Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2014

Αββάς Ιουστίνος Πόποβιτς - Σύντομη βιογραφία και Θεόσοφες διδαχές


Αββάς Ιουστίνος Πόποβιτς

Σύντομη βιογραφία και Θεόσοφες διδαχές
Ό όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος γεννήθη­κε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγ­γελισμού στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Ό πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων και ή μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Ευάγ­γελος. Ή οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδό­σεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλη­σία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φα­νερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς = Παπαδόπουλος. Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τούς γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πτσίνσκι όπου και είδε με τα μά­τια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά α­σθένεια.

Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγ­γελο ήταν ή τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερα του χρόνια μα και ή ασκητική βίωση του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε για τον μικρό Πόποβιτς η ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε ό ίδιος χαρακτηριστικά: «η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Ή Ορθοδοξία εί­ναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η ο­ποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικι­σμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Ή Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδα­γωγική, τους Βίους των Αγίων».

Από την φύση του φιλόσοφος και διψασμένος για την θεία μα και την ανθρώπινη γνώση, ό μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στα 1905 στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι όπου αξιώθη­κε να έχει ως δάσκαλο του τον φωτισμένο άγιο Νικό­λαο Βελιμίροβιτς. Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ό Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύ­τηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ' όδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολί­του Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πή­ρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.

Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μη­τροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμέ­νων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πε­τρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελί­ξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρό­νια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέ­μα «Ή θρησκεία και ή φιλοσοφία του Ντοστογιέβσκι». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκι του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Έτσι στα 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα μεταβαίνει στην Α­θήνα για να λαβή τελικά εκεί το διδακτορικό του δί­πλωμα στην Πατρολογία στα 1926 με θέμα «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική.

Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλη­σία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργά­νωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθο­δόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι όποιοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεο­συσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπεί­νωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.

Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοι­ραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυ­ση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιου­γκοσλαβία το 1945, ό πατήρ Ιουστίνος εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακί­στηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγ­μή όταν ό Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το  Άουσβιτς απήτησε την αποφυλάκιση του.

Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κά­ποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρη­σκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, ό πατήρ Ιουστίνος έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυ­ναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρι­σίμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγρά­δι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυ­νηρές συνθήκες ό πατήρ Ιουστίνος προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέ­ρων και των Συναξαριών.

Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α' Εβδομά­δα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έ­κανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα πού μνη­μόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα πού του έδι­ναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.
Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτι­κές αρχές, ή φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέ­ρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτο­νταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ήμερα της γεννήσεως του.

Ό πατήρ Ιουστίνος, αφού εντρύφησε εμπειρικά στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, καρποφόρησε αυτή του την μελέτη και στα δικά του συγγράμματα ό­που εύκολα διαφαίνεται το θεολογικό βάθος μα και το συγγραφικό του τάλαντο. Δύο είναι τα κεντρικά χαρα­κτηριστικά τού όλου συγγραφικού του μόχθου, τα ό­ποια συναντώνται σε όλα του τα έργα, από το πιο σύ­ντομο μέχρι και το πιο εκτενές, και από το πιο βαθύ μέχρι και το πιο εκλαϊκευμένο. Το πρώτο είναι ή αγά­πη του για το πρόσωπο του «Θεανθρώπου Χριστού». Ίσως αυτή να είναι ή πιο συχνή έκφραση μέσα στο έργο του. Γύρω από τον Θεάνθρωπο στρέφονται τα πάντα, από Αυτόν πηγάζουν όλα και σε Αυτόν απολή­γουν, ενδοχρονικά μα και εσχατολογικά. Το δεύτερο εξίσου σπουδαίο είναι ή μέριμνα του στο να μην απο­κλίνει από την αλάνθαστη γραμμή των θεοφόρων Πα­τέρων της Ορθοδόξου Ανατολής. Ό υπερπλήρης αγάπης πατήρ Ιουστίνος είναι συνάμα και διαχρονικά ό ανυποχώρητος εις τα της πίστεως και ζηλωτής της εκκλησιαστικής τάξεως θεολόγος.

Ήδη την περίοδο 1932-35 συνέγραψε το δίτομο έργο «Ορθόδοξος φιλοσοφία της Αληθείας», την γνωστή Δογματική του, το όποιο τού χάρισε την έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπι­στημίου τού Βελιγραδίου. Τον τρίτο τόμο εξέδωσε λί­γο πριν από την κοίμηση του, το 1978. Από πολλούς συγχρόνους ερευνητές θεωρείται ως ή πληρέστερη ορθόδοξη Δογματική και έχει ήδη μεταφραστεί στην γαλλική ενώ μεταφράζεται στην αγγλική και στην ελ­ληνική.

Άλλο μνημειώδες έργο του είναι οι Βίοι των Α­γίων σε 12 τόμους και ή Ερμηνεία της Καινής Διαθή­κης σε 7 τόμους. Ή μονή του Τσέλιε έχει ήδη ξεκινή­σει την έκδοση των απάντων του τα όποια υπολογίζο­νται σε σαράντα τόμους από τούς οποίους έχουν κυ­κλοφορήσει περί τούς τριάντα. Με αφορμή την συμ­πλήρωση τριακονταετίας από την εις Κύριον εκδημία του, μεταφέρουμε στο παρόν πόνημα μία συνοπτικό­τατη εκλογή από το τεράστιο συγγραφικό του πλούτο ως ευκαιρία γνωριμίας των φιλαγίων αναγνωστών με μια μεγάλη μορφή ενός συγχρόνου ομολογητού και διδασκάλου της μαχόμενης Ορθοδοξίας.


Ή Ιερά Μονή του Τσέλιε

Ή Ιερά Μονή του Τσέλιε βρίσκεται σε απόσταση 6 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της πόλης του Βάλιεβο, στις όχθες του πόταμου Γράδατς. Το μοναστήρι είναι χτισμένο μέσα σε ένα ορεινό, γραφικό και καταπράσι­νο τοπίο, μέσα σε μία μικρή κοιλάδα στα όρια του χωρίου Λέλιτς το όποιο είναι και ή γενέτειρα τού με­γάλου συγχρόνου άγιου της Σερβικής Ορθοδόξου Εκ­κλησίας Νικολάου Βελιμίροβιτς. Ή γύρω περιοχή με τα πολλά βουνά και τις μικρές κοιλάδες κάνουν το μοναστήρι αθέατο και ό επισκέπτης πρέπει να μπει στη μικρή κοιλάδα για να το αντικρίσει.

Ή ακριβής χρονολογία κτίσεως της μονής δεν είναι γνωστή. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοι­χεία ή ίδρυση της μονής ανάγεται στους μεσαιωνι­κούς χρόνους, ενώ ιδιαίτερη παράδοση το θέλει ως κτίσμα του βασιλέως Δραγούτιν (1282-1316). Κατά την μακρά και σκοτεινή τουρκική σκλαβιά κάηκε, γκρεμίστηκε και ανακαινίστηκε αρκετές φορές. Οι προεστοί της μονής προσέφεραν πολλά στους αγώνες του σέρβικου έθνους κατά των κατακτητών και αλλο­θρήσκων. Κατά τον 19ο αι. ιδρύεται στη μονή Δημο­τικό Σχολείο, από τα πρώτα πού λειτούργησαν στην ελεύθερη Σερβία. Στο σχολείο αυτό έμαθε τα πρώτα του γράμματα και ό άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Στα 1837 ή μονή μετατράπηκε σε ενοριακό ναό και έ­τσι παρέμεινε ως το 1928 όταν με απόφαση της Σερβι­κής Ιεράς Συνόδου μετατράπηκε σε γυναικεία μονή.

Το καθολικό της μονής τιμά τη Σύναξη των Αρ­χαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πρόκειται για βασι­λική μετά τρούλου. Ό τρούλος είναι εννεάπλευρος προς τιμήν των εννέα αγγελικών ταγμάτων. Ή μονή βρίσκεται στη διοικητική δικαιοδοσία της μητροπό­λεως Σάμπατς και Βάλιεβο. Ό μεγαλύτερος θησαυρός πού ή μονή φυλάσσει και προσφέρει προς προσκύνη­ση, ευλογία και παρηγοριά των δεκάδων προσκυνη­τών είναι ο απέριττος τάφος του οσίου αββά Ιουστίνου Πόποβιτς ό όποιος εγκαταβίωσε στη μονή επί 28 συνεχόμενα έτη μέχρι της κοιμήσεως του το 1979.

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ


ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ Ποιός εἶναι ὁ ἅγιος;


Ποιός εἶναι ὁ ἅγιος;

Ἔχει ὀρθά τονιστεῖ ὅτι ἡ σχέση τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἑορτή τῶν ῾Αγίων Πάντων στήν ᾽Εκκλησία μας ἀποτελεῖ σχέση αἰτίου καί αἰτιατοῦ, δηλαδή ἐκεῖνο πού δημιουργεῖ τό γεγονός τῆς ἁγιότητας εἶναι τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἀπέστειλε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, μετά τήν ἔνδοξη ἀνάληψή Του εἰς τούς οὐρανούς, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Μέ ἄλλα λόγια οἱ ἅγιοι συνιστοῦν τά ἔργα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, κάτι πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν κατανόηση ὅτι μιλώντας γιά τούς ἁγίους μιλᾶμε γιά γεγονός πού ὑπερβαίνει τήν ὁριζόντια ἀνθρώπινη μόνο κατανόησή τους. Οἱ ἅγιοι, ὅπως πιστεύουμε ὅτι θά δείξουμε καί στή συνέχεια, φανερώνουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, συνιστοῦν τήν προέκταση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μέσα στά πλαίσια τοῦ ἐδῶ καί τοῦ τώρα. Εἶναι οἱ ῾ἐν σαρκί περιπολοῦντες Θεοί᾽, κατά γνωστή ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Πάντων λοιπόν θέτει κάθε φορά αὐτό τό ἐρώτημα, τό ὁποῖο ὁ χριστιανός πρέπει νά τό θέτει καί στόν ἑαυτό του: ῾Ποιός εἶναι ὁ ἅγιος;᾽ Νά ἐξηγήσουμε λίγο περισσότερο τήν παραπάνω περί ἁγίων τοποθέτηση. 

Κατά πρῶτον θά πρέπει νά ὑπερβοῦμε τήν ἁπλή ἀντίληψη πολλῶν συνανθρώπων μας, ἀκόμη καί χριστιανῶν, πού τήν ἁγιότητα τήν ἐξαρτοῦν ἀπό συνθῆκες μόνον τοπικές, δηλαδή ὅτι ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο ζωῆς ὁδηγεῖ καί στήν ἁγιότητα, εἴτε μέ τήν ἔννοια ὅτι ἅγιος γίνεται ἐκεῖνος πού ἀπομακρύνεται ἀπό τόν κόσμο, σάν ἕνα εἶδος ὑπερανθρώπου ἀσκητῆ, εἴτε μέ τήν ἔννοια ἐκείνου πού ἀγωνίζεται μέσα στόν κόσμο, σάν ἕνα εἶδος κοινωνικοῦ ἐργάτη. Ὁ ἅγιος εἶναι πέρα ἀπό τέτοιες ἁπλουστεύσεις καί ῾ἀγκυλώματα᾽. Ὅπως τό ὑπονοήσαμε καί παραπάνω καί τό τονίζει διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ἅγιος εἶναι ἁπλῶς ὁ συνεπής πιστός: αὐτός πού προσπαθεῖ νά ζεῖ σωστά ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας, πού σημαίνει προσπαθεῖ νά κρατάει ἀνοιχτή τή θύρα τῆς ψυχῆς του ἀπέναντι στόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Κι αὐτό μπορεῖ νά γίνει εἴτε κανείς πηγαίνοντας σ᾽ ἕνα μοναστήρι εἴτε μένοντας στόν κόσμο, διότι ἀκριβῶς τό ζητούμενο εἶναι ἡ διακράτηση τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ὁ ἄνθρωπος παίρνει μέ τήν εἴσοδό του στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος καί ὄχι ὁ τόπος στόν ὁποῖο κάποιος θά ἐπιλέξει νά μείνει.

 Ὁ πιστός λοιπόν χριστιανός, πού λειτουργεῖται καί λειτουργεῖ στό σῶμα τῆς ᾽Εκκλησίας, εἶναι ὁ ἅγιος. Γι᾽ αὐτό καί στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἡ λέξη ῾ἅγιος᾽ ἦταν ἡ φυσιολογική προσφώνηση γιά τούς χριστιανούς. Καί τί σημαίνει χριστιανός; Ὅπως ἐπιγραμματικά μᾶς τό λέει καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος ῾Χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ᾽. Χριστιανός εἶναι ὅποιος ῾μιμεῖται᾽ τόν Χριστό, μέσα στά πλαίσια τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων. Συνεπῶς ἅγιος εἶναι καί γίνεται κάθε χριστιανός πού βαδίζει πάνω στά χνάρια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, αὐτός πού ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ὅπως διαρκῶς τό ζητοῦσε ὁ ῎Ιδιος - ῾ἀκολούθει μοι᾽ (Ματθ. 8, 22 κ.ἀ.) ἦταν πάντοτε ἡ κλήση Του πρός κάθε μαθητή Του – κι ὅπως προέτρεπαν στή συνέχεια καί οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὅλους τούς ἀνθρώπους:῾ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε᾽ (Κολ. 2, 6). Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐπισημαίνουμε καί στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ῾ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι᾽ (Ματθ. 19, 27).

Ἡ ἀκολουθία αὐτή τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ σχέση φιλίας καί ἀγάπης ἀνάμεσα στόν Χριστό καί τούς πιστούς καί ἐξηγεῖ, ἀφενός, τή δύναμη τήν ὁποία ἔχουν στόν κόσμο, δύναμη στήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ πού ἐνεργεῖ μέσω αὐτῶν, καί, ἀφετέρου, τήν τιμή, τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν στήν ᾽Εκκλησία μας, κάτι πού δέν φαίνεται νά κατανοοῦν ὁρισμένες ὁμάδες αἱρετικῶν, γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχουν ὀρθές θεολογικές προϋποθέσεις, μή ἀποδεχόμενοι δηλαδή τό μυστήριο τῆς σχέσης ταύτισης πού δημιουργεῖ ὁ Χριστός μέ τούς ἴδιους τούς πιστούς Του. ῾Ὑμεῖς φίλοί μού ἐστε, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν᾽ (᾽Ιωάν. 15, 14), εἶπε ὁ Κύριος, ῾ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽ (15,5 ), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει τό ἀποτέλεσμα τῆς σχέσης μέ τόν Χριστό: ῾πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ᾽ (Φιλ. 4, 13). Μέ τούς ὅρους αὐτούς, χαρακτηριστικά τοῦ ἁγίου, ὅπως τά ἐπισημαίνουμε γενικῶς ἀπό αὐτά πού ἔχει πεῖ ὁ Κύριος καί ἔχουν διδάξει οἱ ἀπόστολοι, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ὑπακοή στόν Θεό, ἡ χωρίς ὅρια ἀγάπη στόν συνάνθρωπο, ἡ ταπείνωση, ὡς συναίσθηση τῆς μηδαμινότητας καί ἁμαρτωλότητας τοῦ ἑαυτοῦ.

Ὁ ἅγιος ἑπομένως δέν εἶναι μία αὐτονομημένη καί ἀτομοκεντρική ὕπαρξη. ᾽Αντιθέτως, εἶναι ὁ πλήρως ἐξαρτημένος ἀπό τόν Θεό, αὐτός πού ἀναφέρει ῾ἑαυτόν καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν αὐτοῦ Χριστῷ τῷ Θεῷ᾽. ῞Αγιος μ᾽ ἕναν λόγον εἶναι, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπό τή δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Ανάλογα μέ τή δεκτικότητα αὐτοῦ, ἄρα ὄχι ἀπό τήν προσφορά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι χωρίς ὅρια - ῾οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα᾽ (᾽Ιωάν. 3, 34) – λαμβάνει ὁ πιστός τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού θά πεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὐθύνεται ἀποκλειστικά γιά τήν πνευματική του κατάσταση. ῎Ανθρωπος πού ἀνταποκρίνεται ἐν ἀγάπῃ πρός τό ἄνοιγμα ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ῾βλέπει᾽ πλούσια καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του. ῎Ανθρωπος, ἀπό τήν ἄλλη, πού διστάζει καί ἀπιστεῖ πρός αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, βιώνει τήν ἀπουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἤ τήν ὀλιγότητά της στήν ὕπαρξή του. Κι αὐτό αἰτιολογεῖ καί τή διαβάθμιση πού ὑπάρχει στήν ἁγιότητα. Δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι στό ἴδιο ὕψος ἁγιότητας. ῾᾽Αστήρ ἀστέρος διαφέρει᾽ (Α´ Κορ. 15, 41) βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος, ἐνῶ καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ῾ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός του πολλαί μοναί εἰσι᾽ (᾽Ιωάν, 14, 2). Ὑπάρχει, λοιπόν, ὅπως πολύ ὀρθά ἔχει εἰπωθεῖ ῾ἅγιος μέ ἄλφα μικρό καί ῞Αγιος μέ ἄλφα κεφαλαῖο᾽.

Τί προσδιορίζει τή δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ὁποία μιλᾶμε; ᾽Από τί ἐξαρτᾶται αὐτή; Κατά τήν πίστη μας, ἀπό τόν βαθμό τῆς ταπείνωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο πιό μεγάλη εἶναι ἡ ταπείνωση, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ χῶρος πού ἀνοίγεται στήν καρδιά του γιά τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο λιγότερη ταπείνωση ὑπάρχει, τόσο καί λιγότερο Πνεῦμα Θεοῦ δέχεται ἡ ὕπαρξή του. Καί τοῦτο γιατί ῾ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν᾽ (Α´Πέτρ. 5,5). Κι εἶναι εὐνόητο: ἡ ἀνυπαρξία τῆς ταπείνωσης δηλώνει τήν ὑπερηφάνεια καί τόν ἐγωϊσμό τοῦ ἀνθρώπου, ἄρα καί τήν ἔλλειψη στήν καρδιά του χώρου γιά τόν Θεό. Τό ἀνθρώπινο ἐγώ εἶναι ἀδηφάγο καί κυριαρχικό. Ποῦ νά σταθεῖ λοιπόν ἐκεῖ ὁ Θεός; ῎Ετσι ἡ ταπείνωση, ὡς ἀγώνας ἐξαλείψεως τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί δημιουργίας συνθηκῶν ἀγάπης, ῾συντονίζει᾽ τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, φανερώνει δηλαδή καί τόν βαθμό κάθαρσης τῆς καρδιᾶς του, γι᾽ αὐτό καί ἡ ταπείνωση θεωρεῖται κατά τούς ἁγίους μας καί τό κριτήριο γιά τή γνησιότητα τῆς πίστης στόν Θεό καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο. Μέ ἄλλα λόγια, βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν - ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη χαρακτηρίζονται ὡς ἡ συμπύκνωση ὅλων τῶν ἀρετῶν – θεωρεῖται ἡ ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση εἶναι τελικῶς τό κριτήριο τῆς ἁγιότητος.

 ῾Κάποτε – μᾶς διηγεῖται ἡ ἀσκητική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας - ἐπισκέφθηκαν τόν ἅγιο ᾽Αντώνιο ὁρισμένοι μοναχοί. Εἶχαν μεταξύ τους καί ἕναν νεαρό μοναχό, πού τόν ἐπαίνεσαν ὡς καλό ἀδελφό. Ὁ ᾽Αντώνιος τόν πρόσβαλε ἐπίτηδες καί διαπίστωσε ὅτι ἐκεῖνος ἀντέδρασε καί ἄρχισε τίς δικαιολογίες. Τότε ὁ ᾽Αντώνιος τόν συμβούλευσε νά προσέχει, γιατί ἐξωτερικά μέν φαίνεται ὡς ὡραία πόλη, πού ὅμως τή λυμαίνονται ἀπό πίσω ληστές᾽. Οἱ δικαιολογίες δηλαδή τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ ἦταν καίριο σημάδι γιά τόν ὅσιο ὅτι αὐτός δούλευε ἀκόμη στόν ἐγωϊσμό του, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ἀποφεύγει τίς δικαιολογίες, συχνά κι ἄν ἀκόμη ἔχει δίκιο.

 ῞Αγιος λοιπόν δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος, ὅσο ὁ ταπεινός. ᾽Αρετή χωρίς ταπείνωση δέν σημαίνει τίποτε. ῾᾽Απούσης ταπεινοφροσύνης πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ σημειώνει καί πάλι ὁ τῆς Κλίμακος ἅγιος. ᾽Ενάρετοι μπορεῖ νά βρεθοῦν σέ πολλούς χώρους, ἀκόμη καί ἐξωχριστιανικούς, μά ταπεινοί μόνο στό χῶρο τοῦ χριστιανισμοῦ καί μάλιστα στήν ᾽Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία. ῾Ἡ ταπείνωση εἶναι κατόρθωμα μόνον τῶν ὀρθοδόξων. Στούς ἑτεροδόξους, ὅσο καί νά ψάξεις, δέν πρόκειται ποτέ νά τήν βρεῖς᾽ (᾽Ιωάννης Κλίμακος). Βεβαίως, ὁ ταπεινός, ὅπως εἴπαμε, εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀρετές, γιά τίς ὁποῖες ὅμως δέν καυχιέται, γιατί τίς ἀνάγει στόν χορηγό αὐτῶν, τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ ἀρετή δηλαδή εἶναι καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μίας δικῆς του αὐτονομημένης προσπάθειας.

Μετά τά παραπάνω εἶναι πιά πασιφανές ὅτι δέν ὑπάρχει ἰδιαίτερη ὁμάδα ἀνθρώπων, γιά τήν ὁποία καί μόνο νά θεωρεῖται προνόμιο ἡ ἁγιότητα. Τό νά γίνουμε ἅγιοι εἶναι ἐντολή καί προτροπή τοῦ Κυρίου γιά ὅλους μας. ῾῞Αγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι᾽ (Α´ Πέτρ. 1,16). ῾Ο εἰκονισμός τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ θεολογική βάση γι᾽ αὐτόν τόν κοινό κλῆρο. ῾῞Α λέγω ὑμῖν, πᾶσι λέγω᾽ (Μάρκ. 13, 37) βεβαίωνε ὁ Κύριος ἐπίσης τούς μαθητές Του. ῞Ολοι λοιπόν εἴμαστε κλημένοι στήν ἁγιότητα. Οἱ ἀποστροφές: ῾Αὐτά εἶναι γιά τούς καλόγερους καί τούς παπάδες᾽ ἤ ῾ἅγιοι θά γίνουμε;᾽ εἶναι διαστροφές καί δείχνουν, τό λιγότερο, ἀνευθυνότητα καί ἄγνοια τῆς Γραφῆς καί τῆς Παράδοσης τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Βεβαίως, χρειάζεται καί πάλι νά τονιστεῖ ὅτι πηγή τῆς ἁγιότητας εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός καί χῶρος φανέρωσής της ἡ ᾽Εκκλησία. ᾽Εμεῖς μόνον κατά μετοχή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νά γίνουμε ἅγιοι. ῾Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, ᾽Ιησοῦς Χριστός᾽ ψέλνουμε στή Θεία Λειτουργία, ἐνῶ ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι πιστεύουμε ῾εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾽Εκκλησίαν᾽. ᾽Επειδή δηλαδή εἶναι ἁγία ἡ κεφαλή ὀντολογικά, γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς ὡς ἐνταγμένα στό σῶμα μέλη γινόμαστε ἅγιοι.

 Ἡ ἁγιότητα ἔτσι ὡς ζωντανή σχέση προσώπων, Θεοῦ καί ἀνθρώπου, δέν κρίνεται ἀπό ἐξωτερικά τυπικά σημεῖα: ἐνδυμασία, κόμμωση κλπ. ῎Αν κρινόταν ἔτσι, δέν θά ἐπρόκειτο γιά ζωντανή πραγματική σχέση, ἀλλά γιά νομική –τυπική. Εἶναι πολύ γνωστό τό πρωτοχριστιανικό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς πρός Διόγνητον, πού τονίζει πολύ καθαρά τήν πραγματικότητα αὐτή. ῾Οἱ χριστιανοί δέν διαφέρουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους οὔτε στήν ἐπίγεια πατρίδα οὔτε στήν ὁμιλία οὔτε στά ἔθιμα. Γιατί πουθενά δέν κατοικοῦν σέ ἰδιαίτερες πόλεις οὔτε χρησιμοποιοῦν κάποια διαφορετική γλῶσσα... Πλήν ὅμως, ἐνῶ κατοικοῦν σέ πόλεις ἑλληνικές καί βαρβαρικές - ἐκεῖ πού βρέθηκε ὁ καθένας – καί ἀκολουθοῦν τά ἐγχώρια ἔθιμα στήν ἐνδυμασία, τή διατροφή καί τίς ἄλλες πλευρές τῆς ζωῆς, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους εἶναι στ᾽ ἀλήθεια θαυμαστός καί παράδοξος᾽.

᾽Εν τέλει: ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ὁρατός τόπος πού φανερώνεται ὁ Θεός στόν κόσμο, εἶναι ἡ αἰσθητή παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τόν Θεό ἔτσι Τόν βρίσκουμε στά πρόσωπα τῶν ἁγίων Του, πού καί σήμερα ὑπάρχουν πάρα πολλοί, ἀρκεῖ νά ἔχουμε ἀνοικτά τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιά νά τούς ῾ἀφουγκραζόμαστε᾽. ῎Αν ὁ ἀρχαῖος ῞Ελληνας φιλόσοφος ῾Ηράκλειτος εἶχε ἐπισημάνει ὅτι ῾ἡ ἀλήθεια κρύπτεσθαι φιλεῖ᾽: ἡ ἀλήθεια ἀγαπᾶ νά κρύβεται, πολύ περισσότερο τοῦτο ἰσχύει στή χριστιανική μας πίστη. Ἡ ἁγιότητα δηλαδή δέν εἶναι ἕνα προϊόν πρός διαφήμιση, ἀλλά μία ἐσωτερική πραγματικότητα τῆς καρδιᾶς, πού τήν φανερώνει ὁ Θεός στόν κόσμο μέ τόν τρόπο πού ᾽Εκεῖνος ἐπιλέγει. Ἡ Κυριακή τῶν ἁγίων Πάντων ἔτσι μᾶς προβληματίζει κάθε φορά πάνω στήν κλήση μας αὐτή τῆς ἁγιότητας, χωρίς τήν ὁποία δέν πρόκειται κανείς νά δεῖ τόν Κύριο (πρβλ. ῾Εβρ. 12,14 ). ᾽Ιδιαιτέρως σήμερα, μέ ὅ,τι συμβαίνει στόν κόσμο καί τήν πατρίδα μας, ἡ ἁγιότητα ὡς προοπτική καί σκοπός μας εἶναι ὅ,τι πιό ἀπαραίτητο μπορεῖ νά ὑπάρξει γιά ἐμᾶς. Εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα στή ζωή μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων...᾽ (῾Εβρ. 12, 1)π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ





῾Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος 

μαρτύρων...᾽ (῾Εβρ. 12, 1)

α. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος μέ ἐντελῶς φυσικό τρόπο συνδέει τήν Παλαιά Διαθήκη μέ τήν Καινή καί τήν ἐποχή τῆς ᾽Εκκλησίας: οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - Πατριάρχες, κριτές, προφῆτες καί ἁπλοί πιστοί τοῦ ᾽Ισραήλ -  μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν πίστη τους στόν ἀληθινό Θεό πού ἐπιβεβαιώθηκε ἀκόμη καί μέ τήν θυσία τῆς ζωῆς τους, εἶναι ἐκεῖνοι πού περιβάλλουν τούς χριστιανούς, παρακολουθώντας καί ἐνισχύοντας τόν πνευματικό τους ἀγώνα, μετά μάλιστα τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο ὁ ἀγώνας τοῦ χριστιανοῦ γίνεται πιά ἐν Χριστῷ καί Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἀλλά μετέχει σ᾽ αὐτόν καί ὁ πνευματικός κόσμος τῶν ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῾Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων,...δι᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα...᾽ (῎Εχοντας λοιπόν κι ἐμεῖς τριγύρω μας ἕνα τόσο μεγάλο καί πυκνό σύννεφο ἁγίων ἀνθρώπων πού μαρτύρησαν γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως...ἄς τρέχουμε μέ ὑπομονή τόν ἀγώνα πού προβάλλει μπροστά μας...). ῞Ολοι οἱ πιστοί πού ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση τοῦ Θεοῦ ἔμπρακτα καί στήν πρώτη καί στήν δεύτερη φάση τῆς ἀποκαλύψεώς Του εἶναι μέτοχοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει μέλη της τούς μάρτυρες τῆς πίστεως. Οἱ μάρτυρες συνιστοῦν τούς ἁγίους τῆς ᾽Εκκλησίας.

β. 1. ῞Αγιος λοιπόν εἶναι ὁ μάρτυρας. ῎Οχι μόνον βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς μαρτυρίας τῆς πίστεώς του: τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ὡς Κυρίου καί Θεοῦ του, κάτι πού θεωρεῖται δεδομένο γιά ἕναν χριστιανό -  ῾πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ῞Οστις δ᾽ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ  ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽ -  ἀλλά κυρίως μέ τήν μαρτυρία τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του, τήν ἔμπρακτη φανέρωση δηλαδή ὅτι ἀνήκει κανείς στόν Κύριο καί τήν ᾽Εκκλησία Του διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν, γεγονός πού φτάνει σ᾽ ἕνα πολύ μεγάλο ποσοστό καί στήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Κι αὐτό γιατί σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία πού ὁ ἐγωϊσμός καί τό συμφέρον συνιστᾶ τήν προτεραιότητα, ἡ πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται ἐλάττωμα πού πρέπει νά ἐξαφανιστεῖ. ῾Ο κόσμος τῆς ἁμαρτίας δέν ἀνέχεται τό διαφορετικό ἀπό αὐτόν. Τό διαφορετικό ἀποτελεῖ ἔλεγχο τοῦ ἁμαρτωλοῦ τρόπου ζωῆς του, γι᾽ αὐτό καί ἐπιδιώκει πάντοτε τόν ἐξαφανισμό του. Κατά τόν ἀψευδή λόγο τοῦ Κυρίου: ῾πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ᾽.

2. Δέν παραξενεύει λοιπόν τό γεγονός ὅτι ἅγιοι γιά τήν ᾽Εκκλησία μας εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως πού ἔδωσαν καί τήν ζωή τους προκειμένου νά σταθοῦν ἀμετακίνητοι πάνω στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό ἀπολυτίκιο μάλιστα τῆς ἡμέρας τῶν ἁγίων Πάντων ἔρχεται μέ μία ἐξαίσια εἰκόνα νά ἐπιβεβαιώσει τήν ἀλήθεια αὐτή. ῾Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα ἡ ᾽Εκκλησία Σου στολισαμένη...᾽, λέει συγκεκριμένα. ῾Η ᾽Εκκλησία Σου, δηλαδή, Χριστέ Θεέ μας, στολισμένη μέ τά αἵματα τῶν μαρτύρων σου σέ ὅλον τόν κόσμο, ἔχει σάν ἔνδυμά της τό πορφυρό χρῶμα.  Αὐτό εἶναι τό χρῶμα τῆς ᾽Εκκλησίας: τό πορφυρό, γιατί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος εἶναι τό χαρακτηριστικό ὅλων τῶν ἁγίων. Καί πῶς νά εἶναι ἀλλιῶς, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεως καί ἡ κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας, ἔφυγε μαρτυρικά ἀπό τήν ζωή αὐτή; ῎Αν Αὐτός πού συνιστᾶ τό ἀπόλυτο κριτήριο ζεῖ καί φεύγει ἀπό τόν κόσμο τοῦτο μαρτυρικά, ποιός χριστιανός ὡς μαθητής Του μπορεῖ νά ζήσει μέ ἄλλον τρόπο; Γι᾽ αὐτό καί τό μαρτύριο εἶναι ἡ φυσιολογική κατάσταση γιά τήν ᾽Εκκλησία. Στό μαρτύριο βρίσκει πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία τόν ἑαυτό της. ᾽Εκκλησία πού δέν ζεῖ μαρτυρικά, πού ἡ πιστότητα στό θέλημα τοῦ Κυρίου δέν ὁδηγεῖ σέ σύγκρουση μέ τόν διεστραμμένο κόσμο τῆς ἁμαρτίας, δέν εἶναι ᾽Εκκλησία. Γιατί προφανῶς θά ἔχει ξεφύγει ἀπό τά χνάρια τοῦ ἀρχηγοῦ της. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν᾽ εἶπε ὁ ῎Ιδιος. ῾῞Οστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι᾽. Διότι ῾ὅστις θέλει φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται᾽, ἀφοῦ ῾οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽.
Κατά συνέπεια ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκοσμίκευση: ἡ ᾽Εκκλησία δηλαδή - ἐννοεῖται πάντοτε κατά τό ἀνθρώπινο αὐτῆς, πού σημαίνει ἀπό πλευρᾶς τῶν πιστῶν της - νά συσχηματισθεῖ μέ τόν κόσμο, νά γίνει καί ἡ ἴδια κόσμος. ῞Οταν ἡ κοσμική ἐξουσία ἀρχίζει νά ῾χαϊδεύει᾽ τήν ᾽Εκκλησία, ὅταν ᾽Εκκλησία καί ἐξουσία ἀρχίζουν νά συμβαδίζουν, τότε ἤ ἡ κοσμική ἐξουσία ἔχει ἡγέτες τέτοιους χριστιανούς πού λειτουργοῦν ὡς γνήσια τέκνα της, (ἀλήθεια, γίνεται αὐτό;), ἤ ἡ ᾽Εκκλησία ἔχει βάλει ῾πολύ νερό στό κρασί της᾽, ὅπως λέμε, συνεπῶς ἔχει χάσει τήν αὐθεντικότητά της καί ἔχει ξεπέσει στήν ῾μωρίαν τοῦ ἅλατος᾽ πού λέει ὁ Κύριος. Τό φυσικό ἐπακόλουθο μᾶς τό λέει καί πάλι ὁ ῎Ιδιος: ῾νά πεταχτεῖ καί νά ποδοπατηθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους᾽. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοί μας, τίς ῾εἰρηνικές᾽ ἐποχές, ἐκεῖ πού τά πράγματα φαίνονται ὅτι βαίνουν καί κυλοῦν ῾καλά᾽, τίς θεωροῦν ὡς τίς πιό ἐπικίνδυνες ἐποχές καί καλοῦν σέ ἀδιάκοπη καί συνεχή ἐγρήγορση. Πότε ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς κινδυνεύει ἕνας χριστιανός; ῞Οταν σταματήσουν σ᾽ αὐτόν οἱ πειρασμοί καί οἱ δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Τότε εὔκολα μπορεῖ νά ῾ἀποκοιμηθεῖ᾽. ῾῎Επαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος᾽ κατά τό γνωστό ἀσκητικό λόγιο. Τό ἴδιο λοιπόν καί γιά τίς χωρίς πειρασμούς ἐποχές.

3. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχει θέση ἡ προβολή καί ἑνός ἄλλου εἴδους μαρτυρίου γιά τήν ᾽Εκκλησία. Ναί μέν τό μαρτύριο τοῦ αἵματος εἶναι τό πιό καθοριστικό ὡς αὐτό πού ἐπιβεβαιώνει στόν ἀπόλυτο δυνατό βαθμό τήν γνησιότητα τῆς πίστεως, ὅμως ὑπάρχει καί τό λεγόμενο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, τό ὁποῖο, ὄχι λιγότερο εἶναι ἀλήθεια, φανερώνει τό πόσο ὁ χριστιανός πορεύεται ὀρθά στήν ζωή του. Καί τοῦτο γιατί μαρτύριο τῆς συνειδήσεως εἶναι ἡ προσπάθεια πού καταβάλλει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ συνεπής πιστός νά μένει πάνω στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Χαρακτηρίζεται δέ ἔτσι, διότι στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν -  στήν πραγματικότητα στήν τήρηση τῆς διπλής ἐντολῆς: τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο - ἐναντιώνεται ὁ ζῶν ἀκόμη στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἐγωϊσμός, ὅπως καί ὁ πόλεμος πού ἐπιτρέπει ὁ Κύριος ἀπό τόν Πονηρό διάβολο. ᾽Εδῶ ἔχει θέση το ἄλλο γνωστό πατερικό λόγιο: ῾δός αἷμα καί λάβε Πνεῦμα᾽. ῾Η συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου λοιπόν εἶναι ἐκείνη πού καθορίζει τήν ποιότητα τῆς χριστιανικότητάς του, μέ ἄλλα λόγια ἡ παρθενικότητά της ἤ τό διάτρητο αὐτῆς φανερώνει τήν ἁγιότητα τοῦ πιστοῦ.
᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως θεωρεῖται ἰσοστάσιο τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος, μᾶλλον δέ καί προϋπόθεση αὐτοῦ.  ῎Αν μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ κανείς νά κρατήσει τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, πῶς εἶναι δυνατόν νά δώσει καί τήν ζωή του γι᾽ Αὐτόν; Καί δέν εἶναι μία προσφορά ζωῆς ἡ θυσία τοῦ ἑαυτοῦ πρός χάριν τοῦ ἄλλου; ῾Φλέγομαι ἀπό τό πόθο νά μαρτυρήσω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶπε μιά μέρα ἕνας ἀρχάριος μοναχός σ᾽ ἕναν ἔμπειρο Γέροντα. - Ἄν τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ σηκώσης εὐχαρίστως τό βάρος τοῦ ἀδελφοῦ σου, τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶναι σἄν νά ρίχτηκες στήν κάμινο τῶν τριῶν Παίδων᾽ (ἀπό τό Γεροντικό). Καί δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στόν περίφημο ὕμνο τῆς ἀγάπης. Σημειώνει ὁ ἀπόστολος τήν θεωρούμενη, χωρίς νά εἶναι ὅμως μέ βάση τά παραπάνω, παραδοξότητα, ὅτι μπορεῖ κάποιος νά δώσει τό σῶμα του γιά νά καεῖ πρός χάρη τῆς πίστεώς του, νά μήν τόν ὠφελήσει ὅμως αὐτή ἡ θυσία του, ἄν δέν διακατέχεται ἀπό ἀγάπη. ῾Καί ἄν παραδῷ τό σῶμά μου, ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι᾽.

4. Μάρτυρας λοιπόν κατά τήν ᾽Εκκλησία μας κάθε πιά πιστός: εἴτε τῆς συνειδήσεως πάντοτε εἴτε καί τοῦ αἵματος, ἄν ζητηθεῖ κάτι τέτοιο λόγω τῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς. Καί ὁ ἀπόστολος ἔρχεται στήν συνέχεια καί καθορίζει πιό συγκεκριμένα τό πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ μαρτυρικοῦ ἀγώνα: Μέ τήν συμπαράσταση ὅλων τῶν μαρτύρων ἁγίων ὁ πιστός, συνεπῶς ἐν ᾽Εκκλησίᾳ εὑρισκόμενος, εἶναι ἀπολύτως προσανατολισμένος πρός τόν Κύριο, τόν ἀρχηγό τῆς πίστεως, κάνοντας πέρα συνεπῶς ὁποιοδήποτε φορτίο ἀπό τά βιοτικά πράγματα, κυρίως ὅμως τήν ἁμαρτία πού εὔκολα παρασύρει τόν ἄνθρωπο. Κι ἐπειδή ἡ ἁμαρτία λειτουργεῖ ὡς δεύτερη φύση καί ὁ διάβολος δέν κάνει διακοπές στίς κατά τῶν πιστῶν ἐπιθέσεις του, γι᾽ αὐτό καί ἀπαιτεῖται ὑπομονή. ῾Μέ ὑπομονή λοιπόν τρέχουμε τόν ἀγώνα πού προβάλλει μπροστά μας, χωρίς νά στρέφουμε πουθενά ἀλλοῦ τά βλέμματά μας καί τήν προσοχή μας παρά μόνο στόν ᾽Ιησοῦ, πού εἶναι ὁ ἀρχηγός καί θεμελιωτής τῆς πίστεώς μας καί μᾶς τελειοποιεῖ σ᾽ αὐτήν᾽.

γ. ῾Ο ἀπόστολος μιλώντας γιά τούς ἁγίους μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πολύ περισσότερο ἑπομένως γιά τούς μετά Χριστόν, σημειώνει κάτι ἐξαιρετικό: ῾ὧν (αὐτῶν τῶν ἁγίων μαρτύρων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος᾽ (ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν ἄξιζε ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοί ἄνδρες, κι οὔτε μποροῦσε νά συγκριθεῖ μ᾽ αὐτούς). Οἱ μάρτυρες δηλαδή τοῦ Θεοῦ, οἱ εὑρισκόμενοι πάνω στό θέλημά Του, ἀποτελοῦν τό κόσμημα τοῦ κόσμου. Οἱ ἅγιοι συνιστοῦν τό ποιοτικό στοιχεῖο τοῦ κόσμου, τήν ἀναφορά καί τήν εὐλογία του. Μέ τήν ἁγιασμένη ζωή τους λειτουργοῦν ὡς οἱ εὐεργέτες αὐτοῦ, γι᾽ αὐτό καί κανονικά μέ ὀρθά κριτήρια ὁ κόσμος θά ἔπρεπε νά τούς εὐγνωμονεῖ καί νά τούς δοξολογεῖ. Μέ τούς ἁγίους μάρτυρες στέκεται τελικά ὁ κόσμος - ὁ Θεός δι᾽ αὐτῶν συνεχίζει νά κρατάει τόν κόσμο. ῾Η συναίσθηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καί γιά ἐμᾶς σημαίνει ἤδη χάρη Θεοῦ. Μακάρι ὅμως νά μποῦμε καί στήν χάρη τῆς πράξης καί τῆς ζωῆς τους.

Ο άγιος Προφήτης Ελισαίος +14 Ιουνίου


Ο προφήτης Ελισαίος ήταν γιος του Σαφάτ, από την Αελμούθ, από την περιοχή του Ρουβίμ. Σ᾽ αυτόν, όταν γεννήθηκε στα Γάλγαλα, συνέβη κάποιο τεράστιο παράδοξο: η χρυσή δάμαλη που προσκυνείτο ως είδωλο εκεί, βόγγιξε τόσο δυνατά, ώστε να ακουστεί στα Ιεροσόλυμα. Είπε τότε ο ιερέας ερμηνεύοντας το γεγονός ότι προφήτης γεννήθηκε σήμερα στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος θα γκρεμίσει τα αγάλματα  και θα συντρίψει τα (ειδωλολατρικά) μνημεία. Ο Θεός πράγματι έκανε μέσω των χειρών του Ελισαίου του προφήτη πολλά μεγάλα θαύματα. Όταν πέθανε,
τάφηκε στη Σαμάρεια στη Σεβαστούπολη. Αυτός προφήτευσε για την παρουσία του Κυρίου και γλύκανε τα νερά της Ιεριχώς, τα οποία ήταν αλμυρά και προκαλούσαν ατεκνία στις γυναίκες. ῾Αυτά λέγει ο Κύριος, είπε ο προφήτης: θεραπεύω τα νερά αυτά. Και θεραπεύτηκαν᾽. Αλλά και νεκρούς ανέστησε και τον Νεεμάν τον Σύρο που ήταν λεπρός τον καθάρισε από τη λέπρα. Αντιθέτως, τον Γιεζή τον υπηρέτη του, τον έκανε λεπρό λόγω της φιλαργυρίας και της παρακοής του. Κι ακόμη, ενώ ήταν νεκρός, ανέστησε νεκρό. Όπως και χώρισε τα νερά του Ιορδάνη, κτυπώντας τα με τη μηλωτή του προφήτη Ηλία”.
Η μνήμη του προφήτη Ελισαίου συνυπάρχει πάντοτε με τη μνήμη του πνευματικού του πατέρα και διδασκάλου, προφήτη Ηλία. Ακόμη και το απολυτίκιο του αγίου Ελισαίου πρωτίστως αναφέρεται στον Ηλία και έπειτα σ᾽ εκείνον. Και δικαίως: ο Θεός κάλεσε τον Ελισαίο στο προφητικό αξίωμα διά του μεγάλου Ηλία και του έδωσε όχι απλώς την προφητική δύναμη του διδασκάλου του, αλλά την περίσσεια αυτής, διπλή δηλαδή τη χάρη εκείνου. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός που συνέγραψε την ακολουθία του αγίου Ελισαίου εκεί πρωτίστως επικεντρώνει την προσοχή του: αφενός στην ιδιαίτερη σχέση του μαθητή προς τον διδάσκαλο, του Ελισαίου προς τον Ηλία, που σημαίνει οποιαδήποτε αναφορά στον ένα είναι ταυτόχρονη αναφορά και στον άλλον, αφετέρου στην προφητική χάρη που έλαβε ο Ελισαίος, τη διπλή όπως είπαμε του διδασκάλου.   Εκτός από το απολυτίκιο (῾…ο δεύτερος Πρόδρομος της παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος, άνωθεν καταπέμψας Ελισαίω την χάριν…᾽), το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού μεταξύ άλλων τονίζει την παραπάνω αλήθεια: ῾Τους πιο μεγάλους από τους προφήτες και λαμπρότατους φωστήρες της οικουμένης ας τιμήσουμε με ύμνους πιστοί, δηλαδή τον Ηλία και τον Ελισαίο᾽(῾Των προφητών τους ακραίμονας και παμφαείς φωστήρας της οικουμένης, εν ύμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, Ηλίαν και Ελισαίον᾽). Έτσι πάντοτε ῾συν αυτώ (τω Ηλία) σε τιμώμεν, Ελισαίε᾽ (εξαποστειλάριο όρθρου). Και: ῾Μακάριε Ελισαίε, ο ζηλωτής Ηλίας άφησε εσένα να καταλάμπεσαι με διπλό το χάρισμα᾽(῾Σε, Ελισαίε μακάριε, ο ζηλωτής Ηλιού, εν διπλώ τω χαρίσματι καταλαμπρυνόμενον, καταλείψας᾽) (στιχηρό εσπερινού). ῾Έλαβες διπλή τη χάρη από το Πνεύμα του Θεού και φάνηκες έτσι θαυμαστός προφήτης σε όλα τα πέρατα της οικουμένης᾽(῾Διπλήν την χάριν ειληφώς παρά του Πνεύματος, προφήτης ώφθης θαυμαστός πάσι τοις πέρασι᾽) (κοντάκιο).
Ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει το αυτονόητο: το αξίωμα του προφήτη και τη διπλή χάρη του προφήτη Ηλία τα έλαβε ο Ελισαίος από τον Θεό όχι απροϋπόθετα. Διότι ο Θεός μας προσφέρει τα πάντα στον άνθρωπο, ως γνωστόν, αρκεί ο άνθρωπος να βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της χάρης Του. Μία προσφορά του Θεού χωρίς ο άνθρωπος να είναι έτοιμος, θα σημαίνει ίσως εκβιασμό της ελευθερίας του ανθρώπου και συνεπώς άρνηση του τρόπου δημιουργίας του. Ο Ελισαίος λοιπόν είχε καταστήσει τον εαυτό του ευαπόδεκτο της χάρης του Θεού, γι᾽ αυτό και η κλήση του σε προφήτη λειτούργησε κατά τρόπο σύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Τι είχε κάνει λοιπόν ο Ελισαίος; ῾Καθάρισε τον νου του από τις ηδονές του σώματος, γι᾽ αυτό και υποδέχθηκε τις λάμψεις του αγίου Πνεύματος, τις οποίες και μετέδωσε στους άλλους ανθρώπους᾽ (῾Χαίροις Ελισαίε πάνσοφε. Συ γαρ καθάρας τον νουν ηδονών των του σώματος, υπεδέξω, ένδοξε, τας αυγάς του Πνεύματος, τοις εφεξής τε πάσι μετέδωκας᾽) (στιχηρό εσπερινού). Με άλλα λόγια ο προφήτης ῾φύλαξε καθαρό το μάτι της ψυχής του και γι᾽αυτό αξιώθηκε με τον φωτισμό του Πνεύματος να προβλέπει τα μέλλοντα᾽(῾Άυλόν σου το όμμα της ψυχής, προφήτα, φυλαξάμενος, τη του Πνεύματος αίγλη προοράν ηξιώθης τα μέλλοντα᾽) (ωδή α´). Και με άλλη διατύπωση του υμνογράφου: Ο προφήτης ῾αναδείχθηκε κειμήλιο της παρθενίας, αφού απέκτησε τον τρόπο ζωής και την άφθονη χάρη του διδασκάλου του Ηλία᾽(῾Όλον τον βίον εκαρπώσω και την άφθονον χάριν του διδασκάλου, παρθενίας δειχθείς κειμήλιον᾽) (ωδή ζ´). ῾Ακολουθούσε τη ζωή του όλο το πλήθος των αρετών᾽(῾Ηκολούθει τω βίω σου η των αρετών, Προφήτα, ομήγυρις᾽) (ωδή δ´).
Χαρά του αγίου υμνογράφου είναι να περιστρέφεται διαρκώς πάνω  στις προϋποθέσεις λήψεως από τον Προφήτη του Πνεύματος του Θεού: τις αρετές και την πνευματική άσκησή του. Δεν βρίσκει λόγια να διηγηθεί αυτές του τις αρετές και συνεπώς και τις πνευματικές του αναβάσεις. ῾Ποιος θα διηγηθεί τις πρακτικές σου αρετές; Ποιος θα μπορέσει να εξαγγείλει τις πνευματικές σου αναβάσεις, προφήτη του Θεού;᾽(῾Τις τας πρακτικάς αρετάς σου διηγήσεται; Τας αναβάσεις δε του Πνεύματος τις καταγγείλαι, προφήτα Θεού, δυνήσεται ;) (ωδή ε´). Σε ένα τέτοιο ύψος ευρισκόμενος ο προφήτης, έχοντας γίνει θεοειδής όλος από το Πνεύμα του Θεού, ῾με νου ειλικρινή και λόγο καθαρότατο᾽(ωδή ς´), προβαίνει και στην προφητική του αποστολή: να είναι ῾ριζότομος᾽ και ῾φυτοκόμος᾽. Αυτό είναι το έργο ενός προφήτη. ῾Το Πνεύμα το Άγιο σε ανέδειξε ριζότομο, δηλαδή να κτυπάς στη ρίζα κάθε κακία, όπως και φυτοκόμο, δηλαδή να φροντίζεις και να καλλιεργείς τα φυτά κάθε αρετής᾽(῾Ριζότομον ανέδειξε πάσης σε κακίας Πνεύμα το Άγιον, φυτοκόμον, Ελισαίε δε, αρετής απάσης, παμμακάριστε᾽) (ωδή δ´).
Να ξεριζώνει το κακό και να φυτεύει το καλό και να το φροντίζει: σ᾽αυτό κάλεσε τον προφήτη ο Θεός, όπως και τους άλλους προφήτες, και σ᾽ αυτήν την προοπτική βλέπουμε να λειτουργεί η διδασκαλία του και το θαυματουργικό του χάρισμα. Διδασκαλία και θαύματα ήταν στην ίδια γραμμή για τον προφήτη που άνοιγαν παράθυρο για την όραση του μέλλοντος: τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο.  Ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός μάς δίνει ένα εξαίσιο δείγμα της θεώρησης αυτής, όταν μνημονεύει τη θεραπεία από τον Ελισαίο της λέπρας του Νεεμάν του Σύρου. Ο προφήτης θεραπεύει τη λέπρα του Νεεμάν κι αυτή η κάθαρσή του ήταν μία προεικόνιση, μία δηλαδή χωρίς λόγια προφητεία, της θεραπείας και της κάθαρσης του ανθρώπου που θα έφερνε στον κόσμο διά του αγίου βαπτίσματος ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός. ῾Λουσμένος ο Νεεμάν μέσω του Ελισαίου κι αφού ξεπλύθηκε από τη λέπρα  του στον Ιορδάνη, δήλωνε την θεία κάθαρση του βαπτίσματος᾽(῾Λελουμένος Ναιμάν δι᾽ Ελισαίου και της λέπρας πλυθείς εν Ιορδάνη, την του βαπτίσματος εδήλου θείαν κάθαρσιν᾽) (ωδή η´).
π. Γεώργιος Δορμπαράκης

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΑΣΗ "ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ" ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Τὸ παρακάτω κείμενο ἐστάλη στὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο ὡς ἔκφραση τῆς ποιμαντικῆς ἀγωνίας κληρικῶν ἐν ὄψει τῆς προγραμματισμένης γιὰ τὸ Σάββατο 14 Ἰουνίου 2014 παρέλασης ὑπερηφανείας τῶν ὁμοφυλοφίλων στὴν Ἀθήνα.

26 Μαΐου 2014

Πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Κύριον κ. Ἱερώνυμον Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἰς Ἀθήνας

Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,

Γνωρίζοντας καλὰ τὴν ἀγάπη σας γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
καὶ παράλληλα θλιβόμενοι ὡς μέλη τοῦ σώματός Του γιὰ ὅσα τεκταίνονται στὴν πολύπαθη πατρίδα μας, λάβαμε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀπευθυνθοῦμε σὲ σᾶς ὡς πνευματικό μας πατέρα, θέτοντας ὑπ’ ὄψιν σας ἕνα ἰδιαιτέρως σοβαρὸ καὶ ἐπεῖγον ζήτημα.
Ὅπως θὰ ἔχετε πληροφορηθεῖ, κατὰ τὴν 14η Ἰουνίου 2014 πρόκειται νὰ πραγματοποιηθεῖ στὴν πόλη μας παρέλαση ὑπερηφανείας ἀπὸ μέλη τῆς Λεσβιακῆς, Γκέι, Ἀμφισεξουαλικῆς καὶ Τρανσεξουαλικῆς (LGBT) κοινότητας τῆς Ἀθήνας. Φέτος μάλιστα συμπληρώνεται μία δεκαετία τοιούτων ἐκδηλώσεων, τοῦ Θεοῦ ἔτι μακροθυμοῦντος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ὁμοφυλοφιλικὴ κοινότητα δραστηριοποιεῖται ἐδῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια στὴν πόλη μας, μαχόμενη ὑπὲρ τοῦ δημοκρατικοῦ δῆθεν δικαιώματός της στὴν ἰσότητα καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς διαφορετικότητας. Κύριο σκοπὸ ὑπάρξεως καὶ δράσης τῆς ἐν λόγῳ κοινότητας, ἀποτελεῖ ἡ ἱκανοποίηση ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας ὅλων τῶν ἀντίθεων αἰτημάτων της, στὰ ὁποῖα, μεταξὺ ἄλλων, περιλαμβάνονται «ἡ ἐπέκταση τοῦ  Οἰκογενειακοῦ Δικαίου ἔτσι ὥστε νὰ παρέχεται οὐσιαστικὴ ἰσότητα καὶ πρόσβαση στὸν πολιτικὸ γάμο καὶ τὸ σύμφωνο συμβίωσης στὰ ζευγάρια τοῦ ἴδιου φύλου, ἡ ἰσότιμη πρόσβαση στὴν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, τὴν παρένθετη μητρότητα, τὴν υἱοθεσία και γονεϊκότητα σὲ LGBT ζευγάρια, ἡ εἰσαγωγὴ μαθημάτων σεξουαλικῆς ἀγωγῆς σὲ ὅλες τὶς ἐκπαιδευτικὲς βαθμῖδες μὲ ἰσότιμη ἀναφορὰ σὲ σεξουαλικὸ προσανατολισμὸ καὶ ταυτότητα φύλου» κ.ἄ.
Ὅπως κάθε ὀρθόδοξος πιστὸς ἢ καὶ ἁπλῶς ἐχέφρων πολίτης μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ, ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἐπίσημη προβολὴ τῆς πλέον βδελυκτῆς γιὰ τὸν Θεὸ ἁμαρτίας ὡς ἑνὸς ἐναλλακτικοῦ τρόπου ζωῆς καὶ τοῦ ἀντικοινωνικοῦ αἰτήματος γενικῆς καταξίωσης μίας ἄλλης ἔκφρασης τῆς «διαφορετικότητας» πέραν τῆς φυσιολογίας ποὺ ἔθεσε ὁ Δημιουργός μας.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, ὑπ’ ὄψιν μας ὅλα ὅσα παραθέσαμε ἀνωτέρω, φρονοῦμε ταπεινὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ διατρανώσει τὴν ἀντίθεσή της σὲ ἕνα τέτοιο γεγονός. Δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ λεγόμαστε χριστιανοί, ἐνῷ ἐπιτρέπουμε στὸν σοδομισμὸ νὰ παρελαύνει ἀνὰ τὰς ῥύμας τῆς πόλεως καυχώμενος γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ἀπαιτώντας τὸν σεβασμό μας καὶ τὴν ἀναγνώρισή του. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, σᾶς ὑποβάλλουμε ὁρισμένες προτάσεις σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο ἀντίδρασής  μας σὲ αὐτὴ τὴν μισόθεη λαίλαπα:
1) νὰ πραγματοποιηθοῦν ἀγρυπνίες ἀνήμερα τῆς παρέλασης σὲ ὅσους περισσότερους ναοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς εἶναι ἐφικτό. Μάλιστα, νὰ προηγηθεῖ εὐρεῖα διαφήμισή τους, ὥστε νὰ γίνει γνωστὸ τοῖς πᾶσι˙
2) νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ κέντρου τῆς Ἀθήνας πένθιμα κατὰ τὴν  ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα τῆς νοσηρῆς παρέλασης˙  
3) νὰ ὀργανωθεῖ εἰδικὴ ἡμερίδα στὴν ὁποία σοβαροὶ ὁμιλητὲς θὰ ἀναλάβουν νὰ ὁμιλήσουν γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία προβάλλοντας μὲ σαφήνεια τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐπ’ αὐτῆς˙
4) νὰ τυπωθεῖ εἰδικὸ φυλλάδιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀναφερόμενο στὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεώρησή της, καὶ νὰ διανεμηθεῖ σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς˙
5) νὰ ὑπάρξει συνοδικὴ καταδίκη τῶν ἐκδηλώσεων τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς ὑπερηφάνειας.
Εὐχόμαστε, συμμεριζόμενος τὴν ἀγωνία μας ὡς ποιμένων τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἰσακούσετε τὴν δέησή μας καὶ νὰ ὀργανωθεῖ σύντομα ἡ δέουσα ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ αὐτὲς τὶς ἀντίχριστες δημόσιες ἐκδηλώσεις.

Μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ,

Οἱ ὑπογράφοντες (κατ’ ἀλφαβητικὴ σειρά):

π. Ἀθανάσιος Ἀττάρτ, Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης
π. Βασίλειος Βολουδάκης, Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων
π. Πασχάλης Γρίβας, Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων
π. Ἰωάννης Δρογγίτης, Ἱ. Παρεκκλ. Ἁγ. Δημητρίου Πλάκας
π. Ἱερώνυμος Μαγιλιάν, Ἱ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Ὀρφανοτροφείου Χατζηκώστα
π. Γεώργιος Σχοινᾶς, Ἱ. Παρεκκλ. Ἁγ. Δημητρίου Λουμπαρδιάρη
π. Ἠλίας Φρατσέας, Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων

π. Γεώργιος Χάας, Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕΣΩ ΨΑΛΜΩΝ ΠΡΟΣ ΘΕΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ.


Όταν ευρισκόμεθα στον δρόμο:


«Εγώ ειμί ή οδός, και ή αλήθεια, και ή ζωή. Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού» (Ίωάν. 14, 6).
«Όδήγησόν με, Κύριε, εν τη όδώ Σου και πορεύσομαι εν τη άληθεία Σου».     (Ψαλ. 85, 11)


Όταν αρχίζουμε εργασία:
*           «Τα έργα των χειρών ημών, Κύριε, κατεύθυνον εφ' ημάς, και το έργον των χειρών ημών κατεύθυνον».
(Ψαλ. 89, 17)
«Εν τη βουλή Σου οδηγήσεις με, Κύριε» (Ψαλ. 72, 24).
«Παν ότι αν ποιήτε, εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού» (Κολ. 3, 17).

Κατά την εργασία:

*           «Τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες» (Ρωμ. 12, 11).


Μετά το πέρας της εργασίας:

«Σα τα πάντα, Κύριε, και έκ των Σων δεδώκαμεν Σοι» (Παραλ. 29, 14).

«Αχρείοι δούλοι έσμέν, ό όφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10).



Όταν πειραζώμεθα:
«Πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και άμαρτήσομαι εναντίον του Θεού;» (Γεν. 39, 9).
«Ό Θεός εν τω ονόματι Σου σώσον με» (Ψαλ. 53, 1).
«Φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαι με' μη καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σέ» (Ψαλ. 24, 20).
«Ύπαγε, σατανά γέγραπτα γάρ, Κύριον τον Θεόν Σου προσκυνήσεις και αύτω μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4, 10).

Επί τη θέα κακού πράγματος:

Άπόστρεψον τούς οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα, εν τη όδώ Σου ζήσον με» (Ψαλ. 118, 37).

«Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον, ότι αυτός έκσπάσει έκ παγίδος τούς πόδας μου» (Ψαλ. 24, 15). '

Εις περιόδους πνευματικής ένδειας:

«Έξαπόστειλον το φως Σου και την άλήθειάν Σου. Αυτά με ώδήγησαν» (Ψαλ. 42, 3).
«Ίνα τί περίλυπος ει, ή ψυχή μου, και ίνα τί συνταράσσεις με; ελπισον επί τον Θεόν, ότι έξομολογήσομαι αύτω σωτήριον του προσώπου μου ό Θεός μου» (Ψαλ.'41, 6).


Εις καιρό θλίψεως:
«Ό Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις εύρούσαις ημάς σφόδρα» (Ψαλ 45,1).
«Ή βοήθεια μου παρά Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανό και την γήν» (Ψαλ. 113, 8).

«Ό Θεός οίκτειρήσαι ημάς και εύλογήσαι ημάς, έπιφάναι το πρόσωπον αυτού εφ' ημάς και έλεήσαι ημάς» (Ψαλ. 66, 1).
«Κύριος έδωκε, Κύριος άφείλετο' εϊη το όνομα του Κυρίου εύλογημένον» (Ίώβ. 1, 21).
«Κύριος Αυτός, το αγαθόν ενώπιον αυτού ποιήσει» (Α'Βασιλ. 3, 18).

«Θέλεις να θεραπεύσης τις πληγές σου; Ό Χριστός είναι ό ιατρός σου.
Σέ πιέζουν οί αμαρτίες σου; Ό Χριστός είναι ή συγχώρησις.
"Έχεις ανάγκη βοηθείας; Αυτός είναι ή δύναμις σου.
Φοβείσαι τον Θάνατον; Αυτός είναι ή ζωή.
Επιθυμείς τον ουρανό; Αυτός είναι ή οδός προς αυτόν.
Θέλεις να βγεις από το σκοτάδι; Αυτός είναι το φως.
Πεινάς; Αυτός είναι ό άρτος της ζωής. Διψάς; Αυτός είναι το ύδωρ της ζωής».

(Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων)



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ;
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ..



Ένας Ινδός Χριστιανός είχε τη συνήθεια κάθε Κυριακή απόγευμα να βγαίνει από το σπίτι του και να μοιράζει στις γύρω γειτονιές φακέλους,που είχαν μέσα διάφορα εκκλησιαστικά περιοδικά και έντυπα με περικοπές από την Αγία Γραφή.
Μία Κυριακή όμως που έβρεχε δυνατά αποφάσισε να μείνει στο σπίτιτου. Ο δεκάχρονος γιός του όμως σκέφτηκε να πάρει τη θέση,φόρεσε το αδιάβροχό του και βγήκε έξω με δέκα φακέλους.
Είχε μοιράσει τους εννιά,όταν σταμάτησε και προσευχήθηκε ο Θεός νατον φωτίσει που να διαθέσει το φάκελο που του έμεινε. Κατευθύνθηκε σε ένα σπίτι όπου η πόρτα ήταν κλειστή.
Κτύπησε και δεν πήρε απάντηση. Κτύπησε ξανά,αλλά και πάλι δεν πήρε απάντηση. Τελικά, τράνταξε την πόρτα. Μία ηλικιωμένη κυρία άνοιξε την πόρτα και τον ρώτησε τι θέλει.Το παιδί έβαλε γρήγορα το δέμα στα χέρια της και έτρεξε μακριά γιατί το παρουσιαστικό της το τρόμαξε πολύ.
Λίγες μέρες αργότερα σε μία δημόσια χριστιανική εκδήλωση όπου το αγόρι και ο πατέρας του παρευρίσκονταν,ο υπεύθυνος ζήτησε από τους ανθρώπους που βρίσκοταν εκεί να διηγηθούν ένα περιστατικό,που να δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός τους ευλόγησε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που πέρασε.
Μία ηλικιωμένη κυρία σηκώθηκε και είπε:Κύριε εγώ ήμουν τόσο απελπισμένη την τελευταία εβδομάδα,που ήθελα να αυτοκτονήσω. Ανακάτευα το δηλητήριο σε ένα φλυτζάνι όταν κτύπησε η πόρτα. Δεν άνοιξα, αλλα πρόσθεσα περισσότερο δηλητήριο.Πάλι κτύπησε η πόρτα , αλλά ήμουν τόσο αποφασισμένη να αυτοκτονήσω,που την αγνόησα.
Καθώς ήμουν έτοιμη να πιώ το δηλητήριο,ακούστηκε ένα τράνταγμα στη πόρτα μου. Άνοιξα και είδα ένα μικρό αγόρι. Αυτό έσπρωξε κάτι μέσα στα χέρια μου και έτρεξε μακριά. Αυτό που μου έδωσε ήταν ένας φάκελος με περικοπές που μιλούσαν για την αγάπη του Θεού για μένα. Μία περικοπή παρουσιάζε μία εικόνα του Ιησού που άπλωνε τα χέρια Του και έλεγε:

 Έλα σε εμένα και θα σου δώσω ανάπαυση.


Αποφάσισα να πάω σε αυτόν τον Θεό και να τον παρακαλέσω να με βοηθήσει. Αυτός απάντησε και σήκωσε το φορτίο μου και μία γλυκιά γαλήνη γέμισε την καρδιά μου. Σήμερα βρίσκομαι εδώ εξαιτίας της επιμονής εκείνου του μικρού παιδιού που μου έδωσε τις περικοπές. Η χαρά όλων ήταν μεγάλη ιδιαίτερα όμως χαρά ένιωσε το παιδί εκείνο που έγινε η αιτία για να σωθεί η γυναίκα από τον αιώνιο θάνατο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...