Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 02, 2015

Ο σωφρονισμός της μνήμης με την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων (Χ. Φλάισερ)


Η Μαρία μού έστειλε ένα κομμάτι από το Επίμετρο του βιβλίου του Χάγκεν Φλάισερ «Πόλεμοι της μνήμης», για το οποίο έγινε λόγος στα σχόλια τις τελευταίες μέρες. Επειδή έχει γενικότερο ενδιαφέρον, το ανεβάζω εδώ. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας, όχι του συγγραφέα.


Επανορθώσεις

Στις διασυμμαχικές διασκέψεις κατά την τελευταία φάση του Πολέμου, και ιδίως στο Πότσνταμ, μετά τη νίκη οι μεγάλες Δυνάμεις είχαν καταρχήν συμφωνήσει στην υποχρέωση της Γερμανίας να καταβάλει επανορθώσεις στις χώρες της αντιχιτλερικής συμμαχίας, ανάλογα με την «προσφορά» τους (και όχι με τις θυσίες που είχαν υποστεί) στον κοινό αγώνα. Αυτή η διατύπωση ευνοούσε σαφέστατα τους τρεις Μεγάλους, αλλά ακόμη και συγκριτικά «άκαπνα» κράτη, όπως τη Νοτιοαφρικανική Ένωση και άλλες χώρες- μέλη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Κατά  συνέπεια, τον Ιανουάριο του 1946, η συμφωνία του Παρισιού για την ίδρυση της IARA [Interallied Reparation Agency] επικύρωσε ανάλογη ρύθμιση, με ποσοστά που αδικούσαν τις μικρότερες συμμαχικές χώρες και ιδίως εκείνες που είχαν διατελέσει υπό κατοχή. Για το λόγο αυτόν, η Ελλάδα –που είχε προσέλθει καθυστερημένα και απροετοίμαστη – αρχικά αρνήθηκε να υπογράψει.
Τα επόμενα χρόνια, η προϊούσα όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, έπειθε τις δυτικές δυνάμεις, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, για το απαραίτητο της ενσωμάτωσης του νεοσύστατου δυτικογερμανικού κράτους στην εκκολαπτόμενη Ατλαντική Συμμαχία. Η κυβέρνηση Αντενάουερ συνειδητοποίησε την ανέλπιστη ευκαιρία – με δεδομένα της πλήρους ιδίως σε ηθικό επίπεδο, κατάρρευσης του Ράιχ το 1945 – να επιστρέψει σταδιακά στην οικογένεια των πολιτισμένων εθνών, υιοθετώντας την προσφερόμενη στρατιωτική και οικονομική ένταξη. Για τον μεγάλο αυτό στόχο δέχτηκε –παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης – τις πολυέξοδες αξιώσεις των «Μεγάλων»: τον επανεξοπλισμό της χώρας και την αποπληρωμή του τεράστιου συμβατικού γερμανικού χρέους. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονταν τα διεθνώς εκδιδόμενα χρεόγραφα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καθώς και τα μεταπολεμικά χρέη της Δυτικής Γερμανίας, προερχόμενα κυρίως από τα έξοδα κατοχής των συμμαχικών δυνάμεων, καθώς και από την ανθρωπιστική βοήθεια που είχε χορηγηθεί προς την λιμοκτονούσα και κατεστραμμένη Γερμανία πριν από τη συγκρότηση της ΟΔΓ. Και στις δύο περιπτώσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκκαθάριση των ανοιχτών λογαριασμών είχαν οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, ως κύριες πιστώτριες δυνάμεις.
Στις πολύχρονες προκαταρκτικές διαβουλεύσεις για το διακανονισμό και την ιεράρχηση των γερμανικών υποχρεώσεων, η Βόννη κατόρθωσε να προωθήσει την άποψη ότι ακόμη και η ανερχόμενη δυτικογερμανική οικονομία θα αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στην καταβολή περαιτέρω επανορθώσεων, πέραν εκείνων που η ΟΔΓ είχε ήδη αναλάβει προς τα ενδογερμανικά θύματα των ναζιστικών διωγμών, καθώς και προς το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ για την κοινωνική ένταξη των επιζησάντων του Ολοκαυτώματος. Με το σκεπτικό να μην διακυβευτεί η μετατροπή της Δυτικής Γερμανίας σε προπύργιο του Ελεύθερου Κόσμου κατά της «εξ Ανατολών απειλής» και να αποφευχθεί ο κίνδυνος οικονομικής αποσταθεροποίησης που θα αύξαινε την απήχηση της κομμουνιστικής προπαγάνδας, πρώτη η Ουάσινγκον προσέγγισε σε θέσεις της Βόννης. Ακολούθησαν η Μεγάλη Βρετανία και , αρκετά διαστακτικά, η Γαλλία. Δεν ήταν εφικτός όμως ένας επίσημος τερματισμός στις καταβολές πολεμικών αποζημιώσεων –όπως τον επεδίωκαν ο Αντενάουερ και ο στενός οικονομικός σύμβουλός του ο Αμπς[i] – εφόσον έπρεπε να ληφθεί υπόψη η κοινή γνώμη ιδίως στις άλλοτε κατεχόμενες χώρες, η οποία θα ήταν αντίθετη σε μια τέτοια συναλλαγή. Έτσι, το άτυπο αγγλοαμερικανικό διευθυντήριο της διασυμμαχικής Συνδιάσκεψης για το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας κατέληξε στην προαναφερθείσα, συνειδητά ασαφή, διατύπωση. Με σκανδαλώδη τρόπο, η Σύμβαση του Λονδίνου συνεδύασε την επισήμανση ότι δεν παρενέβαινε στο ζήτημα των επανορθώσεων με την έσχατη, την αποφασιστική παρέμβαση στο θέμα αυτό –δηλαδή την επ’ αόριστον καταχώρηση της ανεπιθύμητης ρύθμισης στις (ελληνικές) Καλένδες. Η Γερμανία γνώριζε τι χρωστούσε στη μεγάλη της σύμμαχο και εκμεταλλευόταν στο έπακρο τον καρπό της συμπαιγνίας αυτής επί δεκαετίες[ii].
Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούσε την οικονομική δύναμή της απέναντι στους μικρότερους εταίρους, και ιδίως απέναντι στην Ελλάδα. Μετά τον εκβιασμό προς τον Καραμανλή το 1958, προειδοποίησε και τον αντιπρόεδρο Παναγιώτη Κανελλόπουλο «εμπιστευτικά», να μην δυσκολέψει η Ελλάδα με «υπερβολικές αξιώσεις για αποζημιώσεις» τις ταυτόχρονες διαπραγματεύσεις για τη σύνδεσή της με την ΕΟΚ, όπου η Βόννη, αλλά και ο Γερμανός πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Β. Χάλσταϊν, ως πρόεδρος της Κομισιόν, είχαν αποφασιστικό λόγο. Ως προς την αξίωση των ατομικών αποζημιώσεων, το 1960 η ΟΔΓ υποχώρησε μερικώς, υπογράφοντας διμερές σύμφωνο –ύστερα από σκληρό παζάρι- για την πληρωμή 115.000.000 μάρκων σε Έλληνες που υπέστησαν διωγμούς «διά λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία». Η υποχώρηση αυτή –εκούσια, όπως τόνιζε η Βόννη, για να μη θεωρηθεί προμήνυμα και προηγούμενο για επανορθώσεις– οφειλόταν στην συνδυασμένη πίεση έντεκα συνολικά δυτικών χωρών, που είχαν παρόμοιες απαιτήσεις, καθώς και στο φόβο της ενδεχόμενης διπλωματικής αναβάθμισης ή ακόμη και αναγνώρισης της «Λαοκρατικής» Γερμανίας, η οποία είχε υπαινιχθεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα διαπραγματευόταν και το ενδεχόμενο πληρωμής κάποιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα.[iii]
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο αντιπάλων γερμανικών κρατών στα πολεμικά γεγονότα γίνονται εύκολα αντιληπτές ακόμη και από τα δημοσιεύματα σχετικά με την Ελλάδα της πολεμικής περιόδου, τα οποία πραγματοποιήθηκαν με επίσημη φροντίδα και επιχορήγηση. Στην ΟΔΓ, το υπουργείο Εξωτερικών χρηματοδότησε τη μετάφραση των πολεμικών αναμνήσεων του Παπάγου, αφού αυτές αφορούσαν αμιγώς στρατιωτικά γεγονότα, ενώ ο στρατάρχης ήταν ήδη πρωθυπουργός, και για τη Βόννη, πιθανότατα, ο πιο συμπαθής πρώην κρατούμενος. Αντιθέτως η Ανατολική Γερμανία προωθούσε μεταφράσεις στα γερμανικά, καθώς και άλλες εκδόσεις αρκετών βιβλίων που επικεντρώνονταν στην (εαμική) Αντίσταση ή στην τρομοκρατία των κατακτητών. Οι εκδόσεις αυτές είχαν σχεδιαστεί για να χρησιμοποιηθούν και ως πολιτικό όπλο, αφού η ηγεσία της ΓΛΔ –σε στενή συνεργασία με τους Έλληνες συντρόφους[iv]– επιδίωκε συνειδητά να ανακαλεί στη μνήμη του ελληνικού λαού τις εμπειρίες από τον γερμανικό φασισμό. Στόχος τους ήταν «να ξεσκεπάσουν τη μιλιταριστική και ρεβανσιστική εξέλιξη στην ΟΔΓ», σε αντιδιαστολή με το «φιλειρηνικό κράτος» της ΓΛΔ. Για τους ίδιους λόγους, ακόμη και οι εμπορικοί αντιπρόσωποι της ΓΛΔ κατήγγειλαν δημοσίως τις ναζιστικές σφαγές, αναζητώντας επαφές με κοινότητες που είχαν πέσει θύματα ιδιαιτέρως ειδεχθών αντιποίνων (π.χ. Δίστομο, Χορτιάτης).
Η επίσημη Αθήνα, βέβαια, δεν ανταποκρινόταν στους δελεασμούς αυτούς –λόγω γενικοτέρων συμμαχικών υποχρεώσεων, αλλά και για να μην εισπράξει η ελληνική Αριστερά τους καρπούς του ανοίγματος. Διαχρονικό παράγοντα αποτελούσε άλλωστε και η βαθιά απέχθεια των συντηρητικών ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο ανατολικογερμανικό καθεστώς, η οποία δεν εξηγείται μόνο με το ιδεολογικό χάσμα που τους χώριζε. Προφανώς επρόκειτο εδώ για κράμα αντικομμουνιστικού μένους και ενός λανθάνοντος αντιγερμανισμού, ο οποίος ωστόσο περιορίστηκε στους Γερμανούς της Ανατολής- αντίστοιχα με τη στάση της ελληνικής Αριστεράς που τον καλλιεργούσε επίσης επιλεκτικά εναντίον του δυτικογερμανικού κράτους. Εντούτοις η Βόννη ανησυχούσε έντονα για την πιθανή απήχησή τους στα πλατιά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, ιδίως μετά τις εκλογές του 1958, και αναθεώρησε τη στάση της αναλόγως, όπως έδειξε και η πληρωμή των 115.000.000 μάρκων για ατομικές αποζημιώσεις. Και τα δύο γερμανικά κράτη, όταν αντιμετώπιζαν το ενοχλητικό παρελθόν του Πολέμου, επηρεάζονταν στις αντιδράσεις τους σε σημαντικό βαθμό από τη μεταξύ τους αντιπαλότητα.


Ο σωφρονισμός της μνήμης

Οι προσπάθειες των Γερμανών κυβερνώντων να αποδράσουν από την ηθική και οικονομική ομηρία του παρελθόντος με στρατηγικές που απωθούσαν, εξασθένιζαν ή ακόμη και εκκαθάριζαν[v] τις συγκεκριμένες μνήμες, ασφαλώς δεν προκαλούν συμπάθεια, αλλά τουλάχιστον είναι κατανοητές. Διαφορετικά κρίνεται η διαχρονική πολιτική κατευνασμού της επίσημης Ελλάδας, η οποία αποσκοπούσε στο να περιορίσει, να σωφρονίσει τις πολιτικά μη ορθές μνήμες (και τις πρακτικές επιπτώσεις) του κατοχικού παρελθόντος που θα έθεταν σε κίνδυνο το επισφαλές ειδύλλιο με τον άλλοτε κατακτητή. Η Αθήνα έχει λοιπόν το δικό της μερίδιο ευθύνης για την άκαμπτη γερμανική πολιτική.
Το Μάρτιο του 1948, πριν ακόμα ιδρυθεί η ΟΔΓ, το Συμβούλιο Πολιτικών Υποθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης συνεδρίασε για το «Γερμανικό ζήτημα». Ο προεδρεύων Παναγιώτης Πιπινέλης κατέστησε σαφές ότι, συνεπεία του Ψυχρού Πολέμου, οι διεθνείς συσχετισμοί άλλαζαν άρδην και ως εκ τούτου έπρεπε να αλλάξουν και τα σχέδια για τη μεταχείριση της Γερμανίας. Δεν επρόκειτο πλέον για «σχέση νικητού κράτους προς ηττημένον», αλλά: «Προς το συμφέρον της Ευρώπης ολοκλήρου γενικώς, και της Ελλάδος ειδικώτερον, η Γερμανία –δηλαδή η χώρα ακριβώς εκείνη η οποία εγκλημάτησε κατά της πατρίδος μας- πρέπει να ανορθωθή και […] εις την προσπάθειαν [αυτήν] έχομεν συμφέρον να βοηθήσωμεν και ημείς, κατά το μέτρον των δυνάμεών μας».
Ήδη πριν από την επανεμφάνιση γερμανικής διπλωματικής αντιπροσωπίας στην Αθήνα, ο τότε πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος είχε φτάσει στο σημείο να απαλλάξει τη Βέρμαχτ από τις ευθύνες της για «τα δυσάρεστα γεγονότα της Κατοχής», τα οποία βάρυναν «τους Ναζί και την Γκεστάπο»- όπως υποστήριξε σε επισκέπτη Γερμανό υπουργό. Η υπέρ το δέον συμβιβαστική συμπεριφορά της επίσημης Αθήνας καταγράφηκε και τον επόμενο μήνα, κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσημης επίσκεψης Έλληνα πολιτικού στη Βόννη. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τότε, απλώς έτυχε να αναφέρει ότι κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944, είχε βρει τη χώρα κατεστραμμένη. Απέφυγε ωστόσο επιμελώς την παραμικρή νύξη για το ποιος τέλος πάντων ευθυνόταν για την καταστροφή. Σαφέστερος έγινε ο Παπανδρέου μόνο όταν αναφέρθηκε στις εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν, παρουσιάζοντάς τις σαν «αγώνα ανάμεσα στον κομμουνιστικό πανσλαβισμό και την αιώνια εμπροσθοφυλακή της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας». Ο Παπανδρέου τελείωνε το λόγο-υπόμνημά του με μία αναφορά στην «ιστορική αποστολή της ευθύνης για την Ευρώπη, την οποία αναλαμβάνει η νέα δημοκρατική Γερμανία».
Αναλόγως αντέδρασαν οι ταγοί του πολιτικού κόσμου όλου σχεδόν του φάσματος μετά την άφιξη της γερμανικής αντιπροσωπείας, η οποία αρχικά είχε το στάτους γενικού προξενείου, ενώ αναβαθμίστηκε σε πρεσβεία το καλοκαίρι του 1951. Όλοι τους (Βενιζέλος, Παπανδρέου, Πλαστήρας, εκπρόσωποι του Λαϊκού Κόμματος και αργότερα του Συναγερμού) συναγωνίζονταν στο να εξάρουν την επιτακτική ανάγκη της συμβολής της προφανώς εξαγνισμένης ΟΔΓ στην άμυνα του Ελεύθερου Κόσμου, αφού και οι δύο χώρες βρίσκονταν πια στους ίδιους προμαχώνες. Ενδεικτικές ήταν οι φιλοφρονήσεις του Παπάγου προς τον νεοαφιχθέντα επικεφαλής της αντιπροσωπείας, τον βαρόνο Γκρούντερ –ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, το 1952 θα έφευγε άρον άρον μετά τις αποκαλύψεις για το παρελθόν του- με την ιδιότητά του ως «τέως αξιωματικού της Βέρμαχτ, του καλύτερου στρατού του κόσμου». Και αργότερα, ο στρατάρχης εξήρε επανειλημμένα –πέρα από τις κλασικές γερμανικές ιδιότητες, όπως την εργατικότητα και την πειθαρχία- ιδίως τις καθαρά «στρατιωτικές αρετές» του γερμανικού λαού, που δεν έπρεπε να μείνουν ανεκμετάλλευτες. Άλλωστε, η Αθήνα ήταν η πιο θερμή συνήγορος για γρήγορη ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στους διάφορους εν εξελίξει οργανωτικούς σχηματισμούς της Δυτικής Ευρώπης. Ανώτατοι αξιωματούχοι και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες δεν δίσταζαν να εγκωμιάζουν το γεγονός ότι η γερμανικήBundeswehr διοικείτο και εκπαιδευόταν κυρίως από αξιωματικούς οι οποίοι είχαν πολύτιμη πολεμική πείρα για τον εχθρό (την ΕΣΣΔ), και ως εκ τούτου αποτελούσε σπουδαία εγγύηση για την ασφάλεια της Δύσης.[vi] Και γι’ αυτόν το λόγο η Αθήνα αποφυλάκισε, αρχές του ’52, τον τελευταίο τότε κατάδικο της Βέρμαχτ.[vii]
Η αυτολογοκρισία και η «καλπάζουσα αμνησικακία»[viii] της επίσημης Ελλάδας, η επιθυμία των κυβερνώντων να φανούν αρεστοί στην οικονομικά ισχυρή ΟΔΓ –και πέρα από τα όρια της συνήθους διπλωματικής ευγένειας- διατηρήθηκαν σχεδόν αμείωτες επί δεκαετίες. Κάποια φραστικά σχήματα άλλωστε φάνηκαν χρήσιμα και στις δύο πλευρές. Έτσι ο ισχυρισμός του Βασιλέως Παύλου ότι ο συμμοριτοπόλεμος στοίχισε πολύ περισσότερα θύματα απ’ ότι η Κατοχή, δεν λειτουργούσε μόνο στην ελληνική πολιτική, αλλά υιοθετήθηκε επίσης ενθουσιωδώς από διπλωμάτες της Δυτικής Γερμανίας και άλλων δυτικών εταίρων. Έλληνες και Γερμανοί αξιωματούχοι συμφωνούσαν ότι ο Εμφύλιος είχε όλα τα χαρακτηριστικά του πολέμου της Κορέας και ότι ο εν εξελίξει Ψυχρός Πόλεμος είχε επισκιάσει την Κατοχή ως τη μοναδική δυσάρεστη τομή στις κατά τα άλλα ανέκαθεν αγαστές ελληνο-γερμανικές σχέσεις.
Επιπλέον, η ΟΔΓ ωφελήθηκε σοβαρά από το γεγονός ότι η χρόνια κρίση του Κυπριακού διατάρασσε σε μόνιμη βάση τις σχέσεις της Ελλάδας με τους παραδοσιακούς εταίρους της. Με αφορμή την επίσκεψη του προέδρου Χόις στην Ελλάδα, ο Καναδός πρέσβης ενημέρωσε τον υπουργό του: «[…] η επίσκεψη του Γερμανού προέδρου τράβηξε αναπόφευκτα την προσοχή στο γεγονός ότι είναι δυνατόν να επιφυλαχθεί στους Γερμανούς σήμερα μια πιο θερμή υποδοχή, από εκείνη που θα επιφύλασσαν στους παραδοσιακούς φίλους της Ελλάδας. Ελάχιστοι είναι οι Έλληνες που δεν κουβαλούν πικρές αναμνήσεις από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. […] Ασφαλώς η επιδείνωση των αγγλο-ελληνικών σχέσεων δεν αποτελεί μυστήριο. Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί, που έχουν προσφέρει τόσα στους Έλληνες και από την άλλη πλευρά δεν τους έχουν βλάψει ποτέ, κατατάσσονται τώρα πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τους Γερμανούς κι ελάχιστα ψηλότερα από τους Βρετανούς, πρέπει να προβληματίζει τους αντικειμενικούς παρατηρητές».[ix]
Έτσι δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η Βόννη άρχισε να παραπέμπει στα έξοδα επανεξοπλισμού και στη γενικότερη αμυντική προσφορά της ΟΔΓ στον Ελεύθερο Κόσμο ως υποκατάστατο (και μάλιστα σημαντικότερο) της ενδεχόμενης καταβολής αποζημιώσεων- όπως έπραξε το γερμανικό ΥΠΕΞ «ενημερώνοντας» μέσω της πρεσβείας τον δήμαρχο της μαρτυρικής Κλεισούρας, ο οποίος είχε ζητήσει κάποια ενίσχυση (π.χ. με τη μορφή αναδοχής εκ μέρους γερμανικής πόλης) που θα ελάφρυνε τις συνέπειες της άγριας σφαγής του 1944.
Ταυτόχρονα , βάσει της νέας αυτοπεποίθησής τους, οι Δυτικογερμανοί εκπρόσωποι δυσανασχετούσαν για κάθε «άκαιρη» αναφορά στο κατοχικό παρελθόν, που αποτελούσε απόκλιση από τον τρόπο τινά αναστημένη πολιτική κατευνασμού [appeasement] της δεκαετίας του ’30. Όσοι Έλληνες δηλαδή «έξυναν παλαιές πληγές» εμφανίζονταν στις γερμανικές εκθέσεις ως αντι-Γερμανοί, ένας χαρακτηρισμός που έτεινε να εξομοιωθεί με αυτόν του κομμουνιστή. Η πρεσβεία στην Αθήνα συχνά διαμαρτυρόταν στην ελληνική κυβέρνηση για «αντιγερμανικά» δημοσιεύματα στις εφημερίδες, τα οποία υποδαύλιζαν αρνητικά στερεότυπα του Πολέμου. Παρομοίως ενοχλούνταν από κινηματογραφικές ταινίες για την Κατοχή, οι οποίες παρουσίαζαν τους Γερμανούς «σχεδόν χωρίς εξαίρεση, ως παλιανθρώπους», ενώ τα σενάριά τους περιείχαν λεπτομερείς σκηνές βασανισμών και εκτελέσεων. Χαρακτηριστική είναι η διαμαρτυρία του πρέσβη Σέλοζ ότι τέτοιες απόπειρες «να επαναφέρουν ένα δυσάρεστο παρελθόν στη συνείδηση του θεατή, δεν συνάδουν με τις προσπάθειες της ΟΔΓ να βοηθήσει οικονομικά την Ελλάδα και να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις».
Ο άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο διακριτικός υπαινιγμός για την οικονομική ισχύ της ΟΔΓ σπανίως έλειπε όταν οι Έλληνες δεν έδειχναν αρκετά πρόθυμοι για την επιζητούμενη υπέρβαση της ενοχλητικής κληρονομιάς του Πολέμου. Η επίσκεψη του Καραμανλή στη Βόννη, το 1958, ήταν απλώς ένα ακραίο σχετικό παράδειγμα. Γενικότερα, η νέα Γερμανία σπανίως αντάμειβε την ψυχολογική και έμπρακτη επικουρία των Ελλήνων κυβερνώντων, οι οποίοι όχι μόνον επαινούσαν τη δημοκρατική αναγέννηση των Δυτικογερμανών, αλλά τους συνέδραμαν κιόλας να παρακάμψουν τους περιορισμούς και τις δυσμενείς διακρίσεις που τους είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι συνεπεία του χαμένου Πολέμου. Η στάση αυτή αξίζει να αντιπαραβάλλεται με τις περιπτώσεις άλλων πρώην γερμανοκρατούμενων κρατών, που με τη σκληρότερη στάση τους αποκόμισαν περισσότερα οφέλη κάθε μορφής. Προφανώς, οι αξιωματούχοι της Βόννης συμπέραναν ότι δεν όφειλαν να ανταποδώσουν στους Έλληνες το φιλογερμανισμό των κυβερνώντων, αφού τον θεωρούσαν, όπως άλλωστε και το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό γενικότερου αντι-γερμανικού (πέραν του αντι-φασιστικού) μίσους στα λαϊκά στρώματα, φυσιολογική απόρροια της οικονομικής εξάρτησης της Αθήνας, καθώς και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής ιστορίας. Συγκεκριμένα, έγινε παραπομπή στους αιώνες της συχνά «εξαιρετικά βάναυσης Τουρκοκρατίας], που θεωρείτο ο λόγος για τον οποίο οι Έλληνες έβλεπαν «την ιστορία πιο μοιρολατρικά από τους λαούς της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης».
Ένα μικρό βήμα μόνο χρειαζόταν για να ταυτιστεί η άποψη αυτή με το δόγμα που πρυτάνευε στα χρόνια της Κατοχής, ότι δηλαδή η ανθρώπινη ζωή ήταν φθηνότερη στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια γενικώς, απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη…
Γνωρίζουμε τις αιματηρές συνέπειες του στερεότυπου αυτού –με τις ποσοτικές αναλογίες αντιποίνων 1:10, 1:50 και ενίοτε ακόμη υψηλότερα. Από τους άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνους για την κατοχική τρομοκρατία εκτελέστηκαν μεταπολεμικά, το 1947, δύο πρώην διοικητές του «Φρουρίου Κρήτης» και ο χαμηλόβαθμος περιβόητος Φριτς Σούμπερτ, με αιματοβαμμένο μητρώο στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Ορισμένοι αξιωματούχοι με παρόμοιες επιδόσεις επίσης σε τρίτες χώρες εκτελέστηκαν εκεί- όπως ο διώκτης των Εβραίων, ο Βισλιτσένυ, στη Μπρατισλάβα, ο πρώην Στρατιωτικός Διοικητής ΝΑ Ευρώπης, ο Λαιρ στο Βελιγράδι, και ο άλλοτε αρχηγός των ΕςΕς στην Ελλάδα, ο Στρόοπ, στην Πολωνία. Ο διάδοχος του τελευταίου (Σιμάνα) αυτοκτόνησε για να αποφύγει, έστω με αυτόν τον τρόπο, την έκδοση στην Ελλάδα. Εκεί, κάποιοι άλλοι φυλακίστηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν με διάφορες ποινές, αφέθηκαν όμως γρήγορα ελεύθεροι μετά από πιέσεις της Βόννης (το 1951-1953). Ανάμεσά τους και ο τετράκις ισοβίτης στρατηγός Αντρέ, για τον οποίο «μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της χώρας ημών ως και κατευθύνσεις της εξωτερικής ημών πολιτικής επιβάλλουσιν ήδη την υπό το πνεύμα πλήρους ευμενείας» απονομή χάριτος.[x]
Δεν ήταν λοιπόν μόνον οι συντηρητικές κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή που υπέκυψαν σε αυτές τις πιέσεις στο βωμό της νέας φιλίας. Ήδη οι κεντρώοι προκάτοχοί τους είχαν επισημάνει την «γενικωτέραν ανάγκην προσαρμογής» του «ζητήματος της διώξεως των Γερμανών εγκληματιών πολέμου […] προς τας εξελίξεις και κατευθύνσεις της εξωτερικής ημών πολιτικής ως και των συναφών προς ταύτην οικονομικών ζητημάτων μας». Κατά συνέπεια, «η εύνοια θα έδει να περιλάβει όλας τας κατηγορίας των Γερμανών εγκληματιών». Εφόσον το Ελληνικό Εθνικόν Γραφείον Εγκλημάτων Πολέμου δεν έδειχνε αρκετή κατανόηση, τον Μάιο του ’52 ο προεδρεύων Σοφοκλής Βενιζέλος απαίτησε «το συντομότερον [να] τεθή τέρμα εις μίαν κατάστασιν, η οποία ενώ ουδεμίαν πιθανότητα έχει να δώση την πρέπουσα ηθικήν ικανοποίησιν εις το εθνικόν αίσθημα, τουναντίον αποτελεί εμπόδιον εις την ανάπτυξιν των μετά των ενδιαφερομένων χωρών ημετέρων συμφερόντων».
Ο ήδη γνωστός μας Μέρτεν, που συνελήφθη το 1957 στην Ελλάδα, καταδικάστηκε στις 5 Μαρτίου 1959 σε 25 χρόνια φυλάκιση για εγκλήματα πολέμου. Πάραυτα τότε, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Φ.Γ.Στράους έδωσε εντολή να μποϊκοταριστεί η αποχαιρετιστήρια δεξίωση του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στη Βόννη Παναγή Πανουργιά από τους αξιωματικούς της Bundeswehr, που ήδη είχαν δηλώσει συμμετοχή. Η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να μην υπάρξει διαρροή στο εσωτερικό σχετικά με τη νέα μορφή γερμανικών αντιποίνων, «εμπνευσμένων ίσως και από απηρχαιωμένον μιλιταριστικόν πνεύμα»[xi], αφού τότε θα ήταν αδύνατο να περάσει η επιδιωκόμενη νομοθετική ρύθμιση από τη Βουλή.
Πράγματι ο Καραμανλής και οι αρμόδιοι υπουργοί του είχαν ήδη υποσχεθεί στη γερμανική πλευρά την αποφυλάκιση του Μέρτεν, εφόσον θα είχε περάσει κανένα εξάμηνο για να μετριαστεί ο σάλος στην κοινή γνώμη, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι ο Μανώλης Γλέζος –από τους πρωτεργάτες της Αντίστασης- είχε και πάλι φυλακιστεί με βαριές κατηγορίες. Συνεπής στη δέσμευση αυτή, η κυβερνώσα παράταξη απέλασε όχι μόνο τον Μέρτεν σύμφωνα με το απόρρητο χρονοδιάγραμμα, αλλά «τροποποίησε» με δύο διατάγματα και τη σχετική νομοθεσία. Το αποτέλεσμα ικανοποιούσε επιτέλους τη Βόννη, αφού «αναστέλλεται αυτοδικαίως […] πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου», ενώ «αντίγραφα των δικογραφιών αποστέλλονται εις τας Γερμανικάς δικαστικάς αρχάς».
Παρόλο που θα αποδεικνυόταν σύντομα πως οι Γερμανοί, παρά την ανειλημμένη υποχρέωση της δικαστικής εξέτασης των υποθέσεων, δεν δίκασαν ούτε ένανκατηγορούμενο για εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί στην Ελλάδα, η «αναστολή» διατηρείται έως σήμερα εν ισχύ- ανεπηρέαστη από τις όποιες πολιτειακές και κυβερνητικές αλλαγές. Μετά τη Μεταπολίτευση μάλιστα, και πάλι επί Καραμανλή, εκποιήθηκαν τα έγγραφα του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου σχεδόν εξ ολοκλήρου προς πολτοποίηση, με απόφαση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης. Προηγήθηκε το από 18ης Ιουνίου 1975 πρακτικό της οικείας Επιτροπής, «ήτις δεν ησχολήθη εν αυτώ περί της ιστορικής τυχόν αξίας των δικογραφιών τούτων, ώστε να γνωματεύση υπέρ της διατηρήσεώς των», όπως χρόνια αργότερα ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών θα σχολιάσει επικριτικά.[xii]
Η κραυγαλέα έλλειψη ενδιαφέροντος αποτυπώνεται και στην ενδοϋπηρεσιακή αλληλογραφία, όταν το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο ΟΗΕ επανειλημμένα εισηγήθηκαν, συζήτησαν και τελικά αποφάσισαν τη μη παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Οι εκάστοτε όμως ελληνικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της Χούντας), παρέμειναν ακλόνητες στην απόφασή τους, παραπέμποντας στη νομική ρύθμιση του 1959. Το ίδιο συνέβη από το 1985 και έπειτα, όταν έγινε γνωστό ότι ο δήμιος Μπρούνερ, παρά τις σκόπιμες φήμες για το θάνατό του, ζούσε και βασίλευε στη Δαμασκό. Εις βάρος του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, λόγω προσωπικής ευθύνης για τη δολοφονία τουλάχιστον 130.000 Εβραίων σε έξι χώρες. Εντούτοις, έμεναν άκαρπες οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις ξένων χωρών και οργανισμών, όπως της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και εγχώριων παραγόντων, όπως Ελλήνων βουλευτών ή του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣ) προς τους εκάστοτε υπουργούς Δικαιοσύνης της χώρας μας, να εγείρουν προς τη Συρία αίτημα έκδοσης, ή τουλάχιστον να δικάσουν τον Μπρούνερ ερήμην, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας. Από το 1985 έως το 2005, όποτε ετίθετο το ζήτημα, οι αρμόδιοι Έλληνες υπουργοί και των δύο μεγάλων κομμάτων –ανάμεσά τους διακεκριμένοι νομικοί επιστήμονες- απαντούσαν αρνητικά, εάν και εφόσον απαντούσαν. Όλοι τους, από τον Απόστολο Κακλαμάνη έως τον Αναστάση Παπαληγούρα, παρέπεμψαν στην υποτιθέμενη αναρμοδιότητα του ελληνικού κράτους να ασχοληθεί με τους ναζί εγκληματίες, εφόσον με τη ρύθμιση του 1959 το δικαίωμα αυτό είχε μεταβιβαστεί στις γερμανικές αρχές –και στις ελληνικές καλένδες.
Εδώ αισθάνομαι και πάλι την υποχρέωση να κάνω τις εξής παρατηρήσεις: Πρώτον, στη χώρα με την παροιμιώδη συχνότητα των νομοθετικών αλλαγών, λίγοι νόμοι έχουν να επιδείξουν τέτοια μακροβιότητα, όπως τα περίφημα διατάγματα 3933 και 4016 του 1959. Μάλιστα, μια άρση, ακύρωση ή έστω τροποποίηση θα διευκολυνόταν από το γεγονός ότι οι νόμοι αυτοί όριζαν μόνο αναστολή και όχι οριστική παύση της δίωξης. Δεύτερον, ακόμη και με αυτούς τους νόμους ξενικής προέλευσης, η αναστολή της δίωξης περιορίζεται στους εγκληματίες γερμανικής καταγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η επίμονη άρνηση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να προβούν σε δίωξη του Μπρούνερ υιοθετεί αβασάνιστα τους κανόνες της ναζιστικής Μεγάλης Γερμανίας, αφού ο κατά συρροήν δολοφόνος είναι Αυστριακός, και πάντοτε ήταν, αν εξαιρέσουμε τη επταετία του Άνσλους, 1938-1945.

[i]Προηγουμένως ο Χίτλερ είχε εκτιμήσει τις ικανότητες του τραπεζίτη Αμπς, ο οποίος άλλωστε είχε συμμετοχή και στην οικονομική εκμετάλλευση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Βλ. τις σχετικές νέες αποκαλύψεις: Der Standard, 7.5.2006 Der Spiegel, 19/2006
[ii] Ο γράφων ετοιμάζει μονογραφία για το ζήτημα των επανορθώσεων μέχρις ότου αυτό ουσιαστικά να «θαφτεί», το 1952-53, με τη συμπαιγνία ΟΔΓ-ΗΠΑ.
[iii] Η Καθημερινή, 16.10.1959
[iv] Ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ επανειλημμένα ζητούσαν πληροφορίες από τους συντρόφους του αδελφού κόμματος SED για ανάμειξη «σπουδαίων προσωπικοτήτων της Δυτικής Γερμανίας στην καταλήστευση και στην καταπίεση των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Κατοχής». Τέτοια στοιχεία θεωρούνταν ένα «αναγκαίο όπλο» στην ενδοελληνική διαμάχη ως προς τις –οικονομικές και λοιπές- σχέσεις με την ΟΔΓ.
[v] Αναφορά του Φλάισερ στην «σιωπηλή εκκαθάριση» που ζητούσε η Βόννη, την οποία χαρακτηρίζει «γλωσσικό ολίσθημα που πρόδιδε έλλειψη μνήμης, αφού θύμιζε με τρόπο μακάβριο το ανελέητο σύστημα εκκαθαρίσεων και εξοντώσεων»
[vi] Τέτοιες διατυπώσεις δεν περιορίζονται στα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια όταν το αντικομμουνιστικό μένος ήταν στο απόγειό του.
[vii] Τον στρατηγό Αντρέ: βλ. συνέχεια.
[viii] Ηλίας Τσιριμώκος, Επίσημα Πρακτικά της Εθνικής Επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, 20.10.1959
[ix] Πρβλ. τα πικρόχολα σχόλια της βρετανικής πρεσβείας, η οποία εξαιτίας της εκτέλεσης των Κυπρίων αγωνιστών Καραολή και Δημητρίου, δεν είχε προσκληθεί στις ελληνικές δεξιώσεις προς τιμήν του Heuss.
[x] ΑΥΕ, 1952/193: υφυπουργός Εξ/κών προς υπ. Δικαιοσύνης, 15.12.1951.
[xi] ΑΥΕ, ελληνική πρεσβεία Βόννης, αλληλογραφία 9.-13.3.1959
[xii] ΑΥΔ, Απόφαση Υπουργού 62259/16.7.1975 / Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, 21.1.1980/ΕΠ 71/1979

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ευαγγ. Ιωάν. 5,7), Του μητροπολίτη Φλωρίνης (†) Αυγουστίνου ΟI EΡHMOI «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰω. 5,7)


 ΟI  EΡHMOI

«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰω. 5,7)

παραλυτου 
Τίνος, ἀγαπητοί μoυ, εἶνε ἡ φωνὴ αὐτή; Τὸ ἀκούσα­τε σήμερα στὴ θεία λειτουργία, 
ὅ­ταν ὁ ἱερεὺς διάβασε τὴν περικοπὴ ποὺ ἐξιστο­ρεῖ ἕ­να ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ
 ποὺ διαλαλοῦν τὴ θεότητά του. Μόνο σκοτεινὲς ψυχὲς ὅπως οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τολμοῦν νὰ τ᾿ ἀμφισβητοῦν. Οἱ πιστοὶ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο σὰν φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ
 καὶ κάθε λέξι του —τί λέω;—, κάθε ψηφίο του φυτεύεται στὴν καρδιά τους
 σὰν λουλούδι τοῦ παραδείσου.

* * *


 Κύριος ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ πόνου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐ­λέους
 τοῦ Θεοῦ, στὴ Βηθε­σδὰ ὅπως λεγόταν στὰ ἑβραϊκά. 
Τί ἦταν ἡ Βη­θεσδά; 
Μία μικρὴ φυσικὴ λίμνη κον­τὰ στὴν προβατικὴ πύλη, πρὸς τὸ βόρειο τεῖ­χος τῆς
 πόλεως, ποὺ τὰ νερά της κάποιες στι­γμὲς ἀ­ποκτοῦσαν ἰαματικὴ ἰδιότητα. 
Κατὰ δι­αστήματα ἡ ἐ­πι­φάνειά της ἀ­ναταρασσόταν ἀ­πὸ ἄγγελο Κυρίου, 
καὶ ὁ ἀ­σθενὴς ποὺ θὰ πρόφθανε νὰ πέ­σῃ πρῶτος στὸ νερὸ θεραπευόταν
 ἀ­μέσως, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἀσθένειά του. 
Ἡ θε­ραπεία ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τὸ νερό.
 Γι᾽ αὐτὸ γύρω ἀπ᾽ τὴ λίμνη συνωστί­ζον­ταν πλῆθος ἀσθενεῖς, κάτω
 ἀπὸ πέντε στοές, κ᾽ ἐκεῖ περίμεναν μὲ ἀγωνία τὴν ταραχὴ τοῦ νεροῦ.
Ὁ Κύ­ριος σὰν ἕνας ἄγνωστος ἐπισκέπτεται αὐτὸ τὸ βασίλειο τοῦ πόνου.
 Ἐκεῖ ἦταν τὸ δει­­γμα­τολόγιο ὅλων τῶν χρονίων καὶ ἀνιάτων ἀ­σθενειῶν·
 ἐκεῖ ἕνας τυφλὸς ἐν­τείνει τὴν ἀκοή του ν᾿ ἀ­κούσῃ πότε θὰ ταραχθῇ 
τὸ νερό, ἕνας κουφὸς ἐντείνει τὴν ­ὅρασί του νὰ δῇ πότε θ᾽ ἀρχίσῃ ὁ 
κυματισμός, ἕ­νας κουτσὸς κάθεται στὸ χεῖλος ἕτοιμος νὰ κάνῃ τὸ
 σωτήριο ἅλμα, μιὰ μάνα κρατάει στὴν ἀγκαλιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί 
της χλωμό, κίτρινο, μὲ ὄψι θανάτου…
Σὲ ὅλους ῥίχνει τὸ βλέμμα μὲ ἄπειρη συμ­πάθεια Ἐκεῖνος ποὺ εἶ­πε 
«Δεῦτε πρός με πάν­τες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, 
κἀγὼ ἀ­ναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11,28).
 Ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ὅλους περισσό­τερο τὴν προσοχὴ τοῦ 
Θεανθρώπου ἑλκύει ἕ­νας παράλυτος. Ἦταν πράγμα­τι ὁ πιὸ δυστυχισμέ­νος. 
Ἂν στὴ Βηθε­σδὰ κρατοῦ­σαν μητρῷο τῶν ἀ­σθε­νῶν, αὐτὸς ἦ­ταν ὁ ἀρχαιότερος.
 38 ὁλόκλη­ρα χρό­νια ἔμενε κάτω ἀπ᾽ τὶς στοές. 
Στὸ δι­­άστημα αὐ­τὸ εἶδε πολλοὺς νὰ ἔρχων­ται ἀσθε­νεῖς καὶ νὰ φεύγουν ὑγιεῖς. 
Ἀλλ᾿ αὐ­τὸς σὰν ἄλ­λος Προμηθέας ἔμενε καθηλωμένος ἐκεῖ
. Ὁ μέγας Ἄγνωστος τὸν πλησιάζει. Μὲ λεπτὴ εὐγένεια τὸν ἐ­ρωτᾷ· 
«Θέ­λεις ὑγιὴς γενέσθαι;». 
Κι ὁ παρά­λυ­τος ἀ­­παντᾷ· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰω. 5,7)!
Μὰ τί λές, ἄνθρωπε; δὲν κατοικεῖς στὴν ἔ­ρημο· κατοικεῖς σὲ μιὰ 
πόλι μὲ 200 χιλιάδες κατοίκους.
 Ἀ­νάμεσα σ᾽ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει οὔτε 
ἕ­νας νὰ σὲ βοηθήσῃ;… 
Οὔτε ἕνας δυσ­τυχῶς. Ἰερουσαλήμ, ἱερὴ πόλις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ μὲ τὸν 
μεγαλοπρεπῆ ναό σου, κρίμα στοὺς τόσους ἱε­ρεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς
 καὶ φαρισαί­ους σου! Προσ­εύχονται δημοσίᾳ, θυσιάζουν ἀ­γέλες ζῴων,
 καῖνε τόννους λιβάνι, δὲν ἔχουν ὅ­­μως αἰσθαν­θῆ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης
 σ᾽ ἕνα συνάνθρωπο. Ὅλοι τὸν ἔχουν διαγράψει ἀπὸ τὴ μνήμη τους. 
Ἔρημος ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φί­λους, πλησίαζε νὰ συμπληρώσῃ 40 χρόνια
 θη­τείας στὸ βασίλειο τοῦ πόνου, καὶ καμμιά ἐλ­πίδα ἀπολύσεως δὲν φαινόταν. 
Ἕνας μόνο θὰ τὸν ἀπέλυε ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν πόνο· ὁ θάνατος!
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». 
Ἀλλ᾿ ὦ παράλυτε τῆς Βηθεσδά, σκούπισε τὰ δάκρυά σου· ἔ­­φθασε ἡ ὥρα
 τῆς λυτρώσεώς σου. Ξέρεις ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ στέκει ἐμπρός σου;
 Ἂν τὸν ἀναγνώριζες, θὰ σκιρτοῦσες ἀπὸ χα­ρὰ καὶ θὰ τοῦ ἔλεγες·
 —Κύριε, ἐσύ, ποὺ σὲ ζη­τῶ τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύχτες τῶν πόνων μου,
 τώρα εἶσαι ἐμπρός μου; 
Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου θὰ ἔλεγε· 
—Παιδί μου! Ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὔ­­τε κι αὐτοὶ ποὺ λέγονται εὐσεβεῖς, 
δὲν ἦρθαν κοντά σου, ἐγὼ ὁ Δημιουργός σου ἔγινα ἄν­θρωπος, γιὰ νὰ
 βρεθῶ καὶ σωματικὰ δίπλα σου. Ἀπὸ σήμερα μὴ παραπονιέσαι, ἔχεις Ἄν­θρωπο, 
ποὺ ἂν θέλῃς εἶνε ἕτοιμος νὰ σοῦ δώ­σῃ ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ σοῦ δώσουν, 
κι ἂν ἀ­κόμη ἔσπευδαν νὰ βοηθήσουν, ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων. 
Ἡ ὑγεία τοῦ σώματος εἶνε τὸ μικρότερο ποὺ δίνω· ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν,
 ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεως, ἡ σύνδεσι μὲ τὸν οὐρανό, ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς,
 αὐτὰ εἶνε τὰ μεγάλα δωρήματά μου!

* * *


«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». 
Ἀλλὰ ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκούγεται —ἀλλοίμονο— καὶ σήμερα ἀ­πὸ παντοῦ.
 Μία σύγχρονη Βηθεσδὰ προβάλλει πάλι, ὄχι μὲ πέντε ἀλλὰ μὲ μύριες 
στοὲς δυστυχούντων.
 Καὶ ποῦ δὲν ἀκούγεται ἡ φω­νὴ «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»;
 Κάνετε, ἀγαπητοί μου, μερικὲς ἐπισκέψεις ὅπως ὁ Κύριος στὰ ὑπόστεγα 
τῆς Βηθεσδά, καὶ θὰ τὴν ἀκούσετε. 
Ἐπισκεφθῆτε τὴ μαυροφορεμένη γυναῖ­κα καὶ μητέρα ποὺ μοιάζει μὲ τὴν Παναγία,
 ἐ­πισκεφθῆτε τὶς οἰκογένειες τῶν δυστυχούν­των καὶ τῶν πενθούντων,
 ἐπισκεφθῆτε τὰ νοσοκομεῖα, ἐπισκεφθῆτε τὶς φυλακές…
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
 Ὦ σεῖς, ποὺ κάθε βράδυ πλημμυρίζετε τὰ κέντρα διασκεδάσεων καὶ πίνετε
 καὶ παίζετε καὶ μεθᾶτε καὶ ὀργιάζετε καὶ μέσα σὲ λίγες ὧρες καῖτε ποσὰ ἀμύθητα,
 σταθῆτε μιὰ στιγμὴ νὰ σᾶς ρωτήσω· 
Εἶστε ἄνθρωποι μὲ καρδιά,
 εἶστε Χριστιανοὶ μὲ πίστι; 
Ποῦ ζῆτε;
 Καὶ ἂν ἀκόμη κατοικούσατε μακριὰ καὶ δὲν βλέπατε ἀλλ᾿ ἀκούγατε
 μόνο τὸ δρᾶμα τῶν ἀδελφῶν σας, θά ᾽πρεπε νὰ σταματήσετε τὴ διασκέδασι, 
νὰ κρεμάσετε τὰ ὄργανα καὶ νὰ πῆτε μεταξύ σας·
 Ἐκεῖ ὁ κόσμος καίγεται, ἐμεῖς ἐδῶ γλεντᾶμε; θὰ εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ λεγώμαστε
 Χριστιανοί, ἂν δὲν συντονίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀ­δελφοῦ μας ποὺ πάσχει… 
Εἶνε ἐξοργιστικὴ πρόκλησι ἡ ἀμέριμνη καὶ σκανδαλώδης διασκέδασι τῶν ἄλλων.
 Γι᾽ αὐτοὺς ταιριάζει νὰ ἐ­παναλάβουμε τὸ γνωστό· Ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκείνους ποὺ
 γελοῦν ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε!
Ὁ πόνος τῆς ἐγκαταλείψεως καὶ τῆς ἐρημί­ας ἐκφράζεται ζωηρὰ 
στὰ μάτια τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν.
 Καὶ βασίλισσα ἀκόμη νὰ τὰ πάρῃ στὰ γόνατά της καὶ νὰ τὰ χαϊδέψῃ, 
δὲν παρηγοροῦν­ται· ζητοῦν τὴ μητέρα τους.
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
 Ἰδιαιτέρως στὶς μέρες μας ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκούγεται ἀπὸ πολλοὺς νέους
 ποὺ εἶνε θύματα τοῦ κλονισμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς διαλύσεως τῆς οἰκογενείας.
 Στεροῦνται τὴ θαλπωρὴ καὶ τὴ φροντίδα τοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος. 
Ἀλλὰ νὰ τὸ ξέ­ρουμε· αὐτὸ ποὺ ζοῦν εἶνε κάτι τρομερό, αὐ­τὸ ἐκκολάπτει
 τοὺς μεγάλους αὐριανοὺς ἐγ­κληματίες. 
Τὸ ἀδύνατο αὐτὸ παιδί, ποὺ ἐγκαταλελειμμένο περιφέρεται σὰ σπουργίτης
 στοὺς δρόμους καὶ βλέπει ἀπέναντί του μιὰ κοινωνία νὰ ὀργιάζῃ
 καὶ ν᾽ ἀδιαφορῇ γιὰ τὸ μέλλον του, θὰ μεγαλώσῃ μὲ μῖσος ἐναντίον
 της, γιατὶ τοῦ φέρθηκε ἀπάνθρωπα, σὰν μητρυιά, στὰ πιὸ τρυφερά του χρόνια,
 καὶ θὰ γίνῃ εὔ­κολη λεία ἐκμεταλλευτῶν.
 Ἀπὸ τέτοιους νέους καὶ παιδιὰ ἁλιεύει ὁ Ἑωσ­φόρος τρομεροὺς συνεργάτες του, 
Ἰοῦδες τῆς θρησκείας καὶ Ἐφιάλτες τῆς πατρίδος. 
Ἐκεῖνοι ποὺ διέπραξαν τὰ στυγερώτερα ἐγκλήματα ἦταν ὡς ἐ­πὶ 
τὸ πλεῖστον παιδιὰ διαλυμένων οἰκογενει­ῶν, ψυχὲς ποὺ ἔμειναν χωρὶς 
παρακολούθησι· δὲν εἶχαν κανένα νὰ τοὺς πονέσῃ, νὰ τοὺς συμβουλέψῃ, 
νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Γι᾽ αὐτοὺς χρειάζονται οἱ Μυριὴλ τοῦ Οὑγκώ.
Γι᾽ αὐτὸ ὅσοι διαθέτουν τὰ μέσα ἔχουν τερά­στιες εὐθῦνες· ἂς σπεύσουν
 ὅσο ὑπάρχει και­ρὸς ὅπου ἀκούγεται πόνος καὶ ἂς κάνουν σύν­θημα
 τῆς ζωῆς τὸ ὡραῖο πρόγραμμα τοῦ Ἰώβ· 
«Ὑπῆρξα», λέει, «μάτι γιὰ τυφλούς, πόδι γιὰ κουτσούς, πατέρας γιὰ ὀρφανούς,
 καὶ διέσωσα φτωχὸ ἀπ᾽ τὰ χέρια τυράννου» (βλ. Ἰὼβ 29,15-16).

* * *


Ἀγαπητοί μου!
 Ἂς ἐντυπώσουμε μέσα μας τὸ δίδαγμα ἀπὸ τὴ φράσι 
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»
 καὶ ἂς τρέξουμε ὅπου ὑπάρχει ἀνάγ­­κη βοηθείας, πνευματικῆς 
καὶ ὑλικῆς. Δὲν ὑ­πάρχει ἄνθρωπος, ὅσο φτωχὸς κι ἂν εἶνε, ποὺ νὰ μὴ 
μπορῇ νὰ προσφέρῃ κάτι σ᾽ ἕνα συν­άνθρωπό του. 
Καὶ λίγες ἀκόμη λέξεις, ὅ­ταν βγαίνουν ἀπὸ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πλησίον, 
στάθησαν πολλὲς φορὲς ἱκανὲς νὰ συγ­κρατήσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου 
ψυ­χὲς ποὺ εἶχαν ἀπελπιστῆ.
Ἂν πάλι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι βρισκώμαστε σὲ πόνο καὶ μένουμε ἔρημοι
 κ᾽ ἐγκαταλελειμμένοι κι ἀπὸ τὰ χείλη μας εἶνε ἕτοιμο νὰ βγῇ τὸ παράπονο 
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», 
ἂς φανοῦμε γενναῖοι.
 Δὲν εἴμαστε μόνοι.
 Ποιός τὸ εἶπε;
 Ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν Βασιλέα τοῦ πόνου
 καὶ τῆς ὀδύνης, καὶ ἂς ποῦμε τὴ μυστικὴ προσευχή·
Κύριε!
 Ὁ σταυρός σου μὲ γεμίζει θάρρος καὶ χαρά. 
Κι ἂν ὅλοι μ᾿ ἐγκαταλείψουν, κι αὐτὴ ἀ­κόμη ἡ μητέρα ποὺ μὲ γέννησε,
 ἀρκεῖ ἐσὺ νὰ μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψῃς. 
Καὶ «ἐν μέσῳ σκιᾶς θανά­του ἐὰν πορευθῶ» (Ψαλμ. 22,4), 
δὲν θὰ αἰσθανθῶ τὴ μόνωσι καὶ τὴν ἐγκατάλειψι.
 Διότι ἐσύ, Κύριε, τὸ εἶπες καὶ ὁ λόγος σου εἶνε ἀληθινός·
 «Ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»
 (Ματθ. 28,20)·
 ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
῾Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη ἀπὸ τὸν Σταθμὸ Λαρίσσης
 τὴν 30-4-1950. 

Και βρίσκεται στο βιβλίο «Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός», Βόλος 1950,
 σ. 216κ.ἑ.

το «Άξιον Εστί» στο μίξερ της αγοραίας «αισθητικής»






Ο Σάκης Ρουβάς θα ερμηνεύσει το «Άξιον Εστί». Σε άλλες εποχές αγωνιστικών εξάρσεων του πνεύματος, των Ιδεών, της Τέχνης και της Αισθητικής, ουδείς θα διανοείτο κάτι τέτοιο. 
Σήμερα που τα πάντα έχουν αλλοιωθεί, αφυδατωθεί, πολτοποιηθεί και ισοπεδωθεί ο Σάκης Ρουβάς, το προϊόν και το «εργαλείο» της δυναστείας του εμπορικού υπερθεάματος, θα ερμηνεύσει το «Άξιον Εστί»: 
Θα υποτάξει πλήρως το έργο στην καταναλωτική φρενοβλάβεια της αγοράς και του θεάματος…


Σήμερα, ο εφιάλτης αυτός της ΓΕΝΙΚΗΣ και ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗΣ ισοπέδωσης των ΠΑΝΤΩΝ επελαύνει:Αποτελεί τη στρατηγική συνιστώσα της Παγκοσμιοποίησης, της πολυπολιτισμικότητας, της πλανητικής Νέας Τάξης. 

Σήμερα ζούμε την εποχή της ισοπέδωσης και αποδόμησης των πάντων: Των κοινωνιών και των εθνών, της ιστορίας και των αγωνιστικών παραδόσεων, του πνεύματος και των ιδεών, της Τέχνης και της Αισθητικής, των συναισθημάτων και των αξιών. 

Ζούμε την εποχή της αποδόμησης της σκέψης, την εποχή της βαρβαρότητας, της υποκουλτούρας και της αποκτήνωσης. 

Σήμερα ζούμε τον ολοκληρωτισμό του εμπορικού υπερθεάματος, το ΦΑΣΙΣΜΟ των κοπράνων του τηλεθεάματος, τον οχετό της ισοπεδωτικής αυθάδειας: Τις καταναλωτικές ακαθαρσίες της κακογουστιάς. 

Και τα μεγάλα καλλιτεχνικά δημιουργήματα βρίσκονται στο στόχαστρο, ακριβώς διότι αποτελούν μορφές κοινωνικής συνείδησης και συμπυκνώνουν τις ιστορικές και αγωνιστικές παραδόσεις των λαών. 

Αυτά τα έργα επιχειρούν να τα μετατρέψουν σε μούμιες Αιγυπτιακές, νεκρά καταναλώσιμα είδη, με τη μέθοδο της αφυδάτωσης και αποστείρωσης από τους κοινωνικούς χυμούς τους, την ιστορία τους και τη «λαϊκή ψυχή» τους. 

Το «Άξιον Εστί», όπως και άλλα μεγάλα δημιουργήματα της Τέχνης αποτελούν σφραγίδες λαϊκών συγκινήσεων και ιστορικών συνειδήσεων, σφραγίδες κοινωνικής και αγωνιστικής ταυτότητας μιας εποχής. Αυτά θέλουν να τα δολοφονήσουν και να τα εντάξουν στην αχαλίνωτη εμπορευματική ασέλγεια και στην κακογουστιά του θεάματος…

Αυτόν το στόχο της ολοκληρωτικής αποδόμησης του έργου του Μίκη έχει η επιλογή του Σάκη Ρουβά. 

Ένα κείμενο γόνιμου προβληματισμού είναι του Θωμά Τσαλαπάτη: «Αυτός ο Σάκης είναι δικός τους και δικός μας»,εδώ: 
http://www.alfavita.gr/ 

Παραπέμπουμε και σε δύο δικά μας κείμενα γενικής ανάλυσης:
 

α). Και η Τέχνη στο εκτελεστικό απόσπασμα των γενίτσαρων της Νέας Τάξης 
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5404 
β). Η δολοφονία της ιστορίας και της αισθητικής 
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=3206
 
************************************ 

Αυτός ο Σάκης είναι δικός τους και δικός μας 
Γράφει: Ο Θωμάς Τσαλαπάτης 

Πέντε συνθέσεις («Ένα το Χελιδόνι», «Με το λύχνο του άστρου», «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα» και «Ανοίγω το στόμα μου») από το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, θα ερμηνεύσει ο Σάκης Ρουβάς στη συναυλία «90 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης», που θα πραγματοποιηθεί στις 2 Μαΐου στη Νέα Σμύρνη.
 

Σε πολλούς από εμάς τους νεότερους (ας πούμε λίγο μεγαλύτερους ή λίγο μικρότερους από τα 30), η εικόνα του Μίκη Θεοδωράκη μας παραδόθηκε από την αρχή θολωμένη. Από τη μία, η απόλυτη ταύτιση των παλαιοτέρων γενιών (που μπορεί να ήταν γονείς, συγγενείς, φίλοι γονιών, παλαιότεροι σύντροφοι ή οτιδήποτε) με το έργο και την πολιτική διαδρομή του συνθέτη, η μόνιμη συνοδεία της μουσικής του σε γεγονότα προσωπικά και πολιτικά, η αυτοτέλεια του θαυμασμού για τα έργα του. Και από την άλλη, η πρώτη απογοήτευση πολλών (για άλλους η απογοήτευση είχε έρθει πιο νωρίς) για την απόφασή του να εκλεγεί με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας το 1990 και να διατελέσει υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας. Αυτόν το θαυμασμό και αυτή την απογοήτευση τα κληρονομήσαμε ταυτόχρονα και στη συνέχεια τα εμπλουτίσαμε με δικά μας βιώματα και απόψεις. Ανακαλύπτοντας από την αρχή το έργο του ταυτιζόμενοι και εμείς, αλλά νοιώθοντας παράλληλα απόσταση σε κάποιες δηλώσεις ή πολιτικές θέσεις (φτάνοντας μέχρι τη Σπίθα), ή παλαιότερες συνεργασίες (Πάριος, Ρέμος κ.ά.). 

Μυθοποίηση και απομυθοποίηση 

Έχω την αίσθηση πως σε σχέση με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μια διπλή κίνηση απονεύρωσης.
 Η ταυτόχρονη μυθοποίηση και απομυθοποίησή του. Από τη μία, τα αφιερώματα, οι διαφημίσεις, οι προσφορές στις εφημερίδες και μια σειρά άλλων τρόπων που περιέγραφαν τον συνθέτη ως μέτρο απόλυτο, ανέγγιχτο, ως κάτι το υψηλό, άνευ όρων, μουσειοποιημένο και μακριά από εκείνη την οικειότητα, την οικειότητα αυτή που στάθηκε δομικό κομμάτι της ζωής και του έργου του. 

Από την άλλη,
 η αντίστροφη πορεία, αυτή που περιελάμβανε τη μουσική του Θεοδωράκη σε θεάματα τύπου «Στην υγειά μας ρε παιδιά», που τον ενέτασσε με ποπ όρους στην πιο πρόχειρη καθημερινότητα, που αντέστρεφε την οικειότητα που περιγράψαμε πιο πάνω σε γειτνίαση με στοιχεία καθόλα ξένα. Στο διπλό, λοιπόν, αυτό πλαίσιο έρχεται να προστεθεί και η εκτέλεση του συνθέτη από τον Σάκη Ρουβά. 

Το θέμα με τον Ρουβά
 δεν είναι αν ο ίδιος είναι καλός τραγουδιστής ή περφόρμερ (για μένα προσωπικά τίποτα από τα δύο δεν είναι, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης), το θέμα είναι πως ο Ρουβάς είναι το πασιφανές, φλύαρο και απαστράπτον σύμβολο ενός κόσμου. Ενός κόσμου πλαστικής ευημερίας και ελαφρότητας, άκρατης διασκέδασης και χαμηλών κριτηρίων, πολύχρωμης επιφάνειας και αχρωματοψίας περιεχομένου. Αν μας ξενίζει ή μας θλίβει η συγκεκριμένη συνεργασία, προκύπτει από αυτή τη γειτνίαση δύο κόσμων τελείως διαφορετικών (και για πολλούς από εμάς αντικρουόμενους). 

Ο λαϊκός πολιτισμός 

Ένα από τα μεγάλα κατορθώματα του Μ. Θεοδωράκη είναι πως κατάφερε να εξαφανίσει τα όρια ανάμεσα στην υψηλή και τη λαϊκή κουλτούρα, να φέρει την ελληνική ποίηση στα χείλη των ανθρώπων χωρίς να θέτει προϋποθέσεις. Μια ξεθυμασμένη εκδοχή της συγκεκριμένης κίνησης μοιάζει και η επιλογή του Ρουβά. 

Παρατηρούμε, όμως, μια σύγχυση πεδίων και όρων. Γιατί είναι άλλο ο λαϊκός πολιτισμός και άλλο η ποπ κουλτούρα, ακόμα και αν στη βιασύνη του λόγου ταυτίζονται. Και αυτό γιατί η ταυτότητά του λαϊκού πολιτισμού έχει σχέση με τη διάδοσή του, τα χαρακτηριστικά του όμως τα παίρνει από το βάθος της καταγωγής του. Ενώ αντίθετα η ποπ κουλτούρα, δεν αποτελεί απλώς υπερθετικό βαθμό αυτής της διάδοσης, αλλά ταυτόχρονα παίρνει τα χαρακτηριστικά της από αυτή την ίδια τη διάδοση (έτσι ώστε να την εξασφαλίσει αποκλείοντας ταυτόχρονα οποιοδήποτε άλλο κριτήριο). 

Η απονεύρωση της συνέχειας 

Όλη η σύγχυση, η έκπληξη και η αμηχανία για το συγκεκριμένο γεγονός έρχονται να στηθούν πάνω σε μια προϋπάρχουσα και πολλαπλά προβληματική κατάσταση.
 

Από τη μία, η μυθοποίηση του παρελθόντος χωρίς όρους και εργαλεία, άκριτα και στο σύνολό της, που απονευρώνει τη συνέχεια, μικραίνει το παρόν και μας κάνει να αισθανόμαστε πως περπατάμε τα βήματα γιγάντων ανάξιοι για όποια αναμέτρηση, διαφωνία και δημιουργία με ίσους όρους. 

Από την άλλη, η ταύτιση της ποπ κουλτούρας με το ευτελές. Θέματα που αξίζει κανείς να αφιερώσει αυτοτελώς χώρο για αντιπαράθεση, κουβέντα και διαφωνία. 

Το κακόηχο, λοιπόν, της συγκεκριμένης συνεργασίας, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από συμπύκνωση και καθρέφτισμα μιας συνολικής προβληματικής κατάστασης, με πολλές παρανοήσεις, συγχύσεις, εκπτώσεις και αλλοιώσεις. 

Το ευτυχές είναι πώς η συνεργασία αυτή, όσο και η προβληματική κατάσταση στο σύνολό της, δεν είναι ικανές να αλλάξουν ούτε την ομορφιά των τραγουδιών και των συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά ούτε και την πολλαπλή μετριότητα του Σάκη Ρουβά.


alt
πηγή

ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΑΦΟΥΖΟΥ (ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΑΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΚΑΙ ΕΥΠ ΣΕ ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ)


Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά είναι ότι όταν κάηκε η Αθήνα επί Καραμανλή, με αφορμή την δολοφονία του Γρηγορόπουλου, μόλις ξεμύτισε ο πρώτος πυρήνας των πρακτόρων, τάχα μου οργισμένοι, ο ΣΚΑΪ ήταν εκεί λες και τους περίμενε, για να το μεταδώσει και να συμβάλλει με αυτόν τον τρόπο σε ότι τελικά έγινε.



Το είδαμε εδώ

Είναι καλύτερος ο αιφνίδιος θάνατος;



Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς  

Άκουσες πως μερικοί επιθυμούν τον αιφνίδιο θάνατο. Αφού ο θάνατος είναι να έρθει τουλάχιστον ας είναι αιφνίδιος, ώστε να δώσει μία κι' έξω τέλος σ' αυτή τη ζωή. Καλύτερα έτσι παρά να βασανιζόμαστε από τις αρρώστιες και να βασανίζουμε τους άλλους. Η προσμονή του θανάτου είναι φοβερό πράγμα ενώ ο απρόσμενος θάνατος δεν είναι τίποτα. Στο χωριό μας ένα αυτοκίνητο χτύπησε μια γυναίκα και τη σκότωσε. Αυτό το γεγονός έδωσε αφορμή για διάφορες συζητήσεις. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι τέτοιου είδους θάνατος είναι καλύτερος. Κάποιος μάλιστα είπε για τον θάνατο το εξής: ας έρθει, αρκεί να μην μας δαγκώσει! Γι' αυτό γράφεις και ζητάς μια εξήγηση.


Δεν πρέπει να επιθυμούμε τον αιφνίδιο θάνατο, αλλά  να είμαστε έτοιμοι για τον θάνατο κάθε στιγμή. Έτσι μας διδάσκει η Εκκλησία μας. Υπάρχουν καθορισμένες προσευχές στον Θεό για να μας φυλά από διάφορες συμφορές μέσα στις οποίες απαριθμείται και αυτή για τον αιφνίδιο θάνατο. Αλλά Εκείνος που έχει την εξουσία πάνω στη ζωή και τον θάνατο δρα κατά την Αγία Πρόνοιά του με γνώμονα την ευεργεσία των ανθρώπινων ψυχών, είτε τους παίρνει είτε τους αφήνει στη ζωή. Συνήθως χτυπά με αιφνίδιο θάνατο τους αμαρτωλούς, αλλά μερικές φορές -σπάνια- και τους δίκαιους. Δεν διαβάζουμε άραγε στην Παλαιά Διαθήκη πως ο Θεός τιμώρησε με αιφνίδιο θάνατο τους γιους του Ααρών, για την αυτόβουλη θυσία, όπως και τους ξεσηκωμένους ενάντια στον Μωυσή; Ο Ανανίας και η Σαπφήρα έπεσαν νεκροί επειδή είπαν ψέμματα στους Αποστόλους. Πολλοί χριστιανοί μάρτυρες πέθαναν με αιφνίδιο θάνατο όπως διαβάζουμε στους βίους των αγίων μαρτύρων του Χριστού. Μερικές φορές συνέβη και ευσεβείς να πεθάνουν από αιφνίδιο θάνατο, πράγματι πολύ πιο σπάνια. Έτσι συνέβη με τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, όπου καθώς έχτιζε έναν τοίχο, έπεσε ο τοίχος και σκότωσε μαζί μ'  αυτόν και μερικούς μοναχούς.
Στέλνοντας τον αιφνίδιο θάνατο σε μερικούς αμαρτωλούς ο Θεός πετυχαίνει δύο στόχους: τους μεν νεκρούς αμαρτωλούς τους τιμωρεί, τους δε υπόλοιπους τους φοβίζει ώστε να μην αμαρτάνουν. Όπως συνέβη και με τον αιφνίδιο θάνατο του Ανανία και της Σαπφήρας: «ακούων δε ο Ανανίας τους λόγους τούτους πεσών εξέψυξε, και εγένετο φόβος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα. αναστάντες δε οι νεώτεροι συνέστειλαν αυτόν και εξενέγκαντες έθαψαν. Εγένετο δε ως ωρών τριών διάστημα και η γυνή αυτού, μη ειδυία το γεγονός, εισήλθεν. απεκρίθη δε αυτή ο Πέτρος· ειπέ μοι, ει τοσούτου το χωρίον απέδοσθε; η δε είπε· ναι, τοσούτου. ο δε Πέτρος είπε προς αυτήν· τι ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι το Πνεύμα Κυρίου; ιδοz οι πόδες των θαψάντων τον άνδρα σου επι τη θύρα και εξοίσουσί σε. έπεσε δε παραχρήμα παρά τους πόδας αυτού και εξέψυξεν· εισελθόντες δε οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκράν, και εξενέγκαντες έθαψαν προς τον άνδρα αυτής.και εγένετο φόβος μέγας εφ' όλην την εκκλησίαν και επv πάντας τους ακούοντας ταύτα». (Πραξ. 5, 5-11).
Όταν οι άνθρωποι ανυψώνουν περισσότερο κάποιον δίκαιο και αρχίζουν, κατά κάποιο τρόπο, να τον αποθεώνουν, όπως στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου, τότε ο Θεός παίρνει την ψυχή του δικαίου αιφνίδια, ώστε να αποδείξει στους ανθρώπους ότι μόνον Αυτός είναι ο Θεός και ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος πλην Αυτού. Σε κάθε περίπτωση όμως ο αιφνίδιος θάνατος αποτελεί ξεκάθαρο δίδαγμα για τους άλλους που βρίσκονται στη ζωή: ότι όλοι πρέπει να σκεπτόμαστε τον θάνατό μας και να ετοιμάζουμε την ψυχή μας με μετάνοια, με προσευχή και ελεημοσύνη για τη σύντομη έξοδο από αυτόν τον κόσμο.
Λέγεται για τον συγχωρεμένο γέροντα Νικήτα του Βαλαάμ (+1907) ότι φοβόταν πολύ τον αιφνίδιο θάνατο και διαρκώς προσευχόταν παρακαλώντας τον Θεό να του στείλει πριν τον θάνατο αρρώστια. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Με την υπομονή στην αρρώστια τουλάχιστον θα με ελεήσει ο Δίκαιος Κριτής ο Οποίος αν θέλει μπορεί να το υπολογίσει στα αγαθά έργα τα οποία εγώ δεν έκανα». Κάποιος άλλος ξαπλωμένος στο νεκρικό κρεβάτι παρηγορούσε τους φίλους του λέγοντας: «Εννέα μήνες ταλαιπωριόμουν για να έρθω σ' αυτόν τον κόσμο, είναι άραγε πολύ οι εννέα μήνες για να βγω απ' αυτόν;»
Και πράγματι η αρρώστια πριν τον θάνατο έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η αρρώστια έσωσε πολλούς αμαρτωλούς φέρνοντάς τους την αιώνια σωτηρία. Πολλές χιλιάδες από αυτούς έμαθαν για τον Θεό και την ψυχή τους μόλις έφθασαν στην επιθανάτια ασθένεια. Γνωρίζοντας έτσι αυτές τις δύο μεγάλες πραγματικότητες τις οποίες σ' ολόκληρη την ζωή τους αγνοούσαν, μετάνιωσαν πικρά, κλαίγοντας για την ανόητη ζωή τους, μετέλαβαν και έτσι με δάκρυα και αίμα Χριστού αξιώθηκαν να μπουν στη φωτεινή ουράνια αυλή.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η αρρώστια πριν τον θάνατο έρχεται ως έλεος Θεού. Δεν πρέπει να μας ενοχλεί καθόλου εάν οι συγγενείς και οι φίλοι μας παιδεύονται γύρω από μας κατά την περίοδο της επιθανάτιας ασθένειάς μας. Αυτό πάλι γίνεται για τον δικό τους καλό. Μ' αυτές τις υπηρεσίες τους χρεώνουν τον Δημιουργό  οι άνθρωποι και Αυτός θα τους το επιστρέψει πληρώνοντάς τους εκατονταπλάσια.-


Πηγή: (ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται ..., ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α΄», Εκδόσεις «Εν Πλω», Σελ. 137-140), Η Πλατυτέρα των Ουρανών

Μακάριοι οι ελεήμονες (Mικρή σπουδή στο μεγάλο θέμα της ελεημοσύνης)


ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΤΑΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ
Πριν από μερικές δεκαετίες, και για την ακρίβεια πριν από το 1940, σε μια κωμόπολη της Ηλείας ζούσε μια χαριτωμένη από τον Θεό ψυχή, η κυρία Κατερίνα. Δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Ήταν όμως ένας πολύ φωτισμένος άνθρωπος, με ακλόνητη ζωντανή την πίστη, σαν εκείνη που είχαν οι πρώτοι χριστιανοί, που έπεφταν και στη φωτιά για το Χριστό, προκειμένου να μην τον αρνηθούν. Και έτσι εκπληρώθηκαν τα λόγια του Κυρίου στη ζωή της ευλογημένης αυτής ψυχής «και πάντα όσα αιτήσετε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε». Διότι όντως ήταν άνθρωπος της πολλής προσευχής.
Όταν μερικές φορές τον Ιούλιο μήνα σκοτείνιαζε ο ήλιος από τα σύννεφα και προμηνύονταν βροχή μεγάλη, επειδή οι θημωνιές με τα στάχυα περίμεναν εκείνη την εποχή για αλώνισμα στα αλώνια, αν έβρεχε οπωσδήποτε θα καταστρεφόταν η σοδειά τους, γι’ αυτό και οι χωρικοί έτρεχαν στην κυρία Κατερίνα, και της ζητούσαν να προσευχηθεί για να μη βρέξει. Και κείνη πήγαινε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, προσευχόταν και δεν έβρεχε. Αυτό μας θυμίζει τον προφήτη Ηλία ο οποίος ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής, – όμοιος με μας, με τις αδυναμίες και τα πάθη, και βέβαια ασφαλώς και τις πολλές αρετές και τη δυνατή πίστη στην προσευχή, κι όταν παρακάλεσε τον Θεόν για να πάρουν ένα μάθημα οι συμπατριώτες του οι Ιουδαίοι, δεν έβρεξε επί τρισήμισι χρόνια. Κι όταν πάλι έκανε προσευχή ο Θεός έστειλε υετόν, βροχή. – Όταν αρρώσταινε κάποιος, κατέφευγαν πάλι στην Αικατερίνη, πάλι εκεί να προσευχηθεί, και αν υπήρχε κάποιο τραύμα, κάποιος δυνατός πόνος σε κάποιο σημείο του σώματος, κάποιος τραυματισμός, βουτούσε τα δάκτυλά της στην κανδήλα και το άλειφε σταυροειδώς με λάδι. Και ανάλογα με την πίστη που είχανε οι χριστιανοί, ανταποκρινόταν και ο Θεός με θαύμα.
Ποτέ η αγιασμένη γυναίκα, δε δέχτηκε δώρα, διότι ήτο και καλά αποκατεστημένη. Ό,τι έκανε, το έκανε ανιδιοτελώς, με μεγάλη απλότητα και φυσική ταπεινοφροσύνη. Οι σκέψις ήτανε παρθενική, και δεν την εμόλυνε η αυταρέσκεια, η υπερηφάνεια ή και ο εγωισμός. Γι’ αυτό, αυτό το χάρισμα του Θεού, δεν το έχασε μέχρι το τέλος της ωραίας ζωής της που ελαμπρύνετο ακόμα πολύ περισσότερο, από την πολλή της ελεημοσύνη και μάλιστα εν κρυπτώ.
Κάποτε ο καινούργιος παπάς του χωριού εντυπωσιασμένος από τα αποτελέσματα της προσευχής, αυτής της πιστής γυναίκας, και υποψιαζόμενος μήπως υπάρχουν μαγγανείες και άλλου είδους γητεύματα, τη φώναξε και ιδιαιτέρως τη ρώτησε.
– Για πες μου Κατερίνα, παιδί μου, τι προσευχή κάνεις όταν οι διάφοροι χριστιανοί σου ζητούν κάποιο αίτημα να κάμεις στο Θεό; Ή και όταν είσαι μόνη σου, τι προσευχές κάνεις συνήθως;
Και εκείνη απάντησε με όλη της την φυσική απλότητα.
– Εγώ παππούλη μου όπως γνωρίζεις δεν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου.
– Ποια;
– «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Και κατόπιν ζητάω από τον Θεό, αυτό που με παρακαλούνε οι συχωριανοί μου να το ζητήσω με την προσευχή μου, είτε από το Χριστό, είτε από την Παναγία, είτε από κάποιον Άγιον.
Ο ιερεύς έμεινε κατάπληκτος, όταν άκουσε τον πρώτο στίχο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και έτσι βεβαιώθηκε για το άδολον αυτής της ψυχής και την απλή βαθειά πίστη της η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τόση δύναμη στην προσευχή της.
Τον ρώτησε η κυρά Κατερίνα, μήπως δεν είναι σωστό; Αυτό που κάνω, να κάνω κάτι άλλο; Δεν ξέρω βέβαια, αλλά αν πρέπει …
– Όχι, όχι, όχι, της λέει εκείνος, προς Θεού μην αλλάξεις αυτή την προσευχή, αυτή που ξέρεις, αυτή που έμαθες, αυτήν και να κάνεις.
Μεταξύ των άλλων λοιπόν, στο κελάρι του σπιτιού της, υπήρχαν και πάνω από χίλιες οκάδες στάρι, και δυο μεγάλα πιθάρια λάδι. Όταν ήρθε η φοβερή Γερμανική κατοχή του 1941, και οι Έλληνες καταδικάστηκαν σε λιμοκτονία, και ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, τότε φάνηκε και το μεγαλείο της Κατερίνας. Ο συγχωρεμένος ο άνδρας της, της είχε αφήσει αρκετή περιουσία, την οποία όμως είχε από τον πατέρα του, τον κύριο Αλέξη. Έτσι λοιπόν είχε αρκετά αποθέματα στις αποθήκες.
Η Κατερίνα λοιπόν, στην Κατοχή αυτή την σκληρή, και την μεγάλη πείνα, άρχισε την διανομή στους πεινασμένους. Είχε ένα πιάτο βαθύ, το γέμιζε, και μοίραζε γενναιόδωρα. Όταν οι ελεηθέντες της έδιναν ευχές, εκείνη έλεγε «όχι, μην με ευχαριστείτε εμένα, το σιτάρι είναι από την περιουσία του πεθερού μου, του μπάρμπα Αλέξη, να λέτε «Θεός σχωρέσ’ τον κυρ Αλέξη».
Όταν μοίρασε τις περισσότερες από τα μισά, είδε στον ύπνο της τον πεθερό της, για τον οποίον έλεγαν ότι ήταν ο φοβερότερος τσιγκούνης του χωριού, παρόλον που ήτανε αρκετά ευκατάστατος. Τον είδε λοιπόν σαν κατάδικο με τα μαλλιά μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σε κακά χάλια, με γένια και βρώμικον πολύ. Η Κατερίνα τότε πήρε ένα ψαλίδι, – στον ύπνο της αυτά – πήρε ένα ψαλίδι, του έκοψε τα μαλλιά, τον καθάρισε. Τον ξύρισε, τον περιποιήθηκε, τον έπλυνε, του φόρεσε και καινούργια άσπρα ρούχα και έτσι το πρόσωπο του κεκοιμημένου φωτίσθηκε. Έλαμπε ολόκληρος. Τότε γύρισε και της είπε με ανακούφιση.
– Νάσαι ευλογημένη Κατερίνα μου. Με τις ελεημοσύνες σου με έβγαλες από τον Άδη, και μ’ έκαμες στρατηγό, πρίγκιπα.
undefinedΆλλη μια περίπτωση που αποδεικνύεται πόσο οι ελεημοσύνες, ανακουφίζουν τις ψυχές των κεκοιμημένων, όπως και οι προσευχές που γίνονται ιδιαιτέρως στην εκκλησία κατά την προσκομιδή και μετά τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, και οι προσευχές που κάνουν οι χριστιανοί στα σπίτια τους, για τους κεκοιμημένους,
Επιβεβαιώνεται εδώ ο λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος λέγει «όταν οι ελεημοσύνες γίνονται με πίστη, με αγάπη, και με καθαρή καρδιά, βγάζουν ψυχές από την Κόλαση και τις πηγαίνουν στον Παράδεισο.
Αυτά όλα τα αφηγήθηκαν με συγκίνηση, ο γιος της ευλογημένης αυτής ψυχής, της κυρά Κατερίνας, μαζί με την γυναίκα του, τη νύφη της δηλαδή, σε ένα προσκύνημά τους που έκαναν στην Παναγία την Βαρνάκοβα, την Διακαινίσιμο εβδομάδα φέτος, το 2009.

Μακάριοι οι ελεήμονες, λοιπόν, ότι αυτοί ελεηθήσονται. Η ελεημοσύνη όμως αδελφοί μου έχει πολλές μορφές και πολλές πνευματικές διαστάσεις.
– Και πρώτα πρώτα η ελεημοσύνη δηλώνει την ευσπλαχνία του Αγίου Θεού προς τον άνθρωπο. Ούτος ο άνθρωπος, λέγει η Αγία Γραφή, λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου, και ελεημοσύνην παρά Θεού Σωτήρος αυτού. Έτσι κάθε μορφή δικαιοσύνης του Θεού προς τον άνθρωπον, είναι και μορφή ελεημοσύνης και αγάπης προς αυτόν, αφού ο ίδιος ο Κύριος οδήγησε ή οδηγείται, ως πρόβατον επί σφαγήν, και πεθαίνει αντί γι’ αυτόν πάνω στο Σταυρό.
– Δεύτερον. Η ελεημοσύνη είναι ακόμα η δικαία ανταπόκρισις του αγωνιζομένου χριστιανού, προς τον Θεόν. «Ελεημοσύνη έσται υμίν, εάν φυλασσόμεθα ποιείν πάσας τας εντολάς ταύτας, εναντίον Κυρίου του Θεού ημών, καθ’ ά ενατήλατο ημίν». Να το ερμηνεύσουμε. Το έλεος του Κυρίου θα είναι μαζί σας. Εάν φροντίσουμε να τηρούμε όλες τις εντολές ενώπιον του Θεού μας, όπως Αυτός μας διέταξε. Από το Δευτερονόμιον. Με αυτό θέλει να μας πει ο Θεός, ότι ο Θεός μας δικαιώνει και μας ελεεί, όταν εμείς εφαρμόζουμε τις άγιες εντολές Του. Ο αγαπών με, λέει, τας εντολάς μου τηρήσει. Και έτσι δικαιώνεται.
– Τρίτον. Η ελεημοσύνη είναι η έμπρακτη και ανιδιοτελής ευσπλαχνία του χριστιανού προς τον πλησίον του, του χριστιανού προς τον συνάνθρωπόν του. Ακόμα και προς τον εχθρόν του. Με ενεργουμένη την συμπαράσταση προς αυτόν. Και με τρόπο υλικόν, και με τρόπο πνευματικόν. Δεν είναι δηλαδή η μετάδοσις μόνον χρημάτων, ρούχων, τροφίμων, και άλλων υλικών αναγκών, αλλά και ένας άρρηκτος σύνδεσμος, και με τις άλλες Ευαγγελικές αρετές και κυρίως με την προσευχή και τη νηστεία. Και εξηγούμαι. Ο Κύριος, στην επί του όρους ομιλία του, βλέπουμε να θεωρεί τις τρείς αυτές αρετές, την ελεημοσύνη, την νηστεία και την προσευχή, σαν στύλους της αληθινής θρησκευτικής ζωής, και μάλιστα εν κρυπτώ. Και στις τρείς περιπτώσεις. Εν κρυπτώ. Δηλαδή στα κρυφά, πολύ κρυφά. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφής ελεημοσύνη είναι προέκτασις της πνευματικής υγείας του χριστιανού. Δηλαδή της πραγματικής αγάπης που έχει και προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Μερικοί πατέρες μας λέγουν ότι η πραγματική ελεημοσύνη, με τη μορφή των κρυφών έργων, και με ταυτόχρονη νηστεία και προσευχή, μόνο από καθαρή και ταπεινή καρδιά μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αλλά τις καρδιές των ανθρώπων δεν τις γνωρίζουμε εμείς. Τις γνωρίζει μόνον ο Θεός διότι Αυτός είναι ο Παντογνώστης, Αυτός ετάζει καρδίας και νεφρούς. Και δω ακριβώς συνδέεται με τη δικαιοσύνη. Τι θα πει αυτό. Δεν μπορούμε να κλέβουμε και ύστερα να δίνουμε ελεημοσύνη. Δεν αγιάζει ο σκοπός τα μέσα, όπως πολύ κακώς υποστηρίζει η αιρετική παπική δήθεν εκκλησία. Ούτε μπορούμε να καταπατούμε το δίκαιον του αδυνάτου. Να αισχροκερδούμε εις βάρος του, και κατόπιν να προσφέρουμε λίγα ψίχουλα στους φτωχούς, στους αστέγους, στους αναπήρους, στους σεισμοπαθείς και λοιπά, ή ακόμα και σε ναούς και σε μοναστήρια και νάχομε κατόπιν τη συνείδησή μας ήσυχη και αναπαυμένη, όχι, αυτό δεν είναι ούτε ελεημοσύνη ούτε φιλανθρωπία. Μόνον ο ολοκληρωμένος χριστιανός, ο ευσεβής και φιλόθεος έχει αληθινή κατά Θεόν φιλανθρωπία. Εάν έχει συσσωρεύσει με αδικία πλούτον πολύ, δεν θα κάνει ελεημοσύνη; Θα την κάνει, αλλά θα την κάνει όπως την έκανε ο Ζακχαίος. «Ιδού τα ημίσυ των υπαρχόνταν μοι, δίδωμι τοις πτωχοίς». Πόσα έχω; Τα μισά θα τα μοιράσω. Και όποιον έχω αδικήσει, θα τον αποκαταστήσω στο τετραπλούν. Τον αδίκησα χίλια ευρώ; Θα του δώσω τέσσερεις χιλιάδες. Τότε πιάνει τόπο η ελεημοσύνη του πλουσίου που έγινε πλούσιος με αδικίες.
Ο ελεήμων, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι εκείνος που βοηθά τον πλησίον του με ό,τι του έχει δώσει ο Θεός, είτε χρήματα, είτε τρόφιμα, για να καλυφτούν οι ανάγκες των πτωχών. Και συμπληρώνει. Αν όμως έχεις δύναμη και εξουσία, προσέξτε, αν έχεις δύναμη και εξουσία, από μας δεν είναι κανένας, αλλά, το λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, να θυμίσει λίγο τα καθήκοντα των δυνατών, τότε να προστατεύεις τον αδύνατο. Να δικαιώνεις τον αδικούμενον, και να ελέγχεις τον παρανομούντα. Εάν πάλι έχεις δύναμη στο λόγο, χάρισμα στο λόγο, μνήμη καλή από τας Αγίας Γραφάς και τους Πατέρας, τότε οφείλεις να στηρίζεις τον αδύνατο στην πίστη. Να κατηχείς και να καταρτίζεις αυτούς που αγνοούν τις Ευαγγελικές αλήθειες και να ελέγχεις τους αιρετικούς και πλανεμένους. Και τέλος αν έχεις δύναμη και παρρησία στην προσευχή, τότε μετά δακρύων να επικαλείσαι το έλεος του Αγίου Θεού για κάθε άνθρωπο που αμαρτάνει, για όλους δηλαδή, γιατί όλοι αμαρτάνουμε, όλοι είμεθα αμαρτωλοί, και πρώτος εγώ. Τα λόγια αυτά του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, έχουν μια προέκταση της ελεημοσύνης, που είναι πέρα για πέρα καθαρά πνευματική.
Μακάριοι οι ελεήμονες. Άρα οι ελεήμονες επαναλαμβάνω, δεν είναι μόνον εκείνοι που προσφέρουν υλικά αγαθά, αλλά και κείνοι που προσφέρουν το σωστικό λόγο μετά ταπεινώσεως και την προσευχή μετά δακρύων και εν κρυπτώ, και ο Θεός ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ.
Οι υλικές ανάγκες των πτωχών στην εποχή μας αδελφοί μου, είναι πάρα πολλές, ιδίως στον τρίτο κόσμο όπου οι άνθρωποι και μάλιστα τα παιδιά πεθαίνουν κατά χιλιάδες κάθε μέρα. Έτσι υπολογίζεται ότι δύο τρείς χιλιάδες παιδιά, πεθαίνουν κάθε μέρα από την πείνα, διότι δεν έχουν ούτε νερό να πιούν. Ασυγκρίτως όμως μεγαλύτερες και ουσιαστικότερες, είναι οι πνευματικές ανάγκες για πίστη στον αληθινό Θεό και το Ευαγγέλιό Του, ανάγκες που τις έχουν όλοι οι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο. Και πολύ περισσότερο αυτές τις ανάγκες τις έχουμε εμείς οι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί, που ενώ κατέχουμε ανόθευτη την αποκεκαλυμμένη αλήθεια δια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εν τούτοις την αγνοούμε. Την αγνοούμε αυτήν την αλήθεια, αγνοούμε το Ευαγγέλιο, αγνοούμε τον λόγον του Θεού, επειδή θέλουμε να τα αγνοούμε αυτά. Και τα αγνοούμε γιατί αμαρτάνουμε, και δεν θέλουμε να τα μάθουμε για να μην μας ελέγχουν. Και προπαντός όταν αναφερόμεθα στην Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, τότε λέμε «δεν υπάρχει τίποτα απολύτως».
Ο δε Άγιος Ισαάκ ο Σύρος βεβαιώνει ότι η αρετή της πνευματικής ελεημοσύνης, είναι μερικές φορές πολυτιμότερη, και ευρύτερη της προσφοράς των υλικών αγαθών. Εγώ θα σας το διαβάσω όπως το τονίζει και θα το ερμηνεύσομε. «Ελεημοσύνη εστί καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως», για όλη την κτίση, καίγεται η καρδιά μου, για ολόκληρη την κτίση. Υπέρ πάντων των ανθρώπων, για όλους τους ανθρώπους, υπερ πάντων των επί γης και του ουρανού, και ότι βρίσκεται στον ουρανό και ό,τι βρίσκεται στη γή. Υπερ των εν βασάνοις προγευσαμένων. Για αυτούς που προγεύονται δηλαδή την Κόλαση. Έχω κάυση καρδίας, πονώ. Και αυτών ακόμα των καταχθονίων, – λυπάμαι και τους δαίμονες.- Και υπερ παντός κτίσματος, και της μνήμης και της θεωρίας όλων αυτών, όταν τα φέρνω όλα αυτά μέσα στη μνήμη μου, μέσα στο κεφάλι μου, και τα λοιπά, τότε αρχίζουν οι ποταμοί των δακρύων από τα μάτια μου.
Και προχωρώντας ο Άγιος ακόμα υψηλότερα, μας λέγει ότι η νοερά ησυχία μετά της καρδιακής προσευχής και θέρμης, είναι πολύ ανώτερη της προσφοράς πάσης υλικής ελεημοσύνης και παντός υλικού αγαθού. Η εσωτερική ειρήνη, λέγει, και η δακρύβρεκτη ολονύχτια προσευχή, τονίζει ο Άγιος, έχουν μεγαλύτερη αξία στα μάτια του Θεού, από το να τρέφεις πεινώντας, να καταπλήττεις τα πλήθη με τους λόγους σου, να κάνεις δηλαδή φοβερά κηρύγματα, και να κρέμονται όλοι από τα χείλη σου, και να λένε «α, πα πα , τα είπε ωραία … φοβερά !..» και να ειρηνεύεις με την διδασκαλία σου τους διεστώτας. Η ολονύχτια λοιπόν δακρύβρεχτη προσευχή είναι ασυγκρίτως πολυτιμότερη αυτών των τριών πραγμάτων που αναφέρομε, δηλαδή από του να τρέφομε τους πεινούντας πρώτον, δεύτερον από το να καταπλήσσουμε τα πλήθη με τα κηρύγματά μας, και τρίτον από το να ειρηνεύομε με το λόγο μας και τη διδασκαλία μας, εκείνους που βρίσκονται μεταξύ τους σε διχόνοια και αντιπαράθεση με πολλή κακία. Ασφαλώς εδώ, ο ιερός ησυχαστής, δεν καταργεί με αυτά που λέγει την ελεημοσύνη των έργων, αλλά τονίζει τη μεγάλη αξία της καθαρής και συντετριμμένης προσευχής. Άλλωστε ο Θεός αμείβει και ένα ποτήρι νερό δροσερό που θα δώσουμε στο διψασμένο, γι αυτό και βεβαιώνει ότι ου μη απωλέσωμεν τον μισθόν ημών – δεν θα χάσουμε τον μισθό μας αν προσφέρουμε ένα ποτήρι νερό. Και ως γνωστόν ο ίδιος ο Κύριος είναι αυτός που θα βραβεύσει κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσία και Κρίση, όλους τους δικαίους και ευσεβείς που ίσχυσαν πρακτικά έργα ελεημοσύνης και αγάπης.
Το διαβάζουμε σαν Ευαγγελικό Ανάγνωσμα την Κυριακή των Απόκρεω. «Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ μοι, ξένος ήμην και συναγάγετέ μοι, γυμνός και περιεβάλετέ μοι, ησθένησα και επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. Και εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Και ας μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα πρακτικά έργα φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης πρέπει να γίνονται με καλοσύνη, με ευγένεια, με ιλαρότητα, με ανοιχτή την καρδιά. Μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός.
Στα χρόνια της Κατοχής, 1941 – 1945, και στην μετέπειτα δεκαετία (ή δεκαετίες), υπήρξε μια γυναίκα στο Βόλο, χριστιανή, ολοκληρωμένη χριστιανή, με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, Θεία Κοινωνία και άλλα, η οποία εμάζευε τα ονόματα όλων των ζητιάνων της πόλεως και των συνοικιών, για τους οποίους έπαιρνε, με τις δικές της έρευνες, πολλές πληροφορίες για την πραγματική τους κατάσταση, που όντως ήταν αξιοθρήνητη. Κάλυπτε όσο μπορούσε τις υλικές τους ανάγκες, αλλά όταν πέθαιναν, και εδώ είναι το μεγαλείον, το μεγαλείο της και η μεγαλοψυχία της, – τόχουμε δει μόνο στον Άγιο Μαρκίονα αυτό – φρόντιζε όχι μόνο για μια κανονική κηδεία, αλλά τους έκανε και τα τριήμερα και τα εννιάμερα, και τα σαράντα, και το χρόνο, ακόμα και για την εκταφή τους μεριμνούσε, και αυτό το έργο το είχε σαν διακόνημα, η κυρία Μαρία, μέχρι που εκοιμήθη οσιακώς το 1962.
Αυτά από τις βιωματικές εμπειρίες της αείμνηστης γερόντισσας Μακρίνας απ’ την Πορταριά του Βόλου.

Να αδελφοί μου μια μεγάλη πράξη ελεημοσύνης διαφορετικής μορφής απ’ αυτές που ξέρουμε μέχρι σήμερα. Αυτό μας διδάσκει και μας προτρέπει, στο να την μιμηθούμε αν γνωρίζουμε κάποιους αξιοθρήνητους συμπολίτες μας, που δεν έχουν μοίρα στον ήλιο, όπως λέει ο λαός μας. Όταν πεθαίνουν και δεν έχουν κανέναν στον κόσμο, να αναλαμβάνουμε εμείς προσωπικά και με την συνδρομή άλλων χριστιανών, την φροντίδα της ταφής, των μνημοσύνων, ακόμα και της εκταφής τους. Ο τρόπος που ενεργούσε αυτή η ευλογημένη ψυχή, που η καταγωγή της ήταν από τη Μικρά Ασία, βλέπετε γεμάτο πρόσφυγες ήταν, και είναι ο Βόλος, ήταν απολύτως σύμφωνη με τους Ευαγγελικούς λόγους που αναφέραμε. Όλες αυτές οι πράξεις εγίνοντο εν κρυπτώ, με χαρά και καλοσύνη. Ποιος τις απεκάλυψε; Ο πνευματικός της, – μετά το θάνατό της.
Οι δε αγρυπνίες της είχαν αναφορά μαζί με τους πτωχούς και όλους Ορθοδόξους ιερείς παντός βαθμού. Γι’ αυτό και ο Θεός στις προσευχές της, κατά τη διάρκεια των νυχτερινών της προσευχών, την έλουζε συχνά με αναστάσιμο φώς.

Για να πάμε και σε κάτι άλλο. Γιατί καμιά φορά, τα παραδείγματα είναι πιο δυνατά από τα λόγια.
Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού. Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες. Ύστερα όμως από δυο τρείς ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου… Τι ήταν? Ένα μικρό ποντίκι. Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του. Το είδε και είπε μέσα του, τι είπε μέσα του τώρα, «Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεόν και να έρχεται τώρα να μου την χάλασε ένας ποντικός. Ε, αυτό δα, παρατραβάει το κορδόνι, και λέγει νευριασμένος στο ποντίκι, δυνατά τώρα:
-«Γιατί βρε σιχαμένο μου διακόπτεις την προσευχή μου;»
-«Γιατί πεινάω, απάντησε το ποντίκι».
Και ο ησυχαστής ανταπάντησε με αγανάκτηση, χωρίς να αναρωτηθεί, πώς το ποντίκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή,
-«Φύγε από δω βρέ μαγαρισμένο, εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δώ πώς θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;» και φράπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του.
Και τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολύ ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε, με ανθρώπινη γλώσσα:
– «Μάθε το μια για πάντα, πάτερ, αν δεν μπορέσεις με τους γύρω συνασκητάς σου και με τον γέρο Αβακούμ, που ψήνεται στον πυρετό, και πεθαίνει από την πείνα μέσα σε μια διπλανή σου σπηλιά, αλλά και με τον κάθε Αβακούμ, δηλαδή τον πλησίον σου, που πονάει και υποφέρει, που πεινάει και διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεόν της αγάπης και του ελέους. Και χάθηκε ο ποντικός.

Χριστιανοί μου, αυτή η ιστορία είναι βγαλμένη από την πείρα των αγίων γερόντων, ή των αγίων ασκητών, μας λέγει ότι για να ελεηθούμε και ενωθούμε με τον Θεόν, απαιτείται, χρειάζεται, πέρα από την πνευματική ελεημοσύνη της προσευχής και η πρακτική συμπαράστασή μας στις ανάγκες του πλησίον, ακόμα και του εχθρού μας. Μακάριοι λοιπόν οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται. Και μάλιστα την πρακτική μας ελεημοσύνη να την κάνουμε με καλοσύνη και αγάπη, και πάντοτε αν είναι δυνατόν, και όσο μας είναι δυνατόν, εν κρυπτώ.
Χριστιανοί μου έχει σημασία το πρόσωπό μας να είναι ιλαρό, καλοσυνάτο και γεμάτο αγάπη. Να δείχνουμε και να είμεθα από καρδιά χαρούμενοι. Γιατί εκείνη τη στιγμή το κέρδος της ελεημοσύνης είναι πολύ μεγάλο. Με λίγα ευρώ ή τρόφιμα εξαγοράζουμε τον ουρανό και τον Παράδεισο. Γι’ αυτό και Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του, επαναλαμβάνει ότι «ο ελεών εν ιλαρότητι», αυτός δηλαδή που ελεεί, να ελεεί με ιλαρότητα. Παρακάτω λέγει, «ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες», να βοηθάτε δηλαδή τους άλλους χριστιανούς όταν έχουν ανάγκη. Και με αυτό ήθελε να δείξει ότι η ελεημοσύνη στους ευσεβείς χριστιανούς, σε μας όλους που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σ’ αυτόν εδώ τον ναό, είναι σχέσις και πνευματική ανταλλαγή. Είναι κοινωνία αγαθών, είναι εμπόριο ουρανίων και επιγείων αγαθών, διότι εκείνοι που ελεούν προσφέρουν όπως είπαμε υλικά αγαθά για να καλυφθούν βασικές ανάγκες διατροφής, ενδυμασίες, θερμάνσεως, ενοικίου και λοιπά, αλλά και οι ελεούμενοι όμως, ανταποδίδουν τον ουρανό και την θεία ευλογία στην καρδιά του ελεούντος. Δηλαδή ο πτωχός ευσεβής χριστιανός όταν ελεείται, σαν ανταπόδωση, προσφέρει στον ελεούντα την παρρησία του στον Θεό. Τι θα πεί αυτό; Αυτό σημαίνει ότι προσεύχεται ο ελεημένος και η προσευχή του πιάνει τόπο. Εισακούεται. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά μερικοί ζητιάνοι που είναι έξυπνοι. Τι λένε; «Θεός σχωρές τα πεθαμένα σου». Έτσι η ελεημοσύνη είναι το πλέον κερδοφόρο εμπόριο. Προσφέρουμε στους πτωχούς αδελφούς μας υλικά αγαθά, πρόσκαιρα και φθαρτά, και εισπράττουμε αιώνια και άφθαρτα, δηλαδή τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών.
Και να πως μας τα διδάσκει ο θεοφώτιστος άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ενώ κάθεσαι στο σπίτι σου, έρχεται ο πτωχός να σου πουλήσει τον Παράδεισο, και σου λέει, δώσμου λίγο ψωμί και πάρε τον Παράδεισο.
Δώσμου ένα ρούχο και πάρε την Βασιλεία των Ουρανών.
Δώσμου λίγα χρήματα και πάρε τη χαρά των αγγέλων.
Γι’ αυτό και συ χριστιανέ μου, δώσε λίγο ψωμί. Δεν έχεις ψωμί; Δώσε ένα ευρώ. Δεν έχεις λίγα ευρώ; Δώσε ρούχα. Δώσε ένα ποτήρι νερό. Δώσε ένα πιάτο φαγητό. Δώσε λίγο λάδι. Κι αν δεν έχεις τίποτα από όλα αυτά, βγάλε και δώσε το μαντήλι σου. Δώσε κάτι. Μόνον δώσε.
Δώσε και αγόρασε τον Παράδεισο.
Ντύσε τον Χριστό για να σε ντύσει και σένα εν ημέρα κρίσεως.
Σκέπασέ τον στο πρόσωπο του γυμνού αδελφού, για να σε σκεπάσει και εσένα εν ημέρα οργής.
Συγχώρεσέ τον. Έκφρασις απείρου ελεημοσύνης.
Συγχώρεσέ τον, για να σε συγχωρέσει και σένα ο Θεός.
Ω αγία ελεημοσύνη.
Δίνεις έλεος και παίρνεις έλεος χιλιαπλάσιον.
Και τότε και τώρα και πάντοτε.
Αδελφοί μου, μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Κάποτε όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε χρονών, διηγείται ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, είδα μια νύχτα στον ύπνο μου μια ωραιοτάτη κοπέλα, τόσο πανέμορφη που δεν μπορώ να περιγράψω την ομορφιά της. Με πλησίασε και με ξύπνησε. Την ξαναβλέπω κοντά μου. Έλαμπε ολόκληρη από ένα ωραιότατο παράδοξο φως. Δεν ήταν όνειρο, ήταν μια ζωντανή πραγματικότητα.
-Ποια είσαι, τη ρωτάω. Από πού έρχεσαι, τι θέλεις;
Μου χαμογέλασε και με πολύ γλυκειά φωνή μου είπε.
-Είμαι η πρωτότοκος κόρη ενός μεγάλου βασιλεως, τον οποίον θα σου γνωρίσω εάν με εκτιμήσεις αληθινά. Έχω όλη την εμπιστοσύνη του. Όταν κατέβηκε στη γη και έλαβε σάρκα και οστά, εμένα συμβουλεύτηκε. Είμαι η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η αγάπη.
Και αμέσως εξαφανίστηκε.
Το θείο αυτό όραμα με απασχόλησε όλη τη νύχτα.
Το πρωί σηκώθηκα, ντύθηκα καλά, γιατί έκανε δυνατό κρύο, ήταν χειμώνας, και κατευθύνθηκα προς την εκκλησία για την πρωινή ακολουθία και Θεία Λειτουργία. Καθώς προχωρούσα, παρόλο που ήτο πολύ πρωί και με πολύ κρύο, συνάντησα στο δρόμο ένα ζητιάνο. Έτρεμε από το κρύο. Έβγαλα αμέσως το ζεστό μανδύα που φορούσα, τον τύλιξα στον ζητιάνο και συνέχισα το δρόμο μου. Λίγο πριν φθάσω στην εκκλησία συνήντησα έναν νέο άνδρα ωραιότατον, και όλως παραδόξως ντυμένο στα λευκά.
-Φίλε, μου είπε, σου προσφέρω αυτό το δώρο.
Και μου έδωσε ένα βαλάντιο γεμάτο νομίσματα χρυσά. Το πήρα με απορία. Και παρά την ανεξήγητη χαρά που ένοιωσα, σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να τα δεχθώ, αφού δεν τα είχα ανάγκη. Έτσι γύρισα για να επιστρέψω το βαλάντιο. Ο άγνωστος όμως δωρεοδότης είχε εξαφανιστεί. Και τότε φωτίσθηκα και κατάλαβα. Όση ελεημοσύνη δίνεις στον πλησίον σου για την αγάπη του Θεού, αυτή επιστρέφεται εκατονταπλάσια, για να συνεχίζεις το έργο της αγάπης. Από τότε απεφάσισα, να είμαι αδιακρίτως ελεήμων. Και να αφοσιωθώ στην εξυπηρέτηση των πτωχών και δεινοπαθούντων μέχρι το τέλος της ζωής μου. Ανεξάρτητα αν μερικοί απ’ αυτούς, το εκμεταλλεύονταν αυτό. Γι’ αυτό και πήρε το όνομα, ο Άγιος αυτός, Ελεήμων. Ελεούσε αδιακρίτως. Αυτά μας διηγείται.
Να τον μιμηθούμε κατά το δυνατόν; Ε, έστω και λίγο και μετά διακρίσεως. Τώρα δεν είναι ο καιρός να βάζουμε τον οποιονδήποτε στο σπίτι μας … Τώρα έχουμε εγκληματίες, έχουμε φονιάδες, έχουμε κακοποιούς, έχουμε κλέφτες, έχουμε λωποδύτες και χίλια δυο άλλα πράγματα. Μας ταλαιπωρούν και στο δρόμο και στο λεωφορείο, και στο τραμ, γι’ αυτό είπα μετά διακρίσεως… Θα ζητάμε από τον Θεόν να μας βοηθήσει. Και να μας φωτίσει, πότε, πού και πώς. Θέλεις πού, πότε, ποιόν και πως.

Οι πατέρες ερμηνεύοντες το «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν» λέγουν, ότι υπάρχουν σεσωσμένοι με πρώτον τον συστραυρούμενον εκ δεξιών του Χριστού ληστήν, και πολλούς αγίους όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, που δεν έκαναν κανένα έργο πρακτικής ελεημοσύνης. Άρα ο παραπάνω λόγος του Κυρίου, έχει σχέση και με την πνευματική τροφή, «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν», και όχι μόνον με την σωματικήν. Άλλωστε υπάρχουν και αναγωγικές ερμηνείες πολλές σ’ αυτούς τους λόγους. Ο Χριστός όταν είπε ότι «εμόν βρώμα» τροφή δηλαδή, εμόν βρώμα, «εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», αυτό το θέλημα ποιό είναι; Ποια είναι η τροφή μου; Η σωτηρία όλων των ανθρώπων! «Εγώ ήλθον ουχί ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον».
Και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτόν τον στίχο, μας λέγει τα εξής: Όταν εφαρμόζουμε από αγάπη τις Ευαγγελικές εντολές, που εκφράζουν το θέλημα του Θεού, τρέφεται από μας ο Θεάνθρωπος Σωτήρας Χριστός. Διότι όπως καθώς από τα πονηρά μας έργα, τρέφονται τα πάθη μας, και τρέφονται και οι ακάθαρτοι δαίμονες, που παίρνουν δύναμη για να μας πολεμούν, έτσι και πάλι, όταν απέχουμε από την αμαρτίαν και το κακό, δηλαδή τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, το φθόνο, τη μνησικακία, την οργή, το θυμό, τη ζήλεια, και τόσα και τόσα άλλα, εκείνοι οι βρωμεροί δαίμονες, αρχίζουν και πεινούν, και αδυνατίζουν, όπως αδυνατίζουν και τα πάθη μας. Το ίδιο και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που πτώχευσε για τη δική μας σωτηρία, τρέφεται και χορταίνει, όταν εφαρμόζουμε εμείς τις άγιες εντολές του. Και πάλι λυπείται, και στενοχωρείται, να πούμε και πεινά, όταν δεν τηρούμε εμείς, το Πανάγιον θέλημά του. Αυτή ήταν η ερμηνεία, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
«Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται».
Μακάριοι χριστιανοί μου, ή άγιοι χριστιανοί μου, τα τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα μυρύπνοα αυτά άνθη του Παραδείσου, είναι οι πραγματικοί ελεήμονες διότι αυτοί πρεσβεύουν, στο Θεό πάνω στον ουρανό για μας. Και αυτούς πρέπει άλλωστε να μοιάσουμε. «Μνήμη αγίου, μίμησις Αγίου». Μας αγαπούν οι Άγιοι. Μας τρέφουν, μας προστατεύουν, μας θεραπεύουν, και μας ελεούν και ιδιαιτέρως, όλως ιδιαιτέρως η Υπεραγία Θεοτόκος. Αλήθεια ποιο το όφελος αν έχουμε λύσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και παραμένουν άλυτα τα της ψυχής μας; Όλοι αγωνίζονται όλος ο κόσμος τώρα να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα. Την ψυχή ποιος τη σκέπτεται; Κανείς. Μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία πούναι κιβωτός σωτηρίας.
Ποιος θα μας τα λύσει αυτά, αν όχι το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που πηγάζει μέσα απ’ την Εκκλησία Του και τα μυστήριά της;
Ποιος θα γεμίσει το κενό μέσα μας, αν όχι ο Χριστός με την Ευαγγελική Του διδασκαλία.
Ποιος θα μας στηρίξει στην πίστη;
Ποιος θα μας χαρίσει ελπίδα;
Ποιος μας χαρίσει σπλάχνα οικτιρμών;
Ο Χριστός και η Παναγία Μητέρα Του!

Αδελφοί μου κάθε πράξη ελεημοσύνης πρέπει να είναι πράξις θρησκευτική και όχι καρποί φιλανθρωπικών χορών και κοινωνικών εκδηλώσεων. Οφείλει δηλαδή η ελεημοσύνη να συνδέεται με τα Άγια Μυστήρια. Με τη Θεία Λατρεία, την προσευχή, τη νηστεία, τη μετάνοια, τη μελέτη των γραφών. Η αξία της ελεημοσύνης αποδεικνύεται από το πόσο καθαρή φθάνει στον Θρόνον του Αγίου Θεού, διότι μόνο διαμέσου της Θείας Χάριτος, που κατέρχεται πάλι και σε μας και στον πλησίον τον οποίον βοηθάμε πνευματικά. Ό,τι και να κάνουμε, πρώτα αναβαίνει στο Θεό και απ’ το Θεό κατεβαίνει στην ψυχή και στο σώμα του ανθρώπου.
Κάτι πολύ θαυμαστό λέγει η Αγία Γραφή στη Σοφία Σειράχ. «Πύρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ και ελεημοσύνη εξιλάσσεται αμαρτίας», δηλαδή όπως την αναμμένη φλόγα τη σβήνει το νερό, έτσι και τις αμαρτίες μας, τις εξιλεώνει η ελεημοσύνη. Μ’ αυτό θέλει να πει ότι η ελεημοσύνη βοηθάει τον άνθρωπο να φθάσει στη μετάνοια, και δια της μετανοίας να συγχωρηθούν οι αμαρτίες και να ακολουθήσει πλέον μία σωστή χριστιανική ζωή.
Στο βιβλίο του προφήτου Δανιήλ διαβάζουμε τα εξής.
«Και τας αμαρτίας σου εν ελεημοσύναις λύτρωσε και τας αδικίας εν οικτιρμοίς πενήτων».
Φρόντισε, λέγει ο προφήτης, – σε ποιόν όμως το λέει, στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορα- να εξαλήψεις τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες, και τις αδικίες σου με έμπρακτη ευσπλαχνία προς τους πτωχούς. Και συμπληρώνει λέγοντας στον βασιλιά. «Ίσως έσται μακρόθυμος τοις παραπτώμασί σου ο Θεός». Ίσως, του λέει. Αν αυτά γίνουν πράξις, ίσως φανεί ο Θεός μακρόθυμος στα μεγάλα σου παραπτώματα, βασιλιά. Αν αυτά είχαν δύναμη στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, πόσο πολύ περισσότερο ισχύουν σήμερα που ζούμε στην εποχή της Θείας Χάριτος; Που τις αμαρτίες μας τις ανέλαβε και τις φορτώθηκε ο Χριστός στο Σταυρό; Δεν έχουμε παρά εμείς να τις εξομολογηθούμε στον πνευματικό, και κείνος να σχίσει το χειρόγραφον των αμαρτιών μας. Γι’ αυτό λέμε ότι η ελεημοσύνη συνδέεται με μυστηριακή πνευματική ζωή. Άρα και με την μετάνοια και την κατά δύναμιν, άσκηση, υπομονή, αγάπη, για να μπορεί να φθάσει στο θρόνο του Θεού, ως θυμίαμα ευωδιαστό.

Στο βιβλίο του Τωβίτ βεβαιώνεται ότι «ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται και ουκ εά εισελθείν εις το σκότος». Η ελεημοσύνη λέγει, ο πατέρας στο γιό, ο Τωβίας δηλαδή στον Τωβίτ, σε απαλλάσσει από το θάνατο και δεν σε αφήνει να εισέλθεις στο αιώνιο σκοτάδι της κολάσεως. Εδώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, μας λέγουν ότι ελεημοσύνη, μπορεί να μας δώσει και λύτρωση απ’ τον αιώνιο θάνατο. Το είπαμε άλλωστε, τι μας βεβαιώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι οι ελεημοσύνες βγάζουν άνθρωπο απ’ την κόλαση και τον πάνε στον Παράδεισο, αρκεί να προκαλείται από καθαρή καρδιά, που έχει πίστη και αγάπη, ταπείνωση και προσευχή, μετάνοια και συντριβή, δηλαδή από καθαρή καρδιά που είναι γεμάτη από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και τότε ξεχειλίζει από ενεργουμένη αγάπη, προς τον πλησίον, με σκοπό όχι μόνον την κάλυψη των υλικών αναγκών, αλλά και της ψυχικής μου σωτηρίας. Οδηγώντας τον πλησίον στην μετάνοια, στο πετραχήλι του πνευματικού, στο Άγιον Ποτήριον, στη Θεία Κοινωνία, στη λύτρωση και στην σωτηρία.
Η αγάπη του Θεού νάναι πάντοτε μαζί σας.
Αμήν.
 
Απομαγνητοφωνημένα (και ηχητικά) κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
http://agia-varvara.blogspot.com/2010/07/blog-post.html
http://pneumatikixara.blogspot.com/2011/10/m.html#more 
 Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...