Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 02, 2013

Κυριακή Ε΄ Λουκά - H πέραν του τάφου ζωή +Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου




Poor Man & Lazarus

(Λουκ. 16,19-31)
H πέραν του τάφου ζωή
(Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
ΠΟΛΛΑ, ἀγαπητοί μου, κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ φοβᾶται. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ τὸν φοβίζει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ θάνατος. Καὶ μόνο ἡ λέξι θάνατος προκαλεῖ τρόμο. Ὁ θάνατος μυστήριο μεγάλο!
Ὅλοι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἔχουν τὴν ἀπορία· Τί γίνεται μετὰ τὸ θάνατο; Ὑπάρχει τίποτα πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, ἢ ἡ ζωὴ τελειώνει ἐκεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος σβήνει;…
Τὸ ἐρώτημα εἶνε σπουδαῖο. Ἐὰν πιστέψουμε, ὅτι στὸν τάφο τελειώνει ἡ ζωή, τότε ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐλεύθερος νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει· νὰ ἁμαρτάνῃ, νὰ πορνεύῃ, νὰ μοιχεύῃ, νὰ διαπράττῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα, ἀρκεῖ μόνο νὰ διαφεύγῃ τὰ μάτια τῆς ἀστυνομίας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ πέραν τοῦ τάφου ζωή, τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ῥυθμίσῃ ἐδῶ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Στὸ ἐρώτημα τί ὑπάρχει μετὰ θάνατον ἀπάντησι μᾶς δίνει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴν ὡραία παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ ἀκούσατε. Τί μᾶς λέει;
Ἦταν ἕνας πλούσιος, ποὺ εἶχε ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ (σπίτια, χωράφια καὶ ὅ,τι ἄλλο) τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μόνο. Ἦταν ἕνας ἰδιοτελὴς συμφεροντολόγος καὶ σαρκολάτρης. Ἔφτειαχνε τὰ καλύτερα ροῦχα, φοροῦσε ἐνδυμασίες πανάκριβες ποὺ μόνο βασιλιᾶδες φοροῦσαν, ἔτρωγε τὰ καλύτερα φαγητά, ἔπινε τὰ καλύτερα κρασιά, διασκέδαζε καθημερινῶς στὸ μέγαρό του· ὀργανοπαῖκτες – βιολιτζῆδες κάθε βράδυ ἔπαιζαν ἐκεῖ, καὶ γυναῖκες ἁμαρτωλὲς χόρευαν ἀνήθικους χορούς. Ἔτσι περνοῦσε τὴ ζωή του, «εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς» (Λουκ. 16,19).  Γιὰ ἄλλον δὲν ἔδινε σημασία.
Στὴν πόρτα του καθόταν ὁ Λάζαρος, ἕνας φτωχὸς καὶ ἄρρωστος, ἔρημος κ᾿ ἐγκαταλελειμμένος, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε στέγη οὔτε φάρμακα οὔτε ἄλλη ἀνθρώπινη βοήθεια. Ὁ πλούσιος ποτέ δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα του νὰ τὸν φιλοξενήσῃ, κι αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ ζήσῃ μὲ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἦταν γεμᾶτος πληγὲς καὶ σκυλιὰ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Ἔτσι ζοῦσε.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ὁ πλούσιος, ἐκεῖ ποὺ νόμιζε πὼς θὰ ζήσῃ μὲ τὰ βουνά, ἄκουσε νὰ χτυπᾷ κάποιος τὴν πόρτα του. Ποιός ἦταν; Ὁ χάρος! Αὐτὸς εἶνε ὁ ἐπισκέπτης ὁ αἰφνίδιος, ποὺ ἔρχεται σὲ ὥρα ποὺ δὲν τὸν περιμένουμε κι ἁρπάζει μικροὺς – μεγάλους, τὸν πλούσιο καὶ τὸ φτωχό, καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν ἄλλο κόσμο. Πέθανε λοιπόν. Καὶ τότε τὸ μὲν σῶμα του ἔγινε τροφὴ σκωλήκων καὶ δυσωδία, ἡ δὲ ψυχή του πῆγε στὸν ᾅδη, ὅπου ἔνιωθε νὰ τὸν ἐλέγχουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως· καὶ προτιμότερο, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ δαγκώσῃ ἡ συνείδησι. Τότε ἔμαθε, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος.
Ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ ἦταν ὁ πλούσιος διέκρινε μακριὰ ἕναν ἄλλο τόπο, τόπο φωτεινὸ ὡραῖο καὶ εὐχάριστο, τὸν παράδεισο. Καὶ βλέπει στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου, στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀβραάμ, νὰ εἶνε – ποιός; Ὁ Λάζαρος ὁ φτωχὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δικαίους. Τότε ἡ ψυχή του ἀναστέναξε καὶ εἶπε· Τί ἔπαθα, πῶς πίστεψα ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος κόσμος!… Καὶ παρακάλεσε τὸν Ἀβραὰμ γιὰ δυὸ πράγματα. Τὸ ἕνα, νὰ στείλῃ τὸ Λάζαρο νὰ τὸν δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό. Γιατὶ καίγομαι, λέει, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κόλασι. Καὶ τὸ ἄλλο, νὰ πάῃ ὁ Λάζαρος κάτω στὸν κόσμο, νὰ εἰδοποιήσῃ τὰ πέντε ἀδέρφια του, νὰ προσέξουν μὴ καταντήσουν στὸ διο τέλος. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔκανε δεκτὲς τὶς παρακλήσεις του. Τοῦ λέει· Ἐδῶ μᾶς χωρίζει χάσμα· «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» (ἔ.ἀ. 16,26)· δὲν ὑπάρχει γέφυρα νὰ ἑνώσῃ τὴν κόλασι μὲ τὸν παράδεισο· καὶ ἀκόμη, ὅτι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πάῃ κανεὶς κάτω στὸν κόσμο, διότι ἔχουν τὴ Γραφή, ποὺ μαρτυρεῖ περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἄλλου κόσμου.
Λοιπόν, ἀδέρφια μου, ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Αὐτό, ἂν ῥωτήσετε σήμερα, ἡ πλειονότης τῶν λεγομένων Χριστιανῶν δὲν τὸ πιστεύει. Σὲ ποιά χρόνια ζοῦμε!… Στὰ παλιὰ χρόνια δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ζοῦσαν σὲ καλύβες· ἀλλὰ μέσ᾿ στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἅγιοι ἄνθρωποι, Λάζαροι. Τώρα θεὸς ἔγινε τὸ χρῆμα. Τὰ εὐλογημένα ἐκεῖνα χρόνια τὰ φτωχαδάκια εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «καλὸν παράδεισο». Σήμερα ἀκοῦτε κανένα νὰ λέῃ στὸν ἄλλο «καλὸν παράδεισο»; Τώρα δὲν πιστεύουμε. Τὰ παιδιὰ στὰ σχολειὰ τέτοια μόρφωσι παίρνουν. Σ᾿ ἕνα χωριὸ ἦταν μιὰ γριὰ 90 χρονῶν καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Πῆγε ὁ καλὸς πνευματικὸς πατέρας καὶ τῆς λέει· ―Γερόντισσα, ἐξωμολογήθηκες καμμιὰ φορά; ―Μπᾶ, λέει, ποτέ. ―Κοινώνησες; ―Μερικὲς φορές. ―Πᾷς ἐκκλησία; ―Ὄχι καὶ πολύ. ―Γιατί; Τώρα φεύγεις, πᾷς σ᾿ ἄλλο κόσμο. ―Μπᾶ, λέει ἡ γριά, αὐτὰ εἶνε παραμύθια. ―Ποιός τό ᾿πε, γιαγιά, ὅτι εἶνε παραμύθια; ―Νά, ἕνας ἐγγονός μου, πού ᾿νε στὸ πανεπιστήμιο στὴ Θεσσαλονίκη, ἦρθε καὶ μοῦ ᾿πε, πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα μετὰ τὸν τάφο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε μόνο ὕλη, σάρκες καὶ ὀστᾶ…
Ἔτσι ξερριζώνεται ἡ πίστι στὴν ἄλλη ζωή. Ἐν τούτοις τὸ Εὐαγγέλιο βεβαιώνει, ὅτι ἐκεῖνος ὁ κόσμος ὑπάρχει. ―Καὶ ποιός τὸν εἶδε; θὰ πῇς. ―Μὰ εἶδες ἐσὺ τὴν Ἀμερική; εἶδες τὴν Αὐστραλία; εἶδες τὸν Καναδᾶ; Κάποιος ἄλλος σοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχουν, τὸ πιστεύεις, κι ἂν πῇ κανεὶς τώρα ὅτι δὲν ὑπάρχουν γελᾷς. Ὅπως λοιπὸν εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει Αὐστραλία, ὅτι ὑπάρχουν ἄστρα, ὅτι ὑπάρχει ὁ τόπος αὐτός, ἔτσι νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ζωή, γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος. Ποιός μᾶς τὸ βεβαιώνει; Ὁ ίδιος ὁ Χριστός. Κι ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστό, ποῦ θὰ πιστέψουμε, στὸν διάβολο;
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶνε βέβαιο – ὑπερβέβαιο ὅτι ὑπάρχει ἡ ἄλλη ζωή, τί πρέπει νὰ κάνουμε;
  Πρῶτον νὰ σκεπτώμεθα, ὅτι οἱ ψυχὲς ζοῦν ἐκεῖ κι ὅτι θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ στήσῃ δικαστήριο νὰ μᾶς δικάσῃ ὅλους ἀνεξαιρέτως· καὶ οἱ μὲν «τὰ φαῦλα πράξαντες» θὰ πορευθοῦν στὴν αἰωνία κόλασι, οἱ δὲ «τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες» εἰς αἰώνιον παράδεισον (Ἰωάν. 5,29). Αὐτὸ νὰ τὸ πιστεύῃς. Δὲν τὸ πιστεύεις; δὲν εἶσαι Χριστιανός, ὑλιστὴς εἶσαι. Μόνο ὑλισταὶ λένε, Δὲν ὑπάρχει τίποτα, μόνο ὕλη ὑπάρχει. Δὲν εἶνε ὅμως μόνο ὕλη ὁ ἄνθρωπος.
  Δεύτερον νὰ προετοιμαζώμεθα, νὰ είμεθα ἕτοιμοι. Δὲν ξέρουμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅπως ὁ κλέφτης δὲν εἰδοποιεῖ πότε θὰ ἔρθῃ νὰ κάνῃ διάρρηξι, ἔτσι εἶνε ἄγνωστο πότε θὰ μᾶς ἔρθῃ ὁ θάνατος. Κι ὅπως ὅταν πρόκειται νὰ ταξιδέψῃς προετοιμάζεσαι καὶ φροντίζεις νὰ ἔχῃς τὸ εἰσιτήριό σου στὴν τσέπη, ὥστε ὅταν σοῦ τὸ ζητήσουν νὰ τὸ δείξῃς ―διότι χωρὶς εἰσιτήριο δὲ᾿ μπορεῖς νὰ πᾷς πουθενά―, ἔτσι κ᾿ ἐδῶ πρέπει νὰ ἔχουμε τὰ εἰσιτήριά μας. Τὰ εἰσιτήριά σας, παρακαλῶ! Καὶ τὰ εἰσιτήριά μας ποιά εἶνε; Ἡ πίστι στὸ Χριστό, τὰ ἔργα τὰ καλά, ἡ ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἐλεημοσύνη, ὅ,τι καλὸ καὶ ὡραῖο.
Τελειώνω μ᾿ ἕνα ἀνέκδοτο. Κάποτε ἦταν ἕνας βασιλιᾶς πού ᾿χε τὰ ίδια μυαλὰ μὲ τὸν πλούσιο τῆς σημερινῆς παραβολῆς. Δὲν πίστευε σὲ ἄλλο κόσμο, γλεντοῦσε, διασκέδαζε, ὠργίαζε. Στὰ ἀνάκτορά του εἶχε κ᾿ ἕνα γελωτοποιό. Τί θὰ πῇ γελωτοποιός; Δὲν εἶχαν τότε θέατρα καὶ κινηματογράφους, καὶ πλήρωναν κάποιον, τὸ γελωτοποιό, νὰ τοὺς ψυχαγωγῇ. Αὐτὸς ἔκανε τὸ βασιλιᾶ νὰ γελάῃ μὲ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ἔλεγε· ἀνῆκε κι αὐτὸς στὸ προσωπικὸ τῶν ἀνακτόρων. Μιὰ μέρα ὁ βασιλιᾶς τοῦ εἶπε·
―Πάρε αὐτὸ τὸ μπαστούνι, σ᾿ τὸ δίνω ὡς βραβεῖο· κι ἂν βρῇς κανένα πιὸ ἀνόητο, πιὸ βλάκα, πιὸ ἠλίθιο ἀπὸ σένα, νὰ τοῦ τὸ δώσῃς. Τοῦ κακοφάνηκε τοῦ γελωτοποιοῦ, ποὺ ἀντὶ νά ᾿νε εὐχαριστημένος τοῦ εἶπε τέτοια λόγια.
Πῆρε τὸ μπαστούνι καὶ τὸ φύλαξε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἀρρωσταίνει ὁ βασιλιᾶς· ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Κάλεσε γιατρούς, τίποτα· πῆρε φάρμακα, τίποτα. Πλησίαζε νὰ πεθάνῃ. Τότε ἔρχεται καὶ ὁ γελωτοποιὸς νὰ τὸν δῇ γιὰ τελευταία φορά. ―Βασιλιᾶ, τί γίνεσαι; ―Δὲν εἶμαι καλά. Θὰ φύγω γιὰ ταξίδι μακρινό. ―Καὶ πότε θὰ γυρίσῃς; ―Ἄ, δὲ᾿ γυρίζω πιά. ―Κ᾿ ἔκανες καμμιὰ προμήθεια, ἔχεις προετοιμαστῆ; ―Ὄχι. ―Ἔ, τότε νά, βρῆκα λοιπὸν τὸν πιὸ ἠλίθιο τοῦ κόσμου. Πάρε τὸ μπαστούνι!…
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, νὰ κλείσουμε τ᾿ αὐτιά μας στοὺς ἀπίστους, καὶ νὰ πιστεύουμε αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μας· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν» (Σύμβ. πίστ.). Νὰ είμεθα ἕτοιμοι ὅποτε ἔρθῃ ὁ θάνατος, γιὰ νὰ πᾶμε στὸν ἄλλο κόσμο, ὅπου εἶνε οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι, ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ἱ. ναὸ Ἀπ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου 30-10-1983

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΛΟΥΚΑ "ΗΡΠΑΓΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΝ "π.ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ

               
Το πιο μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα που έχουμε οι άνθρωποι είναι το τι γίνεται μετά θάνατον. Πώς θα είναι η ύπαρξή μας. Πώς θα είναι η κοινωνία με το Θεό. Με ποια κριτήρια θα είμαστε με Εκείνον ή θα είμαστε μακριά Του; Με ποιους θα είμαστε; Τα ερωτήματα αυτά πηγάζουν τόσο από το μυαλό μας, τη λογική μας, η οποία, επειδή προσεγγίζει τα πράγματα και τον κόσμο δια των αισθήσεων, με βάση ό,τι βλέπει και ό,τι ακούει, δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις οι οποίες θα στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα. Ένας άλλος δρόμος απάντησης έχει να κάνει με την πίστη στην εμπειρία κάποιων άλλων ανθρώπων, τους οποίους εμπιστευόμαστε και οι οποίοι μας έχουν αφήσει ως παρακαταθήκη ό,τι έχουν ζήσει, δηλαδή μέσα από το βίωμα της Εκκλησίας. Ο τρίτος δρόμος έχει να κάνει με την πίστη στο Θεό και το λόγο του Ευαγγελίου, μέσα από τον οποίο προσεγγίζουμε το μυστήριο της αιωνιότητας.
                Ο απόστολος Παύλος, απαντώντας στην αμφισβήτηση των Κορινθίων σχετικά με το πρόσωπό του και κατά πόσον ήταν όντως απόστολος κεκλημένος από το Θεό, διηγείται με πλάγιο τρόπο την εμπειρία της αιωνιότητας την οποία έζησε ο ίδιος. «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων  .  είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν . αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού. Και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον . είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν . ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον  και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12, 2-4). «Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό –δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος –ή ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει –μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος».   
                Τα λόγια αυτά του Παύλου δίνουν απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα της αιωνιότητας μέσα και από τους τρεις δρόμους. Αποτελούν προσέγγιση του Παραδείσου μέσα από τις αισθήσεις και τον νου, γιατί ο Παύλος ένιωσε αυτή την αρπαγή από τη γη στον ουρανό, ακόμη κι αν δεν μπορεί να προσδιορίσει αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς αυτό, η ακοή του άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε  επιτρέπεται να πει άνθρωπος, ενώ την ίδια στιγμή η εμπειρία του Παύλου έρχεται να συναντήσει αντίστοιχες εμπειρίες δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης (το όραμα του προφήτη Ησαΐα που ανέβηκε στο θρόνο του Θεού) ή και της Καινής (όπως του ευαγγελιστή Ιωάννη όταν έγραφε την Αποκάλυψη). Παράλληλα, ο Παύλος ήταν πεπεισμένος πως ό,τι έζησε και άκουσε αποτελεί σημείο πίστης και σχέσης με το Θεό. Γι’ αυτό και θα προσθέσει στα όσα περιγράφει: «υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι». Γι’ αυτή την εμπειρία μπορεί να καυχηθεί και όχι για κάποιο από τα δικά του έργα, ούτε καν για τον εαυτό του.
                Η αιωνιότητα, ο Παράδεισος, ακόμη κι αν δεν μπορεί να δηλωθεί με ρητό τρόπο, θα είναι κοινωνία λόγου μεταξύ Θεού και ανθρώπου και την ίδια στιγμή, κοινωνία και όλων των ανθρώπων που θα βιώνουν αυτή την εμπειρία με το Θεό και μεταξύ τους. Ο λόγος είναι η βάση η οποία αποτυπώνει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ανθρώπου και της κτίσης, της υπόλοιπης δημιουργίας.  Οι ήχοι και οι φωνές ενυπάρχουν στη ζωή του κόσμου. Η παραγωγή όμως λόγου και η επικοινωνία υπάρχει στον άνθρωπο. Και αυτός ο λόγος είναι έναρθρος, αποτυπώνει ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες. Είναι δημιουργικός. Γεννά διάλογο με τον πλησίον και τον εαυτό μας. Την ίδια στιγμή γεννά πολιτισμό, δηλαδή αναζήτηση νοήματος στη ζωή και έκφραση του νοήματος με συγκεκριμένο τρόπο, ιδέες, έργα και δημιουργήματα, τεχνήματα. Γεννά όμως και κοινωνία με τον συνάνθρωπο, η οποία εκφράζεται με την συνύπαρξη. Και όλα αυτά αποτυπώνουν, για όποιον πιστεύει, το κατ’ εικόνα Θεού που ενυπάρχει ως δωρεά στον άνθρωπο.
                Ο λόγος είναι έκφραση τόσο του σώματος, όσο και της ψυχής μας. Το σώμα δηλώνει με την φωνή, την γραφίδα, τις εκφράσεις, τις κινήσεις  ό,τι σκέπτεται, αισθάνεται και βιώνει ή θα ήθελε να βιώσει τόσο το ίδιο όσο και η ψυχή. Γι’ αυτό και η πίστη στην αιωνιότητα δεν μπορεί να αφήσει έξω το σώμα μας. Γι’ αυτό και ο θάνατος ως χωρισμός της ψυχής από το σώμα αποτελεί διακοπή του λόγου, τουλάχιστον για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και ζούμε οι άνθρωποι. Ο απόστολος Παύλος αφήνει να διαφανεί αυτή η απροσδιοριστία στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος με την αιωνιότητα όταν μας περιγράφει ότι δεν μπορεί να ξέρει αν η εμπειρία του Παραδείσου που έζησε είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος. Όταν μας μιλά για τον αρπαγμό του, δηλαδή για μία ουσιαστικά αναπάντεχη κίνηση από την μεριά του Θεού να τον κάνει να βιώσει ό,τι βίωσε,  και όχι για δικό του κατόρθωμα ή επιλογή να συναντήσει έτσι το Θεό. Μας δείχνει ότι η αιωνιότητα δεν περιλαμβάνει την ανθρώπινη ύπαρξη στην πληρότητά της εφόσον το σώμα είναι εκτός της. Γιατί οι αισθήσεις θα μεταμορφωθούν μεν ώστε να εναποθέσουν κάθε εμπάθεια και αμαρτία, ωστόσο χωρίς αυτές  η ύπαρξη δεν είναι πλήρης. Γι’ αυτό και περιγράφει την εμπειρία της κοινωνίας με το Θεό ως ακουστική.
                Η ακοή δεν προϋποθέτει αναγκαστικά έναρθρη απάντηση. Γι’ αυτό και είναι άρρητα τα ρήματα τα οποία ακούει ο Παύλος, ενώ δεν του επιτρέπεται να τα αποκαλύψει. Είναι μία πρόγευση της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο και της κοινωνίας που δίνει πληρότητα. Είναι μία συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό στην οποία ακόμη και η ακρόαση είναι αρκετή στον άνθρωπο για να γευθεί την μακαριότητα. Είναι όπως μια μουσική που κάνει την ύπαρξη να ομορφαίνει. Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να μιλήσει. Αφήνει τον εαυτό του να βυθιστεί στη δύναμή της. Δεν είναι παθητική η ακρόαση. Την ίδια στιγμή που ακούει ο άνθρωπος ξεκινά στην ύπαρξή του ένας εσωτερικός διάλογος με τον λόγο της μουσικής. Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τον εαυτό του να χαίρεται ή να μελαγχολεί, ανάλογα με την υφή και το ύφος της μουσικής, να γεννιούνται συναισθήματα εντός του, να αφήνεται στη δύναμη της μουσικής. Όσο πιο ευαίσθητος είναι ο άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη επίδραση ασκεί η μουσική πάνω του, τόσο στο σώμα, όσο και στην ψυχή του.
                Ο Παύλος μας αναφέρει και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να βιώσουμε την κοινωνία του Παραδείσου. Είναι η αίσθηση της έλλειψης, της ταπείνωσης, της ασθένειας που κάνει τον άνθρωπο να εμπιστεύεται το Θεό και όχι τον εαυτό του, να μη μένει στον εγωκεντρισμό. Είναι ο δρόμος της χάριτος του Θεού, όπως αυτός βιώνεται στη ζωή της Εκκλησίας αλλά και μέσα από την πίστη. Και είναι ο δρόμος της αληθινής αγάπης προς το Θεό, όπως αυτός περνά μέσα από το συνάνθρωπο αλλά  και  μέσα από την αποστολή φανέρωσης της αλήθειας του Ευαγγελίου κατά το πρότυπο του Παύλου. Είναι, τέλος, ο δρόμος της υπομονής σε κάθε δοκιμασία της ζωής και η καύχηση του ανθρώπου μόνο για την αγάπη του Θεού και για κανένα δικό του επίτευγμα.       
                Στο υπαρξιακό ερώτημα της μεταθανάτιας πραγματικότητας οι ορθολογιστές και οι υλιστές απαντούν με την άρνησή της.  Οι πιστοί όμως έχουμε εμπιστοσύνη στην εμπειρία της Εκκλησίας και των Αγίων της, όπως επίσης και στα λόγια του Ευαγγελίου, δηλαδή τα λόγια του ίδιου του Θεού. Και προσδοκούμε την συνάντηση με το Θεό που ξεκινά εν σώματι σ’ αυτήν τη ζωή, μέσα από τον πνευματικό αγώνα και την πίστη στον Κύριό μας, για να συνεχιστεί με τον άρρητο τρόπο του διαλόγου Θεού και ανθρώπου στον Παράδεισο και να ολοκληρωθεί με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, με την ανάσταση των νεκρών, οπότε και προσλαμβάνοντας το σώμα μας αναστημένο και άφθαρτο, θα ζήσουμε την αιωνιότητα στην πληρότητά της. Αυτός είναι ο δρόμος νοήματος και αληθινής ελπίδας για την ύπαρξη.

Κέρκυρα, 3 Νοεμβρίου 2013  

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ «Άνθρωπός τις ην πλούσιος…Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος…» π.Γεώργιος Δορμπαράκης





«Άνθρωπός τις ην πλούσιος…Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος…»

α. Η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου μας δίνει με πολύ άμεσο και εποπτικό τρόπο το βάθος όλης της πραγματικότητας. Αναφέρεται στο εδώ, την παρούσα ζωή, αλλά επεκτείνεται και στο επέκεινα, την άλλη ονομαζόμενη ζωή, ρίχνοντας συνεπώς φως εκεί που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούν να διεισδύσουν. Από την άποψη αυτή, η παραβολή έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον ιδίως για την εποχή μας,  για την οποία τα θέματα του μεταιχμίου της ζωής με τον θάνατο θεωρούνται αγαπημένα θέματα πολλών συνανθρώπων μας, μερικές δε φορές μονοπωλούν και το ενδιαφέρον τους. Το περίγραμμα όμως αυτό της παραβολής: του εδώ της ζωής αυτής και του εκεί της άλλης, ενώ υφίσταται στην πραγματικότητα – ο λόγος του Κυρίου συνιστά πάντοτε αποκάλυψη – θέλει να τονίσει μεταξύ  άλλων την αλήθεια ότι ανάλογα με τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν στο εδώ, καθορίζεται και το εκεί. Η ποιότητα της ζωής στον κόσμο τούτο προσδιορίζει και την ποιότητά της στην άλλη ζωή.

β. 1. Τα δύο πρόσωπα που κυρίως προβάλλονται στην παραβολή, ο πλούσιος και ο Λάζαρος, έχουν καταρχάς τα ακριβώς αντίθετα γνωρίσματα, και όσον αφορά τη ζωή αυτή και όσον αφορά την άλλη. Πλούσιος ο ένας, στον κόσμο τούτο, «ευφραινόμενος καθ’  ημέραν λαμπρώς»∙ πτωχός ο άλλος, που όχι μόνον δεν έχει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά είναι γεμάτος και από πληγές, τις οποίες γλείφουν οι σκύλοι. Και εν μια ροπή αντιστρέφονται τα πάντα: ο πλούσιος οδηγείται στον Άδη, στον «τόπο» δηλαδή της βασάνου, με κύριο γνώρισμα την οδύνη. Εκεί, με πλήρη συνείδηση του παρελθόντος και του παρόντος του, με επίγνωση του εαυτού του και της οικογενείας του, αλλά και με παντελή αδυναμία, ζητά έστω μία μικρή ανάψυξη για τον ίδιο, βιώνοντας το άγχος επιπρόσθετα των συγγενών του, μη τυχόν ευρεθούν στην ίδια τραγική κατάσταση με αυτόν. Ο Λάζαρος από την άλλη, οδηγημένος από αγγέλους στη Βασιλεία του Θεού, ευρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, στον «τόπο» δηλαδή των δικαίων, των ευρισκομένων μέσα στο φως της παρουσίας του Θεού. Κόλαση ο ένας, Παράδεισος ο άλλος.

2. Θα ήταν σφάλμα όμως να πούμε ότι αίτιο της δραματικής αλλαγής της ζωής και των δύο ήταν ο πλούτος για τον έναν και η φτώχεια για τον άλλον. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα παρεξηγούσε την παραβολή και θα την υποβίβαζε στο επίπεδο μίας επιφανειακής ερμηνείας της. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο λόγος του Θεού μάς δίνει παραδείγματα πλουσίων που σώθηκαν, και πτωχών που κολάσθηκαν. Το παράδειγμα του πλουσίου Ζακχαίου που άκουσε από τον Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», είναι εντελώς ενδεικτικό. Με άλλα λόγια, δεν είναι τα υλικά αγαθά καθ’  εαυτά που σώζουν ή καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος χρήσεως αυτών, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί ένας πλούσιος, ενώπιον του Θεού που γνωρίζει τα βάθη της καρδιάς, να είναι απαγκιστρωμένος από τα πλούτη του, κι ένας πτωχός να είναι σαν πλούσιος, επειδή επιθυμεί να έχει πλούτη.

3. Πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο για τον άνθρωπο, ως προς τη σχέση του με υλικά αγαθά, είναι το παθολογικό ή όχι δέσιμο με αυτά. Το πού είναι «αγκυροβολημένη» η καρδιά είναι το ζητούμενο από τον Θεό, αφού «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» κατά τον Κύριο. Άνθρωπος, πλούσιος ή πτωχός, που η καρδιά του είναι στον Θεό, που έχει Εκείνον ως κέντρο της ζωή του, είναι ο άνθρωπος που έχει, με τη χάρη του Θεού, τις προϋποθέσεις ενοίκησης του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. Κι αντιστρόφως: άνθρωπος και πάλι, πλούσιος ή πτωχός, που έχει ως κέντρο του τα υλικά αγαθά, είτε πραγματικά είτε ως επιθυμία, είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να σχετιστεί με τον Θεό. Διότι η καρδιά του είναι γεμάτη από άλλα πράγματα, χωρίς επομένως να υπάρχει χώρος για Εκείνον.

4. Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε τώρα τι ήταν εκείνο που οδήγησε σε καταδίκη τον πλούσιο και τι εκείνο που δικαίωσε τον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος καταδικάστηκε στις οδύνες της κόλασης όχι για τα πλούτη του, αλλά για την κακή διαχείρισή τους. Τα υλικά αγαθά του θεώρησε ως αποκλειστικά κτήμα δικό του, που είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόλαυση του εαυτού του. Λειτούργησαν επομένως γι’  αυτόν σαν ένα είδος θεότητας, που τον οδήγησαν σε τύφλωση ως προς τις ανάγκες του συνανθρώπου του, και μάλιστα όχι του μακρινού, αλλά του εμπρός στα μάτια του ευρισκομένου. Με απλά λόγια, αιτία της καταδίκης του, με αφορμή τα πλούτη του, ήταν ο εγωισμός του πλουσίου: μία νοσηρή αγάπη μόνο για εκείνον, κι ίσως  και τους δικούς του. Από την άλλη, ο Λάζαρος δικαιώθηκε, όχι πάλι λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, αλλά με αφορμή την έλλειψη αυτή, λόγω της υπομονής την οποία επέδειξε, τέτοια που δεν οδηγήθηκε ούτε σε γογγυσμό κατά του Θεού ούτε κατά του πλουσίου συνανθρώπου του. Από την άποψη αυτή, αιτία της σωτηρίας και της δικαίωσής του ήταν η διατήρηση της αγάπης του προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο, συνεπώς η επιμονή του στην εμπιστοσύνη του Θεού, η πίστη  ότι ο Θεός είναι ο αποκλειστικός βοηθός του. Δεν πρέπει να είναι άσχετο το γεγονός ότι το όνομά του «Λάζαρος», σημαίνει ακριβώς αυτό: «ο Θεός είναι βοηθός».

5. Το γεγονός ότι με την παραβολή προβάλλεται το θέμα της χρήσεως των υλικών αγαθών, μας δίνει την ευκαιρία να πούμε τι ο λόγος του Θεού και η Πατερική εκφορά του τονίζουν για τον πλούτο. Χωρίς να πολυλογήσουμε, η χριστιανική πίστη θεωρεί ότι ο πλούτος είναι μία δωρεά του Θεού που δίνεται στον άνθρωπο, προκειμένου αυτός, χρησιμοποιώντας τον πλούτο με ορθό τρόπο, να σωθεί. Και ορθός τρόπος είναι η με αγάπη προσφορά του σ’  εκείνους που έχουν πραγματική ανάγκη. Ο Θεός δηλαδή επιτρέπει να γίνουν κάποιοι άνθρωποι, δια της ευλογίας των υλικών αγαθών, μέτοχοι της δικής Του ευεργεσίας προς τα πλάσματά του. Όπως Εκείνος αδιάκοπα προσφέρει τον πλούτο της χάρης και της αγαθότητάς Του στους ανθρώπους, κατά παρόμοιο τρόπο απαιτεί να κάνουν και οι άνθρωποι: αυτό που έχουν να το μοιράζονται με τους άλλους. Ώστε «το περίσσευμα του ενός εις το υστέρημα του άλλου». «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε».
Μία τέτοια στάση του ανθρώπου, προσφοράς και ευεργεσίας στους άλλους, κάνει τον άνθρωπο αυτόν να λειτουργεί ως μικρός Θεός, ανταλλάσσοντας ως καλός έμπορος τα υλικά με τα πνευματικά αγαθά. Διότι κατά την αναλογία της προσφοράς υπάρχει και η ανταπόδοση της χάρης, ή καλύτερα, ο άνθρωπος με την προσφορά προς τους άλλους αναδεικνύει την αγάπη του και συνεπώς βρίσκεται στο σημείο συντονισμού του με τον ίδιο τον Θεό που είναι αγάπη. Μία άρνηση του ανθρώπου να τοποθετηθεί έτσι, τον οδηγεί ακριβώς στα τραγικά αποτελέσματα του πλουσίου της παραβολής, ή του άφρονος πλουσίου της άλλης γνωστής παραβολής. Για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του Μεγάλου Βασιλείου, ο πλούσιος που κρατάει τον πλούτο του μόνο για τον εαυτό του μοιάζει με το βαρυφορτωμένο καράβι που ανοίγεται στο πέλαγος. Το μόνο σίγουρο στην περίπτωση αυτή είναι ότι με την πρώτη φουρτούνα θα καταποντιστεί.
Κι αν έτσι περίπου είναι τα σχετικά με τον πλούτο, τα ίδια από άλλη οπτική είναι τα σχετικά με τη φτώχεια. Η φτώχεια δηλαδή, δεν είναι καθεαυτή αρνητικό γεγονός. Δεν εννοούμε βεβαίως  την πλήρη έλλειψη των στοιχειωδών της ζωής, διότι ο άνθρωπος τα έχει οπωσδήποτε ανάγκη για να ζήσει. Εννοούμε αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος: «έχοντες τροφάς και σκεπάσματα, αρκεσθησόμεθα αυτοίς». Διότι «έσται πορισμός μέγας, η αυτάρκεια μετά ευσεβείας». Μία τέτοια εγκράτεια ζωής, όταν αντιμετωπίζεται με εμπιστοσύνη στον Θεό, συνιστά τον πιο εύκολο και γρήγορο τρόπο εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Απόδειξη, ο πτωχός Λάζαρος. Κι είναι αυτός ο περιορισμένος τρόπος ζωής, διά του οποίου μπορεί ο άνθρωπος να δει άμεσα και ορατά την πρόνοια του Θεού. Δεν υπάρχει περίπτωση – αυτό αποδεικνύει η ιστορία της Εκκλησίας – κάποιος, με στενότητα μικρή ή μεγάλη υλικών αγαθών, αλλά με διάθεση να μη χάσει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, να μη δέχεται διαρκώς τις θαυμαστές επεμβάσεις του Θεού προς συντήρησή του. Σαν τον Γέροντα Παΐσιο, που την ημέρα της εορτής της Αναλήψεως, τότε που καταλύεται ψάρι στο Άγιον Όρος, ενώ ο ίδιος λόγω της απόλυτης ένδειάς του δεν είχε τίποτε να φάει, είδε ένα πτηνό να έρχεται πάνω από το κελί του και να του πετά ένα ψάρι. Ή σαν τον πτωχό εκείνο οικογενειάρχη κυνηγό, που κρατώντας την πίστη του στον Θεό χωρίς γογγυσμό, εύρισκε καθημερινά το θήραμά του, κατά θαυμαστό τρόπο, προς κάλυψη των αναγκών των πολλών τέκνων του.

6. Δεν θέλουμε όμως να τελειώσουμε, χωρίς την παρακάτω επισήμανση: μιλώντας για κόλαση και παράδεισο στην παραβολή, δεν πρέπει να τα εννοήσουμε από πλευράς τοπικής. Δεν είναι τόποι, ο παράδεισος και η κόλαση. Διότι δεν υπάρχει «περιοχή» εκτός Θεού. Για την πίστη μας, πρόκειται για τις καταστάσεις που ζει ο άνθρωπος, ανάλογα με τη στάση του έναντι του Θεού. Ο μετανοημένος και με αγάπη άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού κατά τρόπο θετικό∙ και αυτό είναι ο παράδεισος. Ο αμετανόητος, δηλαδή ο εγωιστής άνθρωπος, που έχει ως κέντρο και αξία μόνον τον εαυτό του, ενώ βρίσκεται μέσα στην ενέργεια του Θεού, αδυνατεί να ζήσει θετικά την αγάπη Εκείνου και κολάζεται. Δηλαδή, η μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους, βιώνεται είτε ως παράδεισος είτε ως κόλαση, ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου.

γ.  Με το δεδομένο ότι ο Θεός βλέπει τις καρδιές μας, συνεπώς τις κλίσεις της είτε προς Εκείνον είτε προς τον κόσμο και τα υλικά αγαθά του – ανεξάρτητα, όπως είπαμε, αν έχουμε πράγματι τα υλικά αγαθά ή τα επιθυμούμε - θα πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τα πρόσωπα της παραβολής: τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι αυτό σημαίνει:  πότε βρισκόμαστε στη θέση του πλουσίου και πότε στη θέση του Λαζάρου, ανάλογα με το τι κυριαρχεί μέσα μας. Το επικρατούν στοιχείο μέσα μας δείχνει και τον τύπο που κάθε φορά επιλέγουμε. Συνεπώς, το ζητούμενο από εμάς είναι η καρδιά μας να είναι πάντοτε στραμμένη με αγάπη προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη μας σ’  Αυτόν ποτέ να μη μας εγκαταλείπει, με απλά λόγια να είμαστε πάντοτε Λάζαροι. Η θέση μας έτσι στους «κόλπους του Αβραάμ» θα είναι τότε δεδομένη, όχι μόνο μετά θάνατο, αλλά ήδη από τη ζωή αυτή.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ ( ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) π. Γεώργιος Δορμπαράκης



῾᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται᾽ 
(Β´ Κορ. 12, 9)

α. ῾Ο σημερινός ἀπόστολος μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἕνα πολύ δυνατό ἀλλά καί παράδοξο κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης. ῾Ο ἅγιος Παῦλος καταγράφει τήν διπλότητα στήν ὁποία βρίσκεται καί πού συνιστᾶ τό μυστήριο τῆς χριστιανῆς ὑπάρξεώς του: ἀφενός εἶναι ἀδύναμος ὡς ἄνθρωπος, κυνηγημένος ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἐποχῆς του ἀλλά καί τίς ἀρρώστιες του, ἀφετέρου εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος χάριτι Θεοῦ ἔγεμε ῾ὀπτασιῶν καί ἀποκαλύψεων᾽, φθάνοντας μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ζώντας καταστάσεις τίς ὁποῖες ῾οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι᾽. Αὐτό τό μυστήριο καί αὐτήν τήν παραδοξότητα ἐπιβεβαιώνει καί ἡ ἀπάντηση  τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου στόν ἀπόστολο, ὅταν ἐκεῖνος προσέφυγε σ᾽ Αὐτόν γιατί δέν ἄντεχε τούς κόπους τῆς ἀρρώστιας του: ῾Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της μέσα σ᾽ αὐτήν τήν ἀδυναμία σου᾽.

β. 1. ῾Η ἀποκαλυπτική ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ρίχνει φῶς σέ ὅ,τι θεωρεῖται ἀπευκταῖο καί ἀπαξία στόν κόσμο τοῦτο: τήν ἀρρώστια καί τήν ὅποια ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Ενῶ δηλαδή ἡ ἀρρώστια, ὁ πόνος, οἱ δοκιμασίες τῆς ζωῆς θεωροῦνται ὄχι μόνο ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς καταστάσεις ἀρνητικές, διότι προέρχονται ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου – ὁ ἄνθρωπος  εἶναι ὁ αἴτιος τῆς δυστυχίας του λόγω τῆς πτώσεώς του στήν ἁμαρτία, διότι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο γιά νά πονάει, ἀλλά νά χαίρεται ὡς μέτοχος τῆς δικῆς Του εὐτυχίας -  ὅμως ὁ Κύριος ἀξιοποιεῖ πιά αὐτήν τήν κατάσταση τῆς φθορᾶς, κάνοντάς την νά λειτουργεῖ παιδαγωγικά  γιά τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔννοια τῆς πρόκλησης γιά συναίσθηση τῶν κτιστῶν του ὁρίων καί συνεπῶς τήν ταπείνωσή του. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἀρρώστιες καί τόν πόνο αὐτῆς τῆς ζωῆς κατανοεῖ τήν ἀδυναμία μέσα στήν ὁποία βρίσκεται, βλέπει ὅτι ἡ ὅποια τάση πρός ἀλαζονεία καί ὑπερηφάνεια δέν ἔχει βάση καί στήριγμα, προκαλεῖται δραστικά νά ἀναχθεῖ στόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος μόνος μπορεῖ νά τόν βοηθήσει καί νά τόν παρηγορήσει. Πότε πράγματι ὁ ἄνθρωπος προσφεύγει περισσότερο στόν Θεό καί ταπεινώνεται παρά κυρίως ὅταν ἀρρωσταίνει κι ὅταν τά διάφορα ἐμπόδια τῆς ζωῆς ὀρθώνονται πανύψηλα ἐνώπιόν του;

2. Βεβαίως θά μποροῦσε νά ἀντείπει κανείς ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι στίς δοκιμασίες σκληρύνονται περισσότερο, γογγύζουν καί βλασφημοῦν τόν Θεό, γίνονται χειρότεροι. Σάν τόν Φαραώ ἐκεῖνον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού κρατοῦσε ὑπόδουλους τούς ῾Εβραίους στήν Αἴγυπτο καί πού  οἱ ῾πληγές᾽ πού ὑφίστατο ὁ ἴδιος καί οἱ Αἰγύπτιοι ὄχι μόνο δέν ἔδειχναν νά τόν συνετίζουν γιά νά ὑπακούσει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως τόν ὁδηγοῦσαν σέ μεγαλύτερη ἐναντίωση πρός Αὐτόν καί ἀλαζονική συμπεριφορά. Καί σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση ὅμως δέν λείπει ἡ παιδαγωγοῦσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: προκαλεῖται ὁ ἄνθρωπος μέ τίς θλίψεις αὐτῆς τῆς ζωῆς νά φανερώσει τόν βαθύτερο ἑαυτό του. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅταν ἐπιτρέπει κάποια δοκιμασία στόν ἄνθρωπο λειτουργεῖ σ᾽ αὐτόν ἀνάλογα μέ τό τί βρίσκει στήν καρδιά του. ῎Αν βρεῖ καρδιά καλοπροαίρετη, τότε ἡ δοκιμασία αὐτή τόν ὁδηγεῖ σέ μετάνοια καί ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. ῎Αν βρεῖ καρδιά κακοπροαίρετη πού ἔχει διαγράψει τόν Θεό ἀπό τήν προοπτική τῆς ζωῆς της, τότε ἡ δοκιμασία ὁδηγεῖ σέ ῾πέτρωμα᾽ αὐτῆς καί βλάσφημη συμπεριφορά.

3. ᾽Εν προκειμένῳ μιλᾶμε γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά ἦταν προσανατολισμένη στόν Χριστό καί αἰχμαλωτισμένη ἀπό τήν ἀγάπη Του. Καί τί συνειδητοποιεῖ ὁ μέγας ἀπόστολος μέ τήν ἀρρώστια του; Γιά τόν Κύριο ἡ προτεραιότητα δέν εἶναι ἡ ὑγεία τοῦ σώματος, δέν εἶναι ἡ ὑπέρβαση ἁπλῶς τοῦ πόνου καί τῆς ἀρρώστιας, ἀλλά νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά μπορεῖ νά διακρατεῖ στήν ὕπαρξή Του τόν ἴδιο τόν Κύριο. Καί μέσον πρός αὐτήν τήν πραγματικότητα εἶναι οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες. ῞Ωστε ἡ ὑγεία πού πράγματι εἶναι σπουδαῖο ἀγαθό ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέ τά θαύματα θεραπείας πού ἔκανε αὐτό ἔδειχνε: ὅτι ἡ ἀρρώστια καί ὁ πόνος δέν εἶναι κάτι πού θέλει ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί στήν Βασιλεία Του ῾οὐκ ἔστιν πόνος ἤ λύπη ἤ στεναγμός᾽ (ἐδῶ βρίσκει τήν θέση του καί τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου ὡς προέκταση τοῦ ἰαματικοῦ χεριοῦ τοῦ Χριστοῦ), ὅμως στόν κόσμο τοῦτο δέν εἶναι ἡ πρώτη ἀξία κι οὔτε πρόκειται ποτέ νά μήν ὑπάρχει ἡ φθορά καί ὅ,τι σχετίζεται μέ αὐτήν μέ ἀποκορύφωμα τόν θάνατο. Πρώτη ἀξία εἶναι νά ἔχει κανείς τόν Θεό στήν ζωή του - ῾ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ᾽ κατά τόν Κύριο -, ὁ ῾Οποῖος ὅπως εἴπαμε ἀξιοποιεῖ ἀκόμη καί τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου γιά νά τοῦ δίνει ὤθηση πρός ᾽Εκεῖνον καί τό ἅγιο θέλημά Του. ῾᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου᾽. Καί τί φθάνει νά λέει τελικῶς ὁ ἀπόστολος μετά ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου; ῾῞Ηδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ῾ἐπ᾽ ἐμέ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ᾽ (Μέ περισσότερη εὐχαρίστηση λοιπόν θά καυχηθῶ γιά τίς ταλαιπωρίες μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ). Κι ἀλλοῦ: ῾῞Οταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι᾽. ῾Ο ἄνθρωπος γίνεται δυνατός κατεξοχήν στήν ἀσθένειά του. Μήπως ἔτσι στά νοσοκομεῖα καί τίς κλινικές, ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ θεωρούμενη ἀδυναμία, τελικῶς βρίσκεται ἡ μεγαλύτερη δύναμη μέσα στόν κόσμο;

4. Θεμέλιο τῆς παραπάνω θεώρησης τοῦ πόνου καί τῶν θλίψεων καί τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῞Ολη ἡ ζωή τοῦ Κυρίου ἀπαρχῆς μέχρι τέλους, ἀπό τήν ὥρα τῆς Γεννήσεώς Του μέχρι τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας, ἦταν ἀκριβῶς ἕνας Σταυρός. Διότι ἀκριβῶς προσέλαβε τόν ἄνθρωπο μέ τήν φθορά καί τήν ἁμαρτία του καί μέ τήν δική Του ζωή τόν ἀποκατέστησε ῾ὅπου ἦν τό πρότερον᾽ κι ἀκόμη ἐπιπλέον. Συνεπῶς ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά μπορέσει ὡς χριστιανός νά βαδίσει ἄλλην ὁδό ἀπό αὐτήν τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστεως; ῾Ο σταυρός εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος, ὁ ὁποῖος βιούμενος ἐν Χριστῷ περικλείει βεβαίως καί τήν ἀνάσταση. ῾῞Οστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι᾽. ᾽Ακολουθῶ τόν Χριστό σημαίνει ὅτι θά περάσω μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις καί τούς πόνους, χωρίς ὅμως αὐτά νά μέ καταβάλλουν καί νά μέ ἀπελπίζουν, γιατί μέ κρατάει καί μέ ἐνισχύει  ᾽Εκεῖνος. Καί πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀπό τήν ἄποψη αὐτή δέν βρίσκεται μόνο στό τέλος τοῦ δρόμου γιά νά μᾶς στεφανώσει, ἀλλά καί σέ κάθε σημεῖο του. Ἡ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς συνεπῶς μπορεῖ νά γίνει καί μία θεοφάνεια γιά τόν πιστό ἄνθρωπο.
Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαίωσε ὅτι ῾διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ᾽. Προσπάθεια διαγραφῆς τῶν θλίψεων σημαίνει προσπάθεια ὑπέρβασης τοῦ δρόμου γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως σημειώνουν καί οἱ ἀσκητικοί Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας ῾ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος᾽. ῎Ας κοιτάξουμε ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων μας, ἐκεῖ πού καθρεπτιζόμαστε γιά ὀρθή πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς: κανείς ποτέ ἀπό αὐτούς δέν εἰσῆλθε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ῾μετ᾽ ἀνέσεως᾽. ῾Η θλίψη καί οἱ δοκιμασίες καί τό μαρτύριο ἦταν αὐτό πού συνάντησαν στήν ζωή τους, καταστάσεις πού ἀξιοποίησαν ἐν πίστει καί κέρδισαν τόν Παράδεισο. ῾῎Αν ἤξερα τί ὁ Θεός μοῦ ἐπεφύλασσε στήν Βασιλεία Του μέ τό μαρτύριό μου᾽ - εἶπε ἡ ἁγία Εὐφημία στόν ἁγιασμένο Γέροντα Παΐσιο τόν ἁγιορείτη ὅταν τοῦ ἐμφανίστηκε - ῾θά ἔλεγα ποτέ νά μήν περάσουν τά βάσανά μου᾽. Ἡ ἁγία δηλαδή ἐπιβεβαίωνε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ῾οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν εἰς ὑμᾶς ἀποκαλυφθῆναι δόξαν᾽.

γ. Τίς ἐποχές πού κάποιος μεγάλος σεισμός ταλαιπωρεῖ τήν πατρίδα μας ἀκοῦμε συχνά τούς σεισμολόγους νά λένε ὅτι πρέπει νά μάθουμε νά ζοῦμε μέ τούς σεισμούς. ῾Η ζωή μας δηλαδή πρέπει νά συνεχιστεῖ κανονικά, λαμβάνοντας ὑπόψη μας τούς σεισμούς καί προσαρμοζόμενοι στά προβλήματα πού αὐτοί δημιουργοῦν. Τό ἴδιο κι ἀκόμη περισσότερο ἰσχύει καί μέ τό θέμα τῶν θλίψεων καί τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς: εἶναι δεδομένες καταστάσεις στήν ζωή μας, ἀρκεῖ νά τίς ἀντιμετωπίζουμε μέ τόν σωστό τρόπο. Καί σωστός τρόπος εἶναι αὐτός πού ὑπέδειξε ὁ Κύριος στόν ἀπόστολό Του: νά βλέπει πρωτίστως τήν χάρη Του καί ὄχι τά προβλήματα τῆς ζωῆς. Ἡ προτεραιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας εἶναι ἐκείνη πού ἀποτελεῖ τόν σκοπό μας ὡς χριστιανῶν κι εἶναι ἐκείνη πού δίνει καί τήν δύναμη γιά νά ὑπομένουμε κάθε πειρασμό. Μέ τήν βεβαιότητα πάντοτε ὅτι πίσω ἀπό ὅ,τι συμβαίνει ὑπάρχει ἡ ῾καρδιά᾽ τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί ἡ ἀγάπη Του, ἡ ὁποία οὐδέποτε θά ἀφήσει νά ξεπεράσουν οἱ δοκιμασίες τίς ἀντοχές μας. ῾Οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν᾽ (ἀπόστολος Παῦλος). ῾Ο κάθε σταυρός καί ἡ κάθε δοκιμασία εἶναι μετρημένα γιά τόν καθένα μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά κατέθεσε τό παράπονό του στόν Κύριο γιά τίς ἀρρώστιες του, ὅμως ἀκολούθησε τό θέλημά Του. 

Ο πλούσιος και ο Λάζαρος π. Αλέξιος Αλεξόπουλος

Μία από τις συγκλονιστικότερες σε διδάγματα παραβολές του Χριστού μας παραθέτει η Εκκλησία μας την πέμπτη Κυριακή του ευαγγελίου του Λουκά. Πρόκειται για την ιστορία του πλούσιου και του Λαζάρου (Λουκ. 16, 19-31). Του ανώνυμου κάτοχου περιουσίας, ο οποίος, παρότι γνωρίζει τον φτωχό συνάνθρωπό του Λάζαρο, δεν νιώθει την ανάγκη να τον συνδράμει στην απόλυτη δυστυχία που εκείνος βιώνει, αλλά απολαμβάνει τον δικό του τρόπο ζωής χωρίς διακοπή, σε ό,τι αφορά στην λαμπρότητα, με κύρια χαρακτηριστικά της την ενδυμασία και το πλούσιο φαγητό, ενώ ο Λάζαρος δεν έχει ούτε ρούχα ούτε τροφή.
Στην αιώνια ζωή τα πράγματα όμως αντιστρέφονται. Ο εντελώς μόνος του στην παρούσα ζωή Λάζαρος μεταφέρεται από τους αγγέλους και πηγαίνει στους κόλπους του Αβραάμ, όπου «παρακαλείται», παρηγορείται και χαίρεται, ενώ ο πλούσιος που απολάμβανε την συντροφιά των ανθρώπων και στη ζωή και στην ταφή του, εντελώς μόνος, χωρίς κάποιος να τον συνοδεύσει, υπάρχει εν βασάνοις στον άδη, στην κόλαση. Διαλέγεται με τον Αβραάμ, ζητώντας την παρηγοριά της καταψύξεως της γλώσσας του με λίγο νερό το οποίο θα του φέρει ο Λάζαρος. Αναγνωρίζει τόσο τον Αβραάμ ως πατέρα του, δηλαδή ως γενάρχη του λαού στον οποίο ανήκε, όσο και το Λάζαρο, γιατί τον έβλεπε στην επίγεια ζωή και ήξερε ποιος ήταν, ασχέτως της αδιαφορίας που επέδειξε. 
Παράλληλα, στην πρότασή του να στείλει ο Αβραάμ τον Λάζαρο στον κόσμο και να προειδοποιήσει τα πέντε αδέρφια του να μην βρεθούν στην κατάσταση που ο ίδιος έχει περιπέσει, διαφαίνεται ότι ο πλούσιος διασώζει έστω και την αδελφική αγάπη, δηλαδή στο βάθος της ύπαρξής του δεν ήταν εντελώς διεστραμμένος, ενώ, από τον διάλογο με τον Αβραάμ διαφαίνεται ότι γνώριζε και τον λόγο του Μωυσή και τους προφήτες, δηλαδή δεν μπορούσε να προσποιηθεί έναντι του Θεού άγνοια για τη ζωή που είχε επιλέξει. Ο μωσαϊκός νόμος ξεκινούσε με την παραδοχή ότι ο Θεός του Ισραήλ είναι ο Θεός του καθενός Ιουδαίου και δεν επιτρεπόταν σ΄ αυτούς να έχουν οποιονδήποτε άλλο θεό, όπως για παράδειγμα το χρήμα. Γι’ αυτό και ο πλούσιος αναγνωρίζει ότι δικαίως υφίσταται ο ίδιος ό,τι υφίσταται, όμως δεν θα ήθελε για τα αδέρφια του να βρεθούν στον τόπο της βασάνου. Η μνήμη του όμως του επισημαίνει ότι, όπως και για τον ίδιο, έτσι και για τα αδέρφια του, εάν δεν συνέβαινε ένα συγκλονιστικό γεγονός, όπως η ανάσταση κάποιου από τους νεκρούς, θα ήταν αδύνατο να ακούσουν το λόγο του Θεού και να αλλάξουν ζωή. Ο Αβραάμ του δείχνει ότι η σκέψη του δεν θα έχει κανένα αντίκρισμα. Εάν τα αδέρφια του ήθελαν να σωθούν, θα μπορούσαν πολύ απλά να επιλέξουν να ακολουθήσουν τα όσα η Γραφή ορίζει και δεν θα χρειαζόταν τον καταναγκασμό του θαύματος για να υποχρεωθούν μέσα από το φόβο να αλλάξουν ζωή, κάτι που για τον Αβραάμ ήταν βέβαιο ότι δεν θα συνέβαινε, διότι, όπως και ο πλούσιος παρέμενε αμετανόητος για τη ζωή του, έτσι κι εκείνοι δεν θα άλλαζαν.
Η στάση του πλούσιου στην παρούσα ζωή ερμηνεύει την μοναξιά του στην αιώνια. Ο πλούσιος δεν αισθάνθηκε διαχειριστής των αγαθών που επέτρεψε ο Θεός να έχει, αλλά κάτοχός τους. Αυτό γίνεται με κάθε αγαθό το οποίο μας δίδει ο Κύριός μας, είτε υλικό, είτε σε μορφή χαρίσματος. Ακόμη και το πρόσωπό μας, η ύπαρξή μας δεν μας ανήκει, αλλά είμαστε διαχειριστές της. Μας προίκισε ο Θεός με ιδιώματα που εικονίζουν τον Ίδιο. Μας έδωσε την αγάπη. Την ελευθερία. Το λογικό και την δημιουργικότητα. Την συνείδηση της ύπαρξης και την διαφορετικότητα σε σχέση με τους άλλους. Την δίψα για σχέση και μοίρασμα. Και μας καλεί να προσπαθήσουμε στην παρούσα ζωή να καταστήσουμε τα χαρίσματα και τις δωρεές μας αφορμή κοινωνίας με τον πλησίον μας και τον Ίδιο. Όποιος από εμάς επιμένει να κρατά τα χαρίσματά του μόνο για τον εαυτό του, να αδιαφορεί για τους άλλους, να κλείνει την πόρτα της καρδιάς του σ’ αυτούς και να εντοπίζει το νόημα της ζωής του στα ρούχα, την εμφάνισή του κατ’ όψιν δηλαδή, και στην απόλαυση της τράπεζας, καθιστώντας την ύπαρξή του σάρκα, στην ουσία καλύπτει τα χαρίσματά του με το στρώμα της ατομικής αυτάρκειας και διαλύει κάθε ευκαιρία, όχι μόνο για καλές πράξεις ή προσφορά στους άλλους, αλλά για να συνειδητοποιήσει τη χαρά του να μοιράζεται. Και όποιος μοιράζεται, κάνει το βήμα να συναντήσει το Θεό, που είναι ο Δωρεοδότης των πάντων. Όποιος παραμένει «στα ίδια», στην ουσία είναι μόνος στην παρούσα ζωή. Και η μοναξιά του θα συνεχίζεται αιώνια, γιατί δεν θα έχει αφήσει την ύπαρξή του να ανοιχτεί. Και ό,τι γνωρίζει κάποιος, αυτό εξακολουθεί να εφαρμόζει.
Αξίζει, τέλος, να σταθούμε στην παρουσία του φτωχού Λαζάρου. Ένα είναι το χαρακτηριστικό του. Η σιωπή του. Δεν παραπονιέται. Δεν διαμαρτύρεται. Ούτε στα σκυλιά. Αλλά ούτε και στην αιωνιότητα ακούμε τη φωνή του. Σιωπηλός και ταπεινός αποδέχεται την αδικία του πλούσιου. Την αδικία της φτώχειας. Την αδικία, στην παρούσα ζωή, που επέτρεψε να του συμβεί ο Θεός. Και στην αιώνια παρηγορείται και χαίρεται στους κόλπους του Αβραάμ πάλι χωρίς να μιλά. Χωρίς να επιχαίρει για τον πλούσιο και την μοναξιά του. Ταπεινός στη γη, ταπεινός και στον ουρανό. Αυτό ήταν το χάρισμά του. Να υπομένει εν σιωπή. Και αυτό το φαινομενικά ασήμαντο για την κοινωνία χάρισμα, το οποίο πιθανότατα σήμερα θα ήταν η μεγάλη αδυναμία του που θα τον καθιστούσε κοινωνικά απόβλητο και περιθωριοποιημένο, τον οδηγεί στον παράδεισο.
Η παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου δεν είναι απλώς μια αφορμή να φιλοσοφήσουμε τη ζωή μας ή να σκεφτούμε ότι ο Θεός μας θέλει ελεήμονες ή ότι υπάρχει μεταθανάτια πραγματικότητα. Είναι μία πρόσκληση από την πλευρά της Εκκλησίας να ξαναδούμε πού βρισκόμαστε τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι των ανθρώπων. Είμαστε στην θύρα για να εισέλθουμε στην οικία του πλούτου των παθών, της αυτάρκειας, της φιληδονίας ή είμαστε στον πυλώνα του κόσμου, αγωνιζόμενοι να κρατήσουμε ταπείνωση, σιωπή και υπομονή και να στρέψουμε το βλέμμα μας στην άλλη θύρα, εκείνη της «Παράδεισος», που ξεκινά από το εδώ και τώρα, ώστε να εμπιστευθούμε την παράκλησή μας στη σχέση μας με το Θεό, ο Οποίος μας δίδει όνομα για την αιωνιότητα και αντοχή στα βάσανα του παρόντος κόσμου.
Η κρίση της εποχής μας μάς υπενθυμίζει την αλήθεια του Μωυσή ότι «ένας είναι ο Κύριος ο Θεός μας και δεν υπάρχουν άλλοι θεοί για μας». Στηρίξαμε την ελπίδα μας στο θεό του χρήματος, ενδυθήκαμε την πορφύρα της δόξας του φαίνεσθαι, κτίσαμε σπίτια και ζωές γεμάτα από λαμπρή ευφροσύνη αγαθών και ηδονών και τώρα τρεφόμαστε από τα ψιχία τα πίπτοντα από τα τραπέζια των ισχυρών. Ας στρέψουμε τα βλέμματά μας στον ουρανό και ο Θεός γνωρίζει να μας στηρίξει. Και, παράλληλα, ας επιστρέψουμε στο νόημα της αγάπης και του μοιράσματος ως καλοί οικονόμοι της χάριτος και των χαρισμάτων που μας έδωσε ο Θεός. Για να βρούμε τη χαρά της δικής Του αγάπης τόσο στην παρούσα όσο και 
στην αιώνια ζωή, στην οποία δεν θα είμαστε μόνοι μας, εκτός αν το επιλέξουμε.
π. Αλέξιος Αλεξόπουλος

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ (Λουκά ιστ΄19-31) Η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τελίδης

"...μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, 
ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν."
      Ο πλούσιος της Παραβολής του σημερινού Ευαγγελίου φορούσε πανάκριβα αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε κάθε τόσο με πλούσια συμπόσια. Ούτε που νοιαζόταν καθώς έβλεπε στην εξώπορτά του εκείνον τον φτωχό Λάζαρο παραπεταμένο και γεμάτο πληγές. Πόσο υπέφερε ο δύστυχος! Ήθελε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού.
     Πόσο μεγάλες οι αντιθέσεις των δύο αυτών ανθρώπων που βρίσκονταν τόσο κοντά μεταξύ τους!  "...καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν"..Ο πλούσιος ήταν ντυμένος με πολυτέλεια, κι ο Λάζαρος με τα έλκη του και τα κουρέλια του, ο πλούσιος καθόταν σε πολυτελή ανάκλιντρα, κι ο πτωχός πεταμένος στη γη. Ο πλούσιος περιβαλλόταν από επίσημους συνδαιτυμόνες, κι ο πτωχολάζαρος από σκυλιά.
     Πόσο ανάλγητος αλήθεια ήταν ο πλούσιος! Πόσο κακό του έκανε ο πλούτος! Τον έκανε δούλο στη σάρκα, αδιάφορο για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε στην αλαζονεία, την κοιλιοδουλία, την ασπλαχνία. Βέβαια η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. 
     Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Πώς μπορούσε ο πλούσιος να βλέπει τον άλλον να λιμοκτονεί και να μένει τόσο ανάλγητος; Αλλά ο πλούσιος της παραβολής ενδιαφερόταν μόνο για τα πλούτη του. Δεν είχε ανώτερα ιδανικά και αξίες. Από έξω η εμφάνισή του μεγαλόπρεπη, από μέσα όμως η ψυχή του αραχνιασμένη. Από έξω αρώματα, και μέσα δυσωδία. Το σώμα του καλοπερνούσε στις ανέσεις, η ψυχή του όμως αργοπέθαινε μέσα στη φθορά.
      Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά όσοι προσκολλώμαστε στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά. Και νομίζουμε πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε αδιαφορώντας για τους γύρω μας, τους ενδεείς, τους πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας, αγριεύει η ψυχή μας. Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά είναι μεγάλος πειρασμός για τη ζωή μας. Από αυτόν τον πειρασμό κινδυνεύουμε όλοι μας και  η αντιμετώπιση του από εμάς δρομολογεί το μέλλον μας.
      Η πρώτη σκηνή τελείωσε. Ήταν η σκηνή πάνω στη γη. Στη συνέχεια όμως έχουμε τη δεύτερη σκηνή, επάνω στον ουρανό.               Πρώτος πέθανε ο φτωχός. Κανείς ίσως να μην έδωσε σημασία στο θάνατό του. Άγγελοι του Θεού όμως κατήλθαν αμέσως από τα ύψη του ουρανού για να μεταφέρουν την υπομονετική ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο.
      Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε με μεγαλοπρέπεια. Όμως την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν με μανία δαίμονες φοβεροί και την οδήγησαν στα ζοφερά σκοτάδια του Άδη. 
      Εκεί τώρα ο πλούσιος υπέφερε φρικτά και άρχισε να κραυγάζει και να παρακαλεί: 
"Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά."
Για να πάρει την απάντηση του δίκαιου Αβραάμ: 
"Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη γη, κι ο Λάζαρος τα κακά της δυστυχίας του, τώρα όμως εδώ αντιστρέφονται οι ρόλοι, ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε, εσύ όμως βασανίζεσαι διαρκώς. Και έπειτα ανάμεσά σας υπάρχει μεγάλο χάσμα αδιαπέραστο." 
Αλλά ο πλούσιος επιμένει: 
"Στείλε τουλάχιστον τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου να πει στα πέντε αδέλφια μου τι γίνεται εδώ στον άλλον κόσμο, για να προλάβουν να μετανοήσουν και να μην έλθουν κι αυτοί εδώ στην κόλαση." 
Κι ο Αβραάμ του απάντησε: 
"Έχουν στη γη τα βιβλία του Νόμου και των προφητών που μιλούν γι’ αυτά."
Ο πλούσιος όμως γνωρίζει καλά τους συγγενείς του και του λέει:"Όχι, πάτερ, δεν θα υπακούσουν στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους πεθαμένους ανθρώπους, θα μετανοήσουν."
Ο Αβραάμ όμως έκλεισε το διάλογο λέγοντας: 
"Εάν δεν έχουν καλή διάθεση να υπακούσουν στον Νόμο και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν, ακόμη και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς."
     Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας ένα μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Διότι ο καθένας μας προετοιμάζει την ψυχή του για τον αντίστοιχο τόπο. Κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία για όλους μας είναι ότι όταν οι άνθρωποι αμαυρώνουμε καθημερινά την ψυχή μας με τις απολαύσεις των αισθήσεων, την καθιστούμε ακατάλληλη για τις ανώτερες πνευματικές απολαύσεις του πνευματικού κόσμου. 

     Πώς να χωρέσει στον Παράδεισο η ψυχή μας, εάν εδώ στη γη ήταν απορροφημένη στην ύλη; 
     Πώς να δοκιμάσει τις απερίγραπτες πνευματικές ηδονές του Παραδείσου μία ψυχή που ξέρει μόνο τις απολαύσεις της σαρκός και έχει περιορίσει την ευτυχία της στα φαγητά, στα γλέντια, στα ρούχα;
     Πώς να γευθεί τον Παράδεισο μία ψυχή σκληρόκαρδη και άπονη ανάμεσα στις εξαγιασμένες ψυχές τόσων ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόνο και τις θλίψεις της ζωής;
     Όταν είμαστε εν ζωή, ανάμεσα στον "πλούτο" και στην "φτώχια", ανάμεσα στην καλοσύνη και στην κακία, στην αγάπη ή την αναλγησία, την αδιαφορία ή την ελεημοσύνη δεν υπάρχει κανένα χάσμα, απλά στην καθημερινότητα μας πρέπει να δουλέψουμε λίγο περισσότερο, θέλει να κοπιάσουμε, χρειάζεται αυταπάρνηση και προσπάθεια για την τροφή της ψυχής μας, όμως μετά τον θάνατο μας, τα έργα μας εν ζωή, είναι αυτά  που έσκαψαν την τάφρο που θα μας χωρίσει μόνιμα και εις το διηνεκές, από τον παράδεισο.     
      Η αιώνια λοιπόν ευτυχία μας ή η ατελεύτητη δυστυχία μας μετά τον θάνατο καθορίζονται από τη διαγωγή που δείχνουμε πριν από τον θάνατό μας. Σήμερα δρομολογούμε το αιώνιο μέλλον μας. 
Τις επιλογές μας τις ξέρουμε. 
Οι προορισμοί μας είναι ξεκάθαροι. 
Ας ετοιμαζόμαστε από τώρα για το αιώνιο ταξίδι μας. 

Πλούτος και φτώχεια και η εν Χριστώ σωτηρία μας Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ

Πλούτος και φτώχεια και η εν Χριστώ σωτηρία μας
Μέσα από την  ευαγγελική περικοπή αυτής της Κυριακής  ακούμε τη παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, όπου ο Χριστός μας παρουσιάζει δύο σκηνές διαφορετικές. Η μία διαδραματίζεται στη γη και η άλλη στον ουρανό. 
Στη σκηνή που διαδραματίζεται στη γη, παρουσιάζεται ο πλούσιος καλοθρεμμένος, καλοντυμένος, καλοστεγασμένος, υγιής. ΄Εχει οικογένεια, πέντε αδελφούς, φίλους, υπηρέτες. Από την άλλη στην ίδια σκηνή παρουσιάζεται ο φτωχός Λάζαρος, πεινασμένος, γυμνός, άστεγος, άρρωστος, χωρίς συγγενείς και φίλους, μόνος και έρημος, με μοναδική συντροφιά στη μοναξιά του τα σκυλιά που έρχονται  να γλύψουν τις πληγές του και να ανακουφίσουν τους πόνους του.
Στη δεύτερη σκηνή, στη σκηνή του ουρανού, οι όροι αντιστρέφονται. Ο πλούσιος βασανίζεται, φλέγεται, διψά. Οδύνωμαι εν τη φλογί ταύτη, μας λέει. Αυτή η κραυγή του πόνου εκφράζει το μέγεθος της απελπισίας του. Αντίθετα ο φτωχός Λάζαρος απολαμβάνει ευτυχισμένος τη ζωή του παραδείσου.
Είναι λάθος να πούμε ότι ο πλούσιος επειδή απόλαυσε όλα τα αγαθά της γης, τα στερείται τώρα στον ουρανό, και ο φτωχός επειδή τα στερήθηκε στη γη τα απολαμβάνει στην αιωνιότητα. Είναι λάθος αγαπητοί μου να πούμε ότι αιτία της καταδίκης του ενός είναι ο πλούτος και της δικαιώσεως του άλλου η φτώχεια. Ούτε ο πλούτος είναι δρόμος που οδηγεί στη κόλαση, ούτε η φτώχεια ανήφορος που καταλήγει στον παράδεισο. Εκείνο που έχει σημασία για να φτάσει κανείς στη κόλαση ή στο παράδεισο είναι ο τρόπος που θα ζήσει τον πλούτο ή τη φτώχεια του. 
Ο Χριστός μας παρουσίασε σήμερα ένα κακό πλούσιο κι ένα καλό φτωχό. Θα μπορούσε κάλλιστα να αντιστρέψει τη παραβολή και να μας παρουσιάσει ένα κακό φτωχό κι ένα καλό πλούσιο. ΄Αλλωστε ο Αβραάμ, που ήδη παρουσιάζεται από το Χριστό να βρίσκεται στο παράδεισο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Π.Διαθήκης, ήταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους. Επομένως αν ο πλούτος είναι κάτι κακό δεν θα βρισκόταν στο παράδεισο αλλά στη κόλαση. 
Αυτό που έχει σημασία είναι πως τον χρησιμοποιούμε. Αν τον χρησιμοποιείς τον πλούτο σου για να καλυτερεύσεις τη ζωή στο πλανήτη που ζεις, ο πλούτος σε οδηγεί στο παράδεισο. Αν τον χρησιμοποιείς, όμως, για να μοιράζεις μίσος και αδικία, χωρίς να οικοδομείς έργα αγάπης, τότε σε οδηγεί στη κόλαση. 
Και ο πλούσιος της σημερινής παραβολής καταδικάζεται γιατί είχε κάνει κακή χρήση του πλούτου του. Από διαχειριστής των υλικών αγαθών που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, γίνεται σφετεριστής, χρησιμοποιώντας τα μόνο για τον εαυτό του. Βλέποντας τον φτωχό Λάζαρο έξω από τη πόρτα του νηστικό και πληγωμένο, όχι μόνο δεν δείχνει ενδιαφέρον για να τον βοηθήσει, αλλά του προκαλεί κιόλας νεύρα. Μπορούσε να γίνει συντελεστής ευτυχίας, βάζοντας στην υπηρεσία της αγάπης τα πλούτη του. Δεν κατάλαβε ότι δίνοντας θα αξιοποιούσε τα χρήματά του. Δεν κατάλαβε ότι όσα περισσότερα δίνει κανείς, τόσα πιο πολλά αποκτά.
΄Ετσι ο πλούσιος της παραβολής, ενώ μας παρουσιάζεται πλούσιος στα υλικά αγαθά αποδεικνύεται φτωχός στα πνευματικά. Η έλλειψη αγάπης που εκφράζεται με την βοήθεια προς το διπλανό μας, τον οδήγησε στη καταδίκη. ΄Ετσι αυτό που καταδικάζει τον πλούσιο είναι ο τρόπος της διαχείρισης του πλούτου του.
Από την άλλη ο φτωχός Λάζαρος παρουσιάζεται πλούσιος σε αρετές. Αυτό που τον οδηγεί στο παράδεισο δεν είναι η φτώχεια του, αλλά η υπομονή και η καρτερία στη δοκιμασία του. Δεν παραπονείται ο φτωχός Λάζαρος για την κατάστασή του. Δεν μισεί τον πλούσιο που τον περιφρονεί. Δεν γίνεται κλέφτης μπαίνοντας στο σπίτι του άλλου για να συντηρήσει τη πείνα του. Δεν παρασύρεται από τη καμουφλαρισμένη προπαγάνδα της αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, που αντί να οδηγήσει στη δικαιοσύνη που υπόσχεται, οδηγεί τον άνθρωπο μακρυά από το Θεό. 
Αντίθετα ο Λάζαρος υπομένει, αρκείται στα ψίχουλα και στην συντροφιά των σκυλιών. Είναι ολιγαρκής και δεν ζει με τη λαχτάρα να πλουτίσει, πατώντας ακόμα και επί πτωμάτων, αν του δοθεί η ευκαιρία. Και είναι, ίσως, μέσα σ’ αυτή την ολιγάρκεια του, πιο πλούσιος από το πλούσιο, γιατί η φτώχεια δεν μετριέται με όσα κατέχει κανείς, αλλά με όσα ποθεί. Γιατί όσα πιο πολλά ποθείς τόσο πιο φτωχός είσαι, έστω κι αν κατέχεις πολλά.
Τελικά, όμως, τόσο ο πλούτος, όσο και η φτώχεια, ανάλογα με το τρόπο που θα τα χρησιμοποιήσουμε θα μας οδηγήσουν και στο ανάλογο μέρος, στη κόλαση ή στο παράδεισο. 
Θα μπορούσαμε να πούμε παραβολικά, ότι η φτώχεια και ο πλούτος είναι δύο κλειδιά. ΄Αλλοι κρατούν το ένα και άλλοι το άλλο. Με το κλειδί μπορείς να ανοίξεις, αλλά και να κλείσεις μια πόρτα. Εξαρτάται από το τρόπο που το χρησιμοποιούμε. Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο πλούσιος χρησιμοποίησε το κλειδί του για να κλείσει την πόρτα που τον οδηγούσε στη ζωή του παραδείσου, ενώ ο φτωχός το χρησιμοποίησε για να την ανοίξει.
Το ίδιο κι εμείς, αγαπητοί μου, έχουμε την ευκαιρία ελεύθερα να αποφασίσουμε πως θα χρησιμοποιήσουμε το κλειδί του πλούτου ή της φτώχειας μας, ανοίγοντας ή κλείνοντας τη πόρτα που οδηγεί στη ζωή του παραδείσου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...