ΑΠΛΑ ΖΗΛΟΣ Ή ΕΝ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙ;
Είναι γνωστό από τους
Πατέρες της Εκκλησίας, που διαθέτουν άμεση και προσωπική εμπειρία του
πνευματικού αγώνα, ότι ο εχθρός στοχεύει τον άνθρωπο στα ιδιαίτερα ψυχικά του
σημεία και μέσω των ιδιαιτέρων κλίσεων, παθών και ελαττωμάτων του, προσπαθεί να
τον ρίξει και να τον αποξενώσει από την Χάρη του Θεού.
Και είναι επίσης γνωστό από
τον λόγο του Θεού, αλλά και από την ίδια την πραγματικότητα, από την ζωή των
Αγίων και από αυτή την Εκκλησιαστική μας ιστορία, ότι οι λεγόμενοι εκ δεξιών
πειρασμοί, είναι πιο πολλοί και περισσότερο επικίνδυνοι από τους εξ αριστερών
πειρασμούς.
Τους πειρασμούς δηλ. του
διαβόλου που χτυπούν τον άνθρωπο μέσω της σαρκός, με όλα τα συμπαρομαρτούντα
του ποταπού αυτού επιπέδου.
Ο Προφητάναξ Δαυΐδ, μας
ερμηνεύουν οι Πατέρες, που είχε γνωρίσει όσο ελάχιστοι τα μυστικά της
πνευματικής ζωής και είχε νοιώσει για τα καλά στη ύπαρξή του, τους
καμουφλαρισμένους εκ δεξιών πειρασμούς, γράφει με πόνο αλλά και με αγάπη: «Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών
σου...» (Ψαλμ. 90. 7).
Όπως λοιπόν γίνεται
κατανοητό, οι εκ δεξιών πειρασμοί, οι περισσότερο ύπουλοι και επικίνδυνοι,
είναι αυτές οι καλοστημένες παγίδες του πονηρού που στοχεύουν, όχι τόσο στους
ανθρώπους που ζουν την κατά κόσμον και μακράν του Θεού ζωή, όσο σε όσες
υπάρξεις δείχνουν να έχουν αρνηθεί την αμαρτία και έχουν ξεκινήσει την
ευλογημένη ζωή της μετανοίας και της κατά Θεόν προκοπής.
Θα ερωτήσουν κάποιοι. Μα
είναι δυνατόν αυτοί που προσπαθούν και αγωνίζονται στο να βιώνουν αυτή την ζωή,
είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουν πειρασμούς; Μα φυσικά. Αυτό είναι το μόνο
βέβαιο. Όχι μόνο έχουν και αντιμετωπίζουν, αλλά ορισμένες φορές, τα κύματα των
πειρασμών, αυξάνουν τόσο, ώστε χρειάζεται να παρέμβει ειδικώς η Χάρις του Θεού,
για να σταματήσει, προσωρινώς, ο αόρατος πόλεμος. Τότε ο πιστός ενδυναμώνεται
και συνεχίζει με ενθουσιασμό και κυρίως ταπείνωση, τον δύσκολο πλην όμως
ευλογημένο δρόμο του «καθ΄ ομοίωσιν».
Βεβαίως, ο κάθε συνειδητός
πιστός και μάλιστα μοναχός ή κληρικός, έχει γνώση αυτών των καταστάσεων και
ιδίως, προϊόντος του χρόνου, αυτών των εκ δεξιών πειρασμών, που στοχεύουν στον
εγωϊσμό και στην οίηση που εμφυτεύονται ως αγκάθια και τριβόλια του εχθρού στο
υπέδαφος της ψυχής. Όταν δηλ. ο πιστός, πλην των άλλων, στέκει μόνο στην
επιφάνεια των πραγμάτων που φαίνονται στην πνευματική ζωή και δεν βοηθείται
μέσω και του πνευματικού στο να καταστρέψει τα ίχνη της κρυφής υπερηφάνειας.
Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να
επεκταθούμε σε ιδιαίτερες και προσωπικές περιπτώσεις, διότι κάτι τέτοιο και δεν
μας ωφελεί, αλλά και δεν επιτρέπεται.
Επιβάλλεται όμως να
μελετήσουμε και να σταθούμε τόσο στα ιερά συναξάρια, στους βίους των αγίων μας,
όσο και σε ιδιαίτερους σταθμούς της Εκκλησιαστικής μας ιστορίας.
Και οι μεν βίοι των αγίων,
μας αποκαλύπτουν το πόσο μπορεί μια ψυχή, που ξεκινά με αγνό ζήλο, δεν έχει
όμως στιβαρή πνευματική καθοδήγηση, να πλανηθεί και να ταλαιπωρηθεί επί σειρά
ετών και δεκαετιών, δυστυχώς δε σε κάποιες των περιπτώσεων και ισοβίως. Η δε
Εκκλησιαστική ιστορία, στην αυθεντική της έκφραση, μας διδάσκει το πόσο είναι
δυνατόν να ταλαιπωρηθεί ακόμα και ολόκληρη τοπική Εκκλησία, όταν ο υπέρμετρος
και καυστικός ζήλος, ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια. Όταν δηλ. γίνεται
επικίνδυνος, ακόμα και για τη ζωή των δήθεν εχθρών της πίστεως και όσων
αρνούνται να αποδεχθούν την «θεολογία», την μεθοδολογία, την τακτική και όλους
τους εν γένει τρόπους συμπεριφοράς των «αμυντόρων της πίστεως».
Πόσο δίκαιο είχε πράγματι
ένας επίσκοπος, όταν τόνιζε ότι, η Εκκλησία δεν φοβάται την αμαρτία. Και τούτο,
διότι διαθέτει την εξουσία, από τον Θείο Δομήτορα, να την καθαίρει και να
οδηγεί τον άνθρωπο που έχει αγαθή διάθεση, στην αγιότητα. Η Εκκλησία, συνέχιζε,
φοβάται την αίρεση και το σχίσμα. Κυρίως δε το χρονίζον σχίσμα, που δυστυχώς,
καταντά και αυτό αίρεσις.
Θα
χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι εάν θελήσουμε να αναφερθούμε σε όλα τα μέχρι σήμερα
σχίσματα μέσα στον χώρο της Εκκλησίας μας. Άλλωστε, υπάρχουν αυτά
καταγεγραμμένα και μπορεί κανείς όποτε θελήσει να τα μελετήσει μέσα από τα
υπάρχοντα βιβλία και εγχειρίδια της εκκλησιαστικής ιστορίας. Εκεί θα γνωρίσει,
και θα επισημάνει τα βαθύτερα αίτια, θα πονέσει, θα σκεφθεί, θα ερευνήσει πού τελικώς
μπορεί να οδηγήσει ο αδιάκριτος ζήλος. Θα δει επίσης τον εγωισμό που κρύπτεται
κάτω από ποικίλους μανδύες και εάν διαθέτει σύνεση, θα καταλήξει σε ορθά
συμπεράσματα και σε ευλογημένες αποφάσεις. Γνωστόν άλλωστε, ότι η γνώση δεν
είναι για την γνώση, ούτε η μελέτη των λαθών και αστοχιών των προηγουμένων
γενεών, μας δικαιώνει στο να τα επαναλαμβάνουμε στο όνομα δήθεν της παραδόσεως
και της ακριβείας, αλλά στο πώς θα αποφύγουμε παρόμοιους πειρασμούς και
παγίδες.
Δε θα
σταθούμε λοιπόν στα παλαιά σχίσματα και σε όσα ετάραξαν την Εκκλησία, αλλά θα
ρίξουμε μια σύντομη ματιά στα τελευταία κυρίως έτη, όχι βεβαίως αναλύοντας
ιστορικά γεγονότα που είναι ήδη γνωστά, αλλά θα επιμείνουμε σε κάποια σημεία
που εκ των πραγμάτων δείχνουν την όλη ποιότητα και τα αποτελέσματα. Επίσης, θα
θέσουμε κάποια καίρια ερωτήματα, τα οποία φανερώνουν ότι δεν φθάνει να υπάρχει
απλώς ο ζήλος στους αγώνες της πίστεως, αλλά επιβάλλεται να συνυπάρχουν η
σύνεση και η διάκριση, αφού, εννοείται, ξεκινά κανείς με την καλή διάθεση και
έχοντας ισορροπημένες τις ψυχικές του δυνάμεις.
Α) Είναι τυχαίο το ότι ο παλιοημερολογητικός
κόσμος, έχει διασπασθεί σε τόσες παρατάξεις, που και οι ίδιοι αγνοούν τον
αριθμό τους; Σημειωτέον, ότι όπως ισχυρίζονταν, ξεκίνησαν για την «ακρίβεια»
του ημερολογίου. Και αυτό μεν ίσχυε για τον απλοϊκό λαό. Αποτελούσε όμως το
«προπέτασμα καπνού», και όπως έχει αποδειχθεί και ομολογηθεί, άλλοι υπήρξαν
δυστυχώς οι σκοποί των πρωταγωνιστών του κινήματος. Του κινήματος που
νομοτελειακώς κατήντησε σε «λερναία ύδρα».
Β)
Αποτελεί ή όχι αλήθεια και μάλιστα τραγική, την οποία παραδέχονται και
ομολογούν πρωτίστως τα ίδια τα μέλη των ποικίλων παρατάξεων, ότι στην εσωτερική
τους δομή, υφίσταται μεγαλύτερος οικουμενισμός από αυτόν που δήθεν
καταδικάζουν;
Γ)
Είναι ψέμα το γεγονός ότι, κληρικοί που έχουν καθαιρεθεί για πολύ σοβαρούς
λόγους από την Ελλαδική Εκκλησία, βρίσκουν καταφύγιο στις παρατάξεις του δήθεν
«πατρίου ημερολογίου» και του «αντιοικουμενισμού»;
Δ)
Οι ανοικονόμητες οικονομίες που λαμβάνουν χώρα σε όσους απέκοψαν εαυτούς και
αλλήλους από το Σώμα της Εκκλησίας, μπορούν να συγκριθούν με την όντως
οικονομία που χειρίζεται κατά καιρούς η Εκκλησία σε πρόσωπα και καταστάσεις;
Αλλά,
δεν είναι αυτές μόνο οι περιπτώσεις των ανθρώπων που αποφάσισαν να αποκοπούν
από την Εκκλησία για λόγους τους οποίους γνωρίζει μόνο ο Θεός, και που όπως ήδη
τονίσαμε, χάριν της «ακριβείας», κατακερματίστηκαν σε παρατάξεις, συναγωγές και
φατρίες, που η μία αφορίζει και αναθεματίζει την άλλη, στο πλαίσιο πάντα της
«εν Χριστώ αγάπης» και του «πατερικού φρονήματος».
Δεν
πρόκειται μόνο για όσους στην αρχή έφεραν ως προμετωπίδα του σχίσματος το
«παλαιό ημερολόγιο», και που στην πράξη είδαν ότι δεν μπορεί να σταθεί αυτή η
δικαιολογία και τελικώς αποφάσισαν να περιφέρουν το «αντιοικουμενιστικό
λάβαρο».
Όχι λοιπόν
μόνο οι αυτόνομες ομάδες αυτών που στην μια περίπτωση χαρακτηρίζονται
«Γνήσιοι», στην άλλη «Ενιστάμενοι», στην τρίτη όπως αλλοιώς θέλουν να ονομάσουν
το σχίσμα τους, αλλά υφίστανται και οι περιπτώσεις που κινδυνεύουν να έλθουν τα
αποτελέσματα του σχίσματος και της ουσιαστικής αποκοπής, μέσω μιας νέας
καταστάσεως που αυτοχαρακτηρίζεται ως «αποτείχισις».
Βεβαίως,
όλοι αυτοί οι καλής διαθέσεως, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αδελφοί,
«διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους» στο άκουσμα ότι, ουσιαστικώς με την τακτική τους
αυτή δρασκελίζουν στον χώρο του σχίσματος. Επιμένουν δε ότι παραμένουν στην
Εκκλησία, και επιπλέον ότι αποτελούν το υγιές τμήμα αυτής. Ακόμα προς
υποστήριξη της τακτικής τους, προβάλλουν δυναμικές εκκλησιαστικές
προσωπικότητες, όπως του όντως αγωνιστού και ομολογητού Ιεράρχου, πρώην
Φλωρίνης Αυγουστίνου.
Επιπροσθέτως
δε επιζητούν να στηρίξουν την πράξη της λεγομένης «αποτείχισης», κυρίως στον
ΙΕ' κανόνα της ΑΒ' Συνόδου, όπως ακριβώς πράττουν και οι «ενιστάμενοι», οι
ποικίλοι «γνήσιοι», οι «Γ.Ο.Χ.» κ.τ.λ.
Αλλά,
εάν κανείς μελετήσει σωστά και ψύχραιμα τον συγκεκριμένο κανόνα, και ερευνήσει
την εφαρμογή του που αποδεικνύει και την ουσία του πνεύματός του, τόσο από
παλαιότερους, όσο και από σύγχρονους Πατέρες, θα διαπιστώσει ότι είναι αδύνατον
να δικαιωθεί η όλη κατάσταση που καταντά σε σχίσμα, αφού στην πράξη
αποδεικνύεται ότι ο κανόνας, δεν είναι
υποχρεωτικού όπως ισχυρίζονται χαρακτήρος, αλλά καθαρώς δυνητικού.
Και για
να μην επιμένουν ορισμένοι ότι τα πράγματα έχουν διαφορετικά, ας περάσουμε στην
πρακτική εφαρμογή του κανόνα από τον ίδιο τον πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνο.
Επί
Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, μαζί με δύο άλλους αρχιερείς της Ελλαδικής
Εκκλησίας, τους μακαριστούς Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και Παραμυθίας Παύλο,
εφάρμοσε τον κανόνα και απέκοψε το λειτουργικό μνημόσυνο του Πατριάρχου.
Εάν ο
κανόνας ήταν απολύτου και υποχρεωτικού χαρακτήρος, επιβαλλόταν οι τρεις αυτοί
αρχιερείς να έχουν παύσει και οποιαδήποτε λειτουργική και άλλη πνευματική
επικοινωνία με τους αρχιερείς οι οποίοι συνέχιζαν την Πατριαρχική μνημόνευση.
Ερωτούμε:
Έπαυσε τόσο ο γέρων Αυγουστίνος, αλλά και οι δύο άλλοι μητροπολίτες, κατά τον
χρόνο που εφήρμοζαν τον επίμαχο κανόνα, να συλλειτουργούν με τους άλλους
αρχιερείς οι οποίοι συνέχισαν το μνημόσυνο; Έπαυσαν να αποτελούν μέλη της Ιεράς
Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος; Έπαυσαν να έχουν Εκκλησιαστική κοινωνία και
συνεργάζονται με τους όπου γης κανονικούς Ορθοδόξους αρχιερείς;
Αλλά και
κάτι ακόμα που αποδεικνύει το δυνητικόν του κανόνος και επίσης ότι οι τρεις
δυναμικοί αυτοί αρχιερείς, γνώριζαν να μελετούν και να εφαρμόζουν σωστά το
Κανονικό Δίκαιο, προσέχοντας ως κόρην οφθαλμού την ενότητα της Εκκλησίας.
(Άλλωστε οι άνθρωποι διέθεταν λιπαρά θεολογική και όχι μόνο μόρφωση, εμπειρία,
είχαν πολυετείς αγώνες Εκκλησιαστικούς και Εθνικούς, τους διέκρινε σύνεσις και
προπαντός φόβος Θεού, γνωρίζοντας και προσέχοντας τον Χρυσοστόμειον λόγον ότι: «το σχίσμα, ούτε το αίμα του μαρτυρίου δύναται να
ξεπλύνει»).
Όταν
λοιπόν ο διάδοχος του Αθηναγόρα, Πατριάρχης Δημήτριος, όχι απλώς επανέλαβε τα
ίδια, αλλά υπερκέρασε τον αλήστου μνήμης προκάτοχό του σε
προσευχητικές-λειτουργικές οικουμενιστικές εκδηλώσεις, σε υπογραφές κοινών
κειμένων κ.α., γιατί και τότε ο Φλωρίνης Αυγουστίνος, καθώς και οι δύο άλλοι
αρχιερείς, δεν επανέλαβαν την ίδια τακτική της παύσεως του μνημοσύνου; Γιατί
κατόπιν και με τον νυν Πατριάρχη Βαρθολομαίο, δεν εφήρμοσε τον κανόνα;
Αναμένουμε
και στο ερώτημα αυτό ικανοποιητική απάντηση.
Εάν ο
κανόνας είναι απόλυτος και υποχρεωτικός, όπως ισχυρίζονται οι αυτοαποκαλούμενοι
ως «αποτειχισθέντες», τότε ο Φλωρίνης καθώς και οι δύο άλλοι αρχιερείς, έπραξαν
συνειδητή προδοσία πίστεως, που συνέχιζαν αδιακόπως να μνημονεύουν τον
πατριάρχη Δημήτριο, και άρα δεν είναι δυνατόν να προβάλλεται ο Αυγουστίνος ως
Ορθόδοξος ηγέτης και ως παράδειγμα προς μίμησιν από τους αδελφούς της
«αποτειχίσεως».
Εάν
αντιθέτως ο κανόνας είναι δυνητικού χαρακτήρος (που όντως αυτό συμβαίνει),
τότε, για να είναι συνεπείς προς την γραμμή πλεύσεως της μορφής που προβάλλουν,
θα πρέπει να ομολογήσουν την πραγματικότητα και άρα δεν μπορούν πλέον να
υποστηρίζουν την αποτείχισή τους στον συγκεκριμένο ιερό κανόνα και στην
περίπτωση του Φλωρίνης Αυγουστίνου.
Το θέμα
αδελφοί μου είναι απλό. Ή ο κανόνας είναι υποχρεωτικού χαρακτήρος και ο
Αυγουστίνος, επί Πατριάρχου Δημητρίου και στη συνέχεια έως το τέλος της ζωής
του πρόδωσε την πίστη, και άρα είναι ανακόλουθο να προβάλλεται ως ομολογητής,
επιβάλλεται δε πάραυτα ο αναθεματισμός του εκ μέρους της «αποτειχίσεως» ή εάν
τα πράγματα είναι διαφορετικά, οφείλουν την επανένταξή τους «εντός των τειχών»
(σύμφωνα με τον αυτοχαρακτηρισμό τους), ώστε ο αγώνας να έχει και συνέπεια αλλά
και ευλογημένο αποτέλεσμα κατά της όντως μάστιγας του επάρατου οικουμενισμού.
Και ένα
τελευταίο. Όπως όλοι γνωρίζουμε, σε κάθε εποχή στο Σώμα της Εκκλησίας, και μόνο
εντός αυτής, καταρτίζονται οι Άγιοι.
Αποτελεί
κοινή συνείδηση στην ανά τον κόσμο στρατευομένη Ορθόδοξη Εκκλησίας μας, ότι η
εποχή μας, παρά την αποστασία που την χαρακτηρίζει, έβγαλε μεγάλες μορφές και
μεγάλους Αγίους.
Μόλις προχθές,
πραγματοποιήθηκε εκ μέρους του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου η αγιοκατάταξις
του Οσίου Πατρός ημών Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου και Μελετίου του εν Υψενή
Ρόδου αθλήσαντος.
Ερωτούμε.
Ποίος απ' τις δύο αυτές τις αγιασμένες μορφές, αλλά και τόσους άλλους Οσίους
και αγωνιστές, έφυγε από την Εκκλησία; Ποίος πέρασε σε σχισματικές -
ενιστάμενες και οποιεσδήποτε άλλες παρατάξεις, που υφίσταντο στην εποχή τους;
Ποίος ποτέ από αυτούς, έκανε λόγο περί «αποτειχίσεως» ή εφάρμοσε αυτή;
Μήπως
τους έλειπε η ευαισθησία στα δογματικά θέματα και στην εφαρμογή των Ιερών
Κανόνων;
Μήπως
δεν ζούσαν ασκητική και μάλιστα ακραία ησυχαστική ζωή;
Μήπως
πάλι, αγνοούσαν το τι ακριβώς επί των ημερών τους συνέβαινε; Ή ίσχυε αυτό που
ακούστηκε και γέμισε θυμηδία την όλη ατμόσφαιρα, ότι δηλ. μέχρι πριν 20 περίπου
έτη που εκοιμήθησαν όλοι αυτοί οι ΄Οσιοι, δεν υφίσταντο τα οικουμενιστικά
ξεσπάσματα; Όντως, «ωραία δικαιολογία», για να καλύψουν κάποιοι την ακάλυπτη
αδιακρισία, και να κρυφθούν πίσω από τον δάκτυλόν τους.
Μα, και
μόνο ότι θέλουν να προβάλλουν την παύση του Πατριαρχικού μνημοσύνου που
εφήρμοσε ο Φλωρίνης Αυγουστίνος, και που έλαβε χώρα εδώ και σαράντα και πλέον
έτη (και είδαμε ότι η περίπτωσίς του, καθώς και των δύο άλλων μητροπολιτών τους
γυρίζει μπούμεραγκ), τούτο σημαίνει ότι όχι απλώς ήταν γνωστά τα όσα
συνέβαιναν, αλλά και πως όταν κανείς ξεφύγει από το μέτρο και θέσει τον εαυτόν
του «εκτός των τειχών», στη συνέχεια γυρεύει με ανακολουθίες, με διαστροφές της
ιστορικής πραγματικότητας και αντικρουόμενα επιχειρήματα να καλύψει αυτά που
και μικρό παιδί βλέπει και κατανοεί.
Με πόνο
είδαμε κάποιες ανοιχτές πληγές και με αδελφική αγάπη θέσαμε κάποια καίρια
ερωτήματα, τα οποία είναι ικανά να μας κάνουν να δούμε κατάματα την υπάρχουσα
πραγματικότητα των όντως Αγίων ανδρών. Η δε πραγματικότητα, δεν είναι πάντοτε
όπως θα θέλαμε να την παρουσιάσουμε ή όπως ενδεχομένως, ειλικρινώς νομίζουμε
πως την ατενίζουμε με τους αδύναμους οφθαλμούς μας.
Θα
κλείσουμε, μεταφέροντας τις σκέψεις και τα σχόλια που με αγάπη, θλίψη, αλλά και
διάκριση εξέφρασε αγιορείτης Γέροντας όταν ακούστηκε ο όρος «αποτείχισις».
«Καλά, είπε ο Γέροντας, δεν εννοούν οι ευλογημένοι ότι και ο
όρος ακόμα «αποτείχισις», είναι αδόκιμος, αφού υπονοεί ότι εντός των τειχών, εκ
των οποίων αυτοί φεύγουν, περιλαμβάνεται το Σώμα της Εκκλησίας;». Και συνέχισε
: «Ή δίχως να το αντιλαμβάνονται εκφράζουν αυτό που επάνω στο άκριτο ζήλο τους
θα κατορθώσουν; Να θέσουν δηλαδή τους εαυτούς τους εκτός Εκκλησίας, αφού η
πρακτική τους συνεπάγεται λειτουργική και πνευματική αποξένωση και αποκοπή απ'
όλους τους άλλους κληρικούς, μοναχούς και εν Χριστώ αδελφούς; Μήπως πάλι η
πράξη αυτή έλαβε την συγκεκριμένη ετικέτα «αποτείχισις», για την περίπτωση κατά
την οποία η Εκκλησία θελήσει αργότερα να λάβει κάποια μέτρα για το καλό του
συνόλου που βρίσκεται εντός των τειχών, και τότε αυτοί οι αποτειχισθέντες θα
προβάλλουν το δήθεν επιχείρημα ότι, δεν μπορείτε να μας αγγίξετε και δεν ισχύει
τίποτε για εμάς, διότι εμείς οι ίδιοι έχουμε από μόνοι μας αποτειχισθεί; Κάτι
δηλ. ανάλογο που χρησιμοποιούν οι παρατάξεις των «ενισταμένων», που όταν είναι
να δεχθούν τις συνέπειες των επιλογών τους που οδηγούν στο σχίσμα, δηλώνουν ότι
εμείς, έχουμε ήδη υπερπηδήσει το τείχος και έτσι δεν μας αγγίζει καμμιά απόφαση
Εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Όταν όμως πρόκειται οι ίδιοι να εξαπολύσουν τους
κεραυνούς και τα αναθέματα, σε πρώην οπαδούς τους, που υπερπήδησαν την μάνδρα
της δικής τους «αντιοικουμενιστικής παρατάξεως», τότε το τείχος εξαφανίζεται
και τα βέλη εκ μέσης «Ιεραρχίας», στοχεύουν κατάστηθα για να εξουθενώσουν τους
πρώην αδελφούς και νυν φοβερούς και ήδη «αναθεματισμένους αντιπάλους».
Η δε κατάληξις του Γέροντος, ήταν γεμάτη πικρία,
προβλέποντας ζοφερές εξελίξεις και αποτελέσματα, όταν τόνισε ότι: «κάπως έτσι
ξεκίνησαν, ξεκινούν και καταλήγουν τα αποκόμματα των παλιοημερολογητικών
φατριών. Τι θα κάνουν τώρα οι ευλογημένοι; Τι θα κάνουν όταν αργά ή γρήγορα θα
αισθανθούν την ανάγκη κάπου ν' ακουμπήσουν και με κάποιους να επικοινωνούν; Θα
ψάχνουν με το φανάρι σε όλη την Ελλάδα για να «ποιήσουν ένα προσήλυτον»; Ή θα
αρχίσουν την έρευνα, σε ποια άλλα κράτη υφίστανται παρόμοιες προβληματικές
καταστάσεις ώστε να συνδεθούν και τελικώς να φτιάξουν δική τους «ιεραρχία» όπως
πράττουν δυστυχώς και τόσοι άλλοι; Από πού θα λαμβάνουν μύρο για τις βαπτίσεις;
Αλλά και τώρα εάν προβούν στο μυστήριο του Βαπτίσματος, το Άγιον μύρο πώς θα το
χρησιμοποιήσουν αφού έχει λάβει την ειδική ευλογία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο;
Ή μήπως και αυτό, μαζί τους τώρα έχει «αποτειχισθεί» και έλαβε από μόνο του την
ευλογία; Και πού θα τρέχουν να «χειροτονηθούν» εάν, αλλοίμονο παγιωθούν στις
απόψεις τους αυτές και κυρίως όταν κληθούν ν' αντιμετωπίσουν απρόβλεπτες έως
τώρα ανάγκες και εσωτερικές καταστάσεις;».
Στην ερώτηση που του ετέθη: «Μα, γέροντα, πώς τα λέτε
έτσι; Είναι δυνατόν να έχουμε τέτοιου είδους εξελίξεις;». Ο Γέροντας απάντησε:
«Ναι, έχω δυστυχώς πικρά πείρα από τέτοιου είδους κινήσεις. Από μικρό παιδί
μέχρι και τώρα που γέρασα, τα μάτια μου είδαν πολλά και γνώρισα για τα καλά
τους εκ δεξιών πειρασμούς».
Και έκλεισε τη συζήτηση με νοτισμένους τους οφθαλμούς,
ψελλίζοντας την εκ βάθους καρδίας συγκλονιστική του προσευχή: «Παναγία μου,
φύλαξέ μας από τις παγίδες του εχθρού και μην επιτρέψεις νέες δοκιμασίες και
κλυδωνισμούς στην Εκκλησία μας, από ανθρώπους που σε αγαπούν»!
Θα συμφωνήσετε, φίλοι μου, ότι αποτελεί βεβήλωση, μετά από
αυτή την προσευχή, το να προσθέσουμε εμείς κάτι επί της ουσίας των όσων
εξέφρασε η ευλογημένη αυτή ψυχή του Άθω, που ανδρώθηκε και λευκάνθηκε στην
άσκηση, σκορπίζοντας τώρα την χάρη της αγάπης και τον φωτισμό της διακρίσεως.
Είθε η προσευχή του Γέροντος, να εισακουσθεί, και όλοι
μαζί, εντός των τειχών, εν Πνεύματι Αγίω, εν αδελφική αγάπη και εν επιγνώσει
ζήλω να αγωνιστούμε υπέρ των Πατρίων και Ιερών Παραδόσεών μας και εναντίον της
λαίλαπας τους οικουμενισμού.
Γένοιτο !
Αμήν.
Υ.Γ. Μήπως, αγαπητοί μου, τα σοφά αυτά λόγια του Γέροντος,
μας υπενθυμίζουν την επιστολή την οποία είχε στείλει για το θέμα του
οικουμενισμού, το 1969 ο Γέροντας Παίσιος από το Άγιον Όρος, και την οποία όσον
ούπω, για του λόγου το αληθές, θα δημοσιεύσουμε;
Άρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος