Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουλίου 21, 2014

Ἄρθρο πού μᾶς ἀφορᾶ ὅλους! "Ἡ προσωπική μετάνοια ὠφελεῖ τήν ἐθνική μετάνοια καί ἡ ἐθνική ἐμπνέει τήν προσωπική"


Μητροπολίτου Μόρφου Νεόφυτου
Στις μέρες μας επικρατεί μεγάλη αναστάτωση σε όλο τον κόσμο, και καθημερινά είμαστε μάρτυρες άτεγκτων πολιτικών, οικονομικών, πολεμικών κι άλλων αποφάσεων, που λαμβάνονται από διάφορα κέντρα εξουσίας, οι οποίες οδηγούν εκατομμύρια ανθρώπους στην προσφυγιά, στη μετανάστευση, στη φτώχεια, στην ανεργία και πολλούς στην απελπισία, όπως προφήτεψε προ πολλών ετών κι ένας σύγχρονος Γέροντας της Κύπρου.
Όλο αυτό το ανασφαλές κι αγωνιώδες κλίμα, όχι μόνο το εισπράττουμε, αλλά και το βλέπουμε ζωγραφισμένο στα πρόσωπα πολλών συμπατριωτών μας, οι οποίοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν κάτω από τις σημερινές πολύ δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί στο νησί μας.
Είναι ολοφάνερο πια, ότι καλούμαστε να ζήσουμε περισσότερο λιτά, περισσότερο μετρημένα και προσγειωμένα και με σωστότερη ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας. Ηθελημένα η αθέλητα, επενδύσαμε πάρα πολύ στον εύκολο τρόπο ζωής που είχαμε μέχρι πρόσφατα, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι όλα αυτά μια μέρα μπορεί να καταρρεύσουν, κι από πλούσιοι να γίνουμε φτωχοί και να πεινάσουμε, όπως το ακούμε να ψάλλεται στην εκκλησία σε ήχο βαρύ στον Εσπερινό, τον στίχο δηλ. από τον 33ο Ψαλμό του βασιλέα Δαβίδ: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Δηλαδή, δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στην ιστορία του κόσμου οι πλούσιοι να φτωχαίνουν· και η Εκκλησία, που δεν είναι εκτός πραγματικότητας, μας λέει: «Ενώ οι πλούσιοι φτωχαίνουν και πεινούν, αυτοί που έχουν έγνοια και πρώτο τους μέλημα ν’ αναζητούν τον Κύριο, τον Θεό της ζωής και του θανάτου, δεν θα ελαττωθούν κανενός αγαθού. Τίποτα, δηλαδή, δεν θα τους λείψει.»
Οι μεν πρώτοι, που ο νους τους προσκολλάται στη σύγχρονη ειδωλολατρία του χρήματος και την ψεύτικη χαρά που προσφέρει, πέφτουν και δεν έχουν να πιαστούν από πουθενά. Ενώ οι δεύτεροι, που έχουν έγνοια τον Κύριο, πλουτίζουν. Διότι ο Θεός προνοεί γι’ αυτούς, προτού οι ίδιοι σκεφτούν. Κι αυτό ισχύει πάντοτε! Και πολλές φορές μέσα στη ζωή μας είμαστε μάρτυρες της πρόνοιας του Θεού, που μας κρατά με τα λίγα, τα ελάχιστα. Όταν ο άνθρωπος εγκλωβιστεί στη λογική του σύγχρονου τρόπου ζωής, για συνεχή μέριμνα και φροντίδα μόνο, με στόχο την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας και της καλοπέρασής του, δεν συνειδητοποιεί εύκολα, ότι όλη αυτή η δραστηριότητα τον απομακρύνει από τα ουσιώδη της ζωής και τον μετατρέπει σε μανιώδη καταναλωτή του τώρα, σπρώχνοντάς τον σ’ ένα ανεξέλεγκτο κυνήγι επιθυμιών κι απολαύσεων, που κορεσμό δεν έχουν. Αυτή η στάση ζωής συνιστά ηθική κατάπτωση του σύγχρονου ανθρώπου, επειδή μέσω της γίνεται δούλος των επιθυμιών του, και δυσκολεύεται πάρα πολύ να εφαρμόσει στη ζωή του τις κύριες εντολές του Ευαγγελίου, τις εντολές της διπλής αγάπης, του Θεού και του πλησίον: «Αγαπήσεις Κυριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν.»
Είναι σημαντικό να δημιουργήσουμε, σε συνεργασία με τον Χριστό, ένα νου, που να εξετάζει συνεχώς την ποιότητα των αισθημάτων, των επιθυμιών και των λογισμών μας. Να έχουμε στο μυαλό μας αυτό, που λέει μία προσευχή της Εκκλησίας μας στο Απόδειπνο: «Και δώρησαι ημίν, ο Θεός, γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν…». 
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας είναι, ότι ο άνθρωπος έχασε την εκκλησιαστική αγωγή της καλλιέργειας του νου, ούτως ώστε να μάθει πρώτα και κύρια να μετανοεί καθημερινά.Ν’ αρχίσει να ελέγχει τις επιθυμίες και τις σκέψεις του, τους λογισμούς και τα πάθη του. Γιατί, στο μέτρο που ταπεινώνει τον νου του ο άνθρωπος, του δωρίζεται και το χάρισμα να εξετάζει τον εαυτό του και ν’ αξιολογεί τη σχέση του με τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, με τρόπο πνευματικό και ταπεινό, χωρίς ταπεινολογίες, αυταρέσκεια κι εγωισμό. 

Ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε: «Μπορεί κάποιος να μιλάει για τις αμαρτίες του και να είναι υπερήφανος, κι άλλος να μιλάει για τις αρετές του και να είναι ταπεινός. Να είμαστε ταπεινοί, αλλά να μην ταπεινολογούμε. Η ταπεινολογία είναι παγίδα του διαβόλου, που φέρνει την απελπισία και την αδράνεια, ενώ η αληθινή ταπείνωση φέρνει την ελπίδα και την εργασία των εντολών του Χριστού.»1 Κι ο μακαριστός Γέροντας Ευμένιος, με τη σειρά του, έλεγε: «Να βλέπουμε τα προτερήματα των άλλων ανθρώπων και να βλέπουμε τα ελαττώματα τα δικά μας. Όταν ο άνθρωπος νιώθει τα αμαρτήματά του, είναι πιο καλά· όταν νομίζει ότι έχει αρετές, δεν είναι καλά.»2 
Αυτό, που λένε αυτοί οι σύγχρονοι άγιοι Γέροντες, πρέπει να το προσέξουμε πολύ, επειδή όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί, κινδυνεύουμε από την ταπεινολογία, η οποία μας παρασέρνει και μας κάνει πολλές φορές να νομίζουμε ότι εμάς δεν μας αφορούν οι αμαρτίες, που βλέπουμε πάνω σε άλλους ανθρώπους, διότι τις έχουμε τάχα ξεπεράσει η ελέγξει! Έχει μεγάλη σημασία η αυτοκριτική, να κρίνουμε τον εαυτό μας, κι όχι τους άλλους. Για να το επιτύχουμε, θα πρέπει να ζητάμε ειλικρινά από τον Θεό να μας δώσει απλότητα, ταπείνωση και μετάνοια, αλλά και συντριβή για τα λάθη μας. Διότι μόνο αν υπάρχει πόνος για μια αμαρτία που κάνουμε, σιγά σιγά θα έρθει η ώρα που ο Θεός θα μας δώσει τη δύναμη να τη διαχειριστούμε, να την ελαττώσουμε και να τη σταματήσουμε. Εάν δεν υπάρχει πόνος, θα πέφτουμε όλο και πιο χαμηλά, μέχρις ότου έλθουμε σε συναίσθηση. Κι αυτός είναι ένας τρόπος ελέους του Θεού, ίσως και πούμε το ήμαρτον, γιατί χωρίς μετάνοια, δεν υπάρχει αγιασμός. Δεν μετανοούμε για να γίνουμε καλύτεροι η ηθικότεροι άνθρωποι, αυτό είναι ευσεβισμός. Μετανοούμε γιατί ανήκουμε στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, που είναι άγιο. 
«Η αληθινή μετάνοια», έλεγε ο Γέρoντας Πορφύριος, «θα φέρει τον αγιασμό. Δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα απ' αυτό, που λέγεται μετάνοια και εξομολόγηση. Αυτό το Μυστήριο είναι η προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο. Η αγάπη του Θεού θα κάνει το παν. Μπορεί να μεταχειριστεί κάτι –μια ασθένεια η κάτι άλλο, εξαρτάται-για να φέρει τον άνθρωπο σε μετάνοια. Απλά και απαλά εμείς θα κάνουμε μία κίνηση προς τον Θεό, κι από ᾽κει και πέρα έρχεται η χάρις. Δεν μπορούμε να μετανοήσουμε, αν ο Κύριος δεν μας δώσει μετάνοια. Και αυτό ισχύει για τα πάντα. Δηλαδή ισχύει το Γραφικό, αυτό, που λέγει ο Χριστός μας στο Ευαγγέλιο: ‘‘Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν’’. Αν δεν υπάρχουν προϋποθέσεις, για να εγκύψει μέσα μας ο Χριστός, μετάνοια δεν έρχεται. Οι προϋποθέσεις είναι η ταπείνωση, η αγάπη, η προσευχή, ο κόπος για τον Χριστό και τον πλησίον. Αν δεν είναι το συναίσθημα αγνό, αν δεν υπάρχει απλότητα, αν η ψυχή έχει ιδιοτέλεια, δεν έρχεται η θεία Χάρις. Συμβαίνει τότε να πηγαίνουμε να εξομολογούμαστε, αλλά να μην αισθανόμαστε ανακούφιση. Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Η μετάνοια μας αγιάζει.»3
Το μεγαλύτερο θαύμα είναι η μετάνοια. Η μετάνοια είναι εντολή του Προδρόμου αρχικά, και, προπάντων, του Κυρίου. Η παρακίνηση σε μετάνοια αποτελεί το πρώτο κήρυγμα του Χριστού μας. Ο Κύριός μας, και μαζί ο τίμιος Πρόδρομος, μας λένε δύο χιλιάδες χρόνια τώρα: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Η «Βασιλεία των Ουρανών», που έφτασε, είναι η λυτρωτική παρουσία του Θεανθρώπου στη γη, και που βιώνεται κατεξοχήν στη Θεία Λειτουργία, την «ευλογημένη βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Προσωπικά, παρακαλώ τον μεγάλο δάσκαλο της μετανοίας: «Βαπτιστά του Χριστού, δίδαξόν με την μετάνοιαν εν Πνεύματι Αγίω.» 
Άρα, θα πρέπει να νοιαζόμαστε, για το πότε θα αρχίσει η συντριβή της ψυχής μας, η επίγνωση κι ο πόνος, ούτως ώστε το Άγιο Πνεύμα να άρχίσει να φωτίζει τις σκοτεινές σπηλιές της καρδίας μας. Η μετάνοια αφορά όλους, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε τάξεις και ιδιότητες, αλλά μαθαίνει σε όλους να μετανοούν με τον ίδιο τρόπο, που η ζωντανή εκκλησιαστική εμπειρία φανερώνει μέχρι τις μέρες μας. 
Προσέξτε όμως, τι λένε οι άγιοί μας: Ο άνθρωπος μόνο μέσα στην Εκκλησία, δια των Μυστηρίων της, μπορεί να μάθει να μετανοεί. Η Εκκλησία σιγά σιγά μαθαίνει τον πιστό να είναι σε εγρήγορση, να συγχωρεί, και στα ύστερα του βίου του μαθαίνει και την αγάπη. Να μην λέμε μεγάλα λόγια, όπως λ.χ. νομίζαμε στα παιδικά μας χρόνια, ότι η αγάπη είναι μια καρδούλα. Όχι, η αγάπη είναι πολλή υπομονή, είναι πολλή προσευχή, είναι πολλή εγρήγορση. Η αγάπη είναι πολλή μετάνοια για τα προσωπικά μας λάθη κι ανοχή για τα λάθη του διπλανού μας, του πλησίον μου, όπως λέει το Ευαγγέλιο. Κι όλα αυτά έρχονται να μας τα διδάξουν οι ιερές Ακολουθίες και, πάνω απ’ όλα, η Θεία Λειτουργία.
Επομένως, θα πρέπει να μας προβληματίζει, τι είδους μετάνοια έχουμε. Πως καλλιεργούμε τον νου μας; Πόσο εκκλησιαστικοί άνθρωποι είμαστε; Πόσο συγχωρούμε; Πως κοινωνούμε; Πως επικοινωνούμε με τον Θεό, τους ανθρώπους και τον εαυτό μας;
Όταν ο άνθρωπος βάζει αυτά τα ερωτήματα, κι αγωνίζεται να έχει μία ενσυνείδητη πνευματική ζωή εν μετανοία, τότε ο νους του αρχίζει να καθαρίζει. Κι όταν καθαρίσει ο νους, καθαρίζει και η καρδία, που είναι ο θρόνος του νου, κατά τους Πατέρες. Και τότε φωτίζεται ο άνθρωπος από το Άγιο Πνεύμα. Ύστερα, σιγά σιγά αγιάζεται. Έτσι φωτίσθηκαν, έτσι αγιάσθηκαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι!
Καμμιά φορά νομίζουμε, ότι η αγιότητα είναι κάτι πολύ μακρινό, που δεν μας αφορά, που δεν κατορθώνεται στην εποχή μας. Αλλά και σήμερα, ανάμεσά μας, υπάρχουν άγιοι άνθρωποι, με φως, με καθαρότητα, με προσευχή δυνατή. Είναι αυτοί, που κρατούν την Κύπρο, αυτοί, που κρατούν τον κόσμο! Είναι αυτοί, που θα μας ελευθερώσουν. Ούτε πολιτικοί, ούτε οικονομολόγοι! Ας μην επενδύουμε πολλά στις ανθρώπινές μας δυνάμεις, αλλά σ’ Αυτόν, που είναι ο αιώνιος Πατέρας της κτίσης όλης. Στον Πατέρα των Φώτων, στον Τριαδικό Θεό μας, να επενδύουμε, να αποθέτουμε όλες τις ελπίδες μας. Να λέμε στην αρχή και στο τέλος της προσευχής μας: «Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός. Τριας Αγία, δόξα σοι. Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον· Τριας Αγία, δόξα σοι!» 
Έχω γνωρίσει στο νησί μας ευρύτερα, αλλά και στη μητροπολιτική περιφέρειά μας ειδικώτερα, κληρικούς και λαϊκούς, που χρόνια τώρα μετανοούν αληθινά και προσεύχονται. Έγγαμοι άνθρωποι με παιδιά, κι άλλοι με εγγόνια, οι οποίοι έχουν μεγάλη μετάνοια, ταπείνωση κι απλότητα, που πορεύονται έτσι ένα δρομολόγιο προς την αγιότητα με δορυφόρο! Άνθρωποι αφανείς, που καθημερινά σηκώνονται προτού ξημερώσει και προσεύχονται. Κι όταν ρώτησα μερικούς, ποιό τυπικό, ποιά τάξη προσευχής έχουν, όλοι μου απάντησαν ότι, αφού πουν τις διατεταγμένες προσευχές της Εκκλησίας, κάνουν λίγο κομποσχοίνι, και μετά ανοίγουν την καρδιά τους κι αρχίζουν να μιλούν στον Θεό σε πρώτο πρόσωπο. Προσεύχονται για την οικογένειά τους, τους συγγενείς τους, τους γείτονες τους, για όσους αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα, για τους ασθενείς, το αφεντικό τους, τους συγχωριανούς τους, τους άνθρώπους που δυσκολεύονται οι ίδιοι να ανεχτούν και να αγαπήσουν! Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, να προσεύχεσαι για τους άλλους. 
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μάθει ν’ αναλύουμε ο,τι μας συμβαίνει και να αιτιολογούμε τα λάθη μας, λέγοντας φταίει ο ένας η ο άλλος, φταίει ο αδελφός μου, ο Πνευματικός μου, ο Γέροντάς μου, ο πατέρας και η μητέρα μου που ήταν δύσκολοι άνθρωποι, ο άντρας μου, η γυναίκα μου κι αρχίζουμε τους γογγυσμούς, τις δικαιολογίες, τις γκρίνιες, τα μικροπαράπονα, τις ζήλειες, τις συγκρίσεις και μπερδεύουμε τόσο πολύ την ψυχή μας, για να καταφύγουμε τελικά στην αυτοδικαίωση, την κοιτίδα της αμετανοησίας.
Υπάρχουν όμως και άνθρωποι, που, όχι μόνο καλλιεργούν την αυτομεμψία, το να κατηγορούν δηλ. τον εαυτό τους και μόνο, αλλά και που με αγάπη δικαιολογούν τα σφάλματα και τις αδυναμίες των άλλων. Οι άνθρωποι αυτοί μετανοούν πραγματικά, γιατί κατάφεραν να εντοπίσουν αυτό, που κατά βάθος τους ενοχλεί, το κυριώτερο πάθος τους, και να το κάνουν καθημερινή προσευχή. Κατάφεραν να έχουν προσωπική σχέση με τον Θεό και να μιλούν μαζί Του, όπως μιλούν μ’ ένα φίλο τους. Καθαρά και συγκεκριμένα, χωρίς γενικότητες, αοριστολογίες και πολύπλοκες σκέψεις. Κάτι, που όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να κάνουμε. Δηλαδή, να μιλάμε καθημερινά στον Θεό, κι όχι όταν βρεθούμε σε αδιέξοδο, όταν έχουμε ανάγκη από υγεία η χρήματα, κι άμα γίνει και κανένα θαύμα, τότε να θεωρούμε τους εαυτούς μας δίκαιους και να το λέμε σε όλους. Αυτό δεν είναι μετάνοια, γιατί ο άνθρωπος που αρχίζει να γεύεται τη μετάνοια, νιώθει ότι είναι ένα τίποτα και δεν επιδιώκει τίποτα άλλο, παρά μόνο τη συγχώρεση και το έλεος του Θεού! 
Είναι πολύ σημαντικό, να ζητάμε από τον Θεό μετάνοια, ταπείνωση κι απλότητα. Κι όταν μας δωρηθεί η μετάνοια, καλό είναι να βρούμε έναν έμπειρο πνευματικά ιερέα η και λαϊκό, που ζει τη μετάνοια, για να βοηθηθούμε από αυτόν. Ίσως να ακούγεται τολμηρό, αλλά είναι μια μεγάλη αλήθεια μέσα στη ζωή της Εκκλησίας: Άλλο ο Εξομολόγος, κι άλλο ο Πνευματικός! Ο Εξομολόγος είναι ο ιερέας, που εξομολογεί, κι έχουμε πολλούς Εξομολόγους, αλλά λίγους Πνευματικούς. Το ιδανικότερο θα ήτανε, ο Εξομολόγος να είναι και Πνευματικός, να έχει δηλαδή τη δωρεά της μετάνοιας από τον άγιο Θεό μας, για να μπορεί να καθοδηγεί σωστά τον άνθρωπο, που μετανοεί. Επομένως, όλοι μας, θα πρέπει να έχουμε αυτή την καλή αγωνία και τη διάθεση, να παρακαλούμε το Άγιο Πνεύμα, λέγοντάς Του: «Βασιλεύ Ουράνιε, στείλε μου έναν άνθρωπο, να με καθοδηγήσει, να μου γνωρίσει τη μετάνοια, να του καταθέσω την απειρία μου, την αναπηρία μου…». 
Αλλά, κι εμείς, οι Εξομολόγοι, θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στη μετάνοια και να θυμόμαστε αυτό, που ο Κύριος είπε μόλις εμφανίστηκε ενώπιον των αποστόλων μετά την Ανάστασή Του, χορηγώντας σ᾽αυτούς την εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες των άλλων: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφιένται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωάν.20, 22). Δηλαδή, όποιων ανθρώπων συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρεμένες. Εκείνων, όμως, που δεν θα συγχωρήσετε τις αμαρτίες, διότι διακρίνατε να μην έχουν ειλικρινή μετάνοια, θα μείνουν ασυγχώρητες κι άλυτες. 
Είναι πολύ σημαντικό οι Εξομολόγοι να ζητάνε από τον Θεό να τους βοηθήσει να διακρίνουν, αν ο άνθρωπος, που βρίσκεται ενώπιόν τους, έχει μετάνοια. Γιατί, διαφορετικά, δεν καθοδηγούμε σωστά τους ανθρώπους, με το να διαβάζουμε σε όλους αδιάκριτα τη συγχωρητική ευχή. Δεν τους οδηγούμε σε επίγνωση μετανοίας και πραγματικής συνειδητοποίησης της αμαρτίας τους. Πρέπει να καταλάβουμε, ότι έχουμε μεγάλη ευθύνη απέναντι στους άνθρώπους, που έρχονται σ᾽εμάς για να τους βοηθήσουμε να μετανοήσουν. Χρειάζεται να έχουμε προσωπική μετάνοια, κι όταν εξομολογούμε, να λέμε του Χριστού μας, «φώτισέ με, τι να πω σ᾽αυτό τον άνθρωπο». 
Αναμφίβολα, η οικονομική κρίση θα δημιουργήσει μεγάλους πειρασμούς, όχι μόνο στους λαϊκούς, αλλά και σ᾽εμάς τους επισκόπους και τους κληρικούς. Επαφίεται στον καθένα μας, να αξιοποιήσει αυτή την κρίση, και να εντείνει τον πνευματικό του αγώνα, με μετάνοια και προσευχή. Γιατί στην ουσία, κάθε γεγονός, που δημιουργεί στον άνθρωπο αγωνία και ανασφάλεια για το μέλλον του, τον φέρνει αντιμέτωπο με την πίστη του. Όσο μεγαλύτερο είναι το βίωμα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, άλλο τόσο είναι ελλειμματική η πίστη του. Αν νιώσουμε μέσα μας ολιγοπιστία, έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό, αυτό είναι μια μεγάλη ευκαιρία να την αρπάξουμε και να την καταθέσουμε ως μετάνοια, ζητώντας από τον Κύριο καθημερινά, να ενδυναμώσει την πίστη μας προς Αυτόν. Κάθε εμπόδιο, που συναντάμε στη ζωή, είναι μια ευκαιρία για δοκιμασία της πίστης και της πνευματικής ανδρείας μας. Οι δοκιμασίες μας δίνουν την ευκαιρία, να αποβάλουμε την ντροπή από πάνω μας, και με γενναιότητα να σταθούμε απέναντι στο πάθος που μας ταλαιπωρεί, ψάχνοντας με ειλικρίνεια, ποιές πνευματικές ελλείψεις έχουμε κάθε φορά, που στη ζωή μας έρχεται μια δυσκολία. 
Τώρα ο Θεός θέλει να βρούμε το πνευματικό ανάστημα, που θα μας βοηθήσει να σταθούμε απέναντι σ᾽αυτή την επιβαλλόμενη φτώχεια. Ειδικώτερα εμείς οι ιερείς, θα πρέπει να δώσουμε αυτό το πνεύμα της ζώσας πίστης και εν μετανοία ελπίδας στους ανθρώπους, γιατί ο κόσμος νιώθει ότι όλοι τον έχουν διαψεύσει, κι από εμάς δεν ζητά μόνο τρόφιμα και συσσίτια, αλλά, κυρίως, ένα λόγο βαθύτερο, λόγο μετανοίας, πίστης κι ελπίδας. Να προσέξουμε μην καταντήσει η Εκκλησία Γραφείο Ευημερίας, παρέχοντας στον κόσμο μόνο υλικά αγαθά. Το κυριώτερο, που έχουμε να δώσουμε στον άνθρωπο, είναι η Θεία Λειτουργία, και το να μάθει να μετανοεί, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε συλλογικό και εθνικό. Γιατί, η προσωπική μετάνοια ωφελεί την εθνική μετάνοια και η εθνική εμπνέει την προσωπική. Και για το σύνολο των Ορθοδόξων έρχονται μεγάλες μέρες δοκιμασίας, αλλά και δόξας και μετάδοσης της Ορθοδόξου πίστεώς μας στην Οικουμένη. 

Μητροπολίτου Μόρφου Νεόφυτου


1.Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, εκδ. Ιερού Γυναικείου Ησυχαστηρίου «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθήναι 1995. 
2.Από ηχητικό ντοκουμέντο πνευματικής ίδιοκτησίας του καθηγητή Μιχαήλ Χατζηγεωργίου, ο οποίος συνομιλεί με τον Γέροντα Ευμένιο τη δεκαετία του 1980.
3.Γέροντος Πορφυρίου Kαυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, εκδ. Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά 2003.
Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο Εορτολογίο του 2014, της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου

ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Άγιος προσευχόμενος, Μικρογραφία από το Μηνολογίο τοῦ Βασιλείου Β΄.
– Γέροντα, δὲν ἔχω μεγάλη πίστη καὶ νιώθω ἀδύναμη.
– Ξέρεις τί νὰ κάνης; Νὰ κρεμασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως κρεμιέται τὸ παιδάκι ἀπὸ τὸν λαιμὸ τοῦ πατέρα του, καὶ νὰ Τὸν σφίξης ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ σὲ ἀπομακρύνη ἀπὸ κοντά Του. Τότε θὰ νιώσης σιγουριὰ καὶ δύναμη.

– Νιώθω, Γέροντα, τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκουμπήσω στὸν Θεό, ἀλλὰ δυσκολεύομαι.
– Νὰ σηκώνης τὰ χέρια σου ψηλά· ἔτσι σιγά-σιγὰ θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ πιασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό.

– Γέρονταὅταν δὲν ἔχω πολὺ χρόνο καὶ βιάζωμαι στὴνπροσευχήμήπως κλέβω τὸν χρόνο ποὺ πρέπει νὰ δώσωστὸν Χριστό;
– Ὁ Χριστὸς ἔχει πολλά· ὅσα καὶ νὰ κλέψηςδὲν ἔχειἀνάγκη· ἐσὺ ὅμως δὲν βοηθιέσαιΔὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸςἀπὸ τὴν προσευχή μαςἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴνβοήθειά Του.

Προσευχόμαστε, γιατὶ ἔτσι ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς δημιούργησε. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε, θὰ πέσουμε στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, καὶ τότε ἀλλοίμονό μας! Εἶδες, τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Δὲν θὰ μᾶς ζητήση λόγο ὁ Θεὸς γιατί δὲν κάναμε προσευχή, ἀλλὰ γιατί δὲν εἴχαμε ἐπικοινωνία μαζί Του, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δώσαμε δικαιώματα στὸν διάβολο καὶ μᾶς ταλαιπώρησε»1.

– Γέροντα, πῶς θὰ ἀγαπήσω τὴν προσευχή;
– Νὰ νιώσης τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη. Ὅπως τὸ σῶμα, γιὰ νὰ ζήση, χρειάζεται τροφή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ζήση, πρέπει νὰ τραφῆ. Ἂν δὲν τραφῆ, ἀποδυναμώνεται κι ἔρχεται ὁ πνευματικὸς θάνατος.

– Γέροντα, τί μᾶς δυσκολεύει στὴν προσευχή;
– Δυσκολευόμαστε, μόνον ὅταν δὲν αἰσθανώμαστε τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη. Ὅποιος δὲν μπῆ στὸ νόημα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ τὴν αἰσθανθῆ ὡς ἀνάγκη, τὴν θεωρεῖ ἀγγαρεία καὶ μοιάζει μὲ τὸ ἀνόητο παιδάκι ποὺ ἀποστρέφεται τὸν μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ ὅλη τὴν γλυκειά της στοργή, καὶ ἔτσι εἶναι ἀρρωστιάρικο καὶ κακορρίζικο.

– Πῶς θὰ νιώσουμε, Γέροντα, τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη;
– Ἔπρεπε νὰ εἴχατε πάει στὸν πόλεμο, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε! Στὸν στρατό, ἐν καιρῷ πολέμου, ὅταν ἤμασταν σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ καὶ «ἐν διαρκεῖ ἀκροάσει» μὲ τὸ Κέντρο, εἴχαμε περισσότερη σιγουριά. Ὅταν ἐπικοινωνούσαμε κάθε δυὸ ὧρες, νιώθαμε μία ἀνασφάλεια. Ὅταν ἐπικοινωνούσαμε μόνο δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, πρωὶ καὶ βράδυ, τότε νιώθαμε ξεκρέμαστοι. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Ὅσο περισσότερο προσεύχεται κανείς, τόσο περισσότερη πνευματικὴ
σιγουριὰ νιώθει. Εἶναι ἀσφάλεια ἡ προσευχή.

Ἂν βρισκώμαστε σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ καὶ «ἐν διαρκεῖἀκροάσει» μὲ τὸν Θεόθὰ προλαβαίνουμε κάθε κακόΜιὰφορὰ μέσα σὲ ἕνα λεωφορεῖο ἦταν ἕνας μοναχὸςποὺπροσευχόταν μὲ κλειστὰ
μάτια καὶ οἱ ἄλλοι νόμιζαν ὅτι κοιμᾶται. Κάποια στιγμὴ ἕνα φορτηγὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση χτύπησε πάνω σὲ μιὰ κολόνα τῆς ΔΕΗ καὶ τὰ αὐτοκίνητα ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ρεῦμα συγκρούστηκαν μεταξύ τους καὶ ἔπαθαν μεγάλη ζημιά. Τὸ λεωφορεῖο ὅμως βρέθηκε λίγα μέτρα ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμο, σὰν νὰ τὸ πῆρε ἕνα ἀόρατο χέρι, καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτες δὲν ἔπαθε τίποτε. Ἡ προσευχὴ τοῦ μοναχοῦ τοὺς ἔσωσε.

– Γέροντα, συχνὰ λαϊκοὶ ρωτοῦν πῶς θὰ συνηθίσουν νὰ προσεύχωνται.
– Κοίταξε, παλιά, μερικοὶ ποὺ ξεκινοῦσαν γιὰ τὸν Μοναχισμὸ καὶ εἶχαν σκληρὸ χαρακτήρα, πήγαιναν καὶ ἀσκήτευαν σὲ ἀπόκρημνα βράχια, μέσα σὲ σπηλιές, σὲ τάφους εἰδωλολατρῶν ἢ σὲ κατοικητήρια δαιμόνων. Ἐκεῖ διέτρεχαν ἕνα σωρὸ κινδύνους – ἔτρεμαν μήπως ξεκοπῆ ὁ βράχος, μούγκριζαν οἱ δαίμονες κ.λπ. – καὶ ὁφόβος τοὺς ἀνάγκαζε νὰ φωνάζουν συνέχεια: «Χριστέ μου. Παναγία μου». Ἔτσι τοὺς ἔμενε ἡ καλὴ συνήθεια τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Σήμερα, μὲ τὰ ξενύχτια, τὰ ναρκωτικὰ κ.λπ. πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὁδηγοῦν δὲν ἐλέγχουν τὸν ἑαυτό τους. Ὁπότε ξεκινάει κάποιος νὰ πάη στὴν δουλειά του καὶ δὲν ξέρει ἂν θὰ γυρίση ζωντανὸς στὸ σπίτι του ἢ θὰ βρεθῆ σακατεμένος σὲ κανένα νοσοκομεῖο. Αὐτὸ δὲν τὸν ἀναγκάζει νὰ λέη συνέχεια: «Χριστέ μου, Παναγία μου»;

Ἂν οἱ λαϊκοὶ ἀξιοποιοῦσαν τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχουν, θὰ μᾶς εἶχαν ξεπεράσει ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχὴ καὶ θὰ ἀπέφευγαν καὶ τοὺς κινδύνους.

 Ἦρθε κάποιος στὸ Καλύβι πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ ἀπὸ ἀπροσεξία χτύπησε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του ἕνα παιδάκι. «Εἶμαι ἔνοχος», ἔλεγε. «Προσευχόσουν ἐκείνη τὴν ὥρα;», τὸν ρώτησα. «Ὄχι», μοῦ εἶπε. «Δὲν εἶσαι τόσο ἔνοχος ποὺ χτύπησες τὸ παιδί,
τοῦ εἶπα, ὅσο εἶσαι ἔνοχος, ἐπειδὴ δὲν προσευχόσουν». Καὶ τοῦ ἀνέφερα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ ποὺ εἶχα ὑπ’ ὄψιν μου: Εἶχα γνωρίσει ἕναν ὑπάλληλο ποὺ εἶχε φθάσει σὲ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς. Ἔλεγε τὴν εὐχὴ συνέχεια, καὶ στὴν δουλειά του καὶ στὸν δρόμο, καὶ παντοῦ. Ἡ προσευχή του εἶχε γίνει αὐτενέργητη καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα δοξολογίας καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἐκεῖ ποὺ ἐργαζόταν στὸ γραφεῖο του, ἔβρεχε τὰ χαρτιὰ μὲ δάκρυα. Γι’ αὐτὸ σκεφτόταν νὰ φύγη ἀπὸ τὴν δουλειά του μὲ μειωμένη σύνταξη, καὶ ἦρθε στὸ Καλύβι νὰ μὲ ρωτήση τί νὰ κάνη. «Μὴ φεύγης, τοῦ εἶπα, καί, ὅταν σὲ ρωτοῦν οἱ συνάδελφοί σου γιατί κλαῖς, νὰ λές: «Θυμήθηκα τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα μου»». Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῷ ὁδηγοῦσε, πετάχτηκε ξαφνικὰ μπροστά του ἕνα παιδάκι. Τὸ πέταξε πέρα σὰν σβούρα, ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν ἔπαθε τίποτε. Φύλαξε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προσευχόταν.

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ ς΄, ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2012, σσ. 27-30.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΕΞΑΓΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕΩΣ

     
                                                       Αρχιμ. Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Θα πρέπει να ζει κανείς εκτός πραγματικότητος για να μην βλέπει πως περισσότερο απ' όλους τους θεσμούς της κοινωνίας μας, αυτός που έχει χτυπηθεί είναι ο γάμος. Αλλά το παράδοξο είναι πως και σ' αυτόν τον χώρο της Εκκλησίας κάποιες φορές ακούονται γνώμες αντιφατικές και εκ διαμέτρου αντίθετες από την πραγματικότητα.
Όσοι δεν γνώρισαν την Ευαγγελική αλήθεια και όσοι απέκοψαν εξ' αυτής, έχουν τις δικές τους αντιλήψεις, που αργά ή γρήγορα τις πληρώνουν πολύ ακριβά. Για τους πιστούς όμως Ορθοδόξους Χριστιανούς δεν έχει καμία απολύτως σημασία τι φρονούν ή πώς πορεύονται οι άλλοι, αλλά σημασία και μάλιστα πρωταρχική επί του θέματος έχει τι διδάσκει ο Χριστός και πώς εφαρμόζεται αυτό εντός της Εκκλησίας μας.
Ας επικεντρώσουμε λοιπόν την προσοχή μας σε μια χαρακτηριστική παραβολή. Στην παραβολή κατά την οποία ο Κύριος εδίδαξε ότι «ομοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού. (Ματθ. ΚΒ' 2).
Χρησιμοποίησε δηλ. την εικόνα του γάμου για να εξεικονίσει την Βασιλεία των Ουρανών!
Και ευλόγως, ο καθένας διερωτάται, ποια σχέση μπορεί να έχει ο γάμος με τη Βασιλεία των Ουρανών; Φυσικά έχει μεγάλη σχέση, διότι ο ίδιος ο Χριστός θεωρεί τον γάμο και τον παρουσιάζει στις σωστές του πάντοτε προδιαγραφές, δηλ. την ευλογημένη οικογένεια ως μέσον εξαγιασμού.
Ας δούμε όμως στην συνέχεια το θέμα μας όπως αυτό αναδεικνύεται μέσω της Ορθοδόξου πνευματικότητος, αφού ως γνωστόν, σκοπός του γάμου είναι, θα πρέπει να είναι α) η αμοιβαία ψυχική συμπλήρωσις των συζύγων και β) η τεκνογονία και η ανατροφή των τέκνων. Αλλά ο διπλός αυτός σκοπός του γάμου, όπως μας τον διδάσκει η Εκκλησία μας και όπως τον έζησαν οι έγγαμοι άγιοι, δεν είναι καθόλου άσχετος με την Βασιλεία των Ουρανών.
Μέσα στο πλαίσιο του σωστού γάμου, ο άνθρωπος επιτυγχάνει, όσο του είναι δυνατόν, την κατά Χριστόν ωρίμανσήν του και τελειοποίησίν του.
Πόσοι άραγε από όλους αυτούς που ευρίσκονται μέσα στην ατμόσφαιρα του γάμου αλλά και πόσα πρόσωπα τα οποία πρόκειται να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν, γνωρίζουν αυτές τις αλήθειες και πόσοι προσπαθούν συνειδητά να κατακτήσουν τον σκοπό τους; Εννοείται δε ότι για έναν πιστό Χριστιανό απορρίπτεται ολοσχερώς ο λεγόμενος «πολιτικός γάμος», όπως επίσης και το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης» ή οτιδήποτε άλλο ο μακράν του Θεού κόσμος θα επινοήσει για να καταστρατηγήσει το μυστήριο που έθεσε ο ίδιος ο Θεός.
Βεβαίως για να θεωρήσει κανείς τον γάμο με τις προδιαγραφές της Εκκλησίας μας, δηλ. για να δει αυτόν στις αντικειμενικές του διαστάσεις, προαπαιτείται η πίστις και ο συνειδητός Ορθόδοξος βίος. Εάν απουσιάζουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, τότε είναι αδύνατον να υπάρξει συνέχεια στην ανάπτυξη του θέματος. Όπως επίσης, εάν κάποιοι αρνούνται την ιερολογία του μυστηρίου για λόγους δήθεν οικονομικής δυσπραγίας και συζούν παρανόμως κατά Θεόν, είναι αδύνατον να αισθανθούν του λόγου το αληθές και την αγωνιώδη κραυγή της Εκκλησίας μας για ευλογημένη οικογενειακή ζωή.
Να συνεχίσουμε λοιπόν μέσα στην ευλογία του μυστηρίου. Ο βίος του Ορθοδόξου Χριστιανικού γάμου παρέχει τις ευνοϊκές συνθήκες για μια ζωή νοικοκυρεμένη, προγραμματισμένη και δημιουργική η οποία οικοδομείται επάνω στην βάση της πνευματικής προαγωγής των συζύγων. Γίνεται δε ευκόλως κατανοητόν ότι μέσα στο πλαίσιο του ευλογημένου γάμου, ο άνθρωπος δύναται να αναπτύξει τον συναισθηματικό του πλούτο και φυσικά όλα του τα χαρίσματα και ολόκληρη την δέσμη του δυναμισμού του. Αν τώρα αντικρίσουμε και την άλλη πλευρά της πραγματικότητος, ότι δηλ. δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει τις ελλείψεις του και να μην φέρει τις αδυναμίες του, καθίσταται φανερή η ανάγκη βοηθού και συνεργού στο έργο της αυτογνωσίας, της καθάρσεως και του εν γένει αγώνος προς τον δρόμο του εξαγιασμού ο οποίος αποτελεί και τον υψηλό προορισμό του ανθρώπου.
Χρειάζεται άραγε να επισημανθεί το πόσα μπορεί να προσφέρει ο καλός ή η καλή σύντροφος στον τομέα αυτό, όταν είναι γνωστό ποία και πόση επίδραση ασκεί απλώς ένας φίλος όταν η φιλία φιλτράρεται και αυγάζεται μέσα στο φως της πανταχού παρουσίας του Θεού; Ο δε αποστολικός λόγος «ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη», και στο σημείο αυτό υπονοεί πλην των άλλων την αγάπη και τον ψυχικό σύνδεσμο που χρειάζεται να υπάρχει ανάμεσα στα δύο πρόσωπα (Εφεσ. Δ' 2). Την αγάπη και την προσοχή που επιβάλλεται να έχει ο σύζυγος «πώς αρέσει τη γυναικί» και της συζύγου «πώς αρέσει τω ανδρί» (Α' Κορ. Ζ' 33-34), και που εννοείται πως εδώ απουσιάζει ολοσχερώς η υποκρισία αλλά και η ανθρωπαρέσκεια. Ο αγώνας λοιπόν αυτός που δεν είναι καθόλου εύκολος, καταρτίζει τα πρόσωπα για την Βασιλεία των Ουρανών. Επίσης, ο λόγος του Πνεύματος «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. ΣΤ' 2) και το «περίσσευμα» της πνευματικής καταρτίσεως να προσφέρεται στην διακονία και στην κάλυψη του άλλου κάποιου «υστερήματος» (Β' Κορ. Η' 14), ώστε να αποφεύγονται οι προστριβές, οι διενέξεις και οι συγκρούσεις, καταδεικνύει ότι η όλη προσπάθεια και ολόκληρος ο έγγαμος βίος μόνο με την επισκίαση της χάριτος είναι δυνατά και κατορθωτά.
Αυτό έχει υπ' όψιν του ο Απ. Παύλος, δηλ. την ενδοοικογενειακή πνευματική καλλιέργεια και ομιλεί περί «κατ' οίκον εκκλησίας» (Ρωμ. ΙΣΤ' 5, Κολ. Δ' 15). Χαρακτηρίζει λοιπόν ως μικρή Εκκλησία την συνειδητά Χριστιανική οικογένεια, αφού γενικός σκοπός της Εκκλησίας είναι ο «καταρτισμός των Αγίων» (Εφεσ. Δ' 12).
Επομένως, με τις προϋποθέσεις που θέτει η Εκκλησία στον γάμο, ο σκοπός αυτός της Αγιότητος, άριστα κατακτάται δια της «κατ' οίκον Εκκλησίας»!
Εφ' όσον μάλιστα πραγματοποιείται και ο δεύτερος σκοπός του γάμου, η γέννησις και η ανατροφή των τέκνων «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφεσ. ΣΤ' 4), είναι βέβαιο ότι ο γάμος και η οικογένεια καθίστανται εργαστήριον κατεργασίας χαρακτήρων και χώρος όπου τα πρόσωπα διαπαιδαγωγούνται προς την Βασιλεία των Ουρανών.
Από αυτή δε την εν Χριστώ αντικειμενική άποψη περί Γάμου, είναι πολύ σωστό αυτό το οποίο προσφυώς ελέχθη, ότι δηλ. ο γάμος ως μυστήριον ιερόν είναι «πατήρ αγίων»! Και όντως, στο μυστήριο του Γάμου ανήκει η τιμή και η ευλογία να γεννά Αγίους, οι οποίοι και στη ζωή αυτή αποτελούν συνειδητά μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας αλλά και στη συνέχεια θα αποτελούν το πλήρωμα της Βασιλείας των Ουρανών.
Ας γίνει κατανοητό, κυρίως από τους πιστούς ότι στην Ορθόδοξη Χριστιανική οικογένεια ανετέθη η υψίστη και ουρανόπεμπτη αποστολή να σπείρει τα πρώτα σπέρματα αρετής, ευσεβείας, αγιότητος, ορθού πατριωτισμού και σωστής κοινωνικότητος στα τέκνα της. Και είναι αλήθεια ότι ο οικογενειακός βίος συνεπάγεται ευθύνες και υποχρεώσεις για την αντιμετώπιση των οποίων πολλοί, σε αρκετές περιπτώσεις  εκδαπανώνται μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να λησμονούν ή να μη μπορούν να επαρκέσουν, όπως νομίζουν σε άλλα καθήκοντα. Όμως ουδέποτε θα πρέπει να μένουμε στα αρνητικά παραδείγματα, διότι τα θετικά όχι απλώς υφίστανται αλλά είναι μάλιστα πολύ περισσότερα απ' όσα μπορούμε να φαντασθούμε. Λίγοι είναι αυτοί που δια του ευλογημένου γάμου εισήλθαν στην νόμιμη και ευλογημένη οδό και πρόκοψαν στον οικογενειακό τους βίο από κάθε άποψη;
Και πόσοι ανέθρεψαν τέκνα που αναδείχθηκαν τόσο στο σώμα της Εκκλησίας όσο και της εν γένει κοινωνίας, που όταν ξεκίνησαν τον έγγαμο βίο τους ούτε καν φαντάζονταν τα δώρα αυτά του Θεού;
Βεβαίως, οι «του ιδίου οίκου καλώς προϊστάμενοι, τέκνα έχοντες εν υποταγή» (Α' Τιμ. Γ' 4), διακρίνονται όχι μόνο για την επιτυχημένη οικογένειά τους, αλλά και για την επίδοσή τους σε όλα τα Ορθόδοξα Χριστιανικά τους καθήκοντα. Και άνευ αντιρρήσεως υπάρχει στον έγγαμο βίο η δυνατότητα της αφιερώσεως σε έργα «καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις» (Τιτ. Γ' 8). Τα δε συναξάρια των Αγίων μας είναι γεμάτα από αγίους με ανειλημμένες οικογενειακές υποχρεώσεις, οι οποίοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των θυσιών για την αγάπη και την δόξα του Θεού και στην υπηρεσία της αγάπης των εν Χριστώ αδελφών και του πλησίον, ακόμα και αυτών των εχθρών.
Φυσικά αυτή η ευλογημένη αγιότης που παράγεται μέσα από την «κατ' οίκον Εκκλησίαν» και ωριμάζει στον χώρο της Χάριτος, ούτε έπαυσε στις φοβερές ημέρες που ζούμε, ούτε και θα παύσει ποτέ, έως το τέλος των αιώνων.
Ευχή και προσευχή μας είναι οι νέοι άνθρωποι που σκοπό έχουν να ακολουθήσουν την ευλογημένη έγγαμη ζωή, να μην χρονίζουν και να μη φοβούνται, την οικογενειακή κρίση και τόσο άλλα δεινά. Να συνδεθούν συνειδητά με τον Ιησού και δια του μυστηρίου του γάμου να τον καλέσουν να τους ευλογήσει και να είναι βέβαιοι ότι όλα θα έρθουν πολύ καλύτερα απ' όσο είναι δυνατόν να φαντασθούν.
Αμήν



Αρχιμ. Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Η ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ (22 Ιουλίου)



Του Κων. Α. Οικονόμου, δασκάλου

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ: Πατρίδα της ήταν η πόλη Μάγδαλα της Γαλιλαίας, στη Δυτική όχθη της Τιβεριάδος λίμνης, και γι' αυτό ονομάσθηκε Μαγδαληνή. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Οι γονείς της, Σύρος και Ευχαριστία, ήταν εξαιρετικά φιλεύσπλαχνοι και ζούσαν με φόβο Θεού. Όταν η Μαρία άρχισε να μεγαλώνει διάλεξε, αντίθετα με τις συνήθειες των κοριτσιών της εποχής, να παρακολουθεί μαθήματα κοντά σε δάσκαλο. Έτσι μελέτησε την Παλαιά Διαθήκη ενώ ιδιαίτερα αγάπησε το Ψαλτήριο και τις Προφητείες, εμβαθύνοντας στις προρρήσεις των Προφητών για την έλευση του Μεσσία.

Μετά τον θάνατο των γονέων της, συνέχισε να ζει με μελέτη και προσευχή, απορρίπτοντας καλοπέραση και ηδονές. Μοίραζε τα πλούτη της και τα υπάρχοντά της σε όποιους είχαν ανάγκη. Διάλεξε το δρόμο της αγνείας και παρθενίας και απέφευγε τις πολλές συναναστροφές και εκδηλώσεις. Αυτήν την ενάρετη πολιτεία της, φθονώντας ο Διάβολος, όρμησε εναντίον της με όλη του την δύναμη. Την πολιόρκησε με τα σκοτεινά και πονηρά τεχνάσματά του στέλνοντας επτά πονηρά πνεύματα που την κυρίευσαν.
Από αυτά τα τα πνεύματα ο Κύριος την θεράπευσε και την λύτρωσε. Κι αυτό γιατί εκείνη πλησίασε τον Σωτήρα Ιησού Χριστό με θερμή πίστη λαμβάνοντας από τον Ιατρό ψυχών και σωμάτων ίαση και θεραπεία. Διαβάζουμε σχετικά στην Αγία Γραφή: «Μαζί με αυτόν (τον Κύριο) ήταν και οι δώδεκα μαθητές και μερικές γυναίκες, οι οποίες είχαν θεραπευθεί από Αυτόν από νόσους και βασανιστικές παθήσεις και από πνεύματα πονηρά και από ασθένειες.
Η Μαρία, η οποία ελέγετο Μαγδαληνή, και από την οποία είχαν εκδιωχθή επτά δαιμόνια και η Ιωάννα, σύζυγος του Χουζά, (...) και η Σουσάννα και άλλες πολλές, οι οποίες υπηρετούσαν Αυτόν και προσέφεραν για την συντήρηση Αυτού και των Αποστόλων από τα υπάρχοντά τους» (Λουκ η΄1-3). Στο βίο της Αγίας διαβάζουμε για τα επτά δαιμόνια: «Όταν ακούς για τα επτά δαιμόνια να σκέπτεσαι τα πνεύματα που είναι τα αντίθετα των επτά αρετών. Δηλαδή πνεύμα αφοβίας Θεού, πνεύμα ασυνεσίας, πνεύμα αγνωσίας, πνεύμα ψεύδους, πνεύμα κενοδοξίας, πνεύμα επάρσεως, πνεύμα κάλλους. Και όλα αυτά είναι αντίθετα και αντίπαλα όλων των αρετών. Γιατί κάθε αμαρτία έχει τον δαίμονά της δηλ. το πνεύμα που την ενεργεί». Ο Θεοφάνης Κεραμεύς γράφει: «Αλλά να μην νομίση κανείς ότι η Μαρία είχε επτά δαίμονες. Αλλά (...) και οι ενέργειες των δαιμόνων λέγονται δαίμονες. η ακηδία, η φειδωλία, η απείθεια, ο φθόνος, το ψευδός, η απληστία και κάθε πάθος είναι συνώνυμον του δαίμονος που το εγέννησε.». Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ενώ ο Άγιος Μόδεστος Ιεροσολύμων πιστεύει ότι ο αριθμός επτά είναι συμβολικός.
Η ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ: Είναι κατασυκοφάντηση και βλάσφημος λόγος εναντίον της αγίας Μαγδαληνής η ταύτισή της με την αμαρτωλή γυναίκα του Ευαγγελίου, η οποία στο σπίτι του Φαρισαίου άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα. Η παρερμηνεία οφείλεται σε ορισμένους συγγραφείς ακόμη και εκκλησιαστικούς που ταύτισαν την αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την αμαρτωλή γυναίκα, που έπλυνε τα πόδια του Κυρίου με τα δάκρυά της αλείφοντάς τα με μύρο, δείχνοντας την συντριβή της και την μετάνοιά της για τις αμαρτίες της (Λουκ. ζ' 36-50). Γι' αυτήν μιλά ο Ευαγγ. Λουκάς ανώνυμα: «Και γυνή ήτις ην αμαρτωλός εν τη πόλει». Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο (Λουκ. η', 1-3), ομιλεί για την αγία Μαρία την Μαγδαληνή και αναφέρεται στην θεραπεία της από τον Ιησού. Αν η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η αμαρτωλός γυνή, ο άγιος Ευαγγελιστής δεν θα απέκρυπτε το όνομά της, γιατί παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα και ονομαστικά γι' αυτήν και για την θεραπεία της από τα δαιμόνια. Το όνομα της αμαρτωλής και πόρνης γυναικός δεν αναγράφεται στα ιερά Ευαγγέλια.
Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή αναφέρεται πάλι συγκεκριμένα και ονομαστικά μετά την θεραπεία της, ως μαθήτρια και Κυρίου και ακόλουθος της Θεοτόκου, ως Διακόνισσα των Αποστόλων και ως πρώτη των Μυροφόρων. Στην Ορθόδοξη Υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδος, γίνεται πολύ καθαρά η διάκριση μεταξύ των γυναικείων αυτών προσώπων. Της μεταμελημένης πόρνης που άλειψε μύρα τον Κύριο, της οποίας «μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν» τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη, και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ως Μυροφόρου και Ευαγγελιστρίας της Αναστάσεως του Σωτήρος. Απαντώντας στο ερώτημα “πώς προέκυψε η πλάνη αυτή;” απαντάμε απερίφραστα πως αυτή προήλθε από την Δύση και είναι άλλη μία παπική πλάνη, την οποία ακολούθησαν διάφοροι συγγραφείς και σεναριογράφοι από τον Καζαντζάκη μέχρι τον Νταν Μπράουν.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: Η Μαγδαληνή συναισθανόμενη την μεγάλη ευεργεσία του Κυρίου, γεμάτη ευγνωμοσύνη, άφησε τα πάντα κι ακολούθησε το Διδάσκαλο, όπως έκαναν οι Μαθητές και Απόστολοι. Για τα επίγεια και για τους συγγενείς καθόλου πλέον δεν νοιαζόταν. Κατανόησε πλήρως και πίστεψε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Υιός του Θεού. Και τον ακολουθούσε πιστά και αφοσιωμένα, υπηρετώντας Αυτόν και τους μαθητές Του και όσους Τον ακολουθούσαν. Τα πλούτη της, την περιουσία της, όλα τα διέθεσε στην διακονία των Μαθητών και του Κυρίου. Αλλά και με την Μητέρα Του, Θεοτόκο Παρθένο, συνδέθηκε με σύνδεσμο φιλίας και αγάπης και με τους συγγενείς της. Μάλιστα, “ξεχώρισε μέσα στην συνοδεία των Μαθητριών ως πρώτη μετά την Θεοτόκο, όπως ο Πέτρος ξεχώριζε ως πρώτος και επί κεφαλής των Αποστόλων”. (Αγ. Μόδεστος)
Η ΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ: Η Μαγδαληνή, όταν όλοι οι μαθητές, πλην Ιωάννου, έσπευσαν να κρυφτούν φοβούμενοι πιθανή σύλληψή τους μετά τη σύλληψη του Κυρίου, παρέμεινε κοντά Του, ακόμη και κάτω από το Σταυρό.
Διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: “Στάθηκαν δε πλησίον εις τον Σταυρόν του Ιησού η μητέρα Του και η αδελφή της μητέρας Του, Μαρία του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή.” (Ιω. ιθ΄25). Από απόσταση στην αρχή παρακολουθούσαν δακρυσμένες, με πόνο και σπαραγμό ψυχής οι Μαθήτριες με την Θεοτόκο την πορεία του Κυρίου προς τον Γολγοθά και τη σταύρωσή Του. Μαζί τους, η αγία Μαρία η Μαγδαληνή πονεμένη αλλά άφοβη, παρακολουθούσε το δράμα του Διδασκάλου. Συμπαραστέκεται στην θλιμμένη Μητέρα Του προσπαθώνταςεί να την παρηγόρησει. Δίπλα στον Σταυρό, ζει το αποκορύφωμα του θείου Δράματος. Εκεί, άκουσε τον Κύριο να αρθρώνει τις τελευταίες Του λέξεις. Να απευθύνει τον τελευταίο Του λόγο στην Μητέρα Του, λέγοντας: «Μήτηρ, ιδού ο Υιός Σου» και στον αγαπημένο μαθητή Ιωάννη: «Ιωάννη, ιδού η μήτηρ σου» (Ιω. ι', 26-27). Και η Μαγδαληνή ξεσπά σε θρήνο που συνοδεύει τον θρήνο της Παναγίας Μητέρας, που σπαράζει και οδύρεται, ακούγοντας τον αγαπημένο Της Υιό, να αφήνει την τελευταία του λέξη «Τετέλεσται» μαζί με την τελευταία ανθρώπινη πνοή Του επάνω στον Σταυρό.
Η ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ ΜΑΡΙΑ: Μετά την Αποκαθήλωση του Κυρίου και την ταφή Του, οι Μαθήτριες του Κυρίου «Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται» (Μάρκ. Ιε΄47). Ενώ αλλού διαβάζουμε: “Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθήμενοι απέναντι του τάφου» (Ματθ. κζ' 59-61). Κι ενώ οι Απόστολοι κρύφθηκαν «δια τον φόβον των Ιουδαίων», αυτές θα επιστρέψουν στον Τάφο, Μυροφόρες, φέρνοντας μύρα και αρώματα ακριβά και πολύτιμα, για να «μυρίσουν» το άχραντο Σώμα δηλαδή να το αλείψουν με αρώματα και μύρα. Να προσφέρουν στο Πανάγιο Σώμα Του το τελευταίο λατρευτικό τους ιερό καθήκον στον Διδάσκαλο. Ετσι η Μαρία η Μαγδαληνή με τις άλλες γυναίκες επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα αγόρασαν αμέσως τα μύρα από την Παρασκευή το βράδυ, (Λουκ. κγ΄55,56) διότι το Σάββατο υπήρχε αργία, σύμφωνα με τον Νόμο. Αφού περίμεναν να περάσει η ημέρα του Σαββάτου κι ενώ ξημέρωνε η Κυριακή, ξεκίνησε για τον Τάφο του Ιησού μαζί με τις άλλες Μυροφόρες γυναίκες. «Τη δε μια των σαββάτων όρθρου βαθέος ήλθον γυναίκες επί το μνήμα φέρουσαι α ητοίμασαν αρώματα» (Λουκ. κδ', 1). Βρίσκονταν οι άγιες και ηρωικές αυτές γυναίκες σ' ένα ξένο τόπο. διατρέχοντας τόσους κινδύνους. Όμως δεν υπολόγιζαν θυσίες, ούτε την ζωή τους.
«Το ασθενέστερον γένος ανδρειότερον εφάνη τότε» (Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή έχει ξεχωριστή θέση μεταξύ των Μυροφόρων1 και Μαθητριών. Και οι τέσσερις Ευαγγελιστές αναφέρουν αυτήν πρώτη από όλες τις άλλες Μυροφόρες, μάλιστα δε ο Ιωάννης γράφει μόνον γι' αυτήν στο Ευαγγέλιό του και αυτήν μόνο αναφέρει. Ξεκινάει μόνη της μέσα στη νύχτα. Ανυπομονεί να φτάσει πρώτη στον Τάφο. Ήταν περισσότερο θερμή στην αγάπη της. Η Μαρία «πάνυ γαρ περί τον Διδάσκαλον φιλοστόργως έχουσα...» (Χρυσόστομος). Καθώς φτάνει, βρίσκει τον Τάφο αδειανό, τον λίθο αποκεκυλισμένο. Και τότε σκέφτεται ότι κάποιοι έκλεψαν το Άγιο Σώμα του Ιησού (Ιω. Κ', 1). Φαίνεται από τα άγια Ευαγγέλια ότι η Μαγδαληνή πήγε πολλές φορές εκείνο το βράδυ του Σαββάτου στον Τάφο. Πήγε πρώτα μαζί με την Θεοτόκο νύχτα ακόμη, πολύ πριν ξημερώση (Ματθ. κη', 1-10), πήγε μαζί με άλλες γυναίκες αργότερα (Λουκ. κδ' 1-10 και Μάρκ. Ιστ', 1-8), ενώ ήρθε ακόμη μία φορά μαζί με τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη (Ιω. κ', 1-10). Οι Μυροφόρες γυναίκες αξιώθηκαν αυτές πρώτες να ακούσουν από Άγγελο Κυρίου το ευφρόσυνο μήνυμα ότι «ηγέρθη ο Κύριος» και να γίνουν πρώτες και αψευδείς μάρτυρες της Αναστάσεως. Ακόμη και μετά την έλευση των Μαθητών στον Τάφο και την αποχώρησή τους η Μαγδαληνή παραμένει και κλαίει γοερά: «Ίστατο η Μαρία, έξωθεν του μνημείου κλαίουσα» (Ιω. Κ', 11).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει: “Κλαίει, γιατί χάθηκε το Σώμα του Κυρίου της και δεν ξέρει ποιος το πήρε. Η χριστοφόρος Μαγδαληνή έμεινε εμφιλοχωρούσα τω μνήματι και περιενόστει αλύουσα, και λιβάδας (ποταμούς) δακρύων ενστάζουσα, τη επιμόνω προσεδρία υψηλότερόν τι καραδοκούσα μαθείν». Απαρηγόρητη κλαίει και θρηνεί, γιατί δεν μπορεί να αντέξει την στέρηση του Θεανθρώπου Σωτήρος. Γράφει ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης: «Ηξεύρουσι γαρ αι φιλόθεαι ψυχαί και καρδίαι τι αξίζει ο Θεός και ο Ιησούς, και δια τούτο, όταν τον στερηθούν, τρέχουν επάνω και κάτω, τον ζητούν επιπόνως, και χύνουν δι' Αυτόν αιματωμένα δάκρυα." Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει: “... μεγάλην ωφέλειαν προξενούν τα δάκρυα. Αυτά έκαναν τις Μυροφόρους γυναίκες να ιδούν τον Αναστάντα Χριστόν, αυτά τις έκαναν να ιδούν τους Αγγέλους, αυτά τις αξίωσαν να γίνουν της Αναστάσεως πρώται κήρυκες, και να χρηματίσουν των Αποστόλων και Ευαγγελιστών του Κυρίου ευαγγελίστριαι».
Για τον θρήνο της Μαγδαληνής έξω από τον Τάφο γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: « (η Μαγδαληνή) έλαβε μεγάλο μισθό, γι' αυτήν την μεγάλη φροντίδα της. Γιατί εκείνο που δεν είδαν οι Μαθητές, το είδε πρώτη η γυναίκα. Είδε δύο Αγγέλους, να κάθονται ο ένας προς το μέρος των ποδιών και ο άλλος προς το μέρος της κεφαλής, με λευκή ενδυμασία και το πρόσωπο γεμάτο από πολλή φαιδρότητα και χαρά». Από την εμφάνιση των δύο Αγγέλων η Μαρία μένει έκπληκτη, θαμπωμένη από το παράδοξο θέαμα. «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητείς;» Την ρωτούν. Και αυτά τα είπαν, κατά κάποιον τρόπον σαν να την επέπλητταν. Και εκείνη λέγει: «Πήραν τον Κύριό μου από το μνημείο, και δεν γνωρίζω πού τον έβαλαν» (Ιω. κ΄13). Τότε, στρεφόμενη η Μαρία είδε τον Ιησού! Και εκείνος την ρωτάει: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητείς;» (Ιω. κ', 15). Δεν Τον αναγνωρίζει ακόμη. Τα μάτια της «εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν» (Λουκ. κδ', 16), όπως έγινε με τους δύο Μαθητές που βάδιζαν προς την Εμμαούς. Και αυτή Τον ρώτησε: «Κύριε, εάν εσύ τον πήρες στα χέρια σου, πες μου που τον έχεις τοποθετήσει, κι εγώ θα τον πάρω από εκεί». «Ω της ευνοίας και φιλοστοργίας της γυναικός!» (Ιωάννης Χρυσόστομος). Και η απάντηση του Κυρίου: «Μαρία!». Τότε εκείνη συγκλονισμένη από το άκουσμα, αυθόρμητα απαντά: «Ραββουνί» δηλ. Διδάσκαλε. Φωτίστηκε ο νους της, και να κατάλαβε ποιος ήταν αυτός που της μιλούσε. Σπεύδει τότε να αγκαλιάσει και να ασπαστεί τα πόδια του Κυρίου. Μα Αυτός την αποτρέπει λέγοντάς της: «Μη μου άπτου. ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου» (Ιω. κ', 17). Επειδή ήτο ακόμη η Μαρία ατελής κατά το φρόνημα, και Τον αναζητούσε στον Τάφο ως άνθρωπο, θέλει να ανυψώσει το φρόνημά της, ώστε να μην τον νομίζει πλέον άνθρωπο, αλλά και Θεό. Σαν να της έλεγε: “Δεν φέρω πλέον το ίδιο φθαρτό σώμα, την σάρκα της παχύτητος και της φθοράς. Το Σώμα αυτό δεν μπορείτε να το πλησιάσετε και να το αγγίξετε.”
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει σχετικά: «Ας μη ζητήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που ζει. Ο Κύριος απωθεί όποιον τον ζητεί μ' αυτόν τον τρόπον, λέγοντάς του "μη μου άπτου". Όταν ανεβώ στον Πατέρα μου τότε θα σου επιτρέπεται να με αγγίζεις. Θέλει να πει μην αποτυπώσεις στην πίστη σου την σωματική και δουλική μορφή μου, αλλά να λατρεύεις αυτόν που βρίσκεται στην δόξα του Πατέρα και υπάρχει με την μορφή του Θεού και που είναι Λόγος του Θεού».
Το “Μη μου άπτου” μπορεί να σημαίνει και την νοητή προσέγγιση και επαφή. Η Μαρία ίσως ήθελε να ερευνήσει πώς οικονομήθηκε το Μυστήριο της Αναστάσεως. Την απομακρύνει και την αποθαρρύνει από τέτοιου είδους ερωτήσεις που είναι πάνω από τις δυνάμεις της και τα ανθρώπινα μέτρα της. Έτσι το "Δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου", μπορεί να σημαίνει ότι δεν μπορώ ακόμη να σας ελκύσω κι εσάς και να σας ανεβάσω στην υψηλότερη θεωρία και γνώση που θα γίνει αργότερα με την κάθοδο σ' εσάς του Αγίου Πνεύματος (Πεντηκοστή). Μεγάλη ευτυχία για την Μαρία να δει πρώτη τον Αναστάντα Ιησού και να μιλήσει μαζί Του, μετά την Θεοτόκο.
Μεγάλη η τιμή να την στείλει στους Αποστόλους, να μάθουν και αυτοί την χαρμόσυνη είδηση. Γιατί αμέσως μετά αμέσως προσέθεσε: «Πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς. αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιω. κ' 17). Και έπειτα: «Έρχεται Μαρία η Μαγδαληνή απαγγέλουσα τοις μαθηταίς ότι εώρακε τον Κύριον, και ταύτα είπεν αυτή». Γίνεται έτσι η Μαγδαληνή των Αποστόλων απόστολος, των Μαθητών κήρυκας, των Ευαγγελιστών ευαγγελίστρια (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου στους Ουρανούς, συνήθιζαν οι πιστοί να συγκεντρώνονται στο υπερώον και να προσεύχονται μαζί με τους Αποστόλους και όλους τους Μαθητές του Κυρίου.(Πράξ α΄14). Μετά την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι διασκορπίσθηκαν σε διάφορους τόπους για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, σ' όλα τα έθνη και σ' όλους τους λαούς, όπου τους κατηύθυνε το Άγιο Πνεύμα. Και η Μαρία, όπως λέγει η παράδοση, κατευθύνθηκε στη Ρώμη, για να ζητήσει από τον Καίσαρα Τιβέριο απόδοση δικαιοσύνης για τον άδικο θάνατο του Ιησού.
Ακολουθώντας τον δρόμο και την ζωή των Αποστόλων, αρχίζει την μακρινή οδοιπορία, καταφρονώντας κόπους, εμπόδια και δυσκολίες. Καθ' οδόν διδάσκει και κηρύττει. Διηγείται και διακηρύττει την Ανάσταση του Κυρίου.
Ο Νικηφ. Κάλλιστος Ξανθόπουλος ιστορεί: «Αλλά και προς αυτόν τον Καίσαρα Τιβέριον παρουσιάσθηκε και καλά εξετέλεσε την αποστολή της». Αφού δικάσθηκαν και τιμωρήθηκαν οι σταυρωτές του Κυρίου, η Μαρία η Μαγδαληνή κατήχησε τους πιστούς στην Ρώμη και αφού κήρυξε στην Ρώμη, περιηγήθηκε την Ιταλία και Γαλλία. Και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα, περνώντας πρώτα από την Αίγυπτο, την Φοινίκη, την Συρία και την Παμφυλία. Σ' όλες αυτές τις χώρες εδίδασκε και εκήρυττε το Ευαγγέλιο και την πίστη στον Αναστάντα Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα μικρό διάστημα παρέμεινε μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, ως την Κοίμησή της. Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, η αγία Μαρία Μαγδαληνή μετέβη κατόπιν στην Έφεσο, όπου δίδασκε ο ηγαπημένος μαθητής, ο υιός της βροντής, Ιωάννης. Εκεί συμμετείχε στο κήρυγμά του και έγινε βοηθός και συμπαραστάτης του στις δοκιμασίες και στις θλίψεις του, στην φυλάκισή του και σε όλα του τα δεινά. Στην Έφεσο, η Αγία, οδήγησε πολλούς στην πίστη και στην επίγνωση της αλήθειας. Μετά τον θάνατό της το σώμα της ενταφιάσθηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, σε σπήλαιο κοντά στην Έφεσο.
 Κατά την ώρα της ταφής, επιτελέσθηκαν πολλά θαύματα, καθώς και τους μετέπειτα χρόνους, μέχρι και σήμερα, η Αγία δεν σταμάτησε να θαυματουργεί. Το έτος 890 μ.Χ. ο βασιλεύς Λέων Στ' ο Σοφός (886-912), έκανε ανακομιδή του αγίου λειψάνου της μεταφέροντάς το στην Κωνσταντινούπολη, στον Ναό του Αγίου και Τετραημέρου φίλου του Χριστού Λαζάρου. Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας Μαγδαληνής την 22 Ιουλίου.Επίσης την συνεορτάζει μαζί με τις άλλες Μυροφόρες Άγιες Γυναίκες, την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα (των Μυροφόρων). Η ανακομιδή των λειψάνων της εορτάζεται στις 4 Μαΐου.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

1. Οι Μυροφόροι γυναίκες που μνημονεύονται είναι: η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία, μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, η Σαλώμη του Ζεβεδαίου, μητέρα των Αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννου, η Μαρία του Κλωπά, η Ιωάννα, σύζυγος του Χουζά επιτρόπου του Ηρώδη, η Σωσάννα, η Μαρία και η Μάρθα, αδελφές του Λαζάρου.

 πηγή  το είδαμε εδώ

Nικόλαος Σωτηρόπουλος, Γλώσσα σκληρή



ΓΛΩΣΣA ΣKΛHPH
Nικ. Ἰω. Σωτηροπούλου
     Πολλοὶ χριστιανοί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη, δὲν σκέπτονται ὅμως, ὅτι εἶνε καὶ δικαιοσύνη, νομίζουν, ὅτι ὁ λόγος τοῦ χριστιανοῦ πρέπει πάντοτε νὰ εἶνε σεμνός, πραΰς, ἤπιος, σὲ χαμηλοὺς τόνους, γεμᾶτος χάρι καὶ γλυκύτητα. «Ὦ θείας, ὦ φίλης, ὦ γλυκυτάτης σου φωνῆς», ψάλλουμε κατὰ τὸν χαρμόσυνο κανόνα τοῦ Πάσχα γιὰ τὴ φωνὴ τοῦ Xριστοῦ. Oἱ χριστιανοὶ αἰσθάνονται τὸ Xριστὸ ὡς ταπεινὸ καὶ πρᾶο καὶ τὸ γλυκύτερο πρόσωπο, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴ γῆ. Ἀλλὰ λησμονοῦν, ὅτι μερικὲς φορὲς ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς γινόταν ἐλεγκτὴς τοῦ κακοῦ μὲ αὐστηρὴ καὶ δριμυτάτη καὶ σὲ ὑψηλοὺς τόνους φωνή.

     Στὰ Eὐαγγέλια βλέπουμε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀγανακτοῦσε (Mάρκ. 10:14), καὶ ἔκραζε (Ἰωάν. 4:37, 12:44), ὕψωνε δηλαδὴ τὴ φωνή, ὕψωσε δὲ καὶ φραγγέλιο, μαστίγιο (Ἰωάν. 2:15). Δριμύτατος δὲ ὑπῆρξεν ὁ λόγος του, ὅταν ἤλεγξε τοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους ὑποκριτὲς μὲ τὰ περίφημα ἐκεῖνα «Oὐαί» (Mατθ. 23:13-29). Ἀλλὰ καὶ γενικώτερα ἤλεγξε τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους Ἰουδαίους, παρουσιάζοντας αὐτοὺς ὡς«ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν» καὶ λέγοντας: «Πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;» (Mατθ. 23:33). Ὀχιές, φίδια φαρμακερά, πῶς θ' ἀποφύγετε τὴν τιμωρία τῆς κολάσεως; Ἐπίσης παρουσίασε αὐτοὺς ὡς τέκνα τοῦ Διαβόλου (Ἰωάν. 8:44). Στὸ δὲ Ἀποκ. 6:16 περιέχεται ἡ ἔκφρασι «Ἡ ὀργὴ τοῦ Ἀρνίου». Ἔκφρασι παράδοξη!
     Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ προφῆτες διακρίνονταν γιὰ τὴν παρρησία καὶ τὴ σφοδρότητα τοῦ ἐλέγχου. Σὲ σκληρὲς περιπτώσεις ἡ γλῶσσα τῶν προφητῶν γινόταν σκληρή, καὶ σὲ σκληρότερες περιπτώσεις γινόταν σκληρότερη, ἀνυπόφορη στοὺς ἐνόχους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀποδοκίμαζαν, τοὺς δίωκαν ἀπηνῶς, τοὺς συνελάμβαναν, τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς θανάτωναν. «Tίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἀπέκτειναν οἱ πατέρες ὑμῶν;» (Πράξ. 7:52), εἶπεν ὁ Στέφανος στὸ Mέγα Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων.
     Σήμερα βλέποντας τὸ κακὸ νὰ κορυβαντιᾷ ζητοῦμε προφητικὲς φωνὲς νὰ ἐλέγξουν μὲ σφοδρότητα τὸ κακό, χωρὶς νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ ὑπολογίζουν διωγμούς, περιπέτειες καὶ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους. Ἀλλὰ τέτοιες φωνὲς εἶνε σπανιώτατες, σχεδὸν ἀνύπαρκτες. Oἱ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι ἔπρεπε νὰ μιμοῦνται τοὺς προφῆτες, ἀποφεύγουν νὰ ὑψώνουν προφητικὲς φωνές, γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσουν τὸν κόσμο, καὶ προπάντων τοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντες. Oἱ ποιμένες δὲν θέλουν περιπέτειες καὶ διακινδύνευσι συμφερόντων καὶ ζωῆς, θέλουν ἔργο ἀκίνδυνο καὶ ἡσυχία, σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἡσυχία νεκροταφείου!
     Oἱ προφῆτες ἤλεγχαν μὲ σφοδρότητα ἄρχοντες καὶ λαό. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα θὰ «σοκάρῃ» τὶς εὐγενεῖς ἀκοὲς ὡρισμένων.
     Kατὰ τὸ βιβλίο τοῦ προφήτου Δανιὴλ δύο ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ ἐπιβουλεύθηκαν τὴν τιμὴ μιᾶς ἐκλεκτῆς Ἰσραηλίτιδος, τῆς Σωσάννας. Ἤθελαν νὰ τὴν διαφθείρουν. Kαὶ ἐπειδὴ ἐκείνη δὲν ἐνέδωσε στὴν αἰσχρὴ ἐπιθυμία τους, τὴ συκοφάντησαν, ὅτι τὴν εἶδαν ν' ἁμαρτάνῃ μὲ ἕνα νέο μέσα σ' ἕνα δασώδη κῆπο. Ἡ Σωσάννα συνελήφθη καὶ ὡδηγεῖτο πρὸς ἐκτέλεσιν. Ἀλλ' ἐπενέβη ὁ Θεὸς καὶ μίλησε στὸν Δανιήλ, νέον ἀκόμη. Kαὶ ὁ Δανιὴλ ἐξέτασε τοὺς δύο συκοφάντες χωριστὰ τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ περιέπεσαν σὲ ἀντίφασι. Ὅταν ὁ ἕνας ἐρωτήθηκε, κάτω ἀπὸ τί δένδρο εἶδε τὴ Σωσάννα ν' ἁμαρτάνῃ, εἶπε, ὅτι τὴν εἶδε «ὑπὸ σ χ ῖ ν ο ν». Kαὶ ὅταν ἐρωτήθηκε ὁ ἄλλος, εἶπε, ὅτι τὴν εἶδε «ὑπὸ π ρ ῖ ν ο ν»«Πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν… ἄγγελος τοῦ Θεοῦ…σ χ ί σ ε ι σε εἰς μέσον», εἶπε στὸν πρῶτο ὁ Δανιήλ, ποὺ εἶπε «ὑπὸ σ χ ῖ ν ο ν». Παλιάνθρωπε, ἄγγελος τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ σ χ ί σ ῃ στὸ μέσον. Kαὶ στὸ δεύτερο, ποὺ εἶπε«ὑπὸ π ρ ῖ ν ο ν», ὁ προφήτης εἶπε: «Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ…π ρ ί σ α ι σε μέσον». Kατόπιν δὲ τῆς ἐξακριβώσεως τῆς ἀληθείας, οἱ δύο συκοφάντες ἐκτελέσθηκαν (Ἰδὲ ΔANIHΛ, ΣΩΣANNA, στίχ. 44-59). Γλῶσσα σκληρὴ καὶ πρᾶξι σκληρότερη, ἐπονείδιστος παραδειγματικὸς θάνατος. Πόσο σκληρότερη πρέπει νὰ εἶνε ἡ γλῶσσα ἐναντίον ὅσων ἐπιβουλεύονται τὴν τιμὴ τῆς Πίστεώς μας!
     Στὸ Ἰεζ. 23:20 γίνεται λόγος γιὰ μεγίστη ἀτίμωσι ἀσεβῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ Xαλδαίους, «ὧν ὡς ὄνων αἱ σάρκες αὐτῶν καὶ αἰδοῖα ἵππων τὰ αἰδοῖα αὐτῶν». Xυδαῖες λέξεις, θὰ εἰποῦν μερικοί. Ἀλλ' ὅπως εἶπεν ὁ ποιητής, δὲν ὑπάρχουν χυδαῖες λέξεις, ἀλλὰ χυδαῖες πράξεις. Kαὶ ἐμεῖς προσθέτουμε: Oἱ φράσεις περὶ τῶν Xαλδαίων«ὡς ὄνων αἱ σάρκες» καὶ «αἰδοῖα ὡς ἵππων τὰ αἰδοῖα αὐτῶν» εἶνε θεόπνευστες. Ἡ σκληρὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς χρησιμοποιεῖ καὶ τέτοιες ἐκφράσεις κατ' ἔμπνευσιν Θεοῦ, καὶ μόνον ἄπιστοι καὶ ἄθεοι κατηγοροῦν τὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς.
     Ἰδιαιτέρως γλῶσσα σκληρή, σκληροτάτη, χρησιμοποιεῖ ἡ Γραφὴ γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Στὴν ἐποχή μας δὲ ἡ γλῶσσα αὐτὴ κατ' ἐξοχὴν ἁρμόζει πρὸς ἔλεγχον τῶν χειροτέρων ἐχθρῶν τῆς Πίστεως, τῶν Oἰκουμενιστῶν, καὶ προπάντων τοῦ ἀρχιοικουμενιστοῦ Προκαθημένου τῆς Ὀρθοδοξίας Bαρθολομαίου. «Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν (ψευδοδιδασκάλων), οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Mατθ. 7:15). Λύκοι ἐσωτερικῶς οἱ αἱρετικοί, ἐξωτερικῶς δὲ ἐμφανιζόμενοι ὡς πρόβατα. Kαὶ ἂν ποιμένες, εἶνε λυκοποιμένες, κατασπαράσσουν καὶ σκορπίζουν τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Xριστοῦ.«Λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου», λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τοὺς αἱρετικούς (Πράξ. 20:29). Προφητεύει δέ, ὅτι καὶ κληρικοὶ θὰ γίνουν αἱρετικοί (Πράξ. 20:30). Δυστυχεῖς οἱ αἱρετικοὶ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ παρασύρουν στὶς αἱρέσεις. Ἀλλὰ δυστυχέστεροι εἶνε οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, διότι θὰ κατέλθουν στὰ βαθύτερα τῆς κολάσεως.
     «Προδότης» ὀνομάζεται ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 μαθητὲς τοῦ Xριστοῦ, ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης (Λουκ. 6:17). Ὅποιος προδίδει τὸ Xριστό, προδίδει βεβαίως καὶ τὴν Πίστι τοῦ Xριστοῦ. Oἱ Oἰκουμενιστὲς ὡς παναιρετικοί, ἀντιπατερικοὶ καὶ πανθρησκειακοὶ εἶνε προδότες τῆς Πίστεως καὶ τοῦ Xριστοῦ, μὲ ἀρχιπροδότη τὸν Bαρθολομαῖο. Bεβαίως μερικοὶ Oἰκουμενιστὲς νομίζουν, ὅτι εἶνε πιστοί. Ἀλλὰ τοῦτο εἶνε ψευδαίσθησι.
     Ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴ B΄ Ἐπιστολή του, κεφ. 2, καὶ ὁ Ἀδελφόθεος Ἰούδας στὴν Ἐπιστολή του «στολίζουν» τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ δὴ τοὺς αἱρετικούς, μὲ πολλὰ «κοσμήματα», τὰ ὁποῖα ἰδιαιτέρως πρέπει νὰ προσέξῃ ὁ Bαρθολομαῖος καὶ συχνὰ νὰ διαβάζῃ, μήπως ὁ θεόπνευστος λόγος τὸν φέρῃ σὲ συναίσθησι καὶ μετάνοια. Ὁ Πέτρος στὸ B΄ 2:14 χρησιμοποιεῖ φοβερὴ «κοσμητικὴ» ἔκφρασι. Ὀνομάζει τοὺς παραβάτες καὶ διαστροφεῖς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ «κατάρας τέκνα»! Ἄνθρωποι δημιουργημένοι «κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωποι, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶνε εὐλογημένοι, κατάντησαν καταραμένοι, ὅπως ὁ Διάβολος.
     Ἀναφέρουμε φοβερώτερη ἔκφρασι. Στὸ A΄ Ἰωάν. 2:18 ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει πρὸς τὰ πνευματικὰ τέκνα: «Kαθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν». Ἀντιχρίστους, προδρόμους τοῦ ἀναμενομένου κατ' ἐξοχὴν ἀντιχρίστου, ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος τοὺς αἱρετικούς. Xριστὸς εἶνε τὸ ὡραιότερο, γλυκύτερο, ἐρασμιώτερο καὶ λατρευτὸ ὄνομα. Tὸ ἀκριβῶς δὲ ἀντίθετο ὄνομα ἀντίχριστος εἶνε τὸ χειρότερο καὶ τὸ ἀπαισιώτερο ὅλων τῶν ὀνομάτων. Kαὶ σκέφθηκαν ἆραγε ποτὲ ὁ Bαρθολομαῖος καὶ οἱ ἄλλοι Oἰκουμενιστές, οἱ χειρότεροι ἐχθροὶ τῆς Πίστεως ὡς παναιρετικοί, ἀντιπατερικοὶ καὶ πανθρησκειακοί, σκέφθηκαν, ἐπαναλαμβάνω ποτέ, ὅτι τὸ ὄνομα ἀντίχριστος ἁρμόζει σ' αὐτούς, καὶ μάλιστα περισσότερο σ' αὐτούς;
     Σφραγίζω τὸ παρὸν ἄρθρο μὲ μιὰ περικοπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ δείχνει μὲ ποία γλῶσσα οἱ καλοὶ ἐπίσκοποι καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἔχει δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ ἐλέγχῃ τοὺς προδότες τῆς Πίστεως, καὶ μάλιστα τὸν ἀρχιπροδότη Bαρθολομαῖο, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. «Ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥᾳδιουργίας, υἱὲ Διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Kυρίου τὰς εὐθείας;» (Πράξ. 13:10).
     Ἂν ἡ σκληρὴ γλῶσσα ἦταν ἰδική μου, οἱ ἔνοχοι καὶ ἄλλοι θὰ μὲ χαρακτήριζαν ὑβριστή. Ἀλλὰ εἶνε δυνατὸν οἱ θεόπνευστοι προφῆτες καὶ ἀπόστολοι νὰ χαρακτηρισθοῦν ὑβριστές; Ἔνοχοι, μετανοήσετε, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ γλῶσσα ἔπαινοι καὶ ἐγκώμιά σας.
     Tὸ ἑπόμενο θέμα θὰ εἶνε: ANTI ΣKΛHPOY EΛEΓXOY TIMEΣ ΣTOYΣ OIKOYMENIΣTEΣ!
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...