Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ
τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀπαριθμήσει κανεὶς πρόχειρα, τὶς κακοδοξίες τὶς ὁποῖες ἐφεῦρε ὁ Παπισμὸς καὶ εἰσήγαγε στὴν παρασυναγωγή του, ἀφότου ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὴν μία καὶ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸν 11ο αἰώνα. Μέχρι σήμερα, δὲν ἔπαψε νὰ εἰσάγει πλάνες καὶ κακοδοξίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπισημάναμε σὲ κατὰ καιροὺς δημοσιεύσεις μας καὶ οἱ ὁποῖες βέβαια, εἶναι ἄγνωστες στὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας. Μία τέτοια καινοφανὴς πλάνη εἶναι καὶ αὐτὴ τῆς «Ἐνσώματης Μετάστασης τῆς Παναγίας στοὺς Οὐρανούς». Πρόκειται γιὰ ἕνα κακόδοξο «δόγμα», τὸ ὁποῖο εἰσήγαγε, ἐντελῶς αὐθαίρετα ὁ Πάπας Πίος ΙΒ΄, τὸ 1950. Ἰδοὺ καὶ ἡ διατύπωση τοῦ «δόγματος»: «Ὁμολογοῦμε, δηλώνουμε καὶ ὁρίζουμε τὴ μετάσταση τῆς Παναγίας ὡς θεϊκῶς ἀποκεκαλυμμένο δόγμα πίστεως, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἄμωμος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀειπάρθενος Μαρία, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν ἐπίγεια ζωή της, ἀνέβηκε μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της στὴν αἰώνια δόξα»!
Ἀφορμὴ στὴν παροῦσα ἀνακοίνωσή μας πήραμε ἀπὸ σχετικὸ δημοσίευμα κάποιου παπικοῦ «κληρικοῦ» W. Saunders, στὸ ἐν Ἀθήναις περιοδικὸ «ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» τῶν παπικῶν Ἰησουιτῶν, μὲ τίτλο: «15 Αὐγούστου: Ἑορτὴ τῆς Μετάστασης τῆς Παναγίας στοὺς Οὐρανοὺς» (τ.1100, Ἰούλιος Αὔγουστος 2016). Ὁ συντάκτης του ἀναφέρει πὼς «ἡ Μετάσταση τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸ σῶμα της, ἀποτελεῖ δόγμα πίστεως...
τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι τὸ καινοφανὲς αὐτὸ παπικὸ «δόγμα», γιὰ πολλοὺς εἴτε «εἶναι θέμα χωρὶς ἐνδιαφέρον» καὶ γιὰ ἄλλους «ἡ πιὸ ζωντανὴ ἀπόδειξη τῆς ὑποτιθέμενης τάσης ποὺ ἔχει ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ ἐπινοεῖ νέα δόγματα, χωρὶς κάποιο στήριγμα στὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ τὰ ἐπιβάλλει, στὴ συνέχεια, στοὺς πιστοὺς ὡς ἀληθινά». Γι’ αὐτόν, «ἡ Μετάσταση τῆς Παναγίας δὲν εἶναι χωρὶς ἐνδιαφέρον, ὅπως κάποιοι πιστεύουν, οὔτε καὶ αὐθαίρετη, ὅπως ὑπαινίσσονται ὁρισμένοι ἄλλοι. Εἶναι μία ἀλήθεια μεγάλης σημασίας, ἡ ὁποία διόλου δὲν μειώνει τὴν τιμὴ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε καὶ ἐπιβάλλει στοὺς πιστοὺς κάτι ἀντίθετο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή».
Στὸ ἄρθρο εἶναι ὁλοφάνερη ἡ προσπάθεια τοῦ συντάκτη νὰ κατοχυρώσει τὸ παπικὸ δόγμα, χωρὶς ὡστόσο νὰ παραθέτει καμία μαρτυρία ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση. Γι’ αὐτὸ καὶ καταφεύγει σὲ σοφιστεῖες καὶ φθηνὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ δὲν πείθουν κανένα, ἀλλὰ μόνο τοὺς ἀφελεῖς. Διηγήσεις περὶ ἐνσωμάτου, μεταστάσεως, μὲ διάφορες παραλλαγές, βρίσκουμε μόνο στὰ «ἀπόκρυφα», ποὺ ἐμφανίστηκαν ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα καὶ ἐντεῦθεν, οἱ ὁποῖες βέβαια δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν δογματικὴ βάση γιὰ τὴν θέσπιση τοῦ ἐν λόγω παπικοῦ δόγματος.
Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς κ. Ἰωάννης Καρμίρης ἀναφέρει σχετικά: «Κατὰ τὴν ὁμόφωνον γνώμην πάντων σχεδὸν τῶν μεγάλων δογματικῶν θεολόγων, ἀνεξαρτήτως τῆς εἰς ἢν ἀνήκουσιν ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας, τὸ νέον θεομητορικὸν δόγμα εἶναι ἀστήρικτον ἁγιογραφικῶς τε καὶ ἱστορικοδογματικῶς τουλάχιστον διὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰώνας». (Περιοδικὸ «Ἐκκλησία» ἀριθ. 1-2, σελ. 24, Ἰανουάριος 1951).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπισημαίνει τὴν σιγὴν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὡς πρὸς τὴν παράδοσιν τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου: «Τῇ ἁγίᾳ καὶ θεοπνεύστῳ Γραφῇ οὐκ ἐμφέρεται τὰ κατὰ τὴν τελευτὴν τῆς ἁγίας Θεοτόκου Μαρίας». (Λόγος δεύτερος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, Sourses Chretiennes, No 80, p 170). Ὁ άγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει: «Ἐσιώπησεν ἡ Γραφὴ διὰ τὸ ὑπερβάλλον τοῦ θαύματος, ἴνα μὴ εἰς ἔκπληξιν ἀγάγη τὴν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων. Ἐγὼ γὰρ οὐ τολμῶ λέγειν, ἀλλὰ διανοούμενος σιωπὴν ἀσκῶ… Ὑπερέβαλε γὰρ ἡ Γραφὴ τὸν νοῦν τὸν ἀνθρώπινον καὶ ἐν μετεώρω εἴασε, διὰ τὸ σκεῦος τὸ τίμιον καὶ ἐξοχώτατον…». (Ἐπιφανίου, Κατὰ αἱρέσεων, 3,2,11, PG 42, 716BC). Γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἔχουμε ἐπίσης καμιὰ μαρτυρία, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση οὔτε καὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, ἀπὸ τοῦ 7ου αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν, κάνουν λόγο περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, ἀναφέρονται ὅμως ρητὰ καὶ στὸν θάνατο, τὴν κηδεία καὶ τὴν ταφὴ τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σημειώνει: «Οἶαι ἀποστόλων θεηγορίαι τὴν κηδείαν τοῦ θεοδόχου σώματος μακαρίζουσι. Πῶς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ὁ ταύτης Υἱὸς δι’ εὐσπλαγχνίαν γενέσθαι καταδεξάμενος, δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ παναγίᾳ ταύτῃ καὶ θειοτάτῃ οἴα μητρὶ λειτουργῶν τὴν ψυχὴν ὑποδέχεται;» (Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ὁμιλία 1,4, PG 96,705Β). Ὁ ἴδιος ἱερὸς Πατὴρ ὁμιλεῖ ἐπίσης καὶ περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου: «Οὐκ ἀπελείφθη ἐν γῆ τὸ σὸν ἄχραντον καὶ πανακήρατον σῶμα, ἀλλ’ ἐν οὐρανῶν βασιλείοις μοναῖς ἡ βασιλίς, ἡ κυρία, ἡ δέσποινα, ἡ Θεομήτωρ, ἡ ἀληθὴς Θεοτόκος μετατεθεῖσα» (Λόγος δεύτερος εἰς τὴν Κοίμησιν, PG 96, 740D, 741A).
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης γράφει μὲ ποιητικὸ τρόπο γύρω ἀπὸ τὸ θέμα: «Γῆ ἐπικρότησον ἀνευφήμησον, διήγησαι τῆς Παρθένου τὰ ἔνδοξα, τοῦ τόκου τὰ σπάργανα, τοῦ τάφου τὰ θαύματα. Πῶς ἐτάφη, πὼς μετετέθη, πῶς ὁ τάφος ὀρᾶται κενὸς προσκυνούμενος» (Λόγος ΙΔ εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG97, 1101C). Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη ἡ μετάστασις τῆς Θεοτόκου εἶναι «δόγμα μυστικὸν» καὶ δὲν «δημοσιεύεται ἐπ’ ἐκκλησίαις», διότι δὲν μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. (Ἑορτοδρόμιον, σελ. 653, Βενετία 1836). Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐνῶ καταγράφει τὴν περὶ Μεταστάσεως παράδοση ὡς «ἀληθεστάτην», ἐν τούτοις δὲν ἀναφέρει τίποτε γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ στὸ κλασικὸ δογματικὸ σύγγραμμά του «Ἀκριβὴς ἔκθεσις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».
Ἡ Ἐκκλησία μας, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν.16,13), οὐδέποτε κατέφυγε σὲ ὑποθέσεις, καὶ εὐσεβεῖς παραδόσεις, γιὰ νὰ ὁρίσει τὰ δόγματά της, τὰ ὁποία δὲν εἶναι θεωρητικὰ σχήματα καὶ ἰδεολογήματα, ἀλλὰ μέσα σωτηρίας. Ἀνέχτηκε καὶ ἐν πολλοῖς καλλιέργησε ὅσες εὐσεβεῖς παραδόσεις, ἀμάρτυρες στὰ ἐπίσημα κείμενά της, δὲν ἦταν ἀντίθετες μὲ τὰ δόγματά της, ὡς βοηθητικὰ μέσα γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τῶν πιστῶν. Αὐτὸ ἔκαμε καὶ σχετικὰ μὲ τὴν εὐσεβῆ παράδοση τῆς εἰς οὐρανοὺς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, μετὰ τὴν κοίμησή της καὶ τὴν ταφή της, ἡ ὁποία στηρίχτηκε σὲ μία ἀκόμη εὐσεβῆ παράδοση:
Κατὰ τὴν κηδεία της ἀπουσίαζε ὁ ἀπόστολος Θωμάς, ὅταν δὲ ἔφθασε μετὰ τρεῖς ἡμέρες στὰ Ἱεροσόλυμα, ἄνοιξαν, γιὰ χάρη του, τὸν τάφο τῆς Παναγίας. Καὶ τότε ὅλοι μὲ ἔκπληξη διαπίστωσαν ὅτι ἔλειπε τὸ τίμιο σκῆνος της. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ παράδοση αὐτὴ δὲν ἔχει ἰσχυρὴ ἱστορικὴ βάση, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἀντιπαρῆλθε καὶ τὴν ἀνέχθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς σωτηρίας μας. Θεώρησε τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσώματης μετάστασης τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς, ὡς ἕνα «πρώιμο» ἐσχατολογικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο θὰ συμβεῖ κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σὲ ὅλους τούς πιστούς. Ἡ «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ», τῆς ὁποίας καθαγιάστηκε τὸ παναγνὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴ θεία κυοφορία της, ἀξιώθηκε νὰ μὴν ὑποστεῖ φθορὰ καὶ νὰ δοξασθεῖ εὐθεῖς ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή της καὶ ὄχι στὸ τέλος τοῦ κόσμου.
Ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια, οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες, ἐξήντλησαν μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας ὅλα, ὅσα ἀφοροῦν τὴ θέση τῆς Θεοτόκου στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ συμβολή της στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, καὶ δὲν θεώρησαν σκόπιμο νὰ θεσπίσουν τέτοιο δόγμα. Θεώρησε ὅμως σκόπιμο ὁ Πάπας τῆς Ρώμης νὰ τὸ θεσπίσει στὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος μὲ προφανῆ σκοπιμότητα. Ἀλλὰ τί ἦταν ἐκεῖνο πού τὸν ὁδήγησε νὰ θεσπίσει αὐτὸ τὸ δόγμα; Μὰ τί ἄλλο, ἀπὸ τὸ νὰ ἰσχυροποιήσει καὶ νὰ ἑδραιώσει, στὴν πράξη, ἕνα ἄλλο κακόδοξο δόγμα, ποὺ εἰσήγαγε ὁ Παπισμός, μερικὲς δεκαετίες νωρίτερα κατὰ τὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ τὸ 1870, τὸ δόγμα περὶ τοῦ «ἀλαθήτου του ἐπισκόπου Ρώμης», ὡς «διαδόχου τοῦ ἀποστόλου Πέτρου».
Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα αὐτὸ ὁ Πάπας γίνεται «ἀλάνθαστος διδάσκαλος τῆς ἐκκλησίας» καὶ ἀνυψώνεται ὑπεράνω καὶ αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων! Λαμβάνει ἀπεριόριστη δύναμη καὶ ἐξουσία, ὥστε ὄχι μόνο νὰ διορθώνει καὶ νὰ τροποποιεῖ τὰ δόγματα καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Συνόδων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ἀκόμα τὴν Ἁγία Γραφή! Ἔπρεπε νὰ δείξει ὁ Πάπας αὐτὴ τὴν «ὑπέρτατη ἐξουσία» του, νὰ θεσπίζει καὶ δόγματα. Ἔτσι, ὁ φιλόδοξος Πάπας Πίος ΙΒ΄, ἔψαξε καὶ βρῆκε τὴν εὐσεβῆ παράδοση γιὰ τὴ μετάσταση τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία θέσπισε σὲ δόγμα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι γιὰ τοὺς παπικούς, ἡ πίστη στὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ὑποχρεωτικὴ καὶ ὅποιος δὲν τὴν δέχεται …πάει στὴν κόλαση! Αὐτὸ σημαίνει ἐπίσης ὅτι ὁ Πάπας ἐμμένει στὸ δαιμονικὸ «ἀλάθητό» του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ ἀσκήσει στοὺς ἄτυχους παπικοὺς μὲ τὸ φόβο τῆς κολάσεως!
Κλείνοντας, διαπιστώνουμε μὲ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν παραμένει ἁπλῶς ἀπόλυτα «ταμπουρωμένος» στὶς μέχρι τώρα δεκάδες κακοδοξίες του, ἀλλὰ ἐφευρίσκει καὶ νέες. Τὸ δαιμονικὸ δόγμα «Περὶ ἀλαθήτου» τοῦ «Ρωμαίου Ποντίφικα» εἶναι ἡ ἀκένωτη πηγὴ πλανῶν καὶ αἱρέσεων γιὰ τὸν ἀμετανόητο Παπισμό. Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ἀναφέρει ὅτι, «τὸ ἀλάθητον εἶναι φυσικὸν θεανθρώπινον ἰδίωμα καὶ φυσικὴ θεανθρώπινη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου αἰωνία Κεφαλὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Παναλήθεια, ἡ Δευτέρα Ὑπόστασις τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός».
Ἀντίθετα «τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του Πάπα εἶναι ὄχι μόνο αἵρεσις, ἀλλὰ παναίρεσις. Διότι καμία αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ Παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα – ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία· τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ». Ἰδοὺ λοιπὸν γιατί τὸ καινοφανὲς παπικὸ δόγμα γιὰ τὴν «μετάσταση τῆς Θεοτόκου», εἶναι ἀπότοκο τοῦ αἱρετικοῦ παπικοῦ δόγματος «περὶ ἀλαθήτου» τοῦ «Ρωμαίου Ποντίφικος», τῆς ἑωσφορικῆς ἀνταρσίας κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ!
Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν