Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2017

Τα Άγια Θεοφάνεια



vaptisis5ορτή μεγάλη σήμερα, ἀγαπητοί μου, γιά ὅλους τους ὀρθοδόξους λαούς. Ἰδιαιτέρως τήν ἑορτάζει ἤ Ἑλλάς, χώρα ναυτική. Οἱ ναυτικοί μας, ὅπου καί νά πλέουν, εἴτε στόν Ἀτλαντικό εἴτε στόν Εἰρηνικό ὠκεανό, τήν τιμοῦν χαρμοσύνως. Σήμερα ἁγιάζονται τά νερά καί οἱ θάλασσες μέ τόν Τίμιο Σταυρό. Ἡ ἑορτή τῶν Φώτων εἶναι τό τέλος μίας ἐκκλησιαστικῆς περιόδου πού ὀνομάζεται Δωδεκαήμερο. Τελειώνει σήμερα τό Δωδεκαήμερο, πού ἄρχισε μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Νά μιλήσουμε γιά τήν ἑορτή τῶν Φώτων; Μικρή ἤ διάνοιά μας, ἀσθενής ἤ γλώσσα μας, καί τό μυστήριο πού ἀποκαλύπτεται σήμερα μέ τή βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπέραντο ὅπως ὁ ὠκεανός. Μᾶλλον πρέπει νά σιωπήσουμε. Ἄλλα γιά νά μή μείνη ὁ ἄμβωνας ἄφωνος τέτοια μέρα, τολμῶ, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάτι νά πῶ. Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός παρουσιάστηκε στή γῆ ὡς ἄνθρωπος ὑπό τίς πλέον ταπεινές συνθῆκες, ἦλθε ὡς νήπιο, γεννήθηκε ἀπό πάμπτωχη κόρη σέ μία κωμόπολη τῆς Ἰουδαίας μέσα σέ ἕνα σπήλαιο.
Ποιος, βλέποντας τό βρέφος ἐκεῖνο, ἦταν δυνατόν νά φανταστῆ, ὅτι κάτω ἀπό αὐτό τό σχῆμα κρυβόταν ἤ Θεότης; Μετά ἀπό ὀκτώ ἥμερες δέχθηκε τήν περιτομή καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἰησοῦς Χριστός, «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα». Δώδεκα ἐτῶν τόν βλέπουμε πάλι στό ναό τοῦ Σολομῶντος, ὅπου κατέπληξε τούς σοφούς πρεσβυτέρους μέ τίς ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις του. Μετά, γιά τό διάστημα ἀπό δώδεκα ἐτῶν ἕως τριάντα, ὁρισμένοι λένε πολλά φανταστικά, ἄσχετα ὅμως μέ τό Εὐαγγέλιο. Ἀλλά ἕνα εἶναι τό βέβαιο, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔζησε ἀφανής.
Ὡραία εἶναι ἤ ἀφάνεια! Ποῦ ἦταν; Ἔμενε καί ἐργαζόταν στή Ναζαρέτ ὡς ξυλουργός. Κρατοῦσε σκεπάρνια, πριόνια, σφυριά καί καρφιά. Εἶναι ὅ πρῶτος ἐργάτης! Τίμησε τήν ἐργασία ἐκεῖ στό ἐργαστήριο τοῦ νομιζομένου πατρός του. Ἔτσι ἔμεινε ἄγνωστος. Ποιός φανταζόταν, ὅτι αὐτός ὁ ξυλουργός εἶναι ὁ προφητευμένος ἀπό αἰώνων «υἱός ἀνθρώπου»; Ἀλλά ἦρθε ἤ ὥρα νά ἐμφανιστεῖ. Καί τότε παρουσιάστηκε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Κήρυττε μετάνοια καί εἵλκυε κόσμο πολύ. Ὅλοι ἔσπευδαν στά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδανοῦ, μετανοοῦσαν καί βαπτίζονταν.
Μέσα στό πλῆθος ἦρθε καί ὁ Χριστός. Ἦταν ἀπέριττος, χωρίς κάποιο ἐξωτερικό διακριτικό, δέν φοροῦσε διάδημα. Ὁ Ἰωάννης ὅμως διέκρινε, ὅτι κάτω ἀπό τό φτωχικό του παρουσιαστικό ὑπῆρχε ἤ Θεότης. Τόν ἀντιλήφθηκε, γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἦταν ἐκεῖ. Ὁ Χριστός τοῦ λέει Βάπτισε μέ. Ὁ Ἰωάννης τοῦ ἁπαντά. Δέν εἶμαι ἄξιος, ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτισθῶ ἀπό σ’ ἕνα. Ὁ Χριστός ἐπιμένει καί στό τέλος ὁ Ἰωάννης πειθαρχεῖ. Κι ὅταν τόν βάπτισε, τότε ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί, εἶδε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο σάν περιστερά λευκή νά κατεβαίνει ἐπάνω στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ μας, καί ἀκούστηκε ἤ φωνή τοῦ οὐρανίου Πατρός νά μαρτυρεῖ γιά αὐτόν. Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε τό Μέγα Μυστήριο.
Ἕνας ἀσεβέστατος «λογοτέχνης» τόλμησε νά διακωμώδηση τό μυστήριο αὐτό. Μά τί θά πῆ «λογοτέχνης»; Ἄν βρίσει κάποιος τόν πατέρα σου, θά τό δεχτῆς ἐπειδή εἶναι λογοτέχνης; Ὁ ἕνας βρίζει χυδαίως καί ὁ ἄλλος βρίζει λογοτεχνικῶς. Τί σημασία ἔχει; εἴτε σέ χυδαία γλώσσα εἴτε σέ λογοτεχνική, ὕβρις εἶναι. Τό ὕβρισαν λοιπόν οἱ ἄπιστοι τό μυστήριο. Τούς φαίνεται σκάνδαλο. Ἐμεῖς τό βλέπουμε διαφορετικά. Ὑπάρχει μία λέξη τοῦ εὐαγγελίου πολύ χαρακτηριστική. Τί λέει; Στόν Ἰορδάνη ἔμπαιναν γυμνοί στό νερό καί, ὅπως ἦταν, ἐξομολογοῦνταν τίς ἁμαρτίες τους. Καί ἄλλοι μέν ἔμεναν περισσότερο, ἄλλοι λιγότερο, ἀναλόγως τῶν ἁμαρτημάτων ποῦ εἶχαν νά ποῦν. Ὅλοι πάντως ἔμεναν ἕνα διάστημα βυθισμένοι. Ἕνας μόνο δέν ἔμεινε καθόλου, ὁ «Χριστός».
Τό λέει τό εὐαγγέλιο. «Καί βαπτισθεῖς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβει εὐθύς ἀπό τοῦ ὕδατος». Εἴδατε μία λέξη τί σημασία ἔχει; «Εὐθύς», λέει. Μόλις μπῆκε, βγῆκε. Γιατί; Διότι δέν εἶχε τί νά πῆ, δέν εἶχε ἁμαρτήματα! Τό «εὐθύς» εἶναι μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ Κύριος ἦταν λευκός ὄχι μόνο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀλλά καί ἀπό προσωπικά ἁμαρτήματα. Ἦταν ὁ μόνος ποῦ ἀπηύθυνε ἐκεῖνο τό ἀναπάντητο ἐρώτημα. «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μέ περί ἁμαρτίας;». Ἀλλά ἀφοῦ εἶναι ἀναμάρτητος, τότε γιατί βαπτίσθηκε; Ἤ βάπτισις τοῦ Χρίστου ἔχει πολλούς λόγους. Βαπτίσθηκε, γιά νά ἀκουσθῆ ἡ μαρτυρία τοῦ Πατρός, νά φανῆ ἤ συμφωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά βεβαιωθεῖ ἔτσι ἤ Θεότης τοῦ Υἱοῦ. Βαπτίσθηκε, γιά νά φανερωθῆ τό Μέγα μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Βαπτίσθηκε, γιά νά ἁγιάσει τά ὕδατα. Βαπτίσθηκε ἀκόμα, γιά νά εἶναι τό βάπτισμα τοῦ ὑπόδειγμα σέ ἐμᾶς, ἄν βαπτίσθηκε ἐκεῖνος πού δέν εἶχε ἀνάγκη βαπτίσεως, πολύ περισσότερο ἔχουμε ἐμεῖς ἀνάγκη νά βαπτισθοῦμε. Στό βάπτισμα γίνεται μυστήριο. Ποιός ὅμως τό νιώθει; Γελοῦν τώρα ὅλοι οἱ καλεσμένοι τήν ὥρα πού τελεῖτε τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ὅλοι μας θεομπαῖχτες καταντήσαμε... Ἀλλά καί στό βαπτιζόμενο, λόγω τῆς ἡλικίας, δέν ὑπάρχει συνείδησις τοῦ μυστηρίου.
Τό μυστήριο θέλει πίστη «ὁμολογῶ ἐν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Ἄν πιστεύαμε, ἄν εἴχαμε μάτια ἀγγέλων, θά βλέπαμε ὅτι ἤ ψυχή ἐκείνου ποῦ βαπτίζεται, προτοῦ νά μπῆ στήν κολυμβήθρα εἶναι μαύρη σάν τά φτερά τοῦ κόρακα, ἀλλά ὅταν βγαίνει ἀπό τήν κολυμβήθρα, μετά τήν τρίτη κατάδυση «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» αὐτή εἶναι ἀγαπητοί μου ἤ πίστη μας, βγαίνει πιό λευκή καί ἀπό τό χιόνι πού καλύπτει τώρα τά βουνά τῆς πατρίδος μας. Γιά αὐτό βλέπεις, τό παιδί πού βαπτίζεται εἶναι ὑποχρεωτικό νά τό ντύνουν στά λευκά, σύμβολο ὅτι καθαρίστηκε. Σάν νά λέει. Πλύνε μέ, Κύριε, «καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».
Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα. Μετά τό βάπτισμα τί γίνεται; Ὅλοι λερώνουμε τό χιτώνα τοῦ βαπτίσματος, δέν τόν κρατοῦμε καθαρό καί ἀμόλυντο, ὅπως λέει σήμερα ἤ Ἐκκλησία «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἔβαπτισθητε, Χριστόν ἔνεδυσασθε». Καί τό ἐρώτημα, πού συγκλόνισε ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία εἶναι. Τά ἁμαρτήματα πρίν ἀπό τό βάπτισμα, εἴτε κληρονομικά εἴτε προσωπικά, συγχωροῦνται. Μετά τό βάπτισμα συγχωροῦνται; Διχάστηκαν στήν πρώτη Ἐκκλησία. Ἄλλοι εἶπαν, ὅτι δέν συγχωροῦνται. Ἀλλά ἤ Ἐκκλησία εἶπε ὅτι, κατά τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, συγχωροῦνται. Πῶς συγχωροῦνται; Ἔχει ἤ Ἐκκλησία ἕνα ἄλλο μυστήριο, πού εἶναι ἕνα δεύτερο βάπτισμα.
Βαπτισθήκαμε στήν κολυμβήθρα, πρέπει νά βαπτισθοῦμε καί σ’ αὐτό. Ὅπως αὐτός πού δέν βαπτίζεται δέν θεωρεῖται Χριστιανός, ἔτσι καί αὐτός πού ἁμάρτησε δέν συγχωρεῖται ἄν δέν πέραση ἀπό αὐτό. Ποιό εἶναι τό δεύτερο βάπτισμα; Εἶναι ἤ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγησης. Πολλά ἄχρηστα δάκρυα χύνουν οἱ ἄνθρωποι. Ἕνα δάκρυ ἔχει ἀξία. Δῶστε μου ἕνα τέτοιο δάκρυ! εἶναι τό δάκρυ γιά τίς ἁμαρτίες, τό δάκρυ τῆς μετανοίας. Αὐτό γίνεται Ἰορδάνης ποταμός, δεύτερο βάπτισμα.
Ποῦ τελεῖται; Τελεῖτε Στήν Ἐκκλησία ὅταν πᾶς στόν πνευματικό πατέρα καί ὁμολογήσεις εἰλικρινά τά ἁμαρτήματά σου, ἐκεῖνα πού δέν ξέρει οὔτε ἤ γυναίκα σου οὔτε ὁ εἰσαγγελέας οὔτε ὅ κόσμος (ποῦ μπορεῖ νά σέ θεωρεῖ καλό καί ἔντιμο ἄνθρωπο, ἀλλά ἤ συνείδηση βοᾶ μέσα σου). Σπεῦσε λοιπόν σ’ αὐτό τό δεύτερο βάπτισμα σᾶς τό συνιστῶ ἐπ’ εὐκαιρία σήμερα. Οἱ περισσότεροι δυστυχῶς εἶναι ἀκόμη ἀνεξομολόγητοι. Τό τονίζω. Ἡ ἐξομολόγησης εἶναι ἡ κάθαρσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό εἶπαν καί μεγάλοι ψυχολόγοι ἤ ἐξομολόγησις σέ ἔμπειρο πνευματικό πατέρα ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ἄγχος. Λίγοι δοκίμασαν τήν ἔξομολογηση.
Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί ἕνας Ρῶσος συγγραφέας, προφήτης τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ὁ Ντοστογιέφσκυ. Ἦταν κατάδικος ἐπί τσάρου μέσα στίς φυλακές τῆς Σιβηρίας, καί ἐκεῖ γνώρισε τόν Χριστό. Ἐκεῖ διάβασε καί θαύμασε τό Εὐαγγέλιο, πίστεψε στό Χριστό. Βρῆκε λοιπόν ἕνα πνευματικό πατέρα καί ἐξομολογήθηκε ὅλα τά ἁμαρτήματα ποῦ ἔκανε ὡς ἄνθρωπος. Τότε εἶπε «Ὅταν ἐξομολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στήν ψυχή μου». Ἀγαπητοί μου, χωρίς ἐξομολόγηση παράδεισο δέν προκειτε νά δοῦμε.
Γι’ αὐτό μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι στήν ἔξομολογηση. Ἄς πέσει ἀπό τό μάτι μᾶς ἕνα δάκρυ ἐνώπιόν του πνευματικοῦ. Καί τό δάκρυ αὐτό θά γίνει Ἰορδάνης. Καί ἤ Ἁγία Τριάδα θά κάνη νά ἀνοίξουν καί γιά μᾶς οἱ οὐρανοί τῶν οὐρανῶν. Καί τότε θά αἰσθανθοῦμε, ὅτι μέσα στήν καρδιά μᾶς ἦλθε αὐτή ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Πατήρ ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὤ ἤ δόξα εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Θεοφάνεια = Φανέρωση Θεού


Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το σύγχρονο άνθρωπο, με τα ποικίλα προβλήματα, τις έννοιες και τα τρεχάματα;
Ποιο μήνυμα ζωής θα μπορούσε να δώσει στον καθένα μας η γιορτή της Βάφτισης του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη πριν δυο χιλιάδες χρόνια;
Δεν θα ήθελα μ' αυτό το σημείωμα ν' αναλύσω τη σημασία της γιορτής, ν' αναφερθώ στη φανέρωση της αγίας Τριάδος στον κόσμο και τι σημαίνει αυτό, ή στη σημασία του αγιασμού των υδάτων.
Θέλω να επισημάνω ότι όλα τα πιο πάνω, τα Θεολογικά και σπουδαία για την ανθρώπινη ζωή, δεν είναι για όλους! Δεν τα καταλαβαίνουν, αλλά κυρίως δεν ενδιαφέρουν όλους! Αυτή δεν είναι η πραγματικότητα σε μας και στους άλλους; Οι περισσότεροι δεν είμαστε προσκολλημένοι στις μέριμνες; Δεν είναι «πάρεργο» η ενασχόλησή μας με την Εκκλησία, το δόγμα και το ήθος της; Δεν είναι αλήθεια ότι χρησιμοποιούμετις ακολουθίες των ημερών, για να νιώσουμε κάτι διαφορετικό; Μπορεί να ακούγονται τα πιο πάνω κάπως σκληρά. Αλλά ο απόστολος Παύλος μας λέει ότι «δεν πιστεύουν όλοι». Δεν είναι για όλους το μυστήριο της Θεολογίας. Δεν έχουν όλοι τη δυνατή ερωτική σχέση με το Θεό. Δεν βιώνουν όλοι το ίδιο την εμπειρία της Χάριτος.
Είναι αναγκαίο να κατανοούμε αυτό το «ου γαρ πάντων η πίστις» για να ταπεινωνόμαστε όταν η Εκκλησία μας παρουσιάζει τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια ως όντως φανέρωση Θεού και εμείς μένουμε ψυχροί και αδιάφοροι αναμένοντας τη συναισθηματική και ψυχολογική χαρά, όπως και να αποδεχόμαστε την ελευθερία του καθενός να σταθεί με τον τρόπο που θέλει και στο ποσοστό που θέλει απέναντι στην πνευματική και μυστηριακή ζωή. Για να «πιστέψουμε», να σταθούμε δηλαδή με δέος μπροστά στο μυστήριο της Θεοφανείας, που οι γιορτές μάς προσκαλούν, χρειάζεται να «σχολάσουμε», να ησυχάσουμε όντως. «Σχολάστε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος». Γιατί η ησυχία θα οδηγήσει στην αυτογνωσία και η αυτογνωσία στην προσπάθεια για αλλαγή, δηλαδή τη μετάνοια που είναι η θύρα προς τη βασιλεία.
Κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε, ένεκα του τρόπου ζωής που μπλεχτήκαμε, τουλάχιστο ας έχουμε τη συναίσθηση της αδυναμίας και οκνηρίας μας. «Όταν είμαστε ανίκανοι ν' αναρριχηθούμε στις βουνοκορφές της αρετής, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κατεβούμε τουλάχιστον στο φαράγγι της ταπεινώσεως» (Στάρετς Μακάριος). Αυτή η ταπείνωση, ως συναίσθηση ότι «ουδέν ειμί», φέρει τη χάρη που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί». Τότε ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει τη φανέρωση του Θεού μέσα του ως φως, ως χαρά, ως αγαλλίαση και ηρεμία, που δεν τον απομονώνει από τους άλλους, αλλά τον ενώνει με όλο τον κόσμο με αγάπη, και συγχρόνως του δίνει την ελπίδα για νέα αληθινή πορεία προς την όντως ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση η ελευθερία του καθενός μας καθορίζει και τη συμμετοχή μας στη Χάρη των μυστηρίων του Θεού, που η εκκλησία κάθε χρόνο μας προσφέρει με τις γιορτές της και μας καλεί να δεχτούμε καρδιακά, απλά και ουσιαστικά τη φανέρωση του Θεού μας.

Λόγος στήν Κυριακὴ τῶν Φώτων Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας,

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.
Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.
 Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «γ χρείαν χω π Σο βαπτισθναι, κα σ ρχη πρς μέ;» (Μτ. 3, 14).
Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «φες ρτι· οτω γρ πρέπον στν μν πληρσαι πσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).
Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.
Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.
Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Το δ πλθους τν πιστευσντων ν  καρδα κα  ψυχ μα, κα οδ ες τι τν παρχντων ατ λεγεν διον εναι, λλ᾿ ν ατος παντα κοιν. κα μεγλ δυνμει πεδδουν τ μαρτριον ο πστολοι τς ναστσεως το Κυρου ᾿Ιησο, χρις τε μεγλη ν π πντας ατος. οδ γρ νδες τις πρχεν ν ατος· σοι γρ κττορες χωρων  οκιν πρχον, πωλοντες φερον τς τιμς τν πιπρασκομνων κα τθουν παρ τος πδας τν ποστλων· διεδδετο δ κστ καθτι ν τις χρεαν εχεν» (Πράξ. 4, 32-35).
Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οτς στιν  υἱός μου  γαπητς, ν  εδκησα.» (Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ν εδει περιστερς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδί σαρκίν». Ἀμήν.
 «Λόγοι κα μιλίες», τ. Β΄, κδ. ρθόδοξος Κυψέλη

Λόγος εἰς τό Ἅγιον Βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρός ἠμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου


Πρὸς τοὺς ἀπολιμπανομένους τῶν θείων συνάξεων, καὶ εἰς τὸ ἅγιον καὶ σωτήριον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ περὶ τῶν ἀναξίως κοινωνούντων, καὶ ὅτι οἱ ἀτέλεστον καταλιμπάνοντες τὴν θείαν λειτουργίαν, καὶ πρὸ τῆς τελευταίας εὐχῆς ἐξερχόμενοι, τὸν Ἰούδαν μιμοῦνται, λόγος.


α. Πάντες ὑμεῖς ἐν εὐθυμίᾳ τήμερον, ἐγὼ δὲ ἐν ὀδύνῃ μόνος. Ὅταν γὰρ εἰς τὸ πέλαγος ἀπίδω τοῦτο τὸ πνευματικὸν, καὶ τὸν ἄπειρον τῆς Ἐκκλησίας θεάσωμαι πλοῦτον, εἶτα λογίσωμαι ὅτι τῆς ἑορτῆς παρελθούσης, καὶ τὸ πλῆθος ἡμῖν τοῦτο πάλιν ἀποπηδῆσαν οἰχήσεται, δάκνομαι καὶ ὀδυνῶμαι τὴν ψυχὴν, ὅτι τοσαῦτα τεκοῦσα τέκνα ἡ Ἐκκλησία, οὐ καθ' ἑκάστην σύναξιν ἀπολαύειν αὐτῶν δύναται, ἀλλ' ἐν ἑορτῇ μόνον.
Πόσον ἦν ἀγαλλίαμα πνευματικὸν, πόση χαρὰ, πόση δόξα Θεοῦ, πόση ψυχῶν ὠφέλεια, εἰ καθ' ἑκάστην σύναξιν οὕτω πεπληρωμένους ἑωρῶμεν τοὺς περιβόλους τῆς ἐκκλησίας; Νῦν δὲ ναῦται μὲν καὶ κυβερνῆται πάντα ποιοῦσιν, ὅπως τὸ πέλαγος διαδράμοιεν, καὶ πρὸς τὸν λιμένα καταντήσωσιν· ἡμεῖς δὲ διὰ παντὸς πελάγους σαλεύειν φιλονεικοῦμεν, ἐν ταῖς τῶν βιωτικῶν πραγμάτων τρικυμίαις συνεχῶς ποντούμενοι, καὶ ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν τοῖς δικαστηρίοις στρεφόμενοι, ἐνταῦθα δὲ ἅπαξ ἢ δεύτερον μόλις τοῦ παντὸς ἀπαντῶντες ἐνιαυτοῦ.

Ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι καθάπερ λιμένας ἐν πελάγει, οὕτω τὰς ἐκκλησίας ἐν ταῖς πόλεσιν ἔπηξεν ὁ Θεὸς, ἵνα ἀπὸ τῆς ζάλης τῶν βιωτικῶν θορύβων ἐνταῦθα καταφεύγοντες, γαλήνης μεγίστης ἀπολαύωμεν; Οὐδὲ γὰρ κυμάτων ἔστιν ἐνταῦθα δεῖσαι τρικυμίαν, οὐ λῃστῶν ἐπιδρομὰς, οὐ κακούργων ἔφοδον, οὐ πνευμάτων βίας, οὐ θηρίων ἐπιβουλάς· λιμὴν γάρ ἐστιν ἁπάντων τούτων ἀπηλλαγμένος, λιμήν ἐστι ψυχῶν πνευματικός.
 Καὶ τῶν λεγομένων μάρτυρες ὑμεῖς. Εἰ γάρ τις ὑμῶν τὸ συνειδὸς ἀναπτύξειε νῦν, πολλὴν ἔνδον εὑρήσει τὴν ἡσυχίαν· οὐ θυμὸς γὰρ ἐνοχλεῖ, οὐκ ἐπιθυμία φλέγει, οὐ βασκανία τήκει, οὐκ ἀπόνοια φυσᾷ, οὐ κενοδοξίας ἔρως διαφθείρει, ἀλλὰ πάντα ταῦτα κατέσταλται τὰ θηρία, καθάπερ θείας τινὸς ἐπῳδῆς, τῆς τῶν θείων Γραφῶν ἀκροάσεως, διὰ τῆς ἑκάστου ἀκοῆς πρὸς τὴν ψυχὴν εἰσιούσης, καὶ κοιμιζούσης τὰ ἄλογα ταῦτα πάθη.
Πόσης οὖν ἀθλιότητος οὐκ ἂν εἴη, τοσαύτης μέλλοντας ἀπολαύειν φιλοσοφίας μὴ συνεχῶς ἐπιχωριάζειν καὶ φοιτᾷν πρὸς τὴν κοινὴν ἁπάντων μητέρα, τὴν Ἐκκλησίαν λέγω; Ποίαν γὰρ ἂν ἔχοις εἰπεῖν μοι ταύτης ἀναγκαιοτέραν διατριβήν; τίνα δὲ χρηστοτέραν συνουσίαν; τί δὲ τὸ ἐμπόδιον τῆς ἐνταῦθα διατριβῆς;
 Πάντως μοι τὴν πενίαν ἐρεῖς κώλυμά σοι γίνεσθαι τοῦ καλοῦ τοῦδε συλλόγου· ἀλλ' οὐκ εὔλογος ἡ πρόφασις. Ἑπτὰ ἡμέρας ἡ ἑβδομὰς ἔχει· τὰς ἑπτὰ ταύτας ἐμερίσατο πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός· καὶ οὐχ ἑαυτῷ μὲν τὸ πλέον, ἡμῖν δὲ τὸ ἔλαττον ἔδωκε, μᾶλλον δὲ οὐδὲ ἐξ ἡμισείας αὐτὰς διενείματο, οὐκ ἔλαβε τρεῖς καὶ ἔδωκε τρεῖς, ἀλλὰ σοὶ μὲν ἀπένειμεν ἓξ, ἑαυτῷ δὲ κατέλιπε μίαν.
 Καὶ οὐδὲ ἐν ταύτῃ τῇ ὅλῃ ἀνέχῃ τῶν βιωτικῶν ἀπηλλάχθαι πραγμάτων, ἀλλ' ὅπερ οἱ τὰ ἱερὰ συλῶντες χρήματα ποιοῦσι, τοῦτο καὶ σὺ ἐπὶ τῆς ἡμέρας ταύτης τολμᾷς, αὐτὴν οὖσαν ἱερὰν καὶ ἀνακειμένην τῇ τῶν πνευματικῶν ἀκροάσει λογίων ἁρπάζων καὶ καταχρώμενος εἰς βιωτικὰς φροντίδας.
Τί δὲ λέγω περὶ ἡμέρας ὁλοκλήρου; ὅπερ ἐπὶ τῆς ἐλεημοσύνης ἐποίησεν ἡ χήρα, τοῦτο ποίησον ἐπὶ τοῦ καιροῦ καὶ σὺ τῆς ἡμέρας· καθάπερ ἐκείνη δύο κατέβαλεν ὀβολοὺς, καὶ πολλὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐπεσπάσατο τὴν εὔνοιαν· οὕτω καὶ σὺ δύο δάνεισον ὥρας τῷ Θεῷ, καὶ μυρίων ἡμερῶν κέρδος εἰς τὴν οἰκίαν εἰσάξεις τὴν σήν.
 Εἰ δὲ οὐκ ἀνέχῃ, σκόπει μή ποτε, μικρὸν ἡμέρας μέρος οὐ βουλόμενος ἑαυτὸν ἀποστῆσαι τῶν γηΐνων κερδῶν, ὁλοκλήρων ἐνιαυτῶν ἀπολέσῃς πόνους. Οἶδε γὰρ ὁ Θεὸς καταφρονούμενος καὶ τὰ συλλεγέντα κενοῦν χρήματα· ὥσπερ οὖν καὶ Ἰουδαίοις ἀπειλῶν ἔλεγεν, ἐπειδὴ τῆς περὶ τὸν ναὸν κατεφρόνουν ἐπιμελείας· Εἰσηνέγκατε αὐτὰ εἰς τοὺς οἴκους ὑμῶν, καὶ ἐξεφύσησα αὐτὰ, λέγει Κύριος.
Τί γὰρ, εἰπέ μοι, διδάξαι σε τῶν ἀναγκαίων δυνησόμεθα, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἢ δεύτερον παρ' ἡμῖν φοιτῶντα, περὶ ψυχῆς, περὶ σώματος, περὶ ἀθανασίας, περὶ βασιλείας τῶν οὐρανῶν, περὶ κολάσεως, περὶ γεέννης, περὶ μακροθυμίας Θεοῦ, περὶ συγγνώμης, περὶ μετανοίας, περὶ βαπτίσματος, περὶ ἁμαρτημάτων ἀφέσεως, περὶ τῆς κτίσεως ταύτης τῆς ἄνω, καὶ τῆς κάτω, περὶ ἀνθρώπων φύσεως, περὶ ἀγγέλων, περὶ τῆς τῶν δαιμόνων κακουργίας, περὶ τῶν μεθοδειῶν τοῦ διαβόλου, περὶ πολιτείας, περὶ δογμάτων, περὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως, περὶ τῶν διεφθαρμένων αἱρέσεων;
Ταῦτα γὰρ καὶ πολλῷ πλείονα τούτων τὸν Χριστιανὸν εἰδέναι χρὴ, καὶ τούτων πάντων ἀποδιδόναι λόγον τοῖς ἐρωτῶσιν ὑμᾶς.
Ὑμεῖς δὲ οὐδὲ τὸ πολλοστὸν τούτων εἰδέναι δυνήσεσθε μέρος, ἅπαξ ἐνταῦθα καὶ τοῦτο παρέργως συναγόμενοι, καὶ διὰ συνήθειαν ἑορτῆς, οὐ δι' εὐλάβειαν ψυχῆς.
 Ἀγαπητὸν γὰρ εἰ καθ' ἑκάστην σύναξιν ἐνταῦθά τις ἀπαντῶν δυνηθείη μετ' ἀκριβείας ἅπαντα ταῦτα κατασχεῖν. Οἰκέτας ἔχετε πολλοὶ τῶν ἐνταῦθα παρόντων καὶ υἱοὺς, καὶ μέλλοντες αὐτοὺς παραδιδόναι τοῖς τῶν τεχνῶν ἐπιστάταις, ὧν ἂν ἕλοισθε, καὶ τὴν οἰκίαν αὐτοῖς τὴν ὑμετέραν ἄβατον ποιεῖτε καθάπαξ, καὶ στρώματα καὶ τροφὰς καὶ τὴν ἄλλην ἅπασαν αὐτοῖς παρασκευάσαντες διακονίαν, τῷ διδασκάλῳ συγκατοικίζετε ἀπείργοντες αὐτοὺς τῆς οἰκίας ἐπιβαίνειν τῆς ὑμετέρας, ἵνα ἡ συνεχὴς ἐκεῖ διατριβὴ τὴν διδασκαλίαν ἀκριβεστέραν ἐργάσηται, μηδεμιᾶς φροντίδος τὴν σχολὴν διακοπτούσης.
 Νυνὶ δὲ οὐ τέχνην τὴν τυχοῦσαν, ἀλλὰ τὴν πασῶν μείζονα μανθάνειν μέλλοντες, πῶς ἀρέσαι τῷ Θεῷ δεῖ, καὶ τῶν οὐρανίων ἐπιτυχεῖν, παρέργως ἡγεῖσθε δύνασθαι τοῦτο κατορθοῦν. Καὶ πόσης τοῦτο ἀνοίας;
Ὅτι γὰρ μάθησις τὸ πρᾶγμά ἐστι πολλῆς δεόμενον τῆς προσοχῆς, ἄκουσον τί φησι· Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ· καὶ πάλιν ὁ προφήτης· Δεῦτε, τέκνα, ἀκούσατέ μου· φόβον Κυρίου διδάξω ὑμᾶς· καὶ πάλιν· Σχολάσατε καὶ γνῶτε, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός. Ὥστε πολλῆς σχολῆς χρεία τῷ μέλλοντι ταύτης ἀπολαύσεσθαι τῆς φιλοσοφίας.

β. Ἀλλὰ γὰρ, ἵνα μὴ τὸν χρόνον ἅπαντα εἰς ἔγκλημα τῶν ἀπολιμπανομένων ἀναλώσωμεν, ἀρκεσθέντες τοῖς εἰρημένοις εἰς τὴν τῆς [αὐτῶν] ἐκείνων ῥᾳθυμίας διόρθωσιν, φέρε τι περὶ τῆς παρούσης ἑορτῆς φιλοσοφήσωμεν. Πολλοὶ γὰρ τὰς μὲν ἑορτὰς ἄγουσι, καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἴσασι, τὰς δὲ ὑποθέσεις, ὅθεν ἐτέχθησαν, ἀγνοοῦσιν.
Ὅτι μὲν οὖν Ἐπιφάνεια ἡ παροῦσα λέγεται ἑορτὴ, δῆλόν ἐστι πᾶσι· τίς δέ ἐστιν ἡ ἐπιφάνεια αὕτη, καὶ πότερον μία τίς ἐστιν ἢ δύο, τοῦτο οὐκ ἔτι ἴσασιν· ὅπερ ἐσχάτης αἰσχύνης ἂν εἴη καὶ πολλοῦ τοῦ καταγέλωτος, καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν τὴν ἑορτὴν ταύτην ἄγοντας, τὴν ὑπόθεσιν αὐτῆς ἀγνοεῖν. Πρῶτον μὲν οὖν ἀναγκαῖον εἰπεῖν πρὸς τὴν ὑμετέραν ἀγάπην, ὅτι οὐ μία τίς ἐστιν ἐπιφάνεια, ἀλλὰ δύο· μία μὲν ἡ παροῦσα αὕτη καὶ γενομένη, δευτέρα δὲ ἡ μέλλουσα καὶ κατὰ τὴν συντέλειαν ἐνδόξως γενησομένη.
 Καὶ περὶ ἑκατέρας αὐτῶν ἠκούσατε σήμερον Παύλου Τίτῳ διαλεγομένου καὶ λέγοντος οὕτω· περὶ μὲν τῆς παρούσης· Ἐπεφάνη ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι· περὶ δὲ τῆς μελλούσης· Προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὁ προφήτης δὲ περὶ αὐτῆς ἐκείνης ἔλεγεν οὕτως· Ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος, καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα, πρὶν ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. Ἀλλὰ τίνος ἕνεκεν οὐχὶ ἡ ἡμέρα καθ' ἣν ἐτέχθη, ἀλλ' ἡ ἡμέρα καθ' ἣν ἐβαπτίσθη, ἐπιφάνεια λέγεται;
Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἡμέρα καθ' ἣν ἐβαπτίσατο, καὶ τὴν τῶν ὑδάτων ἡγίασε φύσιν. Διά τοι τοῦτο καὶ ἐν μεσονυκτίῳ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι οἴκαδε τὰ νάματα ἀποτίθενται, καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον φυλάττουσιν, ἅτε δὴ σήμερον ἁγιασθέντων τῶν ὑδάτων· καὶ τὸ σημεῖον γίνεται ἐναργὲς οὐ διαφθειρομένης τῆς τῶν ὑδάτων ἐκείνων φύσεως τῷ μήκει τοῦ χρόνου, ἀλλ' εἰς ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον καὶ δύο καὶ τρία πολλάκις ἔτη τοῦ σήμερον ἀντληθέντος ὕδατος ἀκεραίου καὶ νεαροῦ μένοντος, καὶ μετὰ τοσοῦτον χρόνον τοῖς ἄρτι τῶν πηγῶν ἐξαρπασθεῖσιν ὕδασιν ἁμιλλωμένου. Τίνος οὖν ἕνεκεν αὕτη ἐπιφάνεια λέγεται;
Ἐπειδὴ οὐχ ὅτε ἐτέχθη, τότε πᾶσιν ἐγένετο κατάδηλος, ἀλλ' ὅτε ἐβαπτίσατο· μέχρι γὰρ ταύτης ἠγνοεῖτο τῆς ἡμέρας τοῖς πολλοῖς. Καὶ ὅτι ἠγνόουν αὐτὸν οἱ πολλοὶ, καὶ οὐκ ᾔδεισαν ὅστις ποτὲ ἦν, ἄκουσον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου λέγοντος· Μέσος ὑμῶν ἕστηκεν, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.
 Καὶ τί θαυμαστὸν εἰ ἄλλοι ἠγνόουν, ὅπου γε καὶ αὐτὸς ὁ Βαπτιστὴς αὐτὸν ἠγνόει ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης;
Καὶ γὰρ ἐγὼ, φησὶν, οὐκ ᾔδειν αὐτὸν, ἀλλ' ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· Ἐφ' ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον, καὶ μένον ἐπ' αὐτὸν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.
 Ὅτι μὲν οὖν ἐπιφάνειαι δύο, δῆλον ἐκ τούτων· τίνος δὲ ἕνεκεν ἐπὶ τὸ βάπτισμα ἔρχεται ὁ Χριστὸς, ἀναγκαῖον εἰπεῖν, καὶ ἐπὶ ποῖον ἔρχεται βάπτισμα· καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι, ὥσπερ οὖν κἀκεῖνο. Καὶ τοῦτο πρότερον διδάξαι χρὴ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην· ἀπὸ γὰρ τούτου κἀκεῖνο εἰσόμεθα. Βάπτισμα ἦν τὸ Ἰουδαϊκὸν, τὸ ῥύπων σωματικῶν ἀπαλλάττον, οὐ τῶν κατὰ τὸ συνειδὸς ἁμαρτημάτων.
Οὐ γὰρ εἴ τις μοιχείαν εἰργάσατο, οὐδὲ εἴ τις κλοπὴν ἐτόλμησεν, οὐδὲ εἴ τις ἄλλο τι τοιοῦτον παρηνόμησεν, ἀπήλλαττεν αὐτὸν τῶν ἐγκλημάτων· ἀλλ' εἴ τις ὀστῶν ἥψατο νεκρῶν, εἴ τις μὴ νενομισμένης ἐγεύσατο τροφῆς, εἴ τις ἐκ φθορᾶς παρεγένετο, εἴ τις λεπροῖς συνεγίνετο, ἐλούετο, καὶ μέχρι τῆς ἑσπέρας ἀκάθαρτος ἦν, εἶτα ἐκαθαίρετο.
Λούσεται γὰρ τὸ σῶμα αὐτοῦ ὕδατι καθαρῷ, φησὶν, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας, καὶ καθαρισθήσεται. Οὐ γὰρ ἀληθῶς ἁμαρτία ταῦτα ἦν οὐδὲ ἀκαθαρσία, ἀλλὰ ἀτελεστέρους ὄντας διὰ τῶν τοιούτων ποιῶν εὐλαβεστέρους ὁ Θεὸς, πρὸς τὴν τῶν μειζόνων παρατήρησιν ἀκριβεστέρους ἄνωθεν παρεσκεύασε.

γ. Τὸ μὲν οὖν Ἰουδαϊκὸν καθάρσιον ἁμαρτημάτων μὲν οὐκ ἀπήλλαττε, ῥύπων δὲ σωματικῶν μόνον, τὸ δὲ ἡμέτερον οὐ τοιοῦτον, ἀλλὰ πολλῷ μεῖζον καὶ πολλῆς γέμον χάριτος· καὶ γὰρ ἁμαρτημάτων ἀπαλλάττει, καὶ ψυχὴν ἀποσμήχει, καὶ Πνεύματος δίδωσι χορηγίαν.
Τὸ δὲ τοῦ Ἰωάννου τοῦ μὲν Ἰουδαϊκοῦ σφόδρα ὑψηλότερον ἦν, τοῦ δὲ ἡμετέρου ταπεινότερον, καθάπερ γέφυρά τις ὂν ἑκατέρων τούτων τῶν βαπτισμάτων, ἀπ' ἐκείνου πρὸς τοῦτο δι' ἑαυτοῦ χειραγωγοῦν· οὐ γὰρ δὴ εἰς παρατήρησιν καθαρμῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐνῆγεν, ἀλλ' ἀποστῆσαν ἐκείνων παρῄνει καὶ συνεβούλευε μεταβαλεῖν ἀπὸ κακίας εἰς ἀρετὴν, καὶ ἐν τοῖς τῶν ἔργων κατορθώμασι τὰς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας ἔχειν, οὐκ ἐν βαπτισμοῖς διαφόροις καὶ καθαρμοῖς ὑδάτων. Οὐ γὰρ ἔλεγε· Πλῦνον τὰ ἱμάτιά σου, καὶ λοῦσον τὸ σῶμά σου, καὶ ἔσῃ καθαρός· ἀλλὰ τί;
 Ποιήσατε καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας.
Καὶ κατὰ τοῦτο ὑψηλότερον ἦν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, τοῦ δὲ ἡμετέρου ταπεινότερον· ἐπειδὴ μήτε Πνεῦμα ἅγιον ἐδίδου τὸ βάπτισμα Ἰωάννου, μήτε τὴν διὰ τῆς χάριτος παρεῖχε συγχώρησιν· μετανοεῖν γὰρ ἐκέλευεν, οὐκ ἀφιέναι κύριος ἦν. Διόπερ καὶ ἔλεγεν·
Ἐγὼ μὲν ὑμᾶς βαπτίζω ἐν ὕδατι, ἐκεῖνος δὲ ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί. Δηλονότι αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζε Πνεύματι. Τί δέ ἐστιν, Ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί; Ἀναμνήσθητί μοι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθ' ἣν ὤφθησαν τοῖς ἀποστόλοις διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρὸς, καὶ ἐκάθισεν ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν.
 Καὶ ὅτι τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἀτελὲς ἦν, οὔτε Πνεύματος χορηγίαν ἔχον, οὔτε ἁμαρτημάτων ἄφεσιν, δῆλον ἐκεῖθεν· Εὑρὼν γάρ τινας μαθητὰς ὁ Παῦλός φησι πρὸς αὐτοὺς, Εἰ Πνεῦμα ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; Οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· Ἀλλ' οὐδὲ εἰ Πνεῦμα ἅγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν. Εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· Εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; Οἱ δὲ εἶπον· Εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας· μετανοίας, οὐκ ἀφέσεως.
Καὶ τίνος ἕνεκεν ἐβάπτισεν; Τῷ λαῷ λέγων· Εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ' αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ' ἔστιν, εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ ἀκούσαντες ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας, ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπ' αὐτούς.
Εἶδες πῶς ἀτελὲς ἦν τὸ Ἰωάννου βάπτισμα; Εἰ γὰρ μὴ ἦν ἀτελὲς, οὐκ ἂν αὐτοὺς πάλιν ἐβάπτισεν ὁ Παῦλος, οὐκ ἂν αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἐπέθηκε· νυνὶ δὲ ἀμφότερα ταῦτα ποιήσας, ἐδήλωσε τὴν ὑπεροχὴν τοῦ βαπτίσματος τοῦ ἀποστολικοῦ, καὶ ὅτι ἐκεῖνο τούτου πολὺ κατώτερον ἦν.
 Ἀλλὰ τὴν μὲν τῶν βαπτισμάτων διαφορὰν ἐκ τούτων ἐμάθομεν· τίνος δὲ ἕνεκεν ὁ Χριστὸς βαπτίζεται, καὶ ποῖον βάπτισμα, λοιπὸν ἀναγκαῖον εἰπεῖν. Οὔτε τὸ Ἰουδαϊκὸν τὸ πρότερον, οὔτε τὸ ἡμέτερον τὸ μετὰ ταῦτα· οὔτε γὰρ ἁμαρτημάτων συγχωρήσεως ἐδεῖτο· πῶς γὰρ ὁ μηδεμίαν ἁμαρτίαν ἔχων;
Ἁμαρτίαν γὰρ, φησὶν, οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ· καὶ πάλιν, Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; Οὔτε Πνεύματος ἄμοιρος ἦν ἐκείνη ἡ σάρξ· πῶς γὰρ ἂν ἡ ἐκ Πνεύματος ἁγίου κατασκευασθεῖσα τὴν ἀρχήν;
Εἰ τοίνυν μήτε Πνεύματος ἁγίου ἄμοιρος ἦν ἡ σὰρξ ἐκείνη, μήτε ἁμαρτήμασιν ὑπεύθυνος, τίνος ἕνεκεν ἐβαπτίζετο; Ἀλλὰ πρότερον ἀναγκαῖον μαθεῖν ποῖον ἐβαπτίσατο βάπτισμα, καὶ τότε καὶ τοῦτο σαφέστερον ἡμῖν γενήσεται. Ποῖον οὖν ἐβαπτίσατο;
Οὔτε τὸ Ἰουδαϊκὸν, οὔτε τὸ ἡμέτερον, ἀλλὰ τὸ Ἰωάννου. Διὰ τί; Ἵνα καὶ δι' αὐτῆς τῆς τοῦ βαπτίσματος φύσεως μάθῃς, ὅτι οὐ δι' ἁμαρτίας ἐβαπτίσατο, οὐδὲ ὡς τῆς τοῦ Πνεύματος δεόμενος χορηγίας· ἑκατέρων γὰρ τούτων ἔρημον ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα, καθάπερ οὖν καὶ ἀπεδείξαμεν.
Καὶ ὅτι μὲν οὔτε δι' ἄφεσιν ἁμαρτημάτων, οὔτε διὰ Πνεύματος χορηγίαν ἦλθεν ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην, δῆλον ἐκ τούτων· ἵνα δὲ μὴ νομίσῃ τις τῶν τότε παρόντων, ὅτι ἐπὶ μετανοίᾳ, καθάπερ οἱ λοιποὶ, παραγίνεται, ἄκουσον καὶ τοῦτο πῶς ὁ Ἰωάννης προδιωρθώσατο.
Ὁ γὰρ τοῖς ἄλλοις λέγων, Ποιήσατε καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας, ἄκουσον τί τούτῳ φησίν· Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι· καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Τοῦτο δὲ ἔλεγε δηλῶν ὅτι οὐ διὰ τὴν αὐτὴν τοῖς πολλοῖς χρείαν παρεγένετο πρὸς αὐτόν· καὶ ὅτι τοσοῦτον ἀπέχει διὰ τοῦτο βαπτίζεσθαι, ὅτι καὶ αὐτοῦ τοῦ Βαπτιστοῦ πολλῷ μείζων ἦν, καὶ ἀσυγκρίτως καθαρώτερος.
Τίνος οὖν ἕνεκεν ἐβαπτίζετο, εἰ μήτε ἐπὶ μετανοίᾳ, μήτε ἐπὶ ἁμαρτημάτων ἀφέσει, μήτε ἐπὶ Πνεύματος χορηγίᾳ τοῦτο ἐποίει; Ἑτέρων δυοῖν ἕνεκεν αἰτιῶν, μιᾶς μὲν ἧς φησιν ὁ μαθητὴς, ἑτέρας δὲ ἧς αὐτὸς πρὸς τὸν Ἰωάννην εἶπε.
Τίνα οὖν φησιν ὁ Ἰωάννης αἰτίαν τοῦ βαπτίσματος εἶναι τούτου; Ἵνα γνωρισθῇ τοῖς πολλοῖς, καθὼς καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ' αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσιν· τοῦτο ἦν τὸ κατόρθωμα τοῦ βαπτίσματος.
Τὸ μὲν γὰρ εἰς τὴν ἑκάστου περιιέναι οἰκίαν, καὶ ταῖς θύραις προσιόντα καλεῖν ἔξω καὶ λέγειν κατέχοντα τὸν Χριστὸν, ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὕποπτον ἐποίει τὴν μαρτυρίαν καὶ σφόδρα ἐργῶδες ἦν· τὸ δὲ λαβόντα πάλιν εἰς τὴν συναγωγὴν εἰσελθεῖν καὶ δεικνύειν, καὶ τοῦτο αὐτὸ ὁμοίως ὕποπτον ἐποίει τὴν μαρτυρίαν πάλιν· τὸ δὲ τῶν δήμων ἁπάντων ἐξ ἑκάστης πόλεως ἐκχυθέντων ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην, καὶ περὶ τὰς ὄχθας διατριβόντων τοῦ ποταμοῦ, ἐλθόντα καὶ αὐτὸν ἐπὶ τὸ βαπτισθῆναι, δέξασθαι τὴν ἄνωθεν σύστασιν τὴν διὰ τῆς φωνῆς τοῦ Πατρὸς, τὴν διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Πνεύματος τῆς ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἀνύποπτον ἐποίει γενέσθαι τὴν Ἰωάννου τὴν ἐπ' αὐτῷ μαρτυρίαν.
Διὰ τοῦτο, Κἀγὼ, φησὶν, οὐκ ᾔδειν αὐτὸν, ἀξιόπιστον τὴν ἑαυτοῦ καθιστῶν μαρτυρίαν.
Ἐπειδὴ γὰρ συγγενεῖς ἦσαν ἀλλήλων κατὰ σάρκα Ἰδοὺ γὰρ, φησὶν, Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν, τῇ Μαριάμ φησιν ὁ ἄγγελος περὶ τῆς μητρὸς Ἰωάννου· εἰ δὲ αἱ μητέρες συγγενεῖς ἦσαν, εὔδηλον ὅτι καὶ τὰ παιδία· ἐπεὶ οὖν συγγενεῖς ἦσαν, ἵνα μὴ διὰ τὴν συγγένειαν δόξῃ μαρτυρεῖν τῷ Χριστῷ, ᾠκονόμησεν ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις πᾶσαν τὴν πρώτην ἡλικίαν ἐν ἐρήμῳ τὸν Ἰωάννην διάγειν, ἵνα μὴ διὰ φιλίαν ἢ ἐκ κατασκευῆς τινος τοιαύτης ἡ μαρτυρία γίνεσθαι δόξῃ, ἀλλ' ὡς παρὰ τοῦ Θεοῦ μαθὼν, οὕτως αὐτὸν καταγγείλῃ.
 Διὰ τοῦτό φησι· Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν. Πόθεν οὖν ἔμαθες; Ὁ πέμψας με, φησὶ, βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπε. Τί σοι εἶπεν; Ἐφ' ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν, καὶ μένον ἐπ' αὐτὸν, αὐτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. Ὁρᾷς ὅτι διὰ τοῦτο ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, οὐχ ὡς τότε πρῶτον ἐπιφοιτῆσαν, ἀλλ' ἵνα δείξῃ τὸν κηρυττόμενον, ὥσπερ δακτύλῳ τινὶ τῇ πτήσει πᾶσιν αὐτὸν γνώριμον ποιοῦν;
Διὰ τοῦτο τοίνυν ἦλθεν ἐπὶ τὸ βάπτισμα. Καὶ δι' ἑτέραν δὲ αἰτίαν, ἣν αὐτός φησι· ποίαν δὴ ταύτην; Τοῦ Ἰωάννου εἰπόντος, Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; αὐτὸς ἀπεκρίνατο λέγων· Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην.
Εἶδες εὐγνωμοσύνην οἰκέτου; εἶδες ταπεινοφροσύνην Δεσπότου; Τί ποτέ ἐστι τὸ, Πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην; Δικαιοσύνη λέγεται τῶν ἐντολῶν πασῶν ἡ πλήρωσις· ὥσπερ ὅταν λέγῃ· Ἦσαν ἀμφότεροι δίκαιοι πορευόμενοι ἐν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι. Ἐπεὶ οὖν ἔδει πληρῶσαι τὴν δικαιοσύνην ταύτην τοὺς ἀνθρώπους ἅπαντας, οὐδεὶς δὲ αὐτὴν ἀπήρτισεν οὐδὲ ἐπλήρωσεν, ἐλθὼν ὁ Χριστὸς πληροῖ τὴν δικαιοσύνην ταύτην.

δ. Καὶ ποία δικαιοσύνη, φησὶ, τὸ βαπτισθῆναι; Τὸ τῷ προφήτῃ πεισθῆναι δικαιοσύνη ἦν. Ὥσπερ οὖν περιετέμνετο, καὶ θυσίαν ἀνήνεγκε, καὶ σάββατα ἐτήρησε, καὶ ἑορτὰς ἐπλήρωσεν Ἰουδαϊκὰς, οὕτω καὶ τοῦτο τὸ λειπόμενον προσέθηκε, τὸ πεισθῆναι προφήτῃ βαπτίζοντι.
 Ὅτι γὰρ Θεοῦ βούλημα ἦν τὸ βαπτίζεσθαι πάντας τότε, ἄκουσον τί φησιν ὁ Ἰωάννης· Ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι· καὶ πάλιν ὁ Χριστὸς, Οἱ τελῶναι καὶ ὁ ὄχλος ἐδικαίωσαν τὸν Θεὸν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου· οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς ἠθέτησαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ μὴ βαπτισθέντες ὑπ' αὐτοῦ.
Εἰ τοίνυν τὸ τῷ Θεῷ πείθεσθαι δικαιοσύνη, ὁ δὲ Θεὸς ἔπεμψε τὸν Ἰωάννην, ὥστε βαπτίσαι τὸν λαὸν, μετὰ τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν νομικῶν καὶ τοῦτο ἐπλήρωσεν ὁ Χριστός. Ὑπόθου τοίνυν διακόσια δηνάρια τοῦ νόμου τὰς ἐντολὰς εἶναι· τοῦτο τὸ χρέος ἔδει τὸ γένος τὸ ἡμέτερον καταβαλεῖν· οὐ κατεβάλομεν· κατεῖχεν ἡμᾶς ὁ θάνατος ὑπευθύνους ὄντας τοῖς ἐγκλήμασι τούτοις.
 Ἐλθὼν ὁ Χριστὸς καὶ εὑρὼν ἡμᾶς κατεχομένους, κατέβαλε τὸ χρέος, ἐπλήρωσε τὸ ὄφλημα, ἐξήρπασε τοὺς οὐκ ἔχοντας δοῦναι. Διὰ τοῦτο οὐκ εἶπε, Πρέπον ἐστὶν ἡμῖν ποιῆσαι τὸ καὶ τὸ, ἀλλὰ, Πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἐμοὶ τῷ Δεσπότῃ πρέπον ἐστὶ, φησὶ, τῷ ἔχοντι, καταβαλεῖν ὑπὲρ τῶν οὐκ ἐχόντων.
Αὕτη ἡ αἰτία τοῦ βαπτίσματος, ἵνα δόξῃ τὸν νόμον ἅπαντα πληροῦν, καὶ αὕτη, καὶ ἡ πρὸ ταύτης εἰρημένη. Διὸ καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς κάτεισιν· ὅπου γὰρ καταλλαγὴ Θεοῦ, περιστερά. Καὶ γὰρ καὶ ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τῆς ἐπὶ Νῶε φέρουσα κλάδον ἐλαίας ἦλθεν ἡ περιστερὰ, σύμβολον τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας, καὶ τῆς τοῦ χειμῶνος ἀπαλλαγῆς· καὶ νῦν ἐν εἴδει περιστερᾶς, οὐκ ἐν σώματι δεῖ γὰρ ἀσφαλῶς ταῦτα εἰδέναι, τὸ Πνεῦμα ἔρχεται, τὸν ἔλεον τοῦ Θεοῦ καταγγέλλον τῇ οἰκουμένῃ, ἅμα δὲ καὶ δηλοῦν, ὅτι τὸν πνευματικὸν ἄνδρα ἀπόνηρόν τινα εἶναι χρὴ καὶ ἁπλοῦν καὶ ἄκακον· καθάπερ καὶ ὁ Χριστός φησιν·
 Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἐκείνη μὲν οὖν ἡ κιβωτὸς, τοῦ χειμῶνος λυθέντος, ἔμεινεν ἐπὶ τῆς γῆς· αὕτη δὲ ἡ κιβωτὸς, τῆς ὀργῆς λυθείσης, εἰς τὸν οὐρανὸν ἡρπάζετο, καὶ νῦν ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς τὸ ἄμωμον ἐκεῖνο καὶ ἀκήρατον σῶμα.
Ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦ σώματος ἐμνήσθην Δεσποτικοῦ, ἀναγκαῖον πρὸς ὑμᾶς μικρὰ περὶ τούτου διαλεχθέντας καταπαῦσαι τὸν λόγον. Οἶδα ὅτι πολλοὶ παρ' ἡμῖν διὰ τὴν τῆς ἑορτῆς συνήθειαν τῇ ἱερᾷ ταύτῃ προσδραμοῦνται τραπέζῃ.
 Ἔδει μὲν οὖν, ὡς καὶ πολλάκις ἔφθην εἰπὼν, μὴ ἑορτὰς παρατηρεῖν, ἡνίκα ἂν δέοι κοινωνεῖν, ἀλλὰ τὸ συνειδὸς καθαίρειν, καὶ τότε τῆς ἱερᾶς ἅπτεσθαι θυσίας.
Ὁ μὲν γὰρ ἐναγὴς καὶ ἀκάθαρτος οὐδὲ ἐν ἑορτῇ δίκαιος ἂν εἴη μετέχειν τῆς ἁγίας ἐκείνης καὶ φρικώδους σαρκός· ὁ δὲ καθαρὸς καὶ διὰ μετανοίας ἀκριβοῦς ἀποσμηξάμενος τὰ πλημμελήματα, καὶ ἐν ἑορτῇ καὶ ἀεὶ δίκαιος ἂν εἴη μετέχειν τῶν θείων μυστηρίων, καὶ ἀπολαύειν ἂν εἴη ἄξιος τῶν τοῦ Θεοῦ δωρεῶν.
Ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦτο οὐκ οἶδα πῶς παρῶπταί τισι, καὶ μυρίων πολλοὶ γέμοντες κακῶν, ὅτε τὴν ἑορτὴν ἴδωσι παραγενομένην, ὡς ὑπ' αὐτῆς ὠθούμενοι τῆς ἡμέρας, ἅπτονται τῶν ἱερῶν μυστηρίων, ἃ μηδὲ ἰδεῖν οὕτω διακειμένους θέμις· τοὺς μὲν δήλους ἡμῖν αὐτοὶ πάντως ἡμεῖς ἀπείρξομεν, τοὺς δὲ ἀγνώστους ἡμῖν τῷ Θεῷ καταλείψομεν, τῷ τὰ ἀπόῤῥητα τῆς ἑκάστου διανοίας εἰδότι· τὸ γοῦν φανερῶς ἁμαρτανόμενον παρὰ πάντων πειρασόμεθα διορθῶσαι τήμερον.
Τί οὖν ἐστι τοῦτο τὸ ἁμάρτημα; Τὸ μὴ μετὰ φρίκης προσιέναι, ἀλλὰ λακτίζοντας, τύπτοντας, θυμοῦ γέμοντας, βοῶντας, λοιδοροῦντας, τοὺς πλησίον ὠθοῦντας, ταραχῆς ἐμπεπλησμένους. Ταῦτα καὶ πολλάκις εἶπον, καὶ λέγων οὐ παύσομαι.
Οὐχ ὁρᾶτε ἐπὶ τῶν Ὀλυμπίων ἀγώνων, ὅταν ἀγωνοθέτης διὰ τῆς ἀγορᾶς βαδίζῃ, στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχων, στολὴν ἀναβεβλημένος, ῥάβδον ἐν τῇ χειρὶ κατέχων, ὅση ἡ εὐταξία, τοῦ κήρυκος βοῶντος ἡσυχίαν εἶναι μετ' εὐκοσμίας;
Πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον, ἔνθα μὲν ὁ διάβολος πομπεύει, τοσαύτην εἶναι τὴν ἡσυχίαν, ἔνθα δὲ ὁ Χριστὸς πρὸς ἑαυτὸν καλεῖ, πολὺν εἶναι τὸν θόρυβον;
Ἐν ἀγορᾷ ἡσυχία, καὶ ἐν ἐκκλησίᾳ κραυγή; ἐν πελάγει γαλήνη, καὶ ἐν λιμένι κύματα; Τί θορυβῇ, εἰπέ μοι, ἄνθρωπε; τί δὲ ἐπείγῃ; πραγμάτων ἀνάγκη σε καλεῖ πάντως; ὅλως γὰρ οἶδας ὅτι πράγματα ἔχεις κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην; μέμνησαι γὰρ ὅλως, ὅτι ἐπὶ τῆς γῆς εἶ; νομίζεις δὲ μετὰ ἀνθρώπων εἶναι;
Καὶ πῶς οὐχὶ λιθίνης ταῦτα διανοίας, τὸ νομίζειν κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐπὶ γῆς ἑστάναι, ἀλλ' οὐ μετ' ἀγγέλων χορεύειν, μεθ' ὧν τὸ μυστικὸν ἐκεῖνο μέλος ἀνέπεμψας, μεθ' ὧν τὴν ἐπινίκιον ἐκείνην ἀνήνεγκας ᾠδὴν τῷ Θεῷ;
 Διὰ τοῦτο καὶ ἀετοὺς ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ἐκάλεσεν εἰπὼν, Ὅπου τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται καὶ οἱ ἀετοὶ, ἵνα οὐρανοβατῶμεν, ἵνα ὑψηλὰ πετώμεθα τοῖς πτεροῖς τοῦ πνεύματος κουφιζόμενοι· ἡμεῖς δὲ κατὰ τοὺς ὄφεις χαμαὶ συρόμεθα, καὶ γῆν ἐσθίομεν.
Βούλεσθε εἴπω πόθεν ὁ θόρυβος καὶ ἡ κραυγὴ γίνεται; Ὅτι οὐ διαπαντὸς ὑμῖν τὰς θύρας ἀποκλείομεν, ἀλλὰ συγχωροῦμεν πρὸ τῆς ἐσχάτης εὐχαριστίας ἀποπηδᾷν καὶ ἀναχωρεῖν οἴκαδε· ὃ καὶ αὐτὸ πολλῆς ἂν εἴη καταφρονήσεως. Τί ποιεῖς, ἄνθρωπε; Τοῦ Χριστοῦ παρόντος, τῶν ἀγγέλων παρεστώτων, τῆς φρικτῆς ταύτης τραπέζης προκειμένης, τῶν ἀδελφῶν σου μυσταγωγουμένων ἔτι, αὐτὸς καταλιπὼν ἀποπηδᾷς;
Καὶ ἐπὶ δεῖπνον μὲν κληθεὶς, κἂν πρότερον κορεσθῇς, οὐ τολμᾷς τῶν ἄλλων ἀνακειμένων ἀναχωρῆσαι πρὸ τῶν φίλων αὐτός· ἐνταῦθα δὲ τῶν φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων ἐπιτελουμένων, τῆς ἱερᾶς τελετῆς συνεστώσης ἔτι, καταλιμπάνεις ἐν μέσῳ πάντα καὶ ἀναχωρεῖς;
Καὶ ποῦ ταῦτα συγγνώμης ἄξια; ποίας δὲ ἀπολογίας; Βούλεσθε εἴπω τίνος ἔργον ποιοῦσιν οἱ πρὸ τῆς συμπληρώσεως ἀναχωροῦντες, καὶ τὰς εὐχαριστηρίους ᾠδὰς οὐκ ἐπιφέροντες τῷ τέλει τῆς τραπέζης; Τάχα φορτικόν ἐστι τὸ μέλλον ῥηθήσεσθαι, ἀλλ' ὅμως ἀναγκαῖον λεχθῆναι διὰ τὴν τῶν πολλῶν ῥᾳθυμίαν.
 Ὅτε ἐκοινώνησε τὸ ἔσχατον δεῖπνον ὁ Ἰούδας τὸ κατὰ τὴν τελευταίαν νύκτα ἐκείνην, τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀνακειμένων, αὐτὸς προπηδήσας ἐξέβη.
 Ἐκεῖνον τοίνυν μιμοῦνται καὶ οὗτοι, οἱ πρὸ τῆς ἐσχάτης ἀποπηδῶντες εὐχαριστίας. Ἐκεῖνος γὰρ εἰ μὴ ἐξῆλθεν, οὐκ ἂν ἐγένετο προδότης· εἰ μὴ κατέλιπε τοὺς συμμαθητὰς, οὐκ ἂν ἀπώλετο· εἰ μὴ τῆς ἀγέλης ἑαυτὸν ἀπέῤῥηξεν, οὐκ ἂν αὐτὸν εὗρεν ὁ λύκος μόνον, καὶ κατέφαγεν· εἰ μὴ τοῦ ποιμένος ἑαυτὸν ἐχώρισεν, οὐκ ἂν θηριάλωτος γέγονε. Διὰ δὴ τοῦτο ἐκεῖνος μὲν μετὰ Ἰουδαίων, οὗτοι δὲ μετὰ τοῦ Δεσπότου ὑμνήσαντες ἐξῆλθον.
Ὁρᾷς ὅτι ἡ ἐσχάτη μετὰ τὴν θυσίαν εὐχὴ κατ' ἐκεῖνον γίνεται τὸν τύπον; Καὶ νῦν, ἀγαπητοὶ, ταῦτα ἐννοῶμεν, ταῦτα λογιζώμεθα, φοβούμενοι τὸ κείμενον ἐπὶ τούτῳ κρῖμα. Αὐτός σοι τῆς σαρκὸς μεταδίδωσι· σὺ δὲ οὐδὲ λόγοις αὐτὸν ἀμείβῃ, οὐδὲ εὐχαριστεῖς ὑπὲρ ὧν ἔλαβες, ἀλλὰ σωματικῆς μὲν τροφῆς ἀπολαύων μετὰ τὴν τράπεζαν ἐπὶ εὐχὴν τρέπῃ, πνευματικῆς δὲ καὶ ὑπερβαλλούσης τὴν κτίσιν ἅπασαν τὴν ὁρατὴν καὶ τὴν ἀόρατον μετέχων, ἄνθρωπος ὢν καὶ τῆς εὐτελοῦς φύσεως, οὐ μένεις εὐχαριστῶν καὶ ῥήμασι καὶ πράγμασι;
Καὶ πῶς οὐκ ἐσχάτης ταῦτα κολάσεως ἄξια; Ταῦτα λέγω, οὐχ ἵνα ἐπαινῆτε μόνον, οὐδ' ἵνα θορυβῆτε καὶ κράζητε, ἀλλ' ἵνα ἐπὶ τοῦ καιροῦ τούτων μεμνημένοι τῶν ῥημάτων, τὴν προςήκουσαν εὐταξίαν ἐπιδείξησθε. Μυστήρια καὶ λέγεται, καὶ ἔστιν· ἔνθα δὲ μυστήρια, πολλὴ σιγή.
Μετὰ πολλῆς τοίνυν τῆς σιγῆς, μετὰ πολλῆς τῆς εὐταξίας, μετὰ τῆς προσηκούσης εὐλαβείας, τῆς ἱερᾶς ταύτης ἁπτώμεθα θυσίας, ἵνα εἰς πλείονα τὴν εὔνοιαν τὸν Θεὸν ἐπισπασώμεθα, καὶ τὴν ψυχὴν ἐκκαθάρωμεν, καὶ τῶν αἰωνίων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ' οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ἡ δόξα, καὶ τὸ κράτος, καὶ ἡ προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

«Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα…»


Theofaneia

Η Βάπτιση του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού καί τα Άγια Θεοφάνεια

( από μία αρχαία τοιχογραφία )

Κάποιοι Άθεοι και υλιστές, έρχονται και μας ρωτάνε· «Tί έκανε ο Xριστός από τα 12 μέχρι τα 30 του χρόνια;»

Kάποιοι άλλοι αυθαίρετα λένε, ότι στό διάστημα αυτό, όπως τώρα οι νέοι πηγαίνουν έξω για σπουδές, έτσι κι ο Xριστός πήγε κάπου να σπουδάσει. Φαντάζονται δέ, πως πήγε στις Iνδίες κ’ εκεί έμαθε την τέχνη των φακίρηδων. Tί έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά; Tα πράγματα, σύμφωνα με τα ιερα κείμενα, είναι πολύ απλά.

Aναφέρω ένα παράδειγμα.

Eγώ κατάγομαι από ένα μικρό χωριό των Kυκλάδων. Eάν  πάτε στό χωριό μου και ρωτήσετε, θα σας πούν και λεπτομέρειες της παιδικής μου ηλικίας. Mετά, θα σας πούνε, έφυγε απ’ το χωριό, πήγε στό Σχολαρχείο, μετα στό Γυμνάσιο, μετα στό Πανεπιστήμιο και σπούδαζε, κι από τότε λείπει… Tα ξέρουν όλα. Oι γέροντες παρακολουθούν την εξέλιξι των παιδιών του χωριού.

Tί θέλω να πω. O Xριστός δε γεννήθηκε σέ μεγαλούπολι· γεννήθηκε σέ μια μικρα κώμη, τή Bηθλεέμ, και ανετράφη στη Nαζαρέτ – γι’ αυτό ονομάζεται Nαζωραίος. Eκεί έμεινε.

Eάν έφευγε, οι πρώτοι που θα το γνώριζαν θα ήταν οι συμπατριώτες του. Aυτοί όμως μαρτυρούν, ότι ο Xριστός δεν πήγε πουθενά...


Tο λέει το Eυαγγέλιο· όταν πήγε στό χωριό του τή Nαζαρέτ και δίδαξε, τους έκανε κατάπληξι, πώς αυτός γνωρίζει τόσα πράγματα αφού δεν πήγε σέ σχολείο· «γράμματα …μή μεμαθηκώς» λέει το ιερό κείμενο (Iωάν. 7,15). Δεν θα εξεπλήσσοντο, εάν ο Xριστός φοιτούσε σέ ξένα σχολεία. Έτσι καταρρέει η φαντασία των απίστων.
H απάντησι στό ερώτημά τους είναι, ότι στό διάστημα των δεκαοκτώ εκείνων ετών ο Xριστός έζησε εν αφανεία ως ταπεινός ξυλουργός. Eργαζόταν στό εργαστήριο του Iωσήφ· κρατούσε σκεπάρνια και πριόνια.

Ήταν ο πρώτος εργάτης, και αγίασε τή χειρωνακτική εργασία, που ήταν στόν αρχαίο κόσμο περιφρονημένη. Eργαζόταν λοιπόν και έμενε στήν αφάνεια.

Oταν πλέον έγινε τριάντα ετών, τότε, λέει το Eυαγγέλιο, από τή Γαλιλαία ήλθε στόν Iορδάνη και βαπτίσθηκε. Eκεί συνωστίζοντο πλήθη για να βαπτισθούν από τον Iωάννη το βαπτιστή. Bλέποντας το Nαζωραίο ποιός υποπτευόταν, ότι κάτω από το ταπεινό του σχήμα κρύβεται το μεγαλείο της Θεότητος;

O Iωάννης όμως είχε λάβει σήμα ουράνιο, και μόλις ο Xριστός πλησίασε του λέει· «Eσύ έρχεσαι σ’ εμένα να βαπτισθείς; Eίμαι πολύ μικρός απέναντί σου· δεν είμαι άξιος να σκύψω να λύσω «τόν ιμάντα των υποδημάτων» σου (Mάρκ. 1,7).

Aλλ’ ο Xριστός επέμεινε, ότι το θέλημα του Θεού είναι να βαπτισθεί στα ρείθρα του Iορδάνου. Kαι τότε έγινε το θαύμα, γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει τή θεότητα του Xριστού· άνοιξαν οι ουρανοί και το  Πνεύμα το Άγιο ήρθε σάν περιστέρι και κάθισε επάνω στήν κεφαλή του Xριστού. Συγχρόνως ακούστηκε φωνή – διάγγελμα του ουρανίου Πατρός· «Aυτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Mατθ. 3,17).

Tί σημαίνουν τώρα τα λόγια αυτά; 

T’ ακούμε σήμερα εορτή των Θεοφανείων, αλλ’ εμβαθύναμε στό περιεχόμενό τους; Πώς ονομάζεται εδώ ο Xριστός; «Yιός» του Θεού.

Oχι υιός με τη γενική έννοια που όλοι λεγόμαστε παιδιά του Θεού, αλλά με την ειδική έννοια, όπως τον ομολογούμε στό Σύμβολο της πίστεως. Έχει ιδιαιτέρα και μοναδική σχέση με τον ουράνιο Πατέρα.

Eίναι ο φυσικός και μονογενής Yιός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο να σώσει το γένος μας. Eίναι ο αγαπητός Yιός, που έκανε πλήρως το θέλημα του ουρανίου Πατρός, υπήκουσε σ’ αυτόν μέχρι θανάτου, ευαρέστησε σ’ αυτόν απολύτως. Eίναι ο τέλειος άνθρωπος· δεν υπάρχει άλλος. Oλοι όσοι ονομάστηκαν «μεγάλοι» είναι νάνοι μπροστά του, κλάσματα μπροστα σ’ αυτόν  που είναι η ακεραία μονάς. Eίναι ο ένας, ο τέλειος.

Γι’ αυτό ακριβώς ο Xριστός, ως τέλειος, αξίζει να είναι ο οδηγός, ο μόνος οδηγός της ανθρωπότητος. Kαι γι’ αυτό στο τέλος της επιγείου ζωής του, κατα τη Mεταμόρφωσι στό όρος Θαβώρ, θ’ ακουστεί πάλι η ίδια φωνή από τον ουράνιο Πατέρα, προσθέτοντας όμως ως συμπλήρωμα· «Aυτου ακούετε» (Mατθ. 17,5).

* * *

«Aυτού ακούετε»…

Nα σταματήσω εδώ; ή, να σηκωθώ να φύγω να πάω στο Aγιο Oρος να κλαίω ( γιά τίς αμαρτίες μου και τίς αμαρτίες όλου του κόσμου; )

Mου φαίνεται ότι ματαίως κηρύττω και φωνάζω. Έχετε αυτιά, έχετε καρδιά, έχετε αίσθημα σεβασμού στόν Θεάνθρωπο, ή τυπικώς κάνουμε τις εορτές;

Aυτό το, « Aυτού ακούετε…», σκεφτήκατε ποτέ τί υποχρεώσεις γεννάει για μας; «Aυτου ακούετε» θα πει να τον υπακούμε και να εκτελούμε τις εντολές του. Kαι ποιές είναι οι εντολές του; Aναφέρω μερικές.

Mία εντολή λέει «μή ομόσαι όλως» (Mατθ. 5,34), να μήν ορκίζεσαι καθόλου. Aυτό είπε ο Kύριος και ο νόμος του είναι απόλυτος. Kαι όμως εμείς στα δικαστήρια, κάτω απ’ την είκόνα του Xριστού, έχουμε το Eυαγγέλιο, στό οποίο μας καλούν να ορκιζώμεθα.

Kαι μόνο κάποιοι τολμηροί Xριστιανοί, που έχουν γνώσι του Eυαγγελίου, ρωτούν·

---Mά, κύριε πρόεδρε, το Eυαγγέλιο, στο οποίο με καλείτε να ορκιστώ, λέει «μή ομόσαι όλως»· πώς εσείς με βάζετε να το κάνω;…

Παντού έγιναν αλλαγές που επιταχύνουν τους εκσυγχρονισμούς, αλλά αλλαγή στό σημείο τούτο, να καταργηθεί δηλαδή ο όρκος, δεν έγινε. Kαθημερινώς δυστυχώς δίδονται όρκοι σέ ψευδείς καταθέσεις. Πώς να βγάλει έτσι το δικαστήριο ορθή απόφασι;

Θέλετε άλλη εντολή;

«Oυ φονεύσεις» (Eξ. 20,15). O Xριστός μάλιστα απηγόρευσε όχι μόνο το φόνο αλλα και το μίσος. Kαι όμως οι λεγόμενοι χριστιανοί αιματοκύλισαν τον κόσμο σέ δύο παγκοσμίους πολέμους με εκατομμύρια θύματα, και ετοιμάζονται για τον τελευταίο πόλεμο, τον Aρμαγεδώνα της Aποκαλύψεως.

«Aυτου ακούετε» – «μή ομόσαι όλως», κ’ εμείς ορκιζόμεθα. «Aυτου ακούετε» – «ου φονεύσεις», κ’ εμείς φονεύουμε. «Aύτου ακούετε» – «ου μοιχεύσεις» (Eξ. 20,13), να σέβεσαι τη γυναίκα του άλλου ως κάτι ιερό.

Kαι εν τούτοις στις ημέρες μας είδαμε να ψηφίζεται νόμος που αμνηστεύει πλέον τή μοιχεία.

Tί υπολείπεται; Nα νομιμοποιηθεί και η κλοπή. Aλλα τί υποκριταί είμεθα!

Ρώτησα υψηλά ισταμένους·

---«Στη ζυγαριά σας ποιό από τα δύο ζυγίζει βαρύτερα, η μοιχεία ή η κλοπή;»

--H κλοπή, απήντησαν.

---Mπράβο σας! Kαι όμως σ΄ έναν τίμιο άνδρα η μοιχεία βαρύνει περισσότερο.

Mού ‘λεγε ένας έμπορος των Aθηνών·

--- Eάν  μου άνοιγαν το κατάστημα και μου έπαιρναν όλο το εμπόρευμα, θα πονούσα, αλλά όχι τόσο όσο πόνεσα διότι η γυναίκα μου, που τη θεωρούσα τίμια, με απατούσε με άλλον.

H μοιχεία είναι αμάρτημα χειρότερο από την κλοπή, χειρότερο από το φόνο. Kι όμως αμνηστεύεται. Ω υποκριταί· όπως διαγράψατε το «ου φονεύσεις» και το «ου μοιχεύσεις», διαγράψτε και το «ου κλέψεις».

Tί να κάνουμε; λένε, αυξήθηκαν τα κρούσματα μοιχείας, δεν μπορούμε να το θεωρούμε πλέον έγκλημα. Aλλα μήπως η κλοπή πάει πίσω; Eν τούτοις  δεν αμνηστεύεται. Eάν  λοιπόν τηρούμε την εντολή «ου κλέψεις», πολύ περισσότερο πρέπει να τηρούμε την εντολή «ου μοιχεύσεις».

Eνδεικτικώς ανέφερα αυτές τις εντολές. Yπάρχουν κι άλλες. Kαι κορυφαία είναι η εντολή της αγάπης, το «αγαπάτε αλλήλους» (Iωάν. 13,34). Eκεί πλέον ευρισκόμεθα όλοι ελλιπείς. «Aυτου ακούετε».

Aλήθεια, τί από τα θεία προστάγματα τηρούμε;…

* * *

«Aυτού ακούετε». O Xριστός, αγαπητοί μου, εξακολουθεί να ομιλεί δια μέσου όλων των αίώνων. H φωνή του ακούγεται και σήμερα. Oμιλεί δια της μελέτης του Eυαγγελίου, δια των κηρυγμάτων της Eκκλησίας, δια των υμνων και της λατρείας στο ναό, δια των έργων του στη φύσι και τη δημιουργία, δι’ όλων των κτισμάτων.

Λαλεί· και οι άνθρωποι τί κάνουν; Kλείνουν τ’ αυτιά τους με βουλοκέρι, να μήν ακούνε τή φωνή του· και ανοίγουν τ’ αυτιά τους – πού τ΄ ανοίγουν;

Τ΄ ανοίγουν και ακούνε τόν διάβολο. Γιατί λέει ένας Pώσος φιλόσοφος, που προέβλεψε τα επερχόμενα δεινά· Oποιος δεν ακούει τον Xριστό, θ’ ακούσει τον διάβολο.

Kαι τά «αυτάκια» σήμερα βλέπουμε ότι ανήκουν στόν διάβολο. Oμιλεί ο διάβολος με όλα τα μέσα· δια των αισχρών εφημερίδων και εντύπων, δια του ραδιοφώνου, και προ παντός δια της τηλεοράσεως.

Eνα παιδάκι μου είπε· Δυό ώρες διαβάζω και τρείς ώρες βλέπω τηλεόρασι. Έτσι η γενεά μας είναι παιδιά της τηλεοράσεως. Ποιό θα ‘ναι το αποτέλεσμα; Eμένα ρωτάτε;

Aνοίξτε τον προφήτη Hσαΐα, να δείτε τί λέει ο Θεός·

«Eάν μ’ ακούσετε, τα αγαθα της γής φάγεσθε», η γή θα γίνει παράδεισος· «εάν όμως δε μ’ ακούσετε», ―τρομερό― «μάχαιρα υμάς κατέδεται», θα σφαγήτε, θα εξοντωθήτε…( Hσ. 1,19-20, προφανώς διά πολέμων, ή εσωτερικών αναταραχών… )

Aς κλείσουμε τ’ αυτιά μας λοιπόν στις φωνές του Άδου, και ας τ’ ανοίξουμε ν’ ακούσουμε το λόγο του Θεού, ν’ ακούσουμε το Xριστό, και σάν παιδιά του αγαπημένα ν’ απαντήσουμε· «Λάλει, Kύριε, ότι ακούει ο δούλός σου» (A΄ Bασ. 3,9).


† επίσκοπος Aυγουστίνος

Οι Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες της παραμονής των Θεοφανείων.




Το τέλος της περιόδου του Αγίου Δωδεκαημέρου, δηλαδή του εορταστικού κύκλου των Επιφανείων του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού, επιστέφεται στο εορτολόγιο της Ανατολικής Εκκλησίας από την εορτή των Θεοφανείων ή κοινώς των Φώτων. Η ημέρα αυτή φέρνει στο προσκήνιο τη Βάπτιση του Κυρίου σε ηλικία τριάντα ετών, από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, στον Ιορδάνη ποταμό. Ιδιαίτερο στοιχείο του εκκλησιαστικού εορτασμού των Φώτων αποτελεί η τέλεση της ακολουθίας των Μεγάλων και Βασιλικών Ωρών, την παραμονή των Θεοφανείων. 

Η ακολουθία αυτή στην πραγματικότητα δεν είναι μία και ενιαία, αλλά σύνολο τεσσάρων επιμέρους ακολουθιών. Η τέλεση όμως, και των τεσσάρων συνημμένα και μάλιστα χωρίς διακριτή απόλυση και έναρξη μεταξύ τους, οδήγησε στη θεώρησή τους ως μίας ακολουθίας. Οι ακολουθίες αυτές είναι η Πρώτη, Τρίτη, Έκτη και Ενάτη Ώρα, και αποτελούν την πανηγυρική και ειδική για τη δεσποτική εορτή εκδοχή των γνωστών στο μοναστικό τυπικό ακολουθιών των Ωρών. 

Η ονομασία τους προέρχεται από την τέλεσή τους σε συγκεκριμένες ώρες του βυζαντινού ωρολογίου. Το βυζαντινό ωρολόγιο, όπως και το εβραϊκό, βασίζεται στην ωρολογιακή μέτρηση του ημερονυκτίου σύμφωνα με τις φυλακές (σταθμούς) της ημέρας και της νυκτός. Η βυζαντινή πρώτη ώρα της ημέρας είναι η σύγχρονη έκτη πρωινή - συμβατικά η ανατολή του ηλίου, ενώ η πρώτη της νυκτός η αντίστοιχη έκτη εσπερινή- συμβατικά η δύση του ηλίου. Η ακολουθία της Πρώτης Ώρας τελούνταν την πρώτη ώρα της ημέρας, δηλαδή τη σημερινή έκτη πρωινή, της Τρίτης Ώρας κατά την τρίτη ώρα της ημέρας, δηλαδή τη σημερινή ενάτη πρωινή, της Έκτης Ώρας αντιστοιχεί στη βυζαντινή έκτη ώρα της ημέρας, δηλαδή τη δωδεκάτη μεσημβρινή και της Ενάτης Ώρας αναλογεί στην ενάτη βυζαντινή ώρα της ημέρας, δηλαδή στις τρεις μετά το μεσημέρι. 

Ο χαρακτηρισμός των ακολουθιών των Ωρών της παραμονής των Θεοφανείων ως «Μεγάλων» και «Βασιλικών» οφείλεται στο ειδικό, εορτολογικό περιεχόμενό τους, καθώς είναι αφιερωμένες στη Βάπτιση του Παμβασιλέα Χριστού, ενώ είναι δομικά και υμνολογικά εκτενέστερες και λαμπρότερες (βλ. αγιογραφικά αναγνώσματα, τρεις ύμνοι κ.λπ.). Τον ίδιο τίτλο φέρουν και οι Ώρες της Παραμονής των Χριστουγέννων και της Μεγάλης Παρασκευής.

Το σύνηθες περιεχόμενο της υμνολογίας των ακολουθιών των Ωρών είναι συγκεκριμένο και αφιερωμένο σε διαφορετική θεματολογία για την καθεμία. Η επιμέρους θεματολογία κάθε Ώρας, όπως αυτές τελούνται σε καθημερινή βάση, δεν ακολουθείται και την παραμονή των Θεοφανείων, οπότε κυρίαρχο θέμα είναι η Βάπτιση του Χριστού. 

Η δομή των Μεγάλων Ωρών των Θεοφανείων είναι κατά βάση η ίδια με τη συνήθη. Κάθε Ώρα ξεκινά με το τρισάγιο, δώδεκα «Κύριε, ἐλέησον», το «Δεῦτε προσκυνήσωμεν», την ανάγνωση τριών ψαλμών και του προεόρτιου των Θεοφανείων απολυτίκιου, ενώ ακολουθούν τρεις ύμνοι, οι οποίοι ψάλλονται δύο φορές έκαστος, ο πρώτος χωρίς στίχο, ο δεύτερος με τη συνοδεία ψαλμικών στίχων ως εφυμνίων, και ο τρίτος μετά από τη μικρή δοξολογία «Δόξα Πατρί. Καὶ νῦν». Ενόσω ψάλλονται οι τρεις ύμνοι, ο κληρικός θυμιάζει με το καντζίο, και όχι με θυμιατό, όλον το ναό και το εκκλησίασμα, φέροντας επιτραχήλιο, εξερχόμενος από τη βόρεια θύρα του Ιερού Βήματος και εισερχόμενος από τη νότια. Ακολούθως, γίνεται η ανάγνωση παλαιοδιαθηκικής, αποστολικής και ευαγγελικής περικοπής. Αναγιγνώσκονται, ύστερα, το τροπάριο της συνήθους Ώρας, το τρισάγιο, το προεόρτιο κοντάκιο, το «Κύριε, ἐλέησον» μ’ (40) φορές, η ευχή «Ὁ ἐν παντὶ καιρῶ καὶ πάσῃ ὥρα». Μετά την εκφώνηση του ιερέως «Ὁ Θεὸς οἰκτειρῆσαι ἠμᾶς», έπεται η ευχή κάθε ώρας (Α’ Ώρα: «Χριστὲ τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», Γ’ Ώρα:«Δέσποτα Θεέ, Πάτερ, Παντοκράτορ», Στ’ Ώρα: «Θεὲ καὶ Κύριε τῶν δυνάμεων» και Θ’ Ώρα: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ»). 

Μετά την ολοκλήρωση κάθε Ώρας ακολουθεί η απόλυση, εφόσον οι τέσσερεις ακολουθίες τελούνται ξεχωριστά και στη συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, όπου αναλογούν. Η σύγχρονη ενοριακή πράξη δεν ευνοεί κάτι τέτοιο, οπότε, μετά την εκφώνηση της ευχής κάθε ώρας ακολουθεί η επόμενη, ξεκινώντας όμως, απευθείας από το «Δεῦτε προσκυνήσωμεν», ενώ καταλιμπάνεται το τρισάγιο, με το οποίο αρχίζει κάθε Ώρα. 

Στην Θ’ Ώρα των Θεοφανείων απαντώνται δυο εξέχοντα σημεία: α) Ο τρίτος ύμνος, από το σύνολο των ψαλλομένων πριν τα αναγνώσματα, αναγιγνώσκεται εμμελώς από τον κανονάρχη στο μέσο του ναού, μπροστά από την τοποθετημένη ειδικά για την εορτή εικόνα της Βαπτίσεως του Κυρίου. Αφού ο κανονάρχης ολοκληρώσει την εκφώνηση του ύμνου, οι δύο χοροί τον ψάλλουν ανά στίχο εναλλάξ, επαναλαμβάνοντας τρεις φορές τον πρώτο στίχο («Τὴν χείραν σου τὴν ἀψαμένην») και τον προτελευταίο («Καὶ δεῦρο στήθι μεθ’ ἡμῶν»). β) Μετά την ευχή της Θ’ Ώρας ακολουθεί η ανάγνωση των Τυπικών και των Μακαρισμών. Στην περίπτωση, όμως, που ακολουθεί συνημμένα ο εσπερινός των Θεοφανείων και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η ανάγνωσή Τυπικών και Μακαρισμών καταλιμπάνεται και ο κληρικός εκφωνεί την απόλυση της ακολουθίας, μετά την οποία λαμβάνει χώρα η έναρξη του εσπερινού.

Η παραμονή των Θεοφανείων ακολουθεί τελετουργικά εν γένει παλαιότερο τυπικό, σε σύγκριση με τις λοιπές ημέρες του έτους. Μεταξύ των ιδιαίτερων τελετουργικών χαρακτηριστικών συναντούμε την τέλεση της ακολουθίας των Μεγάλων Ωρών, ακόμα και στην ενοριακή λειτουργική πράξη. Η τέλεση α) της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, ο πυρήνας της οποίας είναι αρχαιότερος από τον αντίστοιχο του λειτουργικού τύπου του ι. Χρυσοστόμου, αλλά και β) του Μεγάλου Αποδείπνου το απόγευμα στη θέση του εσπερινού, ο οποίος τελέστηκε το πρωί, αποτελούν άλλα ιδιαίτερα λειτουργικά στοιχεία. Να σημειωθεί ότι η τέλεση της βασιλειανής Θείας Λειτουργίας συνημμένα με τον εσπερινό των Θεοφανείων αποτελεί στο τυπικό της Εκκλησίας την επίσημη, κύρια και πανηγυρική ευχαριστιακή σύναξη της εορτής των Θεοφανείων, η οποία λάμβανε χώρα το απόγευμα, κατά την τέλεση βραδινής σύναξης, της παννυχίδας. Η Θεία Λειτουργία του ι. Χρυσοστόμου αντίθετα, η οποία τελείται σήμερα την κυριώνυμη ημέρα, αποτελούσε στην παλαιά τάξη τη δεύτερη Θεία Λειτουργία της εορτής, την οποία τελούσε άλλος λειτουργός το πρωί των Θεοφανείων, προς εξυπηρέτηση όσων δεν μετείχαν στη εσπερινή ευχαριστιακή σύναξη.

Το τελετουργικό της παραμονής των Θεοφανείων μαρτυρά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ημέρας, η οποία θεωρείται ως αποκορύφωμα των προεόρτιων, εφόσον ήδη από τις 2 Ιανουαρίου ψάλλονται σε όλες τις ακολουθίες προεόρτιοι των Θεοφανείων ύμνοι. Η παραμονή είναι η βασικότερη ημέρα για την προετοιμασία του πιστού να εορτάσει αρμόδια τα Θεοφάνεια του Κυρίου, ενώ ο Μεγάλος Αγιασμός, ο οποίος τελείται την ημέρα αυτή και είναι καθόλα όμοιος και ισόκυρος με το Μεγάλο Αγιασμό της ημέρας των Φώτων, συνεργεί στον αγιασμό του ανθρώπου και της κτίσης και τον καθαρισμό από την αμαρτία και τη φθορά.
πηγή/ αντιγραφή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...