ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Λκ. ιη΄ 10-14)
Μὲ τὴν σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐγκαινιάζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ λεγομένη περίοδος τοῦ Τριωδίου ἢ ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουν οἱ κινητὲς γιορτὲς πρὶν ἀπὸ τό Πάσχα. Ἡ περίοδος αὐτή, ἡ ὁποῖα κλείνει μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, δημιουργεῖ μὲ ὅσα ψάλλονται καὶ τελοῦνται στοὺς ἱεροὺς Ναούς μεγάλες καὶ ἱερὲς συγκινήσεις καλώντας συγχρόνως τοὺς πιστοὺς σὲ πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἔτσι μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου ποὺ ἀκούσαμε διδασκόμαστε γιὰ τό κακὸ ποὺ προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια καὶ παράλληλα γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς πραγματικῆς προσευχῆς καὶ τῆς ταπείνωσης.
Οἱ δύο ἄνθρωποι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, σύμφωνα μὲ τήν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση, ξεκίνησαν ὁ καθένας ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ αἰτία. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Ὁ μὲν Φαρισαῖος πῆγε στὸ Ναό, διότι ἦταν δημόσιος τόπος λατρείας, πιὸ δημόσιος ἀπὸ τὶς γωνιὲς καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἔβλεπαν περισσότεροι ἄνθρωποι, θὰ ἐπικροτοῦσαν τὴν εὐλάβεια του καὶ ἔτσι θὰ ἱκανοποιοῦνταν ὁ ἐγωισμὸς του. Ὁ δὲ Τελώνης πῆγε στὸ Ἱερὸ, ὄχι μόνο διότι ἦταν τόπος καθορισμένος γιὰ κοινὴ λατρεία, σὰν οἶκος προσευχῆς, ἀλλά καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ λόγο: ἤθελε νὰ βρῆ παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στὴ συνείδησή του, ἡ ὁποῖα τὸν βασάνιζε ἀκριβῶς ἐπειδὴ αἰσθανόταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός.
Ἡ προσευχὴ τὴν ὁποῖα κάνουν καὶ οἱ δύο πρὸς τὸν Θεὸ, εἶναι ἡ νοερὰ, ἡ ἀτομικὴ προσευχή. Ὅμως αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶναι κἂν προσευχή, ἀλλὰ εἶναι ἐπίδειξη τῶν προσόντων ποὺ πίστευε ὅτι εἶχε: «οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων». Δηλαδὴ, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ, ἦταν σὰν νὰ ἀνάγκαζε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀνταμείψει γιὰ τὶς ἀρετές του. «Νηστεύω δύο φόρες τήν ἑβδομάδα καὶ δίνω στὸ Ναὸ τό δέκατο ἀπὸ τά εἰσοδήματα μου». Ὁ Τελώνης ἀντίθετα, συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φωνάζει μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Θεέ μου, συγχώρεσε με τόν ἁμαρτωλό».
Ἡ στάση τοῦ Φαρισαίου εἶναι προκλητικὴ, κάτι ποὺ συμβαίνει μὲ ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν πωρωμένη τήν συνείδησή τους. Στέκονται καὶ αὐτοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπερήφανοι σὰν νὰ εἶναι ἀναμάρτητοι. Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ ζητήσουν τό ἔλεος Του, γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὶς δωρεὲς καὶ τὶς χαρὲς ποὺ τοὺς παρέχει, δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους: «Δὲν σκότωσα…» λένε οἱ περισσότεροι. Πράγματι, ἴσως νὰ μὴν ἀφαίρεσαν τὴ ζωὴ κάποιου συνανθρώπου τους, ὅμως φόνος εἶναι καὶ ἡ συκοφαντία καὶ ὅ,τι δήποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ βλάψει τήν προσωπικότητα καὶ τό ἦθος τοῦ ἀδελφοῦ τους. Ἡ ἀφαίρεση τῆς ζωῆς καὶ ἡ δηλητηρίαση τῶν συνειδήσεων, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τήν συκοφαντία, εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλες ἁμαρτίες, ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο εἶναι ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸ κακὸ ποὺ τοῦ συνέβαινε. Ὁ ἐγωϊσμὸς τύφλωσε τά μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ δὲν ἔβλεπε τόν δρόμο ποὺ θὰ τόν ὁδηγοῦσε στὴ σωτηρία του. Ἀντίθετα ὁ Τελώνης, μὲ τήν ταπείνωση καὶ μὲ τήν συναίσθηση ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς, σώθηκε. Ἡ στάση αὐτὴ μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε τόν πνευματικὸ μας ἀγῶνα μὲ ταπεινοφροσύνη, ἐπειδὴ αὐτή εἶναι ποὺ τελειοποιεῖ τούς ἀνθρώπους καὶ ἀνακηρύσσει τοὺς ἁγίους. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τήν ὀνομάζει «μείζονα τῶν ἀρετῶν» καὶ σὲ ἕνα του βιβλίο γράφει: «Ἂν μὲ ρωτήσεις τὶ εἶναι πρῶτο στὸ χριστιανισμὸ θὰ ἀπαντήσω: Ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὶ δεύτερο; Ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὶ τρίτο; Ἡ ταπεινοφροσύνη, διότι χωρὶς αὐτὴν καὶ ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ καταντᾶ κακία».
Ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ Φαρισαῖος δὲν κατάφερε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, διότι ἡ ἀλαζονεία του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ προσευχηθῆ μέ εἰλικρίνεια. Ὅμως ὁ Τελώνης, μὲ τὴν ψυχικὴ του συντριβὴ, κατάφερε ὥστε ἡ προσευχή του νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ φύγει ἀπό τόν Ναὸ γιὰ τὸ σπίτι του «δικαιωμένος». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς λέει πὼς ἡ εἰλικρινὴς προσευχὴ «ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ξεπεράσει ἀκόμη καὶ κάθε τὶ τὸ ἐπουράνιο, κάθε θεωρητικὴ σκέψη περὶ Θεοῦ, τὸν φέρνει μπροστὰ σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα». Εἶναι δηλαδὴ ἡ προσευχή ἀνέβασμα, συνάντησις μὲ τὸν Θεὸ καὶ παράστασις μπροστὰ Του.
Γιατὶ ὅμως χρειάζεται ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀνάβαση στὸν οὐρανὸ, προκειμένου νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό; Μήπως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πανταχοῦ παρὼν; Δὲν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἐν αὐτῷ ζῷμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν;» Σίγουρα καὶ εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ χῶρος τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ. «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» λέμε στὴν Κυριακὴ προσευχή, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται μακριὰ μας, στὸν οὐρανό, ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς μὲ τὸν νοῦ μας καὶ τήν καρδιὰ μας εἴμαστε ἀπομακρυσμένοι ἀπ’ αὐτόν, διότι ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας στὰ γήϊνα καὶ πρόσκαιρα.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς νίκης γιὰ τὰ πάθη μας ποὺ προέρχονται ἀπὸ τήν ὑπερηφάνεια. Ἡ δὲ Ἐκκλησία, σὰν καλὴ παιδαγωγός, τώρα ποὺ ἀρχίζει τό Τριώδιο, μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη μᾶς ὁδηγεῖ γιὰ νὰ φθάσουμε στὶς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα πνευματικὰ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἀναστημένο Κύριο. Νὰ μὴν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕναν ὕπουλο ἐχθρὸ, τὴν ἁμαρτία, καὶ πρέπει σιγὰ – σιγὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε μὲ ἐκεῖνα τά πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε προτοῦ αὐτὴ μᾶς καταβάλει καὶ μᾶς νικήσει.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνα ἰδιόμελο τοῦ Τριωδίου τοῦ ἑσπερινοῦ μᾶς λέει χαρακτηριστικὰ: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς ἀδελφοί. Ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες ‘‘ Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς’’». Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση οἱ ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι, κερδίσαν τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς προσευχόμαστε σωστὰ καὶ ἄς μὴν ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι αὐτὸς ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του ταπεινώνεται. Ἂς ταπεινωθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό μὲ εἰλικρίνεια καὶ πίστη, ἂς νηστέψουμε ὅπως πρέπει καὶ μέ κατάνυξη νὰ παρακαλέσουμε ὥστε «ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση τοὺς ἁμαρτωλοὺς» καὶ ἔτσι δικαιωμένοι ἀπὸ Αὐτὸν νὰ κληρονομήσουμε τὴν Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.