Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2022

Χριστούγεννα. Πῶς καί πότε γεννιέται ὁ Χριστός, χαρισματικῶς, μέσα μας.



Χριστούγεννα. Πῶς καί πότε γεννιέται ὁ Χριστός,
χαρισματικῶς, μέσα μας.

Δημητρίου Τσελεγγίδη

Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Βρισκόμαστε λίγες μέρες πρίν τά Χριστούγεννα. Εἶναι εὔλογο νά ἑτοιμαζόμαστε. Ἑτοιμαζόμαστε, ὅμως, ἐκκλησιαστικά καί πνευματικά, ὅπως ὀφείλουμε, ἤ κοσμικά, κατά τό πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου; Ὅσα θά ποῦμε στή συνέχεια, μᾶς προσανατολίζουν πνευματικῶς.

Τά ἱστορικά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν σωτηριώδη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἐντάσσεται καί παραμένει στήν Ἐκκλησία, ὄχι μηχανιστικά, ἀλλά ὅταν αὐτά τά γεγονότα «μεταφράζονται» βιωματικά στήν προσωπική καί καθημερινή ζωή του, στήν καθημερινότητά του.

Τά Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν ἱστορική γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Σύμφωνα μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός ἔγινε καί ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος –χαρισματικά- θεός.

Καί πῶς γίνεται –χαρισματικά- ὁ ἄνθρωπος θεός, διά τῆς Ἐκκλησίας;

Ὑπάρχει μιά ἰδιόμορφη καί παράδοξη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στήν ἱστορική γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅπως, δηλαδή, ὁ Χριστός γεννήθηκε πραγματικά «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», ἔτσι γεννιέται πάλι καί ἐπανειλημμένως ὁ Χριστός, μυστηριακά καί χαρισματικά, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» ατά τό Ἅγιο Βάπτισμα- στήν καρδιά τοῦ κάθε βαπτιζομένου ἀνθρώπου. Καί ἡ χαρισματική αὐτή γέννηση πραγματοποιεῖται, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Χριστός καθαρίσει τόν βαπτιζόμενο ψυχοσωματικά –σέ ἀπόλυτο βαθμό- ἀπό τίς συνέπειες τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας καί ἀφοῦ τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τήν κατοχή τοῦ διαβόλου. Ἀφοῦ τόν ἐξυγιάνει πλήρως καί τόν ἁγιάσει καί διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του τόν καταστήσει πολίτη τῆς Βασιλείας Του.

Μέ ἄλλα λόγια, κατά τό Βάπτισμά μας γίνεται ἡ χαρισματική χριστοποίηση καί ἡ χαρισματική υἱοθεσία μας. Ἐνδυόμαστε τότε –χαρισματικῶς- τόν Χριστό μέ τήν θεότητά Του, ὅπως καί Ἐκεῖνος, ἀντίστοιχα, ἐνδύθηκε πραγματικῶς καί πλήρως τήν ἀνθρώπινη φύση μας. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, κατά τήν Βάπτισή μας, ψάλλεται ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ χαρισματική γέννησή μας στό Βάπτισμα ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας.

Στό ἑξῆς, ἡ καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ γίνεται –χαρισματικῶς- «θεοτόκος» καί ὅλη ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξή του γίνεται καί ὁ κοινός «θεοβάδιστος» χῶρος τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» (Κορ. Β΄ 6, 16). Γι’ αὐτό καί τό σημαντικότερο μυστήριο γιά τό νέο εἶναι μας στόν κόσμο εἶναι τό Βάπτισμα, ἐνῶ πρακτικῶς τό πιό ἐπωφελές εἶναι ἡ διατήρηση τῆς χαρισματικῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Ὁ πιστός βιώνει τήν χαρισματική σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα του «ἐν πάσῃ αἰσθήσει», κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὅπως μιά γυναίκα βιώνει ψυχοσωματικά την σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ παιδιοῦ της.

Ὅταν ὅμως ὁ πιστός ἁμαρτάνει, ἀπενεργοποιεῖται ἡ ζωντανή, χαρισματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα του, καί τότε –σέ πρακτικό ἐπίπεδο- ὁ πιστός δέν διαφέρει ἀπό ἕναν ἀβάπτιστο ἄνθρωπο.

Παρά ταῦτα, ὁ βαπτισμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιτρέψει καί πάλι στόν Χριστό τήν χαρισματική γέννησή Του μέσα του. Μάλιστα, ὁ Χριστός γεννιέται στόν πιστό –χαρισματικῶς- κάθε φορά, πού μέσα στόν πιστό αὐτόν ἐνεργοποιεῖται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀπενεργοποιήθηκε, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του.

Στήν διαδικασία αὐτή τῆς κατ’ ἐπανάληψη χαρισματικῆς γέννησης, τήν ἀποφασιστική ἀρχή τήν κάνει ἡ βαθειά καί εἰλικρινής μετάνοια τοῦ πιστοῦ, μέ τήν συνεπαγόμενη ταπείνωσή του.

Καί ὅταν -ἐνδεχομένως- ὁ πιστός ἀπενεργοποιεῖ «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Μτθ. 18, 22) φορές τήν ἡμέρα τόν χαρισματικά ἐντός του γεννημένο Χριστό, λόγω τῶν κατ’ ἐπανάληψη ἁμαρτιῶν του, τοῦ εἶναι ἐξίσου δυνατόν «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» φορές τήν ἡμέρα νά ἐπανενεργοποιεῖ μέσα του τόν Χριστό, μέ τήν μετάνοιά του.

Κατά συνέπεια, ἄν ὁ πιστός δέν ζεῖ τήν καθημερινή γέννηση - ἐνεργοποίηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του, δέν πρόκειται νά τήν βιώσει μηχανιστικά στόν ἐκκλησιασμό του στόν Ναό, κατά τήν ἑορταστική - λειτουργική ἀνάμνηση τῆς ἱστορικῆς ἡμερολογιακῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Τό ἴδιο ἰσχύει, βέβαια, γιά ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ, κατά τήν Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος» (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλ. 21, PG 151, 277 ΑΒ)

Μοῦ ἔλεγε ἐμφατικά ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Ἐγώ γεύτηκα τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ πρῶτα στό Κελλί μου, μέσα στήν καρδιά μου, καί μετά ἔζησα –τήν ἴδια τήν παρουσία Του- στήν Θεία Εὐχαριστία». Μετά ἀπό χρόνια κατάλαβα τήν πνευματική προεργασία του. Αὐτοεπίσκεψη - θέα τῆς ἁμαρτωλότητός του – μετάνοια – θεραπεία - ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.

Τό ἱστορικό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ θά πρέπει, λοιπόν, νά καταστεῖ χαρισματικό  γεγονός τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, κατά βιωματικό τρόπο.

Ἄλλωστε, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, προσδίδει σ’ αὐτά παροντικό χαρακτῆρα. «Σήμερον γεννᾶται... σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου...» κ.λπ.

Ἐφόσον εἴμαστε μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τά γεγονότα τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος εἶναι λειτουργικά γεγονότα τοῦ κάθε ζωντανοῦ μέλους Του.

Κριτήριο, ἑπομένως, ὅτι εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ σώματός Του εἶναι ἡ «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» βίωση τῶν προσωπικῶν γεγονότων τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος.

Ἡ γνώση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι, οὐσιαστικά, ὑπόθεση βιωματική. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαίωνε ὅτι ἡ γνώση τῆς ζωῆς Του παρέχεται ἀπό Αὐτόν βιωματικά. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ», μᾶς εἶπε, «ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μτθ. 11, 29). Ὁ Χριστός εἶναι -ὄχι μόνον -ἡ Ὑποστατική Ὁδός γιά τήν προσαγωγή μας στόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ὁ Ἴδιος γίνεται καί ἡ ὑπαρξιακή Ὁδός γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς Τριαδικῆς ζωῆς Του στό μυστηριακό σῶμα, στό Ὁποῖο εἴμαστε ὀργανικά ἐνταγμένα μέλη διά τοῦ Βαπτίσματός μας.

Μέ τήν μυστηριακή ἔνταξή μας στό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ -κεκαθαρμένοι καί ἐξαγιασμένοι- λάβαμε διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του καί τῆς προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ μέ τήν Θεία Εὐχαριστία, στή συνέχεια, τραφήκαμε μέ τήν ὄντως Τραδική ζωή Του, χαρισματικῶς.

Χρονικά, ἀπό τότε μποροῦμε νά ζοῦμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς δική μας ζωή, στό μέτρο τῆς ἐλεύθερης προαιρέσεώς μας. Τότε, γνωρίζουμε –βιωματικῶς –τόν Χριστό ὡς Ὑποστατική Ἀλήθεια, Ὁδό καί Ζωή τῆς Τριαδικῆς καί ἄκτιστης Ἀγάπης. Τότε, γνωρίζουμε βιωματικῶς καί ὄχι ἁπλῶς διανοητικῶς, ἀποσπασματικῶς καί στιγμιαίως τά γεγονότα τῆς ζωῆς Του. Τότε, ἄλλωστε, βιώνουμε τήν ἀποστολή - φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σέ μᾶς, ὡς Πνεύματος τῆς Ἀληθείας, πού μᾶς ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν» (Ἰω. 16, 13), καί στό μέτρο τῆς καθαρότητάς μας μᾶς «ἀναγγέλλει τά ἐσόμενα», κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή Του.

Ἀλλά, ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ νέα ἐν Χριστῷ ὑπαρξή μας καί ἡ συναπαγόμενη ζωή μας, ἐμεῖς ὡς πιστοί, συνήθως, διαψεύδουμε στήν πράξη τήν παραπάνω ἀλήθεια, ἤ ἀκόμα δέν τήν βιώνουμε ἴσως ποτέ ἐμπειρικά. Ποῦ ὀφείλεται τό θλιβερό αὐτό γεγονός;

Δυστυχῶς, ἡ ἱστορία σχεδόν ὅλων μας εἶναι περίπου ἴδια. Ἀμέσως μετά τήν ἀποχώρηση ἀπό τήν χαρισματική οἰκείωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῶν σωτηριωδῶν μυστηρίων τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπενεργοποιήσαμε τήν νέα ζωή μας μέ τήν ἀγαπητική οἰκείωση τῶν νοητῶν «μπάζων» τοῦ βιολογικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ καί πολιτισμικοῦ περιβάλλοντός μας. Ἀποστατήσαμε ἀπό τήν ὄντως ζωή καί οἰκειωθήκαμε πάλι τόν παλαιό ἄνθρωπο, μέ τά νεκροφόρα πάθη καί τίς πολυποίκιλες ρυπογόνες ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τῆς σαρκός, πού ἀντιστρατεύονται τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί εἰσάγουν πάλι τόν πονηρό, ὡς κυρίαρχο στήν καρδιά μας.

Νά, γιατί δέν νοιώθουμε, βιωματικά, τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὑποστατική Του εἰρήνη στήν καρδιά μας.

Ὅμως, ὡς ἐνήλικες πνευματικῶς πιστοί, γνωρίζουμε, εὐτυχῶς, τήν θεραπεία μας. Γνωρίζουμε ἀκόμη, ὅτι μέ τήν ἐν μετανοίᾳ ἀδιάλειπτη προσευχή μας παραμένει, συνεχῶς, ἐνεργός ὁ Χριστός καί ἡ Βασιλεία Του μέσα μας. Τότε, κυριαρχεῖ στίς ἐπιθυμίες, στή διάνοια, στούς λογισμούς, στή σκέψη, στά λόγια καί στίς πράξεις μας. Τότε, ὁ πιστός ἀντιλαμβάνεται –βιωματικά-, ἀλλά καί οἱ πλησίον του πληροφοροῦνται ἐμπειρικά, πώς ἐπαληθεύεται τό Ἀποστολικό λόγιο, ὅτι «τόν κοπιῶντα γεωργόν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν» (Β΄Τιμ. 2,6), τόν καρπό δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτός περιγράφεται στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή.

Ὅλα τά καλά, ἀλλά καί τά ἄσχημα, μέσα μας ἔχουν τήν ἀφετηρία τους, στήν προαίρεσή μας. Ἡ προαίρεση γίνεται ἐμφανῶς αἰσθητή, ὅταν ἐκβάλει στήν ἐπιθυμία μας.

Ἑπομένως, ἄν ἐπιθυμήσουμε μέ ἔντονο καί πύρινο πόθο τήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας –δηλαδή τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἤδη κατατεθειμένης παρουσίας Του μέ τό Βάπτισμά μας- καί Τόν ζητήσουμε ἀγαπητικά, ὁ Χριστός θά μᾶς φανερώσει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πρῶτα τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας καί στή συνέχεια θά μᾶς βοηθήσει ἀκτίστως στήν κένωση τῶν ρυπογόνων νοητῶν ἀποβλήτων τῆς κενοδοξίας μας, μέ τήν δύναμη τῶν μυστηρίων τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως.

Ἀμέσως μετά, θά βιώσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού θά ἐκβάλει καί στήν βοήθεια πρός τον πλησίον μας, θά βιώσουμε τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, τήν χαρά ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τήν δυναστική ἐνέργεια τῶν παθῶν καί ἀπό τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ μέσα μας, θά βιώσουμε τήν ἀγαθότητα καί τήν πραότητα, τήν ζωντανή πίστη καί τήν ἐγκράτεια, ὡς ὁριοθέτηση τῆς πραγματικῆς ἀνάγκης ἔναντι τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου.

Ὅταν βιώνεται ὁ παραπάνω «καρπός» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκαλύπτεται καί ὁ Θεός στήν Τριαδικότητά Του ἔτσι, ὅπως τόν ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Υἱός, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Τό κάθε Φῶς μέ τήν ἰδιαιτερότητά Του, ἀλλά καί ὡς Ἕνα Φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητας.

Τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἀποκαλυπτικό καί γιά τήν γνωσιολογικοῦ χαρακτῆρα ἰδιότητα τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, Σέ προσκυνεῖν τόν Ἥλιον τῆς ∆ικαιοσύνης, καί Σέ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε, δόξα Σοι». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ αὐθεντική πηγή πάσης ἀληθινῆς γνώσεως, ὡς δημιουργός ὅλων τῶν ὄντων. Εἶναι Αὐτός πού ἔδωσε τήν ἐντελέχειά τους, τόν σκοπό τους, πού εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος.

Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, μόνον Αὐτός μπορεῖ νά μᾶς ἀποκαλύψει τήν γνώση τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας ὅλων τῶν ὄντων, ἀλλά καί τόν σκοπό ὑπάρξεώς τους, ὥστε νά μή σφάλουμε καί ἁμαρτάνουμε, μέ τήν παράχρησή τους.

Γιατί, βέβαια, ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἠθική παράβαση, εἶναι ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί παραβίαση τῶν προδιαγραφῶν μας καί τῶν προδιαγραφῶν τῶν ὄντων, πού σχετίζονται μέ τή ζωή μας. Ἡ ἁμαρτία, ὡς νοερό, ρυπογόνο μονωτικό, ἐνεργεῖ διασπαστικά μέσα μας καί ἀπενεργοποιεῖ τήν ζωντανή ἑνότητά μας μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, «ἀκαθάρτῳ νοΐ Θεός οὐχ ἥνωται». Ἡ ἀπενεργοποίηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ μέσα μας ἔχει προσδιοριστική σημασία γιά τό πνευματικό ποιόν μας, ἐνόσω «τοῦ Χριστοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον» (ἁγ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία λγ’, PG 151, 416D- 417A), κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.

Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι γιά νά προσεγγίσουμε καί νά βιώσουμε ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀσφαλέστερος καί συντομότερος τρόπος εἶναι νά ἐπιμεληθοῦμε καί νά αὐξήσουμε τήν ἐπιθυμία μας γιά τήν χαρισματική γέννηση καί τήν διατήρηση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦ στήν καρδιά μας

 πηγή

Χριστούγεννα αφιλοσόφητα

Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης,
Δ/ντης Σύνταξης της εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»

Φθάσαμε στο όριο να εορτάζουμε Χριστούγεννα μακράν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού! Αγγίξαμε την πλάνη, εγκολπωθήκαμε την απατηλή ψευδαίσθηση, ανδρωθήκαμε σφαλερά και εσφαλμένα στην αδιαντροπιά, στην κοινωνική, και στην ουσία χωρίς περιεχόμενο, συνύπαρξη, στην αμόναχη κοινοτικότητα του ¨μέρους¨, στην ολόφωτη, ένεκα των ημερών, μοναχικότητα του ¨όλου¨.

Και είναι αφιλοσόφητα χριστούγεννα γιατί δεν ενέχουν την έννοια και την αρετή της ¨ευδαιμονίας¨, που έστω φιλοσοφικά, έστω γράφω, επιτυγχάνεται σύμφωνα με τις απόψεις του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στο πλαίσιο της πόλης-κράτους και των πολύπλευρων κοινωνικών σχέσεων[1]. Ούτε φιλοσοφία δεν έχουν, ούτε όριο και φραγμό, ούτε χώρο και χρόνο, ούτε φιλότιμο νοούν, ούτε σε Θεό πιστεύουν! Αφιλοσόφητα Χριστούγεννα δεν εορτάζουν άνθρωποι, αφιλοσόφητα χριστούγεννα δεν σ΄αρμόζει να προσμένεις…

Ασφαλώς και αναφέρομαι δευτερευόντως στην έννοια της φιλοσοφίας, καθώς εδώ προσεγγίζω το ήθος με βάση την κυνική διδασκαλία, ως άρνηση δηλαδή κάθε κοινωνικού δεσμού και κοινοτικής σχέσεως! Ε, ναι λοιπόν, συμφωνώ! Γιατί Χριστούγεννα; Πως Χριστούγεννα μακράν του Χριστού, μακράν του ανθρώπου του πεινασμένου και φυλακισμένου, μακράν των ορφανών και αστέγων, μακράν των απελπισμένων και αμετανοούντων; Εάν εορτάζω τέτοια χριστούγεννα πρόδρομος τυγχάνω της γέννησης ουχί του Θεανθρώπου και Λυτρωτού Σωτήρος Χριστού, αλλά ενός ψεύτικου θεού, ανήμπορου, ανθρωποκεντρικού, αβάσταχτου, αδίσταχτου, κάλπικου, μιαρού, αναίσχυντου, αδιάντροπου! «Ιησούς Χριστός γεννάται» ουχί στα κοινωνικά δρώμενα και στις ξέφρενες διασκεδάσεις, ουχί στα ατέρμονα και αδηφάγα φαγοπότια των ημερών, ουχί στις μεγαλοστομίες και στα ευχολόγια από άμβωνος και μη! Θυμηθείτε τον Διογένη τον Κυνικό και το παράδειγμα του βίου του, που δεν έχανε στιγμή να εξωτερικεύει[πολλές φορές, αλήθεια είναι, με άκομψο τρόπο] την απέχθεια και την περιφρόνησή του προς τον πολιτισμό: «Κάποια μέρα και ενώ έτρωγε το μεσημεριανό του φαγητό στην αγορά, κάποιοι που τόν αντιλήφθηκαν, τόν πείραξαν ως συνήθιζαν: ¨Σκύλε!¨. Εκείνος δε, ατάραχος τούς απάντησε: ¨Σκυλιά είστε εσείς, που στέκεστε γύρω μου, ενώ εγώ τρώω¨»[2].Τα αφιλοσόφητα σήμερα χριστούγεννα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας εκκεντρικός τρόπος άσκησης και προβολής της αδυναμίας του ανθρώπου να συμμετάσχει κοινοτικά και να συμπράξει λειτουργικά μέσα στο ευρύτερο κοινοτικό σύνολο. Πλέον, όχι χριστιανούς ούτε ανθρώπους δεν έχουμε! Λησμονήσαμε καί πνευματικότητα καί ανθρωπιά καί ορθοδοξία καί ορθοπραξία καί την ύπαρξή μας την ίδια και αναζητούμε μάταια ¨καθρέπτη¨ στο σκοτάδι να αποκρύψει εντέχνως την ασχήμια μας! «Ιδού ο άνθρωπος κατά τον Πλάτωνα» ανεφώνησε ο Διογένης εισερχόμενος στην Ακαδημία κρατώντας ένα μαδημένο κοτόπουλο και προσπαθώντας να γελοιοποιήσει τον πλατωνικό ορισμό του ανθρώπου ως «ζώου απτέρου δίποδος».Ιδού λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος στο λυκαυγές του 21ου αιώνος, που καταδέχεται να ασχημονεί εις βάρος του εαυτού του και να κομπορρημονεί πως εορτάζει χριστούγεννα μεταξύ των ανθρώπων! Σημαίνουν τα σήμαντρα, κτυπούν οι καμπάνες, άνοιξαν οι εκκλησιές και οι άνθρωποι χωρίς Χριστό βαδίζουν, χριστούγεννα καμώνονται πως ζουν, απόκληροι φαντάζουν πως υπάρχουν!  «Ιδού οι άνθρωποι κατά τον Πλάτωνα λοιπόν, ιδού τα ζώα του αιώνος τούτου του απατεώνος».

Φιλοσοφημένα δε χριστούγεννα είναι προδρομικά αληθινά Χριστούγεννα, καθώς προηγείται ο άνθρωπος ως βάση και έπεται ο πνευματοφόρος άνθρωπος ως ανά-βαση. Με άλλα λόγια, έχε κατά νου τα λόγια από την μικρή πραγματεία ¨Προς Διόγνητον¨ εάν έβαλες σκοπό, εάν στόχο έκαμνες εφέτος Χριστούγεννα να ζήσεις: «Χριστιανοί…πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ΄ ως πάροικοι, μετέχουσι πάντων ως πολίται και πάνθ΄ υπομένουσιν ως ξένοι. Πάσα ξένη πατρίς αυτών και πάσα πατρίς ξένη, επί γης διατρίβουσιν, αλλ΄ εν ουρανώ πολιτεύονται…αγαπώσι πάντας και υπό πάντων διώκονται».

Παραπομπές:

1.Βλ. σχ., Ahbel-RappeS. – Kamtekar R., A Companion to Socrates, Blackwell, Οξφόρδη 2006, Γεωργούλη Δ., Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2006.

2.Πρβλ., Σκουτερόπουλου Μ., Οι Αρχαίοι Κυνικοί: Αποσπάσματα και Μαρτυρίες, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2006.

πηγή

Πρέπει να μεταλάβω;

 

ΕΥΧΗ

Ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός δεν ωφελείται, ούτε βλάπτεται, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος.

Όλα όσα ο Χριστός ζητάει να κάνουν οι άνθρωποι (που είναι γραμμένα στα Ευαγγέλια) έχουν μοναδικό σκοπό την ωφέλεια των ανθρώπων.

Το ίδιο και όσα ζητάει η Εκκλησία να κάνουν οι άνθρωποι – και σε ηθικό και σε τελετουργικό επίπεδο, π.χ. τη νηστεία, την εξομολόγηση, την αγνότητα μέχρι το γάμο κ.τ.λ. – βασίζονται ακριβώς σε όσα έχει διδάξει ο Ιησούς Χριστός και έχουν μοναδικό σκοπό την ωφέλεια των ανθρώπων. Μάλιστα, τα έχουν καθιερώσει, με σοφία και αγάπη, όχι τυχαίοι «παπάδες», αλλά άγιοι, που αγωνίστηκαν πάρα πολύ στη ζωή τους να πορευτούν το δρόμο του Χριστού, πλησίασαν πάρα πολύ το Θεό και το συνάνθρωπο και τελικά έζησαν μέσα στο θείο Φως. Μέσα σ’ αυτό το θείο Φως εμπνεύστηκαν όσα δίδαξαν και θέσπισαν για τη ζωή των χριστιανών, ώστε όλοι μας να προχωρήσουμε πνευματικά τόσο, ώστε να μπούμε σ’ αυτό το θείο Φως, και εδώ και στην αιωνιότητα.

Τι δίδαξε λοιπόν ο Χριστός;

Ορίστε μερικά βασικά σημεία:

«Να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται, να κάνετε καλό σ’ εκείνους που σας κάνουν κακό και να προσεύχεστε για εκείνους που σας κακομεταχειρίζονται και σας κυνηγούν, για να γίνεται παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας, αφού εκείνος ανατέλλει τον ήλιο του και στους πονηρούς και στους καλούς και βρέχει και στους δίκαιους και στους άδικους.

Διότι, αν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, τι αμοιβή θα έχετε; Και οι τελώνες δεν κάνουν το ίδιο; Και, αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας, τι ξεχωριστό κάνετε; Και οι τελώνες δεν κάνουν το ίδιο; Εσείς όμως να είστε τέλειοι, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας είναι τέλειος» (κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφάλαιο 5, στίχοι 44 – 48).

«Αν δανείζετε μόνο εκεί όπου ελπίζετε να τα πάρετε πίσω, τι χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν αμαρτωλούς, για να ξαναπάρουν το ίδιο ποσόν. Εσείς όμως να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό και να δανείζετε εκεί που δεν ελπίζετε σε επιστροφή, και η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη και θα είστε παιδιά του Υψίστου, γιατί εκείνος είναι καλός και με τους αχάριστους και τους πονηρούς. Να είστε λοιπόν φιλεύσπλαγχνοι, όπως και Πατέρας σας είναι φιλεύσπλαγχνος» (κατά Λουκάν, κεφ. 6, στ. 34 – 36).

Αυτά είναι ήδη δύσκολο να τα χωνέψει ο άνθρωπος. Χρειάζεται μεγάλη αγάπη, εμπιστοσύνη στο Θεό και επιθυμία πρώτα απ’ όλα για τον παράδεισο, για να δεχτεί έστω ο άνθρωπος να προσπαθήσει να κάνει πράξη αυτές τις εντολές του Ιησού Χριστού. Πολλοί, ακόμη και άνθρωποι που αναγνωρίζουν πως είναι χριστιανοί, θυμώνουν και προτιμούν να πουν πως ο Χριστός έκανε λάθος, παρά να παραδεχτούν πως αυτό που Εκείνος δίδαξε είναι ο αληθινός δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο θησαυρό: κοντά στο Θεό, και σ’ αυτή τη ζωή και στην επόμενη (την αιώνια ζωή, που ακολουθεί μετά το θάνατο – σύμφωνα πάλι με τα λόγια του ίδιου του Χριστού).

 Τι είπε ο Χριστός για τη θεία μετάληψη

 Τι είναι όμως αυτό που θα βοηθήσει τον άνθρωπο να είναι τόσο καλός, ταπεινός και γεμάτος αγάπη, κατανόηση και συγχώρηση για όλο τον κόσμο, ακόμη και για τους εχθρούς του; Θα τον βοηθήσει ο ίδιος ο Χριστός. Και ο Χριστός προσφέρει τον εαυτό Του σε όλους μας και στον καθένα ξεχωριστά, δίνοντάς μας το Σώμα και το Αίμα Του ως πνευματική τροφή μέσα από τη θεία κοινωνία, δηλαδή τη θεία μετάληψη (όταν μεταλαβαίνουμε).

Τι είπε για το θέμα αυτό ο Κύριος; Είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής» (άρτος = ψωμί). «Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει ο άνθρωπος απ’ αυτόν και να μην πεθάνει. Εγώ είμαι ο ζωντανός άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει από αυτό τον άρτο, θα ζήσει αιώνια, και ο άρτος, που θα δώσω, είναι η σάρκα μου, την οποία θα δώσω υπέρ της ζωής του κόσμου. (…)

Αλήθεια σας λέω, αν δεν φάτε τη σάρκα και δεν πιείτε το αίμα του υιού του ανθρώπου» (έτσι αποκαλούσε ο Χριστός τον εαυτό του, από μια προφητεία του προφήτη Δανιήλ), «δεν έχετε ζωή μέσα σας. Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή και θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. Διότι η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, μένει μέσα μου και εγώ μέσα του. (…) Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό, όχι όπως το μάννα, που έφαγαν οι πρόγονοί σας, αλλά πέθαναν. Εκείνος που τρώει αυτόν τον άρτο θα ζήσει αιώνια» (κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 6, στίχοι 50 – 58).

Μετά από αυτά, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο ότι ο Χριστός θεωρούσε απολύτως απαραίτητο για τον κάθε άνθρωπο να μεταλαβαίνει – έτσι τρώει το σώμα και πίνει το αίμα του Χριστού και βρίσκεται μέσα Του και ο Χριστός μέσα σ’ αυτόν.

Αν λοιπόν η ζωή είναι ένας αγώνας, σαν πόλεμος, η πανοπλία μας είναι ο Χριστός – τα όπλα μας, τα τανκς μας, με τα οποία θα πολεμήσουμε και θα νικήσουμε στον αγώνα της ζωής, είναι ο Χριστός. Και ο Χριστός προσφέρεται σ’ εμάς μέσα από τη θεία μετάληψη.

Τώρα ίσως κάποιος σκέφτεται ότι τα δικά του όπλα είναι τα χέρια του, η εργατικότητά του, η εξυπνάδα του, η επιμονή και το πείσμα του. Όλα αυτά είναι όπλα, με τα οποία κανείς κερδίζει γήινες μάχες, προσωρινές, που το όφελός τους τελειώνει με το θάνατο. Και μάλιστα μπορεί να κάνουν τον άνθρωπο σκληρό, απότομο, εγωιστή (δήθεν «δίκαιο»), κι έτσι να τον απομακρύνουν απ’ το Χριστό, δηλαδή τελικά ο άνθρωπος να έχει κερδίσει εδώ χρήματα, να έχει κάνει περιουσία ή όνομα στην κοινωνία, ν’ αφήσει πλούσια κληρονομιά στα παιδιά του, αλλά να χάσει τη μόνη αληθινή περιουσία και τη μόνη αληθινή κληρονομιά: τον παράδεισο.

«Μη θησαυρίζετε θησαυρούς στη γη, που καταστρέφονται ή κλέβονται» είπε ο Χριστός. «Να θησαυρίζετε θησαυρούς στον ουρανό, που δεν καταστρέφονται, ούτε κλέβονται. Διότι όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί είναι και η καρδιά σας» (κατά Ματθαίον, κεφ. 6, στ. 19 – 21).

 Είπε κι άλλα όμως

 Στο τελευταίο δείπνο με τους μαθητές Του, τη νύχτα που Τον συνέλαβαν, ο Χριστός έδειξε τι εννοούσε λέγοντας να φάνε οι άνθρωποι τη σάρκα Του και να πιουν το αίμα Του. Κοινώνησε τους μαθητές Του με ψωμί και κρασί, αφού τα ευλόγησε, και τους είπε: «Λάβετε, φάγετε. Τούτο εστί το σώμα μου. Πίετε εξ αυτού πάντες» (πιείτε από αυτό όλοι), «τούτο εστί το αίμα μου». Τα λόγια αυτά αναφέρονται στα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, κεφ. 26, στ. 26 – 29, κατά Μάρκον, κεφ. 14, στ. 22 – 25, κατά Λουκάν, κεφ. 22, στ. 17 – 20, και από τον απόστολο Παύλο στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, κεφ. 11, στ. 23 – 25, που όλα αυτά είναι μέσα στο βιβλίο που λέγεται Καινή Διαθήκη.

Αυτά τα λόγια λέμε κι εμείς, μέσω του ιερέα, όταν προετοιμάζουμε τη θεία μετάληψη σε κάθε θεία λειτουργία, που είναι μια επανάληψη του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή του τελευταίου δείπνου του Κυρίου πριν σταυρωθεί και αναστηθεί. Και στη συνέχεια κοινωνούμε (μεταλαβαίνουμε), όπως Εκείνος κοινώνησε τους μαθητές Του και άφησε εντολή να κάνουν όλοι οι χριστιανοί, όλων των εποχών, ώστε να είμαστε πάντα μέσα Του και Εκείνος μέσα μας.

Οι τελευταίες πράξεις του Κυρίου σχετικά με τη θεία μετάληψη, όταν ακόμη ζούσε στη Γη, ήταν οι εξής:

Όταν πέθανε στο σταυρό, ένας Ρωμαίος στρατιώτης Τον τρύπησε στο πλευρό με τη λόγχη του, για να δει αν όντως πέθανε, ώστε να επιτρέψει να Τον κατεβάσουν. Τότε, από την πλευρά του Κυρίου έτρεξε αίμα και νερό (το γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, κεφ. 19, στίχοι 34 – 37, τονίζοντας μάλιστα ότι «το βεβαιώνει εκείνος που το είδε με τα μάτια του»). Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού ερμηνεύουν αυτό το γεγονός ως συμβολισμό των δύο πράξεων, των δύο «μυστηρίων», με τα οποία ο άνθρωπος γίνεται και παραμένει χριστιανός: το νερό συμβολίζει το βάπτισμα και το αίμα τη θεία μετάληψη.

Έτσι, από την πλευρά του Κυρίου έτρεξε, συμβολικά, η καινούργια ανθρωπότητα που Εκείνος δημιούργησε: οι χριστιανοί. Παρόμοια όπως, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός από την πλευρά του Αδάμ δημιούργησε την Εύα, που είναι η μητέρα της παλαιάς ανθρωπότητας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο «δεύτερος Αδάμ» και από τη δική Του πλευρά δημιουργείται η νέα ανθρωπότητα, με στηρίγματα ακριβώς αυτά τα δύο, το βάπτισμα και τη θεία μετάληψη.

Εκτός αυτού, μετά την ανάστασή Του ο Κύριος εμφανίστηκε σε δύο μαθητές Του, που πήγαιναν στο χωριό Εμμαούς, έξω από την Ιερουσαλήμ. Ονομάζονταν Λουκάς και Κλεόπας (ίσως αυτός ο Λουκάς είναι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που αναφέρει λεπτομερώς το γεγονός στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 25). Στην αρχή δεν αποκάλυψε ποιος είναι (παρουσιάστηκε με άλλη μορφή), περπάτησε μαζί τους και τους δίδαξε και, όταν τελικά Τον κράτησαν για να φάνε μαζί, φανέρωσε τον εαυτό Του κόβοντας το ψωμί, δηλαδή κάνοντας γι’ αυτούς ό,τι είχε κάνει για τους 12 αποστόλους στο μυστικό δείπνο. Έτσι έδειξε ότι η θεία μετάληψη είναι η πράξη, με την οποία γνωρίζουμε αληθινά το Χριστό.

Τέλος, λίγο πριν αναληφθεί στους ουρανούς ο Κύριος είπε στους μαθητές Του: «Θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι το τέλος των αιώνων» (αυτά είναι τα τελευταία λόγια του κατά Ματθαίον ευαγγελίου). Φυσικά, ο Κύριος είναι μαζί μας και πνευματικά, είναι όμως και σωματικά, με το άγιο σώμα και αίμα Του, μέσα στο μυστήριο της θείας μετάληψης. Γι’ αυτό και οι χριστιανοί, αμέσως μόλις άρχισε η ιστορία του χριστιανισμού πάνω στη Γη, άρχισαν να κοινωνούν το σώμα και το αίμα του Ιησού Χριστού, και μάλιστα κάθε μέρα ή, αργότερα, κάθε Κυριακή, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο Πράξεις των αποστόλων (που έγραψε ο ευαγγελιστής Λουκάς και βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, μετά τα τέσσερα Ευαγγέλια) και σε άλλα αρχαία χριστιανικά κείμενα.

 Μη θυμώσεις, αλλά γιατί δεν μεταλαβαίνεις;

 Δυστυχώς, υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ είναι ορθόδοξοι χριστιανοί και πιστεύουν στο Θεό και ίσως πηγαίνουν και στην εκκλησία, όμως έχουν χρόνια ή και δεκαετίες να πλησιάσουν στο άγιο ποτήριο της θείας μετάληψης! Κάποιοι μάλιστα είναι και ηλικιωμένοι, που, ενώ τα παιδιά τους τούς παρακαλούν να κοινωνήσουν, γεμάτα αγωνία για τη σωτηρία τους, εκείνοι αρνούνται πεισματικά και μάλιστα θυμώνουν και δεν ακούνε τίποτα!...

Κάνουν λες και μισούν τον εαυτό τους και θέλουν να τον κρατήσουν αποκομμένο, μακριά απ’ το Χριστό. Λες και μισούν τον ίδιο το Χριστό ή λες και μισούν τα παιδιά τους και τους άλλους ανθρώπους που νοιάζονται γι’ αυτούς και τους παρακαλούν να πλησιάσουν αυτή την πηγή της Ζωής και του Φωτός!...

Αν είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, αδελφέ μου, αδελφή μου, μη θυμώσεις, σε παρακαλώ, αλλά άκου δυο λόγια γραμμένα από καρδιάς.

Η άρνησή σου να κοινωνήσεις, ίσως δεν σου αρέσει να το ακούσεις, αλλά δεν είναι από σένα. Όλες οι αιτίες, που νομίζεις ότι σε κάνουν να μη θέλεις να κοινωνήσεις, είναι παγίδες, που σου έχει στήσει ο διάβολος – ο οποίος σε μισεί θανάσιμα και μισεί και όλους τους ανθρώπους – για να σε εμποδίσει να ενωθείς με τον Ιησού Χριστό και να βάλεις μέσα σου το Φως του Θεού.

Μήπως δεν κοινωνείς επειδή αντιπαθείς τον ιερέα της ενορίας σου ή του χωριού σου;

Κατ’ αρχάς τι σου έκανε ο ιερέας; Τόσο μεγάλο κακό; Αλλά εκτός αυτού, δεν κάνεις ζημιά σ’ εκείνον, αλλά στον εαυτό σου και, πίστεψέ με, είναι πολύ μεγάλο λάθος σου. Τη θεία λειτουργία, πρέπει να ξέρεις, δεν την κάνει ο ιερέας, αλλά ο ίδιος ο Θεός (το Άγιο Πνεύμα), και ο ιερέας δανείζει μόνο τα χέρια του για να κάνει τις πράξεις της τελετής. Και μάλιστα, χωρίς εσένα και όλους τους άλλους χριστιανούς, που πηγαίνουμε στην εκκλησία, η λειτουργία δεν μπορεί να γίνει (δηλαδή ο ιερέας δεν λειτουργεί μόνος του).

Ξέρεις ότι, μέσα στη θεία λειτουργία, ο ιερέας δύο φορές κάνει μια υπόκλιση στην ωραία πύλη και ζητά συγχώρεση από σένα και από κάθε χριστιανό που πιθανόν έβλαψε ή στενοχώρησε; Αν δεν κάνει αυτή την υπόκλιση και δε ζητήσει συγγνώμη (σίγουρα θα τον έχεις δει που υποκλίνεται, έστω κι αν δεν έχεις ακούσει τι λέει τη στιγμή εκείνη), πάλι δεν μπορεί να γίνει η θεία λειτουργία.

Εσύ, λοιπόν, είσαι χριστιανός; Αν ναι, κάνε αγάπη, κάνε έλεος και δώσε του αυτή τη συγχώρηση που σου ζητάει (φαντάζομαι, δε σκότωσε κάποιον δικό σου, ώστε να σου είναι τόσο δύσκολο) και κάμε και ένα δώρο στον εαυτό σου και στα παιδιά σου (ένα μεγάλο δώρο), που είναι το να πλησιάσεις και να κοινωνήσεις. Ένα δώρο που θα κάνει καλό σ’ εσένα και μόνο σ’ εσένα.

Αν όμως, τέλος πάντων, δε σου κάνει καρδιά να κοινωνήσεις από το συγκεκριμένο ιερέα, πήγαινε στη διπλανή ενορία ή στην παραδιπλανή, κάπου τέλος πάντων. Σίγουρα δεν έχεις δικάσει όλους τους παπάδες του κόσμου και τους έχεις βγάλει όλους ενόχους, και μόνο τον εαυτό σου βγάζεις τίμιο και σωστό! Κάποιος ιερέας θα υπάρχει που τον αθώωσες. Πήγαινε, βρες τον. Και πες του: «Πάτερ, έχω τόσα χρόνια να κοινωνήσω. Τώρα όμως το αποφάσισα, δεν μπορώ άλλο χωρίς το Χριστό μέσα μου. Με ζαλίσανε κι εκείνοι που μου το λένε και μου το ξαναλένε. Σε παρακαλώ, δώσε μου ευλογία να κοινωνήσω το συντομότερο».

Το σωστό είναι βέβαια να κάνεις και μια καλή εξομολόγηση – μη θυμώνεις, σου το ξαναλέω. Δε θυμώνεις εσύ, σου βάζει ιδέες ο Εχθρός, ο διάβολος (που συνεχώς αυτό κάνει σε όλους μας, μας «ψιθυρίζει» ιδέες στο αφτί κι εμείς πέφτουμε στους λάκκους του σαν… δεν θέλω να πω σαν τι). Εν πάση περιπτώσει, αυτός ο παπάς που εκτιμάς ή έστω που δεν τον έχεις καταδικάσει, θα σου πει τι να κάνεις. Το σημαντικό είναι να έρθεις – εκεί που σε ζητά ο Χριστός, που έχυσε το αίμα Του και άφησε να κομματιάσουν το σώμα Του για όλους μας, και αυτό το αίμα και το σώμα μάς το έδωσε τροφή, μέσω του αγιασμένου ψωμιού και του κρασιού (που το κάνει με μυστηριώδη τρόπο να είναι σώμα και αίμα Του, γι’ αυτό λέγεται «μυστήριο») στη θεία κοινωνία.

Μήπως όμως δεν κοινωνείς, επειδή πιστεύεις πως δεν είσαι άξιος; Μα φυσικά, κανείς μας δεν είναι άξιος! Ο Χριστός δεν προσκάλεσε τους «άξιους» (που δεν υπάρχουν), αλλά τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, και μας δέχεται με αγάπη και συγχώρηση, αρκεί να κάνουμε το βήμα να πάμε με την καρδιά μας κοντά Του.

Ή μήπως δεν μεταλαβαίνεις επειδή «δεν αισθάνεσαι την ανάγκη»; Άλλη παγίδα κι αυτή… Αν περιμένεις «να το νιώσεις σαν ανάγκη», αδελφέ και αδελφή μου, πολύ πιθανόν να μην το νιώσεις ποτέ. Νομίζεις πως είναι δύσκολο για τον Εχθρό (είπαμε ποιος είναι) να σε κάνει να μη νιώσεις ποτέ τέτοια ανάγκη, ακριβώς για να μην κοινωνήσεις ποτέ και να χορεύει εκείνος από τη χαρά του που σε έχει ξεγελάσει; Μην περιμένεις να «νιώσεις την ανάγκη», σκέψου με πόση λαχτάρα σε προσκαλεί ο Χριστός. Πόσο σε αγαπά ο Χριστός. Πήγαινε κοντά Του και τότε θα καταλάβεις ποια είναι η πραγματική «ανάγκη» όλων μας (η ένωσή μας με Αυτόν).

Τέλος, μη μου πεις ότι φοβάσαι μήπως κολλήσεις κάτι από το κουτάλι της θείας μετάληψης (ιερή λαβίδα λέγεται αυτό το κουτάλι). Όχι, αδελφέ μου, αδελφή μου, η θεία κοινωνία δίνει ζωή, και μάλιστα την αιώνια ζωή, δεν μεταδίδει ασθένειες. Αλλιώς, όλοι οι ιερείς του κόσμου έπρεπε να πεθαίνουν από μολυσματικές ασθένειες, και μάλιστα εκείνοι που υπηρετούν σε νοσοκομεία, γιατί μετά τη θεία λειτουργία ο ιερέας αποτελειώνει, με το ίδιο κουτάλι, όση θεία κοινωνία έχει απομείνει, για να μην παραμείνει εκτεθειμένη στον κόσμο, αλλά να φυλαχθεί μέσα στον αληθινό, «αχειροποίητο» ναό του Θεού, που είναι το ανθρώπινο σώμα.

Ξεπέρασε λοιπόν, σε παρακαλώ, αυτή την ιδέα και σκέψου πως με αυτή τη θεία κοινωνία, που μεταλαβαίνουμε όλοι, δεν ενωνόμαστε μόνο με το Θεό, αλλά και μεταξύ μας, γιατί ο Κύριος αυτό είπε: να είμαστε όλοι ένα, όπως Εκείνος είναι ένα με το Θεό Πατέρα Του, που Τον έκανε και δικό μας Πατέρα.

Θα νιώσω κάτι; 

Δεν είναι σίγουρο πως, όταν κοινωνήσεις, θα νιώσεις οπωσδήποτε μέσα σου κάποια διαφορά. Ίσως να νιώσεις, ίσως μάλιστα νιώσεις μεγάλη διαφορά, ίσως όχι. Ανάλογα, ό,τι επιτρέψει ο Θεός, που ξέρει καλύτερα τι χρειάζεται ο καθένας μας κάθε φορά.

Όμως πρέπει να σου πω πως ο λόγος για να κοινωνήσουμε δεν είναι να νιώσουμε εκείνη τη στιγμή χαρά και ευτυχία ή τη χάρη του Θεού να μας πλημμυρίζει. Ο λόγος είναι πολύ βαθύτερος και πηγαίνει πολύ πιο μακριά: είναι η σωτηρία μας. Και, όπως μας δίδαξε ο Ιησούς Χριστός, αυτή η σωτηρία έρχεται κομμάτι κομμάτι μέσα μας, καθώς προχωράμε στη χριστιανική ζωή, που θεμελιώνεται στην αγάπη, τη συγχώρεση και τη θεία κοινωνία.

Επίσης, δεν κοινωνούμε πρωτίστως για να έχουμε καλή υγεία ή για να εκπληρώσει ο Θεός αυτά που Του ζητάμε για τη ζωή μας. Ναι, και αυτά τα ζητάμε, και ο Θεός ακούει, αλλά εμείς αυτό που θέλουμε προπαντός είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κοινωνούμε, για να έχουμε μέσα μας τον ίδιο το Χριστό. Και τότε, και τα τυχόν προβλήματα υγείας και όλα τα βάσανα και τις δυσκολίες της ζωής, ακόμη και τον ίδιο το θάνατο, θα έχουμε τη δύναμη (του Χριστού τη δύναμη) να τα νικήσουμε.

Κοινωνάμε και γινόμαστε μικροί Χριστοί. Αγαπάμε, συγχωρούμε, και γινόμαστε μικροί Χριστοί. Αυτό θέλει ο ίδιος ο Χριστός, να γίνουμε μικροί Χριστοί, όχι άνθρωποι με κακίες, αδυναμίες και εγωισμό, αλλά μικροί Χριστοί, και τελικά να μας φέρει και να μας κάνει κι εμάς βασιλιάδες στη βασιλεία Του.

Πηγή

Ο Άγιος του Ιπποκράτειου


Ο Άγιος του Ιπποκράτειου Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης (1910 - 19.6.1995)

 

Ο π. Ευσέβιος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιαννακάκης, γεννήθηκε το 1910 στο Γεωργίτσι της Σπάρτης και οι πολύτεκνοι ευλαβείς και ευσεβείς γονείς του τον ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

Ο Αντώνης ήταν παιδί υπάκουο, «χαριτωμένο», με σπλαχνική καρδιά. Εγκρατής, ειλικρινής, καλοπροαίρετος, με θείο ζήλο, που τον έκανε όταν χρειαζόταν μαχητικό υπερασπιστή της πίστεως. Αγαπούσε πολύ την εκκλησία και τις ακολουθίες της. Μια Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία -θα ήταν τότε δέκα έως ένδεκα ετών- συνάντησε έναν άγνωστο νέο, επιβλητικό και ασκητικό, που με σοβαρότητα και αγάπη τον συμβούλεψε ερμηνεύοντας του τι σημαίνει κοσμική και τι ηθική ζωή. Ο Αντώνης όταν μπήκε στην εκκλησία βλέποντας την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου έκπληκτος κατάλαβε ότι ο νέος που τον συνάντησε ήταν αυτός. Η αγαθή ψυχή του αλλοιώθηκε ακόμη περισσότερο από τη θεία Χάρη, που τον επεσκίαζε.

Μέχρι τα δεκαεφτά του χρόνια βοηθούσε τον πατέρα του στις γεωργικές εργασίες. Στην Αθήνα που ήλθε για να εργαστεί γνώρισε τον ιερομόναχο π. Ιγνάτιο Κολιόπουλο, τον οποίο έκανε πνευματικό του. Κάνοντας υπακοή ζούσε αυστηρή και προσεκτική πνευματική ζωή. Κάθε Κυριακή, πριν ακόμη ξημερώσει, έφευγε από το Κουκάκι, όπου έμενε, και πήγαινε με τα πόδια στη Χρυσοσπηλιώτισσα, στην οποία ήταν εφημέριος και ομιλητής ο πνευματικός του, για να προλάβει την αρχή του Όρθρου. Το απόγευμα παρακολουθούσε τα κηρύγματα του π. Σεραφείμ Παπακώστα στο μητροπολιτικό Ναό. Μαζί με άλλους νέους εργαζόταν ιεραποστολικά στα νοσοκομεία και τα κατηχητικά σχολεία. Πολύ χαρά αισθάνθηκε όταν κάποιος για να τον πειράξει τον αποκάλεσε «κοσμοκαλόγερο». Είχε αποφασίσει να ζήσει το χριστιανικό άγαμο βίο. Για ιερωσύνη ούτε σκέψη. Αισθανόταν ανάξιος γι’ αυτήν.

Στον πόλεμο του 1940 επιστρατεύτηκε και κατά θεία πρόνοια υπηρέτησε σε θέση που δεν χρειάστηκε να κάνει χρήση του όπλου του, ώστε αργότερα να μπορέσει να γίνει ιερέας. Κάθε Κυριακή περπατούσε πολλά χιλιόμετρα πάνω στα Αλβανικά βουνά -αφού έπαιρνε πρώτα άδεια από το λοχαγό του- αναζητώντας στο πλησιέστερο χωριό Εκκλησία για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να τον διαφυλάξει ώστε να εργαστεί με όλες τις δυνάμεις του στο αμπελώνα του.

ΣΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ- ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

Όταν επέστρεψε από το μέτωπο μετά την υπόδειξη και ευλογία του πνευματικού του απορρίπτοντας τις δελεαστικές προτάσεις του αφεντικού του και περιφρονώντας τις ειρωνείες γνωστών και συγγενών πήγε στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, υποτακτικός στο Γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλο, Προηγούμενο της Μονής. Ο Γέροντας Σεραφείμ, όσιακή, σεβάσμια και πατερική μορφή όρισε τον Αντώνη διακονητή του. Έμενε στο ίδιο κελλί μαζί του. Με πολλή χαρά και προθυμία διακονούσε ο Αντώνης το Γέροντα του, γιατί γνώριζε ότι μέσω εκείνου υπηρετούσε το Θεό.

«Βρήκα εξωτερικές δυσκολίες πολλές, πάρα πολλές, όμως στο ιδανικό μου δεν είχα δυσκολίες. Ως προς την κλήση μου ήμουν απέραντα ικανοποιημένος. Ήμουν εσωτερικά αναπαυμένος», έλεγε ο ίδιος αργότερα. Οι δυσκολίες οφείλονταν στο ιδιόρρυθμο σύστημα της Μονής που έφερε μια πνευματική χαλάρωση. Σε ένα χρόνο έγινε μοναχός με το όνομα Ευσέβιος και μετά από μια εβδομάδα Ιεροδιάκονος. Μαρτυρίες παλαιών πατέρων αναφέρονται στην ευλάβεια, ταπείνωση, υπακοή, ευθύτητα, ειλικρίνεια, αγαθότητα και την αγάπη του π. Εύσεβίου προς όλους.

«Τα τρία χρόνια υποταγής μου στο Γέροντα Σεραφείμ ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Δεν έκανα τίποτα το δικό μου και είχα απέραντη χαρά» έλεγε ο ίδιος αργότερα, νουθετώντας τις Μοναχές του.

Τον Οκτώβριο του 1943 εκοιμήθη ο Γέροντας του, και τον Δεκέμβριο ο π. Ευσέβιος έζησε το δράμα της εκτέλεσης των Πατέρων και της καταστροφής της Μονής από τους Γερμανούς. Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους. Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο όποιος ήταν τότε εκκλησιαστικός.

Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο που έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ήμερα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμωκέλλες του Μοναστηρίου, για να κατοικήσουν.

Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων. Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα που τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιο του.

Στηρίζει με την προσευχή του, το λόγο και την έμπρακτη αγάπη του μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο παρήγορος άγγελος των ταλαιπωρημένων εκείνων υπάρξεων, που ο πόνος, η ορφάνια, η φτώχεια, η πείνα και το κρύο τους έσπρωχναν στην απόγνωση. Περισσότερο όμως συμπονεί τα παιδιά.

Με την ευλογία του Ηγουμένου ξεκινά ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από το Μοναστήρι στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά και κάνει κατηχητικό στα παιδιά. Δεν ήταν όμως μόνο ο κατηχητής τους. Στο πρόσωπο του σεμνού ιερομόναχου τα απορφανισμένα εκείνα παιδιά βρήκαν τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο. Παράλληλα αυτά τα χρόνια φοιτούσε και στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Λίγο αργότερα (από το 1948 έως το 1950) με τη δραστηριότητα και το ζήλο πού τον διέκριναν, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ανοικοδόμηση της Μονής.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

 
Το 1951, έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή. Χάρη στο ταπεινό του ήθος κατόρθωσε να μη διαγραφεί από τη Μονή της μετανοίας του. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του Αγιολαυριώτης ιερομόναχος.

Το 1952 χειροτονείται Πρεσβύτερος.Τον επόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ώς εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου, όπως ο ίδιος πίστευε, θα εργαζόταν μέχρι το τέλος των σπουδών του. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον προόριζε να γίνει παρηγοριά και στηριγμός των πονεμένων ανθρώπων στην Αθήνα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Το ίδιο έτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Θεόκλητος, τον έκανε Πνευματικό, και του απένειμε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Έκτοτε ασκούσε το επίπονο έργο της πνευματικής πατρότητας μέχρι το τέλος της ζωής του. Επιτέλεσε πράγματι έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια έζησε μέσα στο νοσοκομείο ο π. Ευσέβιος σαν ασκητής. Ήταν ένα άνθος της ερήμου μέσα στον κόσμο. Για να βρίσκεται συνεχώς κοντά στους αρρώστους, προτίμησε να μένει μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν στην ταράτσα του παλαιού κτιρίου. Ήταν φτωχό και απέριττο. Ο εξοπλισμός του ένα σιδερένιο κρεββάτι, ένα κομοδίνο νοσοκομειακό κι ένα τραπεζάκι. Χωρίς κάν βοηθητικό χώρο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση.

Το φαγητό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν νοσοκομειακό. Πολλές φορές έκλεινε η τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Και όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τροφή για κείνον ήταν η ανακούφιση, η χαρά και η πνευματική ωφέλεια των ασθενών. Εφάρμοζε την προσωπική ποιμαντική επικοινωνία με τους ασθενείς. Περνούσε καθημερινά από όλους τους θαλάμους, πλησίαζε τον κάθε άρρωστο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει πνευματικά.

Είχε το χάρισμα της παρακλήσεως [=παρηγοριάς, ενθάρρυνσης] των ψυχών, της αγάπης και της διακρίσεως. Ήταν ο χαρισματούχος Πνευματικός. Διέβλεπε τον πνευματικό κόσμο των ασθενών και πολλές φορές μ’ ένα του λόγο τους έφερνε σε μετάνοια. Οι άρρωστοι, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, εξομολογούνταν -οι περισσότεροι για πρώτη φορά. Μόνο οι αιρετικοί δεν δέχονταν. Είναι χιλιάδες οι ψυχές που αναγεννήθηκαν κάτω από το πετραχήλι του Γέροντα όλα αυτά τα χρόνια. Και γύριζαν στα σπίτια τους νέοι άνθρωποι, ζώντας την εν Χριστώ ζωή, χάρη στην εργασία που έκανε ο π. Ευσέβιος στην ψυχή τους. Είτε έφυγαν έτοιμοι για τον Ουρανό.

Ζυμωμένος με τη θεία Λατρεία στο Μοναστήρι, φρόντισε να εισαγάγει τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας στο νοσοκομείο, το όποιο δεν είχε αρχικά ναό.

Τελεί το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου κάθε Τετάρτη μέσα στους θαλάμους, την ακολουθία του Αγιασμού κάθε πρώτη του μηνός και την Παράκληση της Παναγίας κάθε Παρασκευή στους διαδρόμους των τμημάτων του νοσοκομείου. Ακούραστος σε προσφορά είχε καθιερώσει την περιφορά και λιτάνευση της εικόνος σε όλο το νοσοκομείο κατά τις μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Αγίου Λουκά, του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, του Σταύρου κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταύρου. Περνούσε από κάθε κλίνη. Τα Θεοφάνεια άγιαζε προσωπικά τον κάθε άρρωστο και όλο το νοσοκομείο, και την Μεγάλη Τετάρτη έχριε όλους τους ασθενείς με το Άγιο έλαιο. Και όλα αυτά, για να παρηγορούνται και να χαίρονται οι ασθενείς.

Την παραμονή κάθε θείας Λειτουργίας ο π. Ευσέβιος ετοίμαζε το ναό με τη βοήθεια ευλαβών αδελφών και διοικητικών υπαλλήλων του νοσοκομείου. Με περισσή επιμέλεια ευπρέπιζε το Ιερό. Ένα καινούργιο τραπέζι χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα και ένα άλλο μικρότερο ως αγία Πρόθεση. Λειτουργούσε με Αντιμήνσιο.

Ο ταπεινός διάδρομος χάρη στην αγιωσύνη του Αγιολαυριώτη Ιερομονάχου μετατρεπόταν σε επίγειο ουρανό. Ασθενείς πολλοί κατέβαιναν εκεί να εκκλησιασθούν, ιατροί, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, εργαζόμενοι νέοι και φοιτητές που έψαλλαν.

Χάρη στις προσευχές του και στις ακάματες προσπάθειες του, παρά τις αντιδράσεις, θεμελιώθηκε ο Ιερός Ναός του νοσοκομείου το Φεβρουάριο του 1958, σε καίρια γωνιακή θέση επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Ο Ναός εγκαινιάσθηκε το 1965. Αργότερα κοσμήθηκε ο Ναός με ωραίο σκαλιστό μαρμάρινο τέμπλο και θαυμάσιες αγιογραφίες.

Λειτουργούσε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα το πρωί 4.30-7.30 π.μ., για να κοινωνήσουν εγκαίρως οι ασθενείς, και να προλάβει το προσωπικό του νοσοκομείου και άλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές που σύχναζαν εκεί, να εκκλησιασθούν. Κατέβαινε από τις τέσσερις για την προσκομιδή. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία ανέβαινε με το Άγιο Ποτήριο στους θαλάμους να κοινωνήσει στην κλίνη τους όλους εκείνους που είχε εξομολογήσει και προετοιμάσει κατάλληλα.

Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη, όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό, «τό Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων, έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα Άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένεια του παρ’ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να, η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό.

Διακονούσε στο Μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων με όλη του την ύπαρξη. Γι’ αυτό το σκοπό υποβαλλόταν σε κάθε θυσία. Κοιμόταν δύο, τρεις ή το πολύ τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Μερικές φορές και καθόλου. Συνέβη, επιστρέφοντας στις 3.30 μετά τα μεσάνυκτα, από αγρυπνία που είχε τελέσει στο Μοναστήρι του στον Ωρωπό, να εξομολογήσει κάποιον άρρωστο, που μόλις τότε το είχε αποφασίσει, και που το πρωί θα έμπαινε στο χειρουργείο. Δύο ώρες κράτησε η Εξομολόγηση. Ήταν ήδη έξι το πρωί, όταν ο Γέροντας έμπαινε στο κελλί του. Σε λίγο θα άρχιζε μια καινούργια ήμερα με το δικό της φόρτο εργασίας. Εκείνος όμως δόξαζε το Θεό για τη μετάνοια και τη σωτηρία αυτής της ψυχής. Δεν υπολόγιζε τον κόπο. Άλλωστε, όπως συνήθιζε να λέει, «η κούρασις ξεκουράζει»!

Επί είκοσι περίπου χρόνια (1967-1986) εξομολογούσε τα κωφάλαλα παιδιά της Σχολής Κωφών και Βαρυκόων στους Αμπελοκήπους, και λειτουργούσε κατά διαστήματα στον Άγιο Λουκά, από το 1960 έως το 1986 για να κοινωνήσουν. Επί δώδεκα περίπου έτη εξομολογούσε τις σπουδάστριες στη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών στους Αμπελοκήπους και λειτουργούσε σε μια αίθουσα της Σχολής για να κοινωνήσουν. Την ίδια επίσης πνευματική διακονία έκανε και στη Σχολή Μαιών κοντά στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα.

Ακτήμων σε όλη του τη ζωή και αφιλοχρήματος ο π. Ευσέβιος ουδέποτε απέκτησε κάποιο περιουσιακό στοιχείο στο όνομα του και ούτε είχε ποτέ βιβλιάριο καταθέσων σε επίγειες τράπεζες. Ποτέ δεν πήρε το μισθό του αλλά έδινε εντολή να διαμοιράζεται σε άπορους ασθενείς. Συνήθιζε να τοποθετεί διακριτικά κάτω από το προσκέφαλο τους ένα φακελάκι με χρήματα.

Επί τρεις και πλέον δεκαετίες το Ιπποκράτειο υπήρξε καταφύγιο ψυχών και πολυσύχναστη πνευματική κυψέλη, χάρις στην αγιωσύνη του Γέροντα. Σύχναζαν εκεί οι φιλακόλουθοι, οι φιλομόναχοι και πολλές χριστιανικές οικογένειες, νέοι δε πάρα πολλοί, εργαζόμενοι και φοιτητές.

Στο ναό του Αγίου Λουκά τελούνταν κανονικά όλες οι ιερές ακολουθίες, Θείες Λειτουργίες και συχνά αγρυπνίες. Το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο έγινε μια όαση πνευματική στην έρημο της Αθήνας, λιμάνι όχι μόνο για τους ασθενείς και τους οικείους τους, αλλά και για χιλιάδες ψυχές που έβρισκαν εκεί τον διακριτικό εξομολόγο, το χαρισματούχο Γέροντα, τον αφοσιωμένο Λειτουργό.

Εκτός από την Εξομολόγηση των ασθενών αφιέρωνε πολλές ώρες της ημέρας στην Εξομολόγηση των εξωτερικών που καθημερινά πλήθαιναν. Ο π. Ευσέβιος δεν ήταν απλώς ο εξομολόγος και διακριτικός πνευματικός οδηγός των πιστών που κατέφευγαν κοντά του, ήταν αληθινός Πατέρας. Ή αγάπη του για τα πνευματικά του παιδιά ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια. Όλοι τον εμπιστεύονταν και τον έκαναν κοινωνό των προβλημάτων τους. Ο π. Ευσέβιος τα ένιωθε και τα ανελάμβανε σαν δικά του.

Μεγάλη ευλογία ερχόταν σε όλους με την προσευχή του. Προβλήματα δυσεπίλυτα, προσωπικά ή οικογενειακά, έπαιρναν καλή πορεία και τακτοποιούνταν. Η συμμετοχή του στα προβλήματα των πνευματικών του τέκνων δεν περιοριζόταν μόνο στην προσευχή. Συμπαραστεκόταν άμεσα και από κοντά.

Ώς γνήσιος Πατέρας στήριζε όχι μόνο ηθικά αλλά και υλικά τους νέους που σπούδαζαν. Έδινε συχνά χρήματα σε φοιτητές, ανεξαρτήτως αν ήταν η όχι πνευματικά του τέκνα. «Ευλογία, ευλογία, έλεγε, και μην το πεις σε κανέναν… Όταν έχεις ανάγκη παιδί μου, εδώ να έρχεσαι». Τους έδινε ακόμη και το φαγητό του. Είχε νοικιάσει μαζί με τον παλαιό συμμοναστή του αρχιμανδρίτη π. Ηλία Τσακογιάννη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, ένα σπίτι, κοντά στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, για να στεγάζονται φοιτητές από την επαρχία.

Ο άγιος Γέροντας, ώς πνευματικός Πατέρας, ήταν ανεξάντλητος στην προσφορά αγάπης προς τις οικογένειες τις οποίες στήριζε και υλικά. Επί χρόνια ολόκληρα πλήρωνε το ενοίκιο άπορων οικογενειών. Με πολλή στοργή περιέβαλλε παιδιά ορφανά από πατέρα η μητέρα. Φρόντιζε για όλες τις ανάγκες τους.

Σ’ όλη του τη ζωή τόνιζε την αναγκαιότητα του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. «Άριστο είναι να έχει όλη η οικογένεια ένα Πνευματικό πατέρα» έλεγε, που να γνωρίζει τα θέματα της και να προσεύχεται, και με την ευλογία του όλα τα μέλη να κοινωνούν συχνά των Αχράντων Μυστηρίων. Εκεί είναι η χαρά και η ειρήνη.

Ο π. Ευσέβιος είχε το χάρισμα της ιεραποστολής από το Θεό. Ο ζήλος για την οικοδομή και τη σωτηρία των συνανθρώπων του τον κατέτρωγε. Το να «ευαγγελίζεται» ήταν ανάγκη της ψυχής του. Γι’ αυτό και δεν άφησε κενό σε όλη του τη ζωή στο έργο της πνευματικής σποράς. Από το 1958 μέχρι το τέλος της διακονίας του στο νοσοκομείο, λειτουργούσαν Κατηχητικά Σχολεία (Κατώτερο, Μέσο και Ανώτερο) και κύκλοι νέων και νεανίδων στον Άγιο Λουκά.

Ο π. Ευσέβιος ήταν πολύ αυστηρός στην προσωπική του ζωή, ασκητικός και αθόρυβος. Έν τούτοις είλκυε κοντά του πλήθος νέων ανθρώπων, οι όποιοι τον αγαπούσαν και έτρεφαν προς το πρόσωπο του απέραντο σεβασμό και αφοσίωση. Ήταν ο φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα παιδαγωγός.

Οι κατά καιρούς διευθυντές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής συνιστούσαν στους ιεροσπουδαστές να πηγαίνουν στον π. Ευσέβιο για Εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Για χάρη τους ο Γέροντας έκανε σύναξη κάθε Πέμπτη απόγευμα, που είχαν έξοδο από τη σχολή τους. Είναι πάρα πολλοί οι ιερείς οι όποιοι κατά την περίοδο των σπουδών τους μαθήτευσαν «παρά τους πόδας» του π. Ευσεβίου, ο οποίος καλλιέργησε μέσα τους το γνήσιο Ορθόδοξο ήθος και εκκλησιαστικό φρόνημα.

Κτίτωρ Ιερών Μονών.

Αληθινός Μοναχός ο ίδιος καί πλήρης θείας Χάριτος αναδείχθηκε εμπνευστής Ιερατικών καί Μοναχικών κλίσεων. Ασκητικός, ταπεινός, γλυκύς και πράος έγινε ο έμπειρος καί απλανής Νυμφαγωγός πολλών ψυχών που ποθούσαν την αγγελική ζωή και πολιτεία.

Εραστής του Μονήρους κατά Θεόν βίου υπήρξε εμπνευσμένος διοργανωτής Κοινοβίων. Παράλληλα με την εξαντλητική εργασία καί διακονία του στό Νοσοκομείο, ίδρυσε και εκ βάθρων ανήγειρε την Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου στο Μαρκόπουλο Ωρωπού, όπου αναλώθηκε επί είκοσι έτη (1967-1987) ως Κτίτωρ και πνευματικός Πατέρας.

Το 1987, που ο π. Ευσέβιος είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί, η Πρόνοια του Θεού οδήγησε τά βήματα του στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας με μια ομάδα ευλαβών νεανίδων, πνευματικών του τέκνων που επιθυμούσαν να μονάσουν.

Ο Σεβασμιώτατος Άγιος Καλαβρύτων θεώρησε ξεχωριστή ευλογία την άφιξη του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη του. Τον περιέβαλε με πηγαία υϊική αγάπη και του έδειξε δυό Μοναστήρια της Επαρχίας του. Ο ιερός λόφος του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με το υγιεινό κλίμα, το άριστο νερό των πηγών και το πανέμορφο φυσικό τοπίο με τον ανοικτό ορίζοντα, ενέπνευσε τον Γέροντα, ώστε να επιλέξει το ερειπωμένο Μετόχι τής Ι. Μ. Ταξιαρχών, για να εγκατασταθεί εκεί η Αδελφότητα.

Το Νοέμβριο του 1987, το έως τότε Μετόχι μετατράπηκε με προεδρικό διάταγμα σε Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Με την ουσιαστική ηθική και υλική βοήθεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Αμβροσίου, το παλαιό κτήριο ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και οι πρώτες δεκατέσσερις Αδελφές εγκαταστάθηκαν στα τέσσερα κελλιά του, την περίοδο του Πάσχα του 1988.

Ο ερχομός του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θεωρήθηκε από την τοπική Εκκλησία και τους πιστούς ευλογία Θεού και δώρο του Ουρανού. Μέσα στα οκτώ χρόνια που έζησε εκεί -κατά κοινή ομολογία- αναμόρφωσε πνευματικά την Αιγιαλεία με τις κατανυκτικές θείες Λειτουργίες, τις Αγρυπνίες, την Εξομολόγηση, το εμπνευσμένο κήρυγμα του και τις κατ’ ιδίαν πατρικές νουθεσίες. Αγαπήθηκε πολύ από το λαό του Θεού, που στο πρόσωπο του αγιασμένου Γέροντα βρήκε τον πονετικό πατέρα ο οποίος συνέπασχε μαζί του.

Η ανεπάρκεια του χώρου για τις λειτουργικές ανάγκες της Αδελφότητος ανάγκασαν τον Γέροντα στα 77 του χρόνια να αποδυθεί σ’ ένα τιτάνιο αγώνα για την ανέγερση της νέας Μονής με μοναδικό εφόδιο την ακράδαντη πίστη του στο Θεό. Η ανέγερση της νέας Μονής ήταν ένα παρατεινόμενο θαύμα, αφού χρήματα δεν υπήρχαν, και η νεοσύστατη Μονή δεν είχε καμιά περιουσία.

Ο Γέροντας, έχοντας άνωθεν πληροφορία ενθάρρυνε τις Μοναχές: «Μην ανησυχείτε. Ο Άγιος Ιωάννης προπορεύεται. Εκείνος θα το κτίσει. Έχει ένα ιδιαίτερο ταμείο για μας και όταν χρειαζόμαστε μας δίνει…». Το κτήριο θεμελιώθηκε το 1991, και το 1995 που ο Γέροντας εκοιμήθη, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.

Είναι σημαντικό το ότι όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι στη Μονή (χτίστες, σιδεράδες, μαρμαράδες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), συγκινημένοι από την πατρική αγάπη και το άγιο παράδειγμα του εξομολογήθηκαν κοντά του, καθώς και οι οικογένειές τους.

Ο έμπειρος στη μοναχική ζωή και ηγιασμένος Γέροντας οργάνωσε το ιερό Κοινόβιο σύμφωνα με τις αρχές του γνήσιου Ορθόδοξου Μοναχισμού και τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο ίδιος με την οσία ζωή του ήταν κανών και τύπος αληθινού Μονάχου και με τις άγιες νουθεσίες του καλλιεργούσε και καθοδηγούσε ακάματα τις Μοναχές στην στενή τρίβο της Αγγελικής πολιτείας.

Χιλιάδες άνθρωποι ανέβαιναν έως εκεί για να ωφεληθούν από τον άγιο Γέροντα. Η γλυκιά και οσιακή μορφή του μετέδιδε Χάρη. Κοντά του οι ψυχές ειρήνευαν και γεύονταν αγιοπνευματική χαρά. Η φιλοξενία του αρχοντική, παροιμιώδης.

Οι πάντες ένιωθαν την ειλικρινή αγάπη του. Ο καθένας ένιωθε ότι ο Γέροντας τον αγαπούσε περισσότερο. Γιατί είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για όλους. Είχε πολλή παρρησία στο Θεό· η προσευχή του έλυνε δυσεπίλυτα προβλήματα, θεράπευε ανίατες ασθένειες, φυγάδευε ακάθαρτα πνεύματα, έφερνε την ευλογία του Θεού στον κόσμο. Βαθιά ταπεινός, είχε τα χαρίσματα της διοράσεως και προοράσεως, όμως δεν έδινε σημασία σ’ αυτά· εκεί που εστίαζε την ποιμαντική του ήταν η μετάνοια, την οποία ο ίδιος βίωνε και γι’ αυτό την ενέπνεε.

Ο Γέροντας είχε όλες τις αρετές του Θεού. Η ψυχή του είχε αγγελική καθαρότητα. Άδολος, αθώος, απλός. Αποκορύφωμα όλων, όμως, η απέραντη αγάπη του και η βαθύτατη ταπείνωση του. Σύγχρονος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας μας ο Γέροντας, είχε το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής.

Η ζωή του ήταν η θεία Λειτουργία, και η μνημόνευση ονομάτων στην αγία Προσκομιδή η προσφιλέστερη απασχόληση του. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα, επί τέσσερις και πλέον ώρες. Στα 52 χρόνια Ιερωσύνης του ουδέποτε κάθισε στο Ιερό κατά τη διάρκεια του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας. Από τις 4.30 έως τις δώδεκα, που έβγαινε από το Ιερό, ήταν όρθιος και δεν ένιωθε καθόλου κούραση· το Ιερό Βήμα για το Γέροντα ήταν ο πιο ευχάριστος χώρος επάνω στη γη.

Ο ίδιος ζούσε εν μετάνοια και γι’ αυτό είχε το χάρισμα να οδηγεί τις ψυχές στη μετάνοια και τη Μυστηριακή ζωή. Ως Πνευματικός πατέρας ήταν Χριστοκεντρικός. Συνέδεε τα πνευματικά του τέκνα με το Χριστό και όχι με το πρόσωπό του. Γι’ αυτό και το πνευματικό του έργο συνεχίζεται και μετά την οσιακή κοίμησή του. Ήταν υπέρμαχος της συχνής -κατόπιν βέβαια της κατάλληλης προετοιμασίας- θείας Μεταλήψεως και καλλιεργούσε τα πνευματικά του τέκνα με αυτό το πνεύμα.

Επειδή είχε σπλάγχνα οικτιρμών και συμπονούσε πολύ τους άρρωστους και προσευχόταν γι’ αυτούς, έλαβε από το Θεό το χάρισμα των ιαμάτων. Η έμπονη προσευχή του άλλαζε τις βουλές του Θεού. Εκατοντάδες είναι τα περιστατικά θαυματουργικής θεραπείας ασθενών.

Ο Γέροντας έβλεπε εν Αγίω Πνεύματι τις ψυχές όπως πραγματικά ήταν, αλλά και πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονταν πολύ μακριά. Γνώριζε τους κρυφούς διαλογισμούς των καρδιών και προγνώριζε γεγονότα πολλά χρόνια προτού συμβούν. Όμως από πολλή ταπείνωση απέκρυπτε επιμελώς τα χαρίσματα αυτά, τα όποια ουδόλως αξιολογούσε. «Το προορατικό και διορατικό χάρισμα δίνονται από το Θεό, αλλά δεν σώζουν τον άνθρωπο, η μετάνοια όμως σώζει, αυτή μας χρειάζεται», έλεγε.

Με τους ασκητικούς αγώνες και τη συνεχή Μυστηριακή ζωή είχε λάβει εξουσία κατά των δαιμόνων. Οι προσευχές του, κυρίως όμως η ταπεινοφροσύνη του, φυγάδευαν ακάθαρτα πνεύματα.

Η αρετή που κυρίως διέκρινε τον π. Ευσέβιο ήταν η βαθιά ταπείνωσή του. Ζούσε στην αφάνεια και εργαζόταν αθόρυβα για τη δόξα του Θεού, τον Οποίο αγαπούσε εξ όλης ψυχής, διανοίας και ισχύος. Ο ίδιος επιμελώς απέκρυπτε τον εαυτό του για τον οποίο είχε πολύ ταπεινή ιδέα.

Ανεξίκακος συγχωρούσε αμέσως όσους τον έβλαπταν και τους ευεργετούσε, τόσο, που η αγάπη του τους άλλαζε.

Η υπομονή του στις δυσκολίες, τις ασθένειες και τις θλίψεις ήταν απέραντη. Υποτασσόταν με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη στο θέλημα του Θεού· ευχαριστούσε και δοξολογούσε το όνομά Του ακόμη και στις πιο οδυνηρές και δύσκολες ώρες της ζωής του. Το «δόξα Σοι ο Θεός» δεν έλειπε από τα χείλη του.
 
Το οσιακό τέλος του

Παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να λειτουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του και να αυτοεξυπηρετείται μέχρι τέλους. Και ο Θεός του τα χάρισε και τα δύο. Η τελευταία Θεία Λειτουργία ήταν σαράντα ημέρες προ της οσιακής κοιμήσεώς του στις 8 Μαΐου, εορτή του προστάτου της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Την αγία ζωή του σφράγισε το κατά πάντα οσιακό τέλος του το οποίο και προγνώρισε. Αντιμετώπισε την οδυνηρή νόσο του καρκίνου με θαυμαστή καρτερία και δοξολογία στο Θεό. Μέσα στους φρικτούς πόνους του ακατάπαυστα εδόξαζε τον Θεό. Καθημερινά κατέφθαναν από όλα τα μέρη της Ελλάδος και από το εξωτερικό τα πνευματικά του παιδιά να πάρουν την ευχή του για τελευταία φορά. Ήλθαν Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Παρά τους αφόρητους πόνους του όλους τους δεχόταν. Τακτοποίησε αθόρυβα όλα τα θέματα της Αδελφότητος. Άφησε και γραπτώς τις τελευταίες του υποθήκες προς τις Μοναχές.

Είχε πλήρη διαύγεια μέχρι τέλους. Ευλογούσε και συμβούλευε πατρικά, συγχωρούσε από την καρδιά του, ζητούσε πρώτος συγγνώμη και ευχαριστούσε όλους. Συμβούλευε τις Μοναχές για ενότητα και αγάπη. Προσευχόταν ακατάπαυστα.

Επί ένδεκα συνεχείς ημέρες ετελείτο Αγρυπνία στη Μονή και ο π. Ευσέβιος περίμενε με πολλή λαχτάρα κάθε φορά τη Θεία Κοινωνία.

Μιλούσε ανοικτά και χωρίς φόβο για το θάνατο του: «Το μοναδικό ταξίδι, το υπέροχο, το άφθαστο ταξίδι»!

Την περισσότερη ώρα έμενε σιωπηλός. Βυθισμένος στην προσευχή και στις ουράνιες θεωρίες, σήκωνε που και που το εξαντλημένο χέρι του και προσπαθούσε να κάνει το σταυρό του.

Ξημέρωνε η 19η Ιουνίου, ήμερα Δευτέρα. Η θεία Λειτουργία τελείωσε γύρω στις 2 το πρωί. Ο Γέροντας, αν και ήταν τόσο βαριά, κατέβασε τα πόδια του από την κλίνη και κοινώνησε καθιστός για τελευταία φορά. Από σεβασμό, ούτε μία φορά δεν κοινώνησε ξαπλωμένος.

Ήταν πανέτοιμος. Η ώρα που θα έφευγε πλησίαζε. Βαθιά σιγή επικρατούσε στό κελλί του.

Στις έξι το πρωί ο Γέροντας είπε με φωνή μισοσβησμένη:

«Φεύγω… Λειβάδια! Λειβάδια!».

Οι μοναχές πήραν την ευχή του για τελευταία φορά. Η ώρα ήταν 9 π. μ., όταν έφερε το βλέμμα του γύρω, τις κοίταξε, έπλεξε με κόπο τα δάκτυλα των χεριών του μεταξύ τους, για να δείξει την ενότητα, και τους είπε ψιθυριστά: «ενωμένες, ενωμένες, ενωμένες και αγαπημένες. Πάντα μαζί, όλοι μαζί, εκεί στο θρόνο του Θεού μαζί».

Μετά από λίγο τον άκουσαν να λέει:

«Όλα λάμπουν, όλα λάμπουν, όλα λάμπουν».

Στις 10.15 π.μ., ο Γέροντας ανάσαινε με πολλή δυσκολία. Ξαφνικά, σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του, κοίταξε ψηλά και δεξιά με μια έκφραση ευχάριστου εκπλήξεως. Το πρόσωπό του έλαμψε.

«Χαίρω, χαίρω, χαίρω!» είπε, και η ψυχή του πέταξε στα ουράνια σκηνώματα.

Η κηδεία του ήταν μια αποκάλυψη. Ήταν η καλή έξωθεν μαρτυρία του λαού του Θεού για τον άγιο Γέροντα που αναλώθηκε στο βωμό της αγάπης. Χιλιάδες λαού, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος πέρασαν από το απέριττο φέρετρο του αποδίδοντας τον ύστατο χαιρετισμό. Επτά Αρχιερείς, πολλοί ιερείς και διάκονοι κι ένα πλήθος μοναχών και μοναζουσών επικεφαλής του λαού κατευόδωσαν το Γέροντα στο ύστατο ταξίδι…

Πλάι στο ιερό του Καθολικού [=του κεντρικού ναού] εναποτέθηκε το σεπτό σκήνωμά του [=το σώμα του], για ν’ αναπαυθεί από τους κόπους του.

(Από το: ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ καί ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ του πολυχαρισματούχου Γέροντος ΕΥΣΕΒΙΟΥ Γιαννακάκη (1910-1995) εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη 2009)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...