Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 11, 2014

Η Ανάσταση του Λαζάρου. Το περιστατικό. Θεολογική ερμηνεία της εικόνας

Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ.ι΄, 38-40, Ιωαν.ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Λίγες μέρες πρό του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.
     Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγές έξω. Αμέσως βγήκε
έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)


     Η αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια
Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890μ.Χ. μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ


    Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιο να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
    Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
   Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.


  Η εικόνα έχει βάση την αφήγηση της σχετικής περικοπής του Ευαγγελίου χωρίς πολλούς συμβολισμούς δείχνοντας τη φυσική πλευρά, που είναι προσιτή στην ανθρώπινη αντίληψη.




    Στα δύο άκρα της εικόνας υπάρχουν βράχοι-βουνά και στο ένα μέρος της ο Χριστός με τους δώδεκα μαθητές Του. Ο Χριστός στέκεται σε μεγαλόπρεπη στάση δείχνοντας τη θεϊκή Του δύναμη. Στο αριστερό Του χέρι κρατά ειλητάριο έχοντας το δεξιό τεντωμένο να ευλογεί και δίνει εντολή να ανοίξει ο τάφος. Στα πόδια Του, που τα ασπάζονται γονατιστές, βρίσκονται οι αδελφές του Λαζάρου Μαρία και Μάρθα με μια ανάμικτη έκφραση θλίψης και ευχαριστίας στον Κύριο.




   Απέναντι από το Χριστό βρίσκεται ο τάφος λαξευμένος στο βράχο και μέσα του βρίσκεται ο Λάζαρος. Είναι τυλιγμένος με λωρίδες (τις κειρίες του Ευαγγελίου) και στέκεται στο άνοιγμα του τάφου. Είναι χλωμός με βασανισμένη όψη, γιατί έχει επιστρέψει από τον Άδη, νέος στην ηλικία με μαύρο γένι. Κάποιος του αφαιρεί τα σάβανα και άλλος σηκώνει την πλάκα του τάφου και την παραμερίζει.




Ανάμεσα στα βουνά και πίσω από μια ράχη φαίνεται το τείχος της Βηθανίας, και πλήθος Ιουδαίων βγαίνουν από τη πόρτα του. Βλέπουν με θαυμασμό το γεγονός και κάποιοι από αυτούς φράζουν τη μύτη τους με το ρούχο τους λόγω της δυσωδίας που έρχεται από τον τετραήμερο νεκρό Λάζαρο.




    Η επιγραφή της εικόνας συνήθως είναι: “Η έγερσις του Λαζάρου”.





ΠΗΓΗ : Γ. Β. Μαυρομάτη, Η Ανάσταση του Λαζάρου
πηγή

Ο Νυμφίος της Εκκλησίας μας (Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευστάθιου)

nymfios

Η εἰκόνα τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή τοῦ Κυρίου μας μέ τό στεφάνι, εἶναι ἡ πιό προσφιλής καί συμπαθής εἰκόνα γιά κάθε χριστιανό καί μάλιστα τόν πονεμένο.
Ὁ πονεμένος ἄνθρωπος ἀναπαύεται κοντά στόν πονεμένο. Ὁπληγωμένος εὑρίσκει παρηγοριά σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει τίς περισσότερες πληγές, γιατί εἶναι σέ θέση νά τόν καταλάβει. Ὁ ἀδικημένος στηρίζεται στήν ἀπελπισία του, ὅταν ἀτενίζει μέ τά σωματικά του μάτια καί ἄλλον διασυρμένο καί καταδικασμένο καί μάλιστα ἀδίκως.
Ἀκριβῶς τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν κάθε ἐμπερίστατο ἄνθρωπο. Τό λυπημένο, τό ταπεινωμένο, τό ματωμένο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας προσελκύει κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει προβλήματα ἤ ἀντιμετωπίζει δοκιμασίες.
Εἶναι ἀδικημένος καί κατατρεγμένος ἀπό τήν κακότητα τῶν ἀνθρώπων; Ἠρεμεῖ, ὅταν βλέπει μέ τά μάτια τοῦ σώματός του τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας ἤ τόν ἀγκαλιάζει μέ τή θερμή του πίστη,ὅταν σκέπτεται ὅτι αὐτός μέν ὡς ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶχε φταίξει, πρίν καταδικαστεῖ, ἐνῶ ὁ Κύριός μας καταδικάσθηκε χωρίς νά πράξει κάποιο, ἔστω μικρό, σφάλμα. Τήν ἀθωότητά του τήν παραδέχεται ἀκόμη καί ὁ Πιλάτος καί μάλιστα τρεῖς φορές ὁμολογεῖ ἐνώπιον τοῦ ὄχλου: «Οὗτος οὐδέν ἄτοπον ἔπραξεν».


Ὁ πληγωμένος σωματικά ἀπό θεληματική καί ὀργανωμένη ἐπίθεση συνανθρώπου του ἤ ὁτραυματισμένος ψυχικά ἀπό λόγια πικρά, ὅταν βλέπει τήν Εἰκόνα τοῦ Νυμφίου, αἰσθάνεται μιά παρηγοριά καί παίρνει μεγάλη ἐνίσχυση, γιατί σέ μιά εἰλικρινῆ αὐτοεξέταση ἀναλογίζεται: «Ἐκεῖνος “ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Παρά ταῦτα οἱ ἄνθρωποι ὡς ληστή τόν συνέλαβαν καί ὡς κακοῦργο τόν σταύρωσαν, ἐνῶ ἐγώ δέν κατάφερα, οὔτε μιά μέρα νά ζήσω χωρίς νά διαπράξω κάποιο σφάλμα, χωρίς νά διατυπώσω ἕναν πικρό ἤ ἀκατάλληλο λόγο ἤχωρίς νά σκεφθῶ κάτι πονηρό καί βλαπτικό γιά τήν ψυχή μου».
Ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν βλέπει τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ Κυρίου μας, παρηγορεῖται καί θεριεύει μέσα τουἡἐλπίδα, ὅτι θά λυτρωθεῖ ἀπό τά πάθη του καί θά σωθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες του, ἀφοῦ ὁ Χριστός μας μέ τήν ἀναμφισβήτητη πλέον ἐσταυρωμένη ἀγάπη του θυσιάσθηκε «ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν».
Καί ἐν γένει ὁ κάθε δοκιμαζόμενος ἄνθρωπος, βλέποντας καί διαπιστώνοντας ὅτι ἔχει συμπάσχοντα καί συναγωνιζόμενο τόν Κύριο, παίρνει θάρρος καί κουράγιο, ξεχνάει τόν πόνο του, δέ συντρίβεται στίς μυλόπετρες τῆς δοκιμασίας του καί ζεῖ μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του καί τῆς ἀπαλλαγῆς τουἀπό τήν πίκρα τῆς ζωῆς αὐτῆς.
Μακάρι νά συνειδητοποιήσει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅτι στή ζωή δέν παλεύει μόνος του. Ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀγαπάει τή νύμφη ψυχή μας καί θέλει πάντα νά εὑρίσκεται κοντά της «συγκοιταζόμενος καί συνανιστάμενος».
Ὁ πονεμένος χριστιανός, ὁ πολυπαθής οἰκογενειάρχης, ὁ δοκιμαζόμενος κάθε ἡμέρα νέος, ὁ ἄρρωστος πού ὑποφέρει καί ὁ ἁμαρτωλός πού βασανίζεται ἤ ἀπό τύψεις ἤ ἀπό λογισμούς ἤ ἀπόἐγκατάλειψη προσφιλῶν προσώπων, ἄς ἔχουν ὑπόψη τους ὅτι στόν ἀγῶνα τους καί στήν ἀγωνία τους, στίς ἧττες καί στίς νίκες τους, στή χαρά καί στή λύπη τους εἶναι μπροστά τους ὁ Κύριός μας, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, πού, σύμφωνα μέ τήν ὡραία διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, εἶναι γιά μᾶς τά πάντα.
«Ἐγώ πατήρ, φησίν ὁ Χριστός, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἱμάτιον, ἐγώῥίζα, ἐγώ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἄν θέλῃς ἐγώ. Μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγώ καί δουλεύσω, ἦλθον γάρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος καί μέλος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ, πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί σταυροῦ διά σέ, ἐπί τάφου διά σέ, ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σύ καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;».
Από το βιβλίο του Σεβ. Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου «Σταλαγματιές ἀπό τό θεῖο δρᾶμα».
 

Τὰ καθήκοντά μας τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὖν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ᾄσμασιν…» (κάθ. Μ. Δευτ.)


Φθάσαμε, ἀγαπητοί μου, στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ λέγεται Μεγάλη, διότι μέσα στὶς 168 ὧρες της, ἀπὸ σήμερα μέχρι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, τιμῶνται μεγάλα γεγονότα, μοναδικὰ καὶ κοσμοϊστορικά, ποὺ συγκλόνισαν τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ καταχθόνια. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀνομάζεται Μεγάλη· ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ πρέπῃ νὰ περάσῃ ὅπως οἱ ἄλλες.

Καὶ θέτω τὸ ἐρώτημα· ποιά εἶνε τὰ καθήκοντα ἑνὸς Χριστιανοῦ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα; Δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους, ἀθέους ἢ σὲ χιλιαστάς· ἀπευθύνομαι σὲ πιστούς, ποὺ θέλουν νὰ ἑορτάσουν σωστά. Ποιά εἶνε λοιπὸν τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε τὴν ἑβδομάδα αὐτή;

Τὸ πρῶτο καθῆκον, ἀδελφοί μου, εἶνε νὰ εὐχαριστήσουμε ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλη βέβαια ἡ ζωή μας πρέπει νά ᾽νε ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα «Δόξα σοι, Κύριε», γιὰ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες εὐεργεσίες του, τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς, γιὰ ὅλα τὰ καλά, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, ποὺ ἐπιδαψιλεύει ἡ χάρις του· τὸν ἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό, τὰ λουλούδια, τὰ ἀκρογιάλια, ὅλη τὴν πλάσι. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκόμη γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέρφια, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, γιὰ τὸ χρόνο καὶ τὶς ἐποχές, γιὰ ὅ,τι εὐλογημένο καὶ ἀναγκαῖο.

Ἄνθρωπος ἀγνώμων εἶνε χειρότερος ἀπὸ ζῷο. Ἕνα σκύλο ἔχεις, ἕνα κομμάτι ψωμὶ τοῦ πετᾷς, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του καὶ σοῦ λέει εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νά ᾽νε εὐγνώμων στὸ Θεό. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ του,γιὰ τὰ σεπτά του πάθη. Ἀκόμη νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε καὶ γιὰ κάτι ἄλλο• γιὰ τὴ μακροθυμία του στὰ τόσα ἐγκλήματά μας καὶ μάλιστα στὶς βλασφημίες, γιὰ τὶς ὁποῖες θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ κ᾽ ἡ θάλασσα νὰ φουσκώσῃ νὰ μᾶς πνίξῃ, καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Γι᾿αὐτὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ Ἐκκλησία λέει«Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι».

Τὸ ἕνα καθῆκον μας λοιπὸν εἶνε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό. Τὸ ἄλλο εἶνε νὰ παρακολουθήσουμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλες· διαφέρουν πολύ. Οἱ ὕμνοι της, ποὺ εἶνε γλυκύτεροι ἀπ᾽ τὸ μέλι, τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ ποιήματα ὅπως π.χ. ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος, δὲν ὑπάρχουν σὲ καμμιά θρησκεία στὸν κόσμο. Καὶ μόνο τὰ τροπάρια αὐτά, ποὺ δὲν τά ᾽χουν οὔτε φράγκοι οὔτε προτεστάντες οὔτε κανεὶς ἄλλος, φτάνουν ν᾽ ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶνε ἀπὸ τὴ γῆ· εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶνε θεόπνευστη. Ποιός τὰ ἔκανε αὐτά; ποῦ γράφτηκαν, μέσα σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια; Τὰ ἔφτειαξαν μέσα σὲ σπηλιὲς ἅγιοι ἀσκηταί, ποὺτὸ δάκρυ τους ἔπεφτε στὴ γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ λουλουδίζῃ. Δὲν τά ᾽γραψαν ἁπλῶς μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὰ γράμματα ποὺ ἤξεραν· αὐτὰ εἶνε τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους, συναίσθημα ὑγιές, ἔκφρασι ζωῆς, βιώματα ἅγια, ἀλήθειες, ποὺ μόνο ὅσοι ἀγάπησαν γνησίως τὸ Χριστὸ μποροῦσαν νὰ ἔχουν. Πρέπει νά ᾽νε ἀναίσθητος κανεὶς γιὰ νὰ μὴν τὸν συγκινοῦν. Ἂς τὰ παρακολουθήσουμε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ Συνόψι.

Τὸ τρίτο καθῆκον μας. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἑβδομάδα νηστείας, αὐστηρῆς νηστείας. Μὴν ἀκοῦτε τοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀσεβεῖς• ἐμεῖς ἀπὸ τὴν παράδοσι ἀποστόλων καὶ πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας τηροῦμε τὶς νηστεῖες τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν τὴ νηστεία αὐτή.Ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε νὰ νηστέψῃ ἁπλῶς τὸ στομάχι γιὰ νὰ θυμηθῇ τὸ ὄξος τοῦ σταυροῦ· ἐννοοῦμε μαζὶ μὲ τὸ στομάχι νὰ νη- στέψῃ καὶ τὸ στόμα ἀπὸ κακολογία, ἡ γλῶσσα ἀπὸ αἰσχρολογία, τὰ μάτια ἀπὸ αἰσχρὰ θεάματα. Τέτοιες μέρες στὸ Βυζάντιο οἱ αὐτοκράτορες ὑπέγραφαν διαταγή· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο καὶ Κυριακὴ κλειστὰ τὰ ἱπποδρόμια καὶ ὅλα τὰ θέατρα. Πενθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε ἀπὸ αὔριο νὰ εἶνε κλεισμένα τὰ καταγώγια καὶ τὰ κέντρα διαφθορᾶς, καὶ νὰ ἐπικρατῇ πένθος γι᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑψώθηκε γιὰ μᾶς ἐπάνω στὸ σταυρό.

Ἀλλὰ ἔχουμε κ᾽ ἕνα ἄλλο καθῆκον. Εἶνε τὸ καθῆκον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν θὰ ἐπεκταθῶ. Τοῦτο μόνο θὰ πῶ. Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καλούμεθα νὰ μείνουμε στὸ ναὸ μέχρι τέλους μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα. Ὅποιος ἀκούει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ μετὰ φεύγει, προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μείνῃ στὸ σπίτι του. Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», εἶνε βεβήλωσις, περιφρόνησι στὸ Χριστό. Νὰ μείνουμε λοιπὸν μέχρι τέλους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴ θεία μετάληψι. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε κατ᾽ ἐξοχὴν ἑβδομάδα θείας μεταλήψεως. Τί εἶνε ἡ θεία μετάληψις; Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τί εἶσαι, σὲ ρωτῶ, ἄχυρο; μὴν πλησιάσῃς τὰ ἅγια, θὰ καῇς. Εἶσαι χρυσάφι; Ἂν εἶσαι χρυσάφι, τὸ χρυσάφι δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴ φωτιά· ὅσο πλησιάζει τὴ φωτιά, τόσο καθαρίζεται. Ἔτσι κ᾽ ἐσὺ ὁ Χριστιανός· ἂν εἶσαι ἀμετανόητος, θὰ σὲ κάψῃ ἡ φωτιά, ὅπως ἔκαψε τὸν Ἰούδα ποὺ κοινώνησε ἀναξίως· ἂν ὅμως πέρασες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, τότε πλησίασε· ἡ θεία κοινωνία θὰ εἶνε φάρμακο ἀθανασίας.

Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔχουμε ἐπίσης ἱερὸ καθῆκον ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ πάσχουν καὶ ὑποφέρουν. Εἶνε ἑβδομάδα ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Ἕνα ἐκλεκτὸ φαγητὸ σὲ κάποιον ποὺ πεινάει, ἕνα καινούργιο ροῦχο —ὄχι παλιό— σ᾿ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει, μιὰ βοήθεια στὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ἕνα φάρμακο ἀναγκαῖο, μιὰ ἐπίσκεψι στὸν ἀσθενῆ, ἕνας λόγος παρηγορητικὸς στὸν θλιμμένο, ὅ,τι τέλος πάντων μπορεῖ νὰ σκεφτῇ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ.

Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα· ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, κι αὐτὸ εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ὅλα ὅσα εἴπα- με τὰ κάνεις· ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ τελευταῖο αὐτὸ δὲν τὸ κάνῃς, Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ξέρω Χριστιανοὺς ποὺ εἶνε ἄνθρωποι προσευχῆς, ποὺ ἔχουν τ᾽ αὐτί τους τεντωμένο στὰ ἱερὰ λόγια, ποὺ νηστεύουν αὐστηρά, ποὺ ἐξομολογοῦνται, ποὺ κοινωνοῦν· ἀλλὰ λίγους Χριστιανοὺς γνώρισα ποὺ ἔχουν – ποιό; τὸ «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (δοξ. αἴν. Πάσχ.). Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε ἑβδομάδα συγχωρήσεως. Ποιός, ἀδελφοί μου, στὴ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔχει ἀντιπάθειες, ψυχρότητες, ἀντιθέσεις, ποιός δὲν ἔχει κάποιον ἐχθρό; Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ὑψώσουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο. Κανείς δὲν ἀδικήθηκε καὶ δὲν πόνεσε ὅπως ὁ Χριστός μας. Ἐνῷ ἔσχιζαν τὶς σάρκες του τὰ καρφιὰ καὶ τὴν καρδιά του οἱ κατάρες καὶ τ᾽ ἀναθέματα τῶν φαρισαίων, ἐκεῖνος πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ προσευχήθηκε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ἀλληλοσυγχωρηθοῦμε· νύφες καὶ πεθερές, ἀδελφοὶ μὲ ἀδελφούς, φίλοι μὲ φίλους,παιδιὰ μὲ γονεῖς, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἂς πλατύνουμε τὶς καρδιές, ἂς αἰσθανθοῦμε μέσα μας τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Χωρὶς τὴν ἀγάπη πῶς μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε;
Ἀδελφοί μου! Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσον· χέρι ἀνοιχτὸ γιὰ ἔλεος, μάτια δακρυσμένα ἀπὸ μετάνοια, πόδια ποὺ τρέχουν στὸ ναό, καρδιὰ συμφιλιωμένη, γεμάτη λατρεία στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκτελοῦμε τὰ καθήκοντα αὐτά;

Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰ νὰ εἶνε ἕνας ζητιάνος καὶ ὅλες τὶς μέρες τοῦ πετᾶνε πενταροδεκάρες, κ᾽ ἔρχεται μιὰ ὥρα ποὺ περνάει κάποιος βασιλιᾶς καὶ τοῦ λέει «Ἄνοιξε τὶς φοῦχτες σου» κι ἀρχίζει καὶ τοῦ μετράει 1, 2, 3, …5,…10, …100, …168 λίρες καὶ θαμπώνουν τὰ μάτια του. Κι αὐτός, ἀντὶ νὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ νὰ τὸν ἀξιοποιήσῃ, πάει στὸ ποτάμι κι ἀρχίζει νὰ πετάῃ τὶς λίρες στὸ νερό. Δὲν εἶν᾽ αὐτὸ παραφροσύνη; Κι αὐτὲς οἱ ὧρες λοιπὸν ―ἔτσι λέει ἡ Ἐκκλησία, «ὧρες» τὶς ὀνομάζει―, εἶνε θησαυρός. Κάθε ὥρα, κάθε καμπάνα, κάθε χτύπος, κάθε λεπτό, εἶνε σπουδαία ὥρα.

Ἂς ἐκμεταλλευθοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Μὴν ἀφήσουμε νὰ διαρρεύσουν ὅπως ἡ ὑπόλοιπη ζωή μας. Ξέρουμε ἂν θὰ ζήσουμε νὰ γιορτάσουμε ἄλλη Μεγάλη Ἑβδομάδα; Μήπως ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία τῆς ζωῆς μας; Πέρυσι πόσοι ἦταν μαζί μας; καὶ ποῦ εἶνε τώρα; Φεύγουμε, σφυρίζει τὸ τραῖνο, μιά φορὰ περνᾶμε πάνω ἀπ᾽ τὴ φλούδα αὐτή.

Εὔχομαι, αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ εἶνε σημαντικὸς σταθμὸς στὴ ζωή μας. Νὰ δώσῃ ὁ Κύριος νὰ εἶνε ἑβδομάδα ἁγίων σκέψεων, ἱερῶν συναισθημάτων, ἡρωικῶν ἀποφάσεων, ἁγιασμὸς ψυχῆς. Εἴθε νὰ σφραγίσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὰ λόγια «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Μοσχάτου - Ἀθηνῶν τὴν 10-4-1960 τὸ βράδυ.

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ


Τροπάριον τοῦ Ὄρθρου
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος,
ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός·
ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες,
τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες,
σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν·
Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στιχηρὰ Ἰδιόμελα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου
Κύριε, ἡ φωνή σου κατέλυσε, τοῦ ᾍδου τὰ βασίλεια,
καὶ ὁ λόγος τῆς ἐξουσίας σου, ἤγειρεν ἐκ τάφου τετραήμερον,
καὶ γέγονεν ὁ Λάζαρος, τῆς παλιγγενεσίας, προοίμιον σωτήριον.
Πάντα δυνατά σοι Δέσποτα, τῷ πάντων Βασιλεῖ,
δώρησαι τοῖς δούλοις σου, ἱλασμὸν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας που περιγράφει την Ανάσταση του Λαζάρου:
κατά Ιωάννην, κεφάλαιο ια, 1-45.

Πηγή

Το Σάββατο του Λαζάρου και οι παραδόσεις



Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής. Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους. O Λάζαρος είναι μια μορφή που εμπνέει σεβασμό στον ελληνικό λαό.Παλιότερα οι εκδηλώσεις εορτασμού ήταν πολλές και ποικίλες, ωστόσο σήμερα έχουν λησμονηθεί ως επί το πλείστον.Για παράδειγμα τα κάλαντα του Λαζάρου τραγουδιούνται σε ελάχιστες περιοχές, ενώ παλιότερα ήταν από τα πιο ζωντανά έθιμα και έδιναν ιδιαίτερο τόνο στις μικρές κοινωνίες.Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία και τα τραγουδούσαν κοπέλες διαφόρων ηλικιών ακόμα και κορίτσια τις παντρειάς που ονομάζονταν “Λαζαρίνες”.Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους την άλλη μέρα ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες φορώντας ειδική στολή.Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.Σε πολύ λίγες περιοχές της χώρας τραγουδιούνται σήμερα τα Λαζαριάτικα κάλαντα. Τα λόγια του τραγουδιού άλλοτε αναφέρονται στην ανάσταση του Λαζάρου και είναι συνήθως μέτρια στιχουργήματα και άλλοτε πάλι αποτελούν παινέματα προσώπων που αγγίζουν τα όρια υψηλής ποιητικής δημιουργίας.Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν κοινωνική σκοπιμότηταΣτις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους τις περιόριζαν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες: γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι.Έθιμα από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας0 λαός γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή, την “Έγερση” του φίλου του Χριστού, του “αγέλαστου” Λάζαρου.Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, λέει η παράδοση, μετά την Ανάσταση του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά.Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά.“Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί.Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ʽνα χώμα κλέβει τʼ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;” και χαμογέλασε.Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας για να απεικονίσουν την Ανάσταση του Λάζαρου, να συμβολίσουν δηλαδή τη Νίκη του Χριστού απέναντι στο θάνατο, αλλά παράλληλα και για να υποδηλώσουν την ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λάζαρου.Την παραμονή της γιορτής ή, σε πολλά μέρη, ανήμερα την “πρώτη Λαμπρή”, τα παιδιά, κρατώντας το “Λάζαρο”, έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα “λαζαρικά”, για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους. Στην Ήπειρο μάλιστα, στις κτηνοτροφικές περιοχές, χτύπαγαν ταυτόχρονα και μεγαλοκούδουνα.“Πες μας Λάζαρε τι είδεςεις τον Άδη που επήγες.Είδα φόβους, είδα τρόμους,είδα βάσανα και πόνους,δώστε μου λίγο νεράκινα ξεπλύνω το φαρμάκι,της καρδούλας μου το λέωκαι μοιρολογώ και κλαίω.Του χρόνου πάλι να ʽρθουμε,με υγεία να σας βρούμε,και ο νοικοκύρης του σπιτιούχρόνια πολλά να ζήσει,να ζήσει χρόνια εκατόκαι να τα ξεπεράσει.”Τα “λαζαρικά” από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές.Στη Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Θράκη στο έθιμο έπαιρναν μέρος μόνο κορίτσια, οι “Λαζαρίνες” ή “Λαζαρίτσες”, έτσι εύρισκαν την ευκαιρία να γίνουν γνωστές και σαν υποψήφιες νύφες. Για “Λάζαρο” βαστούσαν έναν ξύλινο κόπανο για τα ρούχα, τυλιγμένο με παρδαλά κομμάτια από πανιά, ίδιο μωρό.Σε άλλα μέρη πάλι έντυναν με χτυπητά πολύχρωμα υφάσματα μια ρόκα, μια κούκλα, έναν καλαμένιο σταυρό και τα στόλιζαν με κορδέλες και λουλούδια.Στη Σκύρο έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα, “τη σιδεροχουλιάρα”. Έβαζαν σε κάθε τρύπα και από ένα άσπροπούλι -άσπρη μαργαρίτα- ένα κόκκινο γαρίφαλο για στόμα και σχημάτιζαν το πρόσωπο. Έδεναν σταυρωτά πάνω στην κουτάλα ένα ξύλο, για να κάνουν τα χέρια, της φορούσαν και ένα πουκαμισάκι ή ένα μωρουδίστικο ρούχο και ο “Λάζαρος” ήταν έτοιμος.Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά, λεφτά ή ό,τι άλλο είχαν. Πάντα όλοι κάτι έβρισκαν να δώσουν. Κι όταν θέλαν για κάποιον να πούνε πως ήταν τσιγκούνης έλεγαν: “Ποτέ του αυγό δεν έδωσε, ούτε τʼ αγίου Λαζάρου!”Σε μερικά μέρη τη θέση του “Λάζαρου” έπαιρνε ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και με πολύχρωμες κορδέλες.Στην Κρήτη έκαναν έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με ορμαθούς από λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.Στην Κύπρο συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης, στην αρχαιότερη μορφή του. Ο θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, όπως ο Άδωνης στους αρχαίους Έλληνες. Έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια, έτσι ώστε ούτε το πρόσωπο του δε φαινόταν. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το “Λάζαρε δεύρο έξω” σηκωνόταν.Το ίδιο έθιμο συναντάμε και στην Κω. Το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο, τυλιγμένο σε ένα σεντόνι, ήταν και αυτό στολισμένο με κίτρινα λουλούδια. Αμοιβή της παρέας για την αναπαράσταση τα αυγά για το δάσκαλο. Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι “πρωτόσχολοι”, έπαιρναν την εικόνα του Λάζαρου, την έβαζαν πάνω σε μια ειδική κατασκευή που στόλιζαν με δεντρολίβανο -ήταν, λέει, η Βηθανία, η πατρίδα του- και γύριζαν στις στάνες. Οι βοσκοί τους φίλευαν αυγά, τυριά και μυζήθρες για τις λαμπρόπιτες.Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους “λαζάρηδες”, τα “λαζαρούδια” ή και “λαζαράκια”. “Λάζαρο δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις” έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει: “Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…”Στα “λαζαράκια” έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους “λαζάρηδες” έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.Στην Κω οι αρραβωνιασμένες θα έφτιαχναν ένα λαζαράκι σε μέγεθος μικρού παιδιού, γεμισμένο με χίλια δυο καλούδια και κεντημένο σχεδόν σαν τις κουλούρες του γάμου, για να το στείλουν στο γαμπρό. Τα “λαζαρούδια” πολλές νοικοκυρές τα γέμιζαν με αλεσμένα καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, μέλι, πρόσθεταν πολλά μυρωδικά και τα παιδιά ξετρελλαίνονταν να τα τρώνε ζεστά.Καλαθάκια και κάλαντα παρουσίασαν οι Λαζαρίνες στα ΤρίκαλαΤα έθιμα του Λαζάρου, τα ολοστόλιστα καλαθάκια, και τα ιδιαίτερα κάλαντα αυτής της μέρας, παρουσίασαν οι Λαζαρίνες από την πόλη και την περιοχή των Τρικάλων, σήμερα, στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου Τρικκαίων, όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση «Λαζαρίνες 2011». Την εκδήλωση διοργανώνουν κάθε χρόνο ο Πολιτιστικός Οργανισμός του δήμου Τρικκαίων και ο Σύλλογος Φίλων Λαογραφικού Μουσείου Τρικάλων, με σκοπό τη συνέχιση του εθίμου των λαζαρινών αγερμών. Οι Λαζαρίνες "διαγωνίζονται", είτε ατομικά, είτε ομαδικά, έχοντας καλάθια, κατασκευασμένα με φυσικά υλικά και στολισμένα με φυσικά λουλούδια, και τραγουδώντας ένα από τα παραδοσιακά κάλαντα της εορτής. Σε όλα τα παιδιά προσφέρονται τα παραδοσιακά φιλέματα (καρύδια, αυγά, ξερά σύκα, καραμέλες), λαζαράκια (ψωμένια ανθρώπινα ομοιώματα) και ενθύμια συμμετοχής. Βραβεύονται τα τρία ωραιότερα καλάθια, τα τρία σπανιότερα παραδοσιακά τραγούδια και οι τρεις καλύτερες συνολικές παρουσίες (καλάθι και τραγούδι). Στη Θεσσαλία, τα κάλαντα του Λαζάρου τα τραγουδούν μόνο κορίτσια, οι «Λαζαρίνες». Ντυμένες με ωραίες φορεσιές και κρατώντας καλάθια, στολισμένα με λογής-λογής ανοιξιάτικα λουλούδια, γυρίζουν όλα τα σπίτια. Το έθιμο, καθώς τελείται μέσα στην καρδιά της Άνοιξης, πέρα από τα θρησκευτικά μηνύματα που μεταδίδει, συμβολίζει και την αναγέννηση της φύσης. Οι Λαζαρίνες, επίσης, συμβολίζουν την αναγέννηση και συνέχιση της ίδιας της παραδοσιακής κοινωνίας, αφού είναι οι κοπέλες-μελλοντικές νύφες, που θα αναλάβουν μέσα από το γάμο και την απόκτηση παιδιών να ανανεώσουν και να συνεχίσουν την παραδοσιακή κοινωνία. Έθιμο «Λαζαρίνες» Σάββατο του Λαζάρου στη Λευκοπηγή ΚοζάνηςΟι Λαζαρίνες στις 12 το μεσημέρι συγκεντρώνονται στο κονάκι, το σπίτι που επιλέγουν για να γίνει το γλέντι τους, το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου. Εκεί αφού φάνε για μεσημέρι όλες μαζί, ξεκινούν για τα σπίτια του χωριού.Πρώτα στον παπά, μετά στον Πρόεδρο, στην εκκλησία της Παναγίας στα μνήματα και ύστερα σʼ όλα τα σπίτια της Λευκοπηγής, όπου τραγουδούν διάφορα λαζαριάτικα τραγούδια ανάλογα με την επιθυμία του κάθε νοικοκύρη, ενώ η νοικοκυρά βάζει από ένα άσπρο αυγό στο καλάθι των Λαζαρίνων .Όταν τελειώσουν, γύρω στις 4:30 το απόγευμα, όλα τα μπλίκια των λαζαρίνων μαζεύονται στην πλατεία όπου στήνεται ο τρανός χορός (Λαζαριάτικος) με λαζαριάτικα τραγούδια.Στην πλατεία υπάρχουν στρωμένα τραπέζια με λαζαριάτικες πίτες, κρασιά και εδέσματα που προσφέρονται για όλο τον κόσμο.Παλιότερα, οι νέοι του χωριού και οι πεθερές διάλεγαν τις νύφες από τα κορίτσια , τις Λαζαρίνες, που χόρευαν στον τρανό χορό (νυφοδιαλέγματα).Στη συνέχεια μετά τον τρανό χορό, οι Λαζαρίνες μοιράζουν τη λαζαρόπιτα στα δικά τους σπίτια και αφού ξεκουραστούν δίνουν ραντεβού για το βράδυ στο κονάκι για γλέντι με τραγούδια, παιχνίδια και χορό, μέχρι το πρωί. ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣτην παλιά Κέρκυρα, ένας άνθρωπος συνήθιζε να φορά μια κόκκινη μπλούζα, που έδενε στη μέση του με ένα κορδόνι από πολύχρωμες κορδέλες. Στα χέρια του κράταγε ένα κοντάρι στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα πρόσωπο, σκαλισμένο σε ξύλο, που παρίστανε το Λάζαρο. Επάνω στο κοντάρι είχε κρεμασμένα διάφορα στολίδια (ψεύτικα μαργαριτάρια, μαντήλια, κορδέλες, κούκλες κλπ). Μαζί του και δυο οργανοπαίχτες που τον συνόδευαν να πει τα Κάλαντα του Λαζάρου. Πήγαιναν λοιπόν στα σπίτια και τα μαγαζιά και εισέπρατταν χρήματα.Απαραιτήτως όλοι αγόραζαν κάτι από αυτά που είχε κρεμασμένα στο κοντάρι, αφού τα θεωρούσαν σαν φυλακτά, που κρέμαγαν στο προσκεφάλι τους.Αργότερα το έθιμο συνεχίστηκε από ομάδες μουσικών και από παιδιά, που έπαιζαν ή τραγουδούσαν αυτά τα κάλαντα. Το έθιμο σιγά σιγά ατόνησε και είχε ξεχαστεί. Αναβιώνει τα τελευταία χρόνια από το Φορέα Κορφιάτικης Έκφρασης, στο Ιστορικό Κέντρο της πόλης μας, στις 11 το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου.Ακολουθεί μια από τις πολλές εκδοχές αυτών των καλάντων, όπως τα τραγουδούν ακόμη και σήμερα στο χωριό Επίσκεψη:Με τον ορισμό λόγο να πούμε και το Λάζαρο να διηγηθούμεΚαλησπέρα σας καλή βραδία, ήρθε ο Λάζαρος με τα ΒαϊαΑν κοιμόσαστε να ασκωθείτε και αν κάθεστε ν' αφρικαστείτε.Αγρικήσατε μεγάλο θαύμα, όπου έγινε δαιμόνων τραύμα.Πήγεν ο Χριστός στη Βηθανία διότι εκεί ήταν πολύ απιστία.Όσοι έμαθαν τον ερχομό του, όλοι τρέξανε στον ορισμό του.Όλοι τρέξανε μικροί, μεγάλοι, όλοι Χριστιανοί Εβραίοι κι άλλοιΚαβαλίκεψε εις πώλου όνο, έτσι έμελλε τούτο το χρόνοΚαι τα νήπια παιδιά Εβραίων, δια την πομπή των Ιουδαίων.Άλλοι έκοβαν κλάδους και Βάϊα, συντηνέχοντες τα λόγια τα Άγια.Άλλοι έλεγαν ευλογημένος ο ερχόμενος και κηρυγμένος.Τότε ο Χριστός εμπρός κινάει και ο λαός τον ακλουθάει.Τότε τρέξανε Μάρθα, Μαρία, γιατί ήτανε μεγάλη χρεία.Πού είναι ο Λάζαρος, πού είν' ο αδερφός μου, πού είν' ο φίλος μου και ξάδερφός μου;Λέγουν Λάζαρος είν' πεθαμένος, τετραήμερος στη γη θαμμένος.Λέγει πάμετε να τον ιδούμε και στον τάφο του να λυπηθούμε.Πάτησε ο Χριστός στην πλάκα επάνω, «Δεύρο Λάζαρε, σήκω επάνω».Κι ώ του θαύματος η γη εταράχθη και ο Λάζαρος ορθός εστάθη.Πού ήσουν Λάζαρε, πού'σαι αδερφέ μου, πού ήσουν φίλε μου και γνώριμέ μου;Δώστε μου να πιω λίγο νεράκι, τι είν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.Είν' τ' αχείλι μου είν' μαραμένο και από τη γη φαρμακωμένο.Δώστε μου να πιω να σας μιλήσω και το θάνατο να λησμονήσω.Ήμουνα βαθιά στη γη θαμμένος και με τους νεκρούς ανταμωμένος.Τι είν' ο θάνατος που περιμένει κάθε άνθρωπο στην Οικουμένη.Τώρα ευχόμεθα καλήν υγεία, Καλή Ανάσταση και ευτυχία.Χρόνους Πολλούς                                                       Πηγή

Κυριακή των Βαΐων Ευλογημένος ο Ερχόμενος

Κυριακή των Βαΐων
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAlΩN
Ευλογημένος ο Ερχόμενος
(Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ' ένα που­λάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί πλου­μισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.
Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτά τ' αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορ­φο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από πίσω έρχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπεί­νωσης. Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την  προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ' αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιε­ρείς κ' οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως». Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με; Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές,   όλα  πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.  
Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει και  σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο  που τραβή­ξανε και κείνοι  και σέρνει με  ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί  είναι   «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει:   «Εγώ ειμί Θεός πρώτος  και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ  βοσκήσω  τα  πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω  αυτά».  Εκείνος  που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής.   Όσοι πονάνε  στο   κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος  τους  καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού  και  περπατάνε  στη στράτα του με το  φως του  το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα.   Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος  γράφει  στους  Κορινθίους:   «Νυν  χαίρω,  ουχ ότι  ελυπήθητε, αλλ' ότι  ελυπήθητε  κατά  Θεόν,   ίνα  εν μηδενί ζημιωθήτε  εξ ημών.  Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν  εις σωτηρίαν  αμεταμέλητον κατεργάζεται·  η  δε  του  κόσμου λύπη  θάνατον   κατεργάζεται».   Γι' αυτούς που ελπίζουνε   στον Θεό,  δεν  μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους  σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά  θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους  ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως  και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:
«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (Ἰωάν. ιβ´,1-18)«…διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλοὅτι ἤκουσε τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον»ς,


Διανύσαμε τὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὁδεύουμε στὸ φρικτὸ μυστήριο τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου προσδοκῶντας τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἐκκλησιαστικῶν περιόδων, παρεμβάλλεται τὸ διήμερο τῶν ἑορτῶν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου καὶ τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ δύο αὐτὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου, ὁριοθετοῦν τὸ μέγα μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας ὡς πρὸς τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου συνδέεται μυστηριωδῶς μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ κατέχει ὡς πρὸς αὐτὴν τὸν ρόλο ἔμπρακτης προφητείας. Ὁ ἀναστημένος Λάζαρος μᾶς παρουσιάζεται στὰ πρόθυρα τῆς Ἁγίας καί μεγάλης Ἑβδομάδος ὡς διαβεβαίωση τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ θανάτου καὶ προαν-αγγέλλει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ὡς συνέπεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διήγειρε τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ σὲ ἕνα ξέφρενο πανηγυρισμό, ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἰσῆλθε εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν. Δυστυχῶς ὅμως δὲν κατανοήθηκε ὡς πίστη στὴν κοινὴ ἀναστάση, ἀλλὰ ὡς ὑπερφυσικὴ δύναμη ἑνός μεσσιανικοῦ ἡγέτη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λυτρώσει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Ρωμαίων. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν θριαμβευτικὸ παιᾶνα τοῦ πλήθους «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις» πολὺ σύντομα τὸν διαδέχθηκε ἡ ὁργὴ τοῦ ὅχλου μὲ τὸ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν».

Ἡ προσδοκία τῆς Ἀναστάσεως μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ συγκεκριμενοποιήσουμε καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὴν πίστη μας. Ὁ ἀναστημένος Λάζαρος δείχνει ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα γεγονὸς ἤδη παρὸν στὴν ζωή μας. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι ἡ «Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή». Μᾶς δείχνει πὼς στὸ πρόσωπό Του «ἀναστήσονται οἱ νεκροὶ καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις». Κάθε ἄλλη προσδοκία εἶναι μέγιστη πλάνη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόγνωση καὶ στὴν παντοτινὴ θλίψη.

Οἱ Ἰσραηλῖτες τὸν περίμεναν ὡς Μεσσία ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας τῶν Ρωμαίων καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας στὴν ἁμαρτία. Τὸν ὑποδέχθηκαν ὡς ἐθνικὸ ἀπελευθερωτὴ κραδαίνοντας «τὰ τῆς νίκης σύμβολα» καὶ Ἐκεῖνος ἀναδεικνύεται ἐλευθερωτὴς ψυχῶν σὲ ὅσους μὲ πίστη Τὸν ὑποδέχονται, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ἐνθρονίσουν στὴν καρδιά τους. Προσδοκοῦσαν ὅτι θὰ συντρίψει τὴν τυραννία τοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντα καὶ Ἐκεῖνος συνέτριψε τὸν ῞ᾼδη καὶ τὸν ἀρχηγό του.

Οἱ κοσμικὲς προσδοκίες τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰησοῦ στὸν κόσμο ἦταν ξένες ὡς πρὸς τὴν θεία ἀποστολή Του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπαληθεύτηκαν. Δὲν εἰσῆλθε στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους σὰν ἕνα ἀκόμη ἡρωικὸ πρόσωπο μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη. Σὰν ἕνας παγκόσμιος ἡγέτης ποὺ μὲ τὶς ἱκανότητές του θὰ ἔτεμνε τὴν πορεία τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὴν ὁδηγοῦσε σὲ κοσμοϊστορικὲς ἀλλαγές.

Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς εἰσῆλθε στὴ ζωὴ τοὺ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει ἀπὸ τὴν νόσο τῆς ἁμαρτίας. Σήκωσε τὸν Σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου, γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Ἀνέστησε τὴν ἀμαυρωθεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύση του, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει καὶ πάλι τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεώς του. Δὲν ἦταν τὸ πιο σημαντικὸ ἱστορικὸ πρόσωπο ποὺ πέρασε καὶ χώρισε στὰ δύο τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἀλλὰ Θεὸς καὶ Κύριος, ποὺ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του λύτρωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν φθορά. Κάθε ἄλλη προσδοκία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του δὲν ἀποτελεῖ λύτρωση γι’ αὐτὸν, ἀλλὰ ἐπικίνδυνη πλάνη ποὺ ἀκυρώνει τὴν προοπτικὴ τῆς σωτηρίας του.

Ἀδελφοί μου,

Ἡ λέξη «Πάσχα» δὲν προσδιορίζει μόνο τὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, ἀλλὰ καλύπτει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Κενοῦ Τάφου. Ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἐνσαρκώνουν τὸ πασχάλιο μυστήριο ποὺ ἀντικατέστησε τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα, τὴ διάβαση δηλαδὴ τῶν Ἑβραίων στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μὲ τὴν δική μας διάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».

Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή μας προβάλλει περισσότερο τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο παρὰ το πρόσωπό Του. Μᾶς προσφέρει τὴ χάρη καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας μας καὶ μᾶς προκαλεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀμαρτωλότητά μας καὶ νά μετανοήσουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» παίρνει τὴν θέση τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ καὶ θυσιάζεται στὸν Σταυρό, γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὴν πτώση μας.

Τὸ πλῆθος ποὺ ἐπευφημοῦσε τὸν Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, σὰν σήμερα Κυριακὴ τῶν Βαΐων, κρατῶντας δαφνόφυλλα καὶ κλάδους φοινίκων δὲν συνειδητοποίησε ὅτι ὑποδέχεται τὸν Βασιλέα τῆς Δόξης. Στὸ ἴδιο ἀτόπημα μπορεῖ νὰ ὁδηγηθούμε καὶ ἐμεῖς, ἂν ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα γίνει μὲ κοσμικὴ ἀντίληψη καὶ μὲ ὑλιστικὸ φρόνημα. Τὰ ἔθιμα καὶ οἱ οἰκογενειακοὶ ἑορτασμοὶ ἔχουν τὴν σημασία τους, ὅταν ἐνσαρκώνουν τὸ ἀληθινὸ νόημα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.

Ἂς μὴν ἐπικεντρωθοῦμε στὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ἑνὸς λαμπροῦ ἑορτασμοῦ, ἀλλὰ ἂς ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Τὸ Πάσχα ὡς «ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις πανηγύρεων» ἀποτελεῖ τὸ πλήρωμα τῶν ὑποσχέσεων γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία μας. Εἶναι ἔξοδος ἀπο τὴν φθορὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ εἴσοδος στὴ ἀφθαρσία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή μας καὶ ἡ δική μας διάβαση σὲ μία ἀδιάκοπη καὶ παντοτινὴ κοινωνία μαζί Του.

π.Ι.Σ.

Κυριακή τῶν Βαΐων

Κυριακή τῶν Βαΐων
(Ἰω. ιβ΄ 1-18)

Κυριακὴ τῶν Βαΐων σήμερα καὶ ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται στὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων μετὰ βαΐων καὶ φοινίκων. Ἐπευφημεῖται ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.

Ποιοί ἦταν ὅμως αὐτοί; Μήπως οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ τῆς ἀνωτέρας τάξεως κάτοικοι τῆς πόλεως; Μήπως οἱ μεγάλοι καὶ οἱ τρανοὶ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς; Ποιοί ἦσαν; Μὰ ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ μᾶς δώσει τὴν ἀπάντηση: «ὁ πολὺς λαός, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν ἑορτήν». Καὶ αὐτὸς ὁ λαός, κρατώντας στὰ «χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ χουρμαδιές, ποὺ ἦσαν κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλη διὰ νὰ ὑποδεχθεῖ καὶ φώναζε δυνατά. Δόξα καὶ τιμὴ εἰς αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε...»

Οἱ φοίνικες δὲ ποὺ κρατοῦσε ὁ λαός, συμβολίζουν τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στὸ θάνατο καὶ προμηνύουν τὴν Ἀνάστασή Του. Θὰ σημειώνει σχετικὰ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «εὐπειθέστεροι λοιπὸν οἱ ἄλλοι καὶ ὑπακούοντες στὸ μεγάλο σημεῖο, προϋπάντησαν τὸν Χριστὸ ὑμνοῦντες Αὐτὸν ὡς τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου μετὰ βαΐων».

Ἔτσι μὲ τὸν ἁπλὸ καὶ πρόχειρο αὐτὸ τρόπο, ὁ λαὸς ἐκδήλωσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀναγνώρισή του πρὸς τὸν Χριστό. Μὲ θερμότητα καὶ ἐνθουσιασμὸ ἀποτελοῦσαν τὴν συνοδεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴ θυσία Του. Μὰ καὶ συνοδεία νίκης καὶ θριάμβου γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του.

«Δόξα καὶ τιμὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς ἀντιπρόσωπός του...» θὰ τονίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ θὰ περιγράφει μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς γραμμὲς τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους.

Ἐτοῦτος ὁ λαὸς μὲ θερμότητα καὶ ἐνθουσιασμὸ ἐπευφημεῖ σήμερα τὸ Διδάσκαλο. Ζητωκραυγάζει τὸν Χριστὸ ὡς βασιλέα ἐπίγειο καὶ ἄρχοντά του. Τὸν ἀποκαλεῖ εὐλογημένο καὶ ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸν Μεσσία. «Καὶ τῷ εἰπεῖν δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ταὐτὸ τοῦτο ἐμφαίνουσι, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν αὐτὸν εἶναι». Καὶ στρώνει τὰ ἱμάτιά του γιὰ νὰ διαβεῖ.

Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ἴσαμε ἐδῶ καλά. Καὶ ἐπαινετὰ καὶ πρεπούμενα. Γιατὶ αὔριο, σὲ λίγες ἡμέρες, ὁ ἴδιος ὁ λαὸς θὰ ἀποδοκιμάζει τὸ Διδάσκαλο. Θὰ τὸν ἀποδιώχνει ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ θὰ τὸν παραδίδει στὸ θάνατο. Αὐτὸν τὸν εὐεργέτη, τὸν τίμιο καὶ ἀληθινό! Τὸν σωτῆρα!

Πῶς μεταβάλλεται καὶ πόσο ἀλλάζει ὁ λαός; Κατευθύνεται ἐπιπόλαια καὶ ἀξιολογεῖ ἐπιφανειακὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα. Θαυμάζει καὶ ἐνθουσιάζεται ἀπὸ θαυμαστὰ γεγονότα. Καὶ σύρεται πίσω ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴ δύναμη τῶν πραγμάτων.

Γι᾿ αὐτὸ παρασυρόμενος ζητεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ κράζει «σταυρωθήτω». Ἡ πρώτη ἐπευφημία ξεχάστηκε. Οἱ ζητωκραυγὲς γιὰ τὸν εὐλογημένο, πετάχθηκαν στὴν ἄκρη. Τώρα «σταυρωθήτω».

Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ γιατί; Διότι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιὰ κάποιους εἶναι ἐνοχλητική. Εἶναι οἱ ἄρχοντες, οἱ μεγάλοι καὶ οἱ ἰσχυροί. Καὶ ἀμέσως ἔβαλαν σὲ ἐνέργεια τὸ πονηρὸ σχεδιό τους. Μὲ δημαγωγικὸ καὶ ὑποκριτικὸ τρόπο ἔπεισαν τὸν λαὸ γιὰ τὸν «κίνδυνο» τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ λαὸς δὲ «ὁ μὴ γνωρίζων» παρασύρεται ἀπ᾿ αὐτούς. Ἀπεμπολεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. Ξεχνάει τὸν σωτήριο λόγο τοῦ Διδασκάλου. Κλείνει τὰ μάτια του στὰ θαύματα καὶ τὶς ἰατρικὲς ἐπεμβάσεις Του. Καὶ δὲν ἀκούει πλέον τὶς δικὲς του ζητωκραυγές.

Καὶ τελικά, αὐτὸ ποὺ προκύπτει εἶναι ὅτι οἱ περισσότεροι στέκονται ἐνάντια στὸν Χριστό. Καὶ οἱ λιγότεροι κοντά Του. Οἱ περισσότεροι, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ζητοῦν τὴ θανάτωσή Του. Δίχως καλὰ-καλὰ νὰ γνωρίζουν τὸ γιατί. Ἔτσι ἁπλά, ἐπειδὴ τοὺς τὸ εἶπαν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ διδάσκαλοί τους.

Ὁ λαὸς, ποὺ αἰσθάνεται ἀδύναμος καὶ ἀπροστάτευτος, ἀκολουθεῖ τοὺς ἄρχοντες καὶ ἰσχυρούς. Ἐπιθυμεῖ νὰ τἄχει καλὰ μαζί τους. Γιατὶ ποθεῖ μὲν τὸ δίκαιο καὶ τὴν ἀλήθεια, μὰ δὲν γνωρίζει δὲ πῶς καὶ ποῦ θὰ τὰ βρεῖ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν εἴμαστε μ᾿ αὐτούς, δηλαδὴ τοὺς πολλοὺς, ποὺ ζητωκραυγάζουν καὶ ἐπευφημοῦν. Ἂν μόνο κραδένουμε τὰ βαΐα καὶ τὰ σύουμε θριαμβευτικά. Δὲν ἔχουμε καταλάβει πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ψάχνει νὰ βρεῖ κειροκροτητὲς καὶ φωνασκοῦντες τῆς στιγμῆς. Θορυβοῦντες ἐπιπολαίως καὶ παρασυρομένους ἀνοήτως.

Ψάχνει νὰ βρεῖ αὐτοὺς ποὺ μὲ θέληση, θὰ Τὸν ἀκολουθήσουν πιστὰ καὶ στὶς χαρές, μὰ καὶ στὸ πάθος Του. Αὐτοὺς ποὺ θὰ συνταυτιστοῦν μὲ τὸ θάνατό Του καὶ θὰ γευτοῦν τὶς χαρὲς τῆς Ἀνάστασεώς Του.

Ἐκείνους, ποὺ θὰ ὁμολογήσουν μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, «Κύριε πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλο νὰ ἀπέλθουμε . Ἐσὺ ἔχεις λόγια ποὺ μεταδίδουν ζωὴ τὴν αἰώνιο!»

Ἀρχιμ. Ν.Π.

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ (ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ) ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ." Έχουμε κι εδώ ανθρώπους διαιρεμένους για τη δύναμη του Χριστού. Μερικοί πηγαίνουν για να δουν τον Θαυματουργό και τον Λάζαρο, το θαύμα του θαυματουργού. Άλλοι συνωμοτούν για να σκοτώσουν και τούς δύο, όχι μόνο τον Χριστό αλλά και τον Λάζαρο. Γιατί τον Λάζαρο;"






«Έγνω ούν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστί, και ήλθον ου διά τον Ίησούν μόνον, άλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ιδωσιν όν ήγειρεν εκ νεκρών, έβουλεύσαντο δέ οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον άποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι ’ αυτόν ύπήγον των Ιουδαίων και έπίστευον εις τον Ίησούν» (Ίωάν. ιβ'9-11). Πολλοί Ιουδαίοι πού έμαθαν που βρισκόταν, πήγαν κι αυτοί εκεί όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, πού τον είχε νεκραναστήσει. Και οι αρχιερείς σαν το άκουσαν αυτό ήθελαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο,  γιατί όσοι Ιουδαίοι πήγαιναν και τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Ιησού.


Έχουμε κι εδώ ανθρώπους διαιρεμένους για τη δύναμη του Χριστού. Μερικοί πηγαίνουν για να δουν τον Θαυματουργό και τον Λάζαρο, το θαύμα του θαυματουργού. Άλλοι συνωμοτούν για να σκοτώσουν και τούς δύο, όχι μόνο τον Χριστό αλλά και τον Λάζαρο. Γιατί τον Λάζαρο; Για να εξαφανίσουν τη ζωντανή μαρτυρία της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού. Γιατί τότε δέ συνωμότησαν να σκοτώσουν όλους τούς άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, στους όποιους ό Χριστός είχε δείξει τη θεϊκή Του δύναμη, όλους τούς τυφλούς πού είδαν, τούς κουφούς πού άκουσαν, τούς άλαλους πού μίλησαν, τούς δαιμονισμένους πού ελευθερώθηκαν από τα δαιμόνια, τούς νεκρούς πού ανάστησε, τούς λεπρούς πού καθάρισε, τούς παράλυτους, τούς χωλούς και τούς τρελούς πού θεράπευσε... κι όλους εκείνους πού τούς έκανε καλά θαυματουργικά; Μάρτυρες της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού υπήρχαν σέ πόλεις και χωριά σ’ ολόκληρη τη γη του Ισραήλ. Γιατί οι πρεσβύτεροι δεν αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους αυτούς κι όχι μόνο το Λάζαρο;


Οπωσδήποτε όχι επειδή οι κακεντρεχείς αυτοί άνθρωποι φοβούνταν να χύσουν αίμα και να εναντιωθούν στον κόσμο, αλλά επειδή τούς ήταν αδύνατο αλλά κι επικίνδυνο για τούς ίδιους να φέρουν σέ πέρας τέτοιο έργο. Ήθελαν πολύ όμως να σκοτώσουν το Λάζαρο, γιατί ή ανάσταση του είχε προκαλέσει στους Ιουδαίους μεγαλύτερη ανησυχία απ’ οποιοδήποτε άλλο θαύμα του Χριστού. Άλλ’ υπήρχε κι ένας άλλος λόγος. Πολλοί άνθρωποι συνωστίζονταν για να δουν το Λάζαρο, κι αφού τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Κύριο Ιησού. ’Ίσως όμως κι επειδή το Πάσχα ήταν πολύ κοντά και φοβούνταν πώς όλοι οι άνθρωποι πού συγκεντρώνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή, θα πήγαιναν στη Βηθανία να δουν το νεκρό άνθρωπο πού αναστήθηκε και θα πίστευαν κι αυτοί στο Χριστό.




Έτσι παρατηρήθηκε το περίεργο φαινόμενο: ενώ οι άνθρωποι επιθυμούσαν να σωθούν, οι πνευματικοί ταγοί τους προσπαθούσαν να τούς εγκλωβίσουν και να τούς εμποδίσουν από το δρόμο της σωτηρίας. Όλες οι προσπάθειες των πονηρών αρχόντων όμως για ν’ αφανίσουν τα έργα του Θεού, ήταν μάταιες. Όση περισσότερη βία άσκουσαν, τόσο περισσότερο αναδεικνύονταν τα έργα αυτά.

 Αυτό έγινε σαφέστερο αργότερα, στην ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού, και κρατά ως σήμερα. Ολόκληρες στρατιές εχθρών της Εκκλησίας την πολέμησαν, από μέσα και απ’ έξω. Όλες οι επιθέσεις τους όμως όχι μόνο δεν ευοδώθηκαν, άλλ’ αντίθετα βοήθησαν την Εκκλησία να εδραιωθεί και ν’ απλωθεί στον κόσμο. Τ’ αδύναμα ανθρώπινα χέρια δεν μπορούν να κατισχύσουν στο Δημιουργό και τα έργα Του.

 Το θέλημά Του θα γίνει παρά τις δυνάμεις πού αντιδρούν από την κόλαση ή από τη γη. Το γεγονός πού ακολουθεί στο σημερινό ευαγγέλιο, δείχνει πόσο πιο ανοιχτοί είναι οι απλοί άνθρωποι στην  αλήθεια, απ’ ότι είναι οι άρχοντες τους πόσο πιο μεγαλόκαρδοι κι ευγνώμονες είναι. Και το γεγονός αυτό είναι ή θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα




Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ' αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.


Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ


Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ' αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.


«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«...Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν• Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου...». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον• βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...