Καί ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες.
Τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ θαυματουργοῦ μᾶς παρουσιάζει μέσα σέ λίγες λέξεις σχεδόν ὁλόκληρη τήν ζωή καί πολλά ἀπό τά θαύματα τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ἐμεῖς σήμερα θά ἀσχοληθοῦμε μέ ἕνα στίχο, πού ἀναφέρεται σ᾿ ἕνα θαυμαστό γεγονός, πού ὁ ἅγιος ἐπετέλεσε.
Γνωρίζουμε ἀπό τόν βίο του, ὅτι ἦταν πολύ ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Μία φτωχή γυναίκα πῆγε σ᾿ ἕνα πλούσιο καί ζήτησε κάποια βοήθεια, μία ἐξυπηρέτηση. Νά τῆς δώσει λίγα χρήματα, γιά νά ξεπεράσει τό πρόβλημα, πού ἀντιμετώπιζε καί κατόπιν, ὅταν μποροῦσε, θά τοῦ ἐπέστρεφε τό ποσόν. Μέ ἄλλα λόγια δέν ζήτησε ἐλεημοσύνη, ἀλλά δανικά. Ὁ πλούσιος ὅμως ἀρνήθηκε νά προσφέρει τήν βοήθειά του καί ἡ γυναίκα ἀπευθύνθηκε στόν ἅγιο Σπυρίδωνα.
Ἐκεῖνος πάντοτε φτωχός καί πάντοτε μέ ἄδειες τίς τσέπες, λόγῳ τῆς συνεχοῦς ἐλεημοσύνης πού ἔδινε, δέν εἶχε τίποτε νά τῆς δώσει. Δέν τήν ἀπογοήτευσε ὅμως. Εἶναι πολύ κακό νά ἐλπίζει κάποιος σέ σένα, νά στηρίζει τίς ἐλπίδες του πάνω σου κι᾿ ἐσύ νά ἀδιαφορεῖς, νά μή καταλαβαίνεις, νά μή θέλεις νά βοηθήσεις.
Βγῆκε ἔξω στά χωράφια καί εἶδε ἕνα φίδι. Τό σταύρωσε κι᾿ ἐκεῖνο κοκκάλωσε. Ἔγινε ὁλόκληρο χρυσό. Τό πῆρε καί τό ἔδωσε στή γυναίκα, γιά νά κάνει τήν δουλειά της. Ὅταν ἐκείνη τακτοποίησε τίς ὑποθέσεις της, ἔφερε τό φίδι πίσω στόν Ἅγιο. Τό πῆρε ὁ ἅγιος, τό πῆγε πίσω πάλι στά χωράφια, ἀπό ἐκεῖ πού τό πῆρε. Τό ἄφησε κάτω κι᾿ ἐκεῖνο ζωντάνεψε. Ἄντε τώρα νά πᾶς στό σπιτάκι σου καί στά παιδιά σου.
Μᾶς κάνει ἐντύπωση, γιατί πῆρε φίδι καί ὄχι κάτι ἄλλο, ἕνα κομμάτι ξύλο π.χ. πού ἦταν καί πιό εὔκολο νά βρεῖ. Θέλησε μέ τήν κίνηση αὐτή νά μᾶς δείξει, ὅτι ἡ φιλαργυρία εἶναι φίδι, πού πρέπει πολύ νά προσέχουμε. Καί ὅπως ἀπομακρυνόμαστε ἀπό ἕνα φίδι, ἔτσι νά ἀποφεύγουμε καί τήν πλεοναξία.
Ὁ Χριστός μέσα στό ἱερό Εὐαγγέλιο μᾶς λέει: Ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε ἀπό πάσης πλεονεξίας. Μή νομίζουμε, ὅτι ὅσο μεγαλώνει ἡ περιουσία μας, θά μεγαλώνει καί ἡ ζωή μας. Τά πολλά ἀγαθά δέν φέρνουν μακροζωΐα. Ἄς θυμηθοῦμε τόν ἄφρωνα πλούσιο τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶχε πάρα πολλά ἀγαθά, ὥστε δέν ἤξερε ποῦ νά τά ἀποθηκεύσει, ἀλλά ζωή δέν εἶχε οὔτε μία μέρα, ἀφοῦ τήν ἴδια νύχτα οἱ δαίμονες ἔπαιρναν τήν ψυχή του.
Οὔτε πάλι πάντοτε τά χρήματα καλυτερεύουν τήν ζωή μας. Πολύ σωστά εἶπε κάποιος σοφός: Μέ τά χρήματα ἀγοράζεις τό ἀκριβότερο κρεββάτι, ὄχι ὅμως καί ὕπνο. Ἀγοράζεις τά καλύτερα φάρμακα, ὄχι ὅμως πάντοτε τήν ὑγεία σου. Ἐξαγοράζεις συνειδήσεις, κλείνεις πολλά στόματα, ἀλλά τήν φωνή τῆς δικῆς σου συνειδήσεως δέν μπορεῖς νά σταματήσεις.
Ἡ πλεονεξία, σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι εἰδωλολατρεία. Γιατί; Γιατί λατρεύουμε τόν χρυσό καί τόν ἄργυρο σάν τά εἴδωλα. Προσκυνοῦμε τήν ὕλη. Γιατί αὐτά πού ἔπρεπε νά προσφέρουμε στόν Θεό, τά προσφέρουμε στά γήϊνα. Ἀντί νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἀγαπᾶμε τά χρήματα. Βγάζουμε τόν Θεό ἀπό τήν καρδιά μας καί βάζουμε τά ὑλικά. Ἀντί νά δουλεύουμε στόν Κύριο, δουλεύουμε στόν μαμωνᾶ. Ὅταν ἡ ἀγάπη μας γιά τά πλούτη εἶναι μεγαλύτερη καί περισσότερη ἀπό τήν ἀγάπη πρός τούς συνανθρώπους μας, καίτί λέω παραπάνω ἀπό τόν Θεό, δέν εἶναι εἰδωλολατρεία;
Ἐλάβαμε τήν ἐντολή νά μή εἴμαστε προσκολημένοι στά ὑλικά πράγματα. Ἐξ αἰτίας των κάνουμε πολλά ἀπό τά ἀπαγορευμένα. Εἶπε ὁ Κύριος, ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά μας. Σ᾿ ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο δένεται ἡ καρδιά μας, καί ἐκεῖνο πού τόσο πολύ ἐπιθυμοῦμε, μᾶς τραβάει πολύ, ἐκεῖνο καί γίνεται ὁ Θεός μας, ὁ Κύριος τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ σκέψη μας καί τά βλέμματά μας δέν εἶναι στραμμένα στόν οὐρανό, στό Θεό, ἀλλά στή γῆ καί στά βιωτικά, στά ὑλικά.
Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία, λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δέν ἀφήνει ἥσυχους καί ἀνενόχλητους οὔτε ζωντανούς, οὔτε πεθαμένους. Ἡ λύσσα τῆς φιλαργυρίας κάνει κάποιους νά ἀνοίγουν τούς τάφους καί νά γδύνουν ἀκόμη καί νεκρά λείψανα. Ἡ φιλαργυρία ξεσηκώνει τά παιδιά ἐνάντιο στούς γονεῖς, ἀδέλφια ἐνεντίον ἀδελφῶν. Ἡ φιλαργυρία κάνει τούς ἀνθρώπους νά κλέβουν ἀκόμη καί τά πράγματα τοῦ Θεοῦ, δηλ. τά ἀφιερωμένα στό Θεό, τούς κάνει ἱερόσυλους. Ἀπό φιλαργυρία κινούμενος καί ὁ Ἰούδας πρόδωσε τόν Χριστό.
Βγάλε τήν πλεονεξία ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τότε δέν θά γίνει οὔτε πόλεμος,οὔτε ἔχθρα, οὔτε πορνεία. Γιά τά ἀργύρια γίνονται οἱ πόλεμοι τῶν βασιλέων, οἱ ἔχθρες ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἡ πόρνη γιά νά πάρει τά χρήματα ρίχνεται στήν πορνεία. Βόθρος διαβολικός ἡ πλεονεξία, λέει ἕνας ἑρμηνευτής τῶν Θείων Γραφῶν, ὁ Κυπριανός.
Ἡ πλεονεξία σπρώχνει τόν ἄνθρωπο νά ἀποκτᾶ ὅλο καί περισσότερα. Ὅταν ὅμως τά ἀποκτήσει δέν χαίρεται, ἀρχίζει ἀμέσως νά ψάχνει τό ἑπόμενο.
Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: Θά πεῖς ὅτι εἶναι δικά σου καί τά κάνεις ὅ,τι θέλεις. Καί ἀπαντᾶ πάλι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος. Πῶς εἶναι δικά σου; Ὅταν ἦρθες στόν κόσμο, ἦρθες γυμνός. Γυμνός πάλι θά ἐπιστρέψεις στή γῆ. Δέν θά πάρεις τίποτε μαζί σου. Γι᾿ αὐτό τά σάβανα δέν ἔχουν τσέπες. Ἄν ἦταν δικά σου, κάτι θά ἔπαιρνες. Γιά νά μή παίρνεις, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι δικά σου. Δέν ἤσουν κάτοχος κανενός πράγματος, παρά μόνον ἤσουν διαχειριστής. Καί συνεχίζει. Αὐτός πού γδύνει τόν ντυμένο λέγεται λωποδύτης καί εἶναι κατακριτέος. Αὐτός πού δέν ντύνει τόν γυμνό καί γυμνό τόν ἀφήνει τί διαφορά ἔχει; πόσο καλύτερος εἶναι; Αὐτόν πῶς θά τόν ὀνομάσουμε; Ὁ πλοῦτος εἶναι εὐλογία, μόνο ὅταν γινώμαστε εὐεργετικοί στούς ἄλλους καίτούς ἐξυπηρετοῦμε μέ αὐτόν, ὄχι ὅταν τόν κρατοῦμε μόνο γιά τόν ἑαυτό μας.
Τό ψωμί πού ἀποθηκεύεις, ἐφόσον δέν σοῦ χρειάζεται, εἶναι τοῦ πεινασμένου. Μουχλιάζει καί τό πετᾶς. Τά ροῦχα πού μαζεύεις καί σαπίζουν μέσα στά ντουλάπια σου εἶναι τοῦ γυμνοῦ, τοῦ φτωχοῦ, πού δέν ἔχει. Εἶναι τόσοι καί τόσοι πού θά μποροῦσες νά βοηθήσεις, μά δέν τό κάνεις. Τότε εἶσαι ἔνοχος καί δέν θά ξεφύγεις τήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Ἀκοῦς τό κλάμα τῶν φτωχῶν καί κάνεις πώς δέν ἀκοῦς. Βλέπεις τήν δυστυχία τους καί κάνεις, ὅτι δέν βλέπεις. Οἱ πονεμένοι δέν ἔχουν θέση στή ζωή καί στήν καρδιά τῶν πλουσίων καί αὐτό εἶναι πολύ κακό.
Ἀκοῦς τό κλάμα τῶν φτωχῶν καί κάνεις πώς δέν ἀκοῦς. Βλέπεις τήν δυστυχία τους καί κάνεις, ὅτι δέν βλέπεις. Οἱ πονεμένοι δέν ἔχουν θέση στή ζωή καί στήν καρδιά τῶν πλουσίων καί αὐτό εἶναι πολύ κακό.
Λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Κάθεσαι νά φᾶς. Σοῦ φτάνουν ἑκατό γραμμάρια ψωμί. Ἐσύ τρῶς διακόσια. Εἶναι λάθος καί ἁμαρτία. Τό πολύ φαγητό κάνει κακό καί στό σῶμα καί στήν ψυχή. Γι᾿ αὐτό τό ἐπί πλέον θά δώσεις λόγο στό Θεό. Ὁ Παγκόσμιος Ὀργανισμός Ὑγείας ἔκανε μία στατιστική. Μέσα σ᾿ ἕνα χρόνο πεθαίνουν 57 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι. Τό 63%, δηλ. τά 36 ἑκατομμύρια πεθαίνουν ἀπό τό πολύ φαγητό, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλεονεξίας.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή του Τιμόθεο: Ἔχοντες τροφάς καί σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. Φαγητό ὅσο μᾶς ἀρκεῖ, γιά νά τραφεῖ τό σῶμα. Ὄχι γιά ἀπόλαυση καί ξεφάντωμα. Ἐνδύματα πάλι πρέπει νά ἔχουμε ὅσα ἀρκοῦν, γιά νά σκεπάζουν τό σῶμα, ὄχι γιά νά στολίζουν ἐξεζητημένα καί νά προκαλοῦν ἤ νά σκανδαλίζουν.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει, ἔχουμε τά ἐνδύματα, γιά νά φυλάξουν τό σῶμα τόν χειμώνα ἀπό τό κρύο καί τό καλοκαίρι νά προστατεύσουν ἀπό τό καῦμα τοῦ ἥλιου. Δέν ἔχουμε κανένα περιττό, ἀλλά μόνο τά ἀναγκαῖα καί αὐτά ὄχι πονηρά καί προκλητικά.
Ὁ σοφός Σολομών προσευχόταν στό Θεό καί ζητοῦσε νά μή τοῦ δώσει πλοῦτο ἤ φτώχεια, ἀλλά μόνο τά ἀπαραίτητα. Καί ὁ σοφός Σειράχ στήν Παλαιά Διαθήκη λέει, ὅτι τά ἀπαραίτητα τῆς ζωῆς εἶναι τό νερό, τό ψωμί, τό φόρεμα καί τό σπίτι. Ἄν ἔχεις περισσότερα ἀπό ὅσα χρειάζεσαι, ἀπό ὅσα πραγματικά ἔχεις ἀνάγκη, εἶναι πλεονεξία.
Ἀγαπητοί μου,
Σήμερα μιλᾶμε ὅλοι γιά οἰκονομική κρίση καί τρέμουν τί θά κάνουν, πῶς θά ζήσουν μέ λιγότερα χρήματα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τό παρακάναμε, κακομάθαμε. Γίναμε φιλάργυροι καί πλεονέκτες καί πολύ σπάταλοι στήν ζωή μας. Καί αὐτό γιατί ἡ κρίσις εἶναι πνευματική. Πολύ πιό πρίν ἀπό τήν οἰκονομική κρίση ἄρχισε ἡ κρίσις τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἀξιῶν. Ἐκείνη μᾶς ἔφερε σ᾿ αὐτό τό ἀποτέλεσμα. Ἔχουμε ἀναγάγει τήν ἀπληστία καί τήν πλεονεξία σέ ἀρετή. Τιμοῦμε τό χρῆμα πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἀξίζει. Καταπατοῦμε τό δίκαιο τοῦ ἄλλου γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν προσωπικῶν μας ἐπιθυμιῶν.
Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε, ὅτι πήραμε λάθος δρόμο. Εἶναι καιρός νά συνέλθουμε, νά αἰσθανθοῦμε τό λάθος μας καί νά γυρίσουμε πίσω. Ποῦ πίσω; Στόν Θεό καί στούς ἁγίους μας. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων νά μᾶς φωτίσει. Νά βοηθήσει νά καταλάβουμε, τί χρειάζεται νά κάνουμε. Νά νιαστοῦμε γιά τά πνευματικά, πού τά ξεχάσαμε ἐντελῶς. Νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν.-