Άνθρωπος πολύ πονεμένος, αλλά και ασυνήθιστα γλυκύς και ευτυχισμένος. «Η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη» ιδίωμά του. Ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Μικρό παιδί, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, όταν μπροστά στα μάτια του πήραν τη μητέρα και την αδελφή του οι αντάρτες
και σε λίγο άκουσε τους πυροβολισμούς. Δεν τους ξαναείδε, αλλά και δεν λησμόνησε ποτέ ούτε την εικόνα του χωρισμού ούτε τις εκφράσεις του προσώπου τους ούτε τα ως τότε γεγονότα της κοινής ζωής τους. Αιτία το μίσος του πατέρα τους, που και αυτός εξαφανίστηκε. Αυτός τις κατήγγειλε. Η παιδική ψυχή του μια πληγή χαίνουσα.
Τον μάζεψαν σε μια παιδόπολη. Εκεί έμαθε την τέχνη του λούστρου. Εντελώς συμπτωματικά συναντά έναν έφεδρο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που πήγε να του βάψει τα παπούτσια σε ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης. Πιάνουν την κουβέντα και γίνονται φίλοι. Αυτός του μιλάει για αγάπη, την οποία και του δείχνει έμπρακτα. Του δίνει ελπίδα και παρηγοριά. Τον οδηγεί στην Εκκλησία και του ανοίγει όλους τους πνευματικούς ορίζοντες. Γίνεται μοναχός σε ένα γνωστό ευλογημένο μοναστήρι με εκλεκτούς αδελφούς. Διάκονος και υπηρέτης όλων. Ο τελευταίος των τελευταίων κατ’ επιλογήν. Χαιρόταν να απολαμβάνει σαν δική του τη δόξα των άλλων. Αυθεντικά απολάμβανε τα χαρίσματα και τις επιτυχίες τους. Βρήκε τον τόπο του, ανακάλυψε τον εαυτό του, συνάντησε τον Θεό. Το νέο του όνομα Κύριλλος.
-Είμαι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου, συνήθιζε να λέγει, χρεωμένος στον Θεό μέχρι το κεφάλι.
Στο στόμα του έβγαζε συνεχή δοξολογία. Είχε και μία γλυκύτατη φωνή. Και πολύ δυνατή μνήμη. Ήξερε την Αγία Γραφή σχεδόν ολόκληρη απ’ έξω. Το μοναστήρι έγινε πανεπιστήμιό του. Έψελνε με το ευγενές περιεχόμενο της καρδιάς του, όχι με τις φωνητικές χορδές και τα χείλη. Χαιρόσουν να τον βλέπεις και να τον ακούς. Είχε τιμήσει το κατ’ εικόνα όσο ελάχιστοι και ακτινοβολούσε τα χαρίσματα της καθ’ ομοίωσιν Θεού καταστάσεως με τρόπο φανερό και μυστικό. Καταλαβαίνεις ότι ο π. Κύριλλος ήταν πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι έδειχνε. Ένα μικρό παιδί εξήντα ετών… Ένας άγγελος με υλική περιβολή.
Το αγαπημένο του θέμα η βασιλεία του Θεού. Επιθυμία του εμφανής το να τελειώνει με την εκκρεμότητα αυτής της ζωής και να ζήσει στο πλήρωμα της άλλης. Η μετοχή στην αιώνια μακαριότητα, η άληκτη θέα της δόξης του Θεού, η βίωση του κόσμου των θείων επαγγελιών, η ανέσπερη ογδόη ημέρα, η ακοή των «αρρήτων ρημάτων, α ούκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 4), η κοινωνία των αγγέλων, η αποκάλυψη της χάριτος των αγίων, η φανέρωση του Θεομητορικού μυστηρίου, η κατάργηση των φθαρτών και προσκαίρων, αποτελούσαν μόνιμο εντρύφημά του. Κάθε τι που έλεγε, ακόμη και υποχρέωση να αναφερθεί στα καθυμερινά, ήταν «εν χάριτι, άλατι ηρτυμένο» (Κολ. δ’ 6) και απέπνεε ζωή και όχι θάνατο.
Όλοι στην αδελφότητα τον λάτρευαν με ανομολόγητο θαυμασμό. Δεν το έλεγε εύκολα, αλλά λαχταρούσε να φύγει από αυτόν τον κόσμο. Δεν ήταν μόνο «πάροικος και παρεπίδημος» εδώ (Α’ Πέτρ. β’ 11), αλλά και ξένος. Είχε σαφή πόθο Θεού και θανάτου. Η σχέση του με τον θάνατο ήταν σχέση φιλική. Με την ιδέα του πολύ εξοικειωμένος. Η καρδιά του δεν ακουμπούσε σε αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό και η εξωτερική του εμφάνιση υπερβολικά απλή, τα ράσα του παλιά, δεύτερης χρήσης.
Ερχόταν ευκαιριακά και με επισκεπτόταν στο Μετόχι της Αναλήψεως που διακονούσα. Πάντοτε με ευλογία που εγώ έπαιρνα από τον γέροντα. Έφερνε και ευλογίες˙ σταφίδες, αμύγδαλα, παστέλια, καμία σοκολάτα και κάποιο βιβλιαράκι. Ποτέ με άδεια χέρια. Πάντα με γεμάτη την καρδιά. Μόλις έπαιρνε την ευχή, έψαλλε κάτι επίκαιρο και άρχιζε το δοξολογικό του στόμα τις ωραίες αφηγήσεις από τη ζωή γερόντων που γνώρισε, αναλύσεις ψαλμικών χωρίων που έτυχε να μελετήσει ή ακούσει και του έκαναν εντύπωση, πατερικές σκέψεις και υπομνηματισμούς, εντυπωσιακές αναφορές στους βίους των αγίων, αγιογραφικές εμβαθύνσεις. Και κατέληγε στο αγαπημένο του θέμα, την περιγραφή της βασιλείας του Θεού˙ πώς θα είναι στον παράδεισο. Ποταμός βιωματικής θεολογίας. όλα με πολύ πόθο και βαθειά ταπείνωση.
Εκοιμήθη ξαφνικά ο γέροντας της Μονής, ο π. Λεόντιος. Έφυγε μέσα στη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης, πριν προλάβει κάποιος να του συμπαρασταθεί, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση˙ ούτε οι νοσηλεύτριες. Κανείς δεν το φανταζόταν. Ένας μεγαλειώδης μυστικός άνθρωπος. Πήρε μαζί του όση χάρι του έδωσε ο Θεός και άφησε πίσω του, σε όσους τον γνώρισαν, την ανάμνηση ενός άγνωστου αλλά πολύ μεγάλου αγίου, την αίσθηση ενός ιερού αγγίγματος του κόσμου των ορωμένων. Κανείς δεν ήξερε πως ζούσε. Ούτε ο π. Κύριλλος που τον υπεραγαπούσε και το κελλί του ήταν δίπλα στο δικό του. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος. Ανεξιχνίαστο μυστήριο. Πάντως μυστήριο. Απόλυτη κένωση, πλήρωμα χάριτος!
Στην εξόδιο ακολουθία, ο π. Κύριλλος σε μια γωνιά έδειχνε συντετριμμένος. Δεν σήκωσε κεφάλι. Τον καταλάβαινα. Έμενε πάλι ορφανός. Πάλι απρόσμενα και ξαφνικά. Τώρα από κάθε ανθρώπινο στήριγμα.
Τον πλησίασα στο τέλος, θεωρώντας ότι έπρεπε να του πω έναν λόγο παρηγορίας.
-Σε είδα, π. Κύριλλε, σκυμμένο την ώρα της κηδείας. Πάλι ορφάνια. Τώρα μάλιστα μεγαλύτερη από τις προηγούμενες.
-Δεν είναι ακριβώς έτσι, πάτερ μου. Τώρα αποκτήσαμε πρεσβευτή στον ουρανό πρώτης κατηγορίας, πραγματικό στρατηγό.
-Καταλαβαίνω όμως και το κενό σου, συνέχισα. Πώς να το κάνουμε; Θα μας λείψει. Σε κοίταζα κατά τη διάρκεια της ακολουθίας γεμάτο σκέψεις και συνοχή.
-Δεν υπάρχει κενό. Κενό αφήνει η απουσία του Θεού, όχι ο πνευματικός προορισμός των ανθρώπων. «Ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι, παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με» (το είπε σιγοψέλνοντάς το). Ή είναι ποθεινή πατρίδα και παράδεισος η βασιλεία του Θεού και για όποιον την κληρονομεί πανηγυρίζουμε ή όλα αυτά είναι υπερβολές και άδεια λόγια, οπότε τα δάκρυα είναι για το δράμα μας.
Δεν μπορείς να φανταστείς, πατερούλη μου, πόσο τον ζήλεψα σήμερα τον π. Λεόντιο. Σκέπτομαι την υποδοχή που του επεφύλαξαν τα αγγελικά τάγματα, αυτά τα «πρόσωπον προς πρόσωπον» που τώρα απολαμβάνει, και πανηγυρίζει η ψυχή μου για τη δόξα του. Φαντάσου τον ανάμεσα σε αγγέλους, σε δοξασμένους οσίους, σε αγιασμένους ματωμένους μάρτυρες, κοντά στον Απόστολο Παύλο, μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Μέγα Βασίλειο, με τον Χρυσόστομο, με την Παναγία, με τη θέα του εσφαγμένου αρνίου. Θεέ μου! Κι εμείς εδώ πενθούμε, λέει.
Σήμερα που ήταν φρέσκος στον ουρανό τον χιλιοπαρακαλούσα να ανοιξει τον δρόμο και για μας. Νομίζω θα τον ακούσει ο Θεός. Σίγουρα θα έχει παρρησία.
Σε μια εβδομάδα ο π. Κύριλλος εμφανίζει ίκτερο. Τον πηγαίνουμε στο Νοσοκομείο. Αρχίζει εξετάσεις. Προχωρημένος καρκίνος του ήπατος. Καλπάζουσα μορφή. Κεραυνός εν αιθρία. Ο χειρουργός, κοινός φίλος μας, αποφασίζει να τον ανοίξει άμεσα. Είναι όλος γεμάτος. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Κάνει δυό- τρεις αναστομώσεις και τον κλείνει.
Τον χάνουμε τον πάτερ, μας λέει. Ό,τι χειρότερο υπάρχει. Ούτε δυο μήνες δεν έχει μπροστά του. Θα του κάνουμε λίγες χημειοθεραπείες για να λέμε ότι κάτι κάναμε, μήπως και πιάσει και τον τρίτο μήνα.
Το μοναστήρι ανάστατο. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο γέροντας έφυγε για να μαζεύει τους πατέρες επάνω. Ας πάρει άλλους, όχι τον π. Κύριλλο. Αυτός όμως, πληροφορείται τα πάντα και λάμπει από χαρά.
-Τέτοιο δωράκι δεν το περίμενα. Είχαμε συμφωνήσει με τον π. Λεόντιο όποιος φύγει πρώτος να προσκαλέσει τον επόμενο. Πρέπει να βρήκε παρρησία στον Θεό. Γι’ αυτό και έκανε το θαύμα. Είδατε; «αιτείτε και δοθήσετε υμίν». Αν θέλετε, ζητήστε κι εσείς.
-Εμείς, του έλεγε ο π. Γερόντιος, θα ζητήσουμε να μη φύγεις εσύ. Και να δεις που θα πάνε οι προσευχές σου.
-Εγώ, έχω καρκινάκι στο συκώτι μου. βρίσκομαι ήδη στον διάδρομο απογειώσεως με αναμμένες τις τουρμπίνες. Δεν με κρατάει τίποτε.
-Θα σκάσω, μονολογούσε ο π. Γερόντιος, δεν μπορεί κανείς να τον πείσει να σταματήσει αυτές τις προσευχές του. Δεν γίνεται, τον θέλουμε κάτω. Όλοι πρέπει να κάνουμε προσευχή να μην τον ακούσει ο Θεός. Δηλαδή θα μας κάνει ό,τι θέλει αυτός; Στο κάτω –κάτω ο ουρανός είναι γεμάτος από αγίους. Τί θα γίνουμε αν μας φεύγουν ένας – ένας;
Έπεσε τηλεφώνημα και σε μένα. Απολάμβανα αυτούς τους πατέρες. Τί ωραίο πνεύμα! Τί ελεύθερο φρόνημα! Τί ανώτερη κατάσταση!
Πήγα να τον επισκεφθώ στο Νοσοκομείο.
-Πάτερ μου, καλά σε βλέπω, του λέω.
-Περίμενε λίγο και θα είμαι ακόμη καλύτερα. Αρκεί να μη μου κάνει τη ζημιά ο π . Γερόντιος. Βάλθηκε να με κρατήσει και το πρόβλημα είναι ότι αυτός ξέρει να προσεύχεται και τον ακούει συνήθως ο Θεός. Ξεσήκωσε και κόσμο. Νομίζω όμως ότι εγώ θα νικήσω. Από την άλλη, το πρόβλημα είναι ότι εκείνος κάνει προσευχή για άλλον, ενώ εγώ για τον εαυτό μου. Έλεγε ο π. Τρύφων ότι οι προσευχές για τους άλλους είναι πιο δυνατές. Αλλά και που να τα βγάλει πέρα ένας αμαρτωλός Κύριλλος με όλους αυτούς; Και πολλοί είναι και ενάρετοι. Δεν κάνεις κι εσύ καμμιά ευχούλα να ξεμπερδεύουμε;
Σε παρακαλώ πολύ, όταν οι άλλοι θα χάνουν το παιχνίδι, θα ήθελα να έλθεις κοντά μου να μου διαβάσεις εσύ την ευχή εις ψυχορραγούντα. Την άλλη φορά που θα έλθεις, φέρε και το Ευχολόγιο για πρόβα. Εγώ τώρα κλείνω τα μάτια, σταυρώνω τα χέρια και αρχίζουμε μαζί την εξόδιο… «Έτι δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως του δούλου του Θεού Κυρίλλου μοναχού, του αμαρτωλού, και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτώ πάν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον», έλεγε γεμάτος χαρά και δοξολογική διάθεση.
Πέρασαν οι δυο μήνες, πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο π. Κύριλλος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπήκε στο αεροπλάνο και ακυρώθηκε η πτήση. Για όλα έφταιγε ο πολύ αγαπητός του π. Γερόντιος. Τελικά αυτόν άκουσε ο Θεός. Και όσους τον υποστήριζαν με τις προσευχές τους. Ο π. Κύριλλος όμως δεν το έβαζε κάτω.
-Μπορεί να κέρδισε σε πρώτη φάση η αγάπη του π. Γεροντίου, αλλά υπάρχει και ο π. Λεόντιος. Και μάλιστα από τον ουρανό. Του το είχα ζητήσει σαν χάρι, τότε που κανείς δεν υποψιαζόταν ότι θα μας φύγει. Κάποτε θα τον ακούσει και αυτόν ο Θεός, έλεγε χαμογελώντας.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ζήτησε να βρεθούμε. Η ψυχή του πετούσε σαν τους αγγέλους, τα χείλη του διαρκώς δοξολογούσαν, το πρόσωπό του έλαμπε, η καρδιά του ξεχείλιζε από άρρητη χάρη. Η υγεία του φαινόταν μια χαρά.
-Νομίζω πλησιάζουμε στην ώρα μας. αισθάνομαι ότι η αντίστροφη μέτρηση όπου να ‘ ναι θα αρχίσει. Και η αναχώρηση θα γίνει αυτήν τη φορά με πύραυλο. Μια και έξω. Για να μην προλάβουν οι Γερόντιοι να χαλάσουν το σχέδιο. Αυτήν τη φορά το εισιτήριο έχει και εγγύηση. Έχουμε κι εμείς ψυχή, μου εμπιστεύτηκε χαριτωμένα. Μόνο μη μου κάνεις εσύ τη ζημιά. Σε θέλω σύμμαχο. Τί να κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο όταν υπάρχει ο άλλος;
Αμέσως μετά τη γιορτή, ο π. Κύριλλος κάτι έπαθε. Ζαλίστηκε, αισθάνθηκε δυνατούς πόνους, τον πήγαν στο Νοσοκομείο. Φάνηκε ότι η πορεία της υγείας του άνοιγε τον δρόμο στην πορεία της ψυχής του. Γεμάτος μεταστάσεις. Τα νέα τα έμαθε από τους πολυαγαπημένους του… αντιπάλους, που απαρηγόρητοι τον επισκέφθηκαν διαμαρτυρόμενοι. Με ένα γλυκύτατο μειδίαμα δέχτηκε την είδηση. Έκανε το σταυρό του και έβγαλε ένα «Δόξα σοι, ο Θεός» από το βαθύτερο σημείο της καρδιά του, σαν να αντίκριζε τη γη της επαγγελίας ύστερα από σαραντάχρονη περιπλάνηση στην έρημο, σαν να περπατούσε ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου.
Από τη στιγμή εκείνη, σταμάτησε τα αστεία και άρχισε την πιο εντατική του προετοιμασία. Ήδη είχε εξασφαλίσει το εισιτήριο και έπρεπε να επιμεληθεί όσο μπορούσε την αναχώρησή του. Μονίμως προσευχόμενος ενώπιον του Θεού. Η αγάπη του προς τον Θεό και η πίστη του στη μεγαλύτερή τους ένταση. Ο π. Κύριλλος είχε λίγη πνοή γι’ αυτόν τον κόσμο και ετοίμαζε τη βαθειά ανάσα του για τον άλλο, τον αληθινό, τον αιώνιο.
Με ειδοποίησε να πάρω το Ευχολόγιο και να πάω να εκπληρώσω τη συμφωνία μας, την ευχή εις ψυχορραγούντα. Ήταν Τετάρτη, αν θυμάμαι καλά, 7 Ιανουαρίου. Πήρα μαζί μου και έναν ασημένιο σταυρό με τίμιο ξύλο, αφιέρωμα στη Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, του «ταπεινού» Μητροπολίτου Αρσενίου από το 1692, όπως έγραφε από πίσω. Κοντά στα δέκα χρόνια στο Μετόχι της Αναλήψεως, συχνά τον προσκυνούσα, σπάνια ευωδίαζε, πολύ διακριτικά, κυρίως την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Τον πήρα μαζί μου για ευλογία. Τον έβγαλα από τη λειψανοθήκη και τον ασπάστηκα. Δεν ευωδίαζε καθόλου. Τον τοποθέτησα σε ένα βελούδινο σακουλάκι και έφυγα για το νοσοκομείο.
Γύρω στις 10:30 π.μ. ήμουν δίπλα στο κρεβάτι. Περιμέναμε να έλθει κι η αδελφή του. Είπε ότι θα έφευγε του Τιμίου Προδρόμου. Ουρανοί ανοιχτοί, ο Πρόδρομος εν υψίστη τιμή, η Αγία Τριάδα σε φανέρωση, ο π. Κύριλλος πανέτοιμος, ό,τι πρέπει για αναχώρηση.
Η επικοινωνία του με τον κόσμο των αισθήσεων διακοπτόμενη. Σαφώς βυθισμένος σε προσευχή, αλλά και με εμφανή δυσφορία. Κάθε τόσο, επανελάμβανε «Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Έβγαλα το σταυρό από το σακουλάκι να προσκυνήσει. Ήταν η διευθύνουσα του Νοσοκομείου, μία αδελφή νοσοκόμα και δύο πατέρες από το Μοναστήρι. Έκανε το σημείο του σταυρού. Προσκυνήσαμε όλοι.
-Τί γίνεται, πάτερ μου; πώς είσαι; Δυσκολεύεσαι; Μπορούμε κάτι να κάνουμε για σένα;
-Είμαι ευτυχής, τίποτε δεν με ενδιαφέρει, φεύγω. Περιμένω μόνο τη Μαρία (την αδελφή του) και αμέσως η… εκτόξευση. Ήδη είμαι στην εξέδρα και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Δεν σας λυπάμαι γιατί δεν χωριζόμαστε. Απλά, ένας – ένας πηγαίνουμε στην «οικία του Πατρός, ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη ού στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος…» και η φωνή του έσβησε.
-Πότε να διαβάσω την ευχή; Να βάλω ευλογητός; Ρώτησα.
-Όχι ακόμα. Σε λίγο θα σου πω.
Πέρασε λίγη ώρα σιωπής. Ήλθαν και δύο ακόμη πατέρες. Ο π. Κύριλλος σαν να μην καταλάβαινε. Ο ένας, ο π. Ευστάθιος, τον πλησιάζει στο αυτί και του λέει δυνατά:
-«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Ου γαρ παύσομαι αεί τούτο επιλέγων…» και συμπληρώνει ο άλλος, ο π. Σταυριανός.
-«επί πάσι μοι τοις συμβεβηκόσι».
Ο π. Κύριλλος ανοίγει τα μάτια και αργά, μόλις που ακούγεται, και διορθώνει:
-«Επί πάσι μοι τοις συμβαίνουσι». Έχει σημασία.
Μου κάνει νόημα και τον πλησιάζω.
-Πρόσεχέ τον αυτόν, είναι πολύ καλός, τον αγαπώ πολύ, αλλά είναι άνθρωπος του π. Γεροντίου. Μη μας κάνει καμιά ζημιά τελευταία ώρα. Και χαμογελά μέσα στη δυσφορία του.
Αυτές οι χαριτωμένες εναλλαγές συναίσθησης της μοναδικής ιερότητος των στιγμών και της ανάλαφρης αντιμετώπισής τους είναι κάτι το μοναδικό. Ζει στην αιωνιότητα και ασπάζεται την καθημερινότητα. Μιλάει και τις δύο γλώσσες υπέροχα. Τις τελευταίες του στιγμές!
Βυθίζεται! Γύρω του σιωπή. Τί να πεις τέτοια ώρα, δίπλα σε έναν τέτοιον άνθρωπο; Όλοι στεκόμαστε με δέος. Λίγοι άνθρωποι, πολλοί άγγελοι. Η ώρα του κτιστού κόσμου πήγε 12:00 ακριβώς το μεσημέρι. Η αιωνιότητα ρυθμίζει το δικό της ρολόι˙ ένα ρολόι δίχως δείκτες και δίχως νούμερα. Δίχως χρόνο! Δίχως τέλος!
Ο π. Κύριλλος σαν να μην επικοινωνεί πλέον. Η αναπνοή του βαρειά. Η πνοή του ανάλαφρη. Η θέα του προσώπου του αγγελική. Έχει πάνω από μισή ώρα να πει λέξη. Του έχει μείνει μόνον η τελευταία πνοή. Έτσι δείχνει…
Όχι, ακριβώς. Κάνει νόημα. Κάτι θέλει να πει.
Πλησιάζει τις δύο του παλάμες ανοιχτές δίπλα – δίπλα.
-Να διαβάσω την ευχή; Ρωτώ.
Νεύει καταφατικά.
Βάζω το πετραχήλι μου και αρχίζω τους ψαλμούς της ακολουθίας εις ψυχορραγούντα. Υπέροχη αλλά και φοβερή ακολουθία! Σιγοκουνάει τα χείλη του, παρακολουθώντας το νόημα και προσπαθεί να κάνει τον σταυρό του στα κατάλληλα σημεία. Όταν διάβαζα τους κανόνες – μου είχε πει να τα διαβάσω όλα – ησύχαζε. Διάβασα και τις ευχές και έκανα την απόλυση. Του έδωσα το πετραχήλι να το ασπαστεί. Με περισσή ευλάβεια, μέσα στη βύθισή του, ακουμπάει με τα χείλη του το χέρι μου. Αυτός μου φίλησε το χέρι ως ιερέως. Εγώ αισθάνθηκα ότι άγγιξα το ιερό του πρόσωπο ως αγίου. Έσκυψα και τον ασπάστηκα. Ένα ζωντανό εικόνισμα! Άνθρωπος «ούκ εκ του κόσμου τούτου».
Κουνάει τα χείλη του, σαν να θέλει κάτι να προσκυνήσει. Ρωτώ αν θέλει τον Τίμιο Σταυρό και το επιβεβαιώνει.
Βγάζω τον σταυρό ξανά από το σακουλάκι. Τον ασπάζομαι πρώτος εγώ. Ευωδία υπέροχη και έντονη. Δεν βγάζω λέξη. Τον προσφέρω για προσκύνηση στον άγιο του Θεού, ανοίγει τα μάτια του, κάνει το σημείο του σταυρού, τον ασπάζεται, ένα δάκρυ γλείφει το μάγουλό του και βυθίζεται για πάντα στη σιωπή. Σε λίγη ώρα αφήνει και την τελευταία του πνοή και γλιστράει στον κόσμο της μακαρίας αιωνιότητος, στη γη των πραέων…
Προσκύνησαν όλοι οι παρόντες με ευλάβεια και γεύτηκαν μαζί με τη χάρι του σταυρού και την ευλογία του ταπεινού Κυρίλλου μοναχού. Προηγουμένως κανείς μας δεν αντελήφθη καμία ευωδία. Τώρα όλοι μας ανεξαιρέτως. Και μάλιστα έντονη. Έδειξε ο Θεός την ευαρέσκειά του. Ο άνθρωπος αναπαύθηκε με όλη τη σημασία της λέξεως.
«Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι και το μνημόσυνον αυτών εις γενεάν και γενεάν».
Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.
Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.