Μετά την Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ ένας πατέρας που έχει το παιδί του φορτωμένο με ένα «πνεύμα ἀλαλον και κωφόν» (Μάρκ. 9, 25), το οποίο βασανίζει τόσο το παιδί όσο και τον πατέρα, παρακαλεί τους μαθητές αρχικά και στη συνέχεια τον ίδιο το Χριστό να απαλλάξει το παιδί από την δοκιμασία. «Εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν» (Μάρκ. 9, 22), αν μπορείς να κάνεις κάτι βοήθησέ μας, Του λέει ο πατέρας. Και ο Χριστός απαντά στην παράκληση και την αμφιβολία που κρύβει η υπόθεση του πατέρα, με μία δική του υπόθεση και προτροπή: «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι», αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει. Ο Χριστός ως Θεάνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα. Να υπερνικήσει τους φυσικούς νόμους. Να χαρίσει ζωή. Να νικήσει την απελπισία. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς την συνέργεια του ανθρώπου, δηλαδή χωρίς την πίστη τόσο στο πρόσωπό Του, όσο και στην αγάπη Του που γνωρίζει τι είναι καλό για τον καθέναν.
Το δαιμονικό πνεύμα, η προσωποποίηση του κακού απομακρύνει από τον άνθρωπο το χάρισμα της λογικής, όπως επίσης και του στερεί την ελευθερία. Συμπτώματα της παρουσίας του στο παιδί ήταν να το κάνει να πέφτει καταγής, να κυλιέται, να βγάζει αφρούς, να πέφτει στη φωτιά και στο νερό για να το εξολοθρεύσει. Το παιδί δεν έλεγχε τον εαυτό του, αλλά είχε παραδώσει την ελευθερία του στο κακό. Το παιδί δεν μπορούσε να φερθεί λογικά, αλλά κινδύνευε στην ουσία να αυτοκαταστραφεί. Και ο πατέρας όμως βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Ένιωθε ότι δεν μπορούσε, παρά τις όποιες προσπάθειές του, να οδηγήσει το παιδί του στην ελευθερία, στην οδό της ζωής, στην χρήση της λογικής ως βάσης για την πορεία στον κόσμο. Ένιωθε ανήμπορος, παρότι ο ίδιος πίστευε ότι ήξερε ποιο ήταν το καλό του παιδιού του, να το βοηθήσει να το βιώσει.
Ο Χριστός του υποδεικνύει ότι οι δικές του δυνάμεις δεν επαρκούν. Ότι μόνο με την δύναμη της πίστης στο Θεό, η οποία κάνει την ελευθερία να μην είναι η εγωκεντρική εκείνη δύναμη που θέλει τον άνθρωπο αυτόνομο και αυτοθεοποιούμενο, αλλά να γίνεται εμπιστοσύνη της σύνολης ύπαρξης στα χέρια του Θεού, εκδιώκεται το κακό από τη ζωή μας. Ούτε η λογική επαρκεί από μόνη της, ούτε καν για να κάνει τον άνθρωπο να φέρεται λογικά! Χρειάζεται προσευχή και νηστεία, δηλαδή και πάλι παράθεση της ύπαρξης στο Θεό, όπως επίσης και εκκοπή του θελήματος, εκούσια στέρηση από την πλευρά του ανθρώπου από την αυτάρκεια ότι το λογικό επαρκεί για να δώσει νόημα στη ζωή, όχι για να γίνει ο άνθρωπος μοιρολάτρης ή παράλογος, αλλά για να κατανοήσει ότι πλάστηκε για να κοινωνεί με τον Θεό και ο Θεός είναι ο Πατέρας που γνωρίζει τελικά τι χρειαζόμαστε.
Η πίστη ανανοηματοδοτεί την πορεία μας. Ο πατέρας λαμβάνει το παιδί του αναστημένο από τη δύναμη του κακού. Και την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί ότι η μακροχρόνια δοκιμασία έλαβε τέλος όχι γιατί ο ίδιος ήταν λογικός, όχι γιατί ο ίδιος ήξερε τι είναι καλό για το παιδί του ή πώς έπρεπε εκείνο να χρησιμοποιήσει την ελευθερία του, αλλά γιατί εμπιστεύθηκε κι αυτό που γνώριζε κι αυτό που δεν καταλάβαινε στην αγάπη του Θεού. Σε μία εποχή κατά την οποία η ελευθερία και η λογική θεωρούνται τα συστατικά στοιχεία του πολιτισμού και της ζωής μας, η Εκκλησία δεν παύει να μάς προσανατολίζει προς την αγάπη του Θεού και την εμπιστοσύνη στο θέλημά Του. Όχι για να μας κάνει μοιρολάτρες, αλλά για να μας δείξει τα πεπερασμένα όριά μας.
πηγή