Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2013

Η ΥΠΕΡΟΨΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΞΩΝ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ» ΘΕΟΛΟΓΩΝ Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης

 Η ΥΠΕΡΟΨΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ
ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΞΩΝ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ» ΘΕΟΛΟΓΩΝ
Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης
Καθηγητής Α.Π.Θ

Γιά νά ἀποφύγουμε κάθε ἐνδεχόμενη ὁρολογική σύγχυση, θά προβοῦμε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς σέ μιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση τοῦ νεόκοπου ὅρου «μετα-πατερικός». Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονική ὁρολογία ἐπιδέχεται ποικίλες ἑρμηνεῖες, οἱ ἐπικρατέστερες ὅμως ἐπιστημονικῶς εἶναι, κατά τή γνώμη μας, οἱ ἑξῆς δύο: α) Ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως μετα- προσδίδεται χρονική σημασία, ὁπότε στήν προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος γιά τό τέλος τῆς Πατερικῆς ἐποχῆς. Καί β) ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως προσδίδεται κριτική σημασία, ὁπότε ἡ σύνθετη λέξη «μετα-πατερικός» σημαίνει σχετικοποίηση, μερική ἤ ὁλική ἀμφισβήτηση, ἐπαναθεώρηση, νέα ἀνάγνωση, ἤ καί ὑπέρβαση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες θεολόγοι, πού ἐπιχείρησαν ἔμμεσα ἤ ἄμεσα νά αὐτοπροσδιοριστοῦν ὡς «μετα-πατερικοί», χρησιμοποίησαν ἐναλλακτικῶς καί τίς δύο ἑρμηνεῖες, κυρίως ὅμως τή δεύτερη πού ἀναφέρεται στή σχετικοποίηση καί τελικά στήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τό καταστρεπτικότερο ἔργο στίς συνειδήσεις τοῦ χριστιανικοῦ θεολογικοῦ κόσμου εὐρύτερα τό ἔκαναν, κατά τή γνώμη μας, οἱ Προτεστάντες. Καί τοῦτο, ἐπειδή αὐτοί ἀμφισβήτησαν εὐθέως τό κύρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε καί τή σύνολη Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοσή της. Ταυτόχρονα, ἀκύρωσαν ἐπισήμως, οὐσιαστικά καί τυπικά, τήν ἁγιότητα ὅλων τῶν ἐπωνύμων ἁγίων, ἀμφισβητώντας μέ τόν τρόπο αὐτό καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ἑκάστοτε στρατευομένης ἐπί γῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντίστοιχα, τό καταστρεπτικότερο ἔργο στή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει ὁ Οἰκουμενισμός. Ὁ Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ σήμερα τόν δυσώδη φορέα τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ καί κατά συνέπεια τόν πιό ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυ-αιρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου κριτηρίου καί τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας. Συγκεκριμένα, διά τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς καί διεθνῶς, ἐπιχειρεῖ διαρκῶς καί βαθμιαίως ὅλο καί μεγαλύτερες «ἐκπτώσεις» στήν ἐκκλησιολογική-δογματική συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων πνευματικῶς ὀρθοδόξων πιστῶν. Καί αὐτό τό ἐπιτυγχάνει εἰδικότερα μέ τή σχετικοποίηση ἤ καί τήν ἀκύρωση στήν πράξη τοῦ κύρους τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, καί μάλιστα συλλογικῶν ἀποφάσεών τους, στό πλαίσιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Βλέπε λ.χ. τήν κατάφορη καί κατ’ ἐξακολούθηση, ἐδῶ καί χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει ρητῶς συμπροσευχή μέ ἀκοινώνητους καί ἑτερόδοξους, μέ τή σαφῆ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καί τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν, πού τόν παραβιάζουν.
Στό παραπάνω εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο θεολογικό κλῖμα, καί εἰδικότερα καί κατεξοχήν στό καθαυτό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού περιγράψαμε, ἐντάσσεται ὀργανικά καί τό ἐμφανιζόμενο τόν τελευταῖο καιρό κίνημα τῶν ἐπίδοξων «μετα-πατερικῶν» θεολόγων. Ἀσφαλῶς, τό κίνημα αὐτό ἔχει σαφῶς καί προτεσταντικές ἐπιδράσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐμφανέστερες, κυρίως, στήν ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα τοποθέτηση τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, ἔναντι τοῦ μέχρι σήμερα διαχρονικοῦ κύρους τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στή σύντομη θεολογική τοποθέτησή μας θά ἑστιάσουμε κατ᾽ ἐξοχήν στό φρόνημα καί ὄχι στό πρόσωπο τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, καθώς καί στά κριτήρια τῆς ὑποδηλουμένης θεολογίας τους.
Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, μέ τίς παράτολμες, ἤ μᾶλλον μέ τίς θρασύτατες καί οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς νά ἀγνοοῦν πλήρως τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθεαυτήν, καί κατ’ ἐπέκταση τί εἶναι καθεαυτήν ἡ ἁγιοπνευματική ζωή τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατά τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀκόμη εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στά κείμενα νά ἀγνοοῦν, ὅτι Ὀρθόδοξη καί ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς μόνον ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καί κυρίως ὅσοι φωτίστηκαν καί θεώθηκαν ἀπό τίς ἄκτιστες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος. Ἡ ἐπιχειρούμενη, αὐθαδῶς, ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐκ μέρους τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, κλονίζει τήν ἀπαραίτητη γιά τούς πιστούς βεβαιότητα, ὡς πρός τήν διαχρονική ἰσχύ τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγει ἀθέμιτα καί πονηρά τήν προτεσταντικοῦ τύπου θεολογική πιθανολογία. Μέ τόν τρόπο ὅμως αὐτό, στήν πραγματικότητα, «μεταίρονται ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»1. Ἀλλά τοῦτο παραβιάζει βάναυσα τόσο τόν ἁγιοπατερικό ὅσο καί τόν θεόπνευστο βιβλικό λόγο.2
Μέ βάση τά παραπάνω (καί μόνον αὐτά), θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ἐπιστημονικῶς, ὅτι οἱ ἐπίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι, σαφῶς, δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας. Γιατί, ἀλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά ὑποστηρίξουν ὅτι τίς ἔχουν, ὅταν συμβαίνει νά εἰσηγοῦνται αὐθαδῶς τήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὅταν ἐπιχειροῦν νά εἰσαγάγουν στήν ἐκκλησιαστική θεολογική σκέψη μιά Δυτικοῦ τύπου θεολογική καί γνωσιολογική πιθανολογία, πού ὡς προϋπόθεσή της ἔχει τήν ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θωράκιση καί τόν θεολογικό στοχασμό; Αὐτή καθεαυτήν, ἄλλωστε, ἡ ἔπαρση ὁδηγεῖ στήν ἀπεμπόληση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐγγυᾶται τήν γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Τά ἐπιστημονικά - ἀκαδημαϊκά κριτήρια, πού εἰσηγοῦνται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, ὡς τεκμήρια τῆς ἀντικειμενικότητάς τους, δέν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μέ τά ἐκκλησιαστικά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς, ὅταν μάλιστα τά κριτήρια αὐτά χρησιμοποιοῦνται ἀπροϋποθέτως. Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία ἔχει σαφῶς καί κυρίως ἁγιοπνευματικά κριτήρια. Τό κατεξοχήν καί κορυφαῖο κριτήριο τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν διατύπωσαν.
Προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη ἡ παχυλή ἄγνοια καί ἡ ἐπ’ αὐτῆς ἐρειδομένη ἔπαρση τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν, ὅλως ἀμαθῶς, νά ὑποκαταστήσουν τήν ἐνοχλητική μᾶλλον γι’ αὐτούς ἁγιοπατερική θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπικαιροποιημένη ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θεολογία τους. Μέ τήν στάση τους αὐτή φανερώνουν σαφῶς, ὅτι δέν γνωρίζουν στήν πραγματικότητα, πώς οἱ Πατέρες εἶναι ἐνεργῶς θεοφόροι καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγνοῦν ὅμως κυρίως, ὅτι ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης3. Δηλαδή ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων ἔχει ὀντολογικό χαρακτήρα καί εἶναι ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχοντας ὁ πιστός ἄμεσα καί προσωπικά, καί ὑπό σαφεῖς ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, καθίσταται «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» κοινωνός τῆς ἁγιότητας τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς ἁγιότητας τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἄκτιστος.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως τήν βίωσαν ἡσυχαστικῶς-ἀσκητικῶς καί κατεξοχήν μυστηριακῶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά μείνουμε ἐνδεικτικά μόνον σ’ αὐτούς, ἐπικαιροποίησαν τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση, ἐκφράζοντας σέ λόγια θεολογική γλώσσα αὐτό ἀκριβῶς πού βίωναν ἀκτίστως καί «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά καί οἱ ὀλιγογράμματοι χαρισματοῦχοι, ὅπως καί οἱ ἁπλοί θεοφόροι πιστοί στήν ἐποχή τους.
χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τήν πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἁπλοϊκή ἤ ἔντεχνη καί λόγια ἐκφορά της. Ἡ θεολογία αὐτή ἀποτελεῖ κτιστή ἔκφραση καί ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καί ἄκτιστης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στή συγκεκριμένη ἱστορική πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων ἐκφραστῶν της. «Ὑπό πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἀπό Θεοῦ ἄνθρωποι»4μᾶς διαβεβαιώνει ὁ κορυφαῖος ἀπό τούς ἐπόπτες τῆς θείας μεγαλειότητας. 
Νά ἐπανέλθουμε ὅμως στά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν. Τά ἐπιστημονικά-ἀκαδημαϊκά κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τό ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση γιά ἀπλανῆ ὀρθόδοξη, ἐπιστημονική θεολογία μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ, καί ἀπό τούς στερουμένους τήν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, στό ταπεινό φρόνημα, πού ἐνέχει καί ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστική μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στή γνωστή ἁγιοπατερική διατύπωση: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό, ἄλλωστε, τό ταπεινό φρόνημα, τό ὁποῖο διασφάλιζε καί τήν ἁγιότητά τους, εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ὁριοθέτησαν ἀπλανῶς τήν ἐκκλησιαστική θεολογία. Ὁ θεολογικός στοχασμός, στόν ὁποῖο ἀρέσκονται νά ἀναφέρονται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι καί ἡ συνεπαγόμενη θεολογική πιθανολογία, δέν προσιδιάζουν στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία, ἀλλά στήν ἑτερόδοξη καί αἱρετική, ἡ ὁποία, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες, εἶναι «τεχνολογία» μᾶλλον παρά θεολογία5. Εἶναι ἀξιοσημείωτη στήν προκειμένη περίπτωση καί ἡ καίρια παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη (τῆς Κλίμακος), ὅτι «ὁ Θεόν μή γνούς, (ἐννοεῖται ἐμπειρικῶς καί βιωματικῶς), στοχαστικῶς ἀποφαίνεται»6.  Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά χρεώσει στούς λατινόφρονες βαρλααμίτες τόν χαμαίζηλο καί ἀνθρώπινο θεολογικό στοχασμό, σημειώνοντας ἀντιθετικῶς, ὅτι «ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν»7
ταν ἀγνοεῖται καί παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα, ἤ ἔστω ἡ Ὀρθόδοξη θεολογική μεθοδολογία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ «ἐλεύθερου» θεολογικοῦ στοχασμοῦ καί τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας. Τοῦτο ὅμως ὁδηγεῖ οὐσιαστικά σέ μιά «νεο-βαρλααμιτική» θεολογία, πού εἶναι ἀνθρωποκεντρική καί ὡς κριτήριό της ἔχει τήν αὐτονομημένη λογική. Ὅπως δηλαδή ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁπαδοί του ἀμφισβήτησαν τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τοῦ θείου φωτός καί τῆς θείας Χάριτος, ἔτσι και οι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι σήμερα παραγνωρίζουν στήν πράξη τόν ἄκτιστο καί ἄρα διαχρονικό χαρακτήρα τῆς ἁγιότητας καί τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, τούς ὁποίους ἀξιώνουν νά ὑποκαταστήσουν στή διδασκαλία, παράγοντας, κατά τή γνώμη τους, οἱ ἴδιοι πλέον πρωτογενῆ θεολογία. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ μία ἐξωτερικοῦ χαρακτήρα Πατρομαχία, ἀλλά κυρίως συνιστᾶ μία Θεομαχία, ἐπειδή ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὄντως Πατέρες εἶναι ἡ ἄκτιστη ἁγιότητά τους, τήν ὁποία ἔμμεσα ἀλλά οὐσιαστικά παραμερίζουν καί ἀκυρώνουν μέ ὅσα εἰσηγοῦνται μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία τους.
«μετα-πατερική» θεολογία, σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία εἶναι ταπεινή καί εἶναι πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καί ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας, ἔχει ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζώσας παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον, πού θεολογεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς, πάντοτε ὅμως, πρακτικῶς, «ἑπόμενοι» καί ἐν συμφωνίᾳ μέ τούς προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἐπιστημονική ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν καλεῖται, βεβαίως, νά ὑποκαταστήσει τήν ἁγιοπατερική – χαρισματική θεολογία, οὔτε ὅμως δικαιοῦται νά παρουσιάζει ἄλλην, ἐκτός ἀπό τήν αὐθεντική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο της εἶναι νά προσεγγίζει, νά διερευνᾶ καί νά παρουσιάζει ἐπιστημονικά τό περιεχόμενο τῆς πρωτογενοῦς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, νά διακρίνει καί νά γνωστοποιεῖ τά κριτήρια τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά πετυχαίνεται καί θά ἰσχυροποιεῖται ὅλο καί περισσότερο ἡ σύζευξη τῆς ἁγιοπατερικῆς – χαρισματικῆς θεολογίας μέ τήν ἐπιστημονική θεολογία. Καί ὅλα αὐτά θά προωθοῦνται, μόνον ὅταν οἱ ἐκφραστές τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας δέν θά εἶναι προσωπικῶς ἄμοιροι τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καί ἄγευστοι τῶν ἐκκλησιολογικῶν βιωματικῶν δεδομένων.
Ἡ ἐπιστημονική καί ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία, ὅταν δέν ἔχει τίς παραπάνω προδιαγραφές, ὅταν στερεῖται τήν βιωματικῶς ἐκκλησιολογική ἐκφορά της, εἶναι στοχαστική θεολογία καί πτωχή πνευματικῶς. Προσεγγίζει μόνο μέ κτιστό τρόπο τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, καί ἐκφράζει, στήν καλύτερη περίπτωση, ἐλλιπῶς τά πράγματα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, δυστυχῶς, ἀπό ἐσφαλμένα ἕως καί αἱρετικά.
χουμε τήν γνώμη, ὅτι ἄν οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι εἶχαν τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῶν Πατέρων, θά ἐπιχειροῦσαν ταπεινά καί ἀθόρυβα νά ὀρθοτομήσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν ἐποχή τους, χωρίς ἀπαξιωτικές ἤ ἔστω ἀμφίσημες ἀναφορές στούς ἁγίους Πατέρες. Καί, ἄν τούς δικαίωναν τά πράγματα, τότε ἀσφαλῶς θά ἦταν αὐτοί οἱ ἐκφραστές τῆς ζωντανῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὅμως θά σήμαινε, ἀναπόφευκτα, ὅτι δέν θά ἦταν τά λεγόμενά τους ἀντίθετα μέ τά λεγόμενα τῶν Ἁγίων πατέρων διαχρονικῶς καί ἰδιαίτερα δέν θά ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ ἀποφάσεις τους σέ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι, θά ἦταν περιττός ὅλος αὐτός ὁ θόρυβος, σχετικά μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία. Ὅμως, οἱ ἐπίδοξοι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων θέτει σαφῆ ὅρια, τά ὁποῖα εἴτε δέν τούς εὐνοοῦν προσωπικῶς, εἴτε ἐμποδίζουν τούς στρατηγικούς στόχους, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τόν ἀγαπημένο τους Οἰκουμενισμό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἁπλῶς τό ἐπιμελημένο περιτύλιγμα!
Συμπερασματικά, τέλος, θά μπορούσαμε ἀβίαστα νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι ἡ «μετα-πατερική» θεολογία συνιστᾶ σαφῆ καί κραυγαλέα ἀπόκλιση τόσο ἀπό τή μέθοδο ὅσο καί ἀπό τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀπόκλιση δηλαδή ἀπό τήν παραδοσιακή θεολογία, τόσο ὡς πρός τόν τρόπο, τίς προϋποθέσεις καί τά κριτήρια τοῦ Ὀρθοδόξως θεολογεῖν, ὅσο καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας.



1 Βλ.γίουωάννου Χρυσοστόμου, PG 59, 63: «μή μεταίρωμενρια αώνια,θεντο οΠατέρεςμν».
2 Βλ. Παροιμ. 22, 28: «μή μεταῖρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου».
3 Βλ. Περί τελειότητος, PG 46, 280D. Ἡ μόνη διαφορά ἔγκειται στό γεγονός, ὅτι ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγαία καί φυσική (εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως), ἐνῶ ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγίου εἶναι χαρισματική, δοσμένη κατά Χάρη ἀπό τόν Θεό
4 Β' Πέτρ. 1, 21.
5 Βλ. Ἐπιστολή 90, PG 32, 473: «Καταπεφρόνηται τά τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαί Παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπεπολίτευται, τεχνολογούσι, λοιπόν, οὐ θεολογούσιν οἱ ἄνθρωποι, ἡ κατά κόσμον σοφία τά πρωτεῖα φέρεται».
6 Βλ. Λόγος Λ', 13.
7 Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 18

 
Από το βιβλίο:
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΚΑΙ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ (σσ: 101-110)
Εκδόσεις ΠΟΥΡΝΑΡΑ




πηγή

Κυριακὴ Γ´Λουκᾶ (Λουκ. ζ´11-16) +Μητροπολίτης Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος



 


 
10 Ὀκτωβρίου 1965



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς στὴν πόλη Ναΐν, τότε ποὺ ἀνέστησε τὸ μοναχογιὸ τῆς χήρας μητέρας. Μέσα στὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς τὰ βλέπουμε στὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ὅτι ἀνέστησε καὶ νεκρούς. Τὸ γιὸ τῆς χήρας, τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, τὸ φίλο του τὸ Λάζαρο καὶ τελευταῖα τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως τὸ ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο σήμερα, εἶναι ὁ Κύριος· στὰ χέρια του καὶ στὴν ἐξουσία του εἶναι ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πρῶτα τὸ Εὐαγγέλιο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα κι ὕστερα λέμε ὅσα μᾶς δώση νὰ ποῦμε τὸ θεῖο Πνεῦμα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πήγαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία πόλη ποὺ τὴν ἔλεγαν Ναΐν· καὶ πήγαιναν μαζί του πολλοὶ μαθηταί του καὶ πολὺς κόσμος. Καὶ μόλις πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, νὰ κι ἔβγαζαν ἕναν πεθαμένο, μοναχογιὸ στὴ μητέρα του ποὺ ἦταν καὶ χήρα κι ἦταν μαζί της πολὺς κόσμος ἀπὸ τὴν πόλη. Κι ὅταν τὴν εἶδε ὁ Κύριος τὴ λυπήθηκε καὶ τῆς εἶπε· Μὴν κλαῖς· καὶ πλησίασε κι ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὴν κάσσα. Ἐκεῖνοι ποὺ σήκωναν τὸν πεθαμένο σταμάτησαν καὶ ὁ Κύριος εἶπε· Παλληκάρι, σὲ σένα λέω, σήκω ἐπάνω. Καὶ σηκώθηκε καθιστὸς ὁ νεκρὸς μέσ' στὴν κάσσα κι ἄρχισε νὰ μιλάη καὶ ὁ Κύριος τὸν ἔδωκε στὴ μητέρα του. Καὶ τοὺς ἔπιασε ὅλους φόβος καὶ δόξαζαν τὸ Θεὸ κι ἔλεγαν πὼς μεγάλος προφήτης παρουσιάστηκε μεταξύ μας καὶ πὼς ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸ λαό του.

Ὁ θάνατος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ μεγάλος μας φόβος. Ὁ θάνατος εἶναι ποὺ καὶ νὰ τὸν θυμόμαστε μόνο, μᾶς παγώνει τὸ αἷμα. Κι ὅλα ἐτοῦτα, γιατί ἀκόμα δὲν εἴμαστε γεροὶ στὴν πίστη μας καὶ μπροστὰ στὸ θάνατο φοβόμαστε καὶ λυπόμαστε «ὡς οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», καθὼς τὸ λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἂς λέμε κάθε μέρα τὸ «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», μὰ ἐμεῖς εἴμαστε σὰν ἐκείνους ποὺ πέρ' ἀπὸ τὸ θάνατο δὲν ἐλπίζουνε πιὰ σὲ τίποτα. Πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, τὸν θάβουν καὶ νομίζουν πὼς αὐτὸ ἦταν ὅλο. Νομίζουν πὼς δὲν ὑπάρχει πιὰ τίποτα, μήτε ψυχὴ μήτε ζωὴ μήτε ἀνάσταση. Γι' αὐτὸ οἱ πολλοὶ κλαῖνε καὶ σκοτώνονται καὶ χάνουν τὰ λογικά τους καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό. Καὶ μ' ὅλα ἐτοῦτα ποὺ κάνουν δείχνουν καθαρὰ πὼς δὲν εἶναι χριστιανοὶ κι ἂς λένε πὼς πιστεύουν. Ποιὸς εἶπε νὰ μὴ λυπᾶσαι, ὅταν φεύγη ὁ ἄνθρωπός σου; Ποιὸς τὸ θέλει νὰ μὴ δακρύσης καὶ νὰ μὴν κλάψης; Ἀνθρώπινο εἶναι καὶ φυσικό. Καὶ στὴν ξενητιὰ ὅταν φεύγουν οἱ δικοί μας, κλαῖμε ποὺ τοὺς χωριζόμαστε. Μὰ δὲν ἀφίνουμε νὰ μᾶς πνίξη ὁ πόνος καὶ νὰ μᾶς θολώση τὰ λογικά μας ἡ λύπη. Φεύγουν, δὲν χάνονται· θὰ 'ρθῆ καιρὸς καὶ πάλι νὰ τοὺς δοῦμε. Κι οἱ νεκροί μας φεύγουν, δὲν χάνονται· πηγαίνουν μπροστὰ ἀπὸ μᾶς ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε καὶ μεῖς καὶ θὰ τοὺς ξαναβροῦμε.

Μὰ νεκροὶ δὲν ὑπάρχουνε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· εἶπε πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. Ὅταν λέμε «ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν» κι οἱ πατέρες μας εἶναι πεθαμένοι αἰῶνες τώρα, πῶς λοιπὸν τὸ λέει ἡ Γραφή, ἂν ἦταν ὅσοι πέθαναν καὶ νὰ μὴν ὑπῆρχαν; Ὁ Χριστὸς κάθε φορὰ ποὺ μιλάει γιὰ τὸ θάνατο, ἀκοῦμε νὰ τὸν λέη πὼς εἶναι ὕπνος καὶ νὰ βεβαιώνη πὼς ὅσοι φεύγουν δὲν πεθαίνουν, μὰ κοιμοῦνται. Καὶ τί μᾶς χρειάζεται λοιπὸν καλύτερη ἀπόδειξη καὶ βεβαίωση ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ; Κι ὄχι μόνο τὸ βεβαίωσε μὲ τὸ λόγο, μὰ καὶ τὸ 'δειξε καὶ στὰ πράγματα πὼς ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος· ὅπως ἐμεῖς φωνάζουμε καὶ σηκώνουμε κάποιον ἀπὸ τὸν ὕπνο, ἐκεῖνος φώναξε κι ἀνέστησε καὶ τὸ γιὸ τῆς χήρας καὶ τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου καὶ τὸ Λάζαρο. Τελευταῖα ἀναστήθηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν τάφο, σὰν νὰ σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο· «ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν», καθὼς λέει ἡ Γραφή. Καὶ τώρα πιὰ ἡ πίστη μας κι ἡ ἐλπίδα μας εἶναι ὁ Χριστός· ἐκεῖνος μᾶς ἔδωκε τὴν ἀνάσταση καὶ μᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή. Αὐτὰ λένε τὰ Εὐαγγέλια, αὐτὰ ψέλνει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη μας· πὼς ἐκεῖνοι ποὺ φεύγουν δὲν χάνονται· πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλὰ «κεκοιμημένοι».

Τὸ ξέρω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς δύσκολα μὲ ἀκοῦτε. Μὰ πῶς θὰ μποροῦσα μὲ ἀνθρώπινα λόγια νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ ὅσα γίνονται πέρ' ἀπὸ τὸν τάφο; Μὰ καὶ σὲ μένα καὶ σὲ σᾶς ὁ Θεὸς μιλάει καὶ μᾶς λέει γιὰ κεῖνα, ποὺ δὲν τὰ βλέπουν τὰ μάτια μας καὶ δὲν τὰ βάζει ὁ νοῦς μας. Κι ὅταν μᾶς μιλάη, ὁ Θεός, ἐμεῖς δὲ ρωτοῦμε μήτε τὸ πῶς μήτε τὸ γιατί, μὰ δεχόμαστε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ δίνομε τὴν πίστη μας. Γιὰ ὅσα γίνονται στὴ γῆ μᾶς μιλοῦνε οἱ σοφοὶ καὶ τοὺς ἀκοῦμε· γιὰ ὅσα γίνονται στὸν οὐρανὸ μᾶς μιλάει ὁ Θεὸς καὶ τὸν πιστεύουμε. Ποιὸς πῆγε στὸν ἄλλο κόσμο καὶ γύρισε γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε; Ἕνας πῆγε καὶ γύρισε καὶ μᾶς μιλάει, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ νὰ τὸν πιστέψουμε. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος. Περιμένετε βέβαια, χριστιανοί μου, ν' ἀκοῦστε τώρα τί μᾶς λέει ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ἄλλον κόσμο. Μὰ ὅλο τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ μᾶς λέει, πὼς γιὰ τοὺς πιστοὺς δὲν ὑπάρχει θάνατος. Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ καλὴ ἀγγελία, τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας. Κι ἡ σωτηρία αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε καὶ τὴν ἔφερε ὁ Χριστός, ἕνα εἶναι· ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ αἰώνιος ζωή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ πίστη κι ἡ ἐλπίδα μας. Ἀγαπητοὶ χριστιανοί, φυσικὸ κι ἀνθρώπινο εἶναι νὰ φοβώμαστε καὶ νὰ λυπώμαστε μπροστὰ στὸ θάνατο. Μὰ ἂς μὴ κυριευώμαστε ἀπὸ τὸ φόβο κι ἀπὸ τὴ λύπη. Καὶ προπάντων ἂς μὴν ξεμακραίνουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, σὰν ποὺ τὸ συνηθίζουν πολλοὶ κι ὅταν ἔχουν πένθος δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία. Μὰ τότε δὰ εἶναι ποὺ δὲν πρέπει νὰ λείπουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ λιμάνι, στὴν Ἐκκλησία βρίσκουμε παρηγοριά, ἡ Ἐκκλησία μᾶς φωτίζει τὸ νοῦ καὶ μᾶς ζεσταίνει τὴν καρδιά. Ὁ νοῦς μας νὰ 'ναι φωτεινός, γιὰ νὰ βλέπουμε σωστὰ τὸν κόσμο κι ἡ καρδιά μας νὰ 'ναι ζεστή, γιὰ νὰ πιστεύουμε καὶ ν' ἀγαποῦμε καὶ νὰ ἐλπίζουμε. Μέσα σ' ἐτοῦτα δὲν ὑπάρχει θάνατος, μὰ ζωὴ αἰώνιος. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΛΟΥΚΑ Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. ζ΄11-16) Μητροπολίτης Εδέσσης Πέλλης και Αλμωπίας Ιωήλ


 



«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’αὐτῇ»

Ὅπως οἱ διδάσκαλοι τῶν μικρῶν παιδιῶν τὰ μορφώνουν μὲ σύστημα, δηλαδὴ προσπαθοῦν νὰ μάθουν τοὺς μαθητὲς τὸ ἀντικείμενο τῆς γνώσεως ἀρχίζοντας ἀπ’ τὰ πιὸ μικρὰ καὶ προχωρώντας στὰ πιὸ μεγάλα, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἔκανε μὲ τοὺς μαθητές Του. Πρῶτα πρῶτα ἐνώπιόν τους θεράπευσε ἁπλὲς ἀσθένειες, μετὰ ἔβγαλε δαιμόνια ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, μετὰ ἄνοιξε τὰ μάτια τυφλῶν, ὕστερα χάρισε τὴν ὑγεία αὐτῶν ποὺ εἶχαν πλησιάσει τὸ θάνατο καὶ στὸ τέλος ἔκανε τὶς ἀναστάσεις, ὅπως π.χ. τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου ἢ τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν ποὺ περιγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ Κύριος ἀνέστησε τοὺς νεκρούς, προκειμένου νὰ «προοδοποιήσῃ», δηλαδὴ νὰ προετοιμάσει τὸ δρόμο γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς ἀναστάσεως τῆς δικῆς Του καὶ γενικὰ τῶν νεκρῶν, τονίζει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς. «Ἄς δοῦμε μερικὲς πτυχὲς τοῦ θαύματος τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας γυναικός».



Ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ

Ἐὰν παρατηρήσουμε τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, θὰ δοῦμε πὼς στὸ πένθος τῆς χήρας γυναικὸς συμμετεῖχε ὅλη ἡ πόλη· «καὶ ὄχλος ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ» (Λουκ. 7,12). Συναλγοῦσαν μαζί της, γράφει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, γιατί δὲν ἔχασε μόνον τὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ κηδεύει τώρα καὶ τὸ γιό της «καὶ τοῦτον μονογενῆ». Ἐὰν ὁ κόσμος συναλγοῦσε μαζί της καὶ τὴν ἐλεοῦσε μὲ τὴν παρουσία τόσων ἀνθρώπων, «πολλῷ μᾶλλον αὐτός, ἡ τοῦ ἐλέους πηγή», πολὺ περισσότερο ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγαθότητας ποὺ εἶναι ὁ Κύριος. Τὴν εὐσπλαχνία Του πρὸς τὴ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναίκα τὴ δείχνει μὲ πολλοὺς τρόπους ὁ Χριστός. Δὲ ζήτησε ἀπ’αὐτὴν νὰ ἐκδηλώσει τὴν πίστη της πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπό Του, οὔτε διαπραγματεύτηκε μαζί της τίποτε, οὔτε κἄν προσευχήθηκε, ἀλλὰ μὲ τὸ πρόσταγμά του ἀνέστησε τὸ νεαρὸ παιδὶ τῆς χήρας.

Ὁ Κύριος ἦλθε αὐτόκλητος «ἐπὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα τῆς ἀναστάσεως», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι μόνο γιὰ νὰ δείξει τὴ ζωοποιό Του δύναμη, ἀλλὰ «καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν εὐσπλαγχίαν ἀσύγκριτον ἔχων», δηλαδὴ γιὰ νὰ φανερώσει καὶ τὴν ἀσύγκριτη καὶ μοναδική Του ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαχνία. Ὁ Κύριος, ποὺ ἀπέναντι στὸ θάνατο ἦταν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ψύχραιμος, σπλαχνίζεται τὴ χήρα.

Τὸ ρῆμα σπλαχνίζομαι σημαίνει βαθύτατη συγκίνηση, καὶ μάλιστα συγκίνηση ποὺ συγκλονίζει τὸ ἐσωτερικὸ κάποιου. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς συγκλονίσθηκε ἀπ’ τὸ θέαμα τῆς κηδείας τοῦ νέου. Πόσο παρηγορητικὲς εἶναι οἱ λέξεις ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13). Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ἦταν γεμάτος χάρη καὶ δύναμη. Ἡ γυναίκα ἔνιωσε μέσα της παράκληση καὶ δύναμη. Μία σπίθα ἐλπίδας ἄναψε στὴν ψυχή της. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά της. Χαρακτηριστικὴ ἀκόμη εἶναι καὶ ἡ κίνηση ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ νέου. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι ὁ κυρίαρχος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ μὲ τρυφερότητα τὸν ἔδωσε «τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (ὅπ. π. 7,15). Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Κυρίου εἶναι ζωοποιό. Ὁ Θεὸς ἐκδηλώνεται, γράφει ἕνας Ἐπίσκοπος, ὡς παντοδύναμος καὶ ὡς πανάγαθος. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ καὶ ἐπειδὴ μπορεῖ, μὲ τὴ δύναμή Του ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη Του. «Ἡ θεϊκὴ δύναμη δὲν εἶναι μιὰ δύναμη αὐτὴ καθ’ αὑτή, ἀλλὰ εἶναι δύναμη τῆς ἀγάπης· ἢ μᾶλλον ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη» (Ἀλ.Σμέμαν). «Ἄλλωστε ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε. Ἔγινε νεκρὸς γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς.



Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Χριστοῦ

Στὸ βιβλίο τῆς «Φιλοκαλίας» ἀναφέρεται ἕνας λόγος κάποιου νηπτικοῦ πατρός. Λέγει, ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μαζί μας καὶ μᾶς σπρώξει, τότε θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ὕπαρξή του ἀπ’ τὸ ἄγγιγμα καὶ τὸ σπρώξιμο. «Ἄς σκεφθοῦμε τί γίνεται ὅταν ἔλθουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεό. Ἀσφαλῶς θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ νιώσουμε τὴν εὐσπλαχνία Του. Ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Καταλαβαίνουμε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Νιώθουμε τὴν ἕνωσή μας μαζί Του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας αἰσθανόντουσαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ἔνιωθαν νὰ ἑνώνεται τὸ αἷμα τους μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος καὶ τῆς δυστυχίας ποὺ ζοῦμε, ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι ἡ ἄνευ ἀνταλλαγμάτων ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ νὰ ἐπιδιώξουμε. Νὰ δεχθοῦμε τὴν παρουσία καὶ τὸ ἄγγιγμα τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου καὶ νὰ ζήσουμε αἰώνια στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΛΟΥΚΑ(Λουκ.ζ, 11-16) Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης





Μπροστὰ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου μᾶς τοποθετεῖ ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν: «Μὴ κλαῖε (...) Νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Τὸ σκοτεινὸ αἴνιγμα τοῦ θανάτου φωτίζεται καὶ ἡ θλίψη διαλύεται, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς συναντᾶ τὸ θάνατο καὶ τὸν συντρίβει.


Θάνατος, ζωὴ καὶ ἀνάσταση

Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονόs, ποὺ φαίνεται νὰ τερματίζει τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ μᾶς κάνει νὰ φοβόμαστε γιὰ τὴν ὕπαρξή μας, ἀλλὰ καὶ νὰ πονᾶμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε, καθὼς φεύγουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ἄν, ὅμως, ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διάλυση καὶ ἀφανισμός, τότε δὲν ὑπάρχει Θεός. Μιὰ τέτοια θεώρηση τοῦ θανάτου εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς «θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἐπ' ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σ. Σολ. 1,13). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται πὼς εἶναι τὸ φυσιολογικὸ τέλος μιᾶς διαδικασίας φθορᾶς, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀφύσικος, διότι δὲν ἔχει τὴ ρίζα του στὸ Θεό. Προέρχεται ἀπὸ μιὰ δύναμη ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στὸν κόσμο «διὰ τῆς ἁμαρτίας", κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Εἶναι τραγικὸ λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι ἢ χριστιανικὴ διδασκαλία μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸ θάνατο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «διὰ τὸ ἀεὶ εἶναι». Ὁ λόγοs τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς συμβιβάζουν μὲ τὸ θάνατο, ἀλλὰ μᾶς δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ τὸν ὑπερνικήσουμε ἐν Χριστῷ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποστολῆς τους. Ὁ Θεὸs εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ "διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα" (Πράξ. 17,25).

Ὅσες φορὲς ὁ ἄνθρωπος θέλει μόνος του τὴ ζωή, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι γιὰ τὸν Θεό, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καί, νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, πεθαίνει.

Τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ παρουσία Του γεμίζει τὰ πάντα καὶ διαλύει τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Ζωὴ εἶναι ἡ σχέση καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του καὶ θάνατος ἡ ἄρνηση τῆς ἀγάπης Του. Τὰ βιολογικὰ φαινόμενα μεταμορφώνονχαι μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ ζωὴ γιὰ τὸν πιστὸ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ φυσικὴ ἐπιβίωση οὔτε ὁ θάνατος ἡ τελευταία πράξη της καὶ ὁ τερματισμός της. Εἶναι τὸ πέρασμα στὴν πραγματικότητα τῆς αἰωνιότητας, στὴν ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς.

Τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς εἶναι δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐκμηδενίζεται. Ὁ βιολογικὸς θάνατος παρουσιάζεται ὡς ἀναγκαῖο κακό, συνέπεια τῆς πτώσης μας. Γι' αὐτὸ μπροστὰ στὴν τραγωδία του θλιβόμαστε καὶ κλαῖμε (ἄλλωστε, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστὸς δάκρυσε στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου καὶ δὲν χάρηκε, ποὺ σὲ λίγο θὰ τοῦ ἔδινε ζωή). Ἀλλὰ ἡ λύπη μας γιὰ τὸ χωρισμὸ δὲν εἶναι πένθoς ἄλυτο, ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία. Ἡ λύπη μας ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσμονὴ τῆς ἀνάστασης. Ὁ ἀνθpωπoς καὶ ὁ κόσμος εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔγιναν γιὰ νὰ πεθάνουν καὶ νὰ σβήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουν. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι, ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χάνεται ἡ ὕπαρξή του, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκμηδενίζεται ἡ ζωή, ἁπλῶς ἀναστέλλεται προσωρινά, «κοιμᾶται», γιὰ νὰ ξυπνήσει μεταμορφωμένη καὶ νὰ ἀναστηθεῖ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ στὴν αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Μὴ κλαῖε» ὁ λόγoς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ συνέχειά του, τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι μία ἀκόμη κοσμοθεωρία καὶ φιλοσοφία ἀνάμεσα στὶς τόσες πολλὲς γιὰ τὸν θάνατο. Δὲν εἶναι μιὰ φθηνὴ παρηγοριά, γιὰ νὰ ξεγελάσει τὴν τραγικὴ μοίρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ τὸ ψέμα της, ἀλλὰ εἶναι ζωὴ καὶ ἀλήθεια ποὺ σώζει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ σύγχρoνoς ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ὁ πολιτισμός του, ἔστω καὶ ἂν ἔχει ἀκούσει τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα τῆς ἀνάστασης, δὲν φαίνεται νὰ τὸ ἀποδέχεται, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ τρόπος καὶ ἡ στάση τῆς ζωῆς του. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει θάνατος, γιατί, ὅταν τὸν ἀντικρίζει, τρομάζει καὶ ἀπελπίζεται μέσα στὸ μηδενισμό του. Μόνο ἡ σταθερὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ζωὴ ποὺ νίκησε τὸ θάνατο μᾶς δίνει τὴν πληρότητα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας ποὺ ἀναζητοῦμε. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΛΟΥΚΑ Ἡ ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας (Λουκ. 7,11—16) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος





Ἡ ἀνάστασις αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς : Ὁ Κύριος μετὰ τὴν θεραπείαν τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου «ἐν τῷ ἑξῆς» κατὰ ἑπομένην ἡμέραν πιθανώτατα «ἐπορεύθη εἰς πόλιν Ναΐν», ἐξέρχεται ἐκ τῆς Καπερναοὺμ καὶ βαδίζει πρὸς τὴν Ναΐν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο δώδεκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικῶς τῆς Ναζαρὲτ καὶ εἰς ἀπόστασιν 38 χιλιομέτρων πορείας μιᾶς δηλαδὴ ἡμέρας ἀπὸ τῆς Καπερναούμ. Ἡ λέξις Ναΐν σημαίνει ὡραία, καλλονή. Φαίνεται, ὅτι ἦτο εἰς ὡραίαν μαγευτικὴν τοποθεσίαν. Καὶ ὅμως εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν πόλιν ἦτο ἡ θλίψις, ὅπως εἰς τὸν ὥριμον καρπὸν εὑρίσκεται τὸ σκουλῆκι. Μετ’ Αὐτοῦ «συνεπορεύοντο οἱ μαθηταί Αὐτοῦ καὶ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος ἐξεκίνησε τὴν πρωΐαν ἀπὸ τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἔφθασε τὸ ἑσπέρας εἰς Ναΐν, ὅτε oἱ ἐνταφιασμοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐγίνοντο. «Οἱ μαθηταί αὐτοῦ» ἐνταῦθα εἶναι πιθανώτατα ὄχι μόνον οἱ δώδεκα μαθηταὶ του ἀλλὰ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν του.

«Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως» ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν του καὶ τοῦ λαοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν πύλην τοῦ τείχους τῆς πόλεως Ναΐν, «ἰδοὺ» αἴφνης συναντοῦν τὴν κηδείαν ἐξερχομένην ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Κατὰ τὴν κηδείαν ταύτην «ἐξεκομίζετο τεθνηκώς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρί αὐτοῦ καὶ αὕτη ἦν χήρα». Μετεφέρετο δηλαδὴ διὰ φορείου νεκρικοῦ ἀκαλύπτου κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, νεκρὸς μονογενὴς τις υἱός. Οἱ νεκροὶ ἐθάπτοντο ἐκτός τῆς πόλεως, διότι οὗτοι παρ’ Ἑβραίοις ἐθεωροῦντο νομικῶς ἀκάθαρτοι. Ὁ νεκρὸς οὗτος δὲν ἦτο μόνον νέος καὶ μονογενὴς εἰς τὴν μητέρα του, ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἦτο καὶ χήρα νεαρά. Ἑπομένως ἡ χήρα αὕτη γυνὴ εἶχε δύο πόνους. Ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ τώρα χάνει τὸ παιδί της. Ὁ πόνος οὗτος τῆς χήρας ταύτης ἦτο ἔκδηλος ὄχι μόνον, διότι αὕτη ἔκλαιεν, ἀλλὰ «καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς» ἀρκετὸς «ἦν σὺν αὐτῇ» εἰς ἐκδήλωσιν τῆς συμπαθείας του πρὸς αὐτήν.

Ὁ Κύριος «ἰδὼν αὐτὴν» ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ εὐσπλαγχνισθῇ ταύτην. Διά τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει «ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ μὴ κλαῖε». Ἐὰν ἀπηύθυνεν ἄλλος τὸ «μὴ κλαῖε» εἰς τὴν χήραν αὐτήν, οἱ κλαυθμοὶ θὰ ἐγίνοντο περισσότεροι. Ἐδῶ ὅμως ὄχι. Ὁ Κύριος θεραπεύει. «Προσελθών δὲ» πλησιάσας δηλαδὴ τὸ φέρετρον «ἥψατο τῆς σοροῦ» ἤγγισε τοῦ φερέτρου, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν σορὸν τοῦ νεκροῦ, ἵνα σταματήσωσιν οἱ νεκροφόροι. Εἰς τοῦτο «οἱ βαστάζοντες ἔστησαν» οἱ νεκροφόροι ἐσταμάτησαν. Ὁ Κύριος ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν νεκρὸν νεανίσκον λέγει πρὸς αὐτόν˙ «Νεανίσκε σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Ὁ νεανίσκος ἠγέρθη «ἀνεκάθησεν» ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ φορείου «καὶ ἤρξατο λαλεῖν» εἰς δήλωσιν, ὅτι ἀνέστη. Τοιαύτας νεκραναστάσεις ὄχι σωμάτων ἀλλὰ ψυχῶν μὲ ἕνα του μόνον λόγον ὁ Κύριος εἶχε κάμῃ μέχρι τώρα ἀπείρους! Ὁ Κύριος «ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ» δὲν ἐκράτησεν δηλ. αὐτὸν ὡς μαθητὴν Του ἀλλά, ἀπέδωσεν αὐτὸν εἰς τὴν μητέρα του.

Λόγῳ τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὐτοῦ γεγονότος «ἔλαβε φόβος πάντας» διότι ἀντελήφθησαν, ὅτι ἔχουν ἐνώπιόν των θείαν δύναμιν. Τὸ ἱερὸν τοῦτο δέος ἠκολούθει δοξολογία. «Ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες, ὅτι προφήτης μέγας ἠγέρθη ἐν ἡμῖν καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τὸν λαὸν του ἀποστείλας τὸν μεγάλον τοῦτον προφήτην. «Ὁ λόγος οὗτος» ἡ ἀνάστασις δηλαδὴ τοῦ νεκροῦ τούτου «ἐξῆλθεν» μετεδόθη «ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ» ἤτοι εἰς πᾶσαν τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Παλαιστίνην λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ θαῦμα τῆς νεκραναστάσεως ἦτο πρωτάκουστον.



Θέμα: Περὶ θανάτου.

Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ποία ἡ θέσις μας ἀπέναντι τοῦ θανάτου;

Ἰδοὺ αἱ δύο ὄψεις τοῦ θανάτου.

Καὶ πρῶτον. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων. Ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα εἶναι ἀβέβαια πλὴν τοῦ θανάτου. Καὶ πράγματι! Ὅτι ὁ παῖς θὰ γίνῃ νέος καὶ θὰ γηράσῃ, εἶναι ἀβέβαιον, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀποθάνῃ παῖς. Ὅτι ὁ νέος καὶ ἡ νέα θὰ δυνηθῶσι νὰ σπουδάσωσι καὶ νὰ πραγματοποιήσωσι τὰ ἰδικὰ των χρυσᾶ ὄνειρα καὶ τὰ τῶν γονέων των, εἶναι ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θὰ ἀποθάνωσιν, εἶναι βεβαιότατον. Ὅτι ὁ γέρων θὰ φθάσῃ τὰ χιονισμένα χρόνια τῆς ἡλικίας τοῦ βαθέος γήρατος, εἶναι περισσότερον ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θ’ ἀποθάνῃ, εἶναι ἀναντίρρητον. Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα οὔτε τὸ νεανικὸν σφρῖγος εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐμποδίσωσι τὸ βέβαιον τοῦ θανάτου. Τοὐναντίον μάλιστα ταῦτα ἐνώπιον τοῦ θανάτου εἶναι ἀβέβαια. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὀγκόλιθος, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ ἄλλα συντριβόμενα γίνονται ἀβέβαια εἴτε φήμη εἴτε νεότης λέγονται ταῦτα.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ τὸ τρομακτικώτερον. Μάλιστα! Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον φυματίωσις, καρκῖνος, ἡμιπληγία, καρδιακὸν τι νόσημα, χωλότης, πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡρισμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὅλα ταῦτα καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι φυματικοί, δὲν πάσχουν ἀπὸ καρκῖνον ἤ καρδιακὸν τι νόσημα κτλ. ἀλλ’ ὅμως οὗτοι δὲν θὰ ἀπαλλαγῶσι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι δυστύχημα γενικόν, ὥστε ἐνῷ σήμερα εἴμεθα αὐτόπται μάρτυρες, αὔριον θὰ γίνωμεν τραγικὰ θύματα. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερὸς ὄχι μόνον, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀφορᾷ καὶ ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον. Ὅταν δηλαδὴ χάσῃς τὸ ἕνα σου μάτι, αὐτί, χέρι, πόδι, ἔχεις τὸ ἄλλο. Ὅταν χάσῃς τὰ δύο μάτια, δύνασαι νὰ ἀναπληρώσῃς αὐτὰ κατὰ τι μὲ τὴν ἀκοήν, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς τυφλούς. Ὅταν χάσῃς τὴν ἀκοὴν καὶ τῶν δύο αὐτιῶν σου, δύνασαι νὰ συνεννοῆσαι διὰ νευμάτων, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς κωφούς. Ὅταν χάσῃς τὰ περὶ σὲ ἀγαθά, χρήματα ἤ κτήματα, ἔχεις τὸν ἑαυτόν σου. Ὅταν ὅμως ἀποθάνης, ἔχασες τὰ περὶ σὲ καὶ τὸν ἑαυτόν σου. Ἔχασες τὸ πᾶν! Ὁ θάνατος λοιπὸν εἶναι τρομερός, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ εἰς ὅλον τὸν ἄνθρωπον. Τί τρομερώτερον λοιπὸν τοῦ θανάτου, ὅταν οὗτος εἶναι καὶ βεβαιότατος ;

Ὁ θάνατος ὅσον τρομερὸς καὶ βέβαιος καὶ ἂν εἶναι ὡς γεγονὸς εἶναι ἀβεβαία ὅμως ἡ ὥρα του. Τὸ μῆκος τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι εἰς ὅλους μας τὸ αὐτό. Ἄλλοι βλέπουν υἱοὺς υἱῶν καὶ ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ πλήθους ἀπογόνων. Ἄλλοι ὅμως σταματοῦν εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς των καὶ ἄλλοι εἰς τὴν ἀνθίζουσαν ἡλικίαν των. Εἶναι τέλος ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν προφθάνουν νὰ ἀνθίσουν, νὰ μπουμπουκιάσουν καὶ ἐξαφανίζονται. Ὁμοιάζουν σὰν τὰ λουλούδια, τὰ ὁποῖα ἀνθίζουν τὸ πρωὶ διὰ νὰ μαρανθοῦν τὸ ἑσπέρας. Διά τοῦτο ἀκούομεν συχνά, ὅτι ὁ μὲν ἀπέθανεν, ἐνῷ ἔτρωγεν, ὁ ἄλλος ὅταν ἐχόρευεν, ὁ τρίτος ἐκοιμήθη καὶ δὲν ἐξύπνησε καὶ ἄλλος ἐνῷ ἔπινε νερό, ἀπέθανε καὶ «δὲν εἶπε νερό». Πόσον ἀβεβαία ἡ ὥρα τοῦ θανάτου!


Δεύτερον. Ἡμεῖς; Ποίαν θέσιν ἔχομεν ἀπέναντι τοῦ θανάτου; Ἰδού!

Εἴπομεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον, τρομακτικώτερον πρᾶγμα καὶ ἡ ὥρα του ἀβεβαία. Ἐνώπιον τοιούτου φαινομένου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε στραφῇ σπουδαίως ἡ προσοχὴ ἀπίστων καὶ πιστῶν. Καὶ πράγματι. Εἶσαι ἄπιστος εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴν ὁ ἀναγιγνώσκων; Νομίζω, ὅτι πρέπει ὁ θάνατος νὰ σὲ ἀπασχόλησῃ σοβαρῶς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πρόκειται νὰ χάσῃς τὸ μάτι σου, τὸ χέρι σου, μία καρφίτσα. Τὸ ἐνδιαφέρον σου ξυπνᾷ. Πρόκειται νὰ ὑπερασπισθῇς τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη εἰς τὸ μέλλον δυσφημισθῇ. Τὸ ἐνδιαφέρον σου διεγείρεται. Ἀφοῦ διεγείρεται τὸ ἐνδιαφέρον σου δὶ’ ἕνα σου χέρι διὰ μίαν καρφίτσαν διὰ τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη δυσφημισθῇ, δὲν πρέπει νὰ κινηθῇ τὸ ἐνδιαφέρον σου διὰ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος θὰ σοὺ ἀφαιρέσῃ ὄχι ἕνα χέρι ἤ μία καρφίτσα ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν σου; Εἶναι λογικὸν νὰ ἔχῃς τόσην εὐαισθησίαν εἰς τὰ ἐλάχιστα, εἰς τὴν ἀπώλειαν μιᾶς καρφίτσας καὶ ἀναισθησίαν εἰς τὰ μέγιστα, εἰς τὸν θάνατόν σου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἴσως μου εἴπῃς, ὅτι ἂν ψάξω τὰ περὶ τοῦ θανάτου μου καὶ πέραν αὐτοῦ, τί θὰ εὕρω ; Ἀπαντῶ. Ψάξε καὶ ἂν μὲν εὕρῃς τὴν πέραν τοῦ θανάτου ζωήν, θὰ εὕρῃς τὸ πᾶν. Ἐὰν δὲν εὕρῃς, δὲν ἔχεις νὰ χάσῃς τίποτα. Εἶσαι ποὺ εἶσαι ἄπιστος. Ἑπομένως τὸ τρομερὸν καὶ βέβαιον τοῦ θανάτου καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς ὥρας του πρέπει νὰ κινήσωσι τὸ ἐνδιαφέρον παντὸς ἀνθρώπου.

Σὺ ὁ ἀναγιγνώσκων εἶσαι πιστός; Βλέπεις, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι βέβαιος, τρομερὸς καὶ ἀβεβαία ἡ ὥρα του. Πιστεύεις, ὅτι θ’ ἀπολογηθῇς μίαν ἡμέραν. Ἐνθυμουμένου τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου πόσα πάθη δὲν θὰ σβύσουν, πόσαι ἐκδικήσεις δὲν θὰ παύσουν, πόσαι ἐπαναστάσεις τῆς σαρκὸς δὲν θὰ κατευνασθοῦν, πόσα σχέδιά σου δὲν θὰ τροποποιηθοῦν, ἀφοῦ πιστεύῃς, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἀπολογηθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἡ ὥρα αὕτη εἶναι ἀβεβαία. Συνεπῶς πᾶσα σκέψις καὶ πρᾶξις σου, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γίνῃ, πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη, ὥστε νὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ ἀποθάνῃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν, ἀφοῦ δὲν γνωρίζῃς, ἐὰν θὰ ζήσῃς ἀργότερον. Κανόνισε τὸ παρόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ χέρι σου, διὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἀνάγκην τὸ μέλλον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τρομερός, διότι καταστρέφει τὴν ζωήν, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ θύρα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἐὰν εἶναι τρομερὸς ὁ θάνατος, διότι γκρεμίζει τὴν ζωήν, πόσον τρομερὸς εἶναι διὰ σὲ τὸν πιστόν, ὁ ὁποῖος πιστεύεις εἰς τὸ αἰώνιον τῆς κολάσεως, ἐὰν δὲν ἑτοιμασθῇς καταλλήλως; Ἐὰν προσθέσωμεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, πόσον τρομερὸς διὰ σὲ πιστὲ πρέπει νὰ εἶναι ὁ θάνατος, ὅταν λόγῳ τῆς ἀμελείας σου, ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃς διὰ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, κατέρχεσαι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν; Ταῦτα εἶναι βέβαια καὶ τρομερὰ διὰ σέ, ὅσον ἀβεβαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ὥρα των.

Ἑπομένως πιστοὶ καὶ ἄπιστοι πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῶμεν διὰ τὸ βέβαιον καὶ τρομερόν του θανάτου καὶ τὴν ἀβεβαίαν του ὥραν, ὥστε οἱ μὲν ἄπιστοι νὰ γίνωσι πιστοί, οἱ δὲ πιστοὶ νὰ τακτοποιήσωσι τὸν ἑαυτὸν των, εἰς τρόπον ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς πᾶσαν ὥραν νὰ ἐμφανισθῶσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τρεῖς φίλους. Ὁ ἕνας τὸν ἐγκαταλείπει κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ὁ ἄλλος κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸν καὶ ὁ τρίτος τὸν συνοδεύει πέραν τοῦ τάφου. Ὁ πρῶτος εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ δεύτερος oἱ φίλοι του καὶ ὁ τρίτος τὰ καλὰ ἔργα. Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ φροντίζῃ, ὥστε ἐνῷ, ὅταν ἐγεννήθη, ὅλοι γελοῦσαν καὶ αὐτὸς ἔκλαιεν, ὅταν ἀποθάνῃ, οἱ ἄλλοι νὰ κλαίουν καὶ αὐτὸς νὰ γελάῃ.

ΘΑΥΜΑ ΣΕ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΗ ΚΟΠΕΛΑ

1Το θαύμα αυτό έχει σχέση με μία κοπέλα, την κ. Στρατούλα από τη Χαλκίδα που στα 26 της χρόνια, το Σεπτέμβριο τού 1996, προσβλήθηκε από καρκίνο. Να πως μας διηγείται η ίδια τον θαυματουργικό τρόπο με τον οποίο απαλλάχτηκε από αυτόν.

Στα 26 μου χρόνια, ένα test έδειξε ότι είχα προσβληθεί από τον ιό, που αλλοιώνει τα κύτταρα έξω από τον τράχηλο. Οι γιατροί μου έκαναν κάποια επέμβαση, κόβοντας ένα κομμάτι από τον τράχηλο. Μετά από τρεις μήνες το test έδειξε ότι είχα γιατρευτεί. Ύστερα από κάποιο διάστημα ο ιός μου ξαναχτύπησε την πόρτα.  

Τότε αποφάσισα να θέσω τη ζωή μου στα χέρια τού Αγίου Παρθενίου. Νήστεψα 40 ημέρες, εξομολογήθηκα, κοινώνησα και καθημερινά διάβαζα τον Παρακλητικό Κανόνα τού Αγίου. Από την πρώτη κιόλας μέρα, είδα στον ύπνο μου τρεις φορές να εμφανίζεται και να χάνεται μπροστά μου μια τεράστια εικόνα τού Αγίου Παρθενίου. Ήταν μεγάλη σαν όλο το δωμάτιο και φωτεινή. Τότε ξυπνώντας, κατάλαβα ότι ο Άγιος με είχε ακούσει και ήταν δίπλα μου. Δεν έπαψα να είμαι και εγώ κοντά του. Όταν ξανάκανα το test, η απάντηση ήταν αρνητική για τον ιό και είχε μείνει πια μια απλή φλεγμονή. Με δάκρυα ευχαρίστησα τον Άγιο Παρθένιο και αποφάσισα να συνεχίσω με περισσότερη πίστη τις προσευχές μου. Η επόμενη εξέταση ήταν αρνητική για κάθε κακοήθεια και δεν υπήρχε ούτε φλεγμονή. Όλα αυτά χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρούς, χωρίς τις επώδυνες και βασανιστικές θεραπείες για τον καρκίνο, που εφαρμόζουν οι γιατροί στις μέρες μας.

Τώρα τον έχω πάντα προστάτη μου, πάνω από το κρεβάτι μου και μία φορά την εβδομάδα ανεβαίνω στο Μοναστήρι να προσευχηθώ και να τον ευχαριστήσω. Στην προσπάθειά μου αυτή βοήθησαν οι δυο γερόντισσες μοναχές τού Μοναστηριού που με τις συμβουλές και την κατανόηση τους τόνωσαν την ψυχή μου, για να μπορώ να προσεύχομαι με περισσότερη δύναμη και με όπλισαν με υπομονή και καρτερικότητα. Τις ευχαριστώ.

Πράγματι, μας διαβεβαιώνει η γερόντισσα Μαριάμ της Ι. Μ. Μακρυμάλλης, η κ. Στρατούλα είναι τελείως καλά.Τώρα παντρεύτηκε κιόλας και δεν ξεχνά ποτέ το τάμα της. Μία φορά την εβδομάδα σε ένδειξη σεβασμού, αγάπης και ευγνωμοσύνης προς τον Άγιο, ανεβαίνει στο Μοναστήρι μας, γονατίζει μπροστά στην αγία κάρα του και τον ευχαριστεί για το μεγάλο δώρο που της έκανε.
πηγή

Χριστιανισμὸς - Ὀρθοδοξία - Ἐθνισμὸς Ἀλιβιζᾶτος Ἁμίλκας

Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, συμμεριζομένη τὴν ἔκφρασιν τῆς πανελληνίου χαρᾶς καὶ ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας καὶ ἱκανοποιήσεως ἐπὶ τῇ σημερινῇ μεγάλῃ ἐπετείῳ τῆς ἐθνεγερσίας, εἰς τὴν ὁποίαν ὀφείλεται ἡ ἔστω καὶ μερικὴ ἀπελευθέρωσις τῆς πατρίδος μας, συνεορτάζει μετὰ παντός τοῦ Ἑλληνικοῦ τὴν σημερινὴν μεγάλην ἡμέραν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεομήτορος καὶ συγχρόνως κατ' εὐτυχῆ σύμπτωσιν καὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος. 

Ἀξία μεγάλου ἑορτασμοῦ διὰ πάντα ἄνθρωπον, καὶ ἰδίᾳ διὰ πάντα Χριστιανόν, ἡ προαναγγελθεῖσα σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ καθόλου μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας. 

Ἀλλὰ καὶ ἀξία μεγάλου πανηγυρισμοῦ διὰ πάντα ἐλεύθερον Ἕλληνα ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ γένους ἀπὸ τοῦ μακραίωνος ζυγοΰ, ὅμοιον τοῦ ὁποίου δὲν ἀναφέρει ἡ ἱστορία, καὶ ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἐλευθερίας, ἥτις ὑπῆρξεν ἀείποτε τὸ ἀνώτερον ἐθνικὸν ἰδεῶδες, καὶ διὰ τὴν ὁποίαν τὸ σύνθημα ὑπῆρξεν «ἐλευθερία ἢ θάνατος». 

Ἡ πρώτη, θρησκευτικὴ ἐπέτειος, ἔχει παγκόσμιον χαρακτῆρα, διότι ἀναφέρεται εἰς τὴν πνευματικὴν σωτηρίαν ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἐνῷ ἡ δευτέρα, ἐθνικὴ ἐπέτειος, ἔχει μόνον πανελλήνιον χαρακτῆρα, μὲ εὐρυτέραν ἀκτινοβολίαν ἐφ' ὁλοκλήρου τῆς ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἀπεχθῆ ζυγὸν ὑποδούλου βαλκανικῆς χερσονήσου καὶ τῶν λαῶν αὐτῆς, εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν ὁποίων ἐκάλεσε πάντας τοὺς ὑποδούλους ταύτης λαοὺς ὁ μέγας βάρδος τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ὁ Ἕλλην ἐθνομάρτυς Ρήγας ὁ Φεραῖος. 

Ὁ ἄνθρωπος, δημιουργηθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ μικρόν τι παρ' ἀγγέλους καὶ στεφανωθεὶς ὑπ' αὐτοῦ δόξῃ καὶ τιμῇ, διὰ τῆς πλήρους ὑποδουλώσεώς του εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ὕλην, ὑπέκυψεν εἰς τὸν πνευματικὸν θάνατον καὶ ἀπώλεσε τὴν κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν αὐτῷ ὡραιότητα, δυναμένην ὅμως νὰ ἀποκατασταθῇ εἰς τὴν προτέραν δόξαν μόνον διὰ τῆς ἐνσυνειδήτου οἰκειώσεως τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐπὶ τῇ βάσει ζωντανῆς καὶ ἀληθινῆς πίστεως. 

Τὸ μυστήριον τῆς θείας ταύτης Οἰκονομίας ἐπραγματοποιήθη διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ θείου Λόγου ἐκ τῶν ἁγνῶν αἱμάτων τῆς Θεομήτορος, δι' ἧς καὶ μόνης ἡ πρώτη πτῶσις μετεβλήθη εἰς ἀνάστασιν. 

Ἐξ ἄλλου ὁ Ἕλλην, τὸ θαῦμα τοῦτο τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, ἀπὸ τῶν πρώτων ἰχνῶν τῆς ἐμφανίσεώς του εἰς αὐτήν, παρουσιάζει μοναδικὸν σύμπλεγμα πνευματικῆς, ψυχικῆς, ἠθικῆς, αἰσθηματικῆς καὶ τεχνικῆς ἀκόμη συνθέσεως, μὲ περιοδικὰς ἱστορικὰς μεγαλουργίας, ἀπὸ τῶν ὁποίων ὅμως ὡς ἔθνος, διὰ τὰ ἀναμφισβήτητα ἐλαττώματα τῆς φυλῆς, κατὰ καιροὺς ἐκπίπτει μέχρι ταπεινώσεως καὶ ὑποδουλώσεώς του εἰς λαοὺς κατωτέρας πνευματικῆς ὑποστάσεως καὶ παραμένει εἰς τὴν ταπείνωσιν τῆς δουλείας μέχρις ἀναγεννήσεως καὶ ἀνανεώσεως τῶν δυνάμεων τῶν θείων δώρων τῆς φυλῆς, δι' ὧν μὲ πραγματικὰς θυσίας τῶν ἁγνῶν αἱμάτων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἡρώων ἀποκαθίσταται, ὡς κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, εἰς τὴν ἀνθρωπίνην εὐδαιμονίαν τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία συνιστᾷ καὶ τὴν ἀνωτέραν βαθμίδα τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ. 

Τὸ ἔθνος, ἀποκατασταθὲν εἰς τὴν ἐλευθέραν ζωήν, συνεκέντρωσεν ὅλας του τὰς δυνάμεις διὰ τὴν στερέωσιν καὶ ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας, ηὐχαρίστησεν εἰλικρινῶς τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἐπιτευχθεῖσαν ἐθνικὴν ἀνάστασιν καὶ ἐξεδήλωσε τὴν εὐγνωμοσύνην του διὰ τῆς ἀνεγέρσεως λαμπροῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας ἐν Ἀθήναις καὶ χιλιάδων περικαλλῶν ναῶν ἀνὰ τὴν ἐπικράτειαν. Ἔκτοτε δ' ἐν μέσῳ ποικιλίας εὐνοϊκῶν ἢ καὶ ἀντιξόων περιστάσεων, βαδίζει τὴν στενὴν ὁδὸν τῆς προόδου, βασιζομένην εἰς τὰ ἀνώτερα ἰδανικά τῆς χριστιανικῆς του θρησκείας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ του πολιτισμοῦ, ὧν ἁπάντων προεξάρχει ἡ ἐλευθερία, χάριν τῆς ὁποίας οἱ Ἕλληνες, ἀκόμη καὶ κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους, πολεμοῦντες γενναίως, ἀληθινὰ κατ' ἐπανάληψιν ἐμεγαλούργησαν. 

Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ ἐγερθῶμεν: 

Αἰωνία ἔστω ἡ μνήμη τῶν ἀοιδίμων προμάχων τῆς Ἐλευθερίας! 

Δι' ἀμφότερα τὰ εἰς τὴν μεγάλην διπλῆν ἐπέτειον ἀναφερόμενα θαύματα κρίνω περιττὸν νὰ ὁμιλήσω διεξοδικώτερον, διότι κοινὸς θεολογικὸς τόπος εἶναι ἡ περὶ τὴν θείαν Οἰκονομίαν θεολογικὴ διδασκαλία καὶ ἐπίσης κοινὸς τόπος εἶναι ἡ ἔξαρσις τοῦ μεγαλείου τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς μεγαλειώδους καὶ ἐνδόξου ἐκβάσεώς του, ἡ ὁποία ὅμως, ἀφ' ἑνὸς μὲν ἦτο μερική, διότι δὲν ἀπηλευθερώθη ὁλόκληρον τὸ γένος, ἀφ' ἑτέρου δὲ μικρόν τι καὶ θ' ἀπέβαινεν ἀρνητικὴ διὰ τῆς πείσμονος ἐμμονῆς εἰς τὰ μεγάλα ἐλαττώματα τῆς φυλῆς καὶ κυρίως τὴν μέχρις ἐξοντώσεως ἀλληλοεχθρότητα, τὰ ὁποῖα ὡδήγησαν κατ' ἐπανάληψιν εἰς ἀπερίγραπτους ἐθνικὰς συμφοράς, ἀπὸ τῶν ὁποίων ἐν πολλοῖς καὶ παραμένομεν ἀδίδακτοι, ἐπὶ ἀνεπανορθώτῳ ζημίᾳ τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς. 

Οὕτως, ἀντιπαρερχόμενος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μεγάλων γεγονότων καὶ ἀνδραγαθιῶν, τὰς ὁποίας καὶ λίαν φιλαρέσκως ἑκάστοτε ἐπὶ τῇ σημερινῇ ἐπετείῳ ἐκδιηγούμεθα, προβαίνω ἐν γενικαῖς γραμμαῖς εἰς τὴν ἀντικειμενικὴν θεώρησιν τῶν τριῶν μεγάλων σφαιρῶν ἢ καταστάσεων, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἔζησε καὶ ἐμεγαλούργησε τὸ ἔθνος μας, τὸν Χριστιανισμόν, τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸν Ἐθνισμόν, καὶ τοῦτο, οὐχὶ διὰ νὰ ἐξάρω κατὰ τὰ εἰωθότα τὰ ἐξιστορούμενα γνωστὰ μεγαλεῖα τοῦ ἔθνους, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐπισημάνω τὰς εἰς τὰς τρεῖς ταύτας σφαίρας ἐπισυμβάσας καὶ ἐπισυμβαινούσας περιπλοκὰς καὶ συγχύσεις, αἱ ὁποῖαι, διαιωνιζόμεναι συνειδητῶς ἢ ἀσυνειδήτως, ἐπιφέρουν ἀσυναισθήτως θετικὴν ζημίαν καὶ ἔχουν φοβερὰ ἐπακολουθήματα καὶ ἐπιπτώσεις εἰς τὴν ἐθνικήν μας ζωὴν καὶ ὑπόστασιν. 

Καὶ πρῶτον στρέφομεν τὴν προσοχήν μας εἰς τὴν βάσιν καὶ οὐσίαν τῆς θρησκείας μας, τὸν Χριστιανισμόν. 


Α'

Τὸ σημερινὸν κεφάλαιον τῆς σωτηρίας μας ὡς ἀνθρώπων δὲν εἶναι ἄλλο ἢ ἡ ἀποκάλυψις τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἑνός τῆς ἁγίας Τριάδος, δι' ἧς, ὡς ἐλέχθη, τῆς ἀποκαλυπτικῆς αὐτοῦ διδασκαλίας, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως Αὐτοῦ, ἐξησφαλίσθη ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μὲ τὴν προϋπόθεσιν τῆς ἀληθινῆς καὶ ζωντανῆς καὶ οὐχὶ συμβατικῆς πίστεως. Διὰ ταύτης, δὲν ἐπιτυγχάνεται μόνον ἡ ἀπὸ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου ἀνάστασις καὶ σωτηρία, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἡ τοῦ ἀνθρώπου θέωσις, κατὰ χάριν βέβαια καὶ δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ἐν ἐπιγνώσει θεληματικῆς τῶν ἀνθρώπων ὑπακοῆς καὶ ὑποταγῆς. Ὁ Θεὸς κατῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς, διὰ νὰ ἀνέλθῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν κλίμακα τῆς θεότητος καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν θείαν μακαριότητα, ἀφ' ἧς ἐξέπεσεν. Ἡ τοιαύτη εἰς τὴν θείαν μακαριότητα ἐπάνοδος, βάσει τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ θαυμαστὸν καὶ θαυματουργὸν πέλαγος τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, εἰς τὸ ὁποῖον οὗτος ζῇ, ὅταν ἀληθινὰ πιστεύῃ, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἀθλιότητα τῆς παρούσης βραχυτάτης ζωῆς. 

Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς μας θρησκείας, τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μὲ τὴν ἱστορικὴν ἐξέλιξιν, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἡ νέα θρησκεία ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς, ἐνεφανίσθη αὕτη ὑπὸ τὴν μορφὴν καὶ ὑπόστασιν τῆς Χριστιανικῆς ἢ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐν τῇ οὐσία της οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ ὁ συνεχιστὴς τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Σωτῆρος ἐν τῷ κόσμω τῶν αἰώνων, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐπιδιώκει τὴν σωτηρίαν πάντων τῶν ἀνθρώπων, τῶν θελόντων νὰ ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας (Α' Τιμ. β' 4). 

Ἀποτέλεσμα τῆς θείας ταύτης δωρεᾶς καὶ χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι πᾶς ὁ οἱοσδήποτε ἄνθρωπος, ἄνευ ἐξαιρέσεως γένους, φύλου, κοινωνικῆς θέσεως ἢ τάξεως, εἶναι ἀφ' ἑαυτοῦ, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως καὶ ἀγάπης του, ὑποψήφιος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ ὁποία οὐδεὶς οὐδὲν προνόμιον ἔχει, διότι πάντες εἶναι τέκνα τοῦ Θεοῦ Πατρός, μὲ ἴσα δικαιώματα καὶ παρρησίαν ἀπέναντί Του. 

Ἀκόμη καὶ τὰ δύο ἔθνη, τὰ ὁποῖα οὐσιαστικῶς συνέβαλον εἰς τὴν θείαν Οἰκονομίαν, τὸ Ἰουδαϊκόν, ἐκ τοῦ ὁποίου κατ' ἄνθρωπον κατήγετο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ Ἑλληνικόν, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς γλώσσης καὶ φιλοσοφίας αὐτοῦ συνετέλεσεν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν καὶ ἐξάπλωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ, κατ' οὐδὲν διακρίνονται τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἔναντι τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος, οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ, πάντες γάρ... εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλάτ. γ' 28). 

Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ βάσις τῆς πίστεώς μας καὶ οἱαδήποτε παλαιοτέρα ἢ νεωτέρα θεολογία, ἐκκλίνουσα ἀπὸ τῆς βάσεως ταύτης, εἶναι θεολογία ἀρνητικὴ καὶ καταλυτικὴ τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ τονίσωμεν τὴν ὑποχρέωσιν, τὴν ὁποίαν ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες, ὡς πρωτότοκοι τῶν Εὐρωπαίων Χριστιανῶν, διὰ τῆς ἀποστολικῆς ἐνεργείας τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, νὰ τηρῶμεν ἀλώβητον τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν μας καὶ μὲ ἀληθινὸν δέος νὰ ἀντικρύζωμεν τὰς πρὸς αὐτὴν ὑποχρεώσεις μας, ὄντες τίμιοι ἔναντι τοῦ χριστιανικοῦ μας ὀνόματος καὶ μὴ ἀνεχόμενοι οἱανδήποτε νοθείαν αὐτοῦ, εἴτε διὰ μὴ ἐντίμου χριστιανικοῦ βίου, οὗτινος κορύφωμα ἡ βρωμερὰ ὑποκρισία, εἴτε δι' ἀποδοχῆς νέων καινῶν δαιμονίων καὶ ψευδοπροφητειῶν, νοθευουσῶν καταφώρως τὴν εἰς Χριστὸν καὶ μόνον ἁγνην ἡμῶν πίστιν. 

Ἀκριβῶς ὅμως εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐν τῇ μορφῇ τῆς Χριστιανικῆς ἢ τῆς Καθολικῆς, ὡς ὠνομάζετο τότε, Ἐκκλησίας, ἐπισυμβαίνει διὰ τῆς ἀναμείξεως τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος ἡ πρώτη περιπλοκὴ καὶ σύγχυσις ὅλως ἀσυναισθήτως καὶ θὰ ἔλεγον, καὶ ἀπαρατηρήτως ἐπικρατήσασα. 

Ἡ πρώτη Χριστιανικὴ ἢ Καθολικὴ Ἐκκλησία προχωρεῖ ἐν τῷ κοσμῶ ἐν πλήρει ἀντιδράσει τῆς κοσμοκρατείρας Ρώμης, ἡ ὁποία, κατ' αὐστηρὰν τοῦ πολιτειακοῦ νόμου ἐφαρμογήν, ἐπιβάλλει μαρτυρικὸν μάλιστα θάνατον κατὰ τῶν ὀπαδῶν τῆς νέας θρησκείας, χωρὶς ὅμως ὁ νόμος νὰ κατορθώσῃ νὰ διαγράψῃ διὰ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων τοὺς τοὐναντίον διὰ τοῦ ἰδίου αὔτοῦ αἵματος ἀποκτηθέντας τίτλους ἐπιβολῆς τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ κόσμου. 

Ἀκριβῶς δ' ὅταν ἐπλημμύρισεν ἡ τότε γνωστὴ Οἰκουμένη ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ αἵματα τῶν προμάχων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ μεγάλη μορφὴ τοῦ Ρωμαίου Αὐτοκράτορας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος, ὡς μέγας πολιτικός, ἀποφασίζει βαθυστόχαστον ριζικὴν μεταβολὴν τῆς ἔναντι τῆς νέας θρησκείας πολιτικῆς τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ ἀκριβῶς κατὰ τὴν ἔναντι τοῦ Μαξεντίου μάχην, μὲ τὸ ἐνθαρρυντικόν ὅραμα τοῦ Σταυροΰ, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «ἐν τοὺτῳ νίκα», ἐπιφέρει τὴν μεταβολήν, διατάσσει τὴν κατάπαυσιν τῶν διωγμῶν, ἀναγνωρίζει τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν ὡς religionem licitam, καὶ ἀνακηρύσσει αὐτὴν εὐθὺς ἀμέσως, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον, ἐπίσημον θρησκείαν τοῦ κράτους. Ἀπὸ τοῦ σημείου τούτου ἀρχίζει ἡ νέα περίοδος ἀνέσεως, προόδου καὶ ἀναπτύξεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μάλιστα, κυρίως ἔκτοτε, τιτλοφορεῖται καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὀρθόδοξος, ἔναντι εἴτε τῶν νοθευόντων τὴν ὀρθὴν πίστιν αἱρετικῶν, εἴτε τῶν ἐπιμενόντων εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, οἱ ὁποῖοι καὶ διώκονται τώρα ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος. Συγχρόνως ὅμως ἀρχίζει νέα περίοδος καταπτώσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς διὰ τῶν αἱμάτων τῶν μαρτύρων μέχρι τοῦδε συνεχῶς ἀποπλυνομένης ἁγνότητος αὐτῆς ὡς πρὸς τὴν πνευματικήν της πίστιν καὶ τὸ χριστιανικόν της ἦθος. 

Ἡ μεγάλη πολιτικὴ πρᾶξις τοῦ Κωνσταντίνου τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐπισήμου καὶ τῆς καταπαύσεως τῶν διωγμῶν, δι' ἃ ἠμείφθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνακηρυχθεὶς ὑπὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἅγιος, ἀκολουθεῖται ὑπὸ τῆς ἑτέρας μεγάλης πολιτικῆς πράξεως, τῆς μεταφορᾶς τῆς πρωτευούσης τοῦ κράτους ἀπὸ τῆς Ρώμης εἰς τὸ Βυζάντιον, μὲ τὸ νέον ὄνομα τῆς Νέας Ρώμης ἢ Κωνσταντινουπόλεως. Αὕτη, ὡς καὶ ἡ ὅλη μεταβολή, βαθύτερον θεωρουμένη, ἐμφανίζει σοβαρωτάτην σύγχυσιν ἢ περιπλοκὴν εἰς τὰ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δὲν ἔμεινεν ἄνευ σοβαρωτάτων δι' αὐτὴν τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιπτώσεων. Βεβαίως διὰ τῆς νέας πολιτικῆς τοῦ Κωνσταντίνου κατέπαυσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ἐστείρευσαν οἱ ποταμοὶ τῶν αἱμάτων τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, ἐφ' ὧν στηρίζεται ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἐξησφαλίσθη ἄνεσις ἀναπτύξεως, προόδου καὶ ἐξαπλώσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλ' ὁποία διαφορά! Πρότερον ἡ Ἐκκλησία, στηριζομένη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ἀπὸ τῶν αἱμάτων τῶν Μαρτύρων αὐθεντίαν, προχωρεῖ τὴν στενὴν ὁδὸν τῆς προόδου καὶ ἤδη κατὰ τὴν περίοδον τῶν διωγμῶν τὸ χριστιανικὸν δένδρον διακλαδοῦται μὲ σημαντικοὺς κόμβους εἰς ὁλόκληρον τὴν τότε γνωστὴν οἰκουμένην, ἐνῷ τώρα ἡ πρόοδος καὶ ἀνετωτέρα ἐξάπλωσίς της βασίζεται ἁπλούστατα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐθεντίας. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἦτο τὸ μόνον. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐτοποθέτησε τὴν νέαν καὶ ὑπ' αὐτοῦ εὐνοηθεῖσαν θρησκείαν εἰς τὴν θέσιν τῆς παλαιᾶς καὶ ἒλαβεν ἔναντί της τὴν θέσιν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἔναντι τῆς παλαιᾶς ὡς Pontifex Maximus. Τώρα, ὡς «ἐπίσκοπος τῶν ἔξω», ὡς φιλαρέσκως ὠνόμαζεν ἑαυτόν, ἀναμειγνύεται εἰς τὰ ἐσωτερικώτερα ἀκόμη τῆς Ἐκκλησίας. Καίτοι δὲ μὴ ὢν εἰσέτι Χριστιανός, διότι, ὡς γνωστόν, ἐβαπτίσθη μικρὸν πρὸ τοῦ θανάτου του, ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης του, λαμβάνει ἐνεργὸν μέρος εἰς τὸν καθορισμὸν τῆς ὀρθοδόξoυ χριστιανικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ συγκαλεῖ τὴν Α' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον (325 μ.Χ.), ἡ ὁποία καθώρισεν, αὐτοκρατορικῇ ἐγκρίσει, τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ἔναντι τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου. Ἡ σύγχυσις ἐπαυξάνεται περισσότερον, ἐφ' ὅσον ἡ ἄμεσος ἐπέμβασις τοῦ Αὐτοκράτορος γίνεται τῇ ἀνοχῇ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κυρίως ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἐπίσκοποι, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς δύο ἐπισκόπους, τῆς Ρώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εὑρισκόμενοι ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ μεγάλου εὐεργετήματος πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, τῆς καταπαύσεως τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τὴν φιλάρεσκον γοητείαν τῶν ἐξαιρετικῶν προνομίων, τὰ ὁποῖα. ἐπεδαψίλευσεν εἰς αὐτοὺς ὁ Αὐτοκράτωρ ὡς ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, προνομίων, τὰ ὁποῖα, ἰδίᾳ ὡς πρὸς τὸν πρῶτον, ἐξελίχθησαν εἰς καθαρῶς κοσμικὰ καταντήματα, οὐ μόνον ἠνέχθησαν ἀδιαμαρτυρήτως τὴν ἐπέμβασιν, σύμφωνον ἄλλως τε πρὸς τὴν ὀρθὴν πίστιν, ὡς διετυποῦτο θεοπνεύστως, ἀλλὰ καὶ διὰ πᾶσαν ἐκκλησιαστικὴν δυσκολίαν προσέτρεχον εἰς τὸν Αὐτοκράτορα, ὅστις ἐπροθυμοποιεῖτο νὰ διευθετῇ τὰ πράγματα καὶ νὰ λύη τὰς διαφοράς. Τοιουτοτρόπως, σχεδὸν ἀπαρατηρήτως, ἐφ' ὅσον οἱ Ἐπίσκοποι ἐπρωτοστάτουν εἰς τὴν ἀποδοχήν τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐπεμβάσεως, ἡ πρώην ἀνεξάρτητος καὶ αὐτεξούσιος Ἐκκλησία, κατά τι τοὐλάχιστον ἐκκοσμικοποιεῖται, καί, ἀντὶ τοῦ κανόνος τοῦ Χριστοῦ «ἀπόδοτε τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι, καὶ τὰ τοῦ Θεοΰ τῷ Θεῷ» (Μάτθ. κβ' 22), παραδίδεται σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Καίσαρος καὶ ἔκτοτε καθιεροῦται ἡ, οὕτως εἰπεῖν δικαιωματική, ἀνάμειξις τῆς πολιτείας εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας. Αὕτη, ἐπὶ τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀκόμη καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, τοῦ θέλοντος τὴν ἰσχὺν τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους, καὶ ἄλλων μετέπειτα αὐταρχικῶν βασιλέων, ἀκόμη καὶ ἄλλων ἐκχριστιανισθεισῶν χωρῶν, προχωρεῖ καὶ φθάνει εἰς τὴν αὐθεντίαν καὶ ἐπιβολήν τοῦ μέχρι καὶ σήμερον ἰσχύοντος, ἰδίᾳ ἐν τῇ προτεσταντικῇ μάλιστα Δύσει ἀξιώματος: Cujus regio, ejus et religio. 

Συμπληρωματικῶς δέον νὰ ἐπισημανθῇ καὶ ἡ ἄλλη φοβερὰ ἐπίπτωσις τῆς συγχύσεως ταύτης, ὅτι δήλ. τώρα οἱ διάφοροι λαοὶ εἰσήρχοντο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ διαταγῆς τοῦ ἄρχοντός των, βαπτιζόμενοι ὁμαδικῶς εἰς τοὺς ποταμούς, ἄνευ φυσικὰ οἱασδήποτε προτέρας ψυχικῆς ἐπεξεργασίας, ὡς αὕτη λίαν ἐπιμεμελημένως ἐγίνετο κατὰ τὴν περίοδον τῶν διωγμῶν, ὅτε ἴσχυεν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος καὶ ὅτε, διὰ καταλλήλου κατηχήσεως ἀνωτέρας ποιότητος, ἐχαλυβδοῦτο ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ χριστιανικὴ συνείδησις. Τώρα τὸ ποιὸν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ἐπόψεως χριστιανικῶν ἠθῶν, κατῆλθεν ἐν τῇ πραγματικότητι πολὺ χαμηλὰ καὶ οὐδὲ μακρόθεν δύναται νὰ παραβληθῆ πρὸς τὸ ὕψος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανικοῦ ἤθους τῆς πρώτης ἐποχῆς. Μὴ λησμονῶμεν δέ, ὅτι αἱ μεταγενέστεραι καὶ σύγχρονοι χριστιανικαἰ γενεαὶ εἶναι ἀπόγονοι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἰσῆλθον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὡς εἰσῆλθον, μὲ ἀνίπτους, ὡς θὰ ἐλέγομεν, πόδας, δι' ὃ καὶ οὐδαμῶς παράξενον εἶναι, ὅτι διὰ τοὺς ἀμεσωτέρους ἀπογόνους των, εἰς οὓς ἀνήκουν καὶ οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, πλὴν ἐξαιρέσεων, καὶ ἕνεκα βέβαια καὶ ἄλλων λόγων καὶ διαφόρων κατὰ καιροὺς κοινωνικῶν ἐξελίξεων, δύναται ἡσύχως νὰ τεθῇ τὸ ἐρώτημα καὶ πράγματι θετικῶς τίθεται, σήμερον μάλιστα, κατὰ πόσον οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ εἶναι πράγματι χριστιανοί, ὅλως ἀντίθετον τούτου προβάλλοντες διὰ τῆς ἀτομικῆς καὶ ὁμαδικῆς βιωτῆς αὐτῶν εἰκόνα χριστιανικοῦ ἤθους. 

Τὸ σημεῖον ἀκριβῶς τοῦτο προκαλεῖ σήμερον, κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ εὐρυτέρου Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ἱκανὴν βέβαια καθυστέρησιν, τὴν πολύπλευρον ἐξέτασιν τοῦ κυρίου τούτου θέματος, ὑπὸ τῶν μεγάλων ἐπισήμων παγχριστιανικῶν συγκεντρώσεων, ὡς τῆς 2ας Βατικανῆς Συνόδου τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (1962 -1966), τῆς παγκοσμίου Συσκέψεως τῆς Οὐψάλλας τοῦ παρελθόντος Ἰουλίου, τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν διεκκλησιαστικῶν μεγάλων κοινωνικῶν Συσκέψεων τοῦ ἰδίου ἐν Γενεύῃ (1966) καὶ Βηρυτῷ (1968) , περὶ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς προσπαθείας ἀναζωογονήσεως τοῦ ἐν τῇ πραγματικότητι ἀπονεκρωθέντος χριστιανικοῦ ἤθους. 

Ἰδοὺ αἱ φοβεραὶ ἐπιπτώσεις τῶν ἀπὸ αἰώνων γενομένων περιπλοκῶν καὶ συγχύσεων, ὧν ἕνεκα, παρὰ τὰς τεραστίας καταβαλλομένας προσπαθείας τῶν ὡς ἄνω διεθνῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανώσεων κύρους, ἡ καθαρότης τῶν χριστιανικῶν ἠθῶν παραμένει εἰσέτι εἰς χαμηλὸν ἐπίπεδον, μὲ τὰς πρωτοφανεῖς εἰς τὴν ἐποχήν μας ἐπαναστατικὰς ἐκδηλώσεις. Τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ καὶ ἡ στασιμότης καὶ αἱ δυσχέρειαι πραγματικῆς, χριστιανικῆς δέ, ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων μεγάλων κοινωνικῶν προβλημάτων, τῶν ἐπιτακτικῶς ἀπαιτούντων τὴν λύσιν των οὐ μόνον διὰ τῆς υἱοθετήσεως καὶ ἐφαρμογῆς ὑγιοῦς ἀνωτέρας κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἀλλὰ καὶ διὰ πρεπούσης ἀναπτύξεως τοῦ ποιμαντορικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καὶ δι' ἀνυψώσεως τοῦ χριστιανικοῦ ἐπιπέδου καθόλου μὲ γνήσιον χριστιανικὸν φρόνημα καὶ ἀληθινὸν χριστιανικὸν ἦθος εἰς τὰς διαφόρους χώρας τοῦ κόσμου καὶ κυρίως τὰς χριστιανικάς. 

Ἀλλ' ἃς προχωρήσωμεν εἰς τὴν θεώρησιν τῆς δευτέρας σφαίρας, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐπισημαίνομεν ἐπίσης ποιάν τινα σύγχυσιν καὶ περιπλοκήν, δηλ. εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. 


Β'

Ἡ ἐπέμβασις τοῦ Μ. Κωνσταντίνου συμπίπτει σχεδὸν μὲ τὴν τιτλοφορίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθοδόξου, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν, ὅτι ἔναντι τῶν αἱρετικῶν Ἐκκλησιῶν ἢ ὁμάδων, τῶν νοθευσασῶν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, ἵσταται ἡ Καθολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς ἡ φύλαξ καὶ κιβωτὸς τῆς γνησίας, ἀκραιφνοῦς καὶ ἀλωβήτου, καὶ διὰ τοῦτο, ὀρθοδόξου πίστεως καὶ διδασκαλίας, δι' ἣν ἔλαβε καὶ τηρεῖ τὸν τίτλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖον τηρεῖ καὶ ὡς ἰδιαίτερον χαρακτηριστικὸν τὸ ἀνατολικὸν τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῷ τὸ δυτικὸν τμῆμα ἔχει καὶ διατηρεῖ τὸν τίτλον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς γενομένης, ἰδίᾳ μετὰ τὴν Μεταρρύθμισιν, ἱστορικῆς ἐξελίξεως μὲ χαρακτῆρα ὁμολογιακὸν (Confessionnel). 

Ὡς γνωστὸν ὅμως, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν τοπικῶν Συνόδων, τῶν συγκροτηθεισῶν κατὰ τὸ πλεῖστον πρὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον ἀπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ τίτλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὀρθῶς ἐπεκτείνεται καὶ ἐπὶ τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὑπὸ τῶν Ἱ. Κανόνων καθορισθείσης. Ἔτι δὲ περισσότερον, μετὰ τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους, ὁ τίτλος ἐπεκτείνεται καὶ ἐπὶ τὸ μεταγενέστερον ἐθιμικὸν δίκαιον, καὶ γενικώτερον τὴν ἐθιμικὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἔννοια τῆς λέξεως ἢ τοῦ ὅρου «Ὀρθοδοξία» χρησιμοποιεῖται ὑπὸ γενικωτάτην μορφήν, περιλαμβάνουσαν πᾶν ὅ,τι ὑφίσταται ἐν τῇ πράξει καὶ τῇ ζωῇ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε τοῦτο καλῶς κεῖται, εἴτε κατόπιν ἐπικρατησασῶν ὅλως μεταγενεστέρως διευθετήσεων καὶ νεωτέρων ἐθίμων κακῶς, ἔστω καὶ ἂν ταῦτα πολλάκις ρητῶς ἀντίκεινται εἰς τὴν ὑπὸ τῶν Ἱ. Κανόνων καθορισθεῖσαν ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικὴν τάξιν, ὡς, φέρ' εἰπεῖν, εἰς τὸ ζήτημα τῆς κόμης τῶν κληρικῶν (καί, ὃ χείριστον, τῆς τελέσεως τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας) καὶ εἰς ἄλλα πολλὰ καὶ νεώτερα ἤθη καὶ ἔθιμα εἰς τὴν τελετουργικὴν καὶ τὴν καθόλου ζωὴν καὶ πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δεδομένου δ' ὅτι ἡ ἐν ἀνεπιτρέπτῳ, διὰ δῆθεν πολιτισμένον ἔθνος, καταπτώσει εὑρισκομένη τάξις τοῦ κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας —παρὰ τὰς γνωστὰς καὶ ἐπαινετὰς ἐξαιρέσεις πολλῶν κληρικῶν, ἰδίᾳ τοῦ ἀνωτέρου κλήρου— ἰδιαιτέρως ἀγαπᾷ τὴν προσήλωσιν εἰς τοὺς κατὰ τεκμήριον παλαιοὺς τύπους καὶ τὰς παλαιὰς συνηθείας, ἀδιαφόρως ἂν πολλαὶ τούτων εἶναι νεώτεραι, ὁ ὑπεραιρόμενος τίτλος τῆς Ὀρθοδοξίας συμπεριλαμβάνει πολλάκις καὶ πλεῖστα ὅσα πράγματα, ἀντιστρατευόμενα εἰς τὴν ἀρχικὴν ἔννοιαν καὶ τὴν μεγαλειότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐν τοῖς σημείοις τούτοις βλέπει τὶς νέαν σύγχυσιν καὶ νέας περιπλοκὰς μὲ ἀμέσους ἐπιπτώσεις ἐπὶ τῆς γνησίας ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σχεδὸν ἀπαρατηρήτως ἐπικρατούσας. 

Ἡ σύγχυσις αὕτη ἐπεκτείνεται καὶ δι' ἐξωεκκλησιαστικῶν ἐπεμβάσεων εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ἀδυναμίᾳ πρεπούσης διακρίσεως τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴν ὑπερτέρας πως μορφώσεως ἐπεμβάσεων, ἥτις φέρει τελείαν σύγχυσιν εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας. 

Οὕτως ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις ὑφίσταται σύγχυσιν καὶ περιπλοκὴν καὶ δυσκόλως δύναται εἰς ταύτας νὰ ἐκκαθαρίσῃ τις τὴν ἀκριβῆ ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἥτις ἐκκαθάρισις θὰ ἐπέλθῃ πλήρης μόνον μετὰ τὴν πλήρη ἐξάπλωσιν καὶ ἐπικράτησιν ἀληθινῆς μορφώσεως τοῦ κλήρου ἐν τῷ συνόλω τοῦ ἱκανοΰ νὰ ἀναλάβῃ μὲ πλήρη αὐθεντίαν τὸ διδακτικόν, τὸ διοικητικὸν καὶ τὸ ποιμαντικὸν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν πρέποντα τρόπον καὶ τόνον. 

Ἀλλ' ἡ ἔννοια τῆς 'Ορθοδοξίας ὑφίσταται περαιτέρω νέαν σύγχυσιν καὶ περιπλοκὴν ὅταν, ἐξ ὑπερβολικῆς ἐπιστημονικῆς δῆθεν διαθέσεως, καταβάλλεται προσπάθεια νὰ προσαρμοσθῇ ἡ Ὀρθοδοξία πρὸς καινοφανῆ διδάγματα τῆς δυτικῆς θεολογίας καὶ ἰδίᾳ τῆς τελευταίας φιλελευθέρας τάσεως τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας, ὅπου τὰ ἀσυμβίβαστα βιάζονται νὰ λάβουν μορφὴν δῆθεν ὀρθόδοξον, ἐπὶ πλήρει συγχύσει τῆς ἀκριβοῦς ἐννοίας τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Οὐχ ἥσσονα ὅμως σύγχυσιν ὑφίσταται ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξ ἀλογίστου προσπαθείας ὑπερβολῆς καὶ ὑπερτονισμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, τὸ ὁποῖον βέβαια συνετέλεσε σημαντικῶς εἰς τὴν θεολογικὴν ἀνάπτυξιν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλ' ὅπου στοιχεῖα ἑλληνικὰ ἀναμειγνύονται καθ' ὑπερβολὴν μὲ τὴν ἀκριβῆ καὶ θετικὴν θρησκευτικὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐμφανίζεται αὕτη ὡς τοῦτ' αὐτὸ ἀποκλειστικῶς ἔργον καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς ἐπεξεργασίας καὶ ἐξελίξεως, ἐν τῇ ὁποίᾳ οὐδὲν σχεδὸν στοιχεῖον χριστιανικὸν καὶ θρησκευτικὸν ἀπομένει, τῆς Ὀρθοδοξίας ἐμφανιζομένης ἀποκλειστικῶς ὡς ἔργου ἑλληνικοῦ, τοῦθ' ὅπερ οὐ μόνον εἶναι ἀπαράδεκτον ἐξ ἐπόψεως θρησκευτικῆς, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεῖ σημεῖον δικαίως ἀντιλεγόμενον παρὰ τῶν μὴ Ἑλλήνων ὀπαδῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, μὴ ὄντων διατεθειμένων καὶ δὴ ἀπὸ καθαρᾶς θρησκευτικῆς πλευρᾶς νὰ δεχθοῦν πλήρη ἐλληνοποίησιν τῆς Ὀρθοδοξίας, παρὰ τὴν ἀναγνώρισιν καὶ ἐκ μέρους των τῆς μεμετρημένης ἑλληνικῆς συμβολῆς καὶ ἐπιδράσεως, ἰδίᾳ εἰς ὅ,τι ἀφορᾳ εἰς τὴν μορφὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ταύτης. 

Τοῦτο καθίσταται ἔτι φανερώτερον εἰς τὸ μέγα ζήτημα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ, ὡς γνωστόν, ὡς δύο ἰσοτίμους πηγὰς τῆς θρησκευτικῆς ἀληθείας τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν. Ἡ δευτέρα οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνεία καὶ ἡ ἐν ἀπολύτῳ συμφωνίᾳ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν προφορική, ὡς καὶ γραπτὴ συμπληρωματικὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. 

Ἡ ἱστορικὴ ὅμως ἐξέλιξις τῆς Ἐκκλησίας ταχέως ἐπέβαλε τὴν διάκρισιν μεταξὺ Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ μεταγενεστέρας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Ἀλλ' ἡ τελευταία, προχωροῦσα καὶ μέχρι σχεδὸν συγχρόνου ἐθιμικῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, συγχέεται, ἐκ μέρους ἰδίᾳ τῶν ἁπλοϊκωτέρων, μὲ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, καθ' ἣν στιγμὴν πολλὰ στοιχεῖα ταύτης εἶναι ζήτημα ἂν ἀντέχουν εἰς τὸν ἀκριβῆ ὀρθόδοξον ἔλεγχον, ὁπότε παρὰ ταῦτα, διισχυριζόμενα τυχὸν τὴν θέσιν των ὡς γνησίων ὀρθοδόξων, προφανῶς συντελοῦν εἰς νοθείαν τῆς Ὀρθοδοξίας, τουλάχιστον ἐξ ἐπόψεως περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ εὐρυτάτου πνευματικοῦ ὀρίζοντος τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἀδυναμίαν ἀντικρύσεως καὶ πρεπούσης ἐκτιμήσεως τοῦ ἁπανταχοῦ ἐπικρατήσαντος οἰκουμενισμοῦ, πρὸς ὃν προσανατολίζονται πᾶσαι αἱ Χριστιανικαὶ Ἐκκλησίαι, ἑκάστη βέβαια κατὰ τὴν φύσιν καὶ τὴν ἰδὶαν αὐτῆς πνευματικὴν ἱκανότητα. 

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἀνακαίνισις τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει τὴν ἐκκαθάρισιν τῶν τοιούτων ξένων ἐπιστρωμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπιβαρύνουν ἀλλοιωτικῶς τὴν καθαρότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἡ σύγχυσις καὶ περιπλοκὴ καθίσταται προφανὴς καὶ εἰς τὴν σφαῖραν ταύτην τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ λίαν δυσαρέστους καὶ ὄχι μόνον μελλοντικὰς ἐπιπτώσεις. 


Γ'

Ἐκεῖ ὅμως ὅπου ἡ σύγχυσις καθίσταται ἔτι πλέον φανερά, εἶναι εἰς τὴν σφαῖραν τοῦ ἐθνισμοῦ καὶ τὴν κατὰ φυσικὸν λόγον συγχώνευσιν τῶν δύο ἐννοιῶν, ἔθνους καὶ κράτους ἀφ' ἑνὸς καὶ θρησκείας ἀφ' ἑτέρου. Τὸ πρῶτον εὐχερῶς καὶ πρεπόντως ἐμφανίζεται ἔναντι τῆς δευτέρας ὡς ἡ κιβωτὸς προστασίας καὶ διαφυλάξεως τῆς 'Ορθοδοξίας, ἐπὶ ἱκανῇ ὅμως συγχύσει τῶν ρόλων, τοὺς ὁποίους ἐμφανίζουν αἱ δύο αὐταὶ σφαῖραι, τῆς θρησκείας καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀφ' ἑνὸς καὶ τοῦ ἔθνους-κράτους ἀφ' ἑτέρου, ὅπου ἡ πρώτη, καθαρῶς πνευματικὴ δύναμις, οὐδεμίαν ἔχει ἢ πρέπει νὰ ἔχῃ κατ' ἀρχὴν ἀνάμειξιν εἰς τὰ τῆς δευτέρας, πλὴν καιρικῶν περιπτώσεων καὶ περιστάσεων, ὧν παρελθουσῶν, ἑκάστη ἀποχωρίζεται τῆς ἑτέρας, τηροῦσα τὴν ἑκάστη προσήκουσαν ἀνεξαρτησίαν, ἐπὶ ἑκατέρωθεν σεβασμῷ τῆς πραγματικῆς αὐτῶν ἐννοίας καὶ ἀναλόγου ἐνεργείας ὑπὲρ τοῦ πνευματικοῦ ἀγαθοῦ τοῦ Ἕλληνος ἰδίᾳ Χριστιανοῦ. 

Ὡς Ἔθνος καθορίζεται συνήθως ἐπὶ τὸ γενικώτερον ἡ ὁμὰς λαοῦ ἢ λαῶν, ἡ ὁποία μὲ κοινότητα γλώσσης, καταγωγῆς, κοινῶν αἰσθημάτων καὶ ἐπιδιώξεων ἐμφανίζεται κεχωρισμένη καὶ διακρίνεται ἔναντι ἄλλων παρομοίων ὁμάδων καὶ ἡ ὁποία κατὰ τὴν χρονικὴν διαδρομὴν τῶν αἰώνων καὶ ἀναλόγως τῶν πνευματικῶν καὶ ψυχικῶν αὐτῆς ἰδιοτήτων καὶ ἱκανοτήτων μικρὸν κατὰ μικρὸν ἐμφανίζει ἴδιον πολιτισμόν, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καὶ τὴν σφραγῖδα καὶ τὸ γνώρισμα τῆς ὁμάδος. 

Παρόμοιόν τι συνέβη κατ' ἐξοχὴν μὲ τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ ὁποῖον ἀπ' ἀρχαιοτάτων χρόνων διακριθὲν ἄλλων βαρβάρων ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἀλλὰ καὶ ἄλλων, μὲ ἴδιον πολιτισμόν, λαῶν, παρουσίασε τὴν γνωστὴν ἐκπολιτιστικὴν ἐμφάνισιν ἐν τῇ Ἱστορίᾳ, ἡ ὁποία καθιστᾷ ὑπερήφανον πάντα Ἕλληνα ἀνήκοντα εἰς τὴν ἐθνικὴν αὐτὴν ὑπόστασιν, ἡ ὁποία γνωρίζεται διὰ τοῦ ὑψίστου τῶν πολιτισμῶν, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. 

Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, διακρινόμενον μεταξὺ ἄλλων ἐθνικῶν ὁμάδων καὶ ἕνεκα ἐξαιρετικῶν λόγων καὶ ἱστορικῶν ἐξελίξεων, ἐβράδυνε νὰ ἐμφανίσῃ τὴν ἐθνικήν του ὁμαδικὴν ἑνότητα. Καὶ ἡ μεγάλη πολιτικὴ μεταβολὴ ἐπὶ Μ. Κωνσταντίνου ἐπέτεινε τὴν βραδύτητα καὶ ἐχρειάσθησαν αἰῶνες διὰ νὰ ἀποτελεσθῇ ἡ ἐθνικὴ ἑνότης ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἐνσυνειδήτως περισσότερον παρὰ ποτὲ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς δουλείας, μὲ τελικὸν πλῆρες ἀποτέλεσμα ἀλλ' οὐχὶ ἐν τῷ συνόλῳ του ὡς πρὸς τὴν χωρικὴν αὐτοῦ ἔκτασιν, κατὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν, ὁπότε, ἔστω καὶ εἰς μόνον τὸ ἐλεύθερον τμῆμα τοῦ ἔθνους, ἐπραγματοποιήθη ἡ συνταύτισις ἔθνους καὶ κράτους, μὲ τὴν ἐπίσημον μάλιστα ὑπὸ νεωτέραν ἔννοιαν κρατικήν της ἐμφάνισιν. Ἡ σύνθεσις αὕτη, κατὰ φυσικὸν λόγον, ἐνεφανίσθη μὲ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς τίτλους τῆς περιόδου τῆς δουλείας. Εἷς δὲ τῶν σπουδαιοτέρων τίτλων ἦτο ὁ κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ φρικτοῦ ζυγοῦ χαλκευθεὶς στενώτατος σύνδεσμος θρησκείας καὶ ἔθνους. Ὡς γνωστόν, κατὰ τὴν ἐφιαλτικὴν ταύτην περίοδον τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, τοῦτο εὕρισκε πλῆρες καταφύγιον ἐκ τῶν δεινῶν της δουλείας εἰς τὴν Ἔκκλησίαν, δι' ἧς, κυρίως διὰ τῆς ὑπερόχου ὀρθοδόξου λατρείας της καὶ τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ», διεσώθη ἡ γλῶσσα, τὸ ἐθνικὸν αἴσθημα καὶ διετηρήθη ἄσβεστον τὸ πρὸς τὴν ἐλευθερίαν αἴσθημα τοῦ παντὸς Ἕλληνος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ πρότυπα τοὺς Ἱεράρχας της καὶ τὸν κλῆρον της, πλουσίως συμβαλόντα εἰς τὸν φόρον τοῦ αἵματος τοῦ ἀγωνιζομένου ἔθνους, ἐπετέλεσε μοναδικὸν ποιμαντορικὸν ἔργον, τὸ ὁποῖον κατὰ φυσικὸν λόγον συνεδέθη στενώτατα μὲ τὴν ὑπόδουλον ἐθνικὴν ζωήν, τοῦ στενωτάτου τούτου συνδέσμου ἐκδηλωθέντος εἰς τὸν ἐθνικὸν χαρακτῆρα τοῦ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγῶνος, ὅστις ἐχαρακτηρίζετο ὅτι διεξήγετο διὰ τὴν πατρίδα καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν, ἔναντι τῶν ἀλλοθρήσκων Μωαμεθανῶν, δι' ὅ καὶ ὁ ὅρκος τῶν Φιλικῶν (πρᾶξις καθαρῶς ἐθνική) ἐλάμβανε τύπον καὶ χαρακτῆρα θρησκευτικόν. 

Ὁ σύνδεσμος οὗτος ὑπῆρξε χρονικῶς μακρότατος καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἀπέβη οἰονεὶ ἡ δευτέρα φύσις τοῦ Ἕλληνος, εἰς σημεῖον ὥστε Ἕλλην ἐσήμαινεν ἐν τῇ πραγματικότητι Ὀρθόδοξος καὶ Ὀρθόδοξος ἐσήμαινεν Ἕλλην. Ὅμως ἦλθεν ἡ ἡμέρα τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἐξακολουθεῖ μὲν κατὰ κεκτημένην ταχύτητα ὑφιστάμενος ἄρρηκτος ὁ δεσμὸς μετὰ τοῦ ἔθνους, τώρα κράτους, καὶ θρησκείας, ὡς δεικνύουν καὶ αἱ πρῶται εὐσεβεῖς ἐκδηλώσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους-κράτους ὑπὲρ τῆς θρησκείας του, ἀλλὰ οὐσιαστικῶς, ἐκλιπούσης τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς αἰτίας τοῦ συνδέσμου, φυσικὸν ἦτο νὰ χαλαρωθῇ ὁ δεσμός, καὶ μάλιστα νὰ διαλυθῇ, διότι ὁ ἐθναρχικὸς ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, τουλάχιστον εἰς τὸ ἐλεύθερον κράτος, ἔπαυσεν ὑφιστάμενος, ἐφ' ὅσον τὸ κράτος, ὡς πραγματικὸν κράτος, ἀνελάμβανε πᾶσαν τὴν εὐθύνην καὶ μέριμναν τῆς καθαρῶς ἐθνικῆς ὑποθέσεως, καὶ ἡ θρησκεία ἀπέμεινε, κατὰ φυσικὸν λόγον, ὡς ἡ ἀποκλειστικὴ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία οὐδεμίαν ἠδύνατο νὰ ἒχῃ ἀνάμειξιν πλέον εἰς τὰ κοσμικὰ ἐθνικὰ πράγματα, ὡς κατὰ τὴν Ἐθναρχίαν, καὶ θὰ ἀφιεροῦτο ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὰ πνευματικὰ ἔργα της, τουτέστι κυρίως εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ θρησκευτικὸν διαφωτισμὸν καὶ τὴν διαποίμανσιν τοῦ ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ κράτους λαοῦ της, ἐπὶ ἀναδείξει τοῦ πραγματικοῦ αὐτοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Τὸ δὲ Κράτος, ἐκ πολλαπλῶν λόγων καὶ διὰ τὰς ἀναριθμήτους ὑπηρεσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Ἔθνος, θὰ περιωρίζετο εἰς τὴν πραγματικὴν προστασίαν αὐτῆς, ἔστω καὶ ὑπὸ τὸν τύπον τῆς ἐπισήμου θρησκείας τοῦ Κράτους. Δυστυχῶς τοῦτο συνέβη μόνον κατὰ θεωρίαν, διότι τὸ μὲν κράτος ἀπὸ τῆς πρώτης αὐτοῦ ὀργανώσεως ἐκ ξένων κινήτρων ἐπενέβη, κατ' αὐθαίρετον μάλιστα τρόπον, ἰδίᾳ διὰ τοῦ Μάουρερ, μέχρις ἀνεπιτρέπτου σημείου εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δὲ τελευταῖα, κατὰ κεκτημένην ταχύτητα, ἐφαίνετο ζωηρῶς κατ' ἐξακολούθησιν ἐνδιαφερομένη καὶ διὰ τὰ ἐθνικὰ ζητήματα, ἔστιν ὅτε καὶ τὰ κρατικά, (ὡς, φέρ' εἰπεῖν, τὴν παιδείαν), ζωηρότερον ἀφ' ὅ,τι ἀπὸ θρησκευτικῆς πλευρᾶς ἐπετρέπετο διὰ τὸν ἀναγκαῖον περιορισμὸν εἰς τὰ ἴδια διαφέροντα. Οὐχὶ μάλιστα σπανίως ἤκουέ τις καὶ ἀκούει καὶ σήμερον ἀκόμη λόγους ἐκκλησιαστικοὺς ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, τοῦ ἀποκλειστικοῦ τούτου βήματος τοῦ θείου λόγου, περισσότερον ἐμπνεομένους ἀπὸ τὰ ἐθνικά, παρὰ ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ ἰδεώδη. Δὲν εἶναι δὲ καὶ ἄηθες, ἀποτυχημένος κληρικός, νὰ ὑπερτονίζῃ τὸν ρόλον τὸν ἐθνικόν, τὸν ὁποῖον δῆθεν ἔχει, διὰ νὰ καλύψῃ τὴν κληρικὴν αὐτοῦ γυμνότητα, χρησιμοποιῶν μᾶλλον ἀσεβῶς, ματαιοδόξως καὶ ρητορικῶς τὴν μὴ ὑπάρχουσαν πλέον ἐθνικὴν τῶν κληρικῶν αὐθεντίαν καὶ εὐθύνην. 

Ἐδῶ πλέον ἡ σύγχυσις καὶ ἡ περιπλοκὴ φαίνεται καθαρώτατα, ἐφ' ὅσον μάλιστα διὰ τὴν φύσιν τῶν ὅρων καὶ τῶν πραγμάτων χωρεῖ πολλὴ δημαγωγία, εἴτε ὑψηλοτέρας, εἴτε κατωτέρας μορφῆς. Εἶναι περιττὸν νὰ εἴπω, ὅτὶ ὁ φυσικὰ διαλυόμενος ἐν τῷ ἐλευθέρῳ κράτει παλαιὸς δεσμός, διὰ τὴν μακραίωνα ἱστορίαν αὐτοῦ, αὐτομάτως ἀνανεοῦται εἰς δυστήνους περιστάσεις τῶν ἐθνικῶν μας τυχῶν, ὡς τοῦτο συνέβη κατὰ τὴν σύγχρονον παροδικὴν ὑποδούλωσίν μας εἰς τὰ καθεστῶτα τῶν δύο εὐρωπαϊκῶν πολιτικῶν τεράτων, τὰ ὁποῖα κατήσχυνον δι' ἑαυτὰ καὶ τὸ ἔθνος των τὸν χριστιανικὸν πολιτισμόν. Τότε ἀνεδείχθη, ὡς ὅλοι γνωρίζομεν, πάλιν ἡ Ἐκκλησία μας μνήμων τῆς παλαιᾶς της δράσεως διὰ τῆς Ἱεραρχίας, ἀναλαβούσης αὐτομάτως καὶ κατ' ἀπαίτησιν του Ἔθνους τὸν ρόλον τῆς Ἐθναρχίας ὡς φύλακος καὶ ὑπερασπιστοῦ τοῦ δουλεύοντος ἔθνους κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς παροδικῆς βαρβάρου ὑποδουλώσεώς μας. Κατὰ ταύτην ἀνεδείχθησαν ὀνόματα Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἤρθησαν εἰς ἀληθὲς ὕψος ἐθνικοῦ μεγαλείου, ὑπενθυμίζοντος μεγάλας μορφὰς τῆς περιόδου τῆς μεγάλης ὑπερβαρβάρου δουλείας τοῦ ἔθνους μας. Ὁμοίως δ' ἀνεδείχθησαν τότε καὶ πολλοὶ ἐθνομάρτυρες ἱερεῖς, ἐν ἐξάρσει τῆς πιστῆς πρὸς τὸ ἔθνος καὶ τὰς τύχας του ἀφοσιώσεώς των, οὐχὶ μόνον ὡς Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ ὡς ἱερέων τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ. Ταῦτα δυσκολεύονται νὰ ἐννοήσουν πολλοὶ ἐκ τῆς Δύσεως, παρεξηγοῦντες τὴν θέσιν τοῦ Ἱεράρχου-Ἐθνάρχου, ἐνῷ, πρὸ παρομοίων συνθηκῶν εὑρεθέντες πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἐν τῇ Δύσει, ἔπαιξαν παρόμοιον ρόλον Ἐθνάρχου, ὡς ὁ περίφημος Ἐπίσκοπος Berggrav τῆς Νορβηγίας, καὶ ἄλλοι πολλαχῶς διὰ τοῦτο ὑμνηθέντες ἐν τῇ Δύσει. 

Φυσικὸν ὅμως εἶναι, εὐθὺς ὡς παρέλθῃ τοιαύτη ἐθνικὴ κρίσις, ὡς καὶ ἔγινεν, ἡ σύγχυσις νὰ διαλύεται καὶ ἑκάστη σφαῖρα νὰ περιορίζεται εἰς τὰς ἁρμοδιότητάς της, τὸ μὲν ἔθνος, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ κράτους, νὰ ἀντικρύζῃ εἰς τὸ σύνολον τὰς εὐθύνας του τὰς πολιτικὰς καὶ νὰ τὰς ἀναλαμβάνῃ εἰς τὸ πλῆρες, ἡ δὲ Ἐκκλησία νὰ ἀναλαμβάνῃ τὰς εὐθύνας της, τὰς πολὺ μεγάλας εὐθύνας της, ὡς πρὸς τὴν ἀληθινὴν διαποίμανσιν τοῦ λαοῦ, παρ' οὐδεμιᾶς ἄλλης αἰτίας ἀπασχολουμένη, καὶ δὴ κοσμικῆς, εἰς σημεῖον δ' ὥστε νὰ μὴ ἐπισυμβῇ ποτὲ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν σφάλμα, διὰ τὸ ὁποῖον προειδοποίησεν αὐτὴν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, νὰ μὴ εὑρεθῇ δήλ. αὕτη ποτέ, περὶ ἀλλότρια ἀπασχολουμένη, εἰς τὴν τραγικῶς δυσάρεστον θέσιν, τὰ τέκνα της νὰ ζητοῦν παρ' αὐτῆς ἄρτον καὶ ἰχθῦς καὶ ἀντὶ τούτων ἡ Ἐκκλησία νὰ δίδῃ λίθους καὶ ὄφεις (Λούκ. ια' 11), διότι τότε οὐαὶ εἰς τὴν τοιαύτην Ἐκκλησίαν, καθ' ἃ διδάσκει ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου. 

Ἀνακεφαλαιοῦντες, ἐπισημαίνομεν οὐ μόνον τὰς καθ' ἑκάστην τῶν τριῶν σφαιρῶν ἢ καταστάσεων ἐπισυμβάσας, ὅλως δὲ φυσιολογικῶς καὶ διὰ τοῦτο ἀσυναισθήτως ἐπικρατησάσας, συγχύσεις καὶ παρεκτροπάς, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκ τούτων ἐπακολουθήματα εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους μας καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὡς ἐκ τούτου ἄμεσον καθῆκον τοῦ Κράτους, ὡς κυρίως ἐκπροσώπου τοῦ μεγαλειώδους Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κυρίως ἐκπροσώπου τῆς μοναδικῆς μας θρησκείας, τοῦ ἁγνοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἀκηράτου 'Ορθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀτόμου τοῦ Ἕλληνος, ὡς ἐκπροσώπου τῆς ὑψηλοτέρας ἐθνικῆς ἰδεολογίας καὶ παραδόσεως, εἰς τὴν ἐποχὴ ν μάλιστα γενικοῦ ρεύματος ἀνακαινίσεως τῶν πάντων, καθ’ ἃ ὑπόσχεται ὁ Χριστὸς λέγων: «ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ τὰ πάντα καινά», ἄμεσον, λέγω, καθῆκον εἶναι νὰ προσπαθήσωμεν οἱ πάντες νὰ ἀντικρύσωμεν ἀντικειμενικῶς τὴν θέσιν μιᾶς ἑκάστης σφαίρας κατὰ τὸ πρέπον. Τοῦτο ὡς εἰς πρώτην σκέψιν θὰ ἐσήμαινε τὴν προσπάθειαν ἐκκαθαρίσεως τῆς καταστάσεως, δηλ. τὴν προσπάθειαν ἀνακαινίσεως καὶ ἀναζωογονήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦτο ἐπιχειρεῖται διὰ πλήρους καὶ ἐνσυνειδήτου αὐτοκριτικῆς εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, ἀρχῆς γενομένης ὑπὸ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῆς 2ας Βατικανῆς αὐτῆς Συνόδου, παραπλεύρως δὲ τὴν προσπάθειαν τῆς ἐπὶ ἀπολύτως ἠθικῶν βάσεων καὶ ἀναμφισβήτητου ἐπικρατήσεως τῆς δικαιοσύνης περισώσεως τοῦ Κράτους. Ὅμως τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι τόσον ἁπλοῦν ὅσον λέγεται, παρὰ τὴν ἀπαίτησιν ταχυτέρας ἐκτελέσεώς του, διότι δὲν πρέπει προκειμένου περὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ μᾶς διαφεύγη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἁγιώτερος καὶ διὰ τοῦτο ὁ πλέον εὐαίσθητος καὶ ὁ πλέον εὔθικτος ὀργανισμός, ἡ δὲ μετὰ δέους καὶ φόβου Θεοῦ μεταχείρισίς του εἶναι conditio sine qua non, διότι ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν πάντες ἀνήκομεν εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἰδική μας (ἔξωθεν δ' ἐπεμβάσεις δὲν ἔχουν ἐν προκειμένῳ θέσιν) . Ἡ Ἐκκλησία, ἔχουσα ἀνάγκην ἀνακαινίσεως καὶ ἀναζωογονήσεως, θὰ τὸ ἐπιτύχῃ δι' ἑαυτῆς, τῇ καθοδηγήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ οὔτε ἔχει σημασίαν ὁ χρόνος μακροτέρας ἢ συντομωτέρας ὑπομονῆς πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἀπωτέρου σκοποῦ (Ἀτομικαὶ πρωτοβουλίαι εἶναι προωρισμέναι εἰς ἀποτυχίαν καὶ προοιωνίζονται κακὰ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν) . Προτιμότερον δ' ἴσως νὰ παραμείνωμεν εἰς τὸ status quo, ἐπί τινα καιρὸν ἀκόμη καὶ δὴ ἐταστικῶς, παρὰ νὰ προξενήσωμεν ἀνωμαλίας καὶ ἀνατροπάς. Ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι ἀπαράδεκτος ἡ ἀνεπίτρεπτος πρωτοβουλία ἐπιβολῆς πραγμάτων μὴ προερχομένων ἐκ τοῦ βάθους τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὸ ἀψευδὲς τεκμήριον τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρέποντος καὶ τὸν αὐθεντικὸν ὁδηγὸν πρὸς τὸ μέλλον. Καὶ μόνον ὅταν τοῦτο ἐξασφαλισθῇ, ἡ ἀνακαίνισις θὰ ἐπέλθῃ ὡς μία φυσιολογικὴ ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων. Προκειμένου δὲ περὶ τοῦ Κράτους νὰ καταστῇ συνείδησις, ὅτι τοῦτο μόνον ἐπὶ τῶν βάσεων τῆς ἠθικῆς τάξεως καὶ τοῦ Δικαίου δύναται νὰ σταθῆ. Τότε, μακρὰν μεγαλαυχιῶν καὶ ἀναξίων τῆς ὑψηλότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους φανατισμῶν καὶ ἐντυπωσιακῶν ἐκδηλώσεων, ἀποδίδοντες πραγματικῶς «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι, καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» καὶ μὴ ἐκφεύγοντες τεχνηέντως τῆς ἀτομικῆς μας εὐθύνης ἕκαστος, ἂς προσπαθήσωμεν ὅλοι μαζὶ νὰ δημιουργήσωμεν ἀληθινὴν νέαν κατάστασιν, καθ' ἥν ὁ Ἕλλην, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ μεγάλα ἐθνικὰ ἰδεώδη τῆς ἁρμονίας τῶν ἀρετῶν, καὶ ὁ Ἕλλην Χριστιανός, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ ἁγνὰ ἰδεώδη τῆς θρησκείας του καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης, τὰ μὴ ὑποκριτικῶς δυνάμενα νὰ καλυφθοῦν δι' ἀναξίας ἀληθινῶν Χριστιανῶν βιοτῆς, νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν ἀληθινὴν ἀνακαίνισιν τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους μας καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας καί, μετὰ πραγματικὸν βέβαια μόχθον, τὴν ἰσορροπίαν τοῦ ἀληθινοῦ Ἕλληνος καὶ τοῦ γνησίου Χριστιανοῦ, εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδος μας. 

(24 Μαρτίου 1969)
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...