Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 09, 2015

Ὁ Ἅγιος Καισάριος ἀδελφὸς Γρηγορίου Θεολόγου


Ἦταν ὁ μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ γεννήθηκε στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας τὸ ἔτος 330. Γονεῖς του ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος καὶ ἡ εὐσεβέστατη Νόννα. Μεγαλύτερη ἀδελφή του ἦταν ἡ ἁγία Γοργονία. 

Μετὰ τὴν βασική του ἐκπαίδευση, ὁ Καισάριος ἀκολούθησε τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου σπούδασε μαθηματικά, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ῥητορικὴ καὶ ἰδιαίτερα ἰατρική, ποὺ ἀγάπησε καὶ περισσότερο. 

Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ βασιλιὰς Κωνστάντιος καὶ ὁ λαὸς τὸν δέχτηκαν μὲ τιμές, καὶ διορίστηκε γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων. Οἱ εὐεργεσίες ποὺ πρόσφερε σ᾿ ὅλους ἦταν μεγάλες. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ Καισάριος δὲν συμβιβάστηκε μαζί του καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τὶς τιμὲς καὶ τὶς ἐξουσίες ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰουλιανός, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του Ναζιανζό, ὅπου ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ, εὐεργετώντας πλῆθος συνανθρώπων του.

Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Οὐάλης (364), ὁ Καισάριος ἐπέστρεψε πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀναδείχθηκε «ἐπιμελητὴς θησαυρῶν καὶ ταμίας τῶν δημοσίων χρημάτων» στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ νέες εὐεργεσίες πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες.
 
Ἡ ἀσκητική του ἐγκράτεια ὅμως, καθὼς καὶ οἱ πολλὲς μέριμνες καὶ δοκιμασίες, προσέβαλαν τὴν ὑγεία του. Ἀῤῥώστησε βαριὰ καὶ στὶς 10 Μαρτίου 368 πέθανε. Τὸ ἱερό του λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἀριανζὸ καὶ ἐναποτέθηκε σὲ τάφο, ποὺ εἶχε λατομηθεῖ γιὰ τοὺς γονεῖς του.

Ὁ Ἅγιος Οὐρπασιανός


Ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν συγκλητικῶν, καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα στὸ σφοδρὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διάταγμά του κατὰ τῶν χριστιανῶν, προσκάλεσε πρῶτα τοὺς συγκλητικοὺς καὶ δήλωσε ὅτι, ἂν κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανός, θὰ τὸν συγχωροῦσε, ἀφοῦ τὸ δηλώσει ἀμέσως καὶ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. 

Ὁ Οὐρπασιανὸς ἄκουσε τὴν δήλωση τοῦ βασιλιᾶ, στὸ τέλος δέ, ἀντὶ ἄλλης ἀπάντησης, ἀφαίρεσε μόνος του τὰ σήματα τοῦ ἀξιώματός του καὶ τὰ παρέδωσε σ᾿ αὐτόν. 

Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Στὴν ἀρχὴ τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα ἀπὸ βόδι καὶ μισοπεθαμένο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ κρατήσει τὸ ἀξίωμά του. Ἀλλ᾿ ὁ Οὐρπασιανὸς ἔμεινε πιστὸς στὴν ἀπόφασή του. Τότε ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Τοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὶς πλευρὲς μὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ ὕστερα ἔβαλαν στὶς πληγές του ἀναμμένες λαμπάδες. Τόσο δὲ τὰ ἐγκαύματα ὅσο καὶ ὁ καπνὸς ἐπέφεραν τὸ μαρτυρικό του τέλος.

Άγιος Πασιανός Επίσκοπος Βαρκελώνης της Ισπανίας

Ο Άγιος Πασιανός έζησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην πόλη της Καταλανίας, στη Βαρκελώνη της Ισπανίας. Ήταν έγγαμος. Όμως ο Θεός πήρε κοντά του τη σύντροφό του. Ο Πασιανός αφιέρωσε τη ζωή του στην Εκκλησία. Άνθρωπος με πλατιά μόρφωση, με μεγάλη ικανότητα στον χειρισμό του λόγου, προσήλωση και ακρίβεια στην εκκλησιαστική ζωή και παράδοση, προσέφερε τα δώρα που του χάρισε ο Θεός στην υπηρεσία της τοπικής Εκκλησίας. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος της Βαρκελώνης περί το 363 μ.Χ.

Από την θέση αυτή ο Επίσκοπος Πασιανός διπλασιάζοντας τον ζήλο του και αυξάνοντας τα τάλαντα που του εμπιστεύθηκε ο Κύριός του, αναλώθηκε στην διαποίμανση των λογικών προβάτων του. Σε μια εποχή κατά την οποία η αιρέσεις λυμαίνονταν στον αγρό του Χριστού έγραψε θεολογικά αντιαιρετικά και απολογητικά έργα και δίδαξε τους πιστούς να κρατήσουν την πατρώα ευσέβεια και να μην μολυνθούν από την επαφή με τους αιρετικούς, ιδιαίτερα με τους Αρειανούς και τους Νοβατιανούς, αλλά να μείνουν στερεά προσκολλημένοι στην Ορθόδοξη δογματική παράδοση της Αγίας Εκκλησίας.

Ο Άγιος Πασιανός κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 390 μ.Χ.

Όσιος Βιτάλιος εκ Σικελίας


Ο Όσιος Βιτάλιος γεννήθηκε στην πόλη Καστρόνοβο της Σικελίας κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. από γονείς εύπορους και ευσεβείς, τον Σέργιο και την Χρυσονίκη, οι οποίοι φρόντισαν για την κατά Θεόν ανατροφή του και την παιδεία του.

Ο Όσιος από νεαρή ηλικία αγάπησε τον Χριστό και την μοναχική πολιτεία, γι' αυτό και έφυγε στη μονή του Αγίου Φιλίππου στην Άγκυρα. Εκεί εκάρη μοναχός και έλαβε το αγγελικό σχήμα ζώντας με άσκηση και προκόπτοντας στην αρετή επί δεκαπέντε χρόνια.

Κατά την διάρκεια των χρόνων αυτών επισκέφθηκε για προσκύνημα την Ρώμη, την Καλαβρία και άλλους ιερούς τόπους. Τελικά επέστρεψε στην Καλαβρία και ασκήτεψε στο όρος του Λιποράχου. Εκεί συνάντησε τον ασκητή Αντώνιο και έζησε μαζί του για λίγο χρόνο. Στην συνέχεια μετακινείται από όρος σε όρος, για να καταλήξει στη μονή του Αγίου Ηλία.

Μετά την πάροδο αρκετού χρόνου, πηγαίνει σε ένα σπήλαιο μεταξύ των ορέων Τούρρι και Αρμέντο. Ο Όσιος αγωνίζεται μέρα και νύκτα προσευχόμενος και φθάνει σε πνευματικά ύψη. Ακόμη και τα άγρια θηρία του βουνού τον πλησιάζουν ήρεμα, για να λάβουν την ευλογία του.

Εκεί τον επισκέπτεται και ο Όσιος Λουκάς του Ντέμενα της Σικελίας (τιμάται 13 Οκτωβρίου), μαζί με τον οποίο συζητούν πνευματικά θέματα και προσεύχονται.

Αργότερα ο Όσιος μεταβαίνει στο Μπάρι και μαζί με τον ανεψιό του Ηλία καταλήγει στο όρος Τούρρι, όπου κτίζει μία εκκλησία. Τελικός σταθμός του Οσίου Βιταλίου είναι η περιοχή της Ράπολλα, στην οποία ανήγειρε μονή. Σε αυτήν διήλθε το υπόλοιπο του ασκητικού βίου του, συγκεντρώνοντας γύρω του πλήθος μοναχών.

Ο Όσιος Βιτάλιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 994 μ.Χ.

Συναξαριστής της 9ης Μαρτίου

Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια



Καὶ οἱ 40 αὐτοὶ Ἅγιοι ἦταν στρατιῶτες στὸ πιὸ ἐπίλεκτο τάγμα τοῦ στρατοῦ τοῦ Λικινίου. Ὅταν αὐτὸς ἐξαπέλυσε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ Ἅγιοι 40 συλλαμβάνονται ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα (στὴ Σεβάστεια).

Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἐπαινεῖ καὶ τοὺς ὑπόσχεται ἀμοιβὲς καὶ ἀξιώματα, γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς 40, ὁ Κάνδιδος, ἀπαντᾷ: «Εὐχαριστοῦμε γιὰ τοὺς ἐπαίνους τῆς ἀνδρείας μας. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, στὸν ὁποῖο πιστεύουμε, μᾶς διδάσκει ὅτι στὸν καθένα ἄρχοντα πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸ βασιλέα προσφέρουμε τὴν στρατιωτικὴ ὑπακοή. Ἄν, ὅμως, ἐνῷ ἀκολουθοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ζημιώνουμε τὸ κράτος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ὠφελοῦμε μὲ τὴν ὑπηρεσία μας, γιατὶ μᾶς ἀνακρίνεις γιὰ τὴν πίστη ποὺ μορφώνει τέτοιους χαρακτῆρες καὶ ὁδηγεῖ σὲ τέτοια ἔργα;».

Ὁ Ἀγρικόλας κατάλαβε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ μὲ ἤρεμο τρόπο καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν. Ὁπότε, μία παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τοὺς ρίχνουν στὰ κρύα νερὰ μίας λίμνης. Τὸ μαρτύριο ἦταν φρικτό. Τὰ σώματα ἄρχισαν νὰ μελανιάζουν.

Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἐνθάῤῥυναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, λέγοντας: «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Λίγο ἂς ὑπομείνουμε καὶ σὲ μία νύχτα θὰ κερδίσουμε ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα». Ἐνῷ προχωροῦσε τὸ μαρτύριο, ἕνας μόνο λιποψύχησε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν λίμνη. Τὸν ἀντικατέστησε ὅμως ὁ φρουρὸς (Ἀγλάιος), ποὺ εἶδε τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους. Ὁμολόγησε τὸ Χριστό, μπῆκε στὴ λίμνη καὶ μαζί με τοὺς 39 παίρνει καὶ αὐτὸς τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ μισοπεθαμένους τους ἔβγαλαν τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ τοὺς συνέτριψαν τὰ σκέλη.

Κατὰ τοὺς Παρισινοὺς Κώδικες 1575 καὶ 1476 τὰ ὀνόματά τους ἦταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόμνας, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἡσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης (ἢ Ἠλίας), Ἀλέξανδρος, Σακεδὼν (ἢ Σακερδών), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος, (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ἢ Ξανθίας), Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δομετιανὸς (ἢ Δομέτιος), 2 Γοργόνιοι, Ἰουλιανός, (ἢ Ἐλιανὸς ἢ Ἠλιανός), καὶ Ἀγλάιος ὁ καπικλάριος.
(Ὁρισμένοι Κώδικες ἀναφέρουν καὶ ἐπιπλέον τῶν 40 ὀνόματα, ὅπως αὐτὰ τῶν Ἁγίων Ἀειθαλᾶ, ἄλλου Γοργονίου κ.λπ.).



Ἀπολυτίκιο. 
Ἦχος γ’. θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα· διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς γενναίους ὁπλίτας τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, τοὺς συγκροτηθέντας ἐν πίστει, ὁμοφώνος τιμήσωμεν· Χριστῷ γὰρ στρατευθέντες εὐσεβῶς, δι’ ὕδατος διῆλθον καὶ πυρός, καὶ πρὸς θείαν εἰσέλθοντες ἀναψυχήν, προΐστανται τῶν βοώντων· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.

Κοντάκιον. 

Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Πᾶσαν στρατιὰν, τοῦ κόσμου καταλιπόντες, τῷ ἐν οὐρανοῖς Δεσπότῃ προσεκολλήθητε, Ἀθλοφόροι Κυρίου Τεσσαράκοντα· διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος, διελθόντες μακάριοι, ἐπαξίως ἐκομίσασθε, δόξαν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ στεφάνων πληθύν.

Ἕτερον Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Συντεταγμένοι εὐσεβείᾳ καὶ στερρότητι Μαρτυρικῶς τὸν δυσμενῆ ἐθριαμβεύσατε, Τεσσαράκοντα γενναῖοι Χριστοῦ ὁπλῖται· Ἀλλ’ ὡς σύμμορφοι ἐν ἄθλοις καὶ ἐν χάριτι, Ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰρήνῃ συντηρήσατε Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ἅγιον σύνταγμα.

Μεγαλυνάριον.
Τὸ τετραδεκάριθμον καὶ λαμπρόν, σύνταγμα τοῦ Λόγου, εὐφημήσωμεν ἐν ᾠδαῖς· κρύει καὶ πυρὶ γάρ, στερρῶς δοκιμασθέντες, ἐστέφθησαν ἀξίως, οἱ Τεσσαράκοντα.

Ὁ Ἅγιος Οὐρπασιανός

Ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν συγκλητικῶν, καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα στὸ σφοδρὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διάταγμά του κατὰ τῶν χριστιανῶν, προσκάλεσε πρῶτα τοὺς συγκλητικοὺς καὶ δήλωσε ὅτι, ἂν κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανός, θὰ τὸν συγχωροῦσε, ἀφοῦ τὸ δηλώσει ἀμέσως καὶ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό.

Ὁ Οὐρπασιανὸς ἄκουσε τὴν δήλωση τοῦ βασιλιᾶ, στὸ τέλος δέ, ἀντὶ ἄλλης ἀπάντησης, ἀφαίρεσε μόνος του τὰ σήματα τοῦ ἀξιώματός του καὶ τὰ παρέδωσε σ᾿ αὐτόν.

Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Στὴν ἀρχὴ τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα ἀπὸ βόδι καὶ μισοπεθαμένο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ κρατήσει τὸ ἀξίωμά του. Ἀλλ᾿ ὁ Οὐρπασιανὸς ἔμεινε πιστὸς στὴν ἀπόφασή του. Τότε ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Τοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὶς πλευρὲς μὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ ὕστερα ἔβαλαν στὶς πληγές του ἀναμμένες λαμπάδες. Τόσο δὲ τὰ ἐγκαύματα ὅσο καὶ ὁ καπνὸς ἐπέφεραν τὸ μαρτυρικό του τέλος.

Ὁ Ἅγιος Καισάριος ἀδελφὸς Γρηγορίου Θεολόγου

Ἦταν ὁ μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ γεννήθηκε στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας τὸ ἔτος 330. Γονεῖς του ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος καὶ ἡ εὐσεβέστατη Νόννα. Μεγαλύτερη ἀδελφή του ἦταν ἡ ἁγία Γοργονία.

Μετὰ τὴν βασική του ἐκπαίδευση, ὁ Καισάριος ἀκολούθησε τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου σπούδασε μαθηματικά, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ῥητορικὴ καὶ ἰδιαίτερα ἰατρική, ποὺ ἀγάπησε καὶ περισσότερο.

Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ βασιλιὰς Κωνστάντιος καὶ ὁ λαὸς τὸν δέχτηκαν μὲ τιμές, καὶ διορίστηκε γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων. Οἱ εὐεργεσίες ποὺ πρόσφερε σ᾿ ὅλους ἦταν μεγάλες. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ Καισάριος δὲν συμβιβάστηκε μαζί του καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τὶς τιμὲς καὶ τὶς ἐξουσίες ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰουλιανός, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του Ναζιανζό, ὅπου ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ, εὐεργετώντας πλῆθος συνανθρώπων του.

Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Οὐάλης (364), ὁ Καισάριος ἐπέστρεψε πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀναδείχθηκε «ἐπιμελητὴς θησαυρῶν καὶ ταμίας τῶν δημοσίων χρημάτων» στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ νέες εὐεργεσίες πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες.

Ἡ ἀσκητική του ἐγκράτεια ὅμως, καθὼς καὶ οἱ πολλὲς μέριμνες καὶ δοκιμασίες, προσέβαλαν τὴν ὑγεία του. Ἀῤῥώστησε βαριὰ καὶ στὶς 10 Μαρτίου 368 πέθανε. Τὸ ἱερό του λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἀριανζὸ καὶ ἐναποτέθηκε σὲ τάφο, ποὺ εἶχε λατομηθεῖ γιὰ τοὺς γονεῖς του.

Οἱ Ἅγιοι παππούς, γιαγιά, πατέρας, μητέρα καὶ τὰ Δύο παιδιά τους

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΕΙΛΗ



Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΠΟΛΛΟΙ κοσμικοί καί ἄσχετοι περί τήν πίστη ἀγνοοῦν βασικές ἀλήθειες τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας καί σχολιάζουν μέ ἐπιπολαιότητα τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα, γεγονός πού ἀποκαλύπτει τήν ἔλλειψη στοιχειώδους πληροφόρησης. Εἶναι λοιπόν ἑπόμενο καί στό θέμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ νά ἔχουν ἀπόψεις, πού μειώνουν τήν λάμψη τῆς Μίας Ἐκκλησίας μέ τό νά τήν ἐξισώνουν μέ τίς ἄλλες ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες». Εὔκολα ἀποδέχονται ὅτι ὁ οἰκουμενισμός εἶναι εὐλογία, γιατί θά ἑνώσει τούς χριστιανούς. Γι᾿ αὐτούς ἀγάπη καί οἰκουμενισμός ἔχουν στε- νότατη σχέση. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μητέρα καί ὁ οἰκουμενισμός τό τέκνο! Τόση εἶναι ἡ πλάνη, πού οἱ πρωτεργάτες τοῦ οἰκουμενισμοῦ γίνονται δεκτοί μέ ἐνθουσιασμό ἀπό τήν κοσμική ἐξουσία, διευκολύνονται στίς δραστηριότητές τους καί προβάλλονται στό λαό ὡς σπουδαῖοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται γιά τό καλό τῆς κοινωνίας, ἀλλά καί τήν προβολή τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἐνῶ συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Ἡ ἀγάπη στήν περίπτωση τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἶναι πρόσχημα. Στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει. Ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἔλεγε σχετικά: «Ὁ Σατανᾶς, φθονῶν τό μεγαλεῖον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία παρέμεινε παρθένος ἁγνή, ἄμικτος ἀπό τά μιάσματα πλανῶν καί αἱρέσεων, ἐτεχνούργησε τό νέον τοῦτο σύστημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὑπό τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης κρύπτεται ὁ Ἀπατεών, ὁ ὁποῖος προτρέπει τούς Ὀρθοδόξους ν᾿ ἀνοίξουν τάς θύρας καί νά δεχθοῦν καί νά ἐναγκα- λισθοῦν ὅλους τούς αἱρετικούς, καί τούς ἀλλόθρησκους ἀκόμη, καί νά γίνουν ὅλοι μία συναλοιφή» («Ἐκκλησιαστικός στρουθοκαμηλισμός», 1973, σελ. 42).
Ὁ οἰκουμενισμός εἶναι ἡ νέα μαγάλη αἵρεση, ἡ ὁποία εἶναι ὕπουλη καί ἐπικίνδυνη. Δέν φαίνεται μέ τήν πρώτη ματιά ὅτι εἶναι αἵρεση, γιατί ἀποφεύγει νά διαστρεβλώνει δημοσίως τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κλονίζει ὅμως τά θεμέλιά της μέ τίς «ἀθῶες» ἐκδηλώσεις του καί τήν προκλητική περιφρόνηση τῶν ἱερῶν κανόνων. Πρόκειται γιά σύστημα πού ἐπιδιώκει νά πλήξει τήν Ὀρθοδοξία καί νά τήν ὑποβαθμίσει στό ἐπίπεδο τῶν ἑτεροδόξων Παπικῶν καί Προτεσταντῶν καί νά γίνει τελικά μία ἀπό τίς πολλές χριστιανικές ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες στούς δύσκολους καιρούς μας πρέπει νά ἑνωθοῦν, γιά νά ἀποκτήσουν κοσμική δύναμη καί νά διασωθοῦν! Δηλαδή, νά ἀκολουθήσουν ὅλοι τό παράδειγμα τοῦ αἱρετικοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος εἶναι, ἐκτός ἀπό μοναδικός ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς καί ἀρχηγός κράτους! Ἤ ἀκριβέστερα νά ὑποταχθοῦν ὅλοι στόν ἔμπειρο Πάπα, πού διαθέτει δύναμη καί μπορεῖ ὅλους νά τούς προστατέψει! Ὁ οἰκουμενισμός εἶναι μεγάλη ἀπειλή γιά τήν Ὀρθοδοξία, γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἐλέγχονται δημοσίως ὅσοι τόν ὑπηρετοῦν, μήπως καί συνέλθουν και σταματήσουν την κατά κρημνών πορεία τους.

ΠΗΓΗ: Ορθόδοξος Τύπος

Το είδαμε εδώ

Προσευχή του γέροντος Παϊσίου για όλο τον κόσμο.

Άγιος Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης - Προσευχή του γέροντος Παϊσίου για όλο τον κόσμο

Μίμηση του Χριστού ή «περί του κατ’ ίχνος Αυτώ ακολουθείν» (†Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Geor.iosif0126
Είναι γνωστόν ότι στην παλαιότερη εποχή δεν εμφανίζεται με τόσην ευκρίνεια αυτή η φράση στη γλώσσα των Πατέρων «μίμησις Χριστού». Και τούτο, είτε χάριν αποφατικής θεολογικής ακριβείας είτε προς διαστολήν από τη δυτική εκκλησιαστική παράδοση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και πρακτικά απουσίαζε η κατ’ ίχνος μίμηση του προτύπου και παναρέτου βίου του Κυρίου μας. Το παράδειγμα του Μωϋσή στη βάτο, όπου από ευλάβεια ντράπηκε να υψώσει το βλέμμα ενώ μιλούσε ο Θεός, παραδειγμάτιζε ίσως τους Πατέρες· «απέστρεψεν δε Μωϋσής το πρόσωπον αυτού· ευλαβείτο γαρ κατεμβλέψαι ενώπιον του Θεού».
Η κατά γράμμα έννοια της μιμήσεως του Χριστού–Θεού φαίνεται αντιφατική εξ αιτίας της διαφοράς του πεπερασμένου και θνητού ανθρώπου έναντι του υπερβατικού και ακαταλήπτου Θεού, αλλά δεν προκύπτει θέμα έρευνας ή περιγραφής της θείας ουσίας και φύσεως. Ο κατά φύσιν απρόσιτος και απερίγραπτος και ασύλληπτος Θεός αποκαλύφθηκε με τις θείες του ενέργειες και έγινε γνωστός στους ανθρώπους, προσκαλώντας τους σε μίμηση της χρηστότητος και αγάπης του. Κατά φύσιν η ανθρώπινη δυνατότητα είναι πολύ περιωρισμένη, ώστε να μιμηθεί τις θείες ενέργειες, αλλά αυτές οι ίδιες—τις οποίες με μία λέξη ονομάζουμε «θείαν χάριν»— συμπληρώνουν κάθε ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, ώστε ο άνθρωπος «πάντα να ισχύη εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ». Η αληθής και τελεία του Λόγου του Θεού ενανθρώπηση συνεπλήρωσε και ολοκλήρωσε την ανθρώπινη φύση διά της προσλήψεως αυτής, ώστε όχι μόνον να είναι κατορθωτή η θεία μίμηση, αλλά να είναι κατορθωτός και ο σκοπός της ζωής.
Ο αρχικός όρος της κατασκευής του ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού αναπλάσθηκε με τη θεία σάρκωση και το νόημα της «θεομιμησίας» έγινε πλέον ο κεντρικός στόχος του ανθρωπίνου προορισμού. Ο Θεανθρωπισμός, εισερχόμενος στη σφαίρα του καθολικού προορισμού και καθήκοντος, πείθει όποιον θέλει, ότι χάριτι Χριστού μπορεί να γίνει και να αισθάνεται ως «κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος του Υιού αυτού». Μετά παρρησίας ο Παύλος παροτρύνει τον καθένα στο κοινό καθήκον της θεομιμήσεως· «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και, όταν απορούν όσοι διστάζουν, αναλύει το πως επιτυγχάνεται αυτό· «ο Θεός ενεργεί σ’ εσάς, ώστε να θέλετε και να πράττετε, ό,τι είναι σύμφωνο με το λυτρωτικό του σχέδιο»(Φιλ. 2, 13), καθώς και «όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει»( Φιλ. 4,13).
Στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται συνήθως ο όρος «μίμησις Χριστού», αλλά το ακολουθείν οπίσω Αυτού ως χαρακτηριστικό μαθητείας ιδίως των μαθητών που Τον ακολουθούν. Όμως από τους Αποστόλους γενικώς κηρύχθηκε η μίμηση του Χριστού σε όλη την έκταση. Ακολουθούντες οι μετά τους Αποστόλους Πατέρες — Ωριγένης, Ιγνάτιος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς— διδάσκουν «πολιτεύεσθαι εις δύναμιν εξομοιωτικήν τω Θεώ». Γρηγόριος ο Νύσσης ομολογεί ότι ο Χριστιανισμός είναι «θείας φύσεως μίμησις». Και ακολουθούν οι υπόλοιποι Πατέρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και άλλοι έως των ημερών μας που έχουν το ίδιο φρόνημα εν Χριστώ Ιησού. Ο Κύριός μας άλλωστε λίγο προ της παραδόσεώς του, όταν ένιψε τους πόδας των μαθητών, τους παρεκίνησε να μιμούνται την ταπείνωσή του.
Η ενανθρώπηση του Κυρίου μας μάς φανέρωσε και τα δύο ήθη, το θείο και ανθρώπινο, σ’ όλη την τελειότητα και να πως ο άνθρωπος με όλα τα μέσα, ανθρώπινα και θεία, γίνεται τέλειος, συμφώνα με τη θεία απαίτηση «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιός είμι». Ανθρώπινα μέσα είναι η ορθή πρόθεση του ανθρώπου παιδαγωγούμενη από τον πανάρετο βίο του Κυρίου μας. Θεία μέσα είναι η δύναμη της χάριτος, που διά της Εκκλησίας του μας μεταδίδει ο θείος Λυτρωτής μας.
Ως προς την άμυνα κατά της περιεκτικής κακοηθείας και κατ’ αυτού του σατανά, του αρχηγού των κακών, μας καθώπλισε ο Κύριος λέγοντας, «σας  έχω δώσει εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού»(Λουκ. 10, 19). Στους φορείς και κατόχους θεοπρεπών ενεργειών ακολουθούν τα εξής· «θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες, και αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δεν θα παθαίνουν τίποτε· θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν»(Μαρκ. 16, 17-18). Και, τέλος, καταξιώνοντάς τους ιδίους σε υιοθεσία και θέωση ο Κύριος λέει με το στόμα του Ευαγγελιστού, «όσοι δε έλαβον Αυτόν,δηλ. όσοι τον δέχτηκαν και πίστεψαν, τους έδωσε εξουσία, δηλ. το δικαίωμα, να γίνουν παιδιά του Θεού»(Ιωαν. 1,12). Με αυτές πλέον τις ιδιότητες ο Χριστιανός οφείλει να δικαιώσει όλη αυτή τη θέση του στην κλήση και την κληρονομιά του γινόμενος κατά πάντα «του Χριστού», σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου.
Η μιμητικότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως και κανόνας στο νόμο της επιρροής. Σ’ όλη την ιστορία διαφαίνεται η επίδραση των διδασκάλων, και γενικά των διαφόρων φορέων των γνώσεων, στους μαθητές και θαυμαστές τους, μέχρι του σημείου να πείθεται ο καθένας ότι αυτές οι επιδράσεις είναι φυσικός νόμος. Αναφέρουμε το νόμο της επιρροής σαν κάτι το συγκεκριμένο, που λειτουργεί μέσω των φυσικών νόμων και μόνον, για να παραστήσουμε έπειτα σαφέστερα την πραγματικότητα και το μέγεθος του υπέρ φύσιν περισσεύματος, που ενεργεί σε μας η επιρροή της χάριτος, την οποία παρέχει ο δικός μας Καθηγητής και Διδάσκαλος.
Ο νόμος της επιδράσεως επιβάλλει την εξομοίωση με εκείνον που συνήθως θαυμάζουμε και αγαπούμε. Είναι ένα είδος μεταμορφώσεως των χαρακτήρων, επιδράσεως του ενός επί του άλλου, αρκεί το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός να είναι αληθινά. Επάνω στον Ιωνάθαν βλέπουμε εξ ολοκλήρου τον Δαβίδ και τανάπαλιν. Λέγεται για τον Φίλωνα, τον θερμό ζηλωτή της πλατωνικής διδασκαλίας, ότι τόσον αφωμοίωσε τον θαυμαζόμενο διδάσκαλο, ώστε σχεδόν μεταμορφώθηκε κατά το δικό του πρότυπο, και πάντοτε ελέγετο στις μέρες του ότι «ή ο Φίλων πλατωνίζει ή ο Πλάτων φιλωνίζει». Με ένα λόγο, ολόκληρη η πανανθρώπινη αξιοπρέπεια θεμελιώνεται επί του αξιώματος της επιρροής.
Αυτή την επιμονή μου τη στηρίζω στον Παύλο, ο οποίος προβάλλει με σοβαρότητα αυτόν το νόμο της επιρροής σαν βέβαιο κανόνα μεταμορφώσεως των πιστών στο πρότυπό τους, αφού εκ των προτέρων ο ίδιος το έπαθε, και δικαίως παροτρύνει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και να πως παραδίδει το μάθημα ο άριστος αυτός καθηγητής· «όλοι εμείς χωρίς κάλυμμα στο πρόσωπο, κοιτάζουμε σε καθρέφτη τη λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν τη λαμπρή εικόνα του, βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα»(Β΄Κορ. 3, 18). Εδώ εμείς δεν θα σκεφθούμε τον Κύριό μας, του οποίου τη δόξα, τον χαρακτήρα, αντικατοπτρίζουμε προς μίμηση, σαν ένα απλό διδάσκαλο, φιλόσοφο ή μουσουργό, ώστε ο απλός νόμος της επιρροής να μας επηρεάσει. Ο Χριστός μας, ως Πανσθενουργός Θεός, επιδρά πάνω μας αν θελήσουμε πέρα των φυσικών νόμων διά της υπέρ εκ περισσού χάριτός του, γιατί ακριβώς ήλθε, ίνα ζωήν έχωμεν και περισσόν έχωμεν. «Εγώ γαρ, φησί, ζω και υμείς ζήσεσθε».
Για μας ο Χριστός δεν είναι μόνον ιστορικό πρόσωπο, αλλά και ο Κύριος της δόξης, του οποίου η χάρις ως ζώσα ενέργεια μένει μαζί μας στους αιώνες, κατά την αψευδή του επαγγελία, που θεραπεύει τα ασθενή και αναπληρώνει τα ελλείποντα και γίνεται «τοις πάσι τα πάντα». Ο ανωτέρω λόγος του Παύλου προς τους Κορινθίους (Β΄Κορ. 3,18), είναι η πρακτικότερη μέθοδος του αγιασμού, που μεταδίδεται σε όσους πιστούς με προσοχή και ενδιαφέρον αντανακλούν πάνω τους τον θείο χαρακτήρα του Κυρίου μας, διότι απαραβάτως κατά τον αυτόν χαρακτήρα θα μεταμορφώνονται σταδιακά «βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα».
Και να με ποιο τρόπο ο Ιησούς μας παρακινεί· «όποιος θέλει να με υπηρετεί  ας ακουθεί το δικό μου δρόμο» και «όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο δικός μου υπηρέτης»(Ιω. 12, 26). Η ολοκληρωτική μίμηση του Χριστού από τον άνθρωπο δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο ανθρωπίνως να κατορθωθεί και γίνεται σε όσους μπορούν να πούν με παρρησία, «να εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε». Μόνον εκείνοι  ενδυναμώνονται «και να τον μιμηθούν  και να εφαρμόσουν όλες τις εντολές του», σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή.
Προαναφέραμε το νόμο της επιρροής κατά τους φυσικούς λόγους, αλλά εδώ η μίμηση του Χριστού – Θεού δεν είναι μόνον φυσικός νόμος αντιγραφής παραδείγματος ή συστήματος συμπεριφοράς. Ασφαλώς και αυτά συντελούν. Ο λόγος όμως εδώ είναι ότι δεν βαδίζει ο άνθρωπος προς τον Θεόν να τον μιμηθεί, αλλά έρχεται ο Θεός προς τον άνθρωπο να τον θεοποιήσει. Το πρώτο είναι μηχανικό, ενώ το δεύτερο είναι οργανικό· το ένα είναι ανθρώπινο, το άλλο είναι θεοπρεπές.
Στην προσπάθειά μας  «όσα μεν είναι δεκτικά στη φύση μας τα μιμούμεθα, όσα δε δεν είναι τα σεβόμαστε και τα προσκυνούμε», κατά τον Γρηγόριο Νύσσης. Εάν ο Κύριός μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», και η μίμηση του από τους πιστούς πραγματοποιείται διά της θείας του χάριτος με τη συνεργασία της αυταπαρνήσεως. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· όποιος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του θα τη βρει»(Ματ. 16, 24-25). Από αυτό συμπεραίνεται ότι στην περιεκτική αυτή αυταπάρνηση, που ακολουθούμε χωρίς περιστροφές, αναγκαζόμαστε να βαδίσουμε εναντίον της πεσμένης στην αμαρτία φύσεώς μας και όλων των συστημάτων της συμβατικότητος του ψευδοπολιτισμού και να σηκώσουμε το σταυρό και τον ονειδισμό του Χριστού, όσον και αν φαίνεται αυτό πρόκληση στην ορθολογιστική έννοια αυτού του κόσμου. Το νόημα του πεπλανημένου κόσμου είναι το φρόνημα του εκπεσόντος πρώην εωσφόρου και νυν σατανά που εξαπάτησε τον πρώτον άνθρωπο να σκεφθεί με υπερηφάνεια και ιδιοτέλεια, αρρώστια που υπάρχει μέχρι σήμερα και έως της συντελείας στους υιούς της απειθείας. Αυτήν την ασθένεια και κάθε άλλη παρόμοια, αιτία της φθοράς και του θανάτου, θεράπευσε ο κλίνας ουρανούς και καταβάς Θεός Λόγος διά της ταπεινώσεως και υπακοής του προς τον Θεόν Πατέρα, διότι κατά τον Παύλο «αν και ήταν Θεός δεν θεώρησε την ισότητά του αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου και έγινε άνθρωπος και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού»(Φιλ. 2, 6-8). Το ζωντανό αυτό παράδειγμα της ταπεινώσεως του Θεού Λόγου, της «κενώσεώς» του, είναι ο δείκτης της χριστιανικής ζωής. Το νόημα της εν Χριστώ βιοτής είναι το ταπεινό φρόνημα, που συντρίβει την υπερηφάνεια του διαβόλου και κάθε ιδιοτέλεια.
Όλοι οι λόγοι και οι πράξεις του παναρέτου βίου του Κυρίου μας παρεδόθησαν στους πιστούς προς μίμηση διά της χάριτός του. Εξαίρετα όμως θαυμάζονται η ταπείνωση και η αγάπη του, που κατά το λόγιο «εκάλυψαν ουρανούς» και συγκλόνισαν την κτίση.
Στην παγκόσμια ιστορία δεν εμφανίσθηκε κανένας κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, αναμορφωτής, παιδαγωγός και εν γένει δημιουργός στην διάπλαση των κοινωνιών, που να χάραξε τα απαράμιλλα σημεία πλεύσεως, αγάπης, λέω, και ταπεινοφροσύνης, στον παγκόσμιο σκοτεινό ωκεανό του συμφέροντος και του εγωϊσμού. Οι ολόφωτοι αυτοί πυρσοί σαν δείκτες της ορθής πορείας περισώζουν τη δυστυχισμένη ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του μίσους, της εκδικήσεως και της αρπαγής του ακόρεστου συμφέροντος και μεταβάλλουν το απέραντο ανθρωποσφαγείο σε χώρο αξιών και  αξιοπρέπειας, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να μην εκμηδενιστεί! Πάντως στις ημέρες μας ο δείκτης αυτός της ισορροπίας αντιστράφηκε επικίνδυνα και καλούνται «οι του Χριστού», οι καλοί σαμαρείτες της αλληλεγγύης και του αλτρουϊσμού, να γονατίσουν και να υψώσουν ικετευτικά τα χέρια τους στον μεγάλο μας Σωτήρα και Αναμορφωτή να παρατείνει τους οικτιρμούς του και να δώσει σύνεση στην παράλογη τρέλλα των αδίστακτων φορέων του εγκλήματος και του αθέμιτου συμφέροντος, που οδηγεί αδίστακτα στον Αρμαγεδδώνα του αφανισμού και ολέθρου οτιδήποτε μέχρι σήμερα κατεσκευάσθηκε άξιο και ευγενές.
Αλλά ας επανέρθουμε στο θέμα μας. Και επειδή το προοίμιο του λόγου μας ήταν η μίμηση του Ιησού μας, έκρινα να μη παραλείψω σχόλιο του μεγάλου μας φωστήρα της Καισαρείας, Βασιλείου του Μεγάλου, στον βίο του Κυρίου μας, στο οποίο αναφέρει τα εξής· «όλα όσα αφορούν τη ζωή του Κυρίου μας οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη. Ως βρέφος γεννήθηκε σε σπήλαιο και τοποθετήθηκε όχι σε κρεβάτι αλλά μέσα σε φάτνη· έζησε σε σπίτι μαραγκού, με άγνωστη και ασήμαντη μητέρα, υπακούοντας στη μητέρα και στον μνηστήρα της· διδασκόταν, ακούοντας αυτά που δεν είχε ανάγκη, ρωτώντας  όμως, και με την ερώτηση θαυμαζόταν για τη σοφία του· υποτάχθηκε στον Ιωάννη και δέχθηκε βάπτισμα από το δούλο ο Δεσπότης· δεν αντιστάθηκε σε κανένα που ήταν αντίθετός του, ουτέ χρησιμοποίησε την απέραντη εξουσία που είχε, αλλ’ υποχωρούσε σε αυτούς σαν να ήταν δυνατότεροι και επέτρεπε στην πρόσκαιρη εξουσία να φαίνεται ισχυρή· δικαζόταν από τους αρχιερείς, οδηγείτο στον ηγεμόνα και ενώ δεχόταν καταδίκη ελέγχει όσους τον συκοφαντούσαν υποφέροντας σιωπηλός τις συκοφαντίες·  από ασήμαντους δούλους και παιδάρια δεχόταν φτυσίματα, παραδινόταν σε θάνατο, μάλιστα τον χειρότερο για τους ανθρώπους. Έτσι ως άνθρωπος έζησε από τη γέννηση μέχρι το τέλος του  και μετά από τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη φανέρωσε τη δόξα του, συνδοξάζοντας με τον εαυτό του όσους περιφρονήθηκαν». Εδώ πραγματικά αποκαλύπτεται κάθε λογικός άνθρωπος σε κάθε ηλικία αλλά και περίσταση, γιατί ακριβώς ο Κύριός μας έζησε στη γη σε μία ταραχώδη και ακατάστατη κοινωνική ζωή, που η δυσκολία και η αβεβαιότητα ήταν μάλλον κανόνας της ζωής.
Ο πλούτος όμως της αγάπης του και η βαθυτάτη του ταπείνωση ανυψώθηκαν στον μέγιστο θρίαμβο, στο κέντρο της παγκόσμιας ιστορίας, όταν έδωσε τη σκληρότερη μάχη πάνω στο Σταυρό, κατανικώντας τις δυνάμεις του μίσους και τον όγκον του εγωϊσμού σε όλη τους την έκταση και βραβεύοντας με την παναγάπη και αυτοθυσία του τους σταυρωτές του! «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γάρ οίδασι τι ποιούσι»! Τα ασίγητα αυτά λόγια, που σε όλους τους κόσμους θα βοούν σε όλες τις γενεές και τους αιώνες, θα είναι το επισφράγισμα της θείας και θεοπρεπούς ιδιότητος του μόνου Λυτρωτού όλων των κόσμων, ορατών και νοουμένων, ότι όντως Αυτός είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού που ήρθε στον κόσμο και ότι στο πανάγιον όνομά Του πραγματοποιείται όλη η σωτηρία. «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»!
Να, λοιπόν, η εικόνα και το πρότυπο της αναπλάσεως σε όσους θέλουν να  μιμηθούν και να ανακαινισθούν. Από τη βρεφική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση, ό,τι αφορά την ανατροφήν και την επικοινωνία, και μετά ο κανόνας των σχέσεων και της συμπεριφοράς προς τους πλησίον, ταπείνωση και υποταγή στην αναστροφή, πραότητα και αγάπη στις σχέσεις και τη συμπεριφορά. Να η οντολογική ανακαίνιση του ανθρώπου, ότι με το πάθος του Κυρίου μας πραγματοποιείται και κερδίζει η ηθική των Χριστιανών την εξαιρετική θέση της. Το βαθύ αυτό νόημα ερμηνεύει την μωρία του Σταυρού, που ο Παύλος εγκωμιάζει, και που παραμένει στους Ιουδαίους σκάνδαλο και στους κάθε είδους ειδωλολάτρες μωρία.
Όπως προανεφέραμε, το επίκεντρο του μυστηρίου του Σταυρού, που κάθε πιστός προσκαλείται αλλά και φιλοδοξεί να σηκώνει ακολουθώντας τον Ιησού, σ’ αυτά τα φαινόμενα σύντομα διαφαίνεται: πραότητα και ταπείνωση στη συμπεριφορά, αγάπη και αυτοθυσία στις σχέσεις του, και έτσι ο άνθρωπος ευρίσκεται εφαρμόζοντας το νόμο του Χριστού. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο μίμηση των πιστών στο πάθος του Κυρίου μας είναι το ουσιωδέστερο επίτευγμα της ολοκληρωτικής κοινωνίας τους όχι μόνον στο πάθος, αλλά και την ανάσταση και τη δόξα της αναλήψεως του Σωτήρος μας, όπου στα δεξιά του Πατρός υποδέχεται κατά το ευαγγέλιόν του όλους τους δικούς του, «για να βρίσκονται όπου είναι και Αυτός και να βλέπουν τη δόξα του»(Ιω. 17,24).
Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αναφέρει κάτι ανάλογο σε μία των κατηχήσεών του, το εξής· «όσοι δεν μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού διά μετανοίας και υπακοής και δεν μετείχαν στο θάνατό Του, δεν θα γίνουν συμμέτοχοι ούτε της πνευματικής του αναστάσεως, ούτε θα λάβουν Πνεύμα Άγιον». Η άρση άρα του Σταυρού ως καθήκον όλων των πιστών, κατά τον Παύλον, «αν μαζί με τον Χριστό πεθάναμε, μαζί του και θα ζήσουμε,…αν τον αρνηθούμε,και εκείνος θα μας αρνηθεί»(Β Τιμ. 2, 11-12), καθίσταται το κύριο μέλημα και παρουσιάζει τη χριστιανική ζωή ομολογιακήν επιταγή και όχι συμβιβαστικό σύστημα. Το νόημα του Σταυρού σαν περιεκτική φιλοπονία ερμηνεύεται στην ακρίβεια της τηρήσεως όλων των εντολών, των οποίων —έστω και της ελαχίστης— η παράβαση θα έχει ως αποτέλεσμα να «κληθεί ελάχιστος» ο φταίκτης.
Την ακρίβεια της ομολογίας τους οι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας, όλων των εποχών, εξεπλήρωναν με κάθε λεπτομέρεια. Χαρακτηριστική όμως αποδεικνύεται η ομολογία των Νεομαρτύρων επί τουρκοκρατίας. Πολλοί απ’ αυτούς τους μακαρίους, αρπαζόμενοι από τις τυραννικές ορδές των κρατούντων στα διάφορα παιδομαζώματα, υποχρεώνονταν σε ακούσιο διά της βίας εξισλαμισμό στη βρεφική ηλικία και ουδέποτε είχαν συνείδηση ότι παρέβησαν τη δικήν τους πίστη διά το ανωριμο της ηλικίας. Σε όσους δε γινόταν αυτό γνωστό μετά την ενηλικίωσή τους μεταμελούνταν και επέστρεφαν με μετάνοια στην χριστιανική τους πίστη και πάρα πολλοί κατέφευγαν στον μοναχισμό. Η φωνή όμως της ομολογιακής συνειδήσεως δεν  σιωπούσε και μετά από τη σκληρη μετάνοια, ώστε πολλούς βρίσκουμε να παραδίδωνται εκουσίως στους τυράννους και να ελέγχουν με παρρησία την αδικία που έγινε εις βάρος τους και με σκληρά βασανιστήρια και ποικίλα μαρτύρια να ξεπλένουν την πρώτην, έστω και ακούσια, άρνηση.
Ο δρόμος προς το μαρτύριο και, γενικά, η ομολογιακή θέση της χριστιανικής πίστεως δεν παρουσιαζόταν μόνον σε ημέρες διωγμών  στις θερμές και ζέουσες καρδίες των πιστών, αλλά και μετά τη παύση της πολεμικής λαίλαπας των διαφόρων διωγμών. Επινοούσαν τρόπους και μέσα εκουσίου σταυρώσεως υποβαλλόμενοι σε διάφορες ασκήσεις στερήσεων και αγώνων, που αν και φαινόταν ότι αγωνίζονταν κατά της περιεκτικής κακίας και υπέρ της αποκτήσεως των αρετών, το βάθος του σκοπού τους ήταν ο φιλόθεος ζήλος τους υπέρ της αγάπης του Χριστού που πρώτος μας αγάπησε. Όσοι με το βάπτισμα «ενεδύθησαν χάριτι» τον Χριστόν, ενσυνείδητα πλέον εισδύουν στο νόημα του θανάτου και της αναστάσεώς του, όπου επέρχεται πλέον κατά συνέπειαν η διακοπή της σχέσεώς τους προς την αμαρτία και έτσι πραγματοποιείται η ποθητή μίμηση με το προτύπου τους τον Χριστό.
Η προς τον Χρίστον – Θεόν ομοίωση δεν πραγματοποιείται με φυσικά μέσα μιμήσεως, αλλά διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που διά των θείων της Εκκλησίας μυστηρίων γεννάται στους πιστούς. Η μίμηση απλώς της Χριστοηθείας των πιστών αποδεικνύει τη σωστή τους πρόθεση να εκλέξουν τον ενάρετο βίο αντί της φαυλότητος του πονηρού βίου. Ολόκληρη όμως την  μεταβολή και προαγωγή τους «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και την μετάθεσή τους «εκ του θανάτου εις την ζωήν» λαμβάνουν με την κοινωνία των θείων ενεργειών, στις οποίες μετέχουν μέσω των θείων μυστηρίων.
Το βαθύτερο νόημα της Θεομιμήσεως ξεπερνά τους όρους των κανόνων της συμπεριφοράς, όπως ίσως θα νομίζουν οι νεωτεριστές. Κάτι τέτοιο βρίσκει κάνεις στις διαιρεθείσες Εκκλησίες. Η καθολική προσπάθεια των πιστών ν’ ακολουθήσουν, δηλαδή να μιμηθούν, τον Χρίστο όσο μπορούν είναι να «ζήσουν εν Αυτώ», όπου προκαλείται η ομοήθειά μεταξύ τους και προς Αυτόν· αυτό δε είναι ακατόρθωτον χωρίς την Εκκλησία. Η βαθύτερη μέσω της Εκκλησίας διά των μυστηρίων κοινωνία των πιστών με τον Χριστό και τους αγίους συνιστά την πανενότητα, όπου «πάντες οι του Χριστού έν εισί». Η μίμηση άρα του Χριστού στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ολοκληρωτική ομοήθεια, Θεοήθεια, θεανθρωπισμός και θέωση ως καθολικός προορισμός του ανθρώπου, που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και που έφθασε τώρα στην τελειότητα με την θεία κένωση του Λόγου.
Στην αγωνιστικότητά του για την μίμηση του Χριστού  ο κάθε πιστός πληροφορείται εν αισθήσει την ανθρώπινη αδυναμία και μαθαίνει διά της πείρας το Κυριάκόν λόγιον, ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Εξ αντιθέτου, διά του Παυλείου «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» διδάσκεται πλήρως την άριστη αρετή της ταπεινώσεως της χριστιανικής ζωής και την αχώριστη σύντροφό της υπακοή, τα γνήσια χαρακτηριστικά του προτύπου. «Διότι λέει μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» και πάλιν «δεν ήλθα να κάνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε». Η υπομονή που συστήνεται στους δικούς του από τον Κύριό μας, «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» και «όποιος υπομείνει μέχρι τέλους αυτός θα σωθεί», αποκαλύπτουν την αδυναμία και τρεπτότητα της ανθρωπίνης φύσεως μετά την πτώση και συνιστούν την συνεχή προσπάθεια προς την ατελείωτη τελειότητα. Η συνεχιζόμενη προσπάθεια της Χριστομοιώσεως δεν παύει να διδάσκει στον άνθρωπο τη δική του ευτέλεια και ταπεινότητα, που πιέζεται συνεχώς από τη φαυλότητα του παλαιού ανθρώπου και όλων των συναφών, και αυτό ακριβώς φανερώνει τον δείκτη της αποστάσεώς του από τον Χριστό. Η πρακτική αυτή εμπειρία της ανθρωπίνης αδυναμίας και μηδαμινότητος αποκαλύπτει το ύψος της θείας δωρεάς και αγάπης προς τον άνθρωπο και συντελεί στην πληρέστερη μορφή της τελειότητος, στην οποίαν οι κατά Θεόν τέλειοι όλα τα αποδίδουν σ’ Αυτόν, «ώστε Αυτού να είναι όλα και Αυτός να είναι σε όλα»(Κολ. 2,11).

(Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 43-55).
πηγή

ΓΙΑΤΙ Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΘΕΙΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2016, ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΔΕΝ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ;



ΓΙΑΤΙ Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΘΕΙΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2016, ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΔΕΝ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ;

(Προς χάριν των Παπικών δεν καλείται Οικουμενική;) 

Του θεολόγου κ. Β. Χαραλάμπους
=====

Γιατί η προγραμματισθείσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν καλείται Οικουμενική; Η συμμετοχή των τοπικών Εκκλησίων θα είναι πλήρης. Γιατί λοιπόν δεν καλείται Οικουμενική; Εμμέσως πλην σαφώς υπονοείται απο κάποιους η απουσία των Παπικών. Άλλοι φοβούνται την έκβαση των διαλόγων, που η μακροχρόνια ενασχόληση τους με τα‘’ελάσσονα’’, αλλότριους καρπούς έφερε. 

Η Εκκλησία της Ρώμης παρίστατο στις Αγίες Οικουμενικές Συνόδους, πριν το έτος 1054. Οι αποστάντες Παπικοί με την αποκοπή τους από την Μία Αγία Εκκλησία, την Χάριν απώλεσαν. 

Ο Άγιος Βασίλειος στην  Προς Αμφιλόχιον περί κανόνων λέγει «Οι Καθαροί και αυτοί των απεσχισμένων εισί…διότι η μεν αρχή δια σχίσματος γέγονεν». Το αυτό δεν συνέβηκε με τους Παπικούς;  Από το έτος 1054 μ.Χ., οι Παπικοί σε αιρέσεις περιέπεσαν. 

«Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες», συνεχίζει ο Άγιος Βασίλειος «ουκέτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εν εαυτοίς». Να το επεξηγήσει κανείς; Ο Άγιος Βασίλειος, ξεκάθαρα αναφέρει «Ουκέτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εν εαυτοίς».

Γιατί δίνουν το δικαίωμα σε κάποιους να ανησυχούν; Η συμμετοχή των τοπικών Εκκλησίων θα είναι πλήρης και ως εκ τούτου η προγραμματισθείσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πρέπει να κληθεί  Οικουμενική. Κανείς λόγος δεν συντρέχει να μην καλείται Οικουμενική. Εξάλλου αν  κληθεί έτσι, θα της δοθεί και το αρμόζον Ορθοδόξως νοούμενο κύρος.

Οι αναφορές που γίνονται από κάποιους για συμμετοχή των πρεσβυγενών Πατριαρχείων πλην της Ρώμης, εάν αποσκοπούν με την αναφορά τους αυτή, σαν αιτιολογικό γιατί η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν καλείται Οικουμενική, αυτό αναμφισβήτητα δεν είναι σύμφωνο με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. 

Η Μία, Αγία Εκκλησία δεν απώλεσε την Οικουμενικότητά της μετά την αποκοπή των Παπικών από αυτήν. Οι αποστάντες Παπικοί την Χάριν απώλεσαν. Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν» και πιο κάτω συνεχίζει«αιρετικοί εισίν άρα και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν».

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, αναφέρει: «Οι Άγιοι χριστοφόροι Απόστολοι έδωσαν άπαξ διαπαντός τον ορισμόν της θεανθρωπίνης εκκλησιαστικότητος: ‘’Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν’’ (Πραξ. 15,28). Πρώτον το Άγιον Πνεύμα και κατόπιν ημείς˙ ημείς τόσον, όσον δίδομεν χώρον εις το Άγιον Πνεύμα δια να ενεργή δι’ ημών».

Όσα σχίσματα κι αν έγιναν, όσοι κι αν έχουν αποκοπεί από την Μία, Αγία Εκκλησία, ουδέποτε έχασε την Οικουμενικότητά της, ούτε έπαψε να είναι «από περάτων έως περάτων της γης», όπως ορθά χαρακτηρίζεται η Εκκλησία μας στα αρχαία λειτουργικά κείμενα.

«Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εν εαυτοίς», λέγει Άγιος Βασίλειος. Το αυτό ισχύει και διά τους Παπικούς, προς χάριν των οποίων, η προγραμματισθείσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας,  πιστεύω δεν καλείται Οικουμενική.

Ταπεινός υπεράνω σκανδαλισμού!

Ταπεινός υπεράνω σκανδαλισμού!


Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει.
Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».
Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας:«Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».
«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο.
Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».

«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».

 Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.
* * *

* Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...».

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...