Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 03, 2014

Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού (Κυριακή προ των Φώτων)

Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα από την αρχή του κατά Μάρκον ευαγγελίου μας παρουσιάζει τη ζωή και τη φωνή του «βοώντος εν τη ερήμω» Ιωάννου του βαπτιστού. Η φωνή αυτή προαναγγέλλει τον Μεσσία και το ευαγγέλιό του και ως εκ τούτου η εμφάνιση αυτής της μορφής συνιστά κατά τον ευαγγελιστή, την «αρχήν του ευαγγελίου Ιησού Χριστού, υιού Θεού». Η δραστηριότητα και το κήρυγμα του Ιωάννου δηλώνουν ότι έφθασε η εποχή του Μεσσία και το «Ευαγγέλιο» θ' απλωθεί σαν χαρμόσυνο μήνυμα ανάμεσα στους ανθρώπους" μπροστά σε μια τέτοια θεία δωρεά δεν υπάρχει άλλη πιο συνετή στάση εκ μέρους των ανθρώπων από τη μετάνοια. Μετάνοια όχι για να έλθει η βασιλεία του Θεού όπως δίδασκαν παλαιότερα οι προφήτες, αλλά γιατί ήδη έρχεται στο πρόσωπο του Χριστού.

Τί είναι όμως το «ευαγγέλιο» και τί σημαίνει για μας σήμερα;

Στους ανθρώπους που στέναζαν κάτω από την τυραννία του κακού, κάτω από το βάρος της δουλείας ως κοινωνικού και ως πνευματικού φαινομένου, αλλά και κάτω από το ζυγό του Μωσαϊκού Νόμου παρέχεται η ευχάριστη αγγελία ότι το κακό που με διάφορες μορφές τους καταδυναστεύει χάνει τη δύναμή του, καταστρέφεται στο σταυρό και την ανάσταση του Χριστού και μια νέα δυνατότητα ζωής προσφέρεται στους ανθρώπους μέσα στην Εκκλησία.  Αρκεί βεβαίως οι άνθρωποι να μετανοήσουν, να επιστρέψουν δηλ. από τον κακό εαυτό τους και τις αμαρτωλές εκδηλώσεις τους στο Θεό και να δεχτούν με ταπείνωση και συντριβή τη δωρεά του.

Το Ευαγγέλιο που έχει υποκείμενο αλλά και αντικείμενο τον Ιησού Χριστό δεν διακηρύχθηκε μόνο τότε στην ανθρωπότητα" δια της Εκκλησίας και του κηρύγματός της διακηρύσσεται συνεχώς σαν προσφορά αγάπης του Θεού προς τον κόσμο παρ' όλο ότι ο κόσμος στηρίζει αλλού τις ελπίδες του και περιμένει την σωτηρία του από εγκόσμια σχήματα, όπως είναι η επιστήμη, η τεχνική, κ. α. Και κατά την εποχή του Χριστού οι άνθρωποι με λαχτάρα και αγωνία περίμεναν τη λύτρωση από την μύηση στα διάφορα μυστήρια, από τις υποσχέσεις των αυτοκρατόρων που προβάλλονταν σαν θεοί, από τα διάφορα φιλοσοφικά κηρύγματα. Κι' όλα κατέληγαν σε μια τραγική απογοήτευση. Η ίδια απογοήτευση συνόδευε και την αδυναμία των Ιουδαίων για την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου.

Την ίδια απογοήτευση διαπιστώνει κανείς και από τα σύγχρονα ευαγγέλια στα οποία στήριξαν κατά καιρούς οι άνθρωποι τις κρυφές και φανερές ελπίδες τους για μια πιο ανθρώπινη ζωή. Παρ' όλες τις φαινομενικά εντυπωσιακές επιστημονικές και τεχνικές επιτεύξεις, ο φόβος του πολέμου, του θανάτου και της καταστροφής πλανάται παντού. Το ευαγγέλιο του Χριστού είναι πάντοτε παρόν μέσα στην ανθρωπότητα, σαν κρίση και σαν σωτηρία" σαν κρίση που οδηγεί στην αυτοκριτική και τη μετάνοια και κυρίως σαν μήνυμα χαρούμενο της σωτηρίας που πηγάζει από το σταυρό και την ανάσταση του Χριστού. Είναι παράλογο και ασύνετο για τους ανθρώπους να θρηνούν συνεχώς ψυχικά ερείπια καταστροφών, ενώ τους προσφέρεται από την Εκκλησία το χαρούμενο μήνυμα της σωτηρίας, το «Ευαγγέλιο Ιησού Χριστού».

 (Ιωαν. Δ. Καραβιδόπουλου, καθηγ. Παν/μιου, «Οδός Ελπίδας» -μηνύματα από τα Ευαγγέλια των Κυριακών. Εκδ. Μητροπόλεως Αττικής 1979)

Κυριακή προ των Φώτων (Μαρ. 1, 1-8) π. Χερουβείμ Βελέτζας

Κατά τη σημερινή Κυριακή, που προηγείται της μεγάλης εορτής των Θεοφανίων, διαβάζουμε το προοίμιο του κατά Μάρκον Ευαγγελίου, που αναφέρεται στη δράση του Ιωάννη του Προδρόμου, στο πρόσωπο του οποίου αναφέρονταν δύο προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Στην πρώτη δηλώνει ο Θεός ότι θα αποστείλει τον προάγγελό Του, να προετοιμάσει την οδό του Λυτρωτή. Και στη δεύτερη, ο προφήτης Ησαΐας περιγράφει τον Ιωάννη ως τη “φωνή βοώντος εν τη ερήμω” που προτρέπει τους ανθρώπους να ετοιμάσουν την οδό του Κυρίου και να ακολουθήσουν τον ευθύ δρόμο της μετανοίας. Έτσι, μας λέει ο ευαγγελιστής Μάρκος, ο Ιωάννης βρισκόταν στην έρημο, και κήρυττε βάπτισμα μετανοίας “εις άφεσιν αμαρτιών”, και όλοι προσέτρεχαν και βαπτίζονταν στον Ιορδάνη ποταμό, αφού πρώτα εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Φορούσε ένδυμα από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη γύρω από τη μέση του και τρεφόταν με μέλι άγριο και ακρίδες, δηλαδή βλαστάρια από τα άγρια δένδρα της ερήμου. Φαίνεται μάλιστα πως πολλοί τον περνούσαν για το Μεσσία, μας το περιγράφει αυτό καλύτερα ο ευαγγελιστής Ιωάννης, γι αυτό και έλεγε στον λαό ότι “έρχεται πίσω μου ο ισχυρότερός μου, που δεν είμαι άξιος ούτε τα υποδήματά του να λύσω. Εγώ σας βάπτισα στο νερό, εκείνος όμως θα σας βαπτίσει στο Άγιο Πνεύμα”.
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω ήταν η φωνή και η παρουσία του Ιωάννη. Στην πνευματική έρημο της απελπισίας που γεννά η αμαρτία, προετοίμασε τον ερχομό του Χριστού, προφέροντας μία και μόνο λέξη, “Μετανοείτε!”. Αν δεν αλλάξετε δηλαδή μέσα σας, αν δεν αναθεωρήσετε τη στάση σας και τη συμπεριφορά σας, ουδεμία ελπίδα υπάρχει να αλλάξει ο κόσμος γύρω σας. Και από ότι φαίνεται, οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να δεχτούν το μήνυμα της μετανοίας. Συνέρρεαν και άκουγαν το κήρυγμα του Ιωάννη, και στη συνέχεια εξομολογούνταν τα αμαρτήματά τους και βαπτίζονταν στον Ιορδάνη ποταμό.
Αυτό όμως δεν ήταν το τέρμα, αλλά η αρχή μιας πορείας πνευματικής. Γι αυτό και ο Ιωάννης δεν επικεντρώνει τη διδασκαλία του ούτε στο βάπτισμα στον Ιορδάνη, ούτε στο δικό του πρόσωπο. Γνωρίζει πολύ καλά και βλέπει ως προφήτης τον Χριστό, που ως Υιός του Θεού είναι σαφώς ανώτερός του, που είναι εκείνος που θα φέρει στους ανθρώπους όχι απλά τη συγχώρεση, αλλά την Λύτρωση και την πνευματική αναγέννηση. Γι αυτό και κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στο δικό του βάπτισμα, που είναι στο νερό, και στο βάπτισμα του Χριστού που θα είναι εν Πνεύματι Αγίω.
Το βάπτισμα του Ιωάννη, όπως είδαμε, ήταν βάπτισμα μετανοίας, βάπτισμα αφέσεως αμαρτιών. Ήταν δηλαδή βάπτισμα εξαγνιστικό, καθαρισμού του ανθρώπου από τον ρύπο της αμαρτίας, και για τούτο προπαρασκευαστικό για το βάπτισμα της πνευματικής αναγεννήσεως με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το βάπτισμα του Χριστού δεν καθαρίζει απλά τον άνθρωπο, αλλά τον μεταμορφώνει πνευματικά, τον κάνει και πάλι μέτοχο της κοινωνίας με το Θεό και κληρονόμο της ουρανίου Βασιλείας Του. Γι αυτό και μετά την Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη, η δράση του Ιωάννη του Προδρόμου θα ανασταλεί, μιας που πλέον ο σκοπός της παρουσίας του θα έχει εκπληρωθεί και η περίοδος της ετοιμασίας του ερχομού του Σωτήρος Χριστού θα έχει παρέλθει.
Ωστόσο, για να γίνουμε μέτοχοι της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, για να αναγεννηθούμε πνευματικά και να ζήσουμε τη χαρά της παλιγγενεσίας και της Αναστάσεως, είναι απαραίτητο και σημαντικό να διαβούμε από το στάδιο της πνευματικής προετοιμασίας. Χωρίς δηλαδή μετάνοια, χωρίς αλλαγή της στάσης μας απέναντι στο Θεό και προς τον πλησίον, δεν μπορούμε να καταστούμε δεκτικοί της Χάριτος του Θεού. Η Μετάνοια, η Εξομολόγηση, η κάθαρση της καρδιάς μας από εμπαθείς και πονηρούς λογισμούς, και κυρίως η απόφασή μας να ακολουθήσουμε τον ευθύ δρόμο της αγάπης του Θεού, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την πνευματική μας αναγέννηση. Και η μεγάλη ευεργεσία της αγάπης του Θεού δεν είναι άλλη από την ευκαιρία που μας προσφέρεται με την μετάνοια, να αρχίσουμε δηλαδή εκ νέου την πνευματική μας ζωή, να θέσουμε ένα νέο ξεκίνημα, άσχετα από το πόσο χρόνο χάσαμε από τη ζωή μας βαδίζοντας σε κακοτράχαλα μονοπάτια.
Ίσως με τις συνθήκες που επικρατούν στην εποχή μας, το κηρυγμα της μετανοίας να ακούγεται σαν “φωνή βοώντος εν τη ερήμω”, δηλαδή σαν λόγια εξωπραγματικά και ανεφάρμοστα. Ωστόσο, όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα έχουν τις ίδιες πνευματικές ανάγκες και τις ίδιες αναζητήσεις. Ακόμα και όταν ψάχνουμε σε λάθος κατευθύνσεις, αυτό που επιζητούμε είναι η κοινωνία της αγάπης και η πληρότητα της ψυχής μας. Μόνο που τότε διαδέχεται η μια απογοήτευση την άλλη. Η ελπίδα του κόσμου βρίσκεται στο μήνυμα του κηρύγματος του Ιωάννη, “μετανοείτε, καθαριστείτε πνευματικά, για να λάβετε από το Χριστό τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που φέρνει την αληθινή χαρά και πληρότητα στη ζωή σας”. Ας έχουμε λοιπόν τα ώτα της καρδιάς μας ανοιχτά και τις καρδιές μας έτοιμες και δεκτικές.
π. Χερουβείμ Βελέτζας

Οι ξύπνιοι έμποροι τού χρόνου

του αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

Ρωτάς τι σημαίνουν τα λόγια: «Εξαγοραζόμενοι τον και­ρόν». Ό μακάριος Ιερώνυμος ερμηνεύει ως εξής: «Όταν χρησιμοποιούμε τον χρόνο σε καλές πράξεις, τότε τον εξα­γοράζουμε».

Ό μακάριος Θεοφάνης ο Εγκλειστος λέει: «Να στρέφουμε τον χρόνο σε όφελος μας για τους αιώνιους στόχους μας». Τα λόγια του απόστολου του Θεού έχουν παρόμοια σημασία με τα λόγια του Θεού: «Πραγματεύσασθε εν ώ έρχομαι» (Λουκ. 19,13).

Και όταν Αυτός επιστρέψει, δηλαδή όταν ο Χριστός ξαναέρθει για να κρίνει τον κό­σμο, θα μας ρωτήσει πώς πραγματευόμασταν με τα δοσμέ­να μας τάλαντα. Πώς χρησιμοποιούσαμε τον καιρό της ζωής μας.

Εάν δίναμε το φθηνό για να κερδίσουμε το ακριβό, όπως ο Ιακώβ, ή αντίθετα το ακριβό για να αποκτήσουμε το φθηνό, όπως ο Ησαύ. Εάν υποκύψαμε στους σκανδαλισμούς αυτού του εφήμερου αιώνα και πουλήσαμε την ψυχή μας για τις «γλυκές» γήινες πικρίες ή αν δώσαμε τα πάντα για την ψυχή μας;

Γι' αυτό να εκτελείς τις εντολές του Χριστού κάθε μέρα όπως οι περιστάσεις ζητούν. Με τούτο θα εξαγοράζεις τις χαρισμένες μέρες σου από τον Θεό. Αφού στην αλήθεια το να εξαγοράζουμε σημαίνει κυριολεκτικά να πληρώνουμε.

Πλήρωνε με τα λίγα, για να λάβεις το μεγάλο. Εργάσου λί­γο, για να βασιλεύεις αιώνια. Αφού ο Δημιουργός μας, μας υποσχέθηκε την αιώνια βασιλεία στην αιώνια ζωή.

Εάν κά­ποιος είναι δεμένος σκλάβος στη φυλακή, να μην τεμπελιάζει και να μην λέει: «εγώ δεν είμαι σε θέση τίποτα να κά­νω»! Ας μετανοεί Και ας προσεύχεται στον Θεό από το πρωί έως το βράδυ στο σκοτάδι του κελιού του. Και αυτό θα το μετρήσει ο Θεός το ίδιο όπως και σε εκείνον πού χτίζει εκκλησίες με τον πλούτο του. Ό Δημιουργός μας βλέπει τις συνθήκες του καθενός, και ζητά από τον κάθε άνθρωπο να κάνει εκείνο πού μπορεί αναλόγως με τις συνθήκες. Σκύψε το κεφάλι κάθε μέρα για να διακονήσεις την ψυχή σου.

Πλήρωσε την με την πνοή του Πνεύματος του Θεού μέ­σα σου ,το οποίο σε κινεί προς κάθε καλό. Εάν δεν το κά­νεις, θα σε τσαλακώσει σαν πανί και θα σε πάει στην κατα­στροφή.

Παρόμοια με το ορμητικό ποτάμι, στο οποιο οι αδέξιοι δεν ξέρουν να στρέψουν τον δικό τους νερόμυλο αλλά κατεβαίνουν μαζί του στην άβυσσο. Έτσι είναι και ο χρόνος της ζωής μας εδώ στη γη.

Τους έλλογους σώζει και σηκώνει επάνω στα φτερά, ενώ τους άφρονες παρασύρει και κατρακυλά ως την κατάρρευση. Τους πρώτους διακο­νεί, στους δεύτερους κυριαρχεί.

Ό καιρός για τους πρώτους είναι σέλα, για τους δεύτερους αναβάτης.

Το φως του Χριστού να σε φωτίσει. 

πηγή

Χρόνος καὶ ζωὴ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο





Ὁ Μ. Βασίλειος ἔζησε καὶ παρουσίασε στὰ συγγράμματά του μὲ τὸν διεισδυτικότερο τρόπο τὴ σχέση χρόνου καὶ ζωῆς. Καὶ ἡ ἀντίστοιχη διδασκαλία του, ποὺ ἐπηρέασε βαθύτατα τὴ μεταγενέστερη θεολογία καὶ διανόηση, παραμένει ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη καὶ σήμερα. Βέβαια ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης τῆς Καππαδοκίας δὲν ἔγραψε κανένα συστηματικὸ ἔργο γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἑρμηνεύοντας ὅμως τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ ἰδιαίτερα τὴν «Ἑξαήμερο» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ἀποκρούοντας τὴν αἵρεση τοῦ Εὐνομίου σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρθηκε πολλὲς φορὲς στὸν χρόνο καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν θέματα.Συνήθως διακρίνουμε τὸν χρόνο σὲ τρία μέρη: στὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Ἡ τριμερὴς ὅμως αὐτὴ διάκριση δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κάποια ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση. Πράγματι, ἂν θελήσουμε νὰ προσδιορίσουμε ἀντικειμενικῶς τὸ παρόν, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι δὲν ἀποτελεῖ τίποτε περισσότερο ἀπὸ μία διαχωριστικὴ τομὴ ἀνάμεσα στὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον. Ἔτσι ἡ τριμερὴς διάκριση τοῦ χρόνου γίνεται αὐτομάτως διμερής. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης μιλάει γιὰ δύο μόνο διαστάσεις τοῦ χρόνου, τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον: «Τοῦ χρόνου», λέει, «τὰ μὲν γέγονε, τὰ δὲ μέλλει… τὸ δὲ νῦν οὐ μέρος· μετρεῖ τε γὰρ τὸ μέρος, καὶ συγκεῖσθαι δεῖ τὸ ὅλον ἐκ τῶν μερῶν· ὁ δὲ χρόνος οὐ δοκεῖ συγκεῖσθαι ἐκ τῶν νῦν» (1).

Βέβαια ἡ θέση αὐτὴ φαίνεται καθαρῶς θεωρητική, γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει πραγματικὸς χρόνος χωρὶς τὸ νῦν, δηλαδὴ τὸ παρόν. Καὶ ὅμως τὸ παρὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ ὡς χρονικὴ διάρκεια, γιατί σὲ μία τέτοια περίπτωση πρέπει ἀναπόφευκτα νὰ ἔχει καὶ παρελθὸν καὶ μέλλον. Γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ παρὸν δὲν εἶναι χρόνος, ἀλλὰ ἡ ἀπειροστὴ ἢ ἡ ἄτμητη ἐκείνη στιγμή, μὲ τὴν ὁποία διαχωρίζεται τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸ μέλλον. Καὶ ἡ στιγμὴ αὐτὴ τοῦ παρόντος, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ μόνη ὑπαρκτή, γίνεται ἀσύλληπτη, γιατί αὐτόματα ὑποχωρεῖ στὸ παρελθόν.

Καὶ ἐνῶ τὸ παρὸν ἀποτελεῖ μία ἀσύλληπτη καὶ φευγαλέα στιγμή, οὔτε τὸ παρελθὸν οὔτε τὸ μέλλον ἀνήκουν στὸν ἄνθρωπο. Τὸ παρελθὸν εἶναι χαμένο, ἐνῶ τὸ μέλλον δὲν βρίσκεται στὴ διάθεσή μας. «Ἤ οὐχὶ τοιοῦτος ὁ χρόνος», λέει ὁ Μ. Βασίλειος, «οὗ τὸ μὲν παρελθὸν ἠφανίσθη, τὸ δὲ μέλλον οὔπω πάρεστι, τὸ δὲ παρὸν πρὶν ἢ γνωσθῆναι διαδιδράσκει τὴν αἴσθησιν» (2); Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν ζεῖ τὸν χρόνο ὡς μεμονωμένες στιγμὲς ἀλλὰ ὡς εὐρύτερη διάρκεια, ποὺ συνιστᾶ τὸ ἑκάστοτε παρόν του καὶ ἀγκαλιάζει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον. Μὲ τὴ μνήμη καὶ τὴν προσδοκία ὑπερβαίνει τὴν κάθε στιγμὴ καὶ ζεῖ τὸ παρὸν ὡς σύνθεση καὶ ὑπέρβαση τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Ἔτσι τὸ παρὸν τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς παρουσιάζεται ὡς ὑπέρβαση τοῦ χρόνου καὶ παραπέμπει στὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία προσέδιδε στὸν χρόνο ὑπερβατικὲς διαστάσεις καὶ τὸν ἔβλεπε προσωποποιημένο στὸν θεὸ Κρόνο, ποὺ ἐξαφάνιζε τὰ παιδιά του.

Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο ὁ χρόνος εἶναι τὸ «συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα» (3). Τὸ διάστημα ἐδῶ εἶναι χρονικὴ ἔννοια μὲ ποιοτικὴ ἢ ἀκριβέστερα ἠθικὴ σημασία. Δηλώνει τὴν περίοδο τῆς παρούσας ζωῆς σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴν μέλλουσα· τὴν περίοδο τῆς τρεπτότητας καὶ τοῦ κινδύνου σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴ σταθερότητα καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς αἰωνιότητας. Ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο εἶναι ἡ μόνη περίοδος προετοιμασίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητα(4). Ἔτσι ὁ χρόνος γίνεται «καιρός», δηλαδὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῆς αἰωνιότητας, ἤ, ὅπως γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, «τόπος» συναντήσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητά του.

Ὁ χρόνος συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὸν χῶρο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς αὐτόν. Ἡ δημιουργία τους ὑπῆρξε ἀκαριαία. Τόσο δηλαδὴ ὁ χρόνος, ὅσο καὶ ὁ χῶρος δημιουργήθηκαν ἀχρόνως μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Μ. Βασίλειος καὶ τὸ «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (5). Ὅπως ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου, παρατηρεῖ, δὲν εἶναι ἀκόμα δρόμος, καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ σπιτιοῦ δὲν εἶναι σπίτι, ἔτσι καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ χρόνου δὲν εἶναι χρόνος οὔτε μέρος τοῦ χρόνου. Σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ὑποστηρίξει κάποιος ὅτι καὶ ἡ ἀρχὴ εἶναι χρόνος, πρέπει νὰ μπορέσει νὰ διαιρέσει καὶ αὐτὴν σὲ ἀρχή, μέσο καὶ τέλος, πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατο (6).

Στὴν εὐθύγραμμη πορεία του ὁ χρόνος περιέχει ἀκατάπαυστους χρονικοὺς κύκλους, ποὺ ἐξεικονίζουν τὴν αἰωνιότητα. Ἔτσι ἡ ροὴ τοῦ χρόνου προσλαμβάνει σπειροειδῆ μορφή, ποὺ παραπέμπει στὴν αἰωνιότητα. Ἐξάλλου ἡ πορεία τοῦ χρόνου εἶναι συμφυὴς μὲ τὸν κόσμο καὶ μὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Τὰ συνοδεύει διαρκῶς, χωρὶς ποτὲ νὰ διακόπτεται.

Ὁ χρόνος συνυφαίνεται μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν κατευθύνει στὸν θάνατο. Ὅπως οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ὁδηγοῦνται στὸ λιμάνι, ἔστω καὶ ἂν κοιμοῦνται καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται τίποτε, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὁδηγοῦνται φυσιολογικὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. «Κοιμᾶσαι καὶ ὁ χρόνος σὲ παρατρέχει. Εἶσαι ξυπνητὸς καὶ ἔχεις φροντίδες, ἀλλὰ ἡ ζωὴ δαπανᾶται, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν γίνεται ἀντιληπτό. Ὅλοι τρέχουμε κάποιον δρόμο, σπεύδοντας ὁ καθένας πρὸς τὸ τέλος… Ὅλα περνοῦν καὶ μένουν πίσω σου… Τέτοια εἶναι ἡ ζωή. Οὔτε οἱ χαρὲς της εἶναι μόνιμες οὔτε οἱ λύπες της διαρκεῖς. Καὶ ὁ δρόμος δὲν εἶναι δικός σου, οὔτε τὰ παρόντα δικά σου» (7).

Ἡ ἡλικία τοῦ καθενὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του ποὺ πέρασε καὶ χάθηκε. Χαιρόμαστε, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ μεγαλώνουμε καὶ προσθέτουμε χρόνια στὴν ἡλικία μας, σὰν κάτι νὰ κερδίζουμε. Καὶ θεωροῦμε εὐχάριστο πράγμα, ὅταν κάποιος ἀπὸ παιδὶ γίνεται ἄνδρας καὶ ἀπὸ ἄνδρας πρεσβύτης. Λησμονοῦμε ὅμως ὅτι κάθε φορὰ χάνουμε ἀπὸ τὴ ζωὴ μας τόσο, ὅσο ἀκριβῶς ζήσαμε· καὶ δὲν ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι δαπανᾶται ἡ ζωή μας, μολονότι τὴν μετροῦμε πάντοτε μὲ βάση τὸ μέρος της ποὺ πέρασε καὶ χάθηκε.

Ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς συνήθως νὰ σκέπτεται τὴν ἀδυσώπητη παρουσία τοῦ χρόνου, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξή του, ἢ ἀκόμα τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἀντικειμενοποιεῖ. Ὁ καθένας π.χ. μιλάει γιὰ τὴν προσκαιρότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐννοεῖ ὡς ἀντικειμενικὴ διαπίστωση ποὺ δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἑαυτό του. Εὔκολα συλλογίζεται ὅτι μπορεῖ τὸ περιβάλλον του νὰ μεταβληθεῖ ἢ οἱ ἄλλοι νὰ πάψουν κάποτε νὰ ὑπάρχουν, σπάνια ὅμως σκέφτεται ὅτι αὐτὸ θὰ συμβεῖ ὁπωσδήποτε καὶ στὸν ἴδιο. Συνηθίζει νὰ λέει ὅτι ὅλα περνοῦν καὶ χάνονται, ἀλλὰ θεωρεῖ σχεδὸν αὐτονόητο ὅτι αὐτὸς θὰ ὑπάρχει, γιὰ νὰ διαπιστώνει τὴ φθορὰ καὶ τὴν παρέλευσή τους.

Ἡ ἀντικειμενοποίηση δημιουργεῖ συχνὰ σοβαρὲς πλάνες. Εἰδικότερα ἡ ἀντικειμενοποίηση τοῦ χρόνου ἀλλοιώνει τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ ὀδηγεῖ στὴ σύγχυση καὶ τὴν αὐταπάτη. Ὁ χρόνος δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μιὰν ἁπλὴ ἀντικειμενικὴ διαδικασία, ἀλλὰ βαθύτατη ὑπαρξιακὴ πραγματικότητα. Ἄλλωστε ὁ χρόνος δὲν ἀφορᾶ τόσο τὰ ἀντικείμενα, ὅσο τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Γι’ αὐτὸ μόνο ἡ ὑπαρξιακὴ βίωσή του ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀπάτη ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀντικειμενοποίησή του. Καὶ ἡ ὀρθὴ τοποθέτηση μέσα στὸν χρόνο ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς καὶ τὴ σωστὴ δράση μέσα στὸν κόσμο.

Ἄλλη βασικὴ πλάνη, ποὺ ἀναφέρεται στὸν τρόπο βιώσεως τοῦ χρόνου, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ συνήθως τὸ νόημα τῆς ζωῆς του μέσα στὸ παρὸν καὶ τὸ ἀναζητεῖ στὸ διαρκῶς προσδοκώμενο μέλλον. Ἀνικανοποίητος ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχει στὸ παρόν, φροντίζει νὰ τραφεῖ μὲ τὶς ἐλπίδες τοῦ μέλλοντος. «Τοιοῦτος γὰρ ὑπάρχει ὅλος ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος μὴ ἀρκούμενος τοῖς φθάσασιν, ἀλλὰ τρεφόμενος οὐ τοῖς φθάσασι μᾶλλον ἀλλὰ τοῖς μέλλουσιν» (9). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος δρᾶ καὶ κινεῖται μέσα στὸν κόσμο, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ ζεῖ αἰώνια. Καὶ συνήθως συμπληρώνει ὁλόκληρη τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ μένοντας στὸ στάδιο τῆς προπαρασκευῆς τοῦ μέλλοντος. Ἔτσι τὸ μέλλον γίνεται δυνάστης τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ τὸ παρὸν μεταβάλλεται σὲ ἁπλὸ μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν μελλοντικῶν στόχων καὶ ἐπιδιώξεών του· ἀντιμετωπίζεται ὡς ἁπλὴ γέφυρα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μέλλον. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνο ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ μέλλον ἀλλὰ τὸ παρόν, συμβαίνει νὰ κινεῖται διαρκῶς ἐπάνω στὴ γέφυρα, χωρὶς ποτὲ νὰ φτάνει στὸν σκοπό του.

Τὸ φαινόμενο αὐτὸ προσέλαβε ὀξύτερη μορφὴ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα μὲ τὴν ἁλματώδη ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καὶ ἰδιαίτερα τῆς πληροφορικῆς. Ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ κοσμογονικὲς ἐξελίξεις, ποὺ ὑπερβάλλουν τὴ φαντασία του καὶ ἐντείνουν περισσότερο τὶς προσδοκίες του ἀπὸ τὸ μέλλον. Ἕνας παγκόσμιος ἐπικοινωνιακὸς ἱστός, μὲ ἀπεριόριστη εὐλυγισία μέσα στὸν χῶρο, διευκολύνει τὶς ἐπικοινωνίες καὶ τὶς συναλλαγές του, ἐνῶ ταυτόχρονα φαλκιδεύει τὴν ψυχικὴ ἠρεμία καὶ τὴν προσωπικὴ ζωή του. Ἤδη γίνεται λόγος γιὰ μία νέα ἀσθένεια, τὸ σύνδρομο τῆς πληροφοριακῆς κοπώσεως, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερφόρτωση τοῦ νοῦ μὲ πληροφορίες. Καὶ ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος φορτώνεται μὲ πληροφορίες, φτωχαίνει σὲ πραγματικὴ μόρφωση, αὐξάνει τὸ ἄγχος του καὶ περιορίζει τὶς ἱκανότητές του γιὰ αὐτοσυγκέντρωση, ἀπομνημόνευση καὶ λήψη ἀποφάσεων (9).

Ὅσα ἀναφέραμε ἕως ἐδῶ γιὰ τὸν χρόνο καὶ τὴ ζωὴ μας μέσα σὲ αὐτὸν ἀποκαλύπτουν μία σειρὰ ἀντιφάσεων:

α) Ἡ ζωὴ μας μέσα στὸν χρόνο, ἐνῶ κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτόν, φανερώνει συγχρόνως καὶ τὴ δυνατότητα τῆς ὑπερβάσεώς του.

β) Ὁ χρόνος ποὺ ζοῦμε, ἐνῶ παρουσιάζεται ὡς μετρητὴς τῆς ζωῆς μας, εἶναι ταυτόχρονα καὶ μετρητὴς τοῦ ἀφανισμοῦ μας.

γ) Ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι καὶ μετρητὴς τοῦ ἀφανισμοῦ μας, ἀποφεύγουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς συνέπειές του στὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς διακρίνουμε στοὺς ἄλλους ἢ στὸ περιβάλλον μας, ὅπου διαπιστώνουμε τὴν ἀντικειμενικὴ καὶ πάλι ἐπαλήθευσή τους.

δ) Τέλος, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ζοῦμε πάντοτε εἶναι τὸ παρόν, καλλιεργοῦμε συνειδητὰ μία χρονικὴ ἀνεστιότητα, μεταθέτοντας τὸ ἐκάστοτε ἐνδιαφέρον μας στὸ μέλλον, ποὺ ἄρχισε νὰ γίνεται χαοτικό.

Ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς ἑρμηνευτὴς τῆς χριστιανικῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου, ἐνῶ ἐπισημαίνει τὶς ἀντιφάσεις αὐτές, μᾶς ἀποκαλύπτει μία νέα προοπτική, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ δημιουργικὴ σύνθεση καὶ ὑπέρβασή τους. Τὴ νέα αὐτὴ προοπτική, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δημιουργήσει ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἢ γενικότερα ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, τὴν προσφέρει σὲ αὐτὸν ἡ Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία ὄχι ὡς ἐγκόσμια κοινωνικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ὡς σῶμα Χριστοῦ, ποὺ εἶναι «ὁ ὤν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (10)· ὡς σῶμα αὐτοῦ, ποὺ συνθέτει τὶς διαστάσεις τοῦ χρόνου καὶ τὶς προσλαμβάνει ὡς πρόσωπο στὸ αἰώνιο «νῦν» τῆς παρουσίας του (11). Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ μνήμη τοῦ παρελθόντος γίνεται μνήμη ἐν Χριστῷ. Καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος γίνεται ἐλπίδα ἐν Χριστῷ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας τρέφεται μὲ τὴ μνήμη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία εἰσάγει μέσα στὸν κόσμο τὴν αἰωνιότητα καὶ ἐπεκτείνεται πρὸς αὐτήν. Οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, μεταφέρουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου «ἀπὸ τῶν παρόντων ἐπὶ τὰ μέλλοντα». Ἔτσι π.χ., συνεχίζει ὁ ἴδιος ἱεράρχης, μὲ κάθε γονυκλισία καὶ ἀνόρθωσή του ὁ πιστὸς μαρτυρεῖ ἐμπράκτως «ὅτι διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰς γῆν κατερρύημεν, καὶ διὰ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ κτίσαντος ἡμᾶς εἰς οὐρανὸν ἀνεκλήθημεν» (12). Ἡ ἁπλὴ καὶ ἐκφραστικὴ αὐτὴ ἐκδήλωση τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς δίνει στὸν Μ. Βασίλειο τὴν ἀφορμὴ νὰ μνημονεύσει τὶς νέες διαστάσεις, μέσα στὶς ὁποῖες ἐκδιπλώνεται ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ ὡς δυνάμεως ποὺ ἀνυψώνει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, διαπιστώνει ὁ ἄνθρωπος νέους ὁρίζοντες μέσα στὸν εὐθύγραμμο χρόνο τῆς ἱστορίας. Τὸ αἰώνιο, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο, συναντᾶται σταυρικὰ μὲ τὸν εὐθύγραμμο ἱστορικὸ χρόνο.

Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τοῦ κάθε ἀνθρώπου προσλαμβάνει ἀπεριόριστη εὐρύτητα ἢ ἀπεριόριστο βάθος, καὶ προσφέρεται ὡς δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸ αἰώνιο καὶ ὑπερβατικό. Τὸ αἰώνιο προσφέρεται καὶ γίνεται μεθεκτὸ μέσα στὸν χρόνο. Καὶ ὁ χρόνος γίνεται χῶρος συναντήσεως μὲ τὸ αἰώνιο· χῶρος βιώσεως τοῦ ἐσχάτου. Τέλος τὸ νόημα τοῦ χρόνου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία φευγαλέα καὶ μὴ ἀντιστρεπτὴ ροή, ἀλλὰ βρίσκεται στὴ δυνατότητα ποὺ παρέχει στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐνταχθεῖ στὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ νόημα τῆς ἱστορίας γιὰ τὴν Ἐκκλησία βρίσκεται στὸ ἀπεριόριστο βάθος ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ἡ κάθε στιγμή της, καὶ ὄχι στὶς ἐξωτερικὲς ἐναλλαγὲς ποὺ δημιουργοῦνται μέσα στὴ χρονικὴ ροή. Τὸ μῆκος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας ἀποκτᾶ ἀξία μόνο κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ βάθους τους. Καὶ τὸ βάθος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας προσφέρει τὴ μόνη οὐσιαστικὴ δικαίωση τοῦ μήκους τους.

Ὁ περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ ἀνθρώπου στὸν μονοδιάστατο χρόνο ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴ διάψευση καὶ τὴν ἀπογοήτευση. Ἡ ἱστορία τῶν πολιτισμῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἱστορία διαψεύσεων. Καὶ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς πολιτισμός, ὡς ἀνθρώπινη δημιουργία μέσα στὸν εὐθύγραμμο χρόνο τῆς ἱστορίας, εἶναι φυσικὸ νὰ ὑπόκειται στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς διαψεύσεως. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προσφέρει ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ διέξοδος ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ ἀδιέξοδο• εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἄσκοπη χρονικὴ ροὴ καὶ περιδίνηση στὴν πληρότητα τῆς θείας ἀγάπης καὶ ζωῆς. Καὶ ἡ προσφορὰ αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ παρέχεται σὲ ἀνθρωπολογικὸ ἐπίπεδο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, βιώνεται ἐμπειρικὰ μέσα στὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία.

Καθετὶ ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν κόσμο εἶναι σχετικό. Ἰδιαίτερα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὰ διηπειρωτικὰ καὶ τὰ διαστημικὰ ταξίδια ἀποκτᾶ ἄμεση ἐμπειρία τῆς σχετικότητας τῶν διακρίσεων καὶ τῶν ἀντιθέσεων μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ὅπως αὐτὲς π.χ. ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὴν ἠρεμία καὶ τὴν κίνηση, στὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος, στὸ ἐπάνω καὶ τὸ κάτω, στὴ νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα. Ἀκόμα καὶ ἡ διάκριση μεταξὺ παρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος εἶναι κατὰ τὸν Ἀϊνστάιν μία ἐπίμονη ψευδαίσθηση, γιατί ὅσο πιὸ γρήγορα μετακινεῖται κανείς, τόσο πιὸ ἀργὰ περνάει ὁ χρόνος: πέντε χρόνια μέσα σὲ ἕνα διαστημόπλοιο ποὺ ταξιδεύει μὲ τὸ 90% τῆς ταχύτητας τοῦ φωτὸς (300 χιλιόμετρα τὸ δευτερόλεπτο) ἀντιστοιχοῦν σὲ τριανταέξι χρόνια στὴ γῆ. Ἂν τὸ διαστημόπλοιο ἐπέστρεφε, οἱ ἐπιβάτες του θὰ εἶχαν ταξιδέψει τριάντα ἕνα χρόνια στὸ μέλλον, ἀλλὰ θὰ εἶχαν γεράσει μόνο πέντε χρόνια (13). Τὸ παρὸν τῶν ἐπιβατῶν αὐτῶν θὰ ἦταν γιὰ τοὺς ἄλλους ἕνα μακρινὸ μέλλον, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ προλάβαιναν νὰ τὸ ζήσουν. Τέλος καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ φοβερὴ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοποθετεῖται σὲ ἄλλη προοπτική.

Ἡ ζωή, καὶ ὡς βιολογικὸ ἀκόμα φαινόμενο, ἀποτελεῖ ἐξαίρεση μέσα στὸν κανόνα τῆς χρονικῆς ροῆς. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ χρόνος αὐξάνει τὴν ἐντροπία τοῦ κόσμου καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀποδιοργάνωση μὲ ἔσχατη ἀπόληξη τὸν λεγόμενο θερμικὸ θάνατο. Ἐξαίρεση στὸν κανόνα αὐτὸν ἀποτελεῖ τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς. Ἡ ζωή, ἐνῶ κινεῖται μὲ τὴ φορὰ τοῦ χρόνου, ὑπερινικᾶ τὴ νομοτέλειά του καὶ ἀντιστρέφει τὴν πορεία τῆς ἐντροπίας μὲ τὴ δημιουργία τάξεως μέσα στὴν ἀταξία καὶ τὴν ἔκπτωση. Παράλληλα ὅμως ὅλοι οἱ ζωντανοὶ ὀργανισμοὶ ὑποτάσσονται στὴ δύναμη τοῦ χρόνου καὶ ὑποκύπτουν τελικὰ στὸν βιολογικὸ θάνατο. Ἡ ζωὴ παρουσιάζεται ὡς διαδικασία θανάτου. Ἀλλὰ καὶ ὁ θάνατος ἐμφανίζεται ὡς ἀπόληξη τῆς ζωῆς.

Ὁ θάνατος καὶ ὡς βιολογικὸ ἀκόμα φαινόμενο ἀποτελεῖ τὴν τελευταία φάση τῆς ζωῆς. Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν θάνατο ὡς ὑπαρξιακὸ βίωμα. Ἂν ὅμως ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν τελευταία φάση τῆς ζωῆς, τότε καὶ ἡ ζωὴ ἀποκτᾶ τὸ πλῆρες νόημά της μόνο μὲ τὴ συμπερίληψη τοῦ θανάτου. Ὅταν τὸ νόημα τῆς ζωῆς διατυπώνεται χωρὶς νὰ συμπεριλαμβάνεται ὁ θάνατος, εἶναι ἄτοπο, γιατί ὁ θάνατος, ὡς τελευταία φάση τῆς ζωῆς, καταλύει ὅλο τὸ προηγούμενο νόημά της. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται, ὅταν κατορθώνει νὰ χωρέσει στὴ ζωή του καὶ τὸν θάνατο. Ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ σπουδαιότητα τῆς μελέτης τοῦ θανάτου, ποὺ προβάλλεται ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν ἡ βιολογικὴ ζωὴ ἐκδιπλώνεται ὡς πάλη μὲ τὸν χρόνο, ποὺ τελικῶς τὴν ἀφανίζει, ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ προβάλλει ὡς νίκη ἐναντίον τοῦ χρόνου καὶ ἔνταξη στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἔνταξη στὴν αἰωνιότητα συνδέεται μὲ μία νέα τοποθέτηση καὶ δραστηριοποίηση μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως καὶ γενικότερα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους, ἡ ἄσκηση τοῦ φιλανθρωπικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ πνευματικοὺ ἔργου τους, καὶ γενικότερα ἡ ὅλη παρουσία καὶ δραστηριότητά τους, δὲν ἦταν προϊόντα κοινωνικῆς συμβατικότητας, ἀλλὰ συνέπειες τῆς τοποθετήσεως καὶ τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς τους ὡς ἀληθινῶν Χριστιανῶν. Ἡ ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ ταυτόχρονη ἐπανένταξή τους σὲ αὐτόν, ὡς ἀπώλεια ποὺ ἀντιστοιχεῖ μὲ εὕρεση, ὡς ἀλλοτρίωση ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀνάκτηση, τοὺς ἀνέδειξε πραγματικοὺς φωστῆρες τῆς οἰκουμένης· τοὺς ἀπέδειξε Χριστιανοὺς ὄχι «ὀνόματι», ἀλλὰ «πράγματι».

Ὁ Χριστιανὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποδέχεται τὴν ἀλλοτρίωσή του ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλοτριώνει τὴ ζωή του, ἀλλοτριώνει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του, καὶ ἐντάσσεται σὲ μία νέα πορεία ζωῆς. Ἡ νέα αὐτὴ πορεία εἶναι ἡ πορεία τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἡ μετάνοια, ὡς ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χρόνο τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ποὺ συμπυκνώνεται στὸν λειτουργικὸ χρόνο, ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο «εἰς οἰκείωσιν Θεοῦ ἀπὸ τῆς διὰ τὴν παρακοὴν γενομένης ἀλλοτριώσεως» (14).

Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, διατηρεῖ τὸ νόημα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ μνήμη αὐτὴ παραμένει προσηλωμένος καὶ στὴ δική του θεοειδῆ μορφή, ποὺ ἀμαυρώθηκε μὲ τὴν ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀθέτηση τοῦ θείου θελήματος. Εἰδικότερα βέβαια γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ συγκεκριμενοποιεῖται μὲ τὴ μνήμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ του ἔργου. Καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς μνήμης τοῦ Χριστοῦ συμπυκνώνεται στὴ θεία Εὐχαριστία. Τὸ μυστήριο αὐτό, ὡς μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ, εἶναι μυστήριο τῆς ἀληθινῆς μνήμης του· μνήμης ποὺ δὲν ἐπιστρέφει μόνο στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τὸ μέλλον· μνήμης ποὺ ὑπερβαίνει τελικὰ τὸν χρόνο καὶ προσλαμβάνεται στὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀϊδιότητα τῆς θείας ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας συνδέεται μὲ τὴ μεγαλύτερη συμπύκνωση τοῦ χρόνου μέσα στὸ πλαίσιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ἡ συμπύκνωση αὐτὴ τοῦ χρόνου ἐκφράζεται σαφέστατα στὴ θεία Λειτουργία, ἰδιαίτερα μάλιστα στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ λειτουργικὴ μνήμη δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸ παρελθὸν ἀλλὰ καὶ στὸ μέλλον. Δὲν παρουσιάζεται ὡς ἀνάμνηση αὐτῶν ποὺ ἔγιναν στὸν χαμένο, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία πάντοτε κερδισμένο χρόνο, ἀλλὰ καὶ ὡς πρόγευση αὐτῶν ποὺ ἀναμένονται νὰ συμβοῦν. «Μεμνημένοι οὖν, Δέσποτα, καὶ ἡμεῖς τῶν σωτηρίων αὐτοῦ παθημάτων, τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τῆς τριημέρου ταφῆς, τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου, τῆς ἐκ δεξιῶν σοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καθέδρας, καὶ τῆς ἐνδόξου καὶ φοβερᾶς δευτέρας αὐτοῦ παρουσίας».

Μὲ τὴ λειτουργικὴ αὐτὴ συμπύκνωση τοῦ χρόνου δὲν προσφέρεται κάποια συναισθηματικὴ λύτρωση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸ δεσμευτικὸ ἐπίπεδο τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ ἡ ὑπαρξιακή τους ἀνακαίνιση μὲ ἀναφορὰ στὴν ὑπερβατικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ ἡ ἀναγνώρισή του ὡς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας καθιστᾶ δυνατὴ τὴ σταυρικὴ ἢ συνθετικὴ αὐτὴ θεώρηση καὶ μεταμόρφωση τοῦ χρόνου.

Ὁ Μ. Βασίλειος, στυλοβάτης τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, γνώρισε καὶ ἔζησε στὸν ὑψηλότερο δυνατὸ βαθμὸ τὴν κοινοχρησία ὄχι μόνο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ χρόνου. Ἔδωσε ὄχι μόνο τὰ ὑπάρχοντά του ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του στοὺς ἄλλους. Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν χρόνο ὡς ἀτομική του ἰδιοκτησία, ἀλλὰ ὡς ἀγαθὸ γιὰ κοινὴ χρήση. Ὅταν κρατᾶμε τὸν χρόνο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, χωριζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Χωριζόμαστε ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μαζί μας, δίπλα μας. Ἔτσι περιορίζουμε τὸν δικό μας χρόνο καὶ τὴ δική μας ζωή. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ μοιραζόμαστε τὸν χρόνο μας μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ τὸν θυσιάζουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, νὰ κοινωνοῦμε μαζί τους. Προσφέροντας τὸν χρόνο μας προσφέρουμε τὴ ζωή μας, χωρὶς νὰ παύουμε νὰ ζοῦμε οἱ ἴδιοι. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ζοῦμε διπλὰ τὸν χρόνο καὶ τὴ ζωή μας, γιατί ζοῦμε ταυτόχρονα στὸν χρόνο καὶ στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.



Σημειώσεις:

1. Ἀριστοτέλους, Φυσικὰ 218α.

2. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 5, PG 29, 13B.

3. Μ. Βασιλείου, Κατὰ Εὐνομίου 1, 21, PG 29, 560B.

4. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμὸν 114, 5, PG 29, 492C. Πρβλ. καὶ Δ. Τσάμη, Ἡ πρωτολογία τοῦ Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 32-33.

5. Γέν. 1, 1.

6. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 1, 6, PG 29, 16C-17A.

7. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς Ψαλμὸν 1, 4, PG 29, 220D-21A.

8. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 42, 1, PG 32, 349.

9. Βλ. Ι. Γιανναράκη, «Ὁ παγκόσμιος ἐγκέφαλος τοῦ διαδικτύου», Οἰκονομικὸς Ταχυδρόμος, φ. 52 (2590), 25.12.2003, σ. 21.

10. Ἀποκ. 1, 4.

11. Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἠσαΐαν 119, PG 30, 312A.

12. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 27, 66, PG 32, 192C.

13. Βλ. I. Piquer el Pais, «Τὸ παράδοξο σύμπαν τοῦ Ἀλβέρτου Ἀϊνστάιν». Ἐφημερίδα Καθημερινή, Κυριακὴ 22.12.2002.

14. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 15, 35, PG 32, 128D.

Ὁ Προφήτης Μαλαχίας


 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, τονίζει ὅτι «οἱ ἄγγελοι εἶναι ὑπηρετικὰ πνεύματα, ποὺ δὲν ἐνεργοῦν μὲ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετήσουν ἐκείνους ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή».

Ἕνας τέτοιος ἀπεσταλμένος ἄγγελος, ἐπίγειος ὅμως, ἦταν καὶ ὁ προφήτης Μαλαχίας, ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐ, ἐν Σοφαῖς κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ ἐπέστρεψαν οἱ Ἑβραῖοι στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλῶνας.

Πῆρε τὸ ὄνομα Μαλαχίας -ποὺ ἑλληνικὰ σημαίνει ἄγγελος- γιὰ τρεῖς λόγους:

Πρῶτον, διότι, ὅσα προφήτευε, ἀμέσως τὰ ἐπιβεβαίωνε στὸ λαὸ θεῖος ἄγγελος. Καὶ τὸ παράδοξο ἦταν ὅτι τὸν ἄγγελο δὲν τὸν ἔβλεπαν οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ μόνο οἱ ἄξιοι, τὴν φωνή του, ὅμως, τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἄξιοι καὶ οἱ ἀνάξιοι.

Ὁ δεύτερος λόγος γι᾿ αὐτὴ του τὴν ὀνομασία ἦταν ὅτι ἡ ὅλη σωματική του ἐμφάνιση εἶχε τέλεια ἁρμονία καὶ μεγαλοπρέπεια.

Ὁ τρίτος λόγος καὶ σπουδαιότερος ἦταν ὅτι, ἀπὸ νέος ἀκόμα, ἔκανε ζωὴ ἐνάρετη καὶ ἠθικὰ ἄμεμπτη. Αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε, ὅταν βρέθηκε στὴ θέση νὰ ἐλέγξει καί, πραγματικά, ἤλεγξε μὲ σφοδρότητα τὸν ἴδιο του τὸ λαὸ καὶ τοὺς Ἱερεῖς ἀκόμα τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τὶς ἀνομίες καὶ τὶς ἀσέβειές τους.

Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν προφήτη Μαλαχία νὰ προφητεύσει καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τοῦ ἔργου Του. Ἔτσι, ἡ ζωὴ τοῦ προφήτη μας δείχνει πὼς κάποιος μπορεῖ νὰ γίνει ἐπίγειος ἄγγελος, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης Μαλαχίας πέθανε εἰρηνικά, σχετικῶς νέος, καὶ τάφηκε στὸ τόπο τῶν πατέρων του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς σοφίας ἔμπλεως, τῆς ὑπερσόφου καὶ θείας, Μαλαχία μέγιστε, σὺ πεφυκὼς ὡς Προφήτης, ἄνωθεν, αὐτὸν τὸν ὄντα Θεοῦ σοφίαν, ἔδειξας, τοῖς πᾶσι κάτω ἀναστραφέντα· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, τελοῦντες πίστει τὴν θείαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 
Θείας ἐμφανείας ἀγγελικῆς, κατηξιωμένος, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, ὤφθης προσημάντωρ, τῶν ἱερῶν κριμάτων, Προφῆτα Μαλαχία, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Λεσβία


 


Γεννήθηκε, στὴ Λέσβο μεταξὺ τῶν ἐτῶν 910-913. Οἱ γονεῖς της, Μιχαὴλ καὶ Καλή, ἦταν εὐσεβέστατοι, ἔντιμοι καὶ εὐκατάστατοι. Τὴ στέρηση παιδιοῦ τὴν ἀντιμετώπιζαν «πενθοῦντες καὶ σκυθρωπάζοντες», ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀποκτοῦσαν παιδὶ καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαυαν νὰ προσεύχωνται.

Τέλος, ἡ Παναγία μὲ θεῖο ὄνειρο προειδοποίησε τὴν Καλὴ ὅτι ὄχι μόνο θὰ ἀποκτοῦσε παιδί, ἀλλὰ ὅτι τοῦτο θὰ ξεχώριζε σὲ πλοῦτο χαρισμάτων καὶ ἁγιότητα. Πραγματικά, ἀπόκτησαν κόρη, ποὺ τὴν ὠνόμασαν Θωμαΐδα, ποὺ καθὼς μεγάλωνε ξεχώριζε γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε καὶ τὴν ὀμορφιά της.

Ἂν καὶ δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση γιὰ γάμο ἀλλ᾿ ἀπεναντίας ἐθαύμαζε τὴν μοναστικὴ ζωή, πειθαρχώντας στὴ θέληση καὶ ἐπιθυμία τῶν γονιῶν της, πανδρεύτηκε, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 934-937, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν, κάποιον Στέφανο, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὴν «ἀκάνθινος στέφανος» γιὰ ὅλη τὴν ζωή της.

Ἐνῷ αὐτὴ ἦταν τόσο καλή, τόσο ἐνάρετη, ὥστε τὴν ἤξεραν ὅλοι σὰν ὑπόδειγμα συζύγου, ὑπέφερε φοβερὰ ἀπὸ τὴν βάναυση συμπεριφορὰ τοῦ βαρβάρου συζύγου της, ποὺ καθημερινὰ εὕρισκε εὐκαιρία νὰ τὴν πληγώνει στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ μὲ ξυλοδαρμούς, ῥαπίσματα, κλωτσιὲς ἀκόμα καὶ στὸ στόμα της, νὰ τὴν καίει, νὰ τῆς ἀνοίγει πληγὲς σ᾿ ὅλο της τὸ σῶμα.

Καὶ ἡ Θωμαΐς ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴ τὴν μαρτυρικὴ κατάσταση μὲ τὴν προσευχή, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγαθοεργία. Πολὺ σύντομα ἡ πίστη καὶ ἡ ἁγιότητα τῆς Θωμαΐδος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ τῆς ἔδωκε τὴν χάρη νὰ κάνει καὶ θαύματα, ὅταν ζητοῦσε μὲ τὶς θερμὲς προσευχὲς της τὴν βοήθειά Του γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν.
Ἔπειτα ἀπὸ δέκα τριῶν ἐτῶν μαρτυρικὴς συζυγικὴς ζωής, ἀπέθανε ἡ Θωμαΐς σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὰς θλίψεις τοῦ βίου σου, ὡς ἠροσφορᾶν λογικήν, Χριστῷ προσενένκασα, τὴν τῶν θαυμάτων ἰσχύν, Ὁσία, ἀντείληφας. Ὅθεν ὡς συζυγίας, ὑποτύπωσιν θείαν, μέλπομεν Θωμαΐς σὲ καὶ πιστῶς σοὶ βοῶμεν Χαῖρε τῆς νήσου Λέσβου, σεμνὸν ἐγκαλλώπισμα.

Ὁ Ἅγιος Γόρδιος




Ὁ Ἅγιος Γόρδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν διακεκριμένος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου, ὁ ὁποῖος τὸ 314 ἦλθε σὲ πόλεμο μετὰ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντῖνος ἔδειχνε φανερὴ συμπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ὁ Λικίνιος ἀποφάσισε νὰ περιποιηθεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ τοὺς κινήσει κάποια μέρα ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του. Γι᾿ αὐτό, ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Αὐλὴ καὶ τὸ στρατό, ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ διέταξε νὰ κλείσουν καὶ νὰ γκρεμισθοῦν πολλὲς ἐκκλησίες. Ἐπέβαλε μάλιστα, αὐστηρὲς ποινὲς σ᾿ ὅλους ὅσους ἀντιστέκονταν.

Τότε λοιπὸν ἀπομακρύνθηκε καὶ ὁ Γόρδιος ἀπὸ τὸ στρατό. Ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος, ὅπου περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ προσευχή, μελέτη καὶ σωματικὴ ἐργασία. Ἀλλ᾿ οἱ πληροφορίες ποὺ ἔπαιρνε ἦταν, ὅτι ὁ Λικίνιος ἐπέμενε στὶς σκληρὲς διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν.

Κατέβηκε λοιπὸν μία νύχτα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ φωνάξει ἐναντίον τῆς ἀδικίας καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Νὰ στιγματίσει τὴν διαγωγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἔκανε τόσο ἀνίερη κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του ἐναντίον ὄχι μόνο τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱερότατου δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι λοιπόν, κάποια μέρα ποὺ ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ἦταν μαζεμένοι στὸ θέατρο, ὁ Γόρδιος ἔκανε πράξη ὅλα τὰ παραπάνω, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλισθεῖ ἐπὶ τόπου.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένος, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Οἱ σοὶ ἱδρῶτες ἔνδοξε, τὴν πᾶσαν γῆν κατήρδευσαν, καὶ τοῖς τιμίοις σου αἵμασι Γόρδιε, τὸν κόσμον ἅπαντα εὔφρανας· ταῖς εὐχαῖς σου θεόφρον, σῶσον πάντας τοὺς πίστει σε ἀναμέλποντας, καὶ τιμῶντας ἀξίως, πανεύφημε ὡς πολύαθλον.

Μεγαλυνάριον Ἔλιπες στρατείαν τὴν ὑλικήν, καὶ τῇ οὐρανίῳ, πανοπλίᾳ ὀχυρωθεὶς, τὰς ἀντικειμένας, καθεῖλες παρατάξεις, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, ἔνδοξε Γόρδιε.

Συναξαριστής της 3ης Ιανουαρίου

Ὁ Προφήτης Μαλαχίας
 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, τονίζει ὅτι «οἱ ἄγγελοι εἶναι ὑπηρετικὰ πνεύματα, ποὺ δὲν ἐνεργοῦν μὲ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετήσουν ἐκείνους ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή».

Ἕνας τέτοιος ἀπεσταλμένος ἄγγελος, ἐπίγειος ὅμως, ἦταν καὶ ὁ προφήτης Μαλαχίας, ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐ, ἐν Σοφαῖς κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ ἐπέστρεψαν οἱ Ἑβραῖοι στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλῶνας.

Πῆρε τὸ ὄνομα Μαλαχίας -ποὺ ἑλληνικὰ σημαίνει ἄγγελος- γιὰ τρεῖς λόγους:

Πρῶτον, διότι, ὅσα προφήτευε, ἀμέσως τὰ ἐπιβεβαίωνε στὸ λαὸ θεῖος ἄγγελος. Καὶ τὸ παράδοξο ἦταν ὅτι τὸν ἄγγελο δὲν τὸν ἔβλεπαν οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ μόνο οἱ ἄξιοι, τὴν φωνή του, ὅμως, τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἄξιοι καὶ οἱ ἀνάξιοι.

Ὁ δεύτερος λόγος γι᾿ αὐτὴ του τὴν ὀνομασία ἦταν ὅτι ἡ ὅλη σωματική του ἐμφάνιση εἶχε τέλεια ἁρμονία καὶ μεγαλοπρέπεια.

Ὁ τρίτος λόγος καὶ σπουδαιότερος ἦταν ὅτι, ἀπὸ νέος ἀκόμα, ἔκανε ζωὴ ἐνάρετη καὶ ἠθικὰ ἄμεμπτη. Αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε, ὅταν βρέθηκε στὴ θέση νὰ ἐλέγξει καί, πραγματικά, ἤλεγξε μὲ σφοδρότητα τὸν ἴδιο του τὸ λαὸ καὶ τοὺς Ἱερεῖς ἀκόμα τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τὶς ἀνομίες καὶ τὶς ἀσέβειές τους.

Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν προφήτη Μαλαχία νὰ προφητεύσει καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τοῦ ἔργου Του. Ἔτσι, ἡ ζωὴ τοῦ προφήτη μας δείχνει πὼς κάποιος μπορεῖ νὰ γίνει ἐπίγειος ἄγγελος, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης Μαλαχίας πέθανε εἰρηνικά, σχετικῶς νέος, καὶ τάφηκε στὸ τόπο τῶν πατέρων του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς σοφίας ἔμπλεως, τῆς ὑπερσόφου καὶ θείας, Μαλαχία μέγιστε, σὺ πεφυκὼς ὡς Προφήτης, ἄνωθεν, αὐτὸν τὸν ὄντα Θεοῦ σοφίαν, ἔδειξας, τοῖς πᾶσι κάτω ἀναστραφέντα· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, τελοῦντες πίστει τὴν θείαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 
Θείας ἐμφανείας ἀγγελικῆς, κατηξιωμένος, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, ὤφθης προσημάντωρ, τῶν ἱερῶν κριμάτων, Προφῆτα Μαλαχία, Ἀγγέλων σύσκηνε.

 
Ὁ Ἅγιος Γόρδιος
 


Ὁ Ἅγιος Γόρδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν διακεκριμένος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου, ὁ ὁποῖος τὸ 314 ἦλθε σὲ πόλεμο μετὰ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντῖνος ἔδειχνε φανερὴ συμπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ὁ Λικίνιος ἀποφάσισε νὰ περιποιηθεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ τοὺς κινήσει κάποια μέρα ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του. Γι᾿ αὐτό, ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Αὐλὴ καὶ τὸ στρατό, ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ διέταξε νὰ κλείσουν καὶ νὰ γκρεμισθοῦν πολλὲς ἐκκλησίες. Ἐπέβαλε μάλιστα, αὐστηρὲς ποινὲς σ᾿ ὅλους ὅσους ἀντιστέκονταν.

Τότε λοιπὸν ἀπομακρύνθηκε καὶ ὁ Γόρδιος ἀπὸ τὸ στρατό. Ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος, ὅπου περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ προσευχή, μελέτη καὶ σωματικὴ ἐργασία. Ἀλλ᾿ οἱ πληροφορίες ποὺ ἔπαιρνε ἦταν, ὅτι ὁ Λικίνιος ἐπέμενε στὶς σκληρὲς διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν.

Κατέβηκε λοιπὸν μία νύχτα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ φωνάξει ἐναντίον τῆς ἀδικίας καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Νὰ στιγματίσει τὴν διαγωγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἔκανε τόσο ἀνίερη κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του ἐναντίον ὄχι μόνο τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱερότατου δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι λοιπόν, κάποια μέρα ποὺ ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ἦταν μαζεμένοι στὸ θέατρο, ὁ Γόρδιος ἔκανε πράξη ὅλα τὰ παραπάνω, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλισθεῖ ἐπὶ τόπου.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένος, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Οἱ σοὶ ἱδρῶτες ἔνδοξε, τὴν πᾶσαν γῆν κατήρδευσαν, καὶ τοῖς τιμίοις σου αἵμασι Γόρδιε, τὸν κόσμον ἅπαντα εὔφρανας· ταῖς εὐχαῖς σου θεόφρον, σῶσον πάντας τοὺς πίστει σε ἀναμέλποντας, καὶ τιμῶντας ἀξίως, πανεύφημε ὡς πολύαθλον.

Μεγαλυνάριον Ἔλιπες στρατείαν τὴν ὑλικήν, καὶ τῇ οὐρανίῳ, πανοπλίᾳ ὀχυρωθεὶς, τὰς ἀντικειμένας, καθεῖλες παρατάξεις, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, ἔνδοξε Γόρδιε.

 
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ σημειοφόρος ὁ ἐν Ἁγίῳ Ζαχαρίᾳ Ἀτρώας

Ὁ Πέτρος αὐτὸς ἦταν ἀσκητὴς στὰ ἀνατολικὰ μέρη τῆς Προποντίδας, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ Ἀτρώα.
Δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν Ἅγιο Πέτρο τὸν σημειοφόρο τὸν ἐπίσκοπο Ἄργους.

 
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μήτηρ καὶ τὰ δυὸ Τέκνα
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Θαυματουργός

Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 361 Coislin φ. 88.
Αὐτὸς ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Λάτρος καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους ἵδρυσε τὴν Λαύρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μυρσινῶνος.

 
Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Λεσβία
 


Γεννήθηκε, στὴ Λέσβο μεταξὺ τῶν ἐτῶν 910-913. Οἱ γονεῖς της, Μιχαὴλ καὶ Καλή, ἦταν εὐσεβέστατοι, ἔντιμοι καὶ εὐκατάστατοι. Τὴ στέρηση παιδιοῦ τὴν ἀντιμετώπιζαν «πενθοῦντες καὶ σκυθρωπάζοντες», ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀποκτοῦσαν παιδὶ καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαυαν νὰ προσεύχωνται.

Τέλος, ἡ Παναγία μὲ θεῖο ὄνειρο προειδοποίησε τὴν Καλὴ ὅτι ὄχι μόνο θὰ ἀποκτοῦσε παιδί, ἀλλὰ ὅτι τοῦτο θὰ ξεχώριζε σὲ πλοῦτο χαρισμάτων καὶ ἁγιότητα. Πραγματικά, ἀπόκτησαν κόρη, ποὺ τὴν ὠνόμασαν Θωμαΐδα, ποὺ καθὼς μεγάλωνε ξεχώριζε γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε καὶ τὴν ὀμορφιά της.

Ἂν καὶ δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση γιὰ γάμο ἀλλ᾿ ἀπεναντίας ἐθαύμαζε τὴν μοναστικὴ ζωή, πειθαρχώντας στὴ θέληση καὶ ἐπιθυμία τῶν γονιῶν της, πανδρεύτηκε, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 934-937, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν, κάποιον Στέφανο, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὴν «ἀκάνθινος στέφανος» γιὰ ὅλη τὴν ζωή της.

Ἐνῷ αὐτὴ ἦταν τόσο καλή, τόσο ἐνάρετη, ὥστε τὴν ἤξεραν ὅλοι σὰν ὑπόδειγμα συζύγου, ὑπέφερε φοβερὰ ἀπὸ τὴν βάναυση συμπεριφορὰ τοῦ βαρβάρου συζύγου της, ποὺ καθημερινὰ εὕρισκε εὐκαιρία νὰ τὴν πληγώνει στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ μὲ ξυλοδαρμούς, ῥαπίσματα, κλωτσιὲς ἀκόμα καὶ στὸ στόμα της, νὰ τὴν καίει, νὰ τῆς ἀνοίγει πληγὲς σ᾿ ὅλο της τὸ σῶμα.

Καὶ ἡ Θωμαΐς ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴ τὴν μαρτυρικὴ κατάσταση μὲ τὴν προσευχή, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγαθοεργία. Πολὺ σύντομα ἡ πίστη καὶ ἡ ἁγιότητα τῆς Θωμαΐδος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ τῆς ἔδωκε τὴν χάρη νὰ κάνει καὶ θαύματα, ὅταν ζητοῦσε μὲ τὶς θερμὲς προσευχὲς της τὴν βοήθειά Του γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν.
Ἔπειτα ἀπὸ δέκα τριῶν ἐτῶν μαρτυρικὴς συζυγικὴς ζωής, ἀπέθανε ἡ Θωμαΐς σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὰς θλίψεις τοῦ βίου σου, ὡς ἠροσφορᾶν λογικήν, Χριστῷ προσενένκασα, τὴν τῶν θαυμάτων ἰσχύν, Ὁσία, ἀντείληφας. Ὅθεν ὡς συζυγίας, ὑποτύπωσιν θείαν, μέλπομεν Θωμαΐς σὲ καὶ πιστῶς σοὶ βοῶμεν Χαῖρε τῆς νήσου Λέσβου, σεμνὸν ἐγκαλλώπισμα.

 
Ἡ Ἁγία Γενεβιέβη τῶν Παρισίων

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

ΚΑΛΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ


                                                        
ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΝΑ 14ΧΡΟΝΟ ΠΑΙΔΙ ΚΤΥΠΗΣΕ ΤΟ ΣΙΔΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ ΜΟΥ...
ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ, ΑΛΛΑ ΕΙΠΑ: ΑΣ ΒΓΩ ΝΑ ΔΩ ΤΙ ΘΕΛΕΙ...
---  ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ; ΤΟΥ ΛΕΩ...
---  ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΒΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΠΑΪΣΙΟΥ; ΜΕ ΡΩΤΑΕΙ...
ΘΕΛΩ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ...
---  ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΒΙ, ΑΛΛΑ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΤΩΡΑ, ΠΗΓΕ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΙ ΤΣΙΓΑΡΑ...
--- ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΣΤΕΙΛΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΝΑ ΤΟΥ ΨΩΝΙΣΕΙ, ΑΠΑΝΤΗΣΕ Ο ΝΕΑΡΟΣ ΜΕ ΚΑΛΟ ΛΟΓΙΣΜΟ...
--- ΜΗ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ, ΘΑ ΑΡΓΗΣΕΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ, ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΤΟΥ...

ΦΥΓΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΑΙ ΕΛΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΜΗ ΣΕ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΙ...
ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΑΦΗΣΕ ΜΟΝΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΞΕΡΩ ΤΙ ΩΡΑ ΘΑ ΕΡΘΕΙ...
ΑΝ ΑΡΓΗΣΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΘΑ ΦΥΓΩ ΚΑΙ ΕΓΩ, ΤΟΥ ΛΕΩ...
---  ΜΕ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΛΟΓΙΣΜΟ ΠΑΛΙ ΛΕΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ:
ΤΟΝ ΚΟΥΡΑΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ...
--- ΤΙ ΤΟΝ ΘΕΛΕΙΣ; ΤΟΝ ΡΩΤΑΩ...
---  ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΡΩ...
--- ΤΙ ΕΥΧΗ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΜΕΝΟΣ, ΕΓΩ ΤΟΝ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ...
ΜΗ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΑΔΙΚΑ ΓΙΑΤΙ ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΙΑΣΜΕΝΟΣ, ΠΙΝΕΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΙΟΛΑΣ...
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΛΟ ΛΟΓΙΣΜΟ ΟΜΩΣ ΕΒΑΖΕ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΔΕΧΘΕΙ ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΜΟΥ...
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΑ!!!
ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΙΔΑ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ..


                                                                             ΓΈΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟΥ

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος: Ο φόβος του Θεού είναι ένας άγιος φόβος.



Ο φόβος του Θεού, κατά τον όσιο Εφραίμ, είναι «φυλακτήριον ψυχής», είναι «κυβερνήτης ψυχής», είναι «παιδευτήριον ψυχής». « χων φόβον Θεο οκμεριμν· νήφει γάρ πάντοτε». Δηλαδή όποιος ολόθερμα ευλαβείται και αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορος στο μέγα θέμα της σωτηρίας. Βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση εγρήγορσης.
Αντίθετα, « μή χων τόν φόβον το Θεο ν αυτ τοιοτος εάλωτος στι τος το διαβόλου επιχειρήμασιν… Μετεωρίζεται· διαφορε· καθεύδειμερίμνως». Δίχως φόβο Θεού, εύκολα ο άνθρωπος πέφτει στις πλεκτάνες του διαβόλου… «Κτσαι φόβον Θεοπως καί ο δαίμονες φοβηθήσονταί σε».

Άγιος τούτος ο φόβος. Είναι φόβος θείος και ιερός. Είναι υπερφυσικό δώρο της θείας Χάριτος. Είναι ενδεικτικό παρουσίας του Αγίου Πνεύμαοτς. Είναι φόβος άφοβος, γιατί δε φοβάται τον εχθρό. Όπου «φόβος Θεού», εκεί και η παρουσία του Θεού· και όπου η παρουσία του Θεού, εκεί και η απουσία του διαβόλου και κάθε κακού.
«Μακάριος  εί χων ν αυτ μνήμην Θεο». Όσο ψυχοζημιογόνος είναι η «λήθη», τόσο ωφέλιμη και προστατευτική είναι η «μνήμη Θεού». Αλλά «μνήμη Θεού» δεν μπορεί να υπάρξει δίχως αδιάλειπτη προσευχή. Αυτή μονάχα είναι «όπλον κατά του διαβόλου».
το βρήκαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...