Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2017

Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι;





Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ἰδέα, δὲν εἶναι θεωρία, δὲν εἶναι σύστημα. Εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς, ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια λέγοντας «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας!

Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας δὲν εἶναι ὑπόθεση γνώσεως. Κυρίως εἶναι ὀρθὸς τρόπος ζωῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ὀρθοπραξία.

*Εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῆς παραδόσεως.

*Εἶναι ἡ προετοιμασία μας γιὰ ὁμολογία πίστεως καὶ μαρτύριο.

*Εἶναι τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα ποὺ πρέπει νὰ μᾶς διέπει.

*Εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς πτωχείας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ.

*Εἶναι τὰ χρηστά μας ἤθη καὶ ὁ ἔλεγχος τῶν παρεκτρεπομένων ἀπὸ αὐτά.

*Εἶναι ὁ πόθος γιὰ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου «ἵνα ὦμεν ἕν» (Ἰωάν. ιζ. 11) μὲ βάση, ὅμως, τὴν μόνη ἀλήθεια, καὶ ὄχι τὴν οἰκονομία τῆς ἀγάπης, ποὺ προβάλλουν πολλοὶ σὲ βάρος τῆς ἀληθείας.

Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ ὅλους μέσα στοὺς αἰῶνες ὄχι μόνο νὰ Τὸν γνωρίσουμε, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε τὴ δική Του ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε. Ἡ συνέπεια λόγων καὶ πράξεών μας εἶναι ἡ πιὸ πειστικὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ἡ μόνη ὀρθή. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ συμμετέχει στὰ μυστήρια καὶ τὴν κοινὴ λατρεία ὀρθοδοξεῖ καὶ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀσφάλεια. Ἔχει γνώση σωτηρίας καὶ ἀνήκοντας στὴ λογικὴ ἀγέλη τοῦ Κυρίου δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς προβατόσχημους λύκους, τοὺς διάφορους αἱρετικοὺς ( Ἰωάν. ι΄ 1-16).

Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Εἶναι ὁ Χριστός μας, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ «κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. α΄ 14), νὰ διδάξει καὶ νὰ «μαρτυρήσει τὴν ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιη΄ 37). Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια, καὶ βιώνοντάς την ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (Ἰωάν. η΄ 32) καὶ μετέχει στὴν ἀληθινὴ ζωὴ (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ ἀπέναντί της βρίσκεται ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεση. Ἡ πλάνη ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ αἵρεση τὴ νοθεύει. Ἔτσι μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε σὲ πλάνη ἤ παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ ὡς ἐκ τούτου χάνει τὴ δυνατότητα σωτηρίας. Αὐτὸ τόνιζε ἐμφατικὰ καὶ ὁ θεοσοφὸς Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος λέγοντας ὅτι «μόνο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει σωτηρία».

Ἡ Ἐκκλησία μας ποὺ εἶναι «ὁ στύλος καὶ τὸ στήριγμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15), ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια, ἀγωνίσθηκε σκληρά, νὰ κρατήσει ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια καθὼς καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους γιὰ νὰ προφυλάξουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τῶν «ψευδοδιδασκάλων» καὶ τῶν «ψευδοπροφητῶν (Ματθ. ζ΄ 15, Β΄ Πετρ. β΄ 1, Α΄ Ἰωάν. δ΄ 1).

Ἀληθινὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς πού:

* Πιστεύει στὴν Ἁγία Τριάδα. Στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

*Ἔχει ἀποδεχθεῖ καὶ ἔχει ὁμολογήσει, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Ἐμμανουήλ, καὶ ὅτι εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

*Εἶναι βαπτισμένος στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι χρισμένος μὲ Ἅγιο Μύρο, ποὺ συμβολίζει τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

*Μὲ τὴ ζωή του καὶ τὶς πράξεις του προσπαθεῖ καθημερινὰ νὰ προκόπτει πνευματικὰ καὶ νὰ παραμένει ζωντανὸ κύτταρο τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

*Τιμάει τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους μας καὶ προσκυνάει τὶς σεπτὲς εἰκόνες τους μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ προσκύνηση μεταβαίνει στὸ πρωτότυπο. Ἔτσι, κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ σπίτι ἔχει τὶς εἰκόνες του καὶ μὲ εὐλάβεια ἐμεῖς οἱ ἔνοικοί του, ἀνάπτουμε τὸ καντήλι μὲ τὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ ἐνώπιόν τους.

Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἴμαστε ἀδέλφια καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ Σταυρὸ χύνοντας τὸ πανάγιο Αἷμά Του.

Σήμερα ποὺ ὅλοι διακηρύττουν τὶς πεποιθήσεις τους, γιατί νὰ ἀρνούμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τὴν δική μας; Ἡ πίστη δὲν μένει κρυφή, δημοσιοποιεῖται, καὶ δὲν εἶναι συναίσθημα, ἀλλὰ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προσωπικὴ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ γιὰ σωτηρία. Καὶ οἱ δαίμονες πιστεύουν, ἀλλὰ δὲν τηροῦν τὴν πίστη στὴ ζωή τους.

Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικάει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία πολεμουμένη θριαμβεύει καὶ καταδεικνύει ὅτι εἶναι ὀργανισμὸς θεοΐδρυτος, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ποὺ παραμένει ὁ ἴδιος «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8). Ὁ θρίαμβος καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν ὑπῆρξαν οἱ διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια. Στὶς κατακόμβες ἡ Ἐκκλησία ἔστησε τρόπαιο νίκης, ἔκτισε τοὺς ἱεροὺς βωμοὺς πάνω στοὺς ὁποίους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μελίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται, ἐσθίεται καὶ δὲν δαπανᾶται ὁ Ἄμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τοὺς πολέμους καὶ τὶς διώξεις ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ὥς τὶς ἡμέρες μας κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀπαριθμήσει, γιατί αὐτὴ ὡς θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα δέχεται τὰ βέλη τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ποὺ ζητοῦν νὰ τὴν κατασπαράξουν.

Μὲ διαφορετικὲς μορφὲς κάθε φορὰ ὁ μισόκαλος ἐπιτίθεται, «ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίει» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), ἀλλὰ δὲν γνωρίζει ὁ ταλαίπωρος ὅτι πάντοτε ὁ Χριστὸς νικάει, ὁ Χριστὸς θριαμβεύει, ἀφοῦ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄ 14), «ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις» (Ἰωάν. ια΄ 25), «ἡ ὁδός», καὶ ἡ μόνη «ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Σήμερα ὁ μισόκαλος πολεμάει τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὶς αἱρέσεις, μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση, τὴν ἀναζήτηση τοῦ χρήματος, τὴν ἀπόκτηση περιουσιακῶν στοιχείων, τὴν ἀκριβῆ διασκέδαση, τὸν ἀνέμελο τουρισμό, ποὺ προβάλλει περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀξιοθέατα, τὶς τρυφηλὲς ἀπολαύσεις, τὴν πολυφαγία, τὴν ἄκρατη οἰνοποσία καὶ ποτοποσία, τὶς κάθε εἴδους σωματικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν ἔμβλημά τους τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ ρήση: «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 32).

Πολεμᾶται ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν προβολὴ τῆς χλιδάτης ζωῆς, τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ, τῶν ἀνέσεων, τοῦ διαφημισμένου ἀνθρωπισμοῦ καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ μακρινοὺς λαούς, ἐνῶ παραβλέπεται ὁ πλησίον μας, τὸν ὁποῖον ἀφήνουμε νὰ ὑποφέρει καὶ παραμένουμε ἀδρανεῖς στὶς ἐκκλήσεις του, ποὺ μᾶς κοιτάζει καὶ μᾶς φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδᾶ «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε΄ 7). Πολεμᾶται ἀπὸ τὸν ξενόφερτο τρόπο ζωῆς μὲ τὰ ἐκκοφαντικὰ ἀκούσματα, μὲ τὰ ναρκωτικά, μὲ τὸ διαδίκτυο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀχίλλειο πτέρνα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσάγεται στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ θάνατος, στὰ μέλη της ποὺ λησμόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. β΄ 15). Δούρειος, ὅμως, ἵππος, ἐχθρὸς ποὺ ἐλλοχεύει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐχθρὸς ποὺ ὕπουλα προσπαθεῖ νὰ ἀφανίσει τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι καὶ ὁ οἰκουμενισμός, ποὺ ἐπινοεῖται διαφόρους τρόπους γιὰ νὰ μᾶς ρίξει στὴ δηλητηριώδη ἀγκάλη τῶν ἀζυμιτῶν, ποὺ προβάλλοντας τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα καὶ μὲ τὴν οὐνία καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἰσχὺ ποὺ αὐτὸς διαθέτει σὰν ὁδοστρωτήρας ἀφανίζει ὅσους βρίσκονται στὸ δρόμο του. Εὐλογημένη Ὀρθοδοξία στάσου, «Ἕως θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπέρ Σοῦ» (Σοφ. Σειρ. δ΄ 28).

Προσοχή, ὅμως, ὅταν ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, γιατί αὐτὸ βεβαιώνουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ δροῦν ἀνορθόδοξα καὶ ἐξασκοῦν ἐπαγγέλματα ἐντελῶς ἀντίθετα μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ὅπως ἀστρολόγοι, μέντιουμ, μάγοι, μάντισσες, καφετζοῦδες, χαρτορίχτρες.

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα διακοσμητικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς μας, ἕνα κοστούμι ποὺ τὸ ράβουμε στὰ μέτρα μας. Εἶναι ἀκριβὴς κανόνας πίστεως καὶ ἀκριβὴς τρόπος ζωῆς. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ἔχει ὀρθόδοξο βίωμα, Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς. Πολλοὶ κατ’ ὄνομα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ζοῦν τελείως μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μας μᾶς ἀφαιρεῖ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ὀρθοδόξου, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ ἐνσυνείδητος ἀνορθόδοξος τρόπος ζωῆς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀγρυπνεῖ καὶ βλέποντας τὶς παγίδες ποὺ στήνει ὁ πονηρὸς σὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς ἀπορρίπτει τελείως ὅλες τὶς ἐνέργεις, τὰ τεχνάσματα καὶ τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ βυθίζουν τὶς ψυχὲς στὸ χάος, ἀφοῦ ἀντιστρατεύονται τὴν Θεία Πρόνοια καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς πηγῆς τῆς ἀληθείας. Τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μόνον Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξιχνιάσουν οἱ μάντισσες, οἱ ἀστρολόγοι καὶ οἱ χαρτορίχτρες. Οὔτε τὰ ζώδια μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ μέλλον μας. Μιὰ πίστη σὲ αὐτὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς μελλοντολόγους καταρρίπτει τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διαχειρίζεται τὴ ζωή του.

Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος εἶναι, τὸ τονίζουμε, μόνον ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὀρθόδοξα καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ ὀρθόδοξα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀναμαρτησία, δηλαδὴ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀναμάρτητοι. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καθολικὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτήν, ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἔχει τὸ λουτρὸ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως. Αὐτὸς ποὺ βιώνει ὀρθόδοξα τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔχει ὀρθόδοξη πορεία ζωῆς ξέρει νὰ μετανοεῖ γιὰ τὰ σφάλματά του, νὰ ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ νὰ προχωράει σταθερὰ στὸ δύσβατο καὶ τραχὺ μονοπάτι τῆς ζωῆς.
Μπούσιας Χαράλαμπος (Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας)

Η Βάπτιση του Κυρίου: Τα εγκαίνια του νέου κόσμου της Χάριτος Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου





Όταν ο Ιησούς έφτασε στην ηλικία των 30 περίπου ετών, έρχεται από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη ποταμό, προς τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, για να βαπτιστεί απ’ αυτόν. Είναι η ώρα που, για να φανερώσει ποιος είναι, σπάει την ηθελημένη σιωπή Του, εξέρχεται από τη μυστηριώδη Του αφάνεια, αποδεσμεύεται από το στενό οικογενειακό Του περιβάλλον και αρχίζει το δημόσιο έργο Του. Ο Ιησούς, όχι μόνο κινείται πρώτος εκείνος προς τον κόσμο για να τον σώσει, αλλά περιμένει και στη σειρά –αφού θα αναδειχθεί άλλωστε ως ένδοξος αλλά και ταπεινός πνευματικός βασιλιάς- και βαπτίζεται ανάμεσα σε δικαίους και αμαρτωλούς, διότι ως Θεάνθρωπος δεν αποδιώχνει και δεν υποτιμά κανέναν, αφού γεννήθηκε για τη λύτρωση όλων.
Ο Ιωάννης, ο μεγαλύτερος εκ των προφητών σύμφωνα με τον Χριστό (Μτθ. 11,11), προφητευόμενος ο ίδιος από τον Ησαΐα, Μαλαχία και Ζαχαρία, ο μεγάλος ασκητής της ερήμου και αγωνιστής της αληθείας, ο δείκτης και προάγγελος του Μεσσία, ο ετοιμάζων την οδόν προ προσώπου Του (Μκ. 1,2), βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς το μέρος του από μακριά, από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας (εκεί μεγάλωσε, ενώ στη Βηθλεέμ γεννήθηκε). Αυτό έμμεσα επισημαίνει τον “ξένον και ουράνιον τόκον” του Σωτήρος και μια προτροπή ίνα “ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες” (ξ΄ οίκος του Ακαθίστου Ύμνου), εγκαταλείποντας δηλαδή το κοσμικό φρόνημα. Λέει λοιπόν ο Ιωάννης στους παρευρισκόμενους: «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο (πανσθενής) ΑΜΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ (όχι μόνο σηκώνει αλλά και εν τω αίματί Του εξαλείφει, διαρκώς και ολόκληρη) ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ (τη χειρότερη δηλαδή ζημιά) ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» (Ιω. 1,29) {βλ. και Νικόλαου Σωτηρόπουλου, “Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου”, σελ. 118-119).
Τον ονομάζει λοιπόν ο Ιωάννης προβατάκι (αμνό), εικόνα της πραότητας και της υπομονής, που προορίζεται να θυσιαστεί ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, για όλη την Οικουμένη. Ο Βαπτιστής δεν έχει στο μυαλό του μόνο το πασχάλιο δείπνο των Ιουδαίων και την ανάλογη συμβολική του, αλλά εκείνο το αρνίο που θυσίασαν οι Εβραίοι κατά την τελευταία νύχτα πριν την Έξοδό τους από την ανελευθερία της Αιγύπτου και που αποτελεί τύπο του Μεσσία Χριστού. Άλλωστε το φάγανε τότε ψητό ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ, χωρίς να του σπάσουν τα κόκαλα (Εξ. 12,46), όπως και στον σταυρωμένο Χριστό, πάνω από 1.200 χρόνια μετά τα γεγονότα της Εξόδου, οι στρατιώτες ΔΕΝ ΣΠΑΣΑΝΕ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΤΩΝ ΜΗΡΩΝ, αφού είχε ήδη εκπνεύσει (Ιω. 19,36/Α΄ Καθολική Πέτρου 1,19). Και όπως τότε ο Θεός ελευθέρωσε τους Εβραίους από τη φαραωνϊκή υποτέλεια και σκλαβιά, έτσι και η θυσία του Υιού του Θεού οδήγησε το λαό Του στην πνευματική ελευθερία από τα πάθη, την αμαρτία, το θάνατο. Αποκαλύπτεται δηλαδή, από τη βάπτιση ήδη του Χριστού, ότι ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ, όπως εξάλλου και στην βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως μοιάζει το σπαργανωμένο βρέφος Ιησούς να είναι σαβανωμένο και να κείτεται σε μια φάτνη που δεν απέχει πολύ από μνήμα. Στην Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννη, το σφαγμένο Αρνίο είναι ταυτόχρονα και το Δυνατό Αρνίο, “Βασιλέας των βασιλέων και Κύριος των κυρίων”, που νικάει τους εχθρούς του Θεού (17,14), εξουσιάζει το θάνατο (1,18), κατευθύνει και οδηγεί στις ουράνιες νεροπηγές (7,17) (βλ. και Σάββα Αγουρίδη, “Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο”, σελ. 220-224).    
Εισάγει επομένως ο Πρόδρομος στην έννοια ενός ταπεινού Μεσσία (το όνομα σημαίνει χρισμένο βασιλέα, «χριστόν Κυρίου») -όχι του πανίσχυρου και πολιτικοθρησκευτικού που περίμεναν οι ομοεθνείς του- ο οποίος άγιος Απεσταλμένος θα έσωζε τον κόσμο με τις δοκιμασίες και τις πληγές Του (ο θρόνος Του θα είναι τα καρφιά Του και όχι η κοσμική του δύναμη), όπως και ο Ησαΐας υποδεικνύει, 800 χρόνια π.Χ., με την προφητεία του Πάσχοντα Δούλου του Κυρίου: «Βασανιζότανε και όμως ταπεινά υπέμενε, χωρίς παράπονο κανένα. Σαν πρόβατο που τ’ οδηγούνε στη σφαγή, καθώς το αρνί που στέκεται άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, ποτέ του δεν παραπονέθηκε. Κακόπαθε, καταδικάστηκε …για τις αμαρτίες μας χτυπήθηκε απ’ το θάνατο… έκανε τη ζωή του θυσία εξιλέωσης» (53,7). Στο βάθος των λόγων του Βαπτιστή Ιωάννη εμπερικλείονται ως εκ τούτου οι μεσσιανικές ιδιότητες των εν υπομονή αντιπροσωπευτικών παθημάτων χάριν του λαού και της λύτρωσης από την αρχέγονη αμαρτία. Ο Ιησούς είναι ο αληθής πασχάλιος αμνός, που θυσιάζεται υπέρ της ζωής του κόσμου (βλ. και Π. Τρεμπέλα, “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον”, σελ. 69-70).
«ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ (τον δείχνει με το δάκτυλό του και για εκείνους που τον αγνοούν) για τον οποίο εγώ σας είπα», συνεχίζει ο Ιωάννης να αποκαλύπτει στους μαθητές του, ότι «ύστερα από εμένα έρχεται κάποιος που είναι ανώτερός μου, γιατί ΥΠΗΡΧΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΩ» (Ιω. 1,30). Είναι βέβαιο ότι μιλάει εδώ για τον Ιησού ως τον προϋπάρχοντα και αιώνιο Θεό. «Και εγώ κάποτε δεν ήξερα ποιος είναι (εννοεί ότι δεν γνώριζε πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας)», τους λέει ο Βαπτιστής, «για να τον γνωρίσει όμως ο Ισραήλ (για να φανερωθεί το λαμπρό Του φως-δόξα) γι’ αυτό ήρθα εγώ και βαπτίζω ΜΕ ΝΕΡΟ» (Ιω. 1,31) {Αντιδιαστέλλει περίφημα το δικό του βάπτισμα δια του ύδατος από το βάπτισμα εν Πνεύματι του Ιησού}. Ιησούς και Ιωάννης δεν συναντιόντουσαν συχνά, αν και ήσαν συγγενείς. Άλλωστε ο Ιωάννης ζούσε στην έρημο. Όμως την ώρα της βάπτισης ήταν που η Πρόνοια του Θεού αποκάλυψε ξεκάθαρα στον (εργάτη της Θείας Οικονομίας) Ιωάννη την μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού –μερίμνησε η Θεία Χάρη ώστε να καταφθάνουν χιλιάδες Ιουδαίοι για να βαπτιστούν στον Ιωάννη «ίνα μαρτυρηθή εν μέσω πολλών ο Ιησούς» (Ζιγαβηνός). Μέχρι τότε ο Ιησούς εθεωρείτο για όλους «γιος του ξυλουργού» Ιωσήφ (Μτθ. 13,55). Κατά τη βάπτισή Του έγιναν τα αποκαλυπτήριά Του ως Υιού του Θεού, για την οποία μέρα περίμενε προσευχόμενος πολλά χρόνια, αναμένοντας το σύνθημα εκ του Ουρανού, για την επίσημη καθιέρωσή Του πλέον στα μάτια του κόσμου εκ Θεού Πατρός (βλ. επισκόπου Αχελώου, “Εκείνος, ο Ιησούς Χριστός”, σελ. 97,98 & “Υπόμνημα ….”, σελ. 71).      
Από ταπείνωση ο Ιωάννης δεν ήθελε να βαπτίσει τον Ιησού: «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα και εσύ έρχεσαι σε μένα;» του είπε. Ο Ιησούς όμως του απαντά: «Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε και οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού» (“πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι ΠΑΣΑΝ δικαιοσύνην”, κάθε θεία εντολή, Ματθ. 3,15). ‘Γενόμενος υπό Νόμον’ ο Ιησούς (Γαλ. 4,4), ταπεινά εκπληρώνει σ’ όλη Του τη ζωή τις ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) για τον Μεσσία (τρανή απόδειξη της θεότητός Του κατά τον Πασκάλ), με ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ το πλήρες δόσιμο του εαυτού Του, την υπακοή στο Θεό μέχρι θανάτου, σε αντιδιαστολή με τους πρωτόπλαστους που είχαν αρνηθεί το θέλημα του Κυρίου -η ηθική πτώση τους αναφέρεται εκτός από την Π.Δ. και από τον Πλάτωνα και τον Ησίοδο. Τότε ο Ιωάννης δεν τον εμπόδισε πλέον στο να βαπτιστεί.
Μόλις βαπτίστηκε ο Ιησούς, «ΒΓΗΚΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ», σε αντίθεση με τους συμβαπτιζόμενούς Του Ιουδαίους, που εξομολογούνταν πρώτα τις αμαρτίες τους ενώπιον του Ιωάννη. Εδώ ο ευαγγελιστής Ματθαίος (3,16) θέλει να τονίσει την αναμαρτησία του Ιησού και άρα και την θεότητά Του, αφού ο μόνος αναμάρτητος είναι ο Θεός. Μάλιστα η προφητεία του Ησαΐα βγήκε απολύτως αληθινή: «Ανομία καμιά δεν είχε πράξει και δόλος δεν είχε βρεθεί στο στόμα του» (53,9). Παράλληλα, η βύθισή Του στο νερό προαναγγέλλει την κάθοδό Του στον άδη και το «ανέβη ευθύς από του ύδατος» (Μτθ. 3,16) φανερώνει την τριήμερη ανάστασή Του. Το ίδιο λοιπόν το νερό είναι ο τάφος Του (ήδη από την Παλαιά Διαθήκη το ύδωρ εισάγει στις έννοιες του χάους, του μηδενός, της καταστροφής αλλά και του εξαγνισμού και της αναδημιουργίας) και η φωνή του Θεού Πατέρα, στη συνέχεια, μάς εισάγει στην πραγματοποιηθείσα ένδοξη έγερσή Του εκ νεκρών (βλ. και πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, “Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ”, σελ. 37-44). Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος ακολουθεί τον ίδιο συμβολισμό: Της τριπλής βύθισης στο ύδωρ της κολυμβήθρας -ταφής ως προς την αμαρτία- και της έγερσης ως προς την νέα χριστιανική ζωή, δυνάμει της αναστάσεως του Χριστού.      
«Και να, ΑΝΟΙΞΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ» -για “σχιζόμενους ουρανούς” μιλάει ο Μάρκος (1,10), που σημαίνει άνοιγμα των νεφελών- ως χαρισματική μήτρα που κυοφορεί κάτι το εντελώς νέο στα ανθρώπινα, αλλά και ως επανασύνδεση επιτέλους των ανθρώπων με το Θεό, «ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ»: Στην Γένεση (1,2) το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι γονιμοποιεί τα πρωταρχικά νερά της Δημιουργίας Του). Πολύ σημαντικό είναι ότι εμφανίζεται και το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ως ξεχωριστή ύπαρξη, με μορφή περιστεριού που δηλώνει την ανεξικακία, ακεραιότητα και πραότητα, να γίνεται αισθητό με μοναδικό τρόπο στους παριστάμενους, όπως διασώζουν και οι άλλοι ευαγγελιστές, «ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ», από τον Ουρανό, ήτοι από τον θεϊκό τόπο των Αποκαλύψεων και Δυνάμεων, «ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ», για να κατοικήσει μονίμως (Μτθ. 3,16), σε διάκριση από τους προφήτες της Π.Δ., στους οποίους εχορηγείτο προσωρινά. Στον Ιησού δωρίζεται ως στον ηγέτη της νέας αγιασμένης ανθρωπότητας (Εκκλησίας) για να μεταμορφώνει πλέον πνευματικά τους πιστούς (πρβλ. Ησαΐα 61,1-3: Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ…). Και όπως κάποτε ένα περιστέρι γνωστοποίησε στο Νώε το τέλος του υλικού Κατακλυσμού και μετέφερε την καλή είδηση της παγκόσμιας γαλήνης (Χρυσόστομος), έτσι και τώρα ο Παράκλητος, εν είδει αθώας περιστεράς ως ορατού σημείου, γνωστοποιεί το τέλος του οντολογικού κατακλυσμού της αμαρτίας, την αρχή εσωτερικής απελευθέρωσης και ειρήνης, την θεία υιοθεσία των ανθρώπων και τα εγκαίνια νέας καρδιακής σχέσεως των ανθρώπων με το Θεό (βλ. και Ιω. Καραβιδόπουλου: Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, σελ. 60-65).
«Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα ουράνια που έλεγε: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΥΙΟΣ, αυτός είναι ο εκλεκτός μου (στον οποίον αναπαύομαι και δια του οποίου η σωτηρία)» (Ματθ. 3,17) –πρβλ. στην Π.Δ.: “Υιός μου ει συ” (Ψλμ. 2,7). Φανερώνει η φωνή αυτή την αγάπη, τη χαρά και τη συμμετοχή του Θεού Πατέρα στο μυστήριο του Υιού Του, αφού ο ίδιος φαίνεται ότι τον ενθρονίζει ως Μεσσία με το Άγιο Πνεύμα. Χρίεται δηλονότι ο Ιησούς βασιλιάς του νέου κόσμου του Θεού (ενός κόσμου πλέον χαράς δικαιοσύνης, ειρήνης, ελευθερίας κ.α.), από τον ίδιο μάλιστα τον Πατέρα Του, πλην όμως Η ΧΡΙΣΗ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ήτοι ο Ιησούς δεν είναι απλός άνθρωπος όπως οι βασιλείς του Ισραήλ (λ.χ. Σαούλ, Δαυίδ, Σολομώντας), οι οποίοι ενθρονίζονταν με λάδι ή μύρο από τους προφήτες, -ή καλύτερα, οι προηγηθείσες χρίσεις και ενθρονίσεις υπήρξαν ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΙΣ του ερχομού και εγκαινιασμού του Ιησού ως εκλεκτού Απεσταλμένου του Θεού, όταν μάλιστα αποκαλύπτεται δημοσίως και η φυσική υιότητα του Χριστού προς τον Πατέρα-Θεό.
Και ο Ιωάννης διακήρυξε φανερά και είπε: «Είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του. Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν (το τονίζει για να μην νομισθεί ότι λόγω συγγένειας τον ανακηρύσσει Μεσσία, επεξηγεί ο Χρυσόστομος), Αυτός (ο Θεός) όμως που με έστειλε να βαπτίζω με νερό (το νερό ΑΠΛΑ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΙΖΕΙ το βάπτισμα εν Πνεύματι) -το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν βάπτισμα μετανοίας, προπαρασκευαστικό του μυστηριακού βαπτίσματος του Χριστού και πρόγευση του νέου κόσμου του Χριστού- Εκείνος μου είπε (στους προφήτες και τους αγίους μιλά το Πνεύμα του Θεού και αποκαλύπτει το θέλημά Του ή τα μέλλοντα να συμβούν): “Σε όποιον δεις να κατεβαίνει και να μένει πάνω Του το Πνεύμα, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΒΑΠΤΙΖΕΙ ΜΕ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ” (όχι με τα χέρια Του, αλλά ως εκχέων τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος). Κι αυτό εγώ το είδα (το Πνεύμα που κατέβηκε προς Αυτόν) και διακήρυξα δημόσια (ως αυτόπτης μάρτυρας) πως αυτός είναι ο Υιός του Θεού (ο Ένας και Μόνος κατά τη φύση, όπως γράφει και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας)» (Ιω. 1,32-34) {βλ. και “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην…”,  σελ. 71-73).
Τέλος, όπως φάνηκε εξ Ουρανού η φυσική υιότητα του Χριστού, έτσι και εμείς αποκτάμε την ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΥΙΟΤΗΤΑ προς τον Θεό μέσω του Αγίου Βαπτίσματος, που σημαίνει είσοδο στην οικογένεια του Θεού και συνδέεται με τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού (Ρωμ. 6,3 κ.ε.). Και όπως χρίστηκε ο Ιησούς με το Πνεύμα ως πνευματικός ηγέτης του νέου κόσμου-λαού του Θεού, έτσι και εμείς με το άγιο Χρίσμα δεχόμεθα τα χαρίσματα της Δόξης Του και γινόμαστε μέτοχοι της ανέσπερης Βασιλείας του Θεού. Με την είσοδο της χάριτος του Θεού στην ανθρωπότητα, ένεκα του αγιαστικού έργου του Χριστού και δια της Πεντηκοστής που οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16,13), φάνηκε, από τα άγια πλέον Θεοφάνεια, πως «Τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί» (από την ευχή του μεγάλου Αγιασμού, του Σωφρονίου Ιεροσολύμων).
Ο Κύριος γεννήθηκε ως άνθρωπος και, ζώντας ως διάκονος και υπηρέτης για μας, μαρτύρησε δια του λόγου και δια του αίματός Του για να ενωθούν οι πιστοί με το Θεό και να ζήσουν αιώνια. Και εμείς ακολουθούντες τον Αρχηγό της Ζωής οφείλουμε να δαπανώμεθα υπέρ των άλλων, να παλεύουμε κατά των παθών και να μαρτυρούμε την Τριαδική αλήθεια, διάγοντες εν ταπεινώσει και μετανοία, αφού είναι γνωστό πως «η βασιλεία του Θεού κερδίζεται με προσπάθεια και την κατακτούν αυτοί που αγωνίζονται» (Μτθ. 11,12).  

Βοηθήματα

•           “Εκείνος, Ο Ιησούς Χριστός”, επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, εκδ. Γρηγόρη, Αθ. 1998
•           “Ερμηνεία των τεσσάρων Ευαγγελίων”, Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, επισκόπου Κορίνθου, εκδ. Δημιουργία, Αθ. 1992
•           “Η Αγία Γραφή”, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, Αθ. 1997
•           “Η Καινή Διαθήκη”, Αποστολικής Διακονίας, έκδ. Θ΄, 2009
•           “Καινή Διαθήκη - Ο Ιησούς Χριστός και το έργο του”, ΟΕΔΒ, Γεωργίου Τσανανά- Απόστολου Μπάρλου, Αθ. 2008
•           “Ο Θεολόγος καθηγητής στην τάξη”, Ν. Νευράκη-Δ.Σ. Καλτσούλα, εκδ. Γρηγόρη, Αθ. 2000
•           “Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ”, πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, εκδ. Ψυχογιός, Αθ. 2007
•           “Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού”, Σάββα Αγουρίδη-Σωκράτη Νίκα, ΟΕΔΒ, 1993
•           “Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου”, Νικολάου Σωτηρόπουλου, τ.α΄, εκδ. Ο Σταυρός, 1996
•           “Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου”, Νικ. Σωτηρόπουλου, εκδ. Ο Σταυρός, Αθ. 1981
•           “Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο”, Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλ. 2005
•           “Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο”, Ιω. Καραβιδόπουλου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1988
•           “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον”, Π. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1990

Θεοφάνεια -Τι γιορτάζουμε – Τα έθιμα και η φυγή των καλικαντζάρων



Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του  Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Στην Ελλάδα ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά την παραμονή των Θεοφανίων και λέγεται «Μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με την Πρωτάγιαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι με την έλευση του ιερέα…

Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου.
Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη. Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των Υδάτων.
Το πιάσιμο του Σταυρού γίνεται από κολυμβητές, τους λεγόμενους Βουτηχτάδες, κατά την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού. Νεαρά κυρίως άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, το ίδιο και οι σειρήνες των πλοίων. Όλοι οι πιστοί πίνουν με ευλάβεια από τον αγιασμό, συμβολικά με τρεις γουλιές, και ραντίζουν μ’ αυτόν τα σπίτια, τα δέντρα, τα χωράφια και τα ζώα τους.

Για τα Φώτα ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός, η γιορτή που φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Γι αυτό και το έθιμο του λαού λέει:
Στις πέντε του Γενάρη
Φεύγουν οι καλικαντζάροι
Αλλά ο μεγάλος τους τρόμος είναι τα Φώτα.
Φεύγουν τότε λέγοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
κι έφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του…

Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει άλλωστε και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο Αγιασμός στη χώρα μας έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία.
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

Η Ελλάδα είναι πλούσια σε έθιμα των Φώτων. Ρουγκατασάρια, αράπηδες, καμήλες, μπαμπόγεροι, μωμόγεροι, φωταράδες είναι κάποια από τα έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και τις διονυσιακές γιορτές αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αναβιώνουν κάθε χρόνο τις ημέρες των Θεοφανίων.

Στη Θεσσαλία ανήμερα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα ρουγκάτσια (ρουγκατσάρια). Αυτά αποτελούνταν από ομάδες (10 – 15 μεταμφιεσμένων ατόμων) οι οποίες περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι παίρνοντας την ανάλογη αμοιβή. Μερικά από τα απαραίτητα μέλη του κάθε ομίλου ήταν ο γαμπρός, η νύφη (νέος μεταμφιεσμένος), ο παπάς, ο παππούς, ο γιατρός και οι “αρκουδιάρηδες”. Εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των τραγουδιών με τα οποία οι ρουγκατσάρηδες συνόδευαν το πέρασμά τους.

Στην Καστοριά αναβιώνουν τα «Ραγκουτσάρια». Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν απαραιτήτως μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Οι μασκαράδες έχουν τη συνήθεια να ζητιανεύουν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει και σε χωριά της Δράμας με το όνομα ροκατζάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες και κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια που φέρουν περιφέρονται στους δρόμους.

Τα μπαμπούγερα είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές παραδόσεις στην Καλή Βρύση της Δράμας. Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας ξορκιστικές λέξεις για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού των υδάτων τα μπαμπούγερα συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία. Η αμφίεσή τους είναι ζωόμορφη και παλιότερα κρατούσαν στα χέρια ένα μικρό σακούλι με στάχτη με το οποίο, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, χτυπούσαν όσους συναντούσαν για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Ομάδες-ομάδες τα μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα.

Οι Μωμόγεροι είναι ένα Ποντιακό έθιμο που γινόταν στον Πόντο τα αρχαία χρόνια μέχρι και τις ημέρες μας. Το έθιμο είναι σατιρικό και συνηθίζετε κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων (15 Δεκεμβρίου) μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, άλλα μερικές φορές μέχρι τον μήνα του Φεβρουαρίου. Λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης των Ποντίων, το έθιμο ήταν μια μορφή αναγνώρισης της Ελληνικής προέλευσής τους, και επίσης ένας τρόπος να ξεχαστεί από την Τουρκική δουλεία, και τις βίαιες εξισλαμίσεις.
Το έθιμο Μωμόγεροι είναι ζωντανό ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας όπου οι πολύ Πόντιοι κατοικούν. Στην εβδομάδα πριν από το νέο έτος, τα άτομα θα ντυθούν με διάφορα κοστούμια, όπου κάθε κοστούμι συμβολίζει ένα μέρος του πολιτισμού και της λαογραφίας των Ποντίων. Η αρκούδα συμβολίζει τη δύναμη, η ηλικιωμένη γυναίκα ένα σύμβολο του παρελθόντος, η νύφη για το μέλλον, το άλογο για την ανάπτυξη, ο γιατρός για την υγεία, ο στρατιώτης για την υπεράσπιση, την αίγα (κατσίκα) για τα τρόφιμα και ο Άγιος Βασίλης συμβολίζει το νέο έτος που θα φτάσει σε μερικές μέρες. Σήμερα το έθιμο είναι περισσότερο ψυχαγωγικό, ενώ στο παρελθόν ήταν μαγικό.

Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού.

Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανίων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του Αϊ Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου.

Σε χωριά της Καβάλας και της Δράμας, όπως η Νικήσιανη, το Μοναστηράκι, ο Ξηροπόταμος, η Πετρούσα και ο Βώλακας αναβιώνει το έθιμο των αράπηδων. Άντρες ντύνονται με προβιές και ζώνονται κουδούνια. Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους ελέφαντες των Ινδών.

Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι.

Στην Άρνισσα Πέλλας θα αναβιώσουν τα «Τζαμαλάρια». Επίκεντρο του εθίμου είναι ο γάμος. Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ένα ζιζάνιο, το «μπουμπάρι», που μπαίνει ανάμεσα στους νεόνυμφους και τους παρενοχλεί, τους προτείνει άλλο ταίρι. Το έθιμο περιλαμβάνει ατελείωτο γλέντι στους δρόμους του χωριού.

Στην περιοχή της Ερμιόνης έχουμε το έθιμο του ”γιάλα-γιάλα”, όπου την παραμονή των Φώτων οι νέοι, κυρίως αυτοί που θα καταταγούν στο στρατό, στολίζουν τις βάρκες στο λιμάνι με κλαδιά από φοίνικες. Τη νύχτα φορώντας παραδοσιακές στολές τραγουδούν και περνούν σπίτι – σπίτι δεχόμενοι κεράσματα, φτάνοντας το πρωί στο λιμάνι όπου ανεβαίνουν στις στολισμένες βάρκες και τις κουνούν με δύναμη συνεχίζοντας το τραγούδι ”γιάλα-γιάλα” μέχρι να γίνει ο καθαγιασμός των υδάτων, με την κατάδυση του Σταυρού και την εικόνα της Θεοτόκου στην θάλασσα που θα βουτήξουν για να τα πιάσουν.Στην κωμόπολη της Νέας Κίου, λίγα χιλιόμετρα από το Ναύπλιο, που αποτελεί ιστορική συνέχεια της Κίου της Μικράς Ασίας, αναβιώνουν Μικρασιατικά έθιμα από την Κίο, με ρίψη του νεότερου καπετάνιου στη θάλασσα και τον πυροβολισμό των γκαζοτενεκέδων.
Στην Νέα Κίο, παραμονή της εορτής αυτός που έπιασε τον Σταυρό πέρσι θα παραδώσει στον ιερέα τον τίμιο Σταυρό που όλη την χρονιά είχε στο σπίτι του για ευλογία. Ανήμερα των Φώτων μετά την Θεία Λειτουργία στο ναό της Αγίας Ειρήνης και την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, κλήρος και λαός κατευθύνονται στην παραλία, όπου στην ειδική εξέδρα που έχει κατασκευάσει ο Δήμος θα γίνει η τελετή αγιασμού των υδάτων και η κατάδυση του τιμίου Σταυρού, προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Ιακώβου, ο οποίος θα ρίξει τον τίμιο Σταυρό, που είναι δεμένος με βαρίδια στην θάλασσα για να πάει στο βυθό και μετά την ανάσυρσή του θα ”πάρει το μπάνιο του”, όπως προστάζει το έθιμο, ο νεότερος καπετάνιος της Κίου. Αμέσως μετά θα ακολουθήσει το έθιμο του πυροβολισμού των τενεκέδων που έχουν τοποθετηθεί ανοικτά στην θάλασσα κι επιπλέουν, ένα έθιμο που τα τελευταία χρόνια είδε την αναβίωσή του κι έχει βαθιά τις ρίζες του στην Κίο της Μ. Ασίας.




ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

ΠΗΓΗ: www. orthodox-world.pblogs.gr

Η σπουδαιότητα της μεγάλης εορτής φαίνεται από το γεγονός ότι αυτή, μετά το Πάσχα, είναι η αρχαιότερη χριστιανική εορτή. Ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι καθιερώθηκε νωρίτερα από το 140 μ.Χ. από την ομάδα του αιρετικού Γνωστικού Βασιλείδη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οι Γνωστικοί εόρταζαν τη Βάπτιση του Χριστού και ταυτόχρονα την Γέννησή του στις 6 Ιανουαρίου, διότι πίστευαν πως κατά τη βάπτιση ενώθηκε ο «αιώνας» Χριστός με τον άνθρωπο Ιησού, κακοδοξία, την οποία υιοθέτησαν αργότερα και οι αιρετικοί Νεστοριανοί. Η καθιέρωσή της δεν είναι επίσης άμοιρη με την οργιαστική ειδωλολατρική εορτή του χειμερινού ηλιοστασίου των Αιγυπτίων και των Αράβων, η οποία συνέπιπτε την ίδια ημερομηνία.

Φαίνεται πως η εορτή αυτή έτυχε μεγάλης αποδοχής τόσο από τους αιρετικούς Γνωστικούς, όσο και από πολλούς χριστιανούς, καθ’ ότι η Εκκλησία δεν είχε ως τότε καθιερώσει τέτοια εορτή. Ίσως το γεγονός αυτό οδήγησε την Εκκλησία να υιοθετήσει την εορτή αυτή και να αποτρέψει τους πιστούς να συνεορτάζουν με τους αιρετικούς Γνωστικούς. Οι πηγές μας βεβαιώνουν πως η εορτή των Θεοφανίων, κατά την οποία εορτάζονταν μαζί η Γέννηση και η Βάπτιση του Κυρίου στα τέλη του 2ου αιώνα ήταν γεγονός.

Ως τα τέλη του 4ου αιώνα στη Δύση εορτάζονταν μαζί η Γέννηση και η Βάπτιση, οπότε και μεταφέρθηκε η εορτή της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου, αντικαθιστώντας την ειδωλολατρική εορτή του «Αήττητου Ηλίου».

Στην Ανατολή χωρίστηκε επί ιερού Χρυσοστόμου στις αρχές του 5ου αιώνα. Στις λεγόμενες προχαλκηδόνιες εκκλησίες (Κοπτική, Αρμενική, Νεστοριανική, κλπ), κράτησαν την αρχαία παράδοση εορτάζοντας την 6η Ιανουαρίου τη Γέννηση και τη Βάπτιση μαζί.

Το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου ενέχει τεράστια θεολογική σημασία. Σύμφωνα με την βιβλική διήγηση όταν ο Χριστός έγινε τριάντα ετών και προκειμένου να βγει στο δημόσιο βίο Του πήγε στην έρημο του Ιορδάνη προκειμένου να λάβει το τυπικό βάπτισμα της μετανοίας από τον τίμιο Πρόδρομο. Στα μέρη εκείνα ο μέγας προφήτης Ιωάννης κήρυττε με αφάνταστη τόλμη και παρρησία τη μετάνοια, ώστε να υποδεχτούν οι άνθρωποι καθαρμένοι τον ερχόμενο Σωτήρα. Συνέρεαν κοντά του μεγάλα πλήθη για να ακούσουν τον διαπρύσιο και ελπιδοφόρο κήρυκα. Αυτός τους έβαζε στα νερά του Ιορδάνη, όπου εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ήταν μια καθαρά συμβολική πράξη. Όπως έτρεχε το γάργαρο νερό και καθάριζε τους σωματικούς ρύπους κατά τον ίδιο τρόπο η εξομολόγηση και μετάνοια καθάριζε την ψυχή του βαπτιζομένου.

Ο Κύριος προκειμένου να δείξει ως άνθρωπος σεβασμό στην ανθρώπινη παράδοση δέχτηκε να λάβει το τυπικό βάπτισμα του Ιωάννη, χωρίς ουσιαστικά να το έχει ανάγκη, διότι ήταν απόλυτα αναμάρτητος, «ο πάσης επέκεινα καθαρότητος». Αυτό θα τον διευκόλυνε στο μεγάλο δημόσιο απολυτρωτικό έργο που θα άρχιζε κατόπιν. Ο Ιωάννης θεωρούνταν μεγάλος προφήτης από το λαό. Η υπόδειξη του Ιησού από αυτόν ως «Αμνού του Θεού, του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν.1:29) ήταν απαραίτητη. Η μαρτυρία του Ιωάννη για τον Χριστό στάθηκε καθοριστική, τα πλήθη πείσθηκαν και αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού τον αναμενόμενο Μεσσία. Χάρη σε αυτή τη μεγάλη μαρτυρία σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας των συνεργατών του Κυρίου.

Εκτός από την μαρτυρία του Ιωάννη υπήρξε και ένα άλλο συγκλονιστικό και μοναδικό γεγονός. Τη στιγμή που ο Κύριος μπήκε στα νερά του Ιορδάνη άνοιξαν οι ουρανοί και παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως ο Τριαδικός Θεός στα παραβρισκόμενα πλήθη. Ο Ενανθρωπήσας Λόγος βρίσκονταν στα ιορδάνεια νάματα, το ‘γιο Πνεύμα κατέβαινε «ωσεί περιστερά» (Ματθ.3:16) και από τον ανοιγμένο ουρανό ακούστηκε η φωνή του Πατέρα «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Ματθ.3:16,17). Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός της θεοφάνειας σημαίνει ότι το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους είναι συλλογική απόφαση του Τριαδικού Θεού. Η φανέρωσή Του κατά την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού φανερώνει την επιβεβαίωση για την ξεχωριστή επιμέλεια του Θεού για τη λύτρωση του κόσμου και την επίσημη χρίση του Χριστού ως Μεσσία και Λυτρωτή της ανθρωπότητας και ολοκλήρου της κτίσεως. Αποτέλεσμα αυτής της επιβεβαίωσης είναι η κατοπινή δυναμική πορεία του Κυρίου στον κόσμο της πτώσεως και της φθοράς και η πανηγυρική νίκη Του κατά των δυνάμεων του σκότους, η οποία θα ολοκληρωθεί με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του! Στην ευφρόσυνη εορτή ψάλλουμε σχετικά: «Βαπτίζεται Χριστός μεθ’ ημών ο πάσης επέκεινα καθαρότητος, ενίησι τον αγιασμόν τω ύδατι και ψυχών τούτο καθάρσιον γίνεται΄ επίγειον το φαινόμενον, και υπέρ τους ουρανούς το νοούμενον…» (4ο τροπ. των Αίνων των Φώτων).

Το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου αποτελεί φωτεινό ορόσημο στην επί γης πορεία και δράση του Σωτήρα μας, διότι «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ.4:16). Η είσοδος του Χριστού στον κόσμο διέλυσε τα πνευματικά σκοτάδια του πτωτικού παρελθόντος, διότι είναι ο Ίδιος το «φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάν.1:9). Κατά τα Θεοφάνια «εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1:14). Γι’ αυτό οι πιστοί ονόμασαν τη μεγάλη αυτή εορτή τα Φώτα και μάλιστα η αρχαία Εκκλησία πραγματοποιούσε την ημέρα αυτή τις βαπτίσεις των κατηχουμένων, τις οποίες ονόμαζε φωτισμούς! Ο ιερός υμνογράφος της μεγάλης εορτής μας προτρέπει: «Δεύτε λάβετε πάντες Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεύμα φόβου Θεού, του επιφανέντος Χριστού» (τροπ. Μ. Αγιασμού).

Μια άλλη σημαντική παράμετρος της εορτής των Θεοφανίων είναι ο καθαγιασμός της φύσεως. Η κάθοδος του Χριστού στα ιορδάνεια ρείθρα σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου, που είναι η βάση της ζωής σε ολόκληρη τη δημιουργία και κατ’ επέκταση ο καθαγιασμός ολόκληρης της κτίσεως, η οποία εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας «συστενάζει και συνωδύνει άχρι του νυν» (Ρωμ.8:22). Οι καταπληκτική ασματική ακολουθία της εορτής είναι γεμάτη από ύμνους, αναγνώσματα και ευχές, που αναφέρονται στον εξαγιασμό της φύσεως με προεξάρχουσες τις υπέροχες ευχές του Μεγάλου Αγιασμού. Ο ίδιος ο Μεγάλος Αγιασμός, που μεταλαμβάνουμε την ημέρα αυτή, είναι η απελευθέρωση της υλικής δημιουργίας από τη φθορά της πτώσεως και η μετουσίωσή της στην προπτωτική κατάστασή της. Ο προφήτης Ησαϊας προείδε αυτή την θαυμαστή εσχατολογική μεταμόρφωση του υλικού κόσμου ως εξής: «Τα γαρ όροι και οι βουνοί εξαλούνται, προσδεχόμενοι υμάς εν χαρά, και πάντα τα ξύλα του αγρού επικροτήσει τοις κλάδοις. Και αντί της στοιβής αναβήσεται κυπάρισσος, και αντί της κονύζης αναβήσεται μυρσίνη. Και έσται Κυρίω εις όνομα, και εις σημείον αιώνιον, και ουκ εκλείψει» (Ησ.55:12). Οι λαμπρές τελετές του καθαγιασμού των υδάτων, με τη ρίψη του Τιμίου Σταυρού σε αυτά, την αγία αυτή ημέρα, σημαίνουν τον αέναο εξαγιασμό της δημιουργίας, χάρη στην καθαρτική δύναμη του Χριστού, η οποία πηγάζει από τα ιορδάνεια ρείθρα. Η Ορθόδοξη ναυτική χώρα μας, η οποία ζει και μεγαλουργεί χάρη στο απλόχερο υγρό στοιχείο που την περιβάλλει, εορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα αυτή την εορτή και συμμετέχουν οι πιστοί πάνδημα στις λαμπρές τελετές του καθαγισμού των υδάτων.

Η μεγάλη εορτή των Θεοφανίων αποτελεί την απαρχή του επί γης απολυτρωτικού έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. «Αδάμ τον φθαρέντα αναπλάττει ρείθροις Ιορδάνου και δρακόντων κεφαλάς εμφωλευόντων διαθλάττει ο Βασιλεύς των αιώνων Κύριος» (2ο τροπ. Α΄ ωδής, του κανόνα των Φώτων). Αυτό μας κάνει να σκιρτούμε από χαρά και να γεμίζουμε τις πληγωμένες καρδιές μας από ανείπωτη ελπίδα για τη λύτρωσή μας από τα πικρά δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Το τυπικό βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη αποτελεί για μας παράδειγμα για το ουσιαστικό μας βάπτισμα, το οποίο είναι «λουτρόν παλλιγγενεσίας» και θάνατος του παλαιού πτωτικού εαυτού μας και αναγέννηση της νέας εν Χριστώ υπάρξεώς μας. Δια του αγίου Βαπτίσματος «ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη, ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία» (Ρωμ.6:5). Στην καταπληκτική ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού διαβάζουμε: «Σήμερον τα των ανθρώπων πταίσματα τοις ύδασι του Ιορδάνου απαλείφονται. Σήμερον ο παράδεισος ανέωκται τοις ανθρώποις και ο ήλιος της δικαιοσύνης καταυγάζει ημίν… Σήμερον του παλαιού θρνήνου απηλλάγημεν και ως νέος Ισραήλ διασώθημεν. Σήμερον του σκότους εκλυτρούμεθα και τω φωτί της θεογνωσίας καταυγαζόμεθα. Σήμερον η αχλύς του κόσμου καθαίρεται, τη επιφανεία του Θεού ημών… Σήμερον ο Δεσπότης προς το βάπτισμα επείγεται, ίνα αναβιβάση προς ύψος το ανθρώπινον» (Ευχή Μ. Αγιασμού).

Ο Θεός της πίστεώς μας δεν είναι ένα αφηρημένο λογικό και θεωρητικό σχήμα, γέννημα ανθρώπινης φαντασίας, αλλά ο ζωντανός Τριαδικός Θεός, ο Οποίος καταδέχτηκε να εισέλθει στον κόσμο και την ανθρώπινη ιστορία, για χάρη της δική μας απολυτρώσεως. Ως σημείο δε της αέναης παρουσίας Του και της φανέρωσής Του στον κόσμο, είναι το ανεπανάληπτο γεγονός των Θεοφανείων, το οποίο εορτάζουμε με κάθε λαμπρότητα αυτή τη μεγάλη μέρα.

το είδαμε εδώ

Θεοφάνεια: Γιατί τα γιορτάζουμε στις 6 Ιανουαρίου;

θεοφάνεια

θεοφάνεια

Τα Θεοφάνεια ή και Θεοφάνια, είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων).
Το όνομα Θεοφάνεια προκύπτει από τη φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, η οποία συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανείων λέγεται επίσης και Επιφάνια και Φώτα ή Εορτή των Φώτων.
Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, που ήταν 6 μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, και διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκισα».
Το γεγονός αυτό έχουν καταγράψει οι τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Ματθαίος Γ’:13-17 ο Μάρκος Α’:9-11, και ο Λουκάς.Γ΄:21,22
. Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας.
Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει ότι κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.
Κατά τον 3ο αιώνα η εορτή φαίνεται κοινότατη σε όλη την Χριστιανική Εκκλησία. Έτσι ενώ ο Gieseler ( Kirchengeschichte I ,376) δέχθηκε ότι πρώτοι οι Βασιλειδιανοί καθιέρωσαν την εορτή των Θεοφανίων ο Neander (Kirchengeschichte I 386) θέτει το ερώτημα: πως από «αιρετικούς» το δέχθηκε η Εκκλησία;
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραδέχεται και περιγράφει την εορτή ως αρχαία πανήγυρης μάλλον στην Αντιόχεια τη Μεγάλη, και ότι από εκεί την παρέλαβαν οι Γνωστικοί Βασιλειδιανοί… Κατά δε τις Αποστολικές Διαταγές (η΄ 38) η εορτή των Επιφανείων «ήγετο δια το εν αυτή ανάδειξιν γεγενήσθαι της του Χριστού θεότητος».
Με τη λήξη του 3ου αιώνα προστέθηκε και άλλη μια έννοια στον εορτασμό αυτό που άρχισε να πανηγυρίζεται και ως ημέρα της «εν σαρκί» φανερώσεως του Κυρίου, τόσο στην Αλεξάνδρεια κατά τον Κασσιανό, όσο και στην Κύπρο κατά Επιφάνιο. Από την εποχή αυτή, λοιπόν, είναι το πιθανότερο ότι ξεκινά και ο εορτασμός των Χριστουγέννων.
Κατά τον 4ο αιώνα η εορτή των Θεοφανίων γιορτάζεται πλέον με λαμπρότητα σε όλη την ανατολική Εκκλησία ως εορτή του φωτισμού της ανθρωπότητας δια του Αγίου Βαπτίσματος, απ΄ όπου και το όνομα «Τα Φώτα», εορτή «των Φώτων» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός λόγος 39, Αστερίου Αμάσ. Λόγος εις «εορτών των Καλανδών»).
Στη Δύση τα Θεοφάνεια τα συναντάμε στα μέσα του 4ου αιώνα, αλλά ήδη την εποχή εκείνη υπάρχει στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και άλλη μια εορτή αφιερωμένη στη κατά σάρκα Γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου. Όταν πλέον καθιερώθηκε αυτή η ημερομηνία για τα Χριστούγεννα σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο έγινε και ο διαχωρισμός της εορτής των Φώτων στις 6 Ιανουαρίου, στα μέσα του 6ου αιώνα.

Η Βάπτιση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Οι Χριστιανικές γιορτές είναι γεγονότα, που έχουν σκοπό να καθοδηγήσουν τον άνθρωπο στο μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας και για αυτό είναι λυτρωτικές για τον πιστό. Έτσι ο χρόνος για τον άνθρωπο, που συμμετέχει σε όλες τις γιορτές της Εκκλησίας, μεταφέρει το μήνυμα της εν Χριστώ αναγέννησης, την οποία καμία άλλη κοσμική γιορτή δεν μπορεί να προσφέρει ή να αντικαταστήσει.
Τα Θεοφάνεια ή Θεοφάνια ή γιορτή των Επιφανείων ή Αγίων Φώτων είναι μια από τις δεσποτικές γιορτές του Χριστού μας μέσα στο λειτουργικό πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που γιορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου. Είναι η τρίτη και τελευταία γιορτή του Δωδεκαημέρου (γιορτών των Χριστουγέννων). Η γιορτή αυτή είναι η αρχαιότερη μετά το Πάσχα δεσποτική γιορτή, που άρχισε κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. και συνδέεται με την αποκάλυψη του Θεού, δηλαδή τη φανέρωση του ενός Τριαδικού Θεού στην ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Είναι η αρχή της δημόσιας φανέρωσης της ένσαρκης οικονομίας του Υιού του Θεού, που συνδέεται με τη βάπτιση Tου στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και η οποία τον ανέδειξε Σωτήρα και Λυτρωτή του κάθε πιστού. Η βάπτιση του Χριστού μας κατέστη ο θεμέλιος λίθος της σύνδεσης του κάθε πιστού με το μυστήριο της βάπτισής του, με το οποίο ξαναγεννιέται και εισέρχεται στη νέα εν Χριστώ ζωή.
Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η Μητρόπολη των Εορτών, τα Χριστούγεννα, και τα Θεοφάνεια γιορτάζονταν μαζί. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., όμως, τα Χριστούγεννα χωρίστηκαν από τα Θεοφάνεια και αποτέλεσαν ιδιαίτερη Δεσποτική γιορτή, που γιορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου.
Η αρχή της γιορτής είναι ανάλογη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Στις 6 Ιανουαρίου, οι Εθνικοί της Αιγύπτου και Αραβίας γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο, το οποίο κατά τους αρχαίους υπολογισμούς συνέπιπτε με την 6η Ιανουαρίου. Στους ψεύτικους Θεούς των ειδωλολατρών, η Χριστιανική Εκκλησία πρόβαλε τον αληθινό Θεό, Βασιλέα Χριστό, τα αληθινά Θεοφάνεια. Επίσης, τη λατρεία του ήλιου, που νικά κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκοτάδι της νύχτας, αντικατέστησε με τη λατρεία του αληθινού ήλιου, του Χριστού, μεσσία και λυτρωτή, που κατά τον Ησαΐα ανέτειλε στο εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενο κόσμο. Η φωνή του Πατέρα, που ακούγεται κατά τη βάπτιση του Χριστού υποδηλώνει την ενθρόνισή Του, ως του μόνου και αληθινού Βασιλέως και Κυρίου της ανθρωπότητας. Στον Ιορδάνη ποταμό, ο Χριστός αγίασε τα ύδατα, ώστε να γίνουν, σύμφωνα και με τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο σε ομιλία του για τον Μεγάλο αγιασμό στη γιορτή των Θεοφανείων, κατά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό του ύδατος από τον ιερέα …πηγή αφθαρσίας, αγιασμού δώρον, λυτήριo (συγχωρητικό) αμαρτημάτων, αλεξιτήριο (φάρμακο) νοσημάτων, δαίμοσιν ολέθριον (εξολοθρευτικό δαιμόνων). Στους πρώτους μάλιστα Χριστιανικούς αιώνες, την ημέρα των Θεοφανείων γινόταν και ο φωτισμός, δηλαδή το βάπτισμα των κατηχουμένων, από το οποίο η γιορτή των Θεοφανείων ονομάστηκε και γιορτή των Φώτων.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στο ευαγγέλιό του, αναφαίρει τη σχέση της Βάπτισης του Χριστού και του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος μιλά, για το βάπτισμα του ύδατος, το οποίο εκείνος υπηρετούσε σύμφωνα με τη θεία εντολή, και εξηγεί, ότι ο ερχόμενος Χριστός θα το μετέτρεπε σε βάπτισμα Πνεύματος, με το οποίο θα εισέρχονταν οι άνθρωποι στη βασιλεία του Θεού: Ο Ιωάννης μαρτύρησε και είπε, ότι είδε το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν Περιστερά από τον ουρανό και να μένει πάνω Του. Επίσης, είπε, ότι δεν τον γνώριζε, αλλά Εκείνος, που τον έστειλε του είπε, ότι σε όποιον δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει επάνω του, αυτός θα είναι Εκείνος, που θα βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο. Είπε, ακόμη, ότι το είδε αυτό και το μαρτύρησε, ότι δηλαδή αυτός είναι ο Υιός του Θεού (Ιωάνν.: Α: 32-34). Αυτό, ακριβώς διαβεβαίωσε, και ο ίδιος ο Κύριος, όταν είπε στον Νικόδημο, Αμήν, αμήν σου λέγω, εάν κάποιος δεν γεννηθεί εξ ύδατος και πνεύματος δεν είναι δυνατόν να εισέλθει εις την βασιλεία του Θεού (Ιωάνν.: Γ: 4-6). Η κάθοδος, λοιπόν, του Αγίου Πνεύματος στη βάπτιση του Χριστού φανέρωσε το μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο επιτελεί ο Χριστός με το Άγιο Πνεύμα. Είναι το βάπτισμα, το οποίο παρέδωσε ο Χριστός στους μαθητές Του σαν βασικό στοιχείο της αποστολικής διακονίας τους στον κόσμο.
Στους δύο συνοπτικούς Ευαγγελιστές, τους Ματθαίο και Μάρκο, τονίζεται η αναγκαιότητα του μυστηρίου του βαπτίσματος, ως μέσο συμμετοχής των ανθρώπων στη σωτηρία, που προσφέρει ο Χριστός. Αυτό φαίνεται, στην εντολή του Αναστημένου Κυρίου στους μαθητές Του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο και να βαπτίσουν τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Πορευθείτε λοιπόν, μαθητεύσατε όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα σας παράγγειλα ( Ματθ΄: ΚΗ: 19-20). Το ίδιο ακριβώς αναφέρει και ο Μάρκος με συντομότερο τρόπο. Πορευθείτε σε όλον τον κόσμο και κηρύξτε το Ευαγγέλιο σε ολόκληρη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί (Μάρκ.: ΙΣΤ: 15-16).
Έτσι, το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή είναι η αφετηρία της επανασύνδεσής μας με το δημιουργό μας, που είναι και ο αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας μας. Το βάπτισμα του Προδρόμου ήταν βάπτισμα μετανοίας, που υποδήλωνε την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό και την υπακοή του στο θείο θέλημα. Ήταν ένα είδος προπαρασκευής και προετοιμασίας, που απέβλεπε στη μεσολάβηση του Θεού μέσω του Μεσσία, δηλαδή στη δικαίωση των ανθρώπων και στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Χριστού προς τον Βαπτιστή Ιωάννη (Ματθ. Γ: 14-17). Όταν ο Χριστός προσήλθε στο βάπτισμα του Ιωάννη, σαν άνθρωπος αποδέχτηκε το θείο θέλημα εκ μέρους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και τότε η μαρτυρία του ουράνιου Πατέρα, που τον αναγνώρισε σαν τον Υιό Του τον αγαπητό και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος σωματικά εν είδη περιστεράς σήμανε την αποδοχή του Χριστού από τον Πατέρα ως τον Μεσσία, που θα φέρει τη βασιλεία του Θεού στους ανθρώπους. Στον Εσπερινό της παραμονής των Θεοφανείων, ακούγεται το Λύτρωση έρχεται ο Χριστός να δώσει με τη βάπτιση σε όλους τους πιστούς. Γιατί με αυτήν καθαρίζει τον Αδάμ, υψώνει τον πεσμένο, ντροπιάζει τον τύραννο, που προκάλεσε την πτώση, ανοίγει τους ουρανούς, κατεβάζει το θείο Πνεύμα, και χαρίζει την αφθαρσία (Ωδή 8η). Ακόμη, σήμερα στα ρείθρα του Ιορδάνη ήρθε ο Κύριος, και λέει στον Ιωάννη: Μη δειλιάσεις να με βαπτίσεις, γιατί ήρθα να σώσω τον Αδάμ τον πρωτόπλαστο (Οίκος). Τέλος, ως άνθρωπος ήρθες Χριστέ Βασιλεύ στον ποταμό, και δουλικό βάπτισμα σπεύδεις να λάβεις από τα χέρια του Προδρόμου, για τις δικές μας αμαρτίες, φιλάνθρωπε! (Σωφρονίου Ιεροσολύμων). Ο απόστολος Παύλος αναφαίρεται, επίσης, στην επιφάνεια της δόξης του μεγάλου Θεού (Τίτ.: Β: 13), και τονίζει ότι, διά του Χριστού, επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις (Τίτ.: Β: 11). Δεν παραλείπει, ακόμη, να μιλήσει για τον Θεό, που εφανερώθη εν σαρκί (Α´ Τιμοθ.: Γ: 16). Αναμφίβολα, τόσο οι φράσεις του Αποστόλου των Εθνών, όσο και η εκκλησιαστική υμνωδία εισαγάγουν τους πιστούς στο μυστήριο της σωτηρίας και του αγιασμού. Η γιορτή των Θεοφανείων είναι προσκλητήριο ανανέωσης και επιστροφής στον Κύριο της δόξης, ο οποίος αν και ήταν Θεός ταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε άνθρωπος, αναμάρτητος, συγχωρητικός και ελεήμων, η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Το βαθύτερο νόημα της γιορτής των Θεοφανείων, όμως, φανερώνεται σε εκείνους, που θα καθαρίσουν με τον αγιασμό τις αισθήσεις τους από το σκοτάδι της αμαρτωλής καθημερινότητας, για να ελευθερωθούν και σωθούν.

Δρ. Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού

Πηγή: εδώ

ΑΝΤΛΗΣΩΜΕΝ ΥΔΩΡ ΜΕΤ’ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ. ΟΥ ΓΑΡ ΕΣΤΙ ΤΟ ΚΑΚΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΝ

Ο αγιασμός του κόσμου και των ανθρωπίνων υπάρξεων που έγινε στον Ιορδάνη ποταμό την στιγμή που βαπτίστηκε ο Χριστός, αποτελεί για μας μία ακόμη πνευματική ευκαιρία να θυμηθούμε το νόημα και τον σκοπό της ζωής μας. Άλλωστε, όλες οι εορτές της πίστης μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υπενθύμιση και η προτροπή για βίωση του κόσμου του Τριαδικού Θεού, όπως αυτός φανερώθηκε χάρις στο Χριστό. Και αυτός ο κόσμος δεν μένει μόνο στο παρελθόν. Γίνεται παρόν και μέλλον την ίδια στιγμή στη λειτουργική παράδοση της πίστης μας. Κάθε φορά που τελούμε την θεία λειτουργία, με την ευκαιρία της οποιασδήποτε εορτής, κάθε φορά που τελούμε τις ιερές ακολουθίες, βλέπουμε και βιώνουμε αυτή την ταυτόχρονη χρονικά παρουσία του Χριστού: εκείνον που είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος».
Η Εκκλησία μας καλεί να ευχαριστήσουμε και να δοξολογήσουμε «το μέγεθος της περί ημάς οικονομίας του Θεού» (Ιδιόμελο εις την προσκύνησιν του Μεγάλου Αγιασμού της εορτής των Θεοφανείων). Σε όλη μας τη ζωή καλούμαστε να παλέψουμε με το κακό. Η ελευθερία μας μάς οδηγεί στη δυνατότητα της ζωής με το Θεό και της ζωής μακριά από το Θεό. Το κακό φαντάζει πανίσχυρο, διότι χτυπά με τη δύναμη της επιθυμίας για εξουσία, για ηδονή, για αυτορρύθμιση της ζωής. Φαντάζει πανίσχυρο διότι έχει την δυνατότητα να πείθει τον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει προσωποποιημένο, αλλά έχει επιβληθεί από το θέλημα ενός αόρατου και ανύπαρκτου Θεού, ότι είναι κατασκευασμένο από τις θρησκείες, οι οποίες δεν στηρίζονται στην λογική, την επιστήμη, τις αισθήσεις, αλλά στο ανορθολογικό της μεταφυσικής, που δεν μπορεί να αποδειχθεί με τη γνώση και τα βήματα της ανθρώπινης λογικής. Φαντάζει πανίσχυρο διότι έχει απο-ενοχοποιηθεί μέσα στις συνθήκες θρησκευτικού αποχρωματισμού της κοινωνίας και του κόσμου, ενώ η πάλη εναντίον του έχει πάψει να θεωρείται προτεραιότητα στη ζωή μας, διότι κοινωνικά ορίζεται από τους νόμους (ασχέτως αν αυτοί δεν τηρούνται), ενώ ψυχολογικά η έννοια της αμαρτίας, που συνοδεύει το κακό, δεν υφίσταται, αλλά έχει υποκατασταθεί από το δικαίωμα του ανθρώπου να χαρεί τη ζωή του.
Ποια είναι λοιπόν η επικαιρότητα του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας τόσο για τους εαυτούς μας όσο και για τον κόσμο μας;
Όσο και να θέλουμε να υπερβούμε το ερώτημα του κακού, αυτό δεν παύει να μας τυραννά. Είτε με την μορφή του θανάτου, είτε με την μορφή της αδικίας, είτε με την μορφή της θλίψης και της δοκιμασίας, είτε με την ύπαρξη κοινωνικών και άλλων προβλημάτων, το κακό φανερώνει την δύναμή του και επηρεάζει τις ζωές μας. Μπορεί ο κόσμος να πιστεύει ότι δεν εξαρτάται από τον καθένα μας η αντιμετώπισή του, διότι είμαστε μικροί ως προς τη δύναμη, ωστόσο τις συνέπειές του τις ζούμε. Εξάλλου, παρά το συλλογικό όραμα ότι οι κοινωνίες, εάν πορευθούν με ορθολογική συνέπεια και με βάση το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους και στηριχθούν στους νόμους, τότε θα μπορέσουν να ανακουφιστούν από τις επιδράσεις του, το πρόβλημα έχει διαστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται με απλουστεύσεις. Παράλληλα, μπορεί η επιστήμη να βοήθησε και να βοηθά ώστε ο χρόνος και η ποιότητα της ζωής μας να μην δυναστεύονται ολοκληρωτικά από τις δοκιμασίες, ωστόσο όλα λειτουργούν ανασταλτικά, χωρίς να διαγράφουν το κακό από τη ζωή μας.
«Ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται». Η πατερική θέση για το θάνατο αποτελεί μία, ίσως, την μοναδική, ρεαλιστική πρόταση που δεν ερμηνεύει απλώς, αλλά ανακουφίζει από τις συνέπειες του κακού. Η αθανασία του, μαζί με τον άνθρωπο, δεν θα επέτρεπε ουσιαστικά την πρόοδό μας, ούτε την υλική ούτε την πνευματική, καθότι ο άνθρωπος θα ήταν συνεχώς δέσμιος των επιλογών που το κακό θα τον οδηγούσε και θα συγκρούονταν και με τους άλλους που θα ήταν εξίσου δέσμιοι τέτοιων επιλογών. Όμως το μυστήριο της θείας οικονομίας δίνει και την ανατροπή, τον τρόπο της νίκης κατά του κακού. Ο Χριστός «γενόμενος άνθρωπος την ημών κάθαρσιν καθαίρεται εν Ιορδάνη, ο μόνος καθαρός και ακήρατος, αγιάζων εμέ και τα ύδατα, και τας κεφαλάς των δρακόντων, συντρίβων επί του ύδατος». Είναι καθαρός και ακήρατος ο Χριστός. Γι’ αυτό και μπορεί να μας αγιάσει, να μας δώσει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να συντρίψουμε μαζί του τις κεφαλές των δρακόντων, των αμαρτιών, του προσωποποιημένου στον διάβολο και τους δαίμονες κακού, αλλά και σ’ αυτό που τυραννά τις υπάρξεις μας.
Ο αγιασμός έρχεται με το βάπτισμά μας, δηλαδή με την μετοχή μας στο σταυρό, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού, όταν δηλαδή εισερχόμεθα στην Εκκλησία, συνειδητοποιώντας ότι έχουμε συνεχώς έναν παλαιό άνθρωπο τον οποίο καλούμαστε να απεκδυθούμε και να ενδυθούμε ταυτόχρονα τον νέο, τόσο οντολογικά, όσο και ηθικά. Με την πίστη στο Χριστό, την εμπιστοσύνη στη σχέση μαζί Του, την αγάπη προς Αυτόν που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας, αλλά και την προσπάθεια για βίωση του ήθους της πίστης και της αιωνιότητας, την σταύρωση των παθών μας, δηλαδή την συναίσθηση ότι δεν είναι αυτά που έχουν αξία και προτεραιότητα στη ζωή μας, ότι δε μας δίνουν αληθινή ευτυχία, παρά μόνο μας κάνουν να δικαιολογούμαστε για την άρνησή μας να δούμε το κακό, την επίδρασή του επάνω μας και την αδυναμία μας να παλέψουμε εναντίον του. Ο πνευματικός αγώνας αποτελεί μία συνεχή πάλη εναντίον της πτώσης, μία ανανέωση της απόφασής μας να σταυρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο, να καθαριστούμε και να αναστηθούμε, «συνταφέντες δια του βαπτίσματος». Και αυτή η απόφαση βρίσκει αρωγό το Χριστό και τους αδελφούς μας στη ζωή και στα μυστήρια της Εκκλησίας, όπου συνεχώς αναβαπτιζόμαστε και βιώνουμε τον Χριστό ως Αυτόν που είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος».
Καθαριζόμαστε, γιατί το κακό είναι ανίσχυρο μπροστά στον Θεάνθρωπο, αλλά και σε όσους επιζητούν την κοινωνία μαζί Του. Και είναι το νερό του Ιορδάνη, της κολυμβήθρας, αλλά και του αγιασμού το απτό εκείνο σημείο που μας δείχνει τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας επιδίδεται αοράτως, μας γεμίζει χαρά, φως, ζωή και μας κάνει να αισθανόμαστε ότι το κακό, με όποια μορφή και αν παρακάθεται στον κόσμο και στη δική μας πραγματικότητα δεν μπορεί να μας νικήσει.
Είμαστε μικροί και αδύναμοι, για τον κόσμο αριθμοί και όχι πρόσωπα. Άλλοι κυβερνούν τις ζωές μας και μας υπαγορεύουν πώς θα πορευθούμε, προσθέτουν και αφαιρούν από χρήματα έως αξιοπρέπεια και παράλληλα διδάσκουν και με τα λόγια και με τα έργα τους ότι το νόημα της ζωής είναι στο εδώ. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει αμαρτία, αλλά παρανομία, κρίση, πρόσκαιρο. Μόνο αυτοί και όσοι τους υπηρετούν ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν πώς μπορούμε να ζήσουμε. Και έχουν στα χέρια τους έναν τεράστιο σε μέγεθος μηχανισμό με τον οποίο μας υποβάλουν σε μία καθημερινή πλύση εγκεφάλου ότι υπηρετούν την αλήθεια. Η εορτή των Θεοφανείων όμως πρέπει να μας κάνει χαρούμενους που έχουμε τον τρόπο να μην υποταχτούμε στο εφήμερο και στο κακό που απειλεί να μας συντρίψει όχι μόνο νυν αλλά και αεί. Είναι ο δρόμος του αγιασμού μέσα από τη σχέση με το Χριστό, δια της οποίας φανερώνεται ο Τριαδικός Θεός. Είναι η ζωή της Εκκλησίας που μας κάνει ανοιχτούς τόσο στην προσωπική μας κάθαρση, αλλά και στη συνάντηση με τους άλλους που δεν μπορούμε παρά να αγαπούμε και να επιθυμούμε τον συν-αγιασμό τους. Είναι η βεβαιότητα ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Το κακό συνετρίβη. Απομένει στον καθέναν μας να οικειοποιηθεί Αυτόν που το συνέτριψε.
Τη στιγμή λοιπόν που θα αντλήσουμε το ύδωρ του αγιασμού, ας το κάνουμε μετ’ ευφροσύνης, γνωρίζοντας ότι κάνουμε την ίδια κίνηση χαράς, εμπιστοσύνης, αποδοχής, κάθαρσης που έκαναν πριν από εμάς οι άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και αυτή που θα κάνουν όσοι έρθουν μετά από εμάς. Και ο μόνος καθαρός και ακήρατος είναι δίπλα μας. Δεν θα μας αφήσει έρμαια του κακού, αρκεί εμείς να μην το φοβόμαστε. Δεν είναι άλλωστε αθάνατο. Εμείς είμαστε κοντά στο Χριστό.

Ο Αγιασμός των υδάτων

Η άκτιστη θεία ενέργεια αγιάζει ολόκληρη τη δη­μιουργία και μεταδίδει στον κόσμο ευλογία. Ακόμη και με τα υλικά στοιχεία, όπως με τα νερά ποταμών, δοξάζε­ται το όνομα τού Θεού. Αυτό βλέπουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νεεμάν, αρχιστράτηγου της Συρίας.
Ο Νεεμάν, που υπέφερε από λέπρα, εφοδιασμένος με συστατικά γράμματα τού βασιλιά της Συρίας, πήγε στον βασιλιά του Ισραήλ και από εκεί ξεκίνησε να συναντή­σει τον προφήτη Ελισαίο. Ο προφήτης τον ειδοποίησε πως πρέπει να μεταβεί στον Ιορδάνη ποταμό και να λου­σθεί εκεί επτά φορές, για να καθαρισθεί το σώμα του από τη λέπρα. Τότε ο Νεεμάν οργίστηκε και είπε:
«- Εγώ ενόμισα ότι θα εξέλθη εις συνάντησίν μου, θα επικαλεσθή το όνομα του Θεού του, θα επιθέση το χέρι του εις το άρρωστον σώμα μου και θα θεραπεύση την λέπραν μου. Μήπως δεν είναι oι ποταμοί της Δαμάσκου, ο Αβανά και ο Φαρφάρ, καλλίτεροι από όλους τους ποτα­μούς του ισραηλιτικού βασιλείου; Διατί λοιπόν να μην υπάγω να λουσθώ εις αυτούς, δια να καθαρισθώ;

Αυτά είπεν, ήλλαξε δρόμον και πλήρης θυμού ανεχώρησε. Τότε τον επλησίασαν οι υπηρέται του και του είπον:
– Μήπως σου εζήτησεν ο προφήτης κανένα δύσκολον έργον, το οποίον να μην ημπορής να το κάμης; Σου είπεν απλώς να λουσθής και θα καθαρισθής.
Τότε ο Νεεμάν υπεχώρησεν. Ελούσθη εις τα νερά του Ιορδανού επτά φοράς, συμφώνως προς τους λόγους του Ελισαίου, και αίφνης αποκατεστάθη η σαρξ του και έγινεν όπως η σαρξ του μικρού παιδιού και εκαθαρίσθη.
Τότε επέστρεψεν εις τον Ελισαίον μαζί με ολόκληρον την συνοδείαν του και του είπε:
– Ιδού εγνώρισα ότι εις όλην την γην δεν υπάρχει άλλος Θεός, ει μη μόνον αυτός, ο οποίος υπάρχει εις τον Ισραήλ» (Δ’ Βασιλ. ε’ 10-16).
Ο Νεεμάν ομολογεί πως θεραπεύθηκε από τον Θεό του Ισραήλ όχι με μαγικό τρόπο, με μόνο το νερό του Ιορδανού. Τα νερά του πόταμου αυτού δεν διέφεραν ου­σιαστικά από τα νερά των άλλων ποταμών. Εκείνο που τα διαφοροποιούσε ήταν η παρουσία της χάρης του Θεού (πρβλ. Λουκ. δ’27).
Την ίδια ιαματική δύναμη της χάρης του Θεού βλέ­πουμε και στα νερά της κολυμθήθρας της Βηθεσδά. Όταν εταράσσοντο από τον άγγελο του Κυρίου, «εκείνος που εισήρχετο πρώτος, μετά την ταραχή του νερού, εθεραπεύετο, από οποιοδήποτε νόσημα κι αν υπέφερε» (Ιω. ε’4, πρβλ. θ’ 9).
Με τη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη αγιάσθηκε η «φύσις των υδάτων», όπως λέγει ο ύμνος της Εκ­κλησίας μας:
«Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις και ρήγνυται ο Ιορδάνης και των ιδίων ναμάτων επέχει το ρεύμα, Δεσπότην ορών ρυπτόμενον».
Ολόκληρη η δημιουργία γιορτάζει αυτή την ελευθε­ρία άπό τη δουλεία της φθοράς, όχι μόνο ο Ιορδάνης πο­ταμός:
«Ιορδάνη ποταμέ, ευφροσύνης πληρώθητι, γη και θάλασσα, οι βουνοί και τα όρη, και ανθρώπων καρδίαι, νυν σκιρτήσατε, φως εισδεχόμενοι».
Ο Χριστός δέχεται στην αγκαλιά του τα νερά και όλα τα στοιχεία της φύσης και τα αγιάζει. Όπως δέχεται ο­λόκληρη τη δημιουργία επάνω στο σταυρό, και με το αίμα Του την ελευθερώνει από τα δεσμά του διαβόλου.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το νερό του αγιασμού. Με το Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία, αγιάζεται το νερό· δεν ανήκει πλέον στον κόσμο της πτώσης και της φθοράς. Στην ουσία του είναι βέβαια νε­ρό, όπως και στο γεύση του, και δεν διαφέρει καθόλου από τα άλλα νερά. Όμως το γεγονός ότι ήλθε σε σχέση με το Σώμα του Χριστού και προσελήφθη από την Εκ­κλησία, το μεταβάλλει σε «πνευματικόν ποτόν», που ανα­βλύζει από την «πνευματικήν πέτραν», η οποία είναι ο Χριστός (Α’ Κορ. Γ 4)· το καθιστά πηγή ευλογίας και χάρης (Έξοδ. ιε’ 25). Γι’ αυτό και η ευχή της Εκκλη­σίας αναφέρει:
«Κύριε, Συ όστις κατεδέχθης να βαπτισθής εις τον Ιορδάνην και να αγιάσης μ’ αυτόν τον τρόπον τα νερά, κλίνε το αυτί Σου και άκουσέ μας. Και ευλόγησε όλους ημάς, που με το σκύψιμον της κεφαλής μας δεικνύομε το ‘σχήμα του δούλου’.  Αξίωσέ μας να γεμίσωμεν από την αγιαστικήν Σου χάριν, πίνοντες ολίγον από αυτό το νερό και να ραντισθώμεν με αυτό. Είθε να αποβή εις υγείαν και της ψυχής και του σώματος μας. Διότι Συ είσαι εκείνος όστις αγιάζει τας ψυχάς και τα σώματα μας και δι’ αυτό την δοξολογίαν μας, την ευγνωμοσύνην μας και την προσκύνησίν μας αναπέμπομεν εις Σε, και τον άναρχον Πατέρα Σου και το Πανάγιον και Αγαθόν και Ζωοποιόν Σου Πνεύμα και τώρα και πάντοτε και εις τους αίώνας των αιώνων, αμήν».
Κλείνοντες το κεφάλαιο αυτό παρατηρούμε πως ολό­κληρη η δημιουργία του Θεού είναι καλή. Το κακό δεν βρίσκεται στη φύση του άνθρωπου ή και του κόσμου του Θεού. Ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα Θεού», όχι μόνο κατά την ψυχή, αλλά και κατά το σώμα. Η αμαρτία είναι αποτέλεσμα της προαίρεσης του ανθρώπου και όχι της φύσης του.
Με την πτώση του άνθρωπου συμπαρεσύρθη και ολόκληρη η κτίση στη δουλεία της φθοράς. Όμως ο Θεός στο πρόσωπο του ένσαρκου Λόγου Του εισήλθε στην πραγματικότητα του κόσμου και τον ανακαίνισε. Με το θάνατο, την ανάσταση και την ανάληψη Του οδήγησε τον άνθρωπο που προσέλαβε στη ζωή της αφθαρσίας και της αθανασίας, τον ανύψωσε μέχρι το ύψος της δόξης του Θεού Πατρός.
Αυτή η δόξα, που κατά τη δευτέρα παρουσία του Κυ­ρίου θα γίνει δικό μας κτήμα, προεικονίζεται στη ζωή της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα στη ζωή των αγίων. Τα σώματα των αγίων, τα ιερά λείψανα, περιβάλλονται με την αγιαστική χάρη του Θεού και γίνονται πηγή αυτής της χάρης και της θείας ευλογίας. Αποτελούν πρόγευση και προεικόνιση της μεταμόρφωσης του άνθρωπου και ολόκληρης της κτίσης, εικόνα της άρρητου δόξας του Θεού.
Η ίδια χάρη περιβάλλει και τα υλικά αντικείμενα, με τα οποία έρχεται σε σχέση ο Θεός και γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις μας σαν φως, σαν θερμότητα ή και με διάφορες θαυμαστές ενέργειες που αποτελούν για τον άν­θρωπο ευλογία.
Η παρουσία της χάρης και της δόξας του Θεού στον άνθρωπο και στην υλική δημιουργία προεικονίζει την ε­λευθερία ολόκληρης της κτίσης από τη δουλεία της φθο­ράς και εγγυάται για τη βεβαιότητα της ελπίδας μας για ζωή και για αφθαρσία.
Στη θεία λατρεία της Εκκλησίας μας εκφράζεται αυτή η ελπίδα με τη συμμετοχή της υλικής δημιουργίας στον αίνο και στη δοξολογία του Θεού. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί λατρεύουν τον Θεό όχι μόνοι τους, αλλά μαζί με όλη την υλική κτίση και διαδηλώνουν με τρόπο ανε­πανάληπτο την πίστη τους στη μεταμόρφωση ολόκληρου του κόσμου.

π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...