Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Απριλίου 29, 2013

Τί σχέση έχει η παραβολή των Δέκα παρθένων με τη Μεγ. Εβδομάδα; Γιατί γίνεται ιδιαίτερη μνεία γι’ αυτήν κατά τη Μεγ. Εβδομάδα;


Στην παραβολή των Δέκα παρθένων είναι αφιερωμένη η αποψινή βραδιά, που ψάλλεται ο όρθρος της Μεγ. Τρίτης. Τί σχέση έχει η παραβολή των Δέκα παρθένων με τη Μεγ. Εβδομάδα; Γιατί γίνεται ιδιαίτερη μνεία γι’ αυτήν κατά τη Μεγ. Εβδομάδα;
Ένας λόγος: Την παραβολή αυτή είπε ο Χριστός λίγο πριν από το εκούσιο Πάθος. Η τελευταία διδασκαλία του Χριστού πριν από το Μυστικό Δείπνο περιέχεται στο 25ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, και είναι καθαρά εσχατολογική. Αναφέρεται στη βασιλεία των ουρανών και στη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Στην αρχή είναι οι δύο γνωστές και συγγενείς παραβολές: η παραβολή των Δέκα παρθένων (Ματθ. 25,1-13) και η παραβολή των ταλάντων, ή μάλλον του κρύψαντος το τάλαντον (Ματθ, 25,14-30). Και ακολουθεί η γνωστή περικοπή της μελλούσης κρίσεως (Ματθ. 25,31-46). Το βράδυ της Μεγ, Δευτέρας οι ύμνοι μιλάνε και για τα τρία αυτά, και για την παραβολή των Δέκα παρθένων, και για την παραβολή του κρύψαντος το τάλαντον και για την περικοπή της μελλούσης κρίσεως.
Περισσότερο μιλάνε οι ύμνοι για την παραβολή των Δέκα παρθένων. Αυτό δε γίνεται και για ένα δεύτερο λόγο. Στην παραβολή ακούγεται η κραυγή: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού» (Ματθ. 25,6). Και στις πρώτες μέρες της Μεγ. Εβδομάδας ακούγεται η ίδια κραυγή: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Ακολουθίες του Νυμφίου λέγονται οι ακολουθίες των τριών πρώτων ημερών. Έρχεται ο Νυμφίος. Ο Νυμφίος της παραβολής έρχεται, για να μπει στο νυμφώνα και να γίνουν οι γάμοι. Και ο Νυμφίος Χριστός έρχεται την εβδομάδα αυτή, για να μπει θριαμβευτικά στο Νυμφώνα του ουρανού. Έρχεται να δώσει τη μάχη, για ν’ ανοίξει ο κλειστός νυμφώνας στους ανθρώπους. Έρχεται! Καλούμεθα να τον υπαντήσουμε, να τον υποδεχτούμε.
Αλλά και για τρίτο λόγο γίνεται μνεία της παραβολής των Δέκα παρθένων απόψε. Ο Χριστός είναι ο Νυμφίος. Χρειάζεται πίστη για να το δεχθεί κανείς αυτό. Γιατί; Μπροστά μας τις μέρες αυτές βλέπουμε πληγωμένο και βασανισμένο το πρόσωπο του Χριστού, του Νυμφίου. Ο προφήτης Ησαΐας, 800 χρόνια προ Χρίστου, είδε με καταπληκτική ενάργεια όλα τα πάθη του Σωτήρος, και στην περίφημη προφητεία του 53ου κεφαλαίου του βιβλίου του, που την ακούμε το πρωί της Μεγ. Παρασκευής, παρουσιάζει αυτή την παραμόρφωση του προσώπου του Μεσσία, του πάσχοντος Λυτρωτή: « Και είδομεν αυ­τόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος» (Ησ. 53,2).
Ένας που γνωρίζει το θεϊκό μεγαλείο, το άρρητο κάλλος και την απερίγραπτη ομορφιά του Λόγου του Θεού, του θεανθρώπου Ιησού, βλέποντάς τον το πρωί της Μεγ. Παρασκευής ραπισμένο, πληγωμένο, μαστιγωμένο, ματωμένο, θα μπορούσε ν’ αναφωνήσει: – Πω, πω! Πώς έγινε έτσι το ωραιότερο πρόσωπο τού κόσμου! Είναι και τούτο ένα στάδιο της ταπεινώσεως, της κενώσεως του Θεού Λόγου. Ταπείνωσε τον εαυτό του. Τον κατέβασε στη γη από τον ουρανό. Του φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα. Τον περιτύλιξε μέσα στα άχυρα του σταύλου. Και τώρα η ταπείνωση πάλι τον περιτυλίγει μέσα στα αίματα και στον πόνο. Πω, πω! Πώς καταδέχτηκε να γίνει για μας ο Νυμφίος Χριστός!
Κι όμως δεν παύει να είναι ο ωραιότερος Νυμφίος του κόσμου. Στο Ψαλτήρι εμφανίζεται ασύγκριτη η ομορφιά του: «Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων» (Ψαλμ. 44,2).
Η παραβολή των Δέκα παρθένων
Είπαμε τους τρεις λόγους, για τους οποίους η αποψινή βραδυά είναι αφιερωμένη στην παραβολή των Δέκα παρθένων.
Είναι γνωστή η παραβολή. Μιλάει για δέκα παρθένες. Περιμένουν νάρθει ο νυμφίος, κατά τη συνήθεια που είχαν τότε. Ο νυμφίος στη περίπτωση εκείνη καθυστέρησε και θα έφθανε τη νύχτα για να παραλάβει τη νύμφη. Οι παρθένες κόρες τον περίμεναν με λαμπάδες αναμμένες λίγο πιο πέρα από το νυφικό σπίτι, να τον υποδεχθούν. Οι λαμπάδες ήταν τότε λυχνάρια, που άναβαν μόνο με λάδι. Αν σωνόταν το λάδι, έσβηναν οι λαμπάδες.
Από τις δέκα παρθένες οι πέντε ήταν συνετές, μυαλωμένες. Μαζί με το λυχνάρι τους, τη λαμπάδα τους, πήραν και λάδι, να τροφοδοτούν τη λαμπάδα. Οι πέντε άλλες ήταν ανόητες, ασύνετες, άμυαλες, επιπόλαιες. Πήραν τη λαμπάδα χωρίς λάδι.
Οι ώρες περνούσαν, ο νυμφίος αργούσε. Και νύσταξαν και έπεσαν να κοιμηθούν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε φωνή. Ο αγγελιοφόρος προειδοποιεί: «Ιδού ο νυμφίος έρχεται…». Πετάχτηκαν και οι δέκα. Οι πέντε μυαλωμένες άναψαν τις λαμπάδες τους. Έτοιμες για την υποδοχή. Οι άμυαλες όμως! Πώς ν’ ανάψει το λυχνάρι τους; Λάδι δεν είχαν. Πώς να βρουν τελευταία στιγμή; Να πάρουν από τις άλλες πέντε; Δεν μπορούσαν, γιατί δεν θάφτανε για το δικό τους λυχνάρι το λάδι που θα τους έμενε. Να πάνε ν’ αγοράσουν; Άραγε θα προλάβουν; Μα δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Τρέχουν ν’ αγοράσουν.
Ο νυμφίος όμως πλησιάζει. Οι πέντε σοφές τον υποδέχονται με αναμμένη τη λαμπάδα. Μπαίνουν μαζί του στο νυμφώνα. Μαζί στο γαμήλιο πανηγύρι, στη μεγάλη χαρά. Σε λίγο, να και φτάνουν, ασθμαίνουσες και καταϊδρωμένες, οι πέντε ασύνετες και άμυαλες. Προχωρούν να μπουν. Μα βρίσκουν κατάκλειστη την πόρτα. Χτυπάνε. Ξαναχτυπάνε. Μα απόκριση καμιά. Φωνάζουν με αγωνία: «Κύριε, Κύριε άνοιξον ημίν». Κι ακούγεται η απόκριση από μέσα. Απόκριση αυστηρή, απόλυτη, τραγική: «Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς». Δεν σάς ξέρω… Μια για πάντα έξω από το νυμφώνα.
(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Στη Μεγάλη Εβδομάδα»)

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ


ΚΑΤΆ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ 1 – 13.

1 Τότε, η βασιλεία των ουρανών θα είναι όμοια με δέκα παρθένες, οι οποίες, αφού πήραν τα λυχνάρια τους, βγήκαν σε συνάντηση του νυμφίου.
2 Όμως, απ' αυτές πέντε ήσαν φρόνιμες, και πέντε μωρές.
3 Οι οποίες μωρές, αφού πήραν τα λυχνάρια τους, δεν πήραν μαζί τους λάδι•
4 οι φρόνιμες, όμως, πήραν λάδι στα δοχεία τους μαζί με τα λυχνάρια τους.
5 Και επειδή ο νυμφίος καθυστερούσε, νύσταξαν όλες και κοιμόνταν.
6 Στο μέσον, όμως, της νύχτας έγινε μια κραυγή: Να! ο νυμφίος έρχεται• βγείτε έξω σε συνάντησή του.
7 Τότε, σηκώθηκαν όλες εκείνες οι παρθένες, και ετοίμασαν τα λυχνάρια τους.
8 Και οι μωρές είπαν στις φρόνιμες: Δώστε μας από το λάδι σας• επειδή, τα λυχνάρια μας σβήνουν.
9 Και οι φρόνιμες απάντησαν, λέγοντας: Μήπως και δεν φτάσει για μας και για σας• γι' αυτό, καλύτερα πηγαίνετε σ' αυτούς που πουλάνε, κι αγοράστε για τον εαυτό σας.
10 Και ενώ έφευγαν για να αγοράσουν, ήρθε ο νυμφίος• και οι έτοιμες μπήκαν μαζί του μέσα στους γάμους, και η θύρα κλείστηκε.
11 Και ύστερα, έρχονται και οι υπόλοιπες παρθένες, λέγοντας: Κύριε, Κύριε, άνοιξέ μας.
12 Και εκείνος απαντώντας είπε: Σας διαβεβαιώνω, δεν σας γνωρίζω.
13 Αγρυπνείτε, λοιπόν, επειδή δεν ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα, κατά την οποία έρχεται ο Υιός τού ανθρώπου.

Πλούσια σε πνευματικά μηνύματα η σημερινή μας παραβολή. Την ονομάζουμε η παραβολή των 10 παρθένων, θα μπορούσαμε όμως να την ονομάσουμε και η παραβολή της κλειστής πόρτας.
Ο σκοπός της ιδιαίτερα σοβαρός, αλλά και ιδιαίτερα επίκαιρος. Θέλει να τονίσει το πνεύμα του Θεού την εγρήγορση, την ετοιμότητα, την προετοιμασία και γενικότερα την κατάσταση στην οποία θα πρέπει να βρίσκεται ο χριστιανός, ιδιαίτερα στις έσχατες μέρες που διανύουμε.
Ημέρες που δείχνουν πόσο κοντά είναι η ημέρα του Κυρίου. Καθώς παρατηρούμε τα σημεία γύρω μας, μία σκέψη μέσα από το λόγο του Θεού θα πρέπει να διακατέχει όλους μας : «Καταβήσεται εξ’ ουρανού, με κέλευσμα, με φωνή αρχαγγέλου, με σάλπισμα Θεού» (Α΄ Θεσσαλ Δ. 16).
Η παραβολή μας μιλάει για 10 παρθένες που είχαν σκοπό να προϋπαντήσουν τον ερχόμενο νυμφίο που θα ερχόταν μέσα στη νύκτα για να λάβει τη νύφη του και να ζήσει μαζί της. Ήταν όλες λευκές, απαστράπτουσες, εκλεκτές, κρατούσαν ωραίες, στολισμένες λαμπάδες, όλα γιορταστικά.
Μεγάλος ο ενθουσιασμός, η χαρά, όμως καθώς η ώρα περνούσε διαπίστωναν, όλο και πιο πολύ, ότι ο νυμφίος αργούσε να έρθει. Για να μην σπεύσουμε να βρούμε δικαιολογίες και να ρίξουμε αλλού τις ευθύνες, ο Λόγος του Θεού μας δίνει μια πολύτιμη πληροφορία. (Β΄Πέτρου Γ 8,9). «Εν δε τούτο ας μη σας λανθάνει αγαπητοί, ότι παρά Κυρίω μια ημέρα είναι ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία. Δεν βραδύνει ο Κύριος την υπόσχεσιν αυτού, ως τινές λογίζονται τούτο βραδύτητα, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη θέλων να απολεσθώσιν τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν».
Δεν βραδύνει, μακροθυμεί ο Κύριος…… Δεν ήρθε εδώ και 2011 χρόνια, τώρα θα έρθει;;….. λένε οι αρνητές. Δεν καθυστερούσε ο Κύριος τον κατακλυσμό για 130 χρόνια, που κατασκευάζετο η κιβωτός, περίμενε ο Κύριος, δεν βιαζόταν, περίμενε κάποιες, κάποια ψυχή να μπει μέσα στην κιβωτό. Έχει μια αρχή ο Κύριος, θέλει «πάντες να σωθούν και να έρθουν σε μετάνοια». (Β΄ Πέτρου Γ : 9).
Μια ωραία ομάδα από 10 αγνές, παρθένες. Καμία διαφορά μεταξύ τους. Η μία καλύτερη από την άλλη και το κυριότερο ήσαν μέσα από την ίδια εκκλησία, είχαν τα ίδια πιστεύω, την ίδια θεολογία, έψελναν τους ίδιους ψαλμούς, λάτρευαν μαζί τον Κύριο και περίμεναν και οι 10 να έρθει ο νυμφίος για να τον προϋπαντήσουν, ήταν έτοιμες, με αναμμένες τις λαμπάδες περίμεναν μέσα σ’ ένα κλίμα γιορταστικό. Κάποια στιγμή, η μία μετά την άλλη, και οι δέκα νύσταξαν και αποκοιμήθηκαν.
Καμία απολύτως διαφορά δεν μπορούσαν να διαπιστώσουν τα ανθρώπινα μάτια, γιατί οι άνθρωποι αποβλέπουν στο φαινόμενο, όμως η κρίση του Θεού ήταν άλλη. Ο Κύριος, που αποβλέπει στην καρδιά έρχεται να μας δώσει μια άλλη πληροφορία. Οι πέντε από αυτές ήταν φρόνιμες, οι άλλες πέντε ήταν μωρές (εδ. 2).
Ξαφνικά μέσα στην νύκτα (καθ’ ήν ώραν δεν στοχάζεστε Ματθ. ΚΔ : 44) ακούστηκαν, πολύ κοντά, δυνατές φωνές : «Ιδού ο νυμφίος έρχεται».
Τότε φρόνιμες και μωρές ξύπνησαν μέσα από τον ύπνο και έτρεξαν να ετοιμασθούν για να συναντήσουν τον νυμφίο. Εδώ ακριβώς συνέβη και η τραγωδία. Μόνον οι 5 μπήκαν μέσα στους γάμους, οι άλλες 5 έμειναν απ’ έξω. Τι έφταιξε, τι είχε συμβεί. Καθώς και οι 10 ξύπνησαν και βγήκαν έξω να προϋπαντήσουν τον νυμφίο, οι πέντε απ’ αυτές δεν πήραν μαζί τους λάδι για τις λαμπάδες τους. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ τους.
Φαίνεται εδώ ο λάδι να είναι κάτι πολύ σημαντικό. Να είναι κάτι καθοριστικό για τη δικαίωση του ανθρώπου. Θα λέγαμε ότι είναι το πιο σημαντικό στη σχέση μας με το Θεό, το οποίο δεν είναι από μας, αλλά χρειάζεται να το λάβουμε απ’ αλλού και είναι αυτό που μας δίνει φως.
Άραγε τι να συμβολίζει εδώ το λάδι. Μήπως την πίστη. Όχι. Και οι 10 παρθένες πίστευαν ότι θα έρθει ο νυμφίος. Την αγάπη. Όχι. Είχαν αγάπη. Το λάδι συμβολίζει το Πνεύμα το Άγιο του Θεού. Μονάχα το πνεύμα του Θεού μπορεί να δώσει είναι ικανό να δώσει μια ζωή γεμάτη με το φως του Χριστού και να διαλύσει το πνευματικό σκοτάδι, που όλο και πιο πολύ απλώνεται γύρω μας.
Υπάρχουν μέλη των εκκλησιών που αρκούνται σε μια γενική, ακαθόριστη πίστη. Αρκούνται σε μια πίστη που διακρίνεται από εξωτερικούς τύπους (λυχνάρι), χωρίς εσωτερικό περιεχόμενο (πίστη).
Προσέχουν πάρα πολύ το λυχνάρι, αλλά εσωτερικά μέσα στη ζωή τους, δεν υπάρχει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Κρατούν το λυχνάρι, αλλά δεν έχουν φροντίσει για το περιεχόμενο του λυχναριού που είναι το λάδι, το οποίο θα δώσει το φως στον άνθρωπο. Έτσι το ωραίο και καλλωπισμένο λυχνάρι μένει σβηστό. Πρόκειται για μία τυπολατρική πίστη, αληθινά νεκρή.
Τούτες οι 10 παρθένες, μπορεί να είχαν την ίδια θρησκεία, όμως δεν είχαν το ίδιο πνευματικό περιεχόμενο. Οι πέντε απ’ αυτές ήταν θρησκευόμενες, αλλά δεν ήταν πνευματικές. Δεν είχαν εκείνη τη στενή σχέση ζωής και καθοδήγησης από το Θεό. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ θρησκευόμενου και πνευματικού ανθρώπου. Το πρώτο είναι φυσικό και το έχουν όλοι οι άνθρωποι. Το δεύτερο είναι αποτέλεσμα προσωπικής πείρας με το θεό. Είναι μια ζωή συνέχειας και συνέπειας μέσα στο θέλημα Εκείνου, καθοδηγούμενη από το Πνεύμα το Άγιο.
Αυτή η θρησκευτικότητα έκανε τις 5 μωρές να ζητήσουν τη συντροφιά με τις φρόνιμες. Όμως εκείνη την κρίσιμη ώρα αυτό δεν τις βοήθησε ώστε να έρθουν κοντά στο νυμφίο. Ικανοποιούσαν τη σχέση τους με το Θεό, ώστε να μείνουν θρησκευόμενες. Δεν προχώρησαν σε μια εσωτερική αναγέννηση, σε μία ζωντανή επικοινωνία με τον ζωντανό και αναστημένο και δοξασμένο Ιησού Χριστό. Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν μέσα στις εκκλησίες. Χριστιανοί, χωρίς το Πνεύμα του Χριστού.
Πρόκειται ασφαλώς για τραγωδία. Είναι πολύ καλύτερα να είναι κανείς του κόσμου. Αρνητής του Χριστού, παρά να είναι Χριστιανός, χωρίς το Πνεύμα του Χριστού. Των 5 μωρών παρθένων είχε αλλάξει η ζωή τους, αλλά δεν είχαν αναγεννηθεί. Αλλαγή σημαίνει. Ο αμαρτωλός καθώς ακούει το λόγο του Θεού, αλλάζει κατεύθυνση ως προς την αμαρτία. Ο μέθυσος δεν μεθάει, ο κλέπτης δεν κλέβει, και ο κλέπτης δεν κλέβει πλέον. Όλα αυτά είναι καλά και απαραίτητα. Όμως δεν θα πρέπει να στεκόμαστε εκεί. Όλα τούτα τα τηρούσε απαρέγκλιτα ένας μεγάλος θεολόγος που υπήρχε στον Ισραήλ την εποχή του Χριστού και που άκουγε στο όνομα, Νικόδημος. Καλά όλα αυτά, αλλά Νικόδημε, του είπε ο Κύριος, αλλά αν δεν γεννηθείς άνωθεν (αναγεννηθείς) δεν μπορείς να μπεις στη βασιλεία των ουρανών. (Ιωάνν. Γ : 3).
Αργούσε ο Νυμφίος, σύμφωνα με τους ανθρώπινους υπολογισμούς. Η νύχτα απλώθηκε παντού. Αλήθεια πόσο σκοτάδι έχει απλωθεί γύρω μας. Σκοτάδι πνευματικό. Νομίζει ο άνθρωπος ότι έχει προοδεύσει, στηριζόμενος στην τεχνολογική του πρόοδο, όμως έχει βαθύ σκοτάδι για τα πράγματα του Θεού. Παντού σκοτάδι. Μέσα σε τούτο το σκοτάδι καθώς βρέθηκαν οι 10 παρθένες, άρχισε τη μία μετά την άλλη να τις παίρνει ο ύπνος.
Κοιμήθηκαν τις τελευταίες στιγμές, την ώρα που θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα θερμές, ζωντανές, ξάγρυπνες. Το είχαν ανάγκη οι ίδιες, το είχαν ανάγκη οι γύρω τους να τις βλέπουν ξάγρυπνες να διαλαλούν εκείνο το «καταβήσεται εξ’ ουρανού και οι αποθανώντες εν χριστώ, αναστήσονται πρώτον. Οι ζώντες οι περιληπόμενοι αρπαγησόμενθα εν νεφέλαις, εις απάντησιν του Κυρίου, και μετά του Κυρίου εσώμεθα. (Α΄ Θεσσαλ. Δ : 16).
Είχαν το μεγάλο προνόμιο να γνωρίζουν, για τον ερχομό του Κυρίου και δεν έμειναν ξάγρυπνες για να το διακηρύξουν, να το ακούσουν και άλλες ψυχές και να σωθούν, έστω και την τελευταία ώρα. Μέρες έσχατες, πονηρές, πόσο ο καθένας από μας κοιμάται πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τι συνέπειες έχει τούτος ο ύπνος για μας, για τους αδελφούς μας, για τους ανθρώπους γύρω μας.
Πότε ένας πιστός, μία εκκλησία έχει κοιμηθεί. Όταν δεν μιλάει για τον Κύριο. Μπορεί σε άλλους τομείς να υπάρχει πλούσια δραστηριότητα, ωραία κηρύγματα, φυλλάδια, εκδηλώσεις κλπ. Όμως όλα τούτα δεν αρκούν. Υπάρχει μέσα στην καρδιά μας ο πόθος και το πάθος για τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού. Υπάρχει άσβεστη αγάπη για Εκείνον, που τόσο πολύ μας αγάπησε; (Ιωάννης Γ: 16). Τούτο το διακηρύττουμε ή ντρεπόμαστε να το πούμε για να ξυπνήσουν και άλλες ψυχές.
Πράγματι στην εποχή μας είναι δύσκολο να συναντήσεις έναν ξάγρυπνο Χριστιανό. Να έχει την καρδιά του αφιερωμένη στον Κύριο και να κράζει : «Ναι έρχου Κύριε» (Αποκαλ. ΚΒ : 20). Να μένει ξάγρυπνος για να ξυπνάει και τους άλλους γύρω του.
Φρόνιμες και μωρές κοιμήθηκαν. Ξαφνικά μέσα στο βαθύ ύπνο και μέσα στο πυκνό σκοτάδι, ακούστηκαν τα όργανα, οι φωνές: «Ιδού, ο νυμφίος έρχεται, εν τω μέσω της νυκτός….». Είχαν αρχίσει από πολύ μακριά να ακούγονται οι χαρούμενες κραυγές, αλλά λόγω του ύπνου δεν κατάλαβαν τίποτα. Τα σημεία των καιρών βοούν στις ημέρες μας ότι ο Κύριος έρχεται, όμως ο πνευματικός ύπνος δεν μας αφήνει να το κατανοήσουμε. Την τελευταία στιγμή, φρόνιμες και μωρές ξύπνησαν.
Ξύπνησαν και έτρεξαν να ανάψουν τις λαμπάδες τους. Όμως τι κρίμα, οι μισές απ’ αυτές άναψαν. Οι άλλες μισές έμειναν σβηστές γιατί δεν είχαν λάδι. Τρέξανε εκείνη την ώρα να αγοράσουν αλλά δεν πρόλαβαν.
Και όταν ο Θεός έκλεισε την πόρτα της κιβωτού και άρχισε ο κατακλυσμός, οι άνθρωποι ξύπνησαν, όμως ήταν αργά πλέον. Όταν ο Θεός άρχισε να βρέχει πυρ και θείον στα Σόδομα και τα Γόμορρα, οι άνθρωποι ξύπνησαν, όμως ήταν πολύ αργά πλέον.
Τούτη η αρνησίθεη ανθρωπότητα, που χλευάζει το Θεό, που αρνείται τον Ιησού Χριστό, ως κεχρησμένο από το Θεό Σωτήρα, που απορρίπτει τον αιώνιο Λόγο του Θεού, που διώκει εκείνους που έμειναν ξάγρυπνοι και κηρύττουν Εκείνον, θα έρθει η ώρα που θα ξυπνήσουν, όμως θα είναι πολύ αργά.
Οι λαμπάδες τους έμειναν σβηστές γιατί δεν είχαν λάδι. Πόσες ευκαιρίες τους είχε δώσει ο Κύριος να συλλογιστούν τα πράγματα τα δικά Του. Να αγοράσουν λάδι, να πληρωθούν με το Πνεύμα το Άγιο και τις αμέλησαν. Πόσες ευκαιρίες τους έδωσε για να γνωρίσουν πνευματικά το Θεό να συνδεθούν μαζί του και να λατρεύσουν αυτόν «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάνν. Δ. 24), και όχι τυπικά, τυπολατρικά. Αλήθεια πόσες ευκαιρίες δίνει και σήμερα ο Θεός στον καθένα από μας για να αποκτήσουμε μια στενή πνευματική σύνδεση μαζί του και πόσο εμείς αμελούμε. Τούτες οι μωρές παρθένες διακήρυτταν ότι θα έλθει ο νυμφίος, όμως στο βάθος της καρδιάς τους δεν το πίστευαν, γι’ αυτό άλλωστε και κοιμήθηκαν, χωρίς να είναι προετοιμασμένες.
Οι φρόνιμες πίστευαν πραγματικά ότι θα έρθει ο νυμφίος και είχαν προετοιμαστεί για το σκοπό αυτό, όμως καθώς και αυτές ατόνησαν, καθώς και αυτές κοιμήθηκαν, έχασαν τη μεγάλη ευκαιρία να ξυπνήσουν και τις μωρές, την τελευταία ώρα. Έπαψαν τις έσχατες ώρες να φέγγουν μέσα στο σκοτάδι. Να φέγγουν για να ξυπνήσουν και άλλες ψυχές που το είχαν ανάγκη.
Ξαφνικά, φρόνιμες και μωρές, ξύπνησαν.
Τι τραγωδία οι μισές λαμπάδες δεν άναβαν.
Εκείνη την ημέρα μπροστά στον Κύριο θα παρουσιαστούν ψυχές κρατώντας διάφορες λαμπάδες. Τις λαμπάδες των καλών έργων και της αυτοσωτηρίας τους. Της προσπάθειάς τους να σωθούν με μόνοι τους με τα έργα τους, όμως τούτες οι λαμπάδες, εκείνη την κρίσιμη ώρα θα μένουν σβηστές, δεν θα ανάβουν, δεν θα έχουν λάδι, γιατί όλη τούτη η προσπάθεια δεν ήταν από το Πνεύμα το Άγιο.
Δεν θα ανάβουν τούτες οι λαμπάδες γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί από μόνος του, όσα έργα, όσους τύπους και αν ακολουθήσει. Ο Παύλος διακηρύττει : «Εάν ο άνθρωπος σωζώταν με τα έργα του Νόμου, τότε ο Χριστός, εις μάτην απέθανε» (Γαλάτ. Β: 21). Η Βίβλος διακηρύττει: «Η σωτηρία είναι του Θεού ημών και του Αρνίου» (Αποκ. Ζ : 10).
Η αυτοσωτηρία (η προσπάθεια του ανθρώπου να σωθεί από μόνος του), εκείνη την ημέρα είναι καταδικασμένη να σβήσει γιατί είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Πίστη, ύμνος, κήρυγμα, αγάπη, που δεν είναι από το Πνεύμα του Θεού, αλλά είναι, χωρίς πίστη, φτιαχτά και ανθρώπινα, εκείνη την ημέρα μπροστά στο αιώνιο βήμα θα καταρρεύσουν.
Μια άλλη λαμπάδα που δεν θα ανάβει στην παρουσία Εκείνου είναι η «άδεια ομολογία». «Κύριε εμείς δεν μιλήσαμε στις πλατείες για το όνομά σου, δεν κάναμε θαύματα», (Λουκ. ΙΓ : 26). Αλήθεια σας λέω, δεν σας γνωρίζω. Ομολογία που θα είναι ένα ωραίο χρυσό, γυαλισμένο λυχνάρι, χωρίς λάδι.
Μια άλλη λαμπάδα που θα μένει σβηστή είναι η «Ψεύτικη ελπίδα». Νόμιζαν ότι ήταν εντάξει με τον Κύριο, ότι ήταν πιστές και αφιερωμένες σ’ αυτόν, αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Πόσες φορές τούτη η ψεύτικη ελπίδα εξαπατά τον άνθρωπο και τον εμποδίζει στο να διακρίνει την πραγματική του θέση απέναντι στο Θεό και να τακτοποιηθεί. Χρειάζεται ταπεινότητα, μελέτη, προσευχή. Ο Κύριος να αποκαλύψει στον καθένα από μας που πραγματικά βρισκόμαστε στη σχέση μας με Εκείνον.
Υπάρχει και μια άλλη λαμπάδα που δεν θα ανάβει. Λέγεται «θρησκευτική συναναστροφή». Φρόνιμες και μωρές ήταν μαζί. Κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι, (δύο θα κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, ο ένας θα αρπάζεται, ο άλλος θα αφήνεται Λουκ. ΙΖ : 35), είχαν στενή θρησκευτική συναναστροφή. Μαζί στην πίστη, στις συναθροίσεις, στη διδασκαλία, στις διάφορες εργασίες, όμως δεν είχαν όλες την ίδια συναναστροφή με το Πνεύμα το Αγιο. Ταύτα εγράφησαν για τη διδαχή μας.
Οι 5 μωρές παρθένες δεν είχαν συναντήσει οι ίδιες το Θεό. Μπορούσαν να λένε για το Θεό, αλλά δεν μπορούσαν να πουν εκείνο το θαυμαστό : «ο Θεός μου». Δεν είχαν, δια Ιησού Χριστού, συμφιλιωθεί μαζί του, γνώριζαν εξ’ ακοής για το Θεό, αλλά η καρδιά τους δεν είχε αφεθεί σ’ αυτόν. Στην καλύτερη περίπτωση, κάπου σε μια γωνία της καρδιάς τους, προσπαθούσαν να βάλουν και τον Κύριο.
Όλες τούτες οι λαμπάδες δεν ανάβουν εκείνη την ημέρα μπροστά στην παρουσία του Κυρίου. Δεν θα ανάβουν γιατί είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Είναι υποκατάστατα τα οποία έφτιαξε ο άνθρωπος μέσα στην αμαρτία του και μέσα στην κενή πνευματική του ζωή.
Οι μωρές παρθένες δεν είχαν ζωντανή επαφή με τον αληθινό Θεό, είχαν μάθει να στηρίζονται στην πίστη των άλλων και γι’ αυτό όταν κατάλαβαν ότι δεν είχαν λάδι, φώναξαν στις άλλες, «Δότε εις ημάς εκ του ελαίου σας, διότι αι λαμπάδαι ημών σβήνονται». Τι δύσκολη εκείνη ώρα αντί να ταπεινωθούν και να ζητήσουν συγνώμη, έτρεξαν στους ανθρώπους για να λάβουν βοήθεια. Πόσοι άνθρωποι καθημερινά ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο.
Η απάντηση των φρονίμων. «Υπάγετε αγοράσατε εις εαυτάς». Πρέπει να συναντηθείς ο ίδιος με το Θεό, να αναγνωρίσεις την αμαρτωλότητά σου, να δεχθείς το έλεος και την αγάπη του, να ζητήσεις να σε πλύνει με το αίμα του Ιησού Χριστό και να σωθείς. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει για σωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία του.
Ο νυμφίος μπήκε στο σπίτι και οι «έτοιμοι εισήλθον μετ’ αυτού εις τους γάμους». Ϋστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι. Κύριε άνοιξον εις ημάς. Ο δε αποκριθείς είπε: Αληθώς σας λέγω, δεν σας γνωρίζω».
Τραγωδία. Ναυάγιο, όλεθρος, καταστροφή, ίσως και αυτές οι λέξεις να μην αρκούν για να χαρακτηρίσουν το μέγεθος του κακού. Να είσαι άφρων και να λες καθημερινά. Δεν υπάρχει Θεός. Είναι κάτι που επέλεξες και θα δεχθείς τα αποτελέσματα μέσα στη ζωή. Όμως να είσαι μέσα στην εκκλησία, να περιμένεις μια ζωή το Χριστό και Αυτός έλθει να μείνεις απ’ έξω από την πόρτα. Να διακηρύττεις ότι είσαι μέλος της Εκκλησίας του Χριστού και να μοιραστείς τη μοίρα του κόσμου, να είσαι η νύμφη του Χριστού και να μην παραβρεθείς στους γάμους, αυτό δεν μπορεί με ανθρώπινα λόγια να χαρακτηριστεί.
Είναι τώρα που οι μουσικές ακούγονται από μακριά. Τα βήματα του ερχόμενου νυμφίου πλησιάζουν. Ο Κύριος έρχεται. Ας κοιτάξουμε τις λαμπάδες μας, ας εξετάσουμε την πνευματική μας ζωή μας. Είναι πληρωμένη με το Πνεύμα το Άγιο. Ας αναλογισθούμε την κλειστή πόρτα. Ας αναλογιστούμε την φωνή Εκείνου. «Αληθώς σας λέγω, δεν σας γνωρίζω».
Ας παραμείνουμε μέσα στο σκοτάδι που απλώνεται γύρω μας, φώτα αναμμένα, για μας και για τους γύρω μας και ας περιμένουμε Εκείνον που θα έρθει για να παραλάβει τους δικούς Του.
Ας θυμόμαστε πάντοτε το παράπονο του Ιησού προς τους μαθητές του, μετά την προσευχή του στη Γεσθημανή. (Ματθ. ΚΣ 40 – 45) Και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους, και λέγει προς τον Πέτρον• Ούτω δεν ηδυνήθητε μίαν ώραν να αγρυπνήσητε μετ' εμού;
41 αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
42 Πάλιν εκ δευτέρου υπήγε και προσευχήθη, λέγων• Πάτερ μου, εάν δεν ήναι δυνατόν τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ' εμού χωρίς να πίω αυτό, γενηθήτω το θέλημά σου.
43 Και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν κοιμωμένους• διότι οι οφθαλμοί αυτών ήσαν βεβαρημένοι.
44 Και αφήσας αυτούς υπήγε πάλιν και προσευχήθη εκ τρίτου, ειπών τον αυτόν λόγον.
45 Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει προς αυτούς• Κοιμάσθε το λοιπόν και αναπαύεσθε• ιδού, επλησίασεν η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών.
Το παράπονο του Κυρίου. Λίγο χρειάστηκε να μείνετε ξάγρυπνοι….. και δεν μπορέσατε.
Εύχομαι όλοι εκείνη την ημέρα να μπούμε πλούσια στη βασιλεία του Θεού. Να ακούσουμε από τον ίδιο το Θεό, εκείνα τα ευλογημένα λόγια : «Εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ, εις τα ολίγα εστάθεις σωστός, σε πολλά θέλω σε καταστήσει». (Ματθ. ΚΕ : 21).
Μακάριος ο Δούλος ων ευρίσκει γρηγορούντα. (Αποκ. ΙΣ : 15). Ο Κύριος έρχεται και μετ’ Αυτού φέρει τον μισθόν Αυτού ….. 

Εἰς τὴν παραβολὴν τῶν δέκα παρθένων, καὶ περὶ ἐλεημοσύνης. Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτη Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος



Παραβολή Δέκα ΠαρθένωνὍταν τὸ εὐδαπάνητον τῆς ζωῆς ἐννοήσω, 
καὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸν ἐπινεύοντα κύκλον, 
καὶ τὴν πολύσκυλτον τῶν ἀνθρώπων διαγωγὴν, 
καὶ τὰς βιωτικὰς περιστάσεις, 
τό τε παρατρέχον τοῦ παρόντος αἰῶνος, 
καὶ τὴν σκιὰν τῶν πραγμάτων, 
τῆς δόξης τὸ πρόσκαιρον, 
τῆς δυναστείας τὸ εὐδιάλυτον, 
τῆς εὐημερίας τὴν φαντασίαν, 
καὶ τοῦ πλούτου τὸ ὄναρ·
εἶτα σκοπήσω τὴν τοῦ τέλους ἡμέραν, 
καὶ τῆς συντελείας ἐκεῖνο τὸ ἀπαραίτητον τάχος, 
τόν τε τοῦ λογοθεσίου καιρὸν, 
καὶ τὸν ἀκολάκευτον δικαστὴν, 
καὶ τὴν γέμουσαν φρίκης κατάστασιν, 
πῶς ἀστράπτων ὁ κριτὴς παραγίνεται ἐξ οὐρανῶν, 
πῶς ταραττόμεναι αἱ δυνάμεις προτρέχουσι, 
πῶς ὁ φοβερὸς ἑτοιμάζεται θρόνος, 
πῶς ὁ οὐρανὸς ὡς βιβλίον εἱλίσσεται, 
πῶς καυσοῦνται τὰ στοιχεῖα τῷ φόβῳ λυόμενα, 
πῶς κλονεῖται τὸ ἔδαφος προσδεχόμενον τὴν τοῦ κριτοῦ ἐπίβασιν, 
πῶς φοβερῶς ἀλαλάζουσι σάλπιγγες, 
πῶς ἀνοίγονται τὰ μνήματα, 
πῶς ἐκτινάσσονται τάφοι, 
πῶς ὡς ἐξ ὕπνου ἀποπηδῶσιν οἱ νεκροὶ, 
πῶς ὁ χοῦς ὡς ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ πρὸς τὴν οἰκείαν ἐπανέρχεται τάξιν, 
πῶς παλινδρομοῦσιν αἱ ψυχαὶ πρὸς τὰ σώματα, 
πῶς εἰς ἀπάντησιν οἱ δίκαιοι τρέχουσι, 
πῶς ἐφίσταται ὁ νυμφίος μεσονυκτίῳ, 
πῶς ἀξιοῦνται τῆς εἰσόδου οἱ δίκαιοι, 
πῶς τοῖς ῥᾳθύμοις ἀποκέκλεισται ἡ θύρα τοῦ νυμφῶνος·
ὅταν ταῦτα πάντα ἐν τῇ ψυχῇ μου μεριμνήσω, 
μακαρίζω τὰς φρονίμους ἐκείνας παρθένους, 
ἃς ἡμῖν ἀρτίως ἡ τῶν Εὐαγγελίων παρήγαγε βίβλος, 
ὅτι πρὸς τοῦ ὕπνου κατηγωνίσαντο τοῦ πάθους, 
ὅτι τὸ εὐόλισθον καὶ ἐμπαθὲς τῆς ἐπικήρου ζωῆς βδελυξάμεναι, 
τῆς ἀκηράτου καὶ θείας ζωῆς ἀξίως ἐφρόντισαν, 
ὅτι τὸ ἀπαραίτητον τοῦ χρόνου σκοπήσασαι, 
τὴν ὥραν τῆς παρουσίας ἐτήρησαν, 
καὶ τῆς ἐπιστασίας ἐκείνου τοῦ ἀφθάρτου νυμφίου τὸν φόβον ἐνεθυμήθησαν, 
καὶ τὸ νυκτερινὸν δοκιμάσασαι σκότος, 
ἀκριβῶς τῶν λαμπάδων ἐφρόντισαν. 
Οὐδὲν δὲ κωλύει καὶ αὐτὰς τὰς θείας τοῦ Εὐαγγελίου διεξελθεῖν συλλαβάς.
Ὡμοιώθη γὰρ, φησὶν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, 
αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν, 
ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. 
Πότε ἐξῆλθον; 
ἆρα μὴ ὅτε κατέλαβεν αὐτὰς τῆς ζωῆς τὸ ἐμπρόθεσμον; 
ὅτε ἔφθασε τὸ πρόσταγμα; 
ὅτε ἐπέστη τοῦ θανάτου ἡ ἀπόφασις; 
ὅτε ἀπεστάλησαν οἱ κατεπείγοντες τοῦ τέλους ἄγγελοι, 
τότε ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου; 
Οὐδαμῶς. 
Ἀλλὰ πότε ἐξῆλθον; 
Ὅτε τοῖς βιωτικοῖς περισπασμοῖς ἀπετάξαντο, 
ὅτε τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν βαδίζειν προείλοντο, 
ὅτε τὴν ἑκούσιον σκληραγωγίαν ἠγάπησαν, 
ὅτε τοῖς γάμου οὐχ ὑπετάγησαν νόμοις, 
ὅτε τῶν τοῦ βίου ἡδονῶν κατεφρόνησαν, 
ὅτε τὴν ἀγαθὴν μερίδα τῆς ἀφθαρσίας ἐξελέξαντο, 
ὅτε τῆς εὐφροσύνης τὸν τρόπον ἠγάπησαν, 
ὅτε τὸν τῆς ἁμαρτίας ἐβδελύξαντο ῥύπον, 
ὅτε τὰ τῆς σωφροσύνης συνέθεντο, 
ὅτε τοῦ καθαροῦ νυμφίου ἠράσθησαν, 
ὅτε τοῦ τῆς βασιλείας ἐπεθύμησαν κάλλους, 
ὅτε πᾶσαν βιωτικὴν ἀπεδύσαντο φροντίδα, 
τότε ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου.
Ἦσαν δὲ, φησὶν, αἱ πέντε φρόνιμοι, καὶ αἱ πέντε μωραί. 
Καὶ τί τῶν φρονίμων τὸ γνώρισμα; 
Ὅτι συνῆψαν τῇ σωφροσύνῃ τὴν ἐλεημοσύνην, 
ἐκόσμησαν τὴν παρθενίαν τῇ εὐποιίᾳ, 
ἔγνωσαν ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν, 
ἐδοκίμασαν ὅτι τὸ ἓν οὐκ ἐπαρκεῖ πρὸς σωτηρίαν κατόρθωμα· 
ἑνὶ γὰρ πτερῷ ἀετὸς εἰς ὕψος οὐκ ἐφικνεῖται· 
Ἐμνημόνευσαν τῆς τοῦ νυμφίου φωνῆς τῆς λεγούσης. 
Ἔλεον θέλω, καὶ οὐ θυσίαν· 
καὶ πάλιν, ὅτι κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως.
Ταῦτα καλῶς βουλευόμεναι, 
ἐπλήρωσαν τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν ἐλαίου. 
Ποῖα ἄρα ἀγγεῖα; 
Τὰς τῶν πεινώντων κοιλίας. 
Μεσίτας γὰρ τοῦ πνευματικοῦ γάμου τοὺς πτωχοὺς ἐπορίσαντο, ἐσκεύασαν μεθ' ἑαυτῶν τῶν οἰκτιρμῶν τὰ ἐφόδια· 
οἱ πεινῶντες ἐτρέφοντο, καὶ αἱ λαμπάδες ἐφαιδρύνοντο· 
οἱ πτωχοὶ ηὐχαρίστουν, καὶ ὁ νυμφίος ἐτέρπετο· 
ἡ ἐλεημοσύνη ἐσπείρετο, καὶ ὁ προσδοκώμενος μισθὸς ηὐτρεπίζετο. 
Καὶ αἱ φρόνιμοι τὰ τοῦ ∆αυῒδ ἐβόων· 
Ἡτοιμάσθημεν, καὶ οὐκ ἐταράχθημεν·
αἱ δὲ μωραὶ τὰς λαμπάδας κρατοῦσαι χωρὶς ἐλαίου πόῤῥωθεν ἀπὸ τοῦ νυμφίου ἐβλέποντο. 
Πῶς εἴχοντο ἑνὶ κατορθώματι; 
πῶς τὴν μὲν ἁγνείαν ἐκτήσαντο, 
τὴν δὲ φιλανθρωπίαν ἀπώσαντο; 
πῶς ἀπάθειαν μὲν τῷ σώματι περιεποιήσαντο, 
συμπάθειαν δὲ περὶ τοὺς δεομένους οὐκ ἐπεδείξαντο; 
πῶς τὴν μὲν σωφροσύνην ἠγάπησαν, 
τὴν δὲ φιλοξενίαν ἀπεστράφησαν;
Τί οὖν τὸ πέρας; 
Χρονίζοντος γοῦν τοῦ νυμφίου, φησὶν, 
ἐνύσταξαν πᾶσαι, καὶ ἐκάθευδον. 
Ἀλλ' αἱ μὲν προαποθέμεναι τὸ ἔλαιον, 
εἶχον τὸ ἀσφαλὲς, ὅτι αἱ λαμπάδες αὐτῶν οὐ σβεσθήσονται· 
αἱ δὲ μωραὶ τὸν τῆς ἀνάγκης καιρὸν ἐξεδέχοντο.
Τί οὖν συντόμως οὐ λέγω; 
Ἐπέστη ἡ ὥρα, 
ἔφθασεν ὁ καιρὸς, 
οἱ κτύποι κατήρξαντο, 
ἤχουν αἱ σάλπιγγες, 
ἐδονοῦντο τὰ στοιχεῖα, 
ὁ ἀνὴρ ἐκλονεῖτο, 
ἐκλίνετο ὁ οὐρανὸς, 
ἔτρεμε τὸ στερέωμα, 
ἀστέρες ἐλύοντο, 
ἐταράττοντο αἱ δυνάμεις, 
προέτρεχον ἄγγελοι, 
ἀστραπαὶ προεβάδιζον, 
μέγαν εἶχεν ἡ κτίσις τὸν θόρυβον.
Οὐ γὰρ ἐν ἡμέρᾳ, 
ἀλλ' ἐν μεσονυκτίῳ ὁ δικαστὴς παραγίνεται. 
Εἶτα τί; 
Γίνεται κραυγὴ καλοῦσα πρὸς τὴν ἀπάντησιν·
Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέλθετε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ.
Τί οὖν τὸ γινόμενον; 
Ἐξανέστησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι, 
ἀπετινάξαντο τὸν ὕπνον, 
ἐπελάβοντο τῶν λαμπάδων· 
ἀλλ' αἱ μὲν ἐκαίοντο, αἱ δὲ οὐκ ἔφαινον. 
Αἱ τῶν φρονίμων τῷ ἐλαίῳ τῆς εὐποιίας ἠρδεύοντο, 
αἱ δὲ τῶν μωρῶν ἀπεσβέννυντο. 
Ὄντως ἐλεεινὸν ἦν τὸ πρᾶγμα. 
Ἄφευκτος ἐκύκλωσεν ἀνάγκη τὰ γύναια· 
οὐκ εἶχεν ἡ ἀποτυχία ἀφορμὴν παρακλήσεως.
Τότε οὖν προσελθοῦσαι ταῖς φρονίμοις ἐπεζήτουν, 
ὅπερ λαβεῖν οὐκ ἠδύναντο. 
∆ότε γὰρ ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, 
ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. 
Ἔδει οὖν πάλαι αὐτὰς μιμήσασθαι, καὶ μὴ νῦν ἱκετεύειν· 
ἔδει γὰρ παρὰ τῶν πωλούντων ἀγοράσαι τὸ ἔλαιον. 
∆ότε ὑμεῖς ἔλαιον, φασὶν, ἡμῖν. 
Μάτην παρακαλεῖτε τὰς φρονίμους, ὦ ῥᾴθυμοι· 
ἔφθασε λυθῆναι τῆς ζωῆς ἡ πανήγυρις, 
παρῆλθε τοῦ βίου τὸ θέατρον· 
οὐκ ἔστι νῦν συναλλαγμάτων καιρός· 
νῦν ἡ τῶν ἔργων ἐπιζητεῖται ἐπίδειξις. 
Ἔδει προθεωρεῖν τὸν κίνδυνον τοῦ παρόντος αἰῶνος· 
ἔδει ταύτης φροντίσαι τῆς ἀπαντήσεως· 
ἔδει ἐνθυμηθῆναι, ὅτι αἱ λαμπάδες χωρὶς ἐλαίου φωτίζειν οὐ δύνανται. 
Λέγετε, ∆ότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν. 
Οὐδεὶς ἀλλοτρίοις ἐγκαλλωπίζεται ἔργοις· 
ἕκαστος θερίζει ὅπερ ἔσπειρε. 
«∆ότε ὑμεῖς ἡμῖν ἔλαιον.»
Τί οὖν πρὸς αὐτὰς αἱ φρόνιμοι; 
Μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ ἡμῖν καὶ ὑμῖν· 
πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας, καὶ ἀγοράσατε. 
Ἔτι κἂν μικρά τις ὑπολέλειπται ὥρα, δράμετε, κάμετε· 
οὔπω ἐφέστηκεν ὁ νυμφίος· 
σπεύσατε πρὸ τοῦ κλεισθῆναι τὰς θύρας, 
πρὸς τοὺς πωλοῦντας ἀπέλθετε. 
Καὶ τίνες, ὦ φρόνιμοι, οἱ πωλοῦντες; εἴπατε· 
ἀγνοοῦσι γὰρ αὗται μὴ κτησάμεναι συναλλάγματος τοιούτου συνήθειαν. 
Τίνες οἱ πωλοῦντες; 
Οἱ ταῖς θύραις τῶν ἐκκλησιῶν παρακαθήμενοι πένητες, 
αἱ λογικαὶ χελιδόνες, 
αἱ τῶν ψυχῶν εὐαγγελιζόμεναι λογικὸν ἔαρ, 
οἱ αἰδέσιμοι πρὸς τὸν ∆εσπότην μεσῖται, 
οἱ ἀήττητοι ῥήτορες ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς διαγνώσεως.
Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι τὸ ἔλαιον, 
ἦλθεν ὁ νυμφίος, καὶ ἐκλείσθησαν αἱ θύραι. 
Ὢ τῆς ἐπιβλαβοῦς ῥᾳθυμίας· 
ὢ τῆς ἀθεραπεύτου ὀδύνης· 
ὢ τῆς ἀπαραμυθήτου ζημίας· 
ὢ πένθους ἀπαρακλήτου. 
Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι, 
ἦλθεν ὁ νυμφίος. 
Ἦλθεν ἡ προσδοκωμένη χαρὰ, 
ἦλθε τῶν δικαίων τὸ καύχημα, 
ἦλθε μεσονυκτίῳ τὸ φῶς.
Ἀπήντησαν αἱ φρόνιμοι, 
συνεισῆλθον τῷ νυμφίῳ, καὶ ἐκλείσθησαν αἱ θύραι.
Φρίττω, τὸ γενόμενον ἐνθυμούμενος· 
τρέμω, τὸ συμβὰν τοῖς γυναίοις ἀστόχημα διηγούμενος. 
Τὴν παστάδα τὴν φοβερὰν ἰδεῖν ἐπεθύμουν· 
δι' αὐτὴν γὰρ τοῖς τοῦ κόσμου τερπνοῖς ἀπετάξαντο, 
τρυφῆς κατεφρόνησαν, 
δόξης ὑπερεῖδον, 
ὁδοὺς σκληρὰς ἐφυλάξαντο, 
παθῶν κατεκράτησαν, 
ἡδονῶν κατηγωνίσαντο· 
καὶ ἐπειδὴ ἔλαιον οὐκ εἶχον, 
εὗρον ἀπαράνοικτα τῆς βασιλείας τὰ κλεῖθρα.
Ἐλθοῦσαι γὰρ ἔκρουον, λέγουσαι· 
Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· 
ἔνδοθεν τοῦ Κριτοῦ φοβερῶς κεκραγότος· 
Ἀμὴν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.
Ὢ τῆς ἐσχάτης ἀποφάσεως· 
κἂν οὔτε δι' ἀγγέλου, 
ἀλλὰ δι' ἑαυτοῦ τὴν ὀδυνηρὰν ἀπόκρισιν δέδωκεν· 
ἵνα τῆς φωνῆς ἀκούσασαι, 
καὶ τὸ πρόσωπον ἰδεῖν μὴ δυνάμεναι, 
μείζονα τὴν βάσανον ὑπομείνωσιν.
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. 
Οὐκ οἶδας ἡμᾶς, ∆έσποτα; 
ἐκ μήτρας ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφημεν, 
ἠκολουθήσαμεν ὀπίσω σου ἐκ νεότητος ἡμῶν, 
τὴν ἁγνείαν διεφυλάξαμεν, ὅπερ ἔπλασας ἡμῖν σῶμα, ἄφθαρτον διετηρήσαμεν, 
οὐ προυδώκαμεν τὰ μέλη τοῖς πάθεσι, 
στεφάνους παρὰ τῆς σῆς δεξιᾶς προσεδοκήσαμεν δέξασθαι· 
καὶ νῦν τὰς θύρας ἐπέκλεισας καὶ λέγεις, «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς;» Ναὶ, ὄντως οὐκ οἶδα ὑμᾶς. 
∆ιὰ τί, ὦ ∆έσποτα;
Ὁ ∆εσπότης· ∆ιὰ τί; 
Ἐπειδὴ ἐπείνασα, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· 
ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με· 
ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με· 
γυμνὸς, καὶ οὐ περιεβάλλετέ με· 
ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἤλθετε πρός με. 
Ἐγγράφως διεστειλάμην ὑμῖν, λέγων· 
Ἐφ' ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων καὶ μικρῶν, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
Αἱ δὲ εἶπον· 
Μάτην οὖν, ∆έσποτα, 
τὸν πόνον καὶ τὴν ταλαιπωρίαν τῆς σαρκὸς ὑπεμείναμεν; 
μάτην ἀγρυπνίαις καὶ νηστείαις ἑαυτὰς κατετήξαμεν; 
μάτην τὸν οὐράνιον νυμφίον μέχρι τέλους ποθήσασαι, 
τὴν παρθενίαν ἄτρωτον διεφυλάξαμεν;
Ναὶ, φησὶ, παρθένοι μέν ἐστε, ἀλλὰ προῖκας οὐκ ἔχετε· 
παρθένοι μὲν, ἀλλὰ νυμφικὸν οὐ περίκεισθε κόσμον· 
τὴν τῆς σαρκὸς ἠσκήσατε ἁγνείαν, 
ἀλλὰ ἀπανθρωπίᾳ τὴν ἁγνείαν ἐτρώσατε· 
ἀμόλυντον ὑμῶν τὸ σῶμα, 
ἀλλ' ὁ τρόπος ἀνελεὴς, οὐ φύσεως, ἀλλ' ἀπανθρωπίας.
Ὁ ἐμός ἐστι νυμφὼν κτησαμένων τῆς εὐποιίας τὸ ἔλαιον. 
∆εῖ τοίνυν τὰς ἐμοὶ νυμφευομένας κατάλληλον τῷ κόσμῳ περικεῖσθαι καὶ τρόπον. 
Οὐ δύναμαι τοῖς ἐμοῖς θαλάμοις μαχομένην νύμφην λαβεῖν· 
οὐκ εἰσάγω πόλεμον εἰς παστάδας εἰρηνικάς. 
Λοιπὸν ἀπέλθετε ἀπ' ἐμοῦ, μή μου μάτην ταῖς θύραις ἐνοχλεῖτε· 
τῶν ἐλεημόνων ἐστὶν οἰκητήριον ἡ ἐμὴ βασιλεία. 
Ἐκεῖνος ἐμοὶ εὐκόλως συνεισέρχεται, 
ὁ τὴν ἐμὴν μιμησάμενος περὶ τοὺς πτωχοὺς εὐσπλαγχνίαν, 
ὁ πτωχεύσας τῷ πνεύματι, 
ὁ τοῖς δεομένοις τὴν ἀκοὴν ὑποκλίνας, 
ὁ τὰ τοῦ πλησίον οἰκειωσάμενος πάθη, 
ὁ δακρύσας ἐπὶ συμφοραῖς ἀλλοτρίαις, 
ὁ ἐμπλήσας ἀγαθῶν τὴν ψυχὴν τοῦ πεινῶντος, 
ὁ τῶν γυμνῶν διαθερμάνας τοὺς ὤμους, 
ὁ μὴ παρακούσας τῆς φωνῆς τοῦ νοσοῦντος, 
ὁ δανείσας ὀλιγοψύχῳ παρακλήσεως λόγον, 
ὁ τὸν ξένον ὑπὸ τὴν στέγην δεξάμενος, 
ὁ τῷ σπόγγῳ τῆς συμπαθείας τῶν χηρῶν ἀποσμήξας τὸ δάκρυον,
ὁ ἐλαφρύνας τῇ προστασίᾳ τῆς ὀρφανίας τὸ βάρος.
Ταῦτα εἰδότες, ἀδελφοὶ, μὴ τῇ γλώσσῃ θαυμάζετε, 
ἀλλὰ τοῖς ἔργοις μιμήσασθε. 
Σφραγὶς γὰρ γλώσσης ἡ χεὶρ, 
καὶ ταύτην ἑρμηνεύει τῆς δεξιᾶς ἡ ἐπίδοσις, 
ζηλοῦσα τὰ ῥήματα.
Τὴν φιλοπτωχίαν περὶ πολλοῦ ποιησώμεθα, 
σκορπίζειν τοῖς πένησι τοὺς ὀβολοὺς μὴ φεισώμεθα, παρακαλῶ· 
τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἐπακούσωμεν· 
τοῦ φόβου μαθόντες τὴν πεῖραν ἐκκλίνωμεν· 
ἑαυτῶν διὰ τῶν πενήτων φροντίσωμεν.
Αἱ γὰρ παρθένοι φιλανθρωπίαν μὴ τιμήσασαι, 
τοῦ νυμφῶνος ἐκβάλλονται.
Ποία λοιπὸν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐλπὶς περιλείπεται ἀπανθρωπίᾳ ὑβρίσασι; 
Ταῦτα πρὸς τὸ πλῆθος λέγων, 
τῶν ῥᾳθυμοτέρων τὸ συνειδὸς ἀσφαλίζομαι, 
βλάπτων οὐδὲν τοὺς εὐγνώμονας, 
ἀλλὰ καὶ θερμοτέρους πρὸς τὴν εὐσέβειαν ἐργαζόμενος.
Οὐκοῦν σκόρπισον, ἀδελφὲ, 
ἕως ἔτι συνέστηκεν ἡ τοῦ βίου πανήγυρις. 
Τὰ τῆς ἀπολογίας πραγμάτευσαι· 
πρὸ τοῦ τεθῶσιν οἱ θρόνοι, θρῆνον ἐπίδειξαι· 
φθάσον τοῦ νυμφίου τὴν παρουσίαν· 
δράμε τῆς ἁμαρτίας ὀξύτερον· 
πρόλαβε τὴν ἐμπρόθεσμον διάγνωσιν· 
θεράπευσον τὸν κριτήν· 
μὴ καταδέξῃ τῷ βήματι παραστῆναι γυμνός. 
Νῦν σκόρπισον χρήματα, 
ἵνα τότε διαλύσῃς ἐγκλήματα· 
λάλησον τῷ δικαστῇ καταμόνας, 
ἵνα μὴ ἐπὶ πάντων καταδικάσῃ σε· 
λάβε μεσίτην πρὸς τὴν αὐτοῦ θεραπείαν τὸν πένητα· 
δι' αὐτοῦ τὸν κριτὴν δωροδόκησον· 
αὐτῷ μόνῳ θάῤῥει τὸ τοιοῦτον μυστήριον· 
δι' αὐτοῦ πώλει τοῖς καταδίκοις τὸ δίκαιον.
Ὁ πτωχὸς λαμβάνει, 
καὶ ὁ κριτὴς ὑπογράφει συγχώρησιν· 
ἀγράφως δέχεται, καὶ προσφέρει χειρόγραφα. 
Ὁ γὰρ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ. 
Ὅπερ ἂν νῦν βάλλῃς ἐν τῇ χειρὶ τοῦ πτωχοῦ, 
γνωρίσεις ἐν τῇ παλάμῃ τοῦ δικαστοῦ. 
Εἰ διαδράσαι τὴν κρίσιν τοίνυν σπουδάσωμεν, 
ἐντεῦθεν ἤδη τὸν δικαστὴν διὰ τῶν πτωχῶν δυσωπήσωμεν. 
Εἰ καὶ ὁπηνίκα τελευταῖα διατυποῖς, γράψον μετὰ τῶν συγγενῶν ἢ φίλων τὴν ἀποδημοῦσαν τοῦ βίου ψυχήν· 
δὸς αὐτῇ κἂν μικρὰ τῆς ἀνάγκης ἐφόδια· 
ἐχέτω τοῦ δικαστοῦ τὸ ὄνομα τῆς διαθήκης τὰ γράμματα· 
μνήμης πτωχοῦ μὴ ἀμοιρείτω ὁ χάρτης. 
Χαρᾶς πρόξενον, καὶ μὴ θρήνων ἄξιον ἔργασαι τὸν θάνατον· 
συνηγόρων ἐκτὸς μὴ παραστῇς τῷ φοβερῷ κριτηρίῳ· 
χόρτασον τὰς κοιλίας τῶν ὀφειλόντων ταῖς γλώσσαις ὑπὲρ σοῦ ῥητορεῦσαι πρὸς τὸν Κύριον. 
Κτησώμεθα δι' αὐτῶν χρεώστην τὸν κτίσαντα, 
τοῦ μὴ δοῦναι δίκην κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν· 
ὠνησώμεθα χρήμασι τῆς τοιαύτης ἐπιτυχίας ῥήτορας. 
Ἔχεις γὰρ, φησὶ, μάρτυρα τῆς περὶ ἐμὲ φιλίας τὸν πένητα· 
οἶδάς με τὰ τῶν πτωχῶν οἰκειούμενον. 
Ἐξανατέλλω χόρτον τοῖς κτήνεσι, 
καὶ πᾶσι τὴν τροφὴν χορηγῶ· 
καὶ ὅμως σοῦ ποιοῦντος τὴν ἐλεημοσύνην, 
ἐγὼ τῷ πένητι συγκλίνω τὴν χεῖρα, 
καὶ τὸν ὀβολὸν ὑποδέχομαι. 
Ἀναβάλλομαι τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον· 
κἂν μόνον σὺ τὸν πτωχὸν περιβάλῃς, 
ἐγὼ τῆς θέρμης αἰσθάνομαι. 
Οἶδάς με ἐν οὐρανῷ τῷ Πατρὶ συγκαθήμενον· 
κἂν μόνον ὁρμήσῃς τοὺς ἐν φυλακῇ ἐπισκέψασθαι, 
εὑρήσεις με τοῖς δεσμοῖς συγκαθήμενον· 
κἂν δράμῃς πρὸς νοσοῦντας, τῆς κλίνης οὐκ ἀπολιμπάνομαι.
Πανταχοῦ γάρ εἰμι, καὶ τοῖς ἐν ἀνάγκῃ προΐσταμαι. 
Ὅπερ ἂν δώσῃς τῷ πένητι, ὄψει τοῦτο παρ' ἐμοῦ πληθυνόμενον. 
Ἐὰν εἰσάγῃς εἰς τὴν οἰκίαν σου τὸν ἄστεγον, 
καὶ δι' αὐτοῦ λάβῃς με ἐν οἴκῳ σου, 
τρία ταῦτα παρέξω σοι· 
καὶ τὸ κέρδος αὐξήσω, 
καὶ τὸν οἶκόν σου φυλάξω, 
καὶ μονὴν ἐν οὐρανοῖς ἑτοιμάσω σοι· 
ἐν ᾗ ἀπέδρα ὀδύνη καὶ λύπη καὶ στεναγμὸς, ἐν Θεῷ Πατρὶ, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μεγάλη Δευτέρα: Η παραβολή των δέκα παρθένων του Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος


Σήμερα, η Αγία Ορθόδοξος μας Εκκλησία, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, θέσπισε να ενθυμούμεθα την ευαγγελική Παραβολή των Δέκα Παρθένων. Η Παραβολή αυτή αποτελεί μία ανάμεσα σε τόσες άλλες ίσης αξίας, που αναφέρεται στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο Κύριος μας πολλές φορές αναφέρθηκε άμεσα είτε έμμεσα στο ιστορικό αυτό γεγονός που θα λάβει χώρα στο άμεσο μέλλον. Άμεσα, όταν ερωτήθηκε από τους Μαθητές Του, Κύριε, πότε θα συμβεί; Έμμεσα με τις παραβολές. 

Ο Κύριος μας μίλησε για γεγονότα που θα συμβούν. Μας μίλησε για γεγονότα που θα προηγηθούν. Μας μίλησε για σημεία των καιρών που θα λάβουν χώρα πριν από την Ημέρα της Δευτέρας Του Παρουσίας. Δεν μας μίλησε ούτε αναφέρθηκε ποτέ στην επακριβή χρονολογία, ημέρα ή ώρα κατά την οποία θα πραγματοποιηθεί. Μάλιστα, εάν κανείς μελετήσει το ιερό Βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννου θα πληροφορηθεί για τα όσα θα συμβούν και επακολουθήσουν. Εκείνο που ο Χριστός μας αποκάλυψε είναι το ότι μια μέρα θα γίνει, θα λάβει χώρα και θα είναι αναπόφευκτη εκείνη η φοβερή Ημέρα.
Σ’ αυτή την Παραβολή ο Κύριος παρομοίασε τον Εαυτό Του σαν τον αναμενόμενο Νυμφίο, που όλοι περίμεναν. Μάλιστα στη υποδοχή Του ορίστηκαν δέκα παρθένες κοπέλες, επειδή ήσαν αγνές, τρυφερές, όμορφες και στολισμένες ανάλογα για την περίσταση. Οι πέντε από τις δέκα χαρακτηρίστηκαν ως φρόνιμες, γιατί σκέφτηκαν να πάρουν μαζί τους επί πλέον λάδι, μην τυχόν τους τελειώσει αυτό που είχαν• ενώ οι άλλες πέντε απερίσκεπτα δεν πήραν το απαιτούμενο λάδι μαζί τους. Περίμεναν όλες με αναμμένες λαμπάδες για να φωτίζουν τον χώρο της υποδοχής, γιατί γύρω τους επικρατούσε ένα αδιαπέραστο σκοτάδι. Περίμεναν και περίμεναν. Ο χρόνος κυλούσε και αυτές ακόμα περίμεναν μέχρις ότου κουράστηκαν και έπεσαν να κοιμηθούν. Όταν αποκοιμήθηκαν, μέσα στον ύπνο τους ακούνε μια ξαφνική φωνή να τους καλεί: Σηκωθείτε! Έρχεται ο Νυμφίος! Βγείτε να Τον προϋπαντήσετε! Τότε, ξύπνησαν όλες οι παρθένες και άρχισαν να στολίζουν τις λαμπάδες τους. Οι ανόητες όμως παρθένες αντιλήφθηκαν, ότι δεν είχαν άλλο λάδι και ζήτησαν από τις φρόνιμες. Αλλά, οι φρόνιμες απήντησαν αρνητικά λέγοντας: Όχι! Μήπως δεν φθάσει για μας και για σας, αλλά πηγαίνετε σ’ εκείνους που το πωλούν και αγοράσετε για τον εαυτόν σας. Και ενώ εκείνες έφυγαν για να αγοράσουν ήρθε ο Νυμφίος και εκείνες που ήταν έτοιμες μπήκαν μαζί Του στους γάμους. Κλείστηκε η θύρα και τότε έφθασαν οι ανόητες κτυπώντας την πόρτα και έλεγαν: Ανοίξτε, ανοίξτε για μας! Τότε ο Νυμφίος άνοιξε και τις είπε: Δεν σας γνωρίζω! Φύγετε από δω και έκλεισε την θύρα.
Όλες οι κόρες ήταν αγνές και παρθένες. Δεν είχαν καμία σχέση με σαρκικά αμαρτήματα ή πάθη που μολύνουν την ψυχή και το σώμα. Δεν ήταν του δρόμου, δεν ήταν πόρνες. Ήσαν όλες καθαρές και αγωνιζόντουσαν να διατηρήσουν την σωματική τους ακεραιότητα και αγνότητα. Τους έλλειπε όμως ένα βασικό πράγμα, το λάδι της ελεημοσύνης, της φιλευσπλαχνίας, της αλληλεγγύης, της συμπόνιας, της συγχώρησης και γενικά της αγάπης προς τον πλησίον.
Μπορεί κανείς να αγωνίζεται στη ζωή του να είναι καλός άνθρωπος, αλλά αυτό δεν τον σώζει. Η σωτηρία έρχεται σαν αποτέλεσμα όχι των καλών έργων, αλλά της ορθής πίστης προς τον Σωτήρα Χριστό που εκφράζεται σε καλά έργα. Πίστη χωρίς έργα είναι νεκρά και έργα χωρίς ορθή πίστη μένουν άκαρπα και ανώφελα.
Μ’ άλλα λόγια, εάν δεν έχουμε αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, τότε η πίστη μας δεν μας ωφελεί. Εάν λέγει κανείς ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον αδελφό του, τότε είναι ψεύτης. Γιατί, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, πώς είναι δυνατό να λέγεις ότι αγαπάς τον Θεό που δεν βλέπεις και μισείς τον αδελφό σου που βλέπεις καθημερινά. Πώς είναι δυνατόν να λέγει κανείς ότι είναι μαθητής Εκείνου, που είναι μόνον αγάπη, και δεν εφαρμόζει τις Εντολές Του;
Βρισκόμαστε στην περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος. Είναι περίοδος νηστείας και μετανοίας. Όσοι νηστεύουν θα πρέπει να κάμνουν έργα αγάπης και ελεημοσύνης. Να επισκεφθούμε τους αρρώστους στα Νοσοκομεία, εκείνους που δεν έχουν κάποιο δικό τους να τους παρηγορήσουν, να τους ενθαρρύνουν, να τους δώσουν ένα ποτήρι νερό. Το να επισκεπτόμαστε τους συγγενείς και τους δικούς μας ανθρώπους, δεν είναι ελεημοσύνη. Αυτό είναι καθήκον και οικογενειακή υποχρέωση. Αλλά το να φροντίζουμε τους αγνώστους, είναι σαν να φροντίζουμε τον ίδιο τον Χριστό. Διότι, Εκείνος μας διαβεβαίωσε λέγοντας, ότι εφ’ όσον κάματε το καλό σ’ ένα από τους μικρούς αδελφούς μου, τους ελαχίστους, είναι σαν να το κάματε σε μένα τον Ίδιο.
Νηστεύομε. Όμως γνωρίζετε, ότι τα χρήματα που αναλογούν στην καθημερινή μας τροφή θα πρέπει να τα δίδουμε σε φτωχούς ανθρώπους. Να φροντίζουμε να ταΐζουμε τους πεινασμένους, τα ορφανά και τον κάθε συνάνθρωπό μας που δεν έχει τα απαραίτητα.
Ο ερχομός του Νυμφίου Χριστού είναι πλησίον. Δεν γνωρίζομε την επακριβή ημέρα ή ώρα που θα έρθει. Θα έρθει, σίγουρα και με κάθε βεβαιότητα. Δεν θα καθυστερήσει, δεν θα αργήσει, δεν θα αναβάλλει. Θάρθει και μακάριος θα είναι εκείνος που θα είναι έτοιμος για να εισέλθει μαζί Του στους γάμους.

Μεγάλη Δευτέρα, «Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί, τουτέστιν, Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;» π. Στέφανος Κ.Αναγνωστόπουλος


«Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί, τουτέστιν, Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;»

Χριστιανοί μου, ασφαλώς αμέσως σας δημιουργήθηκε η απορία, πώς αφού σήμερα είναι Μεγάλη Δευτέρα, ο Όρθρος της Μεγάλης Τρίτης, και δεν είναι Μεγάλη Παρασκευή, γιατί αυτός είναι ο λόγος. Εάν το σκεφτήκατε έχετε δίκιο. Μπορούμε όμως ως προοίμιο των φρικτών παθών του Κυρίου, να ασχοληθούμε με την παράξενη αυτή κραυγή του Κυρίου. Άλλωστε πολλές φορές, και από πολλούς χριστιανούς, εκφράστηκε αυτή η απορία, και για τρίτη νομίζω φορά θα ασχοληθούμε με αυτήν.

Σε ποιόν απευθύνεται ο Χριστός; Αφού ο ίδιος είναι και τέλειος Θεός.. Ο Θεός των Θεών; Όχι ασφαλώς! Αλλά ο Υιός και Λόγος του Θεού, ως τέλειος άνθρωπος, ως άνθρωπος, στον Θεό Πατέρα. Γιατί;
Σ’ αυτή την πονεμένη κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό, αδελφοί μου, έγιναν πολλές θεολογικές συζητήσεις, και μερικές τράβηξαν τα άκρα και έπεσαν και σε αίρεση. Να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή.

Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό ήταν μόνος. Μόνος στην προσευχή της αγωνίας στον κήπο της Γεθσημανή, και παρόλον που ήθελε ως άνθρωπος την ανθρώπινη παρηγοριά και συμπαράσταση, γιατί η ψυχή του εγένετο περίλυπη έως θανάτου, λέγοντας στους μαθητάς «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Δυστυχώς όμως εκείνοι δεν άντεξαν, και έπεσαν σε βαθύ ύπνο.
Και όταν Τον συνέλαβαν πάλι έμεινε μόνος. Φαίνεται να Τον ακολουθεί ο Ιωάννης, όχι όμως ως μαθητής αλλά ως γνώριμος του Αρχιερέως. Ακολουθεί και ο Πέτρος αλλά από μακρόθεν. Και πάλι με την μεσολάβηση του Ιωάννου μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως, όπου όμως μπροστά σε μια παιδίσκη, άρχισε να αναθεματίζει και να καταριέται τον εαυτόν του, ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. Μόνος λοιπόν ο Κύριος. Και μόνος μπροστά στους Αρχιερείς. Μόνος μπροστά στον Πιλάτο. Μόνος στους εμπαιγμούς, στα ραπίσματα, στο φραγγέλιο, στις κοροϊδίες, και στο ακάνθινο στεφάνι. Μόνος στο δρόμο προς τον Γολγοθά, - εκτός από τον Κυρηναίο, τον οποίον όμως ηγγάρευσαν οι στρατιώτες, τον ανάγκασαν δηλαδή παρά την θέλησή του να σηκώσει τον Σταυρό ενός καταδίκου. Μόνος και στην Σταύρωσή Του. Και απόλυτα μόνος θα πιεί μέχρι το τέλος, το πικρότατον ποτήριον των φρικτών Του παθών. Εγκαταλελειμμένος απ’ όλους. Γι’ αυτό και κραυγάζει ως άνθρωπος, Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;

Προσέξτε χριστιανοί μου. Ως τέλειος άνθρωπος βγάζει αυτή τη φωνή. Γιατί; Τη φρικτή ώρα της Σταυρώσεώς Του, ο Χριστός είναι φορτωμένος με τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων της γης, και όλων των αιώνων μέχρι και του τελευταίου ανθρώπου, της Δευτέρας Αυτού φρικτής Παρουσίας εν τω κόσμω τούτω.
Και αυτήν την αμαρτία την οποίαν φορτώθηκε ο Χριστός πάνω στο Σταυρό, αυτήν την αμαρτία την βδελύσσεται ο Θεός Πατέρας, και βδελυσσόμενος την αμαρτίαν, αποστρέφει το πρόσωπό Του από αυτήν - όχι όμως απ’ τον Υιόν - την οποίαν εκουσίως τη σήκωνε ο Θεάνθρωπος Κύριος με τη Σταυρική Του Θυσία.
Εκείνη τη στιγμή, είναι και θα είναι ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Ως τέλειος άνθρωπος ο Ιησούς Χριστός είναι Αυτός που πριν από λίγες ώρες, έλεγε πάλι στο Θεό Πατέρα «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», ως τέλειος άνθρωπος. Και ως τέλειος άνθρωπος, φωνάζει πάνω από το Σταυρό «Διψώ» γιατί βασανίζεται από την δίψα, λόγω των μαρτυρίων Του, των πόνων Του από τον βασανισμό της Σταυρώσεως.
Επαναλαμβάνω, δεν εγκαταλείπει έστω και για λίγο η θεία φύσις την ανθρώπινη, διότι – αυτό είναι αιρετικόν – αλλά ο Θεός Πατέρας αποστρέφεται την σεσσωρευμένη αμαρτίαν του σύμπαντος κόσμου όλων των αιώνων, δηλαδή και την δική μας αμαρτία. Και τη δική σου, και τη δική μου. Την οποίαν ξεχρεώνει ο αναμάρτητος Υιός του ανθρώπου, δηλαδή ο Θεάνθρωπος Χριστός με την εκουσίαν Του Σταυρικήν Θυσίαν. Και την ξεχρεώνει όσες φορές κι αν αμαρτήσει ο άνθρωπος, αρκεί να μετανοήσει, με την προϋπόθεση όμως ότι έχει ήδη βαπτιστεί.
Μερικοί λένε, και είναι βλάσφημο όμως αυτό, ότι ο Θεός Πατέρας εγκατέλειψε έστω για λίγο και για λίγο, τον Χριστόν και Υιόν Του, για να αισθανθεί δήθεν ο Κύριος την φρίκη και την οδύνη από πόνο της εγκαταλείψεως. Όμως αυτό δεν είναι σωστό, είναι πλάνη και αίρεσις.

«Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;» Ο Θεός είναι απαθής αλλά ο άνθρωπος όμως υποφέρει. Η Ορθόδοξος θέσις εκτός από τα παραπάνω που είπαμε, είναι ότι στους λόγους αυτούς εκπληρώνεται και προφητεία, του εικοστού πρώτου ψαλμού, στίχος δύο, που λέγει, «ο Θεός ο Θεός μου πρόσχες μοι, ίνα τι εγκατέλειπές με»; Ο 21ος ψαλμός είναι Μεσσιανικός. Και ο στίχος χριστολογικός και προφητικός. Διότι μας αποκαλύπτει την οδύνη του Χριστού, πάνω στο Σταυρό. Ο Χριστός δεν έβγαλε αυτήν την κραυγή μηχανικά, αλλά με την επανάληψη, εκπληρώνει και την προφητεία.

Στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, που τα αναφέρει, προηγούνται οι θεϊκές οράσεις των προφητών και ακολουθούν τα έργα οι πράξεις και τα λόγια του Κυρίου, που επαληθεύουν και σφραγίζουν αυτές τις προφητείες. Ειδικά ο Ματθαίος αναφέρει πλήθος από προφητείες που αναφέρονται στην όλη ζωή του Κυρίου.

Έτσι ουδέποτε εγκατέλειψε ο Θεός Πατέρας, τον Υιόν και Θεάνθρωπο Κύριο, ούτε και μπορούσε, διότι πως είναι δυνατόν να εγκαταλείψει η μία φύσις την άλλη; Αφού ο Υιός με τον Πατέρα είναι ένα και το αυτό πράγμα. Είναι μία φύσις. Είναι μία ουσία. Έχουν μία θέληση. Μία και την αυτή θέληση, και μία ενέργεια. Ούτε και πάλι η θεία φύσις μπορούσε να εγκαταλείψει, την ανθρώπινη, στο πρόσωπο βέβαια του Ιησού Χριστού, διότι θεία και ανθρώπινη φύσις, είναι ενωμένες μια για πάντα, εις τους αιώνας των αιώνων, στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αχωρίστως, και αδιαιρέτως, εις τους αιώνας των αιώνων, σύμφωνα με τους όρους, της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα. Αυτό σημαίνει ότι δεν χωρίζονται, δεν χωρίζονται, ούτε χωρίστηκαν ποτέ, ούτε διαιρούνται, ούτε και θα διαιρεθούν ποτέ η μια φύσις από την άλλην. Ενωμένες αυτές οι δύο όπως είπαμε ατρέπτως και αναλλοιώτως, με αυτές τις δύο φύσεις, ανέβηκε ο Χριστός στους ουρανούς, την οποία ανθρώπινη φύση εθέωσε και εδόξασε εις τα δεξιά του Θεού και Πατρός.

Άρα η κραυγή του Χριστού προς τον Θεό Πατέρα είναι η δική μας κραυγή λέγει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Η κραυγή της αμαρτωλής ανθρωπότητος, η δική μας κραυγή, διά στόματος του Ιησού Χριστού, την αμαρτίαν της οποίας πλήρωσε εκουσίως Αυτός με το Αίμα Του και με τη Θυσία Του πάνω στο Σταυρό.
Και ο Άγιος Κύριλλος συνεχίζοντας λέγει, ότι η κένωσις του Θεού Λόγου με την ενανθρώπισή Του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού έφθασε στο υψηλότερο σημείο που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει. Δεν μπορεί. Και το υψηλότερο σημείο είναι η Σταυρική Του Θυσία. Άδειασε τους Ουρανούς ο Υιός και Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ο Θεάνθρωπος, γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία – «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» - μεγάλωσε ως άνθρωπος χωρίς να πάψει να είναι και Θεός, έπαθε ως άνθρωπος χωρίς να πάψει πάλι να είναι και τέλειος Θεός.
Αυτό το υψηλότερο σημείο της Θείας κενώσεως που όπως είπαμε κατά τον Άγιο Κύριλλο είναι η Σταυρική Θυσία, λέγεται και τελεία εγκατάλειψις και εκφράστηκε με αυτήν την κραυγή.
Επαναλαμβάνω για να τονίσω βεβαιωτικά ότι η κραυγή αυτή του Ιησού Χριστού προς τον Θεόν Πατέρα εκφράζει την δική μας αγωνιώδη κραυγή διότι με την αμαρτία την οποίαν βδελύσσεται ο Θεός χάσαμε εμείς την κοινωνία μας με τον Θεόν Πατέρα. Αυτήν την κοινωνία την ξαναποκτάμε μόνο με την Θεία Κοινωνία αφού προηγουμένως έχει προηγηθεί το Άγιον Βάπτισμα και το Άγιον Χρίσμα μέσω της πίστεως στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, στην Τριαδικότητα του ενός Θεού, στην ίδρυση της Εκκλησίας την Πεντηκοστή, στα Πανάγια Μυστήρια, στην Ιερά Παράδοση, στους Αγίους, στα θαύματα, και στα τόσα άλλα που μας διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία.

Έτσι με τη Θεία Κοινωνία συσσωματούμεθα μαζί με τον Χριστόν, και καθιστάμεθα σύναιμοι. Κοινωνοί Θείας φύσεως βεβαιώνει ο Απόστολος Πέτρος στη Δευτέρα του Καθολική Επιστολή. Αυτό σημαίνει και δηλώνει και τη δική μας συμμετοχή στη Σταυρική Θυσία του Θεανθρώπου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Άρα στην κραυγή Θεέ μου Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες ενυπάρχει και η δική μας προσωπική αμαρτία. Και την οποίαν παρόλο που την βδελύσσεται ο Θεός Πατέρας, και αποστρέφει το πρόσωπό Του απ’ αυτήν, εν τούτοις όμως την ξεχρεώνει η Θυσία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, διότι μία και αυτή ήταν και είναι η θέλησις του Πατρός και του Υιού για τη σωτηρία του αμαρτωλού ανθρώπου.

«Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον άνθρωπον ώστε τον μονογενήν Υιόν Αυτού έδωκεν ίνα πάς ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόλειται αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον». Και ο Υιός εγένετο τότε υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Γενόμενος εκ γυναικός, γενόμενος υπό κατάραν, (ίνα) εξαγοράσει πάντας ημάς δια του Τιμίου Αυτού Αίματος. Γι’ αυτό και ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, διότι συμμετέχει με την τριτή κατάδυση και ανάδυση στο θάνατο, δηλαδή στη Σταυρική Θυσία και στην Ανάσταση του Κυρίου.
Αλλ’ αυτό το μυστήριον δεν λύνεται με τη λογική μας – βιώνεται. Γι’ αυτό ακριβώς και μείς θα κραυγάσομεν
Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε,
Αμήν.

Μεγάλη Δευτέρα - Ὁ Γάμος



«Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ». Αὐτὴ ἡ ὄμορφη φράση, ποὺ ἀκούγεται στὸ ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος, ἀποτυπώνει κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας περιγράφει τὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ σχέση αὐτὴ ὁρίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ γάμου, ὅπου ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νυμφίος τῆς κάθε ψυχῆς, ἡ ὁποία καλεῖται νὰ μπεῖ στὸ νυμφώνα, τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ γευθεῖ τὴ χαρὰ τῆς ἀλλαγῆς, τῆς σωτηρίας, τῆς ἀγάπης ποὺ προσφέρει ἀφειδώλευτα ὁ Κύριός μας!
Ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ πίστη στὸ Θεὸ εἶναι περίπου μία μαγικὴ βεβαιότητα, ἡ ὁποία ἀνταποκρίνεται στὴν ἀνάγκη μας νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ἀνασφάλειά μας γιὰ μετὰ τὸ θάνατο, νὰ ὑπάρχει Κάποιος ὁ ὁποῖος νὰ μᾶς βοηθᾶ στὶς δύσκολες στιγμές μας, ἰδίως ὅταν κλονίζεται ἡ ὑγεία μας ἀλλὰ καὶ σὲ περιόδους κρίσεων. Ἄλλοι, ἔχουμε τὴν αἴσθηση πὼς ἡ πίστη συνεπάγεται τὴν ἐξωτερικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θρησκεία βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνεται καλύτερος, νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ κοινωνικὰ καὶ ἐκπαιδευτικὰ ἰδεώδη. Ἄλλοι, ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη ἀπὸ παράδοση, ἔτσι μάθαμε, ἐνῷ οἱ νεώτεροι νιώθουν κάπως τὴν πίεση τῶν μεγαλυτέρων γιὰ μία, ἔστω τυπικὴ παρουσία στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως τὶς ἡμέρες αὐτές!
Ἐδῶ εἶναι ποὺ ἔρχεται νὰ παίξει ἀποφασιστικὸ ρόλο ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεσμοῦ τοῦ κράτους. Δεσμευμένοι ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἑλλαδικὰ δεδομένα, ἔχουμε συνηθίσει τοὺς ἄρχοντες νὰ παρουσιάζονται στὶς δοξολογίες καὶ τὶς μεγάλες ἑορτὲς καὶ νὰ παίρνουν περίοπτη θέση στοὺς Ναούς, ὅλα τὰ μεγάλα ἔργα νὰ ξεκινοῦν μὲ ἁγιασμό, τὸ ἴδιο καὶ οἱ πολιτικές, κοινωνικές, ἐκπαιδευτικὲς καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις! Ἔτσι, δυσκολευόμαστε νὰ ἀποτινάξουμε αὐτὴ τὴν θεσμοποιημένη εἰκόνα γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ θρησκεία καὶ μᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ δοῦμε τὴν οὐσία της!
Γιατὶ ἡ οὐσία τῆς πίστης μας βρίσκεται ἀκριβῶς στὴν πρόταση τοῦ γάμου. Πιστεύω στὸ Θεὸ σημαίνει θέλω νὰ ἔχω προσωπικὴ σχέση μαζί Του, θέλω νὰ ἀνταποκριθῶ στὴν ἀγάπη Του, θέλω νὰ μιμηθῶ τὸ παράδειγμα τῆς θυσία καὶ τῆς προσφορᾶς στὸν ἄνθρωπο ποὺ Αὐτὸς ἔδειξε, ἀκολουθῶ στὴ ζωή μου τὴν ἐλευθερία ποὺ οἱ ἐντολὲς Τοῦ ἐπαγγέλονται, ἀγωνίζομαι ἐναντίον τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μου, ποὺ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴ χαρά, δὲν ζῶ μόνο γιὰ τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη γι᾿ Αὐτὸν καὶ τὸν συνάνθρωπο, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται, δὲ μένω στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μου ποὺ μὲ καλοῦν νὰ εἶμαι σκληρός, ἀτομοκεντρικός, ὀρθολογιστής, χρηματιστής...
«Καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ». Μπροστὰ στὴν τέλεια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ μένα συναισθάνομαι ὅτι τὰ ροῦχα τῆς ψυχῆς μου εἶναι πολὺ λεκιασμένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀπιστία μου πρὸς Αὐτόν. Μένω στὴν εἰκόνα τῆς πίστης σ᾿ ἕναν Θεὸ ποὺ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ ἀνθρώπινα καὶ ποὺ τὸν θέλω στὴ ζωή μου ὅποτε «νιώθω τὴν ἀνάγκη». Ὅμως ἡ ἀγάπη, ἡ γνήσια καὶ θυσιαστική, εἶναι ὁλοκληρωτική, δὲ γνωρίζει σύνορα, μὰ βάζει τὸν ἄνθρωπο σ᾿ αὐτὴ τὴν πορεία τοῦ γάμου, τῆς χαρᾶς, τοῦ ἀγώνα, τῆς κοινῆς πορείας μὲ τὸν Ἀγαπημένο Ἰησοῦ!
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι δρόμος ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ καρδιακῆς προσέγγισης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό! Αὐτὴ ἡ πορεία μετάνοιας καὶ σωτηρίας ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ θεώρηση τῆς πίστης ὡς θεσμοῦ ἢ ὡς μαγικῆς προσκόλλησης σὲ μία παράδοση ποὺ δὲν ξέρουμε! Ἂν ζήσουμε τὴν ἀγάπη, ὄχι ὡς ἁπλὴ ἀνθρωπιστικὴ ἀρχή, ἀλλὰ ὡς σχέση καὶ στάση ζωῆς, τότε ὁ Φωτοδότης θὰ μᾶς λαμπρύνει καὶ θὰ μᾶς σώσει!

Η σημασία της θυσίας του Χριστού. Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος


Η σημασία της θυσίας του Χριστού. Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Κατηχητικός λόγος του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου σχετικά με τη σημασία της θυσίας του Ιησού Χριστού, για την ζωή του ανθρώπου.
«Ο Κύριος Ιησούς και Θεός μας χωρίς να φταίει σε τίποτε ραπίσθηκε, ώστε οι αμαρτωλοί που θα τον μιμηθούν, όχι μόνον να λάβουν άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και να γίνουν συγκοινωνοί στη θεότητά του με την υπακοή τους.
Εκείνος ήταν Θεός κι έγινε για μας άνθρωπος. 
Ραπίσθηκε, φτύστηκε και σταυρώθηκε, και με όσα έπαθε ο απαθής κατά τη θεότητα είναι σαν να μας διδάσκει και να λέει στον καθένα μας:
«Αν θέλεις, άνθρωπε, να γίνεις Θεός, να κερδίσεις την αιώνια ζωή και να
ζήσεις μαζί μου, πράγμα που ο προπάτοράς σου, επειδή το επεδίωξε με κακό τρόπο, δεν το πέτυχε, ταπεινώσου, καθώς ταπεινώθηκα κι εγώ για σένα– απόφυγε την αλαζονεία και την υπερηφάνεια του δαιμονικού φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, υπόμεινέ τα μέχρι θανάτου και μην ντραπείς.
Αν όμως εσύ ντραπείς να πάθεις κάτι χάρη των εντολών μου, καθώς εγώ ο Θεός έπαθα για σένα, θα θεωρήσω κι εγώ ντροπή μου το να είσαι μαζί μου κατά την ένδοξη έλευσή μου και θα πω στους αγγέλους μου:
Αυτός κατά την ταπείνωσή μου ντράπηκε να με ομολογήσει και δεν καταδέχθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει όμοιός μου. Τώρα λοιπόν που απογυμνώθηκε από τη φθαρτή δόξα του Πατέρα μου, θεωρώ ντροπή μου ακόμη και να τον βλέπω. Πετάξτε τον λοιπόν έξω: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μή ίδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ησ. 26:10) (διώξτε τον ασεβή για να μη δει τη δόξα του Κυρίου).
Φρίξετε, άνθρωποι, και τρομάξετε, και υπομείνετε με χαρά τις ύβρεις που ο Θεός υπέμεινε για τη σωτηρία μας... Ο Θεός ραπίζεται από έναν τιποτένιο δούλο... και εσύ δεν καταδέχεσαι να το πάθεις αυτό από τον ομοιοπαθή σου άνθρωπο; Ντρέπεσαι να γίνεις μιμητής του Θεού, και πώς θα συμβασιλεύσεις μ’ αυτόν και θα συνδοξασθείς στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν υπομείνεις τον αδελφό σου; Αν και ’κείνος δεν καταδεχόταν να γίνει άνθρωπος για σένα και σ’ άφηνε να κείτεσαι μέχρι τώρα στην πτώση της παραβάσεως, δεν θα βρισκόσουν τώρα στον πυθμένα του Άδη, άθλιε, με τους άπιστους και τους ασεβείς;
Αλλά τί θα πούμε προς αυτούς πού δήθεν εγκατέλειψαν τα πάντα κι έγιναν φτωχοί για την βασιλεία των ουρανών;
— Αδελφέ, φτώχυνες και μιμήθηκες το Δεσπότη Χριστό και Θεό σου. Βλέπεις λοιπόν ότι τώρα ζει και συναναστρέφεται μαζί σου, αυτός που βρίσκεται υπεράνω όλων των ουρανών. Να, βαδίζετε τώρα οι δυο μαζί– κάποιος σας συναντάει στο δρόμο της ζωής, δίνει ράπισμα στον Δεσπότη σου, δίνει και σε σένα. Ο Δεσπότης δεν αντιλέγει και συ αντεπιτίθεσαι; «Ναι», λέει, γιατί είπε σε εκείνον που τον ράπισε: «ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού– ει δε καλώς, τί με δέρεις;» (Ιω. 18,23). (Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν– αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;)».
Αυτό όμως δεν το είπε αντιμιλώντας, όπως φαντάστηκες, αλλά επειδή εκείνος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (δεν έκανε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του).
Και για να μη νομισθεί, ότι, επειδή τάχα αμάρτησε, δίκαια τον χτύπησε ο δούλος λέγοντάς του: «ούτως αποκρίνει τω αρχιερεί;» (Ιω. 18,22)– (έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;), για να αποδείξει λοιπόν ανεύθυνο τον εαυτό του, είπε τον παραπάνω λόγο. Δεν είμαστε όμως όμοιοί του εμείς οι υπεύθυνοι για πολλές αμαρτίες.
Έπειτα, μολονότι υπέμεινε πολύ χειρότερα απ’ αυτό, δεν μίλησε καθόλου, αλλά μάλλον προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του.
Εκείνος, αν και τον περιέπαιζαν, δεν αγανακτούσε, και σε γογγύζεις;
Εκείνος ανέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα και φραγγελώσεις, και σε δεν ανέχεσαι ούτε ένα σκληρό λόγο;
Εκείνος δέχεται σταυρό και την οδύνη των καρφιών κι ατιμωτικό θάνατο, και συ δεν καταδέχεσαι να εκτελέσεις τα ταπεινά διακονήματα;
Πώς λοιπόν θα γίνεις συγκοινωνός στη δόξα, αφού δεν καταδέχεσαι να γίνεις συγκοινωνός στον ατιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ’ αλήθεια εγκατέλειψες τον πλούτο, αφού δεν δέχθηκες να σηκώσεις τον σταυρό, δηλ. να υπομείνεις πρόθυμα την επίθεση όλων των πειρασμών – έτσι απόμεινες μόνος στον δρόμο της ζωής και χωρίσθηκες δυστυχώς από τον γλυκύτατο Δεσπότη και Θεό σου!»


(από το βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», έκδοσις Ι.Μ. Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου)


Πηγή ηλ. κειμένου: xfe.gr
alopsis.gr

Aὐτοὶ ποὺ συνήθως θεωροῦνται ἁμαρτωλοὶ μπορεῖ νὰ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ Χριστὸ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ φαίνονται οἱ ἀφοσιωμένοι συνοδοιπόροι Του.




Άπὸ τὸν πατέρα Παναγιώτη Γκέζο

    Ἡ πορεία πρὸς τὴν συνάντηση μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ πλησιάζει στὸ ἀποκορύφωμά της μὲ τὴ Μ. Ἐβδομάδα καὶ «τὴ Ἁγία Μεγάλη Δευτέρα μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς».
    Ἡ γυναίκα τοῦ Φαραὼ προσπάθησε νὰ ἐκμαυλίσει τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἐκεῖνος γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀντιμετώπισε τὸ δίλημμα ἤ νὰ φύγει γυμνὸς ἀφήνοντας πίσω τὰ ροῦχα του ἤ, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὰ ροῦχα του, νὰ ὐποστεῖ τὸν ἐκμαυλισμό.
    Τώρα ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε βῆμα πρὸς βῆμα τὸ Χριστὸ στὸ πάθος, γιὰ νὰ βρεθοῦμε κοντά Του τὴ μεγάλη στιγμὴ, θὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ δίλημα ἤ νὰ προχωρήσουμε μαζί Του γυμνοὶ ἀφήνοντας πίσω μας πολλὰ ἀπὸ τὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ὀ κόσμος προσπαθεῖ νὰ μᾶς διαφθείρει καὶ νὰ μᾶς ἀφομοιώσει ἤ νὰ Τὸν ἐγκαταλείψουμε γιὰ νὰ μὴ χάσουμε μιὰ βολική, εὔκολη καὶ ἄνετη ζωή.
    Στὴ ζωή μας εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ κάνουμε διαρκῶς ἐπιλογές, εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ διαλέγουμε ἀνάμεσα στὴν οἰκονομικὴ καὶ κοσμικὴ ἐπιτυχία καὶ τὴν ἀκεραιότητα, ἀνάμεσα στὴ δυνατότητα νὰ ἱκανοποιοῦμε κάθε ἐπιθυμία μας ὀποιαδήποτε στιγμὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη παρουσία στὴ ζωή μας, ἀνάμεσα στὴ δημοτικότητα καὶ τὴν εἰλικρίνεια, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸ Μαμωνά. Ὅμως, σὰν γνήσια παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας, θέλουμε καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Θέλουμε νὰ ἔχομε σύντροφο νὰ λιγοστεύει τὴ μοναξιά μας ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν εἴμαστε ὐποχρεωμένοι νὰ σκεφτοῦμε κάποτε τὶς δικές του ἀνάγκες. Θέλουμε νὰ μποροῦμε νὰ διακηρύσσουμε τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ταυτόχρονα νά ‘χουμε τὴν ἐπιδοκιμασία ὅλων τῶν ἀνθρώπνων. Θέλουμε νὰ εἴμασστε τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰωάν,15, 20) καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου  «πάντες οἱ θέλοντες ζῆν εὐσεβῶς ἐν Χριστὸ διωχθήσονται»(Β’Τιτ.3, 12) καὶ ταυτόχρονα νὰ εἴμαστε τέλεια βολεμένοι, θέλουμε νὰ εἴμαστε καλοὶ χριστιανοὶ καὶ ταυτόχρονα νὰ εἴμαστε πλούσιοι, νὰ ἔχουμε ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ νὰ μένουμε ἀδιάφοροι στὴ δυστυχία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἐκτὸς ἄν μποροῦμε  νὰ ἐνδιαφερόμαστε μὲ τὸ ἀζημίωτο, ζητώντας ἀπὸ τοὺς ἄλλους μόνο, νὰ μοιράσουν τὰ ὐπάρχοντά τους μὲ τοὺς φτωχούς.
    Ὁ κόσμος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐκμαυλίσει καὶ νὰ μᾶς πάρει μὲ τὸ μέρος του ὅπως ἄλλοτε ἡ Αἰγυπτία τὸν Ἰωσὴφ χρησιμοποιώντας ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, «τὸ αὐτοκίνητο, τὸ ἐξοχικό, μιὰ βάρκα εἶναι βασικὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς» διακηρύσσει, καὶ προσθέτει σὲ χαμηλότερο τόνο «δὲν μπορεὶς νὰ ἐπιζήσεις μὲ τὸ Σταυρὸ στὸ χέρι».Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ἡ συνείδησή μας πάει νὰ ταραχτεῖ, ἀναπτύσσει βαθυστόχαστες φιλοσοφικὲς καὶ πολιτικὲς θεωρίες καὶ πολὺ εὔκολα μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ διακινδυνεύσουμε ἐμεὶς  τὸ βόλεμά μας ἤ νὰ στερηθοὺμε τὸ δεύτερο αὐτοκίνητό μας ἤ τὴν τρίτη βάρκα μας γιὰ νὰ συμβάλουμε στὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Ὅταν ὅμως ἐνδίδουμε σ’ αὐτὸ τὸν ἐκμαυλισμὸ δὲν γυμνωνόμαστε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ σέρνουμε, καὶ αὐτὰ μὲ τὸ βάρος τους μᾶς κολλᾶνε πάνω στὴ γῆ, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μποροῦμε πιὰ νὰ κινηθοῦμε καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ Τὸν χάνουμε, καὶ τότε ἡ ζωή μας γίνεται σὰν τὴν ξηρανθεῖσα συκῆ, ἄκαρπη, χωρὶς Χριστὸ, χωρὶς φῶς, χωρὶς νόημα, καταραμένη.
     Ὁ κόσμος ὅμως ἔχει κι ἄλλα τερτίπια καὶ φτιάχνει ψεύτικους Χριστοὺς, Χριστοὺς νομικιστὲς, Χριστοὺς στενόκαρδους, Χριστοὺς ἱεροτελεστικοὺς, χωρὶς πνοὴ ζωῆς, θλιβερὰ εἴδωλα, καὶ τοὺς στέλνει πλάι μας, ἔτσι ποὺ νὰ μᾶς διατηρεῖ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι συμπορευόμαστε μὲ Ἐκεῖνον, ὅτι Αὐτὸς βρίσκεται πλάι μας. Ἀλλὰ  ὁ ἀληθινὸς Χριστὸς μᾶς προειδοποιεῖ γι’ αὐτὸ μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τοῦ ἐσπερινοῦ «τότε ἐὰν τις ὑμῖν εἴπη, ἰδοὺ ὦδε ὁ Χριστὸς ἤ ὦδε, μὴ πιστεύσητε, ἐγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς (Ματθ.24,23-34).
    Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ βροντοφωνάζουν ὁτι ἀκολουθοῦν τὸ Χριστὸ καὶ κάνουν ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ δείχνουν ὅτι ἀκολουθοῦν το Χριστό, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν Τὸν ἀκολουθοῦν, ὅπως ὁ δεύτερος υιὸς τῆς παραβολῆς τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος τῆς ἡμέρας (Ματθ.21, 18-43). Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ φαίνονται εὐσεβεῖς ἀλλὰ ποὺ ἔχουν μόνο τὰ ἐξωτερικὰ τῆς εὐσέβειας. Καὶ ὐπάρχουν ἄλλοι ποὺ ἐξωτερικὰ δείχνουν ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν τὸ Χριστὸ ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά τους Τὸν ἀκολουθοῦν πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς πρώτους. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι « προάγουν» τοὺς πρώτους στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῶ δικαιοσύνης» καὶ οἱ πρῶτοι «οὐκ ἐπίστευσαν αὐτῶ, οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῶ»(Ματθ.21,32).
    Στὴ λειτουργικὴ πορεία πρὸς τὴ συνάντηση μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ τοῦ Τριωδίου, τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Μ. Ἐβδομάδος τονίζεται ἐπανειλημμένα πὼς αὐτοὶ ποὺ συνήθως θεωροῦνται ἁμαρτωλοὶ μπορεῖ νὰ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ Χριστὸ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ φαίνονται οἱ ἀφοσιωμένοι συνοδοιπόροι Του.

Τὸ μέλος τῆς Μ. Ἑβδομάδος κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη Ἀνδριόπουλος Παναγιώτης





Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ ὑμνωδός, ἐκστατικὸς πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς θυσίας τοῦ Θεανθρώπου, ἀναφωνεῖ: «Ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, οἰκτίρμον;» Ἡ ποίηση καὶ ἡ μουσική της Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι σίγουρα ἡ κορύφωση τῆς Ὀρθόδοξης Ὑμνογραφίας, ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα βιώσεως τῆς σιωπῆς, τὴ δυνατότητα βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνακεφαλαίωσης τῆς σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κόσμου, μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία. Τὸ «σήμερον» τῆς θείας λατρείας, «σήμερον ὁ Χριστός παραγίνεται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ φαρισαίου», «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», «τὴν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο», αὐτὴ ἡ ἀμεσότητα, ἡ παροντοποίηση τῶν σωτηριωδῶν γεγονότων ποὺ συνδέονται μὲ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιεῖται μὲ τὰ δρώμενα ποὺ προβλέπονται ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας - λιτάνευση τῆς εἰκόνας τοῦ Νυμφίου, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Ἐπιταφίου - ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ βασικότερο μέσον της ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, τὸν λόγο τοῦ ὕμνου, καὶ τὸ μουσικὸ ἔνδυμά του. Ὁ θεολογικὸς καὶ πατερικὸς λόγος, γίνεται ποιητικός, γίνεται φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, περιβεβλημένος, μάλιστα, τὸ ἑλκυστικὸ ἔνδυμα τῆς μελωδίας.

Ἡ μελωδία ὑπάρχει γιὰ τὸν Λόγο, καὶ ὄχι ὡς αὐθυπόστατο καλλιτεχνικὸ μέσο. Σκοπός της δὲν εἶναι ἡ τέρψη ἢ ἡ συναισθηματικὴ διέγερση - τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἰδιαίτερα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τοῦ συναισθηματισμοῦ - ἀλλὰ ἡ ὑποβοήθηση τοῦ λόγου νὰ διεισδύσει στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεως, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη καὶ αὐτομεμψία. Δὲν εἶναι μουσικὴ ἀκροάματος, ἀλλὰ λειτουργική. Διακονεῖ τὸ μυστήριο του ἔνσαρκου Λόγου, ἐπενδύοντας τὸν θεολογικὸ λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ «πλέκει» στὸν Θεὸ Λόγο «ἐκ λόγων μελωδίαν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βρῆκαν στὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία ποτὲ θέση τὰ μουσικὰ ὄργανα. Στὴν Ἐκκλησία, «ὄργανο» γλυκύφθογγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ πιστός, μὲ τὴν καθαρὴ καρδιά του. «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ψαλτήριον γενόμενος», ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄλλες νεωτερίζουσες μορφὲς ἀποδόσεως τῶν ὕμνων ἔχουν θέση στὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία.

Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἐραστὴς τῆς γνήσιας Βυζαντινῆς μουσικῆς, προβαίνει σὲ διάφορα ἔργα του (ἄρθρα, διηγήματα, «ἀποσπάσματα σκέψεων») στὴν διατύπωση καίριων παρατηρήσεων γιὰ τὰ μέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.

Στὰ 1893 ἔγραψε σὲ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα γιὰ τὸ περιώνυμο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...»:

«...Ὅσῳ λαμπρὸν καὶ ὑψηλὸν ἀπὸ ἄποψιν ποιήσεως, τοσούτῳ περιπαθές κ᾿ ἐν σεμνότητι εὔστροφον ὑπὸ ἔποψιν μέλους. Μέλος δ᾿ ἡμεῖς ἐννοοῦμεν τὸ Βυζαντινόν, διότι ἡ ποίησις καὶ ὁ ρυθμὸς αὐτὸς τοῦ τροπαρίου, ὡς καὶ ὅλων τῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔχει τονισθεῖ ὑπὸ ἀρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τὸν ρυθμὸν τῶν στίχων μὲ τοῦ μέλους τὴν ἀφελῆ χάριν. Δὲν χωρεῖ λοιπὸν εἰς ταῦτα οὐδεὶς νεωτερισμός, οὐδεμία καινοτομία τετραφωνική ἢ πολυφωνία, ὡς τὴν σήμερον ἀποπειρῶνται τοῦτο καινοτόμοι τινές. Δέν εἶνε δυνατόν νά τονίσῃ τις σήμερον αὐτὸ καλλίτερον ἢ ὁ ποιητὴς τοῦ τροπαρίου ὁ καὶ μελοποιὸς τυγχάνων. Ὥστε κατὰ τὰς ἡμέρας τουλάχιστον ταύτας ἄφετε τὴν μονοφωνίαν τῆς Βυζαντινῆς καὶ μὴ μιγνύετε ἐν αὐτῇ ξενισμούς, οἵτινες δὲν εἶνε ἄλλο παρά αὐτόχρημα βεβήλωσις τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ Βυζαντινοῦ μέλους...»

Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι ἴσως ἡ σημαντικότερη περίοδος τοῦ Λειτουργικοῦ ἔτους. Τὰ σωτηριώδη γεγονότα εἶναι φρικτά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ κατάνυξη καὶ συντριβή. Γι᾿ αὐτὸ τὸ μέλος πρέπει νὰ εἶναι σεμνοπρεπές, λιτό, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ δυναμικό, ὥστε νὰ δεσπόζει μέσα στὴ λατρεία. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὰ μέλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος φέρουν, στὰ μουσικὰ χειρόγραφα, τὴν ἔνδειξη «μέλος ἀρχαῖον». Κι αὐτὸ τὸ μέλος μᾶς πάει πολὺ πίσω καὶ μᾶς συνδέει μὲ ἤχους κι ἐποχὲς βυζαντινὲς καί, γιατί ὄχι, ἴσως καὶ πρωτοχριστιανικές, καθὼς πολλὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπως π.χ. τὰ ἀντίφωνα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

Στηριζόμενος ὁ Σκιαθίτης στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μουσική μας παράδοση ὑποστηρίζει ὅτι σὲ κάθε ἀρχαία καὶ σεμνὴ μουσικὴ «τό μέλος ἀνάσσει, ὁ δὲ ρυθμός ὑπουργεῖ». Ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει μὲ ἔνθεο ζῆλο τὴν μοναδικότητα τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς:

«...Ἀλλὰ μετὰ προσοχῆς κατόπιν παρακολουθήσατε τοὺς ἀπαραμίλλους τῶν μελῳδῶν ὕμνους ψαλλομένους ἐξόχως κατανυκτικά, οἵτινες καὶ ὡς ποίησις καὶ ὡς μέλος θὰ παραμείνωσιν ἐσαεὶ ἀθάνατα μνημεῖα τῆς Βυζαντίδος μούσης. Ἡ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀκολουθία εἶνε ἡ μόνη ἥτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων ἁρμονικῶς καὶ μετὰ σπανίας χάριτος ἐναλλασσομένων τῶν ὀκτὼ ἤχων, οἵτινες ὅλοι ἀπόψε ψάλλουσιν ἐκθάμβως καὶ ἐπηρμένως ὑπὲρ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς τὸν πειστικώτερον τῶν ρητορικῶν λόγων. Τὰ λεγόμενα Ἀντίφωνα σεμνοπρεπῆ καὶ κατανύττοντα, ἀναφερόμενα δὲ εἰς τὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος καθιστῶσι μελωδικωτάτην καὶ λίαν ἐπαγωγόν τὴν ἀκολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εἰς ρυθμούς καὶ ἤχους καὶ μεταπίπτοντα ἐν μαγευτικῇ ἀντιθέσει ἀπὸ τοῦ χρωματικοῦ εἰς τὸ διατονικόν.

Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐξοχωτέρου τῶν τροπαρίων «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» ψάλλονται εἰς φαιδρόν ἦχον δ´ οἱ Μακαρισμοί, διότι ἐν τούτοις μεγάλην χαράν αἰσθανόμενος ὁ μελωδός, χαίρει ὅτι διὰ τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἐσώθη ὁ ἄνθρωπος καὶ μετ᾿ εὐφροσύνης ἀνακράζει: «Ἐσταυρώθης δι᾿ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσης τὴν ἄφεσιν, ἐλογχεύθης τὴν πλευράν, ἵνα κρουνοὺς ἀφέσεως ἀναβλύσῃς μοι».

Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, διακρίνονται γιὰ τὴν ἔξαρση τὴν κατανυκτική, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σεμνὴ μεγαλοπρέπειά τους. Οἱ ὕμνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι γλυκεῖς, χωρὶς νὰ διέπονται ἀπὸ ὁποιονδήποτε συναισθηματισμό, εἶναι ἀβίαστοι ρυθμοῦ καὶ μέλους, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἀπαιτοῦν τὴν δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ψάλτες, εἶναι περιπαθεῖς, χωρὶς βέβαια νὰ ἐξάπτουν τὰ γήινα πάθη, ἀλλὰ νὰ διεγείρουν πρὸς πόθον τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ποιητικότατοι, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι θεόπνευστοι.

Ὁ Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τοὺς ὕμνους τοῦ Ἐπιταφίου ὡς «παθητικά ἄσματα». Ἀκριβῶς διότι βιώνει τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται». Καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο πάσχει καὶ ἡ φύσις «ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τόν Κύριον». Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη τὴν ὥρα τοῦ Ἐπιταφίου «καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπαναλάμβανε «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!»

Ἐξαιρετικὰ σημαντικὲς εἶναι καὶ οἱ παρατηρήσεις τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας τῶν ἀναγνωσμάτων ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ψάλτες. Στὸ θέμα αὐτὸ σήμερα παρατηρεῖται μεγάλη ἀκαταστασία καὶ σύγχυση λόγω ἄγνοιας ἢ ἐπιδειξιομανίας. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι πεπεισμένος ὅτι διὰ τοῦ λογαοιδικοῦ τρόπου τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, «κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τὰς ἀκοάς καὶ τὰ λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας, εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα.

Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει».

Ἐθίζεται δὲ ν᾿ ἀπαγγέληται ὁ μέν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως».

Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἐμφανίσθηκαν κάποιοι «καινοτόμοι» ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι «κατήργησαν αὐθαιρέτως τόν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσιν τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη».

Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στὶς τέχνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, στὶς λειτουργικὲς τέχνες, σημαίνει νὰ μένει κανεὶς πιστὸς στοὺς πρώτους τύπους τῆς τέχνης αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἔχει ἕνα παραδεδεγμένο τύπο, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραβεῖ «ἀποινεί», ἀφοῦ, «ρητῶς ἀπαγορεύεται πᾶσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ἄλλην λατρείαν».

Ὁ λόγος τοῦ κύρ-Ἀλέξανδρου, κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶναι πατερικὸς καὶ προτρεπτικός. Καὶ σήμερα ἐπίκαιρος καὶ οὐσιαστικός: «...Ἀς ἀρθῶμεν ἀπὸ τῆς σήμερον ὑπὸ τῶν θείων τοῦ Νυμφίου μολπῶν ὑπὲρ τὸ ὑλιστικὸν πεδίον, ἐφ᾿ οὗ τὸν λοιπὸν βιοῦμεν χρόνον, καὶ κατανυσσόμενοι καὶ ἑνοῦντες τὴν φωνὴν τῆς ψυχῆς μας εἰς τοὺς λυρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους τοὺς κατακηλοῦντας ἡμᾶς διὰ τῆς γλυκυτάτης βυζαντινῆς μούσας των, ἂς ἐνωτισθῶμεν τὴν μελαγχολικὴν κ᾿ ἐμπνέουσαν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου, ἐπιλαθόμενοι τοῦ γηΐνου κόσμου καὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ συναδελφούμενοι.

Εἰσέλθωμεν εἰς τοὺς ναούς καὶ ἴδωμεν ἄλλον κόσμον, κόσμον Οὐράνιον. Ἑνωθῶμεν τοὐλάχιστον πνευματικῶς ἐκεῖ εἰς τὰς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ πρό τοῦ θυσιαστηρίου ἂς σιγήσουν τά πάθη, καὶ ἂς ὁμιλήσῃ ἡ καρδία, καὶ ἂς ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως...».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...