Τὸ πνεῦμα τῆς Ἀποστασίας στοὺς ἐσχάτους καιροὺς κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου.
Ο Απόστολος ὁμιλεῖ σαφῶς περὶ τῆς Ἀποστασίας, ἡ ὁποία θὰ συμβῆ στὶς ἔσχατες ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Περὶ αὐτῆς ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλες Ἐπιστολές του. Στὴν Πρώτη πρὸς Τιμόθεον γράφει: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α’ Τιμ. δ’ 1). Ὁμοίως γράφει ὁ αὐτὸς στὴν Β’ Τιμ. γ’ 1 καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Β’ Πέτρ. γ’ 1.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰούδας μαρτυρεῖ, ὅτι ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ὡμίλησαν περὶ αὐτοῦ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο: «Μνήσθητε τῶν ρημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες» (Ἰούδ. 17—19).
Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προεῖπε, ὅτι στὸ τέλος τοῦ κόσμου «πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς, καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ’ 11—12), καὶ ὅτι ὅταν θὰ ἔλθη «ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκ. ιη’ 8).
Σύμφωνα μὲ αὐτὲς τὶς διαβεβαιώσεις, διαγράφεται στὸν νοῦ μας μία ἐντελῶς ἀπογοητευτικὴ εἰκόνα τῆς ἠθικοθρησκευτικῆς καταστάσεως τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐσχάτου καιροῦ. Τὸ Εὐαγγέλιο θὰ εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους. Καὶ ἕνα μὲν μέρος τοῦ κόσμου θὰ μείνη στὴν ἀπιστία, τὸ ἄλλο δὲ μέρος θὰ δημιουργήση κυρίως αἱρέσεις, ποὺ δὲν θὰ ἀκολουθοῦν τὴν θεοπαράδοτη διδασκαλία καὶ θὰ κτίζουν μία δική τους πίστι βασισμένη στὴν δική τους φαντασία, ἄν καὶ [φαινομενικὰ στηριγμένη] στὴν βάσι τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Αὐτὲς οἱ αὐτο-επινοημένες πίστεις θὰ γίνωνται ἀναρίθμητες. Τὴν ἀρχή τους ἔθεσε ὁ Πάπας. Συνέχισαν τὸ ἔργο του ὁ Λούθηρος καὶ ὁ Καλβῖνος. Τὸ θεμέλιο, τὸ ὁποῖο ἔθεσαν αὐτοί, τὴν προσωπικὴ δηλαδὴ ἐπίτευξι τῆς πίστεως μόνον ἐπὶ τῆς Γραφῆς, ἔδωσε ἰσχυρὴ ὤθησι γιὰ τὴν ἐπινόησι πίστεων.
Καὶ τώρα [δεύτερο μισὸ τοῦ ΙΘ’ αἰ.] ὑπάρχουν πάρα πολλὲς Ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες θὰ γίνουν περισσότερες. Κάθε κράτος θὰ ἔχη τὴν δική του πίστι, ὕστερα κάθε νομός, κάθε πόλις καὶ στὸ τέλος πιθανὸν κάθε μυαλὸ θὰ ἔχη τὴν δική του ὁμολογία. Διότι ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν δέχωνται τὴν θεοπαράδοτη πίστι, φτιάχνουν τὴν δική τους, διαφορετικὰ δὲν γίνεται.
Καὶ ὅλοι θὰ ὀνομάζωνται «Χριστιανοί». Ἕνα μόνον μέρος θὰ κρατήση τὴν γνήσια πίστι, ὅπως τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ τὴν διατηρεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ περισσότεροι θὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι μόνον κατ΄ ὄνομα. Στὴν καρδιά τους ὅμως δὲν θὰ ἔχουν τὴν τάξι (κατάστασι/διάθεσι), τὴν ὁποίαν ἀπαιτεῖ ἡ πίστις, διότι θὰ ἔχουν ἀγαπήσει τὸν παρόντα αἰῶνα. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ εὐρύτατος χῶρος τῆς ἀποστασίας.
Παντοῦ θὰ εἶναι ἀκουστὸ τὸ ὄνομα Χριστιανός. Παντοῦ θὰ ὑπάρχουν Ναοὶ καὶ ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι μόνον στὴν ἐπιφάνεια. Ἐντὸς αὐτῶν θὰ ὑπάρχη τελεία ἀποστασία. Στὸ ἔδαφος αὐτὸ θὰ γεννηθῆ καὶ θὰ αὐξηθῆ ὁ Ἀντίχριστος, μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιφανειακότητος, χωρὶς τὴν οὐσία τοῦ πράγματος.
(...) ΔΕΝ θὰ τοποθετήσουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θηρίου καὶ στοὺς ναούς; Ἐννοεῖται, ὅτι ἐφ΄ ὅσον θὰ γίνη εὐρυτάτη ἀποστασία ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, μαζὶ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς θὰ καταλάβουν καὶ τοὺς ναούς, ὥστε σὲ αὐτοὺς θὰ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ παραμείνη ἡ τάξις καὶ ἡ κατάστασις τῶν Χριστιανῶν. Ἑπομένως, θὰ τοποθετήσουν κάτι νέο, σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ νέου θεοῦ. Καὶ πρῶτα ἀπ΄ ὅλα τοῦτο σημαίνει τὴν ἐνθρόνισι τοῦ Ἀντιχρίστου στὸν ναό. Ὅπου αὐτὸς θὰ ἐμφανισθῆ προσωπικῶς, ἐκεῖ καὶ θὰ ἐνθρονισθῆ σὰν θεός.
«Μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατὰ μηδένα τρόπον, ὅτι ἐὰν μὴ ἔλθῃ
ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεός»
(Β’ Θεσ. β’ 3—4)
(*) Μετάφρασις ἀπὸ τὸ ρωσικὸ πρωτότυπο: Ἐπισκόπου Θεοφάνους, Ἑρμνηνεία Ἐπιστολῶν Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου Πρὸς Φιλιππησίους καὶ Θεσσαλονικεῖς Α’ καὶ Β’, β’ ἔκδοσις, Μόσχα 1895, σελ. 491-492, 497.