Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΛΑΒΑΣ

 


 Γράφει ο Θεόδωρος Λάσκαρης   

Ζούμε συγκλονιστικές ημέρες. Ημέρες Πομπηίας. Το ηφαίστειο δεν ξερνά λάβα, αλλά πνευματική σαπίλα και ψυχικά περιττώματα. Πολύς κόσμος δυστυχώς δεν το έχει ακόμη αντιληφθεί. Το άρθρο αυτό θέλει να σκιαγραφήσει την βαθύτερη φύση των φαινομένων που ζούμε, ώστε όσοι το επιθυμούν να έχουν μία ξεκάθαρη εικόνα του σημερινού κοσμικού γίγνεσθαι.
Η εποχή που ζούμε, μας φέρνει στο μυαλό  όλες εκείνες τις διηγήσεις των αρχαίων παραδόσεων, που αναφέρονται στην κατάσταση που θα επικρατεί στους έσχατους καιρούς. Το σίγουρο είναι, ότι η εποχή μας  έχει καταντήσει ανυπόφορη πνευματικά, ψυχολογικά, υλικά. Ασφαλώς όλοι είστε μάρτυρες των νέων νόμων που το καθεστώς  προσπαθεί να επιβάλει στην Ελλάδα, και που ήδη ισχύουν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη: Να απαγορεύεται να αποκαλύπτεις την ταυτότητα και να κατακρίνεις τους φορείς της παρακμής και της διάλυσης, να μην επιτρέπεται να τους αποκαλείς με το όνομα τους. Διότι μόνον αυτό φοβόντουσαν, να τους κατονομάζεις. Όταν δεν κατονομάζεις κάτι, αυτό μένει στην αφάνεια, είναι ελεύθερο να κινηθεί και να δράσει μέσα στο σκοτάδι.
Ηieronymous Bosch, O θρίαμβος της αμαρτίας
Πλέον τα  όρια έχουν ξεπεραστεί: Η ιστορία δεν θα γράφεται μέσα στις πανεπιστημιακές αίθουσες και τις  βιβλιοθήκες, αλλά μέσα στα δικαστήρια. Οι ευγενείς και μορφωμένοι άνθρωποι της Ιεράς Εξέτασης, ούτε που θα μπορούσαν να φανταστούν κάτι τέτοιο. Στην εποχή μας λοιπόν εγκαθιδρύεται η ΑΝΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ: Όποιος στιγματίζει τον κάθε υπεύθυνο της παρακμής, της ανωμαλίας, του ψεύδους, θα στέλνεται στη πυρά, θα του κλείνουν το στόμα. Ταυτόχρονα δε με την πολιτική και ιδεολογική παρακμή, θεσμοθετούνται οι ανωμαλίες της ανθρώπινης ύπαρξης : άνδρες παντρεύονται μεταξύ τους  και…δημιουργούν οικογένειες. Είναι απίστευτο, αλλά στο "gay parade" που έγινε στην Αθήνα παρευρέθηκαν… εκπρόσωποι ξένων πρεσβειών! (Φανταστείτε τον  Οττο Φον Βίσμαρκ  να στέλνει διπλωμάτες του να παραστούν…. σε παρέλαση ομοφυλόφιλων).
Όλα αυτά που συμβαίνουν στην εποχή μας υποκρύπτουν  κάτι πολύ σημαντικό: Πρόκειται για το τελικό πέρασμα από την Μεταφυσική  της  Καλοκαγαθίας στην Μεταφυσική της Ύπαρξης. Στην Πλατωνική αντίληψη της ζωής, δεν υπήρχε η αξία του να υπάρχεις , αλλά η αξία του πως υπάρχεις. Και ο ιδανικός τρόπος ύπαρξης ήταν ο Καλοκάγαθος βίος: Η  Υπέρτατη ωραιότητα που αντανακλάται στον ψυχικό κόσμο του εξυψωμένου ανθρώπου.  Στην χριστιανική πλέον εποχή, η Καλοκαγαθία συμπληρώνεται με ένα λαμπρό στολίδι: Την θυσιαστική αγάπη. Αυτές ήταν μέχρι  πρότινος οι μεταφυσικές αξίες του πολιτισμού μας. Αυτή η εποχή τελείωσε πλέον, και την θέση της  παίρνει η νέα εποχή της Μεταφυσικής της Ύπαρξης. Το πως υπάρχεις δεν ενδιαφέρει πλέον, φθάνει ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ, και να επιβάλεις την ύπαρξη σου. "Εγώ υπάρχω", ακούγεται στους συμπαντικούς αιθέρες, ΕΓΩ, ΟΠΩΣ ΕΙΜΑΙ, ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΔΕΝ ΔΙΝΩ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ. Είναι η τελική πράξη του δράματος που ονομάστηκε "αυτοδιάθεση του ανθρώπου", είναι η ίδια πράξη που τέλεσε ο Εωσφόρος όταν θεοποίησε το εγώ του.
Όμως  η κατάπτωση δεν υπάρχει μόνον στο πεδίο της ηθικής και της πολιτικής. Σύγχρονες επιστημονικές έρευνες έφεραν στο φως ένα συγκλονιστικό γεγονός:  Μέσα σε ένα αιώνα οι δυτικοί πληθυσμοί  έγιναν πιο χαζοί και λιγότερο ικανοί στο να αντιδρούν στα εξωτερικά ερεθίσματα: Έχασαν 14 βαθμούς από τον δείκτη νοημοσύνη τους (IQ) .Το αποκαλύπτει μία επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε  πριν λίγο καιρό στο περιοδικό "Intelligence", από ερευνητές του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, του πανεπιστήμιου της Ούμεο στην Σουηδία, καθώς  και του πανεπιστήμιου του Κορκ στην Ιρλανδία. Με βάση λοιπόν αυτή την έρευνα, η Βικτωριανή περίοδος , στο τέλος του 1800  υπήρξε η πιο παραγωγική και πλούσια σε ανακαλύψεις. Η νοητική ικανότητα των ανθρώπων ήταν ιδιαίτερα υψηλή. Όμως ήδη από την πρώτη δεκαετία του 1900 άρχισε μία σταδιακή  μείωση, που έφθασε μέχρι  εμάς:  Κάθε δεκαετία χάνονται  1,24  βαθμοί  του δείκτη νοημοσύνης  και  το ίδιο συμβαίνει και με τους χρόνους αντίδρασης  στα εξωτερικά ερεθίσματα, που πέρασαν από τα 183 χιλιοστά του δευτερολέπτου στο τέλος του 1800 στα 253 που είναι σήμερα. (όλη η έρευνα εδώ ). Φυσικά αυτή η επιστημονική  έρευνα γελοιοποιεί  τους  θιασώτες  της  "νέας  εποχής της  προόδου", και αποδεικνύει ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο:  μία σταθερή φθίνουσα πορεία της  νοητική μας  ικανότητας.
Μύθος  λοιπόν η  "προοδευτική  εξέλιξη του ανθρώπου", και λυπηρό  γεγονός  η  ψυχική και  νοητική παρακμή του. Που οφείλεται αυτό το φαινόμενο;  Μα  στην αντιπαροδοσιακή  δομή των σύγχρονων κοινωνιών, με τις γυναίκες  να προτιμούν  την καριέρα  από την  δημιουργία οικογένειας (με αποτέλεσμα οι  πιο έξυπνες από  αυτές  να  τεκνοποιούν όλο και  λιγότερο), στα  χάλια των εκπαιδευτικών συστημάτων, καθώς  και στην υπερδιέγερση  του  ανθρωπίνου εγκεφάλου από ερεθίσματα  χαμηλής ποιότητας. Έχουμε οδηγηθεί σε πολιτικό, ιδεολογικό, ηθικό και πνευματικό αδιέξοδο.  Ήδη άρχισαν να φαίνονται  και  οι  πρώτες νευροφυσιολογικές συνέπειες  αυτής  της κατάστασης. Σε ποιές αβύσσους οδηγούμαστε; Πως  θα μπει ένα φρένο σε  αυτήν την κατρακύλα;  Απαντήσεις  δεν  έχω. Διατηρώ  μόνον  τις  προσωπικές  μου ελπίδες,  σε  μία "εκ  των άνω" παρέμβαση του Πνεύματος  που ορίζει την ιστορία.
Τελειώνοντας, θέλω να επισημάνω το γεγονός ότι παρόλο που η Ρωσία ακολουθεί το καπιταλιστικό -φιλελεύθερο μοντέλο, και αντιμετωπίζει διάφορα  κοινωνικά προβλήματα, ωστόσο είναι ίσως η μόνη χριστιανική χώρα που υψώνει φράγματα ενάντια  στον χείμαρρο της παραβατικότητας και των διαλυτικών φαινομένων. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να μπει στο στόχαστρο  όλων των αντιπαραδοσιακών δυνάμεων.
το είδαμε εδώ

Ἐπιστολὴ περὶ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ

 



Ἐπιστολὴ στὸν ἐπαγγελματία Σίμο Μ., τὸν ὁποῖο βασανίζει ἡ ἐκδοχὴ ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ ἀποτελεῖ τὴ Δίκη τοῦ Θεοῦ.


Ἄκουσες ἀπὸ κάποιον ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ ἀποτελεῖ ἤδη τὴ δίκη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι δεύτερη κρίση δὲν πρόκειται νὰ ὑπάρξει. Αὐτὴ ἡ σκέψη σὲ βασάνιζε ἀρκετὸ καιρὸ καὶ δὲν μποροῦσες νὰ ἀποφασίσεις ἂν θὰ τὴν ἀποδεχθεῖς ἤ θὰ τὴν ἀπορρίψεις.

Φαντάσου ἕναν πολὺ κακὸ ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου οἱ κακίες εἶναι γνωστὲς σὲ ὅλη τὴν πόλη. Οἱ γείτονες τὸν ἀποφεύγουν καὶ μεταξύ τους κατακρίνουν τὶς ἀδικίες του.

Κανεὶς δὲν τὸν ἐπισκέπτεται, κανεὶς δὲν τὸν δέχεται στὸ σπίτι του. Ἔτσι κρίνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἔτσι τὸν τιμωροῦν. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο καὶ τὸ δικαστήριο ἀποφασίζει νὰ τὸν τιμωρήσει μὲ φυλάκιση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔσχατη νομικὴ κρίση. Καὶ ἔτσι, λοιπόν, βλέπεις δύο δίκες: μία κατὰ συνθήκη καὶ ἔκτακτη, καὶ μία νομικὴ καὶ ὁριστική.

Ἢ ἀκόμα πιὸ ξεκάθαρα, πάρε τὸ παράδειγμα κάποιου ἄτακτου μαθητῆ, τὸν ὁποῖο ὁ δάσκαλος πολλὲς φορὲς τιμωρεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ σχολικοῦ ἔτους γιὰ νὰ τὸν συνετίσει καὶ στὸ τέλος τοῦ σχολικοῦ ἔτους τὸν ἀποβάλλει ἀπὸ τὸ σχολεῖο ὡς μὴ προσαρμόσιμο.

Ἔτσι εἶναι οἱ δύο κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Μία κατὰ συνθήκη, πρόσκαιρη, καὶ μία ὁριστική. Ἀποκαλοῦμε ἐκπαιδευτικὴ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ πάνω στοὺς ἀνθρώπους στὸ σχολεῖο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἐνῶ ἡ δεύτερη κρίση θὰ εἶναι δίκαιη καὶ ὁριστική.

Αὐτὸ ἔχει καταστεῖ σαφὲς ἀπὸ πολλὰ παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τὸν δίκαιο Μωυσῆ τιμώρησε ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα ἁμάρτημα, μὲ τὴν ἀπαγόρευση νὰ μπεῖ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν ὁποία ὁδήγησε τὸν λαὸ του ἐπὶ σαράντα χρόνια. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατὰ συνθήκη, ἡ πρόσκαιρη καὶ ἐκπαιδευτικὴ κρίση τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ φοβισμένοι νὰ λένε: ὅταν ὁ Θεὸς δὲν συγχωρεῖ ἕνα ἁμάρτημα σὲ ἕναν τόσο δίκαιο ἄνθρωπο, πῶς θὰ κάνει ἄραγε μέ μᾶς, ποὺ εἴμαστε φορτωμένοι μὲ πολλὰ καὶ βαριὰ ἁμαρτήματα; Ἀλλὰ ἡ τιμωρία τοῦ Μωυσῆ δὲν εἶναι ἡ ἔσχατη καὶ ὁριστικὴ γι’ αὐτόν. Οὔτε σημαίνει ὅτι ὁ Μωυσῆς δὲν θὰ μπεῖ στὸ βασίλειο τῶν οὐρανῶν.

Γνωρίζεις ὅτι αὐτὸς ὁ μεγάλος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἐμφανίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἠλία κατὰ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Αὐτὸ μᾶς μαρτυρεῖ ὅτι, ἂν καὶ τιμωρήθηκε γιὰ ἕνα ἁμάρτημα, δὲν ἀποκλείσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ οὔτε ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή. Οἱ παιδαγωγικὲς τιμωρίες ἢ οἱ ἐκπαιδευτικὲς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, ὑπηρετοῦν ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν σκοπό, δηλαδὴ νὰ προετοιμαστοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Κοίταξε τὸν ἀσθενῆ τῆς Βηθεσδᾶ, ποὺ ἦταν κατάκοιτος τριάντα ὀκτὼ συναπτὰ ἔτη. Ἂν ἡ ἀρρώστια του προερχόταν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, μᾶς τὸ εἶπε ὁ Κύριος ὅταν τὸν θεράπευσε: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοὶ τι γένηται» (Ἰωάν. 5,14). Καὶ τί χειρότερο θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ συμβεῖ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποκλειστεῖ ἀπὸ τὸ Βασίλειο τῆς Ζωῆς κατὰ τὴ φοβερὴ Κρίση τοῦ Θεοῦ, λόγῳ νέων ἁμαρτιῶν;

Καὶ περὶ τῆς τελευταίας Κρίσης, περὶ τῆς φοβερῆς Κρίσης τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς ἡμέρας ἡ ὁποία «ἔρχεται καιομένη ὡς κλίβανος» (Μαλ. 4,1), μᾶς μίλησε ξεκάθαρα ὁ Σωτήρας μας. Ὅταν ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη σκοτεινιάσουν, ὅταν τ’ ἀστέρια σαλέψουν καὶ ἀρχίσουν νὰ πέφτουν, ὅταν μέσα στὸ καθολικὸ σκότος φανεῖ «σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24,30), τότε θὰ ἐμφανισθεῖ ὁ Κύριος Ἰησοῦς μὲ δύναμη καὶ δόξα, νὰ κρίνει δίκαια ζώντας καὶ νεκρούς.

Κρατήσου ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑγιῆ ἐπιστήμη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ διῶξε ἀπὸ μέσα σου ὅ,τι αὐτὸ τὸ διάστημα σοῦ ἔριξε στὴν ψυχὴ αὐτὸς ὁ αἱρετικὸς ἄνθρωπος.

Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογήσει μὲ εἰρήνη καὶ ὑγεία.

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)

 




 
14 Νοεμβρίου 1965



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς διδάσκει σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὸν πλησίον. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη αὐτό, εἶπε μία παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κάποιος νομικὸς πλησίασε τὸν Ἰησοῦ πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας. Διδάσκαλε, τί ἂν θὰ κάμω θὰ κληρονομήσω αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Τί εἶναι γραμμένο στὸ Νόμο; Πῶς διαβάζεις; Κι ὁ νομικὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε· Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο ποὺ εἶν' ὁ Θεός σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ ὅλη σου τὴν σκέψη καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ὀρθὰ ἀποκρίθηκες· αὐτὸ νὰ κάνης καὶ θὰ ζήσης. Μὰ ὁ νομικός, θέλοντας νὰ δείξη πὼς καταλαβαίνει εἶπε στὸν Ἰησοῦ· καὶ ποιὸς εἶναι πλησίον μου; Τότε παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, κι ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν· οἱ ληστὲς ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἔδειραν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένο. Ἔτυχε τότε καὶ κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ἱερέας ποὺ τὸν εἶδε καὶ προσπέρασε· τὸ ἴδιο κι ἕνας λεβίτης, ποὺ βρέθηκε σ' ἐκεῖνο τὸν τόπο, ἦλθε, εἶδε καὶ προσπέρασε. Καὶ κάποιος Σαμαρείτης, ποὺ ὡδοιποροῦσε ἦλθε πρὸς τὰ κεῖ κι ὅταν τὸν εἶδε πόνεσε μέσα του· κι ἀφοῦ πλησίασε τοῦ ἔδεσε καλὰ τὰ τραύματα πλένοντάς τα μὲ κρασὶ καὶ βάζοντας ἐπάνω λάδι· κι ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔφυγε ἔβγαλε κι ἔδωκε δύο δηνάρια στὸν πανδοχέα καὶ τοῦ εἶπε· φρόντισέ τονε κι ἂν τύχη καὶ ξοδέψης κάτι παραπάνω, ἐγὼ στὸ γυρισμό μου θὰ στὸ πληρώσω. Ποιὸς λοιπόν σοῦ φαίνεται πὼς ἀπ' αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἔγινε πλησίον σ' ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε· ἐκεῖνος ποὺ τὸν πόνεσε καὶ τὸν κοίταξε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· πήγαινε καὶ κᾶνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο.

Αὐτὸς ὁ νομικός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε τάχατες τί νὰ κάμη γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνιο ζωή, αὐτὸς λοιπὸν δὲν ρωτοῦσε γιὰ νὰ μάθη, μὰ ἤθελε νὰ πειράξη τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν διαβασμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του μελετοῦσε κι ἐξηγοῦσε τὸ Νόμο καὶ θὰ μποροῦσε νὰ μπλέξη τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ καμμιὰ συζήτηση. Μὰ πῆρε τὸ μάθημα ποὺ τοῦ χρειαζότανε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ 'δωσε καὶ κατάλαβε πὼς ἄλλο νὰ 'σαι τάχα διαβασμένος καὶ νὰ κάνης τὸν ἔξυπνο κι ἄλλο νὰ 'σαι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Σοφία δὲν εἶναι νὰ ξέρης ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ νὰ ξέρης τί πρέπει νὰ κάνης γιὰ τὸν πλησίον. Ὅλοι ξέρουνε καὶ λένε πολλά, μὰ λίγοι κάνουνε ὅ,τι πρέπει. Γι' αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ πὼς ἀλλιῶς ρωτᾶ ὁ νομικὸς κι ἀλλιῶς τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νομικὸς ρωτᾶ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;». Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ· «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Ὁ νομικὸς ρωτᾶ γιὰ νὰ μάθη τάχα ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον κι ὁ Χριστὸς τὸν στέλνει νὰ πάη νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Δὲν τοῦ λέει πὼς πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος, μὰ τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ 'ναι ὁ πλησίον. Κι αὐτὸ εἶναι, χριστιανοί μου, ποὺ μᾶς χρειάζεται κάθε φορά· ὄχι νὰ ξέρουμε πολλὰ καὶ νὰ 'μαστε σοφοί, μὰ νὰ 'χουμε ἀγάπη καὶ νὰ κάνουμ' ἐκεῖνα ποὺ πρέπει.

Πολλοὶ τώρα τελευταία, ποὺ δὲν εἶναι δὰ καὶ σοφοί, κάθουνται μέρα νύχτα στὸ καφενεῖο καὶ λένε λόγια· λένε γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἰσότητα, γιὰ εἰρήνη, γιὰ δημοκρατία καὶ γιὰ ἄλλα τέτοια πολλά. Ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς πῆ. Πᾶτε νὰ ἐργασθῆτε, γιατί ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λείπει δὲν εἶναι τὰ λόγια, μὰ ἡ ἐργασία καὶ ἡ νοικοκυροσύνη. Πᾶτε λοιπὸν νὰ ἐργασθῆτε αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ νὰ δείξετε στὴν πράξη καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ δημοκρατία ποὺ φωνάζετε. Στὸ δάσκαλο, ποὺ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει, οἱ ἄλλοι θὰ τοῦ ποῦνε καὶ θὰ γελάσουνε μαζὶ του· «Δάσκαλε, ποὺ δίδασκες...».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σ' αὐτὴ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν, μᾶς δίδαξε κάτι καινούργιο, ποὺ δὲν τὸ 'ξερε ὥς τὰ τότε ὁ κόσμος. Μᾶς δίδαξε τί θὰ πῆ πλησίον, τί θὰ πῆ ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ μᾶς εἶπε πὼς πλησίον εἶναι ὄχι μόνο ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὰ πὼς πλησίον εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος. Στὸν καιρὸ μας ὅλα εἶναι γεμάτα ὑποκρισία· μᾶς πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ τί γίνεται στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, φωνάζουμε γιὰ σκλάβους ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε, σκοτωνόμαστε γιὰ λαοὺς ποὺ δὲν τοὺς ξέρουμε, ὅταν τὴν ἴδια στιγμὴ μπροστὰ στὰ μάτια μας εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ περιμένει ἀπό μᾶς. Φωνάζουμε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ξεχνοῦμε τὸν ἄνθρωπο· σκοτωνόμαστε γιὰ ξένους λαοὺς καὶ ρημάζουμε τὸν τόπο μας· θέλουμε ἰσότητα κι ὅσοι εἶναι στὴ δούλεψή μας τοὺς ἔχουμε γιὰ δούλους· τάχα ζητοῦμε δικαιοσύνη καὶ τρῶμε τὸν κόπο τοῦ ἐργάτη μας· κηρύττουμε δημοκρατία κι εἴμαστε τυραννικοὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας. Ὅλα ἐτοῦτα γίνονται, γιατί ξεκινοῦμε ἀνάποδα· ἀφίνουμε τὰ κοντινά μας καὶ πᾶμε στὰ μακρινὰ· βάζουμε σκοπό μας τὴν ἀνθρωπότητα κι ἀφίνουμε τὸν ἄνθρωπο· ἀγνοοῦμε τὸν πλησίον καὶ γνοιαζόμαστε γιὰ κεῖνον ποὺ 'ναι μακρυά. Στ' ἀλήθεια δὲ γνοιαζόμαστε γιὰ τίποτα καὶ τὸ βρήκαμ' ἔξυπνο καὶ βολικὸ νὰ φωνάζουμε γιὰ ἰδεολογίες καὶ νὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲ μᾶς θέλει ἰδεολόγους, μὰ πιστούς· δὲ μᾶς θέλει νὰ φωνάζουμε γιὰ δικαιοσύνη, μὰ νὰ 'μαστε δίκαιοι· δὲ μᾶς στέλνει νὰ βροῦμε κείνους ποὺ εἶναι μακρυά, μὰ νὰ κοιτάξουμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντά μας. Ὁ Χριστὸς δὲν ξέρη τί θὰ πῆ ἀνθρωπότης, ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον· κι ἀκόμη πιὸ ἁπλὰ καὶ πιὸ πρακτικὰ ξέρει τί θέλει ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον. Γι' αὐτὸ στὸν καθένα, ποὺ ὑποκριτικὰ ρωτᾶ σὰν τὸν νομικό, τὸν στέλνει, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μάθη ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ καὶ γιὰ νὰ πράξη ὅ,τι χρειάζεται ὁ πλησίον. Ἄκουε, χριστιανέ μου, ἐκεῖνο πού σοῦ λέει ὁ Χριστός, κάνε ὅ,τι ἔκαναν μέχρι τώρα κι οἱ πατέρες σου. Ψέματα δὲ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς κι οἱ πατέρες μας, ἂς μὴν ἤξεραν πολλά, ὅμως εἶχαν πρακτικὴ σοφία· πίστευαν στὸ Θεό, σέβονταν τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσαν τὸν τόπο τους, κοίταζαν τὴ δουλειά τους καὶ δὲν ἤξεραν ἀπὸ ἰδεολογίες.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἂς μὴν πηγαίνουμε μακρυὰ κι ἂς μὴ χανώμαστε σὲ λόγια. Κοντὰ μας εἶναι ὁ πλησίον καὶ μπρὸς στὰ μάτια μας εἶναι οἱ ἀνάγκες του. Ἂς κάνουμε ὁ καθένας μάς ὅ,τι μποροῦμε, ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε τάχα ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον μὰ γιὰ νὰ βοηθοῦμε στ' ἀλήθεια τὸν πλησίον. Τότε νιώθουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν αἰσθανώμαστε κοντά μας τὸν πλησίον. Κι ἡ ἐντολὴ εἶναι ν' ἀγαποῦμε τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ αἰώνιο. Ἀμήν.

Ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ (Λουκ ι΄ 25-37)

 







«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»


Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δημόσιας τριετοῦς δράσεως τοῦ Κυρίου, «λογοποιεί τινες ἀθυροστομεῖν εἰωθότες» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), δηλ. ἄνθρωποι κουτσομπόληδες ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ λέγουν ἀθυροστομίες, διέδιδαν εἰς βάρος Του τὰ ἀκόλουθα: Ἔλεγαν πὼς ὁ Χριστὸς περιφρονεῖ τὸ Μωσαϊκὸ Νομό, «καινὰ δὲ αὐτὸς εἰσφέρει διδάγματα», δηλ. καινούργια διδάγματα εἰσάγει στὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἔρχεται ὁ σημερινὸς νομικός τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσπαθεῖ νὰ παρασύρει τὸν Ἰησοῦ σὲ κάποια συζήτηση, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐπιτύγχανε δύο πράγματα, θὰ ἔκανε τὸ Χριστὸ νὰ ὁμολογήσει πὼς ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶναι παρωχημένος, ἐνῶ ὁ ὑποτιθέμενος δικός Του εἶναι σωστός. Ἀγνοοῦσε πὼς ὁ νομοθέτης καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂς παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τὴ συνετὴ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στὸ νομικό.


Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ νομικοῦ

Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου πὼς ὁ νομικὸς πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ διάθεση ὄχι νὰ μάθει, ἀλλὰ νὰ πειράξει. Τὸν ἀποκαλεῖ διδάσκαλο: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10,25). Ἡ πρόθεση τοῦ νομικοῦ δὲν ἦταν νὰ μάθει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ «συναρπάσαι προσδοκῶν», ἤθελε νὰ παγιδεύσει τὸ Χριστό, κατὰ τοὺς Πατέρες. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς συνεχῶς μιλοῦσε στὰ κηρύγματά Του γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ «περίαυτος» (ἐγωιστὴς) νομικὸς χρησιμοποιεῖ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν δελεάσει. Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸν ἀποκαλύπτει. Δὲν ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία του οὔτε τὸν περιφρονεῖ. Ὁ νομικὸς καυχιόταν γιὰ τὴ γνώση του πάνω στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο. Ὁ Χριστὸς τὸν παραπέμπει ἐκεῖ. «Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτὸν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» (ὅπ. π. στίχ. 26). Μάλιστα ὅταν ἀποκρίθηκε σωστά, τὸν ἐπαίνεσε ὁ νομοδότης Κύριος. «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης» (ὅπ. π. στίχ. 28). Δὲν τὸν ἐξερέθισε· ἀντίθετα χωρὶς φθόνο καὶ κακότητα τὸν ἐπαίνεσε δημόσια. Ὁ νομικὸς στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πὼς εἶναι κάποιος τυχαῖος, ρώτησε ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους «πλησίον» (ὅπ. π. στίχ. 29). Ὁ νομικὸς ἦταν δοχεῖο γνώσεων, ἀλλὰ δὲν ἦταν σκεῦος ἀρετῶν.

Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος λέγει πὼς ἡ ἀρετὴ δὲ συναντᾶται πάντοτε ὅπου ὑπάρχει γνώσει καὶ ὅπου λάμπει τὸ ἀξίωμα. «Ἡ ἀρετὴ εἶναι εἰς τὴν πρᾶξιν, εἰς τὴν ἐφαρμογὴν ἐκείνων ποὺ λέγομεν ὅτι πιστεύομεν, εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῶν ἰδεῶν ποὺ ἐκπροσωποῦμεν, εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ὄχι ἁπλῶς εἰς τὴν γνώση των». Ὁ νομικὸς ἤθελε νὰ δείξει στὸ Χριστὸ πὼς δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα, ὅπως τὰ λέγει, ἀλλ’ ἔχουν βάθος. Ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὶς ἰδέες του, νὰ δείξει πὼς ὑπερέχει ὅλων. «Ὤιετο γὰρ πάντων ὑπερέχειν», κατὰ τὴν πατερικὴ γραμματεία. Ὁ νομικὸς ρωτάει γιὰ τὸν πλησίον καὶ ὁ Κύριος τοῦ δείχνει τί κάνει ὁ πλησίον.

Ὁ ἕνας ἤθελε γνώσεις κι ὁ Ἄλλος τοῦ ὑπέδειξε τὴν πράξη. Μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση ἀποδεικνύουμε ἐὰν νιώθουμε τὸ διπλανό μας ὡς πλησίον.


«Εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεὸ μου»

Οἱ διάφοροι φιλόσοφοι τοῦ κόσμου τούτου λένε πὼς «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλαση μου». Ἀντίθετα οἱ Ἅγιοι ἔλεγαν: «εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεό μου». Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ μεγάλος Πλησίον, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας ὁ συνάνθρωπος ἂς γίνει πλησίον. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπό του. Δὲν μᾶς ὠφελοῦν τὸ πλῆθος τῶν θεολογικῶν γνώσεων, ὅταν εἴμαστε στεγνοὶ ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὸ διπλανό μας.

Μάλιστα οἱ πολλὲς γνώσεις χωρὶς τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τους γίνονται καὶ ἀφορμὴ κατακρίσεώς μας: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς›› (Λουκ. 12,47). Ὁ προμνημονευθεὶς Μητροπολίτης λέγει πὼς τὸ νέο ποὺ κόμισε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας. Καὶ τὸ νέο ποὺ κόμισε γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Κανένα πολιτικὸ ἢ κοινωνικὸ σύστημα δὲν ἔφτασε σ’ αὐτὴν τὴν πληρότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ βλέπουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα τὰ πολιτικὰ συστήματα ὁμιλοῦν γιὰ παρατάξεις, γιὰ ὁμάδες, γιὰ ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους. Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνες», ὁμιλεῖ γιὰ πλησίον, γιὰ ἀδελφούς, γιὰ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ἀγάπη χωρὶς διάκριση, γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.


Ἀδελφοί μου,

Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «Οὐδέποτε προτίμησα τὸ προσωπικό μου συμφέρον ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ἐπίσης ὁ ἀββὰς Ἀγάθων συμπληρώνει: «Ἀγάπη εἶναι νὰ βρῶ ἕναν λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω εὐχαρίστως τὸ σῶμα μου καί, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ πάρω τὸ δικὸ του». Ἂς τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ ὑπόψη μας, γιὰ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὸν πλησίον μας, ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας.

Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη (Λουκ ι΄25-37)

 


 
Κήρυγμα στὶς 30/11/1997

 
Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.

Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές μας.

Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας. Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Θυμᾶμαι μιὰ θλιβερὴ στιγμὴ στὴ ζωή, ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ρώτησε ποιὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς μου, ἤμουν νέος τότε, κι ἐγὼ εἶπα: «Νὰ εἶμαι μόνο μὲ τὸ Θεό», καὶ αὐτὸς μὲ κοίταξε λυπημένα καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις ἀρχίσει ἀκόμη νὰ γίνεσαι χριστιανός. Ἐπειδὴ ἂν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μαζί του ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ γιὰ κάθε πρόσωπο ξεχωριστὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Ἂς λάβουμε ὑπόψη μας λοιπὸν σὰν γνώμονα αὐτὸ τὸ σύντομο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν παραβολή. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο πολὺ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεγελάσεις κάποιον. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιον, μπορεῖ νὰ ἔρθει μία στιγμὴ ἐγωισμοῦ, διαφωνίας, ἕνας καυγᾶς μπορεῖ νὰ τελειώσει, τουλάχιστον γιὰ λίγο, μία κοινή μας φιλία καὶ ζεστασιὰ.

Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα ἀντικειμενικὸ κριτήριο. Πῶς συμπεριφέρεσαι στὸν πλησίον; Τί σημαίνει αὐτὸς γιὰ σένα; Ἂν δὲν σημαίνει τίποτα, ἂν εἶναι ἕνας περαστικός, ἂν εἶναι ἁπλὰ κάποιος στὸ δρόμο σου, ἢ ἂν εἶναι κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή σου, ὅταν ἐσὺ εἶσαι σὲ καλὴ διάθεση, τότε δὲν ἀρχίσαμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο μαζὶ μ’ Αὐτόν.

Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, ἂς κάνουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας σχετικὲς ἐρωτήσεις, καὶ ἂς διορθώσουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.

Καθαρὰ κίνητρα καὶ σαφὴς σκοπός (Λουκ. ι΄25-37)

 



Πρόβλημα μεγάλο ἡ ποιότητα τῶν κινήτρων μέ τά ὁποία πλησιάζουμε οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Κι ὅσο παγώνει ἡ ἀγάπη, κι ὅσο κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, κι ὅσο πορευόμαστε μέ οἰκονομίστικα προτάγματα συμφέροντος, τόσο θεριεύει ἡ καχυποψία, τόσο ἐντείνεται ἡ διάθεση ὑπονόμευσης τοῦ πλησίον, τόσο τείνουμε νά χαιρόμαστε μέ τόν πόνο, τόν καημό, τό πάθημα τοῦ ἄλλου. Κι ἀντί νά πορευόμαστε στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις μέ καλή διάθεση ἁπλότητος καί ἀλληλοσεβασμοῦ, προτάσσουμε τήν ὑποκρισία, τήν ἰδιοτέλεια καί τή σκοπιμότητα, ξεχνώντας τόν πνευματικό νόμο τῆς ταυτοπάθειας.

Ἀκόμη καί σέ ἐποχές κρίσης, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συναντίληψη καί ἡ συγκατάβαση γιά νά ὑπερβαθοῦν οἱ ὅποιες δυσκολίες, μπορεῖ νά παρουσιάζουμε προσωπεῖο τέτοιων διαθέσεων, ὅσο εἶναι ἀναμμένοι οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητας, μόλις ὅμως αὐτοί σβήσουν, ἐμμένουμε στήν ἐσωστρέφειά μας, τόν φόβο καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ὅποιου ἄλλου.


Πνευματικό ξεκαθάρισμα

Ἕνας νεαρός πού παριστάνει τόν ἔξυπνο, ἑρμηνευτής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου δίνει τήν ἀφορμή γιά τή σημερινή παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, μία ἀπ’ τίς πιό γνωστές του ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νά παρασύρει τόν Χριστό σέ ἀντιφάσεις, θέτει μέ ἐξωτερικό σεβασμό κάποιες ἐρωτήσεις. Ὅταν μέ ἀντερωτήσεις ὁ Χριστός τόν ἀναγκάζει νά ἀπαντήσει μόνος του, ἀποκαλύπτεται ὅτι δέν ρωτοῦσε ἀπό γνήσιο ἐνδιαφέρον, ἀλλά μέ ὑποβολιμαία σκοπιμότητα. Καί πάλι, ἀντί νά σιωπήσει τουλάχιστον, ὁ νομικός ἐπιμένει νά ρωτᾶ πονηρά σέ μία ὕστατη προσπάθεια νά ἐκθέσει τόν Χριστό ἀπό τά λεγόμενά του.

Τήν εὐκαιρία αὐτή, τῆς ἀνθρώπινης κακοπιστίας, ἁρπάζει ὁ Χριστός γιά νά ξεκαθαρίσει τά ὅσα παρακάτω θά θίξουμε. Ξεκινᾶ μ’ ἕναν ταξιδιώτη, ὁ ὁποῖος κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχῶ ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν καταλήστεψαν, τόν κακομεταχειρίστηκαν, τόν γέμισαν πληγές καί τόν παράτησαν μισοπεθαμένο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τήν ἀλληγορία τῆς παραβολῆς, ἀναγνωρίζουν στόν καταπληγωμένο καί μισοπεθαμένο ταξιδιώτη τή σύνολη ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία πέφτοντας θύμα τοῦ διαβόλου, κατέβηκε ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, στήν ἀρένα τῆς παρούσης ζωῆς, καταληστεμένη ἀπό τήν πρώτη ὀμορφιά τοῦ καλοῦ λίαν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, καταπληγωμένη ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, καί μισοπεθαμένη ἀπό τήν πνευματική κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.

Καθώς κείτεται ἀνήμπορος ὁ ταξιδιώτης, ἀκούει βήματα καί βλέπει νά πλησιάζουν πρῶτα ἕνας Ἱερέας καί μετά ἕνας Λευίτης, πνευματικοί ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅμως, συμπεριφέρονται ἀκριβῶς τό ἴδιο. Πλησιάζουν, βλέπουν καί ἀπομακρύνονται χωρίς νά βοηθοῦν. Γιά τούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς, ἡ συμπεριφορά τοῦ νομικοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Οἱ μωσαικές διατάξεις ἀπαγόρευαν στόν καθένα γενικά, ἰδίως ὅμως σέ ὑπηρέτη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, ν’ ἀκουμπήσουν πτῶμα καθώς μετά θεωροῦνταν «ἀκάθαρτοι», ἐνῶ ἔπρεπε καί νά τελέσουν θυσία ἐξιλασμοῦ γιά νά «καθαρισθοῦν». Μέ πόση ἄνεση ἡ τυπολατρία καί ἡ ἐκνομίκευση ὅταν κυριαρχοῦν, μέ πρόφαση νά προφυλάξουν, ἀναιροῦν τόν Θεόσδοτο νόμο τῆς ἀγάπης, καί νομιμοποιοῦν τή σκληρότητα. Κι ἐδῶ οἱ Πατέρες ἑρμηνεύοντας βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη, τό Νόμο καί τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέν στάθηκαν ἱκανοί νά σώσουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν πνευματικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια.


Ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Καί ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης… Ἀπό αὐτόν ὁ πληγωμένος ταξιδιώτης μοιάζει νά μήν περιμένει τίποτε. Εἶναι ἀλλόφυλος, ἀλλόθρησκος, ἐχθρός… Κι ὅμως, αὐτός σταματᾶ στόν ἐπικίνδυνο τόπο, φροντίζει τόν πληγωμένο καί τόν περιμαζεύει. Οἱ Πατέρες πάλι, στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη βλέπουν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τοῦτο διότι, ἄν καί τόν περίμενε, ἡ ἀνθρωπότητα δέν μπόρεσε νά τόν ἀναγνωρίσει ὡς τόν Σωτήρα της. Τόν περίμενε μέ κοσμικά μεγαλεῖα, μέ πολιτικές ἀνατροπές, μέ «οἰκονομικά θαύματα» καί ἦλθε ἁπλός, χωρίς διεκδικήσεις ἤ ἐγκοσμιοκρατικό προσανατολισμό.

Τί κάνει ὁ Σωτήρας μας; Ἐπιχέει στό καταπληγωμένο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας «ἔλαιον καί οἶνον». Στήν περίδεση τῶν τραυμάτων οἱ Πατέρες ψηλαφοῦν τήν ἀναίρεση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων μέ τό σωστικό ἔργο καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί στό «ἔλαιον καί τόν οἶνον» βλέπουν τά ἱερά Μυστήρια καί τό θεῖο Κήρυγμα, ὡς τά δύο θεοπαράδοτα μέσα πού θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποκαθιστοῦν πνευματικά ὑγιῆ.

Ὁ Χριστός μας μεταφέρει τόν ἀσθενῆ στό πανδοχεῖο, τήν Ἐκκλησία του, ὅπου μέ ἀσφάλεια καί ἄνεση μπορεῖ νά γίνει ἡ ἀποθεραπεία. Τόν ἐπιμελεῖται ὅλη νύκτα, σύμβολό του ὅτι ὁ Χριστός μας δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν χάριν τοῦ ἀνθρώπου, προβαίνοντας μάλιστα στήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καί φεύγοντας ἀπό τό πανδοχεῖο, ἀποσυρόμενος ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο, παραγγέλλει στόν πανδοχέα, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους, νά ἐπιμεληθοῦν τόν ἄρρωστο, νά καταβάλουν κάθε δυνατή φροντίδα γιά τήν πνευματική ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Παραδίδει καί δύο δηνάρια, στά ὁποῖα οἱ Πατέρες ἀναγνωρίζουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχουν παραδοθεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς ἀπλανεῖς καθοδηγοί στήν πνευματική τελείωση καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Προειδοποιεῖ ὅτι θά ἐπανέλθει γιά νά ἐλέγξει καί νά ἀποδώσει τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν».

Τί ξεκαθαρίζει ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή; Ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἦλθε στή γῆ καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά σώζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἀναγνωρίζει τήν ἀρρωστημένη πνευματική του κατάσταση καί ἀποζητᾶ τή θεραπεία. Δέν διεκδικεῖται οὔτε πολιτική ἀνάμειξη, οὔτε μερίδιο πλούτου, οὔτε κομμάτι ἐξουσίας, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολύ μικρά καί ἀσήμαντα. Σήμερα ὁ Χριστός δηλώνει σαφῶς καί μέ κατηγορηματικό τρόπο πώς τό ἔργο του ἔγινε καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά διασφαλίζουν τή σωτηρία καί τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό πιό σπουδαῖο καί αἰώνιο κατόρθωμα. Ἄς μήν ἑρμηνεύουμε τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μέ ὅρους κοινωνικοῦ καί προνοιακού ἔργου. Ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίζεται στούς ἐμπερίστατους καί φτωχούς. Ἡ φιλανθρωπία ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνόρθωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, μέ τή θεραπεία τῶν ἀρρωστημένων πιστευμάτων του, μέ τήν πνευματική ἴαση καί ἀποκατάστασή του ὡς τέκνου Θεοῦ. Γι’ αὐτό μᾶς ἀφορᾶ, καθώς ἀπευθύνεται σέ ὅλους.

Τὸ νηπτικὸ ἔλεος τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη

 





Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 33-37).

Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ δρόμου ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, κάποιος ἄνθρωπος ἔγινε στόχος σκληρόκαρδων ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν λήστευσαν, τὸν ἄφησαν ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, μισοπεθαμένο! Καταπληγωμένο καὶ ἐμφανῶς θανάσιμα κακοποιημένο.

Ὁ πρῶτος περαστικὸς ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδεῖ τὸ τραγικὸ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του αὐτὸ γεγονός, ἦταν ἕνας ἱερέας. Τὸν εἶδε, ποιὸς ξέρει τί σκέφθηκε καὶ συναισθάνθηκε. Πάντως τὸν εἶδε καὶ ἀντιπαρῆλθεν! Ἔφυγε. Τακτοποιημένος ἴσως μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἡ συνείδησή του δὲν λειτούργησε ἱερατικά, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει φιλάνθρωπα τὸν τραγικὸ αὐτὸν ἄνθρωπο!

Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ἕνας ἀκόμα ἄνθρωπος, λευΐτης, ὑπηρέτης καὶ λειτουργός του ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Δηλαδὴ ὁ δεύτερος αὐτὸς περαστικὸς ἄνθρωπος, μπροστὰ ἀπὸ τὸν μισοπεθαμένο συνάνθρωπό του, δὲν πέρασε βιαστικὸς ὅπως ὁ ἱερέας, ἀλλὰ πλησίασε, εἶδε τὴν τραγική του κατάσταση καὶ συνέχισε ἥσυχος καὶ ἀδιάφορος τὸν δρόμο του πρὸς τὸν προορισμό του.

Ἀλλὰ ἀμέσως ἔφθασε κοντὰ στὸ τραγικὸ θύμα τῶν ληστῶν ἕνας Σαμαρείτης. Ἕνας ξένος, ἀπὸ ἄλλη περιοχή, στὴν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἦταν συμπαθεῖς καὶ ἀποδεκτοί, ἀφοῦ τοὺς χώριζαν θρησκευτικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Κι ὅμως αὐτὸς ὁ ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη! Τὸν λυπήθηκε, τὸν περιέθαλψε πρόχειρα καὶ τὸν μετέφερε στὸ πιὸ κοντινὸ πανδοχεῖο. Φρόντισε νὰ μὴ τοῦ λείψει τίποτε καὶ πλήρωσε χρήματα γιὰ τὴ φιλοξενία του στὸ πανδοχεῖο.

Ἐὰν ὁ Σαμαρείτης, ὁ εὐεργέτης τοῦ Ἰουδαίου ὁ ὁποῖος κακοποιήθηκε θανάσιμα ἀπὸ ληστὲς συμπατριῶτες του, ἔδειχνε τὴν ἴδια συμπεριφορὰ ἀσπλαγχνίας καὶ ψυχρότητος ποὺ ἔδειξαν οἱ συμπατριῶτες τοῦ θύματος ἱερεῖς, θὰ ἦταν πλήρως δικαιολογημένος. Γιατί ἄραγε;

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποια ὁδοιπορία του προχώρησε, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας καὶ μπῆκε στὴν περιοχὴ τῆς Σαμάρειας, κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας αὐτῆς, κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ κοντὰ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ πιεῖ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτή. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἶχε πλησιάσει τὴν πηγὴ καὶ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τῆς πηγῆς αὐτῆς. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, διψασμένος, ζητάει ἀπὸ τὴ γυναίκα αὐτὴ νὰ τοῦ δώσει νερὸ νὰ πιεῖ.

Ἀντὶ ὅμως ὕδατος πηγαίου καὶ δροσεροῦ, ἡ Σαμαρείτιδα ἐκείνη συμπεριφέρθηκε ἐπιθετικὰ στὸν Ἰουδαῖο ὁδοιπόρο! Μὲ περιφρονητικὸ ὕφος τοῦ εἶπε:

- Πῶς ἐσὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς ἀπὸ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα νερό; Δὲν ξέρεις ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δὲν ἔχουν καμία σχέση μεταξύ τους;

Πράγματι μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν δὲν ὑπῆρχε καμία σχέση. Ἀντίθετα, ὁ ἕνας λαὸς περιφρονοῦσε καὶ ἐχθρεύετο τὸν ἄλλο.

Ἡ Σαμάρεια, ἡ ὁποία παλαιότερα ἀποτελοῦσε τὸ βόρειο Ἰσραηλιτικὸ κράτος, ἤδη πολὺ πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε προσχωρήσει στὴν εἰδωλολατρεία καὶ εἶχε “ἐθνικῶς” ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ μεγάλες ἐπιμιξίες μὲ ξένους λαούς. Στὴν ἐποχὴ δὲ τοῦ Ἰησοῦ τὸ ὄνομα Σαμαρείτης ἰσοδυναμοῦσε μὲ ὕβρη.

Ὁ Σαμαρείτης ἑπομένως ὁ ὁποῖος περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἦταν δικαιολογημένα φορτισμένος μὲ ἐμπάθεια καὶ ἐχθρικὰ αἰσθήματα ἐναντίον τῶν κατοίκων της. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶχε οὔτε τὴν ψυχολογία οὔτε τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα τῶν συμπατριωτῶν του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Διαφορετικὰ θὰ αἰσθανόταν χαρὰ μπροστὰ στὸ τραγικὸ θέαμα τοῦ ἐμπεσόντος στοὺς ληστὲς Ἰουδαίου.

Ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ παθογόνες – ἐχθρικὲς ἀντιστάσεις στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Ὅ,τι δὲν ἔκαναν οἱ ἱερεῖς τῆς πατρίδος τοῦ τραγικοῦ θύματος τῶν ληστῶν τὸ ἔκανε ἕνας ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων.

Ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν φύση του καὶ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὡς ἱερέας τῆς ἀγάπης, τελετούργησε τὸ μυστήριο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας στὴ θέση τῶν ἐξ ὁρισμοῦ ἱερέων τοῦ Θεοῦ!

Ὁ νοῦς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, στὴν πράξη τῆς ἀγάπης του, ἐκπέμπει πράγματι ἀνταύγειες φωτιστικὲς μιᾶς ἐντελῶς εὐαγγελικῆς νήψεως. Ἐπειδὴ χρειάζεται, ἀλήθεια, πολλὴ νήψη, φωτιστικὴ διάκριση, γιὰ νὰ ὑπερβεῖ κάποιος καὶ νὰ δαμάσει τραυματικὰ αἰσθήματα ἐχθρικῶν συμπεριφορῶν ἀπὸ φίλους καὶ ἐχθροὺς καὶ νὰ τὰ μεταποιήσει σὲ φίλτρο ἀγάπης καὶ θυσίας γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν τραυμάτων αὐτῶν.

Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἰκονογράφησε καὶ προσδιόρισε τὴν ὁδὸ τῆς νήψεως ὡς μέσο ἔκφρασης τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας. Ὁ κορυφαῖος λόγος τοῦ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», στὴν πραγμάτωσή του προϋποθέτει νήψη πολλή. Νήψη φωτιστικὴ καὶ ἀναιρετική τῆς κακίας.

Συνεργοὶ στὴν δωρεάν σωτηρία (Ἐφεσ. β΄4-10)

 


Συνηθισμένος τρόπος προσέλκυσης τοῦ καταναλωτικοῦ κοινοῦ εἶναι ἡ ἀναγραφὴ τῶν λέξεων «δωρεὰν» ἢ «προσφορὰ» πάνω στὰ διάφορα προϊόντα. Προφανῶς ἀποτελεῖ ἀπατηλὸ διαφημιστικὸ τέχνασμα, καὶ ὄχι βέβαια φιλανθρωπικὴ πρωτοβουλία τῆς παραγωγοῦ ἑταιρείας.


Ἀλήθεια ἢ παραπλάνηση;

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ χειμαρρώδη λόγο προβάλλει τὸ ὕψιστο «προϊόν» τῆς θείας ἀγάπης, τὴ σωτηρία μας· καὶ ἐπαναλαμβάνοντας δύο φορὲς τὴ φράση «χάριτι ἐστε σεσωσμένοι» καὶ μία φορὰ ἀναφέροντας ὅτι «Θεοῦ τὸ δῶρον» τονίζει πρωτίστως ὅτι πρόκειται γιὰ «δωρεὰν» σωτηρία». Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ ἐπανάληψη γίνεται προκλητικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸν ποικίλο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ· ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Ἐφεσίους ἔχει τέσσερις φορὲς μιλήσει γι’ αὐτόν: «πλοῦτον χάριτος», «πλοῦτον ἐλέους», «πλοῦτον ἀγάπης», «πλοῦτον κληρονομίας». Ἔτσι ἕνας ἐπιπόλαιος ἀναγνώστης τῆς ἐπιστολῆς θὰ μποροῦσε ἄνετα νὰ ἐνθουσιαστεῖ ἐκτιμώντας ὅτι μὲ ἕνα τόσο πλούσιο καὶ τόσο εὔσπλαχνο δωρεοδότη Κύριο, ὁπωσδήποτε εἶναι «πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα» στὴ σωτηρία.

Σίγουρα μία τέτοια ἐκτίμηση ἀποτελεῖ ὀλέθρια διαστρέβλωση τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ποὺ δυστυχῶς «εὐδοκίμησε» στὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη. Ἕνας Ἀμερικανός, ποὺ μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία, γράφει χαρακτηριστικά: «Μία θλιβερὴ συνέπεια τῆς σύγχρονης προτεσταντικῆς σύγχυσης εἶναι ἡ ἀπογοήτευση ἐκείνων, στοὺς ὁποίους δόθηκε ἕνας ψεύτικος κατάλογος ἀγαθῶν, μὲ πρώτη στὴ σειρὰ τὴν ἄμεση καὶ εὔκολη σωτηρία καὶ δεύτερη τὴν ὑπόσχεση γιὰ χωρὶς κόπο μετάνοια καὶ ἐσωτερικὴ ἀλλαγὴ· τοὺς δόθηκε νὰ καταλάβουν ἐσφαλμένα ὅτι μὲ ἕναν ἀνώδυνο καὶ ἁπλοποιητικὸ τύπο ἀναγέννησης ὅλα θὰ πᾶνε καλά». Ἰδοὺ τὰ παραπλανητικὰ «δωρεάν», ποὺ ἀναφέρθηκαν στὴν ἀρχή.


Χάρη καὶ χρέος

Ὁπωσδήποτε δὲν εἶχε καμιὰ πρόθεση ὁ Παῦλος νὰ «διαφημίσει» τέτοια σωτηρία, ὅταν ἔγραφε στοὺς Ἐφεσίους. Σαφῶς θὰ ἔφριττε ἀκούγοντας τὴν ἀπαράδεκτη παρερμηνεία τῶν λόγων του. Καὶ εἶναι μὲν πρόδηλο τὸ κεντρικὸ μήνυμα ὅλης τῆς περικοπῆς ὅτι ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων προσπαθειῶν, ἀλλὰ δωρεὰ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Οὔτε οἱ ἀρετές, ὅπως τὶς δίδασκαν οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι, οὔτε ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (ποιὸς ἄραγε τὸν τηροῦσε τέλεια;) μποροῦσαν νὰ σώσουν τὸν ἄνθρωπο. Ναί, ἤμασταν «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» καὶ «τέκνα φύσει ὀργῆς»· ἤμασταν «νεκροὶ τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις». Καί, ναί, ὁ Θεὸς μᾶς «συνεζωοποίησεν... συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουραvίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἂς φανταστοῦμε δικαστὴ νὰ δικάζει κατηγορούμενο, ἔνοχο γιὰ πολλὰ ἐγκλήματα, καὶ ἀπὸ τὴν πολλή του εὐσπλαχνία ὄχι μόνο νὰ τὸν ἀθωώνει ἀλλὰ νὰ τὸν κάνει συμπάρεδρο στὸν θρόνο του. Καὶ μάλιστα γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, δέχεται ὁ ἐπουράνιος Κριτὴς καὶ Θεὸς νὰ γίνει «κατακριτος» καὶ νὰ καταδικαστεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὡς κακοῦργος στὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν. Πῶς νὰ μὴ χαρακτηρίσει ὁ Παῦλος «ὑπερβάλλοντα» τὸν πλοῦτο τῆς χάριτός του; Ἡ ὑπερβολή, βέβαια, αὐτοῦ τοῦ πλούτου θὰ φανεῖ κυρίως μετὰ τὴ μελλοντικὴ ἔλευση τοῦ Σωτῆρος, ὅταν καὶ ὁ πρώην διώκτης θὰ καθίσει, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, σὲ θρόνο, γιὰ νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Ὅμως ἤδη μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε τὴν πρόγευση τοῦ μεγάλου πλούτου τῆς χάριτος.

Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, προχωρώντας τὴ σκέψη τοῦ Παύλου, ὑπερθεματίζει: «Ὄντως ὑπερβάλλων ὁ πλούτος· ὄντως ὑπερβάλλον τὸ μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Κι ἂν ἀκόμα εἶχες μυριάδες ζωές, δὲν θὰ τὶς θυσίαζες γιὰ Ἐκεῖνον; Δὲν θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ στὴ φωτιὰ νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πέσεις;». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, αὐθεντικὸ «ἠχεῖο» τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἀβίαστα ὁδηγεῖται στὴν ἀνάγκη καὶ τῆς δικῆς μας «συνεργίας», στὴ δική μας εὐθύνη γιὰ τὴν προσοικείωση τῆς σωτηρίας. Τὸ λέει ξεκάθαρα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ὅτι σωζόσαστε ὄχι μόνο «χάριτι» Θεοῦ ἀλλὰ καὶ «διὰ τῆς πίστεως» τῆς δικῆς μας. Ἡ σωτηρία, λοιπόν, δίδεται μὲν δωρεάν, ἀλλὰ οὔτε μαγικὰ οὔτε ὑποχρεωτικὰ σὲ ὅλους. Μία ἐξαναγκαστικὴ σωτηρία, λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, θὰ «ἐλυμαίνετο τὸ αὐτεξούσιον» τοῦ ἀνθρώπου· θὰ καταργοῦσε τὴν ἐλευθερία μας. Θὰ τὸ πεῖ καὶ στοὺς Ρωμαίους ὁ Παῦλος ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται δωρεὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι «δύναμις Θεοῦ εἰς σωτηρίαν (ὄχι ὅμως σὲ ὅλους ἀπρoϋπoθέτως ἀλλὰ) παντὶ τῷ πιστεύοντι». Καὶ φυσικὰ «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστιν» (Ἰακ. 2,20).


Καρπὸς καὶ ὄχι προϋπόθεση

Μόνο ποὺ τὰ ἔργα δὲν προηγοῦνται ἀλλὰ ἕπονται τῆς σωτηριώδoυς δωρεᾶς τῆς θείας χάριτος. Μὲ αὐτὴ τὴν τόσο φωτεινὴ ἀποσαφήνιση κλείνει τὴ σημερινὴ περικοπὴ ὁ θεοφώτιστος Ἀπόστολος. Στὴ φράση «κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργoις ἀγαθοῖς» προσδιορίζεται ἐπιγραμματικὰ ἡ σχέση ἔργων καὶ σωτηρίας μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ ἔργα δὲν ἀποτελοῦν προϋπόθεση ἀλλὰ συνέπεια τῆς σωτηρίας. Γίναμε, δηλαδή, καινούργια κτίση ὄχι μὲ τὰ ἔργα ποὺ κάναμε -τὰ ὁποῖα οὐσιαστικά μᾶς ὁδηγοῦσαν στὸν θάνατο- ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα φανερώνεται ἡ ἀναγέννησή μας. Ὅσο αὐτονόητη εἶναι ἡ ἀναπνοὴ γιὰ τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο, τόσο αὐτονόητη ἐκδήλωση τοῦ σωσμένου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀγαθοεργία. Ὅταν στηρίζουμε τὴ σωτηρία μας στὰ ἔργα μας καὶ νομίζουμε ὅτι τὴν ὀφείλουμε σ' αὐτά, μεταβάλλουμε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ ἀνθρωποκεντρικὸ θρήσκευμα, ποὺ καθιστᾶ περιττὴ τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Σὲ μία τέτοια περίπτωση, ἐλάχιστα θὰ διέφερε ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὸν νομοκεντρικὸ ἰουδαϊσμὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ προχριστιανικὴ εἰδωλολατρία. Οἱ δύο αὐτοὶ πειρασμοὶ δὲν εἶναι ἄγνωστοι στὴν ἐποχή μας. Καὶ σήμερα τὰ εἴδωλα ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι τοῦ δίνουν περισσότερη ἀσφάλεια παρὰ ἡ ὑπεύθυνη ἀποδοχὴ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ- καὶ ἐπίσης ἡ καταφυγὴ στὴν ἐξωτερικὴ μόνο τήρηση τοῦ θρησκευτικοῦ τύπου δημιουργεῖ μία στέγη αὐτοπροστασίας καὶ γεννάει μία ψευδὴ εὐφορία καὶ ἀτομικὴ ἱκανοποίηση. Ἐναντίον τῶν δύο αὐτῶν ἑλκυστικῶν πειρασμῶν στρέφεται ὁλόκληρη ἡ Καινὴ Διαθήκη.

Γίνε πλησίον

 


Ἕνας, διδάσκαλος μὲν τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀπόγονος δὲ τοῦ πεπτωκότος Ἀδὰμ ποὺ δίδαξε «δικαιοῦν ἑαυτούς», ἔρχεται νὰ πειράξει τὸν Χριστό, κάνοντας πὼς δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον ποὺ πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ ποὺ σίγουρα δὲν ἤξερε ὁ ταλαίπωρος, ἦταν ὅτι μιλοῦσε μὲ τὸν νέο Ἀδάμ, πού, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῆς αὐτoδικαίωσης καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «πλησίον» μας, ἀλλὰ καταδέχθηκε στὸ Πρόσωπό του νὰ ἑνωθεῖ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.


«Πλησίον»: ὄχι τόπος, ἀλλὰ τρόπος

Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ διήγηση τῆς παραβολῆς, ἀνατρέποντας τὸ ὑποκριτικὸ ἐρώτημά του, τὸν ρώτησε: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ συνάντησαν τὸ θύμα τῶν ληστῶν, νομίζεις ὅτι ἔγινε πλησίον του;». Μὲ ἄλλα λόγια τοῦ εἶπε: "Πλησίον" δὲν εἶναι τόπος, ἀλλὰ τρόπος. Δὲν εἶναι κάποιος ἀναγκεμένος ποὺ βρέθηκε τυχαῖα κοντά σου. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ μὲ τὸν τρόπο τῆς συμπαράστασης καὶ τῆς ἀγάπης σου πρὸς αὐτόν. Ὁ "πλησίον" δὲν εἶναι ὁ ἄλλος. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ στὸν ἄλλον· καὶ μάλιστα πρὸς ὅλους ἀδιακρίτως ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἐλέους καὶ βοηθείας, δικούς σου καὶ ξένους, καλοὺς καὶ κακoύς· «οὔ γένει διορίζων, οὐκ ἀρετῇ δοκιμάζων, ἀλλὰ τῇ φύσει συνάπτων» (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τὸ ὅτι ὁ ἐμπερίστατος ἄλλος εἶναι ὁ συνάνθρωπός σου εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν θεωρήσεις «πλησίον» σου.


«Πλησίον» ὄχι στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη

Φυσικὰ ἕνα τέτοιο γνήσιο πλησίασμα στὸν ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται μόνο σὲ λόγια τοῦ τύπου «ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε», χωρὶς νὰ δώσει κανεὶς «τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2,16). Γιὰ νὰ γίνεις πλησίον στὸν ἄλλον, χρειάζεται νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ βόλεμά σου καὶ ἀπὸ τὸ πρόγραμμά σου, τὸ ὁποῖο θὰ ἤθελες ὅλοι καὶ ὅλα νὰ τὸ ὑπηρετοῦν. Ἴσως παραστεῖ ἀνάγκη καὶ νὰ διανυκτερεύσεις στὸ «πανδοχεῖο», ὅπου ἔφερες τὸν ἀδελφὸ γιὰ περίθαλψη. Καὶ ἴσως νὰ μὴ φτάσουν τὰ δύο δηνάρια καὶ νὰ χρειαστεῖ νὰ «προσδαπανήσεις» ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀποθεραπεία του.

Ὁ Ντοστογιέφσκι στοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ», καταγγέλλοντας τὸ ὄχι σπάνιο σύμπτωμα γενικῆς ἀγαπολογίας, χωρὶς ὅμως διάθεση ἔμπρακτης καὶ θυσιαστικὴς προσφορᾶς στὸν πλησίον, παρουσιάζει κάποιον γιατρὸ νὰ λέει: «Ἐγὼ ὅσο περισσότερο ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο ἀγαπῶ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά. Στὶς ὀνειροπολήσεις μου συχνὰ λαχταρῶ μέχρι πάθους νὰ ἐξυπηρετήσω τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅμως δὲν μπορῶ οὔτε δύο μέρες νὰ ζήσω στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ ἄλλον ἄνθρωπο. Μόλις βρεθεῖ κάποιος κοντά μου, νιώθω πώς μοῦ πληγώνει τὴν ἀτομικότητά μου καὶ μοῦ περιορίζει τὴν ἐλευθερία μου. Μπορῶ μέσα σὲ ἕνα εἰκοσιτετράωρο νὰ μισήσω καὶ τὸν πιὸ καλὸ ἄνθρωπο, ἄλλον γιατί τρώει ἀργά, ἄλλον γιατί ἔχει συνάχι καὶ σκουπίζει συνεχῶς τὴ μύτη του. Γίνομαι -δὲν ξέρω πῶς- ἐχθρὸς τῶν ἀνθρώπων, μόλις οἱ σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μὰ γι’ αὐτό, ὅσο περισσότερο μισῶ ὁρισμένους ἀνθρώπους προσωπικά, τόσο πιὸ φλογερὰ ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα στὸ σύνολό της».


«Οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ’ ἐκ Μαρίας»

Στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἡ ἀλληγορικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία ἀναγνωρίζει τὸν Χριστό. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία ἀκολουθοῦν καὶ οἱ θεραπαινίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὑμνογραφία καὶ ἁγιογραφία, χορταίνοντας τὸν νοῦ καὶ τὶς αἰσθήσεις μας μὲ θρεπτικότατους καρπούς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος γιὰ ἄλλους λόγους κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι εἶναι «Σαμαρείτης», δὲν ἀνέχθηκε ἁπλῶς... τὸ «συνάχι» μας ἀλλὰ -κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα- «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβεν καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν». Καὶ ἀφοῦ ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, δηλαδὴ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος καὶ οἱ προφῆτες, δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὴν καταπληγωμένη ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀνθρώπινη φύση μας, ἦλθε ὁ Ἴδιος «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» καὶ μᾶς βρῆκε πραγματικὰ «ἡμιθανεῖς». Καὶ ἀφοῦ πρῶτα καθάρισε τὰ τραύματά μας μὲ «ἔλαιον καὶ οἶνον», δηλαδὴ μὲ τὴν ἱλαρότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς διδασκαλίας του, τὰ ἔδεσε μὲ τὰ θεραπευτικὰ δεσμὰ τῶν ἐντολῶν του. Μετά, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀνέβασε «ἐπὶ τὸ ἴδιον ὑποζύγιον», ἀλλὰ «μᾶς φορτώθηκε» στὸ Σῶμα του, ἢ μᾶλλον κάτι ἀσύγκριτα ἀνώτερο: καταδέχθηκε νὰ μᾶς κάνει μέλη τοῦ Σώματός του.

Ἔτσι μᾶς ἔφερε στὸ «πανδοχεῖο», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία του. Σ’ αὐτὴν καὶ στοὺς προεστῶτες της, ἁγίους ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους, μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἀφήνοντας κατ’ ἀρχὴν γιὰ «ἔξοδα θεραπείας», ὡς «δύο δηνάρια», τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὸν τὸν πλοῦτο οἱ ἁγιώτατοι ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, «μετὰ πόνων καὶ ἱδρώτων ἐπλάτυναν καὶ ηὔξησαν»· καί, ὅπου χρειάστηκε, «οἴκοθεν προσεδαπάνησαν», δηλαδὴ ἄσκησαν μὲ προσωπικὴ εὐθύνη ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὥστε ἡ θεραπεία μας νὰ εἶναι ἀποτελεσματική. Καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐπανέλθει ὁ Δεσπότης, «ἀποδώσει πᾶσι τὰς ἀμοιβὰς» ἀπὸ τὸ ἀνεξάντλητο ταμεῖο τοῦ ἐλέους του. Ὄντως, πῶς νὰ μὴν εἶναι ἀνεξάντλητο, ἀφοῦ Αὐτός, ὁ Κύριος τοῦ Πανδοχείου, εἶναι -κατὰ τὸν ὑμνωδὸ- «ὁ τοῖς ἥλοις καὶ τῇ λόγχῃ τὸ Σῶμα τραυματισθεὶς ἑκουσίως διὰ ἁμαρτίας ἀνθρώπων, καὶ τὴν κοινὴν τελέσας διὰ Σταυροῦ σωτηρίαν ἐν Ἱερουσαλήμ».

Ἀδιαφορία: Ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης (Λουκ. ι΄27-35)



 



Ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀνοίγεται μπροστὰ μας μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν, στοχεύει κυρίως στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης γιὰ τὸν «περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστὰς» ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει μὲ τὸν παραστατικό, ἀλληγορικὸ καὶ δυνατό της λόγο καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Σὲ αὐτή, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπελευθερώνει τὴν ἀγάπη ἀπὸ ὅρους καὶ προϋποθέσεις, ποὺ ἐμεῖς συνήθως θέτουμε, ἀνταλλάγματα καὶ ὑπολογισμούς, κρατούμενα καὶ ἐπιφυλάξεις, ποὺ κάποτε μᾶς δεσμεύουν καὶ μᾶς πολιορκοῦν.

Ὁ Σαμαρείτης, ἂν καὶ ἦταν ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐχθρός τοῦ Ἰουδαίου, «ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη». Ἀπαγκιστρώνεται ἀπὸ ἐχθρικὲς ἀγκυλώσεις καὶ συμπλέγματα ἐμπάθειας καὶ μὲ μιὰ καθαρότητα νοῦ καὶ καρδίας ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει, ζεῖ καὶ προσφέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐεργεσία τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.

Τὸ μήνυμα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, εἶναι σαφὲς καὶ αὐτονόητο. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ παραίτηση ἀπὸ πράγματα πού, ἴσως δικαιωματικά, μᾶς ἀνήκουν, χρόνος, ἄνεση, ἀσχολίες, χρῆμα καὶ ἄλλα. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει στὴν ποιότητα τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πέρα ἀπὸ γεωγραφικὲς καὶ ἐθνικὲς συναρτήσεις, πάνω ἀπὸ θρησκευτικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ κοινωνικὲς προκαταλήψεις. Τὸ κομβικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος πλησίον, ἀλλὰ πῶς θὰ γίνουμε πλησίον γιὰ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθεια μας· καὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοί. Εἶναι πολλοὶ καὶ ἐμεῖς, θὰ πρέπει νὰ τὸ παραδεχθοῦμε, εἴμαστε «μικροί», «λιγοστοὶ» καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Γι' αὐτό ταπεινωνόμαστε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μας.


Τὸ προσπέρασμα τῆς ἀδιαφορίας

Ἡ ἀδιάφορη στάση τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ λευίτη ἀπέναντι στὸν πληγωμένο συνάνθρωπο εἶναι μιὰ κριτικὴ στὸ ἦθος πολλῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Πολλῶν ἀπὸ ἐμᾶς πού, ἐνῶ θεωροῦμε τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν καθημερινότητά μας προσπερνᾶμε μὲ ἀδιαφορία τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ πνευματική μας φθορά.

Ἡ ὀργάνωση καὶ οἱ ρυθμοὶ τῆς ζωῆς μας, τὰ πυκνὰ προγράμματα καὶ οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες ἀσχολίες μας εἶναι τέτοια καὶ τόσα, ποὺ ἐξανεμίζουν καὶ ἐξασθενοῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἀφορμὲς καὶ οἱ προφάσεις εἶναι πολλὲς καὶ εὐλογοφανεῖς, ὅπως ὑπαινίσσονται οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς παραβολῆς. Ὁ φόβος, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτοπροστασίας ἀπὸ ἐνδεχόμενο κίνδυνο ἢ ἀπειλὴ συντελοῦν ἀναπόφευκτα στὴν παράλειψη τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ ἡ προσκόλληση στὸν τύπο, ποὺ συχνὰ ἐπικαλύπτει τὴν οὐσία πολλῶν πραγμάτων, συμπνίγει τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης. Πολλὲς φορὲς ἰσχυριζόμαστε ὅτι θέλουμε ἢ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι δὲν πρέπει, γιατί ἴσως νὰ παρεξηγηθοῦμε. Ἀκόμη, τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ οἱ ἀσχολίες μας, τὰ ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα καὶ οἱ προσωπικές μας προτεραιότητες στέκονται, κάποτε, ἐμπόδια στὸ νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο στὴ ζωή μας καὶ χῶρο στὴν καρδιά μας, στὸ νὰ σταθοῦμε κοντὰ καὶ δίπλα στὸν ἄλλον.

Ἡ συναισθηματικὴ ἀπάθεια καὶ ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι πλέον κραυγαλέες, ἀποτέλεσμα καὶ σύμπτωμα τῆς τραγικῆς ἀδιαφορίας του. Ἀπορροφημένος, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀτομικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς του ἀνάγκες, προσπερνᾶ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ἐπιδιώκει μόνο τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ὠφέλιμο. Δὲν διακρίνει ποιὸ εἶναι τὸ πλαστὸ καὶ ποιὸ τὸ νόθο, ποιὸ τὸ σαθρὸ καὶ ἐφήμερο καὶ ποιὸ τὸ γνήσιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Μέσα στὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας του, συμβάλλει στὴν ἐπικίνδυνη προσαρμογὴ τῶν σταθερῶν καὶ διαχρονικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Δὲν ἀγωνίζεται, ὅσο θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης.

Στὴ φοβερὴ ἀδιαφορία καὶ φυγὴ τῶν πολλῶν, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας, γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ὄχι μόνο ὅταν διαπράττουμε τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ τὴν ἀδιαφορία, τὴν παθητικότητα καὶ τὴν οὐδετερότητά μας, ἀφήνουμε τοὺς ἄλλους νὰ τὸ διαπράξουν. Ἡ ἀδιαφορία φυγαδεύει τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ διαστρέφει τὴν ἀνθρωπιὰ σὲ κυνικὴ ἀπανθρωπιὰ καὶ σκληροκαρδία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ θυσίες καὶ κόποι. Ἐκεῖ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ γενναιότητα καὶ μόνο τότε μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι συνάντησε τὸν Θεό, γιατί πρῶτα συνάντησε, ἐνδιαφέρθηκε, πρόσφερε καὶ ἀγάπησε τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...