Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 24, 2011

ΠΩΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ;

Του Παναγιώτη Τελεβάντου
===========
Είδατε τι ωραία που οι Αγιοι της Εκκλησίας μας δίνουν την πνευματική - και όχι τη συνωμοσιολογική - διάσταση των πραγμάτων;
Αντί να δικαιολογούν τις συμφορές που πλήττουν την πατρίδα μας με την παρουσία ανάξιων αρχόντων - εκκλησιαστικών και κοσμικών - , κάνουν πραγματική εις βάθος διάγνωση της παθογένειας της κρίσεως.
ΕΜΕΙΣ φταίμε λένε οι Αγιοι όταν πλήττουν κακά την πατρίδα μας. ΟΧΙ κάποιοι ΑΛΛΟΙ, επειδή οι οποιοιδήποτε άλλοι οσονδήποτε ισχυροί και αν είναι, όσο κακές προθέσεις και αν έχουν, ουδέποτε θα μπορούσαν να μας βλάψουν, αν εμείς πορευόμαστε την οδό του Κυρίου.
Δυστυχώς τελευταία, με αφορμή την κρίση που περνά η πατρίδα μας, πολλοί τείνουν να αποδίδουν τα κακά που πλήττουν την πατρίδα μας πάντα σε κάποιες ξένες χώρες και σε ξένες δυνάμεις, σε σκοτεινούς κύκλους και σε παγκόσμιες λέσχες που απεργάζονται κακά για το ευλογημένο μας Γένος.
Ούτε λόγος γίνεται για τη δική μας αποστασία και για την ευθύνη μας για τις λανθασμένες επιλογές που κάνουμε ως άνθρωποι στην προσωπική μας ζωή ή ως πολίτες.
Πέραν της συνεχούς ανάγκης προσωπικής μετανοίας, που είναι και η πραγματική λύση όλων μας των προβλημάτων, υπάρχει και μια άλλη ευθύνη την οποία έχουμε, ως πολίτες, να ψηφίζουμε τους καλύτερους ή έστω τους λιγότερο κακούς άρχοντες, που μας κυβερνούν, με πνευματικά κριτήρια. Αυτούς που έχουν τη βούληση να βοηθήσουν την πατρίδα μας να διατηρήσει τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της αλώβητο. Αντί αυτού παρατηρείται το θλιβερό φαινόμενο να ψηφίζουμε αυτούς από τους οποίους ελπίζουμε να εξασφαλίσουμε ρουσφέτι ή αυτούς προς τους οποίους έχουμε προσδεθεί κομματικά.
Πολύ λίγο ενδιαφερόμαστε να ασκούμε πιέσεις προς τους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς μας άρχοντες για τις λανθασμένες επιλογές που κάνουν.
Την ημέρα των εκλογών πολλοί αρνούνται ακόμη και να ψηφίσουν, ενώ άλλοι δεν διστάζουν να ψηφίσουν αυτούς που έχουν ολέθριες απόψεις για τη διαχείριση των κοινών.
Και αφού αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί περιορίζονται να επικαλούνται ως αίτιους της κακοδαιμονίας μας τις σκοτεινές δυνάμεις, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, το ΔΝΤ, τον καπιταλισμό, το τραπεζιτικό σύστημα, το φιλελευθερισμό, τη μασωνία, το σιωνισμό και ότι άλλο για να καλύψουν τη δική τους ενοχή για την ανοχή του κακού ή και την απροκάλυπτη σύμπραξη μαζί του.
Παραθέτουμε στη συνεχεια την ειδηση που μας έδωσε την αφορμή για τη σύνταξη του πιο πάνω σχολίου.
*****
TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει οἱ “ἐλέῳ Θεοῦ” ἄρχοντές μας, νὰ εἶναι συχνὰ ΑΝΑΞΙΟΙ;
==============
. Γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει οἱ “ἐλέῳ Θεοῦ” ἄρχοντές μας, νὰ εἶναι συχνὰ ΑΝΑΞΙΟΙ; Καὶ ἂν εἶναι “ἐλέῳ Θεοῦ”, καὶ “τεταγμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ” κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, πῶς γίνεται νὰ εἶναι συχνὰ ἀνάξιοι; Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, μᾶς ἐξηγεῖ.
Ἐρώτησις: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι οἱ ἐξουσίες τοῦ κόσμου ἔχουν ταχθῆ ἀπὸ τὸν Θεό[2]. Πρέπει λοιπὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι κάθε ἄρχοντας ἡ βασιλεὺς ἢ Ἐπίσκοπος προχειρίζεται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό;
Ἀπόκρισις: Ὁ Θεὸς λέει στὸν Νόμο: «Θὰ σᾶς δώσω ἄρχοντας σύμφωνα μὲ τὶς καρδιές σας»[3]. Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μὲν ἄρχοντες καὶ οἱ βασιλεῖς ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμῆς προχειρίζονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι πάλι, ποὺ εἶναι ἀνάξιοι, προχειρίζονται κατὰ παραχώρησιν ἢ καὶ βούλησιν τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιο λαὸ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητός των. Καὶ ἄκουσε σχετικὰ μερικὲς διηγήσεις.
. Ὅταν εἶχε γίνει βασιλεὺς ὁ Φωκᾶς, ὁ τύραννος[4], καὶ ἄρχισε ἐκεῖνες τὶς αἱματοχυσίες μὲ τὸν Βόνοσο[5], τὸν δήμιο, ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολι, ἅγιος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σὰν νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε μὲ ἁπλότητα: «Κύριε, γιατί ἔκανες τέτοιον βασιλέα;» Καὶ τότε, ἀφοῦ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦλθε φωνὴ ἐκ Θεοῦ ποὺ ἔλεγε: «Διότι δὲν βρῆκα ἄλλον χειρότερο».
. Ὑπῆρχε καὶ κάποια ἄλλη πόλις στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος, ποὺ ἦταν γεμάτη παρανομία, τῆς ὁποίας οἱ πολίτες διέπρατταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ᾽ αὐτὴν λοιπὸν κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ἱπποδρόμου διεφθαρμένος στὸ ἔπακρον ἀπέκτησε ξαφνικὰ κάποια ψευδοκατάνυξι καὶ πῆγε καὶ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀλλ’ ὅμως καθόλου δὲν σταμάτησε τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνη ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως αὐτῆς. Τότε παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλι, γιὰ νὰ χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο τὸν πρώην ἄνθρωπο τοῦ Ἱπποδρόμου». Πῆγε λοιπὸν αὐτὸς καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ παρηγγέλθη. Ἀφοῦ λοιπὸν χειροτονήθηκε ὁ προαναφερθεὶς πρώην ἢ μᾶλλον ἔτι φαυλόβιος, ἄρχισε μὲ τὸν νοῦ του νὰ φαντάζεται ὅτι κάτι εἶναι καὶ νὰ ὑψηλοφρονῆ. Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Γιατί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Σοῦ λέω ἀλήθεια ὅτι δὲν ἔγινες Ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ ἤσουν ἄξιος γιὰ ἱερωσύνη, ἀλλὰ γιατί αὐτῆς τῆς πόλεως τέτοιος Ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε».
. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἂν ποτὲ δῆς κάποιον ἀνάξιο καὶ πονηρὸ βασιλέα ἢ ἄρχοντα ἢ Ἐπίσκοπο, μὴν ἀπορήσης, μήτε νὰ κατηγορήσης τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μᾶλλον μάθε ἀπ’ αὐτὸ καὶ πίστευε ὅτι παραδιδόμεθα σὲ τέτοιους τυράννους ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, κι ὅμως πάλι δὲν ἀφήνουμε τὰ κακά μας ἔργα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις περὶ διαφόρων κεφαλαίων ἐκ διαφόρων προσώπων, Ἐρώτησις ιϛ´, PG 89, 476Β – 477Α.
2. Ρωμ. ιγ´ 1
3. παράβ. Ἱερεμ. γ´ 15.
4. Φλάβιος Φωκᾶς: αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου (602-610), περιβόητος γιὰ τὴν σκληρότητα καὶ ἀκολασία του.
5. Βόνοσος ἢ Βόνωσος: λογοθέτης (ὑπουργὸς) ἐπὶ Φλαβίου Φωκᾶ
ΠΗΓΗ:
Χριστιανική Βιβλιογραφία,
Περιοδικὸ «Ἁγιορείτικη Μαρτυρία» τ 7, Μάρτ. – Μάιος 1990, σελ. 98-99,
http://hristospanagia3.blogspot.com/

Η ἐξορία τοῦ κόσμου τούτου κι ἡ ἐλπίδα στό Θεό

Τσιρόπουλος Κώστας



Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ξένοι καί παρεπίδημοι στόν κόσμο αὐτό. Ἀλλά ἡ γοητεία τῆς ζωῆς αὐτῆς καί οἱ πειρασμοί μᾶς κρύβουν ἀπό τά μάτια τῆς ψυχῆς τήν μέγιστη αὐτή ἀλήθεια καί μᾶς προσκολλοῦν σέ πρόσωπα καί πράγματα, σέ ἔργα τῆς ματαιότητας. Ὁ ἀληθινός ὅμως χριστιανός ἔχει κατανικήσει, κατανικᾶ ἀδιάκοπα, μέ πόνους καί στερήσεις τή μαγεία τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ κόσμου γιά ν’ ἀφοσιωθεῖ στό Χριστό. Ἐκεῖνος μονάχα ἀγωνιζόμενος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ ζωή αὐτή εἶναι μιὰ ἐξορία γιά τόν πιστό, ἕνας τόπος δοκιμασιῶν πικρίας καί πώς ἡ ἀληθινή του πατρίδα εἶναι ἡ ἄλλη ζωή• εἶναι ὁ Θεός πού μέ τήν ἀγάπη καί τή Χάρη του κρατᾶ τή χριστιανική ψυχή ὀρθή καί ἀνθεκτική. Ἔχει δικαίωμα κι ὁ χριστιανός νά ζήσει νά χαρεῖ τή ζωή αὐτή ἀλλά χωρίς ν’ ἀφοσιωθεῖ, χωρίς νά περιμένει τίποτε ἀπό τόν ἐδῶ κόσμο. Ἡ ἐλπίδα του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀφοσίωσή του εἶναι σταθερά δοσμένα στό Θεό. Καί χωρίς Αὐτόν, ἡ ζωή εἶναι ἔρημος καί ἐξορία.


Στή «Μίμηση τοῦ Χριστοῦ». τοῦ Τόμας Κέμπις, διαβάζουμε: «Ὅπου βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, ὅλα πηγαίνουν καλά καί τίποτε δέ φαίνεται δύσκολο. Ἀπ’ ὅπου ὅμως ἀπουσιάζει, ὅλα εἶναι ὀχληρά καί κουραστικά. Κάθε λογῆς παρηγοριά εἶναι χωρίς ἀξία, ἄν ἡ φωνή τοῦ Ἰησοῦ δέν φθάνει ὡς μέσα μας. Ὡστόσο, καί μία μονάχα λέξη του εἶναι ἀρκετή νά μᾶς παρηγορήσει ἀπόλυτα. Δέ σηκώθηκε ἀμέσως ἡ Μάρθα ἀπό τόν τόπο ὅπου ἔκλαιγε ὅταν ἡ Μαρία τῆς εἶπε: ὁ Διδάσκαλος πάρεστι καί φωνεῖ σε.; Μακαρία ἡ ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς σέ προσκαλεῖ ἀπό τά δάκρυα στήν πνευματική χαρά. Πόσο στεγνή καί ἄγονη εἶναι ἡ ζωή σου χωρίς τόν Ἰησοῦ! Καί πόσο ἀνώφελο καί μάταιο νά ζητᾶς ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τόν Ἰησοῦ! Εἶναι μεγαλύτερη ζημιά, παρά ἄν εἶχες κι ἔχανες ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τί μπορεῖ τάχα νά σοῦ δώσει ὁ κόσμος χωρίς τόν Ἰησοῦ; Χωρίς αὐτόν ἡ ζωή εἶναι μία κόλαση ἀνυπόφορη. Μέ τόν Ἰησοῦ, εἶναι παράδεισος τερπνός».


Χωρίς τό Χριστό ἡ ζωή δέν θά εἶχε κανένα νόημα. Ἐκεῖνος ἀρδεύει τή ψυχή μέ τίς δωρεές τῆς ἀγάπης του, τήν κάνει ἱκανή ν’ ἀκούει τό θέλημά του καί νά ὑποτάσσεται. Καί νά μή ἐλπίζει, παρά μονάχα σ’ Αὐτόν. Ἔτσι, ἡ ζωή αὐτή φαίνεται ἀληθινή ἐξορία. Γιατί ἡ ἕνωση ἀγάπης τῆς ψυχῆς μέ τόν Κύριό της κάθε τόσο κινδυνεύει, κάθε τόσο διακόπτεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. Γιατί κάθε τόσο, ἡ γοητεία τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἐφορμᾶ καί ζητεῖ νά πλανέψει τή ψυχή, νά τήν ὑποδουλώσει στά ἐγκόσμια, νά σβήσει ἀπό μέσα της τόν ἀκοίμητο λύχνο τῆς ἐλπίδας της στό Θεό.

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει: «Οἱ Χριστιανοί σά νήπια νιώθουν καί κοιτάζουν τόν κόσμο κατά τό μέτρο τῆς χάρης, γιατί εἶναι ξένοι πρός αὐτό τόν κόσμο, καί ἡ πόλη καί ἡ ἀνάπαυσή τους εἶναι ἄλλη. Γιατί ἔχουν οἱ χριστιανοί τή παρηγοριά τοῦ πνεύματος, δάκρυα καί πένθος καί στεναγμό, καί αὐτά τά δάκρυα εἶναι χαρά γι’ αὐτούς. Ἔχουν καί φόβο καί χαρά κι ἀγαλλίαση. Κι ἔτσι, εἶναι σάν ἄνθρωποι πού κρατᾶνε στά χέρια τούς τό αἷμα τους τό ἴδιο, μή ἔχοντας θάρρος στόν ἑαυτό τους εἴτε νομίζοντας πώς εἶναι κάτι τι, ἀλλά ὄντας παραπεταμένοι καί παραριγμένοι περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτός ὁ κόσμος πού φαίνεται μέ τά μάτια, ἀπό τόν ἄρχοντα ὡς τό φτωχό, βρίσκεται σέ θόρυβο, σέ ἀκαταστασία καί σέ πόλεμο, καί κανένας ἀπό αὐτούς δέν ξέρει τήν αἰτία, δηλαδή, πώς τό κακό μπῆκε στό κόσμο μέ τή παρακοή, τό κεντρί τοῦ θανάτου».


Εὐτυχῶς πού σέ αὐτή τή σκληρή ἐξορία πού ζοῦν, ἔχουν οἱ Χριστιανοί τήν παρηγοριά τοῦ Πνεύματος. Γιατί οἱ πίκρες πού περνοῦν εἶναι βαθιές καί ἔντονες. Οἱ ἀπογοητεύσεις πού γεύονται ἀπό τήν κακία, τήν ὑποκρισία, τό φθόνο καί τήν ἀφιλία τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται κοντά τους, ἀκόμα καί τῶν συγγενῶν τους, θά τούς εἶχαν βυθίσει σέ δεινή ἀπελπισία. Ἀλλά νά, πού ὁ Θεός ρίχνει πλούσιο κι ἐγκαρδιωτικό φῶς στά στήθη τους, τούς παρηγορεῖ, ἐπιδένει τίς πληγές τους καί τούς μαθαίνει τό μέγιστο μάθημα• τό μάθημα τῆς ματαιότητας τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς ξενιτιᾶς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, τό μάθημα τό μυστικό τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν πάντων. Ἡ μέσα τους πίκρα, ἡ θλίψη καί ἡ ἀποκαρδίωση γίνεται γλυκύς καρπός ἀγάπης καί ἀφοσίωσης πρός Αὐτόν.

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἔγραφε: «Βρισκόμαστε κι ἐμεῖς στήν κατάπικρη ἔρημο τῆς Μερράν. Στό τόπο δηλαδή τοῦ πόνου. Ποιός, λοιπόν, Μωϋσῆς ὑπάρχει καί γιά μᾶς πού νά προσπέσουμε στά πόδια του καί νά τοῦ ἐξομολογηθοῦμε τό καημό καί τή δυστυχία μας; Ποιός εἶναι ὁ μεσίτης πού θά παρακαλέσει καί γιά μᾶς τόν Κύριο; Μέ ποιό τρόπο θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γλυκάνουμε τό πικρό φαρμάκι ποὺ ποτιζόμαστε; Ποῦ θά βρεθεῖ καί γιά μᾶς, ὅπως τότε γιά τούς Ἑβραίους, μιὰ χώρα δροσόλουστη καί κατάρρυτη σάν τήν Αἰλείμ, πού νά μᾶς παρηγορήσει καί νά μᾶς ξεκουράσει; Διψοῦν οἱ Χριστιανοί στή ζωή μας αὐτή τά γλυκύτατα νάματα τοῦ θείου λόγου, μά δέν βρίσκουνε τρεχούμενες πηγές γιά νά πιοῦνε καί νά σωθοῦνε. Ὅπου καί νά πᾶνε, ὅπου καί νά γυρίσουνε τά μάτια τους, βλέπουν μπροστά τους αὐτή τή Μερρὰν καί τά πικρά νερά της νά κυλοῦνε. Νερά φαρμακερά, πού φέρνουνε τήν ἀρρώστια καί τό θάνατο. Ἄν βγοῦν στήν ἀγορά, δέν ἀκοῦνε παρά ψέματα καί λόγια πανούργα. Καί δέ βλέπουμε τίποτε ἄλλο παρά πλεονεξία καί φιλοχρηματίες. Ἄν πάλι πλησιάσουνε στ’ ἀρχοντικά, δέ μαθαίνουν καί δέ διδάσκονται παρά ραδιουργίες καί σοφιστεῖες, καί ἁρπαγές, καί ἀδικίες. Κι ἄν μποῦνε σέ φτωχικά σπίτια κι ἐκεῖ παραδείγματα φαυλότητας καί ἄτακτης ζωῆς… Ἐπιστάτα! ποῦ νά πορευθοῦμε; σύ μπορεῖς νά μᾶς πεῖς λόγια αἰώνιας ζωῆς, Ἄνοιξε, λοιπόν, τίς πηγές τῆς σωτηρίας καί δρόσισε τή φλογερή μας δίψα γιατί καιγόμαστε καί δέν ἀντέχουμε πλέον οἱ δυστυχισμένοι».


Ἀφοῦ ἀρκετά ἐξαπατηθοῦν ἀπό τό κόσμο καί πικραθοῦν, καί πληγωθοῦν ἐσωτερικά, πρέπει οἱ χριστιανοί νά τό πάρουν ἀπόφαση: νά μή περιμένουν σχεδόν τίποτα ἀπό τό κόσμο αὐτό, ἀλλά νά περιμένουν τά πάντα ἀπό τό δωρεοδότη Κύριο. Στό τόπο αὐτό τῆς ἐξορίας πού εἶναι ἡ ζωή αὐτή, θά βασανιστοῦν, θά πειρασθοῦν, θά ἀπομείνουν μονάχοι, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀντέξουν ὅλους αὐτούς τούς πειρασμούς, ν’ ἀπαρνηθοῦν τ’ ἀγαθά τῆς φθαρτῆς αὐτῆς ζωῆς γιά νά κερδίσουν τήν ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στόν «Λειμώνα» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου διαβάζουμε: «Κάποιος ἀββᾶς, μᾶς διηγήθηκε καί μᾶς εἶπε: Ἄκουσα ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννη τόν Μωαβίτη ὅτι ἔμενε στήν Ἁγία Πόλη μιὰ μονάστρια πού ἦταν πολύ εὐλαβική καί πρόκοβε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τή φθόνησε λοιπόν ὁ διάβολος τήν ἁγία αὐτή κόρη κι ἔβαλε σ’ ἕνα νέο, σατανικό ἔρωτα γι’ αὐτή. Ἡ θαυμαστή ὅμως ἐκείνη κόρη, ὅταν εἶδε τήν ἐπιβολή τοῦ διαβόλου καί τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τοῦ νέου ἐξαιτίας της, πῆρε ἕνα ζεμπίλι μέ βρεγμένα κουκιά καί τράβηξε στήν ἔρημο γιά νά γλυτώσει καί τή ψυχή τοῦ νέου ἀπό τόν πονηρό, καί τόν ἑαυτό της στήν ἀσφάλεια τῆς μοναξιᾶς. Ὕστερα ἀπό πολλά λοιπόν χρόνια -ἀπό οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί γιά νά μή ἀπομένει ἄγνωστη ἡ ἐνάρετη πολιτεία της- τήν εἶδε ἕνας ἀναχωρητής στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη καί τῆς εἶπε:

– Τί κανείς μητέρα μου, μέσα σ’ αὐτή τήν ἐρημιά;

Κι αὐτή, ἐπειδή ἤθελε ν’ ἀποφύγει νά πεῖ τήν ἀλήθεια στόν ἀναχωρητή, τοῦ ἀποκρίθηκε:

-Συγχώρεσέ με, πατέρα μου, γιατί ἔχασα τό δρόμο μου. Κάνε ὅμως, γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔλεος καί δεῖξε μου τή στράτα.


Αὐτός ὅμως πού ἀπό φώτιση τοῦ Θεοῦ κατάλαβε τήν ἀλήθεια, τῆς εἶπε:


-Οὔτε τή στράτα σου ἔχασες, οὔτε καί ζητᾶς ἄλλο δρόμο. Πές μου μέ εἰλικρίνεια, τήν ἀφορμή πού σ’ ἀνάγκασε νάρθεις ἐδῶ.


Κι ἐκείνη τότε ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια. Κι ὁ Γέροντας τήν ξαναρώτησε:


- Καί πόσο καρό ἔχεις ἐδῶ;


Κι αὐτή τοῦ ἀπάντησε:

-Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δεκαεφτά χρόνια.


Καί τῆς ξαναλέει ὁ ἀναχωρητής:

-Ἀπό ποῦ βρίσκεις τροφή;

Τότε αὐτή τούδειξε τό ζεμπίλι καί εἶπε:

-Κοίταξε αὐτό τό ζεμπίλι πού εἶναι μπροστά σου. Μέ συντρόφευσε ἀπό τότε πού ἦλθα μέ τά λιγοστά αὐτά βρεχτοκούκια. Κι ὁ ἅγιος Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι γιά μένα τήν ταπεινή, ὥστε χρόνια τώρα ὁλόκληρα τρώγω ἀπό αὐτά κι ὅμως δέ λιγόστεψαν. Καί μάθε ἀκόμα, Πατέρα μου, καί τοῦτο: ὁ Πανάγαθος Θεός μέ σκέπασε μέ τέτοιο τρόπο πού στά δεκαεφτά αὐτά χρόνια εἶναι σήμερα ἡ πρώτη φορά πού μέ βλέπει ἀνθρώπου μάτι. Ἐγώ ὅμως τούς ἔβλεπα ὅλους.


Κι ὁ ἀναχωρητής δόξασε τό Θεό».


Μέ τέτοια θαυμαστή δύναμη ἀπάρνησης ζοῦσαν ἄλλοτε οἱ χριστιανοί. Ἤξεραν πολύ καλά πόσο ἄξενη γιά τά πνευματικά πετάγματα εἶναι τούτη ἡ ζωή, τούς εἶχαν ποτίσει πίκρα καί πόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἐκεῖνοι εἶχαν ἀποφασίσει κι εἶχαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ προετοιμαστεῖ νά ὑποστοῦν αὐτή τήν ἐξορία, κι ἀκόμη περισσότερες θυσίες νά προσφέρουν γιά νά μπορέσουν νά συζήσουν μυστικά μέ τό Θεό. Ἐκεῖνος ἦταν ἡ σταθερή τους ἐλπίδα, τό μοναδικό φῶς μέσα στή μαύρη καί χαμηλή ζωή τοῦ κόσμου τούτου. Σήμερα, αὐτό τό πνεῦμα ὅλο καί περισσότερο σπανίζει ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Συμφιλιωμένοι μέ τόν κόσμο, λένε πώς πιστεύουν στό Χριστό, πώς εἶναι δικοί Του, ἀλλά λαχταροῦν τά ἐγκόσμια πράγματα, ἐνδιαφέρονται γιά τιμές, γι’ ἀξιώματα καί γιά πλούτη, μέ τήν ἴδια μανία πού δείχνουν γι’ αὐτά τ’ ἀπατηλά πράγματα οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ἄλλοτε, τά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕτοιμα ν’ ἀναχωρήσουν τήν κάθε στιγμή ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Σήμερα, χωρίς νά τό λένε, μέ τά ἔργα τους, δείχνουν πώς ἔχουν μυστικά συμμαχήσει, ἐνδιαφερόμενοι γιά τόν ἔπαινο τῶν πολλῶν, ἐνῶ ὁ Κύριος βροντοφωνεῖ ὅτι ἀφοῦ Ἐκεῖνον μίσησε ὁ κόσμος, δέ μπορεῖ παρά νά μισήσει καί τούς ὀπαδούς Του.

Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔγραφε: «Ὅποιος ἀξιώθηκε ν’ ἀγαπήσει τό Θεό, δηλαδή ν’ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Θεό, χωρίζει ἀπό τόν κόσμο, ἐπειδή δέν παραδέχεται τή σοφία του κι ὁ κόσμος τόν μισεῖ καί τόν κοροϊδεύει. Τόν βγάζει τρελό γιά νά μή χάσει τήν πίστη του στή δική του λογική καί νιώσει τή δική του ἀθλιότητα. Ἔτσι θά γίνεται στόν αἰώνα, γιατί δέ θά ξημερώσει ποτέ ἡ μέρα πού θά καταλάβει ὁ κόσμος πώς αὐτοί οἱ τρελοί δέν εἶναι τρελοί γιατί τότε θά ἔρθει στή γῆ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή δέ θά ὑπάρχει κανένας πονηρός γιά νάναι καί τά μάτια τοῦ πονηρά ἀλλά ὅλοι θάναι ἀθῶοι σάν παιδιά. Μά τοῦτο δέν θά γίνει ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὅπως εἶπε τό ἀλάθευτο στόμα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός μιλᾶ στούς ἀνθρώπους ἁπλά καί καθαρά, κι ἐμεῖς οἱ πονηροί κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Μᾶς ἐξαγόρασε μέ τόν θάνατό του, μᾶς ἀνάγγειλε τήν αἰώνια ζωή καί μᾶς δίδαξε νά ἑτοιμάσουμε τόν ἑαυτό μας γι’ αὐτή, κι ἐμεῖς γυρίσαμε τή διδαχή του στά δικά μας θελήματα καί δέν πάψαμε νά πιστεύουμε μονάχα σέ τούτη τή ζωή»,


Ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής: στό κόσμο αὐτό θά ἔχουμε θλίψεις, θά ζοῦμε σ’ ἐξορία, θά μᾶς μισοῦν καί θά μᾶς καταδιώκουν. Πρέπει νά σφίγγουμε τή καρδιά μας, ν’ ἀντέχουμε τίς δοκιμασίες χωρίς νά ἐκπλησσόμαστε, χωρίς ν’ ἀδημονοῦμε, ἀκόμα κι ὅταν πρόκειται γιά δοκιμασίες καί πίκρες ἀπροσδόκητες, πού προέρχονται ἀπό «ἐν Χριστῷ» ἀδελφούς μας, ἀπό ἐκείνους πού θά ἔπρεπε νά μᾶς βοηθούv μέ τήν ἀγάπη καί τήν εὐλογητή ἐπιείκειά τους. Ὁ κόσμος αὐτός εἶναι ἔρημος καί μοναξιά. Καί μονάχα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τήν ἀντοχή νά ζοῦμε, ν’ ἀγαποῦμε τούς ἄλλους καί μάλιστα τούς ἐχθρούς μας, νά πράττουμε τό καλό, ὁ καθείς κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς πού ἔλαβε, καί νά προσκαρτεροῦμε τήν ὥρα πού θ’ ἀστράψει ἐμπρός μας ὁ Θεός σέ ὅλη του τή δόξα.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐπειδή ὁ Θεός τῶν θεῶν καί ὁ Κύριος τῶν κυρίων ἔκαμε τή ψυχή σου γιά κατοικία καί ναό ἰδικόν του, πρέπει νά τήν ἔχεις εἰς τόσον μεγάλη τιμήν ὅπου νά μή τήν ἀφήσεις νά χαμηλώσει καί νά ἀποκλίνει εἰς ἄλλα πράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ ἐλπίδες σου ἄς εἶναι πάντοτε εἰς τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἄν δέν εὕρη τήν ψυχήν, δέν θέλει ἔλθη νά τήν ἐπισκεφθῆ. Αὐτός τήν θέλει μοναχήν ἀπό λογισμούς, καί ὅσον ἠμπορεῖ μοναχήν παντελῶς ἀπό ἐπιθυμίας καί πολύ περισσότερον, μοναχήν ἀπό τήν ἰδίαν της θέλησιν… Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία τῆς καρδίας καί μοναξιά• τό νά μή δεσμεύεται μέ τόν νοῦν ἤ τήν θέλησιν εἰς κανένα πράγμα. Λοιπόν, ἄν δώσης εἰς τόν Θεόν τήν ψυχήν σου οὕτω λελυμένην, ἐλευθερίαν καί μοναχήν, θέλεις ἴδη θαύματα ὅπου αὐτός θέλει ἐνεργήση εἰς αὐτήν».


Ὅσο ἐνδιαφέρει τόν αὐθεντικό χριστιανό ὁ κόσμος, οἱ χαρές τοῦ κόσμου, τά ἀγαθά τῆς ζωῆς αὐτῆς, τόσο καί ἡ ψυχή τοὒ δεσμεύεται ἀπό τή γοητεία τῶν πρόσκαιρων καί χάνει τήν ἐλευθερία ἐκείνη πού τήν ὠθεῖ πρός τό θρόνο τοῦ Κυρίου της. Ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καί ἡ καρδιά σου, λέει τό Εὐαγγέλιο. Χρειάζεται, λοιπόν, μακρυά ἀπό συναισθηματισμούς καί ρηχές, ἀνούσιες ἠθικολογίες, ν’ ἀναρωτηθεῖ γενναῖα ὁ χριστιανός ποῦ βρίσκεται στ’ ἀλήθεια ὁ θησαυρός του: στή ζωή αὐτή, στίς τιμές, στό χρῆμα, στή δόξα, στίς ἡδονές ποῦ προσφέρει ὁ κόσμος, ἤ ψηλά, στόν οὐρανό; Τόν οὐρανό, τό Θεό πού τόν γεμίζει μέ τό μεγαλεῖο του, δέ μπορεῖ κανείς νά τόν κατακτήσει ἄν δέν ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ τά ἐγκόσμια, ἄν δέν ἀντικρύσει τή ζωή αὐτή ὡς ξένος, ὡς ἐξόριστος, Ὅσο ὁ χριστιανός κερδίζει στό κόσμο αὐτό, τόσο χάνει στόν ἄλλο. Κι ὅσο ἀποξενώνεται ἀπό αὐτόν ἐδῶ τό κόσμο, τόσο περισσότερο προσεγγίζει ψηλά, στό Θεό, στήν ἀληθινή του πατρίδα.

Ἡ Ἱερωσύνη, οἱ Ποιμένες καὶ τὰ προσόντα αὐτῶν

Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)


 
undefined



α) Ἡ φύσις καὶ ἀποστολὴ τῆς Ἱερωσύνης.

Τὴν εὐθύνην καὶ τὸ λειτούργημα τῆς διαποιμάνσεως τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναλαμβάνουν διὰ τῆς χειροτονίας των οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Πρεσβύτερος καὶ ὁ τούτων βοηθὸς ἐν τῇ διακονίᾳ τῶν Μυστηρίων διάκονος (ιη΄ τῆς Α΄ ), χαρακτηριζόμενοι καὶ ὡς «προεστῶτες» αὐτῆς (α΄ Ἀντιοχ.).


Οἱ ἱ. Κανόνες διακρίνουν τάς ἑξῆς τάξεις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ: Ἱερωμένους ἤ ἱερατικοὺς (ἐπισκόπους – πρεσβύτερους – διακόνους), κληρικοὺς (ὑπηρέτας – ψάλτας – ἐφορκιστάς – θυρωροὺς – ἀναγνώστας), (κδ΄ Λαοδ.) καὶ λαϊκοὺς (οζ΄ ΣΤ΄, κζ΄ Λαοδ.). Πρὸς τούτοις ἕτεροι κανόνες προσθέτουν καὶ τοὺς ἀσκητάς. Ἡ διάκρισις αὕτη δὲν εἶναι ὀντολογική, καθ’ ὅσον πάντες διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν ἁγίων Μυστηρίων κοινωνοῦν τῆς θείας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμενοι μέτοχοι τῆς σωζούσης χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας Του, καὶ διάκονοι τοῦ θελήματός Του καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλὰ λειτουργικὴ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας διακονίας ἑκάστου εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.


Τὸ ἱερατικὸν λειτούργημα ἀποτελεῖ «Θεοῦ δωρεάν» καὶ «χάρισμα» (στ΄ Μεγαλ. Βασιλείου), δωρηθὲν παρὰ τοῦ Σωτῆρος («παρ’ ἐμοῦ φησίν, ἐδέξασθε τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα» Ἐγκυκλ. Ἐπιστ. Γενναδίου Κων/λεως) μὴ ἐξαρτώμενον ἐκ τῆς δικαιοσύνης τοῦ λαμβάνοντος αὐτό, ἤ ἐκ τῆς κοινότητος ἀντιπροσωπευτικῶ δικαίῳ ἤ ἀκόμη καὶ ἐκ τοῦ χειροτονοῦντος, ὅστις δὲν ἐνεργεῖ ἐξ ἰδίας ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς ἐντελοδόχος τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, καὶ «δώσει λόγον τῷ πάντων κριτῆ» (β’ Κυρίλλου). Διὰ τοῦ διδομένου χαρίσματος ὁ ποιμὴν ἰκανοῦται ἵνα ποιμάνη τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ἱερωσύνη χαρακτηρίζεται ὡς «θεία» (ι΄ Σάρδ.) ἤ ὡς «τὸ θεῖον καὶ σεβάσμιον ὄνομα τῆς ἱερωσύνης» (κ΄ Σάρδ.).


Ὡς χάρισμα ἡ ἱερωσύνη εἶναι συνέχεια καὶ μετοχὴ εἰς τὴν μίαν καὶ μοναδικὴν ἱερωσύνην τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔχει δωρηθῆ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰς μόνον ἱερεὺς ὑπάρχει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οἱ δὲ «ἄνθρωποι ἱερεῖς» τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες» (Κανὼν Καρχηδόνος).


Λειτουργοί της ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ πρώτον λόγον οἱ ἐπίσκοποι, διό καὶ ὡς ἱερεῖς ἤ «τοῦ Θεοῦ ἱερεῖς» εἰς τοὺς ἱεροὺς Κανόνας χαρακτηρίζονται κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι, (μθ’, ξδ’, πα’ Καρθαγ.). Ὁ ἱερατικὸς χαρακτὴρ τοῦ λειτουργήματος τῶν ἐπισκόπων πιστοῦται ἐκ τῆς προεδρικῆς αὐτῶν θέσεως εἰς τὸ μυστήριόν τῆς θείας Εὐχαριστίας («προεστάναι θείου θυσιαστηρίου» α΄ Κυρίλλου), ὅπερ εἶναι καὶ τὸ κεντρικὸν καὶ συστατικόν της Ἐκκλησίας Μυστήριον. Ἐντεῦθεν καὶ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπεύθυνος διὰ τὴν μετάδοσιν «τῆς προσφορᾶς» (ιγ’ Α΄ ), τὴν ἐπιβολὴν καὶ διακανονισμὸν τῶν ἐπιτιμίων τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τῆς θείας κοινωνίας, τὴν ἀποδοχὴν τῶν μετανοούντων (ιβ΄ Α΄) καὶ ἀποκατάστασιν αὐτῶν εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν, ὡς καὶ τὴν χειροτονίαν τῶν λειτουργῶν τῶν θείων Μυστηρίων.


Ἡ μοναδικὴ αὐτὴ ἱερατικὴ «λειτουργία καὶ φροντὶς τοῦ λαοῦ» (λστ’ Απ.) καθιστᾶ τούς ἐπισκόπους «ἰθυντάς» ἤ «καθηγητάς» (νγ’ Καρθαγ.), «ἐπιστάτας τῶν τοῦ Σωτῆρος ποιμνίων», «ποιμένας» («τῆς ἀρχιερωσύνης, δι’ ἥς ποιμαίνειν ἐτάχθησαν», ἰστ’ ΑΒ’ ). Οὗτοι εἶναι οἱ «οἰκονομοῦντες» τάς Ἐκκλησίας (στ’ Β ). Ὡς οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ οἱ ποιμένες δέον νὰ ἔχουν βαθείαν συνείδησιν, ὅτι δὲν ἀσκοῦν ἰδὶαν ἐξουσίαν, ὡς χαρακτηριστικῶς διδάσκει καὶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «ὁ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστὸς τις εὑρεθῆ. Τουτέστιν, ἵνα μὴ τὰ δεσποτικὰ σφετερίσηται, ἵνα μὴ ὡς δεσπότης ἐαυτῶ ἐκδικῆ, ἀλλ’ ὡς οἰκονόμος διοικῆ. Οἰκονόμου γὰρ τὸ διοικεῖν τὰ ἐγκεχειρισθέντα καλῶς. Οὒχ αὐτῶ λέγειν εἶναι τὰ δεσποτικά, ἀλλὰ τουναντίον τοῦ δεσπότου τὰ ἑαυτοῦ». Εἶναι ἐπίσης τὰ κέντρα ἑνότητος τῶν ὧν προΐστανται Ἐκκλησιῶν, ὡς εἰκόνες καὶ τύποι καὶ εἰς τόπον Θεοῦ, ἔχοντες τὴν φροντίδα πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων» «ὡς τοῦ Θεοῦ ἐφορῶντος» (λη’ Ἀποστ.).


Ἐντεῦθεν κατανοεῖται καὶ ἡ ἀπαίτησις τῶν Κανόνων περὶ ὑπάρξεως ἑνὸς μόνον ἐπισκόπου ἐν ἑκάστῃ ἐπισκοπῆ. Περισσότεροί του ἑνὸς ἐπίσκοποι θὰ ἐσήμαινε διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ὀργανώσεως τῶν μελῶν αὐτῆς περὶ δυὸ ἤ καὶ περισσοτέρους ἐπισκόπους, κέντρα ἑνότητος. (ιε΄ Ζ΄, η΄ Α΄, ιστ΄ τῆς ΑΒ΄).


Τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ μετέχουν καὶ οἱ πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες καὶ συνδιοικοῦντες μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου τάς ἐπισκοπάς ἐν ταῖς ἐνορίαις. Οὗτοι ἀξιοῦνται ὡσαύτως «καθέδρας» καὶ «προεδρίας» συμμετέχοντες τοῦ χαρίσματος καὶ τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκόπου διό καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τῶν Κανόνων διὰ τὰ καθήκοντα τῶν πρεσβυτέρων ἐν πολλοῖς συμπίπτουν μὲ τάς ἀφορώσας τοὺς ἐπισκόπους.


Ὁ ἐπίσκοπος, ὡς κέντρον ἑνότητος καὶ ζῶσα εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑκάστῃ τοπικὴ Ἐκκλησία, μόνος αὐτὸς κέκτηται τὸ δικαίωμα τοῦ χειροτονεῖν τοὺς λειτουργούς τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δικαίωμα τοῦτο καθιστᾶ τὸν ἐπίσκοπον τὸ μοναδικὸν κέντρον ἑνότητος.


Ὁ ἐπίσκοπος συνάπτει οἰονεί γάμον μετὰ τῆς λαχούσης αὐτῶ ἐπισκοπῆς διό καὶ οὗτος ὀφείλει ὅπως μὴ ἐγκαταλείπη «τῆς αὐθεντικῆς αὐτοῦ καθέδρας» καὶ «μὴ ἀμελεῖν τῆς φροντίδος καὶ τῆς συνεχείας τοῦ ἰδίου θρόνου» (οα΄ Καρθαγ.). Ἡ δὲ μετάθεσις ἐπισκόπου θεωρεῖται πνευματικὴ μοιχεία.


Οἱ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι διὰ τῆς χειροτονίας των συνδέονται μετὰ Ναοῦ πόλεως, ἤ κώμης, ἤ Κοιμητηρίου, ἤ Μαρτυρίου, ἤ ἱδρύματος, ἤ Μονῆς, ἐὰν πρόκειται περὶ μοναχῶν. Χειροτονία κληρικοῦ ἀπολελυμένως γενομένη εἶναι ἄκυρος (στ΄ Δ ),ἐφ’ ὅσον δὲν ἐξασφαλίζει ὀργανικὴν σύνδεσιν τοῦ χειροτονουμένου πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπερ πάντοτε ἔχει ὡς κέντρον ἑνότητος καὶ συνάξεων Ναὸν τινά.


Τόσον ὁ ἐπίσκοπος ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ὅσον καὶ ὁ πρεσβύτερος ἐν τῇ κοινότητι, ἐν ἥ διακονεῖ, εἶναι κέντρα, ἀλλὰ καὶ λειτουργοί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας συνάγοντες περὶ τὸν Χριστὸν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν Κ Μουρατίδην «αἱ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διακρίσεις ὑφίστανται ἀκριβῶς πρὸς ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐδόλως εἰς τὴν διαίρεσιν ἤ ἀντίθεσιν αὐτῶν».


Οἱ λαμβάνοντες τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ὑπέχουν βαρείας εὐθύνας διὰ τὴν κατὰ Χριστὸν καθοδήγησιν καὶ αὔξησιν τοῦ ποιμνίου των.

«…Ἐπεί γάρ, ὡς ἅπαξ ἐγκεχειρισμένον ἱερατικὴν φροντίδα, ταύτης ἔχεσθαι μετ’ εὐρωστίας πνευματικῆς, καὶ οἵον ἀνταποδύεσθαι τοῖς πόνοις καὶ ἱδρῶτα τὸν ἔμμισθον ἐθελοντὶ ὑπομεῖναι».

Ἀποστολὴ τῶν ποιμένων καὶ ἰδίᾳ τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ «οἰκοδομὴ τῶν λαῶν» καὶ ἡ καθοδήγησις αὐτῶν εἰς τὸν κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν ἀγώνα. Ὅ,τι μετ’ ἰδιαιτέρας ἐμφάσεως λέγουν οἱ β΄ καὶ γ΄ Κανόνες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περὶ τῆς διαποιμάνσεως τῶν μοναχῶν ἰσχύει ἀναμφιβόλως καὶ διὰ τὴν διαποίμανσιν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ βιούντων. Ὁ ποιμὴν ἐν πρώτοις δέον, «θεοφιλής» ὤν, νὰ ἔχῃ τὴν «πρόνοιαν τῆς ψυχικῆς σωτηρίας» τῶν ποιμαινομένων «ἀρτίως τῷ Θεῷ» προσάγων τάς ψυχάς αὐτῶν (β΄ ΑΒ). Τοὺς ἀποδιδράσκοντας ἐκ τῆς Μονῆς (ἤ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἐκκλησιαστικῆς ποίμνης) δέον νὰ ἀναζητῆ «μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιμελείας» καὶ νὰ ἀγωνίζεται «τῆ προσηκούσῃ καὶ καταλλήλῳ τοῦ πταίσαντος ἰατρείᾳ τὸ νενοσηκὸς ἀνακτᾶσθαι καὶ ἐπιρρωνύειν». Μὴ πράττων τοῦτο πρέπει νὰ ἀφορίζεται. «Εἰ γὰρ ὁ ζώων ἀλόγων τὴν προστασίαν ἐγχειριζόμενος, καὶ τοῦ ποιμνίου καταμελῶν, οὐκ ἀτιμώρητος καταλιμπάνεται. Ὁ τῶν τοῦ Χριστοῦ θρεμμάτων τὴν ποιμαντικὴν ἀρχὴν καταπιστευθείς, καὶ ραστώνῃ καὶ ραθυμίᾳ τὴν αὐτῶν σωτηρίαν ἀπεμπολών, πῶς οὐ δίκας τοῦ τολμήματος εἰσπραχθήσεται;» (γ΄ ΑΒ΄).


Τὸ ποιμαντικὸν ἔργον δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τάς κατ’ ἄτομον ἐποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος καὶ ποιμαινομένων, ἀλλὰ τελεῖται καὶ ἐν τῇ ἱερουργίᾳ τῶν θείων Μυστηρίων καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ ἐν τῇ ἐν γένει πνευματικῆ διακυβερνήσει τοῦ ποιμνίου. Οὕτως οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅπως οἱ ποιμένες τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια κανονικῶς καὶ μετὰ κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αὐτὰ τοῖς ἀξίοις καὶ οὐδέποτε τοῖς αἱρετικοῖς. Ὅπως κηρύττουν τακτικῶς καὶ ἀνελλιπῶς τὸν θεῖον Λόγον κατὰ τάς θείας Γραφάς καὶ τὴν Πατερικὴν Παράδοσιν (ιθ΄ ΣΤ΄), ρυθμίζοντες τὸν λαὸν «πρὸς πίστιν ὀρθὴν καὶ πολιτείαν ἐνάρετον». Ὅπως μεριμνοῦν «διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν αἱρετικῶν», ἰδίᾳ οἱ ἐπίσκοποι (ρκα΄ Καρθαγ.). Ὅπως διαχειρίζωνται (οἱ ἐπίσκοποι) τὰ οἰκονομικά της Ἐκκλησίας μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν διακόνων καὶ μεταδίδουν τοῖς χρείαν ἔχουσι κληρικοῖς καὶ λαϊκοῖς (κε΄ Ἀντιοχ., νθ΄ Ἀποστ.)., «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πάσης εὐλαβείας» (μα΄ Ἀποστ.), ὡσαύτως ἐπιτάσσουν ὅπως μὴ ἀσχολοῦνται μὲ διοικητικάς καὶ στρατιωτικάς ὑποθέσεις καὶ ἀσχολίας ἐπὶ ἐγκαταλείψει τῶν ποιμαντικῶν των καθηκόντων (ι΄ Ζ΄, πγ΄ Ἀποστ.), μὴ ἐπιλαμβάνωνται οἴκων καὶ κτημάτων ἀλλοτρίων διὰ κέρδος, εἰμὴ χάριν ἐπιμελείας ὀρφανῶν καὶ ἀπροστατεύτων, κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐπισκόπου (γ΄ Δ΄), παρεμβαίνουν δὲ παρὰ τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς ἄρχουσι, ὡς πατέρες πνευματικοί, μόνον πρὸς συνηγορίαν ὑπὲρ ἀδικουμένων, διωκομένων, ὀρφανῶν, χηρῶν καὶ πτωχῶν (ζ, η΄ Σάρδ.), διότι παρεμβάσεις εἰς τοὺς ἄρχοντας δι’ ἰδιοτελεῖς λόγους προκαλοῦν σκανδαλισμὸν καὶ στεροῦν τοὺς ἐπισκόπους τῆς πρὸς αὐτοὺς παρρησίας. Ἔργον τῶν ποιμένων εἶναι καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῶν μετανοούντων καὶ ἐπιστρεφόντων ὡς καὶ ἡ καταλλαγὴ αὐτῶν τῆ Ἐκκλησίᾳ (νβ΄ Ἀποστ., μγ΄ Καρθαγ.).


Ἰδιαιτέρως οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεύθυνοι διὰ τὴν κατήχησιν τῶν Κατηχουμένων καὶ τὴν ἐξέτασιν αὐτῶν πρὸ τοῦ Βαπτίσματος (μστ΄ Λαοδ., οη΄ Πενθ.) ὡς καὶ τὴν προστασίαν τῶν μοναχῶν (δ΄ Δ΄). Εἰς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν δὲ κληρικοὺς ὀφείλει ὁ ἐπίσκοπος ἀγάπην καὶ αὐτοὶ ὀφείλουν εἰς αὐτὸν ὑποταγὴν (ιδ΄ Σάρδ.), ὡς πρὸς «Πατέρα» (η΄ Καρθαγ.), καθ’ ὅσον «αὐτὸς ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» (λθ΄ Ἀποστ.).


Οὕτως ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κυρίως καὶ προεχόντως ποιμὴν καὶ φιλόστοργος πατὴρ τῶν πρεσβυτέρων («οἰκεῖος πατήρ» ιγ΄ ΑΒ΄ ) καὶ πάντων τῶν ὑπ’ αὐτὸν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ οὐχὶ διοικητὴς τις καὶ ἄρχων ἀσκῶν ἀπρόσωπον καὶ ψυχράν διοίκησιν, μὴ ἑδραζομένην εἰς τὴν ἀγάπην καὶ μὴ προάγουσαν τὴν κοινωνίαν τῶν προσώπων. Ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἐπίσκοποι δέον νὰ ἀκτινοβολοῦν καὶ τὰ ποιμαντικὰ χαρίσματα Αὐτοῦ. Ἐνῶ δὲ ὁ βασιλεὺς (καὶ γενικῶς οἱ ἄρχοντες) εἶναι πρόσωπον ἐξωτερικὸν καὶ «σωματικόν», ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει νὰ εἶναι πρόσωπον «ἐσωτερικὸν καὶ πνευματικόν, καὶ τοῦ πρατοτάτου καὶ ἀμνησικάκου Χριστοῦ μιμητής γνησιώτατος». Οὕτως ἠσθάνοντο καὶ οἱ Πατέρες τῆς Σαρδικῆς: «Ἐπειδὴ ἥσυχοι καὶ ὑπομονητικοὶ ὀφείλομεν εἶναι, καὶ διαρκῆ τὸν πρὸς πάντας ἔχειν οἶκτον» (ιη΄ Σάρδ.). Ὁμοίως ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀποστολὴν τοῦ ἐπισκόπου καὶ ὁ βυζαντινὸς πολιτικὸς νόμος: «Ἐπίσκοπος ἐστιν ἐπιτηρητὴς καὶ ἐπιμελητὴς πασῶν τῶν ἐκκλησιαζομένων ψυχῶν τῶν ἐν τῇ αὐτοῦ ἐπαρχίᾳ…. ἴδιον δὲ Ἐπισκόπου, τοῖς μὲν ταπεινοῖς συγκατέρχεσθαι, καταφρονεῖν δὲ τῶν ἐπαιρομένων… Καὶ προκινδυνεύειν τοῦ ποιμνίου, καὶ τὴν ἐκείνων στενοχωρίαν, οἰκείαν ὀδύνην ποιεῖσθαι». Ὡς φιλόστοργος πατὴρ ὁ ἐπίσκοπος δέον νὰ μὴ ἐγκαταλίπη ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα τὴν ἐπαρχίαν του καὶ «λυπεῖν τὸν ἐμπεπιστευμένον αὐτῶ λαόν» (Σάρδ. ια΄).


Γενικῶς ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι ὀφείλουν νὰ μὴ ἀμελοῦν τοῦ ὑπ’ αὐτοὺς κλήρου καὶ λαοῦ, παιδεύοντες αὐτοὺς εἰς εὐσέβειαν, ἐὰν δὲ ἀμελοῦν αὐτῶν ἀφορίζονται, ἐπιμένοντες δὲ τῆ ἀμελείᾳ καὶ ραθυμίᾳ καθαιροῦνται (νη΄ Ἀποστ.).
Ἐν τῇ ἐνασκήσει τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου οἱ ποιμένες διατρέχουν τὸν κίνδυνον νὰ ἀσκοῦν τοῦτο ἀνθρωποκεντρικῶς, ἤτοι κατὰ τὴν ἰδὶαν αὐτῶν κρίσιν καὶ ὄχι κατὰ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ κινδύνου τούτου οἱ ποιμένες ἐν τῇ διαχειρίσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῆ διακυβερνήσει τῶν ψυχῶν δέον ὅπως ἀκολουθοῦν τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὴν θεανθρωπίνην βούλησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ ἀμφιβόλων δὲ ἥ καὶ ἀμφισβητουμένων θεμάτων καταφεύγουν εἰς τὴν συνοδικὴν ἐπίλυσιν αὐτῶν. Διό οἱ ἐπίσκοποι ὀφείλουν νὰ μετέχουν εἰς τάς συνόδους διὰ νὰ διδάσκουν ἤ διδάσκωνται «εἰς κατόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν» (μ΄ Λαοδ.). Ὀφείλουν ἐπίσης νὰ ἀπευθύνωνται πρὸς τὸν πρῶτον μεταξὺ αὐτῶν διὰ τὰ γενικώτερα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα (λδ΄ Ἀποστ.). Κατὰ τὸν ιδ΄ τῆς Ζ΄ «ὅτι τάξις ἐμπολιτεύεται τῆ ἱερωσύνῃ, πᾶσιν ἀρίδηλόν ἐστι. Καὶ τὸ σὺν ἀκριβείᾳ διατηρεῖν τάς τῆς ἱερωσύνης ἐγχειρήσεις Θεῶ εὐάρεστον».


Τὸ καθῆκον τοῦτο τῆς συμμορφώσεως τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν βούλησιν τοῦ Κυρίου βαρύνει κυρίως τοὺς ἐπισκόπους, οἵτινες εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλοι τῆς Ἀληθείας χαρακτηριζόμενοι καὶ ὡς «ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκ τῆς καλῆς δὲ ἤ κακῆς καταστάσεως αὐτῶν τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συνδιακινδυνεύει ἤ συνδιασώζεται. Οἱ ἐπίσκοποι, ἔχοντες τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀληθείας, δέον νὰ εἶναι ὅλως εὐαίσθητοι εἰς πᾶσαν προσπάθειαν λανθανούσης ἤ καὶ φανερᾶς νοθεύσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου διὰ διδασκαλιῶν ἤ κατευθύνσεων ξένων ἤ καὶ ἀντιθέτων πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.


Ἕκαστος ἐπίσκοπος δέον νὰ ἀποτελῆ τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας διακρίνων τὰ «τῆ ἐκκλησιαστικῆ πίστει σύμφωνα» (ι΄ Καρθαγ.), ἤ καὶ ἀντιτιθέμενα, ἀγωνιζόμενος διὰ τὴν «ἐπιστήμην», ἤτοι τὴν ἀκρίβειαν τῶν δογμάτων, διὰ τὴν «ὁμολογίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ διὰ «τὴν τῆς ἀληθείας ἐκδικίαν» (ιζ΄ Σάρδ.) Οἱ μέλλοντες νὰ χειροτονηθοῦν ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι δέον νὰ εἶναι γνῶσται τῶν συνοδικῶς δεδογμένων «ἵνα μὴ ποιοῦντες κατὰ τῶν ὅρων τῆς συνόδου μεταμεληθῶσιν» (ιη΄ Καρθαγ.).


Τὸ λειτούργημα τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἐνεργοποιοῦν οἱ ἐπίσκοποι ἰδιαιτέρως εἰς τάς Συνόδους, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀνάγκῃ πρὸ αὐτῶν διὰ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν εἰς κατεγνωσμένην αἵρεσιν πεσόντων μητροπολιτῶν ἤ πατριαρχῶν προϋποθέτει γνῶσιν θεολογικήν, ὄχι βεβαίως ἐν διανοητικῇ μόνον ἐννοίᾳ, ἀλλὰ ἐν τῇ ἁγιοπατερικῇ ἐννοίᾳ τῆς μυστικῆς κοινωνίας καὶ γνώσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν αὐτοῦ πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τάς ἐνεργείας τοῦ διαβόλου. Ἄλλαις λέξεσιν οὐχὶ μόνον «μορφωμένοι» ἤ κοινωνικῶς δραστήριοι ἀλλ’ ἅγιοι καὶ χαρισματοῦχοι ἐπίσκοποι ἐκφράζουν τὴν ἀλάθητον συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπερβολικὴ ἐνασχόλησις τῶν ἐπισκόπων μὲ τὰ κοινωνικὰ ἔργα εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορροφήση αὐτοὺς ὁλοτελῶς καὶ νὰ παρασύρη αὐτοὺς εἰς μίαν ἀνθρωποκεντρικὴν ποιμαντικήν, ἥτις δὲν θὰ ἐπιτρέπη εἰς αὐτοὺς νὰ εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγοι, διδάσκαλοι καὶ ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας.



β. Προσόντα καὶ καθήκοντα τῶν Ποιμένων.

Ἀπαίτησις τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοὺς Ποιμένας, ἐκφραζομένη διὰ τῶν ἱ. Κανόνων, εἶναι ὅπως οὗτοι παρέχουν εἰς τοὺς πιστοὺς ὑπόδειγμα ἁγίας ζωῆς, ὄντες «κανόνες πίστεως» καὶ ἁγιότητος ἤ κατὰ τὸν ιβ΄ τῆς Λαοδικείας «ὄντες ἐκ πολλοῦ δεδοκιμασμένοι ἔν τε τῷ λόγῳ τῆς πίστεως καὶ τῆ εὐθέως βίου πολιτείᾳ». Ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον δοκιμασία εἰς ἕκαστον βαθμὸν εἶναι ἀναγκαία διὰ νὰ ἀποδειχθῆ «ἡ πίστις (αὐτῶν) καὶ ἡ τῶν τρόπων καλοκαγαθία, καὶ ἡ στερρότης καὶ ἡ ἐπιείκεια, γνώριμος γενέσθαι δυνήσεται» (ι΄ Σάρδ.). Μετὰ τοιαύτην δοκιμασίαν τὸ ποίμνιον δύναται νὰ ἀναγνωρίση τοὺς ποιμένας ὡς ὁδηγοὺς καὶ διδασκάλους του.


Τὸ ποιμαντικὸ ἔργον δύναται νὰ ἀσκῆται μόνον ὑφ’ ὅσων «ὁ βίος ὀρθός ἐστι καὶ μηδὲν τούτοις ἀντίκειται» (ιβ΄ Θεοφ.). Τὸ δὲ «ἐν λαϊκοῖς ἐπιλήψιμον πολλῶ μᾶλλον ἐν κληρικοῖς ὀφείλει καταδικάζεσθαι» (ε΄ Καρθαγ.). Οἱ «τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες, ἤτοι δουλεύοντες» ὀφείλουν νὰ τηροῦν σωφροσύνην καὶ ἐγκράτειαν (δ΄ Καρθαγ.) διὰ νὰ ἔχουν καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίαν «ἵνα ὁ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς αἰτοῦσιν, ἐπιτυχεῖν» (γ΄ Καρθαγ.). Διὰ δὲ «τὴν ὀλίγων ἀναισχυντίαν πλεονάκις τὸ θεῖον καὶ σεβασμιώτατον ὄνομα τῆς ἱερωσύνης εἰς κατάγνωσιν ἐληλυθέναι» (κ΄ Σάρδ.), ἤ λοιδορεῖται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (κστ΄ Δ).


Οἱ ἱ. Κανόνες ἐφιστοῦν τὴν προσοχὴν τῶν κληρικῶν διὰ τὸ ἀνεπίληπτον τῆς συμπεριφορᾶς των. Διὰ τῶν γνωστῶν κωλυμάτων ἐμποδίζονται ἀπὸ τῆς ἱερωσύνης οἱ μετὰ τὸ βάπτισμα ὑποπεσόντες εἰς βαρέα ἁμαρτήματα, ἐνῶ μὴ κωλυτικὰ τῆς ἱερωσύνης ἁμαρτήματα ἐξαλείφονται διὰ τῆς χάριτος τῆς χειροτονίας (θ΄ Νεοκ.).


Ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους κληρικοὺς καθαρότητα βίου ἐπιτρέπουσαν τὴν ἱερουργίαν ἐνώπιον τοῦ καθαροτάτου Κυρίου, «ὥστε τοὺς ἐν κλήρῳ καταλεγομένους καὶ ἄλλοις τὰ θεῖα διαπορθμεύοντας, καθαροὺς ἀποφῆναι καὶ λειτουργοὺς ἀμώμους, καὶ τῆς νοερᾶς τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ θύματος, καὶ ἀρχιερέως, θυσίας ἀξίους». Ἐκτὸς τούτου εἶναι ἀνακόλουθον «εὐλογεῖν ἕτερον τὸν τὰ οἰκεῖα τημελεῖν ὀφείλοντα τραύματα» (γ΄ ΣΤ΄).


Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ὑπὸ τῶν χειροτονούντων ἀκριβής ἐξέτασις τοῦ βίου τῶν χειροτονουμένων καὶ τῶν συνθηκῶν, ὑφ’ ἅς εἰσέρχονται εἰς τὸν κλῆρον, εἶναι ἀπαραίτητος. Μόνον ὅταν εὑρεθῆ ἀδιάβλητος ὁ ὑποψήφιος εἶναι δυνατὸν νὰ χειροτονῆται. Οὕτω θὰ διατηρῆται καθαρὸν τὸ «συνειδός» τῶν χειροτονούντων καὶ ἀδιάβλητος «ἡ ἱερὰ καὶ σεπτὴ λειτουργία». Ὡς κριτήριον δὲ διὰ τὴν ἀνύψωσιν εἰς τὴν ἱερωσύνη δέον νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν μόνον ἡ προσωπικὴ ἀξία καὶ ἀρετὴ τοῦ χειροτονουμένου καὶ ὄχι ἡ ἀπὸ γένους ἱερατικοῦ καταγωγή του.


Οἱ κληρικοὶ πρέπει νὰ εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητοι εἰς πᾶν ὅ,τι θὰ ἐσκανδάλιζε τοὺς ἀνθρώπους, ἀποφεύγοντες ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι πιθανὸν νὰ μὴ βλάπτουν αὐτούς, ἀλλὰ σκανδαλίζουν τὸ ποίμνιον. Ἐπὶ πλέον οἱ ποιμένες ὀφείλουν νὰ εἶναι «ἀπαθεῖς», διότι ἐμπαθεῖς ὄντες καθίστανται ἀναίσθητοι καὶ ὑπόκεινται εἰς τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς βαρέα ἐπιτίμια, ὡς παραβᾶται τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τῶν Ἀποστολικῶν διατάξεων (δ΄ Ζ΄).


Ἡ ὅλη στάσις καὶ ἐμφάνισις τῶν κληρικῶν δέον νὰ εἶναι κόσμια, σεμνὴ καὶ ταπεινόφρων. «Πᾶσα βλακεία καὶ κόσμησις σωματική, ἀλλότριαι εἰσι τῆς ἱερατικῆς τάξεως, καὶ καταστάσεως». Διό καὶ οἱ ἱερωμένοι δέον νὰ μὴ κοσμοῦνται «δι’ ἐσθήτων λαμπρῶν καὶ περιφανῶν», νὰ μὴ «χρίωνται μῦρα», καὶ νὰ περίκεινται «μετρίαν καὶ σεμνὴν ἀμφίεσιν», διότι «πᾶν ὅ μὴ διὰ χρείαν, ἀλλὰ διὰ καλλωπισμὸν παραλαμβάνεται, περπερείας (κενοδοξίας) ἔχει κατηγορίαν, ὡς ὁ μέγας ἔφη Βασίλειος» (ιστ΄ Ζ’). Εἰς πᾶσαν δὲ περίστασιν, ἀκόμη καὶ εἰς τάς σεμνάς κοινωνικάς ἀναστροφάς, ὡς εἶναι αἱ συνεστιάσεις μετὰ «θεοφόβων καὶ εὐλαβῶν ἀνδρῶν», δέον νὰ ἀποβλέπη εἰς τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν τῶν μεθ’ ὧν συναναστρέφεται. «Ἵνα καὶ αὐτὴ ἡ συνεστίασις πρὸς κατόρθωσιν πνευματικὴν ἀπάγῃ» (κβ΄ Ζ΄). Χρέος τέλος τοῦ ἱερωμένου εἶναι ὅπως ὁδηγῆ καὶ τὰ τέκνα του εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν ἀποτρέπων ταῦτα ἀπὸ ἐφαμάρτων διασκεδάσεων.


Εἶναι αὐτονόητον ὅτι τὸ ἱερατικὸν ἦθος, ὡς ἀπαιτοῦν καὶ περιγράφουν αὐτὸ οἱ ἱ. Κανόνες, δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ συμμόρφωσις πρὸς ἀντικειμενικὸν τινὰ ἠθικὸν νόμον, ἀλλὰ τὸ ἦθος τῆς ἐλευθέρας καὶ ἐξ ἀγάπης ὑπακοῆς εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἐξ ἄλλου ἀγάπη ὑποχρεοῖ ἔσωθεν τὸν ἱερωμένον ὅπως προσέχη τὴν ἐξωτερικὴν διαγωγήν του, διὰ νὰ μὴ παράσχη ἀφορμάς σκανδάλου εἰς τοὺς ἀδελφούς του, κατὰ τὸ «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει…» (Α’ Κόρ. στ 12). Ὁ ἄξιος ἱερωμένος προσέχει πάντοτε νὰ μὴ προτιμᾶ «τὰ εἴδωλα τοῦ Χριστοῦ», ὑπὸ τὸν ὄρον «εἴδωλα» νοουμένων πάντων τῶν ἀπολυτοποιουμένων καὶ θεοποιουμένων σχετικῶν καθ’ ἑαυτὰς ἀξιῶν (στ΄ Βασιλ.) καὶ νὰ μὴ προδίδη δεύτερον τὸν «ἅπαξ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθέντα», ἔχων συνείδησιν ὅτι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «πεπιστεύμεθα σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ». Τὸ ἱερατικὸν ἦθος, ὡς καὶ τὸ χριστιανικὸν γενικώτερον ἦθος, ἔχει χριστολογικὴν καὶ ἐκκλησιολογικὴν βάσιν. Ἡ μετοχὴ εἰς τὸ κοινὸν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ δίδει εἰς τὸν ἱερωμένον τὴν δυνατότητα τῆς θεανθρωπίνης ἀγάπης καὶ τοῦ θεανδρικοῦ ἤθους τοῦ Χριστοῦ.

Εὐπρέπεια καὶ Δόξα

Νίκων Κουτσίδης (Ἀρχιμανδρίτης)



Λίγο πρίν τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ ἱερέας ἀπευθύνει στόν λαό τήν προτροπή: Ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν. Ἄς ἀναχωρήσουμε μέ εἰρήνη.

Ἡ λειτουργία εἶχε ἀρχίσει μέ τήν προτροπή: Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο μέ εἰρήνη.

Τώρα, στό τέλος μᾶς προτρέπει νά ἐπιστρέψουμε στόν κόσμο πάλι μέ εἰρήνη· σάν μάρτυρες καί κήρυκες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Καί μετά ἀπό αὐτήν τήν προτροπή, ὁ ἱερέας, στέκει μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καί τοῦ ἀπευθύνει τήν ὀπισθάμβωνο εὐχή, μέ τήν ὁποία τοῦ ζητᾶμε:

• Ἁγίασε τούς ἀγαπώντας τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου σου.

• Ἀνταπόδοσέ τους δόξα μέ τήν θεϊκή σου Δύναμη.
 
* * *

Εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεία χάρη καί εὐλογία Του πού μᾶς τήν χαρίζει τόσο πλούσια στήν Λειτουργία.

Στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τήν μέγιστη ἀποκάλυψη-φανέρωση τῆς Χάρης καί Δόξας Του, πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Κάτι μεγαλύτερο, κάτι ἁγιώτερο δέν ὑπάρχει!

Παρακαλοῦμε, λοιπόν, τόν Θεό νά ἁγιάσει αὐτούς πού ἀγαποῦν τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου Του. Προφανῶς, ὅσο περισσότερο τήν ἀγαποῦμε, τόσο μεγαλύτερος γίνεται ὁ ἁγιασμός μας. Ἀλλά ἡ ἀγάπη μας γιά τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται στήν πράξη ἀπό τό πόσο εἴμαστε πρόθυμοι νά κοπιάσουμε γιά νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας «ἀπό παντός μολυσμοῦ-ἁμαρτίας σαρκός καί πνεύματος».
 
* * *

Περισσότερο ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς δοξάσθηκαν οἱ ἅγιοι. Γιατί δέν λογάριαζαν κόπους καί «ἔξοδα» στόν ἀγώνα τους ἐναντίον τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν τους. Γι᾿ αὐτό καί ἡ παράκληση «ἀνταπόδωσέ τους δόξα μέ τήν θεϊκή σου Δύναμη» ἐξαρτᾶται ἀπό τόν κόπο πού καταβάλλουμε στόν πνευματικό μας ἀγώνα.

Συνεπῶς, τό αἴτημά μας αὐτό, οὐσιαστικά, σημαίνει: ἀξίωσέ μας νά τρέχουμε ὅλο καί πιό πολύ στήν Ἐκκλησία σου (=οἶκο Σου). Γιατί μόνον ἔτσι θά μπορέσουμε νά ἀντισταθοῦμε στό ἁμαρτωλό φρόνημα τοῦ κόσμου. Καί τότε θά καταλάβουμε καλά, αὐτό πού ὁ Χριστός τονίζει: Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σας. Ἄρα, εἶναι γεγονός τοῦ νῦν καί τοῦ ἀεί καί τῆς αἰωνιότητας.

Συνεχώς η υμνολογία του Θεού θα γεμίζει το στόμα μου (( Μ. Βασιλείου

«Φαίνεται ότι ο προφήτης Δαβίδ συνιστά κάτι που είναι ακατόρθωτο! Γιατί πώς είναι δυνατό να βρίσκεται συνεχώς η δοξολογία του Θεού στο στόμα του ανθρώπου;
Όταν ο άνθρωπος συζητεί για τις συνηθισμένες βιοτικές μέριμνες, δεν έχει τον ύμνο του Θεού στο στόμα του!
Όταν κοιμάται, οπωσδήποτε σιωπά!
Όταν τρώγει και πίνει πώς είναι δυνατόν να υμνήσει το στόμα;
Σχετικά λοιπόν με τις απορίες αυτές λέμε ότι υπάρχει και κάποιο άλλο στόμα, το νοητό (ιδεατό) στόμα που υπάρχει στον εσωτερικό άνθρωπο, με το οποίο τρέφεται και μεταλαμβάνει ο άνθρωπος, το λόγο (Φιλιπ. 2,Ι6, !ω. Α’ Καθ. Επιστ. 1, 1) που δίνει ζωή και ο όποιος είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό (Ιω. 6,33). Για εκείνο το στόμα λέγει ο προφήτης Δαβίδ (σε άλλο ψαλμό): «Το στόμα μου άνοιξα, και είλκυσα πνεύμα». Δηλ. Άνοιξα το στόμα μου και εισέπνευσα το ζωογόνο αέρα. Έτσι λαχταρώ να απολαύσω τις εντολές Σου (Ψαλμ.118,131).
Εκείνο το στόμα και ο Κύριος μας προσκαλεί επίμονα να έχουμε ευρύχωρο, για να υποδεχθεί με περισσότερη αφθονία τις τροφές της αλήθειας. Λέγει λοιπόν: «Άνοιξε πλατιά το στόμα σου και θα το γεμίσω» (δηλ. θα ικανοποιήσω κάθε σωματική και πνευματική σου ανάγκη) (Ψαλμ. 80, II).
Μπορεί λοιπόν να ονομάζεται δοξολογία Θεού η έννοια για το Θεό, που υπάρχει παντοτινά μέσα στην ψυχή, αφού μια σειρά εντυπώθηκε και κατά κάποιον τρόπο έβαλε τη σφραγίδα της στο ηγεμονικό της ψυχής.
Μπορεί δε, σύμφωνα με την Αποστολική παραγγελία, και ο άξιος να κάνει τα πάντα για τη δόξα του Θεού, ώστε κάθε πράξη του και κάθε λόγος του και κάθε νοερή (πνευματική) ενέργεια να ισοδυναμεί με δοξολογία προς το Θεό. Γιατί ο δίκαιος (=ο ενάρετος και ευσεβής) «είτε τρώει, είτε πίνει, κάνει τα πάντα για τη δόξα του Θεού» (Α’ Κορ. 10,31).
Ενός τέτοιου άνθρωπου, ακόμη κι όταν κοιμάται, η καρδιά είναι άγρυπνη, όπως λέγει ο σοφός Σολομών: «Εγώ κοιμάμαι, κι ή καρδιά μου αγρυπνεί» (Άσμα 5, 2).

( Μ. Βασιλείου από τον Λόγο του «Εις τον  ΛΓ΄ Ψαλμόν »)

Λόγια γέροντος Ιωσήφ Αγιορείτου

undefined

Από απομαγνητοφωνημένη συνομιλία με το γέροντα Ιωσήφ(Μπαϊρακτάρη)στο Ιερόν Ησυχαστήριον αγίου Μηνά στη Βίγλα, Άγιο Όρος τον Απρίλιο του 2005.
Προσφορά του φίλου μου Κώστα που τον επισκέφτηκε τότε και μαγνητοφώνησε τα παρακάτω:(Κώστα ευχαριστώ!)


"...Αυτό έχει γίνει. Πρέπει να πας και με τη μια και με την άλλη και την παράλλη; Πύθος τετρημένος οι ηδονές...Γι' αυτό βλέπεις, ο άλλος παντρεμένος, έχει την γυναίκα του, να πάει και με την γυναίκα του αλλουνού, την κόρη του παραπέρα κλπ ...και δε σταματάει εκεί, να δει και τηλεόραση...το πονηρό. Και δε σταματάει ούτε εκεί... Δε χόρτασε, άντε να δει και το πονηρό βίντεο. Έτσι? Άρα λοιπόν πύθος τετρημένος οι ηδονές... Και τί είμαστε? Εβδομήντα πέντε τοις εκατό νερό! Τρομερό πράγμα ε? Εβδομήντα πέντε τοις εκατό νερό... δηλαδή τίποτα! Λοιπόν κι όμως, παρόλο που είμαστε τίποτα ...Υπερφίαλοι! Δεν πειράζει! Δικό τους πρόβλημα είναι αυτών που πεθαίνουν. Εγώ είμαι ζωντανός!
Κι άκουσα κάτι μια μέρα και συγκλονίστηκα...Δεν περίμενα ότι θα το ακούσω αυτό το πράγμα. Ότι την ημέρα κάποιου θανάτου, τα αντρόγυνα συνέρχονται λέει... Το συγγενολόι. Συνέρχονται εκείνο το βράδυ, για να αποδείξουν ότι είναι ζωντανοί, ότι είναι εντάξει. Τέτοιο πράγμα! Αντί να πάνε όπως λέει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, να πηγαίνετε λέει, όπου γίνονται κηδείες. Για ποιο λόγο? Για να δείτε τη ματαιότητα. Που θα πάτε... Που θα μπείτε....Μπήκα μέσα στον τάφο εκεί, για να βγάλω μια φωτογραφία...σε μιάμιση ώρα βάζαμε ένα μοναχό....Συγκλονίστηκα! Τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια...και λέω, έτσι μου ρθε εκείνη τη στιγμή, τώρα τι πήρες από τα αγαπημένα σου αντικείμενα που είχες στα χέρια σου? Τίποτα! Απο τα αγαπημένα σου πρόσωπα? Μάνα, πατέρα, αδέρφια? Τίποτα!
Πωωω πω...Ίδρωσα!...Ολομόναχος έρχεσαι κι ολομόναχος φεύγεις! Έτσι λοιπόν, αυτά τα ιδανικά του κόσμου...πλούτη, ηδονές, δόξες, τιμές...Ο άλλος είναι στρατηγός, του χτυπάνε πόσες προσοχές? Ταξίαρχος, πόσες προσοχές ! Γκράπ, γκρουπ, γκρααπ! ...Κάποια στιγμή αποστρατεύεται...Ποιος τον προσέχει? Ποιος τον κοιτάει?...Δεν θα ξεχάσω ποτέ την χιλιετηρίδα της ιερά μονής Ξενοφώντος...Είχα πάει λοιπόν...και προσγειώνεται ένα ελικόπτερο... και κατέβασε ένα στρατηγό. Κοιτάω δεξιά, κοιτάω αριστερά....γιατί τα φιλοσοφώ κάτι τέτοια πράγματα, τα προσέχω...Που είναι τα αγήματα, να υποδεχτούν τον στρατηγό, που είναι...πως το λένε...η φιλαρμονική, να παιανίσει? Πουθενά! Τίποτα! Προχώρησε, ως είς εξ ημών , σαν ένας από εμάς, τακ τακ τακ κι ανέβηκε πάνω στις σκάλες....Οπότε λοιπόν, αυτά τα ιδανικά του κόσμου...που να τα χαίρεται ο κόσμος, πλούτη, δόξα και τις τιμές...ταξίδια, βόλτες κλπ....εγκαταλείπουν τον άνθρωπο, όχι απο τον θάνατο και μετά, αλλά πολυ πριν.
Να χουμε λοιπόν τις αποσκευές μας έτοιμες, να ευπρεπίσουμε τις λαμπάδες μας για το ουράνιο ταξίδι. Έτσι? ...Έχουμε την παραβολή των δέκα παρθένων. Είχαν την δυσκολότερη των αρετών, την παρθενία. Και οι δέκα....Αλλά οι πέντε δεν είχαν την βασίλισσα των αρετών, όπως λένε οι πατέρες... Και έμειναν έξω. Ποιά είναι η βασίλισσα των αρετών? Η ελεημοσύνη! Γι' αυτό δείχνω την φλόγα (καντήλι) και λέω να προσευχόμαστε πάντα στο Θεό, για την σωτηρία μας. Να είμαστε νοητά γεράκια, τα οποία κατατροπώνουν τους δράκοντες, τους δαίμονες δηλαδή...Γκαααπ!
( και στο σημείο αυτό τραβάει μια σφαλιάρα στο δαιμονόμορφο ξύλο που ξέρασε η θάλασσα και το χε κάτω απ' την εικόνα) ...Δεν το σηκώνουμε, το αφήνουμε εκεί. Πεσμένο! Κι εύχομαι μέσα απ' τη ψυχή μου και την καρδιά και τον νου μου, να είσαστε πάντα νικητές ενώπιων του διαβόλου. Να μην πικραίνετε τον πανάγιο Θεό, να πικραίνετε μόνο τον διάβολο. Να λέτε, όχι ρε παιδί μου. Πόσο θα ζήσω? ...Ότι λέγαν οι μάρτυρες....Λέει... Θυσίασε για να ζήσεις...Εντάξει μωρέ, σιγά μια θυσία είναι...Πες ότι είσαι μουσουλμάνος τώρα και πήγαινε πέρα και λάτρεψε τον Θεό σου.... Όχι λέει, θα πεθάνω που θα πεθάνω, δεν αρνούμαι την πίστη μου!...Ένας γείτονας έγραψε ένα βιβλίο, εκδίδεται τώρα οσονούπω... και είδα σε ένα απόσπασμα, που λέει, εκεί στην Κύπρο είχαν πιάσει αιχμαλώτους. Τους παίρνουν και λέει ο διοικητής στους υπολοίπους, ότι θα κάνω εγώ, θα κάνετε κι εσείς. Μπαμ μπαμ μπαμ, αδειάζει όλη την δεσμίδα του περιστρόφου του σε έναν.... Εγώ λέει ένας,από τα βάθη της Ασίας τέλος πάντων...Τούρκος , μουσουλμάνος, τον πήρα λίγο ιδιαιτέρως... του ερχόταν άσχημα...Του λέει γίνεσαι μουσουλμάνος? Το μουσουλμάνος, το κατάλαβε ο άλλος, ο Κύπριος και τι του λέει? Όι ... όι, μ' ένα χαμόγελο...Και τότε λέει, άδειασα κι εγώ το περίστροφο πάνω του. Οπότε, λέει τώρα ο Τούρκος, έχουν περάσει είκοσι χρόνια κι ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω το χαμόγελο εκείνου του νεαρού. Και μόλις το διάβασα,συγκινήθηκα και λέω: Άγιε! Ανώνυμε άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών...Εύχομαι να είσαστε από αυτούς τους άγιους τους ανώνυμους....Κάποια στιγμή, μην κολλάτε...Εμπρός! Θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, ας πεθάνουμε τώρα. Και τι έγινε για πέντε χρόνια ή για δέκα? Και μια και έρχεται το Πάσχα και μην το ξεχάσω, ο άγιος Χριστόδουλος, στην Πάτρα. Ήταν παρών στο μαρτύριο της Αναστασίας, μιας νεαρής κοπέλας, Του λέει ο πασάς:
-Βλέπεις? Τι παθαίνουν οι άμυαλοι? Εσύ θα γίνεις μουσουλμάνος...
-Χριστός Ανέστη!
-Μα ο Μωάμεθ είναι καλύτερος
-Μόνο ο Χριστός ανέστη!
-Θα σε σφάξω σαν τραγί!
-Χριστός Ανέστη
...Τον καθάρισε. Άγιος της εκκλησίας δεκαπέντε χρονών! Και πόσοι ακόμη μάρτυρες. Κοπελιές...η αγία Μαρίνα δέκα επτά χρονών, η αγία Κατερίνα....και δε συμμαζεύεται...ο άγιος Κήρυκος, έχουμε την κάρα του στη Σιμωνόπετρα. Παρέμεινε αλλοίωτη...
Αύξησα αυτή τη φορά τον λόγο μου. Ζητώ συγγνώμη, τελειώνω.
Έχουμε τη σταύρωση, σε λίγο θα πάμε την μεγάλη εβδομάδα στην εκκλησία, να ξέρουμε γιατί πηγαίνουμε.
Λοιπόν “επί Σταυρού τας αχράντους σου χείρας εξέτεινας Κύριε, επισυνάγων πάντα τα έθνη κράζοντα, Κύριε δόξα σοι”...Άπλωσες τις παλάμες σου, Κύριε μου στο σταυρό. Και τι έκανες? Να λέει, μέσα σ' αυτή την νοητή αγκαλιά έβαλα όλα τα έθνη. Όλους ήθελε να τους σώσει!
Εδώ έχουμε το κλειδί το νοητό του παραδείσου...Μάλιστα έψαχνα ένα κλειδί που να έχει πάνω του το γράμμα Π και αυθημερόν το βρήκα.... Όπως και ο ληστής αυθημερόν μπήκε. Σε μια μέρα μπήκε στον παράδεισο! Και τι δεν είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος! Αλλά πως μπήκε στον παράδεισο? Την απάντηση την δίνει – μεγάλη Πέμπτη?, μεγάλη Παρασκευή?- ένα δίστιχο και λέει “Βαλών ο ληστής κλείδα το Μνήσθητί μου”. Νοητό κλειδί για την πόρτα του παραδείσου, είναι το μνήσθητί μου.. Έτσι να λέμε κι εμείς και να χουμε την επίγνωση του ληστή, του τελώνη...Ο οποίος, γιατί έχουμε και τον φαρισαίο... που έλεγε: τα κάνω όλα, ότι μου έχεις πει Θεέ μου, δεν μου λείπει τίποτα, το ένα δέκατο το δίνω το δίνω για ελεημοσύνη, νηστεύω λέει το Σαββάτο και δεν είμαι σαν τους λοιπούς...άρπαγες, μοιχοί. Κι έδειξε τον τελώνη, ο οποίος και άρπαγας ήταν και μοιχός όπως φαίνεται.Αυτός λέει, κάτω. Ο τελώνης χτύπαγε και κείνος το στήθος του και δεν είχε λέει την δύναμη ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Εν τούτοις δικαιώθηκε στο τέλος....
Ξεφτίλισε ο Χριστός τον παράδεισο βάζοντας μέσα ληστές, τελώνες, πόρνες. Έτσι λέει ο κόσμος. Μα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Λάθος! Τον καλό γιατρό, πότε τον θαυμάζουμε? Όταν θεραπεύει ανίατες ασθένειες. Έτσι λοιπόν στην περίπτωση του Χριστού μας, τον θαυμάζουμε γιατί θεράπευσε τα ανίατα ψυχικά τραύματα του τελώνη, του ληστή, της πόρνης...Έτσι, αναβάθμισε τον παράδεισο, θα λέγαμε...
Και να χουμε τον νου μας, γιατί κάποια στιγμή στο θέατρο της ζωής κλείνει η αυλαία.
Βρε καλόγερε! Μεγάλη Παρασκευή μας τα κανες όλα! Πω πω πω! Μαυρίλα ε?
Δεν έχεις να μας πεις κάτι χαρούμενο?
Βεβαίως κι έχω. Ένα τελευταίο και τέλειωσα.. Έχω εδώ λίγο στάρι...Ρωτάνε κάποιοι. Πως θα αναστηθούν τα σώματα? Οι νεκροί? Είναι δυνατόν να αναστηθεί το σώμα? Αφού πέθανε, πως να αναστηθεί? Κι απαντάει ο απόστολος Παύλος: Εσύ εκείνο που σπέρνεις, δεν πεθαίνει πρώτα για να αναστηθεί και να μας δώσει εκατονταπλάσιο καρπό? Έτσι κι εμείς. Είναι μια απ' τις εναλλαγές της ζωής μας. Σπέρμα, έμβρυο, μικρό παιδί, πιθανόν γέρων...Γιατί έχουμε είπαμε, πρόωρους θανάτους.
Πάντως όλοι στον τάφο και μετά η ανάσταση. Λοιπόν, η άνοιξη έχει να μας αποδείξει πολλές νεκραναστάσεις, κλήματα, μυγδαλιές, ροδακινιές. Πεθαμένα είναι το χειμώνα, την άνοιξη ανασταίνονται. Και λέμε δίνετε στάρι στις κηδείες και τα μνημόσυνα γιατί λέμε μην τους κλαίτε, δεν τους πήγαμε σε νεκροταφείο, αλλά τους πήγαμε σε κοιμητήριο. Είναι λάθος να λέμε νεκροταφεία. Λοιπόν έχει ένα ωραίο παράδειγμα αναστάσεως: "όπως εάν κάποιος δεν θα καταδέχετο να βάλει στη στη φωτιά, για ψήσιμο, πήλινο σκεύος που ράγισε, προτού θεραπεύσει το ελάττωμά του δια της ανακατασκευής του”... Ένα πήλινο σκεύος, ράγισε πριν το βάλουμε στη φωτιά, πριν να σφίξει, δηλαδή είναι πηλός ακόμη, τότε το παίρνει ο αγγειοπλάστης και το ξαναπλάθει απο την αρχή. Και μετά το βάζει στη πυρά....
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάλι, δίνει ένα ωραίο παράδειγμα αναστάσεως. Και τι λέει?. Έχουμε ένα παλιόσπιτο. Θέλουμε να το χτίσουμε ωραιότερο, μεγαλύτερο, λαμπρύτερο. Και τι κάνουμε? Βγάζουμε τους ενοίκους...Φεύγει η ψυχή. Τι άλλο? Μετά γκρεμίζουμε το σπίτι....Το σώμα?... στο χώμα. Το επόμενο στάδιο, η ανακατασκευή του σπιτιού. Λαμπρότερο, μεγαλύτερο, μεγαλοπρεπέστερο και ξαναβάζουμε πάλι μέσα τη ψυχή. Η ανάσταση...Λοιπόν... Δεν σταματάμε όπως οι στωικοί στο φάγωμεν, πίωμεν αύριο γαρ αποθνήσκωμεν. Ότι εκεί είναι το τέρμα. Όχι, λάθος! Δεν θα είμασταν ορθόδοξοι αν σταματούσαμε στον θάνατο. Περιμένουμε ανάσταση νεκρών μετά βεβαιότητας. Κλήματα, μυγδαλιές, ροδακινιές...λέυκες, πλατάνια. Πεθαμένα τον χειμώνα, την άνοιξη ανασταίνονται.
Εύχομαι στην δική σας ανάσταση...και σας παρακαλώ να εύχεστε και για την δική μου."
Απρίλιος 2005


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2009/01/blog-post_20.html#ixzz1Q92j1Fa2

Ἀτάραχη ἐκέινη…


Στὴν Καμπότζη μερικοὶ Χριστιανοὶ εἶχαν συγ­κεντρωθη σ' ἕνα ναὸ ὑποτυπώδη, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Δὲν πρόλαβαν καλὰ νὰ ἀρχίσουν καὶ ὃ ναὸς βρέθηκε περικυκλωμένος ἀπὸ στρατιῶτες. Προχώρησαν μέσα. Ξεκρέμασαν ἀπὸ τὸν τοῖχο μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. τὴν πέταξαν μὲ περιφρόνη­ση κάπου ἐκεῖ στὴν εἴσοδο. Μία δυνατὴ φωνὴ ἀντήχησε στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο χῶρο ποὺ σκόρπιζε τὸν τρόμο: 'Ὅποιος θέλει νὰ βγεῖ ζωντανὸς ἀπὸ ἐδῶ μέσα μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει: Νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ φτύσει τὴν εἰκόνα Του....Τὸ δίλημμα εἶναι τρομερὸ καὶ περιθώρια ἐπιλογῆς δὲν ὑπάρχουν. Καὶ ἢ ἄθεη ἐξουσία δὲν ἀστειεύεται. Συχνὰ ἔχει δείξει τὸ ἀποτρόπαιο προ­σωπό της. Ἄλλα καὶ ὃ συμβιβασμὸς εἶναι πάντα ἑλκυστικὸς καὶ ὃ πειρασμὸς μεγάλος.
Τί θὰ κά­νουν τώρα; Θὰ ὁμολογήσουν ἡ θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό; Ὃ ἕνας εἶναι ἀρραβωνιασμένος καὶ σὲ λίγες ἡμέρες πρόκειται νὰ παντρευτεῖ. Ἀξίζει νὰ θυσια­σθεῖ καὶ νὰ σβήσουν τὰ ὄνειρά του, οἱ ὄμορφες προσδοκίες του; Ὃ δεύτερος σκέπτεται τὸ...

 σπίτι τoυ, τὴν οἰκογένειά του, τὴ γυναίκα του, τὰ παιδιά του ...
Ὃ τρίτος. ,ὁ τέταρτος, ὁ πέμπτος, ὅλοι κάτι καὶ κάποιον ἔχουν νὰ σκεφθοῦν ...
Κέρινες καρδιὲς ποὺ ἄρχισαν κιόλας νὰ λιώνουν μέσα στὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας τὰ λόγια του Κυρίου «ὃ φιλῶν ... ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστι μου ἄξιος» εἶχαν κιό­λας ἀτονήσει μέσα τους.
Ἔτσι, ἕνας, ἕνας, προχωράει τώρα μὲ σκυμμέ­νο κεφάλι καὶ πιὸ πολὺ μὲ σκυμμένη καὶ ντροπια­σμένη ψυχή. Δὲν εἶναι πορεία μελλοθανάτων. Εἴ­ναι νεκρικὴ πομπὴ ἀρνητῶν ποὺ πορεύεται μὲ στι­γματισμένο μέτωπο, γιὰ νὰ θάψει τὴ νεκρή της πί­στη. Φθάνουν στὴν εἴκονά του Χριστοῦ, τὴ φτύ­νουν καὶ βγαίνουν ἔξω ζωντανοί.
Ζωντανοί, ἄλλα νεκροί. «Ὄνομα ἔχουν ὅτι ζοῦν καὶ νεκροὶ εἶναι» κατὰ τὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Γιατί ποιὰ ζωὴ μπορεῖ νὰ ζήση ὃ ἀρνητὴς καὶ ὃ προδότης;

Ἄλλα νά, ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς καὶ ἢ μία. Ἢ ἀσυμβίβαστη, ἢ ἀλύγιστη, ἢ φλογερή. Στὴ νεανικὴ αὐτὴ ψυχὴ ἔχει ἀνάψει μία ἄλλη φωτιά. Ἢ φωτιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ποὺ καίει τὰ φρύγανα τῆς δειλίας. Παρὰ τὰ δεκαέξι της χρόνια ἢ πίστη της δὲν γνωρίζει δισταγμούς. Ὃ Χριστὸς καὶ ἢ ἀγάπη Τοῦ εἶναι γι' αὐτὴν τὸ πᾶν. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν χωρίσει. Μέσα τῆς ἀντηχεῖ τὸ σάλ­πισμα τῆς γενναιότατος τοῦ θείου Παύλου, τοῦ ἀτρόμητου Ἀποστόλου ποῦ, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θυσίαζε τὰ πάντα: «Τὶς ἠμας χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἡ στενοχωρία ἡ διωγμὸς ἡ λιμὸς ἡ γυμνότης ἡ κίνδυνος ἡ μάχαι­ρα;» (Ρώμ. ἡ' 35). Τίποτε ἀπολύτως. Προχωρεῖ τελευταία. Οἱ στρατιῶτες δὲν ἔχουν καμιὰ ἀμφιβολία. Καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο θὰ κάνη, σκέ­πτονται .. Λύγισαν οἱ μεγάλοι, δὲν θὰ λυγίσει ἢ μικρὴ ; Ὅλοι τὴν κοιτάζουν προσεκτικά, τὸ κορίτσι ὅμως αὐτὸ ἔχει κάτι ἄλλο. Εἶναι κάτι ἄλλο. Βαδί­ζει σταθερά. Στὸ ἐφηβικό της πρόσωπο ἀντικατοπτρίζεται ἡ γενναία ψυχή της. Ἢ ματιὰ τῆς πετάει φλόγες, ἐνῶ, στὰ χείλη τῆς ἀνθίζει ἕνα οὐράνιο χαμόγελο. Τὸ βλέμμα τῆς ἀστραφτερὸ μοιάζει μὲ ἀρχαγγελικὴ ρομφαία ποῦ, καρφώνει τοὺς δημίους στὴ θέση τους.
Τὴν παρατηροῦν ἔκπληκτοι. Οἱ θύτες ξαφνιά­ζονται ἀπὸ τὸ θύμα τους.
Ἀτάραχη ἐκείνη πλη­σιάζει τὴν εἴκονα. τὰ μάτια τῆς βουρκώνουν, ὅταν ἀτενίζει τὸν Ἀρχηγὸ τῆς πίστεώς της μὲ τὰ φτυσί­ματα τῆς προδοσίας τῶν δειλῶν. Γονατίζει.
Παίρ­νει τὴν εἴκονα στὰ χέρια της. τὴν σκουπίζει. τὴν ἀσπάζεται εὐλαβικά, ἐνῶ τὰ χείλη τῆς ψιθυρίζουν:Δὲν θὰ Σ' ἄρνηθω, Χριστέ μου. Οἱ στρατιῶτες προ­τάσσουν τὰ ὄπλα.
Ἀτάραχη ἐκείνη. Μία ὁμοβροντία ἔρχεται νὰ αἱματοκυλίσει τὸ γενναῖο κορίτσι καὶ νὰ τὸ προσθέσει στὴ χορεία τῶν μαρτύρων.
Στολισμένη τώρα πιὰ μὲ τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου προβάλλει ἐνώπιόν μας.

Θὰ κάναμε τὸ ἴδιο

Η κοίμηση ενός άγνωστου αγίου. «Επιθυμίαν έχω αναλύσαι» – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Άνθρωπος πολύ πονεμένος, αλλά και ασυνήθιστα γλυκύς και ευτυχισμένος. «Η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη» ιδίωμά του. Ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Μικρό παιδί, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, όταν μπροστά στα μάτια του πήραν τη μητέρα και την αδελφή του οι αντάρτες και σε λίγο άκουσε τους πυροβολισμούς. Δεν τους ξαναείδε, αλλά και δεν λησμόνησε ποτέ ούτε την εικόνα του χωρισμού ούτε τις εκφράσεις του προσώπου τους ούτε τα ως τότε γεγονότα της κοινής ζωής τους. Αιτία το μίσος του πατέρα τους, που και αυτός εξαφανίστηκε. Αυτός τις κατήγγειλε. Η παιδική ψυχή του μια πληγή χαίνουσα.
Τον μάζεψαν σε μια παιδόπολη. Εκεί έμαθε την τέχνη του λούστρου. Εντελώς συμπτωματικά συναντά έναν έφεδρο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που πήγε να του βάψει τα παπούτσια σε ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης. Πιάνουν την κουβέντα και γίνονται φίλοι. Αυτός του μιλάει για αγάπη, την οποία και του δείχνει έμπρακτα. Του δίνει ελπίδα και παρηγοριά. Τον οδηγεί στην Εκκλησία και του ανοίγει όλους τους πνευματικούς ορίζοντες. Γίνεται μοναχός σε ένα γνωστό ευλογημένο μοναστήρι με εκλεκτούς αδελφούς. Διάκονος και υπηρέτης όλων. Ο τελευταίος των τελευταίων κατ’ επιλογήν. Χαιρόταν να απολαμβάνει σαν δική του τη δόξα των άλλων. Αυθεντικά απολάμβανε τα χαρίσματα και τις επιτυχίες τους. Βρήκε τον τόπο του, ανακάλυψε τον εαυτό του, συνάντησε τον Θεό. Το νέο του όνομα Κύριλλος.
-Είμαι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου, συνήθιζε να λέγει, χρεωμένος στον Θεό μέχρι το κεφάλι.
Στο στόμα του έβγαζε συνεχή δοξολογία. Είχε και μία γλυκύτατη φωνή. Και πολύ δυνατή μνήμη. Ήξερε την Αγία Γραφή σχεδόν ολόκληρη απ’ έξω. Το μοναστήρι έγινε πανεπιστήμιό του. Έψελνε με το ευγενές περιεχόμενο της καρδιάς του, όχι με τις φωνητικές χορδές και τα χείλη. Χαιρόσουν να τον βλέπεις και να τον ακούς. Είχε τιμήσει το κατ’ εικόνα όσο ελάχιστοι και ακτινοβολούσε τα χαρίσματα της καθ’ ομοίωσιν Θεού καταστάσεως με τρόπο φανερό και μυστικό. Καταλαβαίνεις ότι ο π. Κύριλλος ήταν πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι έδειχνε. Ένα μικρό παιδί εξήντα ετών… Ένας άγγελος με υλική περιβολή.
Το αγαπημένο του θέμα η βασιλεία του Θεού. Επιθυμία του εμφανής το να τελειώνει με την εκκρεμότητα αυτής της ζωής και να ζήσει στο πλήρωμα της άλλης. Η μετοχή στην αιώνια μακαριότητα, η άληκτη θέα της δόξης του Θεού, η βίωση του κόσμου των θείων επαγγελιών, η ανέσπερη ογδόη ημέρα, η ακοή των «αρρήτων ρημάτων, α ούκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 4), η κοινωνία των αγγέλων, η αποκάλυψη της χάριτος των αγίων, η φανέρωση του Θεομητορικού μυστηρίου, η κατάργηση των φθαρτών και προσκαίρων, αποτελούσαν μόνιμο εντρύφημά του. Κάθε τι που έλεγε, ακόμη και υποχρέωση να αναφερθεί στα καθυμερινά, ήταν «εν χάριτι, άλατι ηρτυμένο» (Κολ. δ’ 6) και απέπνεε ζωή και όχι θάνατο.
Όλοι στην αδελφότητα τον λάτρευαν με ανομολόγητο θαυμασμό. Δεν το έλεγε εύκολα, αλλά λαχταρούσε να φύγει από αυτόν τον κόσμο. Δεν ήταν μόνο «πάροικος και παρεπίδημος» εδώ (Α’ Πέτρ. β’ 11), αλλά και ξένος. Είχε σαφή πόθο Θεού και θανάτου. Η σχέση του με τον θάνατο ήταν σχέση φιλική. Με την ιδέα του πολύ εξοικειωμένος. Η καρδιά του δεν ακουμπούσε σε αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό και η εξωτερική του εμφάνιση υπερβολικά απλή, τα ράσα του παλιά, δεύτερης χρήσης.
Ερχόταν ευκαιριακά και με επισκεπτόταν στο Μετόχι της Αναλήψεως που διακονούσα. Πάντοτε με ευλογία που εγώ έπαιρνα από τον γέροντα. Έφερνε και ευλογίες˙ σταφίδες, αμύγδαλα, παστέλια, καμία σοκολάτα και κάποιο βιβλιαράκι. Ποτέ με άδεια χέρια. Πάντα με γεμάτη την καρδιά. Μόλις έπαιρνε την ευχή, έψαλλε κάτι επίκαιρο και άρχιζε το δοξολογικό του στόμα τις ωραίες αφηγήσεις από τη ζωή γερόντων που γνώρισε, αναλύσεις ψαλμικών χωρίων που έτυχε να μελετήσει ή ακούσει και του έκαναν εντύπωση, πατερικές σκέψεις και υπομνηματισμούς, εντυπωσιακές αναφορές στους βίους των αγίων, αγιογραφικές εμβαθύνσεις. Και κατέληγε στο αγαπημένο του θέμα, την περιγραφή της βασιλείας του Θεού˙ πώς θα είναι στον παράδεισο. Ποταμός βιωματικής θεολογίας. όλα με πολύ πόθο και βαθειά ταπείνωση.
Εκοιμήθη ξαφνικά ο γέροντας της Μονής, ο π. Λεόντιος. Έφυγε μέσα στη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης, πριν προλάβει κάποιος να του συμπαρασταθεί, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση˙ ούτε οι νοσηλεύτριες. Κανείς δεν το φανταζόταν. Ένας μεγαλειώδης μυστικός άνθρωπος. Πήρε μαζί του όση χάρι του έδωσε ο Θεός και άφησε πίσω του, σε όσους τον γνώρισαν, την ανάμνηση ενός άγνωστου αλλά πολύ μεγάλου αγίου, την αίσθηση ενός ιερού αγγίγματος του κόσμου των ορωμένων. Κανείς δεν ήξερε πως ζούσε. Ούτε ο π. Κύριλλος που τον υπεραγαπούσε και το κελλί του ήταν δίπλα στο δικό του. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος. Ανεξιχνίαστο μυστήριο. Πάντως μυστήριο. Απόλυτη κένωση, πλήρωμα χάριτος!
Στην εξόδιο ακολουθία, ο π. Κύριλλος σε μια γωνιά έδειχνε συντετριμμένος. Δεν σήκωσε κεφάλι. Τον καταλάβαινα. Έμενε πάλι ορφανός. Πάλι απρόσμενα και ξαφνικά. Τώρα από κάθε ανθρώπινο στήριγμα.
Τον πλησίασα στο τέλος, θεωρώντας ότι έπρεπε να του πω έναν λόγο παρηγορίας.
-Σε είδα, π. Κύριλλε, σκυμμένο την ώρα της κηδείας. Πάλι ορφάνια. Τώρα μάλιστα μεγαλύτερη από τις προηγούμενες.
-Δεν είναι ακριβώς έτσι, πάτερ μου. Τώρα αποκτήσαμε πρεσβευτή στον ουρανό πρώτης κατηγορίας, πραγματικό στρατηγό.
-Καταλαβαίνω όμως και το κενό σου, συνέχισα. Πώς να το κάνουμε; Θα μας λείψει. Σε κοίταζα κατά τη διάρκεια της ακολουθίας γεμάτο σκέψεις και συνοχή.
-Δεν υπάρχει κενό. Κενό αφήνει η απουσία του Θεού, όχι ο πνευματικός προορισμός των ανθρώπων. «Ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι, παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με» (το είπε σιγοψέλνοντάς το). Ή είναι ποθεινή πατρίδα και παράδεισος η βασιλεία του Θεού και για όποιον την κληρονομεί πανηγυρίζουμε ή όλα αυτά είναι υπερβολές και άδεια λόγια, οπότε τα δάκρυα είναι για το δράμα μας.
Δεν μπορείς να φανταστείς, πατερούλη μου, πόσο τον ζήλεψα σήμερα τον π. Λεόντιο. Σκέπτομαι την υποδοχή που του επεφύλαξαν τα αγγελικά τάγματα, αυτά τα «πρόσωπον προς πρόσωπον» που τώρα απολαμβάνει, και πανηγυρίζει η ψυχή μου για τη δόξα του. Φαντάσου τον ανάμεσα σε αγγέλους, σε δοξασμένους οσίους, σε αγιασμένους ματωμένους μάρτυρες, κοντά στον Απόστολο Παύλο, μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Μέγα Βασίλειο, με τον Χρυσόστομο, με την Παναγία, με τη θέα του εσφαγμένου αρνίου. Θεέ μου! Κι εμείς εδώ πενθούμε, λέει.
Σήμερα που ήταν φρέσκος στον ουρανό τον χιλιοπαρακαλούσα να ανοιξει τον δρόμο και για μας. Νομίζω θα τον ακούσει ο Θεός. Σίγουρα θα έχει παρρησία.
Σε μια εβδομάδα ο π. Κύριλλος εμφανίζει ίκτερο. Τον πηγαίνουμε στο Νοσοκομείο. Αρχίζει εξετάσεις. Προχωρημένος καρκίνος του ήπατος. Καλπάζουσα μορφή. Κεραυνός εν αιθρία. Ο χειρουργός, κοινός φίλος μας, αποφασίζει να τον ανοίξει άμεσα. Είναι όλος γεμάτος. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Κάνει δυό- τρεις αναστομώσεις και τον κλείνει.
Τον χάνουμε τον πάτερ, μας λέει. Ό,τι χειρότερο υπάρχει. Ούτε δυο μήνες δεν έχει μπροστά του. Θα του κάνουμε λίγες χημειοθεραπείες για να λέμε ότι κάτι κάναμε, μήπως και πιάσει και τον τρίτο μήνα.
Το μοναστήρι ανάστατο. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο γέροντας έφυγε για να μαζεύει τους πατέρες επάνω. Ας πάρει άλλους, όχι τον π. Κύριλλο. Αυτός όμως, πληροφορείται τα πάντα και λάμπει από χαρά.
-Τέτοιο δωράκι δεν το περίμενα. Είχαμε συμφωνήσει με τον π. Λεόντιο όποιος φύγει πρώτος να προσκαλέσει τον επόμενο. Πρέπει να βρήκε παρρησία στον Θεό. Γι’ αυτό και έκανε το θαύμα. Είδατε; «αιτείτε και δοθήσετε υμίν». Αν θέλετε, ζητήστε κι εσείς.
-Εμείς, του έλεγε ο π. Γερόντιος, θα ζητήσουμε να μη φύγεις εσύ. Και να δεις που θα πάνε οι προσευχές σου.
-Εγώ, έχω καρκινάκι στο συκώτι μου. βρίσκομαι ήδη στον διάδρομο απογειώσεως με αναμμένες τις τουρμπίνες. Δεν με κρατάει τίποτε.
-Θα σκάσω, μονολογούσε ο π. Γερόντιος, δεν μπορεί κανείς να τον πείσει να σταματήσει αυτές τις προσευχές του. Δεν γίνεται, τον θέλουμε κάτω. Όλοι πρέπει να κάνουμε προσευχή να μην τον ακούσει ο Θεός. Δηλαδή θα μας κάνει ό,τι θέλει αυτός; Στο κάτω –κάτω ο ουρανός είναι γεμάτος από αγίους. Τί θα γίνουμε αν μας φεύγουν ένας – ένας;
Έπεσε τηλεφώνημα και σε μένα. Απολάμβανα αυτούς τους πατέρες. Τί ωραίο πνεύμα! Τί ελεύθερο φρόνημα! Τί ανώτερη κατάσταση!
Πήγα να τον επισκεφθώ στο Νοσοκομείο.
-Πάτερ μου, καλά σε βλέπω, του λέω.
-Περίμενε λίγο και θα είμαι ακόμη καλύτερα. Αρκεί να μη μου κάνει τη ζημιά ο π . Γερόντιος. Βάλθηκε να με κρατήσει και το πρόβλημα είναι ότι αυτός ξέρει να προσεύχεται και τον ακούει συνήθως ο Θεός. Ξεσήκωσε και κόσμο. Νομίζω όμως ότι εγώ θα νικήσω. Από την άλλη, το πρόβλημα είναι ότι εκείνος κάνει προσευχή για άλλον, ενώ εγώ για τον εαυτό μου. Έλεγε ο π. Τρύφων ότι οι προσευχές για τους άλλους είναι πιο δυνατές. Αλλά και που να τα βγάλει πέρα ένας αμαρτωλός Κύριλλος με όλους αυτούς; Και πολλοί είναι και ενάρετοι. Δεν κάνεις κι εσύ καμμιά ευχούλα να ξεμπερδεύουμε;
Σε παρακαλώ πολύ, όταν οι άλλοι θα χάνουν το παιχνίδι, θα ήθελα να έλθεις κοντά μου να μου διαβάσεις εσύ την ευχή εις ψυχορραγούντα. Την άλλη φορά που θα έλθεις, φέρε και το Ευχολόγιο για πρόβα. Εγώ τώρα κλείνω τα μάτια, σταυρώνω τα χέρια και αρχίζουμε μαζί την εξόδιο… «Έτι δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως του δούλου του Θεού Κυρίλλου μοναχού, του αμαρτωλού, και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτώ πάν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον», έλεγε γεμάτος χαρά και δοξολογική διάθεση.
Πέρασαν οι δυο μήνες, πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο π. Κύριλλος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπήκε στο αεροπλάνο και ακυρώθηκε η πτήση. Για όλα έφταιγε ο πολύ αγαπητός του π. Γερόντιος. Τελικά αυτόν άκουσε ο Θεός. Και όσους τον υποστήριζαν με τις προσευχές τους. Ο π. Κύριλλος όμως δεν το έβαζε κάτω.
-Μπορεί να κέρδισε σε πρώτη φάση η αγάπη του π. Γεροντίου, αλλά υπάρχει και ο π. Λεόντιος. Και μάλιστα από τον ουρανό. Του το είχα ζητήσει σαν χάρι, τότε που κανείς δεν υποψιαζόταν ότι θα μας φύγει. Κάποτε θα τον ακούσει και αυτόν ο Θεός, έλεγε χαμογελώντας.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ζήτησε να βρεθούμε. Η ψυχή του πετούσε σαν τους αγγέλους, τα χείλη του διαρκώς δοξολογούσαν, το πρόσωπό του έλαμπε, η καρδιά του ξεχείλιζε από άρρητη χάρη. Η υγεία του φαινόταν μια χαρά.
-Νομίζω πλησιάζουμε στην ώρα μας. αισθάνομαι ότι η αντίστροφη μέτρηση όπου να ‘ ναι θα αρχίσει. Και η αναχώρηση θα γίνει αυτήν τη φορά με πύραυλο. Μια και έξω. Για να μην προλάβουν οι Γερόντιοι να χαλάσουν το σχέδιο. Αυτήν τη φορά το εισιτήριο έχει και εγγύηση. Έχουμε κι εμείς ψυχή, μου εμπιστεύτηκε χαριτωμένα. Μόνο μη μου κάνεις εσύ τη ζημιά. Σε θέλω σύμμαχο. Τί να κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο όταν υπάρχει ο άλλος;
Αμέσως μετά τη γιορτή, ο π. Κύριλλος κάτι έπαθε. Ζαλίστηκε, αισθάνθηκε δυνατούς πόνους, τον πήγαν στο Νοσοκομείο. Φάνηκε ότι η πορεία της υγείας του άνοιγε τον δρόμο στην πορεία της ψυχής του. Γεμάτος μεταστάσεις. Τα νέα τα έμαθε από τους πολυαγαπημένους του… αντιπάλους, που απαρηγόρητοι τον επισκέφθηκαν διαμαρτυρόμενοι. Με ένα γλυκύτατο μειδίαμα δέχτηκε την είδηση. Έκανε το σταυρό του και έβγαλε ένα «Δόξα σοι, ο Θεός» από το βαθύτερο σημείο της καρδιά του, σαν να αντίκριζε τη γη της επαγγελίας ύστερα από σαραντάχρονη περιπλάνηση στην έρημο, σαν να περπατούσε ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου.
Από τη στιγμή εκείνη, σταμάτησε τα αστεία και άρχισε την πιο εντατική του προετοιμασία. Ήδη είχε εξασφαλίσει το εισιτήριο και έπρεπε να επιμεληθεί όσο μπορούσε την αναχώρησή του. Μονίμως προσευχόμενος ενώπιον του Θεού. Η αγάπη του προς τον Θεό και η πίστη του στη μεγαλύτερή τους ένταση. Ο π. Κύριλλος είχε λίγη πνοή γι’ αυτόν τον κόσμο και ετοίμαζε τη βαθειά ανάσα του για τον άλλο, τον αληθινό, τον αιώνιο.
Με ειδοποίησε να πάρω το Ευχολόγιο και να πάω να εκπληρώσω τη συμφωνία μας, την ευχή εις ψυχορραγούντα. Ήταν Τετάρτη, αν θυμάμαι καλά, 7 Ιανουαρίου. Πήρα μαζί μου και έναν ασημένιο σταυρό με τίμιο ξύλο, αφιέρωμα στη Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, του «ταπεινού» Μητροπολίτου Αρσενίου από το 1692, όπως έγραφε από πίσω. Κοντά στα δέκα χρόνια στο Μετόχι της Αναλήψεως, συχνά τον προσκυνούσα, σπάνια ευωδίαζε, πολύ διακριτικά, κυρίως την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Τον πήρα μαζί μου για ευλογία. Τον έβγαλα από τη λειψανοθήκη και τον ασπάστηκα. Δεν ευωδίαζε καθόλου. Τον τοποθέτησα σε ένα βελούδινο σακουλάκι και έφυγα για το νοσοκομείο.
Γύρω στις 10:30 π.μ. ήμουν δίπλα στο κρεβάτι. Περιμέναμε να έλθει κι η αδελφή του. Είπε ότι θα έφευγε του Τιμίου Προδρόμου. Ουρανοί ανοιχτοί, ο Πρόδρομος εν υψίστη τιμή, η Αγία Τριάδα σε φανέρωση, ο π. Κύριλλος πανέτοιμος, ό,τι πρέπει για αναχώρηση.
Η επικοινωνία του με τον κόσμο των αισθήσεων διακοπτόμενη. Σαφώς βυθισμένος σε προσευχή, αλλά και με εμφανή δυσφορία. Κάθε τόσο, επανελάμβανε «Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Έβγαλα το σταυρό από το σακουλάκι να προσκυνήσει. Ήταν η διευθύνουσα του Νοσοκομείου, μία αδελφή νοσοκόμα και δύο πατέρες από το Μοναστήρι. Έκανε το σημείο του σταυρού. Προσκυνήσαμε όλοι.
-Τί γίνεται, πάτερ μου; πώς είσαι; Δυσκολεύεσαι; Μπορούμε κάτι να κάνουμε για σένα;
-Είμαι ευτυχής, τίποτε δεν με ενδιαφέρει, φεύγω. Περιμένω μόνο τη Μαρία (την αδελφή του) και αμέσως η… εκτόξευση. Ήδη είμαι στην εξέδρα και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Δεν σας λυπάμαι γιατί δεν χωριζόμαστε. Απλά, ένας – ένας πηγαίνουμε στην «οικία του Πατρός, ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη ού στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος…» και η φωνή του έσβησε.
-Πότε να διαβάσω την ευχή; Να βάλω ευλογητός; Ρώτησα.
-Όχι ακόμα. Σε λίγο θα σου πω.
Πέρασε λίγη ώρα σιωπής. Ήλθαν και δύο ακόμη πατέρες. Ο π. Κύριλλος σαν να μην καταλάβαινε. Ο ένας, ο π. Ευστάθιος, τον πλησιάζει στο αυτί και του λέει δυνατά:
-«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Ου γαρ παύσομαι αεί τούτο επιλέγων…» και συμπληρώνει ο άλλος, ο π. Σταυριανός.
-«επί πάσι μοι τοις συμβεβηκόσι».
Ο π. Κύριλλος ανοίγει τα μάτια και αργά, μόλις που ακούγεται, και διορθώνει:
-«Επί πάσι μοι τοις συμβαίνουσι». Έχει σημασία.
Μου κάνει νόημα και τον πλησιάζω.
-Πρόσεχέ τον αυτόν, είναι πολύ καλός, τον αγαπώ πολύ, αλλά είναι άνθρωπος του π. Γεροντίου. Μη μας κάνει καμιά ζημιά τελευταία ώρα. Και χαμογελά μέσα στη δυσφορία του.
Αυτές οι χαριτωμένες εναλλαγές συναίσθησης της μοναδικής ιερότητος των στιγμών και της ανάλαφρης αντιμετώπισής τους είναι κάτι το μοναδικό. Ζει στην αιωνιότητα και ασπάζεται την καθημερινότητα. Μιλάει και τις δύο γλώσσες υπέροχα. Τις τελευταίες του στιγμές!
Βυθίζεται! Γύρω του σιωπή. Τί να πεις τέτοια ώρα, δίπλα σε έναν τέτοιον άνθρωπο; Όλοι στεκόμαστε με δέος. Λίγοι άνθρωποι, πολλοί άγγελοι. Η ώρα του κτιστού κόσμου πήγε 12:00 ακριβώς το μεσημέρι. Η αιωνιότητα ρυθμίζει το δικό της ρολόι˙ ένα ρολόι δίχως δείκτες και δίχως νούμερα. Δίχως χρόνο! Δίχως τέλος!
Ο π. Κύριλλος σαν να μην επικοινωνεί πλέον. Η αναπνοή του βαρειά. Η πνοή του ανάλαφρη. Η θέα του προσώπου του αγγελική. Έχει πάνω από μισή ώρα να πει λέξη. Του έχει μείνει μόνον η τελευταία πνοή. Έτσι δείχνει…
Όχι, ακριβώς. Κάνει νόημα. Κάτι θέλει να πει.
Πλησιάζει τις δύο του παλάμες ανοιχτές δίπλα – δίπλα.
-Να διαβάσω την ευχή; Ρωτώ.
Νεύει καταφατικά.
Βάζω το πετραχήλι μου και αρχίζω τους ψαλμούς της ακολουθίας εις ψυχορραγούντα. Υπέροχη αλλά και φοβερή ακολουθία! Σιγοκουνάει τα χείλη του, παρακολουθώντας το νόημα και προσπαθεί να κάνει τον σταυρό του στα κατάλληλα σημεία. Όταν διάβαζα τους κανόνες – μου είχε πει να τα διαβάσω όλα – ησύχαζε. Διάβασα και τις ευχές και έκανα την απόλυση. Του έδωσα το πετραχήλι να το ασπαστεί. Με περισσή ευλάβεια, μέσα στη βύθισή του, ακουμπάει με τα χείλη του το χέρι μου. Αυτός μου φίλησε το χέρι ως ιερέως. Εγώ αισθάνθηκα ότι άγγιξα το ιερό του πρόσωπο ως αγίου. Έσκυψα και τον ασπάστηκα. Ένα ζωντανό εικόνισμα! Άνθρωπος «ούκ εκ του κόσμου τούτου».
Κουνάει τα χείλη του, σαν να θέλει κάτι να προσκυνήσει. Ρωτώ αν θέλει τον Τίμιο Σταυρό και το επιβεβαιώνει.
Βγάζω τον σταυρό ξανά από το σακουλάκι. Τον ασπάζομαι πρώτος εγώ. Ευωδία υπέροχη και έντονη. Δεν βγάζω λέξη. Τον προσφέρω για προσκύνηση στον άγιο του Θεού, ανοίγει τα μάτια του, κάνει το σημείο του σταυρού, τον ασπάζεται, ένα δάκρυ γλείφει το μάγουλό του και βυθίζεται για πάντα στη σιωπή. Σε λίγη ώρα αφήνει και την τελευταία του πνοή και γλιστράει στον κόσμο της μακαρίας αιωνιότητος, στη γη των πραέων…
Προσκύνησαν όλοι οι παρόντες με ευλάβεια και γεύτηκαν μαζί με τη χάρι του σταυρού και την ευλογία του ταπεινού Κυρίλλου μοναχού. Προηγουμένως κανείς μας δεν αντελήφθη καμία ευωδία. Τώρα όλοι μας ανεξαιρέτως. Και μάλιστα έντονη. Έδειξε ο Θεός την ευαρέσκειά του. Ο άνθρωπος αναπαύθηκε με όλη τη σημασία της λέξεως.
«Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι και το μνημόσυνον αυτών εις γενεάν και γενεάν».
Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.
Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Αγιορείτες μοναχοί

http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/404876-03.JPG
Μονή Βατοπεδίου. Ο ιερομόναχος Γαβριήλ


http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/404875-02.JPG
Καρυές. Κελί του Ευαγγελισμού. Ο ιερομόναχος Χρυσόστομος με τη συνοδεία του



http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/404878-05.JPG
Μονή Ρωσικού. Ο ιερομόναχος Γαβριήλ



http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/404883-08.JPG
Μονή Ξηροποτάμου. Διακόνημα στον κήπο της Μονής


http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/404884-09.JPG

Σκήτη Προφήτη Ηλία. Μοναχός στο πηγάδι


http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/404885-10.JPG
Καρυές. Κελί των Σαββαίων. Ο μοναχός Σεραφείμ


του Κώστα Μπαλάφα

Μητροπολίτης Ξάνθης:«Η εξάρτηση από τον Χριστό είναι η μόνη εξάρτηση που μπορεί να μας σώσει»

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως
«Η 26η Ιουνίου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών και κάθε τοπική κοινωνία καλείται να αναλογισθεί τις ευθύνες της απέναντι στο μεγάλο αυτό πρόβλημα που οδηγεί κυρίως τους νέους μας στον αργό θάνατο. Είναι πλέον πικρή εμπειρία το γεγονός ότι τα ναρκωτικά δεν αποτελούν πρόβλημα για μια μόνο κοινωνική ομάδα ή για τα άτομα «του περιθωρίου», αλλά αφορά τον καθένα μας, αφού τα ναρκωτικά πλήττουν αδιάκριτα το σύνολο της κοινωνίας μας.

Έχοντας κατά νου ότι τα ναρκωτικά δεν είναι απλώς ένα προσωπικό, αλλά ένα γενικότερο κοινωνικό πρόβλημα η Εκκλησία έρχεται, με αφορμή τη σημερινή ημέρα να μας υπενθυμίσει με λόγια απλά και αληθινά:

Ο «παράδεισος» που υπόσχονται στους νέους μας δεν αγοράζεται και δεν πωλείται. Η ευτυχία του ανθρώπου είναι ένα αγαθό που δεν το αποκτούμε με τα χρήματα, η ευτυχία μας βρίσκεται εκτός εμπορίου. Όλοι μας, αλλά πρωτίστως οι νέοι μας, δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους εμπόρους των ναρκωτικών, οι οποίοι μεταμορφωμένοι σε φίλους, υπόσχονται μέσω της αγοράς των ουσιών τον παράδεισο και την ευτυχία. Οι έμποροι των ναρκωτικών δεν μπορεί να είναι έμποροι ευτυχίας, γιατί είναι έμποροι του λευκού θανάτου.

Θα πρέπει όλοι μας να γνωρίζουμε ότι ο «παράδεισος», δηλαδή η λύση των προβλημάτων μας, δεν βρίσκεται στους άλλους, αλλά σε μας. Οι νέοι μας θα πρέπει να αντισταθούν σε κείνους που τους υπόσχονται τις εύκολες λύσεις στις δυσκολίες της ζωής. Πρέπει να γνωρίζουν ότι τα προβλήματα δεν είναι αξεπέραστα, χρειάζεται όμως αγώνας, υπομονή και επιμονή για να τα ξεπεράσουμε. Χρειάζεται αντίσταση και αποστροφή σε όλους εκείνους που εκμεταλλεύονται την ορμή της νεότητός τους. Χρειάζεται να εμπιστεύονται μόνο εκείνους που πραγματικά τους αγαπούν.

Η κατανόηση ότι ο «παράδεισος» δεν βρίσκεται στο «εγώ», αλλά στο «εμείς», θα οδηγήσει τους νέους μας στην αναζήτηση της συλλογικότητας και της αγάπης στον συνάνθρωπο. Η πραγματική ευτυχία δεν βρίσκεται στο «εγώ», στο άτομο μας, αλλά ολόγυρά μας. Η ευτυχία και ο παράδεισος είναι οι συνάνθρωποί μας, η οικογένειά μας και οι πραγματικοί φίλοι μας, που μας προσφέρουν την αγάπη και την συμπαράστασή τους αγνά και πλουσιοπάροχα, χωρίς ιδιοτέλεια και χωρίς υπολογισμούς.

Χρειάζεται όλοι μας, ως κοινωνία, να επιδείξουμε εγρήγορση, συνυπευθυνότητα και ειλικρίνεια, αρετές που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, και οι οποίες δεν είναι πάντοτε αυτονόητες.

Η Εκκλησία ζώντας την εμπειρία της Ανάστασης στο έσχατο ζήτημα του θανάτου, νικά ταυτοχρόνως και τον αργό θάνατο, προσφέροντας νόημα ζωής και περίσσευμα ζωής, ώστε όχι απλά να επιβιώνουμε, αλλά να ζούμε τη ζωή μας με δημιουργικότητα και πληρότητα. Η Εκκλησία, παράγοντας προσωπικής και κοινωνικής συγκρότησης και συνοχής, είναι ένας φυσικός χώρος πρόληψης των εξαρτήσεων, αφού, μέσω της μυστηριακής ζωής, παρέχει στους πιστούς τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που έρχεται να χαριτώσει τη ζωή τους με την πρόγευση του αληθινού παραδείσου, που κάνει περιττή την αναζήτηση κάθε τεχνητού και ψεύτικου παραδείσου.
  
Τελικά η εξάρτηση από τον Χριστό είναι η μόνη εξάρτηση που μπορεί να μας σώσει, να μας δικαιώσει, να μας λεπτύνει και να μας αγιάσει. Αρκεί να την επιλέξουμε. Με αυτή την ελπίδα της ελεύθερης επιλογής της οδού του Χριστού, η εκκλησία προσεύχεται πάντα, αλλά ιδιαίτερα σήμερα, για τους εξαρτημένους και τις οικογένειές τους και είναι πάντα έτοιμη να συμβάλει σε κάθε ειλικρινή και άδολη προσπάθεια επιλύσεως του προβλήματος».

Επίσκοπος Αταλάντης Νεόφυτος

 


Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως    Μία μεγάλη εκκλησιαστική και εθνική προσωπικότητα, η οποία διέλαμψε στην πιο κρίσιμη περίοδο του Ελληνικού Έθνους, υπήρξε ο επί 30 χρόνια Επίσκοπος της Αταλάντης Νεόφυτος, μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου.

Ο Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1762. Μετά τα εγκύκλια γράμματα στην γενέτειρά του, έχοντας έφεση προς την Ιερωσύνη, χειροτονήθηκε Διάκονος στην Ιερά Μονή Πεντέλης, μετονομασθείς από Νικόλαο σε Νεόφυτο. Έπειτα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και όταν επέστρεψε διετέλεσε Διάκονος του Επισκόπου Ταλαντίου Γαβριήλ, τον οποίο διεαδέχθηκε και στην Επισκοπή το 1803. Με την έκρηξη της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο, πρώτη από την Στερεά Ελλάδα με την προτροπή του Νεοφύτου, εξεγέρθηκε η Αταλάντη κατά των Τούρκων.

Περιζωσμένος την σπάθη ηγείτο των πολεμιστών της επαρχίας του, τους οποίους ενεθάρρυνε στον ιερό αγώνα. Τον Μάρτιο του 1821 στον Όσιο Λουκά Βοιωτίας, μαζί με τον Σαλώνων Ησαΐα ευλόγησε και αγίασε τα παλικάρια του Αθανασίου Διάκου. Και αργότερα όταν έμαθε, ότι ο Αθανάσιος Διάκος κυκλώθηκε στην Αλαμάνα από πολυαρίθμους βαρβάρους, έσπευσε αν και ήταν ασθενής, με όσους άθροισε από την Λοκρίδα, για να σώσει τον γενναίο ήρωα. Δυστυχώς όμως δεν κατώρθωσε να φθάσει πριν την καταστροφή. Αμέσως μετά, μετέβη στην Πελοπόννησο, για να μεριμνήσει για την σύσταση Κυβερνήσεως.

Τον Νοέμβριο του 1821 στην Άμφισσα συνεκάλεσε συνέλευση των κατοίκων του ανατολικού τμήματος της Στερεάς και στην Θεία Λειτουργία εξεφώνησε περίφημο λόγο, με τον οποίο απεδείκνυε την ιερότητα της επαναστάσεως κατά του τυράννου. Διετέλεσε πρόεδρος του Αρείου Πάγου και υπέστη πολλές περιπέτειες και καταδρομές. Όταν πληροφορήθηκε για την άφιξη του Υψηλάντου πήγε, δια να τον χαιρετήσει και ζητήσει στρατεύματα και πολεμικά εφόδια για την απελευθέρωση της Βοιωτίας. Μέχρι τέλους του αγώνος εργάσθηκε αόκνως ενισχύοντας και προστατεύοντας τους αγωνιστές και προσφέροντας τα πάντα για την ανόρθωση και πρόοδο της πατρίδος.

Σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις ήταν παρών και διέπρεψε με την φλογερή θρησκευτικότητά του και τον εθνικό του ζήλο. Τον Μάρτιο του 1824 ορίσθηκε τοποτηρητής Αθηνών μετά τον θάνατο του Μητροπολίτου Αθηνών Διονυσίου, ανεψιού του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε . Σε όλα τα συμβούλια για την σύνταξη νόμων, τακτοποίηση εκκλησιαστικών θεμάτων, επίλυση διαφόρων προβλημάτων ήταν παρών ο Νεόφυτος, λόγω της εναρέτου διαγωγής του και των υπέρ του Έθνους αγώνων του. Το έτος 1833 με την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ορίσθηκε Μητροπολίτης Αττικής και εχρημάτισε επί πολλά χρόνια μέχρι του θανάτου του το 1861 πρώτος Μητροπολίτης Αθηνών και πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου. Εκοιμήθη σε ηλικία 99 ετών.

Ο Νεόφυτος υπήρξε μεγάλη Εκκλησιαστική και Εθνική προσωπικότητα. Είχε μόρφωση εκκλησιαστική, βίο ενάρετο, πολυσήμαντη ποιμαντορία, σπάνια οξύνοια, αγάπη για την πατρίδα, πάθος για την ελευθερία. Ήταν εκείνος που ζώσθηκε πετραχήλι και καριοφύλι για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία.

Υπήρξε ένας από τους πιο μεγάλους αγωνιστές Ιεράρχες που ετίμησαν την Εκκλησία και την Ελλάδα και δικαίως κατατάσσεται στην πρώτη τάξη των αγωνιστών του 1821.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στη Βουλή

Με ομιλίες του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, του προέδρου της Βουλής Φίλιππου Πετσάλνικου και άλλων θεσμικών παραγόντων, θα διεξαχθεί την ερχόμενη Δευτέρα το πρωί στην Ολομέλεια της Βουλής, ειδική εκδήλωση της Παγκόσμιας Συνόδου Νεολαίας.
    Στην εκδήλωση, η οποία γίνεται στο πλαίσιο των Παγκόσμιων Αγώνων Special Olympics, θα συμμετέχουν 250 νέοι από 12 έως 17 ετών από την Ελλάδα και το Εξωτερικό.
    Πρόσκληση έχει απευθύνει η Βουλή σε όλους τους αρχηγούς κομμάτων, στους πρώην προέδρους της Δημοκρατίας, πρωθυπουργούς, προέδρους της Βουλής και δημόσιους παράγοντες.
    Πριν από την εκδήλωση, στις 11 το πρωί, ο πρόεδρος της Βουλής, Φ. Πετσάλνικος, θα συναντηθεί με τον κ. Βαρθολομαίο. 

«Το ψάρι από το κεφάλι»

undefined

ElΝΑΙ ΓΕΓΟΝΟΣ, ότι «το της πόλεως ήθος όμοιούται τοις άρχουσιν». Οι άρχοντες επηρεάζουν και διαμορφώνουν το ήθος και τα ήθη της πόλεως και των πολιτών. Ή ηγεσία του τόπου, πολιτική, πνευμα­τική, επιστημονική, εκκλησιαστική, δημιουργεί πρό­τυπα συμπεριφοράς και όπως είναι γνωστό, «φιλεί το άρχόμενον έξομοιούσθαι τοις άρχουσιν».
Γι' αυτό σοφά και ό λαός μας λέει, ότι «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Βαριά, λοιπόν, ή ευθύνη της ηγεσίας. Και ή εποχή μας κρίσιμη. Και ή νεολαία ευπρόσβλητη και ανυπεράσπιστη σε ποικίλες αρνητικές επιρροές. Ιδιαίτερα σήμερα πού ή ανεργία έχει πληγώσει βαθιά τις προοπτικές της νέας γενιάς. Γι' αυτό και ή ηγε­σία θα πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Να παραμερίσει συμφέροντα. Να συνειδητοποιήσει την ευθύνη της για το μέλλον αυτού του τόπου.
Ή δημοκρατία δεν είναι φτηνή συνθηματολογία. «Είναι πολίτευμα ώριμων και ακμαίων κοινωνιών. Όσοι και όποιοι επιχειρούν την υποβάθμιση της ποιοτικής στάθμης της δημόσιας ζωής πριονίζουν το κλαδί στο όποιο και οι ίδιοι κάθονται». Και άν το άλας μωρανθή, έν τίνι άλισθήσεται;
«ΖΩΗ», 16/06/2011

Μήνυμα του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου για την παγκόσμια ημέρα κατά των ναρκωτικών


Nα μην επιτρέψουμε πια συμπεριφορές αδιαφορίας, να αντιληφθούμε το χρέος μας απέναντι στους νέους ανθρώπους και να κάνουμε την αυτοκριτική μας, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στο μήνυμά του για την Παγκόσμια Ημέρα Κατά των Ναρκωτικών ο Μακαριώτατος.
Το μήνυμα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου έχει ως εξής:
"Στούς καιρούς τῆς πολυποίκιλης κρίσης, πού μαστίζει τήν ἐποχή μας καί τήν πατρίδα μας, ἴσως μοιάζει ἐξωπραγματικό νά θυμόμαστε τή σημερινή παγκόσμια ἡμέρα κατά τῶν ναρκωτικῶν, τή στιγμή πού ὅλοι ἀσχολούμεθα μέ ἄλλα πολλά, μέ ἀριθμούς καί λογιστικές, μέ τό χρέος καί τό μνημόνιο.
Κι ὅμως! Ἡ σημερινή ἡμέρα δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ἡμέρα περισυλλογῆς, ἀλλά καί ἡμέρα χρέους. Τοῦ ἀληθινοῦ μας χρέους ἀπέναντι στή νέα γενιά! Γιά τό τί ἀκόμη μποροῦμε ὅλοι μας νά κάνουμε γιά τήν καταπολέμηση τοῦ βασάνου αὐτοῦ -καί γενικότερα τῶν ἐξαρτήσεων- πού κατατρώγει τά σωθικά τῆς νεολαίας μας.
Σήμερα πού ὅλοι ἀναρωτιόμαστε: «ποιά Ἑλλάδα θά παραδώσουμε στά παιδιά μας;», ἐπιβάλλεται νά στρέψουμε τούς προβολεῖς τοῦ ἐνδιαφέροντός μας σέ ὅλα ἐκεῖνα, πού κρατοῦν ἀνύστακτη τή διάθεσή μας γιά ἀληθινή προσφορά στίς νεώτερες γενιές. Νά συνειδητοποιήσουμε καί πάλι πώς ἡ πραγματική κρίση εἶναι τό ἔλλειμμα ἤθους, παιδείας, πολιτισμοῦ καί πνευματικῶν αἰσθητηρίων, πού χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας. Νά τολμήσουμε τήν αὐτοκριτική μας, νά μή διστάσουμε νά πάρουμε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, νά θωρακίσουμε τά παιδιά μας μέ τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες, πού ἄρδευσαν χαρισματικά τόν τόπο μας καί τούς ἀνθρώπους του.
Ἔχει πολύ σωστά διαπιστωθεῖ, πώς ἡ οἰκονομική καί κάθε ἄλλη κρίση σπρώχνει τούς νέους κυρίως ἀνθρώπους ἀκόμη περισσότερο σέ ἀδιέξοδους δρόμους, σέ διαρκές ἐσωτερικό κενό καί ἀπόγνωση, στή μάστιγα τῆς κάθε ἐξάρτησης, στόν ψεύτικο παράδεισο, πού δέν λυτρώνει, ἀλλά καταδυναστεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Ἡ τωρινή κρίση καί ἡ σημερινή παγκόσμια ἡμέρα κατά τῶν ναρκωτικῶν μᾶς δίνουν τήν πολύτιμη εὐκαιρία νά στοχεύσουμε στόν πυρῆνα τοῦ προβλήματος, νά μήν ἐπιτρέψουμε συμπεριφορές ἀδιαφορίας, νά ἀναζητήσουμε καί πάλι τή χαμένη οἰκογενειακή θαλπωρή, νά μιλήσουμε στά παιδιά καί τούς νέους –πρῶτα μέ τό παράδειγμά μας κι ἔπειτα μέ τό λόγο μας- γιά τήν ἀληθινή εὐτυχία τῆς ζωῆς, γιά τό ὑπερούσιο νόημα τοῦ βίου, γιά τήν ἀξία τοῦ ἀγώνα, τῆς διαρκοῦς προσπάθειας χωρίς ἀπογοητεύσεις καί δεσμεύσεις, γιά τήν ἐλευθερία, τήν ἀγάπη, τήν κατανόηση, τή δικαιοσύνη. Πώς ὅλα αὐτά μποροῦν νά ὑπάρξουν στήν κοινωνία μας, πώς τίποτε δέν χάθηκε ὁριστικά, φτάνει νά συνοδοιπορήσουμε μέ τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς, τόν Ἰησοῦ, ὄχι στό δρόμο τῶν ψεύτικων παραδείσων, ἀλλά στήν προοπτική τῆς βιώσεως τοῦ ἀληθινοῦ.
Θέλω ἀκόμη νά ἐκφράσω τήν πατρική ἀγάπη καί τή συμπαράστασή μου πρός τούς νέους καί τίς νέες πού βρίσκονται ἀκόμη στό λαβύρινθο τῶν ἐξαρτήσεων καί νά τούς καλέσω νά σηκώσουν ψηλά τό κεφάλι, νά μήν ἀπελπισθοῦν, νά ζητήσουν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπευθυνθοῦν στούς ἁρμοδίους φορεῖς, πού δραστηριοποιοῦνται παντοιοτρόπως γιά τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματός των. Ἰδιαιτέρως προσεύχομαι γιά ἐκείνους, καθώς ἐπίσης καί γιά τό εὐρύτερο οἰκογενειακό περιβάλλον τους, γιά τούς ἀνθρώπους πού ἀληθινά τούς ἀγαποῦν καί ἀνηφορίζουν κι ἐκεῖνοι τό δικό τους σκληρό Γολγοθᾶ.
Μέ σεβασμό καί τιμή δίνω τό χέρι μου καί συγχαίρω τά ἐξειδικευμένα στελέχη τῶν φορέων, πού ἀγωνίζονται νυχθημερόν γιά τήν ἐπιστροφή αὐτῶν τῶν πληγωμένων παιδιῶν μας στήν πραγματική ζωή καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τῆς καθημερινότητας. Γνωρίζω τίς φιλότιμες προσπάθειές τους σέ καιρούς δύσκολους, καθώς ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν πολλά καί δυσεπίλυτα προβλήματα, ἀκόμα καί τό φάσμα ἑνός ἰδιόμορφου ρατσισμοῦ ἀπέναντι στά ἐξαρτημένα πρόσωπα πού κυριεύει δυστυχῶς τίς ψυχές πολλῶν συνανθρώπων μας.
Ὁ Κύριός μας, ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπόνοιας, νά μᾶς βοηθήσει γιά νά δοῦμε ὁ καθένας τίς εὐθύνες μας, νά συμβάλλουμε οὐσιαστικά στήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος, φανερώνοντας ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας πρός τό συνάνθρωπο, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι καί ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μας πρός τόν ἴδιο τόν Θεό".

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...