Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014

Μεγάλη Τετάρτη Εσπέρα - «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια» +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος



«Δεινὸν ῥαθυμία, μεγάλη μετάνοια»
(Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου )
Εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἀπόψε θὰ μιλήσουμε σύντομα. Θὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ φράσι ἑνὸς τροπαρίου τῆς Μεγάλης Τετάρτης ποὺ λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια» (3ο τροπ. αἴν. Μ. Τετ.). Θὰ δοῦμε πρῶτα τὴ ῥαθυμία καὶ κατόπιν τὴ μετάνοια. Παρακαλῶ προσέξτε.
Τί εἶνε ἡ «ῥαθυμία»; Μία ἀμέλεια. Ἀμέλεια ὄχι στὰ ὑλικὰ καὶ σαρκικὰ πράγματα· σ᾽ αὐτὰ οἱ περισσότεροι εἶνε ἐπιμελεῖς, φροντίζουν. Ἂν λ.χ. πρόκειται νὰ ταξιδέψουν, φροντίζουν νὰ προμηθευτοῦν τὸ εἰσιτήριο· ἂν πρόκειται νὰ δώσουν ἐξετάσεις, διαβάζουν καὶ τὴ νύχτα· ἂν εἶνε γεωργοί, σπέρνουν καὶ καλλιεργοῦν τὴ γῆ στὸν κατάλληλο καιρό· ἂν εἶνε ἔμποροι, ἐκμεταλλεύονται τὴν κίνησι τῆς ἀγορᾶς· σὲ ὅλα ἐν γένει δείχνουν ἐπιμέλεια. Σὲ ἕνα δὲν δείχνουν· στὰ καθήκοντα ἀπέναντι τῆς ψυχῆς, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς τους, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Ἐκεῖ εἶνε τελείως ἀδιάφοροι. Θέλετε παραδείγματα; ὑπάρχουν ἄφθονα.


Ἔρχεται Κυριακή, χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ καλοῦν στὴ λατρεία. Ὅπως ἔχουμε πεῖ, 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα, καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ζητάει 1 ὥρα νὰ ἔρθουμε στὸ ναό, νὰ συγκεντρώσουμε τὶς σκέψεις καὶ τὴν καρδιά μας, νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε. Τίποτα! ἕνα μικρὸ ποσοστὸ ἐκκλησιάζεται. Πρὸ ἐτῶν στὴν αἴθουσα τῆς μητροπόλεως ἑρμήνευα στοὺς ἄντρες μία ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ οἱ παρόντες ἦταν ἐλάχιστοι. Τότε εἶπα σὲ κάποιον· Πήγαινε τώρα νὰ μετρήσῃς στὶς ταβέρνες καὶ στὰ κέντρα διασκεδάσεως πόσοι εἶνε. Τὸν περιμέναμε καὶ ἐπέστρεψε. Καὶ τι μᾶς εἶπε· ἐμεῖς εἴχαμε εἴκοσι ἄντρες, καὶ ἐκεῖ εἶχαν πεντακόσους. Ποῦ εἶνε τὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦσαν τὸν ἐκκλησιασμό! Αὐτὲς οἱ καμπάνες ποὺ χτυποῦν θὰ μᾶς δικάσουν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία οἱ Τοῦρκοι ἕνα διάστημα δὲν ἐπέτρεπαν καμπάνες. Καὶ ὅμως οἱ ναοὶ ἦταν γεμᾶτοι. Σήμερα οἱ καμπάνες, ποὺ χτυπᾶνε συνεχῶς, ἀφήνουν ἀδιάφορους τοὺς πολλούς. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα, ὅσο θέλεις χτύπα».
Ἄλλο παράδειγμα. Ἔρχεται Μεγάλη Σαρακοστή, περίοδος πνευματική. Καὶ ἐνῷ τοὺς καλεῖς σὲ ἐξομολογήσι, δὲν ἔρχονται. Ἀφήνουν γιὰ τὴν τελευταία ὥρα, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, καὶ ἐξαντλοῦν τοὺς πνευ ματικούς. Ἐπίτηδες τὸ κάνει ὁ σατανᾶς. Στὴν Ἀθήνα ἕ νας θαυμάσιος πνευματικὸς δὲν ἔ διωχνε κανένα, ἀλλὰ –τι νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος– τοὺς δεχόταν ὅλους· καὶ ἀπὸ τὴ συρροὴ κόσμου (ἡ Ἀθήνα εἶνε ἀπέραντη πόλις) ἔπαθε μαλάκυνσι ἐγκεφάλου καὶ πέθανε. Αὐτὰ κάνει ἡ ἀμέλεια.
Ἀναφέρω κάτι ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία μου ὡς στρατιωτικοῦ ἱερέως. Στὸ Γράμμο καὶ στὸ Βίτσι οἱ μαχηταὶ ἔπρεπε νὰ μένουν ἄγρυπνοι. Καὶ γνώρισα ἀξιωματικοὺς πού, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν, εἶχαν ἕνα καρφὶ καὶ κεντοῦσαν τὸ κορμί τους, τὸ μάτωναν! Ἔτσι ἀποκτήσαμε ἐλεύθερη Μακεδονία. Δὲν ἦταν ἀμελεῖς ἐκεῖνοι· ἀγρυπνοῦσαν. Ἄκουγαν τὸ «Γρηγορεῖτε», αὐτὸ ποὺ θ᾽ ἀκούσουμε μεθαύριο («Ἔστησαν τὰ τριάκοντα ἀργύρια…»,θ΄ ἀντίφ. ὄρθρ. Μ. Παρασκ.). Κ᾽ ἐμεῖς στρατιῶτες εἴμαστε ὑπὸ τὴν σημαία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔχουμε νὰ πολεμήσουμε ἐχθροὺς φοβερούς, ὅπως εἶνε ἡ σάρκα (ὁ «οἶστρος ἀκολασίας»), ὁ σατανᾶς (ποὺ δὲν ἀφήνει ἥσυχο κανένα ἀλλὰ «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»- Α΄ Πέτρ. 5,8), καὶ ὁ κόσμος. Ἐμεῖς γρηγοροῦμε ἢ ἀμελοῦμε;
Ποῦ νὰ στραφῶ; λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του· στὰ ἀνάκτορα καὶ τοὺς ἄρχοντες, στοὺς ἄντρες καὶ τὶς γυναῖκες, στοὺς στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικούς, στὴ νεότητα; ζήτημα νὰ ἐκκλησιάζεται ἕνας στοὺς ἑκατό. Τί νὰ ποῦμε τώρα ἐμεῖς; ἀμέλεια ὑπάρχει, εἴμαστε ἀμελεῖς. Καὶ ἡ ἁγία Γραφὴ λέει· «Ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς» (Ἰερ. 31,10), αὐτὸς ποὺ δὲν ἐκτελεῖ μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου εἶνε ἄξιος καταδίκης. Θὰ δικαστοῦμε γιὰ τὴν ἀμέλειά μας. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε χρόνο, καὶ ὁ χρόνος περνάει μὲ ἀμέλεια.
Τὸ χειρότερο παράδειγμα ἀμελείας καὶ ἀδιαφορίας γιὰ τὴν σωτηρία εἶνε ὁ Ἰούδας. Ζοῦσε στὸ ἁγιώτερο περιβάλλον, εἶχε συμμαθητὰς καὶ συναδέλφους γύρω του, κι αὐτὸς ποῦ εἶχε τὸ νοῦ του; στὸ χρῆμα. Ἀμέλησε, ἀδιαφόρησε γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἔτσι ἔφτασε νὰ προδώσῃ τὸ Χριστὸ μὲ φίλημα γιὰ τριάκοντα ἀργύρια. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα, ἔπεσε στὴν ἀπελπισία. Δὲν ἔπρεπε ν᾽ ἀπελπιστῇ. Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ἀκόμα καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ ἂν πήγαινε στὸ σταυρό, προτοῦ νὰ πῇ ὁ Χριστὸς τὸ «Τετέλεσται», θὰ εἶχε σωτηρία. Ἀπελπίστηκε καὶ ἀπαγχονίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον» (τροπ. ὄρθρ. Μ. Πέμπτ.). Αὐτὰ κάνει ἡ ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία. «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία».
Ἀλλ᾽ ὅσο κακό, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ῥαθυμία, τόσο μεγάλο καλὸ ἀντιθέτως εἶνε ἡ μετάνοια. Ἀκούσατε πῶς τὸ λέει ὁ ψάλτης· «Μεγάλη ἡ μετάνοια»! Ὄντως εἶνε μεγάλη. Διότι ἔχουμε δύο βαπτίσματα. Τὸ ἕνα εἶνε ὅταν βυθίζουμε τὸ παιδὶ στὴν κολυμβήθρα. Ἂν καὶ ἐγὼ –χωρὶς ν᾽ ἀμφισβητῶ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, διότι ἔχουμε παραδείγματα βαπτίσματος οἰκογενειῶν μὲ παιδιὰ καὶ στὴν ἁγία Γραφή– σκέπτομαι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πῶς εἶνε σήμερα οἱ γονεῖς· εἶνε ἄξιος ὁ πατέρας νὰ βαπτίσῃ τὸ παιδί του μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα; εἶνε ἄξιος ὁ ἀνάδοχος, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ εἶνε καὶ μασόνοι; Εἶνε ἄξιοι; Δὲν εἶνε.
Ἔπειτα τὰ παιδιὰ στὴν ἐποχή μας εἶνε ἀναιδέστατα. Ἄκουσα παιδί, ὅταν τοῦ ὑπενθύμισαν τὰ καθήκοντά του, νὰ λέῃ· Καὶ μὲ ρώτησε ἐμένα ὁ πατέρας μου ἂν θέλω νὰ γίνω Χριστιανός;… Ἄσ᾿ τον λοιπὸν τὸν «γαϊδουράκο», ἄσ᾿ τον νὰ γίνῃ μεγάλος καὶ νὰ ἐκλέξῃ μόνος του τὴ θρησκεία· κι ἂς γίνῃ ὅ,τι θέλει. Ἐλευθερία εἶνε τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Εὐαγγελίου· εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἔχουμε μία ποιοτικὴ καὶ ὄχι ποσοτικὴ ἐκκλησία. Γενικῶς ὑποστηρίζω τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἔχῃ καὶ ὁ λαὸς ὅπως ὁ κλῆρος λόγο στὴν ἐκλογὴ τῶν ποιμένων του.
Τὸ ἄλλο βάπτισμα εἶνε τὸ λουτρὸ τῶν δακρύων, τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Τὸ εἴπαμε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ δὲν θὰ παύσουμε νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε· Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε. Περνοῦν οἱ μέρες οἱ μῆνες τὰ χρόνια, φτάνουμε στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καὶ δὲν ἔχουμε μετανοήσει ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας ὥστε νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ μετάνοιά μας, τὸν λίγο αὐτὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν ὑμνῳδό· «Δός μοι», Κύριε, «μετανοίας λογισμόν, δός μοι κατανύξεως πόθον τῇ ταπεινῇ μου ψυχῇ, ἔγειρον ἐξ ὕπνου με δεινῆς πωρώσεως καὶ τὸ σκότος ἀπέλασον τὸ τῆς ῥαθυμίας καὶ τῆς ἀπογνώσεως λῦσον τὴν ζόφωσιν, ὅπως ἀνανεύσας ὁ τάλας σοὶ προσκολληθήσωμαι, Λόγε, καὶ σοῦ τοῖς θελήμασι πορεύσωμαι» (Παρακλ. ἦχ. β΄, Κυρ. ἑσπ.).
Ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν κάποιος εἶνε ἑτοιμοθάνατος, οἱ γιατροὶ ξέρετε πῶς κα ταλαβαίνουν ἂν ζῇ; Τὸν κεντοῦν μὲ μιὰ βελόνα· ἂν δείξῃ ὅτι νιώθει πόνο, σημαίνει ὅτι εἶνε ζωντανός· ἂν βυθίζουν τὴ βελόνα καὶ δὲν νιώθῃ τίποτα, λένε· Πέθανε πλέον. Ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, ἑτοιμοθάνατοι. Πλησιάζει τὸ τέλος μας, καὶ βυθίζει ὁ Κύριος τὴ βελόνα του γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσῃ ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καὶ νὰ μᾶς κινητοποιήσῃ.
Οἱ κληρικοὶ ἂς ἐνδιαφέρωνται, νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ ποίμνιό τους. Διαφορετικά, θὰ εἶ νε μισθωτοί· καὶ «ὁ μισθωτὸς… οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10,13). Οἱ γυναῖκες ἂς πείσουν τὸν ἄντρα καὶ τὰ παιδιά τους νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ὅλοι ἂς μετανοήσουμε, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὥστε ἐν μετανοίᾳ εἰλικρινεῖ νὰ ἑορτάσουμε τὸ Πάσχα. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσῃ τὸ δεύτερο βάπτισμα, τὴ μετάνοια τοῦ λῃστοῦ, τῆς πόρνης, τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, ὅλων τῶν ἁγίων. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν βαπτίζεται εἶνε ἀβάπτιστος, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἐξομολογεῖ ται εἶνε ἀσυγχώρητος. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει ἡ μετάνοια. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε, ποιός θὰ ἐσῴζετο; κανείς· στὸν παράδεισο θὰ ἦταν μόνο τὰ νήπια. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ ἤμεθα καταδικασμένοι, διότι ἁμαρτάνουμε καὶ προκαλοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· ὅπως τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ποὺ ὁ σεισμὸς καὶ τὸ σκοτάδι ἔγιναν αἰσθητὰ μέχρι τὴν Ἀθήνα καὶ τότε ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἶπε· «Ἢ θεός τις πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται».
Ρωτοῦν μερικοί, πόσες φορὲς νὰ κοινωνοῦ με. Ἀπαντᾷ ὁ Χρυσόστομος· Εἶσαι ἕτοιμος; κοινώνα κάθε μέρα· δὲν εἶσαι ἕτοιμος, εἶσαι ἀνεξομολόγητος; μὴν κοινωνήσῃς οὔτε τὸ Πάσχα. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὴ μετάνοια· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὸ βράδυ τῆς 27-4-1994. 

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΠΕΜΠΤΗΣ) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ

       Τή Μεγάλη Πέμπτη οἱ Πατέρες μας, μᾶς παρέδωσαν νά ἑορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τόν ἱερό Νιπτήρα, τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν ὑπερφυᾶ προσευχή καί ἀκόμη τήν προδοσία τοῦ ᾽Ιούδα. ᾽Εκεῖνο τό τροπάριο πού συγκεφαλαιώνει καί συνδέει τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ἐπισημαίνοντας τίς προεκτάσεις τους καί στή δική μας ζωή, εἶναι κυρίως ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας: ῾Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τούς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καί ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτός γάρ ὁ Χριστός οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. ᾽Αλλ᾽ οὐκ ἤκουσεν ᾽Ιούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος᾽.

       1. ῾Τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα᾽: Ὁ ὑμνογράφος, ἐκφράζοντας τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, μᾶς καλεῖ νά προσεγγίσουμε τή μυστική Τράπεζα, προκειμένου νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ κέντρου τῆς ᾽Εκκλησίας μας, τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο συνέστησε ὁ Κύριος ἀκριβῶς τήν ἡμέρα αὐτή, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο.

Ὁ Κύριος στό Δεῖπνο αὐτό τέλεσε γιά πρώτη φορά ἐπί τῆς γῆς τή Θεία Λειτουργία, καλώντας τούς μαθητές Του νά φᾶνε τό ἅγιο σῶμα Του καί νά πιοῦνε τό τίμιο αἷμα Του. Τό ῾λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι τό σῶμά μου᾽ καί τό ῾πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου᾽ συνιστοῦν τά ἱδρυτικά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας λόγια, τά ὁποῖα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε ἀντίστοιχη σύναξη πιστῶν, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου ῾τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν᾽, διαιωνίζοντας ἀκριβῶς ἐν Πνεύματι τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔ τ σ ι κατανοεῖται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας: ὡς ἡ συνέχεια τοῦ Μ. Δείπνου, γι᾽ αὐτό καί πάντοτε θεωρήθηκε ὡς τό κέντρο, ὅπως εἴπαμε, τῆς ᾽Εκκλησίας, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ῾πλέχτηκαν᾽ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μυστήρια αὐτῆς. Κι εἶναι θά λέγαμε λογικό: ὁ Κύριος πού ἐρχόμενος στόν κόσμο μᾶς ἔσωσε, μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἐνσωμάτωσε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό - κάτι πού ἐνεργοποιεῖται γιά τόν πιστό ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται καί χρίεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - ὁ ῎Ιδιος μᾶς τρέφει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, γιά νά διατηρηθεῖ αὐτή ἡ σχέση Του μαζί μας καί νά αὐξηθεῖ ῾μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ᾽.
        Ταυτοχρόνως στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὁ Χριστιανός βιώνει αὐτό πού ἡ ᾽Εκκλησία μας κατανοεῖ ὡς Παράδοσή της. Παράδοση δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἐπικρατήσει ἤ ἐπικρατεῖ ὡς εὐλογημένη ἴσως συνήθεια σέ κάποιους χριστιανικούς χώρους, μᾶλλον δέν εἶναι ἡ σώζουσα Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο ᾽Εκεῖνος παρέδωσε στούς μαθητές Του καί οἱ μαθητές Του στή συνέχεια παρέδωσαν στίς μετέπειτα γενιές. Τό διατυπώνει ἔξοχα ὁ ἀπ. Παῦλος στήν Α´ πρός Κορ. ἐπιστολή του, ὅταν λέει: ῾ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. ῾Ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ᾽ (11, 23-26). Κι αὐτή βεβαίως ἡ Παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γίνεται μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού σημαίνει ὅτι ἡ Παράδοση ἔχει ἁγιοπνευματικό καί δυναμικό χαρακτήρα, ἄρα εἶναι ζωή καί ἀπαιτεῖ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων γιά τή συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό τήν ἄποψη αὐτή πόσο πλανεμένη καί ἐκτός πραγματικότητας εἶναι ἡ ἀντίληψη ὁρισμένων ὅτι ἡ Παράδοση εἶναι μουσειακή κατάσταση καί συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτή κρύβεται ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα τοῦ ἀνθρώπου.

       2. Ὁ ὑμνογράφος, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, μᾶς καλεῖ νά κοινωνήσουμε ῾τόν ἄρτον᾽, ὑπενθυμίζοντας ὅμως καί τίς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας αὐτῆς: τό φόβο καί τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία δηλαδή δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Μιά συμμετοχή στά ἄχραντα μυστήρια ῾εἰκῇ καί ὡς ἔτυχεν᾽, χωρίς τήν ἐνδεδειγμένη μετάνοια καί χωρίς ἐπίγνωση, δημιουργεῖ τίς συνθῆκες ἐπανάληψης τοῦ δαιμονισμοῦ τοῦ ᾽Ιούδα. Μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ὁ ᾽Ιούδας κοινώνησε, ἀλλά μέ τήν προδοσία ἐν ἐξελίξει, μέ ἀποτέλεσμα νά δαιμονιστεῖ καί νά καταστραφεῖ. Καί τοῦτο γιατί ὁ εὐλογημένος ἄρτος δρᾶ μέσα στόν ἄνθρωπο ἐνεργοποιώντας ὅ,τι συναντᾶ στήν ψυχή του: φιλοθεΐα ἤ μισανθρωπία. Σάν τή βροχή πού πέφτοντας στή γῆ θά φέρει τήν καρποφορία εἴτε τῶν ἀγαθῶν σπερμάτων εἴτε τῶν ζιζανίων. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά κοινωνήσει καί ἀντί νά καλυτερεύσει, μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς προόδου του, νά χειροτερεύσει. Οἱ προϋποθέσεις λοιπόν κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Κι αὐτά τά δύο συνδέονται ἄμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τή λειτουργία τῆς μετανοίας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πού γνώρισμα ἔχει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα μετοχῆς στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ μετοχή αὐτή αὐξάνει τήν καθαρότητα κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θεώνεται ἀπό τίς θεοποιές ἐνέργειες τοῦ μυστηρίου καί πορεύεται ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽, δεδομένου ὅτι ποτέ δέν ὑπάρχει τέλος στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας καί στήν ἐν Θεῷ αὔξησή του. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ πιστός γίνεται κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μιά ἄλλη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο.

       3. ῾συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ᾽: ὁ ὑμνογράφος τήν μόλις παραπάνω ἀναφερθεῖσα ἀλήθεια καταγράφει μέ τή συγκεκριμένη φράση. Ὅ,τι συνέβη στόν Μυστικό Δεῖπνο λειτουργεῖ ἀρχετυπικά, πού σημαίνει ὅτι πολλοί ἀκολουθοῦν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τό παράδειγμα τοῦ ᾽Ιούδα: κοινώνησε ἐν προδοσίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί ἔφυγε γιά νά ὁλοκληρώσει αὐτήν τήν προδοσία. Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν μᾶς προτρέπει νά συμπαραμένουμε μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖ νά Τόν δοῦμε νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σκουπίζει μέ τό λέντιο, προκειμένου μέ τόν ἴδιο τρόπο νά στεκόμαστε κι ἐμεῖς ἀπέναντι σέ κάθε συνάνθρωπό μας: ᾽ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθή μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία ὁδηγεῖ σέ γνήσια ἀκολουθία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στήν ταπείνωση καί τήν ἐν ἀγάπῃ διακονία τῶν συνανθρώπων. Νά τό ποῦμε κι ὅπως τό διατύπωσε καί ὁ μεγάλος ρῶσος μυθιστοριογράφος καί βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς Φ. Ντοστογιέφκσι στό τελευταῖο ἔργο του ῾᾽Αδελφοί Καραμαζώφ᾽: ῾Μπροστά σέ μερικές σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστά στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καί ἀναρωτιέται ἄν θά τήν πολεμήσει μέ βία ἤ μέ ταπεινή ἀγάπη. Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: ῾Θά τήν πολεμήσω μέ ταπεινή ἀγάπη᾽. ῎Αν ἀποφασίσεις πάνω σ᾽ αὐτό μιά γιά πάντα, μπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιά τρομερή δύναμη: εἶναι τό πιό δυνατό ἀπ᾽ ὅλα τά πράγματα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σάν κι αὐτή᾽. Μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία καί ἔχθρα πρός τό συνάνθρωπο ἤ ἀδικία του ἐκ μέρους μας καί ῾τσαλάκωμα᾽ τῆς προσωπικότητάς του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει νά βλέπεις καί νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μέσα σέ εὐχαριστιακά, δηλ. ἐκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε τήν ταπεινή ἀγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει ἔκπτωση στή δολιότητα τοῦ ᾽Ιούδα.

Μυσταγωγών σου, Κύριε, τους μαθητάς...Μεγάλη Τετάρτη εσπέρας.

ampelos33.JPG
«Μυσταγωγών σου, Κύριε, τους μαθητάς, εδίδασκες λέγων.
Ω φίλοι, οράτε, μηδείς υμάς χωρίσει μου φόβος" ει γαρ πάσχω, αλλ' υπέρ του κόσμου" Μη ουν σκανδαλίζεσθε εν εμοί" ου γαρ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν μου λύτρον υπερ του κόσμου.
Ει ουν υμείς φίλοι μου εστέ, εμέ μιμείσθε" ο θέλων πρώτος είναι έστω έσχατος" ο δεσπότης ως ο διάκονος" μείνατε εν εμοί, ίνα βότρυν φέρητε" εγω γάρ ειμι της ζωής η άμπελος».
Εισάγων Κύριε τους μαθητές σου στο μέγα μυστήριο του Σταυρού τους εδίδασκες
λέγων: Φίλοι μου προσέξτε να μη σας χωρίσει κανένας φόβος από μένα.
Εάν πάσχω, πάσχω όχι εξ αδυναμίας,  αλλά εκουσίως για να σώσω τον κόσμο.
Μην κλονίζεσθε λοιπόν απέναντί μου διότι δεν ήλθα στη γη για να υπηρετηθώ και να δοξασθώ,
αλλά για να δώσω τη ζωή μου ως λύτρον και να εξαγοράσω τον κόσμο εκ της αμαρτίας. 
Εάν λοιπόν είσθε φίλοι μου και με αγαπάτε,  εμένα να μιμήσθε,  το δικό μου
παράδειγμα να ακολουθήτε.
Όποιος θέλει να είναι πρώτος κατά την τιμή, ας γίνει μετην ταπείνωσή του απένταντι των άλλων τελευταίος.
Ο κύριος, ο αφέντης ας γίνειόπως ο υπηρέτης.
Μείνετε δια της πίστεως ενωμένοι με εμένα για να φέρετε πλούσιο
καρπό αρετής,  όπως το ωραίο και μεγάλο σταφύλι.  Εσείς είστε οι κλάδοι και εγώ
είμαι η ρίζα,  η αληθινή κληματαριά,,  η οποία μεταδίδει στα κλαδιά τους ζωτικούς
χυμούς.
Θ.Παϊβανάς

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ)

Τή Μεγάλη Πέμπτη οἱ Πατέρες μας, μᾶς παρέδωσαν νά ἑορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τόν ἱερό Νιπτήρα, τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν ὑπερφυᾶ προσευχή καί ἀκόμη τήν προδοσία τοῦ ᾽Ιούδα. ᾽Εκεῖνο τό τροπάριο πού συγκεφαλαιώνει καί συνδέει τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ἐπισημαίνοντας τίς προεκτάσεις τους καί στή δική μας ζωή, εἶναι κυρίως ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας: ῾Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τούς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καί ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτός γάρ ὁ Χριστός οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. ᾽Αλλ᾽ οὐκ ἤκουσεν ᾽Ιούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος᾽.

       1. ῾Τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα᾽: Ὁ ὑμνογράφος, ἐκφράζοντας τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, μᾶς καλεῖ νά προσεγγίσουμε τή μυστική Τράπεζα, προκειμένου νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ κέντρου τῆς ᾽Εκκλησίας μας, τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο συνέστησε ὁ Κύριος ἀκριβῶς τήν ἡμέρα αὐτή, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο.
Ὁ Κύριος στό Δεῖπνο αὐτό τέλεσε γιά πρώτη φορά ἐπί τῆς γῆς τή Θεία Λειτουργία, καλώντας τούς μαθητές Του νά φᾶνε τό ἅγιο σῶμα Του καί νά πιοῦνε τό τίμιο αἷμα Του. Τό ῾λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι τό σῶμά μου᾽ καί τό ῾πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου᾽ συνιστοῦν τά ἱδρυτικά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας λόγια, τά ὁποῖα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε ἀντίστοιχη σύναξη πιστῶν, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου ῾τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν᾽, διαιωνίζοντας ἀκριβῶς ἐν Πνεύματι τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔ τ σ ι κατανοεῖται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας: ὡς ἡ συνέχεια τοῦ Μ. Δείπνου, γι᾽ αὐτό καί πάντοτε θεωρήθηκε ὡς τό κέντρο, ὅπως εἴπαμε, τῆς ᾽Εκκλησίας, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ῾πλέχτηκαν᾽ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μυστήρια αὐτῆς. Κι εἶναι θά λέγαμε λογικό: ὁ Κύριος πού ἐρχόμενος στόν κόσμο μᾶς ἔσωσε, μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἐνσωμάτωσε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό - κάτι πού ἐνεργοποιεῖται γιά τόν πιστό ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται καί χρίεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - ὁ ῎Ιδιος μᾶς τρέφει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, γιά νά διατηρηθεῖ αὐτή ἡ σχέση Του μαζί μας καί νά αὐξηθεῖ ῾μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ᾽.
        Ταυτοχρόνως στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὁ Χριστιανός βιώνει αὐτό πού ἡ ᾽Εκκλησία μας κατανοεῖ ὡς Παράδοσή της. Παράδοση δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἐπικρατήσει ἤ ἐπικρατεῖ ὡς εὐλογημένη ἴσως συνήθεια σέ κάποιους χριστιανικούς χώρους, μᾶλλον δέν εἶναι ἡ σώζουσα Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο ᾽Εκεῖνος παρέδωσε στούς μαθητές Του καί οἱ μαθητές Του στή συνέχεια παρέδωσαν στίς μετέπειτα γενιές. Τό διατυπώνει ἔξοχα ὁ ἀπ. Παῦλος στήν Α´ πρός Κορ. ἐπιστολή του, ὅταν λέει: ῾ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. ῾Ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ᾽ (11, 23-26). Κι αὐτή βεβαίως ἡ Παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γίνεται μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού σημαίνει ὅτι ἡ Παράδοση ἔχει ἁγιοπνευματικό καί δυναμικό χαρακτήρα, ἄρα εἶναι ζωή καί ἀπαιτεῖ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων γιά τή συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό τήν ἄποψη αὐτή πόσο πλανεμένη καί ἐκτός πραγματικότητας εἶναι ἡ ἀντίληψη ὁρισμένων ὅτι ἡ Παράδοση εἶναι μουσειακή κατάσταση καί συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτή κρύβεται ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα τοῦ ἀνθρώπου.

       2. Ὁ ὑμνογράφος, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, μᾶς καλεῖ νά κοινωνήσουμε ῾τόν ἄρτον᾽, ὑπενθυμίζοντας ὅμως καί τίς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας αὐτῆς: τό φόβο καί τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία δηλαδή δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Μιά συμμετοχή στά ἄχραντα μυστήρια ῾εἰκῇ καί ὡς ἔτυχεν᾽, χωρίς τήν ἐνδεδειγμένη μετάνοια καί χωρίς ἐπίγνωση, δημιουργεῖ τίς συνθῆκες ἐπανάληψης τοῦ δαιμονισμοῦ τοῦ ᾽Ιούδα. Μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ὁ ᾽Ιούδας κοινώνησε, ἀλλά μέ τήν προδοσία ἐν ἐξελίξει, μέ ἀποτέλεσμα νά δαιμονιστεῖ καί νά καταστραφεῖ. Καί τοῦτο γιατί ὁ εὐλογημένος ἄρτος δρᾶ μέσα στόν ἄνθρωπο ἐνεργοποιώντας ὅ,τι συναντᾶ στήν ψυχή του: φιλοθεΐα ἤ μισανθρωπία. Σάν τή βροχή πού πέφτοντας στή γῆ θά φέρει τήν καρποφορία εἴτε τῶν ἀγαθῶν σπερμάτων εἴτε τῶν ζιζανίων. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά κοινωνήσει καί ἀντί νά καλυτερεύσει, μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς προόδου του, νά χειροτερεύσει. Οἱ προϋποθέσεις λοιπόν κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Κι αὐτά τά δύο συνδέονται ἄμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τή λειτουργία τῆς μετανοίας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πού γνώρισμα ἔχει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα μετοχῆς στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ μετοχή αὐτή αὐξάνει τήν καθαρότητα κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θεώνεται ἀπό τίς θεοποιές ἐνέργειες τοῦ μυστηρίου καί πορεύεται ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽, δεδομένου ὅτι ποτέ δέν ὑπάρχει τέλος στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας καί στήν ἐν Θεῷ αὔξησή του. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ πιστός γίνεται κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μιά ἄλλη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο.

       3῾συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ᾽: ὁ ὑμνογράφος τήν μόλις παραπάνω ἀναφερθεῖσα ἀλήθεια καταγράφει μέ τή συγκεκριμένη φράση. Ὅ,τι συνέβη στόν Μυστικό Δεῖπνο λειτουργεῖ ἀρχετυπικά, πού σημαίνει ὅτι πολλοί ἀκολουθοῦν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τό παράδειγμα τοῦ ᾽Ιούδα: κοινώνησε ἐν προδοσίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί ἔφυγε γιά νά ὁλοκληρώσει αὐτήν τήν προδοσία. Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν μᾶς προτρέπει νά συμπαραμένουμε μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖ νά Τόν δοῦμε νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σκουπίζει μέ τό λέντιο, προκειμένου μέ τόν ἴδιο τρόπο νά στεκόμαστε κι ἐμεῖς ἀπέναντι σέ κάθε συνάνθρωπό μας: ᾽ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθή μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία ὁδηγεῖ σέ γνήσια ἀκολουθία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στήν ταπείνωση καί τήν ἐν ἀγάπῃ διακονία τῶν συνανθρώπων. Νά τό ποῦμε κι ὅπως τό διατύπωσε καί ὁ μεγάλος ρῶσος μυθιστοριογράφος καί βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς Φ. Ντοστογιέφκσι στό τελευταῖο ἔργο του ῾᾽Αδελφοί Καραμαζώφ᾽: ῾Μπροστά σέ μερικές σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστά στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καί ἀναρωτιέται ἄν θά τήν πολεμήσει μέ βία ἤ μέ ταπεινή ἀγάπη. Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: ῾Θά τήν πολεμήσω μέ ταπεινή ἀγάπη᾽. ῎Αν ἀποφασίσεις πάνω σ᾽ αὐτό μιά γιά πάντα, μπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιά τρομερή δύναμη: εἶναι τό πιό δυνατό ἀπ᾽ ὅλα τά πράγματα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σάν κι αὐτή᾽. Μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία καί ἔχθρα πρός τό συνάνθρωπο ἤ ἀδικία του ἐκ μέρους μας καί ῾τσαλάκωμα᾽ τῆς προσωπικότητάς του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει νά βλέπεις καί νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μέσα σέ εὐχαριστιακά, δηλ. ἐκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε τήν ταπεινή ἀγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει ἔκπτωση στή δολιότητα τοῦ ᾽Ιούδα.
 

ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ π. Χρίστος Πιτυρίνης



prodosia_ioudaΠραγματικά δεν έχω τι να πω για τη σημερινή πανήγυρη. Διότι η μεν πανήγυρη παρακινεί τη γλώσσα μου στο να κατηγορήσω τον Ιούδα, ενώ η φιλανθρωπία του Σωτήρα μου την γυρίζει πίσω. Και είμαι κυριευμένος από αυτά τα δύο, από μίσος εναντίον του προδότη, και αγάπη για τον Κυριο. Το μίσος όμως το νικάει η αγάπη, διότι είναι μεγαλύτερη και δυνατότερη. Γι᾽ αυτό, αφήνοντας κατά μέρος τον προδότη, εξυμνώ τον ευεργέτη, όχι όσο είναι άξιος, αλλ᾽ όσον επιτρέπουν οι δυνάμεις μου να Τον εξυμνήσω. Πως άφησε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη;
Πως Εκείνος που γεμίζει ολόκληρη την κτίση, ήρθε προς εμένα, και έγινε για χάρη μου άνθρωπος σαν και μένα; Πως πήρε μαθητή Του εκείνον που γνώριζε ότι θα γίνει προδότης και έδωσε εντολή στον εχθρό Του να Τον ακολουθεί σαν φίλος; Πως δεν Τον ενδιέφερε η προδοσία, αλλά φρόντιζε για τη σωτηρία εκείνου που θα Τον πρόδιδε; Διότι, λέγει, «Όταν βράδυασε καθόταν ο Ιησούς μαζί με τούς δώδεκα μαθητές Του και, ενώ έτρωγαν αυτοί, είπε· Αλήθεια σας λέγω, ένας από σας θα με παραδώσει» (Ματθ. 26, 20-21). Προείπε την προδοσία για να εμποδίσει το παρανόμημα.
Την προείπε χωρίς ν᾽ αναφέρει το πρόσωπο του προδότη, αλλά δεν μπόρεσε αυτό ν᾽ αποτρέψει την παρανομία του μαθητή, αυτή που αγνοούσαν εκείνοι που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι. Ποιός είδε τέτοια φιλανθρωπία κυρίου; Και προδίνεται και αγαπά τον προδότη. Ποιός περιφρονείται και δείχνει ευσπλαχνία; Ποιός πουλιέται και κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον κακό έμπορο, δείχνοντας όλη τη φροντίδα του προς εκείνον που τον επιβουλεύεται; «Και ενώ έτρωγαν αυτοί, είπε· Αλήθεια σας λέγω, ότι ένας από σας θα με παραδώσει».
Σαν άνθρωπος έτρωγε και σαν Θεός μιλούσε για το μέλλον. Για χάρη μου κάμνει εκείνα που ταιριάζουν στην φύση μου. Επειδή όλοι οι μαθητές ταράχθηκαν με τα λόγια αυτά και δέχονταν τούς φοβερούς ελέγχους της συνειδήσεώς τους και μετέτρεψαν την ώρα του δείπνου σε ώρα λύπης, λέγοντας ο καθένας, «Μηπως είμαι εγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 22), θέλοντας με τα λόγια της ερωτήσεως, να βρουν την ησυχία από την κακή υπόνοια.
Καθησυχάζοντας ο Χριστός τις ψυχές εκείνων που ήταν άδικα ταραγμένοι, φανερώνει με την απάντηση τον αγνοούμενο: «εκείνος που βούτηξε», λέγει, «μαζί μου το χέρι του στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει. Και ο Υιός του ανθρώπου βέβαια πηγαίνει όπως είναι γραμμένο γι᾽ αυτόν, αλλοίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο από τον οποίο παραδίνεται ο Υιός του ανθρώπου· θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο εάν δεν είχε γεννηθεί» (Ματθ. 26, 23-24).
Βοηθάει εκείνον που δεν λυπήθηκε την ψυχή του. Επέμενε να δείχνει το ενδιαφέρον για εκείνον που από παλιά αδιαφόρησε για τον εαυτό του, δίνοντας και σ᾽ εκείνον την ευκαιρία για μετάνοια, και καθησυχάζοντας την αγωνία των υπολοίπων μαθητών. Όμως καθόλου καλύτερος δεν έγινε με όλα αυτά ο προδότης. Έπρεπε δηλαδή αυτός μετά από τα φοβερά εκείνα λόγια να φύγει αμέσως από το δείπνο. Έπρεπε να ζητήσει τη μεσολάβηση των Μαθητών.
Έπρεπε να γονατίσει και ν’ αγκαλιάσει τα γόνατα του Χριστού και να Τον παρακαλέσει μ’ αυτά περίπου τα λόγια: «αμάρτησα, φιλάνθρωπε, αμάρτησα, παρανόμησα, πωλώντας για λίγο τίμημα τον ατίμητο μαργαρίτη. Παρανόμησα παραδίνοντας για λίγα χρήματα τον αδαπάνητο πλούτο. Συγχώρησε εμένα τον έμπορο της ζημίας και της απώλειας. Συγχώρησέ με που ο λογισμός μου κυριεύθηκε από τον χρυσό. Συγχώρησέ με που εξαπατήθηκα πολύ ελεεινά από τούς Φαρισαίους». Τιποτε από τα λόγια αυτά δεν είπε ούτε σκέφθηκε.
Αντίθετα με σκληρή φωνή φανέρωνε τη θρασύτητα της ψυχής του λέγοντας: «Μηπως είμαι εγώ, Κυριε;» (Ματθ. 26, 25). Πω, πω αδιαντροπιά γλώσσας, πω, πω ψυχή σκληρή. Ρωτάει σαν να μη γνωρίζει εκείνα που ο ίδιος εμελέτησε, και νόμιζε ότι διαφεύγουν την προσοχή του «ακοιμήτου οφθαλμού». Στην ψυχή του φύλαγε τη δολιότητα και με τη γλώσσα πρόφερνε τα λόγια εκείνα που έδειχναν άγνοια. Με τη σκέψη διέπραξε την προδοσία, και με το στόμα, όπως νόμισε, έκρυβε την αμαρτία. Χρησιμοποίησε τα ίδια λόγια με τούς άλλους Μαθητές. Δεν χρησιμοποίησε όμως και την ίδια συμπεριφορά. Ενώ ήταν λύκος ως προς τις προθέσεις, ἀπάντησε με τη φωνή των προβάτων.
Τι απαντά λοιπόν προς αυτόν ο Σωτήρας; «Συ το είπες». Με φωνή γεμάτη από μακροθυμία έλεγξε τη σκηνοθεσία του πονηρού. Μπορούσε βέβαια να πει προς αυτόν: «Τι λες σιχαμερέ και πονηρέ; τι λες, δούλε των χρημάτων και γνήσιε συνεργάτη του διαβόλου; Τολμάς να υποκρίνεσαι άγνοια; Τολμάς να κρύβεις εκείνα που δεν μπορούν να κρυβούν; Μηπως δεν το ήξερα που κατέστρωνες τα πανούργα σχέδιά σου εναντίον της θεότητας; Μηπως δεν σε είδα με τον οφθαλμό της θεότητας να επισκέπτεσαι τούς αρχιερείς; Μηπως δεν σε άκουα, αν και ήμουν απών, να λες, "Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;" (Ματθ. 26, 15).
Μηπως δεν γνωρίζω και πόσο με πούλησες; Γιατί λοιπόν μετά τον έλεγχο εξακολουθείς να δείχνεις την ίδια αδιαντροπιά; Γιατί προσπαθείς να καλύψεις εκείνα που θέλεις να κάνεις; Σ᾽ εμένα όλα είναι φανερά». Ενώ μπορούσε έτσι ν᾽ απαντήσει ο Χριστός, όμως δεν μίλησε έτσι, αλλά μίλησε με απλότητα, ανεξικακία και καλωσύνη, «Συ το είπες», διδάσκοντάς μας έτσι πως να συμπεριφερόμαστε προς τούς εχθρούς μας. Όμως μετά από τόση θεραπεία εξακολούθησε ο Ιούδας να ασθενεί, όχι όμως εξ αιτίας της αδιαφορίας του ιατρού, αλλ᾽ εξ αιτίας της αδιαφορίας του ασθενή.
Διότι ο Κυριος του πρόσφερε όλα τα φάρμακα της σωτηρίας, όμως αυτός δέν θέλησε να τη δεχθεί , αλλά, γνωρίζοντας μόνο τη φιλαργυρία, αγάπησε περισσότερο τον χρυσό παρά τον Χριστό, και έγινε αγαπητός και προσιτός σ᾽ εκείνους που του πρόσφεραν το μισθό. «Και, αφού πλησίασε ο Ιούδας, είπε στο Χριστό: "Χαίρε, δάσκαλε", και φίλησε αυτόν» (Ματθ. 26, 49). Παράξενος αυτός ο τρόπος της προδοσίας, που συνοδεύεται από φίλημα και προσφώνηση. «Ο Ιησούς τότε είπε σ᾽ αυτόν· Φιλε, γιατί ήρθες» (Ματθ. 26, 50). Γιατί μου λες να χαίρομαι, τη στιγμή που προτίμησες να με λυπήσεις;
Γιατί με τα λόγια ενδιαφέρεσαι για μένα, ενώ με πληγώνεις με τις πράξεις σου; Με ονομάζεις δάσκαλο, ενώ δεν είσαι μαθητής; Γιατί καταχρηστεύεις τούς κανόνες της αγάπης; Γιατί κάνεις σύμβολο προδοσίας το σύμβολο της ειρήνης; Ποιόν μιμήθηκες και έκανες αυτό; Έτσι είδες προηγουμένως την πόρνη να φιλά τα πόδια μου; Έτσι είδες τούς δαίμονες να υποτάσσονται; Γνωρίζω ποιός σου υπέδειξε την οδό του δολερού φιλήματος: Ο διάβολος σε συμβούλεψε τον τρόπο αυτού του εναγκαλισμού, και συ πείσθηκες στα λόγια του κακού συμβούλου και πραγματοποιείς το θέλημά του.
«Φιλε, γιατί ήρθες;» Πραγματοποίησε τις κακές συμφωνίες που έχεις κάνει με τούς Φαρισαίους. Εκτέλεσε το συμβόλαιο της πωλήσεως. Υπόγραψε εκείνο που υπαγόρευσες. Παράδωσε Εκείνον που εκούσια παραδίδεται. Απόκτησε πλέον μαζί με το βαλάντιο των χρημάτων και το βαλάντιο της αδικίας. Παραχώρησε τη θέση σου στο ληστή που πρόκειται να την πάρει με την ομολογία του, εκείνη που έχασες εσύ με την προδοσία. «Τοτε πλησίασαν τον Ιησού και τον συνέλαβαν» (Ματθ. 26, 50).
Και έτσι πραγματοποιούνται τα προφητικά εκείνα λόγια· «Με περικύκλωσαν όπως οι μέλισσες την κηρήθρα και κατακάηκαν όπως καίγονται τα αγκάθια από τη φωτιά» (Ψαλμ. 117, 12), και αλλού πάλι· «Με περικύκλωσαν πολλοί σκύλοι, και με απέκλεισαν όπως οι καλοθρεμμένοι ταύροι» (Ψαλμ. 21, 17). Αλλ᾽ όμως πόσο μεγάλη είναι η ανεξικακία, που ταιριάζει μόνο σ᾽ Αυτόν. Στον ουρανό τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ δεν τολμούν να αντικρύσουν την υπερβολική δόξα Του και γι᾽ αυτό με τις πτέρυγές τους, σαν ακριβώς με χέρια, καλύπτουν τα πρόσωπά τους.
Στη γη, ανεχόταν το σώμα Του να συλληφθεί, από χέρια παράνομα. Είδατε Ποιού μακρόθυμου και φιλάνθρωπου Κυρίου δούλοι γίνατε; Γινεσθε λοιπόν τέτοιοι προς τούς εχθρούς σας, τούς συνδούλους σας, όπως είδατε τον Κυριο να συμπεριφέρεται προς τούς εχθρούς Του. Διότι πρόκειται και σεις να προσκληθείτε σε πνευματικό δείπνο. Πρόκειται να καθίσετε σ᾽ αυτό μαζί με τον Κυριο. Ας μη βρεθεί ανάμεσά μας κανένας Ιούδας ως προς τη συμπεριφορά.
Όλοι πλησιάστε την Τράπεζα με γαλήνη και ειρήνη. Όλοι ας τρέξουμε κοντά στον Σωτήρα με καθαρή συνείδηση. Διότι Αυτός είναι η νηστεία των πιστών και το συμπόσιο. Αυτός είναι ο χορηγός της τροφής και η ίδια η τροφή. Αυτός είναι ο Ποιμένας και το πρόβατο. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στούς αιώνες των αιώνων. Αμήν

Στὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος


 


1. - (...)Πραγματικά δέν ἔχω τί νά πῶ γιά τή σημερινή πανήγυρη. Διότι ἡ μέν πανήγυρη παρακινεῖ τή γλώσσα μου στό νά κατηγορήσω τόν Ἰούδα, ἐνῶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτήρα μου τήν γυρίζει πίσω. Καί εἶμαι κυριευμένος ἀπό αὐτά τά δύο, ἀπό μίσος ἐναντίον τοῦ προδότη, καί ἀγάπη γιά τόν Κύριο. Τό μίσος ὅμως τό νικάει ἡ ἀγάπη, διότι εἶναι μεγαλύτερη καί δυνατότερη. Γι᾽ αὐτό, ἀφήνοντας κατά μέρος τόν προδότη, ἐξυμνῶ τόν εὐεργέτη, ὄχι ὅσο εἶναι ἄξιος, ἀλλ᾽ ὅσον ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μου νά Τόν ἐξυμνήσω.

Πῶς ἄφησε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε στή γῆ; Πῶς Ἐκεῖνος πού γεμίζει ὁλόκληρη τήν κτίση, ἦρθε πρός ἐμένα, καί ἔγινε γιά χάρη μου ἄνθρωπος σάν καί μένα; Πῶς πῆρε μαθητή Του ἐκεῖνον πού γνώριζε ὅτι θά γίνει προδότης καί ἔδωσε ἐντολή στόν ἐχθρό Του νά Τόν ἀκολουθεῖ σάν φίλος; Πῶς δέν Τόν ἐνδιέφερε ἡ προδοσία, ἀλλά φρόντιζε γιά τή σωτηρία ἐκείνου πού θά Τόν πρόδιδε; Διότι, λέγει, «Ὅταν βράδυασε καθόταν ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς δώδεκα μαθητές Του καί, ἐνῶ ἔτρωγαν αὐτοί, εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ παραδώσει» (Ματθ. 26, 20-21). Προεῖπε τήν προδοσία γιά νά ἐμποδίσει τό παρανόμημα. Τήν προεῖπε χωρίς ν᾽ ἀναφέρει τό πρόσωπο τοῦ προδότη, ἀλλά δέν μπόρεσε αὐτό ν᾽ ἀποτρέψει τήν παρανομία τοῦ μαθητῆ, αὐτή πού ἀγνοοῦσαν ἐκεῖνοι πού κάθονταν στό ἴδιο τραπέζι. Ποιός εἶδε τέτοια φιλανθρωπία κυρίου; Καί προδίνεται καί ἀγαπᾶ τόν προδότη. Ποιός περιφρονεῖται καί δείχνει εὐσπλαχνία; Ποιός πουλιέται καί κάθεται στό ἴδιο τραπέζι μέ τόν κακό ἔμπορο, δείχνοντας ὅλη τή φροντίδα του πρός ἐκεῖνον πού τόν ἐπιβουλεύεται;

«Καί ἐνῶ ἔτρωγαν αὐτοί, εἶπε• Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ παραδώσει». Σάν ἄνθρωπος ἔτρωγε καί σάν Θεός μιλοῦσε γιά τό μέλλον. Γιά χάρη μου κάμνει ἐκεῖνα πού ταιριάζουν στήν φύση μου. Ἐπειδή ὅλοι οἱ μαθητές ταράχθηκαν μέ τά λόγια αὐτά καί δέχονταν τούς φοβερούς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς τους καί μετέτρεψαν τήν ὥρα τοῦ δείπνου σέ ὥρα λύπης, λέγοντας ὁ καθένας, «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 22), θέλοντας μέ τά λόγια τῆς ἐρωτήσεως, νά βροῦν τήν ἡσυχία ἀπό τήν κακή ὑπόνοια. Καθησυχάζοντας ὁ Σωτήρ τίς ψυχές ἐκείνων πού ἦταν ἄδικα ταραγμένοι, φανερώνει μέ τήν ἀπάντηση τόν ἀγνοούμενο: «ἐκεῖνος πού βούτηξε», λέγει, «μαζί μου τό χέρι του στό πιάτο, αὐτός θά μέ παραδώσει. Καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου βέβαια πηγαίνει ὅπως εἶναι γραμμένο γι᾽ αὐτόν, ἀλλοίμονο ὅμως στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ἀπό τόν ὁποῖο παραδίνεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου• θά ἦταν καλύτερα γι᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἐάν δέν εἶχε γεννηθεῖ» (Ματθ. 26, 23-24). Βοηθάει ἐκεῖνον πού δέν λυπήθηκε τήν ψυχή του. Ἐπέμενε νά δείχνει τό ἐνδιαφέρον γιά ἐκεῖνον πού ἀπό παλιά ἀδιαφόρησε γιά τόν ἑαυτό του, δίνοντας καί σ᾽ ἐκεῖνον τήν εὐκαιρία γιά μετάνοια, καί καθησυχάζοντας τήν ἀγωνία τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν. Ὅμως καθόλου καλύτερος δέν ἔγινε μέ ὅλα αὐτά ὁ προδότης.

Ἔπρεπε δηλαδή αὐτός μετά ἀπό τά φοβερά ἐκεῖνα λόγια νά φύγει ἀμέσως ἀπό τό δεῖπνο. Ἔπρεπε νά ζητήσει τή μεσολάβηση τῶν Μαθητῶν. Ἔπρεπε νά γονατίσει καί ν᾽ ἀγκαλιάσει τά γόνατα τοῦ Σωτήρα καί νά Τόν παρακαλέσει μ᾽ αὐτά περίπου τά λόγια: «ἁμάρτησα, φιλάνθρωπε, ἁμάρτησα, παρανόμησα, πωλώντας γιά λίγο τίμημα τόν ἀτίμητο μαργαρίτη. Παρανόμησα παραδίνοντας γιά λίγα χρήματα τόν ἀδαπάνητο πλοῦτο. Συγχώρησε ἐμένα τόν ἔμπορο τῆς ζημίας καί τῆς ἀπώλειας. Συγχώρησέ με πού ὁ λογισμός μου κυριεύθηκε ἀπό τόν χρυσό. Συγχώρησέ με πού ἐξαπατήθηκα πολύ ἐλεεινά ἀπό τούς Φαρισαίους». Τίποτε ἀπό τά λόγια αὐτά δέν εἶπε οὔτε σκέφθηκε. Ἀντίθετα μέ σκληρή φωνή φανέρωνε τή θρασύτητα τῆς ψυχῆς του λέγοντας: «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 25). Πώ, πώ ἀδιαντροπιά γλώσσας, πώ, πώ ψυχή σκληρή. Ρωτάει σάν νά μή γνωρίζει ἐκεῖνα πού ὁ ἴδιος ἐμελέτησε, καί νόμιζε ὅτι διαφεύγουν τήν προσοχή τοῦ «ἀκοιμήτου ὀφθαλμοῦ». Στήν ψυχή του φύλαγε τή δολιότητα καί μέ τή γλώσσα πρόφερνε τά λόγια ἐκεῖνα πού ἔδειχναν ἄγνοια. Μέ τή σκέψη διέπραξε τήν προδοσία, καί μέ τό στόμα, ὅπως νόμισε, ἔκρυβε τήν ἁμαρτία. Χρησιμοποίησε τά ἴδια λόγια μέ τούς ἄλλους Μαθητές. Δέν χρησιμοποίησε ὅμως καί τήν ἴδια συμπεριφορά. Ἐνῶ ἦταν λύκος ὡς πρός τίς προθέσεις, ἀπάντησε μέ τή φωνή τῶν προβάτων.

2. - Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πρός αὐτόν ὁ Σωτήρας; «Σύ τό εἶπες». Μέ φωνή γεμάτη ἀπό μακροθυμία ἔλεγξε τή σκηνοθεσία τοῦ πονηροῦ. Μποροῦσε βέβαια νά πεῖ πρός αὐτόν: «Τί λές σιχαμερέ καί πονηρέ; τί λές, δοῦλε τῶν χρημάτων καί γνήσιε συνεργάτη τοῦ διαβόλου; Τολμᾶς νά ὑποκρίνεσαι ἄγνοια; Τολμᾶς νά κρύβεις ἐκεῖνα πού δέν μποροῦν νά κρυβοῦν; Μήπως δέν τό ἤξερα πού κατέστρωνες τά πανοῦργα σχέδιά σου ἐναντίον τῆς θεότητας; Μήπως δέν σέ εἶδα μέ τόν ὀφθαλμό τῆς θεότητας νά ἐπισκέπτεσαι τούς ἀρχιερεῖς; Μήπως δέν σέ ἄκουα, ἄν καί ἤμουν ἀπών, νά λές, "Τί θέλετε νά μοῦ δώσετε, γιά νά σᾶς παραδώσω αὐτόν;" (Ματθ. 26, 15). Μήπως δέν γνωρίζω καί πόσο μέ πούλησες; Γιατί λοιπόν μετά τόν ἔλεγχο ἐξακολουθεῖς νά δείχνεις τήν ἴδια ἀδιαντροπιά; Γιατί προσπαθεῖς νά καλύψεις ἐκεῖνα πού θέλεις νά κάνεις; Σ᾽ ἐμένα ὅλα εἶναι φανερά». Ἐνῶ μποροῦσε ἔτσι ν᾽ ἀπαντήσει ὁ Χριστός, ὅμως δέν μίλησε ἔτσι, ἀλλά μίλησε μέ ἁπλότητα, ἀνεξικακία καί καλωσύνη, «Σύ τό εἶπες», διδάσκοντάς μας ἔτσι πῶς νά συμπεριφερόμαστε πρός τούς ἐχθρούς μας. Ὅμως μετά ἀπό τόση θεραπεία ἐξακολούθησε ὁ Ἰούδας νά ἀσθενεῖ, ὄχι ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τοῦ ἰατροῦ, ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τοῦ ἀσθενῆ. Διότι ὁ Κύριος τοῦ πρόσφερε ὅλα τά φάρμακα τῆς σωτηρίας, ὅμως αὐτός δέν θέλησε νά τή δεχθεῖ , ἀλλά, γνωρίζοντας μόνο τή φιλαργυρία, ἀγάπησε περισσότερο τόν χρυσό παρά τόν Χριστό, καί ἔγινε ἀγαπητός καί προσιτός σ᾽ ἐκείνους πού τοῦ πρόσφεραν τό μισθό.

«Καί, ἀφοῦ πλησίασε ὁ Ἰούδας, εἶπε στό Χριστό: "Χαῖρε, δάσκαλε", καί φίλησε αὐτόν» (Ματθ. 26, 49). Παράξενος αὐτός ὁ τρόπος τῆς προδοσίας, πού συνοδεύεται ἀπό φίλημα καί προσφώνηση. «Ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπε σ᾽ αὐτόν• Φίλε, γιατί ἦρθες» (Ματθ. 26, 50). Γιατί μοῦ λές νά χαίρομαι, τή στιγμή πού προτίμησες νά μέ λυπήσεις; Γιατί μέ τά λόγια ἐνδιαφέρεσαι γιά μένα, ἐνῶ μέ πληγώνεις μέ τίς πράξεις σου; Μέ ὀνομάζεις δάσκαλο, ἐνῶ δέν εἶσαι μαθητής; Γιατί καταχρηστεύεις τούς κανόνες τῆς ἀγάπης; Γιατί κάμνεις σύμβολο προδοσίας τό σύμβολο τῆς εἰρήνης; Ποιόν μιμήθηκες καί ἔκανες αὐτό; Ἔτσι εἶδες προηγουμένως τήν πόρνη νά φιλᾶ τά πόδια μου; Ἔτσι εἶδες τούς δαίμονες νά ὑποτάσσονται; Γνωρίζω ποιός σοῦ ὑπέδειξε τήν ὁδό τοῦ δολεροῦ φιλήματος: Ὁ διάβολος σέ συμβούλεψε τόν τρόπο αὐτοῦ τοῦ ἐναγκαλισμοῦ, καί σύ πείσθηκες στά λόγια τοῦ κακοῦ συμβούλου καί πραγματοποιεῖς τό θέλημά του.

«Φίλε, γιατί ἦρθες;» Πραγματοποίησε τίς κακές συμφωνίες πού ἔχεις κάνει μέ τούς Φαρισαίους. Ἐκτέλεσε τό συμβόλαιο τῆς πωλήσεως. Ὑπόγραψε ἐκεῖνο πού ὑπαγόρευσες. Παράδωσε Ἐκεῖνον πού ἑκούσια παραδίδεται. Ἀπόκτησε πλέον μαζί μέ τό βαλάντιο τῶν χρημάτων καί τό βαλάντιο τῆς ἀδικίας. Παραχώρησε τή θέση σου στό ληστή πού πρόκειται νά τήν πάρει μέ τήν ὁμολογία του, ἐκείνη πού ἔχασες ἐσύ μέ τήν προδοσία.

«Τότε πλησίασαν τόν Ἰησοῦ καί τόν συνέλαβαν» (Ματθ. 26, 50). Καί ἔτσι πραγματοποιοῦνται τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια· «Μέ περικύκλωσαν ὅπως οἱ μέλισσες τήν κηρήθρα καί κατακάηκαν ὅπως καίγονται τά ἀγκάθια ἀπό τή φωτιά» (Ψαλμ. 117, 12), καί ἀλλοῦ πάλι· «Μέ περικύκλωσαν πολλοί σκύλοι, καί μέ ἀπέκλεισαν ὅπως οἱ καλοθρεμμένοι ταῦροι» (Ψαλμ. 21, 17). Ἀλλ᾽ ὅμως πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀνεξικακία, πού ταιριάζει μόνο σ᾽ Αὐτόν. Στόν οὐρανό τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ δέν τολμοῦν νά ἀντικρύσουν τήν ὑπερβολική δόξα Του καί γι᾽ αὐτό μέ τίς πτέρυγές τους, σάν ἀκριβῶς μέ χέρια, καλύπτουν τά πρόσωπά τους. Στή γῆ, ἀνεχόταν τό σῶμα Του νά συλληφθεῖ, ἀπό χέρια παράνομα.

Εἴδατε Ποιοῦ μακρόθυμου καί φιλάνθρωπου Κυρίου δοῦλοι γίνατε; Γίνεσθε λοιπόν τέτοιοι πρός τούς ἐχθρούς σας, τούς συνδούλους σας, ὅπως εἴδατε τόν Κύριο νά συμπεριφέρεται πρός τούς ἐχθρούς Του. Διότι πρόκειται καί σεῖς νά προσκληθεῖτε σέ πνευματικό δεῖπνο. Πρόκειται νά καθίσετε σ᾽ αὐτό μαζί μέ τόν Κύριο. Ἄς μή βρεθεῖ ἀνάμεσά σας κανένας Ἰούδας ὡς πρός τή συμπεριφορά. Ὅλοι πλησιάστε τήν Τράπεζα μέ γαλήνη καί εἰρήνη. Ὅλοι ἄς τρέξουμε κοντά στόν Σωτήρα μέ καθαρή συνείδηση. Διότι Αὐτός εἶναι ἡ νηστεία τῶν πιστῶν καί τό συμπόσιο. Αὐτός εἶναι ὁ χορηγός τῆς τροφῆς καί ἡ ἴδια ἡ τροφή. Αὐτός εἶναι ὁ Ποιμένας καί τό πρόβατο. Σ᾽ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μεγάλη Πέμπτη Βράδυ. Γεσθημανή «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτή-
ριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39)
Aς κάνουμε, ἀγαπητοί μου, νοερῶς ἕνα ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους.
* * *
Ὁ Κύριος στὸ ὑπερῷο τῶν Ἰεροσολύμων τελεῖ τὴν θεία εὐχαριστία καὶ μεταδίδει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷ μα του στοὺς μαθητάς. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἀπευθύνει τὴ μεγά λη ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του, καὶ τέλος ὑψώνει τὰ μάτια
στὸν οὐρανὸ καὶ ἀπευθύνει στὸν οὐράνιο Πατέρα του τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή (βλ. Ἰω. κεφ. 13-17).
Κατόπιν μὲ τὴ συνοδεία τῶν μαθητῶν βγαίνει ἀπὸ τὴν πόλι ἀνατολικά, καὶ περνοῦν τὸν Χείμαρρο τῶν κέδρων μὲ τὰ κόκκινα νερὰ ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν ζῴων. Τώρα, ὅπως παρατηρεῖ ἕνας ἑρμηνευτής, ἦρθε πλέον τὸ τέλος τῶν θυσιῶν ἐκείνων. Τὸν Χείμαρρο τῶν κέδρων διαβαίνει «ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29,36).
Σὲ μικρὴ ἀπόστασι εἶνε ἕνας κῆ πος, στὸν ὁποῖο σύχναζε ὁ Κύριος μὲ τοὺς μα θητὰς γιὰ προσευχή. Ἡ τοποθεσία λέγεται Γεθσημανῆ, λέξι ἑβραϊκὴ ποὺ σημαί νει ἐλαι οτριβεῖο. Γιὰ νὰ βγῇ τὸ λάδι χρει άζεται πίεσις. Αὐτὸ ὑπενθυμίζει, ὅτι καὶ οἱ ψυχές, γιὰ νὰ δώσουν τὸ λάδι τῶν  αρετῶν, πρέπει νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ θλῖψι.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε τὴν ἀλληγορία. Τολμοῦμε καὶ μπαίνουμε στὸν κῆπο.
Ἄκρα σιγὴ βασιλεύει. Καθὼς προχωροῦμε, βλέπουμε στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ νὰ κοιμοῦνται στὴ χλόη ὀκτὼ ἄντρες. Εἶνε μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ.
Πιὸ βαθειὰ διακρίνουμε ἄλλους τρεῖς. Κοιμῶνται κι αὐτοί. Εἶνε οἱ τρεῖς προσφιλέστεροι μαθηταί, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης.

Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀναζητοῦμε τὸν Ἰησοῦ. Ποῦ νὰ βρίσκεται ἆραγε; Βαδίζουμε ἀκόμη τριάντα - σαράντα βήματα, καὶ τί βλέπουν τὰ μάτια μας;
Θέαμα συγκλονιστικό. Ἕνας ἄνθρωπος νὰ γονατίζῃ, νὰ σηκώνεται, πάλι νὰ γονατίζῃ, ν᾽ ἀλλάζῃ θέσι, νὰ ὑψώνῃ μάτια καὶ χέρια στὸν οὐρανό, νὰ πέφτῃ μὲ τὸ πρόσω πο στὴ γῆ, ν᾿ ἀ γωνιᾷ, τὸ πρόσωπό του νά ᾽νε κάθιδρο, κι ἀπ᾽ τὸ
μέτωπό του νὰ πέφτουν κάτω σταγόνες ἀπὸ ἱδρῶτα, «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. 22,44).
Ποιός εἶνε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τῆς ἀγωνίας; Πιστοί, σηκωθῆτε ἀπ᾽ τὴ θέσι σας καὶ ἀποκαλυφθῆτε, γονατίστε καὶ προσκυνῆστε τον.
Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!
* * *
Ὁ Ἰησοῦς ἀγωνιᾷ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέει, ὅτι «ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν» (Μᾶρκ. 14,33). Τὸν κατέλαβε θάμβος καὶ ἀ δημονία. Τι σημαίνει ἀδημονία; Εἶνε λέξις ἑλληνικὴ καὶ σημαίνει στενοχωρία, ὅπως ὅταν κάποιος
βρεθῇ σὲ ξένο τόπο, μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἐκτὸς δήμου· καὶ ἀφοῦ εἶνε ἐκτὸς τοῦ δήμου του, αἰσθάνεται ἀ-δημονία. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὴ νύχτα αὐτὴ βρέθηκε μόνος στὴ Γεθσημανῆ, μακριὰ ἀπὸ τὴν οὐράνια πατρίδα. Αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη παρηγορίας ἀπὸ τοὺς μαθητάς. Τρεῖς φορὲς τοὺς ἐπισκέπτεται, καὶ τὶς τρεῖς τοὺς βρίσκει νὰ κοιμοῦνται. Δὲν μπόρεσαν οὔτε μία ὥρα ν᾿ ἀγρυπνήσουν μαζί του. Χρειάστηκε νὰ κατεβῇ ἄγγελος ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τὸν ἐνισχύσῃ.
Ὁ Ἰησοῦς μόνος! Ὅσοι σὲ ὧρες θλίψεων ἐγκαταλειφθῆτε ἀπ᾽ ὅλους καὶ μείνετε μόνοι, εἰσέλθετε νοερὰ στὴ Γεθσημανῆ καὶ ἰδέστε τὸν Ἰησοῦ καὶ παρηγορηθῆτε. Ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ τὸν ἄγγελό του νὰ σᾶς ἐνισχύσῃ.
«Καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» (Λουκ. 22,44). Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ περνοῦσε σὲ προσευχή, σὲ ἀδιάλειπτη ἐπι-
κοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. «Ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσ ευχῇ» (Λουκ. 6,12). Ἔλεγχος γιὰ μᾶς ποὺ δὲν ἀγαποῦμε τὴν προσευχή. Ὁ Ἰησοῦς ἦτο ὑπόδειγμα προσευχῆς. Ἀλλ᾿ ἡ προσευχὴ τῆς Γεθσημανῆ ἔχει κάτι τὸ ἰδιαί- τερο καὶ μυστηριῶδες. Ἡ Γεθσημανῆ εἶνε τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ. Τὸν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα τῆς προσευχῆς αὐτῆς μαρτυρεῖ ἡ ἀγωνία, ὁ ἱδρώτας ὡς θρόμβοι αἵματος, καὶ πρὸ παντὸς τὰ λόγια «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39. Μᾶρκ. 14,36. Λουκ.
22,42).
Τὰ λόγια αὐτὰ ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καὶ κατεπλάγησαν. Τ᾽ ἄκουσαν οἱ δαίμονες καὶ χάρηκαν, γιατὶ νόμισαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀπατήθηκαν.

Ἁρπάζουν τὰ λόγια αὐτὰ οἱ αἱρετικοὶ καὶ λένε· Ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός, ἀφοῦ δείλιασε.
Τί εἴπατε, ἀνόητοι; Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶνε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»; (Ματθ. 10,28). Δὲν εἶνε ἐκεῖνος ποὺ τὸν σταυρὸ καὶ τὰ πάθη του ὠνόμασε δόξα καὶ βάδιζε μὲ χαρὰ στὸ μαρτύριο;(πρβλ. Ἰω. 7,39).
Δὲν εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ὅταν ὁ Πέτρος τόλμησε νὰ τὸν ἀποτρέψῃ ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ εἶπε αὐ στηρά «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ…»; (Ματθ. 16,23).
Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε μυριάδες μάρτυρες καὶ μικρὰ παιδιὰ νὰ κατα -
φρονοῦν τὸ θάνατο; Ἂν δείλιαζε, δὲν θὰ πήγαινε ἐκεῖ, τόπο γνωστό, ἀλλὰ θὰ κρυβόταν στὴν ἔρημο.
Δὲ βλέπετε πόσο ἀτάραχα ὑποδέχθηκε τὴ σπεῖρα; Ἐνῷ οἱ στρατιῶτες φοβισμένοι ἔπεσαν κάτω, ἐκεῖνος τοὺς ρωτάει «Τίνα ζητεῖτε;». Κι ὅταν τοῦ ἀπαντοῦν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Κύριος δὲν κρύβει τὴν ταυτότητά του, ἀλλὰ λέει· «Ἐγώ εἰμι» (Ἰω. 18,3-7).
Οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ στὴ Γεθσημανῆ δὲν εἶνε ἀπὸ δειλία. Ἀλλὰ τότε ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀγωνία; Εἴπαμε ὅτι ἡ Γεθσημανῆ εἶνε μυστήριο. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁ γιορείτης ἐρωτᾷ·
«Τίς ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ εἰς τί λογῆς πόλεμον καὶ ἀγωνίαν νὰ εὑρίσκε το τότε ἡ καρδία τοῦ Ἰησοῦ μας;» (Πνευμ. Γυμν., Θεσ/νίκη 1971, σ. 222).
Ἡ μικρὴ διάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ δὲν μπορεῖ νὰ βυθομετρήσῃ τὴν ἄβυσσο τοῦ μυστηρίου. Τὸ ποτήρι ποὺ ἔπρεπε νὰ πιῇ ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴ σωτηρία μας ἦταν πικρό. Πικρότερο δὲν ἤπιε οὔτε θὰ πιῇ ἄνθρωπος. Ποιό εἶνε τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου;
Κατ᾽ ἀρχὴν ὡς ἄνθρωπος γεύθηκε τὴν πικρία ποὺ προκαλεῖ στὸν καθένα ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος δὲν εἶνε κάτι φυσικό. Δὲν ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς· εἰσῆλθε κατόπιν, ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας.
Εἶνε φυσικὸ νὰ ἀπωθῇ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου. Ὁ δὲ θάνατος ποὺ θὰ γευ-
όταν ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν ὅπως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, γιὰ τοὺς ὁποίους αὐτὸς ἐπεβλήθη ὡς δικαία ποινὴ γιὰ τὴν ἁμαρτία τους· ἦταν θάνατος ἑνὸς ἀναμαρτήτου, ὁ ὁποῖος «ἁμαρτί αν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόμα τι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9. Α΄ Πετρ. 2,22) καὶ ἑπομένως ἔπρεπε νὰ μείνῃ ἐκτὸς θανάτου. Ὑπῆρξε ἀκόμη θάνατος ὀδυνηρός, ὀδυνηρότατος, θάνατος σταυροῦ. Πόσο πόνεσε σωματικὰ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ φραγγέλλιο, τὸν ἀκάνθινο στέφανο, τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ, τὰ καρφιά!…
Πιό μεγάλος ὅμως ἦταν ὁ ψυχικός του πόνος ἀπὸ τὴν προδοσία
τοῦ Ἰούδα, τὴν ἐγκατάλειψι τῶν μαθητῶν, τὴν ἄρνησι τοῦ Πέτρου, τὶς ψευδομαρτυρίες, τὸ φθόνο καὶ τὴν κακεντρέχεια τῶν ἀρχόντων, τὴ δειλία τοῦ Πιλάτου, τὴ χλεύη τῶν στρατιωτῶν, τὶς βλασφημίες τῶν λῃστῶν, τὰ γέλια καὶ τοὺς καγχασμοὺς τῶν ἀρχιερέων, τὴν ἀχαριστία ἑνὸς εὐεργετημένου λαοῦ…
Ἀλλ᾿ ὦ συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί μου, ἐλᾶτε νὰ δῆτε, ὅτι στὸ πικρὸ ποτήρι τῆς θλίψεως τοῦ Ἰησοῦ διακρίνονται καὶ σταγόνες ποὺ τὸν πότισαν ὄχι πλέον οἱ ἐχθροί του, ἀλλὰ δυστυ χῶς ἐμεῖς, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιοῦσε στὴ Γεθσημανῆ καὶ ἔχυσε τὸ αἷμά του στὸ Γολγοθᾶ. Ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομά του, ἐμεῖς ποὺ ἑορτάζουμε τὰ πάθη του, ἐμεῖς οἱ εὐεργετημένοι ἀπὸ αὐτόν, ναὶ ἐ μεῖς —πῶς νὰ τὸ ποῦμε καὶ νὰ μὴν κλάψουμε;— ἐξακολουθοῦμε νὰ ῥίχνουμε στὸ ποτήρι τῆς ὀδύνης του νέες σταγόνες, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν περιφρόνησι ποὺ δείχνουμε στὸ αἷμα του. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφράσῃ τὸ παράπονο «Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβῆναί με εἰς διαφθοράν;» (Ψαλμ. 29,10). Ὦ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἐρωτᾷ ὁ Δαυΐδ· τί ὠφεληθήκατε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γιὰ νὰ σᾶς σώσῃ κατέβηκε ὅ λες τὶς βαθμῖδες τοῦ πόνου καὶ ἔφθασε μέχρις ᾅδου; Τί ὠφεληθήκατε ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία του; Ματαίως λοιπὸν χύθηκε τὸ αἷμα του γιὰ σᾶς;
Τὸ ποτήριο τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἐξαντλήθηκε.
Ἐξακολουθοῦν καὶ στὸν αἰῶνα μας νὰ ῥίχνωνται σ᾽ αὐτὸ πικρότατες σταγόνες. Πόσο πικραίνεται ἀπ᾽ αὐτὲς ὁ Ἰησοῦς!…
* * *
Κύριε! Βρεθήκαμε νοερὰ στὴ Γεθσημανῆ. Εἴδαμε τὴν ἀγωνία σου, ἀκούσαμε τὴν προσ ευχή σου, θαυμάσαμε τὴν ὑποταγή σου στὸν Πατέρα. Σήμερα - αὔριο θὰ διαβοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ Χείμαρρο τῶν κέδρων καὶ θὰ εἰσέλθουμε στὴ δική μας Γεθσημανῆ. Ποιές θλίψεις μᾶς περιμένουν, ἐσὺ μόνο γνωρίζεις. Πέφτουμε καὶ σὲ
παρακαλοῦμε. Τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας μας στεῖλε τὸν ἄγγελό σου νὰ μᾶς δώσῃ ἐνίσχυσι, καὶ μὲ ὑποταγὴ στὸ θέλημά σου νὰ πιοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ πικρὸ ποτήρι, ποὺ ἐμπρὸς στὸ δικό σου δὲν εἶνε παρὰ μία σταγόνα στὸ ὠκεανό. Κάνε, ἡ δική σου προσευχὴ νὰ γίνῃ καὶ δική μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας - Ἀθηνῶν τὴν 15-4-1962 τὸ βράδυ. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 19-3-2012.

Ο Ιερός Νιπτήρ «Ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν»

Με συναισθήματα πολλής συνοχής είχαν συγκεντρωθεί οι Μαθητές το βράδυ εκείνο της Μεγάλης Πέμπτης στο μεγάλο ανώγαιο της Ιερουσαλήμ. Από όσα ο Κύριος τους είχε επανειλημμένως προείπει, είχαν αντιληφθεί ότι κάποιο γεγονός μεγάλο και ιερό επρόκειτο να συμβεί.
Είχαν πλέον πάρει τις θέσεις τους στο τραπέζι, δεξιά και αριστερά από τον Κύριο. Δεν το είχαν όμως κάμει τούτο με την ησυχία και την τάξη που απαιτούσε η ιερότητα της ώρας.
Ανάρμοστος θόρυβος από κάποια φιλονικία είχε προηγηθεί. Αφορμή έδωσε, ίσως, το ποιος πρέπει να καταλάβει την πλέον τιμητική θέση κοντά στον Κύριο. Ποιος από όλους είναι ο πρώτος, ο ανώτερος;
Θα περίμεναν, ίσως, να δώσει τη λύση στο ζήτημά τους αυτό ο θείος Διδάσκαλος. Αλλ’ Εκείνος ξαφνικά σηκώνεται. Άφωνοι τον παρακολουθούν από τη θέση τους να βγάζει τα εξωτερικά ιμάτιά Του και να μένει μόνο με τον χιτώνα. Προχωρεί προς τον νιπτήρα. Ζώνεται στη μέση, σαν δουλική ποδιά, την πετσέτα. Ρίχνει μόνος νερό στη λεκάνη, την σηκώνει και έρχεται εκεί όπου ήταν αυτοί καθισμένοι και αρχίζει — ω! ασύλληπτο βάθος ταπεινώσεως! — να τους πλύνει τα πόδια.
Είναι τόσο υποβλητική η σοβαρότητα του Κυρίου, αλλά και τόση η έκπληξη και η εντροπή των Μαθητών, ώστε να αισθάνονται ότι δεν χωρεί αντίρρηση. Μόνο ο Πέτρος, ο πάντοτε αυθόρμητος, τολμά να εκφράσει την έκπληξή του.
— Κύριε, συ ο διδάσκαλος και Θεός μου θα μου πλύνεις τα πόδια;… Ποτέ δεν θα το δεχθώ αυτό…
Αναγκάζεται όμως γρήγορα να υποχωρήσει. Η απάντηση του Κυρίου είναι σαφής και κατηγορηματική:
— Εάν εγωιστικά επιμένεις να μη σε νίψω τότε δεν θα έχεις καμία θέση μαζί μου, ούτε θα συμμετάσχεις στη δόξα μου.
Και ο Πέτρος συντετριμμένος φωνάζει:
— Κύριε, εάν πρόκειται να πάθω αυτή την συμφορά, τότε πλύνε μου όχι μόνο τα πόδια, αλλά και τα χέρια μου και το κεφάλι μου…
Και έπλυνε ο Κύριος και των δώδεκα Μαθητών Του τα πόδια. Γέμισε και έχυσε τη λεκάνη μόνος δώδεκα φορές! Και δώδεκα φορές γονάτισε, σαν δούλος, εμπρός στον κάθε Μαθητή και έπλυνε και σπόγγισε τα πόδια όλων. Και αυτού του Ιούδα ακόμη, που γνώριζε ότι είχε αποφασίσει να Τον προδώσει!
Άραγε πόσο δυνατά να ήταν τα κεντήματα, που αισθάνθηκαν οι Μαθητές από τον άφωνο αυτό έλεγχο του Κυρίου, για τα πρωτεία και την φιλονικία που είχαν κάνει γι’ αυτά; Η ανάμνησή του έμεινε ζωηρή, ανεξάλειπτη. Τους εντυπώθηκε βαθιά. Διότι ο Κύριος δεν άφησε το γεγονός αυτό να περάσει έτσι απαρατήρητο. Έπρεπε τούτο να έχει βασική σημασία για τη ζωή των Μαθητών Του.
Μόλις λοιπόν τελείωσε το πλύσιμο των ποδιών των Μαθητών, φόρεσε πάλι ο Κύριος τα ιμάτιά Του, κάθισε στη θέση Του και είπε:
— Καταλαβαίνετε ποια σημασία έχει αυτό που έκανα για να σας διδάξω; Με φωνάζετε Κύριο και Διδάσκαλο και καλά κάνετε. Διότι είμαι και ο Διδάσκαλος και ο Κύριος, εάν λοιπόν έπλυνα τα πόδια σας εγώ, που είμαι ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, πολύ περισσότερο οφείλετε να κάνετε τούτο εσείς και να πλύνετε ο ένας τα πόδια του άλλου με αγάπη και ταπεινοφροσύνη και να έχετε την διάθεση να κάνετε την πλέον ταπεινωτική υπηρεσία χάριν των άλλων ανθρώπων.
«Ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν»
— Με αυτό που σας έκανα, συνέχισε ο Κύριος, σας έδειξα το τέλειο παράδειγμα, για να κάνετε κι εσείς το ίδιο. Να ταπεινώνεστε και να υπηρετείτε με αγάπη ο ένας τον άλλο… Εάν εγώ ο Κύριος ταπεινώθηκα από αγάπη τόσο πολύ και σας υπηρέτησα, πολύ περισσότερο οφείλετε να ταπεινώνεστε εσείς και να υπηρετείτε τους άλλους που δεν είναι δούλοι σας, αλλά αδελφοί σας και σύνδουλοί σας.
Εάν καταλαβαίνετε αυτά που σας είπα, θα είστε τρισευτυχισμένοι εάν τα εφαρμόζετε.
Συγκλονιστικό ήταν το παράδειγμα του Κυρίου για τους Μαθητές. Η ταπείνωσή Του τους επανέφερε στη θεία ατμόσφαιρα, Τους έκανε να αισθανθούν απέραντο σεβασμό προς τον ταπεινωθέντα Κύριο και τους προετοίμασε να παρακολουθήσουν με λατρευτική κατάνυξη την παράδοση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας.
Τους βοήθησε να καταλάβουν ότι η νέα πνευματική κοινωνία, την οποία ήλθε ο Ιησούς να ιδρύσει στη Γη, είχε ως μοναδικό τίτλο μεγαλείου το να προσφέρει με αγάπη, με απλότητα και ταπεινοφροσύνη τις πλέον ταπεινές και όσο το δυνατόν περισσότερες υπηρεσίες στους άλλους.
Είναι τιμή από τον Θεό να υπηρετείς τον αδύνατο, τον μικρό, τον πονεμένο, εκείνο γενικά που έχει ανάγκη από σένα.
Είναι τιμή να σβήνεις την φωτιά που ανάβει η φιλονικία για τα πρωτεία και τους τίτλους  και να προσθέτεις μία ωραία νότα στην αρμονία της χριστιανικής αγάπης. Της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Είναι τιμή σου να εφαρμόζεις την εντολή του Κυρίου: «καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν καί ὑμεῖς ποιῆτε». Ας μιμούμαστε τον Θεό της αγάπης.
ΠτΝ104

Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἄλλαξε τὸν Ἰούδα;

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος


 



«Τότε, ἀφοῦ πῆγε στοὺς ἀρχιερεῖς ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἶπε, τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε γιὰ νὰ σᾶς τὸν παραδώσω;»[...]

Καὶ ἀκριβῶς ὅταν ἡ πόρνη μετανοοῦσε, ὅταν καταφιλοῦσε τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, τότε πρόδινε τὸ Δάσκαλο ὁ μαθητής. Γι' αὐτὸ εἶπε «τότε», γιὰ νὰ μὴν κατηγορήσεις γιὰ ἀδυναμία τὸ Δάσκαλο, ὅταν βλέπεις τὸν μαθητή του νὰ τὸν προδίνει. Γιατί τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Δασκάλου, ὥστε νὰ πείθει νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν ἀκόμη καὶ οἱ πόρνες.

Θὰ ἀναρωτιόταν ὅμως κανείς, Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ μεταστρέφει τὶς πόρνες καὶ νὰ τὶς κάνει νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν, δὲν κατάφερε νὰ κερδίσει τὴν ἀγάπη τοῦ μαθητῆ του; Εἶχε τὴ δύναμη νὰ κερδίσει τὸ μαθητή, ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν μεταβάλει ἀναγκαστικὰ στὸ καλό, οὔτε μὲ τὴ βία νὰ τὸν προσελκύσει κοντά Του. «Τότε, ἀφοῦ πῆγε». Καὶ τὸ «ἀφοῦ πῆγε» αὐτὸ δὲν στερεῖται κάποιας σημασίας. Γιατί δὲν κάλεσαν οἱ ἀρχιερεῖς τὸν Ἰούδα, οὔτε ἀναγκάστηκε, οὔτε ὑποχρεώθηκε, ἀλλὰ ὁ ἴδιος μόνος του κι ἐλεύθερα γέννησε τὴν πονηρὴ αὐτὴ σκέψη κι ἔβγαλε αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, χωρὶς νὰ ἔχει κανέναν σύμβουλο σ' αὐτὸ τὸ πονηρό του ἔργο. «Τότε, ἀφοῦ πῆγε ...; ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα».

Τί σημαίνει τὸ «ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα»; Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος «ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα» δείχνει πὼς ἡ κατηγορία τοῦ Ἰούδα εἶναι πολὺ μεγάλη. Γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε καὶ ἄλλους μαθητές, ἑβδομήντα συνολικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι βρίσκονταν σὲ δεύτερη θέση καὶ δὲν ἀπολάμβαναν τόση τιμή, οὔτε εἶχαν τόση οἰκειότητα μὲ τὸν Διδάσκαλο, οὔτε γνώριζαν τόσο τὰ μυστικὰ Του ὅσο οἱ δώδεκα. Αὐτοὶ προπάντων ἦταν οἱ ἐκλεκτοί, αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὸν στενὸ κύκλο τοῦ Βασιλιᾶ, αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν ὁμάδα ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ Δάσκαλο, καὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεπήδησε ὁ Ἰούδας.

Γιὰ νὰ μάθεις, λοιπόν, ὅτι δὲν Τὸν πρόδωσε ἁπλῶς κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς Του, γι' αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὸ «ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα». Καὶ δὲ ντρέπεται ὁ Ματθαῖος νὰ τὸ ἀναφέρει. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο νὰ ντραπεῖ; Τὸ ἀναφέρει γιὰ νὰ μάθεις πὼς παντοῦ καὶ πάντα λένε οἱ Εὐαγγελιστὲς τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν ἀποκρύπτουν τίποτα, ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται ἀξιοκατάκριτα. Γιατί αὐτὰ ποὺ φαίνονται πὼς εἶναι ἀξιοκατάκριτα, αὐτὰ ἀποδεικνύουν τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου. Ὅτι δηλαδὴ προσέφερε τόσα πολλὰ ἀγαθὰ στὸν προδότη, τὸ ληστή, τὸν κλέφτη (τὸν Ἰούδα) καὶ συνέχιζε μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ τὸν ἔχει κοντά Του. Καὶ μάλιστα τὸν νουθετοῦσε καὶ τὸν συμβούλευε καὶ τὸν φρόντιζε μὲ κάθε τρόπο.

Ἂν ἐκεῖνος δὲν ἔδινε σημασία, δὲν φταίει ὁ Κύριος. Καὶ μάρτυρας εἶναι ἡ πόρνη, καὶ μὴ πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τὸν Ἰούδα. Γιατί καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ὀλέθρια, καὶ τὸ ὑπέρμετρο θάρρος καὶ ἡ ἀπελπισία (ἀπόγνωση). Γιατί τὸ ὑπέρμετρο θάρρος κάνει νὰ πέσει κάτω αὐτὸς ποὺ στέκεται ὄρθιος, καὶ ἡ ἀπελπισία ἐμποδίζει νὰ σηκωθεῖ αὐτὸς ποὺ ἔχει πέσει. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος συμβούλευε λέγοντας: «Αὐτὸς ποὺ νομίζει πὼς στέκεται, ἂς προσέχει μὴν πέσει».

Ἔχεις τὰ παραδείγματα καὶ τῶν δύο πῶς ἔπεσε δηλαδὴ ὁ μαθητής, ποὺ νόμιζε πὼς στεκόταν ὄρθιος, καὶ πῶς σηκώθηκε ἡ πόρνη ποὺ εἶχε πέσει. Ἡ σκέψη μας εὔκολα παρασύρεται καὶ ἡ θέλησή μας εἶναι εὐμετάβλητη. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ διαφυλάσσουμε καὶ νὰ ὀχυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ παντοῦ.[...]

«Τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Πές μου Ἰούδα, αὐτά σοῦ ἔμαθε ὁ Χριστός; Γι' αὐτὸ τὸ λόγο δὲν ἔλεγε, «μὴν ἀποκτήσετε χρυσὰ νομίσματα, οὔτε ἀσημένια, οὔτε χάλκινα που νὰ τὰ φυλάγετε στὶς ζῶνες σας», θέλοντας νὰ περιορίσει ἀπὸ πιὸ μπροστὰ τὴ φιλαργυρία σου;[...]

«Τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Πολὺ σκληρὰ εἶναι τὰ λόγια αὐτά. Πές μου, μπορεῖς ἐσὺ νὰ παραδώσεις Ἐκεῖνον ποὺ συγκρατεῖ τὰ πάντα, ποὺ ἐξουσιάζει τοὺς δαίμονες, ποὺ διατάσσει τὴ θάλασσα καὶ εἶναι ὁ Κύριος ὅλων ὅσων ὑπάρχουν στὴ φύση; Γιὰ νὰ περιορίσει λοιπὸν τὴ παραφροσύνη του καὶ γιὰ νὰ δείξει πὼς ἂν δὲν ἤθελε, δὲν θὰ προδιδόταν, ἄκουσε τί κάνει. Κατὰ τὴν ὥρα ἀκριβῶς τῆς προδοσίας, ὅταν ἦρθαν ἐναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες καὶ πυρσούς, τοὺς λέει: «Ποιὸν ζητᾶτε;» καὶ δὲν γνώριζαν Ἐκεῖνον ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συλλάβουν. Τόσο πολὺ ἔλειπε ἡ δύναμη ἀπὸ τὸν Ἰούδα στὸ νὰ παραδώσει τὸν Κύριο, ὥστε δὲν Τὸν ἔβλεπε τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ Τὸν παραδώσει, ἐνῶ ἦταν παρών, καὶ ὅλα αὐτὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπῆρχαν τόσες λαμπάδες καὶ τόση φωτοχυσία.

Αὐτὸ βέβαια ὑπαινίχθηκε καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγοντας ὅτι εἶχαν λαμπάδες καὶ πυρσοὺς καὶ δὲν τὸν ἔβλεπαν. Καὶ κάθε ἡμέρα τοῦ τὸ ὑπενθύμιζε καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ μπορέσει νὰ Τὸν προδώσει στὰ κρυφά. Καὶ μάλιστα δὲν τοῦ ἔκανε (ὁ Κύριος) παρατηρήσεις φανερὰ μπροστὰ σὲ ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνει πιὸ ἀδιάντροπο, οὔτε πάλι ἀποσιωποῦσε τὰ σφάλματά του, γιὰ νὰ μὴν νομίζει ὅτι περνοῦν ἀπαρατήρητα καὶ ἐπιχειρήσει ἄφοβα τὴν προδοσία, ἀλλὰ διαρκῶς ἔλεγε: «Ἕνας ἀπὸ ἐσᾶς θὰ μὲ παραδώσει», δὲν τὸν φανέρωσε ὅμως.

Εἶπε πολλὰ (ὁ Κύριος) καὶ γιὰ τὴν κόλαση, πολλὰ καὶ γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἀπέδειξε τὴ δύναμη ποὺ εἶχε καὶ γιὰ τὰ δύο, καὶ γιὰ νὰ τιμωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ γιὰ νὰ ἀνταμείβει τοὺς δικαίους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος (ὁ Ἰούδας) ὅλα αὐτὰ τὰ περιφρόνησε, ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἀνακάλεσε μὲ τὴ βία ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀποφάσισε. Ἐπειδὴ λοιπὸν μᾶς δημιούργησε ἐλεύθερους νὰ διαλέγουμε τὶς κακὲς ἢ τὶς ἐνάρετες πράξεις, ἐπιθυμεῖ νὰ εἴμαστε καλοὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Γι' αὐτὸ ἂν ἐμεῖς δὲν θέλουμε, οὔτε μᾶς πιέζει οὔτε μᾶς ἀναγκάζει.

Ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία ἐνάρετος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐνάρετος. Ἀφοῦ λοιπὸν κι ἐκεῖνος ἦταν ἐλεύθερος νὰ διαλέξει καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ μὴν ὑποστεῖ βία γιὰ νὰ κλίνει πρὸς τὴ φιλαργυρία, γι' αὐτὸ τυφλώθηκε ἡ σκέψη του, πρόδωσε τὴ σωτηρία του καὶ εἶπε: «Τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Ἐπικρίνοντας τὴ διανοητική του τύφλωση καὶ τὴν ἀναισθησία, ὁ Εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν νὰ συλλάβουν τὸν Κύριο, βρισκόταν μαζί τους καὶ ὁ Ἰούδας, ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω».

Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπ' ὅτι μόλις Ἐκεῖνος ἁπλῶς μίλησε, ἀπομακρύνθηκαν κι ἔπεσαν κάτω. Ἐπειδὴ ὅμως οὔτε μ' αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν σταμάτησαν τὸ ἐπαίσχυντο ἔργο τους, παραδίνεται ἀμέσως σὰν νὰ ἔλεγε: Ἐγὼ ἔκανα τὸ καθῆκον μου, ἀποκάλυψα τὴ δύναμή μου καὶ ἀπέδειξα ὅτι ἐπιχειρεῖτε πράγματα ἀκατόρθωτα. Θέλησα νὰ περιορίσω τὴν κακία σας, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐσεῖς δὲν θελήσατε καὶ ἐπιμένετε στὴν παραφροσύνη σας, νά, σᾶς παραδίνομαι.

Τὰ ἀνέφερα ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν κατηγορήσουν μερικοὶ τὸν Χριστό, καὶ ποῦν: γιατί δὲν μετέστρεψε τὸν Ἰούδα;

Εις την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη π.Χρίστος Πιτυρλινης

niptiras
«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, ἐσκοτίζετο· καί ἀνόμοις κριταῖς σέ τόν δίκαιον κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περί πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι».
Όταν οι ένδοξοι μαθητές κατά τη διάρκεια του νιπτήρα λάμβαναν το φως του Θεού, τότε ο δυσσεβής Ιούδας, καταληφθείς από τη φοβερή νόσο της φιλαργυρίας, γέμιζε από το σκοτάδι της παρανομίας. Έτσι, σκοτισμένος, παρέδιδε σε άνομους κριτές (να δικαστείς) εσένα, το δίκαιο Κριτή. Βλέπε, εσύ που αγαπάς τα χρήματα, αυτόν που για χάρη τους, χρησιμοποίησε την αγχόνη (κρεμάστηκε)· απόφευγε την αχόρταγη ψυχή, που τόλμησε τέτοια πράγματα στο Διδάσκαλο.
Σε εσένα, Κύριε, που είσαι προς όλους αγαθός, δόξα σοι. Το πρόσωπο του Ιούδα κατέχει κεντρική θέση στην ιστόρηση του πάθους του Χριστού. Ήδη η υμνογραφία των προηγούμενων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος ασχολήθηκε αρκετά με τον προδότη μαθητή. Το τροπάριο επανέρχεται στο ίδιο θέμα, τόσο περισσότερο όσο η προδοσία ήταν επί θύραις. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Το εσπέρας ο Χριστός θέλησε με τους μαθητές του να φάγει το τελευταίο Πάσχα της ζωής του, στο οποίο θα συνιστούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Οι μαθητές ήταν όλοι συγκεντρωμένοι σε υπερώο δωμάτιο στα Ιεροσόλυμα, όπου όλα είχαν ετοιμαστεί για το πασχάλιο δείπνο. Μαζί τους ήταν και ο Ιούδας. Ενώ όμως οι έντεκα μαθητές στις κρίσιμες εκείνες ώρες φωτίζονταν από την ακτινοβολία του θείου Διδασκάλου και ο νους τους ανοιγόταν στη Χάρη για να δεχτεί τις φωταύγειες του σωστικού μυστηρίου, ο Ιούδας ήταν παραδομένος στο σκοτάδι του αιώνιου θανάτου. Ασυγκίνητος στο θαύμα του Θεού, ο νους του απουσίαζε από την ουράνια μυσταγωγία, έτρεχε μακριά, πολύ μακριά, έφτανε στα έγκατα του Άδη, στο ζοφερό σκοτάδι της κολάσεως.
Ήταν κολλημένος στους εχθρούς του Χριστού, που ήθελαν να τον θανατώσουν, και σχεδίαζε να τους παραδώσει τον ελευθερωτή του κόσμου. Μελετούσε την προδοσία! Τρομερό το κατάντημα του προδότη μαθητή! Ο ποιητής του τροπαρίου επισύρει την προσοχή του ανθρώπου·
Βλέπε, λέγει, εσύ που αγαπάς είτε το πολύτιμο μέταλλο, είτε τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια, εσύ που περιορίζεις την ψυχή και τη ζωή σου στα χρήματα και κάνεις τα πάντα για να τα αποκτήσεις, ο ανάλγητος δούλος του μαμωνά, ο δεινός φιλάργυρος, βλέπε εκείνον, που για την αγάπη των χρημάτων βρήκε θάνατο φρικτό και επώδυνο, κρεμάστηκε σ᾽ ένα αφιλόξενο δέντρο!
Απόφευγε, φωνάζει, την ακόρεστη ψυχή, που για τα χρήματα τόλμησε να φτάσει στην προδοσία του Διδασκάλου! Εμείς, Κύριε, άφωνοι μπροστά στο μυστήριο της θείας σου αγαθότητας που περιπτύσσεται όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους, τους καλούς και τους κακούς, ως σιωπηλοί μπροστά στο σκοτεινό μυστήριο του προδότη, που καπηλεύθηκε τη χάρη σου, σε δοξάζουμε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...