ἁμαρτίες της. Καί τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τά πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, πού εἶναι καταφαρμακωμένη, σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή. 

Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτή τή λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τό ἅγιο καί θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, πού γυρεύει μέ μεγάλη θέρμη τό Θεό ὅπου τόν ἐπιθυμᾶ πάντα της. 

Κράτα λοιπόν καλά τή χαριτωμένη καί τήν ἥμερη καί τήν ἅγια λύπη, πού κάνει τή ψυχή σου νά θλίβεται ἀντάμα καί νά χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλά τήν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ζεσταίνουμε καί θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο πού λέγεται κλάψιμο καί λύπη, καί πού φαίνεται πολύ πικρό κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καί σμιγμένη τή χαρά, καί τήν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τό κερί μέ τό μέλι στήν μελόπιτα. Καί σέρνει ἐκείνους πού τήν ἀξιωθήκανε μέ πόθο μεγάλο καί μέ πολλήν ἀγάπη, καί φοβοῦνται νά μήν τήν χάσουνε, καί τήν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβά πετράδια καί τ’ ἀσημοχρύσαφα. Εἶναι μία ἤμερη χαρά κ’ ἕνα θεϊκό χάρισμα. μέ τό ὁποῖο στολίζει ὁ Θεός τούς φίλους του, καί κάνει νά ἔχουνε μίαν ἀληθινή χαρά καί ὄρεξη γιά τό Θεό, ποὺ ’ναι συντροφιασμένη μέ κάποια θεραπευτική λύπη ὅπου δέν ἔχει μέσα της καμιά σαρκική ἀγάπη, παρά μονάχα μιὰ παρηγοριά ἀγγελική καί οὐράνια. Μέ τήν ὁποία παρηγορά ὁ Θεός κρυφά ἐκείνους πού συντρίβουνε μέ πόνο καί μέ ταπείνωση τήν καρδιά τους.» 

Ἄμποτε νά τήν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μέ τή χάρη τῆς Παναγίας πού γιορτάζουμε. Ἀμήν.
πηγή

Ἡ Παναγία Μητέρα μας - Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής




[Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ᾿Ιωσὴφ τοῦ ῾Ησυχαστοῦ, γραμμένης ἀπὸ τὰ σπήλαια τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸ ἔτος 1947 πρὸς Μοναχική Αδελφότητα στὸ ὁποῖο μὲ εκπληκτική χάρη καὶ τόλμη εἰσδύει στὰ βάθη καὶ πετᾶ στὰ ὕψη τῆς γνωστῆς εἰς αὐτὸν πνευματικῆς πραγματικότητος, γιὰ νὰ μᾶς μυήση στὰ «μυστήρια τοῦ Θεοῦ» καὶ μάλιστα στὸν τρόπο «συγγενείας» μας μὲ τὴν Παναγία Μητέρα μας.]


«... Ἀκούσατέ μου, λοιπόν, ἐνωτίσασθέ μου τούς λόγους, ὅτι μέλλω εἰπεῖν εἰς ὑμᾶς ὄντως φοβερόν καὶ ἀπόκρυφον καί τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ τό μέγα Μυστήριον. Οὐ φθονῶ τήν ὠφέλειαν, οὐ κρύπτω ὅ οἶδα ὡς ὁ κρύψας τό τάλαντον, οὐ δειλιῶ τάς ἀπειλὰς τῶν δαιμόνων ὅπου ὠρύονται κατ' ἐμοῦ ἐμφανίζοντος τοιαῦτα μυστήρια, ἀλλ' ἐλπίζω εἰς τάς εὐχάς σας.

Ἐλᾶτε λοιπόν πᾶσαι ὅμου κατά τάξιν καθάρατε στόματα δι’ ἀληθείας, ἁγνίσατε σώματα διά νηστείας καί ἁγιάσατε πνεύματα διά προσευχῆς- γίνετε νήπια σώματα καὶ ἡγεμονικά πνεύματα- πτεροφυήσατε καὶ ἀπό σκώληκες γίνετε πεταλοῦδες- μηδέν γήινον ἀφήσετε εἰς τόν νοῦν σας- πετάσθητε πλησίον μου, κἀγὼ ὑμῶν προπορεύομαι- μέλλει γάρ νά διέλθωμεν τόν αἰθέρα! Μή φοβῆσθε ποσῶς, κἀγὼ πολλάκις ἀνῆλθον καὶ γινώσκω τόν δρόμον. Ἀκολουθῆτε λοιπόν δορκάδες τοῦ Ἰησοῦ μοῦ κατόπιν ἡ μία τήν ἄλλην- ἀφήσατε τόν νοῦν σας ἐλεύθερον νά φαντασθῆ τά οὐράνια καί ἰδού μᾶς ἀνοίγεται ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου!...

Ἔνθεν κἀκεῖθεν οἱ Ἄγγελοι παραστέκονται, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ- Ἑξαπτέρυγα περιΐπτανται δεξιά καὶ ἀριστερά- ἀδαμάντινα τείχη- μυρίπνοα ἄνθη χρυσοφαῆ εὐωδιάζουν τά πέριξ, ἔνθα στρουθία διάφορα μυριόχρωμα μελιρίζουν διάφορα τερερίσματα καί τόν νοῦν μας ἀπό θεωρίας εἰς θεωρίαν ἀνάγουν-τό ἔδαφος ὡσεὶ χιὼν λευκόν καί μέσον αὐτοῦ τῆς Ἀνάσσης ἡμῶν καί Πανάχραντου Μητρός τό μέγα Παλάτιον....

Τρεχάτε, λοιπόν, διότι ἐμᾶς περιμένει ἡ γλυκειά μας Μανούλα! Μή προσέχετε εἰς τούς Ἀγγέλους, διότι γέγραπται μήτε οἱ Ἄγγελοι νά μᾶς χωρίσουν ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ...

Καὶ ἰδού, ὁ καλός θυρωρός μᾶς ἀνοίγει, ὁ πυρίμορφος Ἄγγελος καὶ ἡ γλυκειά μας Μανούλα, ὡσεὶ χιὼν λευκή, ἐγείρεται καὶ μᾶς κάμνει ὑποδοχήν!...

Ὦ γλυκειά μας Μανούλα, ὦ φῶς τῆς ψυχῆς μας, ὦ ἀγάπη ἀνόθευτος, ὦ ζωή τῆς ψυχῆς μας! Μέ τό ὄνομά Σου στό στόμα νά ξεψυχίσωμε, μέ ἕνα γλυκύτατον φίλημα νά μᾶς παραλάβης καί εἰς τούς κόλπους Σου νά ὑποδεχθῆς! Ὦ μάννα, μέλι καὶ νέκταρ γλυκύτατον, ὦ εὐωδία καὶ μυρίπνοον ἄρωμα!...

Πέσατε, λοιπόν, χάμω καί ἀσπασθῆτε τήν γλυκειά μας Μανούλα -πόδας, χείρα καὶ στόμα- καὶ λάβετε εὐωδίαν ἄρρητον ἀπό Ἁγίαν Παρθένον! Μή διστάζετε, ὅτι Αὐτὴ μόνη τόν τρόπον μοί ἐδίδαξε καὶ τήν παρρησίαν καὶ ἄγαπην μοὶ ἔδειξε καὶ μοῦ ἔδωσε!...

Φράσον εἰς ἡμᾶς, γλυκειά μας Μανούλα, τό μυστήριον τῆς ἀπορρήτου οἰκονομίας Σου καί τῆς μετά Σοῦ καὶ ἡμῶν συγγενείας. Ἐσύ, Μανούλα γλυκυτάτη, ὅπου βαστάζεις διά παντός τό γλυκύτατον Βρέφος στήν ἀγκαλιά Σου -Ἐκεῖνο ὅπου βαστάζει τά πάντα διά τοῦ νεύματος, τό Μικρουλάκι δι’ ἡμᾶς ἐν χρόνῳ καὶ Ἄχρονον καὶ Παλαιόν Ἡμερῶν- εἶπε εἰς ἡμᾶς μέ τό μυρίπνοον στοματάκι Σου αὐτά, ὅπου οὐ δύνανται Ἄγγελοι παρακύψαι, τά ὁποῖα ἡμεῖς ἠξιώθημεν!...

Καὶ ἀκούσατε, ἀδελφές μου ἠγαπημένες, καὶ πάλιν: ὁπόταν τελῆται ἡ Θεία Μυσταγωγία, δίδει ἡ γλυκειά μας Μανούλα τό Βρέφος, καί θύεται δι’ ἡμᾶς καὶ ὁπόταν ἡμεῖς κοινωνοῦμεν ἀξίως διά προηγησαμένης νηστείας, διά προαιρετικῆς ἀγρυπνίας, διά κατανυκτικῆς προσευχῆς, ἐσθίομεν τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό Αἷμα αὐτό ποὺ ἔλαβεν ἀπό τό Πανάχραντον Αἷμα τῆς Παναγίας. Ἐπίσης, τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἐσθίοντες, θηλάζομεν συνεχῶς τό γάλα τῆς Παναγίας, ὁπότε τί γίνεται εἰς ἡμᾶς; Γινόμεθα γνήσια τέκνα τῆς Παναγίας καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί κατά χάριν υἱοὶ καί τέκνα Θεοῦ. Καί ὁπόταν ἡμεῖς τόν Χριστόν περιέχομεν ἀπορρήτως εἰς τήν ψυχήν καὶ εἰς τό σῶμα, ἀνουσίως (ὄχι κατ' οὐσίαν, ἀλλὰ κατά χάριν) - ἐπειδή εἶναι σύν Πατρὶ ἀδιαίρετος - καί τόν Πατέρα συνέχομεν ὁμοῦ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπερφυεστάτη συγγένεια ὅπου ἀπό τήν Παναγία καί γλυκειά μας Μανούλα ἐλάβομεν!

Βλέπετε ὁποίας δωρεὰς μᾶς ἠξίωσε ἡ γλυκειά μας Μανούλα; Βλέπετε πόσον χρεωστοῦμεν νά ἀγαπῶμεν Αὐτήν; Δι’ αὐτό πρέπει ἀδιαλείπτως ὡς βρέφη νά προσεγγίξωμεν καί συχνά τόν θεῖον μαστόν Της νά λαμβάνωμεν νά θηλάζωμεν ὡς ἄκακα τέκνα της. Εἰς κάθε φορὰν ὅπου μέλλει νά κοινωνήσωμεν, νοερῶς νά λαμβάνωμεν τόν μαστόν νά θηλάζωμεν καί ὁ γλυκύς Ἰησοῦς ὁ μικρούλης εἰς τήν ἀγκάλήν Της, ὑποχωρεῖ καί μᾶς δίδει τήν ἄδειαν- δέν ζηλοτυπεῖ εἰς τήν ἄφθονον διανομήν τῆς Μανούλας Του, ἀλλὰ χαίρεται καὶ μᾶς προσκαλεῖ: Τυλιχθῆτε ὡς βρέφη εἰς τό φόρεμα τῆς Μανούλας μας καί πληρωθῆτε ἁγνείας ἀπό θεῖον σῶμα παρθενικόν- εὐωδιάσατε ἀπ' Αὐτήν! Δέν εἶδα ἐγὼ ἄλλον τι ὅπου τόσον νά ἀρέση ἡ Παναγία ὡς τήν ἁγνείαν, καὶ ὅποιος θέλει νά ἀπόκτηση τήν πολλήν Της ἀγάπην, ἄς φροντίζη νά καθαρεύη καί διαρκῶς θά τόν περιθάλπη στούς κόλπους Της καί κάθε οὐράνιον θά τοῦ δίδη...».

πηγή

 

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν - Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός


 



Τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶναι μία περίοδος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφει τά μάτια μὲ βαθειὰ κατάνυξη πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, σημαίνουν οἱ καμπάνες τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν πᾶνε νὰ ψάλλουν τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα.

Ἀνάλογη κατάνυξη ἔχει βέβαια καὶ ἡ περίοδος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ ἐνῶ στοὺς Χαιρετισμοὺς κυριαρχεῖ ὁ ὑμνολογικὸς τόνος, ἡ θριαμβικὴ δοξολόγηση τῶν ἀπείρων χαρίτων τῆς «Μητρὸς τοῦ Θεοῦ γενομένης», στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα τοῦ Δεκαπενταύγουστου κυρίαρχος τόνος εἶναι τὸ πένθος καὶ ἡ ὀδύνη τῆς βαρυαλγούσης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ ποὺ ζητᾷ παράκληση καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴν Παναγία.

Ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει πιστὸς ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε μὲ συντριβὴ τοὺς σπαραχτικοὺς στίχους τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν «νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή». Ὅμως ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ὀδύνη ἀπογνώσεως, ποὺ συνήθως ὁδήγει στὴν ἀπιστία καὶ στὴν ἀποστασία. Ἡ ὀδύνη τοῦ κατὰ Θεὸν δεινοπαθοῦντος ἀνθρώπου εἶναι ὀδύνη ἐπιγνώσεως, καὶ γίνεται καθαρμὸς καὶ ἀναβαθμός. Γιατί, ἐνῷ τὸν θλίβει καὶ τὸν πληγώνει, δὲν τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄλλα τὸν ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αὐτὸ ἡ ὀδύνη κορυφώνεται μὲν ἀλλὰ καὶ συγχρόνως καταπαύει στὴν ἀκόλουθη μορφὴ ἱκεσίας: «Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος».

Ἀκούοντας κανεὶς ἐπιπόλαια τὶς στροφὲς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι κάποιος ἀνώνυμος ὑμνογράφος διατραγῳδεῖ κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς δεινοπαθήματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Γιατί πράγματι δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν ἔζησε κατ' ἐπανάληψη, «τῶν παθῶν του τὸν τάραχον» ἤ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ποτὲ «πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς».

Διαβάζοντας ὅμως προσεκτικότερα καὶ ἐμβαθύνοντας περισσότερο σ' αὐτὰ τὰ ἱερὰ στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ περιγραφὴ καὶ ἐξιστόρηση τῶν ἐν γένει περιπετειῶν τοῦ ἀνθρώπου στὸν καθημερινὸ ἀγώνα τῆς τελειώσεώς του. Πρόκειται γιὰ σπαρακτικὲς κραυγὲς «ἐκ τοῦ φυσικοῦ», γιὰ ὀδύνη καὶ πόνο ποὺ μᾶς ἔρχεται «ἀπὸ πρῶτο χέρι».

Ἑπομένως ἔχομε νὰ κάνωμε μὲ τελείως προσωπικὸ δρᾶμα ποὺ βιώθηκε ἀπὸ πρόσωπο ἱστορικὸ καὶ ἐπώνυμο κάτω ἀπὸ συνθῆκες πραγματικὲς καὶ συγκεκριμένες. Πόσοι ἄραγε ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστούς μας ποὺ ψάλλουν κάθε τόσο τὴν παράκληση γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο αὐτό;

Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος νὰ εἶναι κάποια εὐαίσθητη γυναικεία ὕπαρξη σάν τὴν Κασσιανή ἤ κάποιος ὑπέργηρος Μοναχός τῆς ἐρήμου. Κι ὅμως μήτε τὸ ἕνα μήτε τὸ ἄλλο. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ δακρύβρεκτου ὑμνολογικοῦ κειμένου ἦταν ἕνας ἄνδρας στὴν πλήρη ἀκμή του, καὶ μάλιστα ἐστεμμένος.

Ἦταν ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας, Θεόδωρος Β' ὁ Λάσκαρις (1222-1258), ποὺ λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του ἔκαρη Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους του, ἦταν ἰδιαίτερα λεπτὸς καὶ εὐγενικὸς ἄνθρωπος, εἶχε δὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσει σπουδαία μόρφωση γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἔζησε ὅμως σὲ πολὺ δύσκολους καιρούς. Οἱ Φράγκοι εἶχαν πάρει τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Βούλγαροι καὶ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καταλλήλως, οἱ δὲ Μουσουλμάνοι στὴν Μικρὰ Ἀσία ἦταν μία ἄμεση καὶ μόνιμη ἀπειλή.

Ἔχοντας φύση καλλιτεχνικὴ ὁ τραγικὸς αὐτὸς Αὐτοκράτορας, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ τέτοιες σκληρὲς εὐθύνες χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του. Γι' αὐτὸ πέθανε σὲ ἡλικία μόλις 36 ἐτῶν.

Ἡ ζωὴ του χαρακτηριζόταν ἀπὸ πολλὲς ἀντινομίες, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια πρωτοφανεῖς μήτε στὰ Βυζαντινὰ Ἀνάκτορα μήτε στὴν ἐν γένει ἀνώτερη γύρω τους κοινωνία. Ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς στάθηκε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ὅτι δηλ. οἱ ἀντινομίες τοῦ βίου δὲν ἔκλεισαν ποτὲ στὸ πρόσωπο τὴν θέα πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν σωτηρία, ἐφ' ὅσον ὑπῆρχε ἡ μετάνοια.

Ἔκαναν καὶ τότε φρικαλέα κάποτε ἐγκλήματα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα μετὰ μὲ ποταμοὺς εἰλικρινῶν δακρύων ἐξαγνίζονταν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς Μεσαίωνας, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικότατο σημεῖο διαφέρει ἀπὸ τοὺς νεωτέρους χρόνους. Οἱ νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν — ἀπὸ ἀνθρωπισμὸ ὅπως ἰσχυρίζονται — νὰ διαμορφώσουν ἕνα πολίτη νομοταγῆ καὶ ἔντιμο, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς βαθύτερες πεποιθήσεις του, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματική του ἀγρύπνια. Ἔτσι, αὐτὸς ὁ πολίτης μπορεῖ μὲν ν' ἀποφεύγει προσεκτικότερα σήμερα τὸ ἄμεσο καὶ πρωτογενὲς ἔγκλημα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς συνανθρώπους — πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς τὸν ἀναδεικνύει δικονομικὰ τουλάχιστον δικαιότερο ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ τοῦ Μεσαίωνα — ὅμως ὁ πολίτης αὐτὸς τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ναρκισσευόμενος γιὰ τὴν «αὐτόνομη» καὶ αὐτονομημένη ἠθική του, δὲν ἔχει ποτὲ γνωρίσει τὴν συντριβὴ καὶ τὴν κάθαρση, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπιφέρουν τὰ μετὰ τὴν ἁμαρτία δάκρυα.

Καὶ ἐρωτᾶται: Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ πολῖτες μὲ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: Ἐμεῖς γνωρίζομε δτὶ ὁ Χριστὸς διεκήρυξε: «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. 2,17)' ποὺ σημαίνει ὅτι τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν κατοικοῦν οἱ ἄψογοι νάρκισσοι ποὺ δὲν ἐράγισαν ποτὲ μπροστὰ στὰ ἀνεξερεύνητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἄλλα οἱ διὰ τῆς μετανοίας ἀναγεννημένοι ἄνθρωποι.

Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες γνωρίζοντας καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, ἐνῷ περιγράφει τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἦταν «παντοίως τῇ λύπῃ τρωθείς καὶ τιτρωσκόμενος», δὲν ἀπογοητεύεται ἀλλὰ πιστεύει καὶ ἀγρυπνεῖ. Πιστεύει καὶ ἐλπίζει ὅτι μ’ ὅλες τὶς συμφορὲς του ὁ Θεὸς ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία του: «Οἴμοι, ὅτι οὐκ ἐμοί γέγονεν οὐδὲν ἄλλο εἴποιμι ἤ ὅτι πάντως κάθαρσις ψυχικὴ καὶ ταπείνωσις σαρκική, ἵνα σώσῃ ὁ πλάστης τὸ συναμφότερον».

Τοῦ μακαριστοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Β' τοῦ Λασκάρεως, ποὺ μᾶς ἐδίδαξε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, αἰωνία ἡ μνήμη!
πηγή

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Ο όγδοος μήνας του χρόνου, ο μήνας της Παναγιάς & των διακοπών για τους περισσότερους Έλληνες. Έχει 31 ημέρες και είναι ο αντίστοιχος του έκτου μήνα του παλαιού ημερολογίου, που ονομαζόταν Sextilis. Ονομάστηκε Αύγουστος προς τιμή του Οκταβιανού μετά την απονομή του τίτλου από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Πριν από την επικράτηση του ρωμαϊκού Ιουλιανού ημερολογίου,  αντίστοιχος μήνας στο αθηναϊκό ημερολόγιο ήταν ο Μεταγειτνεών. Είναι από τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου και ο λαός του έχει δώσει και άλλα ονόματα, όπως Πεντεφάς ή Πενταφάς, Συκολόγος (λόγω της συγκομιδής των σύκων), Δριμάρης, Τραπεζοφόρος και Διπλοχέστης (λόγω της αφθονίας των καρπών). Στα  βυζαντινά χρόνια το έτος τελείωνε στις 31 Αυγούστου και πρωτοχρονιά ήταν η 1η Σεπτεμβρίου. Γι` αυτό η τελευταία μέρα του Αυγούστου λέγεται και Κλειδοχρονιά.
                
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Συνεχίζεται το αλώνισμα (ανάλογα την περιοχή).
                Προς το τέλος του μήνα καίγονται οι καλαμιές.
                Αρχίζει ο τρύγος (ανάλογα την περιοχή) & λιάσιμο στ’ αλώνια.
                Μάζεμα καλαμποκιού, αρμάθιασμα & ξήρανση αυτού.
                Μάζεμα σκόρδων & κρεμμυδιών.
                Σπορά καρότων, σπανακιού & μαρουλόσπορου.
                Μεταφορά κυψελών στο πεύκο.
                Καθάρισμα βαρελιών, ασκιών, αντλιών & σκευών για την αποθήκευση του κρασιού.
                
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                Οι πρώτες έξι ή δώδεκα μέρες του Αυγούστου, κατά τη δεισιδαιμονική αντίληψη, οι δρίμες (εξ ου και Δριμάρης), είναι επικίνδυνες, κι όποιος λούζεται σ’ αυτές ή πλένει ρούχα, κινδυνεύει να πάθει κακό ο ίδιος, στην πρώτη περίπτωση ή να καταστραφούν τα ρούχα, στη δεύτερη. Κι όπως εκδιώκονται με τον αγιασμό οι καλικάντζαροι, έτσι ξορκίζουν και τις δρίμες με αγίασμα από την ακολουθία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα (6/8).
                Επίσης οι ημέρες αυτές λέγονται και «μερομήνια», αφού αυτές τις ημέρες γίνονται προγνώσεις για τον καιρό της χρονιάς.
                ΑΓΙΟΦΙΔΑ Ή ΦΙΔΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Η Κεφαλονιά έχει χαρακτηριστεί νησί των μυστηρίων. Κι αυτό γιατί στο νησί συμβαίνουν κάποια παράξενα φαινόμενα τα οποία και η επιστήμη δεν μπορεί να ερμηνεύσει.
               Ένα από τα πιο γνωστά φαινόμενα είναι η εμφάνιση των αγιόφιδων που παρατηρείται κάθε χρόνο τον Αύγουστο. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στο χωριό Μαρκόπουλο. Στα ερείπια του παλιού καμπαναριού της εκκλησίας που είναι αφιερωμένη στην Παναγιά και στην εκκλησία του ορεινού χωριού Αργίνια, όπου εμφανίζονται κάθε καλοκαίρι από τις 6 Αυγούστου εμφανίζονται μικρά φιδάκια, τα οποία σιγά - σιγά γεμίζουν το εσωτερικό της εκκλησίας. Αυτό συμβαίνει μέχρι και τις 15 Αυγούστου όπου μυστηριωδώς εξαφανίζονται. Τα φιδάκια αυτά είναι εντελώς ακίνδυνα και μη δηλητηριώδη. Οι πιστοί συνηθίζουν να τα παίρνουν στο χέρι και να τα παρατηρούν. Χαρακτηριστικό τους είναι ο σταυρός που έχουν στο κεφάλι τους.
Τις ημέρες αυτές, 6 - 15 Αυγούστου πλήθος πιστών που παραθερίζουν στο νησί σπεύδουν να δουν από κοντά τα φιδάκια της Παναγιάς.
               Σύμφωνα με τη φυσική εξήγηση του περίεργου αυτού φαινομένου πρόκειται για μια σπάνια ράτσα φιδιών που αναπαράγεται σ’ αυτήν την περιοχή. Το κλίμα, ο τόπος αλλά και η συμπεριφορά των ανθρώπων ευνοούν την αναπαραγωγή τους.
               Η εμφάνισή τους λοιπόν, αλλά και η εξαφάνισή τους, έχει να κάνει με την εποχή της αναπαραγωγής τους. Το φαινόμενο αποδίδεται στο δυνατό ήχο της καμπάνας που αναστατώνει τα φιδάκια και βγαίνουν από τις φωλιές τους.
                
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: Μία νηστεία που την τηρούσαν με μεγάλη ευλάβεια.
                Στο Ζαγόρι Ηπείρου, «πρωί-πρωί, πριν βάλουν τίποτα στο στόμα τους, τρώγουν κόκκινα κράνα (ήταν γνωστό αντιπυρετικό τότε), για να είναι γεροί όλο το χρόνο».
                Με το γάλα που δεν κατανάλωναν την περίοδο της νηστείας, έφτιαχναν τραχανάδες, χυλοπίτες κ.ά.
                Την 1η Αυγούστου, σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας, συνήθιζαν να πλένουν τα χάλκινα σκεύη & να προσφέρουν σταφύλια, σύκα και ελιές σ’ όσους δεν είχαν για να φάνε εκείνη την ημέρα.
                Την 6η Αυγούστου (Μεταμόρφωση του Σωτήρα) έφερναν στην εκκλησία κι ευλογούσαν τα πρώτα σταφύλια, με ειδική ευχή. Κατόπιν τα μοίραζαν στο εκκλησίασμα.
                ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΕΣ (27/8). Είναι πίτες (τάματα) που κάνουν οι πιστοί προς τιμή του Αγ. Φανουρίου, που γιορτάζει εκείνη την ημέρα, άπαξ ή 3 Σάββατα συνεχόμενα, ζητώντας απ’ τον άγιο να τους φανερώσει κάτι που έχασαν ή κάτι που προσδοκούν (π.χ. οι ανύπαντρες κοπέλες στην Κρήτη, να τους φανερώσει έναν καλό γαμπρό).
                Η Φανουρόπιτα παρασκευάζεται με 9 λογιών υλικά: αλεύρι, νερό, ζάχαρη, καρύδια, κανελογαρύφαλλα, λάδι, ξύσματα πορτοκαλόφλουδας, χυμό πορτοκαλιού ή λεμονιού, σταφίδες και αλάτι.
                
ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΤΗ (29/8). Προστάτης από την ελονοσία.
                
ΓΙΟΡΤΕΣ:
                Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΑ (6/8). Μια φωταυγής καταδήλωση, με αποδέκτη κάθε ανθρώπινο ον.
                
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (15/8). Θεωρείται το Πάσχα του καλοκαιριού. Η κορυφαία εορτή της πιο οικείας μορφής στον χριστιανικό λατρευτικό κύκλο, σ’ όλη την Ελλάδα με επίκεντρο το ναό τηςΠαναγίας στο νησί της Τήνου.
                
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές το χρόνο!».
                «Αύγουστε, τραπεζοφάη, να ‘σουν τρεις βολές τον χρόνο».
                «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι».
                «Επάτησεν ο Αύγουστος η άκρη του χειμώνα, παύει ο φτωχός το δειλινό κι ο άρχοντας τον ύπνο».
                «Του Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά (σκώρος) και του Μαρτιού στα ξύλα (σαράκι)».
                «Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο».
                «Καλός ο ήλιος του Μαγιού, του Αυγούστου το φεγγάρι».
                «Της Αγίας Μαρίνας ρόγα και τ’ Άη Λιος σταφύλι και της Παναγιάς τον Αύγουστο, γεμάτο τοκοφίνι».
                «Αν ίσως βρέξει ο τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο».
                «Από Μάρτη πουκάμισο κι από Αύγουστο σεγκούνι».
                «Τον Αύγουστο τον χαίρεται, όπ’ έχει να τρυγήσει».
                      «Αυγουστοκοδέσποινα‚ καλαντογυρεύτρα» [δηλ. Η σπάταλη νοικοκυρά τον Αύγουστο, τα Χριστούγεννα ζητιανεύει]
                «Αύγουστος άβρεχτος, μούστος άμετρος».
                «Δεκαπέντησεν ο Αύγουστος, πυρώσου και μην εντρέπεσαι».
                «Επλάκωσεν ο Αύγουστος, η άκρια του χειμώνα».
                «Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι».
                «Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου».
                «Θεός να φυλάει τα λιόδεντρα απ' το νερό τα Αυγούστου».
                «Καλή λαβιά τον Αύγουστο και γέννα τον Γενάρη».
                «Μακάρι σαν τον Αύγουστο να ‘ταν οι μήνες όλοι».
                «Να ‘σαι καλά τον Αύγουστο που ‘ναι παχιές οι μύγες».
                «Να ’σαι καλά τον Αύγουστο με δεκαοχτώ βελέντζες».
                «Ο Αύγουστος και ο τρύγος δεν είναι κάθε μέρα».
                «Ο Αύγουστος πουλά κρασί κι ο Μάης πουλά σιτάρι» [δηλ. Από τον Αύγουστο μπορείς να καταλάβεις αν θα είναι καλή η παραγωγή κρασιού, όπως κι από το Μάη μπορείς να καταλάβεις αν θα παραχθεί πολύ σιτάρι]
                «Όποιος φιλάει τον Αύγουστο, τον Μάη θερίζει μόνος».
                «Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι».
                «Τ' Αυγούστου και του Γεναριού τα δυο χρυσά φεγγάρια».
                «Τ’ Αυγούστου το νερό αρρώστια στον λειόκαρπο».
                «Το Μάη με πουκάμισο, τον Αύγουστο με κάπα».
                «Τον Αύγουστο τον χαίρεται οπόχει να τρυγήσει».

Πηγή

Ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος μιλά για σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας

Ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος μιλά για σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας

Οσοι φεύγουν πριν τελειώσει η θεία Λειτουργία


thia leitourgia.jpg

Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν από την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ' Αυτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
 
 
 


Τι κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ' αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;

Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα μιμούνται... Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.



Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 

Ὁ παππούλης μοῦ εἶπε νά καθίσω...!


Πρίν λίγα χρόνια, μία οἰκογένεια ἐπισκέφθηκε την ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στήν Αἴγινα. Μιά ἀδελφή ξενάγησε τό ζευγάρι μέ τό ἕνα τους παιδάκι στό δωμάτιο τοῦ Ἀγίου. Λόγω τῆς παλαιότητας τῶν ἐπίπλων δέν ἐπιτρέπεται νά καθήσει κάποιος στό κρεββάτι καί στά ὑπόλοιπα ἔπιπλα τοῦ δωματίου. Φανταστεῖτε τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, αν ἐπιτρεπόταν, σέ λίγα χρόνια θά κατέρρεαν. Τό παιδάκι ὅμως πῆγε και κάθησε στό κρεββάτι. Ἡ ἀδελφή μόλις τό εἶδε ἀμέσως τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ γιατί ἀπαγορευόταν. Τό παιδάκι ὅμως τῆς ἀπάντησε λέγοντας:

- Γιατί νά σηκωθώ; Ὁ παππούλης μοῦ εῖπε νά καθήσω. Αὐτός πού κάθεται εκεῖ στό παράθυρο!

Ἡ μοναχή, ὅπως καί οἱ γονεῖς κατάλαβαν ἀμέσως πώς ὁ Ἅγιος ἦταν στό δωμάτιο καί τό παιδάκι μέ τήν καθαρή του τήν καρδιά τόν ἔβλεπε. Ἄφησαν τό παιδί νά καθήσει στό κρεββάτι καί γεμάτη συγκίνηση προσευχήθηκαν στόν Ἄγιο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...