Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2014

Μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό;



Να τον γνωρίσουμε; Και τι να γνωρίσουμε από το Θεό; Την ουσία, τη φύση, την τελειότητά του; Αδύνατο. Ως προς τούτο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «Ἄπειρον τό θεῖον καί ἀκατάληπτον· καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία». Δηλαδή· άπειρος είναι ο Θεός και παντέλειος και σε εμάς τους ατελείς και πεπερασμένους ανθρώπους ακατάληπτος. Τούτο μόνο μπορούμε ως προς το Θεό να εννοήσουμε· ότι ακριβώς είναι άπειρος και ακατάληπτος και ο νους μας ως εκεί είναι αδύνατο να φθάσει. Και αλήθεια, πώς να φθάσει; Και πώς να τον γνωρίσουμε το Θεό; Πώς να εισέλθουμε εμείς στα βάθη της ουσίας του και να ερευνήσουμε τη φύση, τη σύσταση και υπόστασή του; Αδύνατο. Και είναι αδύνατο, διότι ο Θεός είναι ουσία και φύση νοερά και εμείς άνθρωποι σαρκικοί και γήινοι. Ο Θεός είναι άπειρος και εμείς πεπερασμένοι. Ο Θεός είναι τέλειος και εμείς ατελείς. Ο Θεός είναι ο δημιουργός μας και εμείς τα δημιουργήματά του. 

Πώς, λοιπόν, να χωρέσει το άπειρο στο πεπερασμένο και να γνωρίσει το ατελές το τέλειο, το δημιούργημα το δημιουργό του; «Ὁ Θεός ἡμῶν ἀπρόσιτος καί τῷ νῷ ἡμῶν ἀχώρητος». Ούτε να τον πλησιάσουμε τόσο κοντά μπορούμε, για να τον γνωρίσουμε στην εντέλεια, ούτε ο μικρός και στενός και περιορισμένος νους μας μπορεί να χωρέσει τον άπειρο και παντέλειο Θεό. Αυτό εννοεί και η Αγία Γραφή, όταν λέγει· «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ιωάν. α΄ 18) και ότι το Θεό «εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α’ Τιμόθ. στ΄ 16) (1). Είπε και ο ίδιος ο Θεός στον προφήτη Μωυσή που ζήτησε να δει το Θεό· «οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Εξόδ. λγ΄ 20). Δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου. Διότι δεν θα μπορέσει να ζήσει άνθρωπος, που θα αντικρύσει το πρόσωπό μου. Δεν μπορούμε, λοιπόν, οι άνθρωποι να γνωρίσουμε το Θεό, καθό μικροί και πεπερασμένοι και ατελείς. Και το πιο σημαντικό, καθό αμαρτωλοί εμείς και εκείνος άγιος. 

 

Ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μεγάλος ποιητός, μουσικός και θεολόγος

Άγνωστος λοιπόν σε εμάς ο Θεός. Άγνωστος και στους Αγγέλους. Και σε ποιον είναι γνωστός; Είναι γνωστός στο μονογενή του Υιό, ο οποίος γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από αυτή την ουσία του Πατρός. Το λέγει σαφώς η Αγία Γραφή· «Θεὸν οὐδεὶς (από τους ανθρώπους) ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ιωάν. α΄  18). Το Θεό κανείς άνθρωπος δεν τον είδε ποτέ. Ο μονογενής Υιός του που είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του, εκείνος μας τον φανέρωσε και μας μίλησε για το Θεό. Και «οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι» (Ματθ. ια΄ 27). Κανείς άλλος δε γνωρίζει καλά τον Υιό του Θεού παρά μόνο ο Πατήρ, και τον Πατέρα πάλι κανείς δεν τον γνωρίζει στην εντέλεια παρά ο Υιός, και από τους ανθρώπους εκείνος, στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να τον φανερώσει και όσο πρέπει θα τον φανερώσει. 

Ακόμη και το Πνεύμα το Άγιο, σαν Θεός που είναι και αυτό, γνωρίζει το Θεό, διότι λέγει· «τό Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορινθ. β΄ 10). Λέγει και ο Μέγας Βασίλειος, ότι η ουσία του Θεού είναι «παντί ἀπερίοπτος», σε όλους ακατάληπτη και απρόσιτη (απλησίαστη) «καί ὑπερβαίνει ἡ κατάληψις αὐτῆς», ξεπερνά η κατανόησή της «οὐκ ἀνθρώπους μόνον, ἀλλά καί πᾶσαν λογικήν φύσιν», όπως είναι οι Άγγελοι και όλα τα ουράνια πνεύματα, «Υιῷ δέ μόνον γνωστός ὁ Πατήρ καί Ἁγίῳ Πνεύματι». Μόνο στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα είναι γνωστός ο Πατήρ. Δεν μπορούμε, λοιπόν, οι άνθρωποι να γνωρίσουμε το Θεό, τη φύση, την ουσία του, την εσωτερική ζωή του Θεού. 

Εδώ, για να καταλάβουμε καλά το πράγμα, πρέπει να αναφέρουμε το παράδειγμα του αρχαίου φιλοσόφου Ιέρωνος. Τον κάλεσε, λέγει, ο βασιλιάς των Συρακουσών και του είπε· θέλω να μου πεις τι είναι ο Θεός. Ο φιλόσοφος του απάντησε. Δος μου τρις μέρες προθεσμία να σκεφθώ. Ο βασιλιάς του δίνει. Όταν σε τρεις μέρες παρουσιάσθηκε, λέγει στο βασιλιά. Θέλω άλλες τρεις μέρες. Και έπειτα άλλες τρεις και άλλες τρεις. Ο βασιλιάς απόρησε και τον ρωτά· γιατί τόσες αναβολές; Και ο Ιέρων του λέγει: Όσο περισσότερο σκέπτομαι τι είναι ο Θεός, τόσο πιο σκοτεινό μου φαίνεται το ζήτημα και τόσο πιο δύσκολη η απάντηση.

Μέγας Αντώνιος, ο Καθηγητής της Ερήμου: ένας απλός ερημίτης, χωρίς κανένα εκκλησιασικό "αξίωμα", αλλά σοφός και θαυματουργός διδάσκαλος. Η εικόνα είναι έργο φυλακισμένου Αμερικανού που μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία και έγινε μοναχός μέσα στη φυλακή (από εδώ). Όποιος είναι χριστιανός, ας προσευχηθεί γι' αυτόν, παρακαλώ.

Και όμως μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό, αφού ο Θεός «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» (Πράξ. ιδ΄ 17). Δεν άφησε τον εαυτό του τελείως άγνωστο και κρυμμένο. Μας είναι αδύνατο να έχουμε βέβαια τέλεια γνώση του Θεού. Δεν έχουμε όμως και παντελή άγνοια του Θεού και αφού ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του σε εμάς και με τη φύση και τα έργα της δημιουργίας του, και με την εσωτερική μαρτυρία της ψυχής μας. Ακόμη με το νόμο που μας έδωσε, και με τον Υιό του που μας απέστειλε. Λαμβάνουμε δε τόση γνώση, όση χωρεί η φύση μας, όσο παίρνει το μικρό μυαλό μας. Και όση μας χρειάζεται για τη θρησκευτική μας μόρφωση και κατάρτιση. Και όση μας προσφέρει ο Θεός με τη θεία του Αποκάλυψη. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας, μολονότι τονίζουν το αδύνατο να γνωρίσουμε το Θεό, αναφέρουν το αδύνατο αυτής της γνώσεως στην ουσία του Θεού, στα βάθη, στο τι είναι ακριβώς ο Θεός στην εσωτερική του φύση και Θεότητα. Και μας λέγουν, ότι από τις θείες ενέργειες μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό.
«Ἡμεῖς δέ, λέγει ο Μ. Βασίλειος, ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν (από τις ενέργειές του, από όσα κάνει για το καλό και τη σωτηρία μας, από αυτά) γνωρίζομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα» (στην ουσία του όμως δε λέμε πως μπορούμε να τον πλησιάσουμε) Γιατί; Διότι «αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Οι πράξεις και τα έργα του φθάνουν έως εμάς και τις βλέπουμε. Η ουσία του όμως μένει μυστηριώδης και απλησίαστος. Μερική γνώση του Θεού μπορούμε να λάβουμε, και τη λαμβάνουμε από τις θείες ιδιότητες και ενέργειές του, από την πρόνοια και φροντίδα που φθάνουν έως εμάς και με τις οποίες δείχνει ο Ύψιστος το ενδιαφέρον του για το καλό και την πρόοδο τη δική μας (2).
Και τούτο το διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, λέγοντας· ότι η ψυχή «ὅτε πάντα τόν ἐπιχυθέντα ρύπον τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑαυτῆς ἀποτίθεται (όταν πετάξει η ψυχή από επάνω της όλη τη λέρα της αμαρτωλής ζωής της) καί μόνο τό «κατ’ εἰκόνα» καθαρόν φυλάττῃ… ὡς ἐν κατόπτρῳ θεωρεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Πατρός, τόν Λόγον, καί ἐν αὐτῷ τόν Πατέρα», λέγει ο Μέγας Αθανάσιος. Ο άνθρωπος που διατηρεί αγνή και καθαρή την ψυχή του, είναι σαν να έχει εμπρός του καθρέπτη και βλέπει μέσα σε αυτόν το Θεό, και τον Πατέρα και τον Υιό.
Και ο Γρηγόριος ο Νύσσης τα ίδια διδάσκει και θεολογεί: «Ὁ πάσης τῆς κτίσεως καί ἐμπαθοῦς διαθέσεως τήν ἑαυτοῦ καρδίαν ἀποκαθάρας, ἐν τῷ ἰδίῳ κάλλει τῆς θείας φύσεως καθορᾷ τήν εἰκόνα», επειδή «τῆς ἰδίας φύσεως ἀγαθῶν ὁ Θεός ἐνετύπωσε», τῇ ἀνθρωπίνῃ «κατασκευῇ τά τιμήματα, οἷόν τινά κηρόν σχήματι γλυφῆς προτυπώσας». «Ἡ θεότης δέ ἐστί καθαρότης, ἀπάθεια καί κακοῦ παντός ἀλλοτρίωσις. Εἰ οὖν ταῦτα ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐστί, Θεός πάντως»· ἐν αὐτῷ ἐστί «καί ἡ καθαρότης, ὁ ἀγιασμός, ἡ ἁπλότης, πάντα τοιαῦτα τα φωτοειδῆ τῆς θείας φύσεως ἀπαυγάσματα, δι’ ὧν Θεός ὁρᾶται». Με απλά λόγια· Άνθρωπε, όσο η αμαρτία σκοτίζει την ψυχή σου, και εκείνα του Θεού τα μυστικά, που θα μπορούσες να τα γνωρίσεις από φυσικού σου, σου μένουν κρυφά και άγνωστα. Μόνο δε αν καθαρίσεις τον εαυτό σου από αμαρτωλά αισθήματα και πάθη, μόνο τότε σου ανοίγεται ο δρόμος και η θύρα της γνώσεως του Θεού, και κατά τη δύναμη του νου σου και ανάλογα προς το φωτισμό που παίρνεις από το Άγιο Πνεύμα πλησιάζεις το Θεό και γνωρίζεις τα απαραίτητα από όσα κάνει ο Θεός για τη σωτηρία σου.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σύγχρονος μεγάλος άγιος δάσκαλος της Ορθοδοξίας (απόεδώ)

Ονόματα του Θεού

Έχει ονόματα ο Θεός με τα οποία πρέπει να τον ονομάζουμε και να τον προσφωνούμε; Έχει. Και τέτοια ονόματα χαρακτηριστικά του Θεού αναφέρει η Αγία γραφή. Έτσι τον ονομάζει «Πνεύμα», «Πνεῦμα ὁ Θεός». Τον λέγει «Αγάπη», «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής του. Τον αποκαλεί «Φως». «Ὁ Θεός φῶς ἐστί»· ο Θεός «φῶς οἰκεῖ ἀπρόσιτον», όπως λέγει ο Απόστολός του. Αλλά και ο ίδιος ο Θεός έδωσε όνομα στον εαυτό του. Το όνομα αυτό είναι το «ὁ Ὤν». Όταν έστειλε τον προφήτη Μωυσή στο Φαραώ και τους Αιγυπτίους, για να ελευθερώσει τους Εβραίους από την τυραννία τους, είπε ο Μωυσής στο Θεό. Και αν με ρωτήσουν ποιος σε έστειλε γι’ αυτόν τον σκοπό, τι θα τους απαντήσω; Και ο Θεός του είπε· θα τους πεις «ὁ Ὤν ἀπέσταλκέ με» (Εξόδ. γ΄ 12, 15). Και επειδή ο ίδιος ο Θεός έδωσε στον εαυτό του το όνομα τούτο, γι’ αυτό και γύρω από την κεφαλή του Παντοκράτορος Κυρίου στις εικόνες της Εκκλησίας μας είναι γραμμένο το τρισγράμματο αυτό όνομα: «ὁ Ὤν».

α) «Ὁ Ὤν»

Και τι θα πει «ὁ Ὤν»; Θα πει ο υπάρχων. Εκείνος που υπάρχει, όχι σαν να τον έφτιαξε κάποιος άλλος, αλλ’ υπάρχει από τον εαυτό του, που πάντοτε, αχρόνως, προαιωνίως και αϊδίως υπάρχει, εκείνος που υπάρχει, χωρίς να έχει αρχή ούτε και τέλος. Αυτό θα πει και το «αΐδιος»: πάντοτε, αενάως, ο ίδιος και απαράλλακτος, χωρίς ποτέ να μεταβάλλεται και να αλλάζει. Όπως τον λέγει και στη θεία του Λειτουργία ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· «ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν». Και αυτό το όνομα ταιριάζει μάλλον στο Θεό, αυτό «παρουσιάζεται μᾶλλόν πως τῆς θείας οὐσίας ὄνομα». «Ὁ Ὤν» θα πει: εγώ είμαι που πάντοτε υπάρχω. Γι’ αυτό και όταν κάνει την απόλυση ο ιερέας στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας, έτσι αρχίζει: «Ὁ Ὤν, εὐλογητός Θεός ἡμῶν».

β) Ο Θεός ονομάζεται Πνεύμα

Όπως είπε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα. Και τούτο πάλι τι θα πει; Ότι ο Θεός δεν είναι Ον υλικό με σώμα και μάτια και χέρια, όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι, αλλ’ είναι Πνεύμα, το Πνεύμα, το απόλυτο, το άυλο, το άπειρο, το άχρονο και υπερτέλειο Πνεύμα, πρόσωπο πέρα ως πέρα πνευματικό, που ούτε τα μάτια μας, ούτε η σκέψη μας μπορούν να το συλλάβουν και εννοήσουν. Και παρουσιάζει μεν η Γραφή το Θεό με μάτια και χέρια και αυτιά και πόδια, αλλ’ αυτές είναι εκφράσεις ανθρώπινες, και θέλει με αυτές να μας δηλώσει τις ενέργειες του Θεού για εμάς τους ανθρώπους.

γ) Ο Θεός ονομάζεται αγάπη

Τούτο είναι το πιο συγκινητικό όνομα και ιδίωμα του Θεού. Και τούτο θέλει να πει, πως ο Θεός είναι προσωπικός Θεός, διότι μόνο το πρόσωπο αγαπά και σκορπίζει αγάπη και ευσπλαχνία. Ο Θεός, λοιπόν, είναι όλος αγάπη. Γνωρίζει μόνο να αγαπά. Να αγαπά και να μη μισεί. Να αγαπά και να μην εκδικείται, όσο κακοί και βλάσφημοι και υβριστές της θείας του Μεγαλοσύνης είναι οι άνθρωποι. Να αγαπά και να ευλογεί, να ευεργετεί, να συγχωρεί, να σώζει από κάθε κακό, από κάθε κίνδυνο και τους χειρότερους ανθρώπους. Αυτό θα πει, ο Θεός είναι αγάπη. Και έπειτα «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ», όπως λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής του. Ο Θεός αγάπη. Και η Θρησκεία του θρησκεία της αγάπης. Και η Εκκλησία του Εκκλησία αγάπης. Και η βασιλεία του βασιλεία αγάπης. Και τούτο πάλι σημαίνει, ότι όποιος είναι του Θεού και ανήκει στην Εκκλησία του Θεού και ακολουθεί τη θρησκεία του Θεού και εμπνέεται από το Ευαγγέλιο του Υιού του Θεού είναι και αυτός αγάπη, γεμάτος αγάπη και σκορπίζει προς όλους την αγάπη με τα έργα της αγάπης και φιλανθρωπίας, της συγγνώμης, της ευεργεσίας.
Η "Μαρία η Ψηλή", μια σύγχρονη αγία με βαριά αναπηρία (κλικ εδώ)

δ) Ο Θεός ονομάζεται Φως

Και τούτο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης το αποκαλύπτει και λέγει· «ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α΄ Ιωάν. α΄ 5). Ο Θεός είναι φως, άκτιστο φως, «φῶς νοερόν τούς τῆς ψυχῆς ἡμῶν ὀφθαλμούς εἰς τήν ἀντίληψιν αὐτοῦ ἀνακινοῦν» και «φῶς τῶν κεκαθαρμένων διανοιῶν, οὐχί τῶν σωματικῶν τούτων ὀφθαλμῶν», όπως λέγει ο ιερός Αυγουστίνος. Φως πνευματικό, το οποίο ανοίγει και φωτίζει τα μάτια της ψυχής στο να τον αντιλαμβανόμαστε και κατά κάποιον τρόπο να τον βλέπουμε. Είναι φως των καθαρισμένων διανοιών και όχι των σωματικών μας οφθαλμών. Φως νοερό και άγιο. Μπορούμε να το δούμε τούτο το φως; Αδύνατο. Μία ακτίνα είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ και έπεσαν κάτω από τη λάμψη του. Πώς να ατενίσουμε εμείς τούτο το φως της θεότητας, άνθρωποι γήινοι και σαρκικοί, δηλαδή χωματένιοι και αμαρτωλοί όντες; Είναι απρόσιτο και απροσπέλαστο. Πάντως ο Θεός είναι φως, «ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». ["Νεκρός": οι άγιοι και πολλοί απλοί άνθρωποι με καθαρή καρδιά το βλέπουν. Σχετικές καταχωρίσεις εδώ]
«Πνεύμα ο Θεός» – «Αγάπη ο Θεός» – «Φως ο Θεός». Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, αλλά και λαμπρά και ένδοξα ονόματα του Θεού ο θεολογικότατος ευαγγελιστής Ιωάννης μας τα δίδει. Και μας τα δίδει σαν ένα προνόμιο και πνευματικό κεφάλαιο σε εμάς τους ανθρώπους. Και να θεολογούμε κάπως και εμείς και να εισχωρούμε, έστω και λίγο, στα ασύλληπτα μεγαλεία του Θεού μας. Και έτσι να καταλαβαίνουμε την ύψιστη τιμή που μας γίνεται να ανήκουμε στο Θεό, που είναι Πνεύμα και αγάπη και φως. Και μόνο αυτό; Το ουσιαστικότερο. Να γνωρίζουμε καλά το Θεό μας και ενούμενοι και εμείς μαζί του να επιτυγχάνουμε τη θέωσή μας. Και θέωσή μας είναι να γινόμαστε και εμείς εν τω Θεώ και διά του Θεού πνεύμα και αγάπη και φως. Άνθρωποι δηλαδή πνευματικοί και φωτεινοί, που μεταδίδουν και στους άλλους ανθρώπους πνεύμα και αγάπη και φως.

Στο επόμενο για τις ιδιότητες του Θεού
______________________________________________
(1) Το ίδιο έλεγε και ο σοφός Σολομών· «τίς γὰρ ἄνθρωπος γνώσεται βουλὴν Θεοῦ; ἢ τίς ἐνθυμηθήσεται τί θέλει ὁ Κύριος;» (Σοφ. Σολ. θ΄ 13). Με αυτά θέλει να μας πει η Αγία Γραφή πως είναι ανεξερεύνητα τα θεία και ακατάληπτα από εμάς τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έλεγε· «Οὐ τό τί ἐστί Θεός ἐξηγούμεθα (δε σας λέμε, δεν μπορούμε να σας πούμε και να σας εξηγήσουμε τι είναι ο Θεός)… ἐν τοῖς περί Θεοῦ ἡ μεγάλη γνῶσις τό τήν ἀγνωσίαν ὁμολογεῖν». Στα ζητήματα του Θεού η μεγάλη γνώση είναι να ομολογείς την άγνοιά σου. Και ο άγιος Αθανάσιος: «Καί εἰ μή δυνατόν καταλαβέσθαι τί ἐστι Θεός, ἀλλά δυνατόν εἰπεῖν  τἰ οὐκ ἔστι». Δεν μπορούμε να πούμε τι είναι ο Θεός. Μπορούμε όμως να πούμε τι δεν είναι. Και δεν είναι μικρός, ατελής, αδύνατος, θνητός, αμαρτωλός, όπως είναι ο άνθρωπος, και για αυτό ο άνθρωπος αδύνατο είναι να γνωρίσει το Θεό.
Η Γιαγιά Λαμπρινή από την Άρτα, μια αγία της διπλανής πόρτας (κλικ εδώ)
(2) Λέγει και ο αδελφός του Μ. Βασιλείου, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Ὅσον καί ἄν τό θεῖον εἶναι ἀνέπαφόν τε καί ἀκατανόητον καί πάσης ἀντιλήψεως τῆς ἐκ τῶν λογισμῶν ὑψηλότερον», όμως «ἡ ἀνθρωπίνη διάνοια πολυπραγμονοῦσα καί διερευνωμένη» διά των δυνατών σε αυτή λογισμών «ἐπορέγεται καί θιγγάνει (πλησιάζει και ψηλαφεί) τῆς ἀπροσπελάστου καί ὑψηλῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ». Και δεν επιτυγχάνει μεν «ἐναργῶς ἰδεῖν τόν ἀόρατον», δεν παραμένει όμως και «ἀπεσχοινωμένη τῆς προσεγγίσεως ὡς μηδεμίαν δύναται τοῦ ζητουμένου λαβεῖν εἰκασίαν». Με απλά λόγια· όσο και αν το Θεό δεν μπορούμε με το στενό μυαλό μας να τον εγγίσουμε και να τον πλησιάσουμε, γιατί στέκει πολύ ψηλά από τη δική μας σκέψη, όμως ο νους μας, όταν ημέρα και νύκτα σκέπτεται και συλλογίζεται τι είναι ο Θεός, με τη δύναμη που έχει πλησιάζει κάπως και ψάχνει τη φύση του Θεού, η οποία και απλησίαστη είναι και πολύ υψηλά στέκει, και δεν κατορθώνει βέβαια φανερά και κατά πρόσωπο να δει τον αόρατο και αθέατο Θεό, δε μένει όμως τελείως μακριά από το να τον πλησιάσει, σαν να μη μπορεί τελείως και ολοτελώς να λάβει κάποια και μικρή, έστω, ιδέα και γνώση του Θεού. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει: Δεν γνωρίζουμε μεν «τό τί τήν οὐσίαν ἐστίν ὁ Θεός (δεν γνωρίζουμε το τι ακριβώς είναι στην ουσία του ο Θεός), ἀλλ’ οὐ καθόλου αὐτόν ἀγνοοῦμεν (μα δεν έχουμε και τέλεια άγνοια αυτού). Οἴδαμεν γάρ ὅτι ἐστί (γνωρίζουμε, ότι υπάρχει) καί ὅτι (είναι) φιλάνθρωπος καί ὅτι (είναι) άγαθός καί ὅτι χρηστός και ἐπιεικής (εύσπλαχνος και συγκαταβατικός) και ὅτι (είναι) πανταχοῦ» παρών, μολονότι «πόσον τά εἰρημένα ἐστί ἤ καί πῶς πανταχοῦ ἀγνοοοῦμεν» (παρότι τι ακριβώς σημαίνουν αυτά που τώρα λέμε και πώς είναι πανταχού παρών δεν τα ξέρουμε). Δηλαδή, είναι δυνατόν και με τη σκέψη σου, άνθρωπε, να συλλάβεις κάτι περί Θεού. Είναι δυνατό, εφόσον έχεις τις θείες Γραφές που φανερώνουν το Θεό. Και ακόμη πιο πολύ είναι τούτο δυνατό, αν έχεις καθαρίσει την καρδιά σου από σαρκικούς αμαρτωλούς λογισμούς, να προχωρήσεις πολύ στη γνώση του Θεού και οικείος να γίνεις του Θεού, σύμφωνα με τη βεβαίωση του ίδιου του Κυρίου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. στ΄ 8).
Τούτο το θέμα είναι από τα πιο δύσκολα και πρέπει να μπούμε κάπως στο νόημα αυτό, που λένε οι θεολόγοι με τη θεολογικοί γλώσσα, ότι ο Θεός είναιαυθύπαρκτος και άπειρος. Και αυθύπαρκτος θα πει πως ο Θεός υπάρχει μόνος του και από τον εαυτό του. Μερικοί απερίσκεπτοι ρωτούν· Ποιος τον έφτιαξε το Θεό; Αυτοί, αν σκέπτονταν πιο βαθιά και λογικά, θα καταλάβαιναν πως ο Θεός είναι το ανώτατο και απειροτέλειο Ον, που δεν έχει καμία εξάρτηση από άλλα όντα και δεν επιδέχεται καμία σύγκριση με εκείνα τα οποία εκείνος δημιούργησε, ενώ ο ίδιος υπάρχει από τον εαυτό του και μένει αναλλοίωτος και αμετάβλητος.Είναι ο ίδιος ο Θεός αρχή και αιτία της ύπαρξής του. Και τούτο θα πει άχρονος, χωρίς χρόνο και αρχή ύπαρξης, και αναίτιος, χωρίς να υπάρχει κάποιος πιο πάνω από εκείνον, που να είναι η αιτία της ύπαρξής του. Υπάρχει ο Θεός προαιωνίως και αϊδίως, αχρόνως και ατελευτήτως, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, επαναλαμβάνουμε, και μόνο από τον εαυτό του. Χριστιανέ, μη το πολυεξετάζεις τούτο, γιατί είναι μυστήριο ασύλληπτο για το μικρό και φτωχό μυαλό μας και ακατανόητο.
Αυτό σημαίνει το αυθύπαρκτος. Και το άπειρος. Και τούτο δεν μπορούμε να το εννοήσουμε. Διότι εμείς είμαστε πεπερασμένοι. Και πώς το πεπερασμένο να χωρέσει το άπειρο; Πώς ένα ποτήρι νερού να συμπεριλάβει τον ωκεανό, παρότι ούτε άπειρος ούτε ατέρμονος είναι ο ωκεανός, αλλά και ορισμένο νερό έχει και τέρμα επίσης έχει. Αλλά φέρνουμε την εικόνα αυτή προς κατανόηση του πράγματος. Αδύνατο λοιπόν. Αλλ’ έστω. Άπειρος θα πει ότι δεν περικλείεται σε ορισμένα όρια, δεν έχει καμιά έλλειψη, καμιά αδυναμία. Θα πει πως κατέχει κάθε τελειότητα στον άπειρο βαθμό. Όπως λέγει η θεία Γραφή· «τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας», «καί τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός». Ο Θεός είναι άπειρος! Δηλαδή τόσο μεγάλος, τόσο τέλειος, τόσο ισχυρός που όλοι εμείς, όλη η κτίση, είμαστε ένα μηδέν, ένα τίποτε εμπρός του.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ονομάζει το Θεό τέλειο και υπερτέλειο και πρωτέλειο. Ο άγιος Κύριλλος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, για να παραστήσει πολύ ζωηρά την άπειρη τελειότητα του Θεού, λέγει· Ο Θεός είναι «τέλειος ἐν τῷ βλέπειν, τέλειος ἐν τῷ δύνασθαι, τέλειος ἐν μεγέθει, τέλειος ἐν προγνώσει, τέλειος ἐν ἀγαθωσύνῃ, τέλειος ἐν δικαιοσύνῃ, τέλειος ἐν φιλανθρωπίᾳ». Τέλειος στο να βλέπει. Τα βλέπει όλα, ενώ εμείς ελάχιστα. Τέλειος στη δύναμη, ενώ ο άνθρωπος είναι και για πολύ μικρά πράγματα αδύνατος και ανίκανος. Τέλειος και στο μέγεθος, μόνος ο Θεός αληθινά Μέγας. «Μέγας Κύριος καί αἰνετός σφόδρα», που λέγει ο Ψαλμωδός, ενώ εμείς μικροί, ελάχιστοι. Τέλειος στην πρόγνωση. Τα προβλέπει και τα γνωρίζει όλα προτού να γίνουν. Ενώ εμείς τίποτε δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Τέλειος στην αγαθότητα, στη δικαιοσύνη, στη φιλανθρωπία, στην αρετή. Ενώ εμείς οι άνθρωποι έχουμε αρετή, εάν μας τη δώσει εκείνος. Είμαστε δίκαιοι και αγαθοί και φιλάνθρωποι, εάν ο Θεός μας κάνει τέτοιους. Διαφορετικά, από τον εαυτό μας δηλαδή, ναι, αλήθεια, είμαστε πονηροί, κακοί, αμαρτωλοί. Άγγελοι και άνθρωποι και όλοι οι ουράνιοι νόες, αν ενώσουν όλη τη σκέψη και όλη τη γνώση και σοφία τους, δε θα μπορέσουν να εννοήσουν, όχι την άπειρη τελειότητα του Θεού, αλλ’ ούτε και μία από τις τελειότητές του, ούτε και μέρος μικρό από αυτές.

Πλέον τολμηροί οι νέοι Λατινόφρονες: Ούτε αίρεσις ούτε σχίσμα ο Παπισμός

Του Πρωτοπρεσβύτερου π. Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Πηγή:  Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» , τεύχος 3ης  & 10ης Νοεμβρίου   2006.

1. Μικρές ή μεγάλες οι διαφορές που μας χωρίζουν;
 
Στα «Απομνημονεύματα» του Συλβέστρου Συροπούλου, την πιο αυθεντική και αξιόπιστη πηγή για όσα συνέβησαν στην «Ενωτική ψευδοσύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), υπάρχει ένα επεισόδιο, όπου πρωταγωνιστούν οι λατινόφρονες της συνόδου και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, το οποίο προβαλλόμενο στη σημερνή συγκυρία των αγαπητικών ασπασμών και θεολογικών ανοιγμάτων προς τον Παπισμό, φανερώνει ότι οι σημερινοί λατινόφρονες έχουν προχωρήσει στον φιλολατινισμό, επομένως και στην αποστασία και προδοσία της πίστεως, πολύ περισσότερο από τα παλαιά πρότυπά τους, τον Βησσαρίωνα Νικαίας, τον Ισίδωρο Κιέβου, κ.α.

Είχε ήδη συγκροτηθεί κατά την διάρκεια της συνόδου η ισχυρή ομάδα των λατινοφρόνων, οι οποίοι εξεβίασαν ακόμη και τον αυτοκράτορα για την υπογραφή του ενωτικού όρου. Ο μόνος άκαμπτος και ανυποχώρητος ήταν ο μητροπολίτης της Εφέσου Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο οποίος επέμενε ότι έπρεπε πρώτα οι Λατίνοι να παραδεχθούν τις πλάνες και τις αιρέσεις τους, να συμφωνήσουν στις αλήθειες της βασιζόμενης στην Αγία Γραφή και στην Πατερική Παράδοση κοινής μέχρι του σχίσματος διδασκαλίας, και κατόπιν να υπογραφεί ο όρος της ενώσεως, ώστε η ειρήνη και η ενότητα να είναι αληθινή και σταθερή, όχι εικονική και εύθραυστη. Πώς είναι δυνατόν να ενωθούν η αλήθεια και η πλάνη, η Ορθοδοξία και η αίρεση;

Στη συνάφεια αυτή μας διηγείται ο Συρόπουλος ότι «οι του λατινικού εφιέμενοι», οι λατινόφρονες δηλαδή εκ των Ορθοδόξων, επαινούσαν την ομόνοια και την ειρήνη, χωρίς δογματικές προϋποθέσεις, όπως κάνουν και σήμερα οι Οικουμενισταί, που παρασύρουν τον ακατήχητο και απληροφόρητο λαό με παχειά λόγια περί αγάπης, ωσάν να είναι αυτοί αγαπητικώτεροι και φιλανθρωπότεροι του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, που καταδικάζουν με αυστηρότητα την πλάνη και την αίρεση, τους ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους. Εσχεδίαζαν μάλιστα και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται και σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλείτουργα και αμοιβαία εκκλησιολογική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό ποτήριο, όταν έλθει επισήμως, να αποτελεί απλώς μια επισφράγιση και επικύρωση της γενόμενης ήδη ενώσεως. Άλλωστε, μήπως δεν υπάρχει και σήμερα κοινό ποτήριο με τους Μονοφυσίτες στην Αντιόχεια, στην Αμερική και αλλαχού, όπως και με τους Λατίνους σε μεμονωμένες γνωστές περιπτώσεις; Όταν στο επεισόδιο ο μητροπολίτης Ηρακλείας ζήτησε να έχουν στα χέρια τους το ενωτικό κείμενο που ετοίμασαν ο Βησσαρίων και η ομάδα του, ώστε να το μελετήσουν προσεκτικά, γιατί από μια απλή ακρόασή του δεν μπορούσαν να σχηματίσουν γνώμη, δέχθηκε αυστηρή και ειρωνική την παρατήρηση ότι είναι ντροπή να ισχυρίζονται μερικοί ότι δεν συνεκράτησαν και ελησμόνησαν τα αναγνωσθέντα. Με τέτοια βιασύνη, επιπολαιότητα και κρυψίνοια προχωρούσαν οι λατινόφρονες στην συμφωνία σε θέματα πίστεως:  «Τοιαύτας διασκέψεις και μελέτας ηξίουν γίνεσθαι εις τας περί της πίστεως εκθέσεις τε και συγκαταθέσεις». [1]

Ισχυρίζονταν επίσης οι λατινόφρονες ότι οι διαφορές που μας χωρίζουν από τους Λατίνους είναι μικρές, και αν οι δικοί μας θελήσουν να γίνει η ένωση, εύκολα θα διορθωθούν. Όταν ο Άγιος Μάρκος αντέτεινε ότι είναι μεγάλες οι διαφορές που μας χωρίζουν, του απήντησαν, ότι δεν είναι αιρετικοί οι Λατίνοι και δεν μπορεί να τους ονομάζει αιρετικούς, γιατί ούτε και οι προηγούμενοι λόγιοι και άγιοι άνδρες ονόμαζαν τον Λατινισμό αίρεση. Ο Άγιος Μάρκος αποκρίθηκε ότι είναι αίρεση, και έτσι τους θεωρούσαν και οι προηγούμενοι αλλά δεν θέλησαν να διακηρύξουν φανερά και να καταδικάσουν τους Λατίνους ως αιρετικούς, γιατί ήλπισαν και περίμεναν, ότι θα επιστρέψουν, και γιατί είχαν ανάγκη της φιλίας τους˙ αν αμφέβαλλαν γι’ αυτό, θα μπορούσε να τους αποδείξει με μαρτυρίες από τα κείμενα ότι τους θεωρούσαν ως αιρετικούς:  «Αίρεσις έστι, και ούτως είχον αυτήν και οι προ ημών, πλην ουκ ηθέλησαν θριαμβεύειν τους Λατίνους ως αιρετικούς, την επιστροφήν αυτών εκδεχόμενοι και την φιλίαν πραγματευόμενοι˙ ει δε βούλεσθε, δείξω υμίν εγώ όπως είχον τούτους αιρετικούς». [2]

2. Είναι αιρετικοί οι Λατίνοι, γιατί σφάλλουν στην πίστη

Στην περίφημη «Εγκύκλιο τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις Ορθοδόξοις Χριστιανοίς», που έστειλε ο Άγιος Μάρκος ένα χρόνο περίπου μετά την σύνοδο (1440/41), από την Λήμνο, όπου είχε εξορισθεί, για να ενημερώσει τους Ορθοδόξους για όσα συνέβησαν και συζητήθηκαν στην Φλωρεντία, παρουσιάζει και μερικά από τα επιχειρήματα των Λατινοφρόνων. Ένα λοιπόν από αυτά έλεγε, όπως μας παρουσίασε και ο Συρόπουλος, ότι ουδέποτε θεωρούσαμε τους Λατίνους ως αιρετικούς, αλλά μόνον ως σχισματικούς: «Ουδέποτε φησί, τους Λατίνους ως αιρετικούς είχομεν, αλλά μόνον σχισματικούς» [3]. Εδώ εξηγεί ο Άγιος Μάρκος ότι το να ονομάζουμε τους Λατίνους σχισματικούς το δανεισθήκαμε από εκείνους˙ μας ονομάζουν εκείνοι σχισματικούς, γιατί δεν έχουν να μας κατηγορήσουν κάτι ως προς την πίστη, ως προς τα δόγματα, αλλά γιατί δεν δεχθήκαμε την υποταγή στον πάπα, την οποία οφείλουμε, όπως πιστεύουν. Πρέπει όμως να σκεφθούμε αν είναι σωστό να ανταποδίδουμε και εμείς χαριζόμενοι τον ίδιο χαρακτηρισμό του σχισματικού και όχι του αιρετικού, όπως είναι σωστό, αφού πλανώνται στην πίστη.

Γνωρίζει ο Άγιος Μάρκος, όπως οφείλουν να γνωρίζουν όλοι οι κληρικοί και οι θεολόγοι, όσα κλασσικά και κοινώς αποδεκτά στην Ορθόδοξη Παράδοση διετύπωσε ο Μέγας Βασίλειος, εξηγώντας την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε τρεις εκκλησιολογικές παραβάσεις, στην αίρεση, στο σχίσμα και στην παρασυναγωγή.

Γράφοντας στον Αμφιλόχιο Ικονίου σχετικά με την αναγνώριση του βαπτίσματος των αιρετικών διευκρινίζει ότι των μεν αιρετικών το βάπτισμα είναι εντελώς απαράδεκτο, όχι όμως και των σχισματικών και παρασυναγώγων. Λέγει λοιπόν, ότι οι παλαιοί διακρίνουν ανάμεσα στις αιρέσεις, στα σχίσματα  και στις παρασυναγωγές. Στις αιρέσεις ανήκουν οι εντελώς αποκεκομμένοι και αποξενωμένοι από την πίστη, όσοι σφάλλουν στην πίστη, στα σχίσματα εκείνοι, που διαφοροποιήθηκαν για κάποια εκκλησιαστικά θέματα, διοικητικά, εορτολογικά, κ.α., που όμως είναι ιάσιμα, στις παρασυναγωγές δε οι συνάξεις μερικών ανυπότακτων πρεσβυτέρων ή επισκόπων, αλλά και λαϊκών: «Εκείνο γαρ έκριναν οι παλαιοί δέχεσθαι βάπτισμα, το μηδέν της πίστεως παρεκβαίνον. Όθεν τα μεν, αιρέσεις ωνόμασαν, τα δε, σχίσματα, τα δε παρασυναγωγάς. Αιρέσεις μεν τους παντελώς απερρηγμένους και κατ’ αυτήν την πίστην απηλλοτριωμένους. Σχίσματα δε, τους δι΄ αιτίας τινας εκκλησιαστικάς και ζητήματα ιάσιμα προς αλλήλους διενεχθέντας. Παρασυναγωγάς δε τας συνάξεις, τας παρά των ανυποτάκτων Πρεσβυτέρων ή Επισκόπων, και παρά των απαιδεύτων λαών γινομένας». [4]

Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την ιεράρχηση και διαβάθμιση των εκκλησιολογικών παρεκκλίσεων η αίρεση, που σημαίνει παρέκκλιση και αποξένωση στην πίστη, αποξενώνει παντελώς τους αιρετικούς από την Εκκλησίαν και καθιστά το βάπτισμα και όλα τα μυστήριά τους άκυρα και ανυπόστατα, ώστε όταν κάποιος αιρετικός θελήσει να επιστρέψει στην Εκκλησία βαπτίζεται εξ αρχής, σαν να ήταν αβάπτιστος. Οι τότε λοιπόν λατινόφρονες χαριζόμενοι στους Λατίνους, τους κατέτασσαν όχι στους αιρετικούς, στην χειρότερη δηλαδή τάξη των εκκλησιολογικών παρεκκλίσεων, αλλά στο σχίσμα, ώστε να φαίνεται ότι είναι ιάσιμες οι διαφορές που μας χωρίζουν και μπορούν να διορθωθούν.

Ο Άγιος Μάρκος αναφερόμενος στην αίρεση του filioque - στην βλάσφημη δηλαδή προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως της φράσεως «και εκ του Υιού» - προκειμένου περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, λέγει ότι τους αποκόψαμε από το σώμα της Εκκλησίας «ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκην ποιήσαντας». Και προσθέτει: «Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν. Διατί γαρ άλλο; Φασί γαρ οι φιλευσεβείς νόμοι˙ ‘αιρετικός εστί και τοις κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται ο και μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής πίστεως’. Ει μεν ουν ουδέν τι παρεκκλίνουσιν οι Λατίνοι της ορθής πίστεως, μάτην αυτούς ως έοικεν, απεκόψαμεν ει δε και παρεκκλίνουσιν όλως, και ταύτα περί την θεολογίαν του Αγίου Πνεύματος, εις ό βλασφημήσαι κινδύνων ο χαλεπώτατος
, αιρετικοί είσιν άρα, και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν». [5]


3. Οι Λατίνοι ούτε αιρετικοί ούτε σχισματικοί, αλλά αδελφοί άλλου δόγματος
 
Οι Λατινόφρονες, λοιπόν, της εποχής του Αγίου Μάρκου Ευγενικού και της ψευδοσυνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, δεν αμνήστευσαν παντελώς τους Λατίνους.  Τους έκαναν απλώς την χάρη να τους επιρρίπτουν όχι την βαρύτατη και πρώτη εκκλησιολογικά παράβαση της αιρέσεως, όπως πρέπει με βάση τις αποφάσεις των συνόδων και τις πάμπολλες γνώμες μεγάλων και αγίων Πατέρων, που ανά πάσαν στιγμήν ήταν έτοιμος να παρουσιάσει ο μεγάλος Ομολογητής, αλλά την ελαφρότερη και δεύτερη εκκλησιολογική παράβαση του σχίσματος, ώστε να διευκολυνθεί η συσκευαζόμενη και χαλκευόμενη εν κρυπτώ ένωση, όπως γίνεται και σήμερα, με τολμηρότερα μάλιστα και πιο ρηξικέλευθα βήματα στην οδό της αποστασίας.

Σήμερα «οι του Λατινισμού εφιέμενοι», οι απανταχού της γης λατινόφρονες εκ των Ορθοδόξων, στους οποίους προσετέθησαν μετά την αρχιεπισκοπίαν του μακαριστού Σεραφείμ «αγαλλομένω ποδί» οι διοικούντες την Εκκλησία της Ελλάδος, κηρύττουν και αυτοί «γυμνή τη κεφαλή» ότι δεν είναι μεγάλες οι διαφορές που μας χωρίζουν από τους Λατίνους, ότι το βλάσφημο, αιρετικό και συνοδικά καταδικασμένο filioque δεν είναι εμπόδιο για την ένωση, είναι ανύπαρκτο ζήτημα [6], ότι το βάπτισμα και τα μυστήριά τους είναι έγκυρα, ότι ξεπεράσθηκε πλέον η εκκλησιολογία όχι μόνο της αιρέσεως, αλλά και του σχίσματος˙ οι Λατίνοι δεν είναι ούτε αιρετικοί, ούτε σχισματικοί, είναι «αδελφή εκκλησία», όπως αδελφές εκκλησίες είναι οι κατά τόπους αυτοκέφαλες, ορθόδοξες εκκλησίες.

Πολλοί από αυτούς διαστρέφοντες τις πηγές και τα κείμενα, όπως έπρατταν πάντα οι αιρετικοί, ισχυρίζονται ότι το filioque δεν προκάλεσε ποτέ διαιρέσεις και σχίσματα στη ζωή της Εκκλησίας. Ήταν απλώς μια θεολογική γνώμη, που διατυπώθηκε στη Δύση, ένα «θεολογούμενο». Άλλα ήταν τα αίτια του σχίσματος, πολιτικά, όχι θεολογικά. Κάποιος επίσκοπος, μάλιστα, επικαλέσθηκε -αμαθώς ή σκοπίμως- έγκυρο εν πολλοίς εκκλησιαστικό ιστορικό, τον Β. Στεφανίδη, για να κατοχυρώσει την άποψη ότι στο filioque δεν πρέπει να δίνουμε και μεγάλη σημασία, γιατί είναι ένα «θεολογούμενο» ζήτημα. Και το λέγει βέβαια αυτό ο εν λόγω ιστορικός [7]. Στη συνέχεια όμως λέγει ότι «η περί του filioque διδασκαλία, εισαχθείσα επισήμως εις την Βουλγαρικήν Εκκλησίαν (=υπό των Φράγκων ιεραποστόλων), έπαυσεν εις τας μεταξύ δυτικής και ανατολικής Εκκλησίας σχέσεις να είναι θεολογούμενον ζήτημα˙ παρουσιάζετο πλέον ως εκκλησιαστικόν δόγμα. Δια τούτο πρώτος ο Φώτιος επολέμησε την διδασκαλίαν ταύτην ως αιρετικήν ακριβώς κατά την εποχήν ταύτην, εν τη προς τους Πατριάρχας της Ανατολής εγκυκλίω αυτού, βραδύτερον δε δι’  ιδιαιτέρας πραγματείας». [8]

Εκδηλώνονται, πάντως, διαρκώς περισσότερο οι σύγχρονοί μας λατινόφρονες, γιατί τους ευνοεί η περιρρέουσα οικουμενιστική και συγκρητιστική ατμόσφαιρα, που τείνει να κυριαρχήσει στην Εκκλησία και στη Θεολογία, αλλά και γιατί σιωπούν όλοι οι επίσκοποι. Ούτε ένας διαμαρτύρεται για την λατινοφροσύνη, για την συμπόρευση και συνύπαρξή μας με την αίρεση και το σχίσμα.  Δεν τολμά κανείς να χαρακτηρίσει τους Παπικούς και τους Προτεστάντες ως αιρετικούς, ούτε καν ως σχισματικούς. Βρίσκουμε τώρα άλλες ονομασίες. Οι επίσκοποι διαμαρτύρονται μόνον για τους θρόνους και τις εξουσίες, για την καρέκλα, όπως λέει ο λαός. Όταν δεν κατορθώσουν να εκλέξουν κάποιον δικό τους επίσκοπο ή να προωθήσουν διοικητικά και οικονομικά θέματα των επισκοπών τους, τότε καταγγέλλουν ότι δεν λειτουργεί το συνοδικό σύστημα, ότι νοθεύεται το πολίτευμα της Εκκλησίας. Το ότι όμως νοθεύεται η πίστη της Εκκλησίας από τους οικουμενιστάς και λατινόφρονες, με επίσημες μάλιστα αποφάσεις, όπως η διακοινωνία με τους Μονοφυσίτες στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, η διορθόδοξη αποδοχή του κειμένου του Balamand, όπου υπάρχει αμοιβαία εκκλησιολογική αναγνώριση και αποδοχή των μυστηρίων των Παπικών ως εγκύρων, η πρόσφατη αναγνώριση του βαπτίσματος των Λουθηρανών στη Γερμανία από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και πολλά άλλα, ων ουκ έστι αριθμός, αυτά δεν ευαισθητοποιούν τις επισκοπικές συνειδήσεις, και αφήνουν να γκρεμίζεται η Ορθοδοξία, να καταργούνται τα όρια  «ά έθεντο οι Πατέρες ημών», να απαυθαδιάζουν η αίρεση και η πλάνη, να χορεύει ο Διάβολος.

Ο λόγος πάντως, που μας παρακίνησε να ζωντανέψουμε την Ορθόδοξη μνήμη, να τονώσουμε το Ορθόδοξο φρόνημα, να ξαναεμφανίσουμε την πρόοδο του Λατινισμού, αν αφυπνίσουμε κοιμωμένους κληρικούς και θεολόγους, αλλά και να προφυλάξουμε τους πιστούς από την αγαπολογία των Οικουμενιστών και Λατινοφρόνων είναι όσα ελέχθησαν αυτόν τον καιρό από επίσημα εκκλησιαστικά χείλη.


4. Οι απόψεις του αρχιεπισκόπου και του μητροπολίτου Καλαβρύτων

Συγκεκριμένα Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας εξέδωσε δελτίο τύπου στις 4 Οκτωβρίου, που πέρασε και στο διαδίκτυο [9], στο οποίο αναλαμβάνει να απαντήσει στο ερώτημα τι είναι οι Παπικοί, αιρετικοί ή σχισματικοί. Η απάντηση βέβαια δεν στηρίζεται στην καθολική και διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, βάσει της οποίας οι Παπικοί είναι αιρετικοί, αλλά που νομίζετε; Στα όσα είπε ο αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος στην παπίζουσα και λατινίζουσα, σε επίπεδο ηγεσίας, Τήνο, εν μέσω πανηγυρικής συνάξεως Ορθοδόξων και Παπικών. Λέγει, λοιπόν, το κείμενο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων: «Στο ερώτημα: τι είναι οι Παπικοί; Αιρετικοί, όπως θέλει ο κ. Σημάτης, ή Σχισματικοί, όπως υποστήριξε ο Σεβ. Μητροπολίτης μας, έδωσε απάντηση ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλος κατά τη διάρκεια του Προσκυνηματικού Διάπλου σε Κύθηρα - Πάρο και Τήνο, που ολοκληρώθηκε χθες Δευτέρα 2 Οκτωβρίου.

Στο Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου, που εκδόθηκε σήμερα, διαβάσαμε μεταξύ άλλων και τα εξής:

1. Ευρισκόμενος στην Τήνο όπου τον υποδέχθηκαν οι Τοπικές Αρχές «ο Μακαριώτατος αναφέρθηκε στις αγαστές σχέσεις συνεργασίας και συναλληλίας μεταξύ Ορθοδό­ξων και Ρωμαιοκαθολικών, στην σημερινή εποχή του διαρκώς μεταβαλλόμενου διεθνούς γίγνεσθαι.

Αναφερόμενος δε στις επίσημες αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, επισήμανε με έμφαση. Μία τελευταία απόφαση της Ιεράς Συνόδου είναι να τείνουμε το χέρι στους αδελφούς μας του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Έχουμε τις δογματικές μας διαφορές, αλλά αυτές συζητώνται (sic) στον θεολογικό Διάλογο, ο οποίος ξεκίνησε και πάλι προσφάτως...».

Είναι σαφές ποια απάντηση δίδει ο αρχιεπίσκοπος στο ερώτημα τι είναι οι Παπικοί, αιρετικοί ή σχισματικοί. Δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι αδελφοί μας του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Η Εκκλησιολογία των αδελφών εκκλησιών και η εξίσωση των ομολογιών, που σημαίνει ταύτιση και εξίσωση της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις, εκφράζονται μέσα σε λίγα λόγια: Υπάρχουν πολλά χριστιανικά δόγματα, το Ορθόδοξο, το Ρωμαιοκαθολικό, το Προτεσταντικό, το Μονοφυσιτικό κ.ά. Οι πιστοί, όλων των δογμάτων είναι αδελφοί, έχουν αγαστές σχέσεις συνεργασίας και συναλληλίας μεταξύ τους. Υιοθετείται πλέον η χειρότερη εκκλησιολογική πλάνη και αίρεση. Δεν υπάρχουν όμως πολλά δόγματα, ούτε πολλές εκκλησίες. Υπάρχει μία και μοναδική Εκκλησία, η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία και ένα μόνο ορθό δόγμα, το ορθόδοξο δόγμα· μόνον για το ορθό δόγμα, για την ορθή πίστη ομιλούν οι Άγιοι Πατέρες, και αυτήν την ορθή πίστη αγωνίσθηκαν να διασώσουν και να διαφυλάξουν από την πλάνη των διαφόρων άλλων δογμάτων, κατηγορηθέντες και προπηλακισθέντες, εξορισθέντες και συκοφαντηθέντες από τους «αδελφούς» των άλλων δογμάτων και τους αδελφά φρονούντες, όπως είναι οι σημερινοί Οικουμενισταί και λατινόφρονες. Σε ποιο αγιογραφικό και πατερικό κείμενο μπορεί να βρει κανείς αυτήν την εκκλησιολογία της αγαστής συναλληλίας με τις αιρέσεις και τις πλάνες [10]; Μόνον στους θεολόγους του Οικουμενισμού, στο παναιρετικό αυτό κίνημα του 20ού αιώνος, το οποίο υιοθετεί από το 1998, όχι αναγκαζόμενη και οικονομούσα, αλλά χαίρουσα και θεολογούσα η Ελλαδική Εκκλησία.


5. Συκοφαντίες και διώξεις των αγωνιστών

Το επεισόδιο μεταξύ των Λατινοφρόνων και του Αγίου Μάρκου Ευγενικού στην ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας, όπου με σταθερότητα ο Άγιος Μάρκος υποστήριζε ότι οι Λατίνοι είναι αιρετικοί, κατέληξε σε ύβρεις και προπηλακισμούς εναντίον του εκ μέρους των «αδελφών» Ορθοδόξων που ελατινοφρόνουν. Ποιος είσαι συ του είπαν που ονομάζεις τους Λατίνους αιρετικούς; Και μπροστά στον πατριάρχη «αδεώς και αναιδώς έβαλλον αυτόν λόγοις και σκώμμασιν». Ήσαν έτοιμοι να τον κατασπαράξουν με τα χέρια και τα δόντια τους· «Και μόνον ουκ οδούσι και χερσίν ώρμων διασπαράξαι αυτόν». Και προεξοφλούντες την ένωση, που την είχαν στα κρυφά ετοιμάσει, με αναγνώριση της δικαιοδοσίας του πάπα και του πρωτείου εξουσίας, τον απειλούσαν ότι θα τον καταγγείλουν στον πάπα, για να πάθει αυτό που του αξίζει: «Ερούμεν ημείς τω πάπα, όπως λέγεις αυτόν αιρετικόν και ή αποδείξεις αυτό, ή πείσει καθώς ει άξιος». Ο μεγάλος μάλιστα αποστάτης, ο αρχηγός των Λατινοφρόνων Βησσαρίων Νικαίας, που τον αντάμειψε στη συνέχεια ο πάπας και τον έκανε καρδινάλιο, και παρ' ολίγον θα εξελέγετο και πάπας —ελπίζουμε να μη φθάνουν μέχρις εκεί οι φιλοδοξίες των νέων Λατινοφρόνων— με αναίδεια ειρωνευόταν τον Άγιο Μάρκο, αποκαλώντας τον δαιμονισμένο και τρελλό: «Αναίδην έσκωπτε τον Εφέσου, και μετά πολλήν φιλονεικίαν αναστάς έφη· Περισσόν ποιώ και φιλονεικώ μετά ανθρώπου δαιμονιαρίου· αυτός γαρ ένι μαινόμενος και ου θέλω ίνα φιλονεικώ μετ' αυτού, και εξήλθε μετά θυμού» [11].

Θυμωμένος και οργισμένος εμφανίζεται και ο αρχιεπίσκοπος μετά των περί αυτόν εναντίον όλων, όσοι αγωνιώντες για την αποθράσυνση και επέκταση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και της επανόδου των Λατινοφρόνων, κατά το μέτρο της ευθύνης τους ως μελών της Εκκλησίας, μερικών δε και ως διδασκάλων της Ορθοδόξου Θεολογίας και εντίμων ηγουμένων, ιερέων και μοναχών προσπαθούν να αφυπνίσουν και να αποτρέψουν τον συμφυρμό με τους αιρετικούς και την κατίσχυση της αιρέσεως. Τους έχει στολίσει κατά καιρούς με πολλούς χαρακτηρισμούς, όπως ταλιμπάν της Ορθοδοξίας, γραφικούς, φονταμενταλιστές, ορθοδοξαμύντορες, εισαγγελείς της Ορθοδοξίας και πολλά άλλα, αβάσιμα και συγκεχυμένα, που επανέλαβε πρόσφατα και στην Τήνο, ως και στην ομιλία του στην σύνοδο της Ιεραρχίας. Ορθώνει διαρκώς με τους πειθηνίους εις αυτόν αρχιερείς και κληρικούς ένα τείχος απομονώσεως, τους δυσφημεί, ώστε να μη ακούγεται ο λόγος τους, ούτε στο εκκλησιαστικό ραδιόφωνο, ούτε στην μοναδική εκκλησιαστική τηλεόραση της Θεσσαλονίκης, ενώ έχουν κλείσει γι' αυτούς οι αίθουσες των μητροπόλεων και των ενοριών. Στη Λήμνο εξόρισαν τον Άγιο Μάρκο, για να τον απομονώσουν, τον μόνο ορθοφρονούντα «τρελλό». Ας ερευνήσει να βρει αλλού τους «εθελοτυφλούντες» [12], εκεί που παραβλέπεται και περιφρονείται η Παράδοση των Αγίων και αμνηστεύονται οι αιρέσεις και τα σχίσματα.

Δεν βλέπουμε με τα δικά μας μάτια ούτε ομιλούμε εκ κοιλίας. Παρουσιάζουμε αυτά που βλέπουν και διδάσκουν οι Άγιοι. Αυτά που λέγει απλοϊκά ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, «Τον πάπαν να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι η αιτία» [13], και το άλλο: «Εγώ εδιάβασα πολλά περί Εβραίων, ασεβών, αιρετικών και αθέων. Τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα. Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες. Τούτο εκατάλαβα αληθινά· μόνον η πίστις των Ορθοδόξων είναι καλή και αγία... Τούτο σας λέγω εις το τέλος, να ευφραίνεσθε όπου είσθε Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να κλαίτε δια τους ασεβείς και τους αιρετικούς, που περιπατούν εις το σκότος» [14]. Εθελοτυφλεί λοιπόν και ο Άγιος Κοσμάς, μαζί με πλήθος Αγίων, που μας συνιστούν να καταρώμεθα τον πάπα; Είναι ταλιμπάν και φονταμενταλιστής, όταν λέγει πως μόνον η πίστις των Ορθοδόξων είναι καλή και αγία, ενώ οι άλλοι περιπατούν εις το σκότος; Θα μπορούσε να τα επαναλάβει αυτά ο αρχιεπίσκοπος στην Τήνο και στην σύνοδο της Ιεραρχίας; Αν όχι, ας παύσουν μερικοί, σαν τους Ουνίτες, να παρασύρουν τους Ορθοδόξους, εμφανιζόμενοι πως τάχα τιμούν τον Άγιο Κοσμά με πανηγύρεις και λιτανείες των τιμίων λειψάνων του.


Επίλογος
Η προσπάθεια να τρομοκρατηθούν οι επίσκοποι και οι ιερείς και να απομονώσουν όσους αγωνίζονται για την Ορθοδοξία δεν θα αποδώσει. Απέδωσε η απότομη της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, οι διωγμοί και τα μαρτύρια των πιστών από τους αθέους και τους αιρετικούς; Το αντίθετο συνέβη, διότι «ο λόγος του Θεού ου δέδεται» [15]. Δεν μας ενδιαφέρει αν μας απομονώσουν οι άνθρωποι· ο Θεός να μη μας απομονώσει και οι Άγιοι να μη μας αποδιώξουν, γιατί προδίδουμε τους αγώνες και την κληρονομιά τους. Προτιμούμε να είμαστε με τους Αγίους , «συν πασι τοις Αγίοις», παρά να απολαμβάνουμε την φιλία, τις διευκολύνσεις και την παραδοχή των Λατινοφρόνων και των Οικουμενιστών.

Ο Άγιος Μάρκος ήταν πεπεισμένος πως όσο απομακρυνόταν από τον λατινόφρονα πατριάρχη Μητροφάνη και τους λοιπούς λατινίσαντες, τόσο περισσότερο προσήγγιζε προς το Θεό και προς όλους τους Αγίους, και χωριζόμενος από αυτούς ενωνόταν με την αλήθεια και τους Αγίους Πατέρες: «Πέπεισμαι γαρ ακριβώς ότι όσον αποδιΐσταμαι τούτου και των τοιούτων, εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις Αγίοις, και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις Αγίοις Πατράσι, τοις Θεολόγοις της Εκκλησίας» [16].


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] ΒλLes «Memoires» du Grande Ecclesiarque de l’ Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) του V. Laurent, Paris 1971, σελ.144 (βιβλ.9, 10).[2] Αυτόθι

[3] Βλ. 
Ι. ΚαρμίρηΤα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ.1, σελ.423 ε.

[4] Βλ. το κείμενο εν PG 32, 665 και εν Πηδάλιον, 
Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Αθήναι, 1990, σελ.587.

[5] Εγκύκλιος, εν 
Ι. Καρμίρη, αυτόθι, σελ. 423-425.

[6] Βλ. π.χ. δήλωση του 
πατριάρχου Αθηναγόρα: «Δεν είναι δυνατόν να ευχώμεθα εις τους Ναούς ‘υπέρ της των πάντων ενώσεως’ και να αποφεύγωμεν  την ένωσιν. Ή είμεθα αληθινοί ή υποκρινόμεθα, όταν παρακαλούμεν δι ένωσιν Εκκλησιών. Οι θεολόγοι καλούνται να εύρουν λύσιν. Όσον δια το filioque δεν νομίζω ότι είναι κώλυμα»· εν «Ορθόδοξος Τύπος» φύλ. 121 (10-6-1970) σελ. 5, και Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Μπιλάλη,Η Αίρεσις του filioque, τόμος Α, Ιστορική και κριτική θεώρησις του filioque, Αθήναι, 1972, σελ.11.

[7] 
Αρχιμανδρίτου Βασιλείου ΣτεφανίδουΕκκλησιαστική Ιστορία, απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι  1959, σελ.344, «Εις τας μεταξύ της Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας σχέσεις η διδασκαλία αύτη παρέμεινεν ως «θεολογούμενον ζήτημα», ήτοι συζητήσιμον».

[8] Αυτόθι, 354.

[9] http://www.im-ka.gr/Pages/Epikairothta.asp 

[10] 
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στην Ομολογία πίστεως που κατέθε­σε στη σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας λέγει σχετικώς επικαλούμενος μάλιστα χωρίο του Μ. Βασιλείου στο οποίο λέγει ότι όσους κοινωνούν με τους ετεροδόξους, όχι μόνον πρέπει να τους θέτουμε σε ακοινωνησία, «αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν»· και προσθέτει: «Άπαντες οι της Εκκλησίας Διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι και πάσαι αι θείαι Γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διίστασθαι», εν Ι. Καρμίρη, Αυτόθι, σελ. 425.[11] V. Laurent, Les «Memoires» du Sylvestre Syropulos, ένθανωτ., σελ. 444 - 446.[12] Έτσι ονόμασε στην Τήνο «εκείνους που επιμένουν να εθελοτυφλούν παραγνωρίζοντας τις πρωτοβουλίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας υπέρ της συνδιαλλαγής και του ανθρωπισμού με τα άλλα Χριστιανικά δόγματα και θρησκείες». Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου (3/10/2006).

[13] Σώζεται ανάμεσα στις προφη­τείες του 
Αγίου Κοσμά. Βλ. Επι­σκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 2005, σελ. 348.

[14] Βλ. 
Κοσμά του ΑιτωλούΔιδαχές  (και βιογραφία),  Αθήναι 1979, σελ. 142 - 143 (Διδαχή 1, 37 - 38) και επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, ένθ' ανωτ., σελ. 38.

[15] Β' Τιμ. 2, 9.

[16] 
Απολογία προ της τελευτής αυτού PG 160, 536. Σε επιστολή του Προς τον ιερομόναχον Θεοφάνη εις τον Εύριπον γράφει επίσης: «Μανθάνω δε ότι εχειροτονήθη παρά των λατινοφρόνων μητροπολίτης Αθηνών κοπελύδριον τι του Μονεμβασίας, όπερ αυτόθι διάγον συλλειτουργεί τοις Λατίνοις αδιακρίτως και χειροτονεί παρανόμως όσους αν εύρη και οίους. Αξιώ ούν την αγιωσύνην σου, ίνα τον υπέρ του Θεού ζήλον αναλαβών ως άνθρωπος του Θεού και της αληθείας φίλος και του αγίου Ισιδώρου γνήσιος μαθητής, παραινέσης τοις του Θεού ιερεύσιν εκφεύγειν άπασι τρόποις την κοινωνίαν αυτού, και μήτε συλλειτουργείν αυτώ, μήτε μνημονεύειν όλως αυτού, μήτε αρχιερέα τούτον, αλλά λύκον και μισθωτόν ηγείσθαι, μήτε λειτουργείν όλως εν ταις λατινικαίς εκκλησίαις, ίνα μη έλθη και εφ' υμάς η επελθούσα οργή του Θεού τη Κωνσταντινουπόλει δια τας εκεί γινομένας παρανομίας». Τω οσιωτάτω εν Ιερομονάχοις και πνευματικοίς και εμοί εν Χριστώ ποθεινοτάτω και σεβασμιωτάτω δεσπότη και αδελφώ κυρ Θεοφάνη εις τον Εύριπον, Patrologia Orientalis 17, 481. 

Εκκοσμίκευση στην Εκκλησία: Η σύγχρονη εικονομαχία Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης

Ημέρα χαράς και δοξολογίας του Τριαδικού Θεού για τη νίκη της ορθής πίστεως κατά των «χριστιανοκατηγόρων» Εικονομάχων και όλων των αιρετικών. Μεγάλος ήταν ο πόνος της Εκκλησίας για την επικράτηση της εικονομαχικής αιρέσεως επί εκατόν περίπου χρόνια. Και γι’ αυτό μεγάλη σήμερα η χαρά της:
«Ημέρα χαρμόσυνος, και ευφροσύνης ανάπλεως, πεφανέρωται σήμερον· φαιδρότης δογμάτων γαρ, των αληθεστάτων, αστράπτει και λάμπει, η Εκκλησία του Χριστού, κεκοσμημένη αναστηλώσεσιν, Εικόνων των αγίων νυν, εκτυπωμάτων και λάμψεσι· και ομόνοια γίνεται, των πιστών θεοβράβευτος» (Προσόμοιον αίνων Κυριακής της Ορθοδοξίας).
Αλλά και ημέρα μνήμης των Αγίων Πατέρων και Ομολογητών, οι οποίοι δε συνεβιβάσθησαν με την αίρεση και την πολιτική εξουσία και τη διορισμένη απ’ αυτήν εκκλησιαστική εξουσία, αλλά εκράτησαν, ομολόγησαν και παρέδωσαν την Ορθόδοξο πίστην υποστάντες διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες, δημόσιες διαπομπεύσεις και εξευτελισμούς και τελικά πολλοί απ’ αυτούς και μαρτυρικούς θανάτους.

«Επί τούτοις τους της ευσεβείας Κήρυκας αδελφικώς τε και πατροποθήτως, εις δόξαν και τιμήν της ευσεβείας, υπέρ ης ηγωνίσαντο, ανευφημούμεν και λέγομεν:
Γερμανού, Ταρασίου, Νικηφόρου και Μεθοδίου (Πατριαρχών) των ως αληθώς αρχιερέων Θεού, και της Ορθοδοξίας προμάχων και Δδασκάλων αιωνία η μνήμη» (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Εν συνεχεία μακαρίζονται οι εκ των Μητροπολιτών, Αρχιεπισκόπων, Ηγουμένων και Μοναχών Ομολογηταί. Ευφημούνται επίσης οι ορθόδοξοι βασιλείς, και μάλιστα όσοι γενόμενοι μοναχοί αντίλαξαν την επίγεια Βασιλεία με την Ουράνια. Όμως η Εκκλησία θέλει να μη λησμονήσουμε και όσους αιρετικούς πολέμησαν την Αλήθεια της. Αυτούς τους υποβάλλει σε αναθέματα, ακολουθώντας τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α΄9).

Είναι πολύ λυπηρό, ότι μέλη της Εκκλησίας (Πατριάρχαι, Αρχιερείς, Ιερείς, Ηγούμενοι, Μοναχοί και λαϊκοί) εκήρυξαν αιρετικές διδασκαλίες, προσπάθησαν να τις επιβάλλουν στην Εκκλησία και παρέσυραν πλήθος ψυχών στην απώλεια. Προέταξαν τον ανθρώπινο λόγο του θείου λόγου. Έκριναν την Αποκάλυψη και τη Θεολογία της Εκκλησίας βάσει της κοσμικής σοφίας, ενώ έπρεπε να κρίνουν τη φιλοσοφία με τα κριτήρια της αποκαλυφθείσης Αληθείας και Θεολογίας. Έτσι, έβγαλαν τον εαυτό τους από την Ορθόδοξο Πίστη και ως εκ τούτου και από την ίδια την Εκκλησία. Το «ανάθεμα» ήταν δική τους επιλογή.
Η Εκκλησία εκφωνεί δημόσια τα αναθέματα, για να προφυλάξει το Ορθόδοξο ποίμνιο από τη λύμη και τις παγίδες των αιρετικών. Η εκφώνησις άρα των αναθεμάτων έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και δε πρέπει να παραλείπεται κατά την ανάγνωση του Συνοδικού της Κυριακής της Ορθοδοξίας χάριν δήθεν φιλανθρωπίας.
Οι μακαρισμοί των Ορθοδόξων Ομολογητών και τα αναθέματα των αιρετικών μας καθιστούν όλους προσεκτικούς, ώστε να μην εκπέσουμε σε κάποια αίρεση, παλαιά ή νέα, και χάσουμε τη σωτηρία μας. Βοηθούν ακόμη το ποίμνιο να διατηρεί τη δογματική του ευαισθησία. Είναι γνωστό ότι η Ποιμαντική της Εκκλησίας είχε πάντοτε δογματικές και θεολογικές βάσεις, όπως φαίνεται και στη Λατρεία. Η αδογμάτιστος, αθεολόγητος, ηθικιστική Ποιμαντική είναι υπεύθυνη για την αδιαφορία και άγνοια της πίστεως μας από μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας. Είναι παρήγορο ότι στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος περιλαμβάνονται για πρώτη φορά και αναθέματα κατά των αιρετικών. Πρόκειται για μια πολύ σωστή ενέργεια, που επαναφέρει την Εκκλησία σε μια πιστότερη βίωση της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Παρόμοια σωστή ενέργεια είναι και η έκδοση εμπεριστατωμένης Εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου περί μη μεταδόσεως των θείων Μυστηρίων σε ετεροδόξους.
Σήμερα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε μία άλλη Εικονομαχία, την πίεση που ασκεί η εκκοσμικευμένη κοινωνία στην Εκκλησία να προσαρμοστεί στα ιδικά της μέτρα και ιδεώδη, ώστε και η Εκκλησία να εκκοσμικευθεί. Ο κίνδυνος για την Εκκλησία από την εκκοσμίκευση είναι μεγάλος. Αντί η Εκκλησία να βοηθεί τον κόσμο να εκκλησιοποιηθεί, ο κόσμος προσπαθεί να επηρεάσει την Εκκλησία και να τη μεταβάλλει σε κόσμο. Έτσι, η Εκκλησία θα κρατεί τα τυπικά της, αλλά θα χάσει την πίστη της. Θα πάθει ό,τι έπαθε ο Παπισμός, για τον οποίο ο Άγιος Νεκτάριος έγραφε:
«Διά του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, απώλεσε τον στολισμόν αυτής, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· από πνεύματος δε και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα».
Η ουσία της εκκοσμικεύσεως είναι ο ανθρωποκεντρισμός. Αντιθέτως, η ουσία της Εκκλησίας είναι ο Θεανθρωποκεντρισμός. Εάν η Εκκλησία χάσει ή ελαττώσει το θεανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα, εκπίπτει σε ένα θρησκευτικό ίδρυμα ή σε μία από τις θρησκείες του κόσμου.
Ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος δέχεται την Εκκλησία ως μία από τις θρησκείες του κόσμου, αλλά όχι ως τη μόνη Αλήθεια που σώζει τον άνθρωπο εν Χριστώ. Προς το σκοπό αυτό προσπαθεί να εξισώσει και την Ορθόδοξο Εκκλησία μας με τις άλλες θρησκείες. Οδηγεί προς μία πανθρησκεία διά της συνεργασίας όλων των θρησκειών. Σκοπός δεν είναι η Αλήθεια που σώζει, αλλά η ενδοκόσμια ειρήνη. Φυσικά, αυτή η επιδίωξης συμφέρει τους κοσμοκράτορας του αιώνος τούτου, που θέλουν τους λαούς υποταγμένους στην κυριαρχία τους και διά της συνεργασίας των θρησκειών ειρηνικούς (κατεσταλμένους).
Χάριν της ειρηνικής συνυπάρξεως, οι Ορθόδοξοι στις διαθρησκευτικές συναντήσεις δεν ομολογούν το Χριστό. Ανέχονται, έτσι, να κατατάσσεται η Εκκλησία στις μονοθεϊστικές θρησκείες μαζί με τον Ιουδαϊσμό και το Μωαμεθανισμό. Αλλά είναι θεμελιώδης διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων ότι είναι άθεος ο μη πιστεύων εις Θεόν Τρισυπόστατον και εις τον σαρκωθέντα Λόγον του Θεού. «Ο μη τομών του υιόν ου τιμά τον πατέρα τον πέμψαντα αυτόν» (Ιω. ε΄, 23). «Ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλά η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν» (Ιω. γ΄, 36). Κατά δε το Μέγα Βασίλειο: «ου πιστεύει δε εις Πατέρα ο μη πιστεύσας τω Υιώ» (Περί Αγ. Πνεύματος, P.G. 32, 116 AB).
Μη ομολογούντες το Χριστό οι Ορθόδοξοι, αδικούν τον εαυτό τους, διότι εκπίπτουν της Ορθοδόξου ομολογίας. Ο Κύριος ρητώς είπε ότι «όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ι΄, 32).
Αλλά αδικούν και τους ετεροθρήσκους, στους οποίους δίνουν την εντύπωση ότι τον ίδιο Θεό έχουμε και άρα δεν πειράζει που δεν πιστεύουν στο Χριστό. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφερόμενος στους Νεομάρτυρας γράφει ότι ευσπλαχνήσθηκαν τους αλλοπίστους για την απώλειά τους και με την ομολογία τους έδωσαν εις αυτούς την ευκαιρία να πιστεύσουν στο Χριστό: «…πολλοί εκ των Μαρτύρων τούτων ελεήσαντες την απώλειαν των αλλοπίστων, επήγαν επί τούτου εις το Μαρτύριον και εκήρυξαν εις αυτούς την αλήθειαν, διδάσκοντές τους να αφήσουν το σκότος εις το οποίον ευρίσκονται, και να προστρέξουν εις το φως της του Χριστού θεοσεβείας και πίστεως, ίνα μη κατακριθώσιν εν τω ασβέστω πυρί της Κολάσεως. Αλλά αυτοί οι άθλιοι τυφλωθέντες από τον άρχοντα του σκότους του αιώνος τούτου, και από τα πάθη, δεν ημπόρεσαν να ανοίξουν τους νοερούς οφθαλμούς και να ιδούν την αλήθειαν του Ευαγγελίου, και της των Χριστιανών πίστεως· καθώς λέγει ο Παύλος «ο Θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων, εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του Ευαγγελίου της δόξης του Χριστού» (Β΄Κορ. δ΄, 4)· όθεν και έχουν μα μείνουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της κρίσεως· καθότι και το κήρυγμα ακούσαντες των νέων τούτων Μαρτύρων, και τα τόσα και τόσα φοβερά μαρτύρια τούτων ιδόντες, και δι’ αυτών γινόμενα του Θεού θαυμάσια, δεν επίστευσαν, αλλά πάλι έμειναν με το σκότος· «απετύφλωσε γαρ αυτούς η κακία αυτών, και ουκ έγνωσαν μυστήρια Θεού» (Σοφ. Σολ. β΄, 21-22)». Έτσι, άλλωστε, αντελήφθησαν τους λόγους του Κυρίου οι άγιοι Μάρτυρες, παλαιοί και νέοι και οι άγιοι Πατέρες Μέγας Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμάς και Γενάδιος Σχολάριος, που με κίνδυνο της ζωής τους έκαναν Διάλογο με τους Μουσουλμάνους και ομολόγησαν το Χριστό ως Θεό.
Υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις από τη συμμετοχή Ορθοδόξων στις διαθρησκειακές και πανθρησκειακές συναντήσεις. Οι πιστοί Ορθόδοξοι σκανδαλίζονται βλέποντας τους ποιμένας τους να συμφύρωνται μετά των ποικίλων εκπροσώπων των άλλων θρησκειών, ακόμη και των παγανιστικών, και μάλιστα όταν λαμβάνουν χώρα κάποιες συμβολικές πράξεις λατρείας, όπως το άναμμα κεριών στο Θεό που κάθε ένας πιστεύει. Οι δε αδιάφοροι και χλιαροί Ορθόδοξοι εδραιώνονται στην πλάνη τους, ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο. Έτσι, προάγεται ο θρησκευτικός συγκρητισμός, με επίδραση μάλιστα που ασκούν τα Μ.Μ.Ε., τα οποία προβάλλουν τα διαθρησκευτικά αυτά συνέδρια.
Με την αναστήλωση των εικόνων η Εκκλησία εξακολούθησε να αποκαλύπτεται ως κοινωνία προσώπων εν Χριστώ. Δεν επεκράτησαν οι μονοφυσίζοντες Εικονομάχοι. Το πρόσωπον (υπόστασις) του Λόγου του Θεού, που προσέλαβε τελεία ανθρωπίνη φύση για να την ενώσει με τη θεία φύση, εξακολουθεί να είναι το κέντρο της πίστεώς μας και του κόσμου (διακόσμου) των Ναών μας. Το πρόσωπο του Κυρίου περιβάλλουν τα πρόσωπα της Θεοτόκου και των Αγίων. Κάθε πιστός στην Εκκλησία σώζεται ως πρόσωπο. Η Εκκλησία δε μπορεί τελικά να γίνει μάζα ή ιδεολογία ή θρησκεία, όπως θέλει η εκκοσμίκευσις. Οι Εικονομάχοι, καταργήσαντες τις ιερές εικόνες, δε φανέρωναν την Εκκλησία ως κοινωνία προσώπων και έτσι δε βοηθούσαν τα μέλη της Εκκλησίας να γίνονται πρόσωπα, εικόνες κατ’ εικόνα της εικόνος του Θεού και Πατρός, του Κυρίου Ιησού. Πρότυπα των Εικονομάχων ήταν οι εβραϊκές συναγωγές και τα μουσουλμανικά τεμένη.
Βέβαια οι Εικονομάχοι χαρακτήριζαν τους Ορθοδόξους ως φανατικούς, ειδωλολάτρες, ακραίους, (με σύγχρονη ορολογία φονταμενταλιστές). Όμως οι «φανατικοί» εικονόφιλοι παρέδωσαν στην Εκκλησία και τον κόσμο όχι μόνο τη δυνατότητα να λειτουργούν οι Χριστιανοί ως πρόσωπα, αλλά και την ανεπανάληπτη τέχνη της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Έχουν σκεφτεί άραγε οι εκσυγχρονισταί που σήμερα συντάσσονται με το πνεύμα των εικονομάχων, τι θα έχανε η θεολογία και ο πολιτισμός, εάν επικρατούσαν οι Εικονομάχοι;
Οι Εικονομάχοι ήταν οι εκκοσμικευμένοι Χριστιανοί της εποχής τους. Η εκκλησία με αιματηρούς αγώνες τους απέκρουσε. Το ίδιο πρέπει να γίνει και σήμερα. Οι ποιμένες και ο ευσεβής λαός να κρατήσουμε με άγρυπνη συνείδηση την πίστη μας καθαρά από κάθε στοιχείο εκκοσμικεύσεως (όπως είναι ο πανθρησκειακός συγκρητισμός και ο δογματικός μινιμαλισμός και πλουραλισμός).
Το Άγιο Πνεύμα που επικρατεί στην Εκκλησία, την κατευθύνει πάντοτε προς πάσαν την Αλήθειαν και η Εκκλησία, παρά τις τρικυμίες των ανθρωπίνων παθών και αιρετικών παρεκκλίσεων που προσπαθούν να την καταβυθίσουν, συνεχίζει τον πλουν της προς τον ακύμαντο λιμένα της Βασιλείας του Θεού.

Ο Άγιος Προφήτης Πρόδρομος και Βαπτιστής Ιωάννης



Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ: Πρόκειται για τον τελευταίο προφήτη, τον προφήτη ο οποίος συνδέει την Καινή με την Παλαιά Διαθήκη, του οποίου ο σκοπός της ζωής του υπήρξε η αναγγελία της ενανθρώπισης του Υιού του Θεού. Πρόκειται για τον Ιωάννη τον βαπτιστή στον οποίο θα προσέλθει ο Κύριος να βαπτισθεί και Αυτός και να δοθεί με αυτόν τον τρόπο η ευκαιρία της επιφανείας του Αγίου Τριαδικού Θεού.
Ο Υιός “ταπεινών εαυτόν” βαπτίζεται, το Πνεύμα το Άγιον,«Ωσεί περιστερά», φανερώνεται σαν ένα περιστέρι και η φωνή του Θεού Πατρός ακούγεται να δηλώνει: «ουτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός». Αυτός είναι ο αγαπητός Μου Υιός. Εδώ λοιπόν βλέπουμε την εξαιρετική τιμή που επιφυλάσσει ο Θεός στο “σκεύος εκλογής του”, τον τελευταίο από την πλειάδα των προφητών Του: την προαναγγελία της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, που έχει υποσχεθεί αιώνες πριν ο ίδιος ο Θεός στους πρωτόπλαστους. Πρόκειται για την μοναδική τιμή, σ’ αυτόν που μέσα στην ταπείνωσή του, λέγει στους ακροατές του ότι «ου ουκ ειμίάξιος το υπόδημα των ποδών λύσαι». Δηλαδή διαμαρτυρόμενος όταν τον παρομοιάζουν με τον αναμενόμενο Μεσσία λέγει ότι δεν είναι άξιος ούτε τα κορδόνια των υποδημάτων Του να λύσει.

Πρόκειται γι’ αυτόν που προς στιγμήν αποτολμά ακόμη και να αρνηθεί να βαπτίσει τον Ιησού, λέγοντας «εγώ έχω χρείαν υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από εσένα και έρχεσαι Εσύ σε μένα; Αλλά η μοναδική αυτή τιμή δεν υπολείπεται της πράγματι μεγάλης αξίας του.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ:Τα επίθετα «δίκαιος» και «άγιος», δηλαδή δίκαιος και άγιος απέναντι Θεού και ανθρώπων, που σημειώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος και τα οποία αποδίδει ως χαρακτηρισμούς του που προέρχονται από τον ίδιο τον Ηρώδη, αποδίδουν ίσως μόνο ένα μέρος της σημαντικής αυτής προσωπικότητας. Ο ευσεβής και ταπεινός, δίκαιος, άγιος και απόγονος θρησκευόμενης οικογένειας, ως τέκνο του ιερέα Ζαχαρία, που συνδέεται με συγγένεια και με την Παρθένο Μαρία, ζει απλά και φτωχικά στην έρημο (ως Ναζιραίος, ασκητής δηλαδή των χρόνων της Π. Διαθήκης) κηρύττοντας τη μετάνοια στο λαό του Ισραήλ και μεταφέροντας το ελπιδοφόρο μήνυμα της έλευσης του Θεανθρώπου. Προετοιμάζει την «οδόν του Κυρίου», εξ' ου και η προσωνυμία του Πρόδρομος. Βαπτίζει στον Ιορδάνη όσους προσέρχονται σ’ αυτόν εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Διδάσκει τον λόγο και τις εντολές του Θεού τονίζοντας τη λύτρωση που θα φέρει ο αναμενόμενος Μεσσίας και καλεί όλους σε μετάνοια. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να ελέγχει και τον Ηρώδη που συζούσε με την Ηρωδιάδα,γυναίκα του αδελφού του Φίλιππου: “ Ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου". Εξαιτίας αυτού του ελέγχου, η Ηρωδιάδα, προσπαθούσε να βρει αφορμή να απαλλαγεί από την ελεγκτική παρουσία του Ιωάννη και τις βαριές αλλά δίκαιες κατηγορίες του. Κατόρθωσε λοιπόν να πείσει τον Ηρώδη να αποφασίσει, να τον συλλάβει και να τον κλείσει σε φυλακή, για να τον φιμώσει, για να μην ακούγεται ο ενοχλητικός έλεγχός του. Ωστόσο, και εκεί που βρισκόταν ο ασυμβίβαστος Ιωάννης δεν έπαυσε να κηρύττει τον λόγο του Θεού, ελέγχοντας τον Ηρώδη και την Ηρωδιάδα. Παρ’ όλα αυτά ο λαός τον αγαπούσε. Ακολουθούσε το κήρυγμά του και σεβόταν τη διδαχή του. Πίστευε στο προφητικό του κήρυγμα για την έλευση του αναμενόμενου Σωτήρα. Γι' αυτό κι ο βασιλιάς της Ιουδαίας δεν τολμούσε να τον θανατώσει. Όμως η Ηρωδιάδα, όταν ο επιπόλαια φερόμενος βασιλεύς Ηρώδης στη γιορτή των γενεθλίων του, “γλεύκους μεμεστωμένος” υποσχέθηκε να χαρίσει οτιδήποτε, «έως ημίσους της βασιλείας» του, στην κόρη της και ανεψιά του, μετά από έναν ωραίο χορό, βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί και να απαλλαγεί από την φυσική παρουσία του Ιωάννη. Συμβούλεψε την κόρη της να ζητήσει «την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού». Κι ο Ηρώδης που με τόση ευκολία και χωρίς πολλή σκέψη έδωσε μια τόσο σοβαρή και μεγάλη υπόσχεση, δεν κατάφερε τώρα, αν και «περίλυπος γενόμενος», να αρνηθεί, βοηθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να πετύχει την εκδίκησή της η Ηρωδιάδα. «Και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω, και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής». Όμως, ο Τίμιος του Κυρίου Πρόδρομος, ο μέγιστος των Προφητών, ο Κήρυκας της Χάριτος, ο ασυμβίβαστος, ζούσε για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού. Και υπέγραψε αυτήν την αγάπη του με την ίδια του την κεφαλή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλους τους ορθοδόξους ναούς η μορφή του εικονίζεται δίπλα στο Δεσπότη Κύριο, δεξιά της Ωραίας Πύλης. Ο Πρόδρομος, ως γνήσιος Προφήτης, παραμένει ανυποχώρητος, πιστός στο παράδειγμα των Προφητών πριν απ' αυτόν (Ησαϊας, Ιερεμίας, Ηλίας, Ελισσαίος), το δε αίμα του, είναι η μεγαλύτερη μαρτυρία της συνέπειας στο πανάγιο θέλημα του Θεού.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...