Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2014

Τό νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως

Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών (Κούτσας)

Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἰσερχόμαστε ἀπό αὔριο στήν ἱερή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 'Oνομάζεται καί εἶναι πράγματι στάδιο πνευματικό. Καί οἱ πιστοί, πού καλούμαστε νά εἰσέλθουμε σ' αὐτό γιά νά ἀγωνιστοῦμε, εἴμαστε οἱ ἀγωνιστές «τοῦ καλοῦ ἀγῶνος τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. 6,12). Οἱ ἀθλητές τοῦ πνεύματος. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ( Β΄ Τιμ. 2,3,5). 

Πάντοτε ἀγωνιζόμαστε οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἕνας συνεχής καί ἀδιάκοπος ἀγώνας. Ὡστόσο, ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χρόνος προετοιμασίας μας γιά τόν ἑορτασμό τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, προϋποθέτει ἐντατικότερη προσπάθεια, θερμότερο ζῆλο, μεθοδικότερον ἀγώνα. 

Σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ὁ πνευματικός ἀγώνας αὐτῆς τῆς περιόδου, τόν ὁποῖο καλούμαστε νά ἀναλάβουμε; Τόν καθορίζει μέ σαφήνεια τό τρίτο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου, πού ἀκούσαμε νά ψάλλεται πρίν ἀπό λίγο -ποίημα, καθώς φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή του, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. 

«Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκαν καθάρωμεν· νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος· ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι». 

Δηλαδή: «Ἄς ξεκινήσουμε χαρούμενα τήν περίοδο τῆς νηστείας, ὑποβάλλοντας τόν ἑαυτό μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Νά ἐξαγνίσουμε τήν ψυχή. Νά καθαρίσουμε τήν σάρκα. Ὅπως νηστεύουμε μέ τίς τροφές, νά ἀπέχουμε ἀπό κάθε πάθος, ἐντρυφώντας στίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος. Καί παραμένοντας μέ πόθο στήν ἐνάρετη ζωή, εἴθε ν' ἀξιωθοῦμε, γεμάτοι πνευματικοί χαρά, ν' ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος καί τό ἅγιο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας».

1. Τό πρῶτο πού μᾶς συνιστᾶ ὁ ἱ. ὑμνογράφος εἶναι νά ἀγνίσουμε τήν ψυχή μας. Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Ἡ πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ., 3,4). 

«Ψυχή ἐστιν » γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐσία νοερά, ἀσώματος, ἀπαθής, ἀθάνατος » (1). Καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διευκρινίζει ἀναλυτικότερα: 
«Ὥσπερ τά μέλη τοῦ σώματος πολλά ὄντα εἷς ἄνθρωπος λέγεται, οὕτω καί τά μέλη ψυχῆς εἰσι πολλά, νοῦς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κατηγοροῦντες καί ἀπολογούμενοι· ἀλλά ταῦτα πάντα εἰς ἕνα λογισμόν εἰσιν ἀποδεδεμένα καί μέλη ἐστι ψυχῆς· μία δέ ἐστι ψυχή, ὁ ἔσω ἄνθρωπος » (2). 
Δηλαδή, «Ὅπως ἀκριβῶς λογίζεται ἕνας ἄνθρωπος, ἄν καί εἶναι πολλά τά μέλη τοῦ σώματός του, ἔτσι πολλά εἶναι καί τά μέλη τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, ἡ συνείδηση, τό θέλημα, οἱ λογισμοί πού κατηγοροῦν καί πού ἀπολογοῦνται. Ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι καλά δεμένα σέ ἕνα λογισμό καί εἶναι μέλη τῆς ψυχῆς. Καί ἡ ψυχή εἶναι μία, ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς». 

Καί ἡ ψυχή μας, ὅταν παύσει νά ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός, τότε ἀσθενεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Τά πάθη εἶναι «ψυχῆς νόσοι» (3). Τή μολύνουν καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη. 
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: 
««Ψυχῆς ἐστιν ἀκαθαρσία τό μή ἐνεργεῖν κατά φύσιν. Ἐκ τούτου γάρ τίκτονται τῷ νῷ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε γάρ κατά φύσιν ἐνεργεῖ, ὅταν αἱ παθητικαί αὐτῆς δυνάμεις, ὁ θυμός, λέγω, καί ἡ ἐπιθυμία ἐν τῇ τῶν πραγμάτων καί τῶν ἐν αὐτοῖς νοημάτων προσβολή ἀπαθεῖς διαμένωσι» (4). 

Δηλαδή: «Ἀποτελεῖ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς τό νά μήν ἐνεργεῖ κατά φύσιν. Διότι ἀπό αὐτό γεννιοῦνται στόν νοῦ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε πράγματι ἡ ψυχή ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅταν οἱ παθητικές της δυνάμεις-ἐννοῶ τό θυμικό καί ἡ ἐπιθυμία- στήν προσβολή πού δέχονται ἀπό τά πράγματα καί ἀπό τούς λογισμούς, πού σχετίζονται μ' αὐτά, παραμένουν ἀπαθεῖς. 

Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά ἁγνίσουμε τήν ψυχή μας; Νά τήν ἐλευθερώσουμε ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν; Νά τήν κρατήσουμε ἔτσι, ὥστε νά ἐνεργεῖ πάντοτε κατά φύσιν ; 

Ἡ ἀπάντηση πού δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας σχετίζεται μέ τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς πού διδάσκουν ὁμόφωνα. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι τό λογιστικόν, τό θυμικόν καί τό ἐπιθυμητικόν. 

«Ὥσπερ τό σῶμα » ὑπογραμμίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος, «διά τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει πρός παιδαγωγίαν τάς σωματικὰς ἀρετὰς, ἵνα σωφρονῇ· οὕτω καί ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει ὡσαύτως πρός παιδαγωγίαν τάς ψυχικὰς ἀρετὰς, ἵνα, καθαρῶς καί ἀπαθῶς ὁρῶν τά πράγματα, σωφρονῇ » (5). 

Δηλαδή: «Ὅπως τό σῶμα ἁμαρτάνει μέσω τῶν πραγμάτων καί γιά νά σωφρονεῖ ἔχει γιά παιδαγωγία τίς σωματικές ἀρετές, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού ἁμαρτάνει μέσω τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων, γιά νά βλέπει καθαρά καί ἀπαθῶς τά πράγματα καί νά σωφρονεῖ, ἔχει ὁμοίως γιά παιδαγωγία τίς ψυχικές ἀρετές». 

Μέ ποιές ἀρετές θά ἐξαγνίσουμε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς; Τό λογιστικό μέ τήν ἀνάγνωση, τήν πνευματική θεωρία καί τήν προσευχή. Τό θυμικό μέ τήν ἀγάπη πού ἀντίκειται στό μῖσος. Καί τό ἐπιθυμητικό μέ τή σωφροσύνη καί τήν ἐγκράτεια. «Τό θυμικόν τῆς ψυχῆς ἀγάπῃ χαλίνωσον· καί τό ἐπιθυμητικόν αὐτῆς ἐγκρατείᾳ καταμάρανον· καί τό λογιστικόν αὐτῆς προσευχῇ πτέρωσον ...» (6). 

Δηλαδή: «Μέ τήν ἀγάπη χαλιναγώγησε τό θυμικό τῆς ψυχῆς. Καί μέ τήν ἐγκράτεια μάρανε ὁλότελα τό ἐπιθυμητικό της. Καί μέ τήν προσευχή δῶσε φτερά στό λογιστικό μέρος της». 

Κάθαρση ψυχῆς σημαίνει ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη (7) καί ἐλευθερία ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ (8). 

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμη τήν γνώμη καί ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ διδασκάλου: «Ἀνάγνωσις καί προσευχή νοῦν καθαίρουσιν, ἀγάπη δέ καί ἐγκράτεια τό παθητικόν τῆς ψυχῆς » (9). 

Δηλαδή: «Ἡ πνευματική μελέτη καί ἡ προσευχή καθαρίζουν τόν νοῦ. Καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς».


2. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔχει μόνο ψυχή. Διαθέτει καί σῶμα. Ψυχή καί σῶμα ἀπαρτίζουν τήν ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι μόνο ὑπόθεση τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ὁλόκληρος, ἡ ψυχή καί τό σῶμα του. Καί ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του μ' ἕναν ἑνιαῖο ἀγώνα πού διεξάγει μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα του μαζί. Ἡ ψυχή ἀγωνίζεται. Καί τό σῶμα συναγωνίζεται μέ τήν ψυχή. 
Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, μαζί μέ τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς νά ἐπιδιώξουμε τήν κάθαρση τῆς σαρκός. «Τήν σάρκαν καθάρωμεν » προσθέτει ὁ ὑμνογράφος. Ἐξαγνισμός τῆς ψυχῆς καί κάθαρση τοῦ σώματος συνδέονται ἄρρηκτα. Συμπορεύονται. «Τό σῶμα » διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, «οὐχ ἁμαρτάνει καθ' ἑαυτό, ἀλλά διά τοῦ σώματος ἡ ψυχή» (10). Δηλαδή: «Τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἡ ψυχή διαμέσου τοῦ σώματος». 
Ἑπομένως, ὅπως ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς, ἔτσι θά πρέπει νά καθάρουμε καί τό σῶμα ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, διότι, καθώς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «Ἡ κατ' ἐνέργειαν ἀμαρτία τοῦ σώματος ἐστιν ἀκαθαρσία» (11). Δηλαδή, «ἡ ἁμαρτία μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες καί πράξεις καθιστᾶ ἀκάθαρτο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου». 

Οἱ ψυχικές ἀρετές, ὅπως εἴδαμε, συντείνουν στόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς. Καί οἱ σωματικές ἀρετές συντελοῦν στήν κάθαρση τοῦ σώματος. Κορυφαία ἀρετή εἶναι καί ἡ νηστεία. Καί μαζί μέ τήν νηστεία, οἱ Πατέρες μας συντάσσουν τήν ἀγρυπνία, τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή καί τήν φυλακή τῶν αἰσθήσεων. 

Τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἀσκητικό. Πνευματική ζωή χωρίς σωματική κακοπάθεια δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Αὐτή τή διαλεκτική σχέση μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: 
«Ἀδύνατον καί τήν σάρκαν τῷ κόρῳ τῶν βρωμάτων κατεμπιπλᾶν καί πνευματικῶς τῆς νοερᾶς καί θείας ἐπαπολαύειν χρηστότητος. Ὅσῳ γάρ τήν γαστέρα τις θεραπεύσει, κατά τοσοῦτον ἐκείνης ἑαυτόν ἀποστερήσει· καθόσον δέ τό σῶμα ὑπωπιάσει, ἀναλόγως καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς τε καί παρακλήσεως ἐμπλησθήσεται» (12). 

Δηλαδή: «Εἶναι ἀδύνατον καί τή σάρκα νά παραγεμίζουμε μέ τόν κόρο τῶν βρωμάτων καί ταυτόχρονα ἀπολαμβάνουμε πνευματικά τή νοερή καί θεία γλυκύτητα. Γιατί ὅσο κανείς περιποιεῖται τήν κοιλιά, τόσο καί ἀποστερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία χάρη. Καί ὅσο μέ τήν ἄσκηση ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του, ἀνάλογα γεμίζει καί ἀπό τήν πνευματική τροφή καί παράκληση».


3. Νηστεία καί ἄσκηση, ὡστόσο, δέν σημαίνει ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές. Σημαίνει ἀπαραιτήτως καί ἀγώνα ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μας καί προσπάθεια ἀπόκτησης τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. 

Προσθέτει ὁ ἱ. ὑμνογράφος: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος». 

Ἡ ἀληθής νηστεία, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν ἀρκεῖται μόνο στήν ἀποχή ἀπό τίς τροφές, προχωρεῖ καί στήν ἀποδέσμευση τοῦ πιστοῦ ἀπό κάθε εἴδους πάθος. 

«Οὐ μέντοι ἑξαρκεῖ καθ' ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν» (13). 

Δηλαδή: «Δέν φτάνει ἡ ἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ὁτιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡ ἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μᾶς εἶναι καλή καί ὠφέλιμη». 

Ἀλλά ἡ κατά Χριστόν ζωή ἔχει καί τήν θετική της ὄψη. Παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά διάφορα πάθη, ἐπιδιώκει καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. «Δεῖ δέ», παρατηρεῖ ἕνας ἀπό τούς πνευματικούς διδασκάλους τῆς Φιλοκαλίας, «πρός τῇ καθάρσει τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, καί τῆς κτήσεως τῶν ἀρετῶν» (14). Πέρα, δηλαδή, ἀπό τήν κάθαρσή μας ἀπό τίς κακές συνήθειες-τά πάθη ἀπό τά ὁποῖα αἰχμαλωτιζόμαστε-, ὀφείλουμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς ἀρετές πού κοσμοῦν τόν εὐαγγελικό βίο. Εἶναι αὐτό πού διατυπώνει πολύ ἐπιγραμματικά ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν » ( Ψαλμ. 33, 14, 36, 27). 

Κατά τόν θεόσοφο Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας ἀποτελεῖ «ἀρχήν »- θεμελιώδη δηλαδή προϋπόθεση- «πρός τήν ἀνάληψιν τῶν καλῶν » «ἡ ἀναχώρησις τῶν κακῶν ». Καί συνεχίζει, σχολιάζοντας τόν παραπάνω λόγο τῶν Ψαλμῶν: 

«Σοφῶς οὖν καί ἐντέχνως προσάγων ἡμᾶς εἰς τήν ἀρετήν, τήν ἀναχώρησιν τῆς κακίας ἀρχήν ἐποιήσατο τῶν καλῶν. Εἰ γάρ εὐθύς προέβαλέ σοι τά τέλεια, ἀπώκνησας ἄν πρός τήν ἐγχείρησιν· νῦν δέ τοῖς εὐληπτοτέροις σέ προσεθίζει, ἵνα κατατολμήσῃς τῶν ἐφεξῆς. Κλίμακι γάρ προσεοικέναι φαίην ἄν ἔγωγε τῆς εὐσεβεάις τήν ἄσκησιν ... Ὥστε δεῖ τούς εἰσαγομένους πρός τόν κατ' ἀρετήν βίον τοῖς πρώτοις βαθμοῖς ἐπιβάλλειν τό ἴχνος, κακεῖθεν ἀεί τῶν ἐφεξῆς ἐπιβαίνειν, ἕως ἄν πρός τό ἐφικτόν ὕψος τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει διά τῆς κατ' ὀλίγον διακοπῆς ἀναβῶσιν. Ὥσπερ οὖν ἐπί τῆς κλίμακος πρώτη ἀνάβασις ἡ τῆς γῆς ἀναχώρησις, οὕτως ἐπί τῆς κατά Θεόν πολιτείας, ἀρχή προκοπῆς ὁ χωρισμός τοῦ κακοῦ » (15). 

Δηλαδή: «Ὁδηγώντας μας (ὁ Ψαλμωδός) μέ σοφία καί τέχνη στήν ἀρετή, κατέστησε ἀρχή τῶν καλῶν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία. Διότι, ἄν εὐθύς ἀμέσως σοῦ προέβαλε τά τέλεια, θά δίσταζες νά ἐπιχειρήσεις νά τά ἐπιτύχεις. Τώρα ὅμως σέ ἐξοικειώνει μέ τά πιό εὐκολοκατόρθωτα γιά νά τολμήσεις νά ἐπιδιώξεις καί τά ἑπόμενα. Καί θά ἔλεγα ἐγώ ὅτι ἡ ἄσκηση εὐσεβείας μοιάζει μέ κλίμακα... Θά πρέπει, λοιπόν, οἱ ἀρχάριοι στόν ἐνάρετο βίο νά ξεκινοῦν ἀπό τά πρῶτα σκαλοπάτια καί ἀπό ἐκεῖ πάντοτε νά προχωροῦν καί στά ἑπόμενα, ἴσαμε νά μπορέσουν νά ἀνεβοῦν προοδευτικά στό ὕψος πού εἶναι μπορετό γιά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως ἀκριβῶς στήν κλίμακα στό πρῶτο σκαλοπάτι συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό ἔδαφος, ἔτσι καί στήν κατά Θεόν πολιτεία ἀρχή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό κακό». 

Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ, ὅπως διδάσκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, συνίσταται ἀφ' ἑνός στό νά ἐξαλείψει καί νά ἐξαφανίσει «τέλεον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς » τά πάθη καί ἀφ' ἑτέρου νά θησαυρίσει «ἐν ἑαυτῷ πάσῃ δυνάμει ψυχῆς τάς ἀρετὰς ἀντ' αὐτῶν». 
Καί συνεχίζει ὁ θεοφόρος Πατέρας: «Εἰ γάρ μή οὕτω γένηται παρ' αὐτοῦ καί οὕτω τά τῶν ἀγώνων ἔξει καλῶς ἐν αὐτῷ, οὐδέν ἔσται ὄφελος αὐτῷ ἐκ μόνης τῆς τῶν παθῶν ἀλλοτριώσεως· οὐ γάρ ὁ μή πλεονεκτῶν ἀλλ' ὁ ἐλεῶν ἐπαινεῖται, οὐδέ ὁ τό δοθέν τάλαντον σῶον φυλάξας ἀλλ' ὁ διπλασιάσας ἐσώθη, οὐδέ ὁ ἐκκλίνας ἀπό κακοῦ ἀλλ' ὁ ποιήσας τό ἀγαθόν μακαρίζεται» (16). 
Δηλαδή: «Ἄν αὐτός (ὁ χριστιανός) δέν ἀγωνιστεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ὁ ἀγώνας του δέν ἔχει τήν ἀγαθή κατάληξη, τίποτα δέν ἔχει νά ὠφεληθεῖ ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τά πάθη καί μόνο. Διότι δέν ἐπαινεῖται αὐτός πού δέν εἶναι πλεονέκτης ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ ( Ματθ. 5, 7). Οὔτε σώθηκε αὐτός πού φύλαξε ἀκέραιο τό τάλαντο πού τοῦ δόθηκε, ἀλλά ἐκεῖνος πού τό διπλασίασε ( Ματθ. 25, 15-28). Οὔτε μακαρίζεται αὐτός πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό κακό, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἔπραξε τό ἀγαθό ( Ψαλμ. 36, 27). 

Ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι χωρίς σκοπό καί ὁ πνευματικός μας ἀγώνας χωρίς νόημα. Ὕψιστος σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό νόημα τοῦ ἀγώνα πού διεξάγουμε εἶναι νά γίνουμε μέτοχοι της ἐν Χριστῷ σωτηρίας. 

Στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας ἕνα ξεχωριστό σκοπό ὑπηρετεῖ καί ὁ ἰδιαίτερος ἀγώνας τῆς ἱερῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς πού ἐγκαινιάζει ὁ ἀποψινός ἑσπερινός. Μᾶς τό ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τοῦ τροπαρίου πού σχολιάζουμε: «ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό ἅγιον Πάσχα...». 

Ὁ σκοπός πρός τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ πνευματική προετοιμασία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ἀπόψε ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία, εἶναι ν' ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νά ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος τοῦ Κυρίου. Νά γίνουμε κοινωνοί τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας τῆς Ἀναστάσεως. 

Νά δώσει ὁ Θεός ἀγαπητοί ἀδελφοί! 



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Πρός Ἀντίοχον 16: ΒΕΠΕΣ 35, 104. 
2. Ὁμιλ. 7,8: PG 34, 528 b. 
3. Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικός 11: ΒΕΠΕΣ 7, 74. 
4. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 35: Φιλοκαλία τόμ. Β΄ σελ. 32. 
5. Ὅπ. π. 2,64, σ. 22 
6. Ὅπ. π. 4,42, 80, σ. 45, 49. 
7. Θαλάσσιος 2, 79: Φιλοκαλία, τόμ. Β. σ. 215 
8. Ἐπιστολή δ΄: Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά ..., ἔκδ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἀθήνα 1895, σ. 381. Πρβλ. καί τόν ὅσιο Θαλάσσιο: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει μετάνοιαν· ἡ δέ τῶν ἐντολῶν τήρησις ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν » (2, 77: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215). 
9. Θαλάσσιος 2, 84: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215. 
10. Κατήχησις 4, 23: ΒΕΠΕΣ 39, 74. 
11. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 36: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 32. 
12. Κεφάλαια 1,42: ΛΛ 51,51. 
13. Περί νηστείας λόγ. 2, 7: ΒΕΠΕΣ 54, 26. 
14. Θεοδώρου Ἐδέσσης, Θεωρητικόν: Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, σ. 325. 
15. Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς Ψαλμούς 1, 3-4: ΒΕΠΕΣ 52, 14-15. 
16. Ἠθικός 7: SC 129, 160-162.

Οἱ Ἅγιοι Εὐτρόπιος, Κλεόνικος καὶ Βασιλίσκος



Ἡ καταγωγὴ αὐτῶν τῶν τριῶν πνευματικῶν βλασταριῶν ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου (ὁρισμένοι συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καὶ συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος).

Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀσκληπιοδότης ἀμέσως τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς ἀνέκρινε ἂν πράγματι ἦταν χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς, χωρὶς κανένα δισταγμό, ὁμολόγησαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Ἀμέσως, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν ἀνελέητα. Τὰ βασανιστήρια δὲν ἐπηρέασαν καθόλου τὸ θάῤῥος καὶ τὴν συνείδησή τους. Ἐνῷ τοὺς ἔδερναν καὶ τοὺς ἔκαιγαν ἀλύπητα, αὐτοὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ὑμνοῦσαν.

Ἔτσι, οἱ μὲν Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος πέθαναν μὲ σταυρικὸ θάνατο, ὁ δὲ Βασιλίσκος, ἀφοῦ φυλακίστηκε, πέθανε μετὰ ἀπὸ μύριες στερήσεις καὶ κακουχίες, χωρὶς νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του καθόλου. Παρέμεινε μέχρι τελευταίας πνοῆς πιστὸς στὸ Χριστό.

 


Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ οἱ τρεῖς τεκμηρίωσαν τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἰωάννη στὴν Ἀποκάλυψη, ὅτι «οὐκ ἤγαπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου». Γιὰ τὴν μαρτυρία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἀγάπησαν τὴν ζωή τους, ἀλλὰ τὴν περιφρόνησαν μέχρι θανάτου.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ τρίστοιχον ἄθροισμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐτρόπιον μέλψωμεν, σὺν Βασιλίσκω ὁμού, τὸν θεῖον Κλεόνικον οὗτοι γὰρ τῆς Τριάδος, τὸ ὑπέρθεον κράτος, ἄθλοις ὑπερφυέσιν, ὠμολόγησαν πάσιν ἡ πάντοτε πρεσβεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἁρμονίᾳ πίστεως συνδεδεμένοι, τοῦ ἐχθροῦ διέλυσαν, τάς παρατάξεις ἐμφανῶς, σύν Εὐτροπίῳ Κλεόνικος, καί Βασιλίσκος γενναίως ἀθλήσαντες.

Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ἱερομάρτυρας, πρεσβύτερος Ἀντιοχείας



 


Ἦταν τὰ θλιβερὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτη, ποὺ ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς αὐτοκράτορας ἐξεδίωκε τὴν Ἐκκλησία, προσπαθώντας ν᾿ ἀναστηλώσει τὴν εἰδωλολατρία. Οἱ διωγμοὶ αὐτοὶ βέβαια, ἐπεκτάθηκαν καὶ στὴν Ἀντιόχεια τὴν Μεγάλη.

Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς κληρικούς της, ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν παράταξή τους, προστατεύοντας καὶ ἐνθαῤῥύνοντας τὸ ποίμνιο μὲ τὴν παρουσία τους. Μεταξὺ τῶν ἡρῴων αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Θεοδώρητος. Συνελήφθη λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς πόλης (Ἰουλιανὸ ὀνομαζόμενο, ποὺ κατὰ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἦταν θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη), ἀλλὰ διατήρησε ὅλη τὴν ἀκεραιότητα τοῦ θάῤῥους του.

Ὁ ἔπαρχος στὴν ἀρχὴ τὸν περιποιήθηκε. Καὶ τόνισε τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ Θεοδωρήτου, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν παιδεία του. Κατέληξε δὲ προτρέποντας τὸν Θεοδώρητο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Χριστό, καὶ νὰ προσέλθει στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεοδώρητος τὸν ἄκουσε μὲ ὑπομονή, καὶ κατόπιν μεταξὺ ἄλλων εἶπε στὸν ἔπαρχο: «Πῶς νὰ προδώσω τὴν ἀλήθειαν, πῶς νὰ λιποτακτήσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, πῶς νὰ ἀφήσω τὴν χριστιανικὴν ἐλπίδα, τὴν χύνουσαν τόσον φῶς καὶ τόσην παρηγοριὰν εἰς τοὺς ζοφώδεις ὁρίζοντας τοῦ βίου, πῶς νὰ φανῶ τόσον ἀχάριστος πρὸς τὸν Χριστόν μου, ὁ ὁποῖος ὑπὲρ ἐμοῦ ἔχυσε τὸ αἷμα του; Εἶμαι καὶ θὰ μείνω χριστιανός».
Ὁ ἔπαρχος, ἐξεπλάγη μὲν ἀπὸ τὸ θάῤῥος του, διέταξε ὅμως καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ Παρθένος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Νωρὶς στερήθηκε τὸν πατέρα της, ἀλλὰ ἡ μητέρα της τὴν ἀνέθρεψε καὶ τὴν πότισε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μητέρα καὶ κόρη δόθηκαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ σὲ ἔργα εὐσπλαχνίας καὶ φιλαδελφίας.

Μὲ τὸ μικρὸ τοὺς εἰσόδημα καὶ μὲ κόπους τῶν χεριῶν τους, παρηγοροῦσαν ἀσθενεῖς καὶ θλιβομένους. Ἐπίσης στήριζαν τὴν κλονισμένη πίστη τῶν γυναικῶν καὶ ἡ διαγωγή τους ἐνέπνεε ἀγάπη καὶ σεβασμό. 

Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα της, ἡ Πιαμοῦν αὔξησε τοὺς κόπους της στὶς ὑπηρεσίες τῶν εὐαγγελικῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἁγιότητά της εἶχε φθάσει καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Κάποτε μάλιστα, κατάφερε μόνη της νὰ σώσει τὴν γενέτειρα πόλη της ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ὅταν δήλωσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ ὄνομά της. Στὸ ἄκουσμα ἐκεῖνοι θυμήθηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποχώρησαν εἰρηνικά. 
Ἡ Ἁγία πέθανε μέσα σὲ ἄπειρες εὐλογίες καὶ γενικὸ ἦταν τὸ πένθος τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας της.

Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Γεωργίας




Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατριάρχευσε στὴ Γεωργία ἀπὸ τὸ 1033 μέχρι τὸ 1048. Πρὶν τὴν ἐκλογή του, ὡς Πατριάρχου, εἶχε μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Καλίπου, στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου μόναζαν πολλοὶ Γεωργιανοὶ μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1048.

Συναξαριστής της 3ης Μαρτίου

Οἱ Ἅγιοι Εὐτρόπιος, Κλεόνικος καὶ Βασιλίσκος

 


Ἡ καταγωγὴ αὐτῶν τῶν τριῶν πνευματικῶν βλασταριῶν ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου (ὁρισμένοι συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καὶ συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος).

Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀσκληπιοδότης ἀμέσως τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς ἀνέκρινε ἂν πράγματι ἦταν χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς, χωρὶς κανένα δισταγμό, ὁμολόγησαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Ἀμέσως, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν ἀνελέητα. Τὰ βασανιστήρια δὲν ἐπηρέασαν καθόλου τὸ θάῤῥος καὶ τὴν συνείδησή τους. Ἐνῷ τοὺς ἔδερναν καὶ τοὺς ἔκαιγαν ἀλύπητα, αὐτοὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ὑμνοῦσαν.

Ἔτσι, οἱ μὲν Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος πέθαναν μὲ σταυρικὸ θάνατο, ὁ δὲ Βασιλίσκος, ἀφοῦ φυλακίστηκε, πέθανε μετὰ ἀπὸ μύριες στερήσεις καὶ κακουχίες, χωρὶς νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του καθόλου. Παρέμεινε μέχρι τελευταίας πνοῆς πιστὸς στὸ Χριστό.

 


Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ οἱ τρεῖς τεκμηρίωσαν τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἰωάννη στὴν Ἀποκάλυψη, ὅτι «οὐκ ἤγαπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου». Γιὰ τὴν μαρτυρία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἀγάπησαν τὴν ζωή τους, ἀλλὰ τὴν περιφρόνησαν μέχρι θανάτου.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ τρίστοιχον ἄθροισμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐτρόπιον μέλψωμεν, σὺν Βασιλίσκω ὁμού, τὸν θεῖον Κλεόνικον οὗτοι γὰρ τῆς Τριάδος, τὸ ὑπέρθεον κράτος, ἄθλοις ὑπερφυέσιν, ὠμολόγησαν πάσιν ἡ πάντοτε πρεσβεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἁρμονίᾳ πίστεως συνδεδεμένοι, τοῦ ἐχθροῦ διέλυσαν, τάς παρατάξεις ἐμφανῶς, σύν Εὐτροπίῳ Κλεόνικος, καί Βασιλίσκος γενναίως ἀθλήσαντες.

 
Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ἱερομάρτυρας, πρεσβύτερος Ἀντιοχείας

 


Ἦταν τὰ θλιβερὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτη, ποὺ ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς αὐτοκράτορας ἐξεδίωκε τὴν Ἐκκλησία, προσπαθώντας ν᾿ ἀναστηλώσει τὴν εἰδωλολατρία. Οἱ διωγμοὶ αὐτοὶ βέβαια, ἐπεκτάθηκαν καὶ στὴν Ἀντιόχεια τὴν Μεγάλη.

Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς κληρικούς της, ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν παράταξή τους, προστατεύοντας καὶ ἐνθαῤῥύνοντας τὸ ποίμνιο μὲ τὴν παρουσία τους. Μεταξὺ τῶν ἡρῴων αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Θεοδώρητος. Συνελήφθη λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς πόλης (Ἰουλιανὸ ὀνομαζόμενο, ποὺ κατὰ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἦταν θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη), ἀλλὰ διατήρησε ὅλη τὴν ἀκεραιότητα τοῦ θάῤῥους του.

Ὁ ἔπαρχος στὴν ἀρχὴ τὸν περιποιήθηκε. Καὶ τόνισε τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ Θεοδωρήτου, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν παιδεία του. Κατέληξε δὲ προτρέποντας τὸν Θεοδώρητο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Χριστό, καὶ νὰ προσέλθει στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεοδώρητος τὸν ἄκουσε μὲ ὑπομονή, καὶ κατόπιν μεταξὺ ἄλλων εἶπε στὸν ἔπαρχο: «Πῶς νὰ προδώσω τὴν ἀλήθειαν, πῶς νὰ λιποτακτήσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, πῶς νὰ ἀφήσω τὴν χριστιανικὴν ἐλπίδα, τὴν χύνουσαν τόσον φῶς καὶ τόσην παρηγοριὰν εἰς τοὺς ζοφώδεις ὁρίζοντας τοῦ βίου, πῶς νὰ φανῶ τόσον ἀχάριστος πρὸς τὸν Χριστόν μου, ὁ ὁποῖος ὑπὲρ ἐμοῦ ἔχυσε τὸ αἷμα του; Εἶμαι καὶ θὰ μείνω χριστιανός».
Ὁ ἔπαρχος, ἐξεπλάγη μὲν ἀπὸ τὸ θάῤῥος του, διέταξε ὅμως καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

 
Οἱ Ὅσιοι Ζήνων καὶ Ζωΐλος

Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

 
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ Παρθένος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Νωρὶς στερήθηκε τὸν πατέρα της, ἀλλὰ ἡ μητέρα της τὴν ἀνέθρεψε καὶ τὴν πότισε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μητέρα καὶ κόρη δόθηκαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ σὲ ἔργα εὐσπλαχνίας καὶ φιλαδελφίας.

Μὲ τὸ μικρὸ τοὺς εἰσόδημα καὶ μὲ κόπους τῶν χεριῶν τους, παρηγοροῦσαν ἀσθενεῖς καὶ θλιβομένους. Ἐπίσης στήριζαν τὴν κλονισμένη πίστη τῶν γυναικῶν καὶ ἡ διαγωγή τους ἐνέπνεε ἀγάπη καὶ σεβασμό.

Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα της, ἡ Πιαμοῦν αὔξησε τοὺς κόπους της στὶς ὑπηρεσίες τῶν εὐαγγελικῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἁγιότητά της εἶχε φθάσει καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Κάποτε μάλιστα, κατάφερε μόνη της νὰ σώσει τὴν γενέτειρα πόλη της ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ὅταν δήλωσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ ὄνομά της. Στὸ ἄκουσμα ἐκεῖνοι θυμήθηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποχώρησαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία πέθανε μέσα σὲ ἄπειρες εὐλογίες καὶ γενικὸ ἦταν τὸ πένθος τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας της.

 
Ὁ Προφήτης Ἰωὰδ ἢ Ἰωήλ

Περιττῶς ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του. Βλέπε βιογραφία του τὴν 30η Μαρτίου, ὅπου καὶ ἡ κυρίως μνήμη του.

 
Ἡ Ὁσία Ἀλεξάνδρα ἡ ἐξ Ἀλεξανδρείας (4ος αἰ.)
 

 
Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Γεωργίας 
 



Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατριάρχευσε στὴ Γεωργία ἀπὸ τὸ 1033 μέχρι τὸ 1048. Πρὶν τὴν ἐκλογή του, ὡς Πατριάρχου, εἶχε μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Καλίπου, στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου μόναζαν πολλοὶ Γεωργιανοὶ μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1048.

ΕΥΧΗ ΥΠΕΡ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΚΟΣΜΟΥ

                           
Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ, Κύριε του ουρανού και της γης, 
ο διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Παρθένου τεχθείς και διδάξας
 τοις ανθρώποις αγάπην και ειρήνην έχειν προς αλλήλους, 
κατάπεμψον την χάριν σου την επουράνιον και ελέησον ημάς, 
κατά το μέγα σου έλεος, πάσης ανάγκης ρυόμενος.
                                                                                                                                                                   
                                                   

Παύσον τα φρυάγματα των εθνών, ειρήνευσον ημών την ζωήν,
 λύτρωσαι ημάς και τον κόσμον σου από πάσης απειλής εναντίας 
και δίδαξον τοις ηγέταις των εθνών εν ειρήνη επιλύειν τας 
διαφοράς αυτών και εν παντί ειρηνεύειν, υπόταξον δε πάντα τα
 βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα.

Εξαπόστειλον περιστεράν, κλάδον ελαίας έχουσαν επί του στόματος,
 καταλλαγής σύμβολον, τους εν αιγμαλωσία αδελφούς ημών ανάρρυσαι,
 τους άρχοντας ημών εν ειρήνη και ομονοία διατήρησον, 
δώρησαι δε ημίνβαθείαν και αναφαίρετον ειρήνην, την πάντα 
νούν υπερέχουσαν, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν,
 σου δεόμενοι υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και του ευσεβούς
 ημών έθνους, την συμμαχίαν έχοντες την σήν, όπλον ειρήνης, 
αήττητον τρόπαιον.

Συ γαρ ει ο Βασιλεύς της ειρήνης και Σωτήρ των ψυχών ημών 
και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω
 Πνεύματι, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. 
Αμήν
                   
               

Πορεία προς την Ανάσταση: Καλή Σαρακοστή

     
Μέσα σε καιρούς που ερεθίζουν την σκέψη, μέσα σε εικόνες λύπης που βλέπουμε σε κάθε γωνιά του πλανήτη μας, μέσα σε ένα κλίμα αποδιοργάνωσης που γίνεται αισθητό όλο και περισσότερο κάθε φορά που βλέπουμε ειδήσεις, η αγία Εκκλησία μας έρχεται για να μας δώσει και φέτος την Ελπίδα που φαίνεται ότι ξέφτισε μέσα μας από την προηγούμενη Σαρακοστή. Γι' αυτό άλλωστε σοφά η Εκκλησία μας επαναλαμβάνει κάθε χρόνο το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα, με την ίδια σειρά και δίνει έτσι τις ευκαιρίες σε όλους μας να αναγεννηθούμε και να επιβιβαστούμε σε αυτήν την μεγάλη Κιβωτό που μας οδηγεί στο λιμάνι της ουράνιας βασιλείας.

Στην περίοδο των εορταστικού Δωδεκαημέρου που αφήσαμε πίσω μας, διαπίστωσα ότι το πολυπόθητο "πνεύμα των Χριστουγέννων" δεν επισκέφθηκε πολλούς από εμάς, ή και να μας πλησίασε δεν μπόρεσε να μας προσεγγίσει διότι ήμασταν ήδη κατειλημμένοι από το πνεύμα της μιζέριας, της γκρίνιας και την απελπισίας, ταλαντευόμενοι ανάμεσα στην κοσμική κρίση και την πνευματική ανυπαρξία. Τα είδωλα των Θεών που πιστεύαμε γκρεμίστηκαν. Ο βωμός της δόξας του χρήματος έπεσε. Η μόνη μας ελπίδα που ήταν η οικονομική καταξίωση εξανεμίστηκε. Και μείναμε άκληροι. Χωρίς σκοπό στη ζωή. Είχαμε θέσει κάποιους στόχους. Να αποκτίσουμε ένα - δύο ακίνητα. Να αλλάξουμε αυτοκίνητο. Να πάμε ενα ταξίδι με τον δέκατο - τρίτο μισθό. Και δεν καταφέραμε τίποτα. Δεν καταφέραμε να αποδείξουμε στην οικογένειά μας ότι έχουμε τη δύναμη να το πετύχουμε. 

Κόπηκαν τα φτερά μας. Γκρεμίστηκαν τα όνειρά μας σαν τα αγάλματα του Ευρώ που λατρεύαμε ως τώρα. Και η Εκκλησία, εκεί, κάθε χρόνο χτυπά την ίδια καμπάνα την Κυριακή της Τυρινής το απόγευμα, δείχνοντας σε όλους μας, ότι περιμένει . Περιμένει την δική μας επιστροφή. Περιμένει να ξυπνήσουμε. Περιμένει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα όνειρά μας είναι κάλπικα. Περιμένει να γυρίσουμε με το κεφάλι στραμμένο στη γη.

Περιμένει να παραδεχθούμε το λάθος μας. Ένα λάθος που μας έκανε να γυρίσουμε την πλάτη στην αγάπη Της. Ένα λάθος που μας έκανε να πιστέψουμε στην δική μας δύναμη και στη δύναμη που μας δίνει το χρήμα. Πόσο ειρωνικό είναι αυτό... Πόσες φορές άραγε θα επαναληφθεί η ιστορία του Αδάμ στην ανθρωπότητα; Αλλά όσες φορές και να συμβεί, η Εκκλησία μας θα περιμένει και θα επαναλαμβάνει κι Εκείνη την δική Της ιστορία. Την ιστορία της Σωτηρίας του ανθρώπου. Μια ιστορία που ξεκινά με τη "συγγνώμη" που βγαίνει απ' την καρδιά μας το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής και ολοκληρώνεται μέσα μας την Κυριακή της Ανάστασης και στη συνέχεια κάθε Κυριακή και κάθε φορά που συνειδητοποιούμε ότι η ύπαρξή μας αναφέρεται σε Εκείνον.

Αγαπημένοι μου ενορίτες κι αδελφοί, ας κάνουμε μια προσπάθεια φέτος. Ας δοκιμάσουμε κι αυτό μέσα σε όλα αυτά που μας προσφέρονται και χωρίς δεύτερη σκέψη δοκιμάζουμε χρόνια τώρα. Ας κάνουμε φέτος μια αρχή που θα κρατήσουμε για πάντα. Ας μπούμε σε αυτήν την μεγάλη Κιβωτό που θα μας οδηγήσει από την ταραχώδη θάλασσα της αλαζονείας και της κρίσεως του εγωισμού μας, στα ήρεμα νερά της Αγάπης Του. Καλή Σαρακοστή.

π. Αβραάμ Σ. Αποστολίδη

Προς κοινωνίαν Σοδόμων;

ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΣΟΔΟΜΩΝ;
Ὅπως τό καλό, ἡ ἁγιότης καί ἡ ἀρετή τῶν ἀνθρώπων ἔχουν διαβαθμίσεις καί ἄνοδο ἕως τήν ἀτελεύτητη κορυφή τῆς θεώσεως, ἔτσι καί τό κακό ἀκολουθεῖ τήν ἰδική του πτῶσι εἰς τήν κλίμακα τῆς ἁμαρτίας ἕως αἰωνίας κολάσεως.
Τό ἀρχικό ἐπίπεδο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐνεργῆται ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ. Ὅταν δηλαδή οἱ ἄνθρωποι νικῶνται ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες των καί μέ τήν θέλησί των ποιοῦν τήν ἁμαρτία κρυφά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους (οὐδέποτε ὅμως κρυφά ἀπό τόν Θεόν), αὐτό γίνεται διότι γνωρίζουν ὅτι οἱ πράξεις των ἔρχονται σέ ἄμεση ἀντίθεσι πρός τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί πρός τά χρηστά ἤθη τῆς κοινωνίας.
Τό ἁμαρτωλό αὐτό ἐπίπεδο ὑφίσταται σέ ὅλες τίς κοινωνίες γι᾽ αὐτό καί ὅταν σέ μία κοινότητα
ἤ σέ ἕνα ἔθνος ὑπάρχῃ κάποιο ὑγιές πνευματικό ἐπίπεδο ἐκεῖ περιφρουρεῖται ἡ δημοσία ἠθική καί γίνεται λόγος περί «αἰδοῦς» καί μάλιστα προστατεύεται αὐτή ἡ αἰδώς δι᾽ αὐστηρῶν νόμων ἀπό τήν ἰδία τήν πολιτεία.
Οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων εἰς τήν πρώτη αὐτή τῶν περιπτώσεων, παρά τίς ἀδυναμίες, ἀποδέχονται τήν πίστι στόν Θεό καί τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν Του καί υἱοθετοῦν γενικῶς τίς ἀρχές καί τήν ἠθική οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦν εἰς τήν κοινωνία.

Τό δεύτερο τώρα σκαλοπάτι εἰς τήν κλίμακα τῆς κοινωνικῆς διαφθορᾶς, εἶναι ἐκεῖνο εἰς τό ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ἔχουν «ὑπερβῆ τά ἐσκαμμένα», ἔχουν δηλαδή ξεφύγει ἀπό τά ὅρια τοῦ κοινωνικοῦ σεβασμοῦ καί εὐπρεπισμοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά μή τούς ἐγγίζῃ πλέον ὁ στιγματισμός τῶν συνετῶν ἀνθρώπων καί ἡ κατακραυγή τῶν εὐϋπολήπτων πολιτῶν.
Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἐξοστρακίσει ἀπό τήν ζωή καί τήν κοινωνία τους κάθε ἴχνος ἐντροπῆς, ἀλλά, πρίν ἀπ᾽ ὅλα, τήν πίστι καί τόν σεβασμό πρός τόν Θεόν.
Ἀποτέλεσμα τώρα τῆς καταστάσεως αὐτῆς εἶναι ἡ γένεσις καί ἡ ἐμφάνισις τοῦ πολυμόρφου κακοῦ καί τῶν ποικίλων ἁμαρτημάτων μέσα εἰς τά ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι αὐτοί διανύουν τόν βίον τους, μάλιστα δέ μέ πρῶτα ἐκεῖνα τά ἁμαρτήματα τά ὁποῖα ἔχουν σχέσι μέ τά «πάθη τῆς ἀτιμίας» (Ρωμ. Α´ 26). Τό κακό, λοιπόν, δημοσίᾳ καί προκλητικῷ τῷ τρόπῳ, κάνει ἔτσι τήν ἐμφάνισί του.
Καί οἱ μέν διαπράττουν ἀνερυθριάστως καί κατά τρόπον κτηνώδη ὅ,τι ἄνομο καί ἀνήθικο ἐπιθυμοῦν καί ἠμποροῦν, οἱ δέ ὄχι ἁπλῶς ἀποδέχονται τό δημόσιο σκάνδαλο καί τήν ἀνηθικότητα, ἀλλά ἀνοήτως καί χωρίς φόβο Θεοῦ καταντοῦν νά τό ἀνέχωνται, νά τό καμαρώνουν καί νά τό χειροκροτοῦν!
Ὅταν ὅμως ἕνας ἄνθρωπος, μία οἰκογένεια, μία κοινωνία, ἕνα ἔθνος, παρουσιάζουν τέτοια κρούσματα ἀποδοχῆς καί «στεφανώματος» τοῦ κακοῦ, τότε ἤδη ἔχει ξεκινήσει τό κατρακύλισμα στήν ὀλισθηρή ὁδό τοῦ ὀλέθρου.
Ἀλλά ὑπάρχει καί τό τρίτο καί χειρότερο ἐπίπεδο εἰς τήν κλίμακα πρός τόν πυθμένα τοῦ ᾅδου, ὅταν οἱ παρά φύσιν καταστάσεις νομιμοποιοῦνται. ῎Ερχεται δηλαδή ἡ νομοθετική, ἡ ἐκτελεστική, καί ἡ δικαστική ἐξουσία καί ἀντί νά καταδικάζουν τό κακό καί νά προστατεύουν τό κοινωνικό σύνολο διά τῶν ἀποφάσεών των, ἀλλοίμονον, νομοθετοῦν καί νομιμοποιοῦν τήν ἁμαρτία τῶν ποικίλων διαστροφῶν διά τῆς δῆθεν ἐλευθέρας ἐκφράσεως καί συμπεριφορᾶς τῶν ἀνθρώπων, κλπ. Διασφαλίζοντας δηλαδή τό παρά φύσιν, προσβάλλουν τό κατά φύσιν καί οὐσιαστικῶς ἀπορρίπτουν τό ὑπέρ φύσιν.
Εἰς αὐτήν τήν τρίτην περίπτωσιν τοῦ κακοῦ, ἤδη ὁ ὄλεθρος, ὁ προσωπικός, ὁ οἰκογενειακός, ὁ κοινωνικός, ὁ ἐθνικός καί ὁ παγκόσμιος, ἐάν βεβαίως δέν ἀρχίσουν νά σημειώνωνται σθεναρές ἀντιδράσεις, ὁ ὄλεθρος εὑρίσκεται ὄχι ἁπλῶς «ἐντός τῶν τειχῶν», ἀλλά τά θανατηφόρα μικρόβια καί οἱ βάκιλοι τῆς κολάσεως ἔχουν ἤδη καταφάγει τίς σάρκες καί ἔχουν φθάσει ἕως μυελοῦ τῶν ὀστέων τῆς κοινωνικῆς ἀποσυνθέσεως.
Ὑπάρχει ἄραγε ἀντίρρησις ἀπό τούς «νοῦν ἔχοντας» καί ἰδίως ἀπό τούς εἰς Θεόν πιστεύοντας, πώς ἤδη εὑρισκόμεθα ἐντός αὐτῆς τῆς ζοφερᾶς καταστάσεως; Ὑφίσταται ἀντίρρησις, ὅτι ἡ δυσωδία τῆς διαστροφῆς ἔχει ἐξαπλωθῆ εἰς τόν κόσμο καί πώς ὁ ὅρος «ἀνθρώπινα δικαιώματα» ἔχει ἀπεκδυθῆ πλέον τήν ὑψηλή του ἀξία ἀπό τῆς στιγμῆς πού ἡ διαστροφή περιθριγκοῦται* μέ τήν ἰσχύν τοῦ νόμου;
Ἔτσι λοιπόν «Θεόν μή φοβούμενοι καί ἄνθρωπον μή ἐντρεπόμενοι», ὅσοι δουλεύουν εἰς τά ἀνομολόγητα πάθη τῆς διαστροφῆς, τῇ βλακώδῃ ἀνοχῇ τῶν φυσιολογικῶν ἀνθρώπων καί ἰδίως τῇ ἐνόχῳ σιωπῇ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, κατώρθωσαν ὥστε νά ἀναγνωρισθοῦν, ὄχι μόνον ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἀλλά καί διάφορα ἄλλα θέματα ἠθικῆς ὡς δῆθεν φυσιολογικά, ἄν ὄχι ὡς ἐπαινετά.
Κατώρθωσαν δυστυχῶς νά κάνουν τίς ἀρχές καί ἐξουσίες νά ὑποκύψουν εἰς τά θεήλατα πάθη τους ἐξευτελίζοντας τούς θεσμούς. Ἔτσι, τό ἕνα κράτος κατόπιν τοῦ ἄλλου (μή τυχόν καί θεωρηθοῦν πώς ὑστεροῦν εἰς τίς ποικίλες «δημοκρατικές» κατακτήσεις) μέσῳ νομοθετικοῦ πλαισίου, ἀναγνωρίζουν δικαιώματα σέ ἐκείνους πού θά ἔπρεπε νά ἀποτελοῦν τό ὄνειδος μιᾶς ὑγιοῦς κοινωνίας.
Ἐνεφανίσθη μάλιστα καί ὁ πλανητάρχης (προφανῶς γιά νά προσθέσῃ εἰς τήν ἐτυμολογία τοῦ τίτλου του «πλανητάρχης» ὅτι, πλήν τῶν ἄλλων, κατέχει καί τά σκῆπτρα τῆς ἀνά τήν ὑφήλιον «πλάνης»), ἐνεφανίσθη λοιπόν ὁ ἄρχων τοῦ πλανήτου καί ἐκήρυξε πώς ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ ἀναφαίρετο δικαίωμα τῶν ἀνθρώπων. Λές καί δέν τό ἐγνωρίζαμε. Δέν ἐγνωρίζαμε δηλαδή, ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα, εἴτε νά φθάσῃ καί νά ξεπεράσῃ καί αὐτούς ἀκόμη τούς ἀγγέλους, εἴτε νά καταντήσῃ χειρότερος τῶν δαιμόνων, ἤ καί αὐτῶν τῶν κτηνῶν, ὅπως συμβαίνει μέ τήν συνειδητή ἐπιλογή τῆς ἀνωμαλίας καί τῆς διαστροφῆς, ὡς ἐν προκειμένῳ.
Ἀνῆλθε λοιπόν ὁ πλανητάρχης εἰς τό βῆμα τῆς ἐξουσίας γιά νά ὑποστηρίξῃ «δημοκρατικῷ τῷ τρόπῳ» τά δικαιώματα καί τήν ἐλευθέρα ἔκφρασι τῆς σεξουαλικῆς ἐπιλογῆς. Βεβαίως, γιά ὅσους «παροικοῦν ἐν Ἰερουσαλήμ» καί γιά ὅσους ἀπολαμβάνουν τήν ἀστερόεσσα ἀσφάλεια καί ἐλευθερία, αὐτό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί οὐδόλως κάτι τό διαφορετικό ἀπό τίς ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν «μαῦρες καί σκοτεινές» τῷ ὄντι δηλώσεις τοῦ «Λευκοῦ Οἴκου».
Καί οἱ δηλώσεις αὐτές περί ἐλευθέρας ἐπιλογῆς καί δή καυχήσεως αὐτῆς, ἐν τῷ ἅμα καί «ἐπί πτερύγων ἀνέμων» ἔκαναν τόν γῦρο τοῦ κόσμου καί ξεσήκωσαν ὅλα τά «φτερά καί τόν κονιορτό τῆς διαστροφῆς». Ξεκίνησαν δέ μέ τήν σειρά τους ὅλα τά διατεταγμένα παπαγαλάκια νά παπαγαλίζουν τά δικαιώματα αὐτά καί τίς ἀνομολόγητες διαστροφές. Ἀνέλαβαν εἰς τήν συνέχεια ἐργολαβικῶς, ὅλα τά ΜΜΕ καί τά δημοσιογραφικά συγκροτήματα, τό «ἀδελφικόν καθῆκον» νά ἀναπαράγουν τίς δηλώσεις καί νά παρουσιάζουν τίς ἐκθέσεις τῶν «εἰδημόνων». Καί τοῦτο, διότι ἠσθάνοντο τήν ἀνάγκην νομοθετικῆς καλύψεως τῆς συμβιώσεως τῶν ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου καί βεβαίως τοῦ «γάμου» ὅσων ἀνήκουν εἰς τό λόμπυ τῶν ἰδιαζόντως ἰδιαιτέρων αὐτῶν χώρων. Μαζί δέ μέ ὅλους αὐτούς παρήλασε καί ὁλοκλήρος ὁ συρφετός τῶν «ἀπελευθερωμένων» σκλάβων.
Εὑρέθησαν μάλιστα καί κοινοβούλια, τά ὁποῖα ὑπεστήριξαν τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» τῆς διαστροφῆς, ὅπως καί αὐτό τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εἰς τό ὁποῖο μάλιστα ἐψήφισαν θετικῶς καί οἱ Ἕλληνες εὐρωβουλευτές. Ἔτσι, τώρα, οὐδείς θά ἔχῃ ἐρείσματα εἰς τό νά μᾶς κατηγορήσῃ ὡς πνευματικῶς ὑπανάπτυκτους καί ὁμοφοβικούς. Τί κατάντια, πράγματι, γιά τούς ἐκπροσώπους τῆς πατρίδος μας; Οἱ φυσιολογικοί ἄνθρωποι, οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, ἔνοιωσαν τέτοια ντροπή καί τόση ἀηδία ἀπό τήν ψῆφο τους αὐτή καί αἰσθάνθησαν τέτοια ἀγανάκτησι πού δέν περιγράφεται. Δέν βρέθηκε δυστυχῶς οὔτε ἕνας ἑλληνόψυχος, οὔτε ἕνας πιστός Ὀρθόδοξος εὐρωβουλευτής νά ἐγερθῇ, καί νά ὀρθοτομήσῃ; Δέν ἐσκέφθησαν νά κρατήσουν τήν ἑλληνοχριστιανική μας ἀξιοπρέπεια καί, ἐάν ἐχρειάζετο ἀκόμη καί νά παραιτηθῇ κάποιος, ἄς τό ἔπραττε, ὥστε ἡ πρᾶξις του αὐτή νά μείνῃ φωτεινό παράδειγμα εἰς τίς σελίδες τῆς ἐθνικῆς οὐ μήν ἀλλά καί τῆς εὐρωπαϊκῆς μας ἱστορίας;
Ἀλήθεια, πῶς Ἕλληνες ὑπέγραψαν τέτοιο κείμενο; Τέτοιους νόμους δέν μπορεῖ νά τούς ὑποστηρίζῃ νηφάλιος νοῦς καί καρδιά πού σέβεται καί ἀγαπᾶ τόν Θεό.
Δέν μένει τώρα, μετά ἀπό τήν ψήφισι δέσμης νόμων περί τῆς συμβιώσεως τῶν ὁμοφύλων ζευγαριῶν, νά ψηφισθῇ καί τοιοῦτος περί υἱοθεσίας τέκνων ἀπό τά «ζευγάρια αὐτά». Ἀλλά περί ποίας υἱοθεσίας μπορεῖ νά γίνῃ λόγος, ὅταν αὐτή ἡ ἰδία ἡ φύσις ἀποστρέφεται τήν ἀηδιαστική τούτη συμβίωσι (δέν τήν ὀνομάζομε κτηνώδη, ἕνεκεν ζωοφιλίας) καί ἀπό τήν ὁποία ἀπουσιάζει ὁ εὐλογημένος «καρπός κοιλίας»;
Καί ποιά θά εἶναι τά ταλαίπωρα ἐκεῖνα παιδάκια, τά θύματα δηλαδή, τά ὁποῖα θά πέσουν εἰς τά χέρια τῶν «ἀνθρώπων» αὐτῶν γιά νά τά καταντήσουν «υἱούς γεένης διπλότερον αὐτῶν»; Ποιά μάνα καί ποιός πατέρας θά μπορέσῃ ποτέ νά ἡσυχάσῃ ἀπό τίς ἐρινύες, ὅταν κατανοήσῃ ὅτι τό σπλάχνο του εὑρίσκεται ζωντανό εἰς τό παράρτημα τῆς κολάσεως καί μεγαλώνει μέσα εἰς τόν ἔμετο τῆς διαστροφῆς;
Ἀλλά ἕπεται καί συνέχεια, πού θά βραχυκυκλώσῃ τούς φυσιολογικούς γονεῖς, ἐάν αὐτοί δέν ἀφυπνίζωνται καί δέν συνεχίσουν τόν «δημοκρατικό τους ὕπνο». Διότι, τί καί μέ τί τρόπο θά ἀπαντοῦν εἰς τά παιδιά τους, ὅταν θά δέχωνται ἀπορίες οἱ ὁποῖες θά προκύπτουν ἀπό τήν συναναστροφή τους μέ τά συγκεκριμένα υἱοθετημένα παιδάκια;
Ἀλλά, τί νά πῇ κανείς, ὅταν βλέπῃ νά καθιερώνουν παρελάσεις-ἐκδηλώσεις γι᾽ αὐτές τίς συμπεριφορές καί γι᾽ αὐτά τά θέματα μέ τήν κάλυψι καί τήν ὑποστήριξι τῆς πολιτείας;
Ἐφεξῆς, ἐκτός τῶν ἁμαρτωλῶν καρναβαλικῶν ἐκδηλώσεων, πού δυστυχῶς ἔχουν ἐπί ἔτη καθιερωθῆ, θά ἔχωμε καί ἀνοικτή πασσαρέλα ὅπου θά ἐμφανίζωνται ἀκόμη καί τέρατα. Δηλαδή, «ἄνθρωποι», πού δέν θά εἶναι οὔτε ἄνδρες, οὔτε γυναῖκες.
Τώρα, ἄς μεθύσουν θιασῶτες καί πρωταγωνιστές τῆς μισητῆς ἁμαρτίας ἀπό «τοῦ ποτηρίου τοῦ χρυσοῦ τό γέμον βδελυγμάτων καί τά ἀκάθαρτα τῆς πορνείας τῆς γῆς» (Ἀποκ. ΙΖ´, 4).
Τώρα, τόν λόγο ἐπ᾽ αὐτῶν τῶν θεμάτων ἔχει «ἡ Βαβυλών ἡ μεγάλη, ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν καί τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς» (Ἀποκ. ΙΖ´, 5).
Ὁ ἔχων ὧτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
Ἐάν μᾶς ἔχουν ἀπομείνει λίγες σταλαγματιές δακρύων, ἄς γονατίσωμε καί ἄς δεηθῶμεν ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου καί ἰδίως ὑπέρ τῶν ἀθώων παιδιῶν. Ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Κύριε...

* Ἔχει περιφραγῆ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...