Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 04, 2014

Ἡ Ἁγία Μόνικα μητέρα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου



Ἡ Ἁγία Μόνικα, μητέρα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου († 15 Ἰουνίου), γεννήθηκε τὸ 332 μ.Χ. στὴν πόλη Ταγάστη τῆς βόρειας Ἀφρικῆς ἀπὸ γονεῖς Χριστιανούς, εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Νυμφεύθηκε τὸν ἐθνικὸ διοικητὴ Πατρίκιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὸ χαρακτήρα ἀπὸ τὴν Ἁγία. Αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή της, ἔβρισκε τὴν φιλανθρωπική της διάθεση ὑπερβολική, ἀδυνατοῦσε νὰ κατανοήσει τὴν διάθεσή της νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.

Ἡ Ἁγία Μόνικα ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση μὲ προσευχὴ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ ἀναθρέψει τοὺς δύο υἱούς της καὶ τὴ θυγατέρα της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν συμφωνοῦσε στὴν βάπτιση τῶν παιδιῶν του. Ἡ Ἁγία δὲν ἀντιστεκόταν στὴ βίαιη ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ Πατρικίου.

Γνώριζε ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἦταν πολὺ διακριτικὴ καὶ ὑπομονετική. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἁγίας εἰσακούσθηκε καὶ ὁ Θεὸς φώτισε τὴν καρδιὰ τοῦ Πατρικίου καὶ μετὰ ἀπὸ δεκαέξι χρόνια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιὰ νὰ κοιμηθεῖ μὲ εἰρήνη τὸ 371 μ.Χ.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα στὶς 25 Ἀπριλίου τοῦ 387 μ.Χ., ὁ Αὐγουστίνος βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ ἡ Ἁγία ἦταν παροῦσα στὴν βάπτιση τοῦ υἱοῦ της.

Γράφει γιὰ τὴν στάση τῆς μητέρας του Μόνικας ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὶς «Ἐξομολογήσεις» του: «Ἡ μητέρα μου ἔχυνε γιὰ ἐμένα περισσότερα δάκρυα ἀπὸ ὅσα χύνουν οἱ μητέρες ἐπάνω στὰ νεκρὰ τέκνα τους. Μὲ τὴν θέρμη τῆς πίστης, ἡ ὁποία τῆς χάριζε ἡ μεγάλη της εὐσέβεια, μὲ ἔβλεπε ἠθικῶς νεκρό. Καὶ Σὺ Κύριε εἰσάκουσες τὴν δέησή της καὶ δὲν περιφρόνησες τὰ δάκρυά της, μὲ τὰ ὁποῖα πότισε τὸ ἔδαφος, παντοῦ ὅπου προσευχόταν. Οἱ πόνοι της νὰ μὲ ἀναγεννήσει διὰ τοῦ Πνεύματος ἦταν σκληρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁποίου ὑπέφερε νὰ μὲ γεννήσει διὰ τῆς σαρκός».

Ἡ Ἁγία Μόνικα, αἰσθανόμενη ὅτι εἶχε ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐπέστρεψε στὴν Ἀφρικὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, στὴν πόλη Ὄστια. Πράγματι εἶχε ἐκπληρώσει τὸν ἱερὸ σκοπό της καὶ τὴν μαρτυρία της ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἐνταφιάσθηκε στὴν Ὄστια καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακομίσθηκε μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια στὴ Ρώμη, στὶς 9 Ἀπριλίου.

Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ποὺ ἡσύχαζε στοὺς ἐρημικότερους τόπους τοῦ Ἄθωνος



Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. Διακρίθηκε μεταξὺ τῶν ἀσκητικότερων ἀνδρῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀσχολήθηκε μὲ πολὺ ζῆλο στὰ ζητήματα τῆς ἄκρας ἐγρήγορσης τοῦ νοῦ, τῆς ὑπερκόσμιας ὕψωσης τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μεταρσίου καὶ ἀπερισπάστου προσευχῆς.

Τὶς κατάλληλες μεθόδους γι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο, συμπεριέλαβε στὸ ἔργο του περὶ νοερᾶς προσευχῆς (Φιλοκαλία).

Συναξαριστής της 4ης Μαίου

Ἡ Ἁγία Πελαγία



Κατοικοῦσε στὴ Ῥώμη, ἀλλὰ ἡ καταγωγή της ἦταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Τότε αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Διοκλητιανός, καὶ ἡ Ῥώμη ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἡ ἀκρόπολη τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἦταν αἰσθητή.

Ἡ Πελαγία, λοιπόν, εἶδε σὲ ὅραμα ἕναν ἐπίσκοπο, ποὺ τὴν παρακαλοῦσε νὰ τὴν βαπτίσει. Ὅταν ξύπνησε, πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὴν μητέρα της, μὲ πρόσχημα ὅτι θὰ πάει στὴν τροφό της. Ἀλλὰ αὐτὴ πῆγε στὸν τότε ἐπίσκοπο Ῥώμης Λίνο καὶ βαπτίσθηκε χριστιανή.

Ἡ χαρά της ἦταν ἀνεκλάλητη. Ἀφοῦ παρέδωσε τὴν πολυτελή της ἐνδυμασία στὸν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ τὴν πουλήσει καὶ νὰ διαθέσει τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, ντύθηκε τὴν στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ ἔπειτα πῆγε στὴν τροφό της. Αὐτὴ μόλις τὴν εἶδε, ἔξεμανη καὶ τὴν ἔδιωξε.

Ἡ Πελαγία ἀποφάσισε τότε νὰ πάει στὴ μητέρα της, ἐλπίζοντας στὴ μητρική της στοργή. Ὅταν, ὅμως, τὴν εἶδε ἡ μητέρα τῆς μ᾿ αὐτὰ τὰ ῥοῦχα, ἀναστατώθηκε. Μὲ δάκρυα πολλὰ τὴν ἱκέτευε νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀρχική της κατάσταση. Ἡ Πελαγία λυπήθηκε, ἀλλὰ στάθηκε ἀμετακίνητη στὸ φρόνημά της.

Αὐτὸ μόλις τὸ ἔμαθε ὁ γιὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ, ποὺ ἦταν ἀῤῥαβωνιαστικὸς τῆς Πελαγίας, ἀπὸ τὴν λύπη του αὐτοκτόνησε. Ὁ Διοκλητιανὸς δὲν ἄργησε νὰ ἀνακαλύψει ὅτι αἰτία τῆς αὐτοκτονίας τοῦ γιοῦ του ἦταν ἡ Πελαγία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ δίστασε νὰ τὴν θανατώσει μέσα σ᾿ ἕνα χάλκινο πυρακτωμένο βόδι.

Ἔτσι, ἡ καλλιπάρθενος Πελαγία ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὸ λυτρωτὴ καὶ νυμφίο της Χριστό.




Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ ἐπιγνώσει, ζόφον ἔλιπες, τῆς ἀγνωσίας, Πελαγία Χριστοῦ, καλλιπάρθενε· οὗ τὴν ἀείζωον δρόσον πλουτήσασα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Καταλιποῦσα μνηστῆρα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ἐμφρόνως νενύμφευσαι, καὶ τούτῳ ὡς προῖκα προσέφερες, ἁγνείαν ἅμα καὶ πόνους ἀθλήσεως· διό σε Πελαγία γεραίρομεν.

Μεγαλυνάριον
Πλήρης θυμηδίας πνευματικῆς, τῷ πυρακτωθέντι, χαλκουργήματι ἐμμανῶς, εἰσελθοῦσα Μάρτυς, πρὸς ὕδωρ ἀφθαρσίας, θεόφρον Πελαγία, χαίρουσα ἔδραμες.

Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος ὁ Θαυματουργὸς

Ἡ θερμότητα τῆς πίστης καὶ ἡ καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τὸν ἀνέδειξαν πολὺ νωρὶς ἄξιο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Θεὸς μάλιστα, τὸν ἀξίωσε καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Θεράπευσε παραλυτικοὺς καὶ χωλούς, ἔλυσε μὲ τὴν προσευχή του τὴν ἀνομβρία καὶ πολλοὺς δαιμονισμένους ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν μάστιγά τους, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀποσύρθηκε σὲ ἐρημικὸ τόπο, ὅπου ζοῦσε μέσα σὲ μία καλύβη. Ἐκεῖ μελετοῦσε καὶ προσευχόταν, ἀγωνιζόμενος νὰ καταρτίσει πνευματικότερα τὸν ἑαυτό του, μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου.

Ἔπειτα ἐμφανίστηκε καὶ πάλι μέσα στὴν κοινωνία, ἐξακολουθῶντας τὴν διδασκαλία καὶ τὶς θεραπεῖες. Μετὰ ἀπὸ κοινὴ ἀπαίτηση, δέχτηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας. Στὸ νέο αὐτὸ ἱερὸ ὑπούργημα, ἐξετέλεσε εὐσυνείδητα ὅλα τὰ καθήκοντα τοῦ καλοῦ πρεσβυτέρου.

Ὑπῆρξε πατέρας καὶ διδάσκαλος, φίλος της ἀλήθειας, ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπόδειγμα πνευματικῆς γλώσσας, συναναστροφῆς, καὶ ζωῆς ἀμέμπτου.

Ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ, καταγινόμενος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, μὲ τέτοια θεάρεστα ἔργα.

Οἱ Ἅγιοι Ἀφροδίσιος, Μίσδας (ἢ Μελής), Μακρόβιος, Οὐαλεριανός, Λεόντιος, Ἀντωνῖνος (ἢ Ἀντώνιος) καὶ τὸ ὑπόλοιπο ἅγιο πλῆθος, ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σκυθούπολη

ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ παρουσιάστηκαν αὐθόρμητα στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας τους καὶ τοῦ ἔκαναν δριμύτατη παρατήρηση γιὰ τὶς ἀπάνθρωπες ἐνέργειές του κατὰ τῶν χριστιανῶν. Κατόπιν συνέτριψαν τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ προκάλεσαν τὸν θυμὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν μὲ πέτρες καὶ ῥόπαλα καὶ νὰ τοὺς σκοτώσουν ὅλους.

Τὰ δὲ λείψανά τους, τὰ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοί, τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς καὶ ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ ἀνήγειραν ναό.

Ἡ δὲ σύναξή τους τελεῖται στὸ ἀποστολεῖο τοῦ Ἰακώβου Ἄδελφοθεου, ποὺ βρίσκεται μέσα στὸν σεβάσμιο οἶκο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στοὺς Χαλκοπρατείους.

Ἀνακομιδὴ Λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου, φίλου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Μυροφόρου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς

Ἡ ἀνακομιδὴ αὐτὴ ἔγινε ἐπὶ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ τὸ 890.

Τελεῖται δὲ αὐτῶν ἡ Σύναξις στὴ Μονὴ ποὺ ἔκτισε ὁ προαναφερόμενος βασιλιὰς καὶ εἶναι ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Ἐπίσης συνεορτάζονται καὶ τὰ ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας μέσα στὴ Μονή (βλέπε καὶ 17 Ὀκτωβρίου).

Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μηδικίου

Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων, ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀναχώρησε στὰ ὄρη (ἐπὶ Πατριάρχου Ταρασίου, 784-806), καταγινόμενος μὲ νηστεῖες καὶ προσευχὲς γιὰ τὴν εἰρήνη μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις ἔγινε ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου τοῦ Μηδικίου, ποὺ βρίσκεται στὰ Μουδανιά.

Τὸ 814 ἐπὶ Λέοντος Ε´ τοῦ Ἀρμενίου, ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι του, διότι ἦταν προσκυνητὴς τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τελικά, μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες καὶ ταλαιπωρίες, κλείστηκε μέσα σὲ μία σκοτεινὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἀπεβίωσε.

Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ποὺ ἡσύχαζε στοὺς ἐρημικότερους τόπους τοῦ Ἄθωνος



Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. Διακρίθηκε μεταξὺ τῶν ἀσκητικότερων ἀνδρῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀσχολήθηκε μὲ πολὺ ζῆλο στὰ ζητήματα τῆς ἄκρας ἐγρήγορσης τοῦ νοῦ, τῆς ὑπερκόσμιας ὕψωσης τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μεταρσίου καὶ ἀπερισπάστου προσευχῆς.

Τὶς κατάλληλες μεθόδους γι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο, συμπεριέλαβε στὸ ἔργο του περὶ νοερᾶς προσευχῆς (Φιλοκαλία).

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐπίσκοπος Κορίνθου

Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἡμέρες της βασιλείας Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου τὸ ἔτος 937.


Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φλωριανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἒμς τῆς Αὐστρίας. Ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν πόλη Νόρικουμ τῆς Αὐστρίας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).

Ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ Ἀκυλίνου καὶ βασανίσθηκε σκληρά. Στὸ τέλος, τοῦ ἔδεσαν μία πέτρα στὸν λαιμὸ καὶ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Ἔμς, ὅπου τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ 303 μ.Χ.Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προστάτες Ἁγίους τῆς Αὐστρίας.

Ἡ Ἁγία Μόνικα μητέρα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου



Ἡ Ἁγία Μόνικα, μητέρα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου († 15 Ἰουνίου), γεννήθηκε τὸ 332 μ.Χ. στὴν πόλη Ταγάστη τῆς βόρειας Ἀφρικῆς ἀπὸ γονεῖς Χριστιανούς, εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Νυμφεύθηκε τὸν ἐθνικὸ διοικητὴ Πατρίκιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὸ χαρακτήρα ἀπὸ τὴν Ἁγία. Αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή της, ἔβρισκε τὴν φιλανθρωπική της διάθεση ὑπερβολική, ἀδυνατοῦσε νὰ κατανοήσει τὴν διάθεσή της νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.

Ἡ Ἁγία Μόνικα ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση μὲ προσευχὴ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ ἀναθρέψει τοὺς δύο υἱούς της καὶ τὴ θυγατέρα της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν συμφωνοῦσε στὴν βάπτιση τῶν παιδιῶν του. Ἡ Ἁγία δὲν ἀντιστεκόταν στὴ βίαιη ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ Πατρικίου.

Γνώριζε ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἦταν πολὺ διακριτικὴ καὶ ὑπομονετική. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἁγίας εἰσακούσθηκε καὶ ὁ Θεὸς φώτισε τὴν καρδιὰ τοῦ Πατρικίου καὶ μετὰ ἀπὸ δεκαέξι χρόνια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιὰ νὰ κοιμηθεῖ μὲ εἰρήνη τὸ 371 μ.Χ.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα στὶς 25 Ἀπριλίου τοῦ 387 μ.Χ., ὁ Αὐγουστίνος βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ ἡ Ἁγία ἦταν παροῦσα στὴν βάπτιση τοῦ υἱοῦ της.

Γράφει γιὰ τὴν στάση τῆς μητέρας του Μόνικας ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὶς «Ἐξομολογήσεις» του: «Ἡ μητέρα μου ἔχυνε γιὰ ἐμένα περισσότερα δάκρυα ἀπὸ ὅσα χύνουν οἱ μητέρες ἐπάνω στὰ νεκρὰ τέκνα τους. Μὲ τὴν θέρμη τῆς πίστης, ἡ ὁποία τῆς χάριζε ἡ μεγάλη της εὐσέβεια, μὲ ἔβλεπε ἠθικῶς νεκρό. Καὶ Σὺ Κύριε εἰσάκουσες τὴν δέησή της καὶ δὲν περιφρόνησες τὰ δάκρυά της, μὲ τὰ ὁποῖα πότισε τὸ ἔδαφος, παντοῦ ὅπου προσευχόταν. Οἱ πόνοι της νὰ μὲ ἀναγεννήσει διὰ τοῦ Πνεύματος ἦταν σκληρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁποίου ὑπέφερε νὰ μὲ γεννήσει διὰ τῆς σαρκός».

Ἡ Ἁγία Μόνικα, αἰσθανόμενη ὅτι εἶχε ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐπέστρεψε στὴν Ἀφρικὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, στὴν πόλη Ὄστια. Πράγματι εἶχε ἐκπληρώσει τὸν ἱερὸ σκοπό της καὶ τὴν μαρτυρία της ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἐνταφιάσθηκε στὴν Ὄστια καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακομίσθηκε μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια στὴ Ρώμη, στὶς 9 Ἀπριλίου.

 Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ὁ πρεσβύτερος

Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἅγιο Ἡλιόδωρο († 3 Ἰουλίου), Ἐπίσκοπο Ἀλτίνου τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 395 μ.Χ. Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος († 15 Ἰουνίου) ἀφιέρωσε μία πραγματεία του στὸν ἱερατικὸ βίο τοῦ Ἁγίου Νεποτιανοῦ.

Ἡ Ὁσία Θεοδοσία πριγκίπισσα τοῦ Βλαδιμίρ

Ἡ Ὁσία Θεοδοσία ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Μστισλάβου Μστισλάβιτς Οὐνταλόϊ καὶ νυμφεύθηκε τὸν πρίγκιπα τοῦ Νόβγκοροντ καὶ Βλαδιμίρ, Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε ἐννέα τέκνα, δύο ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔγιναν Ἅγιοι, ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Νέφσκϊυ.

Ἀργότερα ἡ πριγκίπισσα Θεοδοσία ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1244.

Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας

Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος Ἀλφάνωφ ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἔζησαν κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ.

Τὸ 1389 ἵδρυσαν τὸ μοναστήρι τοῦ Σοκολνίτσκι καὶ ἀσκήτεψαν ἐκεῖ θεοφιλῶς. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη. Λόγω μιᾶς πυρκαγιᾶς, ποὺ κατέστρεψε τὸ μοναστήρι τοῦ Σοκολνίτσκι, τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀντώνιεβ τὸ 1775.

Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 17 Ἰουνίου.

Οι Αγίες Μυροφόρες





 Επιμέλεια: Θοδωρής Ρηγινιώτης



ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ

1.    Η Μαρία η Μαγδαληνή (Μάρκ. 16, 9 και Ιω. 20, 1-18), για την οποία συμφωνούν όλοι ή δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο: ο Κύριος τη θεράπευσε από 7 δαιμόνια, κατά το Λουκ. 8, 2 και Μάρκ. 16, 9. Ενδιαφέρον: κατά τον άγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Εκκλησιαστική Ιστορία, 14ος αιώνας) «κάποιοι» θεωρούσαν πως είναι η κόρη της Χαναναίας του Ματθ. 15, 21-28. Πάντως η ιδέα ότι ήταν πόρνη που μετανόησε δεν υπάρχει καθόλου στα ευαγγέλια, ούτε στην παράδοση της Ορθοδοξίας. Μας ήρθε από τη δύση.

2.    Η Σαλώμη, σύζυγος του Ζεβεδαίου, μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη και, όπως είπαμε, κόρη του αγίου Ιωσήφ. «Όχι η μαία» (Κοσμάς Βεστίτωρ). «Η μαία και μήτηρ υιών Ζεβεδαίου» (Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης). Ο Χρυσόστομος δεν προσθέτει κάτι. Άποψή μου: ισχύει το «όχι η μαία». Η μαία Σαλώμη (που τη βρήκε ο Ιωσήφ και την έφερε στη φάτνη, εκεί δυσπίστησε για την αειπαρθενία της Θεοτόκου –ότι δηλαδή είχε μείνει παρθένος μετά τη γέννηση– και θέλησε να τη διαπιστώσει βάζοντας το χέρι της, το οποίο παρέλυσε ώσπου αναίρεσε την άποψή της) αναφέρεται στο ορθόδοξο απόκρυφο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και, αν υπήρξε, σαφώς δεν αναφέρεται ως κόρη του Ιωσήφ, αλλά ως θεία της Παναγίας.

3.    Η Μαρία Ιακώβου, «μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή» ή «του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή» (βλ. Ματθ. 27, 55-56 και 61, καθώς και 28, 1-10, Μάρκ. 15, 40-41, και 16, 1 και 9). Κατά κάποιους πρόκειται για την Παναγία και χαρακτηρίζεται έτσι ως θετή μητέρα των δύο γιων του Ιωσήφ.

4.    Η μήτηρ Ιωσή. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι έχουμε δύο Μαρίες, άλλη η «μητέρα του Ιακώβου» κι άλλη η μητέρα «του Ιακώβου του μικρού» (Μάρκ. 15, 40-41 και 47: «μήτηρ Ιωσή»), που πιστεύει πως δε μπορεί νά ’ναι ο αδελφόθεος, ο οποίος ήταν μέγας, όχι μικρός. Η πρώτη είναι η Παναγία και η δεύτερη η σύζυγος του Ιούδα του αδελφόθεου. Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη η «Μαρία Ιακώβου του μικρού» ήταν η σύζυγος του αδελφόθεου Ιούδα, αλλά η «μήτηρ Ιωσή» ήταν άλλη: κόρη της Σαλώμης της εξαδέλφης της Θεοτόκου, η οποία ανέθρεψε τον Ιωσή (τον αδελφόθεο;), γι’ αυτό χαρακτηριζόταν μητέρα του.

5.    Η Ιωάννα (Λουκ. 24, 10), πιθανόν να ήταν η σύζυγος του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη (Λουκ. 8, 3). Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη όμως ήταν η γυναίκα του αποστόλου Πέτρου. Ο Χρυσόστομος αγνοεί τη βιογραφία της και τη χαρακτηρίζει «Ιωάνναν τινά».

6.    Η Σουσάννα (Λουκ. 8, 3), για την οποία κανείς δε δίνει επιπλέον στοιχεία.

7.    Η Μαρία του Κλωπά (Ιω. 19, 25), που θεωρείται ετεροθαλής αδελφή της Παναγίας. Ο Κλωπάς ήταν αδελφός του αγίου Ιωακείμ, που πέθανε άτεκνος. Έτσι ο Ιωακείμ πήρε τη σύζυγό του, Άννα, για να «αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του» κατά το εβραϊκό έθιμο, και γέννησαν τη Μαρία, «θυγατέρα Κλωπά κατά χάριν» (Hippolytus Thebanus, lib. reg. 1296). Μετά το θάνατο της Άννας του Κλωπά, ο Ιωακείμ παντρεύτηκε την αγία Άννα. Συμφωνεί και ο Χρυσόστομος. Ο Συμεών ο Μάγιστρος γράφει: «αδελφή της Μητρός του Κυρίου, θυγάτηρ Ιωσήφ». Μάλλον ήθελε να γράψει Ιωακείμ κι έγραψε κατά λάθος Ιωσήφ.

* Ο Χρυσόστομος, απαριθμώντας πόσες Μαρίες συναντάμε, αναφέρει και τις αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία. Δε διευκρινίζει όμως αν τις θεωρεί μυροφόρες. Υποθέτω όχι, γιατί δεν τις αναφέρει κανείς ευαγγελιστής στη διήγηση της ανάστασης.

Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή

Με τη βιογραφία της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής δεν ασχολούνται οι ιστορικοί και Πατέρες των πρώτων αιώνων, οι οποίοι ωστόσο την εκτιμούν βαθύτατα (από το Χρυσόστομο π.χ., χαρακτηρίζεται σπουδαιοτάτη, τέτραθλος και ανδρεία γυνή), αλλά πολύ μεταγενέστερα οι βυζαντινοί ιστορικοί Γεώργιος Κεδρηνός, άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος και άγιος Μόδεστος Κων/λεως. Απ’ αυτούς βρήκα μόνο τον Κάλλιστο, που αναφέρει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του ότι ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου ζήτησε και πέτυχε (με απευθείας εισήγηση στον αυτοκράτορα Τιβέριο) τη θανατική καταδίκη των τριών βασικών ενόχων της σταύρωσης του Χριστού, Πιλάτου, Άννα και Καϊάφα. Κατόπιν επέστρεψε στην Παλαιστίνη, έζησε λίγα χρόνια κοντά στην Παναγία, καταδιώχθηκε από τους Ιουδαίους και εξορίστηκε στη Μασσαλία μαζί με τον απόστολο Μάξιμο (από τους 70 αποστόλους, δηλ. τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού), συνεργάστηκε με τον Πέτρο, έδρασε ως απόστολος σε Αίγυπτο, Συρία και Φοινίκη και ολοκλήρωσε τη ζωή της στην Έφεσο, κοντά στον Ιωάννη, όπου και υπήρχε ο τάφος με το λείψανό της, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 890 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ το Σοφό, όπως και το λείψανο του αγίου Λαζάρου από την Κύπρο.
Αυτή η σύνδεση Μαγδαληνής και Λαζάρου συνέβαλε στη σύγχυση της αγίας με την πόρνη του ευαγγελίου, που άλειψε με μύρο (άρωμα) τα πόδια του Κυρίου ζητώντας συγχώρεση. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει μια άλλη αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, μετά την ανάσταση του αδελφού της. Έτσι οι δύο Μαρίες ταυτίστηκαν κατά λάθος και μαζί μπερδεύτηκαν με την πόρνη της άλλης περίπτωσης. Η πόρνη (στην οποία είναι αφιερωμένη η βραδινή ακολουθία της Μ. Τρίτης και το περίφημο τροπάριο της αγίας Κασσιανής) δεν αναφέρεται πώς ονομαζόταν.
Η υπόθεση για καταδίκη του Πιλάτου κ.λ.π. δε μου φαίνεται πιθανή, γιατί θα προκαλούσε σάλο και θυελλώδεις αντιδράσεις των Ιουδαίων της Ρώμης, που θα ήταν γνωστά και από ρωμαϊκές πηγές και πιθανόν να επηρέαζαν τη στάση του ρωμαϊκού κράτους κατά τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών που επακολούθησαν (ή μήπως την επηρέασαν αρνητικά;). Άλλωστε, κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία, 4ος αιώνας), ο Πιλάτος εξορίστηκε από τον Καλιγούλα και αυτοκτόνησε στην εξορία. Ίσως όμως το ταξίδι στη Ρώμη να έχει ιστορική βάση… Ας θυμηθούμε πως ο απόστολος Παύλος, στο τέλος της επιστολής «προς Ρωμαίους» (κεφ. 16, στίχ. 6) γράφει «χαιρετίστε τη Μαριάμ, που πολύ κουράστηκε για μας». Μήπως αυτή η Μαριάμ είναι η Μαρία η Μαγδαληνή και ζούσε τότε στη Ρώμη;
Σ’ αυτά τα θέματα νομίζω πως η έρευνα είναι δύσκολη και δε μπορεί να υπάρξει ποτέ σιγουριά. Πάντως πρόκειται για μια μεγάλη αγία της Ορθοδοξίας και, ως γνωστόν, η εκκλησία της βρίσκεται στη Νέα Μαγνησία, έξω απ’ το Ρέθυμνο.

Άμα, μας ξεχνάτε, πέφτουμε χαμηλά….

  Άμα, μας ξεχνάτε, πέφτουμε χαμηλά….

Πόσο απαραίτητο είναι να προσευχόμαστε και να κάνουμε στην Εκκλησία τα μνημόσυνα για τις ψυχές των κεκοιμημένων, το αποδεικνύουν και τα ακόλουθα δύο περιστατικά. Τα διηγήθηκαν δυο ευσεβείς και καλλιεργημένες προσκυνήτριες από γειτονικό χωριό. Η μία είπε:
“Πάνω στον χρόνο που κοιμήθηκε η μητέρα μου, λησμόνησα την ημέρα που έπρεπε να γίνει το μνημόσυνο. Το βράδυ την είδε στον ύπνο της η κόρη μου ( η εγγονή της ) και της είπε με παράπονο και στενοχωρημένη:
- Πες στην μάνα σου, γιατί με ξέχασε; Ούτε ένα κερί; Εγώ την άφησα στο πόδι μου. Όταν μας ξεχνάτε , πέφτουμε χαμηλά!
Πράγματι, η μητέρα μου φρόντιζε πολύ τα καθήκοντά της έναντι των κεκοιμημένων.
Την άλλη μέρα, όταν άκουσα το μήνυμά της από το στόμα της κόρης μου, αμέσως έβρασα σιτάρι και το πήγα στην Εκκλησία να μνημονευθή”. Η άλλη κυρία είπε κάτι σχετικό:
“Λησμόνησα να κάνω τα χρυσά κόλλυβα για την μητέρα μου. ( Στην Ρούμελη “χρυσά κόλλυβα” λένε τα κόλλυβα που γίνονται το Σάββατο της εβδομάδας της Πεντηκοστής, όπου τελειώνει η αναστάσιμη χάρι που δίδεται στις ψυχές των κεκοιμημένων, σύμφωνα με παράδοση της Εκκλησίας μας. ) . Το βράδυ την βλέπω στον ύπνο μου ότι στεκόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και μ’ ένα κουτάλι έτρωγε κόλλυβα από ξένα πιάτα που ήσαν τοποθετημένα εκεί.
- Καλέ μητέρα, τρως ξένα κόλλυβα; Την ρώτησα.
Κι εκείνη απάντησε:
- Τι να κάνω, κόρη μου, αφού δεν μου έφτειαξες εσύ;
Το παράπονό της μ’ άγγιξε στην καρδιά. Από τότε ποτέ δεν παρέλειψα τα καθήκοντά μου έναντι των κεκοιμημένων.”
“Τι να κάνω θειά; Ψάχνω να βρω δυό σπυριά σιτάρι να φάω!”
Σ’ ένα χωριό της Ρούμελης έφυγε για τον Ουρανό ένας αρκετά νέος άνθρωπος. Όταν ήρθε ο καιρός να γίνει το μνημόσυνο των σαράντα ημερών, για να τιμήσουν, όπως νόμιζαν τον νεκρό, παρήγγειλαν οι συγγενείς τον δίσκο των κολλύβων σ’ ένα καλό ζαχαροπλαστείο της γειτονικής πόλεως. Κι εκεί, για να ευχαριστήσουν τους πελάτες τους, και τι δεν έβαλαν επάνω στον δίσκο! Ζαχαρένια στολίδια και λουλούδια, ζάχαρες, κρέμες κ.λ.π. Όλα, εκτός από σιτάρι!
Έγινε το μνημόσυνο και το βράδυ μία θεία του κεκοιμημένου τον είδε στον ύπνο της να πετάει με αγανάκτηση επάνω απ’ τον δίσκο όλα αυτά τα περιττά στολίδια.
- Κώστα μου! Του είπε, γιατί πετάς τα στολίδια από τον δίσκο σου;
Τότε εκείνος την κοίταξε αυστηρά και της είπε:
- Τι να κάνω, καημένη θειά; Ψάχνω να βρω δυο σπυριά σιτάρι να φάω!
Ας το λάβουμε υπ’ όψιν μας αυτό, διότι τα κόλλυβα πρέπει να γίνονται με σιτάρι. Ο στολισμός ας είναι λιτός. Ο Κύριος είπε: “ ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει, ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ πολὺν καρπὸν φέρει” (Ιωάν. 12,24 ) .
«ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα Θαυμαστά γεγονότα»

πηγή

Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή

  Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή

Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή με διαφόρους τρόπους, και ποια είναι η προσευχή
Οι θείοι Πατέρες δεν παρέδωσαν όλοι πάντοτε ολόκληρη την προσευχή, αλλά άλλος ολόκληρη, άλλος τη μισή, άλλος ένα μέρος και άλλος διαφορετικά, ανάλογα ίσως με τη δύναμη και την κατάσταση του προσευχομένου.
Ο θείος Χρυσόστομος την παραδίδει ολόκληρη λέγοντας: «Σάς παρακαλώ, αδελφοί, ποτέ να μην καταπατήσετε ή να καταφρονήσετε τον κανόνα της προσευχής· γιατί άκουσα κάποιους πατέρες να λένε κάποτε: “Ποιος είναι ο μοναχός, αν καταπατήσει ή καταφρονήσει τον κανόνα του;”.
Μάλλον οφείλει, είτε τρώει είτε πίνει είτε κάθεται είτε εκτελεί διακόνημα είτε περπατά είτε κάτι άλλο κάνει, να κράζει αδιάλειπτα το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”, ώστε η μνήμη αυτή του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ερεθίσει σε πόλεμο τον εχθρό.
Γιατί η ψυχή που βιάζει τον εαυτό της θα τα βρει όλα, είτε πονηρά είτε αγαθά, με τη μνήμη. Πρώτα θα δει μέσα στην καρδιά του το κακό, και τότε θα βρει τα αγαθά. Γιατί η μνήμη είναι που θα ξεσηκώσει τον δράκοντα και η μνήμη θα τον ταπεινώσει· η μνήμη θα ελέγξει την αμαρτία που κατοικεί μέσα μας (Ρωμ. 7, 17) και η μνήμη θα τον αφανίσει και θα κινήσει όλη τη δύναμη του εχθρού μέσα στην καρδιά· και η μνήμη θα τη νικήσει και θα την ξεριζώσει σιγά-σιγά.
Έτσι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κατεβαίνοντας στο βάθος της καρδιάς, θα ταπεινώσει τον δράκοντα που εξουσιάζει τα μέρη της καρδιάς και θα σώσει και θα ζωοποιήσει την ψυχή. Κράτησε λοιπόν αδιάλειπτα το όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπιεί η καρδιά τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά και να γίνουν τα δύο ένα. Το έργο όμως αυτό δεν είναι ζήτημα μιας ημέρας ή δύο, αλλά πολλού χρόνου και καιρού.
Γιατί χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος για να εξοριστεί ο εχθρός και να κατοικήσει μέσα ο Χριστός. Και πάλι λέει: «Πρέπει να ασφαλίζομε και να ηνιοχούμε και να χαλιναγωγούμε το νου και να αναχαιτίζομε κάθε λογισμό και κάθε ενέργεια του πονηρού με την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και όπου στέκεται το σώμα, εκεί να είναι και ο νους, για να μη βρίσκεται τίποτε μεταξύ του Θεού και της καρδιάς σαν μεσότοιχος ή φραγμός που να σκοτίζει την καρδιά και να χωρίζει το νου από το Θεό.
Κι αν καμιά φορά αρπάξει κάτι το νου, δεν πρέπει αυτός να χρονοτριβεί στους λογισμούς, για να μη του καταλογιστεί η συγκατάθεση στους λογισμούς σαν πράξη την ημέρα της κρίσεως ενώπιον του Κυρίου όταν θα κρίνει ο Θεός τα μυστικά των ανθρώπων(Ρωμ. 2, 16). Απαλλαγείτε λοιπόν για πάντα από τους περισπασμούς και μείνετε κοντά στον Κύριο το Θεό μας μέχρις ότου μας σπλαχνιστεί (Ψαλμ. 122, 2)· και μη ζητάτε τίποτε άλλο παρά μόνο το έλεος από τον ένδοξο Κύριο.
Ζητώντας όμως το έλεος, να το ζητάτε με ταπεινή και αξιολύπητη καρδιά· και φωνάζετε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι αν είναι δυνατό και όλη τη νύχτα, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Και βιάσετε το νου σας σ’ αυτό το έργο μέχρι θανάτου. Γιατί αυτό το έργο χρειάζεται μεγάλη βία, επειδή είναι στενή η πύλη και όλο δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή(Ματθ. 7, 14) και μπαίνουν σ’ αυτή όσοι βιάζουν τον εαυτό τους, αφού “η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται απ’ όσους βιάζουν τον εαυτό τους”(Ματθ. 11, 12).
Σας παρακαλώ, λοιπόν, μη χωρίζετε τις καρδιές σας από το Θεό, αλλά να μένετε κοντά Του και να τις φυλάγετε μαζί με τη μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πάντοτε, έως ότου φυτευτεί το όνομα του Κυρίου μέσα στην καρδιά σας κι αυτή πια να μη σκέφτεται τίποτε άλλο, για να δοξαστεί ο Χριστός μέσα σας.
Πριν από το Χρυσόστομο βέβαια, ο μέγας Παύλος αναφέρει το τμήμα «Κύριε Ιησού», γράφοντας: «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου Κύριο τον Ιησού και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθείς. Γιατί όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα του οδηγείται στη σωτηρία»(Ρωμ. 10, 9-10). Και πάλι: «Κανείς δεν μπορεί να πει “Κύριε Ιησού” παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3).
Προσθέτει το “με Άγιο Πνεύμα” εννοώντας “όταν η καρδιά δεχτεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος” με την οποία και προσεύχεται. Τούτο είναι γνώρισμα εκείνων που πρόκοψαν και αξιώθηκαν να δεχτούν με αίσθηση το Χριστό να κατοικεί μέσα τους. Σύμφωνα με αυτά λέει και ο άγιος Διάδοχος: «Απαιτεί οπωσδήποτε από εμάς ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, να του αναθέσομε κάποιο έργο που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε για πλήρη εργασία το “Κύριε Ιησού”. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει “Κύριε Ιησού” παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, για να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα αυτό το ένδοξο και πολυπόθητο όνομα στο βάθος της καρδιάς τους, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν το όνομα αυτό κρατείται από τη διάνοια με πολλή φροντίδα, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· κι αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Εβρ. 12, 29).
Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί τη ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίζει μέσα μας το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου, μας φέρνει τη συνήθεια με τη θέρμη της καρδιάς να αγαπούμε την αγαθότητά Του, αφού δεν υπάρχει πλέον κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί ν’ αποκτήσει κανείς αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και να έχει ανέκφραστη χαρά που το βρήκε».
Ο άγιος Ησύχιος πάλι, συνιστώντας το “Χριστέ Ιησού”, γράφει: «Η ψυχή που θα πετάξει ψηλά στον αέρα διά του θανάτου, στις πύλες του ουρανού, έχοντας μαζί της ως υπερασπιστή τον Ιησού, ούτε εκεί θα ντραπεί τους εχθρούς της, αλλά με παρρησία, όπως τώρα, θα μιλήσει μπροστά στις ουράνιες πύλες προς αυτούς· μόνο να μην αποκάμει μέχρι την ώρα του θανάτου να φωνάζει προς τον Χριστόν Ιησού μέρα και νύχτα.
Και Αυτός θα της αποδώσει γρήγορα το δίκαιό της, σύμφωνα με την αληθινή και θεία υπόσχεση που έδωσε μιλώντας για τον άδικο δικαστή (Λουκ. 18, 1-8). Σας βεβαιώνω, θα της αποδώσει το δίκαιό της και στην παρούσα ζωή και μετά την έξοδό της από το σώμα». Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει μόνο το “Ιησού”, λέγοντας: «Με το όνομα του Ιησού μαστίγωνε τους εχθρούς· γιατί δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη» —και δεν προσθέτει καμιά άλλη λέξη. Και πάλι λέει: «Ας προσκολληθεί η αναπνοή σου στη μνήμη του Ιησού και τότε θα αντιληφθείς την ωφέλεια της ησυχίας».
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τ. Ε΄. Εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, σ. 73-75
πηγή

Κυριακή των Μυροφόρων

 Κυριακή των Μυροφόρων



Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν το Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου.
Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι' έλαβαν από το Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από το σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα
, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι' έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου.
Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε τη Θεομήτορα. Δεν παρευρισκόταν μόνο αυτές, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες όπως αναφέρει και ο Λουκάς.
Με πληρ. από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή
Επιμέλεια: Κυριάκος Διαμαντόπουλος

Σάββατο, Μαΐου 03, 2014

Μ’ όποιον δάσκαλο (του Γένους) καθίσεις…

Από τον Χ.Ε. ΜΑΡΑΒΕΛΙΑ


«Θα έρθη καιρός που θα διευθύνουν τον κόσμο τα άλαλα και τα μπάλαλα.»

(Κοσμάς, Προφητείαι)
Από ένα πρόσφατο άρθρο[1] του Κωνσταντίνου Χολέβα του Ιωάννου πληροφορηθήκαμε ότι φέτος συμπληρώνονται 300 χρόνια από τη γέννηση του αγίου, μάρτυρος, εθναποστόλου, ισαποστόλου και ισαγγέλου Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779). Επίσης ότι στη μνήμη του η Ιερά, όπως αυτοαποκαλείται, Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αφιέρωσε το επίσημο ημερολόγιό της.
ARB_51_maravelias
Ο αρθρογράφος, μέλος του «Δικτύου 21», μιας «επιτροπής εθνικών θεμάτων» του «αρχιεπισκόπου-κεραυνού» Χριστόδουλου[2], του οποίου συμμαχητής υπήρξε, συνεργάτης εκκλησιαστικών ραδιοσταθμών κ.τ.τ., μας προτρέπει να διαβάσουμε ξανά, εμείς και οι πολιτικοί μας, «τις πάντα επίκαιρες διδαχές του και να εξαγάγουμε ωφέλιμες συμβουλές (έτσι) για την παιδεία, την κοινωνία, ακόμη και για την πολιτική». Το άρθρο δοξάζει ότι το κήρυγμα του Κοσμά «προετοίμασε το 1821», «εμπόδισε τους εξισλαμισμούς», «συνιστούσε στους Έλληνες να μη χρησιμοποιούν ξενόφερτες διαλέκτους», ότι η Εκκλησία (ποια απ’ όλες;) αποτελεί «ένα από τα θεμέλια της εθνικής μας ταυτότητας», ότι ο άγιος «καλλιέργησε τον χριστιανικό αντιρατσισμό», και άλλα πληναφή.
Τέτοιαν αφορμή λαβόντες επανεγκύψαμε στον Κοσμά. Τα δικά μας συμπεράσματα είναι πως τον άγιο χαρακτηρίζουν κάποιες αλλόκοτες προφητείες, ο φανατικός θρησκευτικός και άλλος αντιδυτικισμός, ο έξαλλος αντιεβραϊσμός, η συνειδητή προπαγάνδιση της υποταγής στους Τούρκους και τον σουλτάνο, η μέριμνα για την ίδρυση σχολείων ως προθαλάμων του μοναστηριού. Όσο για τη θεολογία του, αυτή συνίσταται στην διασπορά ή/και διέγερση μεσαιωνικών φόβων, προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών, με βάση Γραφικές ιστοριούλες. Τεκμήρια για όλα αυτά υπάρχουν. Ο Κοσμάς, που μέχρι και για «διαφωτιστή» μάς τον παρουσιάζουν ενίοτε, θεωρείται από την κρατική θρησκειοπαιδεία «διδάσκαλος του Γένους». Ας δούμε λοιπόν μερικά ζητήματα που καλό θα είναι να έχουμε υπόψη μας, αν δεν θέλουμε να αναπαράγουμε άκριτα διαδεδομένους μύθους. Εξομολογούμαι πάντως πως πριν ασχοληθώ με τον (από το έτος 1961) αγιοποιημένο μοναχό, είχα μιαν αόριστα καλή γνώμη για την περίπτωσή του· όπως και οι περισσότεροι, υποθέτω.
[……………………………]
Κατά Εβραίων
Ο αντισημιτισμός είναι η λυδία λίθος κάθε γνήσιου ρατσιστή. Άσχετα αν οι ρατσιστές κατά κανόνα ανήκουν στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας. Αν είσαι ρατσιστής και δεν μισείς τους Εβραίους εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου (όσης διαθέτεις, τελοσπάντων) ένας χλιαρός ρατσιστής είσαι. Οι Εβραίοι της δυτικής Ευρώπης που αναγκάζονταν να καταφεύγουν στη θρησκευτικά ανεκτική Οθωμανική Αυτοκρατορία για να γλιτώσουν από τις σφαγές των χριστιανών, μπορεί να βρήκαν προστασία υπό τους Οθωμανούς, αναπάντεχα όμως δεινοπαθούσαν από τους χριστιανούς ραγιάδες. Ήταν μια παραδοσιακή συνήθεια κάθε Μεγάλη Εβδομάδα οι χριστιανοί να πετροβολούν ομαδικά τα σπίτια των Εβραίων. Εκείνες τις μέρες οι Εβραίοι τράβαγαν «των παθών τους». Ακόμη και σήμερα, στο Πάσχα των Ελλήνων και Πάσχα της αγάπης, οι ορθόδοξοι καίνε εν ψαλμοίς ομοιώματα του «Εβραίου» ή του «Ιούδα», σε έναν τρισβάρβαρο συμβολισμό. Ίσως νομίζουν ότι το «άφες αυτοίς» αφορούσε μόνο τους Ρωμαίους − που σταύρωσαν τον Ιησού. Η συκοφαντία του αίματος αποτελούσε επίσης μια αβυσσαλέα έκφανση της χριστιανικής λαϊκής ψυχής.
Ο Κοσμάς, ως γνήσιος λαϊκορθόδοξος, μισούσε τους Εβραίους. Ας δούμε τι δίδασκε εξαγριώνοντας το χριστεπώνυμο ποίμνιο:
«Και τώρα, μην ημπορώντας οι Εβραίοι να τον ματασταυρώσουν τον Χριστόν μας, κάθε Μεγάλη Παρασκευή τον κάνουν από κερί και τον σταυρώνουν και ύστερα τον καίουν ή παίρνουν ένα αρνί και το κτυπούν με τα μαχαίρια και το σταυρώνουν αντίς διά τον Χριστόν. Ακούετε κακία των Εβραίων και του Διαβόλου; Καθώς γεννηθή το οβριόπουλο, αντίς να το μαθαίνουν να προσκυνάη τον Θεόν οι Εβραίοι, παρακινούμενοι από τον Διάβολον, ευθύς όπου γεννηθή, το μαθαίνουν να βλασφημάη, να παραδίνη και να αναθεματίζη τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας και εξοδιάζουν πενήντα-εκατό πουγγιά να εύρουν κανένα χριστιανόπουλο, να το σφάξουν και να πάρουν το αίμα του και μετ’ εκείνο να κοινωνούν. (…) Εσύ τον εύχεσαι και τον χαιρετάς [τον Εβραίο] και εκείνος σε καταράται (…) Τήραξε εις το πρόσωπον ένα Εβραίον όταν γελά να ιδής: τα δόντια του ασπρίζουνε[3], το πρόσωπόν του είναι ωσάν πανί αφωρισμένο, διατί έχει την κατάρα από τον Θεόν (…) έχει τον Διάβολον μέσα του (…)». 
«Σφάζει ο Εβραίος ένα πρόβατον και τα μισά τα εμπροστινά ποδάρια τα κρατεί διά λόγου του και τα πισινά τα μουντζώνει και τα κάνει κουρμπάνι [= τελετουργική θυσία ζώου και συμπόσιο] εις τον Διάβολον και εκείνα τα πουλεί εις τους χριστιανούς διά να τους μαγαρίζη. Θέλει να σε φιλεύση ο Εβραίος κρασί ή ρακί; Αδύνατον είναι να σου το δώση ανίσως και δεν το μαγαρίση πρώτον. Αν δεν προφθάση να το κατουρήση, θε να πτύση μέσα». 
«Όταν αποθαίνη κανένας Εβραίος, τον βάζουν μέσα εις ένα σκαφίδιον μεγάλο και τον πλένουν με ρακί και του βγάνουν όλην την βρώμα και εκείνην την ρακήν την φτιάνουν με μυριστικά και τότε το πουλούνε εις τους χριστιανούς φθηνότερη διά να τους μαγαρίζουν. Οψάρια πουλούνε εις την πόλιν οι Εβραίοι και ανοίγουν το στόμα του οψαρίου και κατουρούνε μέσα και τότε το πουλούνε εις τους χριστιανούς (…) Εκείνος οπού συναναστρέφεται με τους Εβραίους, αγοράζει και πουλεί, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέγει πως καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν όλους τους Προφήτας, διδασκάλους και όλους τους καλούς (…) Καλά έκαμαν και κάνουν (…) και μας μαγαρίζουν και πίνουν το αίμα μας…»[4].
Τι οραματιζόταν το υπόδειγμα αγίου για τους Εβραίους; «Βάνει ο Θεός τον βασιλέα μέσα εις την Ιερουσαλήμ και θανατώνει χίλιες εκατόν είκοσι χιλιάδες Εβραίους, και τόσον, οπού έγινε το αίμα ωσάν θάλασσα. Τριάντα φλωρία επώλησαν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας, τριάντα εις το φλωρί επώλησεν ο Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Εβραίους»[5].
Ο Π.Β. Πάσχος θεωρεί περικοπές σαν τις παραπάνω «δικαιολογημένα σκληρές». Αλλού ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι «ο άγιος Κοσμάς ήξερε να θεολογεί», χρησιμοποιώντας «ζεστές ανθρώπινες εκφράσεις, με μιαν απλότητα συγκλονιστική»[6]. Ζεστές ανθρώπινες εκφράσεις! Ο Χ. Γιανναράς με τη σειρά του εξαίρει την «οξύνοια και τον ρεαλισμό των πρακτικών του παραινέσεων». Όσο για το ήθος του λόγου του, αυτό ξεπερνάει κάθε αξιολόγηση αφού είναι «η ψηλαφητή έκφραση της προσωπικής αγιότητας»[7].
Μετά από αυτό το παραλήρημα, ο άγιος καταλήγει: «Τούτα διατί σας τα είπα χριστιανοί μου; Όχι διά να φονεύετε τους Εβραίους και να τους κατατρέχετε, αλλά να τους κλαίετε, πως άφησαν τον Θεόν και επήγαν με τον Διάβολον. Σας τα είπα να μετανοήσωμεν εμείς τώρα όπου έχομεν καιρόν, διά να μη τύχη και μας οργισθή ο Θεός και μας αφήση από το χέρι του και το πάθωμεν και εμείς ωσάν τους Εβραίους και χειρότερα»[8]. Από ποιους όμως έπαθαν οι Εβραίοι; Είναι βέβαια παρήγορο το ότι δεν υποδείκνυε εξόντωση των Εβραίων, αλλά νομίζω κανείς δεν θα ήθελε να βρεθεί στη θέση του δύστυχου Εβραίου που θα έπεφτε πάνω σε ομάδες χριστιανών «ντοπέ» αμέσως μετά από ένα τέτοιο κήρυγμα.
Ο κολλυβάς Νικόδημος ο Αγιορείτης, πρώτος βιογράφος του Κοσμά, αναφέρει ότι «ο αποστολικός ούτος διδάσκαλος, ποτέ δεν άνοιξε στόμα να ειπή λόγον εναντίον των Εβραίων». Προφανώς τα παραπάνω διδακτικά αποσπάσματα εκλαμβάνονται ως αγαπητικοί λόγοι. Ωστόσο ο Κοσμάς, με τον «ρεαλισμό των πρακτικών του παραινέσεων» κατέστρεψε και οικονομικά τους Εβραίους, αφού πάσχιζε ώστε το παζάρι να μεταφερθεί από την Κυριακή στο Σάββατο. Έτσι που οι Εβραίοι να μη συμμετέχουν σ’ αυτό. «Οι Εβραίοι δεν κατακαίονται άλλην ημέραν τόσον ωσάν την Κυριακήν», έλεγε.
[……………………………]
Τo πλήρες κείμενο μόνο στην έντυπη έκδοση της Athens Review of Books

[1] «Άγιος Κοσμάς: Διαχρονικές διδαχές και “μηνύματα”», εφημ. Δημοκρατία, 8.4.2104 (διαθέσιμο στο http://goo.gl/Nrpj3g).
[2] Βλ. Μανώλης Βασιλάκης, Η μάστιγα του θεού, Γνώσεις, Αθήνα 2006, σ. 319, 637-639, πληροφορίες που αντιγράφουν σιωπηρά πρόσφατα δημοσιεύματα με αφορμή το ακροδεξιό στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού.
[3] Όπου τα άσπρα δόντια είναι μειονέκτημα. Προφανώς τα κίτρινα είναι το χριστιανικό ιδεώδες.
[4] Μενούνος, ό.π., σ. 156-158.
[5] Σαρδελής, ό.π., σ. 82.
[6] Π.Β. Πάσχος, Κοσμάς ο Αιτωλός, Ακρίτας, Αθήνα 41997, σ. 48, 29.
[7] Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, σ. 173 επ.
[8] Καντιώτης, ό.π., σ. 197-200· Μενούνος, ό.π., σ. 158.

ΣΧΟΛΙΟ: Δυστυχώς οι Ελληνες είναι πλέον τόσο κατακερματισμένοι πού δέν τούς χωράει ούτε ο τόπος, ούτε ο χρόνος. Δέν έχουμε πλέον κοινό ούτε τόν τόπο, ούτε τόν χρόνο. Κάθε απόσπασμα ζεί ακόμη καί στήν δική του ιστορική εποχή. Δέν έχουμε κοινή γλώσσα, ούτε κοινά a'priori γιά τήν νοηματοδότηση τών πραγμάτων. Καί ποιός είναι ο τελευταίος κρίκος πού μάς κρατά ενωμένους; Η άγνοια καί η άρνηση. Διότι μπορούμε νά αρνηθούμε μόνο αυτό πού αγνοούμε. Καί αρνούμαστε ο ένας τήν ύπαρξη τού άλλου, προσπαθώντας νά υποχρεώσουμε τόν αντίπαλό μας νά βάλλει νερό στό κρασί του. Νά γίνει μινιμαλιστής στά πιστεύω του καί νά επιστρέψει στόν αγώνα τής επιβιώσεως, όπου θά ικανοποιείται ακόμη καί άν τρώει βελανίδια. Χωρίς καμμία ελπίδα επιστροφής. Καί συνεχίζουμε τυφλοί τήν κενή μας ύπαρξη κάνοντας επίδειξη άγνοιας ο ένας στόν άλλον. Μέχρι τήν άβυσσο πού βρίσκεται ήδη μπροστά μας.
Δέν επιτρέπεται νά υπερασπιστούμε τήν πίστη μας καί τόν Αγιό μας σ'αυτό τό πλάσμα, διότι είναι μεγάλη αμαρτία νά ρίξουμε τούς πολύτιμους μαργαρίτες στά σκυλιά. 
Αμέθυστος

Κυριακή των Μυροφόρων – Γιατί στὶς μυροφόρες τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη» ;+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Γιατί στὶς μυροφόρες τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη» ;
Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
«Ὁ δέ λέγει αὐταῖς- Μή ἐκθαμβεῖσθε- Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἐστίν ὧδε...» (Μάρκ. 16, 6)
Ἐξακολουθοῦμε, ἀγαπητοί μου, νά ἑορτάζουμε τό μέγα, τό κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι ὕμνοι ποῦ ψάλλονται τήν περίοδο αὐτή ὡς θέμα ἔχουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα καί αὐτή ἡ θεία λειτουργία, ποὺ γίνεται τίς Κυριακές αὐτές τοῦ Πεντηκοσταρίου, διαφέρει ἀπό τή θεία λειτουργία τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους• διότι ἀμέσως μετά τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...» δέν λέμε ἀμέσως τά εἰρηνικά, δέν λέμε τίς αἰτήσεις «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν...», ἄλλα ὁ ἱερεύς θυμιάζει τήν ἁγία τράπεζα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές καθώς καί ὅλο τό ναό καί ψάλλει μαζί μέ τούς ψάλτες κατ' ἐπανάληψιν, δέκα φορές, τό «Χριστός ἀνέστη».
Τό «Χριστός ἀνέστη» ἀκούγεται ὅλες τίς Κυριακές ἀλλὰ καί ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τό «Χριστός ἀνέστη» εἶναι, ἀδελφοί μου ὁ γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός ποὺ μεταφέρει ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενεά σέ γενεά τό μέγα μήνυμα, τήν πιό χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ὁ Κύριος νίκησε τό θάνατο. Χιλιάδες φορές - ἀμέτρητες ἀκούστηκε, καί ἀκούγεται, καί θά ἐξακολούθηση ν' ἀκούγεται τό «Χριστός ἀνέστη». Ἄλλα πότε ἐλέχθη γιά πρώτη φορά; ποιά αὐτιά τό πρωτοάκουσαν; ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε γιά πρώτη φορά τό «Χριστός ἀνέστη»;
Ὅπως τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί καί πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί φτωχοί βοσκοί ποὺ ἔβοσκαν τά ποίμνια τους στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς σύντριψε τίς πύλες τοῦ ἅδου, δέν τό ἄκουσαν πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καί ἀξιωματοῦχοι, δέν τό ἄκουσαν οἱ ἰσχυροί ἄνδρες, δέν τό ἄκουσαν οὔτε καί αὐτοί οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ• τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες• καί πρός τιμήν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή ἀπό τό Πάσχα.
Ἀλλὰ γιατί τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ μυροφόρες; Γιατί ἡ πρώτη ἐμφάνισης τοῦ ἀναστάντος Κυρίου νά γίνει σ' αὐτές; Μήπως ὁ Χριστός στήν περίπτωση αὐτή ἐνήργησε μεροληπτικῶς;
Μεροληπτικῶς σέ καμία στιγμή τῆς ζωῆς του δέν συμπεριφέρθηκε ὁ Κύριος. Ἦταν δίκαιος• καί συνεπῶς, ἐάν τώρα ὄχι οἱ ἄντρες, ὄχι οἱ ἀπόστολοι, ὄχι ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, ἀλλά οἱ γυναῖκες ἄκουσαν τό χαρμόσυνο μήνυμα, ὑπάρχει λόγος• λόγος ὄχι κάποιας ἰδιαιτέρας συμπαθείας, ἀλλά λόγος δικαιοσύνης. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του καί ἀμείβει τό καθένα χωρίς νά μεροληπτεῖ εἰς βάρος ἄλλου. Ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες τό «Χριστός ἀνέστη», διότι τούς ἄξιζε πράγματι νά τό ἀκούσουν. καί τούς ἄξιζε, διότι αὐτές ἔδειξαν ἀρετές ποὺ δέν ἔδειξαν οὔτε οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου. Ποιές ἀρετές ἔδειξαν;
Ἀπό τήν πρώτη μέρα ποὺ γνώρισαν τόν Κύριο στή Γαλιλαία, ἔγιναν πιστές μαθήτριές του, τόν ἀκολουθοῦσαν καί δαπανοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους γιά τή συντήρηση ἐκείνου καθώς καί τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν του• «ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ» (Μάρκ. 15,41) καί «διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,3). καί μόνο τότε;
Τήν ὥρα τῆς θυσίας του, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν Κύριο, ἐνῶ ὁ μέν Ἰούδας τόν πρόδωσε γιά τριάκοντα ἀργύρια, ἐνῶ ὁ Πέτρος τόν ἀρνήθηκε ἐμπρός σέ μία ὑπηρέτρια καί μάλιστα μέ ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθηταί πλήν τοῦ Ἰωάννου «πάντες ἀφέντες αὐτόν ἔφυγαν» (Ματθ. 26,56), ἐνῶ ὅλοι ὅσους εἶχε εὐεργετήσει καθ' ὅλο τό διάστημα τῆς δημοσίας δράσεώς του πῆγαν καί ἑνώθηκαν μαζί μέ τούς ἐχθρούς καί φώναζαν «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15), μέσα στή γενική αὐτή ἐγκατάλειψη οἱ μυροφόρες ἔμειναν πιστές καί ἀφοσιωμένες στόν Κύριο. Ἔμειναν κοντά στόν Διδάσκαλο, ζώντας τό δράμα ἀπό ἀπόσταση τόση ὅση τούς ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες. οὔτε ἕνα λεπτό δέν ἀποχωρίσθηκαν ἀπό αὐτόν.
«Ἦσαν δέ ἐκεῖ καί γυναῖκες πολλαί ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπό τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ• ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ, καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «καί Σαλώμη, αἵ...καί διηκόνουν αὐτῷ, καί ἄλλαι πολλαί αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρῆκαν τό ψυχικό σθένος νά μείνουν ἐκεῖ, στό Γολγοθᾶ.
Εἶδαν τό φρικτό θέαμα. Ἄκουσαν ὅλους τοὺς λόγους, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός ἐπάνω στό σταυρό, ἄκουσαν καί τό «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30).
Ἀλλὰ καί μετά τό θάνατό του δέν ἀναχώρησαν. Ἔμειναν θρηνώντας κοντά στό σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, αὐτές ἔτρεξαν, τούς βοήθησαν, τούς συνόδευσαν στό μνημεῖο, καί δεν ἔφυγαν ἀπό 'κεῖ παρά μόνο ὅταν ὁ ἥλιος τῆς δραματικωτέρας αὐτῆς ἡμέρας ἔριξε πάνω στή γῆ τίς τελευταῖες του ἀκτῖνες.
Τήν ἀγάπη τους ὅμως, τήν ἀνδρεία τους, τή μεγάλη ψυχή τους τήν ἔδειξαν κατ' ἐξοχήν τη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ἐνῶ ἤξεραν ὅτι τό μνῆμα εἶναι σφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καί βαρύς φράζει τήν εἴσοδό του, ὅτι ἔνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τόν τάφο κ' ἔχουν ἐντολή νά χτυπήσουν καθένα ποὺ θά τολμοῦσε νά πλησίαση ἐκεῖ, ἐν τούτοις οἱ μυροφόρες γυναῖκες «λίαν πρωί» (Μάρκ. 16,2), «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πρίν ἀκόμη ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦν νά ἔρθουν στό μνῆμα φέρνοντας μαζί τους ἀρώματα, τά ὁποῖα εἶχαν ἑτοιμάσει, γιά νά μυρώσουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κανένας φόβος καί καμιά δυσκολία δέν στάθηκαν ἱκανά νά τίς ἐμποδίσουν. Τό μόνο ποὺ τίς ἀπασχολοῦσε ἦταν, πῶς θ' ἀποκυλίσουν τόν τεράστιο καί ἀσήκωτο ἐκεῖνο λίθο ἀπό τό ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.
Μία τέτοια ἀγάπη, μία τέτοια ἀφοσίωση, μία τέτοια ἀνδρεία ἦταν δυνατόν νά μή δεῖ, νά μήν ἐκτιμήσει, νά μή βραβεύσει ὁ Κύριος; Ἀμοιβή λοιπόν τῆς ἀγάπης τους ἦταν τό ὅτι πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τή μεγάλη εἴδηση, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τό «Χριστός ἀνέστη», ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Καί ἐν συνεχείᾳ, ὅτι πρῶτες αὐτές βλέπουν τόν ἀναστάντα Κύριο καί παίρνουν ἐντολή, νά μεταδώσουν τό μήνυμα αὐτό στούς μαθητὰς καί στίς ἄλλες μαθήτριες.
Κ' ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἑορτάζουμε τή μνήμη τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, ἄντρες καί γυναῖκες ἄς μιμηθοῦμε τῶν μυροφόρων τίς ἀρετές, ἰδίως τήν ἀγάπη ποὺ εἶχαν στόν Κύριο.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καί μέχρι σήμερα οἱ γυναῖκες ἀγαποῦν τό Θεό περισσότερο ἀπό τούς ἄντρες. Αὐτές ἐκκλησιάζονται περισσότερο. Αὐτές ἔρχονται στούς ναούς «ὄρθρου βαθέος». Αὐτές μελετοῦν τό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Αὐτές τρέχουν στό κήρυγμα, ὅπου ἀκούγεται λόγος Θεοῦ. Αὐτές εἶναι προθυμότερες στήν ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης. Αὐτές... Ὦ, πόσα δέν ὀφείλει ἤ Ἐκκλησία στίς γυναῖκες τίς θερμές!
Σήμερα ὅμως, στούς χρόνους αὐτούς τῆς ἀπιστίας καί τῆς διαφθορᾶς, καί οἱ γυναῖκες ἀρχίζουν νά κλονίζονται, νά χάνουν τό ἄρωμα τῆς πίστεως καί τῆς εὐσεβείας. Οἱ πειρασμοί εἶναι μεγάλοι. Τά κακά παραδείγματα, τά θέατρα, οἱ κινηματογράφοι, τά αἰσχρά περιοδικά, ἡ μόδα, ὅλα μαζί σπρώχνουν τή γυναίκα νά λησμονήσει τόν προορισμό της, τήν ἀποστολή της, νά προδώσει τήν πίστη καί τήν ἠθική.
Ἄλλ' ὄχι! Οἱ γυναῖκες, ὅσες τουλάχιστον κατοικοῦν στή γωνία αὐτή τῆς γῆς, ἄς μή παρασύρονται ἀπό τά ἀπατηλά συνθήματα, ἄς μή θαμπώνονται ἀπό φανταχτερές εἰκόνες καί ἄλλα εἴδωλα, ἄς κλείσουν τά αὐτιά στίς εἰσηγήσεις τοῦ ὄφεως. Ἄς μή μιμηθοῦν τήν Εὔα, ποὺ ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ ἑωσφόρου καί ἀπολεσθεῖ• ἄς μιμηθοῦν τίς μυροφόρες, τίς ἅγιες ποὺ ἀγάπησαν τόν Κύριον. Νά εἶσθε δέ βέβαιοι, ὅτι τότε θά ἔχουν καί στήν παροῦσα ζωή τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί θ' ἀξιωθοῦν καί αὐτές ὡς μυροφόρες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ζωοδόχου Πηγῆς Δάφνης - Ἀθηνῶν τὴν 5-5-1957.

Οι καρποί της καρδιακής προσευχής (1ο Μέρος)

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΡΠΩΝ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
«Όλες οι αρετές βοηθούν τον νού να απόκτηση την θεία αγάπη, αλλά περισσότερο από όλα η καθαρά προσευχή. Διότι με αυτήν πετώντας στον Θεό, εξερχόμεθα από όλα τα αισθητά του κόσμου πράγματα». (Από τα κεφάλαια περί Αγάπης, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού).
Αδελφοί και Πατέρες,
Κάποιος από τους Αγίους Πατέρες μας συμβουλεύει τα εξής: «Σιώπησε εσύ και θα μιλήσουν τα έργα σου». Εγώ όμως ο τεμπέλης και αμαρτωλός τολμώ από την αναισθησία μου και κάνω το τελείως αντίθετο· και αρχίζω να μιλώ προς εσάς τους αγίους αδελφούς μου και πατέρας για εκείνα στα οποία ποτέ δεν ειδικεύθηκα με τα έργα και την ζωή μου. Αλλά πάλι μου φαίνεται ότι δεν είναι καλό να σιωπώ και να μή φανερώνω τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων περί της σωτηρίας της ψυχής, επειδή είμαι φίλαυτος και άεργος σ’ αυτά τα πνευματικά έργα. Διότι, κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, αυτά τα ωφέλιμα για την ψυχή έργα πολλοί φιλόπονοι και βιαστές επιδιώκουν να τα αποκτήσουν με κάθε τρόπο, για να αρπάξουν την Βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. 11, 12).
kard2
Και βέβαια όχι με λόγια κενά σαν τα δικά μου, αλλά με ιδρώτες και ημερονυκτίους κόπους αγωνίζονται αυτοί οι πιστοί για την εφαρμογή των εντολών του Θεού. Γι’ αυτό, αφού κλείσω τα μάτια μου και παραβλέψω τις αδυναμίες και την οκνηρία μου για τις αρετές, ας αρχίσω λέγοντας τα παρακάτω:
Κατά τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων και των μεγάλων εργατών της προσευχής, ο πρώτος καρπός αυτής είναι η προσοχή και μετά η σεμνότης. Αυτοί οι δύο καρποί, αν και φαίνονται πολύ μικροί, όμως εκδηλώνονται πριν από τους άλλους στον αγωνιστή της ιεράς προσευχής. Αποκτούνται με την επίμονη εξάσκησι σε οποιοδήποτε είδος προσευχής, αλλά ιδιαίτερα και εμφανέστερα στην έξάσκησι της νοεράς μνήμης του Ιησού, το οποίον έργο είναι ανώτερο από την ανάγνωσι των ψαλμών, την ψαλμωδία και τις άλλες προφορικές προσευχές.
Ο τρίτος καρπός αυτής της νοερός προσευχής που γεννάται κατά σειράν με την βοήθεια των άλλων δύο καρπών, είναι η ταπείνωσις. Όλοι αυτοί οι καρποί, καθώς και η αληθινή προσευχή, είναι δώρα του Θεού. Ο τέταρτος καρπός είναι η συγκέντρωσις των σκέψεών μας. Ο πέμπτος είναι η ευλάβεια. Ο έκτος είναι ο φόβος του Θεού, ο έβδομος η μνήμη του θανάτου, ο όγδοος η ειρήνη των λογισμών, ο ένατος η θερμότης της καρδίας, ο δέκατος η συγκέντρωσις της προσοχής στην καρδιά, ο ενδέκατος καρπός είναι η συνεχής παρακολούθησις στα σφάλματα και τις αμαρτίες μας, από την μνήμη των οποίων αυξάνεται μέσα μας η ταπείνωσις και μετατρέπεται σε πένθος. Ο δωδέκατος καρπός είναι η αίσθησις της παρουσίας του Θεού, του θανάτου, της μελλούσης κρίσεως και οι σκέψεις για τα βάσανα της κολάσεως.
Ο δέκατος τρίτος καρπός είναι η απομάκρυνσις και το μίσος του νού μας για καθετί απολαυστικό αύτού του κόσμου και η παραμονή του στην καρδιά μας. Διότι με αυτή την συνήθεια της βυθίσεως και παραμονής του νού στην καρδιά μας, αυτή η ίδια η καρδιά αποκρούει και μισεί όλες τις αισθητές απολαύσεις και τα έργα των εμπαθών ανθρώπων. Αυτό το γεγονός το επιβεβαιώνει και ο άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής, όταν λέγη: «Αυτός που εισέρχεται πάντοτε στην καρδιά του, περιφρονεί όλες τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Και τούτο διότι επισκιάζεται από το Πνεύμα του Θεού και δεν μπορεί πλέον να αγαπά τις σωματικές απολαύσεις» (Από τα γνωστικά του κεφάλαια).
Επίσης απαλλάσσεται από την πλάνη των φαντασιών, από την εισβολή των κακών λογισμών και μισεί κάθε τι το φανταστικό και ψεύτικο. Έτσι λοιπόν, αφού κατέβη ο νους με εσωτερική ησυχία και χωρίς κακές σκέψεις στην καρδιά για να ενωθή με τον ενδιάθετο λόγο, αποβάλλει όλας τάς παραστάσεις και αμαρτωλές μορφές και φανταστικές εικόνες η καρδιά, όπου είναι η κατοικία τους, όπως το φίδι βγάζει το δέρμα του, όταν περάση μέσα από ένα στενό τόπο.
Ο άνθρωπος που θα συνηθίση να κρατά τον νού του στην καρδιά, θα επιθυμή πάντοτε να κλείνη την πόρτα του κελλιού του και να ησυχάζη· να κλείνη την πόρτα του στόματός του και να σιωπά, και την εσωτερική πόρτα του ενδιαθέτου λόγου της καρδιάς, για να εμποδίζη τους διαφόρους κακούς λογισμούς, με τους οποίους ο άνθρωπος γίνεται ακάθαρτος ενώπιον του Θεού που εξετάζει «νεφρούς και καρδίαν» (‘Αποκ. 2, 23). Γι’ αυτό μας συμβουλεύει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τα εξής: «Κλείσε την θύρα του κελλιού σου για το σώμα, την θύρα του στόματος σου για να μή συνομιλής με άλλους ανθρώπους και την εσωτερική θύρα για την απόκρουσι των κακών πνευμάτων».
Ο δέκατος τέταρτος καρπός που γεννάται από την εργασία της προσευχής του Ιησού συνίσταται στο ότι, όταν βυθίζεται ο νους στην καρδιά και βλέπει με τα νοερά μάτια την φοβερή μορφή της αμαρτίας, η οποία εκδηλώνεται με αηδιαστικές παραστάσεις που φέρνει μέσα του με την επιρροή των αισθήσεων και του κόσμου, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, τότε αρχίζει η καρδιά και αποκτά ταπείνωσι, πένθος και δάκρυα. Και πως να μην ταπεινωθή μια αμαρτωλή ψυχή, όταν βλέπη την άθλια καρδιά του να κυριεύεται από ένα βαθύ σκοτάδι που προήλθε από τις αμαρτίες της, τις οποίες έκανε με την σκέψι, τον λόγο και το έργο; Διότι, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, «αυτός που έχει λογισμούς κακίας, πως να ιδή τις αμαρτίες του;
Επειδή αυτός που καλύπτεται από διάφορες σκέψεις, σκεπάζει την θύρα της ψυχής. Και αυτό το σκοτάδι έχει την αρχή του στις πονηρές έννοιες και τα έργα». Πώς να μην κλαύση και να μην λυπηθή, όταν βλέπη ο χριστιανός το νοερό μέρος της ψυχής γεμάτο από λογισμούς αλαζονείας, από ασεβείς επιθυμίας, από σκέψεις βλασφημίας και διαβολικές προτροπές; Πως να μή θρηνήση μια πονεμένη ψυχή, όταν βλέπη το επιθυμητικό μέρος της ψυχής να είναι αιχμαλωτισμένο από θεομισήτους λογισμούς και την ψυχή κυριευμένη από πονηρές σκέψεις να καταφέρεται επαναστατικά κατά του πλησίον; Με ένα λόγο, πως να μην ταπεινωθή και χύση ματωμένα δάκρυα ή πως να μην κραυγάση προς τον Ιησού με ψυχική οδύνη, για να σωθή και να θεραπευθή, όταν βλέπη την καρδιά του δεμένη με τόσα αναρίθμητα πάθη, τυφλή από αναισθησία, σκληρή και τραυματισμένη από τόσες πληγές;
Κατόπιν, όταν ο άνθρωπος ιδή ότι μέσα του δεν είναι πλέον ναός του Θεού και του Πνεύματος Του, αλλά σπήλαιο ληστών και άβυσσος αμαρτίας και κατοικία δαιμόνων, τότε μπορεί με ταπείνωσι, πένθος και δάκρυα να ελεηθή από τον Θεό, να ελευθερωθή από τα πάθη και να λυτρωθή από τις εφόδους των πονηρών λογισμών με τη θεία συνεργεία.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...