Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 07, 2011

Μήπως νηστεύουμε χωρίς αυτό;

undefined

περί μετανοίας του π. Βαρνάβα Γιάγκου,
Εφημέριου του Ι. Ν. Λαοδηγήτριας Θεσσαλονίκης

“Εφόσον η Σαρακοστή είναι κατ’ εξοχήν περίοδος μετανοίας και εφόσον το μόνο που έχουμε να επιδείξουμε και μέσα από το οποίο να τύχομε της αγάπης της χάριτος του Θεού είναι η μετάνοια θεωρούμε ότι είναι πάρα πολύ βασικό.
Κατ’ αρχήν θέλουμε να κάνουμε έτσι μία εισαγωγή σε μια πτυχή της μετανοίας που είναι βοηθητική και να συνεχίσουμε παρακάτω σε ένα κείμενο περί μετανοίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο ή ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια της μετανοίας είναι η ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Είναι ο ιδεατός εαυτός, ο νομιζόμενος εαυτός μας και η ψευδαίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας. Η ψευδαίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας, ο νομιζόμενος εαυτός μας αυτό δηλαδή το προσωπείο που οργανώσαμε και πιστεύσαμε πως ταυτίζεται με το πρόσωπό μας είναι το εμπόδιο μετανοίας. Είναι το εμπόδιο ούτως ώστε να έχουμε αληθινή πνευματική ζωή.
Στην προσπάθεια μας να καλύψουμε τις ενοχές μας, λειτουργεί ένα σχήμα αντίδρασης και απώθησης. Προσπαθούμε αντί να εκφράσουμε, να εκδηλώσουμε, να έχουμε μία σωστή επαφή με την πραγματικότητα του εαυτού μας, βλέποντας την φθορά της θείας εικόνος, προκείμενου να αποκατασταθεί το κάλλος της θείας εικόνος που είμαστε, λειτουργούμε με άλλα σχήματα. Δεν έχουμε σωστή διαλεκτική σχέση με τις ενοχές μας ούτως ώστε να γίνει μετάνοια. Απωθούμε τις ενοχές. Αντιδρούμε σε οποιοδήποτε γεγονός είτε εσωτερικό της συνειδήσεως μας, είτε εξωτερικό ελέγχου ανθρώπων και γεγονότων που οικονομεί ο Θεός. Αντιδρούμε σε αυτά, προκείμενου να υπερασπισθούμε την καλή εικόνα για τον εαυτό μας. Αυτό το σύμπτωμα μπορεί να λειτουργήσει και στον εαυτό μας και στην οικογένεια μας και στην κοινωνία μας και στην εκκλησία.
Για να βοηθηθούμε λίγο να το καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό. Είναι σημαντικό στην εποχή μας τα γεγονότα, υπάρχει η λέξη κάθαρση, το «κάθαρση στην εκκλησία» το έχει η μετάνοια. Τι σημαίνει αυτό το πράγμα;
Προκείμενου να διασώσουμε τον εαυτό μας και να διώξουμε την χάρη του Θεού από την ζωή μας, επιλέγομε να προστατεύσομε την εικόνα που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας και οι άλλοι για εμάς. Και έτσι τα λάθη τα δικά μας μπορεί μεν να τα παραδεχόμαστε αλλά βρίσκουμε και ένα άλλοθι τους και έναν άλλο τρόπο όχι να γίνει μετάνοια η πτώση μας αλλά να γίνει μια ευκαιρία αποκατάστασης πάλι της εικόνας μας στα μάτια του εαυτού μας, ή στων άλλων. Για αυτό μιλούμε για κάθαρση. Σε όλα τα επίπεδα. Αφορμή παίρνουμε από τα εκκλησιαστικά γεγονότα, αλλά και σε όλα τα επίπεδα λειτουργούμε αυτό. Στην εξομολόγηση. Τι κάνουμε; Ένα παράδειγμα να το καταλάβουμε. Κάνουμε μια αμαρτία και περιμένει να περάσει λίγος χρόνος για να το πούμε στον πνευματικό λέγοντάς του: «A, δεν το ‘κανα τώρα, έχει ένα μήνα που το ‘κανα.» Τι [άλλο] κάνουμε, έτσι για παράδειγμα; «Έκανα μεν αυτό αλλά έκανα και διακόσιες μετάνοιες.»
Οι κανόνες της εκκλησίας μας,που έχουν παιδαγωγική ασφαλώς αξία, πολλές φορές γίνονται και εμπόδιο μετανοίας. Για ποιο λόγο; Οι κανόνες. [π.χ.] «έκανες αυτή την αμαρτία, αυτόν τον κανόνα έχεις» Δημιουργείται μέσα σε εμάς μια προσπάθεια να τα καταφέρουμε. Δεν κατανοούμε ότι οι κανόνες έχουν παιδαγωγική αξία που προσβλέπει στο να αποκαταστήσουν την σχέση μας με τον Θεό. Όχι σαν ένα όριο που αν το ξεπεράσουμε τώρα είμαστε καλοί.
Κάνουμε μία αγωνιώδη προσπάθεια να επιτύχουμε την νομιμότητά μας σύμφωνα με τους κανόνες και να νοιώθουμε «εντάξει» και αυτά. Αυτό γεννάει ενοχές. Άρρωστες ενοχές. Όχι ενοχές που οδηγούν στην μετάνοια. Και ζει ο άνθρωπος καταναγκασμό και μια προσπάθεια που κέντρο του είναι ο νόμος πρέπει να είναι εντάξει και όχι να ελευθερωθεί η καρδιά του και συντριφθεί μπροστά στο πρόσωπο που πρόσβαλε δηλαδή τον Χριστό, που διασάλευσε την σχέση του. Έτσι λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα. λέμε ναι μεν κάναμε στραβά για άνθρωπος της εκκλησίας αλλά κάνουμε την κάθαρσή μας και την αυτοκάθαρσή μας. δηλαδή ναι μεν κάναμε αλλά έχουμε και την δύναμη να κρατηθούμε πάλι στα πόδια μας.
Μα δεν θέλει αυτό ο Θεός. Θέλει την παραδοχή της αποτυχίας μας, την συντριβή μας θέλει, όχι την επιβεβαίωση του κόσμου, όχι την αναγνώριση του κόσμου, και πρέπει να εξισορροπήσουμε την εικόνα μας στα μάτια του αλλά χάρη στην συντριβή. Αυτό είναι το πρόβλημα του κάθε ανθρώπου προσωπικά. Το πρόβλημά μου ίσως και το πρόβλημά σας. Η προσπάθεια ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον ιδεατό εαυτό μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι ο ιδεατός εαυτός μας. Η ιδέα που σχηματίζουμε για τον εαυτό μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το ίδιο θέλημα που πηγάζει από τον ιδεατό εαυτό μας που αντικρούεται στο θέλημα του Θεού. Δηλαδή απολυτοποιούμε το ίδιον, το ιδιωτικό το δικό μας θέλημα μπροστά στο θέλημα του Θεού. Και έτσι τι γίνεται;
Η θρησκευτικότητα είναι μία άρρωστη θρησκευτικότητα που υπάρχει ούτως ώστε να νοιώθουμε μια πνευματική αυτάρκεια να διασφαλίσουμε την προσωπική μας αξία αλλά καμία σχέση δεν έχουμε με τον Θεό και καμία σχέση με μετάνοια. Η μετάνοια είναι απλώς μία θλίψη ότι απομακρυνθήκαμε από την ιδέα του εαυτού μας που είχαμε σχηματίσει και προσπαθούμε τώρα είτε να απωθήσουμε τις ενοχές μας είτε να αντιδράσουμε δυναμικά στους ανθρώπους που μας επισημαίνουν τα λάθη και μας ελέγχουν.
Έτσι λοιπόν είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουμε, να ας πούμε και το τρέμουλο που μας πιάνει πώς να εξομολογηθούμε, η αγωνία του φόβου της έκθεσης είναι, όχι του φόβου του Θεού. Είναι ο φόβος της έκθεσης, του να εκτεθούμε και μάλιστα λειτουργούμε με μία αγωνία να μάθουμε την άποψη του άλλου για μας. Αυτό το ψυχολογικό παραμύθι είναι ένα τροχοπέδη της αμεσότητος σχέσης με τον Θεό. Είναι τροχοπέδη ούτως ώστε να απλοποιηθεί η ζωή μας και η σχέση μας με τον Θεό.
Έτσι λοιπόν μέσα από την ψευδαίσθηση του εαυτού μας, μέσα στην προσπάθειά μας να διασώσουμε την εικόνας μας λειτουργεί το σχήμα της απώθησης των ενοχών γιατί δεν μπορούμε να παραδεχτούμε την μετάνοια ως δυνατότητα ίασης γιατί η μετάνοια είναι η παραδοχή της αποτυχίας, γκρέμισμα του ειδώλου που σχηματίσαμε για τον εαυτό μας, γκρέμισμα της ειδωλοποίησης μας.
Το άγχος, ο φόβος, η ανασφάλεια, η προσπάθεια προστασίας του εαυτού μας είναι γιατί δεν πιστεύουμε στον Θεό αλλά πιστεύουμε στον εαυτό μας και φοβούμενοι μη γκρεμιστεί αυτό το είδωλο, αυτή ψευδαίσθηση του εαυτού μας αυτός ο ιδεατός εαυτός αμυνόμεθα έναντι των επιθέσεων των άλλων που μας ελέγχουν με τα λάθη μας.
Χάνει έτσι ο άνθρωπος την ισορροπία του και έχει τότε και μια άλλη δυνατότητα προκειμένου να προστατέψει τον ιδεατό εαυτό του συνεχώς προβάλει τα καλά του. Για αυτό εξασκεί τον καλόν όχι ως καρπό αγαπητικής σχέσης με τον Θεό αλλά ως ένα κουκούλωμα του άσχημου εαυτού του.
Πολλές φορές οι καλές μας πράξεις, ο αγώνας μας, δεν υποκρύπτει έναν πόθο για τον Θεό και θέλομε να τον εκδηλώσουνε αυτόν. Αλλά υποκρύπτει την προσπάθειά μας να καλύψομε τα ελαττώματα μας. Να καλύψομε τις μειονεξίες μας με μια προσπάθεια να επιδείξουμε και ένα καλό εαυτό. Να λέμε δεν είμαστε μόνο τέτοιοι αλλά έχομε κάνει και αυτό το καλό και αυτό το καλό και αυτό το καλό και προσπαθούμε με μία αγωνιώδη θα λέγαμε ψυχαναγκαστική προσπάθεια να τηρήσουμε το καλό. Εάν αυτό δεν το επιτυχαίνουμε έχουμε και έναν άλλο βοηθό για να ξεπεράσουμε αυτό το δίλημμα, η μετάνοια ή η στροφή στον εαυτό μου. Δεν προτιμούμε την μετάνοια γιατί η μετάνοια σημαίνει πλήρης αποτυχία, παραδοχή πλήρους αποτυχίας και επιλέγουμε να αλλοιώσουμε την συνείδησή μας. Δηλαδή, εντάξει δεν είναι τώρα της εποχής που ζούμε, πως την είδαμε να τηρούνται αυτά τα πράγματα.
Άρα αλλοιώνεται η συνείδησή μας δίνοντας στην αλήθεια μια ψευδαίσθηση αρετής, αλλάζοντας το ήθος, χαμηλώνοντας τον πήχη του ήθους ζωής που μας προτείνεται για να μπορέσουμε να το ικανοποιήσουμε και να νοιώθουμε εντάξει με τον εαυτό μας. Αλλοίωση λοιπόν συνειδήσεως, σχετικοποίηση του αληθινού ήθους, απώθηση ενοχών και προσπάθεια μιας ψευδούς καλοσύνης που είναι η μάσκα μας που είναι το προσωπείο μας. Και σιγά σιγά δημιουργείται ένα μεγάλο τραύμα, μία μεγάλη ασθένεια, δεν έχουμε καθόλου επαφή με την πραγματικότητα του εαυτού μας.
Αν εμβαθύνουμε στις πράξεις μας, αν εμβαθύνουμε στα κοινωνικά φαινόμενα ή στα εκκλησιαστικά ακόμη και τα τωρινά αλλά και άλλων εποχών εδώ είναι φοβούμαστε να πούμε αποτύχαμε, γεια σας, ήμαρτον. Προτιμούμε να μιλούμε για την δύναμη του εαυτού μας να κρατήσουμε τον εαυτό μας. Δεν είναι πτώση αυτό. Είναι δαιμονική πτώση αυτό. Στην προσπάθεια μου εγώ να μην παραδεχτώ την αμαρτία μου αρχίζω τις μετάνοιες. Να πάω στον πνευματικό να πω αμάρτησα ναι, αλλά ξέρεις τι μετάνοιες και νηστείες έκαμα; Δηλαδή τι; H ίασή σου ποια ήταν; O Εσταυρωμένος Χριστός, το αίμα Του ή η ικανότητά σου να βρίσκεις αντίδοτα της αμαρτίας σου. Να αυτόκαθαίρεσαι.
Έχομε όμως ανάγκη μετανοίας αυτό είναι σημαντικό. Αλλά είμαστε μπλοκαρισμένοι. Σε τι είμαστε μπλοκαρισμένοι. Αφενός στην ιδεοληψία μας, σε μια αρρώστια που έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Μια αρρώστια αυτού του ιδεατού εαυτού μας που λέγαμε και μιας ομάδας νόμων και κανόνων που υπάρχουν στην εκκλησία όχι να μας ελευθερώνουν, να μας σκλαβώνουν. Γιατί σου λέει ο άλλος όταν του λες κάνε αυτό για να κοινωνήσεις, κάνε το άλλο, το άλλο, το άλλο, το άλλο, κάνε αυτό και αυτό είναι λάθος, λάθος, λάθος προσπαθεί ο άνθρωπος αντί να δει το Χριστό σε μια αμεσότητα και σε μια γνησιότητα μετανοιωμένη αυτού το ‘κανα ή δεν το ‘κανα, τώρα είμαι εντάξει δεν είμαι εντάξει, τι θα πει τώρα ο πνευματικός μου και θα με αναγνωρίσει ή θα με απορρίψει και χάνουμε την μπάλα και αντί να στρεφόμαστε στον Χριστό στρεφόμαστε στον πνευματικό. Αντί να στρεφόμαστε στον Χριστό στρεφόμαστε στην γνώμη των ανθρώπων.
Αυτό που τελικά είναι ευλογία, οι κανόνες, με την έννοια ότι μπορεί παιδαγωγικά να με βοηθήσουν εν τούτοις μέσα στην ανωριμότητά μου, σε έναν ψευδή εαυτό, τον οποίο λατρεύω, προκειμένου να συνεχίζω να τον λατρεύω, υποτάσσομαι στην κρίση κάποιων νόμων που αγνοώ την ουσία και το περιεχόμενό τους.
Είναι πάρα πολύ, λοιπόν, σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι πολύ πιο απλά τα πράγματα από ότι φανταζόμαστε αρκεί να γνωρίζομε ότι η σωτηρία μας δεν είναι ο εαυτός μας είναι ο Χριστός. Αρκεί να γνωρίζομε πώς δεν χρειάζονται προϋποθέσεις μετανοίας, δεν υπάρχουν, συγνώμη, προϋποθέσεις σωτηρίας που εξαρτώνται από τον εαυτό μας αλλά η προϋπόθεση της σωτηρίας ήδη υπήρξε και υπάρχει: Είναι ο Σταυρός του Χριστού. Σε εμάς μένει να το δεχτούμε. Η μόνη προϋπόθεση που απαιτείται από εμάς είναι η μετάνοια. Άνευ η απροϋπόθετος μετάνοια. Η καθαρή μετάνοια.
Πόσοι άνθρωποι ταλαιπωρούνται στην μιζέρια των ενοχών τους γιατί φοβούνται τον πνευματικό. Γιατί φοβούνται την κρίση του. Γιατί φοβούνται την απόρριψη του. Πόσοι άνθρωποι αφήνομε το μέγιστο δώρο της αγάπης του Θεού γιατί δεν εμπιστευόμαστε το έλεός Του. Και δεν εμπιστευόμαστε όχι ξέρετε γιατί είμαστε πολύ αυστηροί με τον εαυτό μας. Γιατί λατρεύουμε τον εαυτό μας. Γιατί σχηματίζουμε μία εικόνα για τον εαυτό μας που τρέμουμε να την χάσουμε. Χάριν σε αυτή ζούμε. Χάριν σε αυτή διεκδικούμε τον παράδεισο. Πιο πολύ διεκδικούμε τον παράδεισο χάριν της δικής μας εικόνας και όχι χάριν της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Και έτσι γεννά αυτό μία καχυποψία για τον ίδιο τον Θεό.
Δεν υπάρχει ελευθερία τέτοια που έχουν τα τέκνα, οι υιοί του Θεού. Ζούμε αυτή τη φοβία μαζί Του. Ζούμε αυτή την καχυποψία μαζί Του. Δεν Τον πολύ εμπιστευόμαστε. Και αυτό τι κάνει. Ξέρετε όταν ο άνθρωπος ζει το προσωπείο του το πνευματικό το οποίο είναι οικοδομημένο σε μια προσπάθεια να ικανοποιεί τους εκκλησιαστικούς νόμους και να νοιώθει σεσωσμένος και όχι να νοιώθει σεσωσμένος χάριν της αγάπης του Θεού δεν έχει εσωτερική ελευθερία. Προσπαθεί να κάνει εκείνο, προσπαθεί να πετύχει το άλλο και μέσα στην άσκηση την αρρωστημένη δεν ελευθερώνεται, δεν αναπαύεται και αυτό το σφίξιμο του φέρνει την λαγνεία της πτώσης, της αμαρτίας, της κάθε μορφής, κάθε μορφής μολυσμού.
Να δώσουμε ένα παράδειγμα να το καταλάβομε: Πέστε πως κάποιος αδελφός μας θλίβει. Μας εξοργίζει. Εμείς τότε επειδή λέμε είμαστε χριστιανοί προσπαθούμε να τοποθετηθούμε κατά Θεόν. Τι κάνομε; Προσπαθούμε να συγκρατηθούμε. Και κάνουμε αγώνα και σφιγγόμαστε, προσπαθούμε να απωθήσουμε αυτό το πράγμα. Να αποσιωπήσουμε το γεγονός που μας έγινε το αρνητικό και έχουμε ως εφόδιό μας την λήθη. Προσπαθούμε να ξεχάσουμε απλά. Και κάποια στιγμή μόλις έρθει καινούργια αφορμή γίνεται μία ανάφλεξη πάλι του πάθους μου. Για ποιον λόγο; Μα δεν είναι σωστή αυτή η στάση; Μα και αν δεν ήταν σωστή τι μπορούσα άλλο να κάνω; Τι μπορούσα άλλο να κάνω.
Αντί απλώς να αποσιωπώ, να προσπαθώ να ξεχάσω το γεγονός που μου έγινε και το ρίξω στην λήθη, ουσιαστικά να το απωθώ μέσα μου και να έχω απωθημένες καταστάσεις, να προσευχηθώ. Να ζήσω την χάριν του Θεού. Να μου δώσει αγάπη για τον αδερφό. Να προσευχηθώ για τον αδελφό. Να προσευχηθώ ο Θεός να μου δώσει διάκριση, φωτισμό.
Αυτή λοιπόν η στάση, η κίνηση τι δηλώνει: Ότι δεν είναι αρκετές οι δυνάμεις μου για να ξεπεράσω την ενόχληση. Επίσης τι δηλώνει αυτό ότι δεν με ενδιαφέρει να το ξεπεράσω για να δημιουργήσω μία εικόνα ενάρετου ανθρώπου αλλά με ενδιαφέρει αυτά που συμβαίνουν να με συνδέουν με τον Θεό και με τον αδερφό μου.
Η προσπάθεια αρετολογίας. Λέμε μα στην εκκλησία από μικροί δεν μάθαμε να κάνεις αυτό να είσαι εντάξει, να κάνεις αυτή την αρετή, να κάνεις το άλλο, το άλλο, το άλλο, και προσπαθούμε να γίνουμε ενάρετοι. Αλλά δεν καταλαβαίνουμε ότι η αρετή πηγάζει από τον Χριστό. Και ουδείς άγιος, ουδείς ενάρετος αλλά ο Χριστός. Και πρέπει να ενωθούμε με Αυτόν που είναι η αρετή και η αγιότητα.
Και έτσι αποσυνδέουμε την αρετή από τον πρόσωπο του Χριστού και προσπαθούμε να ασκηθούμε στην αρετή και τι γίνεται αυτή η προσπάθεια αρετής. Είναι μια δαιμονική προσπάθεια αυτοεγκλωβισμού, και αυτοδικαίωσης και ειδωλοποίησης του εαυτού μας. Για αυτό λέμε τόσα χρόνια στην Εκκλησία προσπάθησα και χαρά δεν έχω. Δεν είχες χαρά γιατί η προσπάθειά σου ήταν, η λατρεία σου ήταν λατρεία αρετής. Δηλαδή ήταν μια λατρεία και μια προσπάθεια να οικοδομήσεις μια ενάρετη εικόνα για τον εαυτό σου. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την σχέση όμως με τον Θεό. Δεν προτείνει κάτι τέτοιο η Εκκλησία. Αν πρότεινε κάτι τέτοιο θα ήταν σύστημα ηθικιστικό, ένα σύστημα ηθικισμού, νομικισμός. Τι είναι ο ηθικισμός, ο νομικισμός. Είναι αυτή η προσπάθεια. εξαντικειμενοποίησης της πνευματικής ζωής σαν μιας προσπάθειας αρετοκεντρικής και όχι χριστοκεντρικής. Μιας προσπάθειας αρετολογίας και όχι χριστολογίας.
Τι είναι η αρετή; Τι κρύβεται πίσω από την αρετή; Είναι ο εαυτός μου. Προσπαθώ λοιπόν και μοχθώ καθημερινά στην εκκλησία να, αγωνίζομαι να οικοδομήσω έναν ενάρετο άνθρωπο τον εαυτό μου, όχι να οικοδομήσω έναν εν Χριστό άνθρωπο. Η προσπάθεια να οικοδομήσω έναν ενάρετο άνθρωπο είναι αυτοί οι καλοί άνθρωποι τάχα, χριστιανικά σπασικλάκια δηλαδή που δεν μπορούν να χαρούν τίποτα. Γιατί δεν μπόρεσαν να πουν: Θεέ μου, είμαι ένα μάτσο χάλια λέει είμαι ένα ρεμάλι. Αν δεν πω σε κάποια στιγμή εκ βάθους καρδίας ότι είμαι ένα ρεμάλι. Ο Θεός οικονομεί να πέφτομε, να αμαρτάνομε, για να καταλάβομε ότι δεν έχομε κάτι τι αγαθό να δείξομε επί της γης ενώπιον Του. Μόνο ένα πράγμα θέλουμε, την αγάπη Του. Εάν δεν γίνει αυτό το πράγμα αγωνιζόμαστε, γινόμαστε νευρωτικούληδες και προσπαθούμε το ένα, προσπαθούμε το άλλο και τι γίνεται. Είναι μια μιζέρια, μια κακομοιριά η ζωή μας. Μέσα στην έλλειψη εσωτερικής ανάπαυσης στρεσάρεται ο άνθρωπος και ψυχολογικά και μετά με μεγαλύτερο οδηγείται στις αμαρτίες ιδιαίτερα τις σαρκικές.
Όταν ο άνθρωπος λοιπόν δεν βρει ότι η ταυτότητά του είναι πάνω στο σώμα του Χριστού και όταν δεν φτάσει σε αυτή την πλήρη αίσθηση αποτυχίας δεν μπορεί να σωθεί. Καταλάβατε πόσο διαστροφικό είναι στην εκκλησία να προσπαθούμε να δείξουμε ένα καλό πρόσωπο. Είναι πάρα πολύ ενοχλητικό πραγματικά να λέμε είναι κακοί μεν οι παπάδες υπάρχουν και καλοί. Βρε, είναι λάθος αυτό. Οι περισσότεροι είμαστε χάλια. Και αυτό που μας σώζει δεν είναι η αρετή κάποιων παπάδων ή δεσποτάδων είναι η χάρις του Χριστού.
Η προσπάθεια λοιπόν της εκκλησίας για παράδειγμα να πει ότι: Εντάξει πόσοι είναι οι κακοί και πόσοι είναι οι καλοί. Για να δούμε; Και γίνεται μία μάχη δημοσιογράφων και δεσποτάδων. Είναι μια κοινή αρρώστια. Άρνηση της μετανοίας. Άρνηση της αγάπης του Θεού. Μα δεν θα σωθεί ο κόσμος αν υπάρχουν πέντε ενάρετοι. Θα σωθεί ο κόσμος γιατί υπάρχει ένας Χριστός που σταυρώθηκε. Αυτή είναι πλάνη. Είναι μια προσπάθεια λοιπόν, του ιδεατού εαυτού μας να μεταφερθεί σε μια ιδεατή εκκλησία. Μια νομιζόμενη εκκλησία. Η εκκλησία είναι στραβή είναι ανάποδη. Αλλά σώζεται γιατί υπάρχει ένας Χριστός που σταυρώθηκε. Και εκεί είναι η ελπίδα μας.
Οσόν λοιπόν εμείς προσπαθούμε να προστατεύσουμε την εικόνα του εαυτού μας στα μάτια του κόσμου δημιουργώντας μία ειδωλοποίηση του εαυτού μας και μια ψευδαίσθηση του εαυτού μας κάνουμε ένα τεράστιο σφάλμα στην προσπάθεια να περισώσουμε την εκκλησία στα μάτια των ανθρώπων την καταργούμε, γιατί δεν πρόκειται για μία εκκλησία μετανοούσα αλλά μία εκκλησία καθαριζόμενη.
Αυτό που το βλέπουμε στους άλλους και λέμε α, το έκανε ο τάδε δεσπότης, ο τάδε αρχιεπίσκοπος, εμείς το κάνουμε. Είναι η πτώση μας. Είναι η κοινή πτώση όλων και η ελπίδα μας είναι η μετάνοια. Η χαρά μας είναι εκεί. Η μετάνοια μας ελευθερώνει.
Καταλάβατε λοιπόν, ότι τελικά δεν μάθαμε τελικά να εξομολογούμαστε σωστά. Και ότι με την εξομολόγηση υποβαθμίσαμε σε ένα ψυχολογικό παιχνίδι προσπάθειας ψυχολογικής ισορροπίας απενεχοποίησης για να προστατέψουμε την ιδέα του εαυτού μας. Για να παζαρέψουμε τον Θεό, την ικανοποίηση του ιδίου θελήματός μας. Αυτό δεν είναι μετάνοια, δεν είναι εξομολόγηση. Ενώ τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά. Δεν σου ζητάει τίποτα ο Θεός. Να πεις ένα ήμαρτον σου ζητάει. Αλλά πώς να πεις το ήμαρτον. Πρέπει να γκρεμίσεις πρώτα τον εαυτό σου, την ιδέα του εαυτού σου, τον ιδεατό εαυτό σου. Εκεί είναι η δυσκολία.
Όταν λέει ο Κύριος είναι ελαφρύς ο ζυγός. Αυτό σημαίνει. Μας φαίνεται βαριά η πνευματική ζωή γιατί δεν προσβλέπουμε στον Χριστό. Προσβλέπουμε στην οικοδόμηση ενός καλού εαυτού μας. Και αυτό έχει πολύ κόπο και δεν έχει αποτέλεσμα. Δεν καρποφορεί. Δεν αναπαύει τον άνθρωπο. Δεν έχει ανάπαυση ο άνθρωπος. Οι φοβίες όλες που μας πιάνουν τι είναι. Είναι φοβίες μην δεν τα καταφέρουμε. Τι σημαίνει φοβία μην δεν τα καταφέρεις. Δηλαδή τι σημαίνει: ότι αγνοώ την χάριν. Η χάρις του Θεού που λέμε είναι μόνο στα λόγια και στα χαρτιά και απλώς υπάρχει μόνο ο Θεός για να με επιβραβεύει για το κατόρθωμά μου.
Θέλετε κάτι να ρωτήσετε σε αυτό; Είναι κάτι εισαγωγικό για να προχωρήσουμε μετά στον λόγο του Αγίου Χρυσοστόμου.
Ερώτηση: Κάνω ένα πνευματικό αγώνα και έχω ένα πειρασμό κάποια περίοδο ετών. Αλλά αν κάποια στιγμή περνώντας αυτός ο πειρασμός νοιώθω ότι χαίρομαι τέλος πάντων για αυτό το πράγμα ότι κάτι κατάφερα. Άρα λοιπόν όπως ακούω πάει να πει ότι έχω φύγει….
Ερώτηση: Το όνομά σας;
Απάντηση: Στράτος.
Απάντηση: Λέει ο Στράτος ότι κάνω ένα αγώνα πνευματικό σε μια περίοδο πειρασμών και νοιώθω ότι τελικά έφυγε από μένα ο πειρασμός και νοιώθω χαρά. Είναι καλό αυτό ή κακό.
- Ότι νίκησα τον πειρασμό.
- Ότι νίκησα τον πειρασμό, ναι.
Απάντηση: Σαφώς το «νίκησα από μόνο του»; Μπορώ όμως να πω ότι νίκησα με την χάρη του Θεού. Το θέμα είναι όμως χαίρομαι γιατί πλέον δεν πιέζομαι απ’ τους πειρασμούς; Χαίρομαι τώρα γιατί αισθάνθηκα ότι ανέβηκα πνευματικό επίπεδο; Ή χαίρομαι όπως χαίρεται ο άνθρωπος που είναι ερωτευμένος και πέτυχε ένα δώρο στην ερωμένη του; Δηλαδή η άσκηση της αρετής και η απομάκρυνση από τον πειρασμό είναι γιατί τώρα νοιώθω καλύτερος, είμαι καλύτερος και ικανοποιούμαι από αυτό. Ή ότι ετίμησα την αγάπη του Χριστού και ετίμησα τον πρόσωπό Του. Και ότι με αυτό τον τρόπο πιο απρόσκοπτα μπορώ να καθορώ το πρόσωπό Του; Εάν ο πειρασμός έφυγε και με κάνει πιο πολύ να απολαμβάνω την θέα του προσώπου Του να χαίρομαι και να παραχαίρομαι και να λέω Δόξα τω Θεώ που με την χάριν Του τα κατάφερα. Αν όμως το ξεπέρασμα του πειρασμού είναι για να βλέπω καθαρότερα τον εαυτό μου και να αυτοθαυμάζομαι και να αυτολατρεύομαι ε, εκεί είναι το πρόβλημα.
- Ακροατής: Μια παρέα φίλων στον γέροντα Πορφύριο είχε συμβεί καποιο παράδοξο γεγονός για να τους δείξει κάποια πράγματα ο γέροντας Πορφύριος αναφέρει ένα πραγματικό περιστατικό: Είναι λέει ένας πολιτικός μηχανικός, μπαίνει μέσα στο Δαφνί πηγαίνοντας από την τεχνική υπηρεσία να πάρει κάποιο τεύχος δημοπράτησης για ένα έργο. Είναι στα πενήντα μέτρα μέσα καθώς όμως προχωράει προς αυτό το γραφείο βλέπει έναν τρελό. Ο τρελός ασβέστωνε έναν τοίχο….
- π. Βαρνάβας: Μου το ξανάπες μου φαίνεται πριν δυο χρόνια; Συνέχισε κάποιοι δεν ήταν πριν δυο χρόνια.
- Βουτούσε την μπανανόφλουδα μέσα σε έναν κουβά με νερό. Γυρνάει και του λέει: Φίλε με νερό ασβεστώνεις; Του λέει εμένα που με βλέπεις εδώ θέλαν να μου φαν την περιουσία μου τα σόγια μου, τα σπίτια μου, αυτά… είναι αντίστοιχο με τις σημερινές εξελίξεις…
- Ποιες εξελίξεις;
- Οπότε λέει, έννοια σου όμως λίγο πριν με κλείσουν στο τρελοκομείο κάνω όλη την περιουσία δήθεν τενεκέδες με χρυσές λίρες. Το βλέπεις εκείνο το δένδρο; Λέει ο άλλος, δεν του έδινε σημασία, ναι, ναι του λέει. Ε, θάβω λέει όλες τις χρυσές λίρες σε εκείνο το δέντρο και τώρα λέει, αργά η γρήγορα την κάνω από το τρελοκομείο οπότε λέει πάω παίρνω τις λιρίτσες μου και ας τους άλλους να τρώγονται μεταξύ τους. Του λέει ο άλλος: Μου ξαναδείχνεις λίγο εκείνο το δέντρο που δεν το είχε προσέξει πριν. Λέει να εκείνο. Τέλος πάντων. Καλημέρα.. Πάει παίρνει τα τεύχη του σαν μηχανικός που ήτανε. Το απόγευμα όμως κατά τις έξι εφτά η ώρα και μετά άρχισε να έχει μία ταραχή. Λέει εδώ πέρα έχουμε λουκούμι, έχουμε την τύχη μας. Θα την αφήσουμε; Εννιά, δέκα η ώρα το βράδυ δεν άντεχε άλλο. Κασμάδες, αξίνες, καρφί στο δέντρο. Το διέλυσε όλο γύρω- γύρω καμία λίρα. Φτου σου, ρε λέει. Το βράδυ πάλι ενώ ήταν πτώμα δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Την άλλη μέρα πάλι στο τρελοκομείο. Ο τρελός εκεί τον χαβά του.
- Καλημέρα του λέει, τι κάνεις; Καλά είσαι;
- Μια χαρά, λέει, να όπου να ’ναι τελειώνω.
- Δεν μου λες να σε ρωτήσω κάτι.
- Τι;
- Μπορείς να μου ξαναδείξεις πάλι εκείνο το δέντρο;
- Να εκεί.
- Καλά είσαι σίγουρος;
- Εγώ, λέει δεν είμαι σίγουρος; Με τα ίδια μου τα χέρια τις έθαψα.
- Χτες το βράδυ πήγα, έσκαψα όλο το δέντρο γύρω γύρω αλλά δεν βρήκα ούτε μία λίρα.
Τότε γυρνάει ο τρελός τον κοιτάζει έτσι, τον κοιτάζει αλλιώς, του ρίχνει μία, αφήνει την μπανανόφλουδα, τον πιάνει από τον ώμο, τον ταρακουνάει μπας και ξυπνήσει και του λέει:
- Για αυτό σου λέω, φιλαράκο, πάρε την μπανανόφλουδα και βάφε.
Ερώτηση: Ποια είναι η διαφορά της αυτοεκτίμησης που μπορούμε να έχουμε για τον εαυτό μας και να μας βοηθάει να ξεπερνάμε δύσκολες καταστάσεις κι η διάθεση το να έχουμε μία ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό μας.
Απάντηση: Άλλο η αυτοεκτίμηση και άλλο ο ψευδής εαυτός μου. Η αληθινή εκτίμηση του εαυτού μου πρέπει να στηρίζεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα. Και έχουμε δύο πραγματικότητες: Τον ψυχικό άνθρωπο, τα χαρίσματα που έχει, και ο κάθε άνθρωπος έχει χαρίσματα.
Κατ’ αρχήν το πρώτο χάρισμα ότι είμαστε εικόνες Θεού. Όσο αμαυρωμένη και αν είναι η εικόνα μας είμαστε εικόνες Θεού. Οφείλει αυτό ο άνθρωπος να το αναγνωρίσει. Να σεβαστεί τον εαυτό του. Η πρώτη εκτίμηση είναι αυτή. Η δεύτερη, και ο Θεός έδωσε κάποια ιδιαίτερα χαρίσματα σε κάθε άνθρωπο. Πρέπει να βρει τα χαρίσματα και την κλίση του. Και αυτό είναι εκτίμηση.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει αδυναμίες, ότι δεν κάνει λάθη. Δεν απορρίπτεται η εκτίμηση του εαυτού μας με τα λάθη μας. Αλλά ίσα ίσα με τα λάθη μας, αν δεν τα δούμε ψευδώς και τα κουκουλώσουμε και τα λάθη μας τα κάνουμε και αρετές ως ένα σημείο αλλά γίνουν μετάνοια. Τότε πραγματικά βρίσκουμε την αληθινή εκτίμηση του εαυτού μας. Γιατί βλέπουμε ότι αυτά τα λάθη που είναι ο εαυτός μας είναι ένας εαυτός μας που δεν απορρίπτεται από τον Θεό αλλά συγχωρείται. Και έτσι βλέπουμε ότι εμείς οι ελάχιστοι, οι ανάπηροι, οι νεκροί, ζωοποιούμαστε μέσα στην αγάπη του. Και έτσι υπάρχει μία βαθιά εκτίμηση του εαυτού μας σε ένα υπαρξιακό επίπεδο.
Ερώτηση: Πάτερ, η αγάπη του Θεού είναι δεδομένη και για αυτούς οι οποίοι μετανοούνε και όταν κάνουν μεγάλα κακά στη ζωή τους ο Θεός τους συγχωρεί. Άλλο όμως είναι η συγχώρεση και άλλο είναι αυτό που είπε νομίζω ο Χριστός «μάχαιρα έδωσες και μάχαιρα θα λάβεις» δηλαδή ότι έκανες στην ζωή σου κάποτε θα το δεις μπροστά σου.
Απάντηση: Είναι ως ένας πνευματικός νόμος αυτός, Δημήτρη, που λειτουργεί όμως όχι με διάθεση τιμωρίας αλλά με διάθεση θεραπείας.
Ερωτών:…δηλαδή αυτό που έκανες θα το βρεις μπροστά σου. Αν έκανες κακό δεν θα το γλυτώσεις…….
Απάντηση: Υπάρχουν δύο προβλήματα …..
Ερωτών: Όχι ότι δεν θα σε συγχωρήσει ο Θεός. Μπορεί και να άγιασε όπως ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας… αηδίασε αλλά στο τέλος περίμενε. Επειδή σκότωσε πολλούς και λήστεψε περίμενε. Έρχονται οι βάρβαροι λέει να με σκοτώσουν, και τον σκοτώσανε. Έτσι τέλειωσε έδωσε θάνατο και πήρε θάνατο και αγίασε μετά. Αλλά πήρε τον θάνατο. Ο Θεός τον συγχώρησε. Αλλά το πλήρωσε αυτό το κακό που έκανε. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο.
Απάντηση: Δύο προβλήματα υπάρχουν στην μετάνοια των ανθρώπων. Το ένα είναι η ραθυμία και το άλλο είναι η απελπισία. Η ραθυμία συμβαίνει όταν ο άνθρωπος αντί να διαχειριστεί σωστά την αγάπη του Θεού και να μείνει σε αυτήν και να αυξηθεί σε αυτήν την βρίσκει ως δικαίωση της αμαρτίας του και ως χαλάρωση συνειδήσεως. Αντί λοιπόν την αγάπη του Θεού να την σεβαστούμε, να την διαχειριστούμε σωστά και να γίνει αιτία ουσιαστικότερης ανάπτυξής μας την διαχειριζόμαστε για να νομιμοποιούμε την αμαρτία μας. Και αυτό οδηγεί στην ραθυμία Ο ένας κίνδυνος είναι αυτός. Ο άνθρωπος λοιπόν να λέει ότι ο Θεός είναι ελεήμων για να αμαρτάνει και να δικαιολογεί τον εαυτό του. Αυτό είναι καταστροφή. Είναι ο εξ δεξιός, ο εξ αριστερών πειρασμός. Υπάρχει και ο άλλος πειρασμός που σε παρουσιάζει τον Θεό ως τιμωρό για να οδηγηθείς στην απόγνωση.
Θυμάμαι έναν πνευματικό γέροντα στο Άγιον Όρος που πήγε ένα παλικάρι να του αναφέρει σαρκικές αμαρτίες. Διαπιστώνοντας ο πνευματικός ότι αυτό το παλικάρι είτε αμάρτανε είτε όχι στην ίδια πτώση ήτανε. Στην λατρεία του εαυτού του. Και από μια λατρεία του εαυτού του και από ένα ναρκισμό δεν κοιτούσε την αμαρτία. Θεωρώντας πως αν δεν διέπραττε την αμαρτία δεν θα ήταν εναρετότερος γιατί η αρετή είναι η στροφή στον Θεό, η μετάνοια η πραγματική, του υπέδειξε κάτι που με εντυπωσίασε όταν το άκουσα. Μετά το συζήτησα. Λέει: Ω, συνέχισε να αμαρτάνεις δεν με πειράζει. Για να τον ξεμπλοκάρει από την ιδέα του εαυτού του. Να πιάσει πάτο και να πει μετά αχ, δεν έκανα τίποτα στην ζωή μου. Είμαι ένα ρεμάλι. Όταν πει ότι είναι ρεμάλι ο άνθρωπος τότε ξεπερνά το μέτρο του εαυτού του, της αρετής του, και τότε μαθαίνει ότι όχι γιατί έχουμε κάτι καλόν, αλλά γιατί υπάρχει η θυσία του Χριστού σωζόμαστε. Και όλος μας ο αγώνας να γίνουμε καλοί είναι για να μένουμε σε αυτά τα δώρα της θυσίας, στις δωρεές και στους καρπούς αυτής της θυσίας. Θωρώντας λοιπόν, βλέποντας την αυτοδικαίωση του. Αυτή την μανία του να καταφέρνει και να επιτυγχάνει την αρετή ο πνευματικός αυτός ο διακριτικός. Θέλοντας να τον βοηθήσει να ξεμπλοκάρει από αυτό το μέτρο περιφρόνησε και την αρετή και την αμαρτία του.
Αυτό είναι ένα στοιχείο που δείχνει ότι η μετάνοια είναι άλλη υπόθεση. Εμείς όμως εγκλωβισμένοι στον εαυτούλη μας δεν μετέχουμε στα δώρα του Θεού. Δεν έχουμε ελευθερωθεί εσωτερικά. Δεν έχουμε βρει εσωτερική ανάπαυση. Η ζωή μας είναι χωρίς εκπλήξεις. Η σχέση μας με τον Θεό είναι χωρίς εκπλήξεις και εμείς δεν έχουμε εκπλήξεις στις σχέσεις μεταξύ μας. Δεν έχουμε ενθουσιασμό. Δεν έχουμε το απρόοπτο.
Αλλά λειτουργούμε με μέτρα αντιγραφής. Αντιγράφουμε τον τρόπο ζωής του κόσμου. Τι κάνουμε για παράδειγμα στην εκκλησία. Λέμε πρέπει να μαζέψουμε κόσμο στην εκκλησία, έτσι; Τι κάνει ο κόσμος; Πως μαζεύονται τα παιδιά; Ο κόσμος κάνει αυτό και αυτό. Ας το μεταφέρουμε και εμείς στην εκκλησία. Υπάρχει η αντιγραφή. Υπάρχει ο μιμητισμός γιατί ο άνθρωπος έχασε την εσωτερική του ελευθερία. Γιατί δεν έχει μετάνοια. Δεν έχει έμπνευση ο άνθρωπος. Δεν έχει έκπληξη. Δεν έχει ενθουσιασμό. Δεν πρωτοτυπεί. Και η πρωτοτυπία του να είναι αποκάλυψη Θεού. Και μάλιστα στην εκκλησία κάνουμε και μια κακιάν αντιγραφή των κοσμικών τρόπων ζωής. Για να φέρουμε κόσμο και να μαγνητίσουμε. Και να φέρουμε πολύ αριθμό ανθρώπων.
Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι το πνεύμα να αλλάξει. Να είμεθα φορείς του πνεύματος της πνευματικής ελευθερίας του Χριστού. Και αυτό προϋποθέτει μετάνοια. Όταν οι γονείς δεν ξέρουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους θέλουν συνταγές. Ρωτούν, κάνουν, φτιάχνουν και σύμφωνα με αυτά να παιδαγωγήσουν και τα παιδιά τους και τη σχέση τους με τον σύντροφό τους. Γιατί δεν μπορούν οι ίδιοι να λειτουργήσουν έτσι γιατί δεν έχουν ελευθερωθεί εσωτερικά να δουν την ουσία των σχέσεων.
Να δούμε λοιπόν τι λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος περί μετανοίας.
Είδατε την περασμένη Κυριακή πόλεμο και νίκη. Πόλεμον του διαβόλου και νίκη του Χριστού; Είδατε πως εγκωμιαζόταν η μετάνοια και πως ο διάβολος δεν βάσταξε το πλήγμα αλλά φοβήθηκε και έφριξε; Τι φοβάσαι διάβολε; Όταν εγκωμιάζεται η μετάνοια; Γιατί οδύρεσαι, γιατί φρίττεις; Ναι, λέγει. Δίκαια οδύρομαι και θλίβομαι γιατί αυτή η μετάνοια μου άρπαξε μεγάλα πράγματα. Και ποια είναι αυτά; Η πόρνη, ο τελώνης, ο ληστής, ο βλάσφημος. Πραγματικά πολλά πράγματα του άρπαξε η μετάνοια. Την ίδια ακρόπολη του την κατέστρεψε. Έχω όμως κύριο πλήγμα από την μετάνοια.
Είδατε τι άρπαξε η μετάνοια από τον διάολο και έφερε στον Χριστό την πόρνη, τον τελώνη, τον ληστή, τον βλάσφημο; Τον βλάσφημο Παύλο, τον ληστή πάνω στον σταυρό, τον τελώνη με την τελωνική προσευχή, την πόρνη που μετενόησε. Λοιπόν ποιο μέτρο ηθικής υπάρχει; Είναι δυνατόν ο ληστής να μπαίνει πρώτος στον παράδεισο; Αυτό είναι σκάνδαλο.
Είδατε λοιπόν ποιο είναι το μέτρο της πνευματικής ελευθερίας της εκκλησίας; Είναι τέτοια η αυστηρότητα της εκκλησίας που δεν βάζει νερό στο κρασί της αλλά και τέτοιο το μέγεθος της φιλανθρωπίας της που μια πόρνη καθιστά διδάσκαλό μας. Λοιπόν είσαι δίκαιος; Μην ξεθαρρέψεις. Έλα στην εκκλησία να μείνεις στην δικαιοσύνη σου. Είσαι πόρνος, μοιχός, εγκληματίας; Μην φοβηθείς. Έλα να πεις το ήμαρτον. Για σένα είναι ο Θεός. Θα δεις ότι η αμαρτία σου μπορεί να γίνει αφορμή πανηγυριού.
Πως είναι δυνατόν η αμαρτία μου να γίνει αφορμή χαράς και αληθινού πανηγυριού; Όταν νοιώσεις τόσο υπόχρεος έναντι της αληθείας. Τόσο χρεοκοπημένος από την αμαρτία σου δηλαδή και ντρέπεσαι να εκτεθείς και στα ίδια τα μάτια του εαυτού σου. Είσαι εντελώς αποτυχημένος και πηγαίνεις στην εκκλησία και εξομολογείσαι και μετανοείς και λαμβάνεις την άφεση, την συγχώρεση και την δικαίωση σου. Τι γίνεται. Όχι μόνο δεν απερρίφθης, όχι μόνο έγινες ανεκτός αλλά γίνεσαι και υιός της βασιλείας Του. Δεν είναι πανηγύρι αυτό το πράγμα;
Δεν σε συγχωρεί, σε θεραπεύει. Δεν σε θεραπεύει, σε αποκαθιστά. Δεν σε αποκαθιστά, σε αγιάζει. Στους ανθρώπος κουτσά στραβά λες ένα συγνώμη και σε συγχωρεί με το ζόρι. Εδώ δεν σε συγχωρεί μόνον σε καθιστά και υιόν του και υιόν της βασιλείας Του. Δεν είναι λοιπόν η μεγάλη μας ευθύνη ότι μένουμε στην μιζέρια των νόμων μας, στην μιζέρια του καθωσπρεπισμού μας και δεν μετανοούμε; Και δεν λαμβάνουμε αυτό το μεγάλο δώρο του Θεού. Μα για αυτό ήρθε στον κόσμο. Για να μας δώσει αυτό το δώρο. Εμείς γιατί γυρνούμε τα νώτα μας μπροστά στην αγάπη του Θεού;
Και αν ακόμα λέει ο άγιος Χρυσόστομος, είσαι αμαρτωλός έλα στην εκκλησία για να πεις τις αμαρτίες σου. Και αν ακόμα είσαι δίκαιος έλα, για να μην χάσεις την δικαιοσύνη σου. Γιατί η εκκλησία είναι λιμάνι και για τους δύο.
Ξέρετε πόσο μπορεί όμορφη και εύκολη να γίνει η ζωή μας. Καθόμαστε και λέμε: Πώς να το πω. Να βάλω σάλτσα στην μια αμαρτία. Το λέω έμμεσα την άλλη. Θέλω να δικαιολογήσω την τρίτη για να μην χαθεί η εικόνα του εαυτού μου και ο ιδεατός εαυτός μου. Λέω τα προβλήματα μου. Βρίσκω δικαιολογίες. Αρχίζω τους λογισμούς μου. Περνώ στους παραλογισμούς μου. Και κάτι απλό χρειάζεται. Πες ένα βαθύ ήμαρτον.
Ήρθε κάποιος, με συγκίνησε, ένας άνθρωπος με βρήκε σε μια κηδεία που ήμουνα σε μία άλλη εκκλησία και μου λέει: Θέλω να ‘ρθει ένας φίλος μου αλλά υποπτεύομαι ότι έχει ένα πρόβλημα. Πρέπει να είναι ομοφυλόφιλος. Και δες τον έτσι, δες τον αλλιώς, εγώ λίγο διστάχτικα. Άρχισαν τα λογικά, τα εγκεφαλικά, τα ποιμαντικά, τα ανόητα. Λέω: Ναι, δεν είναι τόσο πολύ η αμαρτία, αλλά δύσκολα θεραπεύονται αυτά. Ο εξυπνάκιας ο εαυτός μου άρχισε να λέει φιλοσοφικά πράγματα. Και μετά στο τέλος έρχεται ο άλλος και μου λέει κλαίγοντας, και μου λέει: Τελικά δεν είναι απλό πράγμα η μετάνοια; Δηλαδή μπορούμε να βάλουμε όριο εμείς στην αγάπη του Θεού; Η μετάνοια δεν μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο; Του λέω έχεις απόλυτο δίκιο. Εγώ μπερδεύτηκα.
Τελικά τα πράγματα είναι πολύ απλά. Γίνονται σύνθετα γιατί αντί να πούμε ένα τεράστιο και καθαρό ήμαρτον στον Θεό βάζουμε σάλτσες, είτε να δικαιολογήσουμε την κατάστασή μας, είτε να βάλουμε διάφορες προφάσεις, είτε να αρνηθούμε ότι κάτι είναι αμαρτία και να ελπίζουμε διάφορες θεωρίες και φιλοσοφίες. Και έτσι χάνουμε το δώρο. Εάν ανενδοίαστος και χωρίς ενδοιασμούς και αμφισβητήσεις καταφύγουμε στον Θεό με ένα βαθύ ήμαρτον αυτό είναι η πύλη που μας οδηγεί στον παράδεισο.
Είναι ο τρόπος με τον οποίο μετέχει ο άνθρωπος στην αγάπη του Θεού. Πρέπει να φύγει η αρετή μας. Πρέπει να φύγει από το μυαλό μας η αρετή μας, η αμαρτίας μας, οι σκέψεις μας, οι ιδέες μας, οι φιλοσοφίες μας, οι εφευρέσεις μας. Όταν όλα αυτά φύγουν και απογυμνωμένοι κατατεθούμε στον Θεό έχουμε ελπίδες.
Συνεχίζει ο άγιος Χρυσόστομος είσαι αμαρτωλός μην απελπιστείς. Αλλά έλα στην εκκλησία και δείξε μετάνοια. Αμάρτησες; Πες στον Θεό αμάρτησα. Ποιος κόπος είναι αυτός; Ποιος χρόνος χρειάζεται; Ποια θλίψη; Ποια στενοχωρία το να πεις την λέξη αμάρτησα; Μήπως δηλαδή αν δεν πεις εσύ ότι είσαι αμαρτωλός δεν θα ‘χεις κατήγορο τον διάβολο; Πρόλαβε και άρπαξε το αξίωμα αυτού. Γιατί αξίωμα εκείνου είναι το να κατηγορεί. Γιατί λοιπόν δεν προλαβαίνεις αυτόν ώστε να πεις την αμαρτία και να εξαλείψεις το αμάρτημα αφού γνωρίζεις ότι έχεις τέτοιον κατήγορο που δεν μπορεί να σιωπήσει; Αμάρτησες; Έλα στην εκκλησία. Πες στον Θεό αμάρτησα. Τίποτα άλλο δεν ζητώ από εσένα παρά μόνο αυτό. Γιατί η Αγία Γραφή λέγει: Λέγε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς. Πες την αμαρτία για να απαλλαγείς από την αμαρτία. Δεν υπάρχει σε αυτό κόπος, ούτε πολλά λόγια, ούτε δαπάνη χρημάτων, ούτε τίποτα άλλο παρόμοιο. Πες ένα λόγο, αναγνώρισε την αμαρτία σου και πες αμάρτησα. Και πως το ξέρω, λέγει, ότι αν πω πρώτος την αμαρτία μου, εξαλείφει την αμαρτία; Έχω στην Γραφή και εκείνον που την είπε και απαλλάχτηκε από αυτήν και εκείνον που δεν την είπε και κατακρίθηκε με τον φθόνο Του.
Ο Κάιν φόνευσε τον αδελφό του Άβελ κυριευμένος από φθόνο. Και ο φθόνος είχε σαν επακόλουθο τον φόνο. Γιατί τον πήρε στην πεδιάδα και τον φόνευσε. Και τι λέγει σε αυτόν ο Θεός; Που είναι ο αδελφός σου Άβελ; Καλά δεν γνώριζε ο Θεός; Ο Θεός τον προκαλούσε για να πει το ήμαρτον, να πει τον σκότωσα. Δηλαδή παιδαγωγικά. Δεν ήθελε να του πει: Έμαθα τον σκότωσες. Προσπαθεί να του βγάλει την μετάνοια. Και του λέγει: Πού είναι, με τι διάκριση ε, πού είναι ο αδελφός σου Άβελ; Εκείνος που τα γνωρίζει όλα ερωτά όχι από άγνοια αλλά προσελκύοντας σε μετάνοια τον φονιά. Γιατί το ότι τον ρωτούσε όχι από άγνοια το έδειξε λέγοντας: Πού είναι ο αδελφός σου ο Άβελ. Και εκείνος είπε: Δεν γνωρίζω. Μήπως είμαι φύλακας του αδελφού μου; Να, τι ήθελε τώρα. Ήθελε να κουκουλώσει το λάθος του. Να μην εκτεθεί. Να του δικαιολογήσει. Να βρει προφάσεις. Του δίνει το χέρι ο Θεός. Του λέει, να τον οδηγήσει στην μετάνοια για να τον τραβήξει να του πει είσαι συγχωρημένος και αυτός βρίσκει την πρόφαση.
Τέτοιοι δεν είμαστε; Δεν πιστεύουμε στην αγάπη του Θεού. Πιστεύουμε στον εαυτό μας και όταν ελεγχθούμε απ’ την συνείδησή μας ή απ’ τους άλλους δεν πάμε να πούμε το ήμαρτον και να καταθέσουμε την αμαρτία μας. Βρίσκουμε προφάσεις και δικαιολογίες. Για αυτό δεν έχουμε εσωτερική ανάπαυση. Δεν έχουμε χαρά. Δεν έχουμε ειρήνη μέσα μας. Καλά δεν είσαι φύλακας. Γιατί όμως είσαι φονιάς;
Τι λοιπόν λέγει ο Θεός προς αυτόν; Η φωνή του αίματος του αδελφού σου φωνάζει δυνατά από την γη προς εμένα. Αμέσως συνεχίζει και του λέει: Τον σκότωσες τον αδελφό σου. Εφόσον δεν δέχτηκες το πρώτο μήνυμα. Διακριτικότερα πάλι ο Θεός να τον φέρει σε πιο καθαρή στάση. Τον έλεγξε αμέσως και πρόσθεσε και την τιμωρία του. Όχι τόσο εξαιτίας του φόνου. Δεν ήρθε η τιμωρία ξέρετε από τον Θεό στον Κάιν εξαιτίας του φόνου. Αλλά από τι. Ακούστε και να καταλάβετε ποια είναι η ουσία της αμαρτίας μας. Η αμαρτία μας δεν είναι ότι πορνεύομε, μοιχεύομε, σκοτώνουμε. Κάποια άλλη είναι η αμαρτία μας Δέστε ποια είναι.
Τον έλεγξε αμέσως και πρόσθεσε και την τιμωρία του όχι τόσο εξαιτίας του φόνου όσο εξαιτίας της αναίδειας του. Άλλο να αμαρτάνεις και άλλο να ‘σαι αναιδής και ξεδιάντροπος και ασεβής. Και την αναίδειά του. Γιατί ο Θεός δεν μισεί τόσο πολύ εκείνον που αμαρτάνει όσο εκείνον που δεν ντρέπεται. Που δεν είχε το θάρρος να ομολογήσει την αμαρτία του. Και μας δούλευε. Μας κορόιδευε. Κουκούλωνε τα πάθια του.
Επομένως αυτό και όχι ότι ο Θεός ενοχλείται και τιμωρεί. Είναι μια έννοια ανθρώπινη για να την κατανοήσουμε εμείς ψυχολογικά εκφραζόμενη. Πως η αμαρτία τελικά, δεν μας τιμωρεί ο Θεός. Η ίδια η αμαρτία μας τιμωρεί. Και η ουσία της αμαρτίας για παράδειγμα δεν έπεσε το ανθρώπινο γένος γιατί πήρε τον απαγορευμένο καρπό η Εύα και τον έδωσε στον Αδάμ. Δεν ήταν η πτώση τους εκείνη. Η πτώση τους ποια ήταν. Όταν τους φωνάζει ο Θεός και πάνε και κρύβονται. Και ποια ήταν η ουσία της αμαρτίας. Δεν πίστευαν ότι ο Θεός είναι πατέρας και τους συγχωρεί. Α, εσύ δεν τα ‘κανες καλά. Μας έβαλες αυστηρούς όρους, αυστηρούς νόμους. Είσαι αυστηρός και θα μας τιμωρήσεις. Δεν σε εμπιστευόμαστε. Και πάμε να κρυφτούμε. Αν πήγαιναν και του έλεγαν αυτό που μας είπες να το κάνουμε συγνώμη, σε προδώσαμε, λάθος, δεν θα ‘χαμε την πτώση.
Η πτώση ήταν μετά. Όταν δεν πίστευαν στην αγάπη και στο έλεος του Θεού. Η αμαρτία μας είναι η δικαιολόγηση της αμαρτίας μας, όχι αυτό που κάνουμε. Είναι η ξεδιαντροπιά μας και η ασέβειά μας.
Και βέβαια τον Κάιν που μετανόησε δεν τον δέχτηκε επειδή δεν είπε πρώτος την αμαρτία. Τι λοιπόν λέγει. Είναι πολύ μεγάλη η αμαρτία μου για να συγχωρηθεί.. Αυτό, τι είπε ο Κάιν στον λογισμό του. Είναι πολύ μεγάλη η αμαρτία μου για να συγχωρηθεί. Δηλαδή Θεέ μου, σου βάζω όρια στην φιλανθρωπία σου. Είναι τόσο μεγάλη η αμαρτία μου που δεν μπορεί να την υπερκεράσει, να την καλύψει η φιλανθρωπία σου. Άρα εσύ είσαι ο φταίχτης. Που δεν είσαι φιλάνθρωπος. Δεν είναι αυτή ξεδιαντροπιά; Δεν είναι αυτή αυτοδικαίωση; Και τι μπορούσε να πει; Αντί να πει έκανα μεγάλη αμαρτία. Δεν είμαι άξιος να ζήσω. Να μεταφέρει την ευθύνη όχι στον Θεό που είναι αυστηρός κατά τον λογισμό του. Αλλά στον εαυτό που αμάρτησε και δεν είναι άξιος να ζήσει. Αν το ‘λεγε αυτό θα ήταν ο πλέον άξιος για να ζήσει.
Για να γνωρίσεις όμως ότι αυτά έτσι συμβαίνουν μάθε πως κάποιος άλλος απαλλάχτηκε από την αμαρτία του αφού την εξομολογήθηκε πρώτος. Ας έρθουμε στον Δαβίδ τον προφήτη και βασιλιά. Ή καλύτερα, πιο ευχάριστα τον λέγω προφήτη γιατί η βασιλεία του βρισκόταν στην Παλαιστίνη. Ενώ η προφητεία του έφτασε στα πέρατα της οικουμένης. Και η βασιλεία του βέβαια μετά από σύντομο χρόνο καταργήθηκε. Ενώ η προφητεία του παρέχει αθάνατα λόγια.
Αυτός λοιπόν ο προφήτης και ο βασιλιάς περιέπεσε σε μοιχεία και φόνο. Γιατί λέγει είδε όμορφη γυναίκα που λουζόταν και την ερωτεύθηκε. Ποιος; Ο προφήτης. Και στη συνέχεια πραγματοποίησε εκείνα που σκέφτηκε, γνωρίζετε την ιστορία. Σαν βασιλιάς στέλνει την γυναίκα αυτού που ήταν στρατιωτικός στην πρώτη μάχη να σκοτωθεί σίγουρα για να την πάρει μετά αυτός γυναίκα του. Και βρισκόταν ο προφήτης ένοχος μοιχείας, το μαργαριτάρι μέσα στο βούρκο. Αλλά δεν αισθανόταν ακόμα ότι αμάρτησε. Τόσο πολύ ήταν ναρκωμένος από το πάθος. Γιατί όταν ο ηνίοχος είναι μεθυσμένος και το άρμα φέρεται άτακτα και ότι είναι ο ηνίοχος και το άρμα αυτό είναι ψυχή και το σώμα και όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι βυθισμένη στο πάθος δεν μπορεί να κουμαντάρει το σώμα του.
Αν η ψυχή κυριευτεί από σκοτάδι και το σώμα κυλιέται στο βούρκο γιατί όσο ο ηνίοχος στέκεται καλά και το άρμα οδηγείται καλά. Όταν όμως αυτός χάσει τις δυνάμεις του και δεν μπορέσει να συγκρατήσει τα χαλινάρια τότε και το ίδιο το άρμα φαίνεται να προχωρεί στα χειρότερα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο. Όσο καιρό η ψυχή είναι προσεκτική και επάγρυπνη και το σώμα το ίδιο είναι αγνό. Όταν όμως η ψυχή κυριευτεί από σκοτάδι και το σώμα το ίδιο κυλιέται στο βούρκο και την ηδονή. Τι συνέβη λοιπόν με τον Δαβίδ; Διέπραξε μοιχεία αλλά δεν το αισθανόταν ούτε ελεγχόταν από κάποιον και αυτό συνέβαινε σε προχωρημένα γηρατειά. Για να μάθεις ότι αν είσαι ράθυμος ούτε τα γηρατειά σε ωφελούν, ούτε πάλι αν είσαι προσεκτικός θα μπορέσει η νεότητα να σε βλάψει. Γιατί η σωστή ζωή δεν εξαρτάται από την ηλικία αλλά το κατόρθωμα ανήκει στην διάθεση. Γιατί και ο Δανιήλ ήταν δώδεκα ετών και έκρινε σωστά. Ενώ οι γέροντες σε πολύ προχωρημένη ηλικία διέπραξαν το δράμα της μοιχείας και ούτε εκείνους τους ωφέλησαν τα γηρατειά ούτε αυτόν τον έβλαψε η νεότητα. Και για να μάθεις ότι η σωφροσύνη εξαρτάται όχι από την ηλικία αλλά από την διάθεση, ο Δαβίδ, αν και βρισκόταν σε βαθιά γηρατειά τότε υπέπεσε σε μοιχεία και διέπραξε φόνο. Και βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ώστε να μην αισθάνεται ότι αμάρτησε γιατί ο ηνίοχος νους ήταν μεθυσμένος από ακρασία.
Τι κάμνει λοιπόν ο Θεός; Δέστε εδώ τι κάνει ο Θεός. Τι παιδαγωγική μέθοδο χρησιμοποιεί δια του προφήτου του Νάθαν. Δέστε. Στέλνει προς αυτόν τον προφήτη Νάθαν. Ο προφήτης έρχεται προς τον προφήτη. Γιατί το ίδιο γίνεται και με τους γιατρούς. Όταν ασθενήσει κάποιος γιατρός έχει την ανάγκη άλλου γιατρού. Το ίδιο συνέβηκε και εδώ. Προφήτης ήταν εκείνος που αμάρτησε και προφήτης εκείνος που φέρνει τα φάρμακα. Έρχεται λοιπόν προς αυτόν ο Νάθαν και δεν τον ελέγχει αμέσως μόλις πάτησε την πόρτα λέγοντάς του: Παράνομε και βδελυρέ, μοιχέ και φονιά, τόσες τιμές δέχτηκες από τον Θεό και εσύ καταπάτησες τις εντολές Του. Δεν κάνει κάτι τέτοιο. Για ποιο λόγο δεν το κάνει τέτοιο. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως αν πας σε έναν ο οποίος είναι μεθυσμένος από ακρασία, όταν είναι μέσα στο πάθος του, όταν είναι στο φούντωμα της αμαρτίας του, αν τον ελέγξεις με αυτό τον απότομο τρόπο θα βγάλει μέσα στην προσπάθεια του να αμυνθεί πιο πολύ επίθεση και δεν θα δεχτεί τα λόγια που θα του πεις.
Χρειάζεται λοιπόν τρόπος. Όταν λοιπόν κάποιος είναι σε αμαρτία για αυτό λέμε υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που πολεμούν ας πούμε την εκκλησία και εμείς οι ανόητοι λέμε άθεοι, παλιάνθρωποι, επίβουλοι, αντίχριστοι. Μα είναι στο πάθος του, στην οργή του και εσύ πιο πολύ του τονίζεις την οργή; Εδώ ο Θεός, εδώ ο προφήτης πήγε στον προφήτη που ήταν φονιάς και μοιχός και δεν του ερεθίζει το πάθος για να βγάλει αντίδραση, για να μην τον ενοχλήσει. Για να τον παιδαγωγήσει στην μετάνοια. Και εμείς αμέσως του κοπανάμε τα άλλα. Του σερβίρουμε τα φιστίκια λέγοντάς του τα πάθη που έχει και τις αμαρτίες; Χρειάζεται λεπτότητα, χρειάζεται διάκριση αν πραγματικά θα πούμε τον άνθρωπο που είναι εκτός εκκλησίας. Αν δεν τον αγαπούμε τότε εμείς είμαστε πραγματικά εκτός εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σκοτεινές και φωτεινές δυνάμεις. Τι σημαίνει η εκκλησία πολεμάται από σκοτεινές δυνάμεις. Εμείς είμαστε φωτεινοί; Όλοι σκοτεινοί είμαστε. Και φωτεινός είναι μόνο ο Χριστός. Δεν είμαστε αυτόφωτοι. Παίρνουμε από την λάμψη Του, απ’ το φως Του και για να πάρουμε από την λάμψη Του και το φως Του πρέπει να σβήσουμε τα δικά μας φώτα που είναι ψεύτικα. Που υποκρινόμεθα τον φωτισμένο. Είμαστε όλοι σκοτισμένοι. Μέσα στο σκοτάδι βρισκόμαστε.
Έρχεται λοιπόν προς αυτόν ο Νάθαν και δεν τον ελέγχει αμέσως, μόλις πάτησε την πόρτα. Τι λέει λοιπόν; Του αρχίζει και του κάνει μία εξιστόρηση μιας υποτιθέμενης ιστορίας για να τον βάλει τον ίδιο να ελέγξει τον εαυτό του. Να τον παιδαγωγήσει μέσα σε μία μέθοδο παιδαγωγική για να παραδεχθεί ο ίδιος την αμαρτία του. Και τι λέει: Τίποτα παρόμοιο δεν είπε ο Νάθαν για να μην τον κάνει περισσότερο αδιάντροπο. Γιατί όταν τα αμαρτήματα αποκαλύπτονται οδηγούν σε αδιαντροπιά εκείνον που τα διέπραξε. Σου λέει αφού τα μάθανε, αφού τα έκανα δεν συνεχίζω να το ευχαριστηθώ περισσότερο; Έρχεται λοιπόν προς αυτόν και πλέκει ένα δράμα δίκης. Και τι λέγει. Για αυτό ξέρετε; Λεν κάποιοι πάτερ, να του πω ότι ξέρω ότι αμάρτησε; Όχι να μην του το πεις. Γιατί σου λέει αφού το έκανα, έγινα ρεζίλι τώρα ας το συνεχίσω να το απολαμβάνω. Έχει μία συστολή ότι δεν εξετέθηκε και μπορεί λίγο να συγκρατηθεί. Πολλές φορές αν προβάλουμε την αμαρτία, μέσα από την διαρκή προβολή της, νομιμοποιούμε την αμαρτία. Και αλλάζουμε το μέτρο του ήθους της ζωή μας.
Και έρχεται λοιπόν προς αυτόν και πλέκει ένα δράμα δίκης και τι λέγει Βασιλιά ζητώ την κρίση σου। Ήταν ένας πλούσιος και ένας φτωχός. Ο πλούσιος είχε βόδια και πολλά κοπάδια ζώων ενώ ο φτωχός είναι μια αμνάδα που έπινε από το ποτήρι του και έτρωγε από το τραπέζι του και κοιμόταν στην αγκαλιά του. Με αυτό δείχνει την καθαρή σχέση του άνδρα προς την γυναίκα. Ήρθε όμως κάποιος ξένος και ο πλούσιος λυπήθηκε τα δικά του και αφού πήρε την αμνάδα του φτωχού την έσφαξε. Είδες πως πλέκει εδώ το δράμα έχοντας το σίδερο κρυμμένο μέσα στον σπόγγο; Με το γάντι τον σφάζει. Τι απαντάει λοιπόν ο βασιλιάς; Νομίζοντας ότι εκφέρει γνώμη για άλλον εξέφρασε πολύ βαριά την απόφαση. Γιατί τέτοιοι είναι οι άνθρωποι. Με μεγάλη ευχαρίστηση και πολύ σκληρά βγάζουν τις αποφάσεις για τους άλλους. Όταν όμως για εμάς αρχίζουν μετά μια άλλη νοοτροπία. Και τι λέγει ο Δαβίδ: Στο όνομα του Κυρίου αυτός ο άνθρωπος είναι άξιος θανάτου και θα ανταποδώσει την αμνάδα στο τετραπλάσιο. Να τώρα έφτασε η ώρα. Αφού τον έφερε στα νερά του αρχίζει η χειρουργική επέμβαση ο Νάθαν χωρίς να ολιγωρήσει. Γιατί πολλές φορές περισσότερο επιείκεια ή περισσότερο αυστηρότητα κάνει ζημία. Να αισθανθούμε το μέτρο για τον κάθε άνθρωπο και για τον εαυτό μας. Και στην κατάλληλη στιγμή προχωρά στην χειρουργική επέμβαση. Τι λοιπόν λέγει ο Νάθαν; Δεν μαλάκωσε για πολύ ώρα από την πληγή αλλά αμέσως εκφέρει την γνώμη του και προσθέτει πολύ βαθιά την τομή για να μην αφαιρέσει την αίσθηση του πόνου. Τον φέρνει σε συναίσθηση σε επίγνωση, του φέρνει το μέτρο ήθους, το μέτρο ηθικής και μετά τον σφάζει ούτως ώστε ο πόνος να λειτουργήσει θεραπευτικά – χωρίς πόνο δεν υπάρχει θεραπεία και μετάνοια. Και τι του λέει: Συ είσαι βασιλιά. Συ είσαι βασιλιά αυτός. Και τι λέγει ο βασιλιάς. Δεν του άρχισε να τα βάζει μαζί του. Τον έφερε σε τέτοιο σημείο επίγνωσης και λέει: Αμάρτησα ενώπιον του Κυρίου. Δεν είπε και ποιος είσαι εσύ που με ελέγχεις. Ποιος σε έστειλε να μου μιλάς με τόση παρρησία. Εμένα; Bασιλιά και προφήτη. Με ποια τόλμη το έκανες αυτό. Τίποτα τέτοιο δεν είπε αλλά συναισθάνθηκε την αμαρτία του. Και τι λέγει: Αμάρτησα ενώπιον του Κυρίου Τι λέγει τότε ο Νάθαν προς αυτόν; Και ο Κύριος συγχώρησε τα αμαρτήματά σου. Καταδίκασες τον εαυτό σου και εγώ σου συγχωρώ την καταδίκη. Εξομολογήθηκες με ευγνωμοσύνη την αμαρτία και εξάλειψες αυτή. Καταδίκασες τον εαυτό σου και εγώ σε απάλλαξα από την καταδικαστική απόφαση. Είδες πως επαληθεύτηκε το γραμμένο: Λέγε εσύ πρώτος την αμαρτία για να δικαιωθείς. Ποιος σκοπός είναι αυτός να πεις πρώτος την αμαρτία;”

Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ράδος Κωνσταντῖνος



Γαζῆς Δελβινακιώτης, χιλίαρχος, ἀκολουθήσας τὸν στρατάρχην τῆς Ρούμελης εἰς πάσας αὐτοῦ τὰς ἐκστρατείας, ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ Αἰνιὰν καὶ ὁ Περραιβὸς εἶναι οἱ πρῶτοι γράψαντες περὶ Καραϊσκάκη. Οἱ μετ' αὐτοὺς δέν προσέθηκαν ἢ ὕμνους, οὐδὲν ὅμως τὸ οὐσιαστικὸν διὰ τὴν βιογραφίαν του. Ἐκ τῶν ἐγγράφων δέ, τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἢ ἔστειλεν, ὀλίγα ἐδημοσιεύθησαν, ἀφορῶντα κυρίως εἰς τὴν ἐκστρατείαν Ἀττικῆς. Καὶ οἱ πρῶτοι αὐτοῦ βιογράφοι σχετικῶς ὀλίγα ἔγραψαν, τὸ ὁποῖον συμβαίνει καὶ δι’ ὅλους τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Ὀλίγοι ἄνδρες ἐν τούτοις τῆς Ἐπαναστάσεως ὑπῆρξαν, διὰ τοὺς ὁποίους νὰ μὴ γραφοῦν καὶ δύο καὶ τρία τὸ ὀλιγώτερον φυλλάδια, λόγοι ἢ βιογραφίαι, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν ἐκπροσωποῦν καμμίαν ἔρευναν. Συνήθως δὲν εἶναι ἢ πάταγος λέξεων. Λησμονοῦν νὰ ἀναφέρουν αὐτὸ τὸ ἔτος τῆς γεννήσεως τῶν ἡρώων των, πολὺ ὀλιγώτερον τὰς πράξεις των. Διθύραμβοι ἄνευ οὐσίας. Πολλάκις δὲ καὶ μυθεύματα. Ὁ Καραϊσκάκης ἀφοῦ ζῶν ὑπέφερε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τὴν φιλαρχίαν καὶ κακίαν τοῦ Μαυροκορδάτου, ἐπέπρωτο καὶ τεθνεὼς νὰ παρασταθῇ ὡς δημιούργημα τῶν πολιτικῶν, οἵτινες τὸν ἀνεκάλυψαν δῆθεν, ὡς νὰ μὴ εἶχε προτέραν ἱστορίαν, τὸν προήγαγον, καὶ τοῦ ἔδωκαν μάλιστα σύμβουλὰς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι πλέον.... διάβολος!





Ὁ Καραϊσκάκης, διακεκριμμένος ἁρματωλός, ὑπῆρξεν εἷς τῶν καλλιτέρων καὶ πατριωτικωτέρων ὁπλαρχηγῶν ἀπ' αὐτῶν τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ ἀγῶνος. Εὑρεθεὶς ἐγγύτατα τοῦ κέντρου τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, δηλαδὴ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Χουρσίτ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατεθῇ ἡ κατάπνιξις τοῦ κινήματος τοῦ Ἀλῆ-πασσᾶ καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἐπρομάχησεν αὐτῆς μετὰ ζήλου καὶ καρτερίας, καὶ εἶνε συκοφαντία τὸ λεχθὲν περὶ αὐτοῦ, ὅτι τὰ πρῶτα του κινήματα δὲν ἀπέβλεπον ἢ εἰς τὴν κατάκτησιν ἑνὸς ἁρματωλικίου μόνον. Τὰ περὶ τῶν ἁρματωλικίων ἀνήκουν εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξῃ ἕν ἀρματωλήκι, διὰ νὰ ἔχῃ στρατιώτας καὶ σημασίαν. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνη ἄλλως τότε• ὅταν ἐξερράγη ὁ ἀγών, ἀμέσως ἐτάχθη εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, καὶ ἀπ' ἀρχῆς ἠννόει ὁ ὀξύτατος πολὺ καλά, δὴ ἐπρόκειτο περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Γένους, ὄχι δὲ περὶ κατακτήσεως καπετανάτων. Τὸ καπετανάτον τοῦ ἐχρειάζετο ὡς μέσον, ὄχι ὡς σκοπός. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ἦτο ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ Ἔθνους. Εὐθέως κατέκτησε μίαν ἀπὸ τὰς πρώτας θέσεις, παρὰ πάντων ἀναγνωριζόμενος, τὸ ὁποῖον χρεωστεῖ κυρίως εἰς τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν πολεμικὴν δεξιότητα. Ὅλοι οἱ καπεταναῖοι τῆς Στερεᾶς ἔβλεπαν ἀπ' ἀρχῆς ἐν αὐτῷ τὸν μεγάλον ἀρχηγόν. Ἀλλὰ εἶχε νὰ παλαίσῃ ὄχι μόνον κατὰ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ κατὰ ραδιουργίας τῶν πολιτικῶν, οἵτινες καὶ ὡς προδότην ἀκόμη παρέστησαν αὐτόν, τὸν εἰσήγαγον εἰς δίκην, καὶ ἐκ παντὸς τρόπου προσεπάθησαν νὰ τὸν καταστρέψωσιν, ἀλλὰ τέλος ἐνίκησεν, ἐπιδείξας ψυχραιμίαν καὶ ὑπομονήν, καὶ δὲν τὴν ἔπαθεν ὡς ὁ Ὀδυσσεύς.

Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι πράγματι ὁ καθεαυτὸ αὐτοποίητος ἀνήρ, ἔργον τῶν ἰδίων χειρῶν. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπῆρξε γέννημα καλογραίας ἥτις ἡμάρτησε διὰ νὰ δωρήσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν ἄριστον τῶν στρατιωτικῶν αὐτῆς ἀνδρῶν. Πατὴρ του ὑπῆρξεν ὁ ὀνομαστὸς ἁρματωλὸς Ἴσκος ὁ καὶ Καραΐσκος, διὰ τὸν ὅποιον ἡ ἐξόχου καλλονῆς γυνὴ αὕτη ἠσθάνθη σφοδρὸν ἔρωτα, καὶ ἐξ αὐτοῦ συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὸν ἥρωα Γεώργιον, τὸ Καραϊσκάκη, ὡς τὸ ἀπεκάλει μετά τινος ὑπερηφάνειας, τὸ παιδάκι δηλαδὴ τοῦ Καραΐσκου. Ἡ καλογραία αὕτη εἶχε γεννηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ εἰς Σκουλικαριὰν τῆς ἐπαρχίας Ἄρτης, ἐκαλεῖτο δὲ Ζωὴ Δεμισκῆ, καὶ ἀνῆκεν εἰς προέχουσαν οἰκογένειαν, πρώτη ἐξαδέλφη οὖσα τοῦ διασήμου ὁπλαρχηγοῦ Γώγου Μπακόλα. Ἐλθοῦσα εἰς γάμου κοινωνίαν πρὸς τὸν ἐκ Φαναρίου τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων πρόκριτον Γιαννάκην Μαυροματιώτην, ἐχήρευσε νεωτάτη, περιέπεσεν εἰς μελαγχολίαν, καὶ γυνὴ οὖσα τῶν ἄκρων ἠσπάσθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Μετὰ ἔτους ὅμως παρέλευσιν συνήντησε καὶ ἠράσθη τὸν ἐκ Βάλτου Καραΐσκον, καὶ τέλος ἔτεκε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ οὐ μακράν τοῦ Φαναρίου χωρίον Μαυρομάτι κατὰ τὸ 1782. Φοβουμένη τὴν τιμωρίαν καὶ ἰδίως τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ νεογνοῦ, καταφεύγει εἰς ἕν σπήλαιον παρὰ τὸ Μουζάκι, καὶ μετὰ δίμηνον σχεδὸν ἐν αὐτῷ διαμονήν, ὑποστᾶσα τὰ πάνδεινα διαβαίνει εἰς τὴν πατρίδα της Σκουλικαριάν, ὅπου εὗρε τινά, φαίνεται, προστασίαν, καθ' ἃ λέγεται καὶ παρὰ τοῦ Καραΐσκου αὐτοῦ, ὅστις τὴν ἐπροφύλαξε ἀπὸ πάσης καταδιώξεως, καὶ κατώρθωσεν οὕτως νὰ θρέψη αὕτη καὶ ἀναπτύξῃ τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον ἠγάπα περιπαθῶς. Τὸ ἀνέθρεψεν ἐπιμελῶς, ἦτο δὲ τὸ παιδίον ζωηρόν, εὐφυὲς καὶ ὡραῖον.

Ἡ Ζωὴ δὲν ἒζη πλέον ἢ δι' αὐτό, καὶ ὅταν τὸ εἶδε πλέον περικαλλῆ καὶ ἔξυπνον ἔφηβον, τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ μεταβῇ εἰς Ἰωάννινα, ὅπως τὸ ἀναπτύξῃ καὶ φροντίσῃ περὶ τοῦ μέλλοντός του, ἰδίως δὲ φοβουμένη τὸ ἀτίθασσον αὐτοῦ, καὶ διὰ νὰ μὴ φύγῃ πρὸς τὴν κλεφτουριάν, πρὸς ἥν εἰλκύετο. Ἀλλὰ καὶ ἐν Ἰωαννίνοις ὁ νεανίσκος δὲν ὡμίλει ἢ περὶ Κλεφτῶν καὶ Ἁρματωλῶν. Ἐσοφίθη λοιπὸν νὰ τὸν φέρῃ ἡ ἰδία πρὸς τὸν Ἀλῇ-πασᾶ, τὸ ὁποῖον καὶ ἤρκεσε νὰ τῆς προσπορίση τὴν εὔνοιαν τοῦ φοβεροῦ Σατράπου. Ὁ Ἀλῆς κατεθέλχθη ἐκ τοῦ γενναίου παραστήματος τοῦ πολεμικοῦ νεανίσκου, τὸν ἐπήνεσε διὰ τὸ ἀρειμάνιον αὐτοῦ φρόνημα, καὶ τὸν κατέταξε παρευθὺς εἰς τὸ στράτευμά του. Ἀλλὰ δὲν συνεβιβάζετο πολὺ πρὸς τοὺς Ὀθωμανούς, καὶ πολλὰ προυκάλεσεν ἐπεισόδια, ἕνεκα ἐρίδων καὶ συμπλοκῶν πρὸς αὐτούς. Ὀργισθεὶς τέλος κατ' αὐτοῦ ὁ Βεζὺρ Ἀλῆ Πασᾶς τὸν ἐφυλάκισεν εἰς Τεπελένιον. Ὁ Καραϊσκάκης, δραπετεύσας ἐκ τῆς εἰρκτῆς, ἀπῆλθεν εἰς Ἄγραφα, καὶ κατετάχθη εἰς τὸ ἁρματωλῆκι τοῦ Κατσαντώνη, ταχέως διακριθεὶς καὶ προαχθεὶς. Γνωστὸν εἶναι τὸ τραγικὸν τέλος τοῦ περίφημου ἁρματωλοῦ Κατσαντώνη.

Μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του οἱ τετρακόσιοι αὐτῶν στρατιῶται ἔμειναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Τσόγκα, τοῦ Πάγκαλου, τοῦ Φραγκίστα καὶ τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀπέστειλεν κατ’αὐτῶν ἰσχυρὸν σῶμα ὑπὸ τὸν ἀνδρεῖον Ἀλβανόν Μουχουρδάρ Πότζι. Οὐδὲν ὅμως ἠδυνήθη οὗτος νὰ κατορθώσῃ κατ' αὐτῶν, εἰ καὶ ἔμενεν ἕν ὁλόκληρον ἔτος ἐν Ἀγράφοις. Τέλος ὁ δριμὺς χειμών, αἱ στερήσεις καὶ ἡ ἔλλειψις πυρομαχικῶν ἠνάγκασαν τοὺς ἁρματωλοὺς νὰ καταφύγωσιν εἰς τὴν Ἀγγλοκρατουμένην Λευκάδα. Ὁ πασᾶς ὅμως, ἔχων φιλικὰς σχέσεις μετὰ τῶν Ἄγγλων, τοὺς ἐστέρησε καὶ τοῦ καταφυγίου τούτου. Ἐξωσθέντες ὑπὸ τῶν Ἄγγλων, ἠναγκάσθησαν νὰ συνθηκολογήσωσι πρὸς τὸν Ἀλῆν, ὅστις γινώσκων τὴν ἀξίαν των, τὸν μὲν Τζόγκαν διώρισε καπετάνιον τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης, πάντας δὲ τοὺς λοιποὺς διώρισε Τζοχανταραίους, ἤτοι σωματοφύλακάς του, σῶμα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπηρέτουν ἤδη ὁ Διάκος, ὁ Ὁδυσσεύς, ὁ Βάγιας, ὁ Μποῦσγος καὶ ἄλλοι Ἕλληνες. Ὁ Ἀλῆς, στρατεύσας διαταγῇ τοῦ Σουλτάνου κατὰ τοῦ ἀποστάτου πασᾶ τοῦ Βιδινίου Πασβὰν Ὀγλοῦ, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα, συμπεριέλαβε καὶ τοὺς Ἕλληνας στρατιωτικούς του. Ὁ Καραϊσκάκης, φθάσας εἰς Δούναβιν, ἔφυγε πρὸς τὸν Πασβὰν Ὀγλοῦ, καὶ συνεπολέμησε μετ' αὐτοῦ ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἐν Βιδινίῳ. Τὸν Καραϊσκάκην οὐ μόνον συνεχώρησε διὰ τὰ πρὸ τῆς φυλακίσεώς του συμβάντα καὶ διὰ τὴν δραπέτευσίν του καὶ τὰ ἄλλα του παραπτώματα, ἀλλὰ καὶ ἐνύμφευσε μετὰ τῆς περικαλλοῦς Γκόλφως, κόρης προστατευομένης οἰκογενείας του ἐκ Βάλτου, ἐπικαλουμένην ψαριανοπούλαν, δι' ὅν γάμον καὶ τὸ τρίστιχον: «Νέος νέος ἐπαντρεύτηκα, ὡραίαν γυναῖκα πῆρα κλπ.».

Ὀλίγον μετὰ τὸν γάμον του χρόνον ἐξερράγη καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, καὶ ὁ Καραϊσκάκης, συγκροτήσας ἐξ ἐπιλέκτων σῶμα, διέβη εἰς Ἄγραφα καὶ ἐμάχετο κατὰ τῶν Τούρκων. Κατὰ τὸν γνωρίσαντα καὶ ὑπηρετήσαντα ὑπ’ αὐτὸν Χριστόφορον Περραιβόν,—δεν ἀντιτίθενται καὶ εἰς ὅσα περὶ αὐτοῦ λέγει ὁ Ἔϊδεκ—ὁ Καραϊσκάκης ἦτο μετρίου ἀναστήματος, μελαψὸς καὶ ἰσχνός. Ἡ ἰσχνότης του ἐπετάθη ἐκ τῆς φυματιώσεως, ὑφ’ ἧς βραδύτερον προσεβλήθη. Εἶχε τὸ πρόσωπον ὠοειδές, εὐρυμέτωπος καὶ δασὺς τὰς ὀφρεῖς, ὀφθαλμοὺς εἶχε μελανοὺς καὶ λάμποντας, ρῖνα λεπτὴν καὶ εὐθεῖαν, μύστακα μέλανα, ὡς καὶ κόμην, ἥν ἔφερε μακράν, ὡς οἱ ἁρματωλοὶ συνήθως, ὀδόντας μικρούς, αἱ ὁδονταλγίαι του ὅμως ἦσαν συχναὶ καὶ ἀφόρητοι, ἕν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ Καραϊσκάκη. Διὰ τὰς πνευματικὰς του ἰδιότητας εἶνε περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι εἶχε μεγάλην διανοητικὴν ὀξύτητα, παρατηρητικόν, καὶ ἤξευρε πολλὰ πράγματα, εἶχε δὲ καὶ ἐκτάκτως ἰσχυρὰν μνήμην, δραστηριώτατος, προσθέτει ἀκόμη ὁ Περραιβός, καὶ ἀκούραστος εἰς τοὺς ἀγῶνας. Μολονότι δὲ ἦτο ἀδύνατος διεκρίνετο ἐπὶ ἀντοχῇ. Ἦτο λίαν προσηνὴς πρὸς πάντας, καὶ ἤκουε μετὰ προσοχῆς. Ἦτο δὲ θαυμάσιος εἰς τὰ χαριτολογήματά του, ἠρέσκετο εἰς τὰς ἀστειότητας, καὶ ἦτo ἐνίοτε βωμολόχος ἄχρις ὑπερβολῆς. Ὅταν περιέπιπτεν εἰς λάθη ἢ κακὴν ἐκτίμησιν τῶν πραγμάτων, τὰ ἀνεγνώριζε προθύμως, καὶ δὲν ἐσυστέλλετο νὰ ζητῇ ἐσθ’ ὅτὲ καὶ συγχώρησιν.

Ἂν καὶ ἀγράμματος, εἶχε πολλὴν φυσικὴν εὐγλωττίαν, καὶ ὁμιλῶν δὲν ἔκαμνε πολλὰ σφάλματα. Ἔφερε πάντοτε σχεδὸν κατέρυθρον δουλαμᾶν χρυσοκέντητον καὶ ὡραῖα ὅπλα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐν τῷ Μουσείῳ τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας.

Γνωστὰ ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτον, εἰς ὅν δὲν ὑπετάσσετο, ὡς καὶ οἱ Γεώργιος Βαρνακιώτης καὶ Γῶγος Μπακόλας. Τὸν ἐσυκοφάντησεν ὡς φιλότουρκον, τὸν εἰσήγαγεν εἰς δίκην, καὶ τὸν κατεδίκασε, συγκεντρώσας τὰς ψήφους εἰκοσάδος ὁπλαρχηγῶν. Στρατολογήσας τότε ἰδίᾳ.δαπάνῃ ἑξακοσίους ἄνδρας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν Θεσσαλίαν. Ἐπειδὴ δὲ οὕτω εὑρέθη εἰς τὴν τουρκοκρατημένην Θεσσαλικὴν ζώνην, ὁ Γιαννάκης Ράγκος καὶ ὁ Ν. Στουρνάρης, συμφωνήσαντες μετὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἐκινήθησαν κατ' αὐτοῦ, εἰσῆλθε τότε εἰς τὴν ἐλευθέραν Στερεὰν ὅπου οἱ ὁπλαρχηγοί, δυσηρεστημένοι τὰ μέγιστα διὰ τὴν κατ' αὐτοῦ διαβολήν, ὑπέγραψαν ἱκετήριον ὑπὲρ αὐτοῦ ἀναφοράν, καὶ τὴν παρουσίασαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ἥτις τὸν ἐδέχθη λίαν εὐνοϊκῶς, ἐπαινέσασα συγχρόνως τὰ ἀνδρεῖα του κατορθώματα. Τότε ἐτάχθησαν ὑπ' αὐτὸν οἱ ὁπλαρχηγοὶ Δράκος, Δαγκλῆς, Ζέρβας, Περραιβός, Κοντογιάννης, Σκαλτσοδῆμος, Σαφάκας καὶ ἀνέλαβε ὁ Καραϊσκάκης τὴν ἐπιτήρησιν τῶν κινημάτων τοῦ Δερβὲν πασᾶ, τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ Περκόφτσαλη καὶ τοῦ Ἀμπὶζ πασᾶ Δίβρα, στρατοπεδευόντων μεταξὺ Ὑπάτης καὶ Λιανοκλαδίου, προτιθεμένων δὲ νὰ εἰσβάλωσι διὰ τῶν Θερμοπυλῶν πρὸς τὰ ἐνταῦθα. Ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ κυρίως ἐν τῷ ἀγώνι δρᾶσις τοῦ Καραϊσκάκη.

Τρία δὲ εἶναι τὰ στάδια τῆς πολεμικῆς ταύτης δράσεως τοῦ Καραϊσκάκη κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα, ἀφ’ ἧς ἰδίως προήχθη εἰς ἀρχιστράτηγον. Ἡ ὑπὲρ τῆς λύσεως τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου προσπάθεια αὐτοῦ, ἢ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα στρατεία του καὶ Ἡ ἐν τῇ Ἀττικῇ στρατεία.

Ἐνεργῶν κατὰ τῶν πολιορκητῶν τοῦ Μεσολογγίου τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1825, προσβάλλει νικηφόρως ἐν Κραβάροις• ἁρπάζει τριακοσίας πεντήκοντα καμήλους, καὶ καταλαμβάνει τὸ κάστρον. Τὸν Νοέμβριον μεταξὺ Λάσπης καὶ Ἐρεβίω Δερβὲν καταστρέφει τὸν Δελήμπασι τοῦ Κιουταχῆ. Τὴν 25 Μαΐου 1820 κατορθώνει νὰ ἐγκαταστήσῃ τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ ἐγγὺς τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ρίπτει ἐνισχύσεις ἐντὸς αὐτοῦ. Τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας του τὸν παρεκώλυσε, καὶ δὶς μετέβη εἰς τὴν Ἑπτάνησον πρὸς τοὺς ἰατρούς.

Ὑποχωρεῖ εἶτα βραδέως εἰς Κράββαρα πρὸ τοῦ Κιουταχῆ, τοῦ ὁποίου ἀπορρίπτει πάσας τὰς προτάσεις. Μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς ζητοῦν τὸν Καραϊσκάκην ὡς Γενικὸν Ἀρχηγόν, τὸν ὑποδεικνύουν δὲ καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Νικήτας. ἡ Κυβέρνησις τὸν διορίζει καὶ ἔρχεται εἰς Ἐλευσῖνα. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον, καὶ ἐνῷ εἶχε κατορθώσει νὰ ἐμπεδώσῃ τὴν πειθαρχίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατοπὲδῳ καὶ πρώτην φορὰν νὰ ὀργανώσῃ ἀρκούντως μέγα τοιοῦτον, καταλαμβάνεται ὑπὸ δεινῆς οἰκογενειακῆς συμφορᾶς, ἀποθανούσης τῆς προσφιλοῦς αὐτοῦ συζύγου Γκόλφως καὶ τὰ ὀρφανά του εὑρίσκονται μόνα ἐπὶ τῆς νησίδος Καλάμου παρὰ τὴν Κεφαλληνίαν, ὅπου τὰ εἶχε τοποθετήσει μετ' αὐτῆς, σώσας ἐκ τῶν πολιορκουμένων Ἰωαννίνων, εἰς τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰσδύσει καὶ ἁρπάσει τὴν Γκόλφω καὶ τὰ τέκνα ἀπὸ τὸ μέσον τῶν Τούρκων.

Ἐπειδὴ εἶχε διαδοθῆ τότε, ὅτι θὰ ἐγκατελίμπανε τὴν ἀρχηγίαν, ὑποβάλλει πρὸς τὴν Διοίκησιν τὴν ἑξῆς ἀναφοράν, δημοσιευθεῖσαν καὶ ἐν τῇ ἐπισήμῳ Ἐφημερίδι «Κάθε πολίτης χρεωστεῖ νὰ θεωρῇ ὡς δεύτερα τὰ ἴδια σχετικῶς πρὸς τὰ κοινὰ τοῦ Ἔθνους. Προτιμῶ καὶ αὐτῆς τῆς οἰκίας μου τὴν παντελῆ καταστροφήν, διὰ νὰ μὴ παραιτήσω εἰς αὐτὰς τὰς κρισίμους περιστάσεις τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ τόπου μου, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου θέλω θυσιάσει τὸ ὀλίγον αἷμα μου ».

Ἐτήρησε τὸν λόγον του. Ἡ νέα στρατεία του ἤρχισεν ἐκ Κουντούρων. Διαβαίνει τὴν Κάζαν ἀσθενὴς καὶ ἐπὶ φορείου. Ἀλλὰ τὴν 27 Ὀκτωβρίου ἱππεύει, καὶ συνάπτει λαμπρὰν ἱππομαχίαν, κυκλούμενος ἀπὸ τὸ ἄνθος τῶν ἐφίππων ἀξιωματικῶν του Καλλέργη, Νικηταρᾶ, Πανουριᾶ, Ρούκη, Σουλτάνη καὶ ὀλίγων ἱππέων, φονεύει διὰ τῆς σπάθης ἕνα ἱππέα Δελῆν ἰδίᾳ χειρί, καὶ οἱ Τοῦρκοι φεύγουν εἰς Θήβας. Εἶναι ἡ σπάθη αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Καποδίστριας ἔστειλε διὰ τοῦ ὑπασπιστοῦ του Καλλέργη εἰς τὸν στρατάρχην Μαιζὼν ὅτε ἀπέπλεεν οὗτος ἐκ Νεοκάστρου ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Διδοῦς».

Αἱ περὶ τὴν Ράχοβαν καὶ τὸ Δίστομον μάχαι, δι' ὧν ἀνεκτήθη ἡ Στερεὰ ἐπανηγυρίσθησαν πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ἐξεφώνει τὸν πανηγυρικόν, ἐν τῷ ὁποίῳ, παραβάλλων τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν πρὸς βαρεῖαν πυγμήν, ἐπιλέγει: «Ἀλλὰ τὸ στιβαρὸ τοῦτο χέρι ἔπρεπε νὰ τὸ διευθύνῃ ἐπιχειρηματικὸς καὶ ἐμπειροπόλεμος ἄνθρωπος. Τοιοῦτος παρουσιάσθη ὁ ἀρχηγὸς Καραϊσκάκης».

Ὁ Καραϊσκάκης ἀνεδείχθη ὁ καλλίτερος χειριστὴς τῶν ἁρματωλικῶν σωμάτων. Ἤξευρε τί ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ καὶ τί ἠδύνατο νὰ κατορθώσῃ διὰ τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν, οἵτινες εἰς ἀντίρροπον εἶχον ἄκραν πρὸς αὐτὸν ἐμπιστοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν: «Καραϊσκάκη μ' ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε Καπετάνιε». Κατὰ τὴν τρίτην περίοδον τῆς ἀρχηγίας του εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ συνεργασθῇ μετὰ στρατηγῶν, εὐρωπαϊκῆς τακτικῆς οἵτινες οὐδὲν ἠννόουν ἐκ τῆς ἁρματωλικῆς τέχνης. Ὁσάκις τὸν ἤκουσαν, τὰ πράγματα προέκοψαν• τὸ ἐναντίον, ὅτε ἠθέλησαν «νὰ κάμουν τοῦ κεφαλιοῦ των.» Ἀφίνομεν τὴν ἀνισορροπίαν τοῦ ἀρειοτόλμου λόρδου Κόχραν, ὅστις τὰ ἴδια εἶχε κάμει καὶ ἐν Χιλῇ ὅπου ὑπηρέτησεν ὀλίγον πρότερον. Ἐκεῖ ὅμως προσέκρουσε πρὸς τὸν Μπλάγκο Ἐγκαλάδα καὶ ὁ Κόχραν θυμωθεὶς παρητήθη καὶ ἀπῆλθε τῆς Χιλῆς. Δυστυχῶς τὸν ἐπέβαλεν ἡμῖν ὁ ἐν Λονδίνῳ δανειστὴς Ρικάρδο, ὅστις δὲν ἔδιδε τὰ χρήματα ἄνευ τοῦ Κόχραν.

Ὁ Τσώρτς ὡς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐν τῷ Βρεττανικῷ Μουσείῳ ἔγγραφά του, συνετάσσετο τῷ Καραϊσκάκη ἀλλὰ ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὸν Κόχραν, ὅπως τὸν ἐφοβοῦντο ὅλοι• ὁ λαὸς ἐφώναζεν «ἂν φύγῃ ὁ Κόχραν θὰ σᾶς σκοτώσωμε». Ἤθελε δ' οὗτος τὴν ἄμεσον καὶ κατὰ μέτωπον ἐπίθεσιν κατὰ τοῦ Ρεσὶτ Κιουταχῆ. «Ἐκ τῶν κεράτων τὸν ταῦρον» ἐφώναζεν ἑλληνιστὶ εἰς τὰ συμβούλια, τὰ ὁποῖα συνεκροτοῦντο ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Ἑλλάδος».

Ὁ Καραϊσκάκης ἠρώτησε κάποτε μὲ τὸ συνηθισμένο χαμόγελο:

«Ποιὸν λέει ταῦρον ὁ Ναύαρχος ; τὸν Μπγᾶ; (Μπούας καὶ Μπγᾶς ὁ ἄγριος ταῦρος ἐν Ἀγράφοις καὶ ἐν τῇ Δυτικῇ Ἑλλάδι) καὶ ὅταν τοῦ ἀπήντησαν ὅτι αὐτὸν ἐννοεῖ. «Αἴ λοιπόν, εἶπε, δὲν ἔχει δίκαιον• διότι τὸν Μπγὰ γιὰ νὰ τὸν κάμουν ζάφτι δὲν τὸν πιάνουν ἀπὸ τὰ κέρατα γιατί τρυπάει καὶ σὲ πετάει κεῖ 'πάνω, ἀλλὰ ἀπὸ τ' ἀχαμνά, μὲ τὸ συμπάθειο, καὶ πέφτει ἀμέσως κάτω».

Ἡ Ἑλλὰς εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ τὸν χάσῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς κρισιμωτέρας στιγμὰς τῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ Γαζῆς Δελβενακιώτης, ὁ Περραιβὸς καὶ ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης παρέχουσιν ἡμῖν ἐν πλάτει καὶ μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας τὰ κατὰ τὸν τραυματισμὸν καὶ τὸν θάνατον τοῦ στρατηγοῦ.

Ὁ Καραϊσκάκης, μάτην κοπιάσας νὰ μεταστρέψη τὰς γνώμας τοῦ πείσμονος Κόχραν, ἐξῆλθεν περίλυπος τῆς φρεγάτας καὶ ἀνεκοίνωσε πρὸς τοὺς ὑπαρχηγούς του τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ Συμβουλίου. Πάντες περιέπεσαν εἰς μελαγχολίαν, κακὰ προαισθανόμενοι. Οὐχ ἦττον ἐπειδὴ εἶχε σημάνει ἡ ὥρα τοῦ γεύματος, διελύθησαν, καὶ τὴν ἐπαύριον 22 Ἀπριλίου 1827 συνῆλθον πάλιν περὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀρχηγοῦ. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καὶ ὁ Καραϊσκάκης διέταξε χάριν τῆς ἑορτῆς του νὰ φέρουν πολλὰ ἀρνιά. «Διὰ τὰ παλληκάρια τὰ ἔφερα, εἶπεν, νὰ τὰ φάγουν αὔριον τοῦ ἁγίου Γεωργίου». Οἱ καπεταναῖοι τότε ὅλοι παρεκάλεσαν ν' ἀναβληθῆ χάριν τῆς ἑορτῆς του πᾶσα σύσκεψις περὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν προβλημάτων αὐτοῦ καὶ καθίσαντες συνομίλοῦν οἰκείως, μεθ’ ὅ ἤρχισαν ἀποσυρόμενοι εἰς τὰ ἴδια. Συνωμίλει, ἀκόμη μετὰ τῶν τελευταίων ὁ Ἀρχηγός, ὅτε ἠκούσθη ἐξαίφνης πυροβολισμὸς εἰς τὰ κατὰ τὴν Μουνυχίαν καὶ παρὰ τὴν ὁδὸν Πειραιῶς καὶ Φαλήρου κείμενα ὀχυρώματα, συγχρόνως δὲ παρετηρήθη καὶ κίνησις πολλῶν στρατιωτῶν, σπευδόντων νὰ σώσωσι τινας Κρῆτας καὶ Ὑδραίους, ἀπερισκέπτως καὶ ἄνευ διαταγῆς πλησιάσαντας Τουρκικὸν ὀχύρωμα, τραυματισθέντας καὶ κινδυνεύοντας νὰ πέσωσιν εἰς χείρας τῶν Τούρκων.

Ἐκ τούτου ὅμως ἔκ τε τῶν Ἑλληνικῶν καὶ Τουρκικῶν ὀχυρωμάτων ἐξώρμησαν πολλοί, καὶ ἡ μικρὰ συμπλοκὴ ἠπείλει νὰ γενικευθῇ εἰς μάχην, μάχην ἀδιοίκητον. Ὁ ἀρχηγός, καίτοι εἶχε καταληφθῆ πάλιν ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ, φοβούμενος τὰς συνεπείας τῆς συμπλοκῆς, ἵππευσε καὶ ἔσπευσε μετὰ τινων ἀξιωματικῶν καὶ τῆς ἐφίππου σωματοφυλακῆς του, καὶ ἀνῆλθε ὕψωμά τι, διὰ νὰ ἀντιληφθῆ σαφῶς περὶ τῆς θέσεως τῶν πραγμάτων καὶ διατάξῃ τὸν στρατὸν εἰς κατάλληλα σημεῖα, διότι ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος προσέτρεχεν ἤδη πολυάριθμον τουρκικὸν πεζικὸν καὶ ἱππικόν. Προστρέχουν ἐν τούτοις καὶ ὁ Νικηταρᾶς, μετὰ μέρους τοῦ σώματός του, ὅστις πληγώνεται εἰς τὴν σιαγόνα, ὡς ἐπληγώθησαν καὶ ὁ Ἀγαλόπουλος. ὁ Λεχουρίτης, ὁ Μπαϊρακτάρης, ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ στρατηγοῦ Χατζῆ Μιχάλη Κακλαμάνος, τοῦ ὁποίου τραυματισθέντος ἀπεκόπη κατόπιν ὁ βραχίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀγγέλου Βιτικώμ. Ἐπληγώθησαν καὶ 30 στρατιῶται. Τοῦρκος ἱππεὺς ἐν τῷ μεταξὺ διακρίνας τὸν Καραϊσκάκην πεζεύει καὶ εὐστόχως πυροβολεῖ. Ἡ σφαῖρα εὗρε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ ὑπογάστριον. Ἀφορμὴν εἰς τὸ φοβερὸν αὐτὸ δυστύχημα ἔδωκε κατὰ Σπηλιάδην τὸ ἑξῆς περιστατικόν. Τὴν 22 Ἀπριλίου δύο στρατιῶται Κρῆτες, περιφερόμενοι ἔξω Ἑλληνικοῦ κατὰ τὸ νέον Φάληρον (ὅπου νῦν τὸ θέατρον) ὀχυροῦ περιβόλου καὶ ἰδόντες Τοῦρκον φρουρὸν ἔξω τοῦ κατέναντι καὶ εἰς ἀπόστασιν τουρκικοῦ χαρακώματος, ἠθέλησαν νὰ δοκιμάσωσι κατ' αὐτοῦ τὰ μακρά των, ὡς τὰ ἔφερον οἱ Κρῆτες, τουφέκια.

Ὁ ἕτερος λοιπὸν αὐτῶν τουφεκίζει, καὶ τὸ βλῆμα πίπτει παρὰ τὸν Τοῦρκον ὅστις ἀντιτουφεκίζει καὶ ἐξάπτεται συμπλοκή. Ἐξ ὅλων τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων, Ὑδραῖοι, Σουλιῶται καὶ ἄλλοι προσέτρεξαν καὶ τὸ πρᾶγμα ἐξετράπη εἰς ἀληθῆ μάχην ἄνευ τινὸς διευθύνοντος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Τοῦρκοι, πιεζόμενοι, ἤρχισαν νὰ ἐξέρχωνται τοῦ χαρακώματος, στρατιώτης τις ἐκ τῶν ἡμετέρων ἐφώναξε «βγαίνουν οἱ Τοῦρκοι», ἀντὶ νὰ εἴπη φεύγουν, ὅπερ παρεξηγήσαντες τινὲς ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν. Τότε ὁ Καραϊσκάκης περιτρέχων ἐπειρᾶτο νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς φεύγοντας καὶ νὰ τακτοποιήσῃ τὴν μάχην, διότι οἱ Τοῦρκοι, ἀκούσαντες τὸν αὐτὸν πυροβολισμὸν καὶ νομίσαντες ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιθέσεως, ἤρχισαν ν' ἀποστέλλουν στρατὸν ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ ἐπηκολούθησεν ὁ θανατηφόρος τραυματισμός του.

Ὀπισθοδρομήσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστὰς καὶ προαισθανόμενος τὸν θάνατον ἠθέλησε νὰ συναχθῶσιν οἱ στρατηγοί, ὅπως ἀφήσῃ τὰς τελευταίας του συμβουλὰς. Τοὺς ἀπεχαιρέτησε διὰ τῶν ἑξῆς λέξεων:

«Ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἀποθνήσκω εὐχαριστημένος, διότι ἐπλήρωσα τὰ πρὸς τὴν πατρίδα χρέη μου, ὅσον αἱ φυσικαί μου δυνάμεις τὸ ἐσυγχώρησαν. Ἀγαπᾶτε τὴν πατρίδα. Ὁ θάνατός μου δὲν πρέπει νὰ σᾶς δειλιάσῃ. Μὴ φοβῆσθε τοὺς Τούρκους. Σᾶς τρέμουν ὅταν μάλιστα μανθάνουν τὴν ὁμόνοιάν σας. Μὴ λυπῆσθε. Ἡ τιμὴ καὶ τὸ καύχημα τῶν παλληκαριῶν εἶνε νὰ τοὺς κράζουν σφαγάρια καὶ ὄχι ψοφίμια.» (Νὰ πίπτουν δηλαδὴ ἐν τῇ μάχῃ καὶ νὰ μὴ ἀποθνήσκουν εἰς τὸ κρεββάτι).

Ταῦτα καὶ ἄλλα τινὰ εἰπὼν κατὰ τὸν Περαιβόν, διὰ σβεννυμένης φωνῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν λέμβον καὶ ἐπέβη εἶτα τῆς ἡμιολίας τοῦ Τσούρτς «Σπαρτιάτης» ὅπου ἐξητάσθη ὑπὸ τοῦ χειρούργου τὸ τραῦμα ὅστις διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν ἀμέσως εἰς Σαλαμῖνα, ἀλλὰ περὶ τὰ μέσα τῆς νυκτὸς ἐξέπνευσε καὶ τὸ σῶμα του ἀπεβιβάσθη εἰς Ἀμπελάκια, εὐθὺς δὲ καὶ μετεφέρθη εἰς Κούλουρην Σαλαμῖνος τῇ συνοδείᾳ τῶν παρατυχόντων ἀνωτέρων κληρικῶν καὶ τῶν ἐν τῷ νοσοκομείῳ ἐλαφρῶς τραυματιῶν, οἵτινες δράξαντες τὰ ὅπλα, συνώδευσαν τὸ λείψανον μέχρι τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου καὶ ἐτάφη κατὰ τελευταίαν θέλησίν του.

Μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ὄθωνος ἐκρίθη νὰ ταφῇ ἐν ᾧ τόπῳ ἐτραυματίσθη θανατηφόρως ἐν κοινῷ μνημείῳ μετὰ τῶν συμμαχητῶν του· οὕτως ἡμέραν τινα τοῦ ἔαρος τοῦ 1835 μετὰ τὴν ὁριστικὴν ἐγκατάστασιν τῆς καθέδρας τοῦ Κράτους ἐν Ἀθήναις, ἐπιμελείᾳ τῆς ἀντιβασιλείας, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ναυτικὴ πομπὴ ἐξεκίνησεν ἐκ Σαλαμῖνος πλέουσα πρὸς τὸν Πειραιᾶ. Ἐκ Σαλαμῖνος συνώδευον τὰ λείψανα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰγίνης, αἱ θυγατέρες τοῦ στρατηγοῦ καὶ οἱ συνταγματάρχαι, καθ' ὅν βαθμὸν ἔφερον τότε, Κριεζώτης, Νικηταρᾶς, Βάσσος, Μαυροβουνιώτης, Μακρυγιάννης, Χατζηπέτρος, Καλλέργης, Σπυρομήλιος καὶ ὁ ταγματάρχης τοῦ ἐλαφροῦ πεζικοῦ Γεώργιος Βάγιας. Ἡ κάλπη ἐκαλύπτετο ὑπὸ μελανοῦ μεταξωτοῦ. Ὑπὸ τοὺς κρότους τῶν πυροβόλων ἀπεβιβάσθησαν εἰς Πειραιᾶ καὶ συνοδίᾳ ἀποσπασμάτων τῶν παλαιῶν χιλιαρχιῶν καὶ τοῦ νεωτέρου τακτικοῦ στρατοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐπορεύθησαν πρὸς τὸ Νέον Φάληρον μὲ τὰ λείψανα φερόμενα ἐπὶ «πενθισκεποῦς πεδινοῦ πυροβόλου». Παρὰ τὸ ἐν Ν. Φαλήρῳ ἀνεγερθὲν μνημεῖον ὁ Βασιλεὺς Ὄθων καὶ οἱ Ἀντιβασειλεῖς Ἀρμενσμπέργ, Κόβελλ, Ἔϋδεκ, ὁ γράψας περὶ Καραϊσκάκη συμμαχητής του, πάντες φέροντες πένθιμον ταινίαν. Συγχρόνως ἄλλη πένθιμος ἐξ Ἀθηνῶν πομπὴ μετέφερε ἐπὶ τῶν κυλλιβάντων τῶν πυροβόλων τὰ λείψανα τῶν λοιπῶν ὑπερμάχων τῶν Ἀθηνῶν, τὰ ὁποῖα ἕως τότε ἦσαν τεθαμμένα εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, καὶ συνήντα τὴν πρώτην πρὸ τοῦ μνημείου. Μετὰ σύντομον δέησιν οἱ ἀξιωματικοὶ Νικηταρᾶς, Βάσσος, Κριεζώτης, Χατζηπέτρος καὶ λοιποί τοῦ Καραϊσκάκη συναγωνισταὶ κατέθεσαν τὰ λείψανα εἰς τὸν τάφον, ἐνῶ τὸ πυροβολικὸν ἔρριπτε «τεσσαράκοντα πέντε βολὰς ὅσοι ἦσαν οἱ χρόνοι τῆς ἡλικίας τοῦ Καραϊσκάκη», κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ συναδέλφου Ἀριστοτέλους Κουρτίδου ἀνευρεθὲν καὶ κατατεθὲν εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς «Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας», μοναδικὸν περισωζόμενον πρόγραμμα τῆς μετακομιδῆς.

Τότε ὁ βασιλεὺς Ὄθων, στὰς πρὸ τοῦ μνημείου, ἐξέβαλε τὸν ἴδιον Μεγαλόσταυρον καὶ ἀφοῦ τὸν ἔθεσε πρῶτον ἐπὶ τῶν λειψάνων τοῦ Καραϊσκάκη, τὸν παρέδωκεν εἰς τὴν πρεσβυτέραν τῶν θυγατέρων του, εἰς δὲ τὴν νεωτέραν χρυσόβουλλον ἐνδιαλαμβάνον περὶ δωρεᾶς εἰς αὐτάς.

Νομίζω νῦν ὅτι εἰς τοὺς Ρουμελιώτας ἀπόκειται νὰ φροντίσουν ὅπως ἐν Φαλὴρῳ καὶ εἰς θέσιν περίοπτον καὶ συχναζομένην, ἀνεγερθῆ μέγας χάλκινος ἔφιππος ἄνδριάς τοῦ μεγάλου Ἕλληνος πολεμιστοῦ, ὅστις ἔσωσε καὶ ἐδόξασε τὴν Ρούμελην.

7 Αὐγούστου: Ἀπὸ τὴν Κύπρο μέχρι τὴ Β.Ἤπειρο, ὅλος ὁ Ἑλληνισμὸς ΤΙΜΑ τοὺς ΗΡΩΕΣ του

Κυριακὴ 7 Αὐγούστου 2011:
Στὴν ἡρωικὴ Χειμάρρα,  ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπόρθητα κάστρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ -ἀκόμη καὶ ἐπὶ Τουρκοκρατίας- οἱ Ἕλληνες Βορειοηπειρῶτες ΤΙΜΟΥΝ τὸν Ἀριστοτέλη Γκούμα, τὸ παλικάρι ποὺ λιντσαρίστηκε ἀπὸ Ἀλβανοὺς πρὶν 1 χρόνο ἐπειδὴ -παρὰ τὶς ἀπειλὲς τοὺς- ἐπέμενε νὰ τοὺς μιλάει μέσα στὸ μαγαζί του στὰ ΕΛΛΗΝΙΚΑ . 
Τὴν ἴδια ἡμέρα οἱ Ἕλληνες τῆς Κύπρου  ΤΙΜΟΥΝ δύο  παλικάρια: τὸν Τάσο Ἰσαὰκ καὶ τὸν Σολωμὸ Σολωμοὺ ποὺ ἔγραψαν μὲ τὸ αἷμα τους κι αὐτοὶ τὴν δική τους σελίδα στὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία. Στὸν ἀγώνα γιὰ ἐνάντια στὴν Τουρκικὴ Εἰσβολὴ καὶ κατοχή, στὸν ἀγώνα γιὰ μία Κύπρο ΕΛΕΥΘΕΡΗ καὶ ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
Ἀδέρφια: Ὅσοι δὲν μπορέσετε νὰ παραβρεθεῖτε στὶς δύο συγκεντρώσεις παρακαλοῦμε  θυμηθεῖτε τουλάχιστον τὰ παλικάρια αὐτὰ στὴν προσευχή σας καὶ προωθῆστε τὴν ἡρωική τους στάση ΠΑΝΤΟΥ.

Γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι ὅτι ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ὑπάρχουν Ἕλληνες μὲ φλόγα στὴν ψυχὴ καὶ τόλμη ποὺ...

 δὲ διστάζουν νὰ δώσουν τὸ αἷμα τους γιὰ τὰ ἰδανικά τους.

 
Τὸ Ἑλληνικὸ αἷμα ποὺ συνεχίζει νὰ ποτίζει χρόνια τώρα τὴ σκλαβωμένη γῆ τῆς Κύπρου καὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ποτὲ δὲν πηγαίνει χαμένο. Τὸ δέντρο τῆς Λευτεριᾶς καὶ τῆς Δικαιοσύνης σύντομα θὰ καρποφορήσει.

antiparakmi.blogspot.com

Πώς «χορταίνει» ο άνθρωπος;



undefined
Ανθρώπινα, η Παναγία ήταν μια φτωχούλα και σαν φτωχούλα πέθανε. Και φτωχικά κηδεύτηκε η Μητέρα Εκείνου, που γεννήθηκε σε στάβλο, και πέθανε στο Σταυρό.
Φτωχικά· μα γεμάτη δόξα!
Όχι σε ρούχα. Όχι σε λάμψη.
Όχι σε στολίδια. Όχι σε «παράτες».
Όχι σε στέμματα, διαμάντια και μπριλάντια. Χωρίς λουλούδια και στεφάνια!
Στολισμός δόξας για την Παναγία στη κηδεία της ήταν 61 άγιοι Απόστολοι· και προ παντός ο Κύριος, ο βασιλεύς της Δόξης, ο Χριστός, πού κατέβηκε να πάρει την ψυχή της. Τί μεγαλύτερο; Τί αγιότερο;
  • Υμνούμε τον Σωτήρα μας, για την ευσπλαχνία Του· και για την καλοσύνη Του. Τον υμνούμε, Τον ευλογούμε, Τον δοξολογούμε, Τον προσκυνούμε. Αυτός είναι το Φως. Το φως του κόσμου.
  • Η Δόξα του Κυρίου μας είναι το φως του προσώπου Του! Αυτό είδαν και οι άγιοι απόστολοι στο Θαβώρ και στην Πεντηκοστή. Και γέμισαν καλωσύνη και συμπόνια. Και χόρτασαν!
  • Αυτό, το Φως του Κόσμου, αξιώθηκε, όχι απλά να το δει, αλλά να το δεχθεί μέσα στα σπλάγχνα της, και να το κρατεί στην αγκαλιά της, η άγια Παρθένος Μαρία! Πώς να μη γέμιζε το είναι της με τη λάμψη του; Με αγάπη, με καλωσύνη και με συμπόνια; Πώς να μη γίνει εν πρεσβείαις ακοίμητη και σε διάθεση για προστασία μας ανύσταχτη και ελπίδα μας, αμετάθετη;
Τί έβλεπε; Τί βάσταζε; Τί περισσότερο; Το Φως του Κόσμου!
Πώς να μη χόρταινε!
Μα τί τελικά σημαίνει, αυτό το «χόρτασε»;
Εδώ στη γη, όταν ένας άνθρωπος λέει ότι χόρτασε, εννοεί: προσωρινά· για σήμερα· για λίγο!
Ο άνθρωπος χορταίνει για πάντα, μόνο όταν γνωρίσει τον Χριστό· όταν Τον αγαπήσει.
Ο άνθρωπος για πάντα χορταίνει μόνο, όταν έλθει σε επικοινωνία με τον Χριστό· μόνο, όταν δει τη δόξα Του.
Εδώ στη γη, ο άνθρωπος αληθινά και για πάντα χορταίνει, μόνο όταν γνωρίσει τον Θεό.
Μας λέει ο Χριστός. Μεγαλύτερη αγάπη, από εκείνη που έχει όποιος θυσιάζει τον εαυτό του για άλλον ή για άλλους, δεν γίνεται. Και εκεί, επάνω από τον Σταυρό, τότε που ολοκλήρωνε τη θυσία Του για μας, ο Κύριος και Σωτήρας μας, ανακήρυξε την άγια Θεοτόκο, Μητέρα μας. Της έδειξε αντιπροσωπευτικά έναν μαθητή Του και της είπε: Αυτός είναι ο υιός σου. Και η Παναγία το «έπιασε» -και το κράτησε- και ανάλαβε, κατά θέλημα του Υιού της, τη φροντίδα μας.
Και μας αγάπησε σαν μητέρα μας. Όλους. Και ιδιαίτερα εκείνους, που θλίβονται και κινδυνεύουν.
Και ο Χριστός την έκανε για μας: θησαυρόν σωτηρίας· και πηγήν αφθαρσίας· και πύργον ασφαλείας· και θύραν μετανοίας! Για μας.
Και μας φροντίζει. Έρχεται κοντά μας να μας παρηγορήσει· να σκουπίσει τα δάκρυα στα μάτια των πονεμένων να θεραπεύσει τα συντρίμματα των ψυχών μας, να μας θυμίσει τη μετάνοια· να γίνει για μας θύρα μετανοίας· να μας περάσει από την αδιαφορία στη ζέση της πίστης.
+ο Ν.Μ
(περιοδ. «Λυχνία, αρ.φύλλου

Σάββατο, Αυγούστου 06, 2011

Αφιέρωμα στην Οσιωτάτη Καθηγούμενη και Μονάχη Μακαρία






Όσιωτάτη Καθηγουμένη +Μοναχή Μακαρία, κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη, έγεννήθη τήν 12ην Μαρτίου 1911 στό χωριό Φαλατάδο της Τήνου. Γόνος πολύτεκνης ευσεβούς οικογένειας έγαλουχήθη στά νάματα της Όρθοδοξίας από τους ευσεβείς γονείς της, Μαρίνα καί Γεώργιο, ιδιαίτερα δέ από τόν ιερέα πάππο της εκ μητρός, π. Αντώνιο, όν καί ΰπερηγάπα.


Η ευσεβής μήτηρ της, ως άλλη Έμμέλεια ήξιώθη νά αφιέρωση στον Κύριο δύο θυγατέρας μοναχάς, τήν Μοναχή Πελαγία καί τήν Μακαριστή Καθηγουμένη μας, καί έναν ΥΙό ιερέα, τόν π. Ανδρέα Δεσύπρη, τόν μόνο επιζώντα σήμερον.


Προσήλθεν στην τάξι των Μοναχών ως Δόκιμος στίς 11 Δεκεμβρίου 1930- έκάρη Μοναχή στίς 31 Ιουνίου 1932 από τόν μακαριστό Ιερομόναχο Πέτρο Βλοτίλδη καί στίς 29-6-1935 έχειροτονήθη σέ Μεγαλόσχημο έπί Μακαριότατου Χρυσοστόμου στην Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου στά Μέγαρα Αττικής.

Όμως ό Κύριος τή ςΔόξης την έκάλει δι άλλους αγώνας. Ή περίοδος της Κατοχής τήν ευρίσκει στίς γυναικείες φυλακές του "Αβέρωφ στην Αθήνα, όπου παρηγορούσε φυλακισμένες καί περιέθαλπε μετά αγάπης πολλής τά τέκνα τους.

Το καλοκαίρι τού 1945 έπισκεφθεϊσα τήν Νέα Μάκρη Αττικής ανηφόρησε διά νά άνάψη τό καντηλάκι των ερειπίων της πάλαι ποτέ Σταυροπηγιακή ςάνδρώας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής τοϋ Όρους των Άμωμων, όπως αργότερα της απεκαλύφθη θαυμαστώς έκτοτε, πληροφορηθεί σα εσωτερικώς ότι «ό τόπος ούτος Άγιος έστι» παρέμεινεν αδιαλείπτως μέχρι τήν έκδημία της.

Εγκατασταθεΐσα στά ερείπια διεβίωσε στό κελλίο της με άφαντάστους στερήσεις, κάτω από τελείως αντίξοες συνθήκες. Τήν νύκτα έπλεκε κάλτσες «διά νά προσπορίζεται τά προς τό ζην» καί τήν ημέρα «ξέθαβε» τά ερείπια τού μικρού ναΐσκου τού Ευαγγελισμού, διότι ήθελε νά εύρη τους θεμέλιους λίθους των Πατέρων καί έπ' αυτών νά ανοικοδόμηση τόν Ναόν καί τά κελλία τών Μοναχών.

Πολλάκις ήσθένησεν καί παρέμεινε στό κελλίο της «πυρέσσουσα εν καιρώ χειμώνος» χωρίς σκεπάσματα, χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Περαστικός τις τσοπάνος της έρριξε τήν κάπα του, όταν αντελήφθη, ότι έζη άνθρωπος ασθενής στά ερείπια ταϋτα.

Όμως ό Θεός της έπεφύλασσεν υψίστη τιμή: τήν άποκάλυψι των Λειψάνων του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Έφραίμ του Θαυματουργού μετά πεντακοσίων χρόνων κατάκρυψι στην γη.



Περιγράφει η ίδια η Γερόντισσα Μακαρία:

Καθισμένη πάνω στά ερείπια του παλιού Μοναστηρίου, όπου ή θεία πρόνοια ώδήγησε τά βήματα μου, έφερνα τόν στοχασμό μου σέ χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τά κόκκαλα των Αγίων, πού με τό αίμα τους ποτίστηκε τό δέντρο τής Όρθοδοξίας. Καί καθώς καταγινόμουν στό καθάρισμα άπ' τά χαλάσματα τής Τεράς Μονής, αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σέ ιερό τόπο, καί έλεγα Θεέ μου αξίωσε με τήν άναξία δούλη σου νά ϊδω έναν από τους πατέρας πού έζησαν εδώ.

Καί ένώ πέρασε αρκετός καιρός κατά τόν οποίο συνεχώς παρακαλούσα, ένιωθα μια φωνη μεσα μου βρής αϋτό πού επιθυμείς» καί θαυμαστώς μου υπέδειξε μέ τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστηριοϋ. Ό καιρός περνούσε καί ή φωνή πιό δυνατή, πιό φλογερή μέ προέτρεπε- «Σκάψε καί θά βρής αυτό πού επιθυμείς» κι έδειξα τόν τόπο στον εργάτη πού είχα φωνάξει εκείνες τίς μέρες γιά μιά μικρή επισκευή στό παλιό Ήγουμενεΐο.

Εκείνος ό άνθρωπος δεν ήταν πρόθυμος νά σκάψη εκεί πού μέ ωθούσε ή εσωτερική φωνή. * "Ηθελε νά σκάψη κάπου πιό πέρα, οπουδήποτε αλλού. Στήν επιμονή του τόν άφησα νά πάη οπού ήθελε, καί εγώ έμεινα εκεί καί προσευχόμουν νά μην μπορή νά σκάψη, νά βρίσκη βράχους, γιά νά άναγκαστή νά έλθη στον τόπο πού μέ ώθοϋσε εκείνη ή φωνή.

Καί πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι' αυτό επέστρεψε εις τόν τόπο πού αρχικώς τοΰ υπέδειξα. Ό τόπος εκείνος από τό τζάκι, τίς τρείς θυρίδες, τό μισογκρεμισμένο τοίχο, ολα αυτά μαρτυρούσαν πώς κάποτε υπήρξε κελλΐ κάποιου Μοναχού καί πού έμειναν τά ερείπια αυτά γιά νά μάς πουν τό δράμα πού κάποτε συνέβη εκεί.

Καθαρίσαμε τόν τόπο από τίς πέτρες, καί άρχισε ό εργάτης εκείνος νά σκάβη κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα καί επειδή φοβόμουνα νά μή μού κάνη ζημιά, του είπα: «μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιό σιγά», άλλ' επειδή δεν μέ άκουγε καί έσκαβε μέ τόν ίδιο ρυθμό, τού είπα: «Μήττως είναι καί κανείς θαμμένος καί κάνεις ζημια Σέ παρακαλώ, πρόσεχε».

Και τότε κατάλαβε καί μού είπε «νομίζεις ότι θά είναι αλήθεια αυτό πού έχεις στό νοΰ σου;» Καί αλήθεια ήμουν τόσο βεβαία σάν νά τόν έβλεπα. Καί προχωρώντας τώρα είς τήν αγία καί ίεράν έκταφή, καί φθάνοντας περίπου ένα καί εβδομήντα βάθος πρώτα έφερε είς τό φως 6 κασμάς τό κεφάλι τού ανθρώπου τού Θεού.

Τήν ίδια δε στιγμή σκορπίστηκε άρρητη εύωδία σέ όλη τή γύρω ατμόσφαιρα. Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλωσσά του, κόπηκε ή μιλιά του. «"Αφησε με μόνη, σέ παρακαλώ», είπα στον εργάτη, καί απομακρύνθηκε. Γονάτισα μέ ευλάβεια καί ασπάστηκα τό σκήνωμα τοϋ Αγίου καί αισθάνθηκα βαθειά τήν έκτασι τού μαρτυρίου του.Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απόκτησα μεγάλο θησαυρο καί παίρνοντας τό χώμα μέ προσοχή έβλεπα τήν αρμονία τού σκηνώματος του, πού, αν καί τόσους αιώνες μέσα στή γη, δέν εΐχε αλλοιωθεί

Χαρακτηριστικόν, ότι επρόκειτο γιά κληρικόν, είναι τό ότι παίρνοντας τό χώμα εις τήν θέσιν όπου ήσαν τά άγια του χέρια, είδα τό στρίφωμα τοΰ μανικιού του ράσου, πού δέν υπήρχε ούτε ή ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδρού φασμένο από αργαλειό τού παλαιού καιρού- τό πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό καί προχωρώντας κάτω εις τά πόδια καί πάλιν νά! τό στρίφωμα τού ράσου του, όπως καί εις τά χέρια του ολοκάθαρο, καί τά πέλματα του είχαν αποτυπωθεί στό χώμα.

Δέν ήξευρα τί πρώτα νά κάνω νά χαρώ ή νά τόν κλάψω πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος ό τού Θεού άνθρωπος; Τί νά εΐχε συμβεί; Τί, νά είδαν τά μάτια του; Έλεγα, κάποιο δράμα θά συνέβη. Καί προσπαθώντας νά καθαρίσω τά οστά από τή λάσπη των δακτύλων του έθρυμματίζονταν, διότι ή βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω τό βάθος τού τάφου του, γι' αυτό καί τά έτοποθέτησα, όπως ήταν στην θυρίδα, πού ήταν πάνω από τόν τάφο του.

- Μά τί νά σας πώ καί γιά κείνη τήν βροχή; Λες καί ό Ουρανός έρριχνε ασημένια φυλλαράκια μέ τά όποια έρραινε τόν Άγιο καί τόν τάφον του.

"Ήταν βράδυ, διάβαζα τόν Εσπερινό, ήμουν μόνη ακόμα σ' αυτόν τόν άγιο τόπον, πού μ' έφερε ό Κύριος νά τόν υπηρετήσω, καί ξαφνικά ακούω βήματα, πού ξεκινούσαν από τό βάθος τού τάφου, προχώρησαν εις τήν αυλή καί έφτασαν εις τήν πόρτα της Εκκλησίας. Τά βήματα του ήκούοντο δυνατά καί σταθερά τόσον, ώστε ένιωσα μέσα μου ότι ήτο ή μόνη φορά πού φοβήθηκα, αισθάνθηκα τό αίμα μου νά μουδιάζη εις τό κεφάλι μου καί από τό φόβο μου ούτε γύριζα πίσω νά ιδώ, οπότε ακούω τή φωνή του νά μού λεγη:

« Έως πότε θά μέ έχης έκεϊ πέρα; Κι αυτός πού μου έβαλε το κεφάλι μου έτσι ..ί» Τότε γύρισα καί τόν είδα ήτο υψηλός είς τό ανάστημα, μέ μάτια μικρά στρογγυλά, μέ ελαφριές ρυτίδες στην άκρη, τά γένια του έφθαναν καί έκάλυπταν τόν λαιμό, καί κάπως εδώ καί έκεΐ μέ χάρι έδιχάζοντο πλαγίως καί έμπροσθεν καί ολίγον σγουρά, χρώματος μαύρου, μέ όλη τήν μοναχική αμφίεση στό αριστερό του χέρι υπήρχε φώς ύπέρλαμπρον καί τό δεξί του χέρι ευλογούσε.

Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση καί χαρά άνεκλάλητο' πήρα θάρρος καί δύναμι, ό φόβος εξαφανίστηκε, τόν ένιωσα δικό μου καί τού είπα:

-- Συγχώρησέ με, καί αύριο, μόλις ξημερώσει ό Θεός τήν ημέρα θά σέ περιποιηθώ, καί αμέσως έγινε άφαντος, καί συνέχισα τόν Εσπερινό μου εν ειρήνη.

Τό πρωί μετά τήν ακολουθία τοϋ Όρθρου επήρα τά αγία οστά καί τά έκαθάρισα άπό τά χώματα, τά έπλυνα καθαρά, καί τά απόθεσα στό Ιερό σέ μιά παλιά θυρίδα, άφοϋ άναψα καί ένα καντηλάκι.

Τό βράδυ της ιδίας ημέρας βλέπω στον ύπνο μου τόν Όσιον άνθρωπον του Θεοΰ μέσα εις τήν Έκκλησιαν ορθιον, αριστερά όμως καί κοντά στον "Άγιο, είδα όρθια καί στό ανάστημα του "Αγίου, μιά περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα τοϋ Αγίου, πού τήν κρατοϋσε μέ τό ένα του χέρι αγκαλιασμένη. Ήταν άπό παλαιό ασήμι σφυρηλατημένη καί μέ τό χέρι έργασμένη, δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι καί εγώ τοϋ έβαλα μία λαμπάδα αναμμένη άπό καθαρό κερί, καί τότε άκουσα τήν φωνή του νά μοϋ λέγη:

«Σ' ευχαριστώ πολύ. Όνομάζομαι Έφραίμ».

Πέρασε αρκετός καιρός καί είχα μέσα μου μιά απορία για τοϋτο τό περιστατικό. Μιά μέρα, και μετά τό τέλος τού Έσπερινοΰ. καθώς άπλωσα το χέρι μου γιά νά κλείσω τήν πόρτα της "Εκκλησίας ακούω τρία χτυπήματα, σάν από κεχριμπαρένιο κομπολόι. Κατάλαβα ότι ήταν ό "Αγιος, έμπηκα στό ιερό, διότι είχα έκεΐ τοποθετημένα τά "Αγια του λείψανα, άναψα ένα κεράκι καί προσκύνησα. "Αλλά τί νά πω καί τί νά λαλήσω διά τήν ούράνιον εκείνην εύωδία πού άνέπεμπαν τά αγιά του Λείψανα! Χείμαρρος πραγματικός έπλημμύρισε όλο μου τό είναι, αισθάνθηκα εντός μου τόν Παράδεισον, μά καί τήν ταπεινότητα μου σ' αυτό τό μεγαλείο.



Επίλογος

Νά σημειώσουμε εδώ, ότι τά περιγραφόμενα θαύματα είναι πάντα επώνυμα, μέ στοιχεία καί διευθύνσεις, καί αφορούν ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων καί επαγγελμάτων. Εργάτες, επαγγελματίες,υπάλληλοι,γιατροί, αξιωματικοί, καί δικηγόροι, είναι οί άνθρωποι πού μέ τό χέρι στήν καρδιά ομολογούν θαυματουργικές επεμβάσεις τού Αγίου Εφραίμ, αλλά καί εμφανίσεις π ρ ό σ ω π ο μέ π ρ ό σ ω π ο σέ περιστατικά περίεργα καί παράδοξα...

Περιστατικά πού συνέβησαν εδώ καί τώρα, στήν εποχή μας, μιά εποχή μέ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καί επικινδυνότητες, γι΄ αυτό καί ό Άγιος Εφραίμ από τίς πρώτες κι΄ όλας εμφανίσεις του στήν τότε ηγουμένη Μακαρία, είχε πεί,

" Θά κάνω πολλά θαύματα, γιά νά πιστέψει ό κόσμος καί νά σωθεί ( νά σώσει δηλαδή τήν ψυχή του ), π ρ ί ν έ λ θ ο υ ν τ ά μ ε γ ά λ α δ ε ι ν ά..." .

( Προφανώς ενοεί, τίς φοβερές ημέρες τών διωγμών τού Αντίχριστου, πού μέ τόν μυστηριώδη σατανικό αριθμό 666 θά προσπαθήσει νά σφραγίσει καί νά θέσει υπό τήν ιδιοκτησία τού Εωσφόρου όλη τήν ανθρωπότητα, αρχής γενομένης από τίς συναλλαγές καί τά τρόφιμα σέ παγκόσμια κλίμακα... )

Η Αγία Ψυχή της, ασφαλώς χειραγωγημένη από τον Άγιον της Μεγαλομάρτυρα Εφραίμ τον Θαυματουργόν, αφού μετέλαβε των Άχραντων Μυστηρίων, επέταξε στους Ουρανούς, όπου και άνηκε, στις 23-4-99, ήμερα Παρασκευή περί ώρα 2:20 μ.μ. εορτή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Άρρητος δε ευωδιά περιέβαλε αμέσως το Σεπτόν της Σκήνωμα στο δωμάτιο του Νοσοκομείου, όπου ενοσηλεύετο, οι δε παριστάμενοι ιατροί, νοσοκόμοι και μέλη τής ακολουθίας τής δακρυρροούντες «εθαύμαζον» δια τα γενόμενα.

Τηλεόραση και Τύπος ανήγγειλαν την εκδημία τής Μακαρι­στής πια +Μοναχής Μακαριάς Καθηγουμένης Ιεράς Μονής Ευαγ­γελισμού και Αγίου Εφραίμ Όρους Άμωμων Αττικής.

Το Σεπτό της Λείψανο εξετέθη σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα εντός του Καθολικού τής Ιεράς Μονής τής οποίας υπήρξε Χάριτι Θεού Κτιτόρισσα και Καθηγουμένη επί ήμισυ αιώνα διά την οποίαν Μονήν ηνάλωσε εαυτόν μέχρι τελευταίας αναπνοής παραμείνασα πιστή στην διακονία του Σαρκωθέντος Λόγου, τής Σταυρωθείσης Αγάπης.

Χιλιάδες πιστοί την προσκύνησαν και περίπου πέντε χιλιάδες την συνόδεψαν στην τελευταία της κατοικία παρά την δυνατή βροχή πού έπεφτε συνεχώς. Κηδεύτηκε πανδήμως υπό πλήθους πι­στών μοναχών και ιερέων, παρουσία των τοπικών Άρχων, του Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος κ.κ. Κλεόπα, χοροστατούντος του Θε­οφιλέστατου Επισκόπου Διαυλείας κ.κ. Δαμασκηνού Καρπαθάκη, όστις μετά των λοιπών ομιλητών και εξήρε την «μεγάλη αυτή μορφή του σύγχρονου γυναικείου μοναχισμού», της «Ταπεινής και φιλαγάθου Καθηγουμένης» του Αγίου Εφραίμ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...