Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

Κυριακή Θ΄ Λουκά - Ο άφρων (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Image and video hosting by TinyPic
Ὁ ἄφρων

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…»(Λουκ. 12,20)
Καμμία λέξι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε περιττὴ καὶ ἄσκοπη. Κάθε λέξι τοῦ Θεανθρώπου ἔχει σημασία. Ἀπὸ τὴ σημερινὴπερικοπὴ θὰ πάρουμε ὡς θέμα μία μόνο λέξι, ἐκείνη ποὺ χαρακτηρίζει ὅλη τὴ ζωὴ ἑνὸςἀνθρώπου, τοῦ κυρίου προσώπου τῆς παραβολῆς· εἶνε ἡ λέξι «ἄφρων»(Λουκ. 12,20). Ποιόν χαρακτηρίζει «ἄφρονα» ὁ Κύριος; Ἕνα πλούσιο.
Ὁ κόσμος, ὅταν δῇ κάποιον ν᾿ ἀναπτύσσῃ δραστηριότητα, νὰ ἐξελίσσεται οἰκονομικά,νὰ χτίζῃ μέγαρα, ν᾽ ἀγοράζῃ νέα οἰκόπεδα καὶ κτήματα, νὰ ζῇ μὲ ἀνέσεις καὶ νὰ διασκεδάζῃ σὰν νέος Κροῖσος καὶ Σαρδανάπαλος, τὸν θαυμάζει καὶ λέει· Τί ἔξυπνος, τί τετραπέρατοςἄνθρωπος! ξέρει νὰ ζήσῃ… Ἄλλη ὅμως ἡ κρίσι τοῦ κόσμου καὶ ἄλλη ἡ κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κρίνει τελείως διαφορετικά.
Δὲν εἶνε οἱ πλούσιοι οἱ εὐτυχεῖς, ἀλλὰ οἱ δυστυχεῖς· δὲν εἶνε αὐτοὶ οἱ σοφοί, ἀλλὰ οἱ ἄφρονες. Εἶνε ἄξιοι ὄχι θαυμασμοῦ ἀλλὰ οἴκτου· εἶνε νὰ τοὺς κλαῖς, γιατὶ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ ὀλέθρου. Ἄσπλαχνοι πλούσιοι! ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου σᾶς προειδοποιεῖ· «Κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις»( 5,1).

Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀποκαλεῖ τὸν πλεονέκτη πλούσιο «ἄφρονα». Δὲν εἶνε δύσκολο νὰ βροῦμε γιατί τὸν εἶπε ἔτσι. Παρατηρῆστε τον. Ἐμπρὸς στὴν ἐξαιρετικὴ σοδειὰ ποὺ εἶχε, σκέπτεται μὲ ἀγωνία, ποῦ νὰ συνάξῃ τοὺς καρπούς. Τέλος λύνει τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ χτίσῃ νέες μεγαλύτερες ἀποθῆκες. Καὶ κατόπιν, σὰ νὰ κρατάῃ κιόλας τὰ κλειδιὰ τῶν νέων ἀποθηκῶν, παραδίδεται σὲ ῥεμβασμούς. Βλέπει τὰ ἀγαθὰ νὰ συσσωρεύωνται. Ὤ τί πλούτη ! ἐδῶ τὸ ἐκλεκτὸ σιτάρι ,ἐκεῖ τὸ λάδι ποὺ λάμπει σὰ χρυσάφι, ἐδῶ τὸκρασὶ ξανθὸ καὶ μυρωδᾶτο, ἐκεῖ τὰ κτηνοτροφικά, τὰ τυριὰ καὶ τὰ βούτυρα, πιὸ ᾽κεῖ οἱ ξηροὶ καρποί.
«Ψυχή,… φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). Ὤ τὸν ἀνόητο! Ὑποτιμᾷ τὴν ψυχή.
Τὸν ἀκούσατε τί τῆς λέει· «Φάγε» ! Μὰ ἡ ψυχὴ δὲν τρώει, δὲν εἶνε ὕλη, δὲν ἔχει πεπτικὸ σωλῆνα.Δὲν εἶνε σὰν τὸ σαρκοφάγο ἐκεῖνο ὄρνεο, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε καὶ δὲν γύρισε γιατὶ βρῆκε ἄφθονη τροφὴ τὰ πτώματα ποὺ ἐπέπλεαν μετὰ τὸν κατακλυσμό. Ὄχι, οὔτε ὄρνεο οὔτε χοῖρος εἶνε ἡ ψυχή, νὰ χορταίνῃ μὲσάρκες καὶ βόρβορο. Εἶνε ἄυλη, πνευματική,καὶ ἑπομένως δὲν τρέφεται μὲ ὑλικὴ τροφή.Πεινάει βέβαια καὶ διψάει κι αὐτή, ἀλλὰ ἡ πεῖ να καὶ δίψα της εἶνε ἐντελῶς διαφορετική. Εἶ νε πεῖνα καὶ δίψα ὑπερφυσική, τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ Δαυῒδ ὅταν λέει «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. 41,2-3). Τὸ ποτὸ κι ὁ ἄρτος της εἶνε ἄλλης φύσεως. Πῶς λοιπὸν θὰ τῆς πῆτε «Φάγε, πίε, εὐφραίνου»;Ἂν ἐπιμένετε, τότε φανταστῆτε ἕνα πλούσιο σὲ ἀβραμιαῖο συμπόσιο. Ξαφνικὰ ἔρχεται κάποιος καὶ τοῦ ψιθυρίζει στ᾽ αὐτὶ λίγες λέξεις.
Ἀμέσως ἡ μορφή του ἀλλοιώνεται. Συγκινεῖται, δακρύζει, τὸ χέρι του τρέμει, ἀφήνει τὸ ποτήρι, δὲ θέλει πιὰ ν᾽ ἀγγίξῃ οὔτε τὸ καλύτερο φαγητό. Φάγε, τὸν παρακινοῦν οἱ συνδαιτυμόνες. Ὅλα ὅμως τοῦ φαίνονται τώρα πικρά.Τί ἔπαθε, ἄλλαξε ἡ γεῦσι του; Ὄχι. Μία εἴδησι, ἕνα τηλεγράφημα, ἕνα θλιβερὸ ἄγγελμα,ποὺ ἦρθε ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ προξενήσῃ, ἐκ πρώτης ὄψεως, καμμία ζημιὰ στὸ σῶμά του,συγκλόνισε τὸ ἐσωτερικό του, πίκρανε τὴν ψυχή του , καὶ τώρα σκεπτικὸς καὶ περίλυπος κλαίει κι ἀναστενάζει μέσα στὸν ὑλικό του παράδεισο.Ἂν ἦταν μόνο ὕλη, δὲν θὰ συγκλονιζόταν ἀπὸ μιὰ ἰδέα καὶ δὲ θὰ διέκοπτε τὸ συμπόσιο· θὰ συνέχιζε ἀνενόχλητος τὴν εὐθυμία καὶ τὸ φαγοπότι.
Ἄφρων, γιατὶ δὲν κατάλαβε τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἄφρων καὶ διότι οἰκειοποιεῖται τὰ ξένα. Θὰ τὸ δῆτε στὴ φράσι ἐκείνη ποὺ εἶπε «Τὰ ἀγαθά μου» (ἔ.ἀ. 12,18) . Ὤ ὁ φίλος! Ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ συνάξῃ τὰ ὀνομάζει «ἀγαθά μου ».
Ἀλλὰ τ᾿ ἀγαθὰ τῶν κτημάτων καὶ τῶν κοπαδιῶν εἶνε δικά του; Τί ἔφερε μαζί του ὅταν γεννιόταν; Γυμνὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο; Ἔπειτα· τὰ χωράφια, τ᾽ ἀμπέλια, οἱ ἐλαιῶνες τίποτα δὲ μποροῦν ν᾿ ἀποδώσουν ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεός.
Κοπίασε, ἄνθρωπε· σπεῖρε, ῥῖξε λιπάσματα, ἐφάρμοσε τὶς καλύτερες γεωπονικὲς μεθόδους· ἂν δὲν ἔρθῃ ἡ βοήθεια Ἐκείνου, ὅλα θὰ καταλήξουν στὸ μηδέν. Ἕνα σύννεφο μὲ χαλάζι, ἕνας ἄνεμος ἀπὸ τὴ φλογισμένη ἔρημο τῆς Ἀφρικῆς, μιὰ πλημμύρα ποὺ κατακλύζει πεδιά-δες, —τί λέω;— ἕνα μικρὸ - ἀδιόρατο μικρόβιο ποὺ κάθεται πάνω στὰ φύλλα καὶ τοὺς καρποὺς φτάνουν νὰ ματαιώσουν ὅλη τὴ σοδειά. Γίνε λοιπὸν συνετός, ἀναγνώρισε τὸν Κυρίαρχο τῆς φύσεως καὶ πές· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23, 1) . Ὅταν βλέπῃς τὰ δέντρα νὰ λυγίζουν ἀπ᾽ τοὺς καρπούς, τὰ κοπάδια νὰ πληθύνωνται, ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ νὰ πολλαπλασιάζωνται, γονάτισε, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ πές·
Κύριε, ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε δικά σου, ἐγὼ εἶμαι απλῶς ἕνας διαχειριστὴς τῶν ἀγαθῶν σου, ποὺ πρόκειται νὰ δώσω λόγο πῶς διέθεσα καὶ τὸντελευταῖο κόκκο σιταριοῦ καὶ τὴν τελευταία σταγόνα λάδι. Ἐσύ, Κύριε, τίποτε δὲ θέλεις νὰ σπαταλᾶται ἀσώτως. Φώτισέ με νὰ κάνω καλὴ χρῆσι τῶν ἀγαθῶν σου πρὸς ὠφέλειαν τοῦπλησίον καὶ δόξαν τοῦ ἁγίου σου ὀνόματος!
Ἀλλὰ τέτοια γλῶσσα δὲν θέλει νὰ λαλήσῃ ὁ πλούσιος. Διπλάσια, τριπλάσια καὶ μυριοπλάσια ἐὰν ἀποκτήσῃ, καὶ τὰ κλειδιὰ ἀκόμη ὅλωντῶν ἀποθηκῶν τῶν πέντε ἠπείρων ἂν τοῦ παραδώσετε, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθήσῃ νὰ λέῃ τὸ τραγούδι τοῦ μαμωνᾶ, ποὺ σὲ ὅλες τὶς στροφὲς μία ἐπῳδὸ ἔχει· «τὰ ἀγαθά μου » , «τὰ ἀγαθά μου ». Ὤ τὸν ἀνόητο! Θὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἀγωνία. Καὶ ἐνῷ ὁ πλανήτης μας εἶνεπροωρισμένος νὰ συντηρῇ δισεκατομμύρια,αὐτὸς θὰ ἤθελε ὅλη ἡ γῆ νὰ γίνῃ ἀτομικὴ ἰδι-οκτησία του καὶ νὰ τὴν περιμαντρώσῃ μὲ ἠλε-κτροφόρο σύρμα, γιὰ νὰ μὴν ἁπλώσῃ χέρι καὶκόψῃ πράσινο φύλλο ὁ διαβάτης…
Ἄφρων, γιατὶ ὑποτίμησε τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς· ἄφρων, γιατὶ οἰκειοποιήθηκε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τρίτο στοιχεῖο τῆς ἀφροσύνης του παρουσιάζει ἡ παραβολή· λησμονεῖ τὸ θάνατο.
Ὑπολογίζει, ὅτι τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ θὰ συνάξῃ θὰ ᾽νε ἀρκετὰ γιὰ δεκαετία, γιὰ αἰῶνα, γιατί ὄχι γιὰ μιὰ χιλιετία. Καὶ μὲ τέτοια προοπτι-κὴ συντάσσει πρόγραμμα ζωῆς. Φαντάζεται,πὼς οἱ μέρες τῆς ζωῆς θά ᾽νε ἀτέλειωτες.
Ὁ ἀνόητος! Εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κατοικεῖ στὴ γῆ; Δὲν εἶδε τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι
ὑπάρχει θάνατος ; Δὲν εἶδε τοὺς γονεῖς του νὰ πεθαίνουν; Δὲν ἄκουσε ποτέ στὴ συνοικίατου θρήνους, δὲν πῆγε ποτέ σὲ νεκροταφεῖο; Μία ἐπίσκεψι ἐκεῖ θὰ τοῦ ἦταν ὠφέλιμη. Θὰ ἔβλεπε τὴ ματαιότητα, τὴν ὁποία ζωγράφισεὁ ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας σ᾽ ἐκεῖνο τὸ τροπάριο·
«Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θά- να τος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…» (Νεκρώσ. ἀκολ.).
Διηγοῦνται, ὅτι ὁ κατακτητὴς Σαλαδῖνος (1137-1193) προαισθάνθηκε τὸ θάνατο καὶ διέταξε ἕνα σημαιοφόρο νὰ κρεμάσῃ στὴν ἄκρη μιᾶς λόγχης ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ μαῦρο ὕφασμα, μέσα στὸ ὁποῖο θὰ τύλιγαν τὸ σῶμα του, καὶ τὴν ὥρα τῆς κηδείας του νὰ προπορεύεται τῆς πομπῆς καὶ νὰ φωνάζῃ· «Νά τί κατώρθωσε νὰ πάρῃ μαζί του ἀπ᾿ ὅλους τοὺς θησαυρούς του ὁ μέγας Σαλαδῖνος, ὁ κατακτητὴς καὶ δεσπότης ὅλης τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας».Δυστυχῶς στὸ σχέδιο ποὺ κατέστρωσε ὁ πλούσιος δὲν ὑπῆρχε καμμία πρόβλεψι ὅτι ἔρχεται ὁ θάνατος. Ἕνα λεπτὸ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, κι αὐτὸς ὀνειροπολεῖ γιὰ «ἔτη πολλά» . Σὰν τοὺς ἐπιβάτες ἑνὸς ὑπερωκεανίου ποὺ διασκεδάζουν κ᾽ ἔξαφνα μιὰ τορπίλλη τοὺς θάβει στὸ βυθό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ πλούσιος ἄκουσε· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». Ὁ πλούσιος, ἀγαπητοί μου, ἔχτισε τὸ μέγα-ρο τῆς εὐτυχίας του στὴν ἄμμο, κι αὐτὸ γκρεμίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίστηκε «ἄφρων».
Ἂς φοβηθοῦμε μήπως ἡ ἴδια ὀνομασία δοθῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ἂν κάποιος ἔχτιζε σπίτι πάνω σ᾽ ἕνα παγόβουνο, δὲν θὰ τὸν λέγαμε ἀνόητο; Κι ὅμως ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ χτίζουμε πάνω σὲ παγό-βουνο, στὸ παγόβουνο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τοῦ ὑλισμοῦ . Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «διὰ τὸ πληθυνθῆ - ναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολ- λῶν» (Ματθ. 24,12). Ὑλικὸ παράδεισο ἀγωνίζονται νὰδημι ουργήσουν οἱ ἄνθρωποι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀφροσύνη εἶνε τὸ στέμμα τοῦ πολιτισμοῦ μας .
Ποῦ θεμελιώνουμε;
Ἡ ὕλη δὲν εἶνε σταθερὸ θεμέλιο. Δικό μας θεμέλιο, ποὺ θὰ μείνῃ ἄσειστο, νὰ γίνῃ μόνο ὁ ΚΥΡΙΟΣ. «Μακάριος ὃς ἐλπίζει ἐπ᾽ αὐτόν» (Ψαλμ. 33,8) . Μακάριος ὅποιοςἐκτελεῖ τὶς θεῖες του ἐντολές. Θὰ εἶνε αὐτάρκης, θὰ εἶνε ὁ ἐν Χριστῷ πλούσιος, ὁ ὁποῖος,χρησιμοποιώντας τὴν ὕλη ὡς μέσο γιὰ ἀνωτέρους σκοποὺς τοῦ πνεύματος, θὰ θησαυρίζῃ θησαυροὺς ἀφθάρτους καὶ αἰωνίους.
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα
πηγή ΑΚΤΙΝΕΣ

Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας (Λουκ. ιβ΄16-21)

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)




«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;»

Ὁ Κύριος ἐξαιτίας μιᾶς ἐρωτήσεως κάποιου γιὰ κληρονομικὲς ὑποθέσεις μὲ τὸν ἀδελφό του εἶπε «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15), δηλ. κι ἂν ἔχει κάποιος ἀφθονία, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωή. Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲ συμπαρεκτείνεται μὲ τὰ ἀνθρώπινα πλούτη. Στὴ συνέχεια γιὰ νὰ στηρίξει τὴ διαπίστωσή Του αὐτὴ ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος καὶ ἄπληστου πλουσίου. Ἂς δοῦμε τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας του.



Τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου.

Πρῶτα πρῶτα στὴν παραβολὴ φαίνεται ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εὐφόρησε κάποιο χωράφι τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ «ἡ χώρα» (ὅπ. π. στίχ. 16). Ὅλα τὰ κτήματά του τὴ χρονιὰ ἐκείνη ἦταν καρποφόρα. Μπροστὰ στὰ ἀναμενόμενα ἀγαθὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ὁ ἄπληστος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, συμπεριφέρθηκε ἀνόητα. Καταλήφθηκε ἀπὸ ἄπληστους λογισμούς. Θέλοντας νὰ μαζέψει ὅλους τοὺς καρποὺς του ἐξαιτίας τῆς πλεονεξίας του καὶ μὴν μπορώντας, ἐπειδὴ ὁ ὄγκος τῶν ἀγαθῶν ἦταν μεγάλος, «ἑξαπορεῖται καὶ στεναχωρεῖται, ὡς ἄγαν πένης, ὁ ἄγαν πλούσιος», δηλ. στενοχωριέται σὰν εἶναι πάρα πολὺ φτωχός, ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, τονίζει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός. Ἔπρεπε ἢ νὰ δώσει τοὺς παλαιοὺς καρποὺς στοὺς πτωχοὺς ἢ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ γιὰ τὴν εὐφορία. Τίποτε ἀπὸ τὰ δύο δὲν ἔκανε. Δὲν κατάλαβε πὼς ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ἀγαθὰ ὄχι γιὰ νὰ τρώγει αὐτός, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς ἀνήμπορους. Τὸ ὅτι εὐφόρησε ἡ χώρα του δείχνει τὸ βάθος τοῦ πλούτου του. Αὐτὸς ποὺ εἶχε τόσο πλοῦτο, φωνάζει σὰν φτωχός. Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἀγαθὰ κι ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε μὲ ἀπληστία.

Ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὁμιλεῖ. Λέγει: «Οἱ ἀποθῆκες μου, οἱ καρποί μου, τὰ ἀγαθά μου, τὰ γεννήματά μου· «ἡ ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ὅπ. π. στίχ. 17 καὶ ἑξ.). Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται στὴν παραβολὴ σὰν νὰ μὴν ἔχει συγγενεῖς, οἰκογένεια, παιδιά, γνωστοὺς καὶ οἰκείους. Μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του κάνει λόγο. Σὰν νὰ λέγει: «Οὐδένα ἔχω κοινωνόν, οὐδένα μεριστὴν ποιοῦμαι, οὐ τοῦ Θεοῦ εἰσιν, ἀλλ’ ἐμά, μόνος οὖν ἀπολαύσω» (ἅγιος Θεοφύλακτος), δηλ. «δὲν ἔχω κανέναν ποὺ νὰ συμμεριστεῖ τὰ πλούτη μου, κανένας δὲ θὰ τὰ μοιραστεῖ μαζί μου, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δικά μου, μόνος μου θὰ τὰ ἀπολαύσω». Ἡ ἀπληστία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ στεγνώσει ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο αἴσθημα. Διαλύει συγγενικοὺς δεσμοὺς καὶ ἀποξενώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο.

Ἄλλο σημεῖο τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου εἶναι οἱ ἐπιθυμίες του γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ φαγητό, ἡ εὐωχία καὶ ἡ ἀπόλαυση ἦταν τὰ μόνα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅταν θὰ μάζευε τὸν πλοῦτο. Σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πὼς μὲ τὴ λέξη «εὐφραίνου» ὑποδηλώνονται τὰ ὑπογάστρια πάθη· «ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ κόρῳ τὰ ἀφροδίσια», δηλ. ἀκολουθοῦν τὸν κόρο (τὴν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν) τὰ ἀφροδίσια πάθη. Πράγματι τὰ σαρκικὰ πάθη πολλὲς φορὲς συμβαδίζουν μὲ τὴν πλησμονὴ (χόρτασμα) τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ μάλιστα τῆς γαστριμαργίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν πὼς ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα τῆς πορνείας. Μετὰ ἀπὸ φαγοπότια καὶ κραιπάλες καὶ μέθες εἶναι συνηθισμένο φαινόμενο νὰ πέφτουν οἱ συμμετέχοντες σὲ τέτοιες καταστάσεις στὴν πορνεία. Ἡ ἀπληστία καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο.



Εἶναι μεγάλο πάθος ἡ ἀπληστία.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ὁμιλία του γράφει πὼς τὰ πάθη ποὺ πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ πλεονεξία, ἡ ἀκολασία καὶ ἡ κακὴ ἐπιθυμία· «Τὰ τυραννοῦντα μάλιστα τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος,ταῦτά ἐστι· πλεονεξία καὶ ἀκολασία καὶ ἐπιθυμία κακή». Ὁ πλεονέκτης, ποὺ εἶναι εἰδωλολάτρης (Ἐφεσ. 5,5), δὲν εἶναι ποτὲ εἰρηνικός. Πάντοτε εἶναι στὴν ταραχή. Μηχανεύεται τρόπους νόμιμους ἤ ἀνόμους γιὰ νὰ συλλέξει περισσότερα ἀγαθὰ στὴ ζωή του. Εἶναι καχύποπτος γιατί δὲν ἐμπιστεύεται κανέναν ἀπὸ τοὺς οἰκείους του ἢ γνωστοὺς ἤ, ἀκόμη, κι ἐκείνους ποὺ τὸν πλησιάζουν μὲ καλὴ πρόθεση. Ὅλους τοὺς ὑποψιάζεται καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ ἀμφιβολία. Φοβᾶται μήπως τὸν ἀδικήσουν ἢ τὸν ζημιώσουν. Ὁ ἄπληστος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καθαρὰ νοήματα καὶ καρδιά. Ὁ Κύριος εἶπε πὼς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ἐκπορεύονται μεταξὺ ἄλλων καὶ «πλεονεξίαι» (Μάρκ. 7,22). Μάλιστα τονίζει πὼς ὅλα αὐτὰ «κοινοῖ τὸν ἀνθρωπον» (ὅπ. π. στίχ. 23), δηλ. μολύνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πλεονεξία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μᾶς ἀποθηριώνει.


Ἀδελφοί μου,

Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἀλλὰ στὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ πλεονεξία εἶναι ὄντως μιὰ εἰδωλολατρία. Σὲ πολλοὺς ἔχει ὑποκαταστήσει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐπαναστήσουμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἂς ἀναζητήσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλοῦτος ἄσυλος καὶ θησαυρὸς «ἀνέκλειπτος» (Λουκ. 12,33). Εἶναι ἀγαθὸ ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν ἀξία του καὶ ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν πάντοτε ἔχουμε ἀνάγκη.

«Παπα-Αναστάση θα με βρεις κρεμασμένο στο καμπαναριό…»


Πηγαίνοντας μια Πέμπτη στην διακονία του κοιμητηρίου βρέθηκα μπροστά σε 4 ταφές, οι 2 των οποίων προέκυψαν από αυτοκτονίες. Στα μάτια μου ήταν υπερβολικό. Σε μια μέρα, σε ένα περιφερειακό κοιμητήριο, που θάπτει μόνο δημότες, δύο αυτόχειρες να περιμένουν ταφή.
Λέμε πλέον για να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα, «συνεπεία ψυχολογικών προβλημάτων» και αυτομάτως όλα κατανοούνται, από του τυπικού της αποδόσεως εκκλησιαστικής κηδεύσεως έως της αποδοχής του γεγονότος ελαφρά τη καρδία. Δεν είναι τα πράγματα όμως τόσο απλά, και δεν μας επιτρέπεται να τα προσπερνάμε εύκολα γιατί στο ερώτημα τι φταίει; Η απάντηση θα πρέπει να είναι για τον καθένα μας, «εγώ φταίω».
Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν γονιός, κατανόησα την γονική αγάπη σαν παροχές∙ χρήμα, άνεση, ασυδοσία.
Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν ανάδοχος, δεν έδωσα στον αναδεκτό μου την γνώση της αγάπης, ως το ιδανικό της εν Χριστώ ζωής.
Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν δάσκαλος, προσπέρασα το κάθε παιδί σαν μέλος ενός συνόλου που δεν αγάπησα, γιατί το συνέδεσα με την δουλεία μου.
Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν παπάς της ενορίας, δεν έκανα τη θεωρία της αγάπης πράξη, ώστε να ξέρω το όνομα του καθενός από το ποίμνιο μου.
Ναι εγώ φταίω, γιατί σαν μέλος της εκκλησίας, του δήμου, της πολιτείας,  δεν ενδιαφέρθηκα με αγάπη για τον άλλο, τον ελάχιστο αδελφό του Κυρίου, αλλά πολιτεύτηκα ικανοποιημένος με τα όσα με αξία ή απάτη, με αγώνα ή δόλο, με νομιμότητα ή παράνομα, απέκτησα.
Και τώρα τι; Τουλάχιστον ας φωνάξουμε για όποιον ακούσει … ελάτε αδέλφια μου να αγαπήσουμε το Θεό και την δημιουργία Του. Να τον αγαπήσουμε μέσ΄ από τα πρόσωπα των ανθρώπων και τη φύση. Και όταν τα λάθη μας, μας σέρνουν μπροστά σε αδιέξοδα, ας μη γονατίσουμε με απόγνωση, ας μην απογοητευτούμε.
Κάποτε μου έλεγε ο πνευματικός των γονιών μου, έφυγε και αυτός και οι αδελφές του για το μοναστήρι πριν τα 20, και φεύγοντας εκείνος απεστέγασε το σπίτι για να μην βρεθεί κανείς σε πειρασμό επιστροφής από την άσκηση, δεν έχει πάει σε τρανά σχολεία αλλά στο πανεπιστήμιο της προσευχής, της υπακοής, της ακτημοσύνης, της μελέτης, σήμερα κοντεύει τα 90, μου έλεγε λοιπόν με την σοφία των ανθρώπων του Θεού, «αδελφέ μου, ο Χριστιανός δεν μπορεί να πέφτει σε απόγνωση γιατί γνώση είναι ο Χριστός, αλλά ούτε να απογοητεύεται γιατί τα παιδιά του Θεού δεν είναι γόητες».
Ας μετανοήσουμε, ας παραδεχθούμε, ας ζήσουμε τις συνέπειες. Δεν είναι λύση ένα όπλο, μια θηλιά, λίγο φαρμάκι. Θα πάω φυλακή, και ο Χριστός μας πήγε. Θα χάσω το σπίτι και το αυτοκίνητο «μου», ε και, δεν τα έφερες μαζί σου όταν γεννήθηκες ούτε θα τα πάρεις μαζί σου όταν πεθάνεις. Θα μείνω χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο, μα πριν εκατό μόνο χρόνια, οι άνθρωποι ευτυχούσαν και χωρίς αυτά. Μια μπουκιά ψωμί και μια γουλιά νερό και μπορώ να ζήσω την ζωή που δεν επέλεξα να αποκτήσω αλλά γι’ αυτό και δεν μπορώ να σταματήσω.  
Βέβαια εγώ που «τρώω», εσύ που καπνίζεις, ο άλλος που «πίνει», είμαστε δυνάμει αυτόχειρες, αλλά προϊόντος του χρόνου, έρχεται ο παιδαγωγός Θεός και παραχωρεί μια ασθένεια, μια δοκιμασία, για να ζήσουμε με μετάνοια την επιστροφή στο χαμένο παράδεισο. Και όσοι θέλουν, με ταπείνωση και υπομονή το επιτυγχάνουν. Όχι όμως, μα ποτέ όχι να ερχόμαστε στο πάσχα του θανάτου με αυτοχειρία, γιατί τότε αυτό το πάσχα, θα είναι κόλαση για νεκρούς και ζωντανούς.
Διαβάσαμε ειδησεογραφικά ότι γονιός αυτοκτόνησε γιατί άνεργος δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις «ανάγκες» των παιδιών του ή άλλος από ντροπή γιατί τον συνέλαβαν να κλέβει «μπλουζάκια» για τα παιδιά του. Μα καλά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους δεν τους είπε κάποιος ότι ο Θεός που ταΐζει τα πετεινά του ουρανού και ντύνει τα λουλούδια του αγρού, θα τους έδινε φαγητό και ρούχα μέσω της τοπικής τους εκκλησίας; Ποιος να τους το πει όμως; Εγώ δεν το είπα και ούτε φαντάζομαι και εσύ.
Κάμουμε κηδείες αυτοχείρων, που ντράπηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τον γείτονα τους, τα αδέλφια τους, τον παπά τους. Εμπρός λοιπόν ας αρχίσουμε να χτυπάμε πόρτες. Να γνωρίσουμε τους γείτονες μας. Να αφουγκραστούμε την ανάγκη τους. Να μοιραστούμε το ψωμί μας και να τους πούμε - Έλα αδελφέ μου, βγες από το κουστούμι του εγωισμού Σου, εσύ το λες αξιοπρέπεια, μοιράσου το πρόβλημα Σου και «ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται»
Ο Χριστός και η Εκκλησιά υπάρχει, εντάξει για μερικούς ως τόπος "επίγειας καταξίωσης", αλλά για όλους ως ο μοναδικός τόπος σωτηρίας. Έλα με πίστη και αγάπη και πότε δεν θα χάσεις την ελπίδα Σου.

απομαγνητοφώνηση επικήδειου σε 27χρονο αυτόχειρα

Θέλω να ψάξω να βρω λόγια να πω σ΄ αυτή τη στιγμή. Όμως τι λόγια μπορείς να βρεις όταν είσαι υπεύθυνος γι΄ αυτό το θάνατο; Αν θα πρέπει να ψάξω να βρω ποιος φταίει, θα πω ότι εγώ φταίω.
Εγώ, ο παπάς που κάνω αυτή την κηδεία. Εγώ, γιατί όταν κάποιος σαν εμένα στεφάνωσε τους γονείς σου δεν τους κατήχησε.
Εγώ, γιατί όταν κάποιος σαν εμένα σε βάπτισε και έδωσε την δυνατότητα στον ανάδοχο σου να είναι εκεί δίπλα στη κολυμπήθρα δεν τον κατήχησε.
Εγώ, γιατί όταν ο δάσκαλος σου έκανε θρησκευτικά στο δημοτικό και αργότερα ο καθηγητής στο γυμνάσιο και στο λύκειο, κανείς δεν σε κατήχησε.
Εγώ, γιατί όταν μπήκες στο Πανεπιστήμιο δεν βρήκες μια ομάδα να σε προσεγγίσει με αγάπη Χριστού, ούτε ένα εντεταλμένο κληρικό να σού δείξει τον δρόμο, κανείς δεν σε κατήχησε
Εγώ, γιατί όταν εισήλθες στον εργασιακό σου χώρο και το κράτος προβλέπει την ύπαρξη ενός ιερέα εκεί και εκείνος δεν σε κατήχησε.
Σε τι να σε κατήχηση; Τι ανάγκη έχουμε την κατήχηση; Ο Άνθρωπος διαχειρίζεται τον εαυτό του στα θέλω του και στο εγώ του. Μα αυτό είναι το πρόβλημα μας. Δεν ξέρουμε τι σημαίνει αγάπη αδερφοί μου! Δεν μας έμαθαν τι σημαίνει αγάπη. Δεν μας είπε κανείς ότι ο Θεός αγάπη εστί, και όλοι ζούμε μέσα στο σκοτάδι του εγωισμού μας και όλοι ζούμε μέσα στο σκοτάδι της ιδιοκτησίας μας, ο πατέρας μου, το παιδί μου, η γυναίκα μου… Όλα είναι δικά μας! Μα τίποτα δεν μας ανήκει.
Ακούσαμε τον Απόστολο Παύλο πριν από λίγο να λέει: Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους που δεν έχουν ελπίδα. Και ποιοι είμαστε εμείς; Είμαστε εμείς που σήμερα συγκεντρωθήκαμε δίπλα και γύρω από τη σωρό ενός νέου ανθρώπου, για να κάνουμε τι; Να προσευχηθούμε στο Θεό; Να δηλώσουμε στο Θεό την αγάπη μας για εκείνον που έφυγε έτσι από αυτό τον κόσμο;  Δεν ξέρω αν το κάναμε και αν κάποιος από μας, προσευχήθηκε τούτη την ώρα. Ακόμα και μείς οι παπάδες και οι ψάλτες που λέμε τα λόγια που οι Άγιοι πατέρες έγραψαν δεν ξέρω αν τα νοιώσαμε στη καρδιά μας ως προσευχή και αν καταλάβαμε τι λέγαμε. Γιατί αν αδελφοί μου καταλαβαίναμε ποιος είναι ο Θεός της αγάπης, η ζωή αυτή η οποία είναι η τιμωρία του ανθρώπου, δεν θα ήτανε τόσο σκοτεινή και τόσο δύσκολη.
Ίσως θα έπρεπε να βρω λόγια παρηγοριάς για τους γονείς σου αλλά εγώ γίνομαι σκληρός. Ίσως θα έπρεπε να βρω λόγια κατανόησης για σένα αλλά εγώ συνεχίζω να είμαι σκληρός. Ίσως να θέλω να προκαλέσω το Θεό να μας λυπηθεί, όλους εμάς τους άλλους, γιατί δεν σε βάλαμε να κάνεις τον διαχωρισμό μεταξύ αγάπης και εγωισμού.
Αδελφέ μου έπρεπε να σε γνωρίσω λίγες μέρες νωρίτερα όμως σε γνωρίζω σήμερα. Και γι αυτό φταίω εγώ. Φταίει ο καθένας μας. Φταίει ποιος;… Ο άνθρωπος που έκανε τον εαυτό του όχι αυτό που λέει το όνομα του, κοιτώ ψηλά (άνω θρώσκω) αλλά έκανε τον εαυτό του λάσπη μέσα στη σκοτεινιά του εγωισμού.
Τι λόγια είναι αυτά που λέω; και γιατί τα λέω; και τι σημαίνουν όλα αυτά που λέω; και τι θα ωφελήσουν αυτά που λέω; Τίποτα δεν θα ωφελήσουν κανέναν, αν όλοι μας δεν βρούμε την ελπίδα μέσα από την πίστη και ζήσουμε την αγάπη.
Θα μας προκαλέσει σε λίγο η εκκλησία με τρείς λέξεις, με μία φράση. Μια φράση γλυκιά. Να πούμε «αιωνία η μνήμη» για τον αδελφό μας. Μέσα σε αυτές τις τρεις λέξεις υπάρχει αυτή η πρόκληση που κανένας μας, μα κανένας μας δεν την ζει στην αλήθεια. Είναι πρόκληση προσευχής στο αύριο, για τον αδελφό. Έχουμε μάθει στη προσευχή μας να είμαστε συναλλακτικοί και να λέμε στο Χριστό και στη Παναγιά πάρε πέντε δακτυλίδια και δώσε μου αυτό που θέλω. Αλλά δεν έχουμε μάθει να λέμε στο Θεό ευχαριστώ για αυτό που έχουμε. Δεν έχουμε μάθει να λέμε στο Θεό με ταπείνωση έκανα λάθος! Δεν έχουμε μάθει να λέμε στο Θεό, αδέρφια μου σώστε με.
Τούτη την ώρα λοιπόν προκεκλημένοι από το θάνατο του αδελφού ας δώσουμε αυτή την υπόσχεση ουσιαστικά για εκείνον και όχι μετά από σαράντα μέρες και ένα χρόνο όταν θα κτυπήσουν τα τηλέφωνα, «είναι η επέτειος» να ξαναθυμηθούμε το αδελφό. Αλλά να τον θυμόμαστε σε κάθε ώρα προσευχής. Και η ώρα προσευχής του καθενός μας, είναι κάθε του αναπνοή και να λέμε στο Θεό όπως τώρα πριν λίγο, είπαμε ελέησον ημάς, μιλήσαμε στο Θεό για μας. Την ώρα της κηδεία μιλήσαμε στο Θεό για τους εαυτούς μας. «Ελέησον ημάς ο Θεός» και στη συνέχεια «ανάπαυσον το δούλο σου». Έτσι πάντοτε να μιλάμε στο αύριο. Ποιο αύριο; Στο αμέσως μετά για τον αδελφό στο Θεό πριν από μας να τον ελεήσει ο Θεός, να του δώσει τη συγχώρεση και να δώσει και παρηγοριά στους δικούς του, στους γονείς του, στα αδέρφια του, στους φίλους του και να δώσει συγχωρέσει και έλεος σε μένα που φταίω γι αυτό τον θάνατο. Ναι αδελφοί μου, εγώ φταίω. Και αν δεν το κατανοήσουμε αυτό θα έρθουν και άλλοι τέτοια θάνατοι. Ας δώσουμε υπόσχεση μπροστά στη σορό του αδελφού, πως ο καθένας μας θα αλλάξει. Και το «εγώ» θα το κάνει αγάπη. Αγάπη με αφορμή το αδελφό. Αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε και αείμνηστε αδερφέ υμών.
(του π. Σεραφείμ Δημητρίου, Αρχιμανδρίτη)

«Είπε δε αυτώ ο Θεός, άφρον...» (Λουκ. ιβ' 20)

Βαρύς ο χαρακτηρισμός. Υπερβολικός και αδιανόητος για τον «λογικά» σκεπτόμενο άνθρωπο ο πιο πάνω χαρακτηρισμός. Μήπως είναι υπερβολικά αυστηρός ή είναι απόλυτα δικαιολογημένος;
Όχι μόνο υπερβολική αλλά ιδιαίτερα σκληρή και κατ' επέκταση αδιανόητη, μπορεί εκ πρώτης όψεως να χαρακτηρίσει την πιο πάνω προσφώνηση οποιοσδήποτε άνθρωπος. Και τούτο γιατί αντιστρατεύεται την προσπάθεια του ανθρώπου για πρόοδο και ευημερία, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την εργατικότητα και την προνοητική διαχείριση. Πού, λοιπόν, ευρίσκεται η «αφροσύνη» του ανθρώπου της παραβολής;
Είναι «άφρον», γιατί αγνόησε την ύπαρξη του Θεού και τη Χάρη του. Γιατί αγνόησε την ψυχή του και τις πνευματικές της ανάγκες. Ακόμα, γιατί αγνόησε την ύπαρξη των συνανθρώπων του. Τέλος, είναι «άφρον» γιατί περιορίζει το σκοπό της ζωής αποκλειστικά στον εαυτό του και την υλική ευδαιμονία, την οποία μάλιστα θεωρεί αιώνια.
Έχει την αίσθηση, ο άνθρωπος της παραβολής, ότι υπάρχει μόνο ο εαυτός του και ότι, τόσο η ψυχή όσο και τα αγαθά είναι κτήμα του. Η αντίληψή του αυτή επιβεβαιώνεται από τη μεγάλη χρήση της κτητικής αντωνυμίας «μου», που αναφέρεται πέντε φορές στη διήγηση της παραβολής. Όσο για το Θεό ή το συνάνθρωπο, αυτοί, όχι μόνο δεν υπάρχουν στη ζωή του αλλά ούτε καιν στη σκέψη του. Αυτή η απολυτοποίηση του «εγώ» και των αγαθών τον οδήγησε στην εκτροπή. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σταθερά μπροστά σ' ένα καθρέφτη και βλέπει μόνο το πρόσωπό του και τους καρπούς του, «πάντα τα γεννήματα και τα αγαθά» του, τότε αποκτά την αίσθηση του παντοδύναμου και του μονοκράτορα. Τότε ακριβώς συντελείται η ολοκληρωτική παραφροσύνη. Και τότε γιατί ο άνθρωπος που χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, χάνει και την αυτοσυνειδησία του.
Μια τέτοια αντίληψη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τον κοινωνικό άνθρωπο, πολύ δε περισσότερο για το θρησκευόμενο άνθρωπο, γιατί καταστρέφει τη συνοχή του κοινωνικού συνόλου και εκτρέφει την κενοδοξία και τη ματαιοδοξία. Όταν προσγειωθεί στην πραγματικότητα τότε σα να βλέπει εφιάλτες. Τότε διερωτάται «τι έγινε με την «επένδυσή»του»; Δικαιολογημένα διερωτάται: «Που εστίν ο χρυσός και ο άργυρος; Που εστίν η των προσκαίρων φαντασία;» Την απάντηση θα την βρει ο ίδιος και θα είναι η ίδια με εκείνη του υμνογράφου της νεκρώσιμης ακολουθίας. «Πάντα ονείρων απατηλώτερα».
Η πραγματικότητα είναι σκληρή και πιο εφιαλτική από εκείνη των ονείρων. Γιατί τα όνειρα ξεχνιούνται, όσο εφιαλτικά κι αν ήταν, η πραγματικότητα όμως μένει. Βρίσκεσαι σε επαφή μαζί της γιατί τη ζεις. Έτσι, όσο πιο γρήγορα συνέλθεις ως άνθρωπος, τόσο πιο εύκολα την αντιμετωπίζεις.
Η αίσθηση της παντοδυναμίας και της αυτάρκειας θα ανατραπούν σε κάποια στιγμή της ζωής. Αργά ή γρήγορα ο άνθρωπος θα επιβεβαιώσει ότι είναι καλή και αναγκαία η δική του προσπάθεια. Όμως, πρέπει να ξεχνά ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστιν καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων» (Ιακ. α΄ 17).
Κατά συνέπεια, αφού πηγή των πάντων είναι ο Θεός, θα πρέπει να γνωρίζει κιόλας ο άνθρωπος ότι μόνο Αυτός μπορεί να προσφέρει εγγύηση και ασφάλεια, γιατί μόνο Αυτός είναι αιώνιος και αμετάβλητος. Όλα τα άλλα είναι δυνατό να αλλάξουν και άρα η ασφάλεια που προσφέρουν είναι προσωρινή. Ας μην ξεχνούμε το «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν , οι δε εκζητούντες τον Kύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Τα αγαθά, λοιπόν, ως πράγματα μεταβλητά δεν μπορούν να προσφέρουν επαρκή ασφάλεια. Τα αγαθά είναι μέσα για την εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών. Αν ανατραπεί αυτός ο ρόλος και τα αγαθά από χρήσιμα μέσα καταστούν σκοπός της ζωής, τότε καταστρέφουν τη ζωή του ανθρώπου. Αν για παράδειγμα η τροφή ή το ποτό γίνουν σκοπός της ζωής θα μας οδηγήσουν με ακρίβεια στον κοιλιοδουλεία και τη μέθη, γιατί τότε δε θα τρώγαμε για να διατηρηθούμε στη ζωή, αλλά θα ζούμε για να τρώμε. Προκειμένου μάλιστα να μην στερηθούμε δε θα διστάσουμε να τα στερήσουμε από τους άλλους. Ακόμη για χάρη τους θα νεκρώσουμε το πνευματικό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή την ψυχή μας, όπως έγινε και με τον πλούσιο του σημερινού Ευαγγελίου.
Είπε ο πλούσιος της παραβολής: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου». Τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά, ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε. Ταύτισε την ευτυχία με τα αγαθά ξεχνώντας ότι «ουκ εν τω περισσεύειν τινι η ζωή αυτού εστίν» (Λουκ. ιβ' 15). Η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περισσά πλούτη. Γιατί τα πλούτη, όσο περίσσια κι αν είναι, δεν δίνουν την αληθινή ζωή στον άνθρωπο. Για τούτο θα πρέπει ο άνθρωπος να ψάξει για να βρει τα καλά και ωφέλιμά. Και τα καλά και ωφέλιμα είναι όσα έχουν σχέση με την ευσέβεια, επειδή, κατά τον Απόστολο Παύλο, «η ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμος εστιν, επαγγελίας έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης» (Α' Τιμ. δ' 8). Η ευσέβεια είναι ωφέλιμη για όλα, επειδή υπόσχεται τη ζωή και την τωρινή και τη μελλοντική.
Αδελφοί μου, ο άνθρωπος της παραβολής σχεδίασε ένα μέλλον χωρίς Θεό και ανθρώπους. Το θεμελίωσε πάνω στον εγωισμό και οραματίσθηκε ένα κόσμο απόλυτα υλικό. Καθόρισε χρονικά πλαίσια για τα οποία άλλος είχε τον κυρίαρχο λόγο και αυτός ήταν ο Θεός. Ονειρεύτηκε τη νύχτα της ευτυχίας, αλλά η νύχτα αυτή ήταν σκοτεινή αφού δεν πρόφθασε το φως της ευτυχισμένης μέρας και ζωής που οραματίσθηκε. Η ζωή που του δόθηκε σαν χάρη, επειδή δεν αξιοποιήθηκε σωστά, τώρα μετατράπηκε σε χρέος που έπρεπε άμεσα να εξοφληθεί. Του είπε ο Θεός: «Άφρον ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου». Σου χαρίστηκε κι εσύ την οικειοποιήθηκες. «Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες σε ποιον ανήκουν;» Σίγουρα ανήκουν πια σε άλλους και όχι σε σένα. Όμως αυτοί που θα τα κληρονομήσουν θα είναι άνθρωποι που θα τιμούν ή θα καταριούνται τη μνήμη σου; Θα σε κληρονομήσουν άτομα για τα οποία έδειχνες συμπάθεια ή πρόσωπα ανεπιθύμητα; Ας προβληματιστούμε αγαπητοί μου, και τη ζωή και τα αγαθά της που μας δόθηκαν σαν δώρο από το Θεό ας τα επιστρέψουμε κι εμείς σαν δώρο στο Θεό μέσα από την προσφορά στους ανθρώπους.
Αμήν.

Ομιλία εις το ρητόν του κατά Λουκάν Ευαγγελίου «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω» και περί πλεονεξίας

Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου

Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή, πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξ ίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθή η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις αλλά και να μην αλαζονευθή κάποιος όταν τον δοξάζουν. Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής· ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη την βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο ότι είχαν προβληθή από τον εχθρό τα αγωνίσματα. Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούτος αυτός για τον οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται· αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήση και άλλον· και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνη πιο κοινωνική και ήμερη. Διότι λέγει· «ανθρώπου τινός πλουσίου ηυφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο καθ΄ εαυτόν· τι ποιήσω; Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω»· γιατί όμως είχαν τόσην ευφορία τα χωράφια ενός ανθρώπου ο οποίος κανένα καλόν δεν επρόκειτο να κάμη με τα αγαθά που θα αποκόμιζε; Για να φανή περισσότερον η μακροθυμία του Θεού και ότι η καλωσύνη του φθάνει μέχρι και του σημείου αυτού. Διότι «βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και ανατέλλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς». Η καλωσύνη του όμως αυτή επισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία για τους πονηρούς. Ποτίζει με τις βροχές την γη που καλλιεργείται από τα χέρια των πλεονεκτών· έδωσε τον ήλιο για να θερμαίνη τους σπόρους και να πολλαπλασιάζη δια της ευφορίας τους καρπούς. Και όλα όσα προέρχονται από τον Θεόν παρόμοια είναι· καταλληλότης της γης, εύκρατοι καταστάσεις των αέρων, αφθονίες σπερμάτων, συνεργία βοών και ότι άλλο βοηθεί στην παραγωγή της γεωργίας. Τι είδους όμως είναι αυτά που προέρχονται από τον άνθρωπον; Η πικρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία στο να δώση. Αυτά ανταπέδωσεν ο άνθρωπος για να δείξη την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτην. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύσι, δεν εθεώρησε απαραίτητο να διαμοιράση το περίσσευμά του στους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολή «μη απόσχη (απέχεις) ευ ποιείν ενδεή» και «ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλειπέτωσάν σε» και «διάθρυπτε (να διαμοιράζης) πεινώντι τον άρτον σου». Και μολονότι όλοι οι Προφήτες και όλοι οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισηκούοντο από τον πλούσιον· αλλά οι μεν αποθήκες εκινδύνευαν να διαρραγούν στενοχωρούμενες από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών, η αμετάδοτος καρδία όμως δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτη συνεχώς τα νέα στα παλαιά και να αυξάνη την ευπορία με την συγκομιδή κάθε έτους, περιέπεσε στην αδιέξοδον αυτήν αμηχανίαν· ούτε επέτρεπε δηλαδή να ελαττωθούν τα παλαιά εξ αιτίας της πλεονεξίας, ούτε επαρκούσε να αποθηκεύση τα νέα εξ αιτίας του πλήθους των. Γι΄ αυτό και οι ιδέες του ήσαν αλλεπάλληλοι και οι φροντίδες ανυπέρβλητοι. Τι να κάμω;

Ποίος δεν θα ελυπείτο αυτόν που ευρίσκεται σε τόσην στενοχωρία; Ταλαίπωρος ενώπιον τόσο μεγάλης ευφορίας, ελεεινός εμπρός στα παρόντα αγαθά, ελεεινότερος ενώπιον των προσδοκωμένων. Δεν του αποφέρει εισοδήματα η γη· στεναγμοί μόνον του φυτρώνουν· δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά φροντίδες και λύπες και αμηχανίαν φοβερά. Θρηνεί όμοια με τους πτωχούς. Ή μήπως δεν εκβάλλει την ιδίαν φωνή και ο στενοχωρούμενος για την πτωχεία του; Τι να κάμω; Από πού τροφές; Από πού ενδύματα; Τα ίδια λέγει και ο πλούσιος· η καρδία του πονά, η μέριμνα τον κατατρώγει. Πράγματι, αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λυώνει τον πλεονέκτη. Δεν χαίρεται που τα έχει όλα άφθονα και στην διάθεσί του, αλλά αντιθέτως ο πλούτος που ρέει γύρω του κεντά την ψυχήν του, μήπως καθώς ξεχειλίζει από τις αποθήκες χυθή και προς τους έξω και γίνη αφορμή κάποιου καλού για τους πτωχούς.

Και μου φαίνεται ότι το πάθος της ψυχής αυτού ομοιάζει με εκείνο των γαστριμάργων, οι οποίοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία, παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείματα στους ενδεείς. Συνειδητοποίησε, άνθρωπε, ποίος σου τα έδωσε. Ενθυμήσου ποίος είσαι, τι διαχειρίζεσαι, από ποίον τα έλαβες, για ποίον λόγον επροτιμήθης από τους πολλούς. Έγινες υπηρέτης του αγαθού Θεού, διαχειριστής για τους συνανθρώπους σου. Μη νομίζης ότι όλα έχουν ετοιμασθή για την κοιλία την ιδική σου. Να θεωρής ως ξένα αυτά που έχεις στα χέρια σου· προσωρινώς σε ευφραίνουν, έπειτα ξεγλιστρούν σαν το νερό και χάνονται· θα σου απαιτηθή όμως γι΄ αυτά να δώσης λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά συ τα έχεις αμπαρώσει όλα με θύρες και μοχλούς· και αφού τα ασφάλισες καλά επαγρυπνείς με τις φροντίδες τους και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ανόητον σύμβουλο, τον εαυτό σου. Τι να κάμω; Εύκολο ήταν να ειπή ότι θα χορτάσω αυτούς που πεινούν, θα ανοίξω τις αποθήκες και θα καλέσω όσους έχουν ανάγκη. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας, θα ειπώ λόγον μεγαλόψυχο· όσοι στερείσθε τον άρτον, ελάτε εδώ, να λάβη ο καθένας από την δωρεά που έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν κάνεις έτσι· τι δηλαδή; Φθονείς μάλιστα τους ανθρώπους για την απόλαυσι των αγαθών και δημιουργείς μέσα στην ψυχή σου πονηρούς συλλογισμούς, φροντίζοντας όχι πώς να χορηγήσης στον καθένα ότι του χρειάζεται, αλλά πως θα τα αποθηκεύσης όλα και έτσι θα αποστερήσης όλους από την ωφέλεια που θα είχαν από αυτά. Παρουσιάσθησαν εκείνοι που απαιτούν την ψυχήν του, και εκείνος συζητούσε με την ψυχήν του για τα φαγητά. Αυτή την νύκτα τον παρελάμβαναν και αυτός εφαντάζετο πολυχρόνιο την απόλαυσι. Του επετράπη όμως να κάνη όλες αυτές τις σκέψεις και να εκδηλώση την εσωτερικήν του διάθεσι, ώστε να δεχθή απόφασιν ανάλογο με την προαίρεσί του.

Αυτό όμως μη το πάθης εσύ. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγον έχει γραφή, για να αποφύγωμε την εξομοίωσι με εκείνον. Την γη να μιμηθής, ω άνθρωπε· να καρποφορήσης όπως εκείνη, μη φανής κατώτερος από αυτήν που δεν έχει ψυχήν. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς όχι για ιδικήν της απόλαυσιν, αλλά για να υπηρετήση εσένα. Ενώ συ τον καρπό της αγαθοεργίας σου, για τον εαυτόν σου τον συγκεντρώνεις· διότι οι δωρεές των αγαθών έργων επιστρέφουν στους δωρητάς. Έδωσες στον πεινασμένον; Αυτό που εδόθη γίνεται ιδικό σου, και μάλιστα επανέρχεται επηυξημένον. Όπως ακριβώς ο σίτος, όταν πέση στην γη γίνεται κέρδος για τον σπορέα, έτσι και ο άρτος που κατετέθη στον πεινασμένον αποδίδει ύστερα μεγάλον κέρδος. Ας σου γίνη λοιπόν το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην». Γιατί λοιπόν αδημονείς, γιατί κόπτεσαι, αγωνιζόμενος να περικλείσης τον πλούτο με πηλό και πλίνθους; «Κρείσσον (προτειμώτερον) όνομα καλόν υπέρ πλούτον πολύν». Εάν όμως θαυμάζης τα χρήματα για την δόξα που απολαμβάνεις χάριν αυτών, σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεί το να αποκαλείσαι μυρίων τέκνων πατέρας παρά να έχης μυρίους στατήρες στο βαλάντιόν σου. Διότι τα χρήματα θα τα εγκαταλείψης εδώ και χωρίς να το θέλης, ενώ την υπόληψι για τα καλά έργα θα την προσκομίσης στον Δεσπότην, όταν ολόκληρος λαός θα σε περικυκλώση ενώπιον του κοινού Κριτού, και θα σε αποκαλούν τροφέα και ευεργέτην και με όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που διαθέτουν μέσα στα αμφιθέατρα τον πλούτο τους προς τους αθλητάς του παγκρατίου και στους ηθοποιούς και σε ωρισμένους θηριομάχους ανθρώπους, τους οποίους θα εσιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύση και αυτό για την τιμή της στιγμής και για τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του λαού; Και συ που μέλλεις να απολαύσης τόσην μεγάλη δόξαν είσαι τόσο μικροπρεπής όταν πρόκειται για παρόμοιες δαπάνες; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθή, Άγγελοι θα σε επευφημούν, όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν· δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι για σε τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών αυτών πραγμάτων· όμως για κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, αφού η μέριμνά σου για τα παρόντα σε έκαμε να περιφρονής τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, διάθεσε τον πλούτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος και λαμπρός όσον αφορά τις δαπάνες γι΄ αυτούς που έχουν ανάγκην. Ας λεχθή και για σε: «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα». Μην αυξάνης τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μη περιμένης πότε θα υπάρξη έλλειψις σίτου για να ανοίξης τις σιταποθήκες. «Ο γαρ τιμιουλκών (που αυξάνει την τιμή) σίτον, δημοκατάρατος». Μη περιμένης λιμοκτονία για να κερδίσης χρυσόν, ούτε κοινήν στέρησι για να πλουτίσης ο ίδιος. Μη καπηλευθής ανθρώπινες συμφορές, μην εκμεταλλευθής την οργήν αυτήν του Θεού για να αποκτήσης χρηματικήν περιουσία. Μην ερεθίσης τα τραύματα εκείνων που έχουν πληγωθή από τις μάστιγες. Συ όμως αποβλέπεις στο χρήμα, και στον αδελφό δεν προσβλέπεις. Και γνωρίζεις μεν την σημασία που έχει το χάραγμα του κάθε νομίσματος, και ξεχωρίζεις το γνήσιον από το πλαστόν, αγνοείς όμως εντελώς τον αδελφό στην ώρα της ανάγκης. Και σε υπερευχαριστεί μεν το ωραίο χρώμα του χρυσού, δεν υπολογίζεις όμως πόσο σε επιβαρύνει ο στεναγμός του πτωχού. Πώς να σου κάμω γνωστά τα βάσανά του; Εκείνος, αφού παρατηρήση τα όσα υπάρχουν μέσα στον οίκο του, βλέπει ότι ο μεν χρυσός ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξη ποτέ. Τα σκεύη δε και το ένδυμά του είναι τοιαύτα ώστε αν κάποιος πτωχός θελήση να τα αποκτήση, αξίζουν όλα μαζί ολίγους οβολούς. Τι λοιπόν; Στρέφει τώρα το βλέμμα στα παιδιά του για να οδηγήση αυτά στην αγορά και να εύρη από εκεί ανακούφισιν από τον θάνατον. Αναλογίσου εδώ τι αγώνας γίνεται μεταξύ της ανάγκης που δημιουργεί η πείνα και της πατρικής στοργής. Η πείνα απειλεί με τον πιο οικτρόν θάνατον, ενώ η φύσις τον ωθεί να αποθάνη μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλές φορές ώρμησε να το πραγματοποιήση και άλλες τόσες οπισθοχώρησε, τελικώς υπέκυψε αφού τον εξεβίασε τόσον αμείλικτα η ανάγκη. Και τι συλλογίζεται τώρα ο πατέρας; Ποίον να θυσιάσω πρώτον; Ποίον θα ιδή με ευχαρίστησιν ο σιτοπώλης; Να έλθω στον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά τον μικρό μου; Λυπούμαι όμως την ηλικία του, που δεν γνωρίζει από συμφορές. Ο ένας έχει φανερά τα χαρακτηριστικά των γονέων του, ο άλλος έχει καλήν επίδοσι στα μαθήματα. Αλλοίμονο, τι αδιέξοδο; Τι θα γίνω; Ποίον θα αδικήσω; Ποίου θηρίου την καρδία να αναλάβω; Πώς να λησμονήσω την φύσι; Εάν τους κρατήσω όλους, θα τους ιδώ όλους να αφανίζωνται από την πείνα. Εάν διαθέσω προς ανταλλαγήν τον ένα, με ποίους οφθαλμούς θα αντικρύσω τους υπολοίπους, αφού ήδη θα με υποπτεύωνται για έλλειψιν εμπιστοσύνης; Πως θα κατοικώ εδώ μέσα, αφού μόνος μου κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνο; Πως θα πλησιάσω σε τραπέζι που θα έχη γεμίσει με τον τρόπον αυτόν;

Και αυτός μεν έρχεται με άφθονα δάκρυα να πωλήση το πιο αγαπημένο από τα παιδιά του, συ όμως δεν λυγίζεις από την συμφοράν, ούτε αναλογίζεσαι την φύσιν. Αλλά ενώ η λιμοκτονία συνθλίβει τον ταλαίπωρο, συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και έτσι του κάνεις διαρκεστέρα την συμφορά. Και αυτός μεν προσφέρει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο των τροφών, το ιδικό σου όμως χέρι δεν ξηραίνεται υποδεχόμενο τιμήματα τοιούτων συμφορών, αλλά και αγωνίζεσαι για περισσότερον κέρδος· φιλονικείς για να λάβης όσο το δυνατόν περισσότερα και να δώσεις ολιγώτερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο την συμφοράν αυτού του δυστυχούς. Ούτε τα δάκρυα του πόνου, ούτε ο στεναγμός σου μαλακώνουν την καρδίαν, αλλά μένεις άκαμπτος και αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις ως χρυσά, τα φαντάζεσαι όλα χρυσά· αυτό είναι το όνειρό σου όταν κοιμάσαι, αυτή η έννοια σου όταν ξυπνάς. Όπως ακριβώς οι μανιακοί δεν βλέπουν τα ίδια τα πράγματα αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και η δική σου ψυχή που έχει κυριευθή από την φιλοχρηματία, τα βλέπει όλα ως χρυσόν και ως άργυρον. Πιο ευχαρίστως θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιον, Εύχεσαι όλα να μετατραπούν σε χρυσάφι και ευρίσκεις βέβαια τρόπους να το κατορθώσης, όσον σου είναι δυνατόν.

Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσης χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σε γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.

Στα λαίμαργα παιδιά πολλές φορές επιτρέπουμε αφειδώς να τρώγουν όσον και ότι επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν χορτασμό να τους προκαλέσουμε αποστροφή. Με τον πλεονέκτην όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσον περισσότερα αποκτά τόσον πιο πολλά επιθυμεί. «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε (προσκολλάτε την) καρδίαν». Συ όμως κρατείς τον πλούτο που συνεχώς αυξάνεται και περιφράσσεις όλες τις διεξόδους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζη, τι σου προξενεί; Αχρηστεύει τις ασφάλειες, και μάλιστα βιαίως τώρα που έχει αμπαρωθή, και πλημμυρίζει· καταστρέφει τις αποθήκες του πλουσίου; κατεδαφίζει τα χρηματοκιβώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα οικοδομήση μεγαλύτερες; Αμφίβολον είναι εάν και αυτές δεν τις παραδώση στον κληρονόμο του κρημνισμένες. Διότι είναι δυνατόν γρηγορότερα να εγκαταλείψη αυτός την παρούσα ζωήν παρά να κτισθούν εκείνες σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας. Αλλά εκείνου μεν το τέλος είναι ανάλογον με τους κακούς σχεδιασμούς του· σεις όμως, εάν μου έχετε εμπιστοσύνην, ανοίξετε όλες τις θύρες των χρηματοκιβωτίων και αφήσετε να ρέη άφθονος ο πλούτος. Όπως σε ένα μεγάλο ποτάμι που διοχετεύεται με πολυάριθμα κανάλια στην πολύκαρπο γη, έτσι και σεις αφήσετε τον πλούτο να διαμοιρασθή μέσα από διαφόρους δρόμους στις οικίες των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν αφθονώτερο νερό, ενώ όταν εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στειρεύουν· ομοίως και ο πλούτος όταν μένη στάσιμος είναι άχρηστος, ενώ όταν κινήται και μεταδίδεται γίνεται κοινωφελής και καρποφόρος. Ω, πόσο μεγάλος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετουμένους! Εσύ μη τον καταφρονήσης. Και πόσο μεγάλος ο μισθός από τον δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μην απιστήσης.

Πάντοτε να σε συντροφεύη το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου· αυτός, με το να φυλάσση τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζη, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμα δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα· δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της· προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτον από καρπούς και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος· ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών· διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθή η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθής αυτά που σου εδείχθησαν.

Και συ μεν συνομιλείς κρυφά με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως αυτά ελέγχονται στον ουρανό. Γι΄ αυτό από εκεί σου έρχονται οι απαντήσεις. Ποία είναι όμως αυτά που λέγει: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποκείμενα· φάγε, πίε, ευφραίνου καθ΄ ημέραν». Ω τι παραλογισμός. Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλλίτερο θα ημπορούσες να της ευαγγελισθής; Τόσον κτηνώδης είσαι, τόσον αναίσθητος για τα αγαθά της ψυχής, ώστε να της προσφέρης για να την περιποιηθής βρώματα της σαρκός· αυτά που προορίζονται για τον αφεδρώνα, εσύ τα παραπέμπεις στην ψυχή; Εάν μεν έχη αρετήν, εάν είναι πλήρης αγαθών έργων, εάν έχη προσοικειωθή τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά και ας ευφραίνεται με τη καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως το φρόνημά σου είναι γήινο και έχεις Θεόν την κοιλία και είσαι όλος σάρκινος, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουε την προσωνυμία που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος· «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας, τίνι έσται;» Η γελοιοποίησις της απερισκεψίας είναι κακόν μεγαλύτερον από την αιώνιον κόλασι. Αυτός που πρόκειται εντός ολίγου να αρπαγή από την ζωήν αυτή, τι συλλογίζεται; «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Πολύ καλά κάμνεις, θα ημπορούσα να του ειπώ. Αξίζει πράγματι να καταστραφούν τα ταμεία της αδικίας. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που κακώς έχεις οικοδομήσει. Ισοπέδωσε τις σιταποθήκες, από τις οποίες ποτέ κανείς δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που ασφαλίζει την πλεονεξίαν, απομάκρυνε την στέγην, γκρέμισε τους τοίχους, δείξε στον ήλιο τον μουχλιασένον σίτο, βγάλε από την φυλακή τον δευσμευμένον πλούτο, φέρε στο φως τα σκοτεινά καταγώγια του μαμωνά. «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Εάν όμως και αυτές τις γεμίσης, τι άλλο άραγε θα διανοηθής; Ή μήπως πάλι θα τις καταστρέψης, και πάλι θα τις οικοδομήσης; Και τι είναι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζης αδιάκοπα, να βιάζεσαι να οικοδομήσης και να τα καταστρέφης πάλι με βιασύνην; Εάν θέλης, έχεις αποθήκες, τις οικίες των πτωχών. Θησαύρισε για τον εαυτόν σου θησαυρό στον ουρανόν. Αυτά που εναποτίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει, ούτε η σήψις τα αφανίζει, ούτε τα κλέπτουν οι λησταί. Αλλά θα δώσω σε αυτούς που έχουν ανάγκη, όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες. Έχεις εξασφαλίσει λοιπόν την μακροζωία. Κοίταξε μη σε προλάβη αυτός που επείγεται να σε παραλάβη λόγω προθεσμίας. Η υπόσχεσις αυτή αποδεικνύει πονηρίαν και όχι καλοσύνην. Διότι υπόσχεσαι όχι για να δώσης κατόπιν, αλλά για να αποφύγης το παρόν. Τι σε εμποδίζει να τα δώσης τώρα; Δεν έχεις τον πτωχόν ενώπιόν σου; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο πεινασμένος λυώνει, ο γυμνός παγώνει, ο οφειλέτης άγχεται και συ αναβάλλεις την ελεημοσύνην για την επαύριον; Άκουσε τον Σολομώντα «Μη είπης, επανελθών επάνηκε (πήγαινε και ξαναγύρισε), αύριον δώσω... ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα». Τι παραγγέλματα περιφρονείς φράζοντας τα ώτα σου με την φιλαργυρία; Πόσην ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρεωστάς στον ευεργέτη, και να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς τις θύρες των άλλων, αλλά εκείνοι κρούουν τις ιδικές σου; Τώρα όμως είσαι κατηφής και αμίλητος, αποφεύγεις τις συναντήσεις, μη τυχόν αναγκασθής να βγάλης έστω και το παραμικρόν από τα χέρια σου. Ένα λόγο γνωρίζεις· δεν έχω, δεν θα δώσω, είμαι πτωχός. Είσαι πράγματι πτωχός και στερημένος από κάθε αγαθόν· πτωχός από αγάπη, πτωχός από φιλανθρωπία, πτωχός από πίστι στον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιωνία. Κάμε συμμετόχους στα τρόφιμα τους αδελφούς σου· εκείνο που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ΄ αυτόν που το στερείται. Η χειροτέρα μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίδη κάποιος στους ενδεείς ούτε από τα φθαρόμενα.

Και ποίον, λέγει, αδικώ, με το να κρατώ για τον εαυτόν μου αυτά που μου ανήκουν; Ποία, ειπέ μου, είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στην ζωήν αυτήν; Όπως ακριβώς κάποιος που ευρίσκει στο θέατρο θέσι με καλήν θέαν, εμποδίζει έπειτα τους εισερχομένους, θεωρώντας ως ιδικό του αυτό που προορίζεται για χρήσιν κοινήν, έτσι είναι και οι πλούσιοι. Αφού εκυρίευσαν εκ των προτέρων τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται απλώς επειδή τα επρόλαβαν. Επειδή, εάν ο καθένας εκρατούσε εκείνο που αρκεί για την ικανοποίησι των αναγκών του και άφηνε το περίσσευμα σ΄ αυτόν που το χρειάζεται, κανείς δεν θα ήταν πλούσιος, αλλά και κανείς πτωχός. Γυμνός δεν εξήλθες από την κοιλία της μητέρας σου; Πάλι γυμνός δεν θα επιστρέψης στην γη; Τα παρόντα λοιπόν από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγης, ότι μόνα τους ήλθαν, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον δοτήρα· εάν όμως ομολογής ότι είναι από τον Θεόν, ειπέ μας τον λόγο για τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός που διανέμει άνισα τα βιοτικά, είναι άδικος; Γιατί ενώ συ πλουτείς, εκείνος είναι πτωχός; Για κανέναν άλλο λόγο, παρά για να λάβης εσύ τον μισθόν της καλοσύνης και της καλής διαχειρίσεως και εκείνος να τιμηθή με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής. Συ όμως αφού τα περιέλαβες όλα στην αχόρταγον αγκάλη της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανένα δεν αδικείς όταν αποστερής τόσους πολλούς; Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποίος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί όσα ανήκουν στον καθένα. Και συ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας, όταν αυτά που εδέχθης για να τα δισχειρισθής, αυτά συ τα ιδιοποιείσαι; Ή θα ονομασθή λωποδύτης εκείνος που απογυμνώνει τον ενδεδυμένον, αυτός δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπορεί να το κάμη, αξίζει να ονομασθή αλλιώς; Ο άρτος που κρατάς εσύ ανήκει σ΄ αυτόν που πεινά, το ένδυμα που συ φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκει στον γυμνόν, το υπόδημα που συ αφήνεις να σαπίση ανήκει στον ανυπόδητον· το χρήμα που έχεις εσύ κρυμμένο ανήκει σ΄ αυτόν που το χρειάζεται. Ώστε αδικείς τόσους, όσους ημπορούσες να ευεργετήσης.

Καλά τα λόγια, λέγει, αλλά καλλίτερος ο χρυσός. Όπως δηλαδή συμβαίνει με αυτούς που συζητούν με τους ακολάστους περί εγκρατείας. Πράγματι και εκείνοι όταν εξυβρίζεται η πόρνη, φλέγονται προς την επιθυμία μόνον με την ενθύμησι. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτωχού, ώστε να μάθης πόσο μεγάλοι στεναγμοί ευρίσκονται πίσω από τους θησαυρούς σου; Ω πόσον ποθητός θα σου φανή κατά την ημέρα της κρίσεως ο λόγος αυτός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν· εδίψασα και εποτίσατέ με· γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με»! Αλλά πόσον μεγάλη φρίκη, και ιδρώτας και σκοτασμός θα σου προσκληθή όταν ακούσης την καταδίκη: «Πορεύεσθε απ΄ εμού οι κατηραμένοι εις το σκότος το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέμοι φαγείν· εδίψασα και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και ου περιβάλλετέ με»! Διότι εκεί δεν κατηγορείται ο άρπαγας, αλλά κατακρίνεται όποιος δεν μοιράζεται τα αγαθά του με τον πλησίον.

Εγώ μεν είπα όσα εθεώρησα ότι συμφέρουν· για σένα δε, εάν πεισθής, είναι ολοφάνερα τα αγαθά που σύμφωνα με τι επαγγελίες σε αναμένουν· εάν όμως παρακούσης, η απειλή έχει ήδη γραφή. Από αυτήν την εμπειρία σου εύχομαι να διαφύγης, αφού πρώτα αποκτήσης καλλίτερον φρόνημα, για να σου γίνη λύτρον ο ίδιος ο πλούτος σου και να εύρης εκεί έτοιμα τα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους στην Βασιλείαν του, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Ο κατά Θεόν πλούτος -Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου

Ο κατά Θεόν πλούτος
«Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται; Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μή εις Θεόν πλουτών».
Η σημερινή ευαγγελική παραβολή είχε σαν αφορμή τη φιλονικία δύο αδελφών πάνω σε κληρονομικά ζητήματα. Ο Κύριος γνώριζε ότι και οι δυο τους είχαν κυριευθεί από την πλεονεξία. Για να βοηθήσει λοιπόν όλους μας να αποφύγουμε την αδυναμία αυτή, μας πρόσφερε την παραβολή του άφρονος πλουσίου, με τα τόσα διδακτικά μηνύματα και νοήματα της.

Η υποδούλωση στην ύλη

Στη συγκεκριμένη παραβολή βλέπουμε ότι ο Χριστός δεν κάνει λόγο για τον πλούτο, αλλά για την πλεονεξία του πλουσίου, η οποία τον οδήγησε στην αφροσύνη. Η πλεονεξία είναι πάθος φοβερό που εμπλέκει τον άνθρωπο στα πλοκάμια της αμαρτίας. Τον εγκλωβίζει στα όρια της ειδωλολατρίας και τον καθιστά εντελώς ανελεύθερο. Και όμως, η αγάπη του Θεού τον έταξε να είναι κυρίαρχος και διαχειριστής των υλικών αγαθών. Η απομάκρυνση όμως του ανθρώπου από αυτή την αγάπη τον έκανε να αποκόψει την ύπαρξη του από το Δημιουργό του και να εξαρτά απόλυτα τη ζωή του από τα υλικά αγαθά. Με αυτό τον τρόπο βλέπουμε πως η αμαρτία εκδηλώνεται ως ασθένεια της βουλήσεως που προκαλεί σοβαρές διαταραχές στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, με το συνάνθρωπό του, αλλά και με τα αγαθά της δημιουργίας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα παράδειγμα που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε. Στα χέρια του σωστού ανθρώπου το σίδερο γίνεται αλέτρι, ένα πολύ χρήσιμο μηχάνημα για την καλλιέργεια των χωραφιών. Στα χέρια όμως του αμαρτωλού ανθρώπου μπορεί να μετατραπεί σε φονικό όργανο που σκοτώνει. Το ίδιο γίνεται με τα χρήματα και τον πλούτο. Η χρήση τους κινείται μέσα στα όρια της αγάπης του θεού, ενώ η κατάχρησή τους συνδέεται με την αμαρτία και τα πάθη.
Πλούτος και φτώχεια
Μια σημαντική διάσταση που θα πρέπει να προσέξουμε είναι ότι η πλεονεξία μόνο στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων δίνει την αίσθηση της επάρκειας και της πληρότητας. Αντίθετα, η παρουσία της αποκαλύπτει φτώχεια, κενά και ελλείψεις. Ο πλούσιος της παραβολής είχε τόσα αγαθά, αλλά ήταν ανήσυχος και ταραγμένος: «Τί να κάνω; Έχω τόσα αγαθά και δεν έχω που να τα μαζέψω». Όλες αυτές οι μέριμνες, οι ανησυχίες, οι φροντίδες και οι αγωνίες φθείρουν τελικά τον άνθρωπο και ψυχικά και σωματικά. Αντίθετα, ισχυρό είναι το παράδειγμα που μπορεί να μας δίνουν φτωχοί άνθρωποι που η καρδιά τους όμως είναι γεμάτη υπομονή και αγάπη; «Δόξα τω Θεώ» λένε εκ βάθους καρδίας. Και έτσι τους βλέπουμε με μεγάλες αντοχές να πλουτίζουν μέσα από την ολιγάρκειά τους.
Όταν μάθει ο άνθρωπος να ελέγχει τις απαιτήσεις του, τότε γίνεται αυτάρκης και αποφεύγει την πλεονεξία. Στην αντίπερα όχθη ο πλεονέκτης επιζητεί ολοένα και περισσότερα για τον εαυτό του, αφήνοντάς τον συνεχώς ανικανοποίητο. Γι΄ αυτό και ο Απόστολος Παύλος μας συμβουλεύει: «Νεκρώσατε τα μέλη υμών... και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία».
Η αφροσύνη
Ο πλεονέκτης αναζητεί την ευτυχία στα υλικά αγαθά. Στην πραγματικότητα όμως εμφανίζεται σαν μια διαταραγμένη προσωπικότητα, που κυριεύεται ολοένα και περισσότερο από ανησυχία, φόβο, αγωνία και άγχος. Είναι εδώ ακριβώς που βλέπουμε να επιχειρείται ένα αναποδογύρισμα στην όλη πορεία της φυσική δημιουργίας. Ανταλλάσσουμε το Θεό – Δημιουργό με τα δημιουργήματα. Αυτή η αλλοίωση είναι «παρά φύσιν». Γι΄ αυτό και η λατρεία της φύσεως που συνιστά στάση ειδωλολατρίας, οδηγεί στην αυτοκαταστροφή και κυρίως σε μια απειλητική οικολογική αναστάτωση, τις παρενέργειες της οποίας γευόμαστε με τον πιο οδυνηρό τρόπο στις μέρες μας.
Η υπέρβαση
Με τη σημερινή παραβολή, ο Κύριος μας εισάγει σε μια προοπτική που τη χαρακτηρίζει η υπέρβαση. Ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει το θάνατο με τα χρήματα και τα υλικά αγαθά. Η αυτονόμησή τους παραπέμπει σε σπέρματα της φθοράς και του θανάτου. Γι΄ αυτό και ο άνθρωπος, όταν πεθαίνει, ούτε και αυτό το σώμα του δεν παίρνει μαζί του. Το εμπιστεύεται στη γη μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία και την ανάσταση των νεκρών.
Όλες αυτές τις αλήθειες υπενθυμίζει ο Κύριος στον πλούσιο της παραβολής, όταν του λέει: «Άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;» Ο Χριστός με την αγάπη Του θέλει να μας κρατήσει κοντά του για να απολαμβάνουμε της κοινωνίας του Παραδείσου. Γι΄ αυτό και μας προειδοποιεί: «ίνα μή υπνώσωμεν εν αμαρτίαις εις θάνατον. Γρηγορείτε ουν, ότι ούκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται».
Αγαπητοί αδελφοί, ο Κύριος μέσα από την αγάπη της Εκκλησίας του μας προσκαλεί για να εγκολπωθούμε τους αληθινούς θησαυρούς που συνιστούν τον «κατά Θεό πλούτο». Η αγάπη και η ελεημοσύνη, ως αντίδοτα της πλεονεξίας, δίδουν τη δυνατότητα και διευρύνουν απεριόριστα τους ορίζοντες για την κυκλοφορία της αγάπης του Θεού στους ανθρώπους. Σ΄ αυτήν ακριβώς την ευλογημένη προοπτική, ο άνθρωπος γεμίζει με το πλήρωμα της ζωής του Θεού. Γεύεται της μακαριότητας της αιώνιας και αληθινής ζωής.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

Αρνητής του Θεού. (Κυριακή θ΄ Λουκά)


Αρνητής του Θεού. (Κυριακή θ΄ Λουκά)
Βλέπουμε στην περικοπή του Ευαγγελίου της Θ Κυριακής του Λουκά πολύ χαρακτηριστικά στην περίπτωση της παραβολής. Άφρων πλούσιος. Έτσι παρέμεινε στην Γραφή και στην ιστορία. Και είναι πραγματικά άφρων. Το επίθετο αυτό δεν το έδωσε άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός. «Είπε δε αυτώ ο Θεός, Άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού». Όταν ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ένα άτομο, ο χαρακτηρισμός αυτός είναι σωστός. Αν οι άνθρωποι σε αποκαλέσουν άφρονα, ανόητο, άμυαλο, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Σημασία έχει να μη σε ονομάσει ο Θεός. Και ο λόγος του Θεού στην Αγία Γραφή δύο ανθρώπους ονόμασε άφρονας. Τον ένα, διότι είπε, δεν υπάρχει Θεός. Τον άλλον, διότι είπε, δεν υπάρχει αγάπη. Όλα τα σκεπτόταν ο πλούσιος της παραβολής. Μόνο την αγάπη δεν σκεπτόταν, την αγάπη, που είναι η καλύτερη αποθήκη των αγαθών του Θεού. Στενοχωριόταν ο άφρων πλούσιος, διότι δεν είχε τι να κάνει την πλούσια σοδειά του, που να τοποθετήσει τα αγαθά του, που να επενδύσει τα πλούτη του. Σκεπτόταν να γκρεμίσει τις παλιές του αποθήκες και κτίσει καινούργιες. Προγραμμάτιζε! Το πρόγραμμά του όμως έμεινε στο σχέδιο. Δεν υλοποιήθηκε. Διότι μεσολάβησε το πρόγραμμα Εκείνου, τον οποίον αγνοούσε. Μεσολάβησε η επέμβαση του Θεού. Αν δεν συνεργήσουμε, ώστε η επέμβαση του Θεού να είναι ευεργετική, θα είναι τρομακτική. Το νερό θέλει να ποτίσει τον κήπο σου, αν όμως εσύ δεν το αφήνεις, εκείνο συγκεντρώνεται σε τεράστια ποσότητα, σπάει το φράκτη, και τότε γίνεται ορμητικός χείμαρρος, που καταστρέφει τα πάντα. Ο Θεός θέλει να επεμβαίνει ευεργετικά στην ζωή μας. Αν εμείς δεν Τον αφήνουμε, με την άγνοιά μας, με την άρνησή μας, με την απιστία μας, τότε θα έλθει ημέρα, που η ορμή του Θεού θα σπάσει το φράκτη της μακροθυμίας και θα ξεσπάσει τιμωρητικά. Κάτι τέτοιο συνέβη στην περίπτωση του άφρονος πλουσίου. Η ώρα του θανάτου έφθασε καταλυτικά. Τίποτε δεν μπορεί να κρατήσει ο ταλαίπωρος. Είχε πολλά κεκτημένα. Τώρα το μόνο κεκτημένο, που του απέμεινε, είναι η αιώνιος κόλασης. Άφρων ο πλούσιος, διότι ουσιαστικά ήταν αρνητής του Θεού. δεν πίστευε στο Θεό. Που το βλέπουμε; Την ευφορία της γης την θεωρεί δική του ευφορία. Αναφέρεται σε αυτήν την ευφορία η παραβολή: « Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα». Θα μπορούσε να μην είχε ευφορήσει η χώρα. Η ευφορία της γης έρχεται από τον ουρανό, όχι από την γη. Ο πλούσιος βέβαια ποτέ δεν παρακάλεσε το Θεό για την ευφορία των καρπών. Αφού δεν πίστευε στην ύπαρξη του Θεού, πως τα Τον παρακαλούσε; Τότε γιατί του έδινε τέτοια ευφορία, τέτοια καρποφορία, ο Θεός; Το θέμα δεν είναι αν δίνει ο Θεός. Ο Θεός; Δίνει, είτε αξίζουμε, είτε όχι. Το θέμα είναι, αν εμείς παρακαλούμε το Θεό να δώσει. Και Τον παρακαλεί όποιος Τον αναγνωρίζει. Και Τον αναγνωρίζει, όποιος Τον γνωρίζει. Ο άφρων πλούσιος καμία αναφορά δεν κάνει στο Θεό, στην πηγή της ευφορίας. Γιατί «ευφόρησεν η χώρα»; Διότι δεν αφόρισε ο Θεός τελείως τον άνθρωπο. δεν τον ξέκοψε από την αγάπη του. Ευφόρησε η χώρα διότι ο Θεός έριξε τη βροχή. Θα μπορούσε να μη ρίξει καθόλου βροχή, να καταδικάσει τη γη και τους ανθρώπους της στη σκληρή τιμωρία, που λέγεται ανομβρία, όπως καταδίκασε κάποτε τον Ισραήλ, όταν έκλεισε τους ουρανούς και δεν έβρεξε τριάμισι χρόνια. Κάθε φορά, που ανοίγει ο ουρανός το φωτεινό του παράθυρο και στέλνει ο Θεός τις ακτίνες του ήλιου, Τον ευχαριστούμε; Λέμε, Σε ευχαριστώ Θεέ μου; Κάθε φορά που ανοίγει ο ουρανός τις δεξαμενές του και στέλνει ο Θεός τις σταγόνες της βροχής, λέμε Σε ευχαριστώ Θεέ μου; Όχι μόνο αυτό δεν λέμε, αλλά και βλασφημούμε το Θεό, τον Ευεργέτη μας. Πώς λοιπόν, να μη κλείσει κάποτε ο ουρανός με το κλειδί της ανομβρίας; Θα μπορούσε ο Θεός, αντί να ρίξει βροχή ευεργετική, να έριχνε φωτιά και θειάφι, όπως έριξε στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Μήπως εμείς είμαστε καλύτεροι από τους Σοδομίτες; Ήταν καλύτερος από τους Σοδομίτες ο άφρων πλούσιος; Φαΐ, πιοτό, αγοροπωλησίες, συναλλαγές κτήματα, οικοδομές! Να τα ιδανικά του χωρίς Θεό μεταφυσική αγωνία ανθρώπου. Να τα ιδανικά του ταλαίπωρου πλουσίου. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύσου, φάγε, πίε, ευφραίνου». Αμήν

Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ -π. Γερασιμάγγελος Στανίτσας

 ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ



Η μνήμη του θανάτου είναι βέβαια οδυνηρή και δεν την ανεχόμαστε, όμως εξανθρωπίζει τη ζωή μας. Αποδεικνύει τους θησαυρούς και τις ηδονές χωρίς νόημα, αλλά και μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε το πραγματικό νόημα της ζωής μας.

Αν αφαιρέσουμε τη μνήμη του θανάτου από το νου μας, τότε ο κόσμος στέκεται μπροστά μας σαν είδωλο.

Ο «άφρων πλούσιος» της σημερινής παραβολής είχε διαγράψει από τη μνήμη του τον θάνατο . Έτσι ο πλούτος και η άνεση έγιναν είδωλα που του έδιναν την αίσθηση μιας επίγειας αιωνιότητας «ψυχή ἔχεις πολλά ἀγαθά εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάε, πίε, εὐφραίνου». Αυτή η τραγική άγνοια της πραγματικότητας του στέρησε τη δυνατότητα να καταλάβει το αληθινό νόημα της ζωής. Δεν μπόρεσε να βγει από τον ατομισμό του και να καταλάβει την ευλογία του Θεού ώστε ευχαριστώντας Τον να μετατρέψει τα αγαθά του σε κοινά αγαθά.

Η δίψα για απόλαυση και άνεση, όταν διαπιστώνεται από τη μνήμη του θανάτου αλλάζει ποιότητα. Από μονομερώς υλική γίνεται καθολική. Ανακαλύπτει την πνευματική ηδονή που είναι άσχετη με την οδύνη και συγχρόνως βλέπει την αληθινή αξία των υλικών ηδονών και της υλικής δημιουργίας γενικότερα.

Βλέποντας ότι ο Θεός μεριμνά για τα φθειρόμενα, μαθαίνει να στέκεται με σεβασμό απέναντι και στα πιο ταπεινά δημιουργήματα και ταυτόχρονα να αναζητά με επιθυμία την άφθαρτη ωραιότητα του δημιουργού, προσπαθώντας να αναπτύσσει προσωπική σχέση μαζί Του.

Ας δούμε το βασικό πρόβλημα του άφρονος πλουσίου.

Ο Χριστός είπε την παραβολή του άφρονος πλουσίου και να τονίσει τα φρικτά αποτελέσματα της πλεονεξίας.

Ο πλεονέκτης θησαυρίζει για τον εαυτό του. Η πλεονεξία είναι μια πνευματική ασθένεια με πολλές εκδηλώσεις. Βασικό του γνώρισμα είναι ότι στηρίζει τη ζωή του ανθρώπου σε δυνάμεις έξω από τον Θεό (χρήματα, κτήματα, γνώσεις, αξιώματα).

Είναι χρήσιμο να σημειώσουμε τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς του «θησαυρίζοντος ἐαυτῷ» :

α) Κέντρο όλων των δραστηριοτήτων του είναι ο εαυτός του.

β) Αγνοεί την πρόνοια του Θεού - ο κόσμος γι αυτόν είναι θήραμα χωρίς ιδιοκτήτη - δεν την αισθάνεται ως προσωπική δωρεά του Θεού.

γ) Στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις.

δ) Θεωρεί τον πλούτο ή τις γνώσεις του ιδιοκτησία και όχι μέσο με το οποίο μπορεί να εκδηλώσει την αγάπη του. Γιατί ο πλεονέκτης δεν αγαπά.

Ο Χριστός είναι «ἡ ὁδός καί ἡ ζωή». Πλούσιος για τον Θεό είναι αυτός που έγινε κατοικητήριο της χάριτος του Θεού.

Ο « εἰς Θεόν πλουτῶν» σε κάθε έργο του ξεκινά με την επίκληση του Θεού, αφού βεβαιωθεί, ότι αυτό που επιδιώκει δεν είναι αντίθετο με το θέλημά Του. Εργάζεται να ανατρέψει όλες τις συνέπειες της πτώσεως, στα όρια της προσωπικής του ζωής. Όλα τα έργα του εντάσσονται στο κύριο έργο του, που είναι η ζωοποίηση της ψυχής του, η συντριβή δηλ. του πνευματικού θανάτου, πριν από τον βιολογικό θάνατο.

Θα λέγαμε ότι αγωνίζεται μέσα στα καθημερινά προβλήματα με τη δύναμη του Χριστού, για να πετύχει την ομοίωσή του με το Χριστό.

Χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι η ανιδιοτέλεια και η ταπείνωση. Είναι πλεονέκτης στα πνευματικά, στα οποία όσο αυξάνε , τόσο βυθίζεται στην ταπείνωση και την αφιλαργυρία. Σέβεται την κτίση σαν δώρο του Θεού.

Αγαπά τους ανθρώπους. Πάσχει με τους πάσχοντες. Δίνει τροφή στους πεινασμένους. Αποθέτει στα βαλάντια των πτωχών τον πλούτο της αγάπης του και αποκτά θησαυρούς στον ουρανό. Ετοιμάζει τόπο αναπαύσεως που τον προγεύεται μέσα στην καρδιά του.

Ο «ἄφρων πλούσιος» ξαφνιάστηκε με τον θάνατο. Ο πλούτος του δεν περνούσε το κατώφλι του θανάτου. Ο «εἰς Θεόν πλουτῶν» ήδη από τώρα « ἔχει ζωήν αἰώνιαν».

Κυριακή Θ΄ Λουκά

Κυριακή Θ΄ Λουκά
Το Ευαγγέλιο και το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής,
η απόδοσή τους στην νεοελληνική
και κήρυγμα επί του Ευαγγελίου.
***
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
Κεφ. 12, χωρία 16 έως 21
Η παραβολή του άφρονος πλουσίου
ΙΒ΄/ 16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Τους είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ενός ανθρώπου πλούσιου έφεραν τα χωράφια του μεγάλη σοδειά· και σκεπτόταν μέσα του λέγοντας· Τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν έχω που να μαζέψω τους καρπούς μου; Και είπε· αυτό θα κάνω, θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και στη θέση τους θα χτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα μαζέψω όλα τα γεννήματα μου και τα αγαθά μου και θα πω στην ψυχή μου· Ψυχή, έχεις μαζέψει πολλά αγαθά, πού σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Αναπαύσου, λοιπόν, τρώγε, πίνε, καλοπέρνα. Ο θεός όμως του είπε: «Ανόητε, αυτή τη νύχτα σου ζητούν ξαφνικά την ψυχή σου. Όλα όσα ετοίμασες, σε ποιόν θα ανήκουν τώρα; Αυτά παθαίνει εκείνος πού θησαυρίζει μόνο για τον εαυτό του και δεν φροντίζει να πλουτίζει όπως ο Θεός θέλει. Και λέγοντας αυτά τόνιζε: όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.»
***
Από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου
Κεφ. 2, χωρία 4 έως 10
Κεφ. Β΄ / 4 Αδελφοί, ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 7 ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ' ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.
8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Αδελφοί, ο Θεός επειδή είναι γεμάτος έλεος και ευσπλαχνία, εξαιτίας της πολλής αυτού αγάπης, πού μας έχει αγαπήσει, αν και είμαστε πεθαμένοι από τα παραπτώματα μας, όμως μας ζωντάνευσε μαζί με τον Ιησού Χριστό - με τη χάρη του είσαστε σωσμένοι• και μας ανάστησε μαζί Του και μας κάθισε μαζί Του στα επουράνια, για να δείξει στους κατοπινούς αιώνες τον υπερβολικό πλούτο της Χάριτος Του και την καλοσύνη Του σε μας δια του Ιησού Χριστού. Είσαστε σωσμένοι με τη Χάρη (του Χριστού) και δια μέσου της πίστεως και αυτό δεν οφείλεται σε σας, γιατί και η πίστη είναι δώρο του Θεού. Και αυτό δεν οφείλεται στα έργα των ανθρώπων για να μη καυχηθεί κανένας.
Είμαστε λοιπόν δικό του ποίημα που μας δημιούργησε δια του Ιησού Χριστού, με υποχρέωση να εργασθούμε καλά έργα, εκείνα, που προετοίμασε ο Θεός για να ζήσουμε συμφωνά με αυτά.
***
Κυριακή Θ' Λουκά
Ο άφρων πλούσιος
(Λουκ. ιβ’, 16 - 21)
κήρυγμα επί του Ευαγγελίου
του Ιωάννη Δήμου
Θεολόγου - Φιλολόγου
από την ιστοσελίδα του: www.sostikalogia.com
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε τη συμπεριφορά ενός πλουσίου ανθρώπου, του οποίου τα κτήματα καρποφόρησαν τόσο πολύ ώστε τον απασχολούσε το πρόβλημα πού θα συγκεντρώσει τα αγαθά του. Ενώ δηλαδή άλλοι άνθρωποι σκεπτόταν πώς θα εξοικονομήσουν τα προς το ζην, αυτός αντίθετα ανησυχούσε που δεν είχε πού να αποθηκεύσει τα αγαθά του. Τα γεννήματα του ήταν τόσο πολλά ώστε λησμόνησε και τον ίδιο το Θεό στον Οποίον ούτε ευχαριστώ δεν είπε. Αλλά και τους φτωχούς και πάσχοντες συνανθρώπους του αγνόησε οι οποίοι είχαν ανάγκη βοήθειας. Η καρδιά του πλούσιου είχε αιχμαλωτισθεί στην ύλη ώστε τελικά ο άνθρωπος αποφάσισε να μεγαλώσει τις αποθήκες του και να αποθηκεύσει τα αγαθά του σ' αυτές. Αυτός θα ήταν πλέον ο μοναδικός σκοπός της ζωής του, δηλαδή χαμερπής, ζωώδης και κτηνώδης. Με αυτόν τον τρόπο όμως, επειδή κατέβασε τον εαυτό του στη θέση των άλογων ζώων, κόπηκε το νήμα της ζωής του, αφού δεν είχε πλέον κανένα ανώτερο σκοπό να επιτελέσει στη γη.
Στην κατάσταση αυτή του πλουσίου πολλοί μπορεί να βρεθούν σε κάθε εποχή. Πολλοί είναι εκείνοι που αγνοούν την πολύτιμη ψυχή τους και συμπεριφέρονται σαν να είναι μόνο σάρκες. Το τέλος όμως των ανθρώπων αυτών θα είναι η απώλεια, όπως συνέβη και με τον πλούσιο της παραβολής. Και βέβαια ο πλούτος του δεν ήταν η αιτία της απώλειάς του, γιατί ο πλούτος βρισκόταν στη δική του εξουσία, δηλαδή να του κάνει καλή ή κακή χρήση. Εάν έδειχνε ευγνωμοσύνη προς το Θεό και βοηθούσε τους έχοντες ανάγκη, τότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και δε θα έφθανε σ' αυτό το κατάντημα. Αυτός όμως έδειξε αχαριστία στο Θεό και ασπλαχνία στους ανθρώπους. Το κατάντημα του άφρονα πλουσίου έχουν όλοι εκείνοι που ακολουθούν το παράδειγμα του και στρέφουν την προσοχή τους μόνο στα υλικά αγαθά. Η επίγεια ζωή είναι ο χώρος όπου πρέπει να βασιλεύει η αγάπη, η καλοσύνη, η ανθρωπιά και η αδελφική αλληλεγγύη, όπως είναι το θέλημα του Θεού.
Όσοι επιθυμούν τη σωτηρία τους οφείλουν να πειθαρχούν στο θέλημα του Θεού και να αποφεύγουν το πάθος της πλεονεξίας το οποίο επιφέρει την οργή του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι, όταν έχουμε διατροφές και σκεπάσματα, ας αρκούμαστε σ' αυτά. Αλλά και οι πλούσιοι στον κόσμο αυτό δεν είναι καταδικασμένοι, επειδή είναι πλούσιοι, γιατί μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο και για τον εαυτό τους, αλλά και για τους έχοντες ανάγκη. Μπορούν να βοηθούν τους φτωχούς και ασθενείς με τη βεβαιότητα ότι η φιλανθρωπία τους θα ληφθεί από το Θεό ως θετικό στοιχείο κατά την ημέρα της κρίσεως. Ο Θεός είναι ελεήμων και δίνει χάρη και έλεος σε όσους ελεούν τους αδύνατους και τους φτωχούς.
Παράδειγμα πλούσιου ανθρώπου από την Παλαιά Διαθήκη είναι ο Ιώβ ο οποίος ζούσε στην Αυσίτιδα χώρα και ήταν «αληθινός, άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος». Ο Θεός τον είχε ευλογήσει και είχε επτά γιους και τρεις θυγατέρες, κτήματα, ζώα και πλούτη πολλά. Ήταν ευτυχής και δόξαζε το Θεό καθημερινά. Τα πλούτη του δεν τον έκαναν αχάριστο προς το Θεό ούτε σκληρό προς τους συνανθρώπους του. Αντίθετα ήταν άνθρωπος του Θεού και όλοι τον υπολόγιζαν και τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Αλλά και ο Αβραάμ τον οποίον οδήγησε ο Θεός στη γη της επαγγελίας και του χάρισε πλούτη πολλά, δεν φάνηκε αχάριστος στο Θεό. Το πρώτο του έργο μόλις έφθασε στη γη της επαγγελίας ήταν να προσευχηθεί και να ευχαριστήσει τον Πανάγαθο Θεό για τις ευεργεσίες Του. Ο άφρων όμως πλούσιος δε θέλησε να μιμηθεί τον Ιώβ και τον Αβραάμ. Ας αποφεύγουμε το παράδειγμα του. Αμήν.
***
Από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου
Κεφ. 4, χωρία 1 έως 7
Η κλῆσις τοῦ Θεοῦ συνεπάγεται ἑνότητα
Κεφ. Δ΄ / 1 Αδελφοί, παρακαλώ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, 2 μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, 3 σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. 4 ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5 εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν. 7 ῾Ενὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Αδελφοί, σας παρακαλώ εγώ ο φυλακισμένος για το όνομα του Κυρίου, να φερθείτε στη ζωή σας αντάξια με το όνομα και την τιμητική θέση, πού σας έδωσε ο Θεός, γεμάτοι ταπεινοφροσύνη και πραότητα και μακροθυμία· να σηκώνετε ο ένας του άλλου τα ελαττώματα με αγάπη και να φροντίζετε με κάθε τρόπο να έχετε μεταξύ σας την ενότητα του Αγίου Πνεύματος μέσα στο σύνδεσμο της ειρήνης. Να είσαστε ένα και να έχετε ένα φρόνημα καθώς και δεχθήκατε το κά­λεσμα του Θεού με μιαν ελπίδα. Ένας και για όλους μας είναι ό Κύριος, μία είναι η πίστη- ένα είναι το βάπτισμα-ένας είναι ο Θεός και πατέρας όλων, εκείνος πού είναι πάνω απ' όλα και μέσα σε όλους μας.
Στον καθένα μας δόθηκε η χάρη, σύμφωνα με το μέτρο, πού έχει ο Χριστός, όταν μοιράζει τα χαρίσματα Του.

Κυριακή Θ' Λουκά (παραβολή του άφρονα πλουσίου) -π. Χερουβείμ Βελέντζας


Λουκ. 12, 16-21

Άφρονα χαρακτηρίζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής που ακούμε κατά τη σημερινή Θεία Λειτουργία. Τον πλούσιο εκείνο που η γη του έκανε τόσο πολλούς καρπούς, ώστε δεν είχε πού να τους βάλει. Και σκέφτηκε: “θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες και θα πω: ψυχή μου, έχεις άφθονα αγαθά για πολλά χρόνια, φάε, πιες, ευχαριστήσου”. Ο Θεός όμως του είπε: “άφρονα, απόψε αφήνεις την τελευταία σου πνοή. Όλα αυτά που ετοίμασες σε ποιόν θα ανήκουν λοιπόν;”.

Τέτοιος είναι ο άνθρωπος που μαζεύει θησαυρούς για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει κατά Θεόν”. Με αυτή τη φράση κλείνει ο Χριστός την παραβολή, θέλοντας να αντιδιαστείλει τη μέριμνα για τα υλικά αγαθά με τη φροντίδα για την απόκτηση των πνευματικών θησαυρών. Δεν καταδικάζει τον άνθρωπο της παραβολής επειδή ήταν πλούσιος, ούτε γιατί καρποφόρησε άφθονα η γη του. Τον κατακρίνει για τον εγωκεντρισμό του, που αφ' ενός μεν θεώρησε ότι τα αγαθά που απέκτησε προορίζονται αποκλειστικά για τη δική του ευχαρίστηση και αφ' ετέρου πίστεψε ότι θα ζει αιώνια και θα απολαμβάνει τον πλούτο του.
Τον χαρακτηρίζει ο Χριστός άφρονα, δηλαδή ανόητο, όχι για την προνοητικότητά του, αλλά για την απληστία του. Θα μπορούσε ο πλούσιος της παραβολής να συγκεντρώσει τα αγαθά του στις αποθήκες που διέθετε και το περίσσευμα να το δώσει στους φτωχούς, περιμένοντας στο μεταξύ τη νέα σοδειά. Αυτός όμως όχι μόνο δεν σκέφτεται τον πλησίον του, αλλά με τη συμπεριφορά του δείχνει ότι δεν εμπιστεύεται τον Θεό, ή έστω τη γη την ίδια που παράγει τους καρπούς. Και το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο, από το να στερηθεί και ο ίδιος, μιας που ο Θεός τον παίρνει από την επίγεια ζωή, όλα αυτά που με κόπο και ιδρώτα συνέλεξε για την δική του προσωπική απόλαυση.
Καταδικάζει επιπλέον τούτη τη συμπεριφορά ο Κύριος, επειδή στο βάθος του ο εγωκεντρισμός συνιστά απιστία κατά του Θεού. Χαίρεται ο πλούσιος με τη γη και τα αγαθά του, θεωρεί ότι του ανήκουν όλα και ότι μπορεί μόνος του να ρυθμίζει τη ζωή του. Ξεχνά πως ό,τι και αν έχουμε, είναι δώρο του Θεού, ακόμα και τα υλικά αγαθά. Ξεχνά, ακόμα περισσότερο, πως όσο και αν προσπαθήσουμε, πάντα υπάρχουν γεγονότα και καταστάσεις στη ζωή μας που ούτε να προβλέψουμε μπορούμε, ούτε να ελέγξουμε ή να αποτρέψουμε. Και εκεί, αν μη τι άλλο, αποδεικνύεται πόσο εύθραυστη είναι η “παντοδυναμία” μας και πόσο έχουμε ανάγκη τη βοήθεια του Θεού.
Γι αυτό και ο Χριστός, στην επί του Όρους ομιλία Του, πριν μας παροτρύνει να φροντίζουμε για τους πνευματικούς θησαυρούς, μας λέει να μη μεριμνάμε ούτε για τροφές, ούτε για ενδύματα, ούτε για επίγειους θησαυρούς που αφανίζονται από τους κλέφτες και από τη φθορά του χρόνου, και να μην είμαστε ολιγόπιστοι αλλά να έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό, που φροντίζει και προσφέρει τροφή στα πουλιά και λαμπρά χρώματα στα λουλούδια, και κάθε απαραίτητο αγαθό στον άνθρωπο που πιστεύει στον Θεό[1]. “Αλλά”, μας παροτρύνει, “ να αποθησαυρίζετε τους επουράνιους θησαυρούς, που ούτε σαπίζουν, ούτε καταναλώνονται, ούτε αρπάζονται από τους κλέφτες. Γιατί όπου βρίσκεται ο θησαυρός σου, εκεί είναι και η καρδιά σου”[2].
Δυστυχώς, η καρδιά των ανθρώπων ανέκαθεν κινείται και προσκολλάται σε αυτά που βλέπει, στις μέριμνες του βίου και στα υλικά αγαθά. Η καταναλωτική κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά επίφαση αυτού του γεγονότος. Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μια σπουδή να αποκτήσουμε όσο περισσότερα μπορούμε, προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιο άνετη, και τελικά εγκλωβιζόμαστε στην αναζήτηση της ευτυχίας, στη δυστυχία της πλεονεξίας μας. Αδιαφορούμε για τον πλησίον μας, για τα προβλήματά του, για τις ανάγκες του. Και τελικά, σαν τον άφρονα της παραβολής, παγιδευόμαστε στον εγωισμό μας και ολιγοπιστούμε απέναντι στο Θεό.
Δεν μας λέει ο Χριστός να μη φροντίζουμε για την οικογένειά μας, για το μέλλον των παιδιών μας, για την εξασφάλιση των αναγκαίων. Αλλά μας τονίζει ότι δεν είναι αυτά όλα τόσο σημαντικά, ώστε να ξεχνούμε την επιμέλεια της ψυχής μας. Μας παροτρύνει λοιπόν να προσδιορίσουμε εκ νέου τις προτεραιότητές μας, να στρέψουμε και πάλι στο βλέμμα στον ουρανό: “να επιζητείτε πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν”[3].

[1] Πρβ. Ματθ. 6, 19-32.
[2] Ματθ. 6, 20-21.
[3] Ματθ. 6,33.


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2009/11/22-11-09.html#ixzz1e6UP5bUv

«Ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών» Κυριακή Θ Λουκά -Ιερά Μητρόπολις Πάφου

«Ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών»
Θησαυρούς προϊόντων τεράστιους, αμύθητους, συγκέντρωσε εκείνη τη χρονιά ο πλούσιος της παραβολής. Συλλογιζόταν τι έπρεπε να κάνει και πως και που να συγκεντρώσει τα γεννήματα του, αφού οι αποθήκες του ήταν ανεπαρκείς. Αναγκάστηκε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, να γκρεμίσει τις παλιές του αποθήκες, να κτίσει μεγαλύτερες για να μπορέσει να συγκεντρώσει και να φυλάξει τα αμέτρητα εισοδήματα που του απέδωσαν τα χωράφια του. Και σκέφτηκε: Τώρα πια δεν έχω καμιά ανάγκη για πολλά χρόνια. Θα αναπαύομαι, θα τρώγω και θα πίνω και θα απολαύσω τη ζωή μου, χωρίς καμιά έννοια πλέον.
Δεν πέρασε ούτε για μια στιγμή απ’ το μυαλό του, σε ποιον ώφειλε όλο αυτόν τον πλούτο. Δεν σκέφτηκε να ευχαριστήσει και να δοξολογήσει τον Θεό για τις κυριολεκτικά απρόσμενες ευεργεσίες Του. Έτσι όταν του ανεκοίνωσε ο Θεός ότι θα πεθάνει εκείνη τη νύκτα, δεν μπορούσε, δεν είχε τι να απαντήσει, τι θα γινόταν αυτά που με τόση φροντίδα συγκέντρωσε. Αυτά στα οποία εναπόθεσε όλα τα σχέδια της καλοπέρασης και τις ελπίδες για το μέλλον.
Και καταλήγει ο Κύριος την παραβολή: Έτσι θα πάθει εκείνος που θησαυρίζει υλικά αγαθά για τον εαυτό του. Αυτός που αποφάσισε να απολαμβάνει μόνο ο ίδιος, χωρίς να υπολογίζει κανέναν άλλο. Αυτός που δε φροντίζει να συγκεντρώσει και να αποταμιεύσει έργα αγάπης για τον πλησίον, έργα πνευματικά αρεστά στον Θεό.
Ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, φτιαγμένος από σάρκα και οστά, υλικά και φθαρτά, είναι φυσικό και αποδεκτό να αποβλέπει στην απόκτηση αγαθών. Είναι φυσικό να επιζητεί την οικονομική του εξασφάλιση. Είναι τελείως ανθρώπινο να φροντίζει για την προσωπική του επιβίωση αλλά και της οικογενείας του, την ανάπτυξη. Είναι ακόμη και υποχρέωση μας, να φροντίζουμε για τη διατήρηση της ζωής μας, στηριζόμενοι στην χρήση και κατανάλωση υλικών αγαθών. Θα ήταν πραγματικά ασύνετο να μιμηθούμε το τζιτζίκι που χωρίς καμιά φροντίδα όλο το καλοκαίρι τραγουδά. Ενώ ασφαλώς χαρακτηριζόμαστε λογικά όντα, όταν μιμούμενοι τα μυρμήγκια φροντίζουμε για την συλλογή αγαθών και την αποταμίευση τους.
Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα; Άνθρωπος ήταν με υλικές ανάγκες και επιθυμίες, ο πλούσιος της παραβολής. Για να επιβιώσει θα έπρεπε να τις ικανοποιεί. Συνεπώς τι είναι αυτό που καταδίκασε τον άφρονα πλούσιο. Δώρα και ευεργεσίες του Θεού ήταν, τα έξω από κάθε φαντασία εισοδήματα, που απέκτησε εκείνη τη χρονιά ο πλούσιος. Το πρώτο του λάθος ήταν ότι δεν έννοιωσε την ανάγκη να ευχαριστήσει τον μεγάλο δωρητή. Πάντοτε, τα πάντα σε Κείνον οφείλονται. Και επομένως Εκείνον πρέπει να ευχαριστούμε. Πολύ περισσότερο εκείνη τη χρονιά με την απίθανη συγκομιδή που τόσο τον προβλημάτισε. Αλλά όλη η φροντίδα του και η συστηματική οργάνωση για τη συγκομιδή και τη φύλαξη, ένα και μοναδικό σκοπό είχε.
Την παντοειδή προσωπική του ικανοποίηση. Με τη βεβαιότητα ότι για πολλά χρόνια θα μπορούσε τελείως αφρόντιστα να καλοπερνά και να γλεντοκοπά. Δεν κοίταξε γύρω του να δει τους συνανθρώπους του, αν έχουν κάποια ανάγκη. Πως άραγε εκείνοι περνούν; Ποια οικονομικά προβλήματα, που δεν μπορούν να τα λύσουν, τους απασχολούν. Διαχειριστή υλικών αγαθών τον διόρισε ο Κύριος. Κανείς δεν τον ανάγκασε να μην χρησιμοποιεί τα υλικά αγαθά. Κανείς δεν τον υποχρέωσε να πεινά και να στερείται. Κανείς δεν του αμφισβήτησε το δικαίωμα να έχει, να αποκτά και να συγκεντρώσει υλικά αγαθά. Αλλά όλα έχουν ένα σκοπό, ένα προορισμό. Δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτή τη γη, που προσωρινά ζούμε. Υπάρχουν γύρω πολλοί άλλοι σαν και μας. ΄Αλλοι δεν έχουν κανένα οικονομικό πρόβλημα και άλλοι δυσκολεύονται να έχουν και τα απολύτως αναγκαία. Συνεπώς όσοι έχουμε τουλάχιστο κάτι περισσότερο από τα αναγκαία, έχουμε υποχρέωση να βλέπουμε γύρω μας και να βοηθούμε. Αλλά φυσικά πρώτα να γυρίζουμε τα μάτια μας στον ουρανό και να απευθύνουμε τη δοξολογία και τις ευχαριστίες μας στον δωρεοδότη Θεό. Προσέξτε ακόμη, αγαπητοί μου, κάτι άλλο που τονίζει ο κύριος στην παραβολή. Δεν περιορίστηκε μόνο στο να τρώει, να πίνει και να γλεντά. Θα έπαυε πλέον και να εργάζεται. Φυσικά δεν είχε ανάγκη με όλα εκείνα τα αγαθά που συγκέντρωσε για πολλά χρόνια. Κατακρίνεται ωστόσο αυτή η τεμπελιά αυτού του ανθρώπου. Εμπιστεύεται στον πλούτο του. Επαναπαύεται στο πλήθος των αγαθών που συγκέντρωσε, που δεν παύουν να είναι υλικά. Δεν παύουν να είναι φθαρτά, πρόσκαιρα. Μια φωτιά, μια πλημμύρα, μια ληστεία, ένας σεισμός, ένας πόλεμος, μπορούν να τα εξαφανίσουν. Όλα αυτά μπορεί να χαθούν και να βρεθούμε φτωχοί και άποροι, πεινασμένοι και άρρωστοι. Να αντιμετωπίζουμε πλήθος δυσεπίλυτων προβλημάτων. Προβλημάτων που δεν εξαρτώνται από τις προσπάθειές μας, τις ικανότητές μας, την εξυπνάδα μας για βρουν τη λύση τους. Άρα είναι λάθος να εμπιστευόμαστε σε υλικά αγαθά. Έπειτα υπάρχει και ο θάνατος, και όπως έλεγε κάποιος «τα σάβανα δεν έχουν τσέπες». Τι παίρνει κανείς μαζί του, όταν έλθει ο θάνατος, όπως του πλουσίου της παραβολής; «Α δε ητοίμασας τίνι έσται;» Αυτή ήταν η αφροσύνη του. Ποτέ δε σκέφτηκε το μόνο βέβαιο που έχουμε να περιμένουμε, το θάνατο. Ποιος είναι βέβαιος ότι μπορεί να απολαύσει τα αγαθά του; Ποιος από μας. θα πάρει αυτά που μαζεύουμε σ’ όλη μας τη ζωή; Ενώ αν έχουμε προσφέρει έργα αγάπης, αν έχουμε ζήσει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτά μας ακολουθούν. Είναι πνευματικές αξίες. Είναι τα εφόδια του αιώνιου και τελικού προορισμού. Είναι το εισιτήριο για τη βασιλεία του Θεού. Γιαυτά τα αγαθά δεν χρειάζεται να γκρεμίσουμε αποθήκες. Δεν καταστρέφονται. Είναι ο πλούτος εις Θεόν. Ας αποταμιεύουμε καθημερινά έργα αγάπης. Ας φροντίσουμε να γεμίσουμε τις πνευματικές μας αποθήκες, για να αγοράσουμε το εισιτήριο για τη βασιλεία του Θεού.
Δ.Γ.Σ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...