Χρήστου Καρρά,
καθηγητού Φιλολογίας
Επί τη συμπληρώσει 14 ετών από της εις Κύριον μεταστάσεως του ευλαβεστάτου ιερέως π. Νικολάου Πέττα, του εκ Πατρών.
«Εγκωμιαζομένων δικαίων
ευφρανθήσονται λαοί» (Παρ. 29,2).
Συμπληρούνται ήδη 14 έτη από της οσιακής και μακαρίας κοιμήσεως του π. Νικολάου Πέττα, τον οποίον είχον την τιμήν, την χαράν και την ιδιαιτέραν ευλογίαν να γνωρίσω κατά την τελευταίαν πενταετίαν του επιγείου βίου του.
Επρόκειτο περί ανδρός περικοσμημένου με χριστιανικάς αρετάς και αξίου εργάτου εν τω αμπελώνι του Κυρίου. Τοιαύται εκκλησιαστικαί μορφαί, οποίος υπήρξεν ο π. Νικόλαος, άξιον και δίκαιον είναι να προβάλλωνται εις το πλατύ κοινόν, ώστε να αποτελούν πρότυπα ζωής εις καιρούς πνευματικής αυχμηρότητος και ηθικής καταπτώσεως. Ήδη υπό του πανοσιολογιωτάτου Πρωτεπιστάτου του Αγίου Όρους Γέροντος Μαξίμου, του Ιβηρίτου, εξεδόθη σχετικόν πόνημα υπό τον τίτλον: «Νέαι ηγιασμέναι μορφαί εις τον αμπελώνα του Κυρίου: Ο π. Νικόλαος Πέττας (1941-4.1.2000) και η πρεσβυτέρα του Ανθή (1943-6.12.2012)», έργον ιστορικόν και άκρως αποκαλυπτικόν περί του βίου και της δράσεως του π. Νικολάου.
Παραλλήλως εδημιουργήθη υπό του ελλογιμωτάτου καθηγητού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φωτίου Δημητρακοπούλου ο ιστότοπος http://www.pnikolaos.gr προς καταγραφήν και διάσωσιν μαρτυριών, ώστε να γίνη γνωστή η βιοτή του λευϊτικού ζεύγους Πέττα. Αν και τα μέχρι τούδε καταγεγραμμένα στοιχεία περί του π. Νικολάου είναι ολίγα, είναι όμως ενδεικτικά των αρετών αυτού. Άλλωστε εξ όνυχος γινώσκει τις τον λέοντα, εκ του ολίγου το πολύ και εκ του μικρού το μέγα.
Ο π. Νικόλαος ασφαλώς δεν έχει ανάγκην επαίνων, και μάλιστα υπό καλάμου αδυνάτου, όπως του υποφαινομένου. Άλλωστε οι έπαινοι ανέκαθεν προσέκρουον εις τον μετριόφρονα χαρακτήρα αυτού. Παρά ταύτα οφειλετικώς χαράζω τας γραμμάς αυτάς ως συμβολήν ελαχίστην εις τιμήν και μνήμην του μεγάλου ανδρός, του ακραιφνούς χριστιανού και του γνησίου φίλου του Δεσπότου Χριστού, «κάτι λίγο, σαν κάτι πολύ, κάτι μικρό σαν κάτι μεγάλο», εξαιτούμενος την μακροθυμίαν και την επιείκειαν της ευγενούς και μακαρίας ψυχής του.
Πρώτον πρέπει να σημειωθή ότι ο π. Νικόλαος εισήλθεν εις τον κλήρον μετά πολλών ενδοιασμών και δισταγμών και όχι την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, κατά κλίσιν, κατόπιν κλήσεως και όχι κατόπιν παρακλήσεων, δια να ευπαθήση εν τη ιερωσύνη. Άλλωστε κατήγετο εξ εγκρίτου και ευκαταστάτου οικογενείας, είχεν ήδη και επάγγελμα και ηλικίαν. Άρα δεν ήτο του βίου ναυαγός, ώστε να επιδιώξη να γίνη του Υψίστου λειτουργός.
Ο π. Νικόλαος ήτο άνθρωπος ταπεινόφρων και παρά το γεγονός, ότι έλαθε βιώσας, έγινε πασίγνωστος εις τους ευσεβείς χριστιανούς, διότι ο διώκων την φήμην διώκεται εν τέλει υπ’ αυτής. Πολλάκις περιεφρονήθη, και μάλιστα υπό συλλειτουργών! Παρά ταύτα όχι μόνον ουδεμίαν πικρίαν εξέφραζεν, αλλά και προσηύχετο υπέρ πάντων, τηρών την εντολήν του Κυρίου «ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς (Μτθ. 5,44).
Ήτο ακόμη άνθρωπος λίαν ασκητικός και δια του παραδείγματος αυτού κατέδειξεν ότι η ασκητική ζωή είναι εφικτή ακόμη και εντός γάμου, και δη εν μεγαλοπόλει, όπως εκείνη των Πατρών. Ο π. Νικόλαος δηλαδή «έχων», κατά τους ιερούς νηπτικούς, «το μεν σώμα αγνόν, το δε στόμα σιωπών, τον δε νουν τω θείω φωτί φωτιζόμενον» μετέφερεν επιτυχώς την έρημον εν τη πόλει, όπου έζησεν«ωσεί εγκατοικών εν ερήμω εσχάτη».
Πέραν της λιπαράς αυτού μορφώσεως, ο π. Νικόλαος ήτο αληθώς πνευματοφόρος. Και τούτο ώφειλεν όχι μόνον εις τας χριστιανικάς καταβολάς, αλλά κυρίως και κατ’ εξοχήν εις την κατά Θεόν κατάρτισιν και την πνευματικήν καθοδήγησιν του σεβασμίου και εναρέτου Γέροντός του, του μακαριστού π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, παρά του οποίου έλαβε την γεύσιν της αγιότητος. Παραλλήλως όμως υπήρξε καθ’ όλον τον βίον αυτού εμβριθής μελετητής των λόγων του Ιερού Χρυσοστόμου.
Ως πνευματικόν λοιπόν ανάστημα τοιούτου εκκλησιαστικού ανδρός και ως θιασώτης και εραστής των διδαχών του χρυσορρήμονος Ιεράρχου, ο π. Νικόλαος κατέστη ιερεύς νηφάλιος και διορατικός και με απείρους πανταχόθεν έχων τους οφθαλμούς, εν επιγνώσει του γεγονότος, ότι έζη όχι μόνον δια τον εαυτόν του, αλλά και δια το πολυπληθές ποίμνιον (Ιω. Χρυσοστόμου, Περί Ιερωσύνης Γ 241).
Υπέρ των πνευματικών συμφερόντων και της ψυχικής σωτηρίας αυτού του ποιμνίου και ουχί υπέρ του προσωπικού συμφέροντος αδιαλείπτως εμερίμνα στοιχών επί το αποστολικόν «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι (Β Κορ. 11,29), αλλά και επί τους λόγους του Χρυσοστόμου «Τοιούτον είναι δει τον ιερέα, μάλλον δ’ ου τοιούτον μόνον∙ μικρά γαρ ταύτα και το μηδέν, προς ο μέλλω λέγειν. Τι δε τούτο εστιν; (Ιω. Χρυσοστόμου, Περί Ιερωσύνης Γ 203), ο οποίος ως απάντησιν επάγεται το του θείου Παύλου «Ηυχόμην γαρ ανάθεμα είναι αυτός εγώ από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου των κατά σάρκα» (Ρωμ. 9,3).
Ήτο ακόμη απηλλαγμένος από τα διαβλητά πάθη, τον θυμόν, την αθυμίαν, τον φθόνον, την φιλονικίαν, τας συκοφαντίας, τας κατηγορίας, το ψεύδος, την υποκρισίαν, την χαράν δια την ασχημοσύνην των συλλειτουργών, την λύπην δια την ευτυχίαν αυτών, την αγάπην των επαίνων, την φιλοδοξίαν, τα κηρύγματα προς ευχαρίστησιν, τας δουλικάς κολακείας, την καταφρόνησιν των πτωχών και την περιποίησιν των πλουσίων, την επιβλαβή καλωσύνην, τον δουλικόν φόβον, την έλλειψιν γενναιοψυχίας, την φαινομενικήν ταπεινοφροσύνην, τον υπέρμετρον έλεγχον, την επιτίμησιν των ταπεινών και την σιγήν προς τους τα αξιώματα περιβεβλημένους (Ιω. Χρυσοστόμου, Περί Ιερωσύνης Γ 213).
Πλήρης φρικτού δέους και παγερού τρόμου ίστατο εκάστοτε ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου και με ικέτιδας τας χείρας, προσηύχετο υπέρ των εαυτού αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων, εν επιγνώσει του γεγονότος, ότι κατά την στιγμήν εκείνην ο ιερεύς καταβιβάζει όχι πυρ, αλλά το Πνεύμα το Άγιον, και ότι τούτο αδύνατον είναι να επιτελέση και να βαστάση ανθρωπίνη ψυχή άνευ της βοηθείας και της Χάριτος του Θεού (Ιω. Χρυσοστόμου, Περί Ιερωσύνης Γ 179-180).
Ανεγνώριζε την ευεργεσίαν και την τιμήν, των οποίων ηξιώθη, γενόμενος ιερεύς και λαβών εξουσίαν του λύειν και του δεσμείν (Ιω. 20,23),εξουσίαν την οποίαν ο Θεός δεν έδωκεν ούτε εις τους αγγέλους ούτε εις τους αρχαγγέλους. Υπό τοιούτων λογισμών εμφορούμενος ο π. Νικόλαος ευδοκίμως διήνυσε τον εικοσαετή ιερατικόν δίαυλον και κατέλιπε πρότυπον, προς το οποίον όλοι πρέπει να προσβλέπουν μετά πίστεως, θαυμασμού και ενθέου ζήλου.
Τοιούτον ασφαλώς ιερέα θα είχεν υπ’ όψει ο αοίδιμος μοναχός π. Ιωάννης ο Δομβοΐτης, ότε συνέθετε το ποίημα υπό τον τίτλον «Ο καλός παπάς», του οποίου ενταύθα καταχωρίζονται οι πρώτοι στίχοι εις τιμήν και μνήμην του π. Νικολάου:
- Είν’ άνοιγμα του Ουρανού και θέα των αρρήτων
και των ψυχών δυνάμωμα και έκχυσις χαρίτων
η παρουσία ευλαβούς κι’ αξίου ιερέως,
λύχνου του θείου φωτισμού, του πνεύματος φορέως,
που είν’ σ’ το Δείπνο του Θεού ο αρχιτρίκλινός του
κι’ η σωτηρία των ψυχών ο πόθος κι’ έπαινός του.
Και διώχνει τον κακό λιμό, που τις ψυχές πιέζει,
κι’ ευφραίνει όλους πλούσια σ’ το πάντιμο τραπέζι.
- Τιμή και Δόξα κι’ έπαινος σ’ τον τέτοιον Ιερέα
της Χάριτος τον αγωγό, του λόγου τον σπορέα…
(Τα Ποιήματα του Καλόγερου, τ. Α , Αθήναι 1971, σ. 169)
Αλλά και ως εκπαιδευτικός ο π. Νικόλαος υπήρξεν υπόδειγμα κληρικού καθηγητού. Μετά της διακρινούσης αυτόν συνεπείας και πνευματικότητος ενέπνεε σεβασμόν προς τους συναδέλφους και τους φοιτητάς. Δια της ευγενούς απλότητος και του σιωπηλού μεγαλείου, της αγάπης και της επιεικείας εδίδασκεν όχι μόνον παιδείαν, αλλά και αρετήν. Ήτο άριστος γνώστης τόσον των παιδαγωγικών μεθόδων, όσον και της ψυχολογίας των εφήβων σπουδαστών, οι οποίοι ουδέποτε ελησμόνησαν τον διδάσκαλον με την θερμουργόν χριστιανικήν πίστιν και την φλογεράν αγάπην προς την πατρίδα και την λαμπράν ιστορίαν αυτής.
Ο π. Νικόλαος υπήρξε και ιδανικός οικογενειάρχης. Είχε την ευλογίαν να νυμφευθή την αείμνηστον πρεσβυτέραν Ανθήν, γυναίκα τα μάλα θεοσεβή και ανταξίαν συνοδοιπόρον εις τον ανάντη, αλλά ψυχωφελή και σωτηριώδη δρόμον του χριστιανικού βίου. Αμφότεροι δια του υποδειγματικού εν Χριστώ εγγάμου βίου έφθασαν εις τον αγιασμόν, διότι ήσαν ο εις δια τον άλλον δώρον Θεού. Απέκτησαν μάλιστα και οικογένειαν πολυμελή, τέκνα υπάκουα και ευπαίδευτα με κύρος και υπόληψιν εις την κοινωνίαν.
Η όλη ζωή του π. Νικολάου ήτο μία διαρκής προσευχή. Ο ίδιος μάλιστα είχε συντάξει προσευχάς προς τον Χριστόν και πολλούς αγίους. Αι χριστολογικαί αυτού προσευχαί δεν περιείχον αοριστίας, αλλά εστρέφοντο περί τρία σωτηριώδη αιτήματα προς τον Κύριον: πρώτον, να ευλογή και αγιάζη αυτόν, ώστε δια της Χάριτος να καταστή αληθινός λειτουργός, άμωμος και ανεπίληπτος∙ δεύτερον, να εγχαράξη εις την καρδίαν του ανεξίτηλον το Πανάγιον Όνομά Του και να εμφυτεύση εις αυτόν την αγάπην και την συγχωρητικότητα προς όλους∙ και, τρίτον, να καταπέμψη εις αυτόν το Πανάγιον Πνεύμα, ώστε να τον φωτίζη εις την επιτέλεσιν της υψηλής αποστολής αυτού ως κληρικού, ως εκπαιδευτικού και ως οικογενειάρχου. Τα τρία αυτά αιτήματα υπέβαλλε προς τον Κύριον ικετευτικώς και μετά πολλών δακρύων, όπως ακριβώς έπραττε και ότε ιερούργει μετά βαθείας κατανύξεως, βιών την ορατήν και αόρατον παρουσίαν του Θεού.
Ήδη ο π. Νικόλαος από δεκατετραετίας συνδιάγει μετ’ αγγέλων εν ουρανώ. Την επί γης σιωπήν του έχει διαδεχθή η τρισάγιος ωδή. Την φωτεινήν αυτού πορείαν, καταυγασθείσαν υπό αγώνων πνευματικών και καταξιωθείσαν δια της κατά Χριστόν βιοτής και προσφοράς προς την Εκκλησίαν Του, και την αφάνειαν, την οποίαν επιμελώς δια βίου επεδίωκε και, του Θεού συνεργούντος, επέτυχε, θα δοξάση και θα επιβραβεύση ο μισθαποδότης Κύριος «ως δίκαιος κριτής εν εκείνη τη ημέρα (Β Τιμ. 4,8), κατά το αποστολικόν «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη (Κολ. 3,4).
Χαίροις, πάτερ Νικόλαε,
επίγειε άγγελε και ουράνιε άνθρωπε!
Και δέου και μεσίτευε
υπέρ ημών των αναξίων
προς Κύριον τον Θεόν ημών.