Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λκ. ιη΄ 10-14)

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΛΩΝΟΥ  &  ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Λκ. ιη΄ 10-14) 
Μὲ τὴν σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  ἐγκαινιάζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ λεγομένη περίοδος τοῦ Τριωδίου ἢ ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουν οἱ κινητὲς γιορτὲς  πρὶν ἀπὸ τό Πάσχα. Ἡ περίοδος αὐτή, ἡ ὁποῖα κλείνει μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, δημιουργεῖ μὲ ὅσα ψάλλονται καὶ τελοῦνται στοὺς ἱεροὺς Ναούς μεγάλες καὶ ἱερὲς συγκινήσεις καλώντας συγχρόνως τοὺς πιστοὺς σὲ  πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἔτσι μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ  Φαρισαίου ποὺ ἀκούσαμε διδασκόμαστε γιὰ τό κακὸ ποὺ προκαλεῖ  στὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια καὶ παράλληλα γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς πραγματικῆς προσευχῆς καὶ τῆς ταπείνωσης.
        Οἱ δύο ἄνθρωποι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, σύμφωνα μὲ τήν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση, ξεκίνησαν ὁ καθένας ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ αἰτία. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Ὁ μὲν Φαρισαῖος πῆγε  στὸ Ναό, διότι ἦταν δημόσιος τόπος λατρείας, πιὸ δημόσιος ἀπὸ τὶς γωνιὲς καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἔβλεπαν περισσότεροι ἄνθρωποι, θὰ ἐπικροτοῦσαν τὴν εὐλάβεια του καὶ  ἔτσι  θὰ ἱκανοποιοῦνταν ὁ ἐγωισμὸς του. Ὁ δὲ Τελώνης πῆγε στὸ Ἱερὸ, ὄχι μόνο διότι ἦταν τόπος καθορισμένος γιὰ κοινὴ λατρεία, σὰν οἶκος προσευχῆς, ἀλλά καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ λόγο: ἤθελε νὰ βρῆ παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στὴ συνείδησή του, ἡ ὁποῖα τὸν βασάνιζε ἀκριβῶς ἐπειδὴ αἰσθανόταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός.
Ἡ προσευχὴ τὴν ὁποῖα κάνουν καὶ οἱ δύο πρὸς τὸν Θεὸ, εἶναι ἡ νοερὰ, ἡ ἀτομικὴ προσευχή. Ὅμως αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶναι κἂν προσευχή, ἀλλὰ εἶναι ἐπίδειξη τῶν προσόντων ποὺ πίστευε ὅτι εἶχε: «οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων». Δηλαδὴ, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ, ἦταν σὰν νὰ ἀνάγκαζε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀνταμείψει γιὰ τὶς ἀρετές του.  «Νηστεύω δύο φόρες τήν ἑβδομάδα καὶ δίνω στὸ Ναὸ τό δέκατο ἀπὸ τά εἰσοδήματα μου». Ὁ Τελώνης ἀντίθετα, συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φωνάζει μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Θεέ μου, συγχώρεσε με τόν ἁμαρτωλό».
Ἡ στάση τοῦ Φαρισαίου εἶναι προκλητικὴ, κάτι ποὺ συμβαίνει μὲ ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν πωρωμένη τήν συνείδησή τους. Στέκονται καὶ αὐτοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπερήφανοι σὰν νὰ εἶναι ἀναμάρτητοι. Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ ζητήσουν τό ἔλεος Του, γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κακοῦ,  ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὶς δωρεὲς καὶ τὶς χαρὲς ποὺ τοὺς παρέχει, δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους: «Δὲν σκότωσα…» λένε οἱ περισσότεροι.  Πράγματι, ἴσως νὰ μὴν ἀφαίρεσαν τὴ ζωὴ κάποιου συνανθρώπου τους, ὅμως φόνος εἶναι καὶ ἡ συκοφαντία καὶ ὅ,τι δήποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ βλάψει τήν προσωπικότητα καὶ τό ἦθος τοῦ ἀδελφοῦ  τους. Ἡ ἀφαίρεση τῆς ζωῆς καὶ ἡ δηλητηρίαση τῶν συνειδήσεων, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τήν συκοφαντία, εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλες ἁμαρτίες, ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο εἶναι ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸ κακὸ ποὺ τοῦ συνέβαινε. Ὁ ἐγωϊσμὸς τύφλωσε τά μάτια τῆς ψυχῆς του  καὶ δὲν ἔβλεπε τόν δρόμο ποὺ θὰ τόν ὁδηγοῦσε στὴ  σωτηρία του. Ἀντίθετα ὁ Τελώνης, μὲ τήν ταπείνωση καὶ μὲ τήν  συναίσθηση ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς, σώθηκε. Ἡ στάση αὐτὴ μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε τόν πνευματικὸ μας ἀγῶνα μὲ ταπεινοφροσύνη, ἐπειδὴ αὐτή εἶναι ποὺ τελειοποιεῖ  τούς ἀνθρώπους καὶ ἀνακηρύσσει τοὺς ἁγίους. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τήν ὀνομάζει «μείζονα τῶν ἀρετῶν» καὶ σὲ ἕνα του βιβλίο γράφει: «Ἂν μὲ ρωτήσεις τὶ εἶναι πρῶτο στὸ χριστιανισμὸ  θὰ ἀπαντήσω: Ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὶ δεύτερο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη. Τὶ τρίτο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη, διότι χωρὶς αὐτὴν καὶ ἡ  πιὸ μεγάλη ἀρετὴ καταντᾶ κακία».
Ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ  Φαρισαῖος  δὲν κατάφερε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, διότι ἡ   ἀλαζονεία του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ προσευχηθῆ μέ εἰλικρίνεια. Ὅμως ὁ Τελώνης, μὲ τὴν ψυχικὴ του συντριβὴ, κατάφερε ὥστε ἡ προσευχή του νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ φύγει ἀπό τόν Ναὸ γιὰ τὸ σπίτι του «δικαιωμένος». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς λέει πὼς ἡ εἰλικρινὴς προσευχὴ   «ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ξεπεράσει ἀκόμη καὶ κάθε τὶ τὸ ἐπουράνιο, κάθε θεωρητικὴ σκέψη περὶ Θεοῦ, τὸν φέρνει μπροστὰ  σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα». Εἶναι δηλαδὴ ἡ προσευχή ἀνέβασμα, συνάντησις μὲ τὸν Θεὸ καὶ παράστασις μπροστὰ Του.
Γιατὶ ὅμως χρειάζεται ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀνάβαση στὸν οὐρανὸ, προκειμένου νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό; Μήπως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πανταχοῦ παρὼν; Δὲν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἐν αὐτῷ ζῷμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν;» Σίγουρα καὶ εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ  οὐρανὸς εἶναι ὁ χῶρος τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ. «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» λέμε στὴν Κυριακὴ προσευχή, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται μακριὰ μας, στὸν οὐρανό, ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς μὲ τὸν νοῦ μας καὶ τήν καρδιὰ μας εἴμαστε ἀπομακρυσμένοι ἀπ’ αὐτόν, διότι ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας στὰ γήϊνα καὶ πρόσκαιρα.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς νίκης γιὰ τὰ  πάθη  μας  ποὺ προέρχονται ἀπὸ τήν ὑπερηφάνεια. Ἡ  δὲ Ἐκκλησία,  σὰν καλὴ παιδαγωγός, τώρα ποὺ ἀρχίζει τό Τριώδιο, μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη μᾶς ὁδηγεῖ   γιὰ νὰ φθάσουμε στὶς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα πνευματικὰ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἀναστημένο Κύριο. Νὰ μὴν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕναν ὕπουλο ἐχθρὸ, τὴν ἁμαρτία, καὶ πρέπει σιγὰ – σιγὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε μὲ ἐκεῖνα τά πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε προτοῦ αὐτὴ μᾶς καταβάλει καὶ μᾶς νικήσει.
        Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνα ἰδιόμελο τοῦ Τριωδίου τοῦ ἑσπερινοῦ μᾶς λέει χαρακτηριστικὰ: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς ἀδελφοί. Ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται,  ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες  ‘‘ Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς’’». Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση οἱ ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι, κερδίσαν τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς προσευχόμαστε σωστὰ καὶ ἄς μὴν ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι αὐτὸς ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του ταπεινώνεται. Ἂς ταπεινωθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό μὲ εἰλικρίνεια καὶ πίστη, ἂς νηστέψουμε ὅπως πρέπει καὶ μέ κατάνυξη νὰ παρακαλέσουμε ὥστε «ὁ  Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση τοὺς ἁμαρτωλοὺς» καὶ ἔτσι δικαιωμένοι ἀπὸ Αὐτὸν νὰ κληρονομήσουμε τὴν Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.

O Tελώνης και ο Φαρισαίος.Ας διαλέξουμε τι μας ταιριάζει!

Η μορφή του τελώνου της σημερινής Ευαγγ. περικοπής τόσο συμπαθητική μέσα στην αθλιότητα της, μας διδάσκει μια μεγάλη αρετή. Την ταπεινοφροσύνη.Είναι ακριβώς η αρετή που λείπει από τον άνθρωπο της εποχής μας και τον Πολιτισμό του. Ο κόσμος γέμισε από  Φαρισαίους  που καμαρώνουν για τα προτερήματα και τα επιτεύγματα τους, ενώ οι  τελώνες  που σκύβουν στοχαστικά το κεφάλι μπροστά στα λάθη τους είναι ελάχιστοι.
Ο Ιερός Αυγουστίνος θεωρεί την ταπείνωση αρετή των αρετών γράφοντας σε ένα βιβλίο Του : «Αν με ρωτήσεις τι είναι πρώτο στην χριστιανική θρησκεία θα απαντήσω : Η ταπεινοφροσύνη. Τι δεύτερο; Η ταπεινοφροσύνη. Το τρίτο; Η ταπεινοφροσύνη. Χωρίς αυτήν και η πιο μεγάλη αρετή καταντά κακία».
Ο Ιερός Χρυσόστομος και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας μίλησαν για την αρετή αυτή αλλά κυρίως βίωσαν την ταπεινοφροσύνη και την έκαναν τρόπο ζωής. Άκουσαν τα λόγια του Χριστού ο οποίος διακήρυξε «Ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος» δίνοντας το μεγαλύτερο παράδειγμα ταπεινώσεως, που δεν έμεινε στα λόγια, αλλά πέρασε στην πράξη από τον νιπτήρα του Μυστικού Δείπνου, μέχρι την εκούσια Θυσία πάνω στο Ξύλο του Σταυρού. Όχι μόνον οι Πατέρες αλλά και αυτή ακόμα η φύση με χίλια παραδείγματα διδάσκει την ταπεινοφροσύνη. Σ΄ ένα χωράφι τα γεμάτα στάχυα σκύβουν γέρνουν στο χώμα, από το βάρος του καρπού, ενώ τα κούφια υψώνουν τα κεφάλια τους και καμαρώνουν στον Ήλιο.
Τα άδεια δοχεία είναι εκείνα που κάνουν τον μεγαλύτερο θόρυβο, ενώ η γελοιοποίηση είναι η επιεικέστερη τιμωρία για τους νάνους που θέλουν να παραστήσουν τους γίγαντες. Άξιο προσοχής είναι κα τούτο : Στην εποχή μας κυκλοφορούν πολλές απομιμήσεις της ταπεινοφροσύνης, και το σύνθημα, «Προσοχή στις απομιμήσεις» ισχύει και εδώ. Πολλοί προβάλλουν την ταπεινοφροσύνη τους βάζοντας ταμπέλες και ετικέτες. Αλλά ακριβώς αυτή η ετικέτα είναι η απόδειξη ότι πρόκειται για καλά καμουφλαρισμένο εγωισμό. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέει ο Μ. Βασίλειος «ότι η αληθινή ταπεινοφροσύνη κρύβει όχι μονάχα όλες τις άλλες αρετές, αλλά ακόμη και τον εαυτό της».
Γιατί άραγε λείπει από τον άνθρωπο η ταπεινοφροσύνη; Η απάντηση είναι απλή : Γιατί του λείπει η αυτογνωσία. Δεν ξέρει στην πραγματικότητα ποιος είναι, από πού έρχεται και που πηγαίνει. Όταν κάνεις αγνοεί όλα αυτά, είναι φυσικό να υψώνει είδωλο τον εαυτό του, να βλέπει κάτω από μεγεθυντικό φακό τις αρετές του, και κάτω από σμικρυντικό τις αδυναμίες του. Η αυτογνωσία είναι η βάση της ταπεινοφροσύνης, και θα έπρεπε το ωραίο σύνθημα των Αρχαίων προγόνων μας «γνώθι σαυτόν» να γίνει έμβλημα μας. Όταν γνωρίσει ο άνθρωπος ποιος είναι, θα αποκτήσει συνείδηση της αξίας του, των ικανοτήτων του, αλλά και των αδυναμιών του, των προσόντων του, αλλά και των ατελειών του. Θα μάθει πως είναι κράμα ουράνιου και γήινου μίγμα λάσπης και πνοής Θεού, και θα ξέρει ότι χωρίς το Θεό δεν είναι τίποτα, ενώ με τον Θεό είναι το παν. Ολόκληρη η ζωή μας δεν είναι παρά ένας αγώνας να κάνουμε το σκοτάδι φως, την νύχτα ημέρα και το ψέμα αλήθεια. Ότι ωραίο πετύχουμε σ΄ αυτόν τον αγώνα θα το χρωστάμε στην Θεϊκή Πνοή που υπάρχει μέσα μας. Στις δυνάμεις και τις ικανότητες με τις οποίες μας προίκισε ο Δημιουργός.
Είναι  «Θεού το δώρον »και αν καμαρώνουμε γι΄ αυτό κλέβουμε την δόξα που ανήκει σε άλλον. Στον Θεό.
Η ταπείνωση του  τελώνου  γίνεται φάρος στην θαλασσοπορία μας στο πέλαγος της ζωής. Εάν μιμηθούμε την στάση του τελώνου της Ευαγγελικής  περικοπής θα διαπιστώσουμε πως τα λάθη μας είναι ασύγκριτα πιο πολλά από τις αρετές μας, και θα σκύψουμε το κεφάλι με συντριβή επαναλαμβάνοντας τα λόγια : «Ο Θεός ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω». Και αυτό το σκύψιμο θα είναι το πιο τιμητικό ανέβασμα στη ζωή μας.   

ΟΜΙΛΙΑ ΔΙΑ ΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟ Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα»

Αρχή του τριωδίου αγαπητοί μου αδελφοί, Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου αύριο, είναι η μέρα που σηματοδοτεί την έναρξη μίας ιδιαίτερης περιόδου για την Εκκλησία μας. Είναι η περίοδος που συνδέεται, με πολλά ήθη και έθιμα της εκκλησιαστικής και λαϊκής μας παράδοσης. Φυσικά εμείς θα προσεγγίσουμε με συντομία, Χριστοκεντρικά το θέμα, διότι το Τριώδιο τι είναι σε τελική ανάλυση; είναι ένα μέσο του οποίου τα γραφόμενα, μας οδηγούν σε ένα ασφαλές πνευματικό ταξίδι, με προορισμό το Άγιο Πάσχα, την Εορτή τον Εορτών, η οποία Πανήγυρις εστί πανηγύρεων .
Το τριώδιο είναι μια υμνογραφική πανδαισία, που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, κοντά στον Θεό. Η άγνοια της μεγάλης σημασίας των ύμνων του, είναι αυτή που μας κρατά δεμένους στην αμαρτωλή ζωή.
Η περίοδος του τριωδίου μοιάζει με κλίμακα, με σκάλα, όπου θεωρητικά έχει λίγα σκαλοπάτια, αλλά ώμος είναι δυσπρόσιτα και δυσανάβατα , διότι για να ανεβούμε σε κάθε ένα από αυτά, θα πρέπει να αντιμετωπίσομε πολλές δυσκολίες, τόσο οδυνηρές που όλο και περισσότερο θα έχουμε στον νου μας την φράση του Κυρίου μας «ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν».
Φυσικά η δυσκολία έγγειται σε έναν παράγοντα, στο ΕΓΩ μας. Ο εγωισμός είναι αυτός που τροφοδοτεί κάθε πράξη μας, που είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού . Με τον ΕΑΥΤΟ μας λοιπόν πρέπει να αντιπαλέψομε, ώστε να ανεβαίνουμε ένα, ένα σκαλί, μέχρι το κεφαλόσκαλο του Παραδείσου, αλλά μην εφησυχάζομε, ακόμα και εκεί που βλέπομαι το Θείο κάλος και είμαστε έτυμοι να ακούσουμε, ως άλλοι δούλοι του Κυρίου, το «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου», ακόμα και εκεί, ο παμπόνηρος και μισάνθρωπος διάβολος μπορεί να μας ξεγελάσει.
Η λέξη "Τριώδιο" για τον πολύ κόσμο έχει αποσυνδεθεί από το πραγματικό της νόημα και περιεχόμενο και έχει ταυτιστεί με την διασκέδαση, το φαγητό, το ξεφάντωμα, τις μεταμφιέσεις, τους χορούς, πράγματα που περιέχουν μέσα τους την υπερβολή και γι' αυτό είναι ξένα προς το πνεύμα και τις παραδόσεις της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις αποτελούν κατάλοιπα και συνέχεια της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής εποχής και θρησκείας, της λατρείας του Βάκχου, της Κυβέλης και άλλων τέτοιων θεοτήτων και των συνακολούθων τους τελετών, μυστηρίων και εκδηλώσεων, κατά τις οποίες προέβαλλε μέσα από τις διάφορες εκδηλώσεις ένας ανεύθυνος, άλογος, αμαρτωλός, αχαλίνωτος και ακόλαστος ψυχισμός. Πρόκειται για μια ισχυρή συνήθεια, που, αν και αταίριαστη με το πνεύμα του Χριστιανισμού, συνέχισε και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να υφίσταται και να εκδηλώνεται αυτές τις ημέρες, με όλες τις ψυχοφθόρες συνέπειες της αμαρτίας που την συνοδεύουν.
Οι Άγιοι Πατέρες, ανέκαθεν τόνιζαν την ασυμβατότητα αυτών των ξεφαντωμάτων με την προσωπικότητα του πιστού, ιδιαίτερα όταν οι πράξης του προσβάλουν και το «κατ’ εικόναν Θεού», όπως όταν λόγου χάρη άνδρες ντύνονται σαν θήλεα και το αντίστροφο. Όλα αυτά αποτελούν σοβαρότατο ολίσθημα και πνευματικό ξεπεσμό, ξέφτισμα του βιώματος της εν Χριστώ ζωής, απόδειξη επιφανειακής, μη συνειδητοποιημένης Πίστεως. Και όλα αυτά σε μια περίοδο του έτους που η Εκκλησία μας μάς εισάγει σε άλλα νοήματα και σε υψηλότερες πνευματικές αρχές.
Για να αποκαταστήσουμε τα πράγματα στη σωστή τους θέση, πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε τί σημαίνει η λέξη "Τριώδιον". Από τα δύο συνθετικά της λέξης, το αριθμητικό "τρία" δεν χρειάζεται εξήγηση. Η Ωδή (εκ του ρήματος άδω = ψάλω επί το εκκλησιαστικό) είναι ένα σύστημα εμμέτρων τροπάριων, που απαγγέλλονται εμμελώς. Εννέα συνήθως ομάδες ομοίων στροφών αποτελούν τον λεγόμενο Κανόνα. Οι Κανόνες αποτελούν τμήμα της Ιεράς Ακολουθίας του Όρθρου, και όταν πρωτοεμφανίστηκαν αντλούσαν το περιεχόμενό τους από γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης. Σύντομα όμως χρησίμευσαν για την περιγραφή του βίου και τον εγκωμιασμό των Αγίων.
Κατά την περίοδο λοιπόν που εγκαινιάζει η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου στον Όρθρο ψάλλονται και κάποιοι Κανόνες που αποτελούνται από τρεις μόνον ωδές και το περιεχόμενό τους μας εισάγει στο πνεύμα της μετανοίας, της προσευχής και της νηστείας. Όταν λέμε λοιπόν πως άνοιξε το Τριώδιο, εννοούμε ακριβώς πως άνοιξε το βιβλίο αυτό, που περιγράψαμε και ταυτόχρονα όλη η μεγάλη περίοδος του αγώνα και της περισυλλογής μέχρι το Πάσχα, και όχι βέβαια η περίοδος της αμαρτίας και της ακολασίας.
Ειδικότερα οι πρώτες, οι παρεξηγημένες εβδομάδες που προηγούνται της νηστείας της Μ. Τεσσαρακοστής, μάς μεταφέρουν ένα μεγάλο πνευματικό μήνυμα. Όπως κατά τον ερχομό του Κυρίου μας επί της γης ο Πρόδρομος προετοίμασε το έδαφος, έτσι συμβαίνει και στην περίοδο της προ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η οποία είναι περίοδος άκρως πνευματική, περίοδος πνευματικού αγώνος, όπου προσπαθούμε να χαλιναγωγήσουμε τα πάθη μας. Προηγείται αυτή η περίοδος για να μας εισαγάγει ομαλότερα στην άσκηση της νηστείας, της εγκράτειας, της προσευχής, της πνευματικής και σωματικής αγρυπνίας κ.λ.π., μέσω των οποίων γνωρίζουμε τον εαυτό μας και την πνευματική μας κατάσταση. Διότι το καλό και το κακό δεν απέχουν και πολύ: το φαγητό επί παραδείγματι, είναι απαραίτητο για τη διαβίωσή μας, η λαιμαργία όμως είναι αμαρτία που υπονομεύει την ψυχική αλλά και τη σωματική μας υγεία. Ο ύπνος που ξεκουράζει το πνεύμα μας αλλά και το σώμα, όταν ξεπερνάει τα όρια, προξενεί ραθυμία, ακηδία κ.λ.π. Επομένως το νόημα αυτής της περιόδου είναι η προετοιμασία μας για το μεγάλο στάδιο της Τεσσαρακοστής, ούτως ώστε κεκαθαρμένοι να κατανοήσουμε το νόημα της προσωπικής μας Αναστάσεως, τη θέση μας μέσα στην Εκκλησία, ώστε να αποκτήσουμε την αυτοσυνειδησία μας ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Ας ρίξουμε το βλέμμα μας στο μήνυμα που μεταφέρουν οι Κυριακές αυτές. Την πρώτη Κυριακή, μέσα από την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, διδασκόμαστε την αξία της ταπεινώσεως και το σωστό τρόπο της προσευχής. Άλλωστε η ταπείνωση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποτέλεσμα μιας έντονης αυτοκριτικής και αυτογνωσίας. Ο Τελώνης δεν ζητούσε την ευσπλαχνία του Θεού για κάποια συγκεκριμένη αμαρτία αλλά για όλη την αμαρτωλότητά του . Αισθανόταν την μικρότητά του έναντι της μεγαλοσύνης του Θεού, σε αντίθεση με τον "καθαρό" Φαρισαίο. Άλλωστε, αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα διαπιστώσουμε πως όλοι οι άνθρωποι ανήκουν σε κάποια από τις δύο αυτές κατηγορίες, των ταπεινών και των υπεροπτών.
Μέσα πάλι από την παραβολή του Ασώτου μαθαίνουμε για το μέγεθος της μετανοίας και τους καρπούς της γνήσιας μεταστροφής και της ειλικρινούς συγγνώμης. Διακρίνουμε και εδώ το διαχωρισμό των ανθρώπων σε δύο κατηγορίες. Των ενάρετων και των αμαρτωλών, και τον μεταξύ τους συσχετισμό: ο εγωισμός προξενεί την αποξένωση και την πτώση, η δε ειλικρινής μετάνοια την πνευματική ανόρθωση και αποκατάσταση, γι’ αυτό στο τέλος οι όροι αμαρτωλός και δίκαιος αντιστρέφονται . Τι να πει κανείς για την φρικτή εκείνη διήγηση της Κρίσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας! που θα ακούσομε την Κυριακή των απόκρεων . Αποτελεί μια ευκαιρία για μια βαθιά επισκόπηση των πράξεων και των προθέσεών μας, ένα μεγάλο ράπισμα και ταρακούνημα στην ναρκωμένη και επαναπαυμένη συνείδησή μας, την οποία έχουμε πείσει πως είμαστε σωστοί και ενάρετοι μέσα από τις συμβατικές, τυπικές, αβαθείς όμως και άνευ περιεχομένου ενέργειές μας.
Τέλος η τελευταία Κυριακή της προπαρασκευαστικής περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής είναι η Κυριακή της τυροφάγου, εκεί η Εκκλησία μας, μας υπενθυμίζει την έξοδο των Πρωτοπλάστων απ’ τον Παράδεισο, που όμως τον ξανακερδίζουμε με την Σταυρική θυσία του Χριστού μας.
Αποδεικνύεται λοιπόν πως η Βασιλεία των Ουρανών, ανήκει σε αυτούς που εσφράγισαν το σύνολο των αρετών τους με τη γνήσια σφραγίδα της αληθινής, αδιάκριτης, ανιδιοτελούς και έμπρακτης αγάπης στο πρόσωπο του Θεού. Εύχομαι να συνειδητοποιήσουμε την φθαρτότητά μας και να δράξουμε την ευκαιρία, ώστε να κερδίσουμε την αφθαρσία της ψυχής μας. Αυτά τα υψηλά και πνευματικά νοήματα να κυριαρχήσουν τις άγιες ημέρες του Τριωδίου στις καρδιές όλων μας, αγαπητοί μου αδελφοί, αντί των δήθεν "πατροπαράδοτων" γλεντιών και εκδηλώσεων, που αντί να οικοδομούν, γκρεμίζουν τις ψυχές μας στην άβυσσος. Ας σταθούμε λοιπόν ως άλλοι τελώνες, προσφέροντας ένα δάκρυ ειλικρινούς μετανοίας και να αναφωνήσουμε με όλη μας την ψυχή και με καθαρή καρδία «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε το «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου». Αμήν.
Ιερεύς Ιωάννης Ν. Κουντουριάδης

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ.18, 10-14) ΤΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ « Ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ.18, 10-14)
ΤΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

« Ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»
     Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε, αγαπητοί μου αδελφοί, ακούσαμε τον Κύριο να εκφωνεί μια παραβολή, η οποία είναι παρμένη από την καθημερινή ζωή και συγκεκριμένα μέσα από το Ναό. Δυο άνθρωποι, ανέφερε ο Ιησούς, ανέβηκαν στο Ναό με σκοπό να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος, αφού προχώρησε μέσα στο Ναό στάθηκε επιδεικτικά στη μέση και άρχισε να προσεύχεται με τα εξής λόγια: «Θεέ μου σε ευχαριστώ που δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγες άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης. Νηστεύω δις του Σαββάτου δηλαδή τηρώ την εντολή της νηστείας και την αργία του Σαββάτου. Δίνω στο Ναό το ένα δέκατο των εισοδημάτων μου». Από την άλλη, ο τελώνης γονατιστός, σε μια γωνιά, δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό, ήταν σκυφτός και συνεχώς κτυπούσε το στήθος του και έλεγε συνεχώς : «Ο Θεός, ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ». Και ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι αυτός ο τελώνης έφυγε από το Ναό αθωωμένος, εν αντιθέσει προς τον Φαρισαίο, ο οποίος κατεκρίθη.
     Οι Φαρισαίοι ήταν μια από τις κυριότερες θρησκευτικές τάξεις του Ιουδαϊσμού κατά την εποχή του Χριστού. Ήταν ισχυροί και αρκετά πλούσιοι. Ήταν οι γνώστες και οι ερμηνευτές του Νόμου και των Προφητών και ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο λαό.Οι τελώνες, από την άλλη, ανήκαν στην πιο μισητή τάξη των ανθρώπων. Λόγω της ανήθικης ζωής και των πράξεων τους ο κόσμος τους θεωρούσε απατεώνες. Αλλού, από τον Κύριο, χαρακτηρίζονται άρπαγες, κλέφτες, ψεύτες. Θεωρούνταν όργανα δια των οποίων διαιωνιζόταν η υποταγή στους Ρωμαίους, διότι είχαν ως εργασία την συλλογή των φόρων. Μερικές φορές στο διπλάσιο ή τριπλάσιο από ότι πλήρωνε ο κόσμος, για αυτό και οι τελώνες ήταν αρκετά πλούσιοι.
     Ένας Φαρισαίος και ένας τελώνης, λοιπόν, ανέβηκαν στο Ναό με σκοπό να προσευχηθούν. Ας δούμε τον τρόπο που προσεύχεται ο καθένας τους και γιατί δικαιώνεται ο αμαρτωλός και όχι ο εκπρόσωπος του Νόμου. Όταν φθάνει στο Ναό ο Φαρισαίος στέκεται επιδεικτικά και εγωιστικά και αρχίζει να προσεύχεται ευχαριστώντας το Θεό, πρώτα, που δεν είναι κλέφτης, άδικος, άτιμος σαν τον τελώνη και αρχίζει να λέει τα κατορθώματα του ότι δηλαδή νηστεύει, δίδει από το εισόδημά του ένα μέρος για ελεημοσύνη και γενικά τηρεί τον Νόμο. Αν δούμε όμως με προσοχή την προσευχή του Φαρισαίου, θα διακρίνουμε ότι προσευχή αυτή σε τελική ανάλυση είναι ένας έπαινος του εαυτού του και των αρετών του. Απαριθμεί τα έργα του και αισθάνεται υπεροχή έναντι των άλλων ανθρώπων, τους οποίους θεωρεί όλους αμαρτωλούς. Είναι αυτάρκης και δεν φαίνεται να εξαρτάται από τον Θεό, αφού μπορεί μόνος του να επιτύχει τόσα. Σαν κέντρο του κόσμου βλέπει όχι τον Θεό αλλά τον εαυτό του. Τον Θεό τον χρειάζεται μόνο για να επιβεβαιώσει και να αναγνωρίσει τις αρετές του. Είναι βέβαιος για τον εαυτό του και πολύ περίφανος για αυτόν.
     Από την άλλη ο τελώνης φθάνει στο Ναό και πηγαίνει σε μια γωνιά σκυφτός και δεν τολμά να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό. Αυτός, αντίθετα προς τον Φαρισαίο, δεν κομπάζει για τα κατορθώματά του, αλλά κτυπά συνεχώς το στήθος του και ζητά από τον Θεό να τον συγχωρέσει. Δεν κρίνει κανένα, αλλά κατακρίνει μόνο τον εαυτό του, τον οποίο βλέπει χαμένο χωρίς το έλεος του Θεού. Δεν δικαιολογείται, αλλά βλέπει ότι κάθε δική του πράξη συνδέεται με την αμαρτία και αυτό τον οδηγεί σε συνεχή προσευχή. Έχει συναίσθηση του ποιος είναι. Βλέπουμε στο πρόσωπο του τελώνη να ενσαρκώνεται η ταπείνωση.
     Η παραβολή μας περιγράφει δυο ανθρώπους εντελώς αντίθετους μεταξύ τους και αυτό φαίνεται στον τρόπο που προσεύχονται. Ο ένας γεμάτος εγωισμό, υπερηφάνεια και κατάκριση για τον συνάνθρωπό του. Ο άλλος γεμάτος ταπείνωση, συντριβή από την αμαρτία και χωρίς δικαιολογίες οδηγείται στην αναγνώριση των λαθών του και ζητά το έλεος του Θεού. Ο Ιησούς δεν κατηγορεί το Φαρισαίο, γιατί είναι ενάρετος και εκτελεί τυπικά τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Τον κατηγορεί γιατί σε αυτά στηρίζει τη ζωή του και όχι στο Θεό. Δίνει σημασία στον τύπο και όχι στην ουσία. Ότι κάνει το κάνει για να εξυπηρετήσει τον εγωισμό του. Είναι σωστό ο άνθρωπος να ασχολείται και να ντύνεται με τα στολίδια των αρετών, αλλά πάντοτε αυτά πρέπει να συνδέονται με την ταπείνωση που είναι η βασίλισσα των αρετών σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο.
   Από την άλλη ο τελώνης δικαιώθηκε όχι γιατί ήταν αμαρτωλός αλλά γιατί είχε συνείδηση του ποιος είναι, είχε συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του και για αυτό χωρίς περιττά λόγια ζητά το έλεος του Θεού, γιατί μόνο αυτός μπορεί να τον σώσει και όχι ο εαυτός του. Οι αρετές για να καρποφορήσουν πρέπει να συνοδεύονται από την ταπείνωση, ώστε   να ανυψώσουν τον άνθρωπο κοντά στο Θεό. Η ταπείνωση είναι η μεγαλύτερη αρετή, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να αποκτήσουμε καμία άλλη αρετή.

Κυριακή τελώνου καί φαρισαίου.


Μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀνοίγει τό Τριώδιο. Μία κατανυκτική περίοδος, τό στάδιο τῶν ἀρετῶν. Ὅλοι ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἀδιαφοροῦμε, νά κωφεύουμε στήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά νά ἐντείνουμε τίς προσπάθειές μας, τόν πνευματικό μας ἀγώνα. Νά ἀποφεύγουμε ὃ,τι ἁμαρτωλό κάνει ὁ κόσμος καί νά ἀκολουθήσουμε ὃ,τι ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία καί περιμένει ἀπό ἐμᾶς ὁ Θεός.
Ἄν εἴχαμε σήμερα μία φωτογραφική μηχανή, θά φωτογραφίζαμε δύο τύπους. Θά βλέπαμε τόν φαρισαῖο νά φαντάζει μέ τό ἐπιβλητικό παράστημά του στό κέντρο τοῦ ναοῦ. Τόν ἄλλο, τόν τελώνη, μόλις θά τόν διακρίναμε σέ κάποια γωνιά σκυμμένο καί ντροπαλό. Καί ἐρωτῶ, ἄν ἐξετάζαμε τόν φαρισαῖο σέ κάποια μαθήματα, σέ διάφορους τομεῖς τῆς ζωῆς του, τί βαθμό θά τοῦ βάζαμε;
Π.χ. στό μάθημα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Εἶναι πολύ δύσκολο μάθημα στήν ἐποχή μας. Ἀπό τούς ἑκατό βαπτισμένους χριστιανούς μόλις δύο μέ τρεῖς ἐκκλησιάζονται κάθε Κυριακή. Καί αὐτοί δέν γνωρίζω μέ πόση ὄρεξη ἔρχονται καί πῶς συμμετέχουν στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ φαρισαῖος δίνει τό παρόν ἀνελλιπῶς. Εἶναι κάθε Σάββατο στή λατρευτική σύναξη. Λοιπόν δέν τοῦ ἀξίζει ἕνα ἂριστα;
Στό μάθημα τῆς θρησκευτικότητας. Οἱ περισσότεροι σήμερα ἔχουν ἂλλα ἐνδιαφέροντα: κοσμικά, οἰκονομικά, πολιτικά, ἀθλητικά κ.ἄ. Λίγοι ἔχουν θρησκευτικά ἐνδιαφέροντα. Ἐλάχιστοι ἀσχολοῦνται μέ πνευματικά θέματα, μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τά κατηχητικά , μέ ἁγιογραφικούς κύκλους κλπ. Ὁ φαρισαῖος εἶναι καθαρά θρησκευτικός τύπος. Ἀνήκει στήν θρησκευτική ἀριστοκρατεία, στήν ἀφρόκρεμα τῶν Ἑβραίων. Εἶναι ἀφιερωμένος στόν Θεό. Ἡ ζωή του πάντοτε στρέφεται γύρω ἀπό τόν Θεό. Δέν τοῦ ἀξίζει ἄριστα;
Στό μάθημα τῆς τιμιότητας. Οἱ περισσότεροι σκοπό τῆς ζωῆς τους ἔχουν τό σύνθημα: «ἃρπαξε νά φᾶς καί κλέψε γιά νά ἔχεις». Οἱ πιό πολλοί πλουτίζουν μέ ψέματα, μέ ἀδικίες,  μέ κλοπές καί ἁρπαγές, μέ παρανομίες καί οἰκονομικά σκάνδαλα. Λίγοι ζοῦν μέ τόν τίμιο ἱδρώτα τους. Σ᾿ αὐτούς ἀνήκει ὁ φαρισαῖος. Τόν ἀκοῦμε νά τό λέγει: « Οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων ἃρπαγες, ἄδικοι...». Πάλι τοῦ ἀξίζει ἄριστα!
Στό μάθημα τῆς ἠθικῆς. Κι᾿ αὐτό δύσκολο γιά τήν ἐποχή μας, γιατί δυστυχῶς οἱ περισσότεροι σήμερα ἀπό νέοι ζοῦν βίο ἄσωτο καί ἀνήθικο. Βαρύνονται  μέ ἠθικές παρεκτροπές καί πρό τοῦ γάμου καί μετά τόν γάμο. Καί μάλιστα προκαλοῦν καί καυχῶνται πού ποδοπατοῦν τό στεφάνι τους. Λίγοι εἶναι οἱ πιστοί στό γάμο τους, τά ἠθικά στοιχεῖα. Μέσα σ᾿ αὐτούς ἀνήκει καί ὁ φαρισαῖος. Ἦταν σώφρων καί ἄγαλμα τῆς ἠθικῆς. Νά ἕνα ἀκόμη ἄριστα. Τοῦ ἀξίζει ὁ δίκαιος ἒπαινος.
Στό θέμα τῆς νηστείας. Δύσκολο γιά τούς πολλούς, πού ἒχουν θεοποιήσει τήν γαστέρα τους. Λίγοι τηροῦν τίς νηστεῖες, ὃπως ὥρισε ἡ Ἐκκλησία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι σάν πνευματική ἄσκηση. Ὁ φαρισαῖος νήστευε κανονικά, ὃπως ὣριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. «Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου», ὁμολογεῖ. Νηστεύει δύο ἡμέρες τήν ἑβδομάδα. Ἔτσι παίρνει ἕνα ἀκόμη ἂριστα.
Στό μάθημα τῆς προσευχῆς. Βαρύ κι᾿ αὐτό καί δύσκολο. Ὧρες ὁλόκληρες νά συζητοῦμε μέ ἂλλους γιά χαζά καἰ ἀνούσια πράγματα, δέν λέμε νά σταματήσουμε. Ὃταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς καί πρόκειται νά συνομιλήσουμε μέ τόν Θεό, τότε μᾶς βρίσκουν ὃλα. Τότε εἴμαστε κουρασμένοι, τότε πονᾶμε, τότε ἔχουμε δουλειές καί δέν ἔχουμε χρόνο κ.ο.κ. Ἀκόμη καί μέσα στήν Ἐκκλησία,  τήν ὥρα τοῦ φρικτοῦ Μυστυρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας λίγοι προσεύχονται. Ὁ φαρισαῖος, μᾶς λέγει τό ἱ. Εὐαγγέλιο, «ἀνέβη εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι». Ἀκόμη ἕνα ἄριστα.
Στό μάθημα τῆς ἐλεημοσύνης. Οἱ περισσότεροι χριστιανοί πῆραν διαζύγιο ἀπό τήν ἐλεημοσύνη. Τούς ἀκοῦμε νά λένε: σήμερα δέν ὑπάρχουν φτωχοί.Ἤ κι᾿ ἐγώ εἶμαι φτωχός, κι᾿ ἐγώ ἔχω ἀνάγκη. Ἔτσι νομίζουν πώς δικαιολογοῦνται καί ἀπαλλάσονται τῆς εὐθύνης. Σχεδόν ὅλοι κοιτάζουν τί θά πάρουν καί ὂχι τί θά δώσουν. Ἐλάχιστοι ἔχουν τρύπια χέρια, πού προσφέρουν καί ἐλεοῦν. Ὁ φαρισαῖος ἔκαμνε τακτική καί γενναία ἐλεημοσύνη, ὅπως ζητοῦσε ὁ Θεός στήν Π. Διαθήκη. «Ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ἀπό ὅ,τι ἔβγαζε ἔδινε τό ἕνα δέκατο. Ἀσφαλῶς τοῦ ἀξίζει ἄριστα. Σέ ὃλα τά μαθήματα τοῦ βάζουμε ἄριστα.
Ἀλλά ξαφνικά κάποιος ἐπεμβαίνει καί τά ἀνατρέπει ὃλα. Ἀλλάζει τήν βαθμολογία, τήν κατεβάζει ἐπικίνδυνα. Καί αὐτός εἶναι ὁ Μέγας Διδάσκαλος καί Παιδαγωγός, ὁ Καθηγητής, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ ἀλάθητος καί ἀδέκαστος Κριτής, πού ἐξετάζει σέ βάθος. Εἶναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς καί τά κρύφια τῶν ἀνθρώπων σαφῶς ἐπιστάμενος».  Τί βαθμό ἔβαλε; Ὂχι ἄριστα, ὂχι τήν βάση ἢ κάτω ἀπό τήν βάση, μά κάτω ἀπό τό μηδέν. Τρομάζουμε μέ τό ἀποτέλεσμα. Ἄν ἕνας μέ τόσες ἀρετές δέν σώθηκε, τότε ποιός θά σωθεῖ; τί θά γίνει με μᾶς, ἀδελφοί μου; Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ φαρισαῖος καταδικάσθηκε ἀπό τόν Χριστό;
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: Ὑπάρχει ἕνα θηρίο, ἓνα τέρας, πού δέν τρώγει, δέν καταβροχθίζει ἀνθρώπους, ἀλλά ἀρετές. Καί τό θηρίο αὐτό λέγεται κενοδοξία,  λέγεται ἐγωϊσμός καί ὑπερηφάνεια.  Ὃ,τι καλό κάνουμε, τό κατατρώγει ἡ κενοδοξία καί ἔτσι δέν φέρνει καρπούς καί ἀποτελέσματα. Ἡ ἀρετή μας, τά καλά μας ἔργα πρέπει νά ἀποβλέπουν στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί ὂχι στήν δική μας δόξα. Ἡ ἀρετή μας ἀποσκοπεῖ στόν ἔπαινο καί στό χειροκρότημα ἀπό  τόν Θεό καί τούς Ἀγγέλους, ὄχι στό χειροκρότημα τοῦ κόσμου. Κίνητρο τῶν πράξεών μας εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὂχι ἡ κενοδοξία, ἡ ἀνθρωπαρέσκεια.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
ὁ φαρισαῖος μέ τόσες ἀρετές καταδικάσθηκε, χάθηκε.Τί θά γίνει μέ μᾶς πού καί κενοδοξία ἔχουμε καί ἀρετές δέν ἔχουμε; Ὁ φαρισαῖος εἶχε πολλές ἀρετές. Μία δέν εἶχε τήν ταπείνωση, γι᾿ αὐτό καί χάθηκε. Ἀντίθετα ὁ τελώνης εἶχε ἁμαρτίες, μά σώθηκε. Γιατί; Γιατί εἶχε ταπείνωση. Ὁ δρόμος πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν σωτηρία εἶναι ἡ ταπείνωσις. Ἐμεῖς μέ ταπείνωση ἄς ἐπιτελοῦμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τόν φαρισαῖο ἄς πάρουμε τίς ἀρετές. Ἀπό τόν τελώνη τήν ταπείνωση. Ἔτσι θά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου δόξης στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ανοίγει τις πύλες της, αγαπητοί μου, η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου. Πρόκειται για μία πνευματική πορεία, που διέπει την ζωή της Εκκλησίας μας, μέχρι και το Σάββατο του Λαζάρου και μάς καλεί σε συνεχή εσωτερική ανάβαση, πάνω στα ίχνη της Ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως αυτά θαυμαστά αποκαλύπτονται στις Ευαγγελικές περικοπές της περιόδου. Σήμερα θα σταθούμε στους πνευματικούς αναβαθμούς, που καλούμαστε να ανεβούμε τις τέσσερις πρώτες Κυριακές του Τριωδίου, πριν εισέλθουμε στην μοναδική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η σημασία του Τριωδίου είναι ιδιαίτερη και καθοριστική στον Εκκλησιαστικό βίο. Ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ομολογεί ότι «και μόνον η ύπαρξις του Τριωδίου αποδεικνύει την πνευματικότητα της Εκκλησίας μας, την χαρισματική αποστολή Της, τον υπερβατικό χαρακτήρα Της – ταυτόχρονα δε και τόσο ανθρώπινο – και τον εσχατολογικό ορίζοντα, τον οποίο ανοίγει ενώπιόν μας. Ο άνθρωπος που καταφέρνει να ζήσει το Τριώδιο είναι αδύνατον να μη γίνει πνευματικός άνθρωπος»
Ο πρώτος σταθμός, τον οποίο καλούμαστε να κατακτήσουμε στο Τριώδιο και κατ’ επέκτασιν στην πνευματική μας ζωή, είναι η ταπείνωση, όπως αυτή αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του τελώνη της σημερινής Ευαγγελικής διήγησης. Η υμνολογία της ημέρας μάς καλεί να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, όπως ο τελώνης,  παραδεχόμενοι την πνευματική μας υστέρηση και αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της αμαρτωλής ζωής μας. Η στάση αυτή, ενώ συνιστά ενέργεια αδυναμίας και ατολμίας, κατά την κοσμική αντίληψη, εντούτοις είναι κίνηση βαθιάς εσωτερικής δύναμης, την οποία ο άνθρωπος ενεργοποιεί για ν’ αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο αντίπαλό του, τον κακό εαυτό του. Γι’ αυτό και η ταπείνωση ελκύει την χάρη του Θεού, σε αντιδιαστολή με την φαρισαϊκή έπαρση και αυτοδικαίωση, η οποία προβάλλεται ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Ο δεύτερος σταθμός, του Τριωδίου, την επόμενη Κυριακή του Ασώτου, είναι η μετάνοια. Ο μικρός γιος της παραβολής κάνει την επανάστασή του. Αποσυνδέεται από την πατρική σκέπη και, έχοντας στη διάθεσή του τον πλούτο που τού αναλογεί, κατρακυλά στο βάραθρο της αμαρτίας και της ασωτίας. Και τότε νιώθει εσωτερικό συγκλονισμό από την στέρηση της πατρικής αγάπης, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής και αποκαθίσταται στην πατρική οικία, χάριν της ειλικρινούς μετανοίας. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο «η μετάνοια είναι το ιατρείο που θεραπεύει την αμαρτία. Είναι δώρο ουράνιο, δύναμη θαυμαστή, χάρη που νικά τις συνέπειες των νόμων. Γι’ αυτό δεν απορρίπτει τον πόρνο, δεν εμποδίζει τον μοιχό, δεν αποστρέφεται τον μέθυσο, δε σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη, δεν απομακρύνει τον κακολόγο, δεν διώχνει τον βλάσφημο, ούτε τον αλαζόνα, αλλά όλους τους μεταμορφώνει… Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό, αυτή μάς εισάγει στον Παράδεισο»
Ο τρίτος σταθμός του Τριωδίου, την Κυριακή των Απόκρεω, είναι η αγάπη. Οι εικόνες του Ευαγγελίου είναι αποκαλυπτικές. Οι άνθρωποι θα βρεθούν ενώπιον του δικαίου Κριτού, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Εκεί ο δικαιοκρίτης Χριστός θα κατατάξει όλους ανάλογα με το μέτρο, όχι της προσποιητής θρησκευτικότητάς τους, αλλά με την ποιότητα και ποσότητα της αγάπης τους, που επέδειξαν στην εικόνα του Θεού, τον συνάνθρωπο. «Το πιστοποιητικό της εισόδου στην σωτήρια αυλή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αγάπη. Μία αγάπη ειλικρινής, αληθινή, πραγματική, συγκεκριμένη, όχι στα λόγια, στο νου, στη φαντασία, στην αφηρημένη γενικότητα, αλλά στην πείνα, τη δίψα, τη γύμνια, τη στέρηση, τον πόνο και την αιχμαλωσία του πλησίον»
 Ο τέταρτος πνευματικός αναβαθμός του Τριωδίου, την Κυριακή της Τυρινής, είναι η νηστεία. Οι σύγχρονοι Χριστιανοί συχνά παρεξηγούμε το βαθύτερο νόημά της. Την περιορίζουμε στην υλική στέρηση και αποφυγή συγκεκριμένων τροφών, νομίζοντας ότι, με τον τρόπο αυτό, κάνουμε το καθήκον μας ενώπιον του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όμως, τοποθετεί την νηστεία στην σωστή της βάση: «ο τελικός σκοπός της νηστείας είναι η κάθαρση της ψυχής. Ποιά μπορεί να είναι η ωφέλεια μιας αποχής απ’ τις υλικές τροφές, που θα την ακολουθούσε ήττα και υποδούλωση στα σαρκικά φρονήματα και πάθη;»   Το περιεχόμενο της αληθινής νηστείας, λοιπόν, είναι καθαρά πνευματικό. Αποσκοπεί στην εσωτερική αναγέννηση του ανθρώπου, την οποία έρχεται να υποβοηθήσει η άσκηση της νηστείας, όταν αυτή γίνεται με τρόπο ταπεινό και αθόρυβο. Καλό και Ευλογημένο Τριώδιο!
π. Περικλης Ριπισης

Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου


Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην πολύ διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την εωσφορική έπαρση. Δίδαξε την παραβολή αυτή «προς τινας τους πεποιθότας αφ' εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς» (Λουκ.18,9).
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: «’νθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι , ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς ευατόν ταύτα προσηύχετο ΄ ο Θεός ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης΄ νηστεύω δις του σαββάτου , αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι , αλλ' έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων΄ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ . Λέγω υμίν , κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος΄ ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται , ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται » (Λουκ.18,10-14).
Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας . Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια. Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μια λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Εγωισμός και μετάνοια είναι δυο έννοιες εντελώς αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η μία αναιρεί την άλλη. Οι πύλες της ψυχής του εγωπαθούς ανθρώπου είναι ερμητικά κλειστές για τη θεία χάρη και κατά συνέπεια είναι αδύνατη η σωτηρία του, όσο εμμένει στην εγωιστική του περιχάραξη.
Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός είναι καταστάσεις εωσφορικές. Πρώτος διδάξας ο Εωσφόρος, ο οποίος δε μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από το Θεό και δημιουργό του και γι' αυτό διανοήθηκε να στήσει το θρόνο του πάνω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πραγματοποιήσει το σκοπό του, αλλά να χάσει τη δόξα και την τιμή που του είχε χαριστεί από το Θεό και να καταπέσει στην έσχατη απαξία. Από ανείπωτο μίσος και φθόνο θέλησε να μεταδώσει και στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού, τη φθοροποιά και καταστροφική έξη του εγωισμού. Έπεισε τους πρωτοπλάστους ότι δήθεν ήταν ικανοί από μόνοι τους να γίνουν θεοί (Γεν. 3 ο κεφ.), συμπαρασύρωντάς τους στη δική του δίνη και καταστροφή.
Αυτή ακριβώς την κατάσταση έχει υπόψη της η Εκκλησία μας και θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σημαίνει γι' Αυτήν την μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως.
Στην υπέροχη και διδακτική υμνωδία της ημέρας αυτής ψάλλουμε: «Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του Τελώνου αρίστην, ίν' υψωθώμεν βοώντες τω Θεώ συν εκείνω΄ Ιλάσθητι τοις δούλοις Σου, ο τεχθείς εκ Παρθένου, Χριστέ Σωτήρ, εκουσίως» και «Μη προσευξόμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί΄ ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθώμεν εναντλιον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας κράζοντες΄ Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός τοις αμαρτωλοίς». Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, ως μονόδρομο για τη σωτηρία μας.

Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη


Βιογραφικά Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.

Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.
Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή.

Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.
Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.



Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.
Στο ανάστημα ήταν μέτρια και κάπως γεμάτη. Έγερνε προς την αριστερή πλευρά, γιατί είχε πέσει από μια σκάλα και ο σπόνδυλός της έπαθε σοβαρή βλάβη. Για να σταθή όρθια, έπρεπε να ακουμπά το αριστερό χέρι στο γόνατό της. Αλλά παρά την σωματική της αναπηρία έκανε πολλές μετάνοιες. Όταν πονούσε ο σπόνδυλος της, έλεγε: «Πονώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να πονούμε».


Το τυπικό της

Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».

Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).
Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».

Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση.

 Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και έγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».

Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.
Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: 
«Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: 
«Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». 
Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».

Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος.
Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.

Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».
Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.

Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.

Εμπειρίες χάριτος
Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.

Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.
Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.
Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.
Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “ελα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.
Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε.
Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναί». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».

Δοκιμασίες
Εϊναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.
Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.
Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.
Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.
Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.

Μοναχική κουρά και κοίμηση
Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.

Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά.
Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.
Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:
«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.Αιωνία της η μνήμη. Αμήν. 

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

Μια διαφορετική προσέγγιση του άλυτου προβλήματος που ακούει «Μονή Εσφιγμένου»

 
Βλέπουμε αδελφούς συναγωνιστές ενάντια στην παναίρεση του οικουμενισμού και συγχρονίζονται με τις γραφικές φιγούρες «γνησίων αγιορειτών» και νοιώθουμε πως χάνουνε το δίκιο τους! Δεν μας κάνει εντύπωση πως οι αγιορείτες πατέρες που έκοψαν το μνημόσυνο του αιρεσιάρχη Βαρθολομαίου έχουν πάρει σαφής αποστάσεις από την εν λόγο ομάδα;;;
Η συμπάθεια κατά ανθρωπον είναι δεδομένη όμως όσοι δεν γνωρίζουν ας διαβάσουν προσεκτικά την μελέτη αυτή!










Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2017

Το κοσμικό πνεύμα – Ο διάβολος κυβερνάει την ματαιότητα.


Αποτέλεσμα εικόνας για Το κοσμικό πνεύμα – Ο διάβολος κυβερνάει την ματαιότητα.

– Γέροντα, γιατί τον διάβολο τον λένε “κοσμοκράτορα”; Είναι πράγματι;
– Ακόμη αυτό έλειπε, να κυβερνά ο διάβολος τον κόσμο! Όταν είπε ο Χριστός για τον διάβολο “ο άρχων του κόσμου τούτου” (1), δεν εννοούσε ότι είναι κοσμοκράτορας, αλλά ότι κυριαρχεί στην ματαιότητα, στην ψευτιά. Αλλοίμονο, θα άφηνε ο Θεός τον διάβολο κοσμοκράτορα! Όσοι όμως έχουν δοσμένη την καρδιά τους στα μάταια, στα κοσμικά, αυτοί ζουν υπό την εξουσία “του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου” (2). Ο διάβολος δηλαδή κυβερνάει την ματαιότητα και τους ανθρώπους που είναι κυριευμένοι από την ματαιότητα, από τον “κόσμο”. “Κόσμος” τι θα πη; Δεν θα πη κόσμημα, μάταιο στολίδι; Όποιος λοιπόν είναι κυριευμένος από την ματαιότητα είναι υπό την κατοχή του διαβόλου. Η αιχμαλωτισμένη καρδιά από τον μάταιο κόσμο διατηρεί και την ψυχή ατροφική και τον νου σκοτισμένο. Τότε, ενώ φαίνεται κανείς ότι είναι άνθρωπος, στην ουσία είναι πνευματικό έκτρωμα.
Μου λέει ο λογισμός ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της ψυχής μας ακόμη και από τον διάβολο είναι το κοσμικό πνεύμα, γιατί μας παρασύρει γλυκά και μας πικραίνει τελικά αιώνια. Ενώ, αν βλέπαμε τον ίδιο τον διάβολο, θα μας έπιανε τρόμος, θα αναγκαζόμασταν να καταφύγουμε στον Θεό και θα εξασφαλίζαμε τότε τον Παράδεισο. Στην εποχή μας, πολύς “κόσμος” -κοσμικό πνεύμα- μπήκε στον κόσμο και αυτός ο “κόσμος” θα τον καταστρέψη. Έβαλαν οι άνθρωποι μέσα τους τον “κόσμο” και διώξανε από μέσα τους τον Χριστό.
– Γέροντα, γιατί δεν καταλαβαίνουμε πόσο κακό κάνει το κοσμικό πνεύμα και παρασυρόμαστε από αυτό;
– Γιατί το κοσμικό πνεύμα μπαίνει σιγά-σιγά, όπως ο σκαντζόχοιρος μπήκε στην φωλιά του λαγού. Στην αρχή ο σκαντζόχοιρος παρακάλεσε τον λαγό να βάλη λίγο το κεφάλι του μέσα στην φωλιά του,   για να μη βρέχεται. Μετά έβαλε το ένα πόδι, μετά το άλλο, και τελικά μπήκε ολόκληρος, και με τα αγκάθια του έβγαλε τελείως έξω τον λαγό. Έτσι και το κοσμικό φρόνημα μας ξεγελάει με μικρές παραχωρήσεις και σιγά-σιγά μας κυριεύει. Το κακό λίγο-λίγο προχωράει. Αν ερχόταν απότομα, δεν θα ξεγελιόμασταν. Βλέπεις. Αν θέλης να ζεματίσης έναν βάτραχο, πρέπει να του ρίξης λίγο-λίγο το ζεματιστό νερό. Αν το ρίξης απότομα όλο μαζί, πετιέται και φεύγει, γλυτώνει. Ενώ, αν του ρίξης λίγο καυτό νερό, στην αρχή θα το τινάξη λίγο από την πλάτη του και μετά θα το δεχθή. Αν του ρίξης ακόμη λίγο, πάλι θα το τινάξη λίγο, και σιγά-σιγά θα ζεματιστή, χωρίς να το καταλάβη. “Βρε, βάτραχε, αφού σου έρριξε λίγο καυτό νερό, σήκω και φύγε!” Δεν φεύγει. Φουσκώνει-φουσκώνει και μετά ζεματιέται. Έτσι κάνει και ο διάβολος, μας ζεματίζει λίγο-λίγο, και τελικά, χωρίς να το καταλάβουμε, βρισκόμαστε ζεματισμένοι!
(1) Ιω. 16, 11
(2) Βλ. Εφ. 6, 12
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Α’ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...