Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2015

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων

(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Βασιλείου,
Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων)

Ἡ εὐαγγελική παραβολή

Ἡ εὐαγγελική παραβολή πού διαβάζεται σήμερα εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας ὡς παραβολή τοῦ Ἀσώτου. Ἕνας ἄνθρωπος ἔχει δύο γιούς. Ὁ νεώτερος γιός ζητάει χωρίς περιστροφές ἀπό τόν πατέρα του τό μερίδιό του ἀπό τήν κληρονομιά.
Ἀλλά τό κομμάτι αὐτό ἀποκομμένο ἀπό τό σύνολο τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς τοῦ πατέρα δέν μπορεῖ νά ζήσει, δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει. Τό κομμάτι αὐτό, ὅταν τό παίρνουμε δυναστικά, ἀντάρτικα, ὅπως καί ὅταν θέλουμε, δέν μᾶς ὁδηγεῖ στή ζωή, ἀλλά στήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή.
Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀδυναμία, ἄν θέλετε, τοῦ νεώτερου γιοῦ, εἶναι ὅτι ὄντας ἀνώριμος δέν ἔχει φθάσει στό νά ξέρει, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ πατέρα εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν οὐσία τοῦ υἱοῦ.
Καί ὁ πατέρας τοῦ δίνει τό κομμάτι, τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς περιουσίας, πού ζητάει. Εἶναι ἄρχοντας ἀγάπης. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἑαυτό του. Ἐνδιαφέρεται νά σώση τό παιδί του. Αὐτό βρίσκεται στό σκοπό τῆς ζωῆς του, εἶναι καταξίωση τοῦ εἶναι του. Δέν τόν ἐνδιαφέρει τί θά πῆ ὁ κόσμος, ὅπως ἐνδιαφέρει τόσο πολύ ἐμᾶς γιά τό πῶς θά χαρακτηρίσουν τό παιδί μας γιά τίς ἀστοχίες του, δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν θά χάση τό κῦρος του, ἄν παρουσιαστεῖ ὡς πατέρας ἀποτυχημένος, μέ παιδί πού ἀφήνει τό σπίτι καί φεύγει μακρυά. Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πάει πιό μακριά ἀπ” ὅ,τι μπορεῖ νά πάει ἡ κρίση τοῦ κόσμου ἤ ἡ ἀνταρσία τοῦ γιοῦ του.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν τοῦ κάνει διδασκαλία μέ λόγια. Τώρα πρέπει νά τόν ἀφήσει νά περιπλανηθεῖ, νά πάθει, νά μάθει, νά δεῖ προσωπικά τό ψεῦδος καί τίς ἀνυπόστατες ἀπάτες.
Αὐτό ξέρει ὁ πατέρας, ὅτι εἶναι κάτι θανάσιμα ἐπικίνδυνο, ἀλλά δέν βλέπει ἄλλη λύση. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά τόν συντροφεύει πάντοτε μέ τήν ἀγάπη του, πού ὑπάρχει στό σπίτι, ἀλλά ἁπλώνεται παντοῦ. Δίνει ἀγωγή στό παιδί του ὑποφέροντας μυστικά ὁλόκληρος, βγαίνοντας στό σταυρό τῆς ἀναμονῆς.
Τό θέμα δέν εἶναι ὁ πατέρας νά κρατήσει διά τῆς βίας τόν γιό κοντά του, ἀλλά νά τοῦ δώση τή δυνατότητα, νά δημιουργήση τίς προϋποθέσεις, ὥστε ὁ ἴδιος μόνος του νά ἔλθει πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ κίνηση πρός τόν πατέρα ὁρίζει τόν υἱό.
Καί ὁ ἄσωτος φεύγει. Πηγαίνει γιά νά ζήσει σέ μιά χώρα ξένη, ὅπου τά πάντα ξοδεύονται χωρίς νά ἀνανεώνονται. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο μένει μόνος. Οἱ φίλοι του ἔμειναν κοντά του ὅσο κράτησαν τά πλούτη του. Ἀρχίζει νά ζεῖ τήν ἔκπτωση καί τήν ἐξαθλίωση. Καί ὅταν πηγαίνει νά ζητήσει βοήθεια τόν σπρώχνουν πιό χαμηλά. Τόν στέλνουν νά βόσκει χοίρους, νά ποιμάνει τά πάθη. Τόν κάνουν χοιροβοσκό. Τοῦ ἀρνοῦνται τή φύση του, τήν ἀνθρωπιά του, τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν εὐγένειά του. Τόν θεωροῦν ζῶο.

Ἡ ἐπιστροφή καί ἡ μετάνοια
Ὅμως, ἡ δοκιμασία τοῦ νεώτερου γιοῦ στή μακρινή χώρα φανέρωσε καί τό τί ἔκρυβε μέσα του, τί ἀντοχή εἶχε, τί ἔμεινε ἀνέπαφο, σέ ποιόν νά καταφύγει, ποῦ ὑπάρχει τροφή, ζωή καί ἀνάσταση γιά ὅλους.
Καί ἀρχίζει νά μονολογεῖ: «Μπορεῖ νά τά ἔχασα ὅλα! Μπορεῖ νά χάθηκα κι ἐγώ. Κυριολεκτικά νά πέθανα. Ἀλλά ὑπάρχει κάτι πού δέν χάνεται, δέν πεθαίνει. Εἶναι ὁ πατέρας μου καί ἡ ἀγάπη του. Δέν σκέφτομαι τά παιδιά του – εἶμαι ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο – σκέφτομαι τούς ὑπηρέτες του, πῶς τούς φέρεται, πῶς τούς χορταίνει. Θά σηκωθῶ καί θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου: Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί ἐνώπιόν σου. Σέ σένα πού ἔχεις τέτοια ἀγάπη πού γεμίζει οὐρανό καί γῆ. Σέ σένα πού ἀκόμη ἐδῶ, στή μακρινή χώρα τῆς στέρησης καί τῆς κόλασης, μέ συνοδεύεις. Δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι γιός σου. Ξέπεσα, ἔχασα τήν υἱοθεσία. Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία μου. Δέν εἶναι ἡ περιουσία σου πού σπατάλησα. Καθύβρισα τή μιά σχέση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα. Πάτερ ἥμαρτον».
Ξέρετε, εἶναι σχετικά εὔκολο νά παραδεχθῶ τά λάθη καί τά ἐλαττώματά μου, ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀναγνωρίσω ξαφνικά πώς ἔχω προδώσει, πώς ἔχω χάσει τήν πνευματική μου, τήν ἀληθινή μου ὀμορφιά, πώς βρίσκομαι τόσο μακριά ἀπό τό ἀληθινό μου σπίτι.
Καί ὁ ἄσωτος παίρνει τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Πρίν ἀκόμη φθάσει στό σπίτι, ὁ πατέρας τόν βλέπει ἀπό μακρυά καί τρέχει. Χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτα, πέφτει ὁλόκληρος στήν ἀγκαλιά του καί τόν καταφιλεῖ. Ἤδη ὁ γιός κατάλαβε, πῆρε τήν ἀπάντηση. Ὁ πατέρας ἄκουσε τήν ἐξομολόγηση. Γιατί πάντοτε ἦταν μαζί μέ τό παιδί του. Αὐτό τό ὁποῖο παρακαλῶ νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἡ πρώτη λέξη τῆς ὁμολογίας του δέν εἶναι «συγχώρα με», ἀλλά «πατέρα». Εἶναι τό ὄνομα τοῦ πατέρα πού ἀνεβαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι του καί τοῦ δίνει τό θάρρος νά ἐλπίζει.

Ἡ πατρική ἀγάπη
Ἐκείνη τή στιγμή ὁ ἄσωτος ὁμολογεῖ τό λάθος του καί σιωπᾶ. Δέν μπορεῖ νά συνεχίσει. Τά χάνει μέ τόν χείμαρρο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα πού τόν διαλύει. Καί τό λόγο παίρνει ὁ πατέρας πού μιλᾶ ξεκάθαρα ἐν σιωπῇ. Δέν λέει στό παιδί του γιά τόν ἑαυτό του. Οὔτε ἄν πόνεσε, οὔτε πόσο πόνεσε ὅταν ἔφυγε. Οὔτε πόσο χαίρεται τώρα πού γύρισε. Οὔτε τόν μαλώνει γιά νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του. Αὐτά δέ λέγονται. Διότι ἡ μυσταγωγία τῆς σχέσης τους ἱερουργεῖται σέ χῶρο βαθειᾶς σιωπῆς. Πυράκτωμα ἀγάπης πού παραλύει τή γλώσσα.
Ἔτσι νίκησε ἡ πατρική ἀγάπη τό θάνατο. Καί ἄναψε τούτη ἡ χαρά, τό πανηγύρι, πού ἐνδύεται καί πάλι ὁ γιός τήν στολή τήν πρώτη, καί φορᾶ τό δακτυλίδι τῆς υἱοθεσίας, καί θύεται ὁ μόσχος ὁ σιτευτός.

Οἱ δικές μας ἐπιστροφές

Αὐτή ἡ ἐπιστροφή δέν μοιάζει μέ τίς δικές μας ἐπιστροφές ἤ τουλάχιστον αὐτές πού ἔχουμε στό μυαλό μας. Οἱ δικές μας εἶναι τοποθετημένες λίγο-πολύ σέ μιά νομικίστικη σχέση, σέ μιά ἀντίληψη πού καλλιεργεῖ μᾶλλον τίς συμφωνίες μεταξύ κυρίων πού δέν ἀθετοῦν τό λόγος τους, κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο: Λοιπόν, πατέρα, νά τά συζητήσουμε, νά δοῦμε τά πράγματα ψύχραιμα. Νά δοῦμε σέ τίς φταῖς καί σέ τί φταίω. Νά βροῦμε ἕνα τρόπο συμβίωσης. Ὄχι ὅτι δέν μπορῶ νά ζήσω μακρυά ἀπό σένα. Μπορῶ, ἀλλά μιά καί εἶσαι πατέρας μου εἶπα νά γυρίσω. Τώρα ὅμως πρέπει νά μήν ἐπαναληφθοῦν τά ἴδια.
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή εἶναι ἡ κόλαση τῆς λογικῆς καί τῆς δικαιοσύνης. Βλέπετε ὑπάρχει παραμονή στό σπίτι πού εἶναι περιπλάνηση σέ χώρα μακρινή. Ὑπάρχει ἐπιστροφή πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση ἀπό τό σπίτι.
Δέν γνωρίζω πόση σχέση ἔχει ὁ καθένας μας μέ τόν πατέρα καί τό νεώτερο γιό. Αὐτό ὅμως πού γνωρίζουμε ὅλοι εἶναι, ὅτι μποροῦμε νά γυρίσουμε στόν Πατέρα μας, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἐπικύρωση τῆς ἀξιοπρέπειάς μας, ἡ ἐπανεύρεση τῆς ἀνθρωπιᾶς μας. Γι” αὐτό, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ, μᾶς λέγει: «Υἱέ μου δός μου τήν καρδιά σου. Ὅλα τά ἄλλα θά στά δώσω ἐγώ».

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς και ευρέθη» (Λουκ. 15, 24).

«Ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς και ευρέθη» (Λουκ. 15, 24).
 
α. Η παραβολή του ασώτου θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεδομένου ότι 1) φανερώνει το ποιος είναι ο Θεός που απεκάλυψε ο Κύριος Ιησούς Χριστός (στο πρόσωπο του πατέρα της παραβολής βλέπουμε τον Ουράνιο Πατέρα μας), 2) δείχνει την κατάσταση του ανθρώπου προ Χριστού και μετά Χριστόν, κι ακόμη την κατάσταση του ανθρώπου έστω και μετά Χριστόν ανάλογα με τη σχέση την οποία έχει με Εκείνον: μακριά ή κοντά Του.
 
β. 1. Ο Κύριος χαρακτηρίζει την κατάσταση της ασωτίας, δηλαδή της απομάκρυνσης από τον Θεό, ως νέκρωση και απώλεια. Κι ευλόγως:  αφού πηγή της ζωής είναι ο ίδιος ο Θεός, άρα όποιος είναι κοντά στον Θεό ζει, όποιος απομακρύνεται από Αυτόν χάνεται και νεκρώνεται. Κι εννοείται βεβαίως ότι λέγοντας κοντά ή μακριά από τον Θεό δεν εννοούμε τοπική προσέγγιση ή απόσταση, αλλά ζωή σύμφωνη με το άγιο θέλημά Του ή όχι.
 
2. Έτσι απαρχής καταλαβαίνουμε δύο πράγματα: (α) μπορεί κάποιος να είναι νεκρός, ενώ είναι ζωντανός, (β) μπορεί να είναι ζωντανός, ενώ είναι νεκρός. Τι σημαίνει αυτό; Για το πρώτο: μπορεί κανείς να ζει βιολογικά, να εργάζεται, να διαπρέπει ίσως μέσα στον κόσμο, κι όμως για τον Θεό και τη Βασιλεία Του να είναι χαμένος και νεκρός: μία ζωή εν θανάτω. Διότι βεβαίως δεν θέλει τον Θεό  και το θέλημά Του – μία κατάσταση που είχε διατυπώσει ο Κύριος με τον γνωστό λόγο Του: «άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Για το δεύτερο: μπορεί κάποιος να έχει πεθάνει κι όμως να ζει μέσα στο φως του Θεού ως υπήκοος Εκείνου. Τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι οι άγιοί μας; Κι αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι και οι δίκαιοι του Θεού είναι πολύ πιο παρόντες και ζωντανοί ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων από ό,τι όλος ο υπόλοιπος κόσμος.
 
3. Τη ζωοποίηση και εύρεση του ανθρώπου πέτυχε και πετυχαίνει πάντοτε ο Χριστός. Αυτός ήλθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός», ο Οποίος ως «ο καλός ποιμήν» αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει για το ένα το χαμένο. Το ίδιο υπαινίσσεται και η σημερινή παραβολή, όταν βάζει ο Κύριος τον Πατέρα να περιμένει καθημερινά τον άσωτο υιό του έξω από το σπίτι, που σημαίνει ότι η αγάπη του Πατέρα συνοδεύει και αναζητά τον υιό του χωρίς διακοπή. Έτσι ο μη χριστιανός, ο άνθρωπος των άλλων θρησκειών, ο άθεος ακόμη, όπως βεβαίως και ο χριστιανός που χάνεται πολλές φορές μέσα στις αμαρτίες του είναι τα πρόβατα που ψάχνει ο Χριστός. Στην κάθε απομάκρυνσή μας δηλαδή από τον Θεό, στην κάθε συνεπώς ασωτία μας, έχουμε Εκείνον να μας αναζητεί και να αδημονεί προκειμένου να μας εύρει. Διότι είναι ο Πατέρας μας γεμάτος στοργή και αγάπη απέναντί μας. Κανείς λοιπόν ακόμη και στην πιο μεγάλη πτώση του στην αμαρτία δεν είναι μόνος. Συμπάσχει μαζί του ο Κύριος, «εφευρίσκοντας» τρόπους ανανήψεως και μετανοίας του.
 
4. Προϋπόθεση όμως να βρεθούμε και να ζήσουμε και πάλι είναι ακριβώς να μετανοήσουμε: να καταλάβουμε την κατάντια μας και να στραφούμε σ’ Εκείνον. «Εις εαυτόν ελθών…αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Εκείνος μας θεωρεί δικούς Του και μας αγαπά. Χρειάζεται κι εμείς να θελήσουμε να Τον συναντήσουμε. Η εύρεσή μας και η ζωή μας εξαρτάται και από εμάς. Κι όλοι γνωρίζουμε ότι η συνάντηση του ασώτου ανθρώπου με τον Θεό γίνεται μέσα μας και στην Εκκλησία. Δηλαδή έδαφος συνάντησης είναι η καρδιά μας, όταν όμως υπάρχει το χαρισματικό πλαίσιο της κοινότητας με τους άλλους, δηλαδή η Εκκλησία. Κι αυτό θα πει ότι η συνάντηση με τον Χριστό έχει και προσωπικό-ατομικό χαρακτήρα, αλλά ταυτοχρόνως και κοινωνικό-εκκλησιαστικό. Μαζί με τους άλλους, αλλά και μέσα στην καρδιά μας.
 
5. Κατά συνέπεια τονίζεται έτσι μία μεγάλη αλήθεια: η ασωτία μας λόγω των αμαρτιών μας είναι τελικώς ασωτία του ίδιου του νου μας. Ο νους μας είναι αυτός που ως κέντρο της ύπαρξής μας χάνει τον τόπο συνάντησης με τον Θεό, την καρδιά, διαχεόμενος μέσω των αισθήσεων στις διάφορες αμαρτωλές καταστάσεις του κόσμου, με αποτέλεσμα τη νέκρωση και την απώλειά του. Από την άποψη αυτή κάθε φορά που δεν έχουμε τον νου μας μαζεμένο μέσα μας νήφοντα και σε εγρήγορση, συνεπώς περιφερόμενο τήδε κακείσε έχουμε επιβεβαίωση και της δικής μας ασωτίας. Γι’ αυτό και η προσευχή, ιδίως η μονολόγιστη λεγόμενη «Κύριε Ιησού Χριστέ», όπως και η μελέτη του λόγου του Θεού βοηθούν κατεξοχήν στην εύρεση του αληθινού εαυτού μας, τη βίωση της όντως ζωής μας. Διότι ακριβώς συνάζουν τον νου μέσα μας.
 
γ. Την παραβολή του ασώτου δεν πρέπει να την δούμε ως μία διδασκαλία του Κυρίου για κάποιους άλλους. Οι κάποιοι άλλοι είμαστε εμείς οι ίδιοι, πρωτίστως οι χριστιανοί, αφού όλοι τελικώς με διαφόρους τρόπους αμαρτάνουμε, συνεπώς ασωταίνουμε ζώντας τον πνευματικό θάνατό μας. Ο Κύριος όμως μας περιμένει πάντοτε. Η αγκαλιά Του είναι μονίμως ανοιγμένη για τον καθένα μας, αρκεί να στραφούμε εν μετανοία σ’ Αυτόν. Η Σαρακοστή συνιστά, όπως όλοι γνωρίζουμε και λέμε, την κατεξοχήν πρόκληση της σωτήριας αυτής επιστροφής μας.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης

Κυριακή του Ασώτου π. Γεώργιος Παπαθεοδώρου


Πως τον έλεγαν τον άσωτο υιό; Ανώνυμο τον άφησε ο Κύριος. Γιατί; Για δύο λόγους. Ο ένας. Δεν θέλει να διαπομπεύσει τον άσωτο. Ήταν βέβαια άσωτος ο νέος. Είμαστε έτοιμοι να τον εντοπίσουμε. Κάποιος νέος ήταν νέος αντάρτης, νέος αυθάδης, νέος έξαλλος, νέος αναρχικός. Ίσως να θέλουμε και να τον λιθοβολήσουμε αυτό τον νέο, κάθε νέο, που έχει παραστρατήσει. Φανταστείτε εκατό ανθρώπους να σπρώχνουν ένα νέο αγόρι στον γκρεμό.  Μόλις φθάνουν στο χείλος, αντί να το λυπηθούν, αντί να κάνουν κάποια τελευταία προσπάθεια να τον συγκρατήσουν, αυτοί με όλη τους την δύναμη δίνουν μια σπρωξιά και το αγόρι πέφτει στον γκρεμό και τσακίζεται. Και αντί να συναισθανθούν αυτοί οι εκατό το έγκλημά τους, βλέπουν το αγόρι τσακισμένο και από πάνω το βρίζουν και του ρίχνουν πέτρες. Και ύστερα μερικοί αρχίζουν να  κλαίνε για το χάλι του νέου. Αυτή είναι η κοινωνία μας σήμερα. Όλες οι δυνάμεις του κακού σπρώχνουν τα  παιδιά και τους νέους στο γκρεμό της αμαρτίας, της διαφθοράς, της αποστασίας, με μια λέξι, της ασωτίας. Δυνάμεις με μαγικά και ηλεκτρονικά μέσα, άνθρωποι διαφθοράς   και εκμεταλλεύσεως, οδηγούν το νέο στο κατρακύλισμα. Και ύστερα του δίνουν την τελευταία σπρωξιά και τον ρίχνουν στο χάος. Είναι η σπρωξιά  της απιστίας. Και μετά, σαν να είναι αθώοι, κατηγορούν το νέο, τον πετροβολούν, τον διασύρουν, τον διαπομπεύουν. Και ορισμένοι  χύνουν και κροκοδείλια δάκρυα. Είναι ανάγκη να φωνάξουμε: δράστες και κακοποιοί, πάψτε να  κατηγορείτε  τα θύματα.  Θύματα   είναι οι νέοι, δράστες οι μεγάλοι. Το θύμα δεν θέλει διαπόμπευση, θέλει στοργή και αγάπη. Να λοιπόν, γιατί ο Θεός της αγάπης, ο Ιησούς Χριστός, δεν αναφέρει το όνομα του ασώτου υιού. Τον αφήνει ανώνυμο.  Ο άλλος λόγος της ανωνυμίας; Ο άσωτος δεν έχει μόνο ένα όνομα. Έχει πολλά ονόματα είναι ανώνυμος, και πολυώνυμος. Πόσα ονόματα  έχει;  Τόσα όσοι και οι άνθρωποι της γης. Άσωτος υιός είναι ο κάθε άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι υιός του Θεού Πατέρα. Κάποτε το παιδί έμενε μαζί με τον  Πατέρα στον παράδεισο. Αλλά έφυγε, ξεμυαλίστηκε, απομακρύνθηκε από την ζωή του Θεού. Για  τον άσωτο λέει η θαυμαστή παραβολή: «Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώρα μακράν και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως».   Αποδημία  από τον Θεό η ζωή μας στον κόσμο τούτο. Χώρα μακρά η ζωή της αμαρτίας. Μας απομακρύνει από τον Θεό. Σκορπίζουμε την ουσία μας, την περιουσία μας, υλικά, σωματικά και πνευματικά αγαθά. Άσωτος κάθε αμαρτωλός. Θέλεις να νιώσεις την παραβολή του ασώτου;  Ένας πνευματικός είχε στο γραφείο του το σκίτσο ενός αθλίου νέου, που ζούσε τρελά και έμοιαζε πολύ με τον άσωτο. Και από κάτω έγραφε:  «θέλεις να μάθεις ποιος είναι; Γύρνα πίσω». Γυρίζοντας το σκίτσο βρισκόσουν μπροστά σε ένα καθρέπτη. Και μέσα στον καθρέπτη έβλεπες, ποιόν άλλον; Τον εαυτό σου. Ναι η παραβολή του ασώτου είναι ο καθρέπτης μας. Μόνο αν αναγνωρίσουμε την μορφή μας στο πρόσωπο του ασώτου, μόνο αν βαπτίσουμε τον άσωτο με το δικό μας όνομα, μόνο τότε θα κατανοήσουμε το βάθος και το ύψος της παραβολής.
Δύο τα μηνύματα της παραβολής του ασώτου για μας. Το ένα σαν αμαρτωλοί το ακούμε. Το άλλο το ακούμε σαν συναμαρτωλοί. Είμαστε αμαρτωλοί. Ο αμαρτωλός κινδυνεύει από πολλούς κινδύνους. Ο χειρότερος είναι η απελπισία. Αμάρτησες; Καλά ήταν μα μην αμαρτήσεις. Αλλά ποιος μπορεί να καυχηθεί, ότι δεν έχει αμαρτίες. Μην απελπίζεσαι. Μη αποκάμνεις, σήκω, και  για σένα σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Η μετάνοια και  σένα περιμένει. Μην απελπίζεσαι. Για δες, τι ήταν η Ραάβ, που σώθηκε; Μια πόρνη. Τι ήταν ο ληστής, που πρώτος μπήκε στον παράδεισο; Αιμοσταγής φονιάς. Τι ήταν ο Παύλος, που αναδείχθηκε πρώτος Απόστολος; Διώκτης των Χριστιανών. Τι ήταν ο νέος της παραβολής; Άσωτος, σαν και σένα, σαν και μένα. Και για μένα, και για σένα είναι η σωτηρία και η βασιλεία του Θεού. δεν είμαστε όμως μόνο αμαρτωλοί. Είμαστε και συναμαρτωλοί. Και σαν συναμαρτωλοί καλούμαστε να δείχνουμε συμπάθεια και επιείκεια σε κάθε αμαρτωλό. Θέλεις έλεος; Δείχνε έλεος. Όχι σκληροί στους μετανοούντας αμαρτωλούς. Οι αμαρτωλοί δεν θέλουν μαστίγιο. Θέλουν στοργή. Η Εκκλησία πάντα έχει αγάπη. Και εμείς αμαρτωλοί. Έλεος ζητάμε. Έλεος ας δείξουμε. Όλους μας περιμένει ο Πατέρας για όλους έχει σφαγή ο «μόσχος ο σιτευτός» ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Για όλους η χαρά στο σπίτι του Πατέρα, στην Βασιλεία των ουρανών. Αμήν

αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου: «Ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν» (Κυριακή του Ασώτου)

Η Εκκλησία, προκειμένου να μας ενθαρρύνει στην πορεία της αναγεννήσεώς μας, μας δίδει την ευκαιρία να μελετήσουμε την παραβολή του ασώτου υιού λίγο πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Πρόθεσή της είναι να καταδείξει ότι, όσο σκληρός και αν είναι ο αγώνας μας, η απόγνωση δεν έχει θέση στην εν Χριστώ ζωή. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος μας αναζητεί και μας αναμένει με ανοιχτές αγκάλες. Όχι απλώς μας παρακολουθεί από μακριά, αλλά σπεύδει ακόμη και να μας συναντήσει, επιποθώντας να μας οδηγήσει στη Βασιλεία Του.

Τέτοια είναι η αγάπη του ουράνιου Πατρός. Το τροπάριο που ψάλλουμε στην αρχή της ακολουθίας της μοναχικής κουράς είναι γνωστό ως «αγκάλες πατρικές»: «Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον αφορών των οικτιρμών Σου Σωτήρ. Νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν. Σοι γαρ, Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο μοναχισμός αποτελεί φοβερό άλμα πίστεως, στο επίμοχθο έργο της μετανοίας. Ωστόσο, από το ξεκίνημα ακόμη ψάλλουμε τον τρυφερό αυτό ύμνο, ως υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον, εφόσον γευθήκαμε την αγάπη του Θεού.

Ας εξετάσουμε την ίδια την παραβολή. Ο νεότερος γιος απαιτεί από τον πατέρα του: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Ο Θεός τρέφει ύψιστο σεβασμό για την ελευθερία των τέκνων Του και τους αποδίδει ανεπιφύλακτα όσα ισχυρίζονται ότι τους ανήκουν. Δεν μας επιβάλλει να Τον αγαπήσουμε, γιατί όποιο έργο αναλαμβάνεται με εξαναγκασμό δεν έχει καμία αξία στην αιωνιότητα. Η αγάπη καταξιώνεται, όταν προσφέρεται ελεύθερα από καρδιά γεμάτη με πίστη, διαφορετικά αποδεικνύεται ευτελής.

«Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόπρισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Εδώ φαίνεται καθαρά η δυναμική του κακού. Μόλις αποδεχθούμε και τον μηδαμινότερο κακό λογισμό, παραχωρούμε στον εχθρό ένα μικρό άνοιγμα, για να εισέλθει. Στη συνέχεια μας παρασύρει ολοένα και πιό κάτω, ενώ η δική μας αντίσταση διαρκώς εξασθενεί. Κατά την πατερική διδασκαλία, πρέπει να καταπνίγουμε τους λογισμούς αυτούς μόλις εμφανισθούν, διαφορετικά είναι αδύνατον να λυτρωθούμε από αυτούς χωρίς τη μεσιτεία των Αγίων της Εκκλησίας μας. Με τον τρόπο αυτό, η δύναμη του κακού επιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μας καταποντίζει στο απύθμενο χάσμα της αμαρτίας και της απώλειας. Η τρομακτική μακρινή χώρα, απ’ όπου απουσιάζει ο Θεός αναφέρεται στις Γραφές ως άδης. Οποτεδήποτε εγκαταλείπουμε τον οίκο του Πατέρα, αποξενωνόμαστε από την αγάπη Του. Έχοντας εκλάβει την προστασία Του ως δεδομένη, την απορρίπτουμε και επιχειρούμε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, μακριά από τον εναγκαλισμό της πατρικής αγάπης Του.

«Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Αυτό σημαίνει ότι εκδαπάνησε άσκοπα την ίδια του την ύπαρξη – την ουσία και την υπόστασή του. Απέρριψε το χάρισμα της υιοθεσίας. Εγκατέλειψε την τιμή της υιότητας του ενός αληθινού Πατέρα του και κατάντησε άγριο θηρίο. Όταν ο άνθρωπος παίρνει αψήφιστα τη χάρη που του απένειμε ο ουράνιος Πατέρας, τα χάνει όλα. Είναι αλήθεια ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχε έλθει στη ζωή αυτή, παρά να αποκοπεί από την ευδοκία της θεϊκής ευσπλαχνίας. Όπως διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, το έλεος Του είναι πολυτιμότερο από τη ζωή.

«Εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι». Δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο από την ξηρασία που επακολουθεί την υποχώρηση της χάριτος. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο του χωρισμού από αυτήν. Και όταν η απομάκρυνση της οφείλεται στην παράβαση και στην ανυπακοή του ίδιου του ανθρώπου, η αγωνία του κορυφώνεται και αυτός αρχίζει να «υστερείται». Υποφέρει από πείνα και δίψα, και ενώ παλαιότερα απολάμβανε τον πατρικό εναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στον λιμό της καρδιάς του και μέσα στον τυραννικό κλοιό του θανάτου.

Η μακρινη χώρα του λιμού είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει· είναι ο κόσμος ο οποίος απέρριψε τον Θεό και τη χάρη Του, και οι κάτοικοί του ζουν μέσα σε βαθειά ερήμωση. Οι αποθήκες και οι τσέπες τους είναι ίσως ασφυκτικά γεμάτες, αλλά οι ξηρές καρδιές τους πλήττονται από τη φοβερή δυστυχία του λιμού. Καρδιά γεμάτη από τη χάρη του Θεού είναι ανενδεής, γιατί πλούτος της είναι ο Ίδιος ο Κύριος. Ο άνθρωπος τότε υποφέρει τη φτώχεια με χαρά, εκλαμβάνοντας όλες τις θλίψεις ως ευκαιρίες αγαλλιάσεως εν Κυρίω. Η ανέχεια μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του ανθρώπου στο Πνεύμα του Θεού σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απελευθερώσει μέσα του μεγάλη ενέργεια, ικανή να τον στηρίξει σε κάθε μορφή αντιξοότητας. Όσο για την κενή καρδιά, φαίνεται να μην υπάρχει τέλος στη δυστυχία της.

Ο λιμός της μακρινής εκείνης χώρας δεν είναι απλώς η πείνα μιας αποστεγνωμένης και απολιθωμένης καρδιάς που στερήθηκε τη χάρη. Ο ατυχής νέος, αφού απόλαυσε μεγάλη άνεση στον οίκο του πατέρα του, αποστασιοποιήθηκε από τον Θεό και τη Βασιλεία της αγάπης Του τόσο πολύ, ώστε να εξοικειωθεί με το απόκοσμο βασίλειο των δαιμόνων και να υποταχθεί στα καταχθόνια σχέδια τους. Όταν ο άνθρωπος δεν αναλαμβάνει το έργο του Θεού σε συνεργασία μαζί Του για την οικοδόμηση της σωτηρίας του, εύκολα οι δαίμονες τον θέτουν υπό τον έλεγχο και την εκδούλευση τους. Του αναθέτουν να βόσκει χοίρους, δηλαδή τον οδηγούν στο να τροφοδοτεί την ολέθρια φλόγα των παθών. Και η μόνη ανταμοιβή βέβαια από τέτοιο έργο είναι η κατάρα του θανάτου. Στην Παλαιά Διαθήκη η κατάρα επερχόταν ως συνέπεια αμαρτίας αλλά και ως επακόλουθο αμέλειας στην εκπλήρωση των έργων του Θεού. Όπως μαρτυρεί ο προφήτης Ιερεμίας: «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 48,10). Αν ο άνθρωπος επιχειρήσει να επιτελέσει το έργο του Θεού με μισή καρδιά, θα επισύρει επάνω του κατάρα, ακόμη και αν ζει μέσα στον οίκο του Θεού. Ο Θεός μας είναι όντως ζηλωτής και δεν ανέχεται μερισμό στην καρδιά του ανθρώπου. Δεν αρκείται σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεί ολόκληρη την καρδιά όχι από ιδιοτέλεια, αλλά για να την γεμίσει με το πλήρωμα της θεϊκής ζωής Του.

Ο δυστυχής και επικατάρατος άσωτος υιός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ». Ο στίχος αυτός ρίχνει φως σε μια τρομακτική πραγματικότητα. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείψει, τότε οι ανθρώπινες αλλά ακόμη και οι αγγελικές δυνάμεις αδυνατούν να μας συνδράμουν. Φυσικά ο άνθρωπος εκούσια εγκαταλείπει τη θεϊκή Βασιλεία της ζωής και του φωτός, για να προσχωρήσει στο ζοφερό βασίλειο του θανάτου. Υπόκειται έτσι στη δυναμική του κακού και δαπανά εφεξής όλες τις δυνάμεις του μόνο για την επιβίωσή του. Καθώς όμως αγωνίζεται να επιζήσει, καταποντίζεται όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία, ενώ η κατάρα που επισύρει επάνω του γίνεται δριμύτερη. Όσο περισσότερο ενδίδει στα πάθη, τόσο επιτείνεται η λιμοκτονία του από την απουσία του Θεού. Η καρδιά του ανθρώπου μένει απαράκλητη από τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου τούτου. Μόνο η άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος του Θεού μπορεί να την ικανοποιήσει αληθινά.

Ανεξάρτητα από το πόσο έχει εξαχρειωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία ή πόσο βαθιά έχει βυθισθεί στην άβυσσο της κολάσεως, διατηρεί πάντοτε μέσα του κάποια ευγένεια που δεν μπορεί να απαλειφθεί, δηλαδή την εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε. Ο Θεός εμφύτευσε στην ύπαρξή μας τη δυνατότητα της μετάνοιας, ώστε να μπορούμε να στρεφόμαστε προς Αυτόν και να ικετεύουμε για τη συγχώρηση Του οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας. Όταν ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν», εξετάζει προσεκτικά την καρδιά του και στη συνέχεια καταφεύγει στον Θεό με υπευθυνότητα, δηλαδή με την αλήθεια της μετάνοιάς του. Τότε Εκείνος του απονέμει μεγάλη τιμή, εκχέοντας πάνω του τους αναζωογονητικούς καταρράκτες του ελέους Του. Έχοντας δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά την εικόνα και την ομοίωσή Του, εμφύσησε στη φύση του τον πόθο της θεϊκής υιοθεσίας, στον οποίο ο Θεός αποκρίνεται με τους ευλογημένους και σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τα εμά σα εστιν». Αυτό σημαίνει: «Το πλήρωμα της ζωής μου, ώ άνθρωπε, είναι τώρα δική σου ζωή». Όσα ιδιώματα έχει ο Θεός εκ φύσεως τα αποδίδει δωρεάν στον άνθρωπο ο οποίος γίνεται κατά χάριν θεός.

Η πείνα και η δίψα του ασώτου τον υποχρεώνουν σε βαθειά αυτοεξέταση. Όταν ο άνθρωπος συνέρχεται, απαιτείται μεγάλη ανδρεία, προκειμένου να εξετάσει την καρδιά του και να έλθει αντιμέτωπος με την αληθινή και ολέθρια πτωχεία που τον χαρακτηρίζει. Μόλις όμως αντιληφθεί και εξομολογηθεί την κατάσταση του, ο Θεός σπεύδει να του συμπαρασταθεί. Τον φωτίζει, υποδεικνύοντας του πού ακριβώς βρίσκεται. Με την παράδοξη αυτή όραση, όπως εξηγεί ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος δέχεται τον φωτισμό του Θεού «εκ των όπισθεν». Δεν βλέπει τον Θεό, αλλά μάλλον αποκτά επίγνωση των αμαρτημάτων του. Η χάρη του αποκαλύπτει τα υστερήματα του. Συναισθάνεται τότε την κόλαση στην οποία βρίσκεται, από την οποία απουσιάζει ο Θεός, όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν μία ακτίνα φωτός αποκαλύπτει ξαφνικά τη σκόνη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η επίγνωση της πνευματικής πτωχείας του προσδίδει στον άνθρωπο την ικανότητα να διακρίνει και να επιδιώκει μόνο τα άφθαρτα και θεϊκά πράγματα, ενώ συγχρόνως τον κάνει ικανό να περιφρονεί όλα τα φθαρτά της πρόσκαιρης αυτής υπάρξεως. Αυτή είναι η αρχή της σοφίας, εφόσον η γνώση της αληθινής μας καταστάσεως εμπνέει μέσα μας τον φόβο του Θεού (Ψαλμ. 110,10).

Είναι εξέχουσα η στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν». Οι ησυχαστές του δέκατου τέταρτου αιώνα έκαναν συχνή χρήση της φράσεως αυτής, που υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αμαρτία, διαχέει τον νου προς τον εξωτερικό κόσμο. Άσωτος υιός είναι, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, ο νους του ανθρώπου, ο οποίος, όταν αποχωρίζεται από τη μνήμη του Θεού, καθίσταται είτε θηριώδης είτε δαιμονιώδης. Τότε αρχίζει η ζωή της ασωτείας, που είναι αντίθετη προς τη σωφροσύνη και που προκαλεί τη διάσπαση και τη διάχυση του νου, των αισθήσεων και όλης της ζωής του ανθρώπου. Προκειμένου να ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, ο νους πρέπει να ενωθεί και πάλι με την καρδιά με μια θεραπευτική κίνηση προς τα μέσα. Είναι αναγκαίο να κατεβεί και να αναπαυθεί στην καρδιά, ώστε ενωμένος πάλι με αυτήν να μπορεί να κυβερνά αποτελεσματικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος, συγκεντρωθεί στην καρδιά, συντελείται μια τρίτη κίνηση, αυτή τη φορά προς τον Ίδιο τον Θεό. Το συνολικό σχήμα έχει κυκλικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όσιους ησυχαστές. Αφού «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού» στον εξωτερικό κόσμο (πρώτη κίνηση), ο άσωτος υιός «έρχεται εις εαυτόν» (δεύτερη κίνηση), ούτως ώστε να κατευθύνει όλη την ύπαρξη του προς τον εναγκαλισμό του Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου όμως ο άνθρωπος να επανασυνδέσει τον νου με την καρδιά του, πρέπει να αντιταχθεί στο πλήθος των λογισμών που του υποβάλλει ο εχθρός. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τη ρίζα τους στην υπερηφάνεια. Ωστόσο έχοντας ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, αρχίζει να εντοπίζει την προέλευση τέτοιου είδους λογισμών καθώς επίσης και τον σκοπό τους. Δεν τον εξαπατούν οι λογισμοί πια με την ίδια ευκολία όπως παλιά, γιατί μαθαίνει να επιτηρεί την είσοδο της καρδιάς του. Όταν τελικά καταφέρει να ενοικήσει σε αυτήν, τότε μόνο ταπεινοί διαλογισμοί θα αναφύονται στο έδαφος της, που θα τρέφουν και θα ζωογονούν την ύπαρξή του.

Οι περισσότεροι από εμάς ζούμε δυστυχώς έξω από την καρδιά μας, και ο νους μας παραμένει σε διαρκή σύγχυση. Ορισμένοι καλοί λογισμοί αναδύονται κατά καιρούς στην επιφάνεια, αλλά οι σκέψεις μας στην πλειονότητα τους είναι επιβλαβείς. Όσο εξακολουθούμε να αγνοούμε την καρδιά μας θα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του ολέθριου αυτού καθεστώτος. Προς το τέλος όμως ο πόνος εντείνεται τόσο πολύ, ώστε ανήμποροι να τον ανεχθούμε αρχίζουμε να ψάχνουμε τον δρόμο της επιστροφής.

Ενθυμούμενος το πατρικό του σπίτι ο άσωτος υιός συνέρχεται και αναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» Όλοι έχουμε θαμμένες βαθιά μέσα μας αναμνήσεις από τον οίκο του Πατρός, γιατί η ψυχή μας διατηρεί παντοτινά τα ίχνη της χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος, όταν ενδυθήκαμε τον Χριστό. Επιπλέον, κάθε φορά που μετέχουμε στα Άχραντα Μυστήρια η ύπαρξή μας σημαδεύεται ανεξίτηλα από την αγαθότητα του Θεού. Στην καρδιά του ασώτου άλλη ταπεινή σκέψη αναδύεται τώρα: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου …» Η διαδικασία της ενδότερης αναγεννήσεως έχει πια ξεκινήσει, αφού αποφάσισε να ανασηκωθεί από την πτώση του. Έχοντας αντικρίσει την πραγματικότητα της απώλειάς του, επιστρέφει προς τον εαυτό του και τον Θεό. Αρχίζει η δυναμική εν Θεώ αύξησή του. Είναι έτοιμος να φωτισθεί και να καθαρισθεί, αφού άρχισε να μιλά με ειλικρίνεια στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς του. Οι προσευχές μιάς κατακερματισμένης διάνοιας δεν έχουν ούτε ενάργεια ούτε βάθος, αλλά ο νους που επανασυνδέθηκε με την καρδιά ξεχειλίζει από ταπεινή προσευχή με τέτοια δύναμη, που φθάνει στα ώτα του Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τώρα την ισχύ της ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ότι η μόνη ορθή στάση είναι να αποδώσει όλη τη δόξα και την τιμή στον Θεό, ενώ στον εαυτό του «την αισχύνη του προσώπου» (Δανιήλ 9,7) εξαιτίας των αμαρτιών του. Καταθέτει όλη την εμπιστοσύνη του στο έλεος του Πατρός και όχι πια στο διεφθαρμένο εγώ του, και υιοθετώντας τη στάση αυτή της καρδιάς οδηγείται σε αληθινή μετάνοια. Όπως διαβάζουμε σε μία από τις μεγάλες «ευχές της γονυκλισίας» κατά την Πεντηκοστή: «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Είμαστε αμαρτωλοί και ανάξιοι του ελέους Του, αλλά έχουμε πλήρη πεποίθηση σε Εκείνον τον Οποίο λατρεύουμε. Το «αλλά» αυτό δεν μπορεί να λεχθεί χωρίς πίστη, και ακριβώς η πίστη αυτή είναι ο βράχος πάνω στον οποίο οικοδομούμε την πνευματική ζωή μας.

Ο άσωτος υιός, στη συνέχεια, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο: «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου». Δεν λέει «ένα των υπηρετών σου». Οι υπηρέτες ανήκαν γενικά στην οικογένεια του αφεντικού τους και περνούσαν τη ζωή τους μέσα στο οικιακό περιβάλλον. Απεναντίας οι μισθωτοί υπηρέτες δεν είχαν δικαίωμα να μένουν στο σπίτι του αφεντικού και μπορούσαν να απολυθούν ανά πάσαν στιγμήν. Έτσι ο άσωτος κρίνει ότι του αρμόζει να τοποθετηθεί στην ίδια τάξη με τους προσωρινούς εργάτες, τους πιο ασήμαντους υπηρέτες. Σε όσους μετανοούν αληθινά είναι πολύ χαρακτηριστικές τέτοιες ταπεινές σκέψεις, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη από τις προηγούμενες. Το πυρ της μετάνοιας βυθίζει τον άνθρωπο που μετανοεί στην άβυσσο της μηδαμινότητάς του, απ’ όπου μόνο ο Θεός μπορεί πάλι να τον ανυψώσει. (Ο Ίδιος ο Κύριος μας υπέδειξε την οδό αυτή: προηγήθηκε η κατάβασή Του στον Άδη, και από εκεί η ανάβασή Του υπεράνω όλων των ουρανών). Όσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος, τόσο κερδίζει σε σοφία, καλλιεργώντας αδιασάλευτη πίστη στο έλεος του Θεού και γνωρίζοντας ότι Αυτός θα τον ανυψώσει διαπαντός εν καιρώ ευθέτω (Α’ Πετρ. 5,6). Αφότου ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, μοναδική του μέριμνα είναι να καλλιεργεί τέτοιους λογισμούς, που τον τοποθετούν στην καθοδική πορεία της μετάνοιας. Γνωρίζουμε ότι, όποιος φέρεται από το Πνεύμα το Άγιο, δεν παύει να μέμφεται τον εαυτό του. Μάλιστα όσο περισσότερο οδεύει προς τα κάτω, ακολουθώντας το υπόδειγμα του Χριστού, τόσο υψηλότερα θα ανυψωθεί μαζί Του.

Όπως ακριβώς η ενέργεια του κακού ωθεί τον άνθρωπο στην απώλεια, έτσι και η ενέργεια της θείας χάριτος τον μετασχηματίζει, αν αυτός συμμορφώνει τη ζωή του με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος δέχεται τη σωτηρία, κάθε ταπεινός λογισμός γεννά άλλον ταπεινότερο, που αιχμαλωτίζει κάθε κακή σκέψη στην υπακοή των εντολών του Χριστού (Β’ Κορ. 10,15). Η χάρη του Θεού ανιστά τον άνθρωπο στη δόξα του εναγκαλισμού του από τον ουράνιο Πατέρα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία.

Η μεγάλη οδύνη βοήθησε τον άσωτο υιό να βρει την καρδιά του. Μέσα από τη δυναμική αλληλοδιαδοχή των ταπεινών λογισμών που αναζωογονούν την ψυχή του, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του πνευματικού χώρου της μετάνοιας. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Τόσο μεγάλη είναι η ισχύς ενός ταπεινού λογισμού. Με λίγες μόνο λέξεις η Αγία Γραφή εστιάζει την προσοχή μας στη μεγαλειώδη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί και τον κεκρυμμένο σκοπό της παραβολής αυτής. Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στην καρδιά του και αρχίζει να αυξάνει μέσα του τη χάρη ταπεινώνοντας τον νου του, αποκτά ανδρεία λέοντος στη μετάνοιά του. Επιπλέον ο αυτοκαθορισμός του ενδυναμώνεται, ώστε είναι έτοιμος να υπομείνει ακόμη και την κάμινο του ίδιου του άδη. Όπως και αν διαμορφώνονται οι περιστάσεις του βίου του, είναι πια οπλισμένος με τέτοιο θάρρος και τόση παρρησία, που προσφεύγει πάντοτε στον Θεό με ακλόνητη ετοιμότητα για άλματα της πίστεως.

«Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαγχνίσθη». Ποιός άλλος πατέρας εκτός από τον ουράνιο έχει την ικανότητα να διακρίνει τόσο καθαρά και από τόσο μακριά, ακόμη και πίσω από τα βουνά των αμαρτιών μας; Αληθινά καταπλήττει το γεγονός ότι ο Θεός έφθασε ακόμη και στην άβυσσο της κολάσεως και της αμαρτίας για να αναζητήσει τα ίχνη του ανθρώπου. Πράγματι, η επισκοπή Του δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Μας παρατηρεί και καρτερεί υπομονετικά να έλθουμε εις εαυτόν και τότε μόνο μας ανιστά στο ύψος της δικής Του δόξας.

Ο πατέρας «ευσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» (Λουκ. 15,20). Τρέχει, πέφτει και καταφιλεί: τρία ρήματα που μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ο Θεός τρέχει να συναντήσει τον άνθρωπο που μετανοεί, ώστε να του χορηγήσει τη δύναμη που απαιτείται, για να ολοκληρώσει την καλή πρόθεση της επιστροφής του. Πέφτει στον τράχηλο του ανθρώπου, για να τον καταστήσει θεοφόρο, «άλογο» που έχει καβαλάρη τον Θεό. Το Ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τις θαυμάσιες αυτές εικόνες, για να καταδείξει την άπειρη αγάπη και ταπείνωση του Θεού. Τι Θεό έχουμε! Έχοντας υπερβεί τον θάνατο της αμαρτίας, ταπεινώθηκε ενώπιόν μας από αγάπη. Χάρη στην υπερβάλλουσα αγάπη Του γίνεται υπηρέτης του ανθρώπου, συγκαταλέγοντάς τον στη ζωή και τη Βασιλεία Του. Ο Θεός επιχέει τα ελέη Του πάνω στον άνθρωπο που μετανοεί σηματοδοτώντας μαζί Του το προοίμιο της αιώνιας ζωής, η οποία δεν γνωρίζει ούτε φθορά ούτε τέλος. Καθώς ο άνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει από δύναμη σε δύναμη, ενώ η αγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχώς από ένα πλήρωμα χαράς σε άλλο ακόμη μεγαλύτερο.

Δεν αργεί ο εύσπλαγχνος πατέρας να ακούσει τα λόγια του υιού του, και αμέσως τον σφίγγει στην αγκαλιά του και τον καταφιλεί. Ο πατέρας γνωρίζει την αλλοίωση της καρδιάς του και μέσα στη χαρά του ούτε καν ακούει την εξομολόγησή του. Ποθεί τόσο φλογερά να αποκαταστήσει τον μεταμελημένο γιο του, ώστε διατάζει τους υπηρέτες να φέρουν την πιο εκλεκτή στολή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν στεκόμαστε με μετάνοια ενώπιον του Θεού και πενθούμε. Ο Θεός μας συγχωρεί, πριν ακόμη να το καταλάβουμε. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι η αλήθεια της μετάνοιάς μας επισφραγίζεται, μόνο όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον ενός «ομοιοπαθούς» ανθρώπου (Πράξ. 14,15), ενός ιερέα της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο πατέρας, όταν αγκαλιάζει τον υιό του, του μεταδίδει την ίδια τη ζωή του και του προσφέρει όλα τα πλούτη του, όπως ακριβώς θα έκανε, αν εκείνος δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ την πατρική εστία. Θεωρώντας τα αμαρτήματα του ως ελάχιστα ίχνη σκόνης πάνω σε έναν καθρέφτη τα εξαλείφει όλα, αφήνοντας τη γυάλινη επιφάνεια ολοκάθαρη, όπως ήταν στην αρχή. «Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην …» Ο πατέρας τον ενδύει με την περιβολή της τιμής και της δόξας και του φορεί δαχτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια. Σύμφωνα με τους Πατέρες η ενδυμασία δηλώνει την τιμή της υιοθεσίας. Το δαχτυλίδι συμβολίζει τη δύναμη που του παρέχεται, ώστε να ζήσει στο εξής αναμάρτητη ζωή, ενωμένος με τον Θεό και τηρώντας τις εντολές Του. Επιπλέον, στα αρχαία χρόνια, όταν κάποιος έδιδε το δαχτυλίδι του σε κάποιον άλλο, σήμαινε ότι του μεταβίβαζε την εξουσία του. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Θεός κατά την επιστροφή του αμαρτωλού. Του παραδίδει την εξουσία του κληρονόμου της ίδιας της ζωή Του. Τα υποδήματα αποτελούν επίσης σύμβολο υιοθεσίας. Μόνο οι υπηρέτες περπατούσαν ανυπόδητοι, ενώ τα υποδήματα συνιστούσαν το διακριτικό σημείο ελευθερίας του ανθρώπου.

«Ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν». Ο πατέρας, γεμάτος αγαλλίαση, ετοιμάζει λαμπρή εορτή για την επιστροφή του υιού του. Όπως βεβαιώνει ο Κύριος: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». Πράγματι, ζούμε στη γη μεταξύ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε από τις ακτίνες φωτός της επουράνιας Βασιλείας και απειλούμαστε από τις ζοφερές σκιές του Άδη. Ανάλογα με την ελεύθερη επιλογή μας να ασπασθούμε είτε τον ένα κόσμο είτε τον άλλο, η στιγμή της διαβάσεώς μας θα αποδειχθεί πύλη εισόδου στην αιώνια μακαριότητα ή στο τυραννικό σκότος του ίδιου του παραλογισμού μας. Ο ουράνιος Πατέρας όμως έχει μία μόνο σκέψη: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη». Η χάρα του ουρανίου Πατρός είναι ανεκλάλητη, γιατί ανεξάντλητη είναι και η δίψα Του για τη σωτηρία μας! Στην ουσία είναι ο δικός Του σφοδρός πόθος για την επιστροφή μας που απεργάζεται τη δική μας μετάνοια.

Η επιστροφή του ασώτου υιού δεν χαροποίησε, ωστόσο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στους αγρούς, έξω από την πατρική οικία. Αυτός εκπροσωπεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, όπως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του. Έτρεφαν μάλλον την πεποίθηση ότι η τυπική από μέρους τους τήρηση του Νόμου θα υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο τον Θεό να τους αποδώσει τη σωτηρία.

«Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα». Επειδή ήταν αδύνατον να εννοήσει ο μεγάλος γιός τι συνέβαινε, αναγκάσθηκε να ρωτήσει έναν υπηρέτη, ο οποίος και τον πληροφόρησε: «Ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν». Εκείνος τότε, υπό το κράτος της εγωιστικής ηθικής του, οργίσθηκε και αντέδρασε ως ακάρδιος ή μάλλον ως λιθοκάρδιος. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι σαν να δήλωνε στον Θεό: «Αν υποδέχεσαι αμαρτωλούς στη Βασιλεία σου, εγώ προτιμώ να μείνω έξω». Δυστυχώς η στάση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς χριστιανούς. Λίγοι από μας χαιρόμαστε αληθινά για την επιστροφή ενός αδελφού που έζησε αμαρτωλή ζωή και πολύ συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε με δυσφορία την πνευματική του σταθερότητα και πρόοδο.

«Ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Όπως ακριβώς ο πατέρας έσπευσε νωρίτερα να προϋπαντήσει τον άσωτο γιο του, έτσι εξέρχεται τώρα να συναντήσει και τον μεγάλο γιο του. Ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά στο καθένα από τα τέκνα Του, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα κοντά Του. Πόσοι από μας όμως αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στη χαρά του επουράνιου Πατέρα μας! Αντιλέγουμε με αλαζονική αναισθησία: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολην σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Η απάντηση αυτή δείχνει ότι η σχέση μας με τον ουράνιο Πατέρα μας δεν αποτελεί σύνδεσμο αληθινής αγάπης. Αν όμως δεν συνδεόμαστε με τον Χριστό με ταπεινή αγάπη, απέχουμε πάρα πολύ από την τελειότητα και η σωτηρία μας είναι αβέβαιη. Τα λόγια του μεγάλου γιου συνιστούν σαφή ένδειξη ότι η καρδιά του στερείται του «άλατος» της αγάπης. Συνεχίζει τον λόγο με ακόμη εντονότερη πικρία: «Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Πόση αγανάκτηση αισθάνεται εναντίον του αδελφού του! Τον κατηγορεί, καταδικάζοντάς τον για τις αμαρτίες του, ανίκανος να διακρίνει τη μεταμόρφωση που επήλθε στην ψυχή του.

Τότε ο εύσπλαχνος πατέρας, μέσα στην άφατη αγαθότητά Του, αποκρίνεται: «Τέκνον, ου πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμά σα εστιν;». Αυτή είναι ίσως η πιο συγκινητική ρήση σε όλη την παραβολή. Ο πατέρας κατακλύζεται από τον πόθο να θεραπεύσει τον φθόνο του γιου του και του θέτει τον προβληματισμό: «Σε σένα έχω δώσει ήδη όλη μου την περιουσία. Γιατί φθονείς τον αδελφό σου; Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αγαπάς ως γιος μου». Αν η καρδιά του μεγαλύτερου υιού ήταν ενωμένη με την καρδιά του πατέρα του, τότε η χαρά του πατέρα θα ήταν και δική του χαρά. Η δόξα του αδελφού του θα ήταν και δική του δόξα, όπως ακριβώς το φως ενός κεριού δεν ελαττώνεται, όταν ανάβονται από αυτό άλλα κεριά. Όταν αποδεικνύουμε στον Θεό ότι Τον αγαπάμε ως αληθινοί υιοί, γινόμαστε ικανοί να λάβουμε όλα όσα είναι δικά Του, την ίδια τη ζωή Του και όλο τον ακένωτο πλούτο των χαρισμάτων Του.

Οι λόγοι του Κυρίου, διατυπωμένοι με εξαιρετική ευγένεια, φανερώνουν τον σφοδρό πόθο Του να μας θεραπεύσει από τη μικροπρέπεια της ζηλοτυπίας. Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, μετά την Ανάστασή του Κυρίου, ο Πέτρος ζητεί να ενημερωθεί για τον Ιωάννη. Είχε δει τον αγαπημένο μαθητή να γέρνει στο στέρνο του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο και διατήρησε την εικόνα αυτή στη μνήμη του. Νιώθοντας ο ίδιος μεγάλη ντροπή για τη δική του προδοσία, ρωτά τον Χριστό: «Ούτος δε [ο Ιωάννης] τί;» Και ο Κύριος αποκρίνεται: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί προς σε; Συ ακολούθει μοι» (Ιωάν. 21,22). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να μας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να Τον ακολουθούμε με πίστη και αφοσίωση, ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε τον μακάριο λόγο: «Πάντα τα εμά σα εστι». Και πραγματικά, όταν η καρδιά μας ανήκει στον Θεό, δεν υστερούμε σε τίποτα, αφού ό,τι δωρίζει στους αδελφούς μας αποτελεί συγχρόνως και δικό μας χάρισμα.

«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη». Αν ακολουθούμε τα ίχνη του Κυρίου με πιστότητα, η σωτηρία όλων των ανθρώπων θα είναι η μόνη μας επιθυμία. Τότε και η δική μας σωτηρία θα αποτελεί φυσικό επακόλουθο, εφόσον η επιθυμία μας θα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόθο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Γνώρισα έναν μοναχό που προσευχόταν για πολύ καιρό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε όλο τον κόσμο, και μένα». Με άλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε όλους τους ανθρώπους στον Παράδεισο, και ίσως τότε υπάρξει και για μένα κάποια ελπίδα».

Όταν ακολουθούμε τον Κύριο, μοναδική μας μέριμνα είναι να Τον ευαρεστούμε και να Του αποδίδουμε ευχαριστία σε ό,τι κάνουμε. Προηγουμένως όμως είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε αυθεντική σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας την ταπείνωση του τελώνη και την αποφασιστική μετάνοια του ασώτου υιού. Ο Θεός δημιούργησε κάθε άνθρωπο με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ιδιαίτερος και μοναδικός σύνδεσμός του με τον Δημιουργό του να τον ολοκληρώνει και να τον τελειοποιεί. Έτσι αποτελεί ύψιστη αποστολή και σκοπό μας η δημιουργία ισχυρής σχέσεως με τον Χριστό και ο αδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε όλες οι ανθρώπινες σχέσεις μας θα αντλούν δύναμη από τον σύνδεσμό μας με τον Θεό και θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τα πάντα, κάθε στοιχείο του κτιστού κόσμου, στο φως της σχέσεως αυτής. Αν η βελτίωση της σχέσεώς μας μαζί Του καταστεί η μοναδική φροντίδα μας, τότε βαθειά μετάνοια θα εκπηγάσει από τα βάθη του είναι μας. Όσο περισσότερο αυξανόμαστε εν Χριστώ, τόσο εναργέστερα θα προβάλλει μπροστά μας η πτωχεία μας ανανεώνοντας διαρκώς την έμπνευσή μας. Δεν θα φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δεν θα είναι ικανό να μας χωρίσει από την αγάπη Του.

Η σχέση που οικοδομήσαμε με τον Σωτήρα μας στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και στον μέλλοντα κόσμο. Θα κριθούμε ανάλογα με την αγάπη μας και σύμφωνα με κάθε λογο του Χριστού που είναι αποθησαυρισμένος στο Ευαγγέλιο. Όπως ακριβώς ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του έθεσε στον Πέτρο το ερώτημα: «Φιλείς με;», το ίδιο ερώτημα θα θέσει στον καθένα από μας στον μέλλοντα αιώνα: «Και συ, φιλείς με;» Και εμείς θα απαντήσουμε: «Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι φιλώ Σε». Ο δυναμισμός όμως και η παρρησία της αποκρίσεώς μας θα εξαρτηθούν εξ ολοκλήρου από το βάθος του συνδέσμου μας με το Πρόσωπο του Χριστού. Όποια στάση υιοθετήσουμε στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και μετά το μνήμα, γεγονός που γίνεται σαφές στην ευαγγελική αφήγηση περί της κρίσεως των δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλό πάνω στη γη; Σε Σένα πρέπει δόξα, σε μας αισχύνη» (Ματθ. 25,37-39) είναι η ταπεινή σκέψη που προφέρουν οι δίκαιοι ενώπιον του Κριτού και η οποία έθρεψε τη μετάνοιά τους στη ζωή αυτή. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε και εμείς να μαθητεύσουμε στη στάση αυτή της ταπεινώσεως από τώρα, ώστε να αξιωθούμε της αιώνιας ζωής με τον Κύριο. Η αλαζονεία και η αυτοδικαίωση δεν έχουν θέση στη ζωή Του, μπορούν όμως να μας συνοδεύσουν τραγικά στην αιωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σε αιώνιο χωρισμό από Αυτόν.

Για μας Παράδεισος είναι ο Χριστός. Ο άγιος Σιλουανός διαβεβαιώνει: «Αν όλοι οι άνθρωποι μετανοούσαν και τηρούσαν τις εντολές του Θεού, ο παράδεισος θα ήταν στη γη, γιατί η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Η Βασιλεία του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο στον ουρανό και στη γη». Ο Παράδεισος αρχίζει στη γη με την αγάπη προς τον Θεό και τους αδελφούς μας. Εδώ έγκειται όλος ο πλούτος της αιώνιας ζωής, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, για να μεγαλύνει τον Θεό αποδίδοντάς Του αιώνια δόξα. Εκείνος πάλι αγάλλεται με την επιστροφή της δόξας αυτής στην εικόνα Του, τον άνθρωπο, ο οποίος τότε απονέμει ακόμη μεγαλύτερο αίνο στον Δημιουργό του. Έτσι εισχωρούμε στην αέναη αυτή ανακύκλωση της αγάπης και της δοξολογίας. Η «κατά Θεόν αύξηση» συνιστά την αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, ο οποίος κλήθηκε να ομοιωθεί με τον Ίδιο τον Θεό.

—————————————————————
(Αρχιμ. Ζαχαρία, Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, εκδ. Ι. Σταυροπηγιακής Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012, σ. 171-190)

Κυριακή ΙZ΄ Λουκά – Η παραβολή του Ασώτου



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α´ Κορ. στ΄ 12 – 20
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Λουκ. ιε´ 11 – 32
Ἦχος β´– Ἑωθινόν: Β´
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
1. Τ φοβερ δράμα τς μαρτίας
    παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα, μᾶς εἶναι πολὺ γνω­στή, διότι ὄχι μόνο τὴν ἀκοῦμε κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ἀλλὰ κυρίως διότι ἱστορία ποὺ περιγράφει ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴ ἱστορία τοῦ καθενός μας: τὸ δράμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ μέρα τῆς πτώσεώς του. 
   Τί μᾶς λέει αὐτὴ ἡ Παραβολή;... Ζοῦ­σε κάποτε ἕνας πατέρας ποὺ εἶχε δύο ­γιούς. Μιὰ μέρα, ὁ νεότερος γιὸς ­ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸ μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνήκει. Μόλις τὸ πῆρε, ­σηκώθηκε κι ἔ­­φυγε ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσει σὲ ἄλλη χώρα μακριά. Ἐκεῖ σπατάλησε ὅλη του τὴν περιουσία «ζῶν ἀσώτως», κάνοντας δηλαδὴ ζωὴ ἄσωτη καὶ ­ἀκόλαστη. Κι ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε φτάσει στὴν ἔσχατη φτώχεια, συνέβη τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ πέσει πείνα σὲ ὅλη τὴ χώρα ἐκείνη. Ἡ κατάστασή του ἦταν οἰκτρή, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὸν λυπόταν γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει. Μόνο ἕνας δέχθηκε νὰ τὸν κρατήσει ὡς χοιροβοσκό, ἀλλὰ μὲ συνθῆκες ἐξευτελιστικές: δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει οὔτε κὰν ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων. 

   Ποῦ κατάντησε ὁ ἐπαναστάτης νέος! Ἀπὸ τὸν πλοῦτο στὴ φτώχεια, ἀπὸ τὴ φτώχεια στὴν πείνα, ἀπὸ τὴν πείνα στὴ δουλεία... Ἔφυγε γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος καὶ κατάντησε δοῦλος. Ἄφησε τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, γιατὶ πίστευε ὅτι αὐτὴ τὸν ἔπνιγε· ὡστόσο στὴ μακρινὴ χώρα ποὺ κα­τέφυγε, πουθενὰ δὲν βρῆκε ἀληθινὴ ἀγάπη. Κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ τὸν βοηθήσει, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ ἀργοπεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὶς στερήσεις. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ διέρρηξε τὴ σχέση καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν πατέρα του, ἔμεινε μόνος καὶ ἀβοήθητος. 
   Αὐτὴ εἶναι ἡ περιπέτεια κάθε ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ περιπλανιέται στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας. Κι ἐμεῖς κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε οὐσιαστικὰ ἐπαναστατοῦμε ἔν­αντι τοῦ Θεοῦ, προδίδουμε τὴν ἀγάπη Του καὶ χωριζόμαστε ἀπ’ Αὐτόν. Κι ὅσο ἐμμένουμε στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, αὐτὴ μᾶς γίνεται συνήθεια καὶ κατόπιν πάθος, τὸ ὁποῖο μᾶς ὑποδουλώνει. 
    Τί φοβερὴ ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία! Σὲ ὁδηγεῖ στὴ στέρηση καὶ στὴν ἐξαθλίωση, στὴ φοβερὴ μοναξιὰ καὶ ἐγκατάλειψη· καί, τέλος, στὸν αἰώνιο θάνατο. Γι’ αὐτὸ κι εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ κόβουμε τὰ δεσμὰ τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν μας. Νὰ ποθοῦμε τὴν ἐπανασύνδεση μὲ τὸ πατρικὸ σπίτι. Τὴ ζωὴ κοντὰ στὸ Θεὸ Πατέρα μας.
2. στοργικς πατέρας
   Ἔτσι ἔκανε ὁ «νεώτερος υἱός», ὁ ὁ­­­ποῖ­­ος, μόλις συνειδητοποίησε τὴν ­ἄ­­­­θλια κατάστασή του, πῆρε τὴν ­ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς: Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ· «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπι­όν σου»· δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου. Τουλάχιστον κάνε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ὑπηρέτες σου. 
   Καὶ ἡ σωτήρια ἀπόφαση ἔγινε πράξη. Ὁ ἄσωτος πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅμως, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, ὁ πατέ­ρας του – ὁ ὁποῖος περίμενε τόσο καιρὸ αὐτὴ τὴν ὥρα!... – τὸν εἶδε κι ἔτρεξε νὰ τὸν προ­ϋπαντήσει. Τὸν ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν κα­ταφιλοῦσε μὲ στοργή... 
   Συγκλονισμένος ὁ γιὸς ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησή του: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου! Τὸν διέκοψε ὅμως ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα, ποὺ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ στοὺς δούλους: Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ ἀπ’ ὅσες ἔχουμε, αὐτὴν ποὺ φοροῦσε ὁ γιός μου πρὶν φύγει. Ντύστε τον καὶ δῶστε του δαχτυλίδι νὰ τὸ φοράει στὸ χέρι του, καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Καὶ φέρτε καὶ ­σφάξτε «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια ποὺ τρέφουμε ξεχωριστὰ γιὰ κάποια ἐξαι­ρε­τικὴ περίσταση. Θὰ φᾶμε, θὰ χαροῦμε καὶ θὰ ­πανηγυρίσουμε, διότι «ὁ υἱός μου νε­­κρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀ­­πολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη»· μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε. Κι ἔτσι ἄρχισε τὸ πανηγύρι. 
   Τὴν ἴδια ὥρα γύρισε κι μεγαλύτερος γιὸς ὁποῖος ἔλειπε στὰ χωράφια. Αὐτός, ὅταν ἔμαθε τὰ νέα γιὰ τὸν μικρότερο ἀδελφό του καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ὑποδέχθηκε ὁ πατέρας, θύμωσε πολὺ καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. Ἀλλὰ ὁ πατέρας δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος. Βγῆκε ἔξω κι ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴ μείνει ἀμέτοχος στὴ χαρὰ τῆς ἐπιστρο­φῆς τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του. 
   Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστη ἡ σοφὴ καὶ διακριτικὴ παρουσία τοῦ στοργικοῦ πατέρα τῆς Παραβολῆς. Ὁ ­τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ παιδαγωγεῖ τοὺς γιούς του εἶναι ὁ ἴ­­διος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς Πατέρας στὴ ζωή μας: ἀ­­­πέραντη ἀγάπη καὶ σεβασμὸς στὴν ἐλευθερία μας.
Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἀφήνει νὰ μᾶς διδάξει ἡ πείρα ὅ,τι δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε μόνοι μας. Ἀκόμη κι ἂν φεύγουμε ἀπὸ κοντά Του, Ἐκεῖνος δὲν παύει νὰ μᾶς περιμένει. Ἡ ἀγκαλιά Του εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθεῖ τὴν ἐπιστροφὴ κάθε ἁμαρτωλοῦ. Τὴ μετάνοια ὅλων τῶν ἀνθρώπων: καὶ αὐτῶν ποὺ λιμοκτονοῦν στὶς χῶρες τῆς ἁμαρτίας, καὶ αὐτῶν ποὺ βασανίζον­ται ἀπὸ τὴν ἐγωιστική τους αὐτάρκεια μέσα στὸ ἴδιο τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Πόση ἐλπίδα μᾶς δίνει αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα!
   Ἂς γυρίσουμε λοιπὸν κοντά Του. Εἴ­μαστε παιδιά Του καὶ ἔχει φυλάξει γιὰ τὸν καθένα μας τὰ δῶρα τῆς υἱοθεσίας. Γιὰ ὅλους ἔχει σφαγεῖ «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός», ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἐπιστροφή μας καὶ ἡ ἐπιστροφὴ κάθε ἀδελφοῦ μας στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι ἀφορμὴ γιὰ ἕνα ξεχωριστὸ πανηγύρι καὶ ἐδῶ στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανό· ἕνα πανηγύρι ποὺ σὰν αὐτὸ μακάρι ὅλοι ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ ζήσουμε στὴν ἐπουράνια Βασιλεία Του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
πηγή

H παραβολή του ασώτου υιού ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†) - Ἡ θρασύτητα τοῦ γυιοῦ καί ἡ καλωσύνη τοῦ Πατέρα

Ἡ θρασύτητα τοῦ γυιοῦ καί ἡ καλωσύνη τοῦ Πατέρα
Ὁ Κύριος καί σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς εἶπε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, γιά νά μᾶς δείξει πῶς πρέπει νά προσέχουμε τή ζωή μας καί τό Νά μᾶς διδάξει, ὅτι στή ζωή μας, πρέπει νά ἔχουμε πρῶτα τό καθῆκον. Καί μέσα στό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας, νά ἔχουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα, τήν ἀπέραντη ἀγαθότητα, καλωσύνη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Τήν σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυεύσπλαγχνος, γεμάτος ἀγάπη καί καλωσύνη. Ὅλα τά ἄλλα πρέπει νά εἶναι δεύτερα, τρίτα καί τελευταῖα.

Μᾶς εἶπε λοιπόν ὁ Κύριος: Ἕνας πατέρας εἶχε δύο παιδιά. Τά δύο παιδιά του ὅμως, ἦταν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ὁ ἕνας εἶχε τό νοῦ του στόν ἑαυτό του. Στό τί θέλω, τί μοῦ ἀρέσει. Καί ὁ ἄλλος εἶχε τήν σκέψη του στό καθῆκον. Τί ὀφείλω νά κάνω. Τί πρέπει νά κάνω. Τί ἔχω χρέος νά κάνω, ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πατέρα
Ὁ πρῶτος γυιός, θά λέγαμε ὁ ἔξυπνος καί ὁ μάγκας τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, πῆγε μιά μέρα στόν πατέρα του καί τοῦ εἶπε:
—Πατέρα, τί νά τό κάνω ἐγώ νά περιμένω νά πεθάνεις, γιά νά σέ κληρονομήσω. Τότε πού θἄχω γεράσει; Χάρισμά σου τότε. Ἐγώ τώρα τά θέλω. Νά μᾶς δώσεις, νά μᾶς μοιράσεις τήν περιουσία, νά μπορέσω καί ἐγώ νά κάνω ὅτι θέλω. Ἐγώ, τώρα τά θέλω τά χρήματα. Δέν τά θέλω τότε πού θά
Ὁ πατέρας φέρθηκε μέ καλωσύνη. Καί τοὖπε:
—Καλά παιδί μου, νά σᾶς τά μοιράσω.
Καί μοίρασε τήν περιουσία του στά δύο. Τά μισά τοῦ πρώτου παιδιοῦ καί τά ἄλλα μισά τοῦ ἄλλου. Καί δικά του; Τίποτε. Γιατί ὁ πατέρας αὐτός, δέν ἦταν τοῦ ἑαυτοῦ του, δέν ζοῦσε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἦταν τοῦ καθήκοντος. Τί πρέπει νά κάνει γιά τά παιδιά του. Καί ἀφοῦ τά μοίρασε, ἔμεινε χωρίς περιουσία. Ὁ νεώτερος υἱός, πῆρε τό μερδικό του, τά μισά καί ἔφυγε μακρυά. Γιατί κάθε ἄνθρωπος πού θέλει νά κάνει τή ζωή του, μέ ἁπλά λόγια, «βρώμικη» ζωή, δέν θέλει τά μάτια τοῦ πατέρα του, τῆς μάνας του καί τῶν γνωστῶν του ἀπό πάνω του. Θέλει νά κρυφτεῖ ἀπό τά μάτια τους.
Γι’ αὐτό πῆγε ὁ νεώτερος σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ζεῖ, ὅπως τοῦ ἄρεσε. Ὅπως τοῦ κάπνιζε. Μέ ἁμαρτίες, μέ διασκεδάσεις, μέ ἀσωτεῖες, μέ πορνεῖες. Γιά τίς ὁποῖες θά ἀκούσατε στόν Ἀπόστολο, ὅτι ἡ πορνεία εἶναι ἡ χειρότερη ἁμαρτία. Μολύνει ὄχι μόνο τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅλα τά ἁμαρτήματα βέβαια πρέπει νά τά ἀποφεύγετε, ἀλλά ἰδιαίτερα φροντίστε νά φεύγετε μακρυά ἀπό τήν πορνεία. Γιατί εἶναι μία ἀπό τίς χειρότερες ἁμαρτίες, πού διώχνει ἀπό τήν ψυχή τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Γλεντοῦσε λοιπόν αὐτός ὁ νεαρός, ἐκεῖ ποῦ πῆγε, καί νόμιζε ὅτι ἐπιτέλους ζεῖ καί ἀπολαμβάνει τή ζωή.

2. Μιά ὀχιά κρυμμένη στά ἄνθη
Θά τό ποῦμε μέ μιά ἱστορία. Κάποτε, ἕνα παιδί, μάζευε μέσα ἀπό τά καλάμια, κάποια ὡραῖα λουλούδια, πού τοῦ ἄρεσαν. Ἀλλά, ψάχοντας γιά τά λουλούδια, μιά ὀχιά πού ἦταν ἐκεῖ, τόν δάγκωσε. Καί τό παιδί δηλητηριάστηκε. Ἔβαλε τίς φωνές, ἔτρεξαν μερικοί ἄνθρωποι καί προσπάθησαν νά τό βοηθήσουν μέ τά γιατροσόφια πού ἤξεραν. Τοὔδεσαν τό χέρι, τοῦ τὄσκισαν στήν πληγή, ἔτρεξε αἷμα ἀρκετό καί βγῆκε τό Τό παιδί πρίστηκε, μαύρισε τό δέρμα του, βασανίστηκε πολλές ἡμέρες, πόνεσε, κινδύνευσε, ἀλλά τελικά σώθηκε «ὡς ἐκ θαύματος». Βέβαια ὑπέφερε φοβερά. Καί εἶχε πρόβλημα σέ ὅλη τοῦ τή ζωή.
Ἀπό τό ὅτι πῆγε στά καλάμια νά μαζέψει τί; Ὄμορφα λουλούδια. Πού τοῦ ἄρεσαν. Ποῦ νά τό φανταστεῖ ὅτι πίσω ἀπό τήν ὀμορφιά τους, παραμόνευε ὁ θάνατος…Ὅπως μέσα στά καλάμια καί πίσω ἀπό τά λουλούδια, εἶναι δυνατόν νά κρύβεται ἡ ὀχιά, καί νά θέτει σέ κίνδυνο τήν ζωή μας, ἔτσι καί πίσω ἀπό μερικά «πράγματα» πού εἶναι εὐχάριστα καί μᾶς ἀρέσουν καί τά ἐπιδιώκομε, ἐκεῖνα πού εἶναι ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κρύβεται μιά ἄλλη ὀχιά πιό ἐπικίνδυνη ἀπό αὐτή πού ξέρομε.
Γιατί ἡ ὀχιά πού ξέρομε δηλητηριάζει τό σῶμα, ἡ ἄλλη, δηλητηριάζει τήν ψυχή. Καί ἡ μέν σωματική ζωή, τήν ὁποία δεχθήκαμε καί κληρονομήσαμε ἀπό τόν πατέρα μας καί ἀπό τήν μητέρα μας, ὁπωσδήποτε μιά ἡμέρα θά τελειώσει. Ἡ ζωή ὅμως πού πήραμε ἀπό τόν Θεό, ὅταν μᾶς ἔδωσε ψυχή καί ἡ ζωή πού μᾶς χάρισε στό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δέν τελειώνουν. Καί ἔχουμε δυνατότητα καί δικαίωμα, νά τήν διατηρήσουμε αἰώνια στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς «παίζουμε» μέ τά ὄμορφα, -ἄν εἶναι δυνατόν νά τά ποῦμε ὄμορφα – τοῦ κόσμου τούτου. Τά φθαρτά καί παροδικά. Πόσο θαυμάζουμε τά λουλούδια! Ἀλλά ὅσο ὄμορφα καί ἄν εἶναι, ἡ ὀμορφιά τους κρατᾶ μιά ἡμέρα, δυό ἡμέρες, τρεῖς ἡμέρες. Μετά μαραίνονται. Ἐλάχιστο χρόνο μένουν ὄμορφα τά λουλούδια. Ἔπειτα εἶναι γιά πέταμα. Γίνονται βρωμιά, σαπίζουν. Δέν κάνουν γιά τίποτε. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἅμα ἐξετάσει καί φιλοσοφήσει κανείς σωστά ἐκεῖνα πού μᾶς ἀρέσουν καί μᾶς γοητεύουν στή ζωή, ἕνα τίποτε εἶναι. Πέρασε; Δέν μένει τίποτε. Σάν τό λουλούδι, τό κρίνο. Πού ἔτσι καί τσαλακώσεις λίγο τό φύλλο του, πάει· εἶναι γιά πέταμα. Αὐθημερόν μάλιστα. Τόσο μάταιη εἶναι ἡ ἀπόλαυση πού μᾶς προσφέρει ἡ ἁμαρτία.
• Ἤπιες; Τελείωσε τό πιοτό; Τί κέρδισες; Μένεις μέ τό ρεζιλίκι τοῦ μεθυσιοῦ.
• Ἤ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, ἔπεσε ἕνας ἄνθρωπος σέ πορνεία. Τελείωσε.Τί ἔμεινε; Τίποτα ἀπολύτως. Μόνο τίποτα; Ἔμεινε ἡ πίκρα στήν ψυχή καί τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Μιά σαπίλα καί μιά δυσωδία πού κάνουν τό Πανάγιο Πνεῦμα νά φεύγει. Καί τούς ἀγγέλους νά ἀπομακρύνονται.
• Ὀργίσθηκε κάποιος καί θέλησε νά βρίσει. Ἤ νά βλαστημήσει. Τό ἔκανε. Ἔβρισε καί βλαστήμησε. Καί λοιπόν; Γιά μιά στιγμή, νομίζει ὅτι κάτι ἔκανε· καί λέει: «Ἔ, καλά τοῦ τήν ἔκανα τοῦ ἀλήτη». Καί μετά; Μετά μόνο τό βάρος τῆς ψυχῆς. Γιά πόσο; Μπορεῖ καί γιά αἰώνια. Μπορεῖ καί γιά πάντα.
3. Μακρυά ἀπό τόν Θεό εἶναι μεγάλη φτώχεια
Πότε δέν θά εἶναι γιά πάντα; Μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος «ἔλθει εἰς αἴσθησιν». Λέγει παρακάτω ὁ Χριστός, ὅτι ὁ ἄσωτος σιγά-σιγά ξόδεψε τόν πλοῦτο, πού πῆρε ἀπό τόν πατέρα του. Ἐννοεῖται ὅτι πλοῦτος εἶναι τά χαρίσματα πού μᾶς Ποιά χαρίσματα εἶναι αὐτά; Ἀγάπη γιά τό συνάνθρωπο. Τιμή γιά τό συνάνθρωπο. Σεβασμός γιά τό συνάνθρωπο. Διάθεση βοήθειας γιά τό συνάνθρωπο. Ὅλα αὐτά τά μεγάλα χαρίσματα, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι… μέσα στή ζωή τῆς ἁμαρτίας, καταστρέφονται ὅλα. Τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν ἄλλο σάν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως. Καί προσπαθεῖ νά τόν ἐκμεταλλευτεῖ. Τί νά τοῦ ἐκμεταλλευτεῖ; Τήν τσέπη του, τόν κόπο του, τήν ψυχή του, τό σῶμα του. Ὅλα θέλει νά τά ἐκμεταλλευτεῖ, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία, γιά τό δικό του κέφι. Γιά τό τί τοῦ ἀρέσει. Γιά τό τί θέλει. Ἐνῶ τό θέλημα τό ἅγιο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά λέμε: Ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντί μου, εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατέρα μου «τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Παιδί του, σάν κι ἐμένα. Ἀδελφός μου εἶναι. Τί ἔχω χρέος νά κάνω; Νά τόν ἀγαπάω. Νά τόν προστατεύω. Νά τόν βοηθῶ. Νά τόν σέβομαι. Εἴτε εἶναι ἄνδρας, εἴτε εἶναι γυναίκα. Εἴτε εἶναι ἀγόρι, εἴτε εἶναι κορίτσι. Τί διαφορά ὑπάρχει; Μιά οἰκογένεια εἴμαστε, τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται ἔτσι τί γίνεται; Ἄγγελος ἐπάνω στή γῆ. Ὅταν σκέπτεται ἀλλιῶς, γίνεται δαιμόνιο. Καί πτωχεύει. Συνεχῶς πτωχεύει. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ ἄσωτος μακρυά ἀπό τόν Θεό καί σκορπίζοντας τόν πλοῦτο, ἐπτώχευσε τόσο πολύ, πού αἰσθανόταν ὅτι βρίσκεται σέ μεγάλη ἀνάγκη. Καί ὅ,τι τρώει, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ξυλοκέρατα. Πού τρῶνε τά γουρούνια. Γιατί ἐκεῖ καταντάει ἀδελφοί ὁ ἁμαρτωλός. Ὁ ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τόν Θεό. Τρώει, καί ἐκείνη τήν στιγμή πού τρώει, νομίζει πώς κάτι κάνει, ἀλλά ἀμέσως μετά μένει μέ πίκρα. Τίποτε ἄλλο. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει στούς ἁμαρτωλούς Χαρά εἶναι νά μπορεῖς νά μείνεις καί μοναχός σου. Τί ζήλεψαν οἱ μοναχοί ἀπό τούς βράχους τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἤ τοῦ Σινά; Γιατί πῆγαν ἐκεῖ; Γιά νά προσευχηθοῦν γιά τήν ψυχή τους. Ἔχουν τήν χαρά μέσα τους, στήν καρδιά τους. Δέν ψάχνουν νά τήν βροῦν πουθενά.
Τό ἴδιο γίνεται καί μέ κάθε ἄνθρωπο. Ὅσο πιό κοντά πηγαίνει στό Θεό, τόσο πιό πολύ ἔχει τήν χαρά μέσα του. Ἐνῶ ἄν ψάχνει ἀλλοῦ νά τήν βρεῖ, δέν Ὁ ἄσωτος, ὅταν κατάλαβε ὅτι ἔπεσε πολύ χαμηλά, θυμήθηκε τά παλιά καί εἶπε: «Ἀλήθεια, πῶς ἤμουνα κάποια φορά κοντά στόν πατέρα μου; Καί ποῦ Αὐτή ἡ σκέψη εἶναι ἡ πολυτιμότερη σκέψη πού κάνει ὁ ἄνθρωπος. Νά ξεχωρίσει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστροφή, καί ἡ ζωή κοντά στό Θεό, εἶναι ζωή ἀληθινή καί σωτηρία. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού κάνει τέτοιες σκέψεις.
4. Ὁ Πατέρας πού περιμένει καί συγχωρεῖ
Μόλις ἔκανε τήν σκέψη αὐτή ὁ ἄσωτος καί προχώρησε πρός τόν πατέρα του, ὁ πατέρας τόν εἶδε ἀπό μακρυά καί ἔτρεξε νά τόν ἀγκαλιάσει καί νά τόν Ἦταν ἄξιος ὁ ἄσωτος νά τόν ἀγκαλιάσει καί νά τόν φιλήσει ὁ Πατέρας; Γιά ποιά συμπεριφορά; Τήν ἀπέναντί του; Νά τήν ὀνομάσουμε ὅπως τήν λέμε μέ ἁπλά λόγια: «γαϊδουρινή συμπεριφορά»; Ἤ γιά τήν συμπεριφορά του ἀπέναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων; Ἀλλά ὁ Χριστός μᾶς δείχνει καί μᾶς λέει, ὅτι μόλις ὁ ἄνθρωπος κάνει τήν σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστροφή καί ἡ ζωή κοντά στό Θεό εἶναι σωτηρία, ὅσο χαμηλά καί ἄν ἔχει πέσει, ἐπειδή σκέφτηκε σωστά, γίνεται ἀγαπητός στό Θεό. Πού τρέχει νά τόν ἀγκαλιάσει, νά τόν φιλήσει καί νά τόν ὑποδεχθεῖ. Παρότι ἀκόμη δέν ἔχει διορθώσει τίποτε ἀπό τά πάθη του. Νά ἕνα μεγάλο δίδαγμα: Πρέπει ὅσο μποροῦμε περισσότερο, νά φροντίζουμε νά βάζουμε μέσα στό μυαλό μας τήν σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία, τό θέλημά μας, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἡ χειρότερη καταστροφή.
Ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ χειρότερη καταστροφή. Ὁ Πατέρας ἀγκάλιασε τόν ἄσωτο καί τόν πῆρε στό σπίτι του. Καί ὁ ἄσωτος τοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, δέν εἶμαι ἄξιος νά ὀνομάζομαι υἱός σου». Τά καλά παιδιά, ταυτίζουν τό θέλημά τους καί τήν καρδιά τους μέ τόν Πατέρα τους. Δέν ἔχει ἄλλα μυαλά ὁ πατέρας, ἄλλα τό παιδί. Δέν θέλει ἄλλα ὁ πατέρας καί ἄλλα τό παιδί. Κάθε καλό παιδί προσπαθεῖ ἡ καρδιά του καί μυαλό του, νά εἶναι ἑνωμένα μέ τόν πατέρα του. Νά τόν ἀγαπάει, νά τόν ὑπακούει, νά τόν σέβεται, νά τόν τιμάει. Καί ὁ πατέρας, θέλει νά κάνει τά πάντα γιά τό παιδί του. Πῆρε ὁ Πατέρας τόν ἄσωτο, τόν ἔντυσε μέ τό καλύτερο ροῦχο, τοῦ φόρεσε δαχτυλίδι καί ἔσφαξε τόν μόσχο τόν σιτευτό. Τί σημαίνουν αὐτά; Καί μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση τοῦ ἔσβυσε τίς ἁμαρτίες του. Καί τοῦ ἐφόρεσε τό πρῶτο ἔνδυμα. Ἐκεῖνο πού φοροῦσε πρίν φύγει. Τήν στολήν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ὅταν ἁμαρτήσομε, τήν χάνουμε τήν στολήν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ὅταν μετανοήσουμε μᾶς τήν ξαναφοράει ὁ Θεός. Καί μᾶς δίνει τό δαχτυλίδι ὅτι εἴμαστε δικοί του. Καί θυσιάζει τόν μόσχο τόν σιτευτό.
Μόσχος σιτευτός εἶναι ὁ Χριστός πού ἐσφάγη ἐπάνω στό Σταυρό, καί ἔχυσε τό αἷμα του, γιά νά γίνει τροφή μας. Νά τόν τρῶμε, νά δυναμώνει ἡ ψυχή μας. Νά ἀποκτᾶ ὑγεία, εὐρωστία καί τή δύναμη νά περπατάει μέσα στόν κόσμο, γιά νά φτάσει στήν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό κάθε Κυριακή καί κάθε ἄλλη μέρα κάνουμε Λειτουργία, γιά νά προσφέρεται στό λαό τοῦ Θεοῦ, στά τέκνα τοῦ Θεοῦ πού θέλουν νά εἶναι κοντά Του, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, γιά νά δυναμώνουμε στό καθῆκον μας ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
5. Ξέρεις νά εὐεργετεῖς τό παιδί σου;
Ἐνῶ διασκέδαζαν καί ὁ πατέρας ἦταν γεμάτος χαρά γιά τόν ἐρχομό τοῦ υἱοῦ του, γύρισε ὁ πρεσβύτερος υἱός, ὁ μεγαλύτερος, ἀπό τά χωράφια πού εἶχε πάει γιά τίς δουλειές του, γιά τό καθῆκον του. Ἀλλά ὅταν ἄκουσε πῶς γύρισε ὁ ἄσωτος υἱός καί ὅτι ὁ πατέρας κάνει τέτοια διασκέδαση στενοχωρήθηκε. Καί «Ἐγώ, ὅλη μου τή ζωή δέν ἔκανα τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά τοῦ κάνω τό θέλημά του αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πατέρα μου. Καί ποτέ δέν μοῦ εἶπε, πᾶρε καί σύ ἕνα κατσικάκι νά πᾶς νά γλεντήσεις, ὄχι μέ τίς πόρνες, -ποτέ μου δέν πῆγα σέ τέτοιες διασκεδάσεις- ἀλλά μέ τούς φίλους μου». Ποιούς φίλους θά εἶχε αὐτό τό καλό παιδί; Ὁπωσδήποτε καλά παιδιά! Γιατί ὁ πατέρας δέν τοὔδωσε ποτέ ἕνα κατσίκι, νά πάει νά γλεντήσει μέ τούς φίλους του; Καλό παιδί μέ καλά παιδιά. Γιατί ὁ Πατέρας ἐκεῖνος εἶναι συνετός, καί ἅγιος. Ὁ ἐπουράνιος Πατέρας ἦταν. Ξέρει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι λάσπη πού γλυστράει. Καί ἡ διασκέδαση εἶναι λάσπη πού γλυστράει. Ἅμα ἀρχίσει νά γλεντάει μέ τούς φίλους του, δέν θά ἀργήσει νά πάει καί στά χειρότερα.
Γι’ αὐτό οἱ καλοί γονεῖς, δέν ντώνουν πολύ τό σχοινί στά παιδιά τους, γιά γλέντια καί γιά διασκέδαση. Γιατί; Γιά νά μήν πᾶνε καί παραπέρα ἀπό τό σωστό καί τό κανονικό. Κάνοντας ἔτσι εὐεργετοῦν τά παιδιά τους. Γιατί τά σώζουν. Τούς δίδουν δύναμη. Καί προπαντός δύναμη τούς δίδουν καί μέ τίς Ὁ Πατέρας αὐτός, ὁ ἐπουράνιος Πατέρας, ὅταν ἄκουσε πώς ὁ γυιός του πείσμωσε, βγῆκε ἔξω καί τοῦ εἶπε:
—Παιδί μου, τί σκέψεις εἶναι αὐτές πού κάνεις; Ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. Δέν μέ κατάλαβες ἀκόμη; Δέν κατάλαβες τί ἔχω στήν καρδιά μου; Μόνο ἀγάπη καί πόνο. Πῶς γιά μιά στιγμή μοῦ ξεφεύγεις παιδί μου; Σέ ποιόν μοιάζεις αὐτή τήν στιγμή; «Εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει». Ἔπρεπε νά γεμίσεις χαρά. Ἀδελφός σου εἶναι αὐτός πού ἦλθε. Νεκρός ἦταν. Καί ἀναστήθηκε. Καί ἀπολωλός ἦταν. Τόν εἴχαμε χάσει, τόν εἴχαμε ξεγράψει. Καί νάτος ζωντανός Γιατί δέν χαίρεσαι παιδί μου; «Εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει».
6. Ὁ αὐτοκράτορας σώζει τόν ληστή
Θά τελειώσουμε μέ μία ὡραία ἱστορία. Ὅτι μᾶς λέει, ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου καί μακαρίου βασιλιά μας, Μαυρικίου. Ὁ Μαυρίκιος ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔκανε προσευχές, νηστεῖες πολλές καί εἶχε ζῆλο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἦταν εὔσπλαγχνος, πολυέλεος καί μακρόθυμος. Κάποτε τοῦ εἶπαν, πῶς σ’ ἕνα μέρος ἦταν ἕνας λήσταρχος, πού ἔκλεβε, καί ἔσφαζε χωρίς κανένα δισταγμό. Ἔκαναν λοιπόν συμβούλιο, γιά νά δοῦν τί θά κάνουν καί πῶς θά τόν ἀντιμετωπίσουν. Λέει κάποιος: «Νά στείλουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀστυνομίας. Ποῦ θά πάει; Θά τόν πιάσουν, θά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος».
Τούς λέει ὁ Μαυρίκιος: «Μιά ἁπλή κουβέντα εἶναι νά τόν πιάσουν νά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος. Καί ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ θά πάει, ἀμετανόητη, φορτωμένη μέ τόσες ἁμαρτίες;»
—Καί τί θέλεις νά κάνουμε βασιλιά μου μ’ αὐτό τό ἀγρίμι; Εἰπέ μας.
—Θά κάνουμε κάτι, τούς λέει καί ἄν δέν πιάσει, νά γίνει τό δικό σας. Καί τί ἔκανε λέτε; Ἔβγαλε ἕνα διάγγελμα: «Ἐσένα τάδε ληστή πού γυρίζεις καί κακοποιεῖς τόν κόσμο, σέ προσκαλῶ ἐγώ, ὁ Μαυρίκιος ὁ βασιλιάς. Νά ρθεῖς εἰρηνικά στήν πόλη, νά σοῦ δώσω ὅτι χρειάζεσαι γιά μιά καλή ζωή. Νά ζήσεις ἔντιμα καί ἤρεμα. Νά μήν κάνεις κακό στόν κόσμο. Καί θά σέ συγχωρήσω, γιά ὅλα ὅσα ἔχεις κάνει μέχρι τώρα». Τό ἄκουσε ὁ ληστής, συγκινήθηκε καί εἶπε: «Ὁ Μαυρίκιος, αὐτός ὁ τόσο καλός ἄνθρωπος ζητάει ἐμένα καί μοῦ δείχνει τέτοια καλωσύνη, γιά νά μήν χάσω τήν ψυχή Ἀμέσως ἄφησε τό λημέρι του καί ξεκίνησε γιά τόν αὐτοκράτορα. Γιατί τοὖρθε ἡ σωστή σκέψη: «Βρέ, δέν πάω καί ἐγώ νά μπῶ στό δρόμο τοῦ Θεοῦ; Μοῦ δίνει τέτοια εὐκαιρία». Ἀλλά περπατώντας γιά νά φτάσει στά ἀνάκτορα, νά βρεῖ τόν Μαυρίκιο, τόν ἔπιασε μεγάλη κατάνυξη καί ἄρχισε νά κλαίει. Στό τέλος ἔκατσε σέ μιά πέτρα καί ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε. Καί ὅσο σκεπτόταν ὅτι θά παρουσιαστεῖ στό Μαυρίκιο, τόν βασιλιά, καί θά τοῦ πεῖ: «ἦρθα βασιλιά μου, ζητῶ τήν συγγνώμη σου καί σέ εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη σου, τήν καλωσύνη σου, τήν εὐσπλαγχνία σου», τόσο ἔτρεχαν τά δάκρυα. Καί μόνο πού τό σκεπτόταν ἔλεγε: «Αὐτός τοῦ Θεοῦ μοιάζει. Τέτοια καλωσύνη νἄχει σέ μένα τό τέρας». Τόσο πολύ τόν ἔπιασε ἡ κατάνυξη, καί τόσο πολύ ἔκλαψε πού φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος ἔπαθε συγκοπή, πέθανε κλαίγοντας. Τό εἶδαν οἱ σύντροφοί του, πού ἦταν μαζί του, καί πῆγαν καί εἶπαν στόν Μαυρίκιο: «ὁ ληστής ἔπαθε αὐτό καί αὐτό. Ἀπό τά πολλά κλάματα, ἀπό τήν μετάνοια καί ἀπό τήν συναίσθηση, ἔκλεισε τά μάτια του, κλαίγοντας».
Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Μαυρίκιος ἔκανε τόν Σταυρό του καί εἶπε: «Δόξα σέ σένα Χριστέ μου. Πατέρα τοῦ ἐλέους καί τῆς φιλανθρωπίας καί τῶν οἰκτιρμῶν. Ἕνας ληστής σώθηκε τότε πού ἤσουνα σύ καρφωμένος στό Σταυρό, ἐπειδή σοῦ εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου». Καί ἕνας δεύτερος ληστής, ὅμοια φάρα, ὅμοια ποιότητα, σώθηκε ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, ἐξ αἰτίας τῆς καλῆς μου διάθεσης, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου προσφορᾶς. Δόξα νἄχεις Χριστέ μου, πού μοῦ ἔδωσες τέτοια χαρά. Νά δῶ νά μετανοήσει ἕνας ληστής ἐξ αἰτίας τῆς Αὐτή τήν καλωσύνη μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός ὅτι πρέπει νά ἔχουμε στήν καρδιά μας. Καί ὅταν βλέπουμε ἄνθρωπο νά κάνει τόν Σταυρό του καί νά θέλει νά κάνει ἕνα τόσο δά βηματάκι, γιά νά πάει πιό κοντά στόν Χριστό, καί ἀπό τήν κακή συμπεριφορά, τήν ὁποιαδήποτε, νά θέλει νά διορθωθεῖ καί νά γίνει λίγο καλύτερος, πρέπει νά αἰσθανόμαστε τέτοια χαρά καί τέτοια εὐφροσύνη, ὥστε νά νομίζουμε ὅτι οἱ στιγμές αὐτές εἶναι οἱ πιό εὐτυχισμένες τῆς ζωῆς μας.
Καί ἐμεῖς, νά φροντίζουμε νά μήν ξεχνᾶμε, ὅτι ἔχουμε χρέος νά κάνουμε πάντοτε τό καθῆκον μας ἀπέναντι τοῦ Κυρίου. Τοῦ Πατέρα τοῦ ἐπουρανίου. Καί ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν τέκνων τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐπουρανίου. Ἀκόμη νά ἔχουμε στό μυαλό, καί στήν καρδιά μας τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί νά φροντίζουμε, ἐπειδή εἶναι Πατέρας μας, νά τόν μιμούμεθα στήν ἀγάπη, στήν εὐσπλαγχνία καί στήν καλωσύνη ἀπέναντι ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Λέει ἕνας μεγάλος συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος ἴσως τοῦ κόσμου, ὁ περίφημος Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, πού ἦταν καί μεγάλος φιλόσοφος: «Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου εἶναι τό ὡραιότερο κείμενο, τά ὡραιότερα λόγια πού ἔχουν γραφεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο». Καί ὅταν πέθαινε, παρακάλεσε τό παιδί του: «Διάβασέ μου, παιδί μου, ν’ ἀκούσω γιά τελευταία φορά τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου». Ὅσο ὁ γυιός του διάβαζε, ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, ὁ τόσο σοφός ἄνθρωπος, ἔκλαιγε συνεχῶς καί δόξαζε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐμεῖς, νά ἀκοῦμε μέ αὐτή τήν συγκίνηση πάντοτε, τό θεόσδοτο κείμενο πού λέγεται: «παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ». Ἀμήν.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Κρυοπηγή στίς 21/2/1996

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...