Άκρως ενδιαφέρουσα ήταν η ανακοίνωση της Ι. Μ. Αιτωλοακαρνανίας, η σχετική με το πολυθρύλητο «κάστανο», που εκτέθηκε, όπως λένε, για προσκύνημα κατά τη γιορτή του αγίου Παϊσίου. Όσοι όμως τη διάβασαν «απορούν και εξίστανται» για την αλλοπρόσαλλη σχέση ανάμεσα στην ανακοίνωση και την πραγματικότητα. Και παθαίνουν ο, τι και ο γέροντας Ισαάκ, όταν ο γιός του ο Ιακώβ στην προσπάθειά του να τον εξαπατήσει, προκειμένου να αποσπάσει τα πρωτοτόκια του αδελφού του Ησαύ, έβαλε στα χέρια του δέρμα κατσικιού, αναγκάζοντας τον τυφλό πατέρα του να πει το παροιμιώδες εκείνο: «Η μεν φωνή, φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες, χείρες Ησαύ»…
Γιατί η πραγματικότητα φωνάζει πως η Μητρόπολη δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία, αν ο λαός «ευρισκόμενος σε σύγχυση, δικαιολογημένα ανησυχεί». Γιατί, αν έδινε σημασία, δεν θα «βάφτιζαν» «αιρετικό» και «κλέφτη» ή όπως αλλιώς τους καπνίσει τον καθένα, χωρίς να συγκεκριμενοποιούν την κατηγορία. Με αποτέλεσμα και οι συκοφαντούμενοι να παραμένουν κηλιδωμένοι και το χριστεπώνυμο πλήρωμα προβληματισμένο. Και ούτε, όπως φαίνεται, ενδιαφέρονται στο «να παραμένουμε όλοι πιστοί στη Δογματική Διδασκαλία της αγίας μας Εκκλησίας». Δεδομένου ότι κάποιοι σουπερ-ορθόδοξοι, όπως λέγεται, συμπροσεύχονται με πρόσωπα δογματικώς αμφιλεγόμενα. Και ούτε ακόμη φαίνεται να αληθεύει το ότι «με θλίψη και πόνο παρακολουθεί την αναστάτωση και αναταραχή των πιστών». Ή ότι, όπως διατείνεται, η Μητρόπολη με «πολλή αγάπη και κατανόηση αφουγκράζεται τις διαμαρτυρίες του πιστού λαού». Γιατί τη μόνη φωνή, που μονότονα φαίνεται να αφουγκράζεται είναι η φωνή της περιούσιας κάστας των ρουφιάνων, που, εδώ και πολλά χρόνια άγει και φέρει ουσιαστικά τα πράγματα της Μητρόπολης. Με αποτέλεσμα οι ρουφιάνοι, όπως ο λύκος της λαϊκής παροιμίας, να χαίρονται και να πανηγυρίζουν με τη «σύγχυση» και την «αναστάτωση» του πιστού λαού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι επί του προηγουμένου Μητροπολίτη τουλάχιστο εβδομήντα παπάδες εξαναγκάστηκαν, εξαιτίας της μαφίας των ρουφιάνων, να εγκαταλείψουν τη Μητρόπολη. Κι αν σήμερα δεν συνεχίζεται η ίδια τακτική, αυτό οφείλεται στο ότι στις μέρες μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν αντικαταστάτες των διωκομένων. Παρόλο όμως αυτό υπάρχουν και σήμερα εύγλωττα παραδείγματα πολυχρόνιου και αδυσώπητου διωγμού:
Και ιδού ένα χαρακτηριστικό: Στα νοτιοανατολικά της πόλης του Αγρινίου βρισκόταν το ταπεινό εκκλησάκι, της Αγίας Βαρβάρας. Η Μητρόπολη θέλησε να δημιουργήσει εκεί καινούρια ενορία, μεγαλώνοντάς το και κάνοντάς το ενοριακό ναό. Κλήθηκαν κάποιοι κληρικοί, προκειμένου να αναλάβουν το έργο. Αλλά σαν τον ιερέα και το λευίτη της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη, «ελθόντες και ιδόντες, αντιπαρήλθον». Ο μόνος, που έστερξε να επωμιστεί την εκτέλεση του έργου ήταν ο ιερέας Χριστόφορος Μουτάφης. Κληρικός με εξαιρετική πνευματική συγκρότηση, ακαταπόνητη δραστηριότητα και αδαμάντινη εντιμότητα, προτερήματα επί του προκειμένου απαραίτητα. Δεδομένου ότι δεν επέτρεπε «νυσταγμόν τοις βλεφάροις του» αλλά και ούτε την παραμικρή παρέκκλιση στην έντιμη διαχείριση των χρημάτων. Με αποτέλεσμα εντός 5ταετίας να ολοκληρωθεί το έργο, που κάτω από άλλες συνθήκες μπορούσε να χρειαζόταν και 10ετίες.
Αλλά το θαυμαστό αυτό επίτευγμα κέντρισε, όπως φαίνεται τον φθόνο και την ιδιοτέλεια εκείνων, που βλέπουν τους ναούς σαν εμπορικές επιχειρήσεις. Ενδεχομένως μάλιστα να πίστεψαν ότι εκεί υπήρχε χρυσοφόρα πηγή, που κάποιοι με εμπορικές δεξιότητες θα μπορούσαν να την εκμεταλλευτούν πολλαπλά. Κι έτσι άρχισε αδυσώπητος διωγμός εναντίον του έντιμου κληρικού, με σκοπό την καταρράκωσή του και την αντικατάστασή του. Ήθελαν «να τον ξεκουράσουν», όπως υποκριτικότατα διατείνονταν. Αλλά τα «φιλάδελφα» αισθήματά τους προσέκρουσαν στην γρανιτένια αντίσταση του λαού, ο οποίος για κανένα λόγο δεν δεχόταν να ανταλλάξει τον φιλόπονο και έντιμο ιερέα του με οποιονδήποτε ουρανοκατέβατο «σωτήρα». Δεδομένου ότι έζησε από κοντά την ακαταπόνητη δραστηριότητά του και την αδιαμφισβήτητη ακεραιότητά του. Και επειδή το λαό δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, χάλκευσαν εναντίον του ιερέα συκοφαντικούς λιβέλους, που διαβάζονταν στους ναούς και δημοσιεύονταν στον Τύπο. Οπότε εκείνος, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει τον οχετό της συκοφαντικής εκστρατείας παράλληλα με τη βάρβαρη δεσποτική «δικαιοσύνη», προσέφυγε στα κοσμικά δικαστήρια, δικάζοντάς τους πρωτόδικα σε 5μηνη φυλάκιση. Όμως «τα καλά τα παλικάρια ήξεραν κι άλλα μονοπάτια». Που σημαίνει ότι,, εκμαίευσαν την αθώωσή τους στο Εφετείο, με χρήματα, που, όπως ειπώθηκε, είχαν υπεξαιρεθεί απ’ τα παγκάρια των ναών.
Είναι δε εξωφρενικό το ότι στη συνέχεια μηχανεύτηκαν κάθε είδους διαβολή, προκειμένου να συκοφαντήσουν ποικιλοτρόπως τον ιερέα. Και μάλιστα έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε, να τον κατηγορήσουν ότι είχε ανοίξει τρύπα στο παγκάρι απ’ όπου έκλεβε το χρήμα του ναού. Κρίνοντας φυσικά «εξ ιδίων τα αλλότρια». Και βάφτισαν «κλέφτη» αυτόν, που είχε διαχειρισθεί τα τόσα εκατομμύρια με τα οποία πραγματοποιήθηκε το θαυμάσιο έργο της ανέγερσης του ναού!
Και μπαίνει το ερώτημα: Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις τέτοιες, υποχθόνιες, και διεστραμμένες δολοπλοκίες εναντίον αθώων ανθρώπων και το διασυρμό τους στα πέρατα της Γης με τις μελιστάλακτες αγαπολογίες της σχετικής με το «κάστανο» ανακοίνωσης της Μητρόπολης ; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν, όπως ειπώθηκε, τελευταία ο Μητροπολίτης ανησυχεί για το «καλό του όνομα», εξαιτίας δημοσιευμάτων σχετικών με την διαχείριση των οικονομικών της Μητρόπολης…
Μήπως, λοιπόν, είναι καιρός, έστω και καθυστερημένα κάποιοι αιθεροβάμονες, που φαντάζονται ότι κρατούν τα κλειδιά του σύμπαντος να προσγειωθούν και να ξανασκεφτούν το «με όποια κριτήρια κρίνετε, θα κριθείτε» του Ευαγγελίου; Ή τουλάχιστο να αναμηρυκάσουν την παροιμία, που συνήθιζε να λέει, ο μακαριστός παπα-Στράτος, ο πατέρας του Μητροπολίτη, σύμφωνα με την οποία «ο, τι κάνει η γίδα στο πουρνάρι, κάνει ο λύκος στο τομάρι»!…