Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 10, 2011

Ο άγιος ιεράρχης Πατρίκιος, Ο Απόστολος της Ιρλανδίας (†493)

 

Ο άγιος ιεράρχης Πατρίκιος, Ο Απόστολος της Ιρλανδίας (†493)
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ (λατινικά: Patricius, ιρλανδικά: Naomh Pádraig) ήταν ένας Κέλτης Βρετανός και χριστιανός ιεραπόστολος, ο οποίος είναι γενικώς αποδεκτός ως ο προστάτης άγιος της Ιρλανδίας (παρόλο που η Μπρίγκιτ του Κίλνταρε και ο Κολούμπα είναι επισήμως επίσης προστάτες άγιοι). Η καταγωγή του ήταν ρωμαιοβρετανική. Πιθανόν γεννήθηκε το 390 στη σημερινή βορειοδυτική ακτή της Βρετανίας, σε ένα σήμερα άγνωστο μέρος ονόματι Bannavem Taburniae. Ήταν γιος ενός δημοτικού συμβούλου και ο παππούς του ήταν ιερέας. Έχοντας το ρωμαϊκό όνομα Patricius, που σημαίνει ευγενής, μεγάλωσε μιλώντας λατινικά αλλά δεν έδινε καμία σημασία στις αρχές του Χριστιανισμού.
Όταν ήταν περίπου 15 χρονών απήχθη από Ιρλανδούς πειρατές. Όντας σκαβωμένος εργάστηκε ως βοσκός για έξι χρόνια. Σαν βοσκός προσευχόταν συχνά και έτσι γνώρισε το Θεό. Μετά απ' αυτά τα έξι χρόνια είδε ένα όνειρο που τον πληροφορούσε ότι θα γυρνούσε στην πατρίδα του. Είναι άγνωστο εάν δραπέτευσε ή τον ελευθέρωσαν, πάντως τελικά κατάφερε να επιστρέψει στην οικογένειά του. Εκεί εκπαιδεύτηκε για να γίνει ιερέας και ταξίδεψε σε μοναστήρια στη Γαλατία, όπου έμεινε για κάποιο καιρό. Ίσως σ' αυτά τα μοναστήρια συγκαταλέγεται και αυτό του Λερίν στα νότια της Γαλλίας, ένα φημισμένο μοναστήρι που ιδρύθηκε επηρεασμένο από τους μεγάλους Αιγύπτιους μοναχούς όπως ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας.
Περίπου το 435 ο Πατρίκιος επέστρεψε στην Ιρλανδία από την Γαλατία σαν επίσκοπος. Το Άρμαγκ (Armagh) στα βόρεια της Ιρλανδίας έγινε έδρα της επισκοπής και ενθάρρυνε την μοναστική ζωή εκεί. Στο Άρμαγκ ίδρυσε και ένα σχολείο. Από εκεί έκανε πολλά ιεραποστολικά ταξίδια, κηρύγματα, διδασκαλίες, βαπτίσεις και ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια.
Ο επίσκοπος Πατρίκιος μας άφησε γραπτά που σώζονται ως σήμερα. Σώζεται η Ομολογία του, η αυτοβιογραφία του, ένα γράμμα που καταδικάζει τη δουλεία και ο αξιοσημείωτος ύμνος του (breastplate), όπου ομολογεί την απόλυτη πίστη του στο Χριστό. Ήταν ένας εξαιρετικός ποιμένας ψυχών. Σύμφωνα με την παράδοση έδιωξε όλους τους δαίμονες και όλα τα φίδια από την Ιρλανδία. Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί δηλητηριώδη φίδια στην Ιρλανδία.
Επίσης δίδαξε το μυστήριο της μίας και ομοουσίου Αγίας Τριάδος χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το τριφύλλι, ένα τοπικό φυτό του οποίου τα φύλλα αποτελούνται από τρία κομμάτια αλλά στην ουσία είναι ένα. Τιμώμενος πολύ, κοιμήθηκε εν Κυρίω περίπου το 461.
Σήμερα ο άγιος Πατρίκιος είναι ο προστάτης άγιος της Ιρλανδίας. Είναι ο πιο δημοφιλής από όλους τους Ιρλανδούς αγίους, καθώς θεωρείται ότι αυτός εισήγαγε με επιτυχία τον Χριστιανισμό στην Ιρλανδία. Διάφορα μέρη της χώρας είναι συνδεδεμένα μ' αυτόν, όπως το Άρμαγκ, Ντάουνπατρικ, Κρόαγκ Πάτρικ και Σάουλ, παρόλο που δεν είναι γνωστό πού βρίσκονται σήμερα τα λείψανά του. Τιμόταν ιδιαιτέρως ακόμη από τα ρωμαϊκά χρόνια και όχι μόνο στην Ιρλανδία αλλά και στις νοτιοδυτικές ακτές της Ουαλίας και τις βορειοδυτικές ακτές της Αγγλίας, για παράδειγμα στο Χεϊσάμ.
Η γιορτή του αγίου Πατρικίου τελείται στις 17 Μαρτίου.

Σαν κλέφτης εφοδιάζεται τρόφιμα ο έγκλειστος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ειρηναίος - Ανώτατοι Ιεράρχες από την Ελλάδα αλλά και από τα άλλα Πατριαρχεία γνωρίζουν την κατάσταση που επικρατεί, αλλά...


της Μαρίας Γιαχνάκη - Μετά την αποκάλυψη της απάνθρωπης συμπεριφοράς απέναντι στον 75χρονο Πατριάρχη Ιεροσολύμων από τους πατέρες του Πατριαρχείου εξασφαλίσαμε άλλο ένα βίντεο με σκηνές που μόνο ντροπή μας κάνουν να νιώθουμε. Σχεδόν κάθε βράδυ ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ειρηναίος περιμένει να πάει 10, ώσπου τα μαγαζιά που βρίσκονται στην παλιά πολή της Ιερουσαλήμ κάτω από τα κελιά του Πατριαρχείου να κλείσουν και να ερημώσουν οι πλακόστρωτοι δρόμοι. Λίγο μετά τις 10 παίρνει ένα σκοινί και το πετάει στο κενό για να φτάσει στο δρόμο που περιμένει κάθε φορά ένας άραβας από τις οικογένειες της παλιάς πόλης.

Όλον αυτόν τον καιρό τον βοηθάνε με τρόφιμα ή είδη πρώτης ανάγκης όσα μπορούν τουλάχιστον να χωρέσουν σε ένα καλάθι ή σε μια πλαστική σακούλα.

Ο έγκλειστος Πατριάρχης τραβάει το σκοινί και ανεβάζει τα τρόφιμα κοντά του. Αυτές οι εικόνες διαδραματίζονται κρυφά κάτω από τη μύτη της αγιοταφικής αδελφότητας που καταβάθος γνωρίζει ότι εκείνος φροντίζει να βρίσκει τρόπους να τρέφεται. Αυτές τις εικόνες όμως τις γνωρίζουν και όλοι οι Άραβες της περιοχής γεγονός που έχει μειώσει κατά πολύ το κύρος των Ελλήνων στο Πατριαρχείο. Γεγονός είναι πάντως ότι κάποιοι επιτήδιοι γνωρίζοντας το πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή το Πατριαρχείο και η αδελφότητα προσπαθούν να εκμεταλευτούν και τον έγκλειστο Πατριάρχη που κρέμεται σε όποιον πάει να τον βοηθήσει αλλά και την κακή δημοσιότητα για να δημιουργήσουν και πάλι αστάθεια στο ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο.
Ερωτηματικά πάντως γεννά το γεγονός ότι ανώτατοι Ιεράρχες από την Ελλάδα αλλά και από τα άλλα Πατριαρχεία γνωρίζουν την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, γνωρίζουν δηλαδή ότι ένας συνάνθρωπός μας και μάλιστα Πατριάρχης ζει μόνος κλειδωμένος στο κελί του και αποσιωπούν την απανθρωπιά που όταν φτάσει στο αποκορύφωμά της τότε είναι σίγουρο ότι θα σκύψουν το κεφάλι και θα προσπαθούν να αποφύγουν τα αρνητικά σχόλια που θα γίνονται και πάλι από τα ξένα μέσα ενημέρωσης…

10 Ιουνίου Συναξαριστής

Άγιοι Αλέξανδρος και Αντωνίνα, Άγιος Τιμόθεος επίσκοπος Προύσας, Άγιος Νεανίσκος και σοφότατος Μάρτυρας, Όσιος Κανίδης, Όσιοι Θεοφάνης και Πανσέμνη, Άγιος Απόλλως, ΆγιοςΑλέξιος επίσκοπος Βιθυνίας, Όσιος Σιλουανός ο της Λαύρας Κιέβου, Άγιος Βασίλειος Επίσκοπος Ριαζάν και Μουρώμ, Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ της Σιβηρίας



Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα οἱ Μάρτυρες


Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κοδράμων ἢ Κροδάμων ἢ Καρδάμων καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησαν. Ἀπὸ αὐτοὺς ἡ Ἀντωνίνη, ἀφιερωθείσα στὸν Χριστό, διῆγε βίο σώφρονα, λατρεύουσα τὸν Θεὸ καὶ καταγινομένη σὲ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες, ἑλκύοντας διὰ τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων της εἰδωλολάτριδες γυναῖκες πρὸς τὸν Χριστιανισμό.
Γιὰ τὴ θεοφιλὴ αὐτὴ δράση της καταγγέλθηκε στὸν ἡγεμόνα Φῆστο καὶ ἐκλείσθηκε σὲ οἶκο ἀνοχῆς πρὸς διαφθορά, ἐπειδὴ ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ παρέμεινε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες νηστικὴ καὶ στὴ συνέχεια ὁδηγήθηκε ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος.
Ἐμμένουσα ὅμως στὴν ὁμολογία της, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε σκληρά, ἐκλείσθηκε καὶ πάλι στὸ διαφθορεῖο. Πληροφορηθεὶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ νεαρὸς Χριστιανὸς Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλη ἐκτίμηση πρὸς τὴν Ἀντωνίνη γιὰ τὸν ὅσιο βίο καὶ τὰ θεῖα χαρίσματά της, προσῆλθε στὸ διαφθορεῖο καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἀκολάστου δῆθεν πράξεως, εὑρῆκε τὴν Ἀντωνίνη.
 Ἀμέσως τὴν ἔντυσε μὲ τὸ χιτῶνά του, ἐκάλυψε τὴν κεφαλή της καὶ τὴν ἐφυγάδευσε. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅμως προσῆλθαν μεθυσμένοι στρατιῶτες, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν βίαια τὴν ἀτίμωση τῆς Ἀντωνίνης. Ἀντ’ αὐτῆς ὅμως εὑρῆκαν τὸν Ἀλέξανδρο.

Ἐξοργισθέντες οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν ὁδήγησαν δεμένο ἐνώπιον τοῦ Φήστου, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Μάρτυς ὁμολόγησε τὴ φυγάδευση τῆς Ἀντωνίνης ἀπὸ αὐτὸν καὶ τοῦ ἐξήγησε τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδήγησαν στὴν πράξη του.
Ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ σκληρὴ μαστίγωση τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τὴν πάσῃ θυσίᾳ ἀνεύρεση τῆς Ἀντωνίνης, ἡ ὁποία συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Φήστου. Ὁ ἄρχοντας διέταξε καὶ τοὺς ἀπέκοψαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. Στὴν συνέχεια ἄλειψαν τοὺς Μάρτυρες μὲ πίσσα καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς μέσα σὲ λάκκο μὲ φωτιά, ὅπου καὶ εὑρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Τὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατετέθησαν στὴ μονὴ Μαξιμίνου, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἡ Σύναξις αὐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοι, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρῳ, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, ἰαμάτων ἐφαπλοῦσι μαρμαρυγάς, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχς β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.



Ὁ Ἅγιος Νεανίσκος ὁ Μάρτυρας ὁ Σοφώτατος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νεανίσκος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε.
Νέος ὡραιότατος καὶ σοφώτατος, ἐμφορούμενος ἀπὸ γνήσια Χριστιανικὴ πίστη, συναναστρεφόταν τοὺς δούλους του ὡς ἴσος, συμπροσευχόταν μὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐδίδασκε τὸ θεῖο λόγο.
Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχε καὶ μία δούλη εἰδωλολάτρισσα, ὡραιότατη, ἡ ὁποία, μὴ δυναμένη νὰ ἑλκύσει πρὸς ἑαυτὴν τὸν Νεανίσκο, πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἀκολάστων πόθων της, τὸν κατήγγειλε στὸν ἡγεμόνα Μάξιμο ὡς Χριστιανό. Κατόπιν τούτου ὁ Νεανίσκος συνελήφθη καὶ ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν Χριστιανική του πίστη. Εὐθὺς ὁ Μάξιμος διέταξε τὸ σκληρὸ αὐτοῦ βασανισμό, ὁ ὁποῖος διήρκησε ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, καὶ τὴν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του.
Ὁδηγούμενος στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὁ Νεανίσκος εἶδε μεταξὺ τοῦ πλήθους καὶ τὴ δούλη ἡ ὁποία τὸν ἐπρόδωσε. Τότε, ἀφοῦ ἐκάλεσε αὐτὴ κοντά του, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δάκτυλό του βαρύτιμο δακτυλίδι καὶ τὸ ἐπέδωσε σὲ αὐτὴ ὡς δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης του, διότι διὰ τῆς καταγγελίας της θὰ μετέβαινε πλησίον Ἐκείνου, τὸν Ὁποῖο τόσο ἐποθοῦσε. Ἤρεμος καὶ περιχαρὴς ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἔτεινε τὸν αὐχένα του πρὸς τὸν δήμιο καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.





Οἱ Ἅγιοι Κρίσπουλος καὶ Ρεστιτοῦτος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρίσπουλος καὶ Ρεστιτοῦτος, κατὰ τὴν παράδοση, ἐμαρτύρησαν πιθανῶς στὴ Ρώμη ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο αὐτοὶ ἐτελειώθηκαν μαρτυρικὰ στὴν Ἰσπανία.



Οἱ Ἅγιοι Γέτουλος καὶ Ἀμάνδιος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γέτουλος ἦταν σύζυγος τῆς Ἁγίας Συμφορόσης († 18 Ἰουλίου), ἐκ Τιβούρων τοῦ Λατίου. Συνελήφθη τὸ 120 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.), καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀμανδίου καὶ τῶν Ἁγίων Κερεάλου καὶ Πριμιτίβου. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἐνταφίασε ἡ Ἁγία Συμφορόσα.



 

Οἱ Ἅγιοι Βασιλείδης, Τρίπος καὶ Μάνδαλος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλείδης, Τρίπος καὶ Μάνδαλος ἐμαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι Χριστιανοὺς στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.), τὸ 275 μ.Χ. Οἱ τρεῖς ὑπάρχουσες ἁγιολογικὲς πηγὲς περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλείδου εἶναι μεταγενέστερες καὶ ἀναξιόπιστες. Ἐπὶ τοῦ τάφου του, ἐπὶ τῆς Αὐρηλίας ὁδοῦ, εἶχε ἱδρυθεῖ βασιλική, ποὺ δὲν διασώθηκε.


 

Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Τιμόθεος, Ἐπίσκοπος Προύσης. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.), τὸ 361 μ.Χ. Ὡς Ἐπίσκοπος Προύσης διακρινόταν γιὰ τὴν ζῶσα εὐσέβεια καὶ τὸν ἀκοίμητο ζῆλό του πρὸς στήριξη τοῦ ποιμνίου του καὶ τὴν περιφρούρηση αὐτοῦ ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρέσεις.
Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ πολὺ πέραν τῶν ὁρίων τῆς Ἐπισκοπῆς του. Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ Τιμόθεος εὑρέθηκε μεταξὺ τῶν πρώτων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀντέστησαν στὶς ἀποφάσεις τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορος, καταπολεμώντας τὰ ἀνόσια αὐτοῦ διατάγματα μὲ παρρησία καὶ τόλμη.
Ἕνεκα τῆς σθεναρῆς αὐτῆς ἀντιστάσεώς του, ὁ Ἰουλιανὸς ἀπέστειλε ἐκπρόσωπό του, γιὰ νὰ πείσει τὸν Τιμόθεο νὰ ὑπακούσει στὶς αὐτοκρατορικὲς διαταγές καὶ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς αὐτές, ἀπαρνούμενος τὸν Χριστό. Ὁ Τιμόθεος ὅμως ἐδήλωσε πρὸς τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ αὐτοκράτορος ὅτι δὲν δέχεται διαταγὲς ἀντιβαίνουσες πρὸς τὶς Χριστιανικὲς ἀρχές, ἔλεγξε δὲ τὸν Ἰουλιανὸ γιὰ τὴν ἀποστασία του. Γιὰ τὴ στάση του αὐτὴ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.Ναὸς τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου ὑπῆρχε ἐντὸς τοῦ νοσοκομείου τοῦ «ἐν τῷ Δευτέρῳ» τῆς Κωνσταντινουπόλεως.



Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Νικομηδείᾳ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζαχαρίας ἐμαρτύρησε, ἄγνωστο πότε, στὴ Νικομήδεια.



 
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος Ἐπίσκοπος Βιθυνίας

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, Ἐπίσκοπος Βιθυνίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.




Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώ

 Ὁ Ὅσιος Ἀπολλὼ ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


 
Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη

Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες, καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησαν. Ὁ Θεοφάνης, ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν, μετὰ τρία ἔτη ἐχήρευσε, συνάψας δὲ σχέσεις μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἀσπάσθηκε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἐβαπτίσθηκε.
 Μετὰ τὴν βάπτισή του ἀποσύρθηκε σὲ μικρὸ κελί, τὸ ὁποῖο εὑρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Πληροφορηθεὶς ὅτι μία πόρνη, ποὺ ὀνομαζόταν Πανσέμνη, παρέσυρε πολλοὺς στὴν  ἀκολασία καὶ τὴν ἀπώλεια, ἀπεφάσισε νὰ μεταστρέψει αὐτὴν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
 Ἀφοῦ ἐπὶ πολὺ χρόνο ἐσκέφθηκε πῶς νὰ ἐνεργήσει, μία ἡμέρα ἔβγαλε τὰ πτωχικὰ ἐνδύματά του καὶ ἀφοῦ ἐφόρεσε λαμπρὰ φορεσιὰ μετέβη σὲ συνάντησή της.
Ἐλθὼν στὴν οἰκία της καὶ πληροφορηθεὶς παρ’ αὐτῆς, ὅτι ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα ἔτη ἀξασκοῦσε τὸ αἰσχρὸ τοῦτο ἐπάγγελμα, ἀφοῦ τῆς ἐξέθεσε τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἔντιμου καὶ ἐνάρετου βίου, τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει σύζυγός του. Οἱ λόγοι καὶ ἡ πρόταση τοῦ Θεοφάνους ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦν σοβαρὲς σκέψεις στὴν Πανσέμνη, μία δὲ ἀλλαγὴ διεφάνηκε στὴν στάση της.
 Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀντιληφθεὶς ὁ Θεοφάνης, ἐξέθεσε πρὸς αὐτὴν τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Χριστοῦ περὶ γάμου καὶ παρθενίας καὶ ἀπεχώρησε, γιὰ νὰ δώσει σὲ αὐτὴν καιρὸ νὰ σκεφθεῖ. Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ ἐπανῆλθε καὶ εὑρῆκε αὐτὴν μεταμορφωμένη, τῆς ἐξέθεσε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει Χριστιανὴ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Τόση ἦταν ἡ θέρμη καὶ ἡ πειστικότητα τῶν λόγων του, ὥστε ἡ Πανσέμνη διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποσυρθεῖσα σὲ κελί, τὸ ὁποῖο τῆς εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Θεοφάνης, ἐπιδόθηκε σὲ ἔργα θεοφιλὴ καὶ σκληρότατη ἄσκηση καὶ προσευχὴ πρὸς ἐξιλέωση τῶν ἁμαρτιῶν της.
Τόσο εἰλικρινὴς ἦταν ἡ μετάνοιά της καὶ τόσο προόδευσε σὲ ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα, ὥστε ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διὰ τῆς θεραπευτικῆς χάριτος. Ἔτσι, θεοφιλῶς καὶ μὲ ὁσιότητα ἀφοῦ ἔζησε, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες ἀκολούθησε αὐτὴν καὶ ὁ Θεοφάνης.



 
Ὁ Ὅσιος Κανίδης ὁ ἐκ Καππαδοκίας

Ὁ Ὅσιος Κανίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδοτο καὶ τὴ Θεοφανώ. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.) καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε σὲ σπήλαιο ἐπὶ τοῦ ἐκεῖ πλησίον ὄρους εὑρισκόμενο, ὅπου παρέμεινε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του, νυστεύων, προσευχόμενος καὶ μελετῶν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἡ φήμη τῆς ὁσιότητος καὶ τῆς ἀρετῆς του προσείλκυε πολλοὺς θαυμαστὲς ἐξαιτούμενος τὴν εὐλογία καὶ τὶς σοφὲς συμβουλές του. Ἔζησε ἑβδομήντα τρία ἔτη μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πέτρας

Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος, Ἐπίσκοπος Πέτρας τῆς Ἀραβίας, ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐμαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, ὄχι ὡς ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.), ἀλλ’ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).
Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (347 μ.Χ.) καὶ συνέγραψε τὴν ἱστορία μὲ τὶς δολοπλοκίες τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ 362 μ.Χ., καὶ ἐπελέγη γιὰ νὰ εἶναι ὁ κομιστὴς τῆς ἐπιστολῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας.



Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς Ἐπίσκοπος Λόντι Ἰταλίας

Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων († 7 Δεκεμβρίου) καὶ γενναῖος ἀγωνιστὴς κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 409 μ.Χ., ἀφοῦ ἐποίμανε τὴν Ἐπισκοπή του ἀπὸ τὸ 374 μ.Χ.



Ὁ Ἅγιος Κενσούριος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης

Ὁ Ἅγιος Κενσούριος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ, Ἐπισκόπου Ὡξέρρης († 31 Ἰουλίου), ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Ὡξέρρης κατὰ τὰ ἔτη 448 – 486 μ.Χ. καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ.



Ὁ Ἅγιος Ἰλλαδανὸς Ἐπίσκοπος Ράθλιχεν Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Ἰλλαδανὸς ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ράθλιχεν στὸ Ὄφφαλυ τῆς Ἰρλανδίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ἅγιος Ἰθαμέριος Ἐπίσκοπος Ρότζεστερ

Ὁ Ἅγιος Ἰθαμέριος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Κέντ τῆς Ἀγγλίας. Ἦταν μοναχός, ἱστορικὸς καὶ ἀκόλουθος τοῦ Ἁγίου Βεδέα († 27 Μαΐου). Ἦταν ὁ πρῶτος Ἀγγλο - Σάξωνας Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρότζεστερ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 656 μ.Χ.



Ὁ Ὅσιος Ἐβρεμούνδιος
  Ὁ Ἅγιος Ἐβρεμούνδιος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπαϋὼξ τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν ἔγγαμος αὐλικὸς στὸ παλάτι. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο, μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς συζύγου του, ποὺ ἀκολούθησε καὶ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχισμοῦ, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἔγινε μοναχός. Ἵδρυσε διάφορα μοναστήρια στὴν περιοχὴ Φοντεναί – Λουβέ στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σαγίου καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 720 μ.Χ.


Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ

Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Χουτίνσκϊυ τῆς Ρωσίας.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 6 Νοεμβρίου.


Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Μητροπολίτης Τομπόλσκ Ρωσίας

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, Μητροπολίτου Τομπόλσκ τῆς Ρωσίας, τὴν 31η Μαΐου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Σήμερα ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.



Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ, τὴν 12η Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ἐπίσης ἡ ἑορτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζὰν τῆς Ρωσίας.


Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ ἐν Κιέβῳ
Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ., στὴν Οὐκρανία καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν προσευχή του ἀκινητοποίησε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες κάποιους ληστές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μπεῖ στὴ Λαύρα ἀπὸ τοὺς κήπους αὐτῆς, γιὰ νὰ ληστέψουν τὴ μονὴ καὶ τοὺς Πατέρες. Ὅταν αὐτοὶ μετανόησαν, τοὺς ἀπελευθέρωσε.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν ἐγγὺς καὶ μακρὰν τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, καὶ στὶς 28 Αὐγούστου.



Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος (κατὰ κόσμον Νικόλαος Παύλοβιτς Τελιάσιν) ἐγεννήθηκε στὴν περιφέρεια τοῦ Ὀστάσκωβ, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τβέρ, ἀπὸ οἰκογένεια χωρικῶν. Τὸ 1599 κατέφυγε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου τὂ 1601 ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ 1613 ἐχειροτονήθηκε ἱερέας ἀποκτώντας σπουδαία παιδεία, μαθαίνοντας τὴν λατινικὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ σπουδάζοντας ρητορικὴ καὶ φιλοσοφία.
Κατὰ τὰ ἔτη 1614 – 1636, διετέλεσε ἡγούμενος τοῦ ἐρημητηρίου καὶ τὸ ὀργάνωσε μὲ ὑποδειγματικὸ πνευματικὸ τρόπο, ὥστε νὰ γίνει γνωστὸ καὶ θαυμαστὸ πνευματικὸ καταφύγιο σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ πνευματικότητά του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴ μελέτη. Ἔτσι ὀργάνωσε ὁ ἴδιος μὲ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ζῆλο τὴν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Ἀντέγραψε ἔτσι, μὲ προσωπική του χειρόγραφη ἐργασία, τὰ ἔργα τῶν Ὁσίων Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου.
Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς συνδέθηκε μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῶν Ρωμανὼφ καὶ μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ τῶν προστατῶν του ἦταν ὁ τσάρος Μιχαὴλ Φεντόροβιτς. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὑπῆρξε ἄλλωστε καὶ ὁ ἀνάδοχος τοῦ μελλοντικοῦ τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία τῶν ὑψηλῶν προστατῶν αὐτοῦ, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὑπὸ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τομπόλσκ τῆς Σιβηρίας. Ἡ χειροτονία του ἐτελέσθηκε τὸ 1636 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάσαφ Α’, στὴ Μόσχα.
Τὸν ἴδιο χρόνο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐγκαθίσταται στὸ Τομπόλσκ καὶ ἐργάζεται σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς νεοσυσταθείσης Ἐπισκοπῆς του. Ὡς σκληρὸς ἀσκητής, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴν προσευχή, δυσανασχετοῦσε ἀπὸ τὶς συμπεριφορὲς τοῦ ποιμνίου του, λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ἐξουσίας, πολλὲς φορὲς ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐμπλέξουν στὶς δολοπλοκίες τους. Κουρασμένος ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῶν εἰς βάρος του συμπεριφορῶν, τὸ 1637, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν τσάρο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀποσυρθεῖ. Κατόπιν πολλῶν αἰτήσεῶν του κατάφερε τελικά, τὸ 1639, νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ παραίτητή σου.
Ἐλεύθερος, λοιπόν, ἀπὸ τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου καὶ ἔζησε ὡς ἕνας ἁπλὸς μοναχός, χωρὶς νὰ ἀναλάβει ὀποιαδήποτε διοικητικὴ εὐθύνη, μέχρι τὸ 1647, ὁπότε καὶ ἀνέλαβε ἐκ νέου τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου, τὴ βοήθεια τοῦ τσάρου καὶ τῶν εὐγενῶν τῆς Μόσχας, ἐβοήθησε ὥστε νὰ διαδοθεῖ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Νεῖλο τὸν Στυλίτη.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1667, καὶ ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἐτελέσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καὶ ἄλλους Ἐπισκόπους. Ὁ ἴδιος ὁ τσάρος ἀκολούθησε τὴν ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας.
 Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου.Τὸ 1984, κατὰ τὴν σύσταση τῆς ἑορτῆς πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ τῶν τιμωμένων Ἁγίων, συγκαταλέχθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἱερὴ μνήμη ἑορτάζεται καὶ σήμερα, ἡμέρα τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.



Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Μητροπολίτης Σμολένσκ καὶ Ντορογκομπούζ

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν (Μολιούκωφ) καταγόταν ἀπὸ τὴν Σιβηρία καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Τομπόλ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς στὴ  μονὴ τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Ροστὼβ καὶ ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης καὶ τοποθετήθηκε στὴ μονὴ τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ. Ἐδῶ προέκοψε κατὰ Θεὸν στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετή. Ἔτσι, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, στὶς 9 Ἀπριλίου 1676 ἐχειροτονήθηκε στὴ Μόσχα Ἐπίσκοπος Σμολένσκ.
Ἡ ἐπαρχία τοῦ Σμολένκς, ἤδη ἀπὸ τὸ 1612, ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπίεζαν τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν δὲν ἦταν εὔκολο. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου καθεδρικοῦ ναοῦ, ὀ ὁποῖος ἐτελείωσε τὸ ἑπόμενο ἔτος, τὸ 1677. Μὲ τὸν ἴδιο ἔνθεο ζῆλο ὁ Ἅγιος συνέχισε τὸ ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως νέων ναῶν στὴν πολύπαθη ἐπαρχία του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐξορίσθηκε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν ἀποφυλακίσθηκε, μετὰ δύο ἔτη περίπου, συνέχισε νὰ ἐργάζεται ἄοκνα ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου του.Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1699, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σμολένσκ.



Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Βερχοτοῦρε τῆς περιφέρειας τῆς Περμίας τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του ἦταν ἔμπορος καὶ ἡ μητέρα του κόρη ἱερέως. Ἐγεννήθηκε μὲ πρόβλημα στὰ πόδια καὶ περπατοῦσε μὲ πατερίτσες. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία προσπαθοῦσε νὰ βιώσει τὸ μυστήριο τῆς σαλότητος.
Τὶς νύχτες συνέχεια ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ προσεύχεται μόνος του, καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς σαλούς, τὸν ἐκυνηγοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως. Μιὰ φορὰ τὸν εἶδαν νὰ φεύγει ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ τὸν κατεδίωκαν πετώντας πέτρες, ἀπὸ τὸ ποτάμι, ποὺ ἦταν στὸ δρόμο του, καὶ τὸ ἐπέρασε «σὰν νὰ περνοῦσε ἀπὸ στεριά».
Ἦταν πονόψυχο παιδὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία καὶ δὲν ἔχανε ποτὲ τὴ Θεία Λειτουργία, ποὺ ἐτελεῖτο στὸ ναό.
Ὁ μακάριος Κοσμᾶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 8 Δεκεμβρίου 1680, καὶ ἐνταφιάσθηκε δίπλα στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς πόλεως Βερχοτοῦρε, στὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Τὸ παρεκκλήσιο ἐπάνω στὸν τάφο του ἔκτισε μία θεοσεβούμενη γυναίκα, ποὺ ἦταν χήρα.
Ὁ Ἅγιος ἐμφανίσθηκε στὸ ὄνειρό της ὡς νεαρὸς ἄνδρας 25 – 30 ἐτῶν, ξυπόλητος, μὲ ἕνα μακρὺ πουκάμισο. Τῆς εἶπε ὅτι τὸν λένε Κοσμᾶ καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ σκεπάσει τὸν τάφο, γιὰ νὰ τὸν προστατέψει ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ.
Γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ μακαρίου Κοσμᾶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πληροφορίες. Θεωρεῖται ὅτι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς συμμετεῖχε στὴ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τῆς Βερχοτοῦρε ἀπὸ τὸ χωριὸ Μερκούσινσκιϊ στὸ ναὸ Νικολάγιεβσκι, στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1704.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στὶς παλαιὲς εἰκόνες, ποὺ ἀπεικονίζουν τὴ μεταφορὰ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμεών, ὑπάρχει ἕνας σαλὸς μὲ πατερίτσες.Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.




Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μητροπολίτης Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Νεζχίνο τῆς Ρωσίας, τὸ 1651, ἀπὸ τὸν Μάξιμο Βασίλεβιτς καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Ἡ οίκογένειά του εἶχε ἑπτὰ υἱοὺς καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐγκύκλιων σπουδῶν του ἐφοίτησε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε ὡς διδάσκαλος τῆς λατινικῆς γλώσσας. Τὸ 1680, ἐκάρη μοναχὸς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή.
Στὸ νέο μοναχὸ ἐδόθηκε, μὲ τὴ συγκατάθεση τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ πνευματικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου, τὸ διακόνημα τοῦ κηρύγματος.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ἰωάννης ἐπροικίσθηκε μὲ τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας. Τὸ κύριο θέμα τῶν ὁμιλιῶν του ἦταν πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία νὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του, γιὰ νὰ κερδίσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ πνευματική του μελέτη, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡλιοτρόπιον», ἀπαντᾶ σὲ σωτηριολογικὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν πιστό.
Τὸ 1658, ἀποστέλλεται γιὰ ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακείμ (1674 – 1690) ὡς ἐφημέριος τῆς μονῆς Μπριάνσκ – Σβένσκ, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου.
Τὸ 1695, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος († 5 Φεβρουαρίου), Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ, διόρισε τὸν ἱερομόναχο Ἰωάννη, ὡς ἀρχιμανδρίτη τῆς μονῆς Ἐλέτσκ.
Ἐδῶ, ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ἐσεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο, ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου. Μόλις ἀσθένησε τὸ ἀνέφερε στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ νὰ συνεχίσει τὸ διακόνημά του καὶ να ἔχει πίστη στὸν Θεό. Ὁ Ἰωάννης ἀμέσως ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, διότι ἐμπιστευόταν τὴ δύναμη τῆς πίστεώς του πρὸς τὸν Θεό. Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ Ἰωάννης ἦταν τελείως καλά.
Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1697, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἀδριανὸς (1690 – 1700) ἐξέλεξε τὸν Ἰωάννη Ἐπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ χειροτονία ἔγινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου. Ὁ Ἰωάννης ἀνέλαβε μὲ φόβο Θεοῦ τὰ καθήκοντά του καὶ ἔριξε ἰδιαίτερο βάρος στὴν πνευματικὴ ἀνύψωση καὶ καλὴ ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχολείων. Θαυμαστὴ ἦταν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ δραστηριότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπογραφείου ποὺ ὀργάνωσε.
Ὁ Ἰωάννης ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς Παντελεήμονος, πρὸς τὴν ὁποία ἀπέστειλε σημαντικὴ βοήθεια.
Τὸ 1711, Μητροπολίτης πλέον Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας, ἐργαζόταν μὲ φόβο Θεοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἀναδιοργάνωσε τὸ περίφημο ἱεραποστολικὸ σεμινάριο, ποὺ εἶχε ἱδρύσει τὸ 1727 ὁ μακαριστὸς προκάτοχός του Μητροπολίτης Φιλόθεος († 1727), καὶ συνέχισε τὴν ἀποστολικὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τῆς Σιβηρίας.
Τὸ 1714, ἀνέθεσε στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἱλαρίωνα (Λεζχάϊσκυ) ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὸ μακρινὸ Πεκίνο, ἐνῶ στὴν πόλη τοῦ Τομπόλσκ ἀνέπτυξε τὴ συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα.Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὡς ποιμένας, ἦταν ἤρεμος καὶ ἀτάραχος, εἰλικρινὴς καὶ διακριτικός, φιλάνθρωπος καὶ φιλεύσπαγχνος.
Ἐβοηθοῦσε πολὺ τοὺς πτωχοὺς μοιράζοντάς τους κρυφά, ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλὸς μοναχός, γενναιόδωρες ἐλεημοσύνες μὲ τὴν παράκληση νὰ δεχθοῦν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔδινε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἐπισκοπικὸ οἴκημα ἦταν πάντοτε ἀνοικτὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἐχρειάζονταν, ὅπως καὶ ἡ καρδιά του. Ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1715, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, εἶχε παραθέσει τράπεζα πρὸς τιμὴν τῶν κληρικῶν του.
Ἀφοῦ τοὺς διακόνησε ταπεινὰ ὁ ἴδιος, ἐπῆραν τὴν εὐχή του καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀποσύρθηκε στὸ κελί του. Ὅταν ἐχτύπησε ἡ καμπάνα γιὰ τὸν Ἑσπερινό, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης προσευχόταν γονατιστός. Ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Θεὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ τιμὴ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρισοστόμου τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Τομπόλσκ.



Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐγεννήθηκε, τὸ 1670, στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ, καὶ ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπὸ παλαιὰ εὐγενικὴ ἐκκλησιαστικὴ καταγωγή. Ἐτελείωσε τὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ὅπου καὶ ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε προστάτης του. Τὸ 1700, ἀνέλαβε διευθυντικὴ θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἔγινε ἀναπληρωτὴς τοῦ ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέπμ, ἱεροκήρυκας τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως, ἐνῷ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς περιοχῆς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς).
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ ἐδίδασκε ρητορικὴ καὶ διαλεκτική, καλύπτοντας κατὰ διαστήματα τὴ θέση τοῦ διευθυντοῦ, τοῦ οἰκονόμου καὶ τοῦ ἐπόπτου. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του οἰκοδομήθηκαν καινούργια κτήρια καὶ ὁ ἴδιος ἐχάρισε στὴ βιβλιοθήκη τῆς σχολῆς πολλὰ βιβλία ἀπὸ τὴν προσωπική του συλλογή.
Τὸ 1705,  ἐξέδωσε τὴ συλλογή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Καθρέφτης τῆς Θείας Γραφῆς», ποὺ περιεῖχε τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς), καθὼς καὶ ἕνα ἰδικό του ποιήμα ἀφιερωμένο στὸ Πάθος τοῦ Σωτῆρος.
Τὸ 1709, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ.
Τὸ 1713, μετὰ τὴ μετάθεση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς) στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἕδρα τοῦ Τομπόλσκ, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴ Μόσχα.
Ὁ νεοχειροτονηθεὶς Ἐπίσκοπος δίδει δείγματα γραφῆς ἑνὸς ἀξιοζήλευτου ποιμένος, ὁ ὁποῖος κηρύσσει συνεχῶς τὸ θεῖο λόγο στοὺς ναοὺς τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὴν εὐλογία του θὰ ἐκδοθεῖ ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ χάρη στὴ βοήθεια συνεργατῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων, ποὺ ἐργάζονταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολή, θὰ τελειώσει τὴ μετάφραση τῆς «Ἱστορίας τῆς Ρώμης», τοῦ Τίτου Λιβίου, ἡ ὁποία παρέμεινε δυστυχῶς μέχρι σήμερα ἀνέκδοτη.
Ἀπὸ τὸ 1720 μέχρι τὸ 1721 προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ τσάρου. Τὴν πρώτη φορά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ συνυπογράψει μαζὶ μὲ ἄλλους Ρώσους Ἐπισκόπους τὸν Ἐκκλησιαστικὸ Κανονισμό. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὸν ὑπέγραψε μόνο κατόπιν μακρῶν συζητήσεων καὶ κατόπιν ἀπειλῆς τοῦ Μεγάλου Πέτρου.
Τὸ 1721, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Τομπόλσκ. Στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος θὰ ἀφιερωθεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο.
Παρὰ τὴν ἀδιαφορία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὶς ἐπίμονες ἐκκλήσεις του γιὰ τὴν ἀποστολὴ νέων ἱεραποστόλων, προκειμένου νὰ ἐνισχυθεῖ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος θὰ καταφέρει, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐνισχύσει τὴ δράση τῶν ἱεραποστολικῶν κλιμακίων στὴν εὐρύτερη περιοχὴ καὶ νὰ τελειώσει τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν. Μὲ πολλὲς δυσκολίες ἔστελνε ἱερεῖς στὶς πιο ἀπομακρυσμένες περιοχὲς τῆς Σιβηρίας.
Γιὰ τὴν ἀρτιότερη ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν ἱεραποστόλων, ἀναδιοργάνωσε τὰ προγράμματα σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τομπόλσκ. Ἐπίσης, ἐγκαινίασε στὸ Ἰρκούτσκ μία ρωσομογγολικὴ σχολή. Ἔφερε μαζί του ἱεροψάλτες ἀπὸ τὴν Οὐκρανία καὶ τακτικὰ ἔστελνε μορφωμένους μοναχοὺς στὴ Σιβηρία μὲ σκοπὸ τὸ κήρυγμα, τὴν ἐξάπλωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἑδραίωση τῶν πιστῶν στὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Συχνὰ ἡ ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου συναντοῦσε διάφορα ἐμπόδια, ποὺ προκαλοῦσε τὶς περισσότερες μορφὲς ἡ σκληρότητα τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ κόσμου.
Ὅταν, τὸ 1727, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἰρκοὺτσκ ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος (Κουλτσίσκι), ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐμοίρασε τὴ Σιβηρία σὲ δύο Ἐπισκοπές, κρατώντας γιὰ τὴν ἰδική του ἕδρα ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα μοναστήρια.Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄφησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κλῆρο τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ τοῦ Τομπόλσκ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Μαρτίου 1740, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τομπόλσκ.


Ὁ Ὅσιος Συνέσιος τῆς Σιβηρίας

Ὁ Ὅσιος Συνέσιος ἐγεννήθηκε, τὸ 1698, στὴν Πριλούκα τῆς Ρωσίας καὶ ἦταν συνασκητὴς τοῦ Ἐπισκόπου Ἰρκούτσκ Σωφρονίου. Τὸ 1746, ὁ ἱερομόναχος Συνέσιος ἐκλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν Οὐκρανία στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τοῦ ἐρημητηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊι.
Λίγο ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο στὸ Ἰρκούτσκ, ὅπου, τὸ 1754, θὰ λάβει τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου καὶ θὰ γίνει ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως.
Ἦταν μέλος τοῦ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου καὶ τὸν ἐβοηθοῦσε πολὺ στὴ διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπιμελήθηκε τὴν ἀνοικοδόμηση ναῶν στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως καὶ γιὰ τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἀποτέλεσε τὸ λαμπρότερο ὑπόδειγμα ἀσκητοῦ μοναχοῦ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς του.
Ὁ Ὅσιος Συνέσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 10 Μαΐου 1787, καὶ ἐνταφιάσθηκε παραπλεύρως τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ἡ φήμη του Ὁσίου ἐξαπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ λόγῳ τῶν πολλῶν θαυμάτων πού, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔκανε.Τὸ 1984, ὅταν ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ αὐτῶν συμπεριέλαβε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου Συνεσίου.



Ὁ Ὅσιος Πέτρος τοῦ Τόμσκ

Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Ἀλέξεβιτς Μικούριν) ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία, τὸ 1800, ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν. Σὲ νεαρὴ ἡλικία κατατάχθηκε στὸ στρατό, ἀλλὰ ἡ θητεία του δὲν ἐκράτησε πολύ, διότι ἀκολούθησε μία αὐστηρὴ ζωὴ ἀσκήσεως καὶ ἀδιάλειπτης  προσευχῆς ἐπικαλούμενος συνεχῶς τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῆς Βίβλου καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύντομα ἄρχισε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν πολλοὶ ποὺ ἔψαχναν τὴν ὁδὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Τότε ἀπευθύνθηκε στὸν ἐρημίτη Βσιλίσκο καὶ μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους ἀσκητὲς ἐπιδόθηκε στὸν ἡσυχαστικὸ βίο στὰ δάση τῆς περιοχῆς τοῦ Κούζνεκ.Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1820, σὲ νεαρὴ ἡλικία. Τὸ 1984 συγκαταριθμήθηκε μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.


 
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Σταγειρίτης

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Σάββας ἐγεννήθηκε στὰ Στάγειρα περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο καταφεύγει στὴ μονὴ Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἀσκεῖται ὡς μοναχός. Ἡ μετάβασή του σὲ αὐτὴ τὴ μονὴ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴ σχέση ποὺ εἶχε μὲ τὰ Στάγειρα καὶ γενικὰ μὲ τὴ Χαλκιδική.
Στὴ μονὴ αὐτή, ποὺ τιμᾶται πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, ἀφιέρωσε τὸ βίο του ὁ Ἅγιος Σάββας καὶ προέκοπτε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια, προετοιμαζόμενος ἔτσι νὰ λάβει καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ἐζοῦσε, κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῆς Χαλκιδικῆς, τὸ 1821, ὅταν ἐκλήθηκε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου. Μοναδικὴ πηγὴ τοῦ μαρτυρίου εἶναι ὁ μοναχὸς Δοσίθεος, ὁ Λέσβιος Κωνσταμονίτης, ὁ ὁποῖος περιγράφει τὸ μαρτύριο πέντε Ὁσιομαρτύρων ἐκ τῆς Μονῆς Κωνσταμονίτου, ὑπὸ τὸν τίτλο «Νέον ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων, τῶν ἐν λαμψάντων ἁγιορειτῶν ὁσίων Πατέρων, κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν θανατωθέντων».
Ἂς δοῦμε πῶς περιγράφει ὁ Δοσίθεος τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Τώρα δὲ ἀδελφοί, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸν ἁπλοῦν Σάββαν τὸν Σταγειρίτην, ὅστις προεγνώρισε καὶ αὐτὸς μακάριος τοῦ θανάτου του τὸν τρόπον, διότι ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ Κοινόβιον, ὅταν ἐστάλθη ἔξω εἰς τὴν Ἱερισσὸν ἀπὸ τοὺς Πατέρας, εἶπεν εἰς ἕνα ἀδελφὸν τοῦ κοινοβίου φίλον του τὸ μέλλον γενέσθαι.
Εἶδε, λέγω ἐν ὁράματι τὴ νύκτα, ὅτι διώκοντές τον οἱ ἐχθροὶ τὸν ἐθανάτωσαν. Καὶ οὕτως ἐφάνη εἰς τὸν μακάριον, ὅτι ἡ ψυχή του ἐπέταξεν εἰς τοὺς οὐρανούς, τὸ δὲ σῶμά του εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἀλήθευσεν ἡ πρόγνωσις καὶ ἡ πρόρρησις αὕτη μετὰ τοῦ ὁράματος. Διότι ἀπερνώντας ἐκεῖθεν ἀπὸ τὴν τοῦ Ζωγράφου σεβάσμιαν Μονήν, ἐθανατώθη ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ὁ μακάριος, ὁμοῦ μὲ ἄλλον ἕνα κοσμικόν, δοῦλον καὶ αὐτὸν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ οἱ δύο ἦτον Σταγειρῖται. Καὶ οὕτως ἔγινεν ἡ μακαρία κοίμησις καὶ αὐτῶν».Ἔτσι ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Σάββας καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.


 

Ἡ Ἁγία Δόμνα ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή

Ἡ Ἁγία Δόμνα τοῦ Τόμσκ ἐγεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν στὴ Ρωσία. Οἱ γονεῖς της ἀπέθαναν, ὅταν ἐκείνη ἦταν ἀκόμα μικρὸ παιδὶ καὶ ἔτσι ἔμεινε στὴ θεία της. Ἡ Δόμνα ἔλαβε ἄριστη μόρφωση καὶ ὁμιλοῦσε πολὺ καλὰ τὶς ξένες γλῶσσες. Ἦταν ὡραῖα κοπέλα καὶ εἶχε πολλοὺς θαυμαστὲς πρόθυμους νὰ τὴν νυμφευθοῦν. Ὅμως ἡ Δόμνα ἤθελε νὰ παραμείνει ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔμαθε ὅτι οἱ συγγενεῖς της θέλουν νὰ τὴν παντρέψουν διὰ τῆς βίας, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἐφόρεσε ἁπλὰ ἐνδύματα καὶ ἐπῆγε ὡς προσκυνήτρια στοὺς Ἁγίους Τόπους. Χαρτιὰ ποὺ θὰ πιστοποιοῦσαν τὸ ποιὰ ἦταν δὲν εἶχε, γι’ αὐτὸ καὶ συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἐκτοπίσθηκε στὴ Σιβηρία. Ἐκεῖ, στὴν πόλη Τόμσκ, ἐπῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ βιώσει τὸ ἀσκητικὸ στάδιο τῆς σαλότητος.
Ἡ Ἁγία Δόμνα δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία. Συχνὰ περνοῦσε τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύκτες ἔξω στὸ δρόμο. Τὸ φόρεμά της ἀποτελεῖτο ἀπὸ κόμβους διαφόρων μεγεθῶν, ποὺ ἔκρυβαν τὸ σχεδὸν γυμνὸ σῶμά της. Ἐχρησιμοποιοῦσε τοὺς κόμβους σὰν κομποσχοίνι, κρύβοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὶς συνεχεῖς προσευχές της. Ὄταν κάποιοι πονόψυχοι ἄνθρωποι τῆς ἐδώριζαν ζαστὰ ροῦχα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χειμῶνος, ἐκείνη τὰ ἔπαιρνε, εὐχαριστοῦσε τὸν δωρητὴ καὶ ἀμέσως τὰ ἐμοίραζε σὲ πτωχούς, ἐνῷ ἡ ἴδια συνέχιζε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ κρύο. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκδήλωνε ἡ Δόμνα τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν κόσμο. Γνωρίζοντας τὶς ἄθλιες συνθῆκες ἐπιβιώσεως τῶν κρατουμένων στὶς φυλακὲς τοῦ Τόμσκ, ἡ Ἁγία Δόμνα περιπατοῦσε δίπλα στὶς ἐγκαταστάσεις τῆς φυλακῆς καὶ ἐτραγουδοῦσε ἄσματα πνευματικοῦ περιεχομένου χωρὶς νὰ σκέπτεται ὅτι σὲ λίγο θὰ τὴν συνελάμβαναν λόγῳ διαταράξεως τῆς κοινῆς ἡσυχίας. Ὅταν ἡ σύλληψη γινόταν γνωστή, ὁ κόσμος ἔφερνε στὴ φυλακὴ τρόφιμα γιὰ τὴν Ἁγία, τὴν ὁποία βαθιὰ ἐκτιμοῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἐκείνη τὰ ἐμοίραζε σὲ κρατούμενους.
Θερμὰ καὶ ἀκούραστα προσευχόταν ἡ μακαρία στὸ ναὸ κρυφά, μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου. Ἐὰν ἔβλεπε ὅτι τὴν παρακολουθοῦν, ἀμέσως ἄλλαζε τὴν συμπεριφορά της καὶ παρίστανε τὴ σαλή: πηγαινοερχόταν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὁμιλοῦσε μόνη της, ἔσβηνε τὰ κεριά...
Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σαλότητος ἡ Ἁγία Δόμνα διατηροῦσε τὴν ἁγνότητά της, ἐσήκωσε τὸ βάρος τῆς ἑκουσίας πτωχείας της, ὑπέφερε τὴ ζέστη καὶ τὸ κρύο. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ὁ Θεὸς τῆς προσέφερε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος, τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν πιστῶν.
Ἡ Ἁγία Δόμνα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 16 Δεκεμβρίου 1872, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τῆς πόλεως Τόμσκ. Δίπλα στὸν τάφο της, ὁ ὁποῖος καταστράφηκε στὴ μετεπαναστατικὴ περίοδο, στὶς ἡμέρες μας, ἐκτίσθηκε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι.Ἡ μνήμη της τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.


 
Ὁ Ἅγιος Στέφανος τοῦ Ὄμσκ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Στέφανος (Ἰακώβλεβιτς Ζναμένσκι) ἐγεννήθηκε ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὴν περιοχὴ τοῦ Τὸμσκ τῆς Ρωσίας. Οἱ θεολογικές του σπουδὲς στὸ ἱερατικὸ σεμινάριο τοῦ Τομπόλσκ, κυρίως, ἀφοροῦσαν στὴν ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας ἑβραϊκῆς γλώσσας. Κατὰ συνέπεια μποροῦσε νὰ μελετᾶ μὲ εὐκολία τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, Ὅταν, τὸ 1824, ἐτελείωσε τὶς σπουδές του, ἐνυμφεύθηκε καὶ ἐχειροτονήθηκε ἱερέας στὴν πόλη τῆς Βαρναούλ, καὶ μετατέθηκε διαδοχικὰ στὶς πόλεις Κουργκάν, Τομπὸλσκ καὶ Ἰαλουτορόβσκ.
Τὸ 1854, τοποθετήθηκε ἐφημέριος στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ὄμσκ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε μέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, ἔξαρχος, ἱεραπόστολος καὶ καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν σὲ διάφορα γυμνάσια τῆς πόλεως. Στὸ Ἰαλουτορὸβσκ ἵδρυσε δύο σχολεῖα, στὰ ὁποία ἡ φοίτηση ἦταν δωρεάν. Γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ποὺ ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐπέδειξε κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἔλαβε διάφορες τιμητικὲς διακρίσεις ἀπὸ τὴν πολιτεία καί, τὸ 1839, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου.
Ὁ πρεσβύτερος Στέφανος ἦταν ὑποδειγματικὸς κληρικός, ἀγαθὸς λευΐτης, ἁπλοϊκός, ταπεινός, εἰλικρινὴς καὶ ἐζοῦσε βίο ἐγκρατὴ καὶ ἀσκητικό. Συνδύαζε πρακτικότητα καὶ εὐστροφία καὶ ἀπέφευγε συνειδητὰ κάθε εἶδος πλουτισμοῦ, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ σκανδαλίζει τοὺς πιστούς. Ὅταν ἐτελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία, ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ εὐλάβεια. Τὸ πρόσωπό του ἐφωτιζόταν καὶ ἀκτινοβολοῦσε, προκαλώντας ἔτσι αἰσθήματα μεγάλου σεβασμοῦ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ κληρικούς, καὶ ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικός, ἔτσι ὥστε κάθε λειτουργικὴ κίνησή του νὰ γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες του.
Ὄταν ἦταν νέος, ἐκήρυττε ἀδιάκοπα. Ὅταν ὅμως τὰ χρόνια ἐπέρασαν, ὁμιλοῦσε λιγότερο καὶ προτιμοῦσε τὶς διαλέξεις. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀπέκτησε τὴ φήμη τοῦ λαμπροῦ παιδαγωγοῦ. Οἱ ἐφημαριακές του ὑποχρεώσεις εἶχαν καταπονήσει τὸ σῶμά του, ἐνῷ πολὺ καιρὸ πρὶν τὴν κοίμησή του ἔτρωγε μόνο χόρτα. Ὁ νηστευτικός του ἀγώνας ἦταν μεγάλος. Δὲν ἔπινε ποτὲ κρασί, καφὲ καὶ τσάι. Ἦταν πάντοτε ἐνδεδυμένος μὲ ροῦχα ταπεινὰ καὶ φτωχικά. Τὸν ἐλεύθερο χρόνο του ἐντρυφοῦσε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων.
 Ἐνῷ εἶχε μία μεγάλη οἰκογένεια καὶ τακτικὰ ἀντιμετώπιζε μεγάλα οἰκονομικὰ προβλήματα, δὲν ἐδεχόταν τὶς εἰσφορὲς τῶν ἐνοριτῶν του, ὅταν ἔβλεπε ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνάγκες. Τὸ 1877, κλῆρος καὶ λαὸς τοῦ Ὄμσκ ἑόρτασαν τὰ πενήντα χρόνια ἱερωσύνης τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 12 Ἀπριλίου 1877.Τὸ 1984, ὁρίστικε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.



Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος Ἐπίσκοπος Ἀστραχάν

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἰβάνοβιτς Νομπροσέρντωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1809, στὸ χωριὸ Βελτσκόε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἰρκοὺτσκ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ἑνὸς ἀναγνώστου.
Λίγο πρὶν τὸ γάμο τῶν γονέων τοῦ Γεωργίου, ὁ παππούς του εἶδε ἕνα ὅραμα, τὸ ὁποῖο ἀπεκάλυπτε ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη συλληφθεῖ, προοριζόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.
Ὁ Γεώργιος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐδιδάχθηκε τὴν εὐλάβεια ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἀγαποῦσε τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἀπὸ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ἐδιάβαζε τὰ ἀναγνώσματα στὴν ἐκκλησία. Τὸ 1818, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Ἰρκούτσκ, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκε τὰ χαρίσματά του, τὸν ἐνέγραψε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο, μετὰ τὸ πέρας τοῦ ὁποίου ὁ Γεώργιος συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο τῆς πόλεως.
 Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ἐδοκίμασε νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς κλίσεώς του ἐθεωρήθηκε ἄρρωστος ψυχικὰ καὶ ἐνοσηλεύθηκε. Βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο μὲ τὴν παρέμβαση κάποιου κυβερνήτου τοῦ Ἰρκούτσκ. Μὲ τὴν πνευματικὴ βοήθεια ἑνὸς ἱερέως τῆς περιοχῆς ἐγκατέλειψε τὴν ἰδέα τῆς ἐρημικῆς ζωῆς καὶ συνέχισε τὶς σπουδὲς στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπεφοίτησε μὲ «ἄριστα», θεωρούμενος ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους σπουδαστές.
Ὁ Γεώργιος, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ἰρκούτσκ, διδάσκει στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ καί, τὸ 1836, νυμφεύεται καὶ χειροτονεῖται ἱερεύς. Διακόνησε στὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στοὺς Χριστιανούς. Τὸ 1841, ἡ σύζυγός του ἀπεβίωσε καὶ ὁ Γεώργιος ἐγκατέλειψε τὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ἀποφοίτησε ἀπὸ αὐτήν, τὸ 1845, καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τελευταίου ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους ἔγινε μοναχός, λαβὼν τὸ ὄνομα Γεράσιμος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἐδίδαξε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς πόλεως τοῦ Τβέρ, ἀπὸ τὸ 1846 στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Σταυρουπόλεως, στὸ ὁποῖο, τὸ 1849, ἔγινε καὶ διευθυντής. Τὸ ἴδιο ἔτος ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου.
 Ἀπὸ τὸ 1850 μέχρι τὸ 1855 διετέλεσε διευθυντὴς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Σιμπίρσκ, ἀπὸ τὸ 1855 μέχρι καὶ τὸ 1860 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Χάρκωβ· ἀπὸ τὸ 1860 μέχρι τὸ 1863 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα, καὶ ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ντομπρΐυ. Τὸ 1863, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Σταράϊα Ρούσα καὶ Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.
Τὸ 1864, μετετέθη στὴν Ἐπισκοπὴ Ρεβὲλ καὶ ἔγινε Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τὸ 1866, ἀνῆλθε στὸ αὐτόνομο θρόνο τῆς Σαμάρα. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἔκτισε μία ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ γιὰ γυναῖκες καὶ ὀργάνωσε κατηχητικὰ καὶ συνάξεις στὶς ἐνορίες. Τὸ 1877, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀστραχάν.
Χαρακτηριστικὰ τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας του τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἦταν ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἡ ἀφοσίωση στὴν ἀποστολή του καὶ ἡ ἁπλότητα. Παρ’ ὅτι ὑπῆρξε αὐστηρός, ἦταν πάντοτε προσηνὴς καὶ κατόρθωνε πάντοτε νὰ διατηρεῖ εἰρηνικὴ τὴν καρδιά του. Ἡ ζωή του ἐχαρακτηριζόταν ἀπὸ αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἐξυπνοῦσε πολὺ ἐνωρὶς τὰ χαράματα καὶ ἀφιέρωνε τὶς πρῶτες ὧρες τῆς ἡμέρας στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἐλειτουργοῦσε καθημερινά. Ἔτσι ἔζησε ὅλο του τὸ βίο.
Συνέγραψε διάφορα βιβλία θεολογικοῦ, κανονικοῦ καὶ ἁγιογραφικοῦ χαρακτῆρος καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του ἐκδόθηκαν τὸ ἡμερολόγιό του καὶ ἀρκετὲς ἐπιστολὲς ποὺ εἶχε ἀποστείλει πρὸς διάφορες μοναχές. Ἐκληροδότησε τὴ λιγοστή του περιουσία στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ὅπου καὶ ἐδίδετο μία ὑποτροφία στὸ ὄνομά του.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 24 Ἰουνίου 1880, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀστραχάν.Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.


Ὁ Ὅσιος Μισαὴλ ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Μισαὴλ τοῦ Ἀμπαλάσκ, κατὰ κόσμον Παῦλος Ἰβάνοβιτς Φωκίν, ἐγεννήθηκε, στὶς 29 Ἰουνίου 1797, στὸ χωριὸ Λιπογιαρσκόε στὴν περιοχὴ τοῦ Ταμπώφ, ἀπὸ εὐσεβὴ ἱερατικὴ οἰκογένεια, ἀφοῦ ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος.Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.



Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας τῆς Βερχοτοῦρε (κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τυχόνοβιτς Κατάργιν) ἐγεννήθηκε, τὸ 1856, σὲ μία πολυάριθμη οἰκογένεια ἑνὸς χωρικοῦ τοῦ Ὀρλώφ. Μετὰ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, σὲ νεανικὴ ἡλικία, εἰσῆλθε στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Βαλαάμ, ὅπου τὸ 1893 ἔγινε μοναχός.
Τὸ ἴδιο ἔτος ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰὼβ ἀνέλαβε καθήκοντα ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Βερχοτοῦρε. Γνωρίζοντας τὸν Ὅσιο Ἀρέθα ὡς λαμπρὸ παράδειγμα ἀσκητικοῦ μοναχοῦ, ἀφιερωμένου στὴν προσευχή, τὸν καλεῖ στὸ μοναστήρι του. Τὸ 1893 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ 1895 πρεσβύτερος.
Στὸ μοναστήρι τὸ διακόνημά του ἦταν ἡ πώληση τῶν κεριῶν καὶ ἡ φύλαξη τῆς βιβλιοθήκης. Ὅταν τὸ 1900 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰὼβ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τοῦ Βαλαάμ, οἱ μοναχοὶ τῆς Βερχοτοῦρε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς μονῆς ἐξέλεγαν ἀπὸ μόνοι τους τὸν ἡγούμενο, ἐξέλεξαν τὸν Ὅσιο Ἀρέθα, ὁ ὁποῖος δύο χρόνια ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Στὴ νέα του διακονία ὁ Ὅσιος ἡγήθηκε τῆς μονῆς μὲ ταπείνωση καὶ ἀποτελοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς μοναχοὺς τὸ ζωντανὸ παράδειγμα. Τὸ 1901, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση δύο ἀκόμη μονῶν καὶ τριῶν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων.
Μέσα σὲ λίγα χρόνια ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἔκτισε καινούργια κτήρια στὸ μοναστήρι τῆς Βερχοτοῦρε καὶ κυρίως ἐπιμελήθηκε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνοριακῆς σχολῆς καὶ τῆς σχολῆς κωφαλάλων. Ὑπὸ τὴν προσωπική του διεύθυνση τακτοποιήθηκε τὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς.
Ὁ Ὅσιος διῆλθε σκληρὸ ἀσκητικὸ βίο. Λόγῳ τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως ἐκλονίσθηκε ἡ ὑγεία του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 15 Μαΐου 1903. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, πίσω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα.Τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου Ἀρέθα, συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, τὸ 1984, καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.




Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή
Ἡ Ἁγία Ἀγάπη (Λιούμπωφ Σεμένοβνα Σουχάνοβα) ἐγεννήθηκε καὶ ἔζησε στὸ Ριαζὰν τὸ 19ο καὶ 20ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τῶν κατω ἄκρων καὶ ὅταν ἔγινε δεκαπέντε ἐτῶν ἰάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο (Μαρλικίσκϊυ), ποὺ ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα καὶ ἀφοῦ τὴν ἐθεράπευσε, τοῦ ἐζήτησε τὴν εὐλογία νὰ ζήσει ὡς διὰ Χριστὸν σαλή.
Ἔζησε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή της ἐγκλειστη ἐπὶ τρία ἔτη στὸ φτωχικό τους σπίτι. Ἐγκατέλειψε τὴν οἰκία της ζώντας στοὺς δρόμους τοῦ Ριαζὰν χωρὶς νὰ ἀποφεύγει τὸν κόσμο. Ἀντίθετα ὁμιλοῦσε πρὸς ὅλους μὲ πολλὴ πνευματικὴ χαρά. Ἐβοηθοῦσε ἰδιαίτερα τοὺς πτωχοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ γρήγορα ἡ φήμη της ἐξαπλώθηκε. Ὁ Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.
Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 21 Φεβρουαρίου 1921, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῆς Παρηγορίας τῶν Θλιβομένων». Συχνὰ ἐμφανιζόταν σὲ ὁράματα τῶν πιστῶν παρηγοροῦσα τοὺςδοκιμαζόμενους καὶ θεραπεύουσα τοὺς ἀσθενεῖς. Ὁ τάφος της ἦταν καὶ εἶναι τόπος προσκυνήματος.Τὸ 1987, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος, καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζάν, στὸν κατάλογο τῶν ὁποίων κατετάγη καὶ ἡ Ἁγία Ἀγάπη.




Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱεραπόστολος ἐκ Ρωσίας

Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Ἱεραποστόλου ἐκ Ρωσίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 18η Μαΐου.Σήμερα ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.


Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἀλταΐων Μητροπολίτης Μόσχας

Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἐορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.



Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Ἐρημίτης ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόγνωστος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Νέων Ἱερομαρτύρων καὶ ἐμόναζε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ, τὸ 1940.



Οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Βασίλειος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Νικόλαος καὶ Βασίλειος ἦταν πρεσβύτεροι τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Παύλου ἐν Ρωσία, καὶ ἐτελειώθησαν μαρτυρικὰ τὸ 1918.



Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Πρεσβύτερος

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Τιμοθέου.



Σύναξις Πάντων τῶν Ἁγίων ἐν Ριαζάν

Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε τὸ 1987, ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ πρίγκιπες Μπόρις καὶ Γκλέμπ, οἱ Ἐπίσκοποι Βασίλειος τοῦ Ριαζὰν καὶ Ἰωνᾶς τῆς Μόσχας, οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Κωνσταντίνος τοῦ Μούρωμ, Θεόδωρος τοῦ Μούρωμ, Μιχαὴλ τοῦ Μούρωμ, Πέτρος καὶ Φεβρωνία τοῦ Μούρωμ, ἡ δίκαιη Ἰουλιανὴ τοῦ Λαζάρεβο καὶ ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ Ἀγάπη τοῦ Ριαζάν.



Σύναξις Πάντων τῶν Ἁγίων ἐν Σιβηρία

Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε τὸ 1984, ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ὁ Μάρτυς Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Νεκτάριος τοῦ Τομπόλσκ, Δημήτριος τοῦ Ροστώβ, Φιλόθεος τοῦ Τομπόλσκ, Ἰωάννης τοῦ Τομπόλσκ, Ἀντώνιος τοῦ Τομπόλσκ, Ἰννοκέντιος τοῦ Ἰρκούτσκ, Παῦλος τοῦ Τομπόλσκ, Βαρλαάμιος τοῦ Τομπόλσκ, Φιλάρετος τοῦ Κιέβου, Ἰννοκέντιος τῆς Μόσχας, Συμεὼν τοῦ Σμολένσκ, Μελέτιος τοῦ Χάρκωβ, Γεράσιμος τοῦ Ἀστραχάν, Μελέτιος τοῦ Ριαζάν, οἱ Ὅσιοι Μοναχοὶ Συνέσιος τῆς Σιβηρίας, Ἀρέθας τῆς Ἀλταΐων, Μισαὴλ τοῦ Ἀμπαλάσκ, Δανιὴλ τοῦ Ἀσίνσκ, Βαρλαάμιος τοῦ Σικίζσκ, οἱ δίκαιοι καὶ οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ Συμεὼν τῆς Βερχοτοῦρε, Ἰωάννης τῆς Βερχοτοῦρε, Δόμνα τοῦ Τόμσκ, Στέφανος τοῦ Ὄμσκ, Κοσμᾶς τῆς Βερχοτοῦρε.



 
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου ἐν Κούρσκ Ρωσίας

 Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου εὑρέθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, τὸ 1295, στὴ ρίζα ἑνὸς δένδρου στὴν ἀκτὴ τοῦ ποταμοῦ Τουσκάρ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κούρσκ, ἀπὸ ἕνα κάτοικο τῆς πόλεως Ρίλσκ, ποὺ ἐκυνηγοῦσε στὸ δάσος.
 Ἡ εἰκόνα, ποὺ ὁμοίαζε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Νόβγκοροντ, μεταφέρθηκε μὲ τιμὲς στὴν πόλη Ρίλσκ, ὅπου ὁ πρίγκιπας Σεμιάκα ἔκτισε ἕνα μεγαλοπρεπὴ ναὸ ἀφιερωμένο στὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου καὶ ἐναπέθεσε ἐκεῖ τὴν εἰκόνα. Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπέστρεψε θαυματουργικὰ στὴν προηγούμενη θέση της, ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχαν εὕρει: στὴ ρίζα τοῦ δένδρου.
Οἱ εὐλεβεῖς κάτοικοι τοῦ Ρὶλσκ ἔκτισαν ἐκεῖ ἕνα παρεκκλήσιο καὶ ἕνας ἱερέας ἐπιλέχθηκε, γιὰ νὰ τελεῖ τὶς Ἀκολουθίες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ παρεκκλήσιο ἐκάηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ 1358, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε ἄθικτη. Τὸ 1597, ὁ τσάρος Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς ἄκουσε γιὰ τὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἔφερε στὴ Μόσχα, ὅπου τὴν ἐναπέθεσε στὸ αὐτοκρατορικὸ παλάτι.
 Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε στὴ Μόσχα μέχρι τὸ 1618 καὶ ἔπειτα, λόγῳ ἐπίμονων αἰτημάτων, μὲ ἔγκριση τοῦ τσάρου Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς, ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Κούρσκ, καὶ ἐτοποθετήθηκε στὴ μονὴ Ζναμέννυ. Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 8 Μαρτίου, 8 Σεπτεμβρίου καὶ 27 Νοεμβρίου.


 
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπὺνσκ ἐν Ρωσία
 Ἡ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπύνσκ, εὑρέθηκε τὸ 1957, κοντὰ στὸ Ταμπύνσκ, σὲ ἀπόσταση δώδεκα χιλιομέτρων ὅπου εὑρίσκεται τὸ ἐρημητήριο Πρεσιστένκαγια. Τὴν εἰκόνα ηὗρε ὁ εὐλαβὴς ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος, ὁ ὁποῖος περνώντας ἀπὸ μία πηγή, ἄκουσε καθαρὰ τὴ φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ τοῦ λέγει: «Πάρε τὴν εἰκόνα μου».
Ὁ διάκονος ἐφοβήθηκε καὶ ἐθεώρησε μᾶλλον ὅτι ἡ φωνὴ ποὺ ἀκουσε δὲν ἦταν πραγματικότητα, ἀλλὰ αὐταπάτη. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ γιὰ τρίτη φορά. Τότε ὁ ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος ἔτρεξε καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ἡσυχαστηρίου, οἱ ὁποῖοι λιτανεύοντας μετέφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὸ ἡσυχαστήριο.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔγινε ξακουστὴ ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε μέχρι καὶ τὴν Κίνα. Σήμερα ἔχει χαθεῖ, ἀλλὰ καταβάλεται προσπάθεια, μέσα ἀπὸ τὴν ἰστορικὴ ἔρευνα καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν πιστῶν, νὰ ξαναευρεθεῖ.

Τιμητική Εκδήλωση εις μνήμην Αρχιμ.Αυγουστίνου Ανδριτσοπούλου



Χαρτούμ Εμμανουήλ: «ΕΛΘΕ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΣΟΝ ΕΝ ΗΜΙΝ....»

«Πεντηκοστήν εορτάζομεν...» την και «τελευταίαν εορτήν...» «Ετι και έτι κλίναντες τα γόνατα...» η Εκκλησία θα παροτρύνη-προτρέψη τους πιστούς. Κι όλοι μαζί σαν ένα Σώμα –οι «ΟΣΟΙ πιστοί» θα γονατίσουν-θα κλίνουν το γόνυ της ψυχής και του σώματος και καρδιακά θα δεηθούν. Κι ο πρώτος τη τάξει εκ των Ιερέων θα απαγγείλη ευκρινώς τε και μεγαλοφώνως την πρώτη μεγάλη ευχή: «Άχραντε..... άναρχε, αόρατε...ανεξιχνίαστε.... ανεξίκακε Κύριε...»
Μέσα απ’ αυτή την υπἐροχη σε μηνύματα ευχή, μαζί και με τις άλλες ευχές, που θ’ ακουσθούν, θα επικαλεσθή η Εκκλησία, δια των Ιερέων Της, το Πνεύμα το Άγιο. Να έλθη. Να κατοικήση. Να φωλιάση μέσ’ στις ψυχές των πιστών. Και η όλη προσευχή της Εκκλησίας θα συνοψισθή σε μία λέξη, σ’ ένα ρήμα:
Ε Λ Θ Ε.
«Ε Λ Θ Ε και σκήνωσον εν ημίν...». Έλα να σκηνώσης μέσα στις καρδιές μας. Να τις κανεις ΟΛΟ ΦΩΣ. ΟΛΟ ΖΩΗ. ΟΛΟ ΕΛΠΙΔΑ ΟΛΟ ΠΙΣΤΗ. ΟΛΟ και μόνο ΑΓΑΠΗ.
Δεν θα υπεισέλθω στην Θεο-λογία και το τι διδάσκει για την ύπαρξη του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Το έργο αυτό είναι των πνευματοφόρων και πνευματοκινήτων Πατέρων των και χαρισματούχων. Λιγότερο Θεολογικά και περισσότερο θεωρητικά ή πρακτικά θα αναφερθούμε σ’ αυτό το σύντομο αρθρογράφημα μας τι το Πνεύμα του Θεού παραγγέλει. Ίσως κηρυγματικά και κάπως συναισθηματικά τολμώ και καταθέτω σκέψεις καρδιάς.
Το Πνεύμα το Άγιο «έθετο ημάς» εις τόπους διακονίας. Ο καθένας μέσα στην Εκκλησία διακονεί. Διακονεί προσφέροντάς Του «τα σά εκ των Σών...» Η διακονία μας εν τη Εκκλησία και διά της Εκκλησίας. Τίποτα δεν είναι δικό μας... Αναμένουμε υπομένοντας... Και υπομένουμε εν αναμονή «τι το Πνεύμα του Θεού λαλεί επ’ Εκκλησίαις...»
Ο εαυτός μας υπάρχει ως μέσον διακονίας. Όχι ως ΕΓΩ, αλλά ως ΕΜΕΙΣ... Ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς υπάρχει μιά τόσο μικρή όσο και μεγάλη απόσταση. Συνήθως, δυστυχώς, πέφτουμε εύκολα θύματα στο βωμό της εγωπάθειάς μας. Εύκολα ξεχνάμε το εμείς... και περιπίπτουμε στο χώρο του εγώ, ξεχνώντας: «το εγώ ειμί Κύριος ο Θεός Σου...» και «ουκ έστι πάρεξ εμού ο Σώζων».
Δεν σώζουμε εμείς. Μόνο σωζόμεθα. Κι αυτό όταν το ποθεί αληθινά η ψυχή μας.  Γι’ αυτό κι εύκολα πέφτουμε στο αμάρτημα της εγωλατρείας και μετατρεπόμεθα τις περισσότερες φορές σε «ψευδαδέλφους», που δεν μπορούν να αισθάνονται, ότι και ο άλλος είναι αδελφός – υπάρχει. Μπορεί να υπάρχει μαζί με μας. Το εγώ εξουδετερώνει όλους τους άλλους!... Δεν βλέπει άλλωστε άλλους. Γι’ αυτό είναι ΕΓΩ, γιατί είναι και υπάρχει μόνον ως εγώ. Εγώ και ουδείς άλλος πλήν     εγώ!....
Αυτή την ασθένεια της εγωλατρείας, μέσα και έξω από την Εκκλησία, έρχεται αυτή η Μεγάλη Εορτή της Αγίας Πεντηκοστής να καταγγείλει. Ο εγωϊσμός με μπόλικο ατομισμό είναι η ασθένεια των δύσκολων καιρών και χρόνων, που διανύουμε.
Το Πνεύμα το Άγιον – το Πνεύμα του Θεού είναι αγαθόν, είναι νοερόν, είναι ευθές και καθαίρει τα πταίσματα. Μακάρι, τόσο σε μένα πρωτίστως, που τολμώ κηρυγματολογώντας να καταγγείλω πρώτος το δικό μου ασθενές εγώ. Κι όλοι μέσα στην Εκκλησία, ιδιαίτερα «μη γογγύζοντες εις αλλήλους», αλλά «τη τιμή αλλήλων προηγούμενοι...», να χαιρώμεθα στην προβολή του άλλου. Να αγγαλιάζουμε την επιστροφή και τη μεταστροφή του άλλου. «Να προνοούμε καλά ενώπιον πάντων».
Και τότε, ως γνήσια εκκλησιαστικά πρόσωπα, θα έχουμε περάσει το μήνυμα «στους δίκαια αγανακτισμένους πολίτες». Τότε θα έχουμε μιλήσει με τις καρδιές... Καρδιά με καρδιά, θα έχουμε μεταφέρει το μήνυμα, ότι υπάρχουμε ως εμείς και όχι ως εγώ. Τότε οι κοινωνίες των αγανακτισμένων συνανθρώπων μας θα μπορέσουν να ενωθούν κάτω από το Πνεύμα της Αγάπης του Θεού.
Δεν υπάρχουν συνταγές και συνταγολόγια. «Το Πνεύμα, όπου θέλει πνεί». Και θα πνεύσει μέσα απ’ αυτούς, που το αναζητούν συνεχώς, για να μεταβάλλη την ατομοκεντρική και εγωπαθή κοινότητα των ανθρώπων, σε κοινωνία αγαπημένων και εν αγάπη αναζητούντων το του Θεού Πνεύμα.
Ε Λ Θ Ε Πνεύμα Άγιον και σκήνωσε ανάμεσά μας...

Μετά την χρεωκοπία του κράτους η χρεωκοπία των ιερών ναών;

«Σε περίοδο νέας αυστηρής λιτότητας εισέρχεται το Δημόσιο με περικοπές αμοιβών και επιδομάτων για όλους τους υπαλλήλους, ακόμη και «κούρεμα» του 50% των μισθών των κληρικών, τους οποίους θα αναλάβει να καλύψει με δικούς της πόρους η Εκκλησία.»[1]
Αν ισχύσουν τα παραπάνω, η διοικούσα Εκκλησία αργά ή γρήγορα θα κληθεί να επιλύσει μια δύσκολη εξίσωση: 0+0+0=μισθοί των ιερέων.
Το πρώτο 0 αφορά στην εναπομείνασα Εκκλησιαστική περιουσία αφού κατά τις προηγούμενες δεκαετίες δεσμεύτηκε το 96% και από το υπόλοιπο 4% το μεγαλύτερο τμήμα αφορά σε δασικές και λοιπές μη εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις καθώς και σε «φιλέτα» δεσμευμένα ως προς την χρήση τους πάλι από το κράτος[2].
Το δεύτερο 0 αφορά στα αποθεματικά όλων των Ν.Π.Δ.Δ. της Εκκλησίας τα οποία με την ενεργοποίηση του αναγκαστικού νόμου του 1950[3] πρόκειται να μεταφερθούν σκανδαλωδώς στην Τράπεζα της Ελλάδος η οποία είναι Ανώνυμος Εταιρία[4] με Ιδιωτικό χαρακτήρα αφού οι μετοχές σε αυτή του Δημοσίου δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 35%[5]. Προτείνεται δε να μετατραπούν σε ομόλογα τα οποία σε περίπτωση «κουρέματος» θα αποκτήσουν μηδαμινή αξία.
Το τρίτο 0 αφορά στα έσοδα των Ιερών Ναών τα οποία εξαιτίας της οικονομικής κρίσης ίσα που επαρκούν για τα πάγια λειτουργικά έξοδα των Ναών.
Αυτή λοιπόν η «εξίσωση» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξίσωση των μισθών των περίπου 10.000 ιερέων με το 0.
Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε τα μέλη των οικογενειών τους - πολλοί είναι πολύτεκνοι.
Τους χιλιάδες ψάλτες και νεωκόρους που συντηρούνται από τα έσοδα των ναών.
Τις εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες των οικογενειών των οποίων το επάγγελμα έχει αποκλειστική σχέση με τους Ναούς – επιχειρήσεις εκκλησιαστικών ειδών, αγιογράφοι και λοιποί  τεχνίτες.
Τις δεκάδες χιλιάδες των ανέργων, αστέγων, ασθενών, αναξιοπαθούντων που βοηθούνται από τα έσοδα των ναών.
Ας πούμε τα πράγματα ξεκάθαρα. Οι ιερείς διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, αυτό που προσφέρει ο λαός στις Εκκλησίες είτε ως κερί είτε ως δωρεές. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τα της Εκκλησίας δεν θα δει δάνεια, δεν θα δει χρέη, δεν θα δει υποθήκες, δεν θα δει «ρεμούλες» και «λαμόγια», θα δει έργα, θα δει ιδρύματα, θα δει κοινωνική προσφορά, θα δει εθελοντισμό, θα δει αξιοποίηση του ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ στον καλύτερο δυνατό βαθμό παρ’ όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Ας επισκεφτεί ο καθένας την ενορία του, ας μιλήσει με τον ιερέα για να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια τα παραπάνω.
Αντί λοιπόν οι «επαϊοντες» να προσπαθούν με τις ευλογίες της Τροϊκας να περικόψουν τις ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΥ χαρακτήρα[6] αποδοχές των κληρικών ας αξιοποιήσουν την «τεχνογνωσία» της Εκκλησίας στην διαχείριση του δημοσίου χρήματος προς όφελος του λαού.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι η περικοπή έχει βαθύτερο στόχο. Αν η Εκκλησία απογυμνωθεί από τα έσοδά της και επωμισθεί επιπλέον τη μισθοδοσία των κληρικών τότε θα εμφανιστεί ο πειρασμός - ως άλλος αρχαίος όφις - με την μορφή του δανεισμού. Δανειστείτε, θα πουν στους Μητροπολίτες, για να πληρώσετε τους παπάδες σας. Βάλτε υποθήκη ότι σας έχει απομείνει έως ότου να περάσει η κρίση και αργότερα που η χώρα θα μπει και πάλι στις αγορές ξεχρεώνετε. Άλλωστε και το κράτος, το ίδιο κάνει τόσες δεκαετίες!
Τότε να είστε σίγουροι ότι ο τίτλος του άρθρου θα πάψει να έχει ερωτηματικό αλλά τελεία.
Γι’ αυτό όσο είναι καιρός πάμε πλατεία …
Αρχιμ. Πέτρος Μποζίνης
Φυσικός – Ραδιοηλεκτρολόγος
Msc Θεολογίας

Ο Γέροντας Σοφιανός Boghiu μιλάει για τα λόγια του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου: «Κράτα το νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι!»

AΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πειρασμοί και πνευματικός νόμος κατά τον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή.

 
Το σύνθημα του αειμνήστου Γέροντος που εφάρμοζε διαρκώς ήταν το «δος αίμα, και λάβε Πνεύμα» των Πατέρων. Τολμηρός και ανδρείος όπως ήταν από την φύση του, δεν άφηνε περιθώρια ερωτηματικών ή αμφιβολίας στη ζωή του. Στον άριστο όμως αυτό συνδυασμό συνετέλεσε και η θερμή πίστη του, με θετικά πάντοτε αποτελέσματα. Αποφασιστικότητα, τόλμη και η προς τον Θεό πίστη -το μόνο που απαιτείται από την λογική φύση- είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ελευθερίας του ανθρώπου που εκδηλώνουν τη θέλησή του.
Αυτά προκαλούν και φέρνουν την θεία ενέργεια, που θεραπεύει τα ασθενή και συμπληρώνει τις ελλείψεις. Με την βοήθεια του Θεού και με τις προϋποθέσεις που αναφέραμε ο Γέροντας δεν έκρινε τίποτε ως αδύνατο. Εκείνοι όμως που δεν μπορούσαν να φθά¬σουν στην κατάσταση αυτή, τον παρεξηγούσαν ως ελλειπή ή υπερβολικό. Σε κάθε πρόβλημα που φαινόταν δύσκολο ή περίπλοκο, ο Γέροντας είχε έτοιμη την απάντηση- «πού είναι ο Θεός;». Αυτό σήμαινε γι’ αυτόν ότι οπωσδήποτε θα το λύσει ο Θεός. Η στάση αυτή, που ήταν βασική αρχή του στηριζόταν όχι μόνο στη βαθύτερη πίστη -αυτήν που σύμφωνα με τους Πατέρες λέγεται “πίστη της θεωρίας”- αλλά και στην κηδεμονία του πνευματικού νόμου, απ’ όπου εξαρτούσε τα πάντα σε όλη τη ζωή του. Οτιδήποτε συνέβαινε, το έκρινε με βάση τον πνευματικό νόμο.
Ιδιαίτερα όμως σκεπτόταν έτσι για τα δικά μας προσωπικά θέματα που μας απασχολούσαν. Στην αρχή της παραμονής μας κοντά του κάναμε συχνότερες επισκέψεις για συμβουλές και παρακολούθηση. Φυσικά, είτε του λέγαμε είτε δεν του λέγαμε τα θέματα που μας απασχολούσαν, εκείνος μας ερμήνευε με λεπτομέρεια το νόημα των γεγονότων. Άρχιζε από τα αποτελέσματα και ανέλυε με την σειρά αυτά που προηγήθηκαν ως και αυτήν την προσβολή. Ερμήνευε το από πού, γιατί και πόσο, με τέτοια ακρίβεια, ώστε μέναμε κατάπληκτοι από την θέση που είχε μέσα του «ο νόμος του πνεύματος της ζωής».
Κάποτε που κάναμε ένα λάθος (πόσα δεν δημιουργεί η απειρία!) μου έβαλε κανόνα να κάνω τον άσκοπο κόπο μιας μεγάλης οδοιπορίας. Επειδή γνώριζα ότι τίποτε δεν κάνει χωρίς λόγο, δεν πρόβαλα ερωτηματικά, αλλά μου είπε μόνος του· «αν δεν προκαλέσουμε μαζί με την μετάνοια και μία ανάλογη φιλοπονία, δεν ικανοποιούμε την κρίση του πνευματικού νόμου και ενδέχεται να μας έλθει πειρασμός με άγνωστη εξέλιξη». Μπορώ να πω ότι ο πνευματικός νόμος ήταν η βάση και το κριτήριο σε όλα τα πράγματα και σε όλες τις κινήσεις μας και στις γενικές και μερικές υποθέσεις μας. Ο αββάς Μάρκος λέει· «γνώσις αληθής υπάρχει η των θλιβερών υπομονή· και το μη αιτιάσθαι τους ανθρώπους επί ταις εαυτού συμφοραίς». Ο Γέροντας συνήθιζε επίσης να αναφέρεται συχνά στην σημασία των πειρασμών. Τους έβλεπε ως περιεκτικό σύνολο των ποικίλων δεινών με τα οποία δοκιμάζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και ως γεγονότα που απασχολούν τα επί μέρους άτομα.
Έχοντας ως βάση τον πνευματικό νόμο, δεχόταν τις παιδαγωγικές παρεμβάσεις της περιεκτικής προνοίας του Θεού ως όργανα κατάλληλα για την διόρθωση των ανθρώπων και τα ονόμαζε πειρασμούς. Αν και γνώριζε σε βάθος την σημασία της ωφέλειας από αυτούς και επαναλάμβανε το πατερικό απόφθεγμα «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος» και το «ανένδεκτον του μη ελθείν» αυτούς, λεπτολογούσε με ακρίβεια τα αίτια και τις αφορμές που τους προκαλούν και μας δίδασκε να τους αποφεύγουμε, όσο είναι δυνατόν. Το κέντρο της εμπειρίας του βρισκόταν στο διπλό καθήκον, όπως το ονόμαζε: από την μία πλευρά στη συνετή αντιμετώπιση των αιτίων και αφορμών, ώστε να προλαμβάνονται, και από την άλλη -όσες φορές συμβαίνουν- να αντιμετωπίζονται γενναία με πίστη και ελπίδα για την ωφέλεια που επακολουθεί. «Οι απροσδοκήτως συμβαί¬νοντες ημίν πειρασμοί, οικονομικώς ημάς φιλοπόνους διδάσκουσιν είναι, και μη βουλομένους εις μετάνοιαν έλκουσιν». Και πάλιν «αι επερχόμεναι θλί¬ψεις τοις ανθρώποις, των ίδιων κακών εισίν έκγονα». Με αυτά μας υπενθύμιζε ο αείμνηστος τον καθηγητή του πνευματικού νόμου, όπως τον καλούσε, τον αββά Μάρκο τον Ασκητή.
Στο πρακτικό μέρος της εν Χριστώ ζωής κρύβεται το περιπλοκότερο μυστήριο της ανθρώπινης ζωής. Δύο τιτάνιες έλξεις, που συνδέονται με τον άνθρωπο, προκαλούν την πελώρια και αδιάσπαστη διελκυστίνδα με κέντρο τον άνθρωπο, τον οποίο σύρουν με μανία η κάθε μία προς το μέρος της για να τον κατακτήσουν. Δύο αγάπες, που στέκονται η μία αντίθετη στην άλλη και είναι στραμμένες προς τους δύο πόλους, αποτελούν το κίνητρο των δύο έλξεων: η προς τον Θεό αγάπη και η αγάπη αυτού του κόσμου. Το θύμα, ο άνθρωπος, δεν είναι πάντοτε σε θέση να διακρίνει ενσυνείδητα τις προτιμήσεις του, και γι’ αυτό προκύπτουν οι εκ των υστέρων μεταβολές. Τα μέσα, οι αφορμές και οι αιτίες, που προκαλούν την αφύπνιση στους περιπλεγμένους ανθρώπους σε αυτές τις έλξεις, λέγονται πειρασμοί. Να τους περιγράψουμε; «Εξαριθμήσομαι αυτούς, λέει ο Ψαλμωδός, και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται». Κάτι όμως, έστω και ελάχιστο, πρέπει να αναφέρουμε από τις εμπειρίες του Γέροντος, που είχε την δύναμη να αναλύει τους πειρασμούς με εξαιρετικά λεπτή διάκριση.
Γενικά θεωρούσε «πάντα πειρασμόν επωφελή» αλλά περισσότερη βαρύτητα απέδιδε στην ερμηνεία των ειδικών πειρασμών της αμελείας και της οιήσεως, τους οποίους αποκαλούσε συντριπτικούς. Ο Θεός ασφαλώς θέλει και καλεί όλους να Τον ακολουθήσουν, αλλά δεν δέχονται όλοι την κλήση Του. Πάντως όσοι δέχθηκαν αυτή την κλήση δοκιμάζονται σκληρά, σε βαθμό που Εκείνος ορίζει και ανάλογα με την γνώση που τους χάρισε. Η αρνητική πλευρά, που επιβουλεύεται τους θεόκλητους, είναι η αγάπη του κόσμου τούτου, του «εν τω πονηρώ κειμένου». Αυτή με δόλιο και υποκριτικό τρόπο καταφέρνει μερικούς να απατήσει και στους υπολοίπους, που δεν πείθονται στην απάτη, επιχειρεί με ανοιχτή και απροκάλυπτη βία να στραγγαλίσει την προαίρεση τους. Η αμείλικτη πίεση των “αλλοιώσεων” του κά¬κιστου αυτού γείτονά μας δεν αφήνει αμετάβλητη την καλή πρόθεση και αρχή. Είναι πολλοί και γνωστοί με λεπτομέρεια από τους Πατέρες μας οι λόγοι που προκαλούν τις αλλοιώσεις. Αυτοί είναι είτε φυσικοί, που προκαλούνται από τις αδιάβλητες ανάγκες μας, είτε επίκτητοι, που προκαλούνται από τα πάθη και τους δαίμονες. Αλλά, είτε προέρχονται από την μία αίτια είτε από την άλλη, η ουσία είναι ότι επιβουλεύονται την προαίρεσή μας. Σε αυτή την αδιάκοπη διελκυστίνδα εδρεύουν συνεχώς οι πειρασμοί. Κανείς, από όσους πλέουν το πολυκύμαντο αυτό πέλαγος του βίου δεν μένει ανέπαφος από την πάλη με αυτούς. Η απειρία, η άγνοια, η αδυναμία, η βαρύτητα της πήλινης σάρκας, το κακό παρελθόν, τα πάθη, οι συνήθειες, και πάνω από όλα αυτά ο διάβολος, αλλοιώνουν και διακόπτουν την ορθή πρόθεση και μεταβάλλουν τον καλό σκοπό. «Ο εν τοις μέλεσιν ημών νόμος της αμαρτίας» που είναι «η εκ νεότητος εγκειμένη επί τα πονηρά διάνοια ημών» χαλαρώνει την καλή πορεία, που χάραξαν η κλήση από τον Θεό και η ευγένεια της προθέσεως. Δεν μένει τώρα άλλο μέσο για αφύπνιση και προώθηση, παρά οι συμβατικές επιφορές, που είναι και λέγονται πειρασμοί.
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής», εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου-Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1 )

Ἡ θεολογική διαθήκη τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι

Florovsky George Fr. ((1893- 1979))


 
undefined



Ἀξίζει νά διαβάσουμε τό παρακάτω κείμενο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι (1893-1979) πού τό τιτλοφορεῖ ὁ ἴδιος ὡς τήν «θεολογική του διαθήκη». Πρόκειται γιά ἕνα χειρόγραφο πού δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώσει καί βρέθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου ἀπό τόν Andrew Blane, ὁ ὁποῖος καί τό δημοσιεύει.

«Σέ μιὰ τόσο ἐπίσημη περίσταση ὅπως αὐτή, μόνο λόγια εὐχαριστίας κι εὐγνωμοσύνης ἁρμόζουν. Πράγματι, εἶμαι βαθιά συγκινημένος ἀπό αὐτό τό γενναιόδωρο δεῖγμα ἀναγνώρισης ποὺ ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου θέλησε νά μοῦ ἀπονείμει. Ὅμως, ξέρω, προφανῶς καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, καί τίς ἀποτυχίες μου καί τά μειονεκτήματά μου. Ξέρω πράγματι ὅτι ἤμουν ἕνας ὀκνηρός δοῦλος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Καί μάλιστα ξέρω πολύ καλά πόσα πράγματα δέν ἔχω κάνει, πράγματα ποὺ ἔπρεπε νά ἔχω κάνει, καί πόσα πολλά πράγματα ἔκανα ποὺ δέν ἔπρεπε νά κάνω.

Δέν ἔλαβα κανονική θεολογική ἐκπαίδευση (παρόλο ποὺ τό φταίξιμο δέν εἶναι δικό μου). Εἶμαι αὐτοδίδακτος στήν θεολογία, κάτι σάν ἐρασιτέχνης, αὐτοδημιούργητος – γιά νά χρησιμοποιήσω μιὰν ἀμερικανική ἔκφραση. Ἐκπαιδεύτηκα γιά νά γίνω καθηγητής ἱστορίας καί φιλοσοφίας.

Ὄντως, τήν ἀκαδημαϊκή σταδιοδρομία μου τήν ἄρχισα ὅταν ἤμουν ἀκόμη στή Ρωσία, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὡς Ἐπισκέπτης Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας, καί τό μόνο μάθημα ποὺ δίδαξα μ΄ αὐτή τήν ἰδιότητα στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀδησσοῦ ἦταν Φιλοσοφία τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν. Τή θεολογία μου δέν τήν ἔμαθα στό σχολεῖο, ἀλλά στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στή λατρεία της. Τήν ἄντλησα πρῶτα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία καί, πολύ ἀργότερα, ἀπό τά γραπτά τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ὅταν τό 1926 μοῦ προτάθηκε νά διδάξω Πατρολογία στό νεοσύστατο Ὀρθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Παρισιοῦ, ἤμουν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστος γιά κάτι τέτοιο. Ἔπρεπε πρῶτα νά μάθω αὐτό ποὺ ἔπρεπε νά διδάξω. Δέν ντρέπομαι γι΄ αὐτό. Πολλοί ἔχουν βρεθεῖ σ΄ αὐτὴ τή θέση. Ἡ φράση αὐτή ἀνήκει, παρεμπιπτόντως, στόν σπουδαιότερο θεολόγο καί ἱεράρχη τοῦ περασμένου αἰώνα, στόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Φιλάρετο τῆς Μόσχας. Καί αὐτός μάθαινε τά ἀντικείμενά του ἐνῶ τά δίδασκε στήν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρούπολης.

Ἡ δική μου μέθοδος μελέτης ἦταν πολύ ἁπλή. Τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς δουλειᾶς μου ὡς καθηγητὴς στό Παρίσι διάβαζα συστηματικά τά ἔργα τῶν πιό σημαντικῶν Πατέρων, κάποια στό πρωτότυπο, κάποια σέ μετάφραση. Μελέτησα κατά κύριο λόγο πηγές πρίν στραφῶ στή λόγια γραμματεία. Πιθανόν νά εἶναι αὐτός ὁ λόγος ποὺ φαίνομαι τόσο «παλιομοδίτης». Δέν ξεκίνησα μέ τίς «καλύτερες κριτικές», καί γι΄ αὐτό ἡ κριτική οὔτε μέ ζάλισε οὔτε μέ διέφθειρε. Ἀντίθετα, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἀπέκτησα ἀνοσία γιά πάντα ἔναντι τῆς ρουτίνας, ἔναντι ἐκείνης τῆς «θεολογίας τῆς ἐπανάληψης» ἡ ὁποία βρίθει ἀπό ἀρχαϊκούς τύπους καί φράσεις, ἀλλά τόσο συχνά τῆς λείπει τελείως τό πνεῦμα ζωντάνιας.

Οἱ Πατέρες μέ δίδαξαν τή χριστιανική ἐλευθερία. Ὑπῆρξαν παραπάνω ἀπό ἁπλοί νομοθέτες• ἦταν ἀληθινοί προφῆτες μέ τήν ἀληθινή σημασία τῆς λέξης – ἀντικρυζαν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. (Ἦταν πρωτίστως ἄνθρωποι μέ ἐνόραση καί πίστη). Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὁραματιστές. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος ποὺ μέ ὁδήγησε ἀρκετά νωρίς στήν ἰδέα αὐτοῦ ποὺ τώρα ὀνομάζω «νεοπατερική σύνθεση». Ὀφείλει νά εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό συλλογή Πατερικῶν ρητῶν καί διατυπώσεων. Πρέπει νά εἶναι μία σύνθεση, μία δημιουργική ἐπανεπιβεβαίωση ὅλων ἐκείνων τῶν ἐνοράσεων ποὺ χορηγήθηκαν στούς ἁγίους τοῦ παρελθόντος. Πρέπει νά εἶναι Πατερική, πίστη στό πνεῦμα καί τό δράμα τῶν Πατέρων – ad mentem Patrum. Ἀλλά ταυτόχρονα, πρέπει νά εἶναι καί νεοπατερική, καθώς ἀπευθύνεται στή νέα ἐποχή, μέ τά δικά της προβλήματα καί ἐρωτηματικά. Μ΄ αὐτό τό πνεῦμα καί μ΄ αὐτόν τόν τρόπο ἔγραψα, ἤδη τριάντα χρόνια πρίν, τίς δύο θεολογικές μου ἐργασίες, γιά τό Δόγμα τῆς Δημιουργίας καί τό Δόγμα τῆς Ἀπολύτρωσης, τίς ὁποῖες ἀκόμη θεωρῶ τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματά μου, καί ἴσως τά μοναδικά.

Δυστυχῶς, λίγο ἀργότερα περισπάστηκα. Δέν μπόρεσα νά ἀντισταθῶ στούς πειρασμούς. Ἄφησα τή δουλειά μου πάνω στούς Πατέρες ἡμιτελῆ: ἀπό τούς πέντε προγραμματισμένους τόμους, μόνο δύο ὁλοκληρώθηκαν, κι αὐτοί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ΄30. Ἀντί νά ὁλοκληρώσω αὐτή τή δουλειά, στράφηκα στή ρωσική θεολογία καί αὐτή ἡ μελέτη ὁλοκληρώθηκε τήν παραμονή ἀκριβῶς τοῦ πρόσφατου πολέμου. Αὐτή ἡ μελέτη, ὅμως, ἀποδείχθηκε ἔργο μᾶλλον ἀποδόμησης παρά οἰκοδόμησης. Τήν ἴδια ἐποχή ἐμπλεκόμουν σέ διάφορες οἰκουμενικές δραστηριότητες, στήν ἀρχή σέ περιορισμένη κλίμακα. Γιά πολλά χρόνια περνοῦσα τίς καλοκαιρινές μου διακοπές στήν Ἀγγλία, ἐξηγώντας τήν Ὀρθοδοξία σέ Ἀγγλικανούς φοιτητές καί λαϊκούς, καί ταξιδεύοντας ἀπό κολλέγιο σέ κολλέγιο καί ἀπό πόλη σέ πόλη. Ἀργότερα ἀναμίχθηκα στή μείζονα οἰκουμενική κίνηση τῆς «Πίστης καί Τάξης».

Δέν μετανιώνω γιά ὅλα αὐτά, γιά αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς «παρακάμψεις». Ἐπίσης ἀπήλαυσα πάρα πολύ τή διδασκαλία, στά χρόνια του πολέμου, στά ρωσικά σχολεῖα δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, στήν Bela Crkva καί στό Βελιγράδι. Ἔμαθα πολλά διδάσκοντας. Καί ἀνακάλυψα ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, κάτι παραπάνω ἀπό παροχή γνώσης. Ὁ δάσκαλος ἔχει νά διδάξει ζωντανά πρόσωπα, ἀδελφούς καί ἀδελφές του ἐν Χριστῷ, καί νά τούς διδάξει γιά τή ζωή, γιά τήν αἰώνια ζωή ἐν τέλει. Ἀκόμη καί ὡς δάσκαλος, πρέπει κανείς νά παραμένει μαθητής, κάτι ποὺ πράγματι εἶναι ἀναπόφευκτο.

Μοῦ ἀρέσει νά μαθαίνω. Μοῦ ἀρέσει νά παραμένω in statu pupilari [σέ κατάσταση μαθητείας]. Δέν εἶναι μήπως ἡ ἀνώτερη βαθμίδα τό νά εἶσαι μαθητής, μαθητής τοῦ ἑνός καί μόνου Κυρίου, τοῦ μόνου στόν ὁποῖο ἀνήκει δικαιωματικά ὁ τίτλος τοῦ Διδασκάλου; Κανένας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δάσκαλο. Ὁ μόνος Διδάσκαλος εἶναι ὁ Χριστός. Ὅμως, καί πόσα ἔχουν μείνει ἀπραγματοποίητα! Ἔγραψα λιγότερα ἀπό ὅσα ὄφειλα ἤ μποροῦσα πιθανόν νά γράψω. Καί τώρα προφανῶς εἶναι πιά πολύ ἀργά. Ἐλπίζω, ὅμως, ὅτι θά μοῦ δοθεῖ ὁ χρόνος νά συντάξω τή «θεολογική διαθήκη» μου καί νά μεταφέρω τή βαθειά μου ἔγνοια γιά τίς μέλλουσες γενιές.


 



Αὐτή ἡ διαθήκη περιλαμβάνει τρία κύρια σημεῖα.

Πρῶτον, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία πρέπει νά εἶναι μία ἱστορική θεολογία. Ἕνας διακεκριμένος Βρετανός ἱστορικός εἶπε πρόσφατα: «Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία καθημερινή πρόσκληση στή μελέτη τῆς ἱστορίας» (F. Μ. Powicke). Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἐρευνητής ὑποστήριξε, πολύ σωστά, ὅτι «ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν πιστεύουμε σέ ἰδέες, ἀλλά σέ ἕνα Πρόσωπο» (Dom Ansgar Venier) καί αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ ἀγαπημένος μας Κύριος καί Σωτήρας, Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι διαλεκτική ἐννοιῶν, ἀλλά ὁμολογία πίστης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός δρῶν, ὁ ὁποῖος δρᾶ στήν ἱστορία, ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, συνεχίζει νά δρᾶ στίς ζωές μας καί θά συνεχίζει νά δρᾶ μέχρι ὁ Κριτής νά ἔρθει γιά νά ἐλέγξει ζώντας καί νεκρούς. Ἡ Θεολογία εἶναι ἑπομένως ἡ μελέτη τῶν θείων πράξεων.

Δεύτερον, καθώς μελετᾶμε αὐτές τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ αὐτό ποὺ ἔχει εὔστοχα περιγραφεῖ ἀπό τόν Gerhardt Kittel ὡς «τό σκάνδαλο τῆς ἰδιαιτερότητας». Ἡ σωτηρία «ἐκ τῶν ἑβραίων ἐστιν» καί κηρύχτηκε στόν κόσμο στήν ἑλληνική γλώσσα. Πράγματι, τό νά εἶσαι Χριστιανός σημαίνει νά εἶσαι Ἕλληνας, ἐφόσον ἡ βασική μας αὐθεντία θά εἶναι γιά πάντα ἕνα ἑλληνικό βιβλίο, ἡ Καινή Διαθήκη. Τό χριστιανικό μήνυμα ἔχει διά παντός διατυπωθεῖ σέ ἑλληνικές κατηγορίες. Αὐτό μέ καμιά ἔννοια δέν σήμανε συνολική πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθαυτοῦ, ἀλλά ἀνατομία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τό παλιό ἔπρεπε νά πεθάνει, τό νέο ὅμως παρέμενε ἑλληνικό: ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός τῆς δογματικῆς μας, ἀπό τήν Καινή Διαθήκη μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ μᾶλλον μέχρι σήμερα. Προσωπικά εἶμαι ἀποφασισμένος νά ὑπερασπιστῶ αὐτή τή θέση, καί μάλιστα σέ δύο διαφορετικά μέτωπα: καί κατά τῆς ὄψιμης ἀναβίωσης τοῦ ἑβραϊσμοῦ, καί κατά ὅλων τῶν προσπαθειῶν ἐπαναδιατύπωσης δογμάτων σέ κατηγορίες σύγχρονων φιλοσοφιῶν, εἴτε γερμανικῶν, εἴτε δανέζικων, εἴτε γαλλικῶν (Χέγκελ, Χάϊντεγκερ, Κίρκεργκωρ, Μπέργκσον, Teilhard de Chardin), καί σέ κατηγορίες τοῦ ὑποτιθέμενου Σλαβικοῦ πνεύματος. Ἡ θέση μου, ὁμολογουμένως, χρειάζεται ἀκριβολογία καί ἀνάλυση, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος.

Τρίτο καί τελευταῖο, πρέπει νά θεολογοῦμε ὄχι γιά νά ἱκανοποιοῦμε τή διανοητική μας περιέργεια, θεμιτό καί ἄν εἶναι αὐτό, ἀλλά γιά νά ζοῦμε, νά ἔχουμε ζωή περισσή ἐν τῇ Ἀληθείᾳ, ἡ ὁποία, τελικά, δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν, ἀλλά ἕνα Πρόσωπο, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Στό ζήτημα αὐτό μόνο οἱ Πατέρες μποροῦν νά εἶναι σίγουροι καί ἀσφαλεῖς ὁδηγοί.

Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα πρόγραμμα. Εἶναι τό πρόγραμμα βάσει τοῦ ὁποίου ἐγώ πορεύτηκα στό λογικό μου ἐγχείρημα. Τώρα, μόνη μου ἐλπίδα εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί τίς προθέσεις μας

Τὰ Ψυχοσάββατα

Τιμόθεος Παπουτσάκης (Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης (+))


 



Γιά τήν βαρυσήμαντη ἔννοια πού ἔχουν τά ψυχοσάββατα, θά ποῦμε ἐδῶ λίγα λόγια.

Ἀπό τό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως καταλαβαίνομε πώς οἱ μέρες αὐτές εἶναι ἀφιερωμένες στούς νεκρούς, στίς ψυχές, στόν κόσμο τῶν πνευμάτων.

Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα πού βλέπομε νά ζεῖ, νά κινεῖται, νά ἐργάζεται, νά χαίρεται, νά ὑποφέρει, νά γηράσκει καί νά πεθαίνει. Εἶναι καί ἡ ψυχή ἡ ἀθάνατη, πού εὑρίσκεται ἑνωμένη μέ τό σῶμα, ὅσο ἐκεῖνο ζῆ. Ὅταν ὅμως πεθάνει τό σῶμα, ἡ ψυχή ζῆ, ὑπάρχει καί παραμένει ἀθάνατη. Εἶναι πνευματική ὑπόσταση, αἰώνια καί μεταφέρεται στόν ἀόρατο κόσμο τῶν πνευμάτων.

Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, σάν φιλόστοργη μητέρα, δέν εἶναι μόνο γιά ὅσους ζοῦν στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά καί γιά τά παιδιά της πού πέθαναν καί ἡ ψυχή των εὑρίσκεται στόν πνευματικό κόσμο.

Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι βασική ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Σάν συνέχεια αὐτοῦ τοῦ δόγματος εἶναι καί μία ἄλλη διδασκαλία στενά ἑνωμένη μέ τήν προηγούμενη. Εἶναι ἡ διδασκαλία περί τῆς ἀνταποδόσεως, τῆς κρίσεως. Ὁ Θεός θά κρίνει τούς ἀνθρώπους σύμφωνα μέ τά ἔργα των.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός καί ἔνοχος μπροστά στήν θεία δικαιοσύνη, γιά μικρές ἤ μεγάλες ἁμαρτίες. Τό σοβαρότερο καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά εὑρίσκεται πάντα ἕτοιμος γιά τήν ἄλλη ζωή.

Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται πάντοτε γιά τήν σωτηρία τῶν παιδιῶν της. Ἀγωνίζεται νά καταρτίζει ἁγίους, γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πολλοί ὅμως ἄνθρωποι πεθαίνουν μέ ὁρισμένες ἀτέλειες καί ρύπους, ὄχι γιατί ἦσαν ἄπιστοι καί ἀσεβεῖς, ἀλλά ἀπό ἀδυναμίες ἴσως νά ἦλθε καί ὁ θάνατος ξαφνικά καί ἔφυγαν ἀτελεῖς καί ἐλαττωματικοί στήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα.

Ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται βοηθός καί παρήγορος καί γι’ αὐτές τίς ψυχές. Παράδοση Ἀποστολική, ἀρχαία, νά προσφέρονται δῶρα καί προσφορές, κερά, λιβάνια, κανδήλια, ὑπέρ τῶν νεκρῶν. «Δεκτά γάρ ταῦτα Θεῷ καί πολλήν φέροντα τήν ἀντίδοσιν», λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «Ἄς φροντίσομε γιά τήν ὠφέλεια τῶν νεκρῶν μας. Ἄς τούς δώσομε τήν πρέπουσα βοήθεια, ἐλεημοσύνες καί προσφορές, γιατί αὐτό τούς δίδει πολλή ἀνακούφιση καί κέρδος καί ὠφέλεια. Γιατί αὐτά δέν νομοθετήθηκαν στήν τύχη ἀλλά ἀπό τούς πανσόφους Μαθητές καί Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου παρεδόθησαν στήν Ἐκκλησία, νά μνημονεύει ὁ ἱερέας πάνω στά ἄχραντα Μυστήρια τούς πιστούς πού ἐκοιμήθησαν», λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί προσθέτει πώς «ὅσοι λησμονοῦν καί ἀποφεύγουν νά τελέσουν τά νενομισμένα στούς νεκρούς των θά ἔχουν εὐθύνη καί ἁμαρτία».

Τά μνημόσυνα, λειτουργίες, ἐλεημοσύνες καί ὅσα ἄλλα γίνονται γιά τούς νεκρούς, ἔχουν μεγαλύτερη σημασία γιά κείνους πού πέθαναν σέ πολέμους, συμφορές καί καταστροφές, σέ ἐρημιές, σέ θάλασσες, μέ θανάτους διαφόρους, καί μάλιστα ὅταν δέν εἶχαν κανένα δικό τους νά ἐνδιαφερθῆ γιά τήν ψυχή των.

Ἡ Ἐκκλησία μνημονεύει «τῶν ἀπό περάτων κεκοιμημένων πατέρων καί ἀδελφῶν», γιατί γνωρίζει τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί ὅτι «νικᾶ τό φιλάνθρωπον».

Ἡ στοργή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς νεκρούς εἶναι καί μέγα μάθημα γιά τούς ζῶντες, γιατί τούς καλεῖ σέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός των, στήν μετάνοια καί στήν σταθερή προετοιμασία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς των στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.

Από την πλατεία: ΑΛΗΘΕΙΕΣ και ΛΥΣΕΙΣ που δεν θα σας πει κανείς

<<<
Από την πλατεία  Συντάγματος , που πολλοί προσπαθούν να υπονομεύσουν, να απαξιώσουν και να καπελώσουν, ακούγονται οι μεγάλες αλήθειες με αμεσοδημοκρατικό τρόπο...
Σας παρακαλώ, κάντε μια χάρη στον εαυτό σας και τα παιδιά σας, και ακούστε αυτό το βίντεο...
Αξίζει όσο όλα τα δελτία ειδήσεων του MEGA από την ίδρυση του μέχρι σήμερα....
(το είδαμε στην ΟΛΥΜΠΙΑ )

Η Κεφαλλονιά τίμησε την εορτή του Αγίου Παναγή

undefined
 Στις  7 Ιουνίου η εκκλησία μας  τιμά την κοίμηση (6-6-1888) και  την ανακομιδή (7-6-1976) των ιερών λειψάνων του νέου Αγίου της Ορθοδοξίας, Αγίου Παναγή, ο ονομαστός ως παπα- Μπασιάς. Φέτος η εορτή είχε άλλη οντότητα όπως αρμόζει σε έναν τόσο θαυματουργικό Άγιο. Την παραμονή της εορτής πραγματοποιήθηκε ιερά αγρυπνία προεξάρχοντος του πρωτοσύγκελου της Ιεράς μητροπόλεως μας π.Γερ.Φωκα στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα Ληξουρίου, όπου πλήθος λαού της πόλεως συμμετείχαν στην τόσο κατανυκτική ατμόσφαιρα που υπήρχε στο ναό. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας τελέσθηκε παράκληση του αγίου στον ίδιο ναό με την παρουσία του Μητροπολιτου Κεφαλληνίας κ. κ. Σπυρίδωνα,  και εν συνεχεία μεταφορά της εικόνος και των Ιερών Λειψάνων του Αγίου στον γειτονικό ναό του Αγίου Νικολάου Μηνιατών  (λόγω  του ότι ο ναός είναι πιο μεγάλος) για να τελεσθεί ο μέγας αρχιερατικός εσπερινός  με τη παρουσία πλήθος ιερέων και κόσμου.
            Την κυριώνυμο μέρα της εορτής χοροστατούντος του  μητροπολίτου Κεφαλληνίας κ. κ. Σπυρίδωνα, τελέσθηκε ο όρθρος και η πανηγυρική θεια λειτουργία. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας και για πρώτη φορά στη πόλη του Ληξουρίου έγινε λιτάνευση της εικόνος και των Ιερών λειψάνων του Αγίου Παναγή με τη συμμετοχή Ιερέων, προεξάρχοντος του  τη πρωτοσυγγέλου της Ιεράς μητροπόλεως μας π.Γερ.Φωκα, της Φιλαρμονικής Σχολής, του Β’ Δημοτικού σχολείου και των παιδιών με τις παραδοσιακές τοπικές ενδυμασίες, του 1ουσυστήματος Ναυτοπροσκοπων και του συλλόγου Δασοπυρόσβεσης και πλήθος λαού προς το κελί στο οποίο ζούσε ο Άγιος στο Ληξούρι και δια της παραλιακής οδού και της πλατείας επιστροφή στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος  και την ευλόγηση των άρτων στο κενοτάφιο του Αγίου. Η ημέρα έκλεισε με ένα σύντομο κήρυγμα του π.Γερ.Φωκα και εναπόθεση των Ιερών λειψάνων στον ασημένιο θρόνο του Αγίου. 
            Τέλος  ας ευχηθούμε να  μας προστατεύει ο Άγιος Παναγής, από τα δύσκολα χρόνια που διαβαίνουμε και ας είναι δίδαγμα η πορεία του για τον καθένα μας. (φωτο: Το Βήμα του πολίτη - Σάκης Βούτος)
  
undefined

«Το 1 προς 5 θα ισχύσει και για τους ιερωμένους του Ισλάμ στη Θράκη;»

Ερώτηση προς την υπουργό Παιδείας Δια Βίου Μάθησης κ. Άννα Διαμαντοπούλου, αναφορικά με την αναλογία διορισμών νέων ιερέων 1 προς 5 και αν αυτή θα εφαρμοστεί εκτός από τους ορθόδοξους ιερείς και στους ιερωμένους του Ισλάμ, κατέθεσαν οι βουλευτές του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού Α’ Αθηνών Θάνος Πλεύρης και Β’ Αθηνών Άδωνις Γεωργιάδης.

Η ερώτηση των βουλευτών του ΛΑ.Ο.Σ εχει ως εξής: «Όπως έχει γίνει γνωστό, το νέο πλαίσιο διορισμών δημόσιων λειτουργών θα διέπεται από την αναλογία μια πρόσληψη ανά πέντε ή δέκα συνταξιοδοτήσεις. Το μέτρο αυτό θα εφαρμοστεί όπως έχετε πει και αναφορικά με τους ιερωμένους, παρά τις αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί τόσο από τον ΙΣΚΕ, όσο και από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, διότι θα έχει ως αποτέλεσμα η ύπαιθρος χώρα να μην έχει ιερωμένους. Ειδικά στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης, πολλά χωριά παραμένουν χωρίς ιερείς, σε αντίθεση με τα μουσουλμανικά τεμένη που είναι υπερπλήρη ιερωμένων.

Ερωτάσθε, η αναλογία 1 προς 5, θα εφαρμοστεί και στους ιερωμένους του Ισλάμ, και αν όχι γιατί; Προτίθεστε λόγω της πληθυσμιακής κατάστασης που υφίσταται στην Θράκη, να υπάρξει εξαίρεση όσον αφορά τον εκεί διορισμό χριστιανών ιερωμένων»; (πηγή Χρόνος)

Ποια είναι και τι προσφέρουν τα ψυχοσάββατα ;

Η Εκκλησία μας έχει και δυο Ψυχοσάββατα στα οποία μνημονεύονται όλοι οι χριστιανοί από αρχής του κόσμου μέχρις εσχάτων. 


Το πρώτο Ψυχοσάββατο το όρισαν οι Πατέρες την Κυριακή προ τής Κρίσεως (Απόκρεω).
Αυτή τη μέρα ή Εκκλησία τελεί μνημόσυνα για τα παιδιά της πού πέθαναν σε ξένη γη, είτε στη Θάλασσα, είτε στην έρημο γη αυτούς δεν έχουν γίνει κανονικά μνημόσυνα και έχουν στερηθεί την ωφέλεια τους. Οι Θείοι Πατέρες κινούμενοι από φιλανθρωπία όρισαν να τελούνται μνημόσυνα όπερα όλων «των κεκοιμημένων», για να συμπεριλαμβάνονται και εκείνοι πού δεν τούς έγιναν ειδικά μνημόσυνα.
Για ποιο λόγω όμως διάλεξαν οι Πατέρες αυτό το Σάββατο; Επειδή θα τοποθετούσαν την επόμενη μέρα τη Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, ταιριαστά μνημονεύουν και τις ψυχές, για να παρακαλέσουν τον φοβερό Κριτή να χρησιμοποίηση τη συνηθισμένη του συμπάθεια και να τις κατάταξη στην απόλαυση πού τις υποσχέθηκε. 
 
Το δεύτερο Ψυχοσάββατο το τελεί η Εκκλησία μας εννέα μέρες μετά την Ανάληψη του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, δηλαδή το Σάββατο προ τής Πεντηκοστής. 
 
Στο μνημόσυνο αυτό ή ‘Εκκλησία μας μνημονεύει όλους τούς ευσεβείς κοιμηθέντες από Αδάμ μέχρι σήμερα. Προσεύχεται γι’ αυτούς και ζητά από το Χριστό πού αναλήφθηκε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Πατρός να τους αξίωση την ώρα τής Κρίσεως να δώσουν καλή απολογία σ’ Αυτόν πού θα κρίνει όλη τη γη. Να παρασταθούν στα δεξιά Του, στη χαρά, με το μέρος των δικαίων και στην φωτεινή τάξη των αγίων. Να γίνουν άξιοι κληρονόμοι τής Βασιλείας και δεν εύχεται μόνο για τούς Χριστιανούς, διότι δεν ήταν κανένας χριστιανός από Αδάμ μέχρι Χριστού, αλλά για όλους τούς ανθρώπους. Στο σημείο αυτό μπορεί να δη κανείς την αγάπη τής Εκκλησίας μας για όλο το ανθρώπινο γένος.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...