Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 14, 2013

Κυριακή ΙΑ΄Λουκά (Των Προπατόρων)- Το Δείπνο της θεϊκής αγάπης εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου


(Λουκ. ιδ΄16-24)                                         
Το Δείπνο της θεϊκής αγάπης
«Εποίησε δείπνο μέγα και εκάλεσε πολλούς»
Σ’ ένα δείπνο αλλιώτικο, το οποίο παρομοιάζεται με τη Βασιλεία των Ουρανών, προσκαλεί τον άνθρωπο η αγάπη του Θεού. Στην τιμητική πρόσκληση που τους απευθύνει για συμμετοχή στο ξεχωριστό αυτό δείπνο, οι προσκεκλημένοι με εύσχημο τρόπο προφασίζονται και επικαλούνται τις μέριμνες της καθημερινής ζωής για ν’ αρνηθούν να παραστούν. Το χωράφι, η αγορά βοδιών και ο γάμος, από ευλογία του Θεού μετατράπηκαν σε προφάσεις για ν’ απορρίψει ο άνθρωπος το μεγαλείο που του πρόσφερε η θεϊκή αγάπη.
Οι δικαιολογίες
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο οικοδεσπότης μόλις ακούει τις φτηνές δικαιολογίες που προβλήθηκαν, εξοργίζεται. Αυτό συμβαίνει γιατί η τιμή που κάνει ο Θεός στον άνθρωπο να τον καλέσει σε κοινωνία μαζί του, συνιστά ένα ανεπανάληπτο μεγαλείο, για την άρνηση του οποίου δεν χωρεί καμιά δικαιολογία. Πόσο μάλλον οι τόσο φθηνές που επικαλούνται οι προσκεκλημένοι της περικοπής. Παρόμοιες αιτιάσεις όμως προβάλλονται και σήμερα για ν’ αρνούνται κάποιοι να συμμετάσχουν στην κοινωνία αγάπης που ανοίγει ενώπιον τους η μητέρα μας Εκκλησία. Δικαιολογίες για ασχολίες που αφήνουν τον άνθρωπο καθηλωμένο και εγκλωβισμένο στα υλικά αγαθά, προτάσσονται συνήθως για να μας αφήνουν μακριά από το Ευχαριστιακό Δείπνο, από τον Άρτο της Ζωής, το Ουράνιο Μάννα, που μας τρέφει πνευματικά και μας εντάσσει στο χώρο της θείας ζωής. Οι ασφυκτικοί ρυθμοί της καθημερινότητας  που περισφίγγουν τον άνθρωπο σήμερα, τον έχουν μετατρέψει δυστυχώς σ’ ένα κατευθυνόμενο ρομπότ. Δεν του επιτρέπουν να έχει ούτε πρόσωπο ούτε ταυτότητα. Η εργασία από ευλογία έχει μετατραπεί σε δουλεία, παραμένοντας και αυτή αποψιλωμένη από το βαθύτερο νόημα και περιεχόμενό της. Και όχι μόνο αυτό. Την αφήνουμε να λειτουργεί και ως πρόφαση για να απορρίψουμε από τη ζωή μας το μεγαλείο των θείων δωρεών και ευλογιών που ξεδιπλώνει ενώπιον μας η αγάπη του Θεού.

Όλες οι δικαιολογίες και οι προφάσεις, τα εργοστάσια, οι μηχανές, τα αυτοκίνητα, οι επαγγελματικές μας ενασχολήσεις και άλλα πολλά που μπορεί να επικαλούμαστε, μετατρέπονται από ευλογία σε κατάρα, όταν  επιτρέπουμε να παρεμβάλλονται ως τροχοπέδη στον πνευματικό μας αγώνα και στη δυνατότητα να έλθουμε σε κοινωνία με τον Θεό. Αυτό το βιώνουμε ως εφιάλτη σήμερα μέσα από τα αδιέξοδα που προκαλεί η οικονομική κρίση, η οποία στο βάθος της είναι πνευματική κρίση και κρίση προσώπων.
Η επικράτηση της αγάπης
Παρά τα όποια εμπόδια και τις όποιες ανθρώπινες αιτιάσεις, το δείπνο δεν αναβάλλεται. Η ανθρώπινη κακία συνθλίβεται μπροστά στο μεγαλείο της απεριόριστης θεϊκής αγάπης. Το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορεί να ματαιωθεί, όσο και αν το κακό θεριεύει και υψώνεται στην καθημερινή ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο οικοδεσπότης παραγγέλλει στον υπηρέτη του να καλέσει στο δείπνο όσους οι φαρισαίοι άφηναν έξω από αυτό και τους απέκλειαν ως ανάξιους της αγάπης του Θεού. Ακριβώς, η δεύτερη αποστολή του δούλου έξω από την πόλη, συμβολίζει την πρόσκληση του Θεού προς τους εθνικούς, τον ειδωλολατρικό κόσμο, για να εγκολπωθεί το ευαγγελικό μήνυμα. Από μια τέτοια εξέλιξη αναδεικνύεται και η οικουμενικότητα της Εκκλησίας, ως δύναμη και ζωή που αγκαλιάζει διάπλατα όλο τον κόσμο.
Αγαπητοί αδελφοί, το τραπέζι της θείας αγάπης είναι πάντοτε ανοικτό. Ο Θεός σε κάθε τόπο και εποχή στέλνει τους εργάτες του Ευαγγελίου για να καλέσουν όλους να συμμετάσχουν σ’ αυτό. Το Ευχαριστιακό Δείπνο, η Θεία Κοινωνία, τρέφει πνευματικά τον άνθρωπο και τον αφήνει να ακτινοβολεί ως ύπαρξη χριστοειδής. Η συμμετοχή σ’ αυτό όχι μόνο δεν μπορεί να εμποδίζεται από τις διάφορες μέριμνες της καθημερινότητας, αλλά προσδίδει και ένα βαθύτερο νόημα και περιεχόμενο σ’ αυτές. Το παράδειγμα των αγίων με ιδιαίτερη αναφορά στο πρόσωπο του Μοδέστου Ιεροσολύμων, του οποίου τη μνήμη τιμά σήμερα η Εκκλησία μας, αποτελεί την πιο ισχυρή μαρτυρία. Όλη τη ζωή τους οι άγιοι της Εκκλησίας μας την αντιπρόσφεραν  ευχαριστιακά στον Θεό και γι’ αυτό καταξιώθηκαν της ουράνιας μακαριότητας. Άς ακολουθήσουμε κι εμείς το δικό τους παράδειγμα και να τους μιμηθούμε στη ζωή μας.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος –Εκκλησία Κύπρου

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά (Των Προπατόρων) –Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου





Απόστολος: Β΄ Τιμ. α΄ 8-18
Ευαγγέλιο: Λουκ. ιδ΄ 16-24
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
1. Ή μεγάλη κλήση
Ή σημερινή εύαγγελική περικοπή είναι γνωστή ώς παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Κάποιος άνθρωπος, είπε ό Κύριος, «έποίησε δεΐπνον μέ­γα»· έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο καί κάλε­σε πολλούς.
Τί συμβολίζει όμως αύτό τό «μέγα δεΐπνον»; Κυρίως συμβολίζει τή χαρά καί τήν άπόλαυση τής αιώνιας Βασιλείας. Τά άγαθά τού Παραδεί­σου. Αύτοί πού θά άξιωθοϋν νά συμμετάσχουν στό ούράνιο αύτό πανηγύρι θά συμπαρακάθην- ται μέ πλήθος άγγέλων καί άγίων καί θά ψάλ­λουν μαζί τους ύμνους δοξολογίας πρός τόν Βα­σιλέα καί Δεσπότη τών άπάντων, τόν Κύριο καί Θεό, τόν χορηγό κάθε άγαθοϋ. Τί μεγάλη τιμή νά μας καλεί ό Θεός σέ ένα τέτοιο πανηγύρι! Στήν πανευφρόσυνη καί αιώνια χαρά τού Παραδείσου! «Μακάριοι οι εις τό δεΐπνον τού γάμου τού άρνίου κεκλημένοι», σημειώνει ό εύαγγελιστής Ιωάννης στην Άποκάλυψη. Είναι μακάριοι οι κα­λεσμένοι στό δείπνο τού γάμου τού Άρνίου, διό­τι θά μετέχουν στήν αιώνια χαρά καί μακαριότη­τα (Άποκ. ιθ' 9).

Ποιός μπορεί νά άρνηθεΐ τέτοια τιμητική πρόσ­κληση;
2. Προφάσεις...
Κι΄.ομως υπάρχουν άνθρωποι που απορρίπτουν την τιμητική πρόσκληση με διάφορες προφάσεις, όπως φαίνεται άπό τή συνέχεια της παραβολής: «Και ήρξαντο άπό μιας παραιτεΐσθαι πάντες»... Ό ένας είπε ότι εΐχε δουλειά στό χωράφι, άλλος πήγαι­νε νά δοκιμάσει τά βόδια πού άγόρασε, κι ό τρίτος είπε ότι είναι νιόπαντρος καί γι' αύτό δέν μπορούσε τάχα νά έλθει. Δηλαδή όλοι οι προσκεκλημένοι άπορροφήθηκαν άπό τις βιοτικές μέριμνες καί τις σαρκικές τους διαθέσεις καί άδιαφόρησαν γιά τήν πρόσκληση τού άρχοντα, ό όποιος τούς καλούσε νά γίνουν συμμέ­τοχοι στή χαρά της βασιλείας του.
'Όλες αύτές οι προφάσεις άποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι αύτοί δέν είχαν συνειδητοποιήσει τήν αξία της προσκλή­σεως πού είχαν λάβει. Γι' αύτό καί δέν έκαναν σωστή ιεράρχηση τών έργασιών τους.
Ίσως όμως κάτι παρόμοιο συμβαίνει καί στή δική μας ζωή. Μάς καλεί ό Θεός σέ ζωή πνευματική, άνώτερη, κι έμεΐς μέ­νουμε συχνά προσκολλημένοι στις γήι­νες άπολαύσεις φθαρτών άγαθών. Κάθε Κυριακή κτυπά ή καμπάνα καί μάς κα­λεί στήν έκκλησία, άλλά δυστυχώς μερι­κοί δέν άνταποκρινόμαστε στό κάλεσμά της προβάλλοντας διάφορες εύλογοφα- νεΐς προφάσεις. Μάς δίνεται ή δυνατό­τητα νά άκούσουμε ή νά μελετήσουμε τόν λόγο τού Θεού, καί λέμε: «δέν έχω χρόνο». Έρχεται καιρός νά έξομολογηθοϋμε, καί διαρκώς τό άναβάλλουμε.
Άς προσέξουμε πολύ! Οι έπιλογές μας σ' αύτήν έδώ τή ζωή καθορίζουν τό αι­ώνιο μέλλον μας. Δέν συγκρίνονται οι πρόσκαιρες άπολαύσεις ή οι βιοτικές μέ­ριμνες μέ τά άγαθά πού μάς προσφέρει ό Κύριος μέσα στήν 'Εκκλησία Του. 'Άς μήν τά άρνηθοϋμε μέ όποιες τυχόν προ­φάσεις. 'Ο πανάγαθος Θεός μάς έχει κα­λέσει όλους γιά νά σωθούμε. Εμείς είμα­στε έλεύθεροι νά άποδεχθοϋμε ή όχι τήν κλήση Του.
3. Όχι μόνο κλητοί άλλα. καί εκλεκτοί
Ή σημερινή εύαγγελική περικοπή έπισφραγίζεται μέ τήν κατηγορηματική δια­βεβαίωση τού Κυρίου: «Πολλοί εϊσι κλη­τοί, ολίγοι δέ έκλεκτοί». Δηλαδή, πολ­λοί είναι οι καλεσμένοι στή Βασιλεία τού Θεού, λίγοι όμως είναι οι έκλεκτοί, πού έχουν τις άρετές καί θά κληρονομήσουν τή Βασιλεία αύτή.
Αξίζει νά έπισημάνουμε τή σαφή αρι­θμητική διαφορά. Ενώ είναι πολλοί οι προσκεκλημένοι, λίγοι είναι αύτοί πού άνταποκρίνονται στήν πρόσκληση. Καί σέ άλλο σημείο ό Θεάνθρωπος μάς δια­βεβαίωσε ότι, σέ άντίθεση μέ τόν πλατύ καί εύρύχωρο δρόμο πού όδηγεΐ στήν άπώλεια καί εύκολα τόν άκολουθοϋν οι πολλοί, ή όδός πού όδηγεΐ στήν ούράνια Βασιλεία είναι «στενή καί τεθλιμμένη» καί «ολίγοι εϊσίν οι εύρίσκοντες αύτήν»!
Σέ μια έποχή όπου κριτήριο γιά τις έπιλογές μας συχνά είναι ή πλειοψηφία- σ' έναν κόσμο πού έκμεταλλεύεται στό έπακρο τή δύναμη της μάζας· καθώς κι έμεΐς στήν καθημερινότητά μας βλέπου­με ότι οι έπιλογές μας διαμορφώνονται άνάλογα μέ τό περιβάλλον γύρω μας καί τή δικαιολογία «έτσι κάνουν όλοι»· άς άκούσουμε τή φωνή τού Κυρίου πού εί­ναι ξεκάθαρη: «Πολλοί εϊσι κλητοί, ολίγοι δέ έκλεκτοί».
'Άς μή μάς παρασύρει λοιπόν τό πλή­θος. Εμείς άς προσέξουμε τήν εξαιρετική κλήση πού μάς άπευθύνει ό Κύριος 'Ιη­σούς. Μάς καλεί στήν 'Εκκλησία Του σέ νέα, άναγεννημένη ζωή, μακριά άπό τήν άμαρτία. Ζωή άγιότητος, σύμφωνη μέ τό θέλημά Του. Άν άνταποκριθοϋμε στήν τι­μητική πρόσκληση, 'Εκείνος μέ τήν άπει­ρη άγάπη Του θά μάς χαρίσει άφθαρτα καί ούράνια δώρα καί θά μάς καταστήσει κληρονόμους τής Βασιλείας Του.
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ´ ΛΟΥΚΑ«Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς» (Λουκ. 14, 16) (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ) π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ


«Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς»
(Λουκ. 14, 16)

α. Προσκεκλημένος ο Κύριος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος, βρήκε την ευκαιρία αφενός να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του Νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του, μέσω θαύματος που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό, αφετέρου να ελέγξει τον εγωισμό τους, ο οποίος εκφραζόταν με την εκζήτηση από αυτούς «των πρωτοκλισιών», των πρώτων θέσεων στα τραπέζια, με παράλληλο αποκλεισμό από αυτά όλων των πτωχών και καταφρονεμένων συνανθρώπων τους. Ένας από τους συνδαιτημόνες εξέφρασε τότε την άποψη πόσο ωραίο θα ήταν το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς πατριάρχες του Ισραήλ. Και ο Κύριος απάντησε στην παρατήρηση με τη σημερινή παραβολή του μεγάλου Δείπνου. Η παραβολή λοιπόν αυτή συνιστά την απάντηση του Κυρίου σε κάτι που, κατά τους Ιουδαίους,  αναφέρεται στα έσχατα, εκεί που θα φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού. «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».

β. 1. Εξαρχής λοιπόν είναι κατανοητό ότι η παραβολή του μεγάλου Δείπνου ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, σ’ εκείνα δηλαδή τα πλαίσια που φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα στρωμένο τραπέζι. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μεν Ιουδαίος που έδωσε την αφορμή αποδεχόταν το τραπέζι αυτό της Βασιλείας με τρόπο υλιστικό, ο δε Κύριος το ανάγει στην αληθινή του διάσταση, δηλαδή ότι έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι ο άνθρωπος που παραθέτει το τραπέζι είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους να μετάσχουν σ’ αυτό, να ενταχθούν δηλαδή στη Βασιλεία Του, συνεπώς να μετάσχουν στη ζωή Του – η μετοχή στον ίδιο τον Θεό είναι η ζωή της Βασιλείας. Η αναφορά σε Δείπνο και όχι σε άριστο, δηλαδή όχι σε ένα απλό γεύμα, δεν είναι τυχαία. Για τους Ιουδαίους εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία, εκείνο που είχε επισημότητα ήταν το Δείπνο, το βραδινό δηλαδή γεύμα, συνεπώς η παρομοίωση της Βασιλείας με Δείπνο δείχνει και τη σημασία που αποδίδει ο ίδιος ο Θεός στην κλήση σ’ αυτό. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει περαιτέρω ότι η Βασιλεία του Θεού έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι καλούνται να μετάσχουν σε κάτι που από τη φύση του έχει το στοιχείο της κοινωνίας και της χαράς: να φάνε και να πιούνε. Κι είναι ευνόητο: η κλήση του Θεού είναι πάντοτε κλήση χαράς, διότι ο Ίδιος είναι η πηγή της. Κλήση μετοχής σ’  Αυτόν σημαίνει ο άνθρωπος να κοινωνήσει τη χαρά Του, να φύγει συνεπώς από οτιδήποτε έχει το στοιχείο της θλίψης που φέρνει κάθε τι αμαρτωλό.

2. Στο Δείπνο λοιπόν της Βασιλείας ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο του Θεού, στην οικονομία Του, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι – αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός Του – και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και μάλιστα στους πρώτους αυτούς υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική, για να  προετοιμαστούν, και μία τελική, για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας, που φανέρωνε στο πρόσωπό Του αυτήν την Βασιλεία. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους. Οι οποίοι με παιδαριώδεις δικαιολογίες – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «προφάσεις εν αμαρτίαις» - αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από τη Βασιλεία του Θεού και το άγιο θέλημά Του.

3. Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή Του: αφενός διαγράφει διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας Του, εφόσον βεβαίως θα διατηρήσουν την ίδια στάση – «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» - αφετέρου επιταχύνει, θα λέγαμε, την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου, όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος Του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος Του». Με άλλα λόγια στη Βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός βεβαίως αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά Του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων των ανθρώπων σε Αυτόν – αυτό που κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, σαν τον απόστολο Παύλο που διακήρυσσε: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ  ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».

4. Το μεγάλο Δείπνο της παραβολής, ως το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού, όπως είπαμε, στο οποίο οι άνθρωποι καλούνται να φάνε και πιούνε, παραπέμπει ασφαλώς σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Η ίδια η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού  είναι η επί γης φανέρωση της Βασιλείας αυτής. Αφού ο Ίδιος ο Κύριος φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορεί παρά και η Εκκλησία, το σώμα Του, να βρίσκεται στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς αντιστοίχως κατανοείται και το τραπέζι της, η Θεία Ευχαριστία. Όλοι λοιπόν καλούνται σ’ αυτό το τραπέζι, να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Υιού του Θεού ως ανθρώπου, για να γίνουν σύσσωμοι και σύναιμοι με Εκείνον και μέτοχοι της χαράς Του. Πόσοι όμως από τους χριστιανούς είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την κλήση αυτή; Το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», λεγόμενο από τον Κύριο διά χειλέων του ιερέως, συναντά ή απουσιάζοντα ώτα χριστιανών, ή κεκλεισμένα  τις περισσότερες φορές από «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η παραβολή αυτή του Κυρίου δηλαδή βιώνεται και επιβεβαιώνεται καθημερινά, όπου υπάρχει Εκκλησία και όσο θα ζει με τον τρόπο του Χριστού. Και από την άποψη αυτή το «ερωτώ σε, έχε με παρητημένον» των αρνητών της πρόσκλησης του Δείπνου γίνεται έμπρακτη άρνηση και πρόφαση δικαιολογίας και από εμάς τους χριστιανούς, κάτι που σημαίνει ότι η στάση μας αυτή καθρεπτίζει και την εδώ –στον κόσμο τούτο σχέση μας με τον Χριστό, και την μελλοντική, αν συνεχίζουμε βεβαίως την ίδια τακτική. Τα λόγια πάντως του Κυρίου: «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» συνιστούν τη σαφή προειδοποίησή Του.

γ. Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου λέγεται λίγες σχετικά ημέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία μας επίτηδες την θέτει σ’ αυτό το χρονικό σημείο, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας Του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι δεν αρκεί να καθίσει κανείς στο τραπέζι της Βασιλείας, αλλά να έχει και το κατάλληλο ένδυμα: την όσο το δυνατόν καθαρή ψυχή του, λουσμένη στα δάκρυα της μετανοίας του. Τότε πράγματι θα δει ότι όχι μόνο θα φάει και θα πιει τον προσφερόμενο «εκ του ουρανού καταβάντα άρτον», αλλά θα έχει και τον Ίδιο τον οικοδεσπότη να τον διακονεί, κατά την αψευδή διαβεβαίωση του Κυρίου: «περιζώσεται και  ανακλινεί αυτούς και παρελθών διακονήσει αυτοίς».

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ

Η εορτή ενός ιερομάρτυρος επισκόπου, όπως του Αγίου Ελευθερίου, αποτελεί ευκαιρία για την Εκκλησία μας να μας υπενθυμίσει την παραίνεση του Αποστόλου Παύλου, προς τον μαθητή του Τιμόθεο, επίσκοπο Εφέσου. Ο Απόστολος των Εθνών προτρέπει τον Τιμόθεο να μην ντρέπεται να ομολογήσει τον Κύριο, ακόμη κι αν αυτή η ομολογία γίνει αφορμή για μαρτύριο. «Μη ουν επαισχυνθής το μαρτύριον του Κυρίου ημών μηδέ εμέ τον δέσμιον αυτού» (Β’ Τιμ. 1,8). Τι σημαίνει λοιπόν «μαρτύριον» και ποιο είναι το χρέος όχι μόνο του επισκόπου, αλλά και του κάθε χριστιανού, κατά τον Απόστολο;
                Μαρτύριον είναι η απόφαση της καρδιάς μας ότι ανήκουμε στο Χριστό. Και ανήκω σημαίνει ότι το θέλημά μου παραδίδεται εν ταπεινώσει στο θέλημα του Χριστού, στον νόμο του Κυρίου μας. «Λύχνος τοις ποσί ο λόγος σου και φως ταις τρίβοις μου», κατά τον Ψαλμωδό. Η απόφαση αυτή προϋποθέτει εσωτερική διεργασία, διάλογο του ανθρώπου με τον εαυτό του και την ψυχή του, ελεύθερη αποδοχή της πίστης ως στάσης ζωής που εκφράζει αυτόν που την αποδέχεται σε απόλυτο βαθμό και κατάφαση στην κλήση του Θεού. Είναι ένας δρόμος δύσκολος. Γιατί ο άνθρωπος καλείται να νικήσει εντός του τις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου και τον κοσμοκράτορα διάβολος. Χωρίς να του το επιβάλει κανείς, να επιλέξει μία οδό ολιγάρκειας, αγάπης και εμπιστοσύνης στο Θεό, που δεν θα κάνει πίσω με την πρώτη δυσκολία ή με τις επιθέσεις του κόσμου και του ιδίου θελήματος, αλλά με επιμονή ο άνθρωπος θα διαλέξει να ανήκει στο Χριστό, να Τον αγαπά και να θέλει να εφαρμόσει ό,τι ο Χριστός ζητά μέσα από το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός γίνεται τότε ο πολύτιμος μαργαρίτης, χάριν του οποίου τα πάντα μπορεί να πωληθούν, προκειμένου να αγοραστεί το χωράφι στο οποίο ο μαργαρίτης φυλάσσεται. Ωστόσο αυτή η αγορά δεν εξασφαλίζει την κατοχή του μαργαρίτη από τον άνθρωπο. Χρειάζεται το μαρτύριον, η διάθεση της ύπαρξής μας να καταστήσει τον μαργαρίτη το όντως πολύτιμον για τη ζωή μας.
Μαρτύριον είναι η απόφαση της ομολογίας χωρίς αισχύνη, χωρίς ντροπή, χωρίς υπεκφυγές. Είναι η ξεκάθαρη στάση ενώπιον των ανθρώπων ότι πιστεύουμε στο Θεό και ότι η απόφαση αυτή είναι στάση ζωής. Συχνά θέλουμε να λέμε ότι πιστεύουμε στο Θεό. Δεν είναι όμως στάση ζωής η απόφαση αυτή, αλλά τήρηση ενός εξωτερικού τύπου. Δείχνουμε ότι πιστεύουμε, χωρίς όμως αυτή η οδός να συνοδεύεται από έμπρακτη φανέρωση. Τηρούμε εξωτερικά τις εντολές, αλλά η καρδιά μας δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί όποια δοκιμασία επιτρέπει ο Θεός να υποστούμε. Και είναι κυρίως το άθεο ή αδιάφορο πνεύμα της εποχής που βάζει σε δοκιμασία την απόφασή μας και μας ενσπείρει αισχύνη ή φόβο για το μαρτύριον. Η καρδιά μας δεν είναι έτοιμη και ταράσσεται και δειλιάζει. Μας καλούν οι άνθρωποι να ομολογήσουμε την πίστη μας και εμείς επικαλούμαστε διάφορες προφάσεις για να το αποφύγουμε. Την ίδια στιγμή προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την στάση μας, θέλοντας να τα έχουμε καλά και με τον Θεό και με το κοσμικό πνεύμα. Αυτό δεν δικαιολογεί επιθετικότητα εναντίον των ανθρώπων, εναντίον των άλλων που δεν πιστεύουν. Δεν δικαιολογεί μίσος και φανατισμό, που πολλές φορές καλύπτει τα δικά μας υπαρξιακά κενά ή τα κενά πίστης, καθώς ζητούμε να φαινόμαστε ακέραιοι και ακαινοτόμητοι, για να μην φανεί η πνευματική μας γυμνότητα. Δεν είμαστε όμως εμείς αυτοί που χρειάζεται ο Θεός για να Τον ομολογήσουν. Εμείς είμαστε αυτοί που χρειαζόμαστε Εκείνον και που με την όποια μαρτυρία μας δείχνουμε αυτήν μας την αγάπη, αυτήν μας την ανάγκη, ότι Εκείνος είναι το νόημα της ζωής μας.   
Μαρτύριον είναι το να μην επαισχυνόμαστε για τους δεσμίους του Θεού, για τους ανθρώπους που πριν από εμάς αγάπησαν το Θεό και αγίασαν, αλλά και για την Εκκλησία και τη ζωή της. Συχνά οι άνθρωποι δεν φοβόμαστε να πούμε ότι πιστεύουμε στο Θεό. Τον καθιστούμε άλλωστε μία αόρατη και παντοδύναμη ύπαρξη, η οποία στη γενικότητά της μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους άλλους. Δυσκολευόμαστε όμως να ομολογήσουμε ότι σκοπός της ζωής μας είναι η αγιότητα. Δυσκολευόμαστε να ομολογήσουμε ότι είμαστε ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Ότι δεν ντρεπόμαστε που ανήκουμε στο Σώμα του Χριστού. Που έχουμε πνευματικούς πατέρες. Που μελετούμε το Ευαγγέλιο και προσπαθούμε να το κάνουμε πράξη στη ζωή μας, προσευχόμενοι για όσους μας θλίβουν, συγχωρώντας και αγαπώντας ακόμη και τους εχθρούς μας και ζητώντας από το Θεό το έλεός Του, τόσο για μας όσο και για όλους τους ανθρώπους. Κάθε φορά που η Εκκλησία συκοφαντείται και δυσφημείται, ενίοτε από λάθη και αμαρτίες των ανθρώπων, κρυβόμαστε από ντροπή. Δεν κατανοούμε ότι πρωτίστως όλοι είμαστε αμαρτωλοί και εμείς το ίδιο. Ότι δεν χρειάζεται να απολογούμαστε γι’ αυτό, αλλά να μετανοούμε, όχι για να αμνηστεύονται οι αμαρτίες, αλλά γιατί ο καθένας μας έχει φταίξιμο έναντι του Θεού. Την ίδια στιγμή ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε ότι αποδεχόμαστε την πνευματική παράδοση της Αλήθειας, η οποία ανά τους αιώνες παραμένει μοναδική και εκφράζεται από πλήθος Αγίων, οι οποίοι μας άφησαν πολύτιμη παρακαταθήκη την εμπειρία τους και την αφιέρωση στο Χριστό, μέχρι θανάτου.
Μαρτύριο, τέλος σημαίνει αγάπη και θάνατος. Αγάπη για όλους και είναι έμπονη αυτή η αγάπη. Γιατί οι άλλοι ενίοτε δεν την κατανοούν, ούτε και μας την ανταποδίδουν, αλλά μας λοιδορούν ή μας θέλουν κατά το δικό τους πρότυπο ή είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να μας αμφισβητήσουν, γιατί δεν καταλαβαίνουν ότι ο ένας συμπληρώνει τον άλλο στο σώμα του Χριστού, ο ένας αγωνίζεται για τον άλλο. Έτσι ο καθένας μας μεταφέρει τις δικές του επιδιώξεις, τις δικές του ιδέες, τον δικό του τρόπο στο  σύνολο του Σώματος του Χριστού και αρνείται να μοιραστεί και να υπομείνει και τους τρόπους των άλλων. Έτσι η αληθινή αγάπη προϋποθέτει τον θάνατο, ο οποίος πηγάζει από την ταπείνωση, δηλαδή τον αγώνα υποχώρησης του ιδίου θελήματος, των ιδίων ιδεών και απόψεων και οικείωσης του θελήματος του Θεού, αλλά και της υπομονής στις θλίψεις που μας προκαλούν οι άλλοι, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες.
Αυτός ο δρόμος του μαρτυρίου είναι ο κατεξοχήν δρόμος της Εκκλησίας. Αυτόν ας καλεί ο Χριστός να ακολουθούμε. Και αυτός είναι ο δρόμος των Αγίων, τους οποίους καλούμαστε να έχουμε ως συμμάχους και πρεσβευτές στον αγώνα μας. Ας είναι λοιπόν αυτή η πορεία όχι μόνο των Επισκόπων ή των ιερέων, αλλά όλων των χριστιανών για να έχει ο κόσμος μας παραδείγματα ελπίδας και γνήσιας πίστης, τα οποία τόσο πολύ τα έχει ανάγκη.


Κέρκυρα, 15 Δεκεμβρίου 2013   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ´ ΛΟΥΚΑ ῾Μήν οὖν ἐπαισχυνθῇς τό μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν᾽ (Β´ Τιμ. 1, 8)(ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ) π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



Μήν οὖν ἐπαισχυνθῇς τό μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν
(Β´ Τιμ. 1, 8)

α. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀπό τήν Β´ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἐν σχέσει πρός τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα ᾽Ελευθέριο. ῾Η ζωή τοῦ ἁγίου ὑπῆρξε μία ζωή μαρτυρίας καί ὁμολογίας τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τέτοιας πού κατέληξε καί στό δικό του αἱματηρό μαρτύριο, κάτι πού σημειώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή γιά τή δική του πορεία, στή μίμηση τῆς ὁποίας καλεῖ καί τόν μαθητή του Τιμόθεο. Ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔτσι μέ τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὑπομνηματίζει θά λέγαμε τή ζωή τοῦ ἁγίου ᾽Ελευθερίου καί εἶναι σάν νά μᾶς λέει ὅτι ὁ ἅγιος πορεύτηκε σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, γενόμενος μιμητής καθ᾽ ὅλα τῆς ζωῆς του. Ἡ προτροπή μάλιστα τοῦ ἀποστόλου πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο ῾νά μήν ντρέπεσαι νά ὁμολογεῖς τόν Κύριό μας᾽ (῾μή ἐπαισχυνθῇς τό μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν᾽) ἔχει σπουδαία σημασία ἰδίως γιά τήν ἐποχή μας.

β. 1. Τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀποστόλου γιά τόν Τιμόθεο εἶναι νά μή χάσει τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου, ὅπως θά τό σημειώσει ἀμέσως παρακάτω, γι᾽ αὐτό καί ἡ προτροπή του στήν πραγματικότητα συνιστᾶ ὑπενθύμιση στόν Τιμόθεο γιά προσωπική καί ἄμεση στάση του ἔναντι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ. Γιατί αὐτό; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ ὅτι ῾πᾶς ὅς ἄν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ῞Ος δ᾽ ἄν ἀρνήσηταί μοι ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν᾽. ῎Ετσι ἡ ὁμολογία πίστεως στόν Χριστό ἀφενός ἀποτελεῖ ὅρο γιά νά εἴμαστε δικοί Του καί νά εἰσέλθουμε δικαιωμένοι δι᾽ Αὐτοῦ στή Βασιλεία τοῦ Πατέρα Του, ἀφετέρου προϋποθέτει πώς κέντρο βάρους γιά τόν πιστό εἶναι ὄχι ὁ κόσμος μέ τίς ἐπιθυμίες του, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μέ ἑτοιμότητα μάλιστα θυσίας καί τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς πρός χάρη Του, ἀφοῦ ὁ κόσμος διάκειται ἐχθρικά πρός τόν Κύριο καί τήν πίστη Του.

2. ῾Η προτροπή ὅμως τοῦ ἀποστόλου πρός τόν Τιμόθεο νά μή ντρέπεται γιά τήν πίστη του στόν Χριστό φανερώνει ταυτοχρόνως  ἔμμεσα καί τόν ἀπόλυτο ρεαλισμό τοῦ ἀποστόλου. Γνωρίζει ὁ ἀπόστολος ὅτι ὡς ἄνθρωπος ὁ Τιμόθεος ἐνόψει μάλιστα τοῦ ἐχθρικά διακείμενου κόσμου  μπορεῖ νά δειλιάσει. ῎Εχει ὑπόψη του πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, ὅπου ἄνθρωποι τῆς πίστεως τελικῶς ὑποχώρησαν εἴτε ἀρνούμενοι τήν πίστη εἴτε κρυπτόμενοι κάτω ἀπό τόν μανδύα τῆς ἀδιαφορίας. Ἡ περίπτωση χριστιανῶν γιά παράδειγμα,  ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἐπιστολή του πρός τούς Γαλάτες, εἶναι μία τέτοια περίπτωση, κατά τήν ὁποία παρουσιάζονταν κάποιοι ὑπέρμαχοι τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ, ἁπλῶς καί μόνον ῾ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται᾽. Λοιπόν ὁ ἀπόστολος καλεῖ τόν μαθητή του σέ θαρραλέα ὁμολογία τῆς πίστεώς του, ὑπενθυμίζοντάς του μάλιστα ὅτι ἀφενός τήν πίστη του αὐτή τήν εἶδε ὁ Τιμόθεος ἐνσαρκωμένη ὄχι μόνο στόν ἴδιο, ἀλλά καί στήν ἁγία γιαγιά του Λωΐδα καί τήν ἁγία μητέρα του Εὐνίκη, ἀφετέρου ῾ὁ Θεός οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽, Πνεῦμα τό ὁποῖο ἤδη ἔχει λάβει ὁ Τιμόθεος ἀπό τό βάπτισμά του καί τήν ἱερωσύνη του.  

3. ῎Ετσι ὁ ἀπόστολος σχετίζει ἄμεσα τή μαρτυρία καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Χριστό μέ τό μαρτύριο ὑπέρ ᾽Εκείνου. Δέν ὑπάρχει οὔτε ὑποψία στόν ἅγιο Παῦλο ὅτι μπορεῖ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ νά συνιστᾶ μία θεωρία ἤ μία ἰδεολογία πού ἐξαντλεῖται μόνο στά λόγια χωρίς νά ἀγκαλιάζει τή ζωή. Καί πῶς θά μποροῦσε νά συμβεῖ τοῦτο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπέκλεισε τήν κατάσταση αὐτή, ὅπως γιά παράδειγμα μέ τόν λόγο του ῾οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου᾽; ῾῾Ο ποιήσας καί διδάξας᾽ εἶναι πάντοτε αὐτός πού δικαιώνεται καί σώζεται, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἄλλος μεγάλος ἀπόστολος ᾽Ιάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ἔχει χαρακτηρίσει τήν κατάσταση αὐτή ὡς σχεδόν δαιμονική. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽, ἀλλά βεβαίως δέν πράττουν. Ἡ ἴδια μάλιστα ἡ ζωή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποτελεῖ τήν ἄμεση ἐπιβεβαίωση γιά τόν Τιμόθεο τῆς ἀλήθειας αὐτῆς. Ὁ ἀπόστολος καταρχάς εἶναι φυλακισμένος γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου Του: αὐτή εἶναι ἡ αἰτία ῾δι᾽ ἥν πάσχει᾽ αὐτός, ἐνῶ καλεῖ τόν μαθητή του καί ἐκεῖνος ῾νά εἶναι ἕτοιμος νά κακοπαθήσει μαζί του κι ὁ Θεός θά τοῦ δώσει τή δύναμη᾽.

4. Ἡ τελευταία φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ Θεός θά δώσει τή δύναμη στόν Τιμόθεο γιά τό μαρτύριο πού θά ὑποστεῖ λόγω τῆς μαρτυρίας του γιά τόν Χριστό πηγαίνει παραπέρα τόν λόγο του. Καί ἡ πίστη στόν Χριστό δηλαδή ὡς ὁμολογία καί μαρτυρία γι᾽ Αὐτόν καί ἡ πίστη ὡς μαρτύριο καί κακοπάθεια ὑπέρ Αὐτοῦ συνιστοῦν χαρισματική κατάσταση. Δέν εἶναι οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις μέ ἄλλα λόγια πού καθιστοῦν κάποιον ἀληθινό χριστιανό, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού βρίσκει ἁπλῶς ἑτοιμότητα διάθεσης καί καρδιᾶς ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Διαφορετικά, μία ὁμολογία ἤ ἕνα μαρτύριο, βασιζόμενα στίς ἀνθρώπινες δυνατότητες, πού σημαίνει σ᾽ ἕνα ὑπερφίαλο ἐγώ: ῾ἐγώ μπορῶ καί τά καταφέρνω μόνος μου᾽, μπορεῖ νά θεωροῦνται ἡρωϊκές ἴσως καταστάσεις, δέν χαρακτηρίζονται ὅμως χριστιανικές κι οὔτε γίνονται ἀποδεκτές ἀπό τόν Θεό, διότι προφανῶς ἐλλείπει τό βασικότερο στοιχεῖο χριστιανοσύνης πού εἶναι ἡ ἀγάπη.  Δέν λέει τυχαῖα γιά παράδειγμα ὁ ἀπόστολος καί πάλι Παῦλος ὅτι ῾ἐάν παραδώσει κάποιος καί τό σῶμα του γιά νά καεῖ λόγω τῆς πίστης του, δέν ἔχει ὅμως ἀγάπη, δέν ὑπάρχει ὠφέλεια ἀπό τή θυσία του αὐτή᾽. Κι  ἔρχεται ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος νά διατυπώσει τήν ἀλήθεια αὐτή ξεκάθαρα καί σέ ἄλλο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν του. ῾῾Ημῖν ἐδόθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν᾽. Μᾶς δόθηκε σάν χάρισμα ἀπό τόν Θεό, λέει, ὄχι μόνο νά πιστεύουμε σ᾽ Αὐτόν, ἀλλά καί νά πάσχουμε γιά χάρη Του. ῎Ετσι στή δωρεά τῆς μαρτυρίας καί τοῦ μαρτυρίου του ὁ χριστιανός πάντοτε βρίσκεται στό σημεῖο ῾μηδέν᾽ ἀπό πλευρᾶς δικῆς του. ῾Η ταπείνωση δηλαδή ἀποτελεῖ τό μόνιμο βάθρο πάνω στό ὁποῖο κινεῖται, διατηρώντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἤδη ὑπάρχουσα χάρη πού ἔχει.

γ. Ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου – προτροπή  τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου – νά μή ντρέπεται ὁ Τιμόθεος νά ὁμολογεῖ τήν πίστη του ἰσχύει ἀσφαλῶς διαχρονικά. Καί τοῦτο γιατί σέ ὅλες τίς ἐποχές τό ἀντίχριστο πνεῦμα ὑπάρχει παρόν σέ μεγάλο βαθμό, ἰδίως δέ στήν ἐποχή μας πού λόγω τῆς αὐξημένης ὑποκρισίας της ξέρει νά παίρνει πολυποίκιλες μορφές. Καί σήμερα χρειάζεται τόλμη καί θάρρος νά ὁμολογήσει κανείς τήν χριστιανική πίστη του, ἀρκεῖ βεβαίως νά ἔχει ῾δέσει᾽ τήν ὕπαρξή του μέ τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, πού σημαίνει νά βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα νά ῾πάθει ὑπέρ Αὐτοῦ᾽. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό εἶναι ὁ βαθμός ἐκκλησιαστικότητάς μας, δηλαδή ὁ βαθμός τῆς ροῆς μέσα μας τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως. ῞Οσο μένουμε στά λόγια τῶν ἀποστόλων ἐν ᾽Εκκλησίᾳ, τόσο μένουμε ἐν Χριστῷ, τόσο Τόν φανερώνουμε  ἐν τοῖς πράγμασι καί τοῖς λόγοις. Τό σημερινό παράδειγμα τοῦ ἁγίου ᾽Ελευθερίου μάλιστα γίνεται καθοριστικό ὅριο τῆς πορείας αὐτῆς. Γιατί καί ὁ ἅγιος ζοῦσε τήν παράδοση τοῦ ἀποστόλου Παύλου - ἡ μητέρα του ᾽Ανθία ἀπό ἐκεῖνον ἔμαθε τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ - πού τόν ὁδήγησε κατά φυσικό τρόπο καί στή μαρτυρία γιά τόν Χριστό καί στό μαρτύριο γιά χάρη Του. 

Την 15η του μηνός Δεκεμβρίου, μνήμην επιτελούμεν του Αγίου ενδόξου πατρός ημών Ελευθερίου και Ανθίας της μητρός αυτού.

                                                       

Την 15η του μηνός Δεκεμβρίου, μνήμην επιτελούμεν του Αγίου ενδόξου πατρός ημών Ελευθερίου και Ανθίας της μητρός αυτού.

        Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε στην Ελλάδα και έζησε τον 2o αιώνα μ. Χ. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίνος Σεβήρος. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Ανθία.


      Διακαής πόθος της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Ελευθέριο. 



     Ο επίσκοπος Ρώμης, όταν είδε τον Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του.

    Μετά από λίγα χρόνια τον χειροτόνησε διάκονο και έπειτα ιερέα. Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας.


    Γι’ αυτό και το έτος 182 μ. Χ., με κοινή ψήφο κλήρου και λαού, ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Η φήμη της αρετής του έφτασε μέχρι τη Βρετανία.



   Έτσι, ο βασιλιάς αυτής Λούκιος έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του.

   Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ελευθέριος τον έλεγξε θαρραλέα. Τότε διατάχθηκε ο μαρτυρικός θάνατός του, μαζί με τη μητέρα του Ανθία.


    Έτσι ο Άγιος Ελευθέριος πέρασε «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού.

     

Oι «κλητοί» και οι «εκλεκτοί» του Ιωάννη Καραβιδόπουλου

Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς.Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους:  “ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα”.Τότε άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: “έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον”. Άλλος του είπε: “έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με”.Κι ένας άλλος του είπε: “είμαι νιόπαντρος και γι' αυτό δεν μπορώ να έρθω”.Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: “Πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς”.Όταν γύρισε ο δούλος του είπε: “Κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος”.Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: “Πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου·γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου”. (Λουκ. 14, 16-24)
H βασιλεία του Θεού περιγράφεται στην παραβολή της Κυριακής ΙΑ΄ Λουκά σαν μεγάλο συμπόσιο, στο οποίο καλούνται να λάβουν μέρος όλοι οι άνθρωποι. Eν τούτοις οι καλεσμέ­νοι δεν ανταποκρίνονται στην πρόσκληση προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες παρμένες από την καθημερινή ζωή. Το χωράφι, τα πέντε ζεύγη βοδιών και ο γάμος - δικαιο­λογίες προερχόμενες από την άψυχη φύση, από το ζωϊκό βασίλειο και από τον ανθρώπινο κόσμο -  προβάλλονται σαν εμπόδια για τη συμμετοχή στο μεγάλο συμπόσιο. Αυτά που έδωσε ο Θεός σαν δώρα στον άνθρωπο εμποδί­ζουν την ανταπόκρισή του στο θείο προσκλητήριο!
Κι αυτό συμβαίνει, όταν δεν γίνεται η σωστή ιεράρχη­ση στα αγαθά ή στις εκδηλώσεις της ζωής. Όλα τα πράγ­ματα έχουν τη θέση τους και όλα τα έδωσε ο Θεός με σκοπό όχι να τα υποτιμούμε, να τα φθείρουμε, να τα εκμη­δενίζουμε- ούτε όμως και να τα κάνουμε απολύτους κυ­ριάρχους, σε τρόπο ώστε να γίνουμε δούλοι σ’ αυτά- αλλά τα πάντα δόθηκαν για να βρίσκονται στη σωστή τους τοποθέτηση, ιεραρχημένα σε σχέση προς τον Θεό.
Το χωράφι, τα ζεύγη βοδιών, ο γάμος είναι τρεις από τις πολλές πιθανές περιπτώσεις που μπορούν να κρατή­σουν τον άνθρωπο μακριά από το θείο προσκλητήριο. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς κι άλλες, παρμένες από τη σημερινή ζωή: το εργοστάσιο, τα μηχανήματα, το αυτοκίνητο, οι δεσμοί, οι επαγγελματικές ασχολίες. Όλα αυτά δημιουργούν μέσα στον άνθρωπο την εντύπωση ότι είναι αυτάρκης και παντοδύναμος, κι έτσι αρνείται τη συμμετοχή του στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού, την αρνείται είτε με την αδιαφορία του είτε με την επιθετική στάση του είτε με την ειρωνική του διάθεση.
Το τραπέζι της θείας αγάπης είναι έτοιμο, ο Θεός στέλνει τους δούλους του, τους εργάτες του ευαγγελίου, να καλέσουν όλους τους άνθρώπους για να προσέλθουν με μετάνοια και ταπείνωση για να γευθοΰν τα αγαθά τα άφθαρτα, να κοινωνήσουν του σώματος και του αίμα­τος του Χριστού, να αποκτήσουν «μετοχές» στον μελλοντι­κό κόσμο της αναστάσεως. Κι οι άνθρωποι πολλές φορές συνεπαρμένοι από την επιτυχία τους, την επιστημονική, την οικονομική, την κοινωνική, δικαιολογούνται, όχι βέ­βαια σε κανένα άλλον αλλά μέσα στη συνείδησή τους, ότι κάποια εργασία σπουδαιότερη, κάποια συνάντηση, ή δοκιμή ενός καινούργιου μηχανήματος, ή υπογραφή ενός συμβολαίου, ή γνωριμία κάποιου προσώπου ή κάτι άλλο παρόμοιο δεν τους επιτρέπει ν’ ασχοληθοΰν με το προσ­κλητήριο του Θεού.
Πρέπει όμως να προσέξουμε ιδιαίτερα το εξής σημείο από τη διήγηση της παραβολής: Η άρνηση των καλε­σμένων δεν σήμανε και την ματαίωση του μεγάλου δεί­πνου. Το σχέδιο του Θεού πραγματοποιείται μέσα μέσα στην ιστορία, παρά τις αρνήσεις των ανθρώπων. Όσοι αρνούνται δεν ματαιώνουν το έργο του Θεού, απλώς αποκλείουν τον εαυτό τους από τη χαρά της σωτη­ρίας. Ό Θεός είναι αγαθός αλλά συγχρόνως και δίκαιος.
Η παραβολή του μεγάλου δείπνου θέλει να μας στρέψει την προσοχή σε μερικές αλήθειες που ίσως καμιά φορά τις λησμονούμε προς μεγάλη ζημία μας:
1.  Τα διάφορα αγαθά που έχουμε είναι δώρα του Θεού. Ας μην αγνοήσουμε τον δωρητή και ας μη χρησιμοποιή­σουμε αυτά τα δώρα του σαν εμπόδια για το σωτηριολογικό του έργο, που συντελείται μέσα στην ιστορία δια της σαρκώσεως του Χριστού και ολοκληρώνεται διά του σταυρού και της αναστάσεώς του και διά της Εκκλησίας.
2.  Με την άρνησή μας να δεχτούμε τη θεία πρόσκλη­ση για το δείπνο της βασιλείας, για τη θεία κοινωνία, για τα άφθαρτα και αιώνια αγαθά δεν ματαιώνουμε το έργο του Θεού, αλλά μόνο τη δική μας σωτηρία. Ό Θεός συνε­χίζει να πραγματοποιεί το σχέδιο της αγάπης του και παρά τη δική μας άρνηση.
3.  Όλοι οι άνθρωποι είναι «κλητοί», δηλ. καλεσμένοι από τον Θεό στη χαρά του δείπνου του- όσοι δέχονται την πρόσκληση, αυτοί είναι οι «εκλεκτοί». Το να ανήκει κανείς στους εκλεκτούς εξαρτάται από τον ίδιο, από την άμεση απόφασή του, από το ανεπιφύλακτο Ναι στη θεία αγάπη.
 Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...