Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου
Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή, πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξ ίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθή η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις αλλά και να μην αλαζονευθή κάποιος όταν τον δοξάζουν. Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής· ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη την βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο ότι είχαν προβληθή από τον εχθρό τα αγωνίσματα. Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούτος αυτός για τον οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται· αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήση και άλλον· και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνη πιο κοινωνική και ήμερη. Διότι λέγει· «ανθρώπου τινός πλουσίου ηυφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο καθ΄ εαυτόν· τι ποιήσω; Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω»· γιατί όμως είχαν τόσην ευφορία τα χωράφια ενός ανθρώπου ο οποίος κανένα καλόν δεν επρόκειτο να κάμη με τα αγαθά που θα αποκόμιζε; Για να φανή περισσότερον η μακροθυμία του Θεού και ότι η καλωσύνη του φθάνει μέχρι και του σημείου αυτού. Διότι «βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και ανατέλλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς». Η καλωσύνη του όμως αυτή επισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία για τους πονηρούς. Ποτίζει με τις βροχές την γη που καλλιεργείται από τα χέρια των πλεονεκτών· έδωσε τον ήλιο για να θερμαίνη τους σπόρους και να πολλαπλασιάζη δια της ευφορίας τους καρπούς. Και όλα όσα προέρχονται από τον Θεόν παρόμοια είναι· καταλληλότης της γης, εύκρατοι καταστάσεις των αέρων, αφθονίες σπερμάτων, συνεργία βοών και ότι άλλο βοηθεί στην παραγωγή της γεωργίας. Τι είδους όμως είναι αυτά που προέρχονται από τον άνθρωπον; Η πικρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία στο να δώση. Αυτά ανταπέδωσεν ο άνθρωπος για να δείξη την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτην. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύσι, δεν εθεώρησε απαραίτητο να διαμοιράση το περίσσευμά του στους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολή «μη απόσχη (απέχεις) ευ ποιείν ενδεή» και «ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλειπέτωσάν σε» και «διάθρυπτε (να διαμοιράζης) πεινώντι τον άρτον σου». Και μολονότι όλοι οι Προφήτες και όλοι οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισηκούοντο από τον πλούσιον· αλλά οι μεν αποθήκες εκινδύνευαν να διαρραγούν στενοχωρούμενες από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών, η αμετάδοτος καρδία όμως δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτη συνεχώς τα νέα στα παλαιά και να αυξάνη την ευπορία με την συγκομιδή κάθε έτους, περιέπεσε στην αδιέξοδον αυτήν αμηχανίαν· ούτε επέτρεπε δηλαδή να ελαττωθούν τα παλαιά εξ αιτίας της πλεονεξίας, ούτε επαρκούσε να αποθηκεύση τα νέα εξ αιτίας του πλήθους των. Γι΄ αυτό και οι ιδέες του ήσαν αλλεπάλληλοι και οι φροντίδες ανυπέρβλητοι. Τι να κάμω;
Ποίος δεν θα ελυπείτο αυτόν που ευρίσκεται σε τόσην στενοχωρία; Ταλαίπωρος ενώπιον τόσο μεγάλης ευφορίας, ελεεινός εμπρός στα παρόντα αγαθά, ελεεινότερος ενώπιον των προσδοκωμένων. Δεν του αποφέρει εισοδήματα η γη· στεναγμοί μόνον του φυτρώνουν· δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά φροντίδες και λύπες και αμηχανίαν φοβερά. Θρηνεί όμοια με τους πτωχούς. Ή μήπως δεν εκβάλλει την ιδίαν φωνή και ο στενοχωρούμενος για την πτωχεία του; Τι να κάμω; Από πού τροφές; Από πού ενδύματα; Τα ίδια λέγει και ο πλούσιος· η καρδία του πονά, η μέριμνα τον κατατρώγει. Πράγματι, αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λυώνει τον πλεονέκτη. Δεν χαίρεται που τα έχει όλα άφθονα και στην διάθεσί του, αλλά αντιθέτως ο πλούτος που ρέει γύρω του κεντά την ψυχήν του, μήπως καθώς ξεχειλίζει από τις αποθήκες χυθή και προς τους έξω και γίνη αφορμή κάποιου καλού για τους πτωχούς.
Και μου φαίνεται ότι το πάθος της ψυχής αυτού ομοιάζει με εκείνο των γαστριμάργων, οι οποίοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία, παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείματα στους ενδεείς. Συνειδητοποίησε, άνθρωπε, ποίος σου τα έδωσε. Ενθυμήσου ποίος είσαι, τι διαχειρίζεσαι, από ποίον τα έλαβες, για ποίον λόγον επροτιμήθης από τους πολλούς. Έγινες υπηρέτης του αγαθού Θεού, διαχειριστής για τους συνανθρώπους σου. Μη νομίζης ότι όλα έχουν ετοιμασθή για την κοιλία την ιδική σου. Να θεωρής ως ξένα αυτά που έχεις στα χέρια σου· προσωρινώς σε ευφραίνουν, έπειτα ξεγλιστρούν σαν το νερό και χάνονται· θα σου απαιτηθή όμως γι΄ αυτά να δώσης λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά συ τα έχεις αμπαρώσει όλα με θύρες και μοχλούς· και αφού τα ασφάλισες καλά επαγρυπνείς με τις φροντίδες τους και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ανόητον σύμβουλο, τον εαυτό σου. Τι να κάμω; Εύκολο ήταν να ειπή ότι θα χορτάσω αυτούς που πεινούν, θα ανοίξω τις αποθήκες και θα καλέσω όσους έχουν ανάγκη. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας, θα ειπώ λόγον μεγαλόψυχο· όσοι στερείσθε τον άρτον, ελάτε εδώ, να λάβη ο καθένας από την δωρεά που έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν κάνεις έτσι· τι δηλαδή; Φθονείς μάλιστα τους ανθρώπους για την απόλαυσι των αγαθών και δημιουργείς μέσα στην ψυχή σου πονηρούς συλλογισμούς, φροντίζοντας όχι πώς να χορηγήσης στον καθένα ότι του χρειάζεται, αλλά πως θα τα αποθηκεύσης όλα και έτσι θα αποστερήσης όλους από την ωφέλεια που θα είχαν από αυτά. Παρουσιάσθησαν εκείνοι που απαιτούν την ψυχήν του, και εκείνος συζητούσε με την ψυχήν του για τα φαγητά. Αυτή την νύκτα τον παρελάμβαναν και αυτός εφαντάζετο πολυχρόνιο την απόλαυσι. Του επετράπη όμως να κάνη όλες αυτές τις σκέψεις και να εκδηλώση την εσωτερικήν του διάθεσι, ώστε να δεχθή απόφασιν ανάλογο με την προαίρεσί του.
Αυτό όμως μη το πάθης εσύ. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγον έχει γραφή, για να αποφύγωμε την εξομοίωσι με εκείνον. Την γη να μιμηθής, ω άνθρωπε· να καρποφορήσης όπως εκείνη, μη φανής κατώτερος από αυτήν που δεν έχει ψυχήν. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς όχι για ιδικήν της απόλαυσιν, αλλά για να υπηρετήση εσένα. Ενώ συ τον καρπό της αγαθοεργίας σου, για τον εαυτόν σου τον συγκεντρώνεις· διότι οι δωρεές των αγαθών έργων επιστρέφουν στους δωρητάς. Έδωσες στον πεινασμένον; Αυτό που εδόθη γίνεται ιδικό σου, και μάλιστα επανέρχεται επηυξημένον. Όπως ακριβώς ο σίτος, όταν πέση στην γη γίνεται κέρδος για τον σπορέα, έτσι και ο άρτος που κατετέθη στον πεινασμένον αποδίδει ύστερα μεγάλον κέρδος. Ας σου γίνη λοιπόν το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην». Γιατί λοιπόν αδημονείς, γιατί κόπτεσαι, αγωνιζόμενος να περικλείσης τον πλούτο με πηλό και πλίνθους; «Κρείσσον (προτειμώτερον) όνομα καλόν υπέρ πλούτον πολύν». Εάν όμως θαυμάζης τα χρήματα για την δόξα που απολαμβάνεις χάριν αυτών, σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεί το να αποκαλείσαι μυρίων τέκνων πατέρας παρά να έχης μυρίους στατήρες στο βαλάντιόν σου. Διότι τα χρήματα θα τα εγκαταλείψης εδώ και χωρίς να το θέλης, ενώ την υπόληψι για τα καλά έργα θα την προσκομίσης στον Δεσπότην, όταν ολόκληρος λαός θα σε περικυκλώση ενώπιον του κοινού Κριτού, και θα σε αποκαλούν τροφέα και ευεργέτην και με όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που διαθέτουν μέσα στα αμφιθέατρα τον πλούτο τους προς τους αθλητάς του παγκρατίου και στους ηθοποιούς και σε ωρισμένους θηριομάχους ανθρώπους, τους οποίους θα εσιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύση και αυτό για την τιμή της στιγμής και για τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του λαού; Και συ που μέλλεις να απολαύσης τόσην μεγάλη δόξαν είσαι τόσο μικροπρεπής όταν πρόκειται για παρόμοιες δαπάνες; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθή, Άγγελοι θα σε επευφημούν, όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν· δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι για σε τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών αυτών πραγμάτων· όμως για κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, αφού η μέριμνά σου για τα παρόντα σε έκαμε να περιφρονής τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, διάθεσε τον πλούτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος και λαμπρός όσον αφορά τις δαπάνες γι΄ αυτούς που έχουν ανάγκην. Ας λεχθή και για σε: «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα». Μην αυξάνης τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μη περιμένης πότε θα υπάρξη έλλειψις σίτου για να ανοίξης τις σιταποθήκες. «Ο γαρ τιμιουλκών (που αυξάνει την τιμή) σίτον, δημοκατάρατος». Μη περιμένης λιμοκτονία για να κερδίσης χρυσόν, ούτε κοινήν στέρησι για να πλουτίσης ο ίδιος. Μη καπηλευθής ανθρώπινες συμφορές, μην εκμεταλλευθής την οργήν αυτήν του Θεού για να αποκτήσης χρηματικήν περιουσία. Μην ερεθίσης τα τραύματα εκείνων που έχουν πληγωθή από τις μάστιγες. Συ όμως αποβλέπεις στο χρήμα, και στον αδελφό δεν προσβλέπεις. Και γνωρίζεις μεν την σημασία που έχει το χάραγμα του κάθε νομίσματος, και ξεχωρίζεις το γνήσιον από το πλαστόν, αγνοείς όμως εντελώς τον αδελφό στην ώρα της ανάγκης. Και σε υπερευχαριστεί μεν το ωραίο χρώμα του χρυσού, δεν υπολογίζεις όμως πόσο σε επιβαρύνει ο στεναγμός του πτωχού. Πώς να σου κάμω γνωστά τα βάσανά του; Εκείνος, αφού παρατηρήση τα όσα υπάρχουν μέσα στον οίκο του, βλέπει ότι ο μεν χρυσός ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξη ποτέ. Τα σκεύη δε και το ένδυμά του είναι τοιαύτα ώστε αν κάποιος πτωχός θελήση να τα αποκτήση, αξίζουν όλα μαζί ολίγους οβολούς. Τι λοιπόν; Στρέφει τώρα το βλέμμα στα παιδιά του για να οδηγήση αυτά στην αγορά και να εύρη από εκεί ανακούφισιν από τον θάνατον. Αναλογίσου εδώ τι αγώνας γίνεται μεταξύ της ανάγκης που δημιουργεί η πείνα και της πατρικής στοργής. Η πείνα απειλεί με τον πιο οικτρόν θάνατον, ενώ η φύσις τον ωθεί να αποθάνη μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλές φορές ώρμησε να το πραγματοποιήση και άλλες τόσες οπισθοχώρησε, τελικώς υπέκυψε αφού τον εξεβίασε τόσον αμείλικτα η ανάγκη. Και τι συλλογίζεται τώρα ο πατέρας; Ποίον να θυσιάσω πρώτον; Ποίον θα ιδή με ευχαρίστησιν ο σιτοπώλης; Να έλθω στον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά τον μικρό μου; Λυπούμαι όμως την ηλικία του, που δεν γνωρίζει από συμφορές. Ο ένας έχει φανερά τα χαρακτηριστικά των γονέων του, ο άλλος έχει καλήν επίδοσι στα μαθήματα. Αλλοίμονο, τι αδιέξοδο; Τι θα γίνω; Ποίον θα αδικήσω; Ποίου θηρίου την καρδία να αναλάβω; Πώς να λησμονήσω την φύσι; Εάν τους κρατήσω όλους, θα τους ιδώ όλους να αφανίζωνται από την πείνα. Εάν διαθέσω προς ανταλλαγήν τον ένα, με ποίους οφθαλμούς θα αντικρύσω τους υπολοίπους, αφού ήδη θα με υποπτεύωνται για έλλειψιν εμπιστοσύνης; Πως θα κατοικώ εδώ μέσα, αφού μόνος μου κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνο; Πως θα πλησιάσω σε τραπέζι που θα έχη γεμίσει με τον τρόπον αυτόν;
Και αυτός μεν έρχεται με άφθονα δάκρυα να πωλήση το πιο αγαπημένο από τα παιδιά του, συ όμως δεν λυγίζεις από την συμφοράν, ούτε αναλογίζεσαι την φύσιν. Αλλά ενώ η λιμοκτονία συνθλίβει τον ταλαίπωρο, συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και έτσι του κάνεις διαρκεστέρα την συμφορά. Και αυτός μεν προσφέρει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο των τροφών, το ιδικό σου όμως χέρι δεν ξηραίνεται υποδεχόμενο τιμήματα τοιούτων συμφορών, αλλά και αγωνίζεσαι για περισσότερον κέρδος· φιλονικείς για να λάβης όσο το δυνατόν περισσότερα και να δώσεις ολιγώτερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο την συμφοράν αυτού του δυστυχούς. Ούτε τα δάκρυα του πόνου, ούτε ο στεναγμός σου μαλακώνουν την καρδίαν, αλλά μένεις άκαμπτος και αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις ως χρυσά, τα φαντάζεσαι όλα χρυσά· αυτό είναι το όνειρό σου όταν κοιμάσαι, αυτή η έννοια σου όταν ξυπνάς. Όπως ακριβώς οι μανιακοί δεν βλέπουν τα ίδια τα πράγματα αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και η δική σου ψυχή που έχει κυριευθή από την φιλοχρηματία, τα βλέπει όλα ως χρυσόν και ως άργυρον. Πιο ευχαρίστως θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιον, Εύχεσαι όλα να μετατραπούν σε χρυσάφι και ευρίσκεις βέβαια τρόπους να το κατορθώσης, όσον σου είναι δυνατόν.
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσης χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σε γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά πολλές φορές επιτρέπουμε αφειδώς να τρώγουν όσον και ότι επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν χορτασμό να τους προκαλέσουμε αποστροφή. Με τον πλεονέκτην όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσον περισσότερα αποκτά τόσον πιο πολλά επιθυμεί. «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε (προσκολλάτε την) καρδίαν». Συ όμως κρατείς τον πλούτο που συνεχώς αυξάνεται και περιφράσσεις όλες τις διεξόδους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζη, τι σου προξενεί; Αχρηστεύει τις ασφάλειες, και μάλιστα βιαίως τώρα που έχει αμπαρωθή, και πλημμυρίζει· καταστρέφει τις αποθήκες του πλουσίου; κατεδαφίζει τα χρηματοκιβώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα οικοδομήση μεγαλύτερες; Αμφίβολον είναι εάν και αυτές δεν τις παραδώση στον κληρονόμο του κρημνισμένες. Διότι είναι δυνατόν γρηγορότερα να εγκαταλείψη αυτός την παρούσα ζωήν παρά να κτισθούν εκείνες σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας. Αλλά εκείνου μεν το τέλος είναι ανάλογον με τους κακούς σχεδιασμούς του· σεις όμως, εάν μου έχετε εμπιστοσύνην, ανοίξετε όλες τις θύρες των χρηματοκιβωτίων και αφήσετε να ρέη άφθονος ο πλούτος. Όπως σε ένα μεγάλο ποτάμι που διοχετεύεται με πολυάριθμα κανάλια στην πολύκαρπο γη, έτσι και σεις αφήσετε τον πλούτο να διαμοιρασθή μέσα από διαφόρους δρόμους στις οικίες των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν αφθονώτερο νερό, ενώ όταν εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στειρεύουν· ομοίως και ο πλούτος όταν μένη στάσιμος είναι άχρηστος, ενώ όταν κινήται και μεταδίδεται γίνεται κοινωφελής και καρποφόρος. Ω, πόσο μεγάλος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετουμένους! Εσύ μη τον καταφρονήσης. Και πόσο μεγάλος ο μισθός από τον δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μην απιστήσης.
Πάντοτε να σε συντροφεύη το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου· αυτός, με το να φυλάσση τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζη, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμα δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα· δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της· προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτον από καρπούς και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος· ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών· διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθή η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθής αυτά που σου εδείχθησαν.
Και συ μεν συνομιλείς κρυφά με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως αυτά ελέγχονται στον ουρανό. Γι΄ αυτό από εκεί σου έρχονται οι απαντήσεις. Ποία είναι όμως αυτά που λέγει: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποκείμενα· φάγε, πίε, ευφραίνου καθ΄ ημέραν». Ω τι παραλογισμός. Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλλίτερο θα ημπορούσες να της ευαγγελισθής; Τόσον κτηνώδης είσαι, τόσον αναίσθητος για τα αγαθά της ψυχής, ώστε να της προσφέρης για να την περιποιηθής βρώματα της σαρκός· αυτά που προορίζονται για τον αφεδρώνα, εσύ τα παραπέμπεις στην ψυχή; Εάν μεν έχη αρετήν, εάν είναι πλήρης αγαθών έργων, εάν έχη προσοικειωθή τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά και ας ευφραίνεται με τη καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως το φρόνημά σου είναι γήινο και έχεις Θεόν την κοιλία και είσαι όλος σάρκινος, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουε την προσωνυμία που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος· «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας, τίνι έσται;» Η γελοιοποίησις της απερισκεψίας είναι κακόν μεγαλύτερον από την αιώνιον κόλασι. Αυτός που πρόκειται εντός ολίγου να αρπαγή από την ζωήν αυτή, τι συλλογίζεται; «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Πολύ καλά κάμνεις, θα ημπορούσα να του ειπώ. Αξίζει πράγματι να καταστραφούν τα ταμεία της αδικίας. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που κακώς έχεις οικοδομήσει. Ισοπέδωσε τις σιταποθήκες, από τις οποίες ποτέ κανείς δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που ασφαλίζει την πλεονεξίαν, απομάκρυνε την στέγην, γκρέμισε τους τοίχους, δείξε στον ήλιο τον μουχλιασένον σίτο, βγάλε από την φυλακή τον δευσμευμένον πλούτο, φέρε στο φως τα σκοτεινά καταγώγια του μαμωνά. «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Εάν όμως και αυτές τις γεμίσης, τι άλλο άραγε θα διανοηθής; Ή μήπως πάλι θα τις καταστρέψης, και πάλι θα τις οικοδομήσης; Και τι είναι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζης αδιάκοπα, να βιάζεσαι να οικοδομήσης και να τα καταστρέφης πάλι με βιασύνην; Εάν θέλης, έχεις αποθήκες, τις οικίες των πτωχών. Θησαύρισε για τον εαυτόν σου θησαυρό στον ουρανόν. Αυτά που εναποτίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει, ούτε η σήψις τα αφανίζει, ούτε τα κλέπτουν οι λησταί. Αλλά θα δώσω σε αυτούς που έχουν ανάγκη, όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες. Έχεις εξασφαλίσει λοιπόν την μακροζωία. Κοίταξε μη σε προλάβη αυτός που επείγεται να σε παραλάβη λόγω προθεσμίας. Η υπόσχεσις αυτή αποδεικνύει πονηρίαν και όχι καλοσύνην. Διότι υπόσχεσαι όχι για να δώσης κατόπιν, αλλά για να αποφύγης το παρόν. Τι σε εμποδίζει να τα δώσης τώρα; Δεν έχεις τον πτωχόν ενώπιόν σου; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο πεινασμένος λυώνει, ο γυμνός παγώνει, ο οφειλέτης άγχεται και συ αναβάλλεις την ελεημοσύνην για την επαύριον; Άκουσε τον Σολομώντα «Μη είπης, επανελθών επάνηκε (πήγαινε και ξαναγύρισε), αύριον δώσω... ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα». Τι παραγγέλματα περιφρονείς φράζοντας τα ώτα σου με την φιλαργυρία; Πόσην ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρεωστάς στον ευεργέτη, και να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς τις θύρες των άλλων, αλλά εκείνοι κρούουν τις ιδικές σου; Τώρα όμως είσαι κατηφής και αμίλητος, αποφεύγεις τις συναντήσεις, μη τυχόν αναγκασθής να βγάλης έστω και το παραμικρόν από τα χέρια σου. Ένα λόγο γνωρίζεις· δεν έχω, δεν θα δώσω, είμαι πτωχός. Είσαι πράγματι πτωχός και στερημένος από κάθε αγαθόν· πτωχός από αγάπη, πτωχός από φιλανθρωπία, πτωχός από πίστι στον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιωνία. Κάμε συμμετόχους στα τρόφιμα τους αδελφούς σου· εκείνο που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ΄ αυτόν που το στερείται. Η χειροτέρα μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίδη κάποιος στους ενδεείς ούτε από τα φθαρόμενα.
Και ποίον, λέγει, αδικώ, με το να κρατώ για τον εαυτόν μου αυτά που μου ανήκουν; Ποία, ειπέ μου, είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στην ζωήν αυτήν; Όπως ακριβώς κάποιος που ευρίσκει στο θέατρο θέσι με καλήν θέαν, εμποδίζει έπειτα τους εισερχομένους, θεωρώντας ως ιδικό του αυτό που προορίζεται για χρήσιν κοινήν, έτσι είναι και οι πλούσιοι. Αφού εκυρίευσαν εκ των προτέρων τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται απλώς επειδή τα επρόλαβαν. Επειδή, εάν ο καθένας εκρατούσε εκείνο που αρκεί για την ικανοποίησι των αναγκών του και άφηνε το περίσσευμα σ΄ αυτόν που το χρειάζεται, κανείς δεν θα ήταν πλούσιος, αλλά και κανείς πτωχός. Γυμνός δεν εξήλθες από την κοιλία της μητέρας σου; Πάλι γυμνός δεν θα επιστρέψης στην γη; Τα παρόντα λοιπόν από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγης, ότι μόνα τους ήλθαν, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον δοτήρα· εάν όμως ομολογής ότι είναι από τον Θεόν, ειπέ μας τον λόγο για τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός που διανέμει άνισα τα βιοτικά, είναι άδικος; Γιατί ενώ συ πλουτείς, εκείνος είναι πτωχός; Για κανέναν άλλο λόγο, παρά για να λάβης εσύ τον μισθόν της καλοσύνης και της καλής διαχειρίσεως και εκείνος να τιμηθή με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής. Συ όμως αφού τα περιέλαβες όλα στην αχόρταγον αγκάλη της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανένα δεν αδικείς όταν αποστερής τόσους πολλούς; Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποίος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί όσα ανήκουν στον καθένα. Και συ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας, όταν αυτά που εδέχθης για να τα δισχειρισθής, αυτά συ τα ιδιοποιείσαι; Ή θα ονομασθή λωποδύτης εκείνος που απογυμνώνει τον ενδεδυμένον, αυτός δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπορεί να το κάμη, αξίζει να ονομασθή αλλιώς; Ο άρτος που κρατάς εσύ ανήκει σ΄ αυτόν που πεινά, το ένδυμα που συ φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκει στον γυμνόν, το υπόδημα που συ αφήνεις να σαπίση ανήκει στον ανυπόδητον· το χρήμα που έχεις εσύ κρυμμένο ανήκει σ΄ αυτόν που το χρειάζεται. Ώστε αδικείς τόσους, όσους ημπορούσες να ευεργετήσης.
Καλά τα λόγια, λέγει, αλλά καλλίτερος ο χρυσός. Όπως δηλαδή συμβαίνει με αυτούς που συζητούν με τους ακολάστους περί εγκρατείας. Πράγματι και εκείνοι όταν εξυβρίζεται η πόρνη, φλέγονται προς την επιθυμία μόνον με την ενθύμησι. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτωχού, ώστε να μάθης πόσο μεγάλοι στεναγμοί ευρίσκονται πίσω από τους θησαυρούς σου; Ω πόσον ποθητός θα σου φανή κατά την ημέρα της κρίσεως ο λόγος αυτός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν· εδίψασα και εποτίσατέ με· γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με»! Αλλά πόσον μεγάλη φρίκη, και ιδρώτας και σκοτασμός θα σου προσκληθή όταν ακούσης την καταδίκη: «Πορεύεσθε απ΄ εμού οι κατηραμένοι εις το σκότος το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέμοι φαγείν· εδίψασα και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και ου περιβάλλετέ με»! Διότι εκεί δεν κατηγορείται ο άρπαγας, αλλά κατακρίνεται όποιος δεν μοιράζεται τα αγαθά του με τον πλησίον.
Εγώ μεν είπα όσα εθεώρησα ότι συμφέρουν· για σένα δε, εάν πεισθής, είναι ολοφάνερα τα αγαθά που σύμφωνα με τι επαγγελίες σε αναμένουν· εάν όμως παρακούσης, η απειλή έχει ήδη γραφή. Από αυτήν την εμπειρία σου εύχομαι να διαφύγης, αφού πρώτα αποκτήσης καλλίτερον φρόνημα, για να σου γίνη λύτρον ο ίδιος ο πλούτος σου και να εύρης εκεί έτοιμα τα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους στην Βασιλείαν του, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή, πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξ ίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθή η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις αλλά και να μην αλαζονευθή κάποιος όταν τον δοξάζουν. Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής· ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη την βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο ότι είχαν προβληθή από τον εχθρό τα αγωνίσματα. Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούτος αυτός για τον οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται· αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήση και άλλον· και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνη πιο κοινωνική και ήμερη. Διότι λέγει· «ανθρώπου τινός πλουσίου ηυφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο καθ΄ εαυτόν· τι ποιήσω; Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω»· γιατί όμως είχαν τόσην ευφορία τα χωράφια ενός ανθρώπου ο οποίος κανένα καλόν δεν επρόκειτο να κάμη με τα αγαθά που θα αποκόμιζε; Για να φανή περισσότερον η μακροθυμία του Θεού και ότι η καλωσύνη του φθάνει μέχρι και του σημείου αυτού. Διότι «βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και ανατέλλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς». Η καλωσύνη του όμως αυτή επισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία για τους πονηρούς. Ποτίζει με τις βροχές την γη που καλλιεργείται από τα χέρια των πλεονεκτών· έδωσε τον ήλιο για να θερμαίνη τους σπόρους και να πολλαπλασιάζη δια της ευφορίας τους καρπούς. Και όλα όσα προέρχονται από τον Θεόν παρόμοια είναι· καταλληλότης της γης, εύκρατοι καταστάσεις των αέρων, αφθονίες σπερμάτων, συνεργία βοών και ότι άλλο βοηθεί στην παραγωγή της γεωργίας. Τι είδους όμως είναι αυτά που προέρχονται από τον άνθρωπον; Η πικρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία στο να δώση. Αυτά ανταπέδωσεν ο άνθρωπος για να δείξη την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτην. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύσι, δεν εθεώρησε απαραίτητο να διαμοιράση το περίσσευμά του στους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολή «μη απόσχη (απέχεις) ευ ποιείν ενδεή» και «ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλειπέτωσάν σε» και «διάθρυπτε (να διαμοιράζης) πεινώντι τον άρτον σου». Και μολονότι όλοι οι Προφήτες και όλοι οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισηκούοντο από τον πλούσιον· αλλά οι μεν αποθήκες εκινδύνευαν να διαρραγούν στενοχωρούμενες από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών, η αμετάδοτος καρδία όμως δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτη συνεχώς τα νέα στα παλαιά και να αυξάνη την ευπορία με την συγκομιδή κάθε έτους, περιέπεσε στην αδιέξοδον αυτήν αμηχανίαν· ούτε επέτρεπε δηλαδή να ελαττωθούν τα παλαιά εξ αιτίας της πλεονεξίας, ούτε επαρκούσε να αποθηκεύση τα νέα εξ αιτίας του πλήθους των. Γι΄ αυτό και οι ιδέες του ήσαν αλλεπάλληλοι και οι φροντίδες ανυπέρβλητοι. Τι να κάμω;
Ποίος δεν θα ελυπείτο αυτόν που ευρίσκεται σε τόσην στενοχωρία; Ταλαίπωρος ενώπιον τόσο μεγάλης ευφορίας, ελεεινός εμπρός στα παρόντα αγαθά, ελεεινότερος ενώπιον των προσδοκωμένων. Δεν του αποφέρει εισοδήματα η γη· στεναγμοί μόνον του φυτρώνουν· δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά φροντίδες και λύπες και αμηχανίαν φοβερά. Θρηνεί όμοια με τους πτωχούς. Ή μήπως δεν εκβάλλει την ιδίαν φωνή και ο στενοχωρούμενος για την πτωχεία του; Τι να κάμω; Από πού τροφές; Από πού ενδύματα; Τα ίδια λέγει και ο πλούσιος· η καρδία του πονά, η μέριμνα τον κατατρώγει. Πράγματι, αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λυώνει τον πλεονέκτη. Δεν χαίρεται που τα έχει όλα άφθονα και στην διάθεσί του, αλλά αντιθέτως ο πλούτος που ρέει γύρω του κεντά την ψυχήν του, μήπως καθώς ξεχειλίζει από τις αποθήκες χυθή και προς τους έξω και γίνη αφορμή κάποιου καλού για τους πτωχούς.
Και μου φαίνεται ότι το πάθος της ψυχής αυτού ομοιάζει με εκείνο των γαστριμάργων, οι οποίοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία, παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείματα στους ενδεείς. Συνειδητοποίησε, άνθρωπε, ποίος σου τα έδωσε. Ενθυμήσου ποίος είσαι, τι διαχειρίζεσαι, από ποίον τα έλαβες, για ποίον λόγον επροτιμήθης από τους πολλούς. Έγινες υπηρέτης του αγαθού Θεού, διαχειριστής για τους συνανθρώπους σου. Μη νομίζης ότι όλα έχουν ετοιμασθή για την κοιλία την ιδική σου. Να θεωρής ως ξένα αυτά που έχεις στα χέρια σου· προσωρινώς σε ευφραίνουν, έπειτα ξεγλιστρούν σαν το νερό και χάνονται· θα σου απαιτηθή όμως γι΄ αυτά να δώσης λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά συ τα έχεις αμπαρώσει όλα με θύρες και μοχλούς· και αφού τα ασφάλισες καλά επαγρυπνείς με τις φροντίδες τους και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ανόητον σύμβουλο, τον εαυτό σου. Τι να κάμω; Εύκολο ήταν να ειπή ότι θα χορτάσω αυτούς που πεινούν, θα ανοίξω τις αποθήκες και θα καλέσω όσους έχουν ανάγκη. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας, θα ειπώ λόγον μεγαλόψυχο· όσοι στερείσθε τον άρτον, ελάτε εδώ, να λάβη ο καθένας από την δωρεά που έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν κάνεις έτσι· τι δηλαδή; Φθονείς μάλιστα τους ανθρώπους για την απόλαυσι των αγαθών και δημιουργείς μέσα στην ψυχή σου πονηρούς συλλογισμούς, φροντίζοντας όχι πώς να χορηγήσης στον καθένα ότι του χρειάζεται, αλλά πως θα τα αποθηκεύσης όλα και έτσι θα αποστερήσης όλους από την ωφέλεια που θα είχαν από αυτά. Παρουσιάσθησαν εκείνοι που απαιτούν την ψυχήν του, και εκείνος συζητούσε με την ψυχήν του για τα φαγητά. Αυτή την νύκτα τον παρελάμβαναν και αυτός εφαντάζετο πολυχρόνιο την απόλαυσι. Του επετράπη όμως να κάνη όλες αυτές τις σκέψεις και να εκδηλώση την εσωτερικήν του διάθεσι, ώστε να δεχθή απόφασιν ανάλογο με την προαίρεσί του.
Αυτό όμως μη το πάθης εσύ. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγον έχει γραφή, για να αποφύγωμε την εξομοίωσι με εκείνον. Την γη να μιμηθής, ω άνθρωπε· να καρποφορήσης όπως εκείνη, μη φανής κατώτερος από αυτήν που δεν έχει ψυχήν. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς όχι για ιδικήν της απόλαυσιν, αλλά για να υπηρετήση εσένα. Ενώ συ τον καρπό της αγαθοεργίας σου, για τον εαυτόν σου τον συγκεντρώνεις· διότι οι δωρεές των αγαθών έργων επιστρέφουν στους δωρητάς. Έδωσες στον πεινασμένον; Αυτό που εδόθη γίνεται ιδικό σου, και μάλιστα επανέρχεται επηυξημένον. Όπως ακριβώς ο σίτος, όταν πέση στην γη γίνεται κέρδος για τον σπορέα, έτσι και ο άρτος που κατετέθη στον πεινασμένον αποδίδει ύστερα μεγάλον κέρδος. Ας σου γίνη λοιπόν το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην». Γιατί λοιπόν αδημονείς, γιατί κόπτεσαι, αγωνιζόμενος να περικλείσης τον πλούτο με πηλό και πλίνθους; «Κρείσσον (προτειμώτερον) όνομα καλόν υπέρ πλούτον πολύν». Εάν όμως θαυμάζης τα χρήματα για την δόξα που απολαμβάνεις χάριν αυτών, σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεί το να αποκαλείσαι μυρίων τέκνων πατέρας παρά να έχης μυρίους στατήρες στο βαλάντιόν σου. Διότι τα χρήματα θα τα εγκαταλείψης εδώ και χωρίς να το θέλης, ενώ την υπόληψι για τα καλά έργα θα την προσκομίσης στον Δεσπότην, όταν ολόκληρος λαός θα σε περικυκλώση ενώπιον του κοινού Κριτού, και θα σε αποκαλούν τροφέα και ευεργέτην και με όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που διαθέτουν μέσα στα αμφιθέατρα τον πλούτο τους προς τους αθλητάς του παγκρατίου και στους ηθοποιούς και σε ωρισμένους θηριομάχους ανθρώπους, τους οποίους θα εσιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύση και αυτό για την τιμή της στιγμής και για τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του λαού; Και συ που μέλλεις να απολαύσης τόσην μεγάλη δόξαν είσαι τόσο μικροπρεπής όταν πρόκειται για παρόμοιες δαπάνες; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθή, Άγγελοι θα σε επευφημούν, όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν· δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι για σε τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών αυτών πραγμάτων· όμως για κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, αφού η μέριμνά σου για τα παρόντα σε έκαμε να περιφρονής τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, διάθεσε τον πλούτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος και λαμπρός όσον αφορά τις δαπάνες γι΄ αυτούς που έχουν ανάγκην. Ας λεχθή και για σε: «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα». Μην αυξάνης τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μη περιμένης πότε θα υπάρξη έλλειψις σίτου για να ανοίξης τις σιταποθήκες. «Ο γαρ τιμιουλκών (που αυξάνει την τιμή) σίτον, δημοκατάρατος». Μη περιμένης λιμοκτονία για να κερδίσης χρυσόν, ούτε κοινήν στέρησι για να πλουτίσης ο ίδιος. Μη καπηλευθής ανθρώπινες συμφορές, μην εκμεταλλευθής την οργήν αυτήν του Θεού για να αποκτήσης χρηματικήν περιουσία. Μην ερεθίσης τα τραύματα εκείνων που έχουν πληγωθή από τις μάστιγες. Συ όμως αποβλέπεις στο χρήμα, και στον αδελφό δεν προσβλέπεις. Και γνωρίζεις μεν την σημασία που έχει το χάραγμα του κάθε νομίσματος, και ξεχωρίζεις το γνήσιον από το πλαστόν, αγνοείς όμως εντελώς τον αδελφό στην ώρα της ανάγκης. Και σε υπερευχαριστεί μεν το ωραίο χρώμα του χρυσού, δεν υπολογίζεις όμως πόσο σε επιβαρύνει ο στεναγμός του πτωχού. Πώς να σου κάμω γνωστά τα βάσανά του; Εκείνος, αφού παρατηρήση τα όσα υπάρχουν μέσα στον οίκο του, βλέπει ότι ο μεν χρυσός ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξη ποτέ. Τα σκεύη δε και το ένδυμά του είναι τοιαύτα ώστε αν κάποιος πτωχός θελήση να τα αποκτήση, αξίζουν όλα μαζί ολίγους οβολούς. Τι λοιπόν; Στρέφει τώρα το βλέμμα στα παιδιά του για να οδηγήση αυτά στην αγορά και να εύρη από εκεί ανακούφισιν από τον θάνατον. Αναλογίσου εδώ τι αγώνας γίνεται μεταξύ της ανάγκης που δημιουργεί η πείνα και της πατρικής στοργής. Η πείνα απειλεί με τον πιο οικτρόν θάνατον, ενώ η φύσις τον ωθεί να αποθάνη μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλές φορές ώρμησε να το πραγματοποιήση και άλλες τόσες οπισθοχώρησε, τελικώς υπέκυψε αφού τον εξεβίασε τόσον αμείλικτα η ανάγκη. Και τι συλλογίζεται τώρα ο πατέρας; Ποίον να θυσιάσω πρώτον; Ποίον θα ιδή με ευχαρίστησιν ο σιτοπώλης; Να έλθω στον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά τον μικρό μου; Λυπούμαι όμως την ηλικία του, που δεν γνωρίζει από συμφορές. Ο ένας έχει φανερά τα χαρακτηριστικά των γονέων του, ο άλλος έχει καλήν επίδοσι στα μαθήματα. Αλλοίμονο, τι αδιέξοδο; Τι θα γίνω; Ποίον θα αδικήσω; Ποίου θηρίου την καρδία να αναλάβω; Πώς να λησμονήσω την φύσι; Εάν τους κρατήσω όλους, θα τους ιδώ όλους να αφανίζωνται από την πείνα. Εάν διαθέσω προς ανταλλαγήν τον ένα, με ποίους οφθαλμούς θα αντικρύσω τους υπολοίπους, αφού ήδη θα με υποπτεύωνται για έλλειψιν εμπιστοσύνης; Πως θα κατοικώ εδώ μέσα, αφού μόνος μου κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνο; Πως θα πλησιάσω σε τραπέζι που θα έχη γεμίσει με τον τρόπον αυτόν;
Και αυτός μεν έρχεται με άφθονα δάκρυα να πωλήση το πιο αγαπημένο από τα παιδιά του, συ όμως δεν λυγίζεις από την συμφοράν, ούτε αναλογίζεσαι την φύσιν. Αλλά ενώ η λιμοκτονία συνθλίβει τον ταλαίπωρο, συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και έτσι του κάνεις διαρκεστέρα την συμφορά. Και αυτός μεν προσφέρει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο των τροφών, το ιδικό σου όμως χέρι δεν ξηραίνεται υποδεχόμενο τιμήματα τοιούτων συμφορών, αλλά και αγωνίζεσαι για περισσότερον κέρδος· φιλονικείς για να λάβης όσο το δυνατόν περισσότερα και να δώσεις ολιγώτερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο την συμφοράν αυτού του δυστυχούς. Ούτε τα δάκρυα του πόνου, ούτε ο στεναγμός σου μαλακώνουν την καρδίαν, αλλά μένεις άκαμπτος και αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις ως χρυσά, τα φαντάζεσαι όλα χρυσά· αυτό είναι το όνειρό σου όταν κοιμάσαι, αυτή η έννοια σου όταν ξυπνάς. Όπως ακριβώς οι μανιακοί δεν βλέπουν τα ίδια τα πράγματα αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και η δική σου ψυχή που έχει κυριευθή από την φιλοχρηματία, τα βλέπει όλα ως χρυσόν και ως άργυρον. Πιο ευχαρίστως θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιον, Εύχεσαι όλα να μετατραπούν σε χρυσάφι και ευρίσκεις βέβαια τρόπους να το κατορθώσης, όσον σου είναι δυνατόν.
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσης χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σε γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά πολλές φορές επιτρέπουμε αφειδώς να τρώγουν όσον και ότι επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν χορτασμό να τους προκαλέσουμε αποστροφή. Με τον πλεονέκτην όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσον περισσότερα αποκτά τόσον πιο πολλά επιθυμεί. «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε (προσκολλάτε την) καρδίαν». Συ όμως κρατείς τον πλούτο που συνεχώς αυξάνεται και περιφράσσεις όλες τις διεξόδους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζη, τι σου προξενεί; Αχρηστεύει τις ασφάλειες, και μάλιστα βιαίως τώρα που έχει αμπαρωθή, και πλημμυρίζει· καταστρέφει τις αποθήκες του πλουσίου; κατεδαφίζει τα χρηματοκιβώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα οικοδομήση μεγαλύτερες; Αμφίβολον είναι εάν και αυτές δεν τις παραδώση στον κληρονόμο του κρημνισμένες. Διότι είναι δυνατόν γρηγορότερα να εγκαταλείψη αυτός την παρούσα ζωήν παρά να κτισθούν εκείνες σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας. Αλλά εκείνου μεν το τέλος είναι ανάλογον με τους κακούς σχεδιασμούς του· σεις όμως, εάν μου έχετε εμπιστοσύνην, ανοίξετε όλες τις θύρες των χρηματοκιβωτίων και αφήσετε να ρέη άφθονος ο πλούτος. Όπως σε ένα μεγάλο ποτάμι που διοχετεύεται με πολυάριθμα κανάλια στην πολύκαρπο γη, έτσι και σεις αφήσετε τον πλούτο να διαμοιρασθή μέσα από διαφόρους δρόμους στις οικίες των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν αφθονώτερο νερό, ενώ όταν εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στειρεύουν· ομοίως και ο πλούτος όταν μένη στάσιμος είναι άχρηστος, ενώ όταν κινήται και μεταδίδεται γίνεται κοινωφελής και καρποφόρος. Ω, πόσο μεγάλος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετουμένους! Εσύ μη τον καταφρονήσης. Και πόσο μεγάλος ο μισθός από τον δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μην απιστήσης.
Πάντοτε να σε συντροφεύη το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου· αυτός, με το να φυλάσση τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζη, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμα δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα· δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της· προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτον από καρπούς και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος· ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών· διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθή η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθής αυτά που σου εδείχθησαν.
Και συ μεν συνομιλείς κρυφά με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως αυτά ελέγχονται στον ουρανό. Γι΄ αυτό από εκεί σου έρχονται οι απαντήσεις. Ποία είναι όμως αυτά που λέγει: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποκείμενα· φάγε, πίε, ευφραίνου καθ΄ ημέραν». Ω τι παραλογισμός. Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλλίτερο θα ημπορούσες να της ευαγγελισθής; Τόσον κτηνώδης είσαι, τόσον αναίσθητος για τα αγαθά της ψυχής, ώστε να της προσφέρης για να την περιποιηθής βρώματα της σαρκός· αυτά που προορίζονται για τον αφεδρώνα, εσύ τα παραπέμπεις στην ψυχή; Εάν μεν έχη αρετήν, εάν είναι πλήρης αγαθών έργων, εάν έχη προσοικειωθή τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά και ας ευφραίνεται με τη καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως το φρόνημά σου είναι γήινο και έχεις Θεόν την κοιλία και είσαι όλος σάρκινος, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουε την προσωνυμία που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος· «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας, τίνι έσται;» Η γελοιοποίησις της απερισκεψίας είναι κακόν μεγαλύτερον από την αιώνιον κόλασι. Αυτός που πρόκειται εντός ολίγου να αρπαγή από την ζωήν αυτή, τι συλλογίζεται; «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Πολύ καλά κάμνεις, θα ημπορούσα να του ειπώ. Αξίζει πράγματι να καταστραφούν τα ταμεία της αδικίας. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που κακώς έχεις οικοδομήσει. Ισοπέδωσε τις σιταποθήκες, από τις οποίες ποτέ κανείς δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που ασφαλίζει την πλεονεξίαν, απομάκρυνε την στέγην, γκρέμισε τους τοίχους, δείξε στον ήλιο τον μουχλιασένον σίτο, βγάλε από την φυλακή τον δευσμευμένον πλούτο, φέρε στο φως τα σκοτεινά καταγώγια του μαμωνά. «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Εάν όμως και αυτές τις γεμίσης, τι άλλο άραγε θα διανοηθής; Ή μήπως πάλι θα τις καταστρέψης, και πάλι θα τις οικοδομήσης; Και τι είναι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζης αδιάκοπα, να βιάζεσαι να οικοδομήσης και να τα καταστρέφης πάλι με βιασύνην; Εάν θέλης, έχεις αποθήκες, τις οικίες των πτωχών. Θησαύρισε για τον εαυτόν σου θησαυρό στον ουρανόν. Αυτά που εναποτίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει, ούτε η σήψις τα αφανίζει, ούτε τα κλέπτουν οι λησταί. Αλλά θα δώσω σε αυτούς που έχουν ανάγκη, όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες. Έχεις εξασφαλίσει λοιπόν την μακροζωία. Κοίταξε μη σε προλάβη αυτός που επείγεται να σε παραλάβη λόγω προθεσμίας. Η υπόσχεσις αυτή αποδεικνύει πονηρίαν και όχι καλοσύνην. Διότι υπόσχεσαι όχι για να δώσης κατόπιν, αλλά για να αποφύγης το παρόν. Τι σε εμποδίζει να τα δώσης τώρα; Δεν έχεις τον πτωχόν ενώπιόν σου; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο πεινασμένος λυώνει, ο γυμνός παγώνει, ο οφειλέτης άγχεται και συ αναβάλλεις την ελεημοσύνην για την επαύριον; Άκουσε τον Σολομώντα «Μη είπης, επανελθών επάνηκε (πήγαινε και ξαναγύρισε), αύριον δώσω... ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα». Τι παραγγέλματα περιφρονείς φράζοντας τα ώτα σου με την φιλαργυρία; Πόσην ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρεωστάς στον ευεργέτη, και να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς τις θύρες των άλλων, αλλά εκείνοι κρούουν τις ιδικές σου; Τώρα όμως είσαι κατηφής και αμίλητος, αποφεύγεις τις συναντήσεις, μη τυχόν αναγκασθής να βγάλης έστω και το παραμικρόν από τα χέρια σου. Ένα λόγο γνωρίζεις· δεν έχω, δεν θα δώσω, είμαι πτωχός. Είσαι πράγματι πτωχός και στερημένος από κάθε αγαθόν· πτωχός από αγάπη, πτωχός από φιλανθρωπία, πτωχός από πίστι στον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιωνία. Κάμε συμμετόχους στα τρόφιμα τους αδελφούς σου· εκείνο που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ΄ αυτόν που το στερείται. Η χειροτέρα μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίδη κάποιος στους ενδεείς ούτε από τα φθαρόμενα.
Και ποίον, λέγει, αδικώ, με το να κρατώ για τον εαυτόν μου αυτά που μου ανήκουν; Ποία, ειπέ μου, είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στην ζωήν αυτήν; Όπως ακριβώς κάποιος που ευρίσκει στο θέατρο θέσι με καλήν θέαν, εμποδίζει έπειτα τους εισερχομένους, θεωρώντας ως ιδικό του αυτό που προορίζεται για χρήσιν κοινήν, έτσι είναι και οι πλούσιοι. Αφού εκυρίευσαν εκ των προτέρων τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται απλώς επειδή τα επρόλαβαν. Επειδή, εάν ο καθένας εκρατούσε εκείνο που αρκεί για την ικανοποίησι των αναγκών του και άφηνε το περίσσευμα σ΄ αυτόν που το χρειάζεται, κανείς δεν θα ήταν πλούσιος, αλλά και κανείς πτωχός. Γυμνός δεν εξήλθες από την κοιλία της μητέρας σου; Πάλι γυμνός δεν θα επιστρέψης στην γη; Τα παρόντα λοιπόν από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγης, ότι μόνα τους ήλθαν, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον δοτήρα· εάν όμως ομολογής ότι είναι από τον Θεόν, ειπέ μας τον λόγο για τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός που διανέμει άνισα τα βιοτικά, είναι άδικος; Γιατί ενώ συ πλουτείς, εκείνος είναι πτωχός; Για κανέναν άλλο λόγο, παρά για να λάβης εσύ τον μισθόν της καλοσύνης και της καλής διαχειρίσεως και εκείνος να τιμηθή με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής. Συ όμως αφού τα περιέλαβες όλα στην αχόρταγον αγκάλη της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανένα δεν αδικείς όταν αποστερής τόσους πολλούς; Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποίος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί όσα ανήκουν στον καθένα. Και συ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας, όταν αυτά που εδέχθης για να τα δισχειρισθής, αυτά συ τα ιδιοποιείσαι; Ή θα ονομασθή λωποδύτης εκείνος που απογυμνώνει τον ενδεδυμένον, αυτός δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπορεί να το κάμη, αξίζει να ονομασθή αλλιώς; Ο άρτος που κρατάς εσύ ανήκει σ΄ αυτόν που πεινά, το ένδυμα που συ φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκει στον γυμνόν, το υπόδημα που συ αφήνεις να σαπίση ανήκει στον ανυπόδητον· το χρήμα που έχεις εσύ κρυμμένο ανήκει σ΄ αυτόν που το χρειάζεται. Ώστε αδικείς τόσους, όσους ημπορούσες να ευεργετήσης.
Καλά τα λόγια, λέγει, αλλά καλλίτερος ο χρυσός. Όπως δηλαδή συμβαίνει με αυτούς που συζητούν με τους ακολάστους περί εγκρατείας. Πράγματι και εκείνοι όταν εξυβρίζεται η πόρνη, φλέγονται προς την επιθυμία μόνον με την ενθύμησι. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτωχού, ώστε να μάθης πόσο μεγάλοι στεναγμοί ευρίσκονται πίσω από τους θησαυρούς σου; Ω πόσον ποθητός θα σου φανή κατά την ημέρα της κρίσεως ο λόγος αυτός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν· εδίψασα και εποτίσατέ με· γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με»! Αλλά πόσον μεγάλη φρίκη, και ιδρώτας και σκοτασμός θα σου προσκληθή όταν ακούσης την καταδίκη: «Πορεύεσθε απ΄ εμού οι κατηραμένοι εις το σκότος το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέμοι φαγείν· εδίψασα και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και ου περιβάλλετέ με»! Διότι εκεί δεν κατηγορείται ο άρπαγας, αλλά κατακρίνεται όποιος δεν μοιράζεται τα αγαθά του με τον πλησίον.
Εγώ μεν είπα όσα εθεώρησα ότι συμφέρουν· για σένα δε, εάν πεισθής, είναι ολοφάνερα τα αγαθά που σύμφωνα με τι επαγγελίες σε αναμένουν· εάν όμως παρακούσης, η απειλή έχει ήδη γραφή. Από αυτήν την εμπειρία σου εύχομαι να διαφύγης, αφού πρώτα αποκτήσης καλλίτερον φρόνημα, για να σου γίνη λύτρον ο ίδιος ο πλούτος σου και να εύρης εκεί έτοιμα τα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους στην Βασιλείαν του, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά