Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Η ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς ακατανίκητη

 
 
Η ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς ακατανίκητη από τους δαίμονες. Πώς γεννιέται και ποια είναι η δύναμή της.


Από το Γεροντικό
Ρώτησαν τον Αββά Λογγίνο:
- Ποια αρετή είναι η μεγαλύτερη απ΄ όλες;
Και απάντησε:
- Σκέφτομαι, ότι, όπως η υπερηφάνεια είναι το μεγαλύτερο απ΄ όλα τα πάθη, αφού και από τον ουρανό μπόρεσε να ρίξει κάποιους (δηλαδή τον Εωσφόρο και το τάγμα του), έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η μεγαλύτερη απ΄ όλες τις αρετές, γιατί κι απ΄ αυτά τα τάρταρα μπορεί ν΄ ανεβάσει ένα άνθρωπο, ακόμα κι αν είναι αμαρτωλός σαν δαίμονας.
Να γιατί ο Κύριος πριν απ΄ όλους μακαρίζει τους «πτωχούς τώ πνεύματι», (δηλαδή τους ταπεινούς) (Ματθ. 5:3).
Ένας γέροντας είπε:
- Προτιμώ ήττα πού θα συνοδεύεται από ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη πού θα συνοδεύεται από υπερηφάνεια.
Ένας (άλλος) γέροντας είπε:
- Πολλές φορές η ταπείνωση έσωσε πολλούς, και μάλιστα άκοπα.
Κι αυτό το αποδεικνύουν ο τελώνης και ο άσωτος υιός, πού είπαν μόνο λίγα λόγια και σώθηκαν (βλ. Λουκ. 18:13 - 15:21).
Ο αββάς Ησαΐας είπε:
- Περισσότερο απ΄ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη.
Γι αυτό ας είμαστε πάντα έτοιμοι, σε κάθε λόγο πού ακούμε ή εργασία (πού κάνουμε), να λέμε (στον πλησίον):
«Συγχώρεσέ με».
Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλα τά (πονηρά έργα) του εχθρού.
Η αγία Θεοδώρα έλεγε, πώς ούτε η άσκηση ούτε η κακουχία ούτε οι οποιοιδήποτε κόποι σώζουν (τον άνθρωπο), παρά μόνο η γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Και για επιβεβαίωση διηγόταν το εξής
- Ήταν κάποιος αναχωρητής, πού έδιωχνε τους δαίμονες. Και τους εξέταζε, για να μάθει με ποιόν τρόπο βγαίνουν (από τον άνθρωπο). «Με τη νηστεία;» τους ρωτούσε. «Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε», απαντούσαν εκείνοι.
«Με την αγρυπνία;». «Εμείς δεν κοιμόμαστε καθόλου», έλεγαν.
«Με την αναχώρηση (από τον κόσμο);». Εμείς ζούμε στις ερήμους», αποκρίνονταν.

Επειδή ο γέροντας επέμενε και έλεγε, «Με ποιόν λοιπόν τρόπο βγαίνεται;», εκείνοι ομολόγησαν:
«Τίποτα δεν μας νικάει, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη».
Ο αββάς Σισώης έλεγε, ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη είναι η εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή στο Θεό και ο αγώνας να βάζουμε τον εαυτό μας πιο κάτω από κάθε άνθρωπο.
Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Κρόνιο:
- Με ποιόν τρόπο φτάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;
- Με το φόβο του Θεού, απάντησε ο γέροντας.
- Και με ποιόν τρόπο φτάνει στο φόβο του Θεού; ξαναρώτησε ο αδελφός.
- Κατά τη γνώμη μου, είπε ο γέροντας, με το να περιμαζέψει τον εαυτό του από κάθε περισπασμό και με το να καταβάλλει σωματικούς κόπους και με το να θυμάται, όσο μπορεί, την έξοδο (της ψυχής του) από το σώμα και την κρίση του Θεού.
Ένας γέροντας είπε:
- Όποιος έχει ταπείνωση, ταπεινώνει τους δαίμονες, και όποιος δεν έχει ταπείνωση, χλευάζεται από τους δαίμονες.
Ρώτησαν ένα γέροντα:
- Γιατί χτυπιόμαστε τόσο πολύ από τους δαίμονες;
- Επειδή πετάμε τα όπλα μας, απάντησε εκείνος, εννοώ την ατιμία, την ταπείνωση, την ακτημοσύνη και την υπομονή.
Μια φορά ήρθαν κάποιοι στη Θηβαΐδα, σ΄ ένα γέροντα, και του έφεραν ένα δαιμονισμένο για να τον θεραπεύσει. Και ο γέροντας, (μολονότι αρχικά δεν δεχόταν, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο, τελικά), επειδή πολύ τον παρακάλεσαν, λέει στο δαίμονα:
- Βγες από το πλάσμα του Θεού!
- Βγαίνω, αποκρίθηκε ο δαίμονας. Αλλά σε ρωτάω ένα πράγμα και απάντησέ μου: Ποιοι είναι τα «ερίφια» και ποιοι τα «πρόβατα» (Ματθ. 25:31-33);
- Τα «ερίφια» είμαι εγώ, απάντησε ο γέροντας. Όσο για τα «πρόβατα», ο Θεός τα γνωρίζει.
Μόλις άκουσε (αυτά τα λόγια) ο δαίμονας, κραύγασε:
- Να, για την ταπείνωσή σου βγαίνω!
Και βγήκε (από τον άνθρωπο) την ίδια ώρα.
Μικρός Ευεργετινός

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΄Η ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ; ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ΙΣΤ' 13-19) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΟΜΟΛΟΓΙΑ  ΤΗΣ  ΘΕΟΤΗΤΟΣ  ΄Η  ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ  ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ;
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ΙΣΤ' 13-19)

Διάλογος που φαίνεται να ξεκινά με μια απλή ερώτηση της καθημερινότητας, καταλήγει όμως σε αποκάλυψη ουράνια και σε μοναδικό μακαρισμό του Πέτρου από τον ίδιο τον Κύριο.
Ας τον παρακολουθήσουμε και εμείς, διότι μας αφορά άμεσα, αφού το περιεχόμενο του  πιστεύω μας έχει να κάνει με την ένωση της υπάρξεώς μας με τον Πατέρα, δι' Ιησού Χριστού, και άρα με αυτή την σωτηρία μας.
Βρισκόμαστε στην περιοχή της Καισαρείας του Φιλίππου. Ο Χριστός απευθύνει την ξεκάθαρη ερώτηση προς τους μαθητές Του.
- Τι ιδέα έχουν για εμένα οι άνθρωποι; Ποιος νομίζουν ότι είμαι; Και οι μαθητές του απαντούν:
- Άλλοι νομίζουν πως είσαι ο Ιωάννης ο βαπτιστής, άλλοι πως είσαι ο Ηλίας, άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τους Προφήτες.
Και φυσικά τα έλεγε αυτά ο Ιουδαϊκός λαός, λόγω του ότι είχε εντυπωσιασθεί από τα πρωτόγνωρα θαύματα του Κυρίου και θεωρούσε ότι ήταν ένας εκ των μεγάλων Προφητών που αναστήθηκε εκ νεκρών.
Όμως τον Κύριο τον ενδιαφέρει περισσότερο να μάθουν οι ίδιοι οι μαθητές του ποια ακριβώς είναι η αλήθεια περί του θεανδρικού του προσώπου, γι' αυτό και προχωρά  στην ιδιαίτερη ερώτηση που αφορά τους μετέπειτα στύλους της Εκκλησίας και κήρυκες της οικουμένης.
- Εσείς οι μαθητές μου, που συνεχώς, νύχτα και ημέρα ευρίσκεσθε μαζί μου, τι γνώμη έχετε; ποιος πιστεύετε ότι είμαι;
Στην καίρια αυτή ερώτηση, το «στόμα των Αποστόλων», με τον αυθορμητισμό που τον διέκρινε απάντησε·
- «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ΙΣΤ´ 16).
Εσύ είσαι ο Χριστός ο Μεσσίας. Δεν είσαι μόνο ένας μεγάλος Προφήτης, αλλά Αυτός ο Υιός του Θεού, που ζει αιωνίως.
Τότε αποκρίθηκε ο Κύριος Ιησούς και του είπε:
  «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλά ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (ματθ. ΙΣΤ' 17).
Είσαι ευτυχής, Σίμων, υιέ του Ιωνά, διότι αυτή την αλήθεια, ότι εγώ είμαι ο Υιός του Θεού του Ζώντος δεν σου την αποκάλυψε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο επουράνιος Πατέρας μου. Και εγώ σου λέγω  ότι εσύ είσαι ο Πέτρος, και επάνω σ΄ αυτήν την πέτρα της αληθινής πίστεως την οποία ομολόγησες, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου. Επάνω της θα επιπέσουν όλες οι σκοτεινές δυνάμεις του Άδου για να την κλονίσουν.
Ουδέποτε όμως όλοι αυτοί θα κατορθώσουν ποτέ να την νικήσουν και να την υποτάξουν. Διότι η Εκκλησία μου είναι αιώνιος και αήττητος.
Αυτά αποκαλύπτει ο Κύριος και μακαρίζει τον Πέτρο για τον αυθορμητισμό του, την πρωτοβουλία του, τον ενθουσιασμό του και τον ένθεο ζήλο του. Όχι ότι του έδωσε ο Χριστός τα πρωτεία, όπως αυτά τα εκλαμβάνει ο αιρεσιάρχης Πάπας και μαζί με άλλες πολιτικοθεολογικές αλχημείες, προσπαθεί να κυριεύσει όλο τον κόσμο αλλά και αυτή την Ορθοδοξία.
Όπως όλοι μας κατανοούμε ο διάλογος αυτός που αναφέρεται στην Ευαγγελική περικοπή, την οποία θα ακούσουμε την Κυριακή που συμπίπτει με την εορτή των Πρωτοκορυφαίων, έχει διαχρονική αξία και έχει να κάνει τόσο με τον κάθε ένα που λέει ότι πιστεύει στον Χριστό, όσο και με την κάθε τοπική Εκκλησία, όσον αφορά την επίσημη μολογία της σε σχέση με τις κακοδοξίες και τις ποικίλες αιρέσεις.
Είναι αλήθεια πως πολύς κόσμος και πολλοί άνθρωποι φαίνεται να πιστεύουν τον Χριστό, (αν και τελευταίως με θρασύτητα εμφανίζεται ως μόδα ο αθεϊσμός με όλα τα συμπαρομαρτούντα της θεωρίας του). Και είναι επίσης αλήθεια ότι παρά την πολεμική που δέχεται το Σώμα της Εκκλησίας, από εξωθεσμικούς αλλά δειλά-δειλά και από θεσμικούς παράγοντες, υπάρχουν νέοι άνθρωποι που έχουν δεσμούς με την Ορθοδοξία μας και εκτός των άλλων συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο την αξία των υψηλών μας ιδανικών.
Το ζητούμενο όμως είναι, παρά την οπωσδήποτε καλή διάθεση εάν υπάρχει η σωστή πίστη. Υφίσταται το ακριβές περιεχόμενο των αληθειών της πίστεως μέσα στην συνείδηση; Η απλώς υπάρχει ένα γενικό πιστεύω και μια σύγχυση περί του προσώπου του Χριστού;
Εάν εμβαθύνουμε στο Ιερό κείμενο θα δούμε από την απάντηση της πρώτης ερωτήσεως, ότι οι Ιουδαίοι, δεν έλεγαν  τίποτε το αντίθετο περί του Χριστού, Παρά δηλ.  το μίσος και τον πόλεμο που προϊόντος του χρόνου αυξανόταν από τους θρησκευτικούς άρχοντες του Ισραήλ, ο απλός κόσμος αγαπούσε τον Ιησού και τα πιστεύω του γι' Αυτόν ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο. Σε προφητικό επίπεδο, πράγμα δηλ. που σπάνια θα μπορούσε στην χώρα του Ισραήλ να απολαύσει κανείς τέτοιου είδους εκτίμηση. Όμως, παρ' όλα αυτά, το θετικό αυτό επίπεδο αποδοχής, έθετε εκτός πραγματικότητος την αλήθεια περί του Θεανδρικού προσώπου. Αλλά και ο ίδιος ο Απ. Πέτρος, δεν θα έδινε αυτή την ομολογία εάν δεν εδέχετο πρώτα την αποκάλυψη του Πατρός εν Αγίω Πνεύματι.
Τι θέλουμε να πούμε με όλα αυτά; Ότι δηλ. δεν αρκεί απλώς να πιστεύουμε αλλά είναι απόλυτη ανάγκη να γνωρίζουμε τι ακριβώς πιστεύουμε. Και συγκεκριμένα χρειάζεται κάποτε να διδαχθούμε σωστά την Ορθόδοξη Χριστιανική μας πίστη. Εάν γινόταν μία έρευνα στον χώρο των πιστών και εδίδετο ένα ερωτηματολόγιον για να διαπιστωθεί εκ των απαντήσεων το επίπεδο της γνώσεως των Χριστιανικών αληθειών, ίσως το αποτέλεσμα να ήταν θλιβερό. Και τούτο μπορεί κανείς να το διαπιστώσει όχι τόσο με την ευκολία που ορισμένοι περνούν από τον χώρο της Εκκλησίας στα παραρτήματα του Άδου, δηλ. τις αιρέσεις, διότι εδώ συντρέχουν και άλλοι ουσιαστικοί λόγοι, και όχι απλώς η άγνοια της ακριβούς πίστεως. Αλλά τούτο, την άγνοια δηλ. των δογμάτων την διαπιστώνει κανείς τραγικά από τις νεότερες γενεές των «θεολόγων» οι οποίοι αγνοούν και την στοιχειώδη δογματική διδασκαλία και φυσικά αρνούνται στην πράξη την Ορθόδοξη εμπειρία του αγώνος, της ασκήσεως και γενικώς ειπείν της Εκκλησιαστικής μας ζωής.
Αλλά τι λέμε περί των «ευέλπιδων της θείας επιστήμης» όταν έχουμε το κατάντημα αυτών των σεβαστών καθηγητών που ψηφίζουν θετικώς περί της έδρας των «Ισλαμικών σπουδών» εντός του χώρου των θεολογικών σχολών; «Επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν...» (Ματθ. ΚΓ' 2). «Και ην η πτώσις αυτής (της «θεολογικής σχολής»), μεγάλη» (Ματθ. Ζ' 27).
Επομένως, η ερώτηση που απευθύνει ο Χριστός προς όλους μας και προς τον καθένα προσωπικώς, θα πρέπει να μας αφυπνίσει ώστε να μαθητεύσουμε στους αγίους της Εκκλησίας μας περί του Σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού.
Άλλωστε ο λόγος του Κυρίου και πάλι ως εντολή δεν μας αφήνει περιθώρια προβληματικού εφησυχασμού «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάννου Η' 32).
Και μετά από τις όχι και τόσο ευχάριστες διαπιστώσεις που κάναμε προηγουμένως, όσον αφορά την προσωπική γνώση του Ιησού, ας περάσουμε να δούμε την ομολογία της Θεότητος του Χριστού εκ μέρους των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δεν είναι τόσο απλό το θέμα όσο φαίνεται φίλοι μου. Δεν χρειάζεται δηλ. απλώς να ομολογείται στη θεωρία η Θεότης του Κυρίου. Επιβάλλεται η κάθε Ορθόδοξος τοπική Εκκλησία να κατέχει και την εμπειρία των φωτισμένων και θεούμενων Αγίων οι οποίοι διακηρύσσουν πως εκτός του Σώματος της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία.
Και ορθούται εμπρός μας το ερώτημα:
Οι ποιμένες μας, οι υψηλά ιστάμενοι το γνωρίζουν και το κηρύσσουν αυτό, ή το σαράκι του οικουμενισμού έχει αποσκορακίσει από την συνείδησή τους και από την διδασκαλία τους την αλήθεια που κηρύσσει το Ι. Ευαγγέλιο και η Εκκλησία μας; Και πώς μπορεί να ισχυρίζεται κανείς από την μιά ότι πιστεύει στην Θεότητα του Χριστού και από λτην άλλη να συμπροσεύχεται με αλλοδόξους, αλοθρήσκους, μάγους και σατανιστές για την ειρήνη δήθεν του κόσμου, για την προστασία του περιβάλλοντος και για τα παγόβουνα της Ανταρκτικής;
Πώς συμβιβάζεται η Αγιοκατάταξη Οσίων Γερόντων που έγραψαν και εκήρυξαν την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας μας και ταυτοχρόνως εστηλίτευσαν τις πλάνες και τις αιρέσεις και από την άλλη να αγκαλιάζονται οι αιρετικοί ως δήθεν ποιμένες και να συναγελάζονται οι ορθόδοξοι με τους διεστραμμένους και ομοφυλόφιλους σε δήθεν θεολογικά συνέδρια;
Πώς; Πώς; Πώς;
Ας είμαστε ευθείς και ξεκάθαροι. Ή πιστεύουμε στην Θεότητα του Χριστού και στην μοναδικότητα της Εκκλησίας Του, ή παίζουμε θέατρο και προκαλούμε τα αναθέματα των Αγίων Πατέρων. Όλα τ' άλλα είναι απλές φιλολογίες για τους «εφιάλτες» και τους αφελείς.
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα και η Εορτή των Πρωτοκορυφαίων Πέτρου και Παύλου μας διδάσκει ότι πρέπει να αποκτήσουμε ολοκληρωμένη και αμετακίνητη Πίστη. Χωρίς ολιγοπιστίες, δισταγμούς, αμφιβολίες, δειλίες και φόβους στην αντιμετώπιση των αιρετικών και πρωτίστως των πεμπτοφαλαγγιτών ξεπεσμένων και αθεολόγητων οικουμενιστών.
Δίχως ακλόνητη πίστη στη Θεότητα του Ιησού Χριστού και δίχως ζήλο υπέρ της Αγίας μας Ορθοδοξίας, σωτηρία δεν υπάρχει.
«Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω».
«Ω, Άγιοι Απόστολοι σώσατε την Εκκλησίαν μας εκ των βαρέων λύκων και εκ των αισχρών και κακούργων λυκοποιμένων».

                                                                                                            Αμήν.



Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Οι 12 Αόρατοι μοναχοί του Αγίου Όρους

αγιονΟρος

Η παράδοση χάνεται στα βάθη των αιώνων. Παρ’ όλα αυτά, διατηρείται αμείωτα ζωντανή: δώδεκα αόρατοι καλόγεροι κατοικούν σιην κορυφή του Άθω, μερικές φορές εμφανίζονται για λίγο και χάνονται ξανά στην «ανυπαρξία» τους. Δώδεκα παράξενοι άγιοι, που προκαλούν τη σκέψη και τη φαντασία μας. Πόσο μυθικοί και πόσο πραγματικοί άραγε είναι;

Στο Άγιον Όρος υπάρχει μια παλαιά και άγραφη παράδοση που λέει ότι κοντά στην κορφή του Αθωνα χειμώνα-καλοκαίρι ζουν, τρεφόμενοι από την ευχή, δώδεκα μοναχοί αόραται. Όταν ένας απ’ αυτούς κοιμηθεί, άλλος τον αντικαθιστά. Και η δωδεκάδα μένει πάντοτε… ακεραία, χωρίς να της λείπει κανείς.
Λέγεται ότι κάποιοι τους είδαν και αμέσως τους έχασαν. Κάποιοι άλλοι τους είδαν και χάθηκαν μαζί τους. Ένας νέος υποτακτικός είδε έναν απ’ αυτούς. Διηγήθηκε στον γέροντά του το γεγονός και ο γέροντας του είπε «έπρεπε να τον ακολουθήσεις».
Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης Προηγούμενος της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους

Μαρτυρία επίσημη δεν υπάρχει για τους περιβόητους -κατά τα άλλα- δώδεκα αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους. Στο εύλογο και λογικό ερώτημα: θρύλος ή πραγματικότητα; δεν υπάρχει «λογική» απάντηση.
Η μόνη απάντηση έρχεται αβίαστα και φυσικά από τον π. Βασίλειο, στο παραπάνω παλαιότερο κείμενο του, λίγο πιο κάτω: «Το γεγονός είναι ότι η πραγματικότης στο Όρος είναι Θρύλος». Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι επισκέπτες του Άθω που, ενώ ξεκίνησαν για βόλτα αναψυχής ή διερευνητική εκδρομή στο βουνό αυτό της Χαλκιδικής, στο τέλος έφτασαν να αναρωτιούνται αν ήταν πραγματικότητα όλο εκείνο που έζησαν κατά την παραμονή τους στο Άγιο Όρος.
Σε τέτοιον τόπο λοιπόν, που γεννά αισθήσεις και εμπειρίες απρόσμενες, ακόμη και στους πιο «υλιστές» επισκέπτες του, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πραγματικά α-φύσικο, πολλά όμως μπορούν να είναι «ονειρικά φυσικά».
ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ…
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξετυλίξει κάποιος το νήμα αυτής της αγιορείτικης παράδοσης και να βρει την αρχή του. Πριν από λίγο καιρό, παρέα πολύ καλών φίλων μου επισκέφτηκε διάφορες μονές του Αγίου Όρους, όπου, μεταξύ πολλών άλλων ερωτημάτων, έθεταν στους μοναχούς -αλλά και σε τακτικούς χρόνιους επισκέπτες- το ερώτημα, τι γνωρίζουν για τους δώδεκα αόρατους.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί, λαϊκοί και μοναχοί, που γέλασαν ή και σάρκασαν με την ερώτηση. «Μα είναι δυνατόν να ασχολείστε με τέτοια πράγματα;», «Μα πιστεύετε ακόμη σε τέτοια παραμύθια;», ήταν κάποιες από τις απαντήσεις που έλαβαν. Αυτό όμως που κυρίως εισέπραξαν από την πλειονότητα όσων ρώτησαν, ήταν καταρχήν η κρυψίνοια και η επιφυλακτικότητα. Κανείς δεν είχε διάθεση να μιλήσει, όσοι γνώριζαν κάτι δεν μπορούσαν να το πουν, επειδή «τους το είχαν μυστικά εμπιστευτεί», όπως έλεγαν.
Τα μόνα «στοιχεία» που συνέλεξαν ήταν ότι η «ομάδα» των δώδεκα αόρατων αποτελεί πραγματικότητα μακραίωνη, η οποία παρέμενε απόλυτα μυστική για πάρα πολλές δεκαετίες. Πριν από μερικά χρόνια όμως (κανένας δεν ξέρει πόσα χρόνια), η ύπαρξη αυτών διέρρευσε από τον πνευματικό πατέρα ενός από αυτούς τους δώδεκα, ο οποίος καλοπροαίρετα μίλησε κάπου για την ύπαρξη τους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κανένας δεν θέλησε να αναφέρει το όνομα του εν λόγω πνευματικού, ενώ όλοι όσοι είπαν τα παραπάνω, γνώριζαν το όνομα του. Τόνιζαν μάλιστα ότι από τότε που διέρρευσε αυτή η πληροφορία, πολλά έχουν λεχθεί, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία άλλη αξιόπιστη μαρτυρία από πρώτο χέρι.
Κατά γενική πεποίθηση, οι δώδεκα ζούνε κυρίως στην κορυφή του Άθω, πολλές φορές όμως μπορεί κάποιος να τους δει (αν έχει αντίστοιχο χάρισμα), σε οποιοδήποτε μέρος του Αγίου Όρους. Έχουν ξεπεράσει τις ανάγκες της φύσης, γι’ αυτό δεν χρειάζονται τροφή, αλλά τρέφονται επαρκώς με την ευχή του Ιησού (πρόκειται για το γνωστό Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με).
Είναι εύλογο βέβαια αυτή η αναφορά να γεννά υποψίες και δυσπιστίες, αφού έρχεται σε κατακόρυφη αντίθεση με την ανθρώπινη λογική μας. Πρόκειται ίσως για την πραγματικά δυσεύρετη στην εποχή μας εμπειρία των «χωμάτινων» ανθρώπων, ανθρώπων σαν εμάς, να ζουν μέσα στην άχρονη και άκτιστη αλήθεια του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για βίωμα που δεν μπορεί να μεταδοθεί με λόγια, ούτε φυσικά να αποδειχθεί με μαθηματική -ή οποια- δήποτε άλλη- λογική.
Πολλοί επισκέπτες του Αθω, αλλά και πολλοί καλόγεροι αναφέρουν ότι σε περιπλανήσεις τους στο βουνό ή κατά τη διάρκεια της μοναχικής προσευχής τους, είχαν την έντονη, διαρκή και βέβαιη αίσθηση της παρουσίας κάποιου κοντά τους, ενώ δεν φαινόταν κανείς.
Ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος «από το πουθενά», άλλοι αναφέρουν ότι τούς μίλησε και άλλοι ότι ήταν αμίλητος, κι ότι όπως ξαφνικά εμφανίστηκε, το ίδιο απρόσμενα εξαφανίστηκε.
Πρωτάκουσα γι’ αυτούς πριν από λίγα χρόνια από έναν φίλο μου που ονομάζεται Τρύφωνας – όνομα όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο, το αναφέρω επειδή έχει κάποια σημασία στην εμπειρία που μου μετέφερε.
Είχε επισκεφτεί τότε για πρώτη φορά το Αγιο Όρος (κατά τα επόμενα χρόνια έγινε τακτικός επισκέπτης του) με διάθεση καλοπροαίρετη, αλλά ιδιαίτερα δύσπιστη, θεωρώντας τον εαυτό του «άθεο σκεπτικιστή», όπως έλεγε. Φιλοξενήθηκε σε κάποιο παραλιακό μοναστήρι, συγκεκριμένα στη Μονή του Οσίου Γρηγορίου.
Νωρίς το απόγευμα, την πρώτη μέρα της άφιξης του, βγήκε για να περπατήσει στη μεγάλη παραλία. Απολάμβανε τη γαλήνη του τοπίου, χωρίς σκέψεις, όταν ξαφνικά βλέπει κάποιον να τρέχει με απίστευτη ταχύτητα, όπως μου είπε, προς το μέρος του και να κουνά τα χέρια του, σαν για να τραβήξει την προσοχή του. Δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι εκείνη την ώρα σ’ εκείνο το σημείο.
Πλησιάζοντας, ακούει να του φωνάζει με λαχτάρα: «Τρύφωνα… Τρύφωνα… είδα τον Θεό, μίλησα μαζί Του! Μεγάλη μέρα σήμερα…». Όταν έφτασε κοντά του σταμάτησε, τον κοίταξε στα μάτια και με άπλετο χαμόγελο τού είπε λαχανιασμένος απ’ το πολύ τρέξιμο: «Είμαι πολύ χαρούμενος σήμερα, Τρύφωνα, γι’ αυτό τρέχω…».
Ήταν μισόγυμνος κι έμοιαζε με τρελό. Ξαφνιασμένος ο φίλος μου και πριν καν προλάβει να τον ρωτήσει, τουλάχιστον, πού ήξερε το όνομα του, ο «τρελός καλόγερος» εξαφανίστηκε. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ένταση των ματιών του που έλαμπαν από ευτυχία», μου είπε αργότερα ο Τρύφωνας.
Όταν διηγήθηκε την εμπειρία του στους καλόγερους του μοναστηριού που τον φιλοξενούσε, ομόφωνα όλοι τού είπαν ότι πρόκειται σίγουρα για έναν από τους δώδεκα αόρατους… Από τότε μέχρι σήμερα δεν είδε ξανά κανέναν στα πολυάριθμα ταξίδια του σε διάφορες περιοχές του Αθω.
ΔΩΔΕΚΑ ΑΟΡΑΤΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Πολύ συχνά, οι μυστηριώδεις αυτοί «αόρατοι» ή «ανύπαρκτοι» (με την έννοια του ακραία ταπεινού) καλόγεροι χαρακτηρίζονται ως «φύλακες». Ο χαρακτηρισμός αυτός μάλιστα, παίρνει πολλές φορές σπουδαιότητα μεγαλύτερη από την ιδιότητα τους ως «αόρατοι».
Τι είναι αλήθεια αυτό που φυλάνε; Πάλι δεν θα βρούμε μία και μόνη απάντηση στο ερώτημα, αλλά διάφορες, όχι κατ’ ανάγκη ετερόκλητες μεταξύ τους, απαντήσεις. Ο π. Βασίλειος ο Ιβηρίτης αναφέρει ότι «φυλάνε», «κρατούν» τη ζωή την ίδια στο Αγιο Όρος και αποτελούν ευλογία για όλον τον κόσμο.
Κάποιοι άλλοι τούς χαρακτηρίζουν ως φύλακες της ΟρΘοδοξίας και του Ελληνισμού. Υπάρχει μάλιστα διαδεδομένη -μεταξύ αυτών που πιστεύουν στην ύπαρξη τους- η άποψη ότι συγκεντρώνονται και οι δώδεκα σε κάποιο μέρος της κορυφής του Αθω (κάθε φορά σε διαφορετικό σημείο, αλλά πάντα στην κορυφή), όποτε προκύπτει στην κοινωνία κάποιο εθνικό ή πίστεως θέμα-πρόβλημα.
Πώς γίνεται η συνεννόηση μεταξύ τους για τον τόπο και χρόνο της συνάντησης; Όπως ίσως ήδη καταλάβατε, αυτή γίνεται με κάποιον τρόπο που εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε ως «τηλεπαθητικό». Δώδεκα άνθρωποι που κατάφεραν να ξεπεράσουν τη φύση σε κάθε απαίτηση της και να πνευματοποιηθούν κατ’ ουσίαν, δεν είναι δυνατό παρά να επικοινωνούν μεταξύ τους επαρκώς, πνευματικά και μόνο.
Υπάρχει έντονη μεταξύ των μοναχών η πίστη ότι οι δώδεκα αόρατοι «συγκάτοικοι» τους προσπαθούν να περιφρουρούν από απειλές και να φυλάττουν ιδιαίτερα αυτό που ονομάζουμε «Ελληνισμό», ό,τι κι αν σημαίνει στις συνειδήσεις μας.
Για το λόγο αυτόν μάλιστα πιστεύεται ότι αποτελούν τη φυσική συνέχεια του αρχαιοελληνικού δωδεκάθεου, επιπλέον και για το λόγο της σύμπτωσης του αριθμού τους. Παρενθετικά δεν μπορώ να μην αναφέρω πως για άλλη μια φορά γίνεται αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Αγιορείτες (και συνεπώς η ορθόδοξη παράδοση της οποίας είναι φορείς) δεν απορρίπτουν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, αλλά συνδέονται σε φυσική συνέχεια μαζί του και ιο αφομοιώνουν μετουσιώνοντας το σε νέα πραγματικότητα.
ΑΕΙΚΙΝΗΤΗ ΣΤΑΣΗ;
Άνθρωποι που έγιναν εν ζωή αύρες, άνθρωποι που πραγματοποιούν την ύψιστη δράση στην κατάσταση της ησυχίας, άνθρωποι που δεν προσεύχονται πια, αλλά έγιναν οι ίδιοι προσευχή, άνθρωποι που κατάφεραν τέτοια ύψη ταπείνωσης, ώστε πέρασαν στην ανυπαρξία πριν να πεθάνουν.
Και μέσα από την «ανυπαρξία» τους μπορούν να παρέχουν σε όσους τους γνωρίσουν, όλα όσα δεν μπόρεσε κανένας σημαντικός ή ασήμαντος κοσμικός να τους παράσχει. Σημαντικότερο απ’ όλα: η πνοή της ελευθερίας. Δεν διδάσκουν με λόγια κανένα δόγμα ή αρχή πίστης, αλλά εμπνέουν με την ύπαρξη τους και μεταδίδουν την απίστευτη δύναμη τους απέναντι σε κάθε δουλική αναγκαιότητα.
Η ευλογία τους διαχέεται σε σημείο που να αποτελεί δύναμη συνεκτική της κτίσεως. Η ανωτερότητά τους απέναντι σε κάθε ανάγκη και η γενναιότητα της αγάπης τους που τίποτε δεν αποζητά, παραμένουν για μας καταστάσεις ύπαρξης ανερμήνευτες. Λένε πως κάθε σύναξη τους συνοδεύεται μοιραία από λαμπρότατο φως στο σημείο της συνάντησης. Δεν αποκλείεται αυτοί οι ίδιοι να είναι το φως, υπάρξεις σωματικές, φωτεινές και άσαρκες.
Παραμύθι; Υπερβολή; Ψέμα υποκινούμενο από σκοταδιστές για χειραγώγηση των αφελών; Ίσως… Ίσως κι όχι… Αυτές οι ερωτήσεις μοιάζουν με το μεγάλο ερώτημα: «Υπάρχει Θεός»; Πώς να απαντηθεί με ναι ή όχι και πώς να αποδειχθεί η όποια απάντηση;
Αξίζει νομίζω να σας πω αυτά που μου ανέφερε ο Θανάσης, φίλος αγιογράφος που επισκέπτεται κατά καιρούς το μοναστήρι της «Μικράς Αγίας Άννας», για λόγους κυρίως επαγγελματικούς.
Το μοναστήρι βρίσκεται σε μεγάλο ύψος και η θέα που μπορεί κάποιος να απολαύσει από εκεί είναι, όπως λένε, μοναδική. Πριν από έναν περίπου μήνα ο Θανάσης ξαναβρέθηκε εκεί και το βράδυ, όπως συνήθιζε, βγήκε με το φακό του για περίπατο. «Είχε κρύο και υπέροχη διαφάνεια», μου είπε. Δεν είχε ύπνο και αφέθηκε να περιπλανηθεί μέσα στη νύχτα, ώσπου έφτασε στα Κατουνάκια. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που έκανε ανάλογες νυχτερινές βόλτες στο Αγιο Όρος.
Ξαφνικά άκουσε, πολύ κοντά του, έντονο θόρυβο μέσα από τα δέντρα και τους ψηλούς θάμνους. Τρόμαξε, έστρεψε το φακό του προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος κι ενστικτωδώς έσκυψε για να πιάσει κάποιο ξύλο ή πέτρα ή οποιοδήποτε «όργανο άμυνας» για τον κίνδυνο που τον απειλούσε.
Προς στιγμή νόμισε ότι ήταν κάποιο μεγάλο ζώο. Ακουσε για δεύτερη φορά, πιο δυνατό τον ήχο. Με το φακό του σταθερά στραμμένο προς τα εκεί και αρκετά τρομαγμένος, είδε ξαφνικά μπροστά του μια ψιλόλιγνη, φωτεινή σιλουέτα, έναν άντρα γυμνό και πολύ αδύνατο με γενειάδα που έφτανε μέχρι τα γόνατά του.
Η λαμπερή ύπαρξη τού χαμογέλασε ήρεμα, έκανε μπροστά του μετάνοια κι εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα, αφήνοντας θεϊκή γαλήνη στο χώρο και τον Θανάση να κοιτά ακίνητος και ξαφνιασμένος μέσα στο τσουχτερό κρύο.
«Απ’ το χαμόγελο του θαρρείς ξεχυνόταν όλου του κόσμου η αγάπη», μου είπε όταν επέστρεψε. «Δεν είπε τίποτα, μου έδωσε όμως τόση δύναμη όση δεν θα μου έδιναν όλες οι φιλολογίες μαζεμένες…», έλεγε συνεπαρμένος.
Οι μαρτυρίες ανθρώπων που τους συνάντησαν μιλούν για άρρητη γλυκύτητα και έκχυση αγάπης, δίχως προϋποθέσεις και σχόλια. Για δυναμισμό μέσα στη σιωπή και στη γαλήνη. Για ολική δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί. Για αρμονία εσωτερική και ταυτόχρονα με το εξωτερικό περιβάλλον.
Για άλλης ποιότητας ελευθερία που κανένα κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό πρότυπο δεν μπόρεσε να εμπνεύσει και να πραγματώσει.
ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΑΥΤΟ…
Στη θρησκεία, το «θαύμα» αποτελεί τομή στη φύση. Στην πίστη, το «θαύμα» είναι το φυσικό. Οι «άγιες» υπάρξεις είναι οι φυσιολογικές υπάρξεις. Γι’ αυτούς που έχουν δεχτεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τίποτε δεν είναι αφύσικο.
Πρόκειται βέβαια για κατάσταση ύπαρξης που οι περισσότεροι από εμάς δεν γνωρίζουμε, το γεγονός όμως ότι εμείς είμαστε φτωχοί από αυτό το βίωμα δεν σημαίνει ότι η κατάσταση αυτή δεν υπάρχει.
Οι δώδεκα «αόρατοι» παραμένουν δώδεκα επί αιώνες, όχι επειδή ζουν σιην αιωνιότητα, αλλά επειδή αντικαθίστανται κάθε φορά που κάποιος αφήνει οριστικά αυτόν τον κόσμο. Η διατήρηση αυτού του αριθμού μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, είναι απαραίτητη για τη σωτηρία της υλικής κτίσης ή μέρους αυτής.
Μοιάζει σαν οι δώδεκα αρχαίοι Έλληνες θεοί του Ολύμπου -οι δώδεκα απεικονίσεις των φυσικών δυνάμεων- να μεταποιήθηκαν σε δώδεκα τιέραν της φύσεως υπάρξεις, οι ανθρωπόμορφοι θεοί να εξελίχθηκαν αβίαστα σε «θεόμορφους» ανθρώπους και να μετακόμισαν στο άλλο βουνό, στον Άθω της Χαλκιδικής.
Στα αυτιά και στη διάνοια πολλών, φαντάζει παραμύθι. Γι’ αυτούς εκεί επάνω, στην κορυφή του Άθω, είναι αυτονόητη πραγματικότητα. Για εμένα προσωπικά αποτελεί μυστήριο, εξ ορισμού ανεξιχνίαστο, που δεν περιορίζεται βέβαια γεωγραφικά στο Άγιο Όρος, που δεν περιορίζεται γενικότερο σε κανέναν τόπο.
Το μυστήριο των δώδεκα αοράτων μοναχών στην κορυφή του Άθω, μέσα στη συνείδηση μου συγγενεύει με το μυστήριο της σιωπής του θεού, η οποία ξεπερνάει καθετί αισθητό, οι περισσότεροι όμως το έχουμε αισθανθεί με βεβαιότητα μοναδική.
Η πνοή, το πνεύμα, η ευλογία των αόρατων εκτείνεται σε οποιονδήποτε μπορεί να την αισθανθεί ως οικεία, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται. «Το πνεύμα πνέει όπου θέλει», σύμφωνα με τη γνωστή ρήση και φυσικά αγγίζει οποιουσδήποτε βρει να έχουν στοιχεία συγγενικά μαζί του.
Είμαι από τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν σε τίποτε μετα-φυσικό. Πιστεύω στη δυνατότητα ύπαρξης των υπερ-φυσικών πραγμάτων και καταστάσεων, στην υπέρβαση δηλαδή των δεδομένων της φύσης, αλλά όχι σε καταστάσεις «μετά τη φύση». Γι’ αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να θεωρήσω την ιδιότητα του «μη ορατού» των δώδεκα μοναχών, ως κατάσταση μεταφυσική.
Θεωρώ ότι γίνονται αόρατοι, «ανύπαρκτοι», μέσα από την άκρα ταπείνωση, την εκούσια και ολοκληρωτική διαγραφή της ύπαρξης τους, την οδυνηρή συντριβή κάθε προσδιορισμού του «εγώ» (ακόμη και των θεωρούμενων «καλών» και θετικών), μέσα από την ελεύθερη και απόλυτη αγάπη που δεν γνωρίζει υστεροβουλίες, γιατί προέρχεται από υπάρξεις που εκμηδένισαν τις ανάγκες.
Μ’ αυτήν την έννοια, η αντηλιά των αόρατων εκτείνεται πέρα από τα όρια του Άθω, σε κάθε ασκητή της ταπείνωσης και της μηδένισης του «εγώ», σε κάθε «σαλό» που καταισχύνει τη σοφία των σοφών, σε κάθε άνθρωπο, μοναχό ή κοσμικό, που αγάπησε τόσο πολύ τον Θεό, ώστε «ηρπάγη» κοντά Του, ενώ συνέχιζε την ύπαρξη του σ’ αυτήν τη ζωή και σ’ αυτήν τη γη…
Φυσικά δεν μπορώ, προσωπικά εγώ, να γνωρίζω και να μιλήσω για τη βέβαιη ύπαρξη ή βέβαιη μυθολογία αυτών των μοναχών, μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω ότι, εφόσον μπορούμε να γίνουμε μέτοχοι των καταστάσεων που οδηγούν σ’ αυτήν την ενεργητική και δημιουργική «ανυπαρξία», οι δώδεκα μοναχοί θα ζουν πάντα μέσα στους μετόχους αυτών.
ΑΝΤΑΥΓΕΙΑ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ…
Οι αόρατοι της κορφής του Άθωνα είναι οι ταπεινοί, οι απλοί και ασήμαντοι οι πλήρεις Πνεύματος Αγίου που κυκλοφορούν μεταξύ μας.
Κάνουν τη ζωή παράδεισο. Και ενώ σου χαρίζουν ό,τι πολύτιμο βρήκες στον κόσμο, δεν ζητούν καμμιά ανταμοιβή.
Δεν Θεωρούν τον εαυτό τους μεταξύ των ζώντων. Δεν έχει, κατ’ αυτούς, καμμιά αξία η ύπαρξή τους. Ό,τι έχουν το οφείλουν στον Θεό. Ετσι καταλήγουν να είναι μια ανταύγεια καλωσύνης προς όλους, φανερώνοντας την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο ολόκληρο. Αυτοί αγιάζουν το Όρος.
Σε κάνουν να αγαπάς τη ζωή, και σου ανοίγουν ορίζοντες ελευθερίας. Σου δίδουν όλα όσα δεν μπόρεσαν να σου δώσουν οι «σοφοί και συνετοί».
Αυτοί δεν παρέρχονται και δεν χάνονται, έστω και αν περάσουν αιώνες. Βρίσκονται εδώ και παντού ως ευλογία και κουράγιο ανερμήνευτο.
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το κείμενο του π. Βασιλείου Γοντικάκη, με το οποίο άρχισα. Η πληρότητα της γραφής του πάνω στο δέμα αυτό είναι απόλυτη.
Συνήθως, όταν αυτο-αποκαλύπτονται, ταυτόχρονα αποκαλύπτουν. Κι αυτό που αποκαλύπτουν βρίσκεται μέσα στον άλλον που έχουν απέναντι τους και που ο ίδιος πιθανόν να μην το είχε ποτέ συνειδητοποιήσει. Η επαφή μαζί τους δεν συγκινεί, συγκλονίζει. Όπως η αστραπή με τη λάμψη της, οξύτατη και σύντομη. Όπως ο Θεός, τιανταχού παρών και ταυτόχρονα υπερφυσικός. Όπως οι άγιοι, αφύσικα δυνατοί μέσα στην άκρα ταπείνωση.
Δεν νομίζω ότι έχει σημασία τι πιστεύει η διάνοια μας. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει, να απιστεί, να προσεύχεται ή να χλευάζει, να σέβεται ή να σαρκάζει… Ο καθένας μπορεί να σταθεί με την απόλυτη προσωπική του ελευθερία απέναντι σ’ αυτό το μυστήριο. Κανένας δεν είναι «καλύτερος» ή «χειρότερος», εφόσον η άκρα ταπείνωση των αόρατων μπορεί να τους εμπεριέξει όλους με την ίδια αγάπη.
ΠΗΓΕΣ
Μ. Σταματίδου – Τα Μυστικά των Ελλήνων 2005
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1997

«Δόξα σοι ὁ Θεός, πού ἔφυγαν τά πολλά!» Γέρων Παΐσιος






- Ὅταν, Γέροντα, βλέπω μέσα μου ὑπολείμματα ἀπό ἐάν πάθος στενοχωριέμαι.

- Πές: «Δόξα σοι ὁ Θεός, πού ἔφυγαν τά πολλά!». Ἄν ἤμουν ἐγώ στή θέση σου, θά ἔβλεπα τίς ὁλοφάνερες μεγάλες δωρεές τοῦ Θεοῦ καί «ἀπό φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός» θά ἔλεγα τό «δόξα σοι ὁ Θεός». Ἄν θέλης νά ζῆς ζωή παραδεισένια ἀπό αὐτήν τήν ζωή, δές κι ἐσύ τίς εὐεργεσίες καί τίς πλούσιες δωρεές πού σοῦ δίνει ὁ Θεός καί ἄρχισε τό «δόξα σοι ὁ Θεός». Νά δοξάζετε τόν Θεό, γιατί σᾶς βοήθησε καί προοδεύσατε ἔστω καί λίγο, εἴτε ἐπειδή ἐσεῖς κοπιάσατε, εἴτε ἐπειδή σᾶς βοήθησαν οἱ ἄλλοι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέη «δόξα σοι ὁ Θεός», βοηθάει ὁ Θεός, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη μέ τό ταπεινό φρόνημα καί μέ τόν φιλότιμο ἀγώνα τραβάει συνέχεια οὐράνιες δυνάμεις καί εὐλογίες θεϊκές.

- Καί ὅταν, Γέροντα, ξέρω ὅτι θά ξαναπέσω;

- Δέν ξέρεις· ἀπό φοβία σκέφτεσαι ἔτσι. Μήν ἔχετε φοβία μήπως ξανακάνετε τό ἴδιο σφάλμα, γιατί ἔτσι κλονίζεται ἡ πίστη σας στόν Θεό. Μὴν τά σκαλίζετε τόσο πολύ. Ὅταν σᾶς λέη ὁ λογισμός ὅτι δέν πρόκειται νά διορθωθῆτε καί διαλύεσθε ἀπό τήν λύπη, χρειάζεται νά δώσετε ἕνα ψεύτικο κουράγιο στόν ἑαυτό σας. «Δόξα σοι ὁ θεός, νά πῆτε, σήμερα εἶμαι καλύτερα ἀπό χθές. Δόξα σοι ὁ Θεός χίλιες φορές...;». Ἄν καί φαίνεται ψεύτικο αὐτό τό κουράγιο, μέσα του ὅμως κρύβει μία μεγάλη δύναμη, τήν ἐλπίδα στόν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στόν Θεό εἶναι ὁ μοχλός πού ἀναποδογυρίζει τήν ἀπελπισία, ἐλευθερώνει τήν ψυχή ἀπό τήν λύπη καί τό ἄγχος καί τονώνει σιγά-σιγά τίς πνευματικές δυνάμεις μέ τήν θεία ζωντάνια πού δίνει.

- Γέροντα, στενοχωριέμαι γιατί ἔχω πολλά προβλήματα ὑγείας.

- Ὅλα νά τά δέχεσαι σάν μεγάλα δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος. Στόν οὐρανό θά ἔχης πολλά νά ἀπολαύσης θά ἔχης σύνταξη μεγάλη, ἐάν δέν τήν μειώσης μόνη σου μέ τόν γογγυσμό.

- Πῶς, Γέροντα, ἀφοῦ τώρα δέν νιώθω μέσα μου τόν οὐρανό;

- Δέ νιώθεις τόν Οὐρανό, γιατί δέν δοξολογεῖς τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κινῆται στόν χῶρο τῆς δοξολογίας, χαίρεται μέ ὅλα. Ὑπάρχουν κοσμικοί ἄνθρωποι πού θά μᾶς κρίνουν ἐμᾶς τούς μοναχούς. Νά δῆτε οἱ Βεδουίνοι τί ταλαιπωριά περνοῦν, ἀλλά εὐχαριστοῦν τόν Θεό καί εἶναι χαρούμενοι! Τό σιτάρι δέν τό καθαρίζουν, γιά νά βγάλουν τήν πέτρα, ἀλλά τό ἀλέθουν ὅπως εἶναι, καί τό ψωμί τους εἶναι ὅλο πέτρα! Καί οἱ τροφές τους, φαίνεται, δέν ἔχουν τά ἀπαραίτητα συστατικά, ἀσβέστιο κ.λπ., ὁπότε τά δόντια τους καταστρέφονται τελείως. Καί βλέπεις Βεδουίνους νά ἔχουν μόνον ἕνα δόντι καί νά χαίρωνται σάν νά εἶναι τό δόντι μαργαριταρένιο. Καί ἄλλος τοῦ λείπει ἕνα δόντι καί αἰσθάνεται μειονεκτικά. Μέ ὅλα αὐτά πού ἀκοῦτε, νά κινῆσθε συνέχεια στήν δοξολογία νά δοξάζετε μέρα-νύχτα τόν Θεό γιά τίς εὐεργεσίες Του.

Μοῦ ἔλεγε κάποιος ἐπίσκοπος ὅτι σέ ἕναν ναό, τήν ὥρα πού ὁ διάκος διάβαζε τό Εὐαγγέλιο τῆς θεραπείας τῶν δαιμονισμένων τῶν Γεργεσηνῶν, ἕνας ἄνθρωπος πολύ ἁπλός στεκόταν πίσω ἀπό τό δεσποτικό καί ἔλεγε συνέχεια «δόξα σοι ὁ Θεός». Ἀρχίζει ὁ διάκος: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τήν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, «δόξα σοι ὁ θεός» λέει ἐκεῖνος, «ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι», «δόξα σοι ὁ Θεός» «χαλεποί λίαν», «δόξα σοι ὁ Θεός » «καί ἰδού ὥρμησε πάσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων εἰς τήν θάλασσαν», «δόξα σοι ὁ Θεός». «Κατάλαβα, μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ ἐπίσκοπος, ὅτι εἶχε δίκαιο αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος πού ἔλεγε «δόξα σοι ὁ Θεός» γιατί τό «δόξα σοι ὁ Θεός» ρίχνει τούς δαίμονες στήν θάλασσα» . Καί ἐσεῖς πάντα νά λέτε «δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός», μέχρι νά ὁρμήσει ἡ ἀγέλη στήν θάλασσα ...

Ἡ δοξολογία ἁγιάζει τά πάντα. Μέ τήν δοξολογία διαλύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό εὐγνωμοσύνη, παλαβώνει μέ τήν καλή ἔννοια, πανηγυρίζει τά πάντα. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὐχαριστῆ τόν Θεό ἀκόμη καί γιά τά λίγα, ἔρχεται μετά τόσο πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πού δέν μπορεῖ νά τήν ἀντέξη καί τότε ὁ διάβολος δέν μπορεῖ πιά νά σταθῆ καί φεύγει.

Τι σημαίνει η λέξις «Αμήν»


26ΙΟΥΝ

AMHN 2

Υπογράφουμε συμφωνία με τον Θεόν

του Π.Μ. ΣΩΊΉΡΧΟΥ

Όλοι ξέρουμε την λέξη «Αμήν» καί συχνά την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή. Πότε έτσι και πότε αλλιώς. Δεν ξέρουμε όμως την πραγματική σημασία της και ας είναι μια από τις πιο σημαντικές λέξεις στο ανθρώπινο λεξιλόγιο. Άλλοι νομίζουν ότι σημαίνει τέλος καί έτσι την χρησιμοποιούν και λένε “φτάσαμε στο αμήν”, δηλαδή στα άκρα του ζητήματος. Άλλοι την θεωρούν σαν ευχή και έτσι την χρησιμοποιούν. “Αμήν και πότε” λένε συχνά. Άλλοι την εννοούν και λένε “αυτό γίνεται μέχρι να πεις αμήν”, ενώ άλλοι δίνουν διαφορετικό νόημα στη λέξη…

Μπορεί να έχει όλες αυτές τις σημασίες και άλλες και κυρίως το νόημα, που έχει μέσα στο Ευαγγέλιον καί σημαίνει την βεβαίωσιν “αληθινά, πραγματικά, χωρίς αμφιβολία”. Έχει επίσης και την ευχετικήν σημασία, που χρησιμοποιείται και κατά την Θεια Λατρεία και μάλιστα στο τέλος των προσευχών, Έχει όμως καί άλλην πολύ πιο σημαντικήν σημασία, πολύ πνευματικήν και βοηθόν της σωτηρίας μας. Με αυτήν την απορίαν πήγαμε να επισκεφθούμε τον σοφόν Γέροντα Ασκητήν π. Ισαάκ στο Κελί του, ο φίλος μου ο Γιάννης κι εγώ. Ο φίλος μου κρατούσε πάντοτε μαζί του και ένα μικρό μαγνητόφωνο για να καταγράφει με ακρίβεια τις πνευματικές συνομιλίες με Ασκητές. Με την βοήθεια του μικρού αυτού μαγνητοφώνου θα μεταφέρω τώρα μερικά αποσπάσματα των λόγων του π. Ισαάκ, ο οποίος μας είπε:

— Όποιο λεξικόν και αν ανοίξετε, παιδιά μου, θα δείτε να γράφει ότι η λέξη “Αμήν” προέρχεται από ξένη γλώσσα και έχει νόημα βεβαιωτικόν και ευχετικόν. Την αποδίδουν νοηματικώς με τις λέξεις “αλήθεια, ναι, είθε, γένοιτο” και όντως αυτό είναι το λογικόν της νόημα και αυτό το νόημα δίνουν στην λέξη και οι περισσότεροι άνθρωποι. Στην πνευματική πραγματικότητα, σε αυτό που λέμε πνευματική ζωή, το “Αμήν” είναι μια πολύ σπουδαία λέξη, μια ιερή λέξη θα έλεγα, μια λέξη από τις σπουδαιότερες, που μπορεί να πει ο άνθρωπος. Και θυμάμαι αυτήν την ώρα έναν μεγάλον ερημίτην, που προσευχόταν συνεχώς με τις λέξεις “Χριστέ μου, αμήν. Χριστέ μου, αμήν, Χριστέ μου, αμήν” και με αυτές τις τρεις λέξεις έλεγε τα πάντα στον Θεόν.

— Ποια είναι η σημασία της, πάτερ μου; ρώτησε ο Γιάννης.

— Θα πρέπει να το δούμε προσεκτικά μέσα στη γλώσσα της Εκκλησίας, που εκφράζει με ακρίβεια την πίστη μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει ποτέ να μεταφρασθούν τα λειτουργικά κείμενα, γιατί θα αλλοιωθούν και θα αλλάξει το νόημά τους. Είναι, άλλωστε κατανοητά σε όλους κατά το μέγα τους μέρος. Διότι λ.χ. δεν χρειάζεται μετάφραση το “Κύριε, ελέησαν” ή Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού αθάνατος υπάρχων”. Έτσι λοιπόν και το “Αμήν”, που τόσον συχνά το χρησιμοποιεί η Εκκλησία, υποδηλώνει και αναφέρει και βεβαιώνει την ανθρώπινη συμμετοχή στο έργον της σωτηρίας του. Γιατί όλην την σωτηρίαν μας την ενεργεί, την βοηθά και την ολοκληρώνει το θείον έλεος, άλλα χρειάζεται απαραιτήτως και η προσωπική συμφωνία του ανθρώπου, με το να καταθέτει ολόκληρη την θέλησή του λέγοντας με επίγνωση το “Αμήν”. Δεν έχει η λέξη αυτή μόνον την λογικήν σημασίαν και την ευχετικήν διάθεσιν, αλλά πρωτίστως την ολοκληρωτικήν θέλει να θυμόμαστε πάντοτε, ότι στην κάθε προσευχή μας να λέμε το όνομα του Χριστού. Μας το είπε καθαρά: “Εάν τι αιτησητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω” (Ιω. ια 14).

—Αν κατάλαβα καλά, είπε πάλι ο Γιάννης, είναι σαν να ρωτά ο Θεός τον κάθε πιστόν “θέλεις να σε σώσω;”, όπως ρωτούσε τότε τους ασθενείς “Θέλεις υγιής γενέσθαι”, και ο άνθρωπος απαντά με το “Αμήν”, δηλαδή θέλω και εύχομαι και παρακαλώ να σωθώ, Αυτό είναι το νόημα, πάτερ μου;

—Πλησίασες πολύ κοντά, φίλτατε, στην αλήθεια του “Αμήν”, απάντησε ο Γέροντας. Το δύσκολον είναι ότι πλησιάζουν πολλοί την αλήθειαν με την κοινήν λογικήν, που είναι αντιληπτόν από την κοινήν λογικήν. Είναι ωσάν να κάνουμε μια συμφωνία με τον Θεόν, ένα είδος συνεργασίας, και ο Θεός βάζει στην κοινή αυτή προσπάθεια τα δισεκατομμύρια της αιωνιότητας του και ο άνθρωπος μόνον μια δραχμή, που είναι η θέλησή του. Συμφωνείς ελεύθερα και υπογράφεις αυτήν την σύμπραξη με το “Αμήν”. Αυτό μόνον κάνουμε τελείως ελευθέρα και από τότε γινόμαστε συνεταίροι με τον Θεόν για την σωτήρια μας. Είναι πια όχι μόνον μια λέξη ιερή, αλλά και μια πράξη ιερή. Να θυμηθούμε την παραβολή των Ταλάντων, που είναι σχετική με το “Αμήν” και την συμφωνία μας με τον Θεόν;

—Συμφωνία με τον Θεόν; Πρώτη φορά την ακούω και ομολογώ την έκπληξη μου, ξανάπε με θαυμασμόν ο φίλος μου. Ο Θεός μας θέλει ελευθέρους κοντά του. Είναι αυτό που γράφει ο Απόστολος Παύλος: “Υμείς γαρ επ’ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί” (Γαλ. Ε΄ 13). Τώρα καταλαβαίνω την σημασίαν της ελευθερίας εν Χριστώ. Γιατί ο Απόστολος συνεχίζει την φράση του λέγοντας: “Μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί, αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις. Ο γαρ πάς νόμος εν ενί λόγω πληρούται, εν τω, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.

— Θα σου φέρω και ένα άλλο παράδειγμα και αυτό από την εκκλησιαστική γλώσσα, συνέχισε ο π. Ισαάκ. Λέμε κατά την Θ. Λατρείαν το “Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Με αυτό το “Αμήν”, δεν λέμε ότι δίνουμε στον Τριαδικόν Θεόν την αιώνια δόξα, διότι ήδη την έχει υπεράφθονη. Εμείς λέμε και ευχόμαστε να ζήσουμε κι εμείς κοντά σε αυτήν την δόξα, “όπου πάντες οι άγιοι αναπαύονται”, και καταθέτουμε την θέλησή μας ελεύθερα, ευχετικά και παρακλητικά. Γιατί μόνον αυτό έχουμε να δώσουμε στον Θεόν, την ελεύθερη θέλησή μας. Μόνον αυτή είναι δική μας, τίποτε άλλο. Και οι αμαρτίες μας.

—Είπατε, αγαπητέ μου πάτερ Ισαάκ, ότι μόνον η θέλησή μας είναι δική μας και αυτήν μπορούμε να προσφέρουμε στον Θεόν. Αλλά και αυτήν την ελευθερία ο Θεός δεν μας την έδωσε;

—Βεβαίως, ο Θεός μας έδωσε και την ύπαρξη και την ζωήν και την ελευθερία, με τρόπον οριστικόν και αμετάκλητον και την σέβεται απολύτως, για να μπορούμε να διαλέγουμε ανάμεσα στο καλό και στο κακό, που μας περιβάλλει. Καί με το “Αμήν” επιβεβαιώνουμε, λόγω και έργω την θέλησή μας αυτή. Γι’ αυτό και όταν το λεμε, πρέπει να βάζουμε σε αυτό την ψυχή μας ολόκληρη και την θέληση και την λαχτάρα μας, ότι θέλουμε να ζήσουμε παντοτινά κοντά στον Θεόν, μαζί με τον Θεόν, σύμφωνα με την θέληση του Θεού, ο οποίος “πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν” (Α’ Τιμ. β΄ 4), Και ο τρόπος της σωτηρίας μας είναι το όνομα του Χριστού και η εντολή του η μια και μοναδική της σταυρικής αγάπης.

-Και τι είναι η σταυρική αγάπη, πάτερ μου;

—Είναι η αγάπη σε σχήμα σταυρού. Το “καθώς ηγάπησα υμάς”. Η κάθετη διάσταση του σταυρού, εξήγησε ο Γέροντας, είναι η αγάπη προς τον Θεό, με την πλήρη υπακοή μας στο δικό του θέλημα, και η οριζόντια διάσταση είναι η αγάπη σε όλους τους ανθρώπους. Χωρίς την αγάπη αυτή δεν υπάρχει πνευματική ζωή, αλλά μόνον σαρκική ζωή. Η σταυρική αγάπη ανοίγει την πόρτα του Θεού και μας χαρίζει την αληθινή πίστη, που κάνει θαύματα και μας φωτίζει,

μας καθαρίζει και μας αγιάζει. Έτσι λυτρωνόμαστε από την αμαρτία και τον θάνατο και ζούμε την αληθινή ζωή.

—Και το Αμήν τι σχέση έχει με την αγάπη, π. Ισαάκ;

—Αν το “Αμήν” το καταλάβουμε σωστά και το βιώσουμε και κρατηθούμε από την αλήθεια, που εκφράζει, τότε γίνεται το κλειδί, που ανοίγει την μεγάλη πύλη της αγάπης. Και εδώ πρέπει να λεχθεί ότι η αγάπη αρχίζει πάντοτε από τον Θεόν, διότι Εκείνος είναι η πηγή της αγάπης της αληθινής και όχι ο δικός μας εγωιστικός συναισθηματισμός, με τον οποίον αγαπούμε αυτούς, πού μας αγαπούν και όχι όλους τους ανθρώπους. “Από Θεού άρχεσθε και εις Θεόν καταλήγειν”, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Και με το “Αμήν” αυτό πράττουμε. Αρχίζουμε από τον Θεόν, ζητώντας την αγάπη του και πάλι με την αγάπη καταλήγουμε στον Θεόν. Και αυτό το μέγα μυστήριον μας το απεκάλυψε η Σταυρική θυσία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.

-Θέλω να υποβάλλω άλλη μια ερώτηση για το “Αμήν”, πάτερ μου. Πολλοί λένε την λέξη αυτή τυπικά και χωρίς να γνωρίζουν την σημασία, που εσείς μας εξηγήσατε. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μετέχουν σε αυτήν την διαδικασία και δεν έχουν πνευματική συμμετοχή στη θ. Λατρεία και στην προσευχή;

— Όλοι έχουν συμμετοχή, αγαπητέ μου. Αρκεί να βρίσκονται στην ιερή σύναξη. Όλοι μετέχουν ομοθυμαδόν, αποκρίθηκε ο Γέροντας. Διότι ο Θεός δεν εξετάζει τι

ξέρουμε, άλλα τι νοιώθουμε και τι λαχταρούμε, και ανάλογα μας επιβραβεύει. Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε τον λόγον της ευαγγελικής Παραβολής περί των ταλάντων: “Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ης πιστός, επί την χαράν του Κυρίου σου” (Ματθ. κε’ 21). Ο Θεός είναι δίκαιος και φιλάνθρωπος για όλους. Μακάριοι όσοι λένε το Αμήν με επίγνωσιν της σημασίας του.

Ύστερα μας κάλεσε στο ναίδριον, που βρίσκεται δίπλα στο Κελλί του, για να προσευχηθούμε και να πούμε το “Αμήν” με συναίσθηση και κατάνυξη και να χτυπήσουμε την πόρτα του Θεού, όπου βρίσκεται η πηγή της αγάπης και το άπειρον έλεός του για όλους τους ανθρώπους. Και είπαμε πολλές φορές το “Αμήν”, όπως μας το εξήγησε ο μακαριστός πλέον Γέροντας Ισαάκ. Αμήν , Γέροντα, την ευχή σου να έχουμε.

Από το περιοδικό «Ποιμήν» της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης

" Ο Θεός μου είπε να σου το πω"(Άγιος Πορφύριος)



Κάποια φορὰ ὁ Γέρων Πορφύριος ξεκίνησε μαζὶ μὲ τρία πνευματικὰ τέκνα του νὰ πᾶνε σ’ ἕνα μοναστήρι, γιὰ νὰ τελέσουν ἕνα Ἑσπερινό. Ἀρχικά, εἶπαν νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια. Ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση κι ἐπειδὴ ὁ Γέρων Πορφύριος ἦταν κουρασμένος, σκέφτηκαν, μιὰ καὶ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο ἦταν κάπως μακριά, νὰ βροῦν ἕνα μεταφορικὸ μέσον, ἀντὶ νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια.
Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε ἀπὸ μακριὰ ἕνα ταξί. Εἶπαν τότε στὸν Γέροντα οἱ συνοδοί του – καὶ οἱ τρεῖς λαϊκοί, ὄχι κληρικοί– νὰ κάνουν ἕνα νεῦμα στὸ ταξὶ νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ ρωτήσουν τὸν ὁδηγὸ ἂν μποροῦσε νὰ τοὺς μεταφέρει στὸ μοναστήρι.
«Μὴ φοβᾶστε», τοὺς εἶπε, «θὰ σταματήσει μόνος του ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί. Ἀλλά, ὅταν θὰ μποῦμε στὸ ταξί, νὰ μὴ μιλήσει κανένας σας στὸν ὁδηγό, μόνο ἐγὼ θὰ τοῦ μιλήσω».
Ἔτσι κι ἔγινε. Σταμάτησε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα, μπῆκαν μέσα καὶ ὁ πατὴρ Πορφύριος εἶπε στὸν ὁδηγὸ τὸν προορισμό τους.
Μόλις ξεκίνησαν, ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξὶ ἄρχισε νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ χίλια δυὸ πράγματα. Καὶ κάθε φορά, ποὺ ἔλεγε κάτι, ἀπευθυνόταν στοὺς τρεῖς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι κάθονταν στὸ πίσω μέρος τοῦ ταξὶ καὶ τοὺς ρωτοῦσε: «

Ἔτσι δὲν εἶναι, βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι ἐσεῖς;». 
Ἐκεῖνοι, ὅμως, τσιμουδιά ∙ δὲν ἔλεγαν τίποτε, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος. 
Ἀφοῦ εἶδε κι ἀπόειδε ὁ ὁδηγὸς ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ ἄλλοι, στράφηκε στὸν Γέροντα Πορφύριο καὶ τοῦ εἶπε: 
«Ἔτσι δὲν εἶναι, παππούλη; Τί λὲς κι ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;».

Τοῦ λέει τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, θὰ σοῦ τὴν πῶ μιὰ φορά ∙ δὲν θὰ χρειαστεῖ δεύτερη». Κι ἄρχισε νὰ τοῦ ἀφηγεῖται:
«Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (ὁ Γέροντας τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε ἕνα ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μιὰ νύκτα τὸν σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε. Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ κτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ πούλησε. Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ κτῆμα; Ἀγόρασε ἕνα ταξί».
Μόλις ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἀφήγηση ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, τόσο πολὺ συγκλονίστηκε, ποὺ σταμάτησε τὸ αὐτοκίνητο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ φώναξε: «Μὴ πεῖς τίποτε, παππούλη ∙ μόνο ἐγὼ τὸ ξέρω αὐτὸ κι ἐσύ».
«Τὸ ξέρει κι ὁ Θεός», τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέρων Πορφύριος. «Ἐκεῖνος μοῦ τὸ εἶπε, γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπ’ ἐδῶ κι ἐμπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή».

Διήγηση τοῦ Παν. Σωτήρχου. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κλείτου Ἰωαννίδη «Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ Ἐμπειρίες».

πηγή το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...