Η Μαρία μού έστειλε ένα κομμάτι από το Επίμετρο του βιβλίου του Χάγκεν Φλάισερ «Πόλεμοι της μνήμης», για το οποίο έγινε λόγος στα σχόλια τις τελευταίες μέρες. Επειδή έχει γενικότερο ενδιαφέρον, το ανεβάζω εδώ. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας, όχι του συγγραφέα.
Επανορθώσεις
Στις διασυμμαχικές διασκέψεις κατά την τελευταία φάση του Πολέμου, και ιδίως στο Πότσνταμ, μετά τη νίκη οι μεγάλες Δυνάμεις είχαν καταρχήν συμφωνήσει στην υποχρέωση της Γερμανίας να καταβάλει επανορθώσεις στις χώρες της αντιχιτλερικής συμμαχίας, ανάλογα με την «προσφορά» τους (και όχι με τις θυσίες που είχαν υποστεί) στον κοινό αγώνα. Αυτή η διατύπωση ευνοούσε σαφέστατα τους τρεις Μεγάλους, αλλά ακόμη και συγκριτικά «άκαπνα» κράτη, όπως τη Νοτιοαφρικανική Ένωση και άλλες χώρες- μέλη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Κατά συνέπεια, τον Ιανουάριο του 1946, η συμφωνία του Παρισιού για την ίδρυση της IARA [Interallied Reparation Agency] επικύρωσε ανάλογη ρύθμιση, με ποσοστά που αδικούσαν τις μικρότερες συμμαχικές χώρες και ιδίως εκείνες που είχαν διατελέσει υπό κατοχή. Για το λόγο αυτόν, η Ελλάδα –που είχε προσέλθει καθυστερημένα και απροετοίμαστη – αρχικά αρνήθηκε να υπογράψει.
Τα επόμενα χρόνια, η προϊούσα όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, έπειθε τις δυτικές δυνάμεις, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, για το απαραίτητο της ενσωμάτωσης του νεοσύστατου δυτικογερμανικού κράτους στην εκκολαπτόμενη Ατλαντική Συμμαχία. Η κυβέρνηση Αντενάουερ συνειδητοποίησε την ανέλπιστη ευκαιρία – με δεδομένα της πλήρους ιδίως σε ηθικό επίπεδο, κατάρρευσης του Ράιχ το 1945 – να επιστρέψει σταδιακά στην οικογένεια των πολιτισμένων εθνών, υιοθετώντας την προσφερόμενη στρατιωτική και οικονομική ένταξη. Για τον μεγάλο αυτό στόχο δέχτηκε –παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης – τις πολυέξοδες αξιώσεις των «Μεγάλων»: τον επανεξοπλισμό της χώρας και την αποπληρωμή του τεράστιου συμβατικού γερμανικού χρέους. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονταν τα διεθνώς εκδιδόμενα χρεόγραφα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καθώς και τα μεταπολεμικά χρέη της Δυτικής Γερμανίας, προερχόμενα κυρίως από τα έξοδα κατοχής των συμμαχικών δυνάμεων, καθώς και από την ανθρωπιστική βοήθεια που είχε χορηγηθεί προς την λιμοκτονούσα και κατεστραμμένη Γερμανία πριν από τη συγκρότηση της ΟΔΓ. Και στις δύο περιπτώσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκκαθάριση των ανοιχτών λογαριασμών είχαν οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, ως κύριες πιστώτριες δυνάμεις.
Στις πολύχρονες προκαταρκτικές διαβουλεύσεις για το διακανονισμό και την ιεράρχηση των γερμανικών υποχρεώσεων, η Βόννη κατόρθωσε να προωθήσει την άποψη ότι ακόμη και η ανερχόμενη δυτικογερμανική οικονομία θα αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στην καταβολή περαιτέρω επανορθώσεων, πέραν εκείνων που η ΟΔΓ είχε ήδη αναλάβει προς τα ενδογερμανικά θύματα των ναζιστικών διωγμών, καθώς και προς το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ για την κοινωνική ένταξη των επιζησάντων του Ολοκαυτώματος. Με το σκεπτικό να μην διακυβευτεί η μετατροπή της Δυτικής Γερμανίας σε προπύργιο του Ελεύθερου Κόσμου κατά της «εξ Ανατολών απειλής» και να αποφευχθεί ο κίνδυνος οικονομικής αποσταθεροποίησης που θα αύξαινε την απήχηση της κομμουνιστικής προπαγάνδας, πρώτη η Ουάσινγκον προσέγγισε σε θέσεις της Βόννης. Ακολούθησαν η Μεγάλη Βρετανία και , αρκετά διαστακτικά, η Γαλλία. Δεν ήταν εφικτός όμως ένας επίσημος τερματισμός στις καταβολές πολεμικών αποζημιώσεων –όπως τον επεδίωκαν ο Αντενάουερ και ο στενός οικονομικός σύμβουλός του ο Αμπς[i] – εφόσον έπρεπε να ληφθεί υπόψη η κοινή γνώμη ιδίως στις άλλοτε κατεχόμενες χώρες, η οποία θα ήταν αντίθετη σε μια τέτοια συναλλαγή. Έτσι, το άτυπο αγγλοαμερικανικό διευθυντήριο της διασυμμαχικής Συνδιάσκεψης για το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας κατέληξε στην προαναφερθείσα, συνειδητά ασαφή, διατύπωση. Με σκανδαλώδη τρόπο, η Σύμβαση του Λονδίνου συνεδύασε την επισήμανση ότι δεν παρενέβαινε στο ζήτημα των επανορθώσεων με την έσχατη, την αποφασιστική παρέμβαση στο θέμα αυτό –δηλαδή την επ’ αόριστον καταχώρηση της ανεπιθύμητης ρύθμισης στις (ελληνικές) Καλένδες. Η Γερμανία γνώριζε τι χρωστούσε στη μεγάλη της σύμμαχο και εκμεταλλευόταν στο έπακρο τον καρπό της συμπαιγνίας αυτής επί δεκαετίες[ii].
Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούσε την οικονομική δύναμή της απέναντι στους μικρότερους εταίρους, και ιδίως απέναντι στην Ελλάδα. Μετά τον εκβιασμό προς τον Καραμανλή το 1958, προειδοποίησε και τον αντιπρόεδρο Παναγιώτη Κανελλόπουλο «εμπιστευτικά», να μην δυσκολέψει η Ελλάδα με «υπερβολικές αξιώσεις για αποζημιώσεις» τις ταυτόχρονες διαπραγματεύσεις για τη σύνδεσή της με την ΕΟΚ, όπου η Βόννη, αλλά και ο Γερμανός πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Β. Χάλσταϊν, ως πρόεδρος της Κομισιόν, είχαν αποφασιστικό λόγο. Ως προς την αξίωση των ατομικών αποζημιώσεων, το 1960 η ΟΔΓ υποχώρησε μερικώς, υπογράφοντας διμερές σύμφωνο –ύστερα από σκληρό παζάρι- για την πληρωμή 115.000.000 μάρκων σε Έλληνες που υπέστησαν διωγμούς «διά λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία». Η υποχώρηση αυτή –εκούσια, όπως τόνιζε η Βόννη, για να μη θεωρηθεί προμήνυμα και προηγούμενο για επανορθώσεις– οφειλόταν στην συνδυασμένη πίεση έντεκα συνολικά δυτικών χωρών, που είχαν παρόμοιες απαιτήσεις, καθώς και στο φόβο της ενδεχόμενης διπλωματικής αναβάθμισης ή ακόμη και αναγνώρισης της «Λαοκρατικής» Γερμανίας, η οποία είχε υπαινιχθεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα διαπραγματευόταν και το ενδεχόμενο πληρωμής κάποιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα.[iii]
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο αντιπάλων γερμανικών κρατών στα πολεμικά γεγονότα γίνονται εύκολα αντιληπτές ακόμη και από τα δημοσιεύματα σχετικά με την Ελλάδα της πολεμικής περιόδου, τα οποία πραγματοποιήθηκαν με επίσημη φροντίδα και επιχορήγηση. Στην ΟΔΓ, το υπουργείο Εξωτερικών χρηματοδότησε τη μετάφραση των πολεμικών αναμνήσεων του Παπάγου, αφού αυτές αφορούσαν αμιγώς στρατιωτικά γεγονότα, ενώ ο στρατάρχης ήταν ήδη πρωθυπουργός, και για τη Βόννη, πιθανότατα, ο πιο συμπαθής πρώην κρατούμενος. Αντιθέτως η Ανατολική Γερμανία προωθούσε μεταφράσεις στα γερμανικά, καθώς και άλλες εκδόσεις αρκετών βιβλίων που επικεντρώνονταν στην (εαμική) Αντίσταση ή στην τρομοκρατία των κατακτητών. Οι εκδόσεις αυτές είχαν σχεδιαστεί για να χρησιμοποιηθούν και ως πολιτικό όπλο, αφού η ηγεσία της ΓΛΔ –σε στενή συνεργασία με τους Έλληνες συντρόφους[iv]– επιδίωκε συνειδητά να ανακαλεί στη μνήμη του ελληνικού λαού τις εμπειρίες από τον γερμανικό φασισμό. Στόχος τους ήταν «να ξεσκεπάσουν τη μιλιταριστική και ρεβανσιστική εξέλιξη στην ΟΔΓ», σε αντιδιαστολή με το «φιλειρηνικό κράτος» της ΓΛΔ. Για τους ίδιους λόγους, ακόμη και οι εμπορικοί αντιπρόσωποι της ΓΛΔ κατήγγειλαν δημοσίως τις ναζιστικές σφαγές, αναζητώντας επαφές με κοινότητες που είχαν πέσει θύματα ιδιαιτέρως ειδεχθών αντιποίνων (π.χ. Δίστομο, Χορτιάτης).
Η επίσημη Αθήνα, βέβαια, δεν ανταποκρινόταν στους δελεασμούς αυτούς –λόγω γενικοτέρων συμμαχικών υποχρεώσεων, αλλά και για να μην εισπράξει η ελληνική Αριστερά τους καρπούς του ανοίγματος. Διαχρονικό παράγοντα αποτελούσε άλλωστε και η βαθιά απέχθεια των συντηρητικών ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο ανατολικογερμανικό καθεστώς, η οποία δεν εξηγείται μόνο με το ιδεολογικό χάσμα που τους χώριζε. Προφανώς επρόκειτο εδώ για κράμα αντικομμουνιστικού μένους και ενός λανθάνοντος αντιγερμανισμού, ο οποίος ωστόσο περιορίστηκε στους Γερμανούς της Ανατολής- αντίστοιχα με τη στάση της ελληνικής Αριστεράς που τον καλλιεργούσε επίσης επιλεκτικά εναντίον του δυτικογερμανικού κράτους. Εντούτοις η Βόννη ανησυχούσε έντονα για την πιθανή απήχησή τους στα πλατιά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, ιδίως μετά τις εκλογές του 1958, και αναθεώρησε τη στάση της αναλόγως, όπως έδειξε και η πληρωμή των 115.000.000 μάρκων για ατομικές αποζημιώσεις. Και τα δύο γερμανικά κράτη, όταν αντιμετώπιζαν το ενοχλητικό παρελθόν του Πολέμου, επηρεάζονταν στις αντιδράσεις τους σε σημαντικό βαθμό από τη μεταξύ τους αντιπαλότητα.
Ο σωφρονισμός της μνήμης
Οι προσπάθειες των Γερμανών κυβερνώντων να αποδράσουν από την ηθική και οικονομική ομηρία του παρελθόντος με στρατηγικές που απωθούσαν, εξασθένιζαν ή ακόμη και εκκαθάριζαν[v] τις συγκεκριμένες μνήμες, ασφαλώς δεν προκαλούν συμπάθεια, αλλά τουλάχιστον είναι κατανοητές. Διαφορετικά κρίνεται η διαχρονική πολιτική κατευνασμού της επίσημης Ελλάδας, η οποία αποσκοπούσε στο να περιορίσει, να σωφρονίσει τις πολιτικά μη ορθές μνήμες (και τις πρακτικές επιπτώσεις) του κατοχικού παρελθόντος που θα έθεταν σε κίνδυνο το επισφαλές ειδύλλιο με τον άλλοτε κατακτητή. Η Αθήνα έχει λοιπόν το δικό της μερίδιο ευθύνης για την άκαμπτη γερμανική πολιτική.
Το Μάρτιο του 1948, πριν ακόμα ιδρυθεί η ΟΔΓ, το Συμβούλιο Πολιτικών Υποθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης συνεδρίασε για το «Γερμανικό ζήτημα». Ο προεδρεύων Παναγιώτης Πιπινέλης κατέστησε σαφές ότι, συνεπεία του Ψυχρού Πολέμου, οι διεθνείς συσχετισμοί άλλαζαν άρδην και ως εκ τούτου έπρεπε να αλλάξουν και τα σχέδια για τη μεταχείριση της Γερμανίας. Δεν επρόκειτο πλέον για «σχέση νικητού κράτους προς ηττημένον», αλλά: «Προς το συμφέρον της Ευρώπης ολοκλήρου γενικώς, και της Ελλάδος ειδικώτερον, η Γερμανία –δηλαδή η χώρα ακριβώς εκείνη η οποία εγκλημάτησε κατά της πατρίδος μας- πρέπει να ανορθωθή και […] εις την προσπάθειαν [αυτήν] έχομεν συμφέρον να βοηθήσωμεν και ημείς, κατά το μέτρον των δυνάμεών μας».
Ήδη πριν από την επανεμφάνιση γερμανικής διπλωματικής αντιπροσωπίας στην Αθήνα, ο τότε πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος είχε φτάσει στο σημείο να απαλλάξει τη Βέρμαχτ από τις ευθύνες της για «τα δυσάρεστα γεγονότα της Κατοχής», τα οποία βάρυναν «τους Ναζί και την Γκεστάπο»- όπως υποστήριξε σε επισκέπτη Γερμανό υπουργό. Η υπέρ το δέον συμβιβαστική συμπεριφορά της επίσημης Αθήνας καταγράφηκε και τον επόμενο μήνα, κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσημης επίσκεψης Έλληνα πολιτικού στη Βόννη. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τότε, απλώς έτυχε να αναφέρει ότι κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944, είχε βρει τη χώρα κατεστραμμένη. Απέφυγε ωστόσο επιμελώς την παραμικρή νύξη για το ποιος τέλος πάντων ευθυνόταν για την καταστροφή. Σαφέστερος έγινε ο Παπανδρέου μόνο όταν αναφέρθηκε στις εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν, παρουσιάζοντάς τις σαν «αγώνα ανάμεσα στον κομμουνιστικό πανσλαβισμό και την αιώνια εμπροσθοφυλακή της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας». Ο Παπανδρέου τελείωνε το λόγο-υπόμνημά του με μία αναφορά στην «ιστορική αποστολή της ευθύνης για την Ευρώπη, την οποία αναλαμβάνει η νέα δημοκρατική Γερμανία».
Αναλόγως αντέδρασαν οι ταγοί του πολιτικού κόσμου όλου σχεδόν του φάσματος μετά την άφιξη της γερμανικής αντιπροσωπείας, η οποία αρχικά είχε το στάτους γενικού προξενείου, ενώ αναβαθμίστηκε σε πρεσβεία το καλοκαίρι του 1951. Όλοι τους (Βενιζέλος, Παπανδρέου, Πλαστήρας, εκπρόσωποι του Λαϊκού Κόμματος και αργότερα του Συναγερμού) συναγωνίζονταν στο να εξάρουν την επιτακτική ανάγκη της συμβολής της προφανώς εξαγνισμένης ΟΔΓ στην άμυνα του Ελεύθερου Κόσμου, αφού και οι δύο χώρες βρίσκονταν πια στους ίδιους προμαχώνες. Ενδεικτικές ήταν οι φιλοφρονήσεις του Παπάγου προς τον νεοαφιχθέντα επικεφαλής της αντιπροσωπείας, τον βαρόνο Γκρούντερ –ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, το 1952 θα έφευγε άρον άρον μετά τις αποκαλύψεις για το παρελθόν του- με την ιδιότητά του ως «τέως αξιωματικού της Βέρμαχτ, του καλύτερου στρατού του κόσμου». Και αργότερα, ο στρατάρχης εξήρε επανειλημμένα –πέρα από τις κλασικές γερμανικές ιδιότητες, όπως την εργατικότητα και την πειθαρχία- ιδίως τις καθαρά «στρατιωτικές αρετές» του γερμανικού λαού, που δεν έπρεπε να μείνουν ανεκμετάλλευτες. Άλλωστε, η Αθήνα ήταν η πιο θερμή συνήγορος για γρήγορη ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στους διάφορους εν εξελίξει οργανωτικούς σχηματισμούς της Δυτικής Ευρώπης. Ανώτατοι αξιωματούχοι και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες δεν δίσταζαν να εγκωμιάζουν το γεγονός ότι η γερμανικήBundeswehr διοικείτο και εκπαιδευόταν κυρίως από αξιωματικούς οι οποίοι είχαν πολύτιμη πολεμική πείρα για τον εχθρό (την ΕΣΣΔ), και ως εκ τούτου αποτελούσε σπουδαία εγγύηση για την ασφάλεια της Δύσης.[vi] Και γι’ αυτόν το λόγο η Αθήνα αποφυλάκισε, αρχές του ’52, τον τελευταίο τότε κατάδικο της Βέρμαχτ.[vii]
Η αυτολογοκρισία και η «καλπάζουσα αμνησικακία»[viii] της επίσημης Ελλάδας, η επιθυμία των κυβερνώντων να φανούν αρεστοί στην οικονομικά ισχυρή ΟΔΓ –και πέρα από τα όρια της συνήθους διπλωματικής ευγένειας- διατηρήθηκαν σχεδόν αμείωτες επί δεκαετίες. Κάποια φραστικά σχήματα άλλωστε φάνηκαν χρήσιμα και στις δύο πλευρές. Έτσι ο ισχυρισμός του Βασιλέως Παύλου ότι ο συμμοριτοπόλεμος στοίχισε πολύ περισσότερα θύματα απ’ ότι η Κατοχή, δεν λειτουργούσε μόνο στην ελληνική πολιτική, αλλά υιοθετήθηκε επίσης ενθουσιωδώς από διπλωμάτες της Δυτικής Γερμανίας και άλλων δυτικών εταίρων. Έλληνες και Γερμανοί αξιωματούχοι συμφωνούσαν ότι ο Εμφύλιος είχε όλα τα χαρακτηριστικά του πολέμου της Κορέας και ότι ο εν εξελίξει Ψυχρός Πόλεμος είχε επισκιάσει την Κατοχή ως τη μοναδική δυσάρεστη τομή στις κατά τα άλλα ανέκαθεν αγαστές ελληνο-γερμανικές σχέσεις.
Επιπλέον, η ΟΔΓ ωφελήθηκε σοβαρά από το γεγονός ότι η χρόνια κρίση του Κυπριακού διατάρασσε σε μόνιμη βάση τις σχέσεις της Ελλάδας με τους παραδοσιακούς εταίρους της. Με αφορμή την επίσκεψη του προέδρου Χόις στην Ελλάδα, ο Καναδός πρέσβης ενημέρωσε τον υπουργό του: «[…] η επίσκεψη του Γερμανού προέδρου τράβηξε αναπόφευκτα την προσοχή στο γεγονός ότι είναι δυνατόν να επιφυλαχθεί στους Γερμανούς σήμερα μια πιο θερμή υποδοχή, από εκείνη που θα επιφύλασσαν στους παραδοσιακούς φίλους της Ελλάδας. Ελάχιστοι είναι οι Έλληνες που δεν κουβαλούν πικρές αναμνήσεις από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. […] Ασφαλώς η επιδείνωση των αγγλο-ελληνικών σχέσεων δεν αποτελεί μυστήριο. Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί, που έχουν προσφέρει τόσα στους Έλληνες και από την άλλη πλευρά δεν τους έχουν βλάψει ποτέ, κατατάσσονται τώρα πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τους Γερμανούς κι ελάχιστα ψηλότερα από τους Βρετανούς, πρέπει να προβληματίζει τους αντικειμενικούς παρατηρητές».[ix]
Έτσι δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η Βόννη άρχισε να παραπέμπει στα έξοδα επανεξοπλισμού και στη γενικότερη αμυντική προσφορά της ΟΔΓ στον Ελεύθερο Κόσμο ως υποκατάστατο (και μάλιστα σημαντικότερο) της ενδεχόμενης καταβολής αποζημιώσεων- όπως έπραξε το γερμανικό ΥΠΕΞ «ενημερώνοντας» μέσω της πρεσβείας τον δήμαρχο της μαρτυρικής Κλεισούρας, ο οποίος είχε ζητήσει κάποια ενίσχυση (π.χ. με τη μορφή αναδοχής εκ μέρους γερμανικής πόλης) που θα ελάφρυνε τις συνέπειες της άγριας σφαγής του 1944.
Ταυτόχρονα , βάσει της νέας αυτοπεποίθησής τους, οι Δυτικογερμανοί εκπρόσωποι δυσανασχετούσαν για κάθε «άκαιρη» αναφορά στο κατοχικό παρελθόν, που αποτελούσε απόκλιση από τον τρόπο τινά αναστημένη πολιτική κατευνασμού [appeasement] της δεκαετίας του ’30. Όσοι Έλληνες δηλαδή «έξυναν παλαιές πληγές» εμφανίζονταν στις γερμανικές εκθέσεις ως αντι-Γερμανοί, ένας χαρακτηρισμός που έτεινε να εξομοιωθεί με αυτόν του κομμουνιστή. Η πρεσβεία στην Αθήνα συχνά διαμαρτυρόταν στην ελληνική κυβέρνηση για «αντιγερμανικά» δημοσιεύματα στις εφημερίδες, τα οποία υποδαύλιζαν αρνητικά στερεότυπα του Πολέμου. Παρομοίως ενοχλούνταν από κινηματογραφικές ταινίες για την Κατοχή, οι οποίες παρουσίαζαν τους Γερμανούς «σχεδόν χωρίς εξαίρεση, ως παλιανθρώπους», ενώ τα σενάριά τους περιείχαν λεπτομερείς σκηνές βασανισμών και εκτελέσεων. Χαρακτηριστική είναι η διαμαρτυρία του πρέσβη Σέλοζ ότι τέτοιες απόπειρες «να επαναφέρουν ένα δυσάρεστο παρελθόν στη συνείδηση του θεατή, δεν συνάδουν με τις προσπάθειες της ΟΔΓ να βοηθήσει οικονομικά την Ελλάδα και να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις».
Ο άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο διακριτικός υπαινιγμός για την οικονομική ισχύ της ΟΔΓ σπανίως έλειπε όταν οι Έλληνες δεν έδειχναν αρκετά πρόθυμοι για την επιζητούμενη υπέρβαση της ενοχλητικής κληρονομιάς του Πολέμου. Η επίσκεψη του Καραμανλή στη Βόννη, το 1958, ήταν απλώς ένα ακραίο σχετικό παράδειγμα. Γενικότερα, η νέα Γερμανία σπανίως αντάμειβε την ψυχολογική και έμπρακτη επικουρία των Ελλήνων κυβερνώντων, οι οποίοι όχι μόνον επαινούσαν τη δημοκρατική αναγέννηση των Δυτικογερμανών, αλλά τους συνέδραμαν κιόλας να παρακάμψουν τους περιορισμούς και τις δυσμενείς διακρίσεις που τους είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι συνεπεία του χαμένου Πολέμου. Η στάση αυτή αξίζει να αντιπαραβάλλεται με τις περιπτώσεις άλλων πρώην γερμανοκρατούμενων κρατών, που με τη σκληρότερη στάση τους αποκόμισαν περισσότερα οφέλη κάθε μορφής. Προφανώς, οι αξιωματούχοι της Βόννης συμπέραναν ότι δεν όφειλαν να ανταποδώσουν στους Έλληνες το φιλογερμανισμό των κυβερνώντων, αφού τον θεωρούσαν, όπως άλλωστε και το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό γενικότερου αντι-γερμανικού (πέραν του αντι-φασιστικού) μίσους στα λαϊκά στρώματα, φυσιολογική απόρροια της οικονομικής εξάρτησης της Αθήνας, καθώς και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής ιστορίας. Συγκεκριμένα, έγινε παραπομπή στους αιώνες της συχνά «εξαιρετικά βάναυσης Τουρκοκρατίας], που θεωρείτο ο λόγος για τον οποίο οι Έλληνες έβλεπαν «την ιστορία πιο μοιρολατρικά από τους λαούς της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης».
Ένα μικρό βήμα μόνο χρειαζόταν για να ταυτιστεί η άποψη αυτή με το δόγμα που πρυτάνευε στα χρόνια της Κατοχής, ότι δηλαδή η ανθρώπινη ζωή ήταν φθηνότερη στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια γενικώς, απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη…
Γνωρίζουμε τις αιματηρές συνέπειες του στερεότυπου αυτού –με τις ποσοτικές αναλογίες αντιποίνων 1:10, 1:50 και ενίοτε ακόμη υψηλότερα. Από τους άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνους για την κατοχική τρομοκρατία εκτελέστηκαν μεταπολεμικά, το 1947, δύο πρώην διοικητές του «Φρουρίου Κρήτης» και ο χαμηλόβαθμος περιβόητος Φριτς Σούμπερτ, με αιματοβαμμένο μητρώο στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Ορισμένοι αξιωματούχοι με παρόμοιες επιδόσεις επίσης σε τρίτες χώρες εκτελέστηκαν εκεί- όπως ο διώκτης των Εβραίων, ο Βισλιτσένυ, στη Μπρατισλάβα, ο πρώην Στρατιωτικός Διοικητής ΝΑ Ευρώπης, ο Λαιρ στο Βελιγράδι, και ο άλλοτε αρχηγός των ΕςΕς στην Ελλάδα, ο Στρόοπ, στην Πολωνία. Ο διάδοχος του τελευταίου (Σιμάνα) αυτοκτόνησε για να αποφύγει, έστω με αυτόν τον τρόπο, την έκδοση στην Ελλάδα. Εκεί, κάποιοι άλλοι φυλακίστηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν με διάφορες ποινές, αφέθηκαν όμως γρήγορα ελεύθεροι μετά από πιέσεις της Βόννης (το 1951-1953). Ανάμεσά τους και ο τετράκις ισοβίτης στρατηγός Αντρέ, για τον οποίο «μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της χώρας ημών ως και κατευθύνσεις της εξωτερικής ημών πολιτικής επιβάλλουσιν ήδη την υπό το πνεύμα πλήρους ευμενείας» απονομή χάριτος.[x]
Δεν ήταν λοιπόν μόνον οι συντηρητικές κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή που υπέκυψαν σε αυτές τις πιέσεις στο βωμό της νέας φιλίας. Ήδη οι κεντρώοι προκάτοχοί τους είχαν επισημάνει την «γενικωτέραν ανάγκην προσαρμογής» του «ζητήματος της διώξεως των Γερμανών εγκληματιών πολέμου […] προς τας εξελίξεις και κατευθύνσεις της εξωτερικής ημών πολιτικής ως και των συναφών προς ταύτην οικονομικών ζητημάτων μας». Κατά συνέπεια, «η εύνοια θα έδει να περιλάβει όλας τας κατηγορίας των Γερμανών εγκληματιών». Εφόσον το Ελληνικό Εθνικόν Γραφείον Εγκλημάτων Πολέμου δεν έδειχνε αρκετή κατανόηση, τον Μάιο του ’52 ο προεδρεύων Σοφοκλής Βενιζέλος απαίτησε «το συντομότερον [να] τεθή τέρμα εις μίαν κατάστασιν, η οποία ενώ ουδεμίαν πιθανότητα έχει να δώση την πρέπουσα ηθικήν ικανοποίησιν εις το εθνικόν αίσθημα, τουναντίον αποτελεί εμπόδιον εις την ανάπτυξιν των μετά των ενδιαφερομένων χωρών ημετέρων συμφερόντων».
Ο ήδη γνωστός μας Μέρτεν, που συνελήφθη το 1957 στην Ελλάδα, καταδικάστηκε στις 5 Μαρτίου 1959 σε 25 χρόνια φυλάκιση για εγκλήματα πολέμου. Πάραυτα τότε, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Φ.Γ.Στράους έδωσε εντολή να μποϊκοταριστεί η αποχαιρετιστήρια δεξίωση του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στη Βόννη Παναγή Πανουργιά από τους αξιωματικούς της Bundeswehr, που ήδη είχαν δηλώσει συμμετοχή. Η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να μην υπάρξει διαρροή στο εσωτερικό σχετικά με τη νέα μορφή γερμανικών αντιποίνων, «εμπνευσμένων ίσως και από απηρχαιωμένον μιλιταριστικόν πνεύμα»[xi], αφού τότε θα ήταν αδύνατο να περάσει η επιδιωκόμενη νομοθετική ρύθμιση από τη Βουλή.
Πράγματι ο Καραμανλής και οι αρμόδιοι υπουργοί του είχαν ήδη υποσχεθεί στη γερμανική πλευρά την αποφυλάκιση του Μέρτεν, εφόσον θα είχε περάσει κανένα εξάμηνο για να μετριαστεί ο σάλος στην κοινή γνώμη, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι ο Μανώλης Γλέζος –από τους πρωτεργάτες της Αντίστασης- είχε και πάλι φυλακιστεί με βαριές κατηγορίες. Συνεπής στη δέσμευση αυτή, η κυβερνώσα παράταξη απέλασε όχι μόνο τον Μέρτεν σύμφωνα με το απόρρητο χρονοδιάγραμμα, αλλά «τροποποίησε» με δύο διατάγματα και τη σχετική νομοθεσία. Το αποτέλεσμα ικανοποιούσε επιτέλους τη Βόννη, αφού «αναστέλλεται αυτοδικαίως […] πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου», ενώ «αντίγραφα των δικογραφιών αποστέλλονται εις τας Γερμανικάς δικαστικάς αρχάς».
Παρόλο που θα αποδεικνυόταν σύντομα πως οι Γερμανοί, παρά την ανειλημμένη υποχρέωση της δικαστικής εξέτασης των υποθέσεων, δεν δίκασαν ούτε ένανκατηγορούμενο για εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί στην Ελλάδα, η «αναστολή» διατηρείται έως σήμερα εν ισχύ- ανεπηρέαστη από τις όποιες πολιτειακές και κυβερνητικές αλλαγές. Μετά τη Μεταπολίτευση μάλιστα, και πάλι επί Καραμανλή, εκποιήθηκαν τα έγγραφα του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου σχεδόν εξ ολοκλήρου προς πολτοποίηση, με απόφαση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης. Προηγήθηκε το από 18ης Ιουνίου 1975 πρακτικό της οικείας Επιτροπής, «ήτις δεν ησχολήθη εν αυτώ περί της ιστορικής τυχόν αξίας των δικογραφιών τούτων, ώστε να γνωματεύση υπέρ της διατηρήσεώς των», όπως χρόνια αργότερα ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών θα σχολιάσει επικριτικά.[xii]
Η κραυγαλέα έλλειψη ενδιαφέροντος αποτυπώνεται και στην ενδοϋπηρεσιακή αλληλογραφία, όταν το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο ΟΗΕ επανειλημμένα εισηγήθηκαν, συζήτησαν και τελικά αποφάσισαν τη μη παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Οι εκάστοτε όμως ελληνικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της Χούντας), παρέμειναν ακλόνητες στην απόφασή τους, παραπέμποντας στη νομική ρύθμιση του 1959. Το ίδιο συνέβη από το 1985 και έπειτα, όταν έγινε γνωστό ότι ο δήμιος Μπρούνερ, παρά τις σκόπιμες φήμες για το θάνατό του, ζούσε και βασίλευε στη Δαμασκό. Εις βάρος του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, λόγω προσωπικής ευθύνης για τη δολοφονία τουλάχιστον 130.000 Εβραίων σε έξι χώρες. Εντούτοις, έμεναν άκαρπες οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις ξένων χωρών και οργανισμών, όπως της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και εγχώριων παραγόντων, όπως Ελλήνων βουλευτών ή του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣ) προς τους εκάστοτε υπουργούς Δικαιοσύνης της χώρας μας, να εγείρουν προς τη Συρία αίτημα έκδοσης, ή τουλάχιστον να δικάσουν τον Μπρούνερ ερήμην, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας. Από το 1985 έως το 2005, όποτε ετίθετο το ζήτημα, οι αρμόδιοι Έλληνες υπουργοί και των δύο μεγάλων κομμάτων –ανάμεσά τους διακεκριμένοι νομικοί επιστήμονες- απαντούσαν αρνητικά, εάν και εφόσον απαντούσαν. Όλοι τους, από τον Απόστολο Κακλαμάνη έως τον Αναστάση Παπαληγούρα, παρέπεμψαν στην υποτιθέμενη αναρμοδιότητα του ελληνικού κράτους να ασχοληθεί με τους ναζί εγκληματίες, εφόσον με τη ρύθμιση του 1959 το δικαίωμα αυτό είχε μεταβιβαστεί στις γερμανικές αρχές –και στις ελληνικές καλένδες.
Εδώ αισθάνομαι και πάλι την υποχρέωση να κάνω τις εξής παρατηρήσεις: Πρώτον, στη χώρα με την παροιμιώδη συχνότητα των νομοθετικών αλλαγών, λίγοι νόμοι έχουν να επιδείξουν τέτοια μακροβιότητα, όπως τα περίφημα διατάγματα 3933 και 4016 του 1959. Μάλιστα, μια άρση, ακύρωση ή έστω τροποποίηση θα διευκολυνόταν από το γεγονός ότι οι νόμοι αυτοί όριζαν μόνο αναστολή και όχι οριστική παύση της δίωξης. Δεύτερον, ακόμη και με αυτούς τους νόμους ξενικής προέλευσης, η αναστολή της δίωξης περιορίζεται στους εγκληματίες γερμανικής καταγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η επίμονη άρνηση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να προβούν σε δίωξη του Μπρούνερ υιοθετεί αβασάνιστα τους κανόνες της ναζιστικής Μεγάλης Γερμανίας, αφού ο κατά συρροήν δολοφόνος είναι Αυστριακός, και πάντοτε ήταν, αν εξαιρέσουμε τη επταετία του Άνσλους, 1938-1945.
[i]Προηγουμένως ο Χίτλερ είχε εκτιμήσει τις ικανότητες του τραπεζίτη Αμπς, ο οποίος άλλωστε είχε συμμετοχή και στην οικονομική εκμετάλλευση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Βλ. τις σχετικές νέες αποκαλύψεις: Der Standard, 7.5.2006 Der Spiegel, 19/2006
[ii] Ο γράφων ετοιμάζει μονογραφία για το ζήτημα των επανορθώσεων μέχρις ότου αυτό ουσιαστικά να «θαφτεί», το 1952-53, με τη συμπαιγνία ΟΔΓ-ΗΠΑ.
[iii] Η Καθημερινή, 16.10.1959
[iv] Ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ επανειλημμένα ζητούσαν πληροφορίες από τους συντρόφους του αδελφού κόμματος SED για ανάμειξη «σπουδαίων προσωπικοτήτων της Δυτικής Γερμανίας στην καταλήστευση και στην καταπίεση των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Κατοχής». Τέτοια στοιχεία θεωρούνταν ένα «αναγκαίο όπλο» στην ενδοελληνική διαμάχη ως προς τις –οικονομικές και λοιπές- σχέσεις με την ΟΔΓ.
[v] Αναφορά του Φλάισερ στην «σιωπηλή εκκαθάριση» που ζητούσε η Βόννη, την οποία χαρακτηρίζει «γλωσσικό ολίσθημα που πρόδιδε έλλειψη μνήμης, αφού θύμιζε με τρόπο μακάβριο το ανελέητο σύστημα εκκαθαρίσεων και εξοντώσεων»
[vi] Τέτοιες διατυπώσεις δεν περιορίζονται στα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια όταν το αντικομμουνιστικό μένος ήταν στο απόγειό του.
[vii] Τον στρατηγό Αντρέ: βλ. συνέχεια.
[viii] Ηλίας Τσιριμώκος, Επίσημα Πρακτικά της Εθνικής Επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, 20.10.1959
[ix] Πρβλ. τα πικρόχολα σχόλια της βρετανικής πρεσβείας, η οποία εξαιτίας της εκτέλεσης των Κυπρίων αγωνιστών Καραολή και Δημητρίου, δεν είχε προσκληθεί στις ελληνικές δεξιώσεις προς τιμήν του Heuss.
[x] ΑΥΕ, 1952/193: υφυπουργός Εξ/κών προς υπ. Δικαιοσύνης, 15.12.1951.
[xi] ΑΥΕ, ελληνική πρεσβεία Βόννης, αλληλογραφία 9.-13.3.1959
[xii] ΑΥΔ, Απόφαση Υπουργού 62259/16.7.1975 / Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, 21.1.1980/ΕΠ 71/1979