Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2017

Οι άγιοι δισμύριοι μάρτυρες οι εν Νικομηδεία καέντες (28 Δεκεμβρίου)

Οι άγιοι δισμύριοι μάρτυρες οι εν Νικομηδεία καέντες
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει του κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δυσμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Ου δειλιώμεν πυρ ομόδουλον, οι γενναίοι άμα εκραύγαζον» (Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες). Κι είναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν επιτρέψει να γίνει.
Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Ωραιοτάτως εκπυρούμενοι τη Χριστού αγάπη Πανεύφημοι, υφαπτομένης της πυράς, ουδαμώς επτοήθητε» (Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού, πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν). Κι είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην καμμένη κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («ώσπερ οι τρεις εν Βυβυλώνι θείοι παίδες, του πυρός ανώτεροι ώφθητε, θείω φωτί καταλαμπόμενοι», δηλαδή: όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως).  Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Πέπεισμαι γαρ ότι ουδεν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού» (Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό).
Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; Όπως είστε τόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας. «Πληθύς πολυάριθμε σεπτών μαρτύρων, τα πλήθη εξάλειψον των πολλών πταισμάτων μου, τη μεσιτεία σου, και δίδου λόγον ανυμνείν την σήν πανήγυριν». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του. Κι αυτό δυστυχώς δεν είναι ό,τι καλύτερο: εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.
Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε». Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.

Ακολουθείν

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2017

"Ο Άγιος Παΐσιος μου είπε πότε να περιμένουμε τα γεγονότα"/"Θα μας αναγκάσουν να ανακηρύξουμε ΑΟΖ & θα πλησιάσει Ελληνοτουρκικός πόλεμος...

Απόσπασμα από το επεισόδιο «Οι Προφητείες» από την εκπομπή «ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΟΣ» Ομιλεί ο κύριος Ανέστης Μαυροκέφαλος.

"Θα μας αναγκάσουν να ανακηρύξουμε ΑΟΖ & θα πλησιάσει Ελληνοτουρκικός πόλεμος..."

 πηγή

Βαρθολομαίος για τους πλειστηριασμούς: Αναφαίρετο το δικαίωμα της στέγασης


Οι πλειστηριασμοί είναι το «φλέγον» θέμα της επικαιρότητας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παίρνει σαφή θέση, μιλώντας στο περιοδικό «Σχεδία», που εκδίδεται για την στήριξη των αστέγων.
«Πιστεύουμε βαθύτατα στο ανθρώπινο και αναφαίρετο δικαίωμα της στέγασης, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να δημιουργήσουμε σωστές οικογένειες και υγιή πρόσωπα για την κοινωνία μας» δηλώνει ξεκάθαρα ο κ. Βαρθολομαίος.
Ως προς την έλλειψη στέγης και το προσφυγικό, υπογραμμίζει: «Ο Χριστός, ως νήπιο, έγινε «ο πρώτος άστεγος Θεός» -ας επιτραπεί ο όρος- που βίωσε την προσφυγιά και την ξενιτιά, αναγκαζόμενος να εγκαταλείψει τον τόπο της γεννήσεώς Του και να μεταβεί με τους γονείς του στην Αίγυπτο».
Αναφερόμενος στον διαθρησκειακό διάλογο, υπογραμμίζει: «Δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να αρνηθεί την πίστη του, αλλά να αλλάξει τη σκέψη ή τη στάση του έναντι του άλλου. Οι προκαταλήψεις και η επιθετικότητα προέρχονται από την παρερμηνεία της θρησκείας».
Σχολιάζοντας την θρησκευτική τρομοκρατία, επισημαίνει πως «επανειλημμένως έχουμε καταδικάσει κάθε μορφή βίας και κάθε πόλεμο που γίνονται εν ονόματι της πίστεως. Κάθε πόλεμος στο όνομα της θρησκείας είναι πόλεμος ενάντια στην ίδια τη θρησκεία».
Αναφερόμενος στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Ο θρησκευτικός φανατισμός και ο φονταμενταλισμός απομακρύνουν τους ανθρώπους από τον Θεό. Εάν, μάλιστα, ανεχτούμε κι εμείς οι ορθόδοξοι τη δημιουργία τέτοιων φαινομένων στις ενορίες και στις κατά τόπους Μητροπόλεις, τότε να ξέρετε ότι τα παιδιά μας στο μέλλον δεν θα μπορούν να βρουν και να συναντήσουν βιωματικά τον Θεό της ειρήνης».
Τέλος, για το περιβάλλον και τη Συμφωνία του Παρισιού, από την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ, ο Οικουμενικός Πατριάρχης διαμηνύει: «Καλούμαστε όλοι να προχωρήσουμε στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει, για να προστατεύσουμε και τον τελευταίο κόκκο άμμου σε αυτόν τον πλανήτη, που είναι ο οίκος μας, το σπίτι μας».

Οι εμπειρίες μου από τους Οσίους Παΐσιο και Πορφύριο [εργασία]

alt
Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΚΑΝΕ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΣ ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΔΩΡΟ!
ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ!
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!



Ο βασιλιάς Ηρώδης



Σε διάφορα σημεία της Καινής Διαθήκης συναντούμε το όνομα του βασιλιά Ηρώδη. Πρόκειται για το ίδιο ή για διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα;
Υπάρχουν στη καινή Διαθήκη τρία πρόσωπα, τα οποία έφεραν το όνομα «Ηρώδης»: ο Ηρώδης ο Μέγας, ο Ηρώδης Αντίπας και ο Ηρώδης Αγρίππας. 
Ας αρχίσουμε με τον πρώτο και ιστορικά σημαντικότερο από τους τρεις και ας δούμε κατ’ αρχάς ποιές ιστορικές πληροφορίες διαθέτουμε σχετικά με το πρόσωπο αυτό.
Ο Ηρώδης ο Μέγας ήταν γιός του Ιδουμαίου άρχοντα Αντιπάτρου ή Αντίπα, του οποίου η παρουσία σημάδευσε τη δύση της δυναστείας των Ασμοναίων. Ποιοί ήταν οι Ασμοναΐοι; Οι απόγονοι των τεσσάρων αδελφών Μακκαβαίων, που εξεγέρθηκαν το 165 π.Χ. εναντίον του ελληνιστικού βασιλείου της Συρίας με στόχο την ανεξαρτησία του ιουδαϊκού έθνους. Αυτοί ίδρυσαν μια δυναστεία, βασιλική και ιερατική, που διήρκεσε περίπου εκατό χρόνια και καταλύθηκε από τον Πομπήιο, τον περίφημο Ρωμαίο στρατηγό που κυρίευσε το βασίλειο της Συρίας, στο οποίο υπαγόταν και η Παλαιστίνη, και κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα το 63 π.Χ.
Ο Αντίπατρος αναμίχθηκε στις εσωτερικές διαμάχες των Ασμοναίων για την εξουσία πριν από την έλευση του Πομπηίου. Τελικά έγινε από τον Καίσαρα Ρωμαίος πολίτης και διορίσθηκε επίτροπος της Ιουδαίας. Στη συνέχεια τοποθέτησε τους δύο γιους του, τον Φασαήλ και τον Ηρώδη, ως στρατηγούς της Ιερουσαλήμ και της Γαλιλαίας αντίστοιχα.
Όταν οι Πάρθοι το 40 π.Χ. εισβάλλουν στην Παλαιστίνη, ο Φασαήλ αιχμαλωτίζεται και θανατώνεται, ενώ ο Ηρώδης διαφεύγει στη Ρώμη. Εκεί πετυχαίνει να αποσπάσει απόφαση της Συγκλήτου, με την οποία ανακηρύσσεται βασιλιάς της Ιουδαίας, και τίθεται επικεφαλής στρατεύματος με το οποίο επιδιώκει και κατορθώνει τελικά την ανακατάληψη της Παλαιστίνης από τους Πάρθους και την ενθρόνισή του ως βασιλέως το 37 π.Χ.
Ο Ηρώδης ήταν ως ηγέτης ικανότατος, με σπάνια χαρίσματα και διακρινόταν ιδιαίτερα για τη διπλωματική του ευστροφία και την αποφασιστικότητά του. Ήταν σκληρότατος όχι μόνο με τους αποδεδειγμένους εχθρούς του, αλλά ακόμη και με φίλους ή στενούς συγγενείς του. Έτσι έφθασε στο σημείο να φονεύσει την πεθερά του, τη γυναίκα του, αλλά και τρεις γιους του. Υπήρξε δραστήριος ηγεμόνας με ποικίλο έργο, στο οποίο ανήκει και η ανακαίνιση και επέκταση του ναού των Ιεροσολύμων. Ωστόσο μισήθηκε όσο κανείς άλλος από τον ιουδαϊκό λαό, αφού δεν δίστασε να πνίξει στο αίμα οποιαδήποτε εξέγερση ή αντίσταση που έγινε εναντίον του. Τελικά πέθανε το 4 π.Χ. μέσα σε φρικτούς πόνους από κάποια ανίατη ασθένεια.
Από τα ευαγγέλια μαθαίνουμε ότι ο Ηρώδης ο Μέγας βρισκόταν ακόμη στη ζωή, όταν γεννήθηκε ο Κύριος
. Η πληροφορία αυτή στηρίζει την επικρατούσα σήμερα άποψη των ειδικών ότι η γέννηση του Χριστού πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το έτος, το οποίο ο μοναχός Διονύσιος ο Μικρός όρισε ως έτος γεννήσεως του Χριστού και το οποίο αποτελεί την αφετηρία της χριστιανικής χρονολογήσεως. Ο Ηρώδης διέταξε τους μάγους να του γνωστοποιήσουν την ταυτότητα του γεννηθέντος βασιλέως, έχοντας στην πραγματικότητα σκοπό να τον φονεύσει, αλλά οι μάγοι κατά θεία φώτιση τον απέφυγαν ακολουθώντας άλλη διαδρομή για την επιστροφή τους στην πατρίδα τους.
Ο Ιωσήφ εξάλλου, με προτροπή ενός αγγέλου, οδήγησε την Παναγία και το θείο Βρέφος, για να σωθούν από την οργή του Ηρώδη, στην Αίγυπτο. Αμέσως μετά ο Ηρώδης φόνευσε όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της από δύο ετών και κάτω. Ο Ιωσήφ πάλι, φοβούμενος τον Ηρώδη, περίμενε να πληροφορηθεί το θάνατό του, για να πάρει το δρόμο της επιστροφής προς την Παλαιστίνη. Ακόμη και τότε όμως απέφυγε, όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ματθαίος, την Ιουδαία, την οποία διοικούσε στη θέση του πατέρα του ο Αρχέλαος, και έτσι κατέληξε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας.
Μετά το θάνατο του Ηρώδη το βασίλειό του μοιράστηκε σε μία εθναρχία και δύο τετραρχίεςπου δόθηκαν σε τρεις από τους γιους του. Εθνάρχης Ιουδαίας, Ιδουμαίας και Σαμάρειας ονομάσθηκε ο Αρχέλαος, τετράρχης Γαλιλαίας και Περαίας ο Ηρώδης Αντίπας και τετράρχης Γαυλωνίτιδας, Τραχωνίτιδας, Βαταναίας, Πανειάδας και Ιτουρίας ο Φίλιππος.
Ο Ηρώδης Αντίπας, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη απλώς ως Ηρώδης, κληρονόμησε τόσο τα διοικητικά χαρίσματα, όσο και τη σκληρότητα του πατέρα του. Ήταν διπλωματικότατος με Ρωμαίους και Ιουδαίους προσπαθώντας πάντοτε να διατηρεί τις ισορροπίες και βέβαια το αξίωμά του. Στην ιδιωτική του ζωή ωστόσο δημιούργησε σκάνδαλα, αφού νυμφεύθηκε την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, πράγμα που ρητώς απαγορευόταν από το μωσαϊκό νόμο ως αιμομιξία (σημειωτέον ότι ο γάμος κάποιου Ιουδαίου με τη γυναίκα του αδελφού του επιτρεπόταν μόνο, εφόσον ο αδελφός αυτός είχε πεθάνει, προτού προλάβει να αποκτήσει απογόνους). Εξ αφορμής αυτών των οικογενειακών σκανδάλων διεξήγαγε πόλεμο με τους Ναβαταίους, τον οποίο έχασε.
Γενικά, υπήρξε και αυτός δραστήριος, όπως ο πατέρας του, και σημαντικότερο έργο του θεωρείται η ίδρυση της Τιβεριάδος στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ, την οποία ονόμασε έτσι προς τιμήν του Καίσαρος Τιβερίου καθιστώντας την πρωτεύουσα της επαρχίας του.
Τελικά, ο Ηρώδης Αντίπας εξορίστηκε από τον Καλιγούλα μαζί με την Ηρωδιάδα στο Λούγδουνο (σημερινή Λυών), όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τον τιμώρησε έτσι για τη φιλοδοξία του, αφού καθ’ υπαγόρευση της γυναίκας του, του είχε ζητήσει να λάβει τον τίτλο του βασιλέως.
Από την Καινή Διαθήκη έχουμε αρκετές πληροφορίες για τον Ηρώδη Αντίπα. Ο ευαγγελιστής Λουκάς τοποθετεί ρητώς τη διήγηση για τη ζωή και τη δράση του Κυρίου στην περίοδο της τετραρχίας του Αντίπα. Ο Χριστός τον χαρακτηρίζει «αλώπεκα»(αλεπού) προφανώς λόγω της μεγάλης του πονηρίας, ενώ προειδοποιεί τους μαθητές του να προσέχουν από τη ζύμη των Φαρισαίων και του Ηρώδη.
Ο Ηρώδης φαίνεται εξάλλου να εκτιμά ιδιαιτέρως τον Βαπτιστή Ιωάννη. Μάλιστα ο ευαγγελιστής Μάρκος διασώζει την πληροφορία ότι ο τετράρχης ακόμη και μετά τη σύλληψη του Ιωάννη τον επισκεπτόταν στη φυλακή και τον άκουγε «ηδέως» (με ευχαρίστηση), γνωρίζοντας ότι είναι άνδρας δίκαιος και άγιος. Τελικά ωστόσο αναγκάζεται να τον θανατώσει, πραγματοποιώντας την επιθυμία της Ηρωδιάδος. Όταν δε ακούει για τα θαύματα που πραγματοποιεί ο Ιησούς και οι μαθητές του, παρακινούμενος προφανώς από τύψεις, εκφράζει την άποψη ότι ο Ιησούς είναι στην πραγματικότητα ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, τον οποίο ο ίδιος είχε αποκεφαλίσει και ο οποίος ανέστη.
Επίσης ο Ηρώδης είχε εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον να γνωρίσει προσωπικά τον Ιησού και η επιθυμία του αυτή πραγματοποιείται τελικά το Πάσχα του πάθους, κατά το οποίο ο Πιλάτος παραπέμπει τον Ιησού στην κρίση του Ηρώδη με τη δικαιολογία ότι κατάγεται από την επαρχία του και επομένως υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Μάλιστα ο Ηρώδης κατά τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Λουκά ήλπιζε να δει και κάποιο θαύμα του Ιησού. Ωστόσο ο Κύριος όχι μόνο δεν θαυματούργησε, αλλά ούτε καν απάντησε στις ερωτήσεις του, οπότε ο Ηρώδης, αφού τον εξευτέλισε, τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο. Με αφορμή το περιστατικό αυτό, σημειώνει ο Λουκάς, αποκαταστάθηκαν οι διαταραγμένες σχέσεις του Πιλάτου με τον Ηρώδη.
Ο τρίτος Ηρώδης που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, ο επονομαζόμενος Αγρίππας, ήταν εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου και κατάφερε να κερδίσει την εύνοια του Καλιγούλα και να διαδεχθεί αρχικά τον Φίλιππο στη δική του τετραρχία, ενώ λίγο αργότερα του δόθηκε και η τετραρχία του εξορισθέντος Ηρώδη Αντίπα, καθώς και η περιοχή της Ιουδαίας, της Σαμάρειας και της Ιδουμαίας. Έτσι, για άλλη μια φορά μετά τον Ηρώδη τον Μέγα ένας άλλος Ηρώδης είχε στην επικυριαρχία του σχεδόν ολόκληρη την Παλαιστίνη. Ο Αγρίππας εθεωρείτο ευσεβής Ιουδαίος, συγχρόνως όμως αρεσκόταν στο να προβάλλεται και ως ηγεμόνας ελληνιστικού τύπου. Μετά το θάνατό του η επικράτειά του υπήχθη στην επαρχία της Συρίας, ενώ στο γιό του Αγρίππα τον δεύτερο δόθηκε αργότερα μόνο η περιοχή της τετραρχίας του Φιλίππου.
Ο Ηρώδης Αγρίππας, που επίσης στην Καινή Διαθήκη ονομάζεται απλώς Ηρώδης, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα πρώτα βήματα της Εκκλησίας, καθώς αποφασίζει, για να παράσχει εκδούλευση στους Ιουδαίους, να διώξει ορισμένα επιφανή μέλη της. Μάλιστα φονεύει τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη και υιό του Ζεβεδαίου. Εν συνεχεία φυλακίζει τον Πέτρο, ο οποίος όμως απελευθερώνεται με τη βοήθεια ενός αγγέλου, ενώ ο Ηρώδης πληροφορούμενος τα συμβάντα διατάζει να εκτελεσθούν οι δεσμοφύλακες του. Τελικά ο Ηρώδης κάποια μέρα, ενδεδυμένος με την επίσημη βασιλική στολή και καθισμένος στο θρόνο του, χαρακτηρίζεται από το λαό ως θεός και αμέσως παθαίνει μια ξαφνική αρρώστια προερχόμενη από άγγελο, γεμίζει σκουλήκια και πεθαίνει επί τόπου.
Ο γιος του Αγρίππας ο δεύτερος είναι αυτός που κατά τις Πράξεις ακούει με ενδιαφέρον τη διήγηση της μεταστροφής του Παύλου και αναφωνεί: «Εν ολίγω με πείθεις Χριστιανόν γενέσθαι». Αυτός ονομάζεται στην Καινή Διαθήκη απλώς Αγρίππας.
(Χρήστος Κ. Καρακόλης, «Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις». Εκδ. Αποστολική Διακονία, 2002)από:Πηγή

Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2017

Ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος

Μέσα στην εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα Χριστού, Η Εκκλησία εορτάζει σήμερα «την γενέθλιον ημέραν» του αγίου πρωτομάρτυρα και πρωτοδιακόνου Στεφάνου. Γενέθλιος ημέρα των αγίων Μαρτύρων είναι η ημέρα του θανάτου τους τότε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου στο ευαγγέλιο, οι άγιοι μεταβαίνουν «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ο ευαγγελιστής Λουκάς, στα κεφάλαια, έκτο και έβδομο των Πράξεων των Αποστόλων, μας δίνει το πρώτο «μαρτύριο της Εκκλησίας», τη δραματική δηλαδή απολογία και το θάνατο του πρωτομάρτυρα, που είναι η πρώτη αιματηρή μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό και την Ανάσταση. Η τελευταία λέξη στη διήγηση του Ευαγγελιστή για τον πρωτομάρτυρα είναι το «εκοιμήθη», γεμάτη παρηγοριά κι ελπίδα, σαν μια φυσική πράξη που κλείνει το βίο του Αγίου· τελευτή του βίου και τελείωση της ζωής.
Γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα, βλέποντας ανοιγμένο τον ουρανό και μπροστά του χαραγμένο το δρόμο, που θα συνέχιζε η ζωή του, σκεπαζόταν κάτω από τις πέτρες κι έλεγε «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου». Ο θάνατος του Στεφάνου κι όλων των Αγίων δεν είναι τέλος, αλλά καθώς διδάσκει η Εκκλησία, τελείωση. Οι μάρτυρες «ξίφει τελειούνται» και οι όσιοι «εν ειρήνη τελειούνται», φτάνουν δηλαδή στον ανώτατο βαθμό και στο ακρότατο όριο της πνευματικής τους προκοπής.
Από το λόγο ενός ιερομάρτυρα επισκόπου, που τον είπε λίγο πριν από το μαρτυρικό του θάνατο που τον έβλεπε να πλησιάζει, παίρνομε τα παρακάτω λόγια, που αφορούν στον άγιο Στέφανο και γενικότερα στο χριστιανικό μαρτύριο. «Την άλλη μέρα από την εορτή των Χριστουγέννων εορτάζουμε το μαρτύριο του πρώτου μάρτυρα, του αγίου Στεφάνου. Αυτό δεν είναι τυχαίο, ότι δηλαδή η ημέρα του πρώτου μάρτυρα έρχεται υστέρα από την ημέρα της γέννησης του Χριστού. Όπως ακριβώς χαιρόμαστε, μαζί και πενθούμε για τη γέννηση και τα πάθη του Κυρίου μας, έτσι σε μικρότερη αναλογία χαιρόμαστε μαζί και πενθούμε για το θάνατο των μαρτύρων. Πενθούμε για τις αμαρτίες του κόσμου, που τους έκαμαν να μαρτυρήσουν και χαιρόμαστε γιατί ένας ακόμα πήγε να προστεθεί στους Αγίους των ουρανών, για τη δόξα του Θεού και για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ένα χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι τυχαίο πράγμα. Οι Άγιοι δεν γίνονται στην τύχη. Το χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι το αποτέλεσμα της βουλής ενός άνθρωπου να γίνει Άγιος, όπως ένας άνθρωπος με τη θέληση και την προσπάθειά του μπορεί να γίνει κυβερνήτης ανθρώπων. Ο μαρτυρικός θάνατος είναι πάντα βουλή Θεού, είναι σημείο της αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους, για να τους φωτίσει και να τους οδηγήσει, για να τους ξαναφέρει στο δρόμο του. Το μαρτύριο δεν είναι ποτέ ανθρώπινη επιδίωξη· γιατί ο αληθινός μάρτυρας είναι εκείνος που έγινε όργανο του Θεού, που έχασε τη δική του θέληση μέσα στο θέλημα του Θεού και που δεν επιθυμεί πια τίποτε για τον εαυτό του ούτε καν τη δόξα του μάρτυρα».
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε στον πρωτομάρτυρα Στέφανο, στα τελευταία λόγια που είπε το στόμα του, φεύγοντας με μαρτυρική τελείωση από τούτο τον κόσμο. Γιατί πάντα έχει σημασία όχι πότε φεύγει ο καθένας, αλλά πώς φεύγει· με ποιόν τρόπο κάνει το πέρασμα από τα εδώ προς τα εκεί.
Σε κάθε ιερή ακολουθία ακούμε και δέεται η Εκκλησία. «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών…». Μπορεί και να ρωτήσαμε καμιά φορά. Τί τάχα εννοεί εδώ η δέηση της Εκκλησίας και ποιά είναι τα χριστιανά τέλη της ζωής κάθε πιστού; Όπως το βλέπομε στους αγίους και τώρα στον άγιο Στέφανο· γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα φεύγει ο πιστός άνθρωπος, βλέποντας πού πηγαίνει, παραδίνοντας τη ψυχή του στους φωτεινούς Αγγέλους, για να την φέρουν στα χέρια του Θεού. «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου» λέει ο πιστός με την τελευταία του πνοή, κι υστέρα κλείνει τα μάτια του και κοιμάται, για να ξυπνήσει στη δεύτερη παρουσία του Ιησού Χριστού.
Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν νεκροί. Στην Εκκλησία υπάρχουν κεκοιμημένοι, και οι τόποι που αναπαύονται τα σώματά τους είναι και λέγονται κοιμητήρια. Γι’ αυτό η θεία Λειτουργία τελείται και για τους εδώ και για τους εκεί, γιατί όπως υπάρχουμε οι εδώ υπάρχουν και οι εκεί, εκείνοι είναι οι κεκοιμημένοι εμείς είμαστε οι ζώντες. Και εμείς και εκείνοι «ζώντες»· εκείνοι οι «προοδοιπορήσαντες» κι εμείς οι «περιλειπόμενοι». Αυτές είναι λέξεις που σημαίνουν και εκφράζουν την ιερή πραγματικότητα της ύπαρξής μας, που είναι μαζί ζωή και θάνατος· ή, για να το πούμε καλύτερα, που είναι ζωή και εδώ και εκεί, με ένα επεισόδιο στη μέση που λέγεται θάνατος. Κι αυτός ο θάνατος δεν είναι παρά το πέρασμα από εδώ προς τα εκεί, από τη μια όψη της ζωής στην άλλη. Ένας προσωρινός χωρισμός της ψυχής από το σώμα· το σώμα σαν φθαρτό πεθαίνει και διαλύεται, για να αναστηθεί και να ζήσει μαζί με τη ψυχή άφθαρτο και αθάνατο. Αυτό εννοεί ο Ιησούς Χριστός, όταν λέει ότι όποιος τον ακούει και πιστεύει σ’ εκείνον που τον έστειλε δεν πεθαίνει, αλλά «μεταβέβηκεν εκ του θάνατου εις τήν ζωήν».
Αυτή είναι η πίστη μας και η ιερή πραγματικότητα της ύπαρξης και του προορισμού μας. Μέσα σ’ αυτή την πίστη και την αλήθεια που την αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, πρέπει να τοποθετηθεί στερεά κάθε πιστός και να δει τον εαυτό του μέσα στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Και δεν φωτίζεται το μυστήριο αυτό παρά μόνο, όταν ο πιστός μπορεί, σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, να κλείνει τα μάτια του στο φως του κόσμου και να βλέπει τον αναστάντα Ιησού Χριστό «εκ δεξιών του Θεού εστώτα».
Ας κλείσουμε το λόγο, ξαναφέρνοντας τη σκέψη μας στο μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Ο πρωτομάρτυρας στον υπέρτατο βαθμό της τελείωσής του, σαν και να τελούσε τη θεία Λειτουργία, έκανε δέηση στο Θεό. «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Κι έκλεισε τα μάτια του με την ελπίδα και το όραμα της ανάστασης«Και τούτο ειπών έκοιμήθη». 
Αμήν.
Πηγή: Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου (Ψαριανού), Ο Λόγος του Θεού, τ.Α΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Μη λυπάσαι υπέρμετρα για τίποτε

Screen shot 2014-12-25 at 10.01.32 PM
Μη λυπάσαι υπέρμετρα για τίποτε. 
Άφηνέ τα όλα στον Θεό και εκείνος γνωρίζει καλύτερα από εμάς το συμφέρον της ψυχής.


Όσιος Ιωσήφ Ησυχαστής

Στὶς μοντέρνες ἁμαρτίες ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ μὲ μοντέρνα μέσα

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Μὲ ρωτᾶς , ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ποὺ προέρχεται ἡ σημερινὴ κρίση , καὶ τί σημαίνει αὐτὴ . Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ μὲ ρωτᾶς γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο μυστικὸ ;
” Μίλα ὅταν ἔχεις κάτι καλύτερο ἀπὸ τὴ σιωπὴ ” , λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. 
Ὅμως παρόλο ποὺ θεωρῶ, ὅτι ἡ σιωπὴ εἶναι ὥρα καλύτερη ἀπὸ κάθε ὁμιλία , καὶ ὅμως λόγω ἀγάπης πρὸς ἐσένα , θὰ σοὺ ἐκθέσω ἐκεῖνα ποὺ σκέπτομαι περὶ αὐτοῦ ποὺ ρώτησες.
Ἡ κρίση εἶναι ἑλληνικὴ λέξη , καὶ σημαίνει δίκη. 
Στὴν Ἁγία Γραφὴ αὐτὴ ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται πολλὲς φορὲς . Ἔτσι ὁ ψαλμωδὸς λέει : “διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει ” (Ψάλμ. 1,5). Σὲ ἄλλο μέρος πάλι λέει : ” ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαι σοὶ , Κύριε ” (Ψάλμ. 100,1) .Ἀντικατάστησε τὴ λέξη “κρίση” μὲ τὴ λέξη “δίκη” καὶ διάβασε : “διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν δίκη “.Ἕως τώρα οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴ λέξη “δίκη” ἀντὶ γιὰ...
τὴ λέξη “κρίση” ὅποτε καὶ νὰ τοὺς ἔβρισκε κάποια συμφορά. Τώρα ἡ καινούρια λέξη ἀντικατέστησε τὴν παλιὰ , καὶ τὸ κατανοητὸ ἔγινε ἀκατανόητο . 
Ὅταν γινόταν ξηρασία , πλημμύρα , πόλεμος , ἢ ἔπεφτε ἐπιδημία , ὅταν ἔριχνε χαλάζι , γίνονταν σεισμοὶ , πνιγμοὶ καὶ ἄλλες συμφορὲς , 
λέγανε «Θεία δίκη!» .

Καὶ αὐτὸ σημαίνει : 
κρίση μέσα ἀπὸ ξηρασίες ,
 κρίση μέσα ἀπὸ πλημμύρες ,
 μέσα ἀπὸ πολέμους , 
μέσα ἀπὸ ἐπιδημίες κ.λπ. 
Καὶ τὴ σημερινὴ χρηματο-οἰκονομικὴ δυσκολία ὁ λαὸς τὴν θεωρεῖ ὡς Θεία δίκη , ὅμως δὲν λέει ἡ δίκη ἀλλὰ ἡ κρίση.
Ἔτσι ὥστε ἡ δυσκολία νὰ πολλαπλασιάζεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἀκατανόητη! 
Ἐφόσον ὅσο ὀνομαζόταν μὲ τὴν κατανοητὴ λέξη «δίκη» , ἦταν γνωστὴ καὶ ἡ αἰτία , λόγω τῆς ὁποίας ἦρθε ἡ δυσκολία , ἦταν γνωστὸς καὶ ὁ Δικαστὴς , ὁ Ὁποῖος ἐπέτρεψε τὴν δυσκολία , ἦταν γνωστὸς καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐπιτρεπόμενης δυσκολίας. 
Μόλις ὅμως χρησιμοποιήθηκε ἡ λέξη «κρίση» , λέξη ἀκαταλαβίστικη σὲ ὅλους , κανεὶς δὲν ξέρει πιὰ νὰ ἐξηγήσει οὔτε γιὰ ποιὸ λόγο, οὔτε ἀπὸ Ποιὸν , οὔτε ὡς πρὸς τί ; 
Μόνο σ’αὐτὸ διαφέρει ἡ τωρινὴ κρίση ἀπὸ τὶς κρίσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ξηρασία ἢ τὴν πλημμύρα ἢ τὸν πόλεμο ἢ τὴν ἐπιδημία ἢ τοὺς πνιγμοὺς ἢ κάποιους ἄλλους πειρασμούς.
Μὲ ρωτᾶς γιὰ τὴν αἰτία τῆς τωρινῆς κρίσης , ἢ τῆς τωρινῆς Θείας δίκης ! 
Ἡ αἰτία εἶναι πάντα ἡ ἴδια . 
Ἡ αἰτία γιὰ τὶς ξηρασίες , τὶς πλημμύρες , τὶς ἐπιδημίες καὶ ἄλλα μαστιγώματα τῆς γενιᾶς τῶν ἀνθρώπων , εἶναι ἡ αἰτία καὶ γιὰ τὴν τωρινὴ κρίση.
 Ἡ ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεὸ . 
Μὲ τὴν ἁμαρτία τῆς Θεὸ-ἀποστασίας οἱ ἄνθρωποι προκάλεσαν αὐτὴ τὴν κρίση , καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε , ὥστε νὰ ξυπνήσει τοὺς ἀνθρώπους , νὰ τοὺς κάνει εὐσυνείδητους , πνευματικοὺς καὶ νὰ τοὺς γυρίσει πρὸς Ἐκεῖνον .
 Στὶς μοντέρνες ἁμαρτίες -μοντέρνα καὶ ἡ κρίση.
 Καὶ ὄντως ὁ Θεὸς χρησιμοποιῆσε μοντέρνα μέσα ὥστε νὰ τὸ συνειδητοποιήσουν οἱ μοντέρνοι ἄνθρωποι: 
χτύπησε τὶς τράπεζες, τὰ χρηματιστηρία, τὶς οἰκονομίες, τὸ συνάλλαγμα τῶν χρημάτων. 
Ἀνακάτωσε τὰ τραπέζια στὶς συναλλαγὲς σ’ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως κάποτε στὸν ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων.
 Προξένησε πρωτόγνωρο πανικὸ μεταξὺ ἐμπόρων καὶ αὐτῶν ποὺ ἀνταλλάσσουν τὸ χρῆμα. 
Προκάλεσε σύγχυση καὶ φόβο.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε γιὰ νὰ ξυπνήσουν τὰ ὑπερήφανα κεφαλάκια τῶν σοφῶν της Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς , γιὰ νὰ ἔλθουν εἰς ἑαυτοὺς καὶ νὰ πνευματικοποιηθοῦν.
 Καὶ ἀπὸ τὴν ἄνεση καὶ τὸ ἀγκυροβόλημα στὰ λιμάνια τῆς ὑλικῆς σιγουριᾶς νὰ θυμηθοῦμε τὶς ψυχές μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς ἀνομίες μας καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὸν ὕψιστο Θεὸ , τὸν ζωντανὸ Θεό.
Μέχρι πότε θὰ διαρκέσει ἡ κρίση ; 
Ὅσο τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων μένει δίχως ἀλλαγή.
 Ὥσπου οἱ ὑπερήφανοι ὑπαίτιοι αὐτῆς τῆς κρίσης νὰ παραιτηθοῦν μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο . 
Ὥσπου οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ λαοὶ νὰ θυμηθοῦν , τὴν ἀκαταλαβίστικη λέξη «κρίση» , νὰ τὴν μεταφράσουν στὴν γλώσσα τους , ὥστε μὲ ἀναστεναγμὸ καὶ μετάνοια νὰ φωνάξουν : «Θεία δίκη!». 
Πὲς καὶ ἐσὺ τίμιε πατέρα , ἡ Θεία δίκη , ἀντὶ ἡ κρίση , καὶ ὅλα θὰ σοὺ γίνουν ξεκάθαρα.
Χαιρετισμοὺς καὶ Εἰρήνη.

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς ἀπὸ τὸ βιβλίο “Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται – Ἱεραποστολικὲς Ἐπιστολὲς Α’

Ο άγνωστος συνταξιδιώτης

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα χριστουγεννων

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ἀρ. 17

π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)
Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφταναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυνο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλλού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χαμήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυτός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλεος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
-Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προστάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
-Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτοστιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κατάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μήπως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρατιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρισκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουργίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθηκε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέσως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε αντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρόνου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυσιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί».Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έσμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών»,ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρκώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μόλις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλλογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπόρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πορεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περιοχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε άγνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξενες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσινη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συστάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή -ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά- ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
-  Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κατέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλωσε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο ληστής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή;«Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκαλιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μητέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρατηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χαμόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παιδικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέφος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ιουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομικός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυναμία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτικά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύχτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξενευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παράξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ούτε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρωναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβόταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύτηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθηκε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέφος και τηλοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξήγηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους ένας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοί-δαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρωποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλαβαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δικαιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπορούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύναμο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Αναγνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του.  Αποκρυπτογραφούν στη δική του κίνηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να διαβάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
-  «Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα,«ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για«τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του
Ἀντιύλη
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα
Τηλ. 26820 23075 / 25861 / 697-280.9268
μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!
Χριστούγεννα 2017

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...