Οἱ Ἅγιοι Βονιφάτιος καὶ Ἀγλαΐα ἡ Ῥωμαία
Ἔζησαν τὸν 3ο μ.Χ. αἰῶνα. Ἡ Ἀγλαΐα ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν εὐγενῶν καὶ πλούσιων Ῥωμαίων γυναικῶν καὶ ἦταν πάντα πρόθυμη στὶς ἐλεημοσύνες καὶ στὶς διάφορες ἀγαθοεργίες.
Ὁ δὲ Βονιφάτιος ἦταν γραμματέας τῆς περιουσίας τῆς Ἀγλαΐας καὶ ἐπόπτης τῶν κτημάτων της. Ὅπως ἡ κυρία του, ἦταν καὶ αὐτὸς εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος. Διαχειριζόταν τὴν περιουσία τῆς Ἀγλαΐας μὲ πολλὴ τιμιότητα, καὶ ἀπέναντι στοὺς ὑπηρέτες ἦταν εὐγενέστατος.
Ἀλλὰ ἡ ἀνεξέλεγκτη καλοζωία ἔπνιξε τὴν πνευματικότητα τοῦ Βονιφατίου καὶ τῆς Ἀγλαΐας. Ἄναψε τὴν εὔφλεκτη νεότητά τους καὶ παρασύρθηκαν ἀπὸ τὶς ἔνοχες σαρκικὲς ἡδονές. Εὐτυχῶς ὅμως, ὁ ἔλεγχος τῶν συνειδήσεών τους ἦταν αὐτὸς ποὺ τελικὰ ἐπικράτησε. Ἁμάρτησαν. Ἔκλαψαν καὶ οἱ δυὸ πικρά.
Θὰ τοὺς δεχόταν ἄραγε καὶ πάλι ὁ Θεὸς σὰν ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας του; Γιατί ὄχι; Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος εἶπε: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Δηλαδή, χαρὰ γίνεται στοὺς οὐρανοῦς, μὲ τὴν παρουσία ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ποὺ συμμετέχουν στὴ χαρὰ αὐτή, γιὰ ἕναν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ.
Μὲ πολλὴ συντριβὴ λοιπόν, οἱ δυὸ μετανοοῦντες ἐξομολογήθηκαν τὸ ἠθικό τους ὀλίσθημα σὲ πνευματικὸ ἱερέα καὶ ἡ ἠθική τους ἐπιστροφὴ καὶ ἀναγέννηση ἦταν πλέον γεγονός.
Ἔτσι ἀργότερα ὁ μὲν Βονιφάτιος πέθανε μαρτυρικὰ γιὰ τὴν πίστη στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ἡ δὲ Ἀγλαΐα, ἀφοῦ πούλησε τὰ ὑπάρχοντά της, ἀφιέρωσε τὴ ζωή της στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαρτύρων τὴν εὔκλειαν ἰχνηλατήσας θερμῶς, Χριστὸν ὡμολόγησας ἐπὶ ἀπίστων στερρῶς, σοφὲ Βονιφάτιε· ὅθεν καθάπερ πλοῦτον ἀδαπάνητον, μάρτυς, δέδωκάς σου τὸ σῶμα τῇ σεμνῇ Ἀγλαΐᾳ· ἐξ οὗ τῷ κόσμῳ πηγάζει ῥώσις καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱερεῖον ἄμωμον, ἐθελουσίως, σεαυτὸν προσήγαγες, τῷ ἐκ Παρθένου διὰ σέ, τεχθῆναι μέλλοντι Ἅγιε, στεφανηφόρε σοφὲ Βονιφάτιε.
Ὁ Οἶκος
Ἀνατολῆς ὥσπερ ἀστήρ, τοὺς μάγους ἐκ Περσίδος, οὕτω σε θεία νεῦσις ἐκ δυσμῶν ὡδήγησε θεόφρον, τεχθῆναι ἐν Σπηλαίῳ, τῷ εὐδοκήσαντι Χριστῷ προσκυνῆσαι ὡς Βασιλεῖ ἁπάσης τῆς κτίσεως, καὶ τούτῳ δῶρα προσαγαγεῖν, ὡς λίβανον καὶ σμύρναν καὶ χρυσόν, Πίστιν Ἀγάπην καὶ Ἐλπίδα. Ὅθεν σαυτὸν ὁλόκληρον προσήγαγες αὐτῷ ἄμωμον δῶρον, τῷ Τυράννῳ δικαστῇ, ἐν παρρησίᾳ κράζων καὶ βοῶν· Χριστοῦ μου δοῦλος ὑπάρχω, στεφανηφόρε σοφὲ Βονιφάτιε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τιμήσας τὸν Θεόν, παρ' αὐτοῦ ἐτιμήθης, Μαρτύρων καλλονή, Βονιφάτιε μάκαρ· διὸ καὶ στεφάνῳ σε, θείας δόξης ἐκόσμησεν· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἡμῶν σὲ αἰτοῦμεν, πρεσβεύειν πρὸς Κύριον.
Οἱ Ἅγιοι Ἠλίας, Πρόβος καὶ Ἄρης
Ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ
ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν θερμή τους πίστη, πήγαιναν σὲ διάφορες πόλεις καὶ
ὑπηρετοῦσαν τοὺς διωκόμενους χριστιανούς.
Στὴν Ἀσκαλώνα συνελήφθησαν, ἐπέμεναν στὴν ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο ἀπὸ τὸν κριτὴ Φιρμιλιανό. Καὶ ὁ μὲν Ἠλίας καὶ Πρόβος ἀποκεφαλίστηκαν, ὁ δὲ Ἄρης παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ μέσα στὶς φλόγες.
Στὴν Ἀσκαλώνα συνελήφθησαν, ἐπέμεναν στὴν ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο ἀπὸ τὸν κριτὴ Φιρμιλιανό. Καὶ ὁ μὲν Ἠλίας καὶ Πρόβος ἀποκεφαλίστηκαν, ὁ δὲ Ἄρης παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ μέσα στὶς φλόγες.
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Πολύευκτος
Καὶ οἱ δυὸ πέθαναν ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά. Ὁ μὲν Τιμόθεος στὴν Ἀφρική, ὁ δὲ Πολύευκτος στὴν Καισαρεία, διότι κατηχοῦσαν καὶ βάπτιζαν εἰδωλολάτρες.
Παρ᾿ ὅλο ποὺ κατὰ τὴν θανατικὴ ἐκτέλεση ἦταν παρόντες καὶ οἱ δικοί τους καὶ ἔκλαιγαν τσιρίζοντας, αὐτοὶ ἀτρόμητοι μὲ τὴν θεία χάρη, τοὺς παρηγοροῦσαν. Μπῆκαν δὲ μέσα στὶς φλόγες, διατηρῶντας τὴν εὐψυχία τους καὶ ψάλλοντες ὕμνους πρὸς τὸν Κύριο.
(Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς λανθασμένα ἀναφέρουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ δεύτερο Ἅγιο Πολύευκτο, ποὺ ὅμως πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο με τὸν πιὸ πάνω Ἅγιο).
Οἱ Ἅγιοι Εὐτύχιος, Θεσσαλονίκη, 200 ἄνδρες καὶ 70 γυναῖκες
Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Γρηγέντιος ἐπίσκοπος Αἰθιοπίας
Ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα. Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόταν Ἀγάπιος καὶ Θεοδότη καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβεῖς. Ὁ Γρηγέντιος ἀπὸ πολὺ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὴν εὐγλωττία του καὶ γιὰ τὴν μεγάλη ἀρετή του.
Γιὰ νὰ καταρτίσει τὸν ἑαυτό του περισσότερο πνευματικό, ἔκανε ταξίδι στὴν Ἀνατολή, ποὺ τότε ἦταν τὸ μεγαλύτερο θεολογικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο. Κατόπιν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε γνωστὸς τοῦ τότε αὐτοκράτορα Ἰουστίνου καὶ τοῦ Πατριάρχη.
Στὴ συνέχεια ἐπισκέφτηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπὶ Πατριάρχου Προτερίου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Τὰ δὲ ἱερατικά του καθήκοντα, ὁ Γρηγέντιος, ἐκτελοῦσε ἄριστα. Ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Αἰθιοπίας, ὁ βασιλιὰς Ἐλεσβαὰν ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας νὰ τοῦ στείλει ἐπίσκοπο μορφωμένο καὶ ἐνάρετο.
Τότε ὁ Πατριάρχης ἐξέλεξε τὸν Γρηγέντιο, ὁ ὁποῖος ἐπετέλεσε τὴν ἀποστολή του μὲ πολὺ ζῆλο καὶ μεγάλη καρποφορία. Στὸν τόπο αὐτὸ ἦταν πολλοὶ Ἑβραῖοι καὶ ἦταν φανατικὰ προσκολλημένοι στὴ θεωρία τους. Ἕνας μάλιστα δεινὸς συζητητὴς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ῥαβίνος Ἐρβᾶς. Ἀλλ᾿ ὁ Γρηγέντιος, μὲ τὰ σοφὰ ἐπιχειρήματά του, τὴν ἀγαθότητά του καὶ μὲ τὴν θεία χάρη, κατόρθωσε νὰ φέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοὺς περισσότερους Ἑβραίους τοῦ τόπου καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἐρβᾶ, ποὺ βαπτίστηκε παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καὶ μετονομάστηκε Λέων καὶ τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατρικίου.
Ὁ διάδοχός του Ἐλεσβαᾶν γιός του Ἔρδιδος, συνέχισε τὴν ἴδια πολιτικὴ εὐλάβειας πρὸς τὸν Γρηγέντιο. Ὁ Γρηγέντιος πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 19 Δεκεμβρίου 552 καὶ τὴ στέρησή του θρήνησε πολὺς κόσμος.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων
Μαρτύρησε διὰ ἀπαγχονισμοῦ πάνω σὲ μία ἰτιά.
Ὁ Ὅσιος Ἠλιοῦ Μουρόμας ὁ Θαυματουργὸς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ»
Ρῶσος