Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2011

Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Βίος θλίψεων (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



Βίος θλίψεων

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε»(Ἰω. 16,33)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ἕνας μεγάλος ἅγιος, ἑορτάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ὅταν μιλοῦσε νόμιζε κανεὶς ὅτι ἀπ᾽ τὸ στόμα του βγαίνει χρυσάφι κι ὅταν ἔπαψε νὰ μιλάῃ ὁ κόσμος εἶπε ὅτι προτιμότερο νὰ ἔσβηνε ὁ ἥλιος παρὰ νὰ κλείσῃ τα ὸ στόμα του.
Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἀκούγεται ἡ ὁμιλία του«Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς κα λῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως…»(Κατηχ. λόγ.), ἐκεῖνος ποὺ ὅλες σχεδὸν τὶς Κυριακὲς ἀκούγεται ἡ Λειτουργία του.
Νὰ τὸν ἐπαινέσουμε, νὰ τὸν ἐγκωμιάσουμε; Τὸν ἐγκωμίασε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ᾄσματα τῆς ἀκολουθίας του. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο γράφτηκαν βιβλία ὁλόκληρα. Ἐδῶ ἂς προσέξουμε μόνο μία ὄψι τῆς πολυκυμάντου ζωῆς του· ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἦταν ἄνθρωπος τῶν δακρύων, τῶν βασάνων καὶ τῆς θλίψεως. Ὁ Κύριος εἶπε·«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε…»(Ἰω. 16,33). Παιδιά μου, ὅσοι πιστεύετε σ᾿ ἐμένα καὶ θέλετε νὰ βαδίσετε στὰ ἴχνη μου, θὰ δοκιμάσετε θλῖψι στὸν κόσμο. Κι ὁ λόγος τουεἶνε ἀληθινός· τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὸν βίοτοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τὴν κούνια μέχρι τὸν τάφο ὁ βίος του ἦταν βίος θλίψεων.

Νήπιο ἦταν, ὅταν ὁ στρατηγὸς πατέρας του πέθανε καὶ τὸν ἄφησε ὀρφανό. Ὅσοι μείνατε ὀρφανοί, ξέρετε τί θὰ πῇ ὀρφάνια. Αὐτὴν λοιπὸν δοκίμασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀλλὰ εἶχε μητέρα ὑπέροχη, τὴν Ἀνθοῦσα. Ἐκείνη, μολονότι ἦταν νέα, ὡραιοτάτη καὶ κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, δὲν ἔμοιαζε μὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς σημερινὲς γυναῖ κες, ποὺ μόλις χηρεύσουν σπεύδουν σὲ δεύτερο καὶ τρίτο ἢ καὶ τέταρτο γάμο· ἔμεινε πιστὴ στὴ μνήμη τοῦ ἀνδρός της κι ἀφωσιώθηκε στὴν ἀνατροφὴ τοῦ μικροῦ Ἰωάννου. Γι᾽αὐτὸ σήμερα, κοντὰ στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο,τιμοῦμε καὶ τὴ μητέρα του. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτή, δὲν θὰ ὑπῆρχε Χρυσόστομος. Δοκίμασε λοιπὸν τὴν ὀρφάνια ἀπὸ τὸν πατέρα .Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ μικρὸς Ἰωάννης διακρινότανγιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὰ ἄλλα χαρίσματά του κ᾽ἦταν τὸ καύχημα τῶν διδασκάλων του, μόλις τελείωσε τὶς σπουδές του κι ἄρχισε τὴν καριέρα του ὡς δικηγόρος στὴν Ἀντιόχεια, δοκίμασε ἄλλη θλῖψι. Ἡ ἁγία μητέρα του δὲν πρόλαβε νὰ δῇ τὴν ἐξέλιξί του· ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης δοκίμασε τὴν ὀρφάνια καὶ ἀπὸ τὴ μητέρα. Εἶχε ὅμως πίστι στὸΘεὸ πού, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ» (Ψαλμ. 145,9). Θεὸς προστάτευσε καὶ τὸ ὀρφανὸ τῆς Ἀντιοχείας κατὰ τρόπο θαυμαστό.Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα του καὶ τὴν ἔθαψε στὸ κοινὸ μνῆμα μὲ τὸν πατέρα, ὁ Ἰωάννης δὲν ἔμεινε στὴν πόλι. Δὲν σκεπτόταν πλέον κοσμικά, μολονότι μποροῦσε νὰ ἔχῃ λαμπρὴ ἐξέλιξι. Πιστεύοντας στὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε τὰ λεφτὰ καὶ ἡ δόξα, μιὰ μέρα —ἂς τ᾽ ἀκούσουν οἱ πλούσιοι―, πούλησε ὅλη τὴν περιουσία του, τὴ μοίρασε στοὺς φτωχούς, κ᾽ ἔμεινε μόνο τὸ κορμί του καὶ τὸ ῥασάκι του. Στὸ ἑξῆς θὰ ζοῦσε μὲ φτώχεια , τὴν ὁποία διάλεξε ἑκουσίως.Ἐν συνεχείᾳ, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ βιωτικὲς μέριμνες, ἔφυγε στὴν ἔρημο, 25 ἐτῶν. Τὸ πλουσιόπαιδο, ποὺ εἶχε ζήσει στὶς ἀνέσεις τῆς πόλεως, μπῆκε τώρα σὲ ἄσκησι μέσα στὶς σπηλιὲς ἐπὶ 5-6 ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ γονάτιζε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχόταν. Ἡ δίαιτά τουἦταν ἁπλῆ, πολὺ λιτή. Ἀσκήτευε καὶ σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του, μελετώντας μέρα καὶ νύχτα τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς.Ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης σκληραγωγίας ἦταν ὅτι ἀσθένησε. Δὲν ἦταν ἐκεῖ ἡ μανούλα του νὰ τὸν περιποιῆται. Ζοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, σὰν τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτη καὶ σὰν τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Κλονίσθηκε λοιπὸν ἡγεία του καὶ παρὰ λίγο νὰ πεθάνῃ. Ἔπαθε ἕλκος στομάχου, καὶ ἡ ἀσθένεια αὐτὴ τὸν συνώδευε μέχρι τέλους. Ποτέ ὅμως δὲν γόγγυσε. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» , ἔλεγε.Μὰ περισσότερο ἀπ᾽ τὴν ὀρφάνια, τὴ φτώχεια, τὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἀσθένεια, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δοκίμασε ἄλλου εἴδους θλίψεις, ποὺ πολὺ τὸν στενοχώρησαν. Ὅταν ἔγινε ἱεράρχης ἔλαμψε μὲ τὰ χαρίσματά του. Ποτέ ἄλλοτε ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν δοξάστηκε τόσο ὅσο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του. Ἀλλὰ ἡ ἱκανότης καὶἡ ἐπιτυχία, τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρη-σία προκαλοῦν ἀντίδρασι. Καὶ ὅπως τὰ νυχτοπούλια δὲν μποροῦν ν᾿ ἀντικρύσουν τὸ φῶς, ἔτσι καὶ ἄν θρωποι τοῦ σκότους δὲν ἀνέχθηκαντὴ λάμψι τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ἡλίου. Ἄρχισε διωγμὸς καὶ συκοφαντία . Κακοὶ ἀρχιερεῖς σὲ συμμαχία μὲ τὰ ἀνάκτορα παρουσίασαν καταγγελία μὲ 22 κατηγορίες (!) ἐναντίον του. Καὶ τὸν δίκασαν σὲ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο. Ἂν σᾶς διαβάσω τὶς κατηγορίες, θ᾿ ἀγανακτήσετε. Καὶ ἡ ἀπόφασις;
Ἐξορία . Τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔβαλαν σὲ πλοῖο καὶ τὸν πέρασαν στὴν ἀπέναντι ἀσιατικὴ ἀκτή. Ὅλη ἡ Πόλις ἦταν ἀνάστατη· κανένα μάτι δὲν ἔκλει σε, ὅλοι προσεύχονταν. Τὴν ἴδια ὅμως μέρα ὁ Χρυσόστομος ἐπέστρεψε ἐν τιμῇ καὶ θριάμβῳ. Πῶς; Τὴ νύχτα ἔγινε σεισμός! Σείσθηκε ὅλη ἡ Πόλις καὶ περισσότερο τὰ ἀνάκτορα. Σηκώθηκε ἔντρομη ἀπ᾽ τὸν ὕπνο ἡ βασίλισσα Εὐδοξία, ἡ νεώτερη αὐτὴ Ἰεζάβελ τὴν ὁποία ἤλεγχε ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν πολυτελῆ καὶ φαύλη ζωή της, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν παρακαλοῦσε· Στεῖλε νὰ ἐπαναφέρῃς τὸν Ἰωάννη, μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός,
θὰ μᾶς σβήσῃ, καταδιώξαμε τὸν ἀθῷο. Πῆγαν πράγματι μὲ πλοῖα καὶ τὸν ἐπανέφεραν. Καὶ τὸ πρωὶ ὁλόκληρη ἡ Πόλις ὑποδέχθηκε ἐν θριάμβῳ καὶ ἐνθουσιασμῷ τὸν ἅγιο ποιμενάρχη.Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ στὸ θρόνο. Ἡ κακία δὲν ἡσύχασε καί, στὴν τελευταία φάσι τοῦ δράματος, νίκησε. Ἐν καιρῷ νυκτὸς ὁπλοφόρα στρατεύματα, ποὺ ἔχυσαν αἷμα καὶ πάτησαν πὶ πτωμάτων, συνέλαβαν τὸ Χρυσόστομο καὶτὸν ὡδήγησαν σὲ νέα ἐξορία . Ὅσοι δοκιμάσατε τὴν ἐξορία καὶ τὴν ἀπαγωγή, μπορεῖ τε νὰ καταλάβετε τί ὑπέφερε ὁ ἅγιος. Ἄρχισε πορεία ποὺ βάσταξε πέντε μῆνες. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πόλι, πέρα σε ἀπέναντι στὴ Νικομήδεια, πέρασετ ὸ Σαγγάριο, ἔφτασε στὴν Ἄγκυρα πεζῇ παρα-καλῶ, μὲ συνοδεία στρατιῶτες - θηρία. Ἀπὸ᾿κεῖ τὸν ὡδήγησαν στὴν Ἀραβισὸ καὶ στὴν Κουκουσό. Κι οὔτε ἐκεῖ σταμάτησαν. Τὸν ἀνάγκασαν νὰ συνεχίσῃ σὲ δύσκολο δρόμο ἀκόμα μακρύτερα, πρὸς τὰ Κόμανα, ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας. Ἐξαντλημένος –60 ἐτῶν πλέον–ἀπὸ τὴνἄσκησι, τὸν κόπο, τὴν ἀσθένεια, ἐξαπέστειλε σὰ λαμπάδα ποὺ λειώνει τὶς τελευταῖες του ἀκτῖ νες σ᾽ ἕνα κόσμο ζοφερό, τοῦ ὁποίου κέντρο ἦταν ἡ διεφθαρμένη κλίκα τῶν ἀνακτόρων.Ἀπὸ ἐκεῖ εἶπε τὰ τελευταῖα του λόγια.Εἶνε συγκινητικὸ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του .Ἔφτασαν σ᾿ ἕνα ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου. Εἶχε πυρετό, ἀλλ᾽ οὔτε γιατρὸς οὔτε φάρμακο ὑπῆρχε. Τὰ χείλη του ψέλλιζαν προσευχές. Τὴν νύχτα εἶδε ὅραμα. Ἦρθε ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ λέει· «Ἀδελφὲ Ἰωάννη, θάρσει (ἔχε θάρρος), αὔριο θὰ εἴμαστε μαζί». Ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος, τὸν παίρνουν καὶ τὸν ὁδηγοῦνπιὸ πέρα. Σὲ 10-15 χιλιόμετρα πέφτει. Ξαναγυρίζει πίσω. Φορεῖ λευκά, προσεύχεται, καὶκλείνει τὰ χείλη του μὲ τὰ λόγια ποὺ ἔλεγεπάντοτε· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Τιμῶ, ἀγαπητοί μου, ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους ἀγαπῶ τὸ Χρυσόστομο. Εἶνε ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Ἂς τὸν στεφανώσουμε, ὄχι μὲ λουλούδια ἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὴν προσευχή μας. Ὅσες εἶστε μανάδες, δῶστε στὴν Ἐκκλησία τέτοια παιδιά. Οἱ ὀρφανοὶ παρηγορηθῆτε ἀπὸ τὸν ὀρφανό. Οἱ φτωχοὶ παρηγορηθῆτε ἀπὸ τὸνἑκούσιο φτωχό. Οἱ πλούσιοι μιμηθῆτε τὸ παράδειγμά του. Κι ὅσοι φέρετε ῥάσο, πρὸπαντὸς οἱ ἀρχιερεῖς, μιμηθῆτε τὴν παρρησία του.
Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕ ξετε». Τὸ εἶπε κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται»(Β΄ Τιμ. 3,12). Τὸ βεβαιώνει σήμερα τὸ μαρτύριοτοῦ Χρυσοστόμου. Δεῖξτε μου ἕναν ἅγιο ποὺδὲν πέρασε μέσα ἀπ᾽ τὸ καμίνι τῆς θλίψεως.« Διὰ πολλῶν θλίψε ων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22).Ἂν θέλῃς νὰ ζῇς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ πᾷς κόντρα μὲ ὅλους, καὶ θά ᾽νε μαζί σου ὁ Χριστός.
Χίλιες φορὲς φτωχὸς μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο. Χίλιες φορὲς τί- μια ὑπηρέτρια παρὰ φαύλη καὶ ἀνήθικη κυρία.Χίλιες φορὲς διᾶκος καὶ καλόγερος μὲ Χριστὸ παρὰ πατριάρχης ποδοπατῶν θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας. Χίλιες φορὲς ἐξόριστος καὶ στὰ μπουντρούμια γιὰ τὴν ἀλήθεια παρὰ ἄθλιος ῥασοφόρος κηρύττων τὸ ψεῦδος.Ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναστήσῃ στὴν Ἐκκλησία μας ἱεράρχες τοῦ ὕψους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, διὰ τῶν εὐχῶν τοῦ ὁποίου εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀρτεμίου Γούβας - Ἀθηνῶντὴν 13-11-1966

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Άξιοι αρχιερείς


Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
Αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 4/11/2011
ΑΞΙΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Ὑψηλὸ εἶναι τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μέγας Ἀρχιερεύς, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ μιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος στὸν Χριστό, τὸν μεγάλο Ἀρχιερέα, λέει καὶ τὰ ἑξῆς: «τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος,
ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν». Αὐτὸ προφανῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν ἦθος καὶ πνευματικότητα δὲν πρέπει νὰ ἐκλέγονται ἀρχιερεῖς. Ἡ εὐθύνη τῶν ἐκλεκτόρων εἶναι πολὺ μεγάλη...

Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχουν ἀρχιερεῖς ἀσεβεῖς, πονηροί, μολυσμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φιλόδοξοι, φιλήδονοι, φιλόσαρκοι, μὲ ἀδυναμίες καὶ κοσμικὴ νοοτροπία. Καὶ ὅμως ὑπάρχουν. Αὐτοὶ γίνονται πρωταγωνιστές σκανδάλων καὶ ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Διαμορφώνουν στὴν περιοχή ποὺ ὑπηρετοῦν ἕνα κλίμα ἀποπνικτικὸ καὶ δυσῶδες καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ παρέμβει καὶ νὰ βελτιώσει τὰ πράγματα. Συνήθως, τὴ νοοτροπία τοῦ ἀνάξιου ἀρχιερέα εὔκολα παίρνουν καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ἡ πνευματικὴ βλάβη ποὺ ὑφίστανται οἱ ἁπλοὶ πιστοί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπολογιστεῖ. Αὐτοὶ τὴν ἀπαράδεκτη κατάσταση εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ διορθώσει ἕνας ἄλλος ἀρχιερέας, ὅσο ἅγιος καὶ νὰ εἶναι. Οἱ ἁμαρτωλὲς συνήθειες δεκαετιῶν στοὺς ἱερεῖς δὲν ἀλλάζουν. Ἡ βελτίωση μπορεῖ νὰ ἐπέλθει μὲ τὴν ἀλλαγὴ προσώπων, κάτι ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ γίνει. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὴ στὶς χειροτονίες τόσο ἀρχιερέων ὅσο καὶ ἱερέων. Νὰ τηροῦνται οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ νὰ μὴ παραθεωροῦνται τὰ κωλύματα τῆς ἱερωσύνης, γιατὶ ἐκεῖ συνήθως βρίσκεται τὸ πρόβλημα.
Μόνο μὲ ἄξιους ἀρχιρεῖς καὶ κληρικοὺς ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐπιτελέσει ἀποδοτικὰ τὸ ἔργο της. Διαφορετικὰ θὰ διασύρεται, θὰ χάνει τὸ πνευματικό της κῦρος καὶ θὰ ἀποξιώνεται.

Ἱερὸς Χρυσόστομος - Τοῦ Ἄρχ. Π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρου

Ἱερὸς Χρυσόστομος

Johnchrysostom.jpg
Τοῦ Ἄρχ. Π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρου
Ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία, εἶναι ὁμολογουμένως ὁ χῶρος ἐντός του ὁποίου ἀνθίζει ἡ Ἁγιότητα.
Ἕνα δὲ τέτοιο μοναδίκο μυρίπνoον ἄνθος τοῦ Παραδείσου, ἕνας ἀστέρας πρώτου μεγέθους εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 13 Νοεμβρίου.
Δὲν θὰ σταθοῦμε τώρα στὰ βιογραφικά του στοιχεῖα τὰ ὁποῖα εὔκολα κανεὶς μπορεῖ νὰ τὰ βρεῖ καὶ νὰ τὰ μελετήσει. Ἁπλῶς ἐδῶ σημειώνουμε ὅτι γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 347 καὶ ἐκοιμήθη στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 ὡς ἐξόριστος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ζώντας μία ζωὴ στὴν κυριολεξία μαρτυρικὴ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ προσπαθήσουμε ὅμως μὲ δέος καὶ συγκίνηση νὰ ἑστιάσουμε σὲ ὁρισμένες βασικὲς πτυχὲς τῆς ἁγίας του βιοτῆς καὶ ποὺ ἀποτελοῦν κώδικες ὀρθῆς Πνευματικῆς πορείας, τόσο γιὰ τὸν καθένα πιστό, ὅσο κυρίως γιὰ τοὺς ποιμένες καὶ μάλιστα αὐτοὺς ποὺ εὑρίσκονται στὶς κορυφὲς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ πρύτανις τῶν Ἱεροκηρύκων καὶ ὁ κορυφαῖος ἑρμηνευτὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ( ἐξ’ οὐ καὶ Χρυσόστομος ), ἀλλὰ στὴν δυναμική του προσωπικότητα συνδυάζει τρία χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα συγκινοῦν κάθε ἕναν ποὺ ζητᾶ νὰ συναντήσει αὐθεντικὸ ποιμένα.
Ά) Τὴν ἄσκηση. Δὲν ἦταν ὁ ποιμένας ποὺ ἔζησε μέσα στὸν Ἐκκλησιαστικὸ πλοῦτο καὶ στὴν Αὐτοκρατορικὴ χλιδή. Οὔτε φυσικὰ ἔφερε στὴν ψυχὴ τοῦ παιδικὰ πλέγματα στερήσεων, ποὺ ἂν δὲν προσέξει κανεὶς ὄχι μόνο δὲν ἐξαλείφονται, ἀλλὰ προϊόντος του χρόνου, ὁλονὲν καὶ περισσότερον βασανίζουν αὐτὸν ποὺ τὰ φέρει, καὶ ποὺ ἂν κατέχει ἐξουσία, παρουσιάζεται ὡς ἄλλος κοσμικὸς ἄρχοντας, μὲ ὅ,τι ἀρνητικὸ αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ...

τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία γενικώτερα.
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἦταν ὁ γνήσιος ἀσκητής, ἀπὸ τὰ πρῶτα νεανικά του χρόνια, ἕως καὶ τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ἐξορία. Στὴν ἐξορία ποὺ τὸν ἔστειλε ὁ ἀνήθικος συνασπισμός, τόσο τῆς διεφθαρμένης ἐξουσίας, μέσω τῆς Εὐδοξίας, ὅσο καὶ τὸ «λόμπυ» τῶν ψυχικῶς διεστραμμένων Ἀρχιερέων, μέσω τῶν ληστρικῶν συνόδων.
Βίωνε τὴν ἄσκηση σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ μπροστά του ἐκπλήσσονται καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἀσκητὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Καὶ ἑπόμενο εἶναι μία τέτοια γνήσια προσωπικότητα νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ «Ἠρωδιανὰ γενέθλια» καὶ τὴν κοσμικὴ ἐθιμοτυπία...
Β) Ἱεραποστολή. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀδιστάκτως μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἦταν ἡ προσωποποίηση τῆς Ἱεραποστολῆς. Τόσο τῆς ἐσωτερικῆς, ὅσο κυρίως τῆς ἐξωτερικῆς, ἀφήνοντας αἰώνιο Ἀρχιερατικὸ παράδειγμα, γιὰ τὸ τί εἴδους φλόγα θὰ πρέπει νὰ κατακαίει τὴν καρδιὰ τοῦ Χριστιανοῦ ποιμένα.
Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ «Ἱεραποστολὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία» ( ποὺ θὰ πρέπει νὰ μελετηθοῦν ἀπ’ ὅλους μας), ἀποτελοῦν ἕνα εὐωδιαστὸ λιβανωτὸ στὸ θυμιατήριον τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς. Τῆς πράξεως αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. (Δυστυχῶς ἀπὸ ὁρισμένους ἡ Ἱεραποστολὴ θεωρεῖται ὡς εἶδος πολυτελείας ἢ ἀκόμα χειρότερα ἀπὸ κάποιους ἄσχετους, ὡς Προτεσταντικὴ πρακτική!). Ἀποδεικνύει λοιπὸν ξεκάθαρα ὁ Ἱερὸς Πατὴρ ὅτι «ἅμα Χριστιανός, ἅμα Ἱεραπόστολος» καὶ ἀναδεικνύει τὰ ὕψη τῆς τελευταίας ἐντολῆς τοῦ κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη...» ( Μὰτθ ΚΗ΄ 19).
Καὶ ὅπως στοιχεῖο γνησιότητας εἶναι ἡ ἄσκηση καὶ ὁ ἡσυχασμός, ἔτι πλέον, γιὰ ἕνα ποιμένα ἀλλὰ καὶ ποιμενόμενο, στοιχεῖο ὀρθῆς πορείας εἶναι ὁ ζῆλος πρὸς τὴν Ἱεραποστολή.
Ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου Πατρός, ἦταν τὸ νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν Χριστό, νὰ ἐνταχθοῦν στὸ Σῶμα Του ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπεκτείνεται συνεχῶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὄντως, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος εἶναι πρωτοπόρος καὶ στὸν τομέα αὐτό. Ὅταν μάλιστα βλέπει κανεὶς καὶ τὶς ἀφάνταστες δυσκολίες, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἐργαζόταν, μὴ χάνοντας ποτὲ τὸ θάρρος του καὶ κυρίως ὅταν μὲ πόνο ὁ μελετητὴς τοῦ βίου του καὶ τῆς πολιτείας του, ἀτενίζει τὸν ἀνελέητο πόλεμο ποὺ ὑφίσαστο ἀπὸ τοὺς ψευδαδέλφους, τότε συνειδητοποιεῖ ὅτι βρίσκεται μπροστὰ σὲ μία μοναδικὴ προσωπικότητα. Μπροστὰ σὲ ἕνα ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας.
Γ) Κοινωνικὸς ἔλεγχος. Οὐδεὶς ἤλεγξε τὶς κοινωνικὲς παρανομίες τῆς ἐποχῆς τοῦ τόσο ὅσο ὁ Ἀσκητὴς καὶ Ἱεραπόστολος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ λόγος του, ἐνῶ ἔρρεε ὡς μέλι καὶ χρυσάφι στὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, μετατρεπόταν σὲ τρίπλοκο φραγγέλιο ὅταν ἀναφερόταν στὴν κοινωνικὴ ἀδικία. Ἡ δὲ γραφίδα τοῦ πετοῦσε φωτιὲς ὅταν χάραζε τὸν βαθύ του πόνο γιὰ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς ἀντικανονικότητες καὶ ὅταν ἀποκάλυπτε τὴν ἀνάλγητη στάση τῆς πλουτοκρατίας καὶ τὶς ἐν γένει κοινωνικὲς πληγὲς τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἀξίζει ἀγαπητοί μου ν’ ἀφήσει κανεὶς ὁποιαδήποτε ἄλλη μελέτη καὶ νὰ πάρει στὰ χέρια τὰ οἰκουμενικὰ πλέον συγγράμματα τῆς «χρυσῆς σάλπιγγος» τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀναμφιβόλως, ἐὰν στὴν κάθε Χριστιανικὴ γενιὰ ὑπῆρχε ἕνας Χρυσόστομος, ἡ κατάστασις θὰ ἦταν ἐντελῶς διαφορετική, τόσο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ γιὰ τὴν Πολιτεία. Ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ὄχι ἁπλῶς δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ καθοδηγούμαστε ἀπὸ ἀκέραιους κι ἀτρόμητους πνευματικοὺς ταγούς, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἔχουμε καὶ τὴν κατάρα νὰ ἐκδιώκουμε, σὲ κάθε ἐποχή, ἀναπολόγητα τὰ τέκνα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου... Τοὺς ἀνθρώπους δηλαδὴ ποὺ ἀρνοῦνται τὴν διαπλοκὴ καὶ παραμένουν σταθεροὶ καὶ ἀσυμβίβαστοι. Σταθεροὶ στὸ νὰ μὴ καταντοῦν ἐπίορκοι τόσο τῶν Μοναχικῶν, ὅσο καὶ τῶν Ἀρχιερατικῶν τους ὅρκων καὶ ὑποσχέσεων, ἀποδεικνύοντας στὴν πράξη τί ἐστὶ Ἐκκλησιαστικὴ ἀξιοπρέπεια. Δυστυχῶς ἡ ταλαίπωρη ἐποχή μας, ἔχει πικρὰ πείρα καὶ στὸ σημεῖο αὐτό. Φαίνεται ὅτι ἡ Ἱστορία καὶ δὴ ἡ ἐκκλησιαστική, ἀρέσκεται στὸ νὰ ἀντιγράφει τὶς μελανές της σελίδες. (Καὶ τὸ πλέον τραγικὸ καὶ συνάμα ἐξοργιστικὸ εἶναι ὅτι ἐπιμένουμε στὸ νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ ἑορτάζουμε τὸν δεδιωγμένον ἕνεκεν δικαιοσύνης Ἱερὸ Χρυσόστομο...Ὄντως κακόγουστο θέατρο καὶ πολιτικοεκκλησιαστικὸς ἐξευτελισμός...).
Ἀλλὰ ὅσο θὰ κατορθώσει ἕνας ἐκ γενετῆς τυφλὸς νὰ περιγράψει τὴν ἁρμονία τῶν χρωματικῶν συνδυασμῶν, ἄλλο τόσο θὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ τυφλοί της πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἁγιαστικῆς βιοτῆς νὰ περιγράψουμε τὶς Χρυσοστομικὲς ἀρετές.
Δὲν ἔχουμε λοιπὸν παρὰ ἐν ταπεινώσει νὰ παρακαλέσουμε τὸν «χρυσοῦν ὠκεανὸν» τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει μὲ τὸν ὅλον βίον τοῦ τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης, νὰ πρεσβεύει γιὰ ὅλους μας. Νὰ πρεσβεύει ὥστε τελικῶς νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Πνευματικότητος, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ταυτοχρόνως δὲ νὰ δέεται ὁ Ἱερὸς Πατὴρ ὥστε νὰ ἐξέλθουμε ἀπὸ τὴν «Βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν», χαρίζοντάς μας ὁ Ἅγιος Θεὸς ποιμένες αὐθεντικούς, ἀξίους, ὁσίους, ἀσκητικούς, ἀκτήμονες καὶ ἱεραποστολικούς. Ποιμένες ποὺ θὰ εἶναι ἕτοιμοι ὡς ἄλλοι Χρυσόστομοι νὰ καθαρίσουν τὴν «κόπρον τοῦ Αὐγείου» καὶ τέλος φέροντας τὸ «ἀπόκριμα τοῦ θανάτου», νὰ ἐργάζονται ἰσοβίως πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.
Ἀμήν.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι ἀρχιεπίσκοπος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καί ὄχι τῶν Ἑλλήνων ἀθρήσκων καί ἀλλοθρήσκων.




Διαμαντοπούλου εναι πάνω πό τήν εραρχία;

πόσπασμα πό τήν παρουσίαση το βιβλίου το αδεσ. π. Βασίλειου Βολουδάκη " Ποιμαντική εναι Πολιτική" πού παρουσιάστηκε τήν Κυριακή 9 κτωβρίου 2011 στό Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτν
http://www.kapodistrias.info/

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι ἀρχιεπίσκοπος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καί ὄχι τῶν Ἑλλήνων ἀθρήσκων καί ἀλλοθρήσκων.




Διαμαντοπούλου εναι πάνω πό τήν εραρχία;

πόσπασμα πό τήν παρουσίαση το βιβλίου το αδεσ. π. Βασίλειου Βολουδάκη " Ποιμαντική εναι Πολιτική" πού παρουσιάστηκε τήν Κυριακή 9 κτωβρίου 2011 στό Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτν
http://www.kapodistrias.info/

ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ



undefined
ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ





Του Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ




Επί πολλές δεκαετίες η παναίρεση του Οικουμενισμού λυμαίνεται την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Από τους ποιμένες, φύλακες του ποιμνίου, που θα έπρεπε να αγρυπνούν και να εκδιώκουν τους λύκους των αιρέσεων του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, πολλοί σιωπούν και κρύβονται, είτε από φόβο και δειλία είτε για να μη πέσουν στην δυσμένεια των ισχυρών, ενώ άλλοι έχουν προσχωρήσει στις αιρέσεις και ως προβατόσχημοι λύκοι κατασπαράσσουν πνευματικά τους ποιμαινομένους. Την διαφύλαξη της πίστεως ανέλαβαν ευάριθμοι πρεσβύτεροι και μοναχοί, αλλά και οι ίδιοι οι ποιμαινόμενοι με αξιοθαύμαστη παρρησία. Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας, που το ποίμνιο αποδεικνύεται συνετώτερο των ποιμένων, ποιμαινόμενο αοράτως από τον αρχιποίμενα Χριστό, ο οποίος άλλωστε εγκατέστησε τους ποιμένες, όχι για να καταφάγουν, αλλά για να προστατεύουν το ποίμνιο, όχι για να σφετεριστούν την ιερατική Χάρη προς ίδιον όφελος, αλλά για να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους, όπως έπραξεν Εκείνος, για την σωτηρία των προβάτων. Ο καλός ποιμένας δεν φεύγει, όταν βλέπει τον λύκο να έρχεται, πολύ περισσότερο δεν προσχωρεί στους λύκους, αλλά «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων»1.
Το θυσιαστικό πρότυπο του Μεγάλου Ποιμένος Χριστού ακολούθησαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες, που αναλώθηκαν και εμαρτύρησαν είτε αγωνιζόμενοι εναντίον των αιρέσεων της εποχής τους, είτε εναντίον εσωτερικών διαστρεβλώσεων και παραχαράξεων του ευαγγελικού ασκητικού ήθους, όπως ο μέγιστος Άγιος Πατήρ και Διδάσκαλος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, του οποίου εφέτος εορτάζουμε τα 1600 έτη από την μαρτυρική και ηρωϊκή του κοίμηση στο δρόμο της εξορίας (407-2007).
Η παράδοση αυτή αγίων επισκόπων, αγωνιστών και προμάχων της πίστεως δεν διεκόπη ποτέ, κατά την δισχελιετή πορεία της Εκκλησίας, για να αποδεικνύεται εμφανώς, ότι υπάρχει αδιάκοπα η αποστολική διαδοχή, όχι μόνο στους θρόνους και στην διοίκηση, αλλά κυρίως στην πίστη και στην ζωή, όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιο των αγίων ιερομαρτύρων: «Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων γενόμενος, την πράξιν εύρες θεόπνευστε εις θεωρίας επίβασιν. Δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος ιερομάρτυς...».
Μετά την λόγω γήρατος φυσική σιωπή του μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, αποστολικής και πατερικής μορφής των καιρών μας, διερωτώμασταν όλοι για την παντελή σχεδόν απουσία θαρραλέων και αγωνιστών επισκόπων. Δεν υπάρχει ούτε ένας Καντιώτης, δεν θα ακουσθεί επιτέλους μία γενναία, δυνατή, κραυγαλέα φωνή Ορθοδοξίας, για να τρομάξει τους κοάζοντας βατράχους μέσα στα λιμνάζοντα νοσογόνα νερά της αιρέσεως του Οικουμενισμού; Υπήρξαν βέβαια κάποιες φωνές ελαχίστων επισκόπων, που ενίσχυαν και έτρεφαν την ελπίδα ότι θα γίνουν δυνατώτερες, ώστε να ακουσθούν καλά και από τους λύκους, για να φύγουν, και από τα πρόβατα, για να αναθαρρήσουν. Οι ενδόμυχες, εσωκάρδιες προσευχές χιλιάδων πιστών να αλλάξει το κλίμα της σιωπής και του φόβου, μέσα στο οποίο «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» εισακούσθηκαν από το Θεό. Στα αδιέξοδα Εκείνος δίδει διέξοδο, όσο και αν φαίνεται ανθρωπίνως αδύνατη η μεταβολή των πραγμάτων. «Τόξον δυνατών ησθένησε, και οι ασθενούντες περιεζώσαντο δύναμιν»2. Ησθένησαν οι δυνατοί και ήταν εκ Θεού προετοιμασμένη να ακουσθεί μεγάλη φωνή ορθοδόξου, και μάλιστα νεαρού στην ηλικία, επισκόπου. Ο μητροπολίτης Πειραιώς, σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ, μας εξέπληξε και μας εχαροποίησε όλους με όσα έγραψε και εδήλωσε στον επίσης αταλάντευτο αγωνιστή της Ορθοδοξίας αρχιμανδρίτη π. Μάρκο Μανώλη, Πνευματικό και Γέροντα της «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως», ο οποίος έχει και την πνευματική επιστασία του Ορθοδόξου Τύπου3. Όσα γράφει και δηλώνει είναι η Πίστη, η φωνή, η διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, η αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας.
Δέχεται και διακηρύσσει ότι «η συγκρητιστική χοάνη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, ως εκφράζεται σήμερον τόσον εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των λεγομένων Εκκλησιών, όσον και εις τα διάφορα διεθνή fora καταδολιεύει και ευτελίζει την Χριστιανικήν αποκάλυψιν και εκκοσμικεύει το άγγελμα της σωτηρίας, μετατρέπουσα αυτό εις ηθικολογίαν στερουμένης ζωής, χάριτος και δυνάμεως Θεού. Είναι τελικώς η προσπάθεια αυτή μία ακόμη άπεπλις απόπειρα του βυθίου δράκοντος να εκμηδενίση το σταυροαναστάσιμον μήνυμα ζωής της Αποστολικής Καθολικής Εκκλησίας». Συγκρητιστική παναίρεση λοιπόν ο Οικουμενισμός, οι εκκλησίες του Παγκόσμιου Συμβουλίου λέγονται εκκλησίες, χωρίς να είναι, όλη δε αυτή η οικουμενιστική προσπάθεια προέρχεται εκ του Διαβόλου. Σεραφειμική όντως, αγγελική η αντιπαράθεση προς τα έργα του σκότους.
Αποστολικά και πατερικά, δυνατά και αληθινά είναι και όσα λέγει ο μεγαλοφωνότατος ορθόδοξος επίσκοπος και για την αίρεση του Παπισμού. Γράφει ότι αποκοπείς από την Εκκλησία εστερήθη της Θείας Χάριτος, γι' αυτό και περιέπεσε σε πάμπολλες αιρέσεις και σε αλλοίωση και παραμόρφωση του Χριστιανισμού, με συνέπεια να γίνει αιτία και θεμέλιο της αθεϊας στην Ευρώπη. Προλαμβάνει ο μητροπολίτης την παπική διακήρυξη του Ιουλίου περί του ότι η παπική «εκκλησία» είναι η μόνη αυθεντική εκκλησία και διακηρύσσει ότι αυτό ισχύει μόνον για την Ορθόδοξη Εκκλησία, και για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια από στόμα ορθοδόξου επισκόπου προτείνεται η αποχώρησή μας από τους θεολογικούς διαλόγους, που έστησε η παναίρεση του Οικουμενισμού. Γράφει: "Ταπεινώς φρονώ ότι η μήτηρ ημών Αγία Ορθόδοξος Εκκλησία, ως μόνη και αληθής ιστορική συνέχεια της αδιαιρέτου Εκκλησίας, οφείλει να διακηρύξη urbi et orbi την αλήθειαν και βεβαιότητα της αυτοσυνειδησίας Αυτής, δια τεκμεριωμένων θέσεων και κειμένων. Εν συνεχεία να αποχωρήση εκ των λεγομένων διαλόγων, προσφερόντων άλλοθι, δυστυχώς, εις τους ηγήτορας και εις τους υπ' αυτούς εν αιρέσει όντας και εν χώρα και σκιά θανάτου βιούντας και καλέση αυτούς δια λόγων , πράξεων και ευαγγελικής βιοτής, όπως οι μεν εκτός της σωτηριώδους πίστεως επανακάμψουν εις την κοινήν χιλιετή αποστολοπαράδοτον αλήθειαν, οι δε, όπως ανακαλύψουν την δια της Αναστάσεως υπέρβασιν του θανάτου και την σωτηρίαν, άτινα ως τιμαλφεστάτην ευοδίαν αποπνέει σύμπασα η ιερά ημών Παράδοσις».
Σωτήρια διακήρυξη και σωτήρια λύση, η οποία, αν υιοθετηθεί και υλοποιηθεί από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα θεραπεύσει το τραύμα του Παλαιοημερολογιτισμού, θα καθησυχάσει τους αγωνιώντες για την πορεία του σκάφους της Εκκλησίας και την ορθοφροσύνη των επισκόπων και θα προβληματίσει σωτήρια τους ετεροδόξους.
Εκτιμούμε ότι ήταν τόσο δυνατή αυτή η φωνή και τόσες οι απώλειες που θα εισέπραττε ο Παπισμός από την προτεινόμενη αλλαγή πορείας της Εκκλησίας της Ελλάδος ως προς τον Οικουμενισμό, ώστε έσπευσε ο πάπας να διακηρύξει αμέσως ότι ο Παπισμός είναι η μόνη αυθεντική Εκκλησία, και ότι οι ορθόδοξες εκκλησίες έχουν κάποια στοιχεία εκκλησιαστικότητας, είναι όμως λειψές, ελαττωματικές, ελλειμματικές, γιατί δεν αναγνωρίζουν το πρωτείο του πάπα, και επομένως δεν προσφέρουν την σωτηρία. Η απήχηση και η σημασία των θέσεων του μητροπολίτου Πειραιώς αποδεικνύεται επίσης εκ του ότι ενοχλήθηκαν και οι εν Ελλάδι παπικοί, οι οποίοι δια του «καθολικού» επισκόπου Σύρου κ. Φραγκίσκου Παπαμανώλη έσπευσαν με επιστολή του τελευταίου προς τον μητροπολίτη Πειραιώς να εκφράσουν την λύπη τους και να αναιρέσουν τα γραφόμενά του. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η επιστολή, γιατί αποκαλύπτει την παπική νοοτροπία και το αμετανόητο των αιρετικών. Πολύ πιο ενδιαφέρουσα όμως είναι η απάντηση του μητροπολίτου Πειραιώς προς τον παπικό «επίσκοπο», στην οποία με αποστολική και πατερική παρρησία αποκαλεί τον Παπισμό απλώς «θρησκευτική κοινότητα», που δεν έχει καμμία σχέση με την Εκκλησία του Χριστού, λόγω των πολλών της αιρέσεων και πλανών, σε προσωπικό επίπεδο και φιλαδέλφως επισημαίνει στον «καθολικό» επίσκοπο ότι δεν είναι επίσκοπος της εκκλησίας, αλλά απλός «πνευματικός υπεύθυνος των εν σχίματι και αιρέσει τελούντων πιστών της Υμετέρας κοινότητος», και τελικώς, αφού αναιρεί επιτυχέστατα όλες τις ενστάσεις του, τον συμβουλεύει να επιστρέψει στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. «Κατακλείων, τον λόγον παρακαλώ Υμάς ίνα αποστήτε της λατινικής κακοδοξίας και επιστρέψητε εις την Αδιαίρετον Καθολικήν Εκκλησίαν των χιλίων πρώτων χρόνων, την Πίστιν, Θεολογίαν, Άσκησιν, Πνευματικότητα, Πολίτευμα, Αλήθειαν και Παράδοσιν της Οποίας ακαινοτομήτως παρατείνει εις τους αιώνας η ιστορική συνέχεια Αυτής, η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία. Αποτινάξατε εκ των οφθαλμών Υμών την αχλύν των χιλίων κακοδόξου ζωής και ενσωματώθητε εις την Μίαν Αγίαν Αποστολικήν Αδιαίρετον Καθολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, Ήστινος «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν», ίνα επανέλθητε εις το Εν και Μοναδικόν Σώμα του Χριστού και εύρητε έλεος και χάριν».
Ακούσθηκε τις τελευταίες δεκαετίες αυθεντικώτερη, πατερικώτερη, τολμηρότερη και γενναιότερη φωνή επισκόπου; Σκεπτόμασταν εσχάτως πολλοί κληρικοί και μοναχοί να θέσουμε με ένα κείμενο τους επισκόπους προ των ευθυνών τους και να αποφασίσουν εν συνόδω αν ο Παπισμός είναι εκκλησία ή αίρεση, αν ο Οικουμενισμός επίσης εκκλησιολογικά δικαιολογείται, και να τους παρακαλέσουμε να αποχωρήσει η Εκκλησία της Ελλάδος από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των λεγομένων, των δήθεν, εκκλησιών. Το κείμενο το συνέταξε ήδη ο μητροπολίτης Πειραιώς. το προσυπογράφουμε αγαλλομένη χειρί χιλιάδες κληρικών, μοναχών και λαϊκών, πιστεύουμε, μεταξύ αυτών, και πολλών επισκόπων. Θα περιμένουμε και συνοδική επικύρωση των αναμφισβητήτων και αληθώς ορθοδόξων θέσεων που εκφράζει. Ούτως ή άλλως όμως «χαίρομεν και αγαλλόμεθα», διότι ανατέλλει η νίκη της Ορθοδοξίας εναντίον της Παναιρέσεως του Οικουμενισμού, διότι έχομεν ορθοδόξους επισκόπους, δεν είμαστε ανεπίσκοποι, όπως μας κατηγορούν οι Οικουμενιστές. αυτοί είναι ανεπίσκοποι, γιατί δεν έχουν αληθινούς, ορθοδόξους επισκόπους. Ευχαριστούμε και ευγνωμονούμε τον εν Τριάδι Θεόν για την ανάδειξη νέων ομολογητών της πίστεως και επαναλαμβάνουμε την δέηση της Θείας λειτουργίας: «Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του επισκόπου Πειραιώς Σεραφείμ, ον χάρισαι, ταις αγίαις σου εκκλησίαις εν ειρήνη, σώον, έντιμον, υγιή, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της Σης αληθείας».4
Εκ του περιοδικού Θεοδρομία

  • 1. Ιω. 10, 11.
  • 2. Α' Βασιλ. 2, 4.
  • 3. Φύλλον 1696, 6 Ιουλίου 2007.
  • 4. Τα τρία κείμενα περί των οποίων έγινε λόγος, θα δημοσιευθούν στο επόμενο τεύχος της Θεοδρομίας.

Ποια η σχέση της πολιτικής ιδεολογίας της αριστοκρατίας, της κακοδοξίας των Καθαρών και του Νίκου Καζαντζάκη;

 



undefined
[...] Ο πρώτος εμφανίστηκε ως ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος, ένας άνθρωπος με ελεύθερο πνεύμα. Βέβαια, αν κάποιος ισχυρίζονταν τον ΙΓ’ αι ότι είναι «ελεύθερο πνεύμα» όλοι θα καταλάβαιναν ότι είναι αιρετικός, μέλος της ομώνυμης αίρεσης, για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλη ενότητα. Αλλά την εποχή που έζησε κι έγραψε ο Καζαντζάκης, αυτή η γνώση είχε ξεχαστεί. Κανένας τότε δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Καζαντζάκης αναβίωνε στα έργα του τις αιρετικές απόψεις των Καθαρών, εκτός, φυσικά, και αν ήταν μυημένος σε αυτές της απόψεις και τις γνώριζε. Ο Καζαντζάκης δηλαδή, δεν ήταν καθόλου ελεύθερο πνεύμα. Δεν ήταν ελεύθερα σκεπτόμενος. Ήταν αιρετικός και βλάσφημος. Θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε ότι ήταν ο μόνος, αλλά από πού έλαβε αυτή την απόκρυφη γνώση δεν είναι του παρόντος. Ως προς αυτές τις απόψεις του ο Καζαντζάκης ήταν μεσαιωνιστής, εκφράζοντας ταυτόχρονα το ίδιο αντι-εκκλησιαστικό πνεύμα και επαναλαμβάνοντας τις κατηγορίες των μεσαιωνικών αιρετικών, εναντίον της Εκκλησίας. Οι βλασφημίες του επαναλήφθηκαν από τον Μίμη Ανδρουλάκη στο βιβλίο του Μν, από έναν πολιτικό της αριστεράς. Τι σχέση μπορεί να έχει η αριστερή ιδεολογία με την ιδεολογία των Καθαρών; Ίσως το ανακαλύψουμε στην συνέχεια της έρευνας.
Υποθέτουμε, βέβαια, ότι ο Καζαντζάκης δεν είχε υπόψη του το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Φιλίππου, διότι ήταν απολεσθέν και ανακαλύφθηκε με τα υπόλοιπα κείμενα της βιβλιοθήκης του Nag-Hammadi. Εκτός και αν το είχε βρει καταχωνιασμένο σε καμιά βιβλιοθήκη του Παρισιού, πριν το φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά αυτή είναι μια υπόθεση που δεν στηρίζεται πουθενά. Να θυμίσουμε ότι ο Καζαντζάκης ήταν δηλωμένος φίλος της Οκτωβριανής Επανάστασης Είχε διατελέσει ιδιαίτερος του Ελ. Βενιζέλου το 1912, και από το 1919 Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου. Εκμεταλλεύτηκε την θέση αυτή για να διαδώσει τις ιδέες του κομμουνισμού στους δυστυχείς και άπορους επαναπατρισθέντες. Το 1924 φυλακίστηκε γιατί ανέλαβε τον ρόλο του καθοδηγητή σε μια κομμουνιστική οργάνωση δυσαρεστημένων προσφύγων στο Ηράκλειο[16]. Αυτά για να θυμηθούμε έναν από τους πρωτεργάτες της διάδοσης του κουμμουνισμού στην Ελλάδα και για να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε για την σχέση αριστερής ιδεολογίας και Καθαρισμού.
O Dan Brown πλασάρισε τις ίδιες απόψεις με έναν διαφορετικό τρόπο, ως θεωρία συνομωσίας. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να περάσει ιδέες που ως παλαιό ψέμα είναι αναπόδεικτες, δίνοντάς τους την γοητεία του μυστηρίου, την σαγήνη της καλά φυλαγμένης γνώσης. Έτσι έγιναν ελκυστικές στην αφέλεια, η οποία αφέλεια δεν γνωρίζει ότι οι υποτιθέμενες μυστικές αδελφότητες στις ημέρες μας δεν είναι καθόλου μυστικές, αλλά δημόσια δραστηριοποιούνται ασκούν προσηλυτισμό, ως καταστροφικές λατρείες.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ
ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ – ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
ΜΕΡΟΣ Ζ’ – ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ
7.3 Οι Καθαροί γ’ – Οι Καθαροί της Languedoc.
  • 7.3.1 Ιστορικο-γεωγραφικά της Languedoc.
  • 7.3.2. Η αριστοκρατία της Languedoc.
  • 7.3.3 Ποια η σχέση της πολιτικής ιδεολογίας της αριστοκρατίας, της κακοδοξίας των Καθαρών και του Νίκου Καζαντζάκη[5];
  • 7.3.4. Οι Καθαροί της Languedoc μέχρι την αλβιγηνική εκστρατεία.
  • 7.3.5 Η Αλβιγινική εκστρατεία[42].
  • 7.3.6 Η κατάπνιξη του Καθαρισμού μετά την Αλβιγηνική εκστρατεία. Η Ιερά Εξέταση.
  • 7.3.7 Η φθίνουσα πορεία του Καθαρισμού.
  • 7.3.8 Επίλογος Γ’ Μέρους.

Χρίστου Βασιλειάδη, Η επινόηση του όρου «εγκεφαλικός θάνατος»


πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»
Με αφορμή τον νόμο περί Μεταμοσχεύσεων (Ν. 2737/99)*
Χρίστου Βασιλειάδη
Θεολόγου - Φιλολόγου πρ. Εκπαιδευτικού
Μέχρι περίπου το 1960, η διάγνωση του θανάτου ήταν έργο εύκολο και απλό για το γιατρό, τα δε κριτήριά του ήσαν γε νικώς αποδεκτά, αναμφισβήτητα και επαρκή: η παύση δη­λαδή, της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας, που μετά 4'-5' (πρώτα λεπτά της ώρας) επέφερε νέκρωση του εγκεφάλου, κλπ.
Άφ' ότου όμως, με την πρόοδο της επιστήμης επιτυγχάνεται η εκ της καρδιακής ανακοπής καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, άρχισε να τίθεται εν αμφιβόλω και, στη συνέχεια, να αλλάζει η περί θανάτου, από αιώνων, ισχύουσα ιατρική αντίληψη...

Το διάστημα μεταξύ παύσης της καρδιάς και εγκεφαλικής «νέκρω­σης» ονομάζεται «κλινικός θάνατος». Σ' αυτή δε τη διάρκεια είναι ε­φικτή η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση και η επάνοδος τού ατόμου στη ζωή. Όμως, άτομα, που έτσι επανέρχονται στη ζωή, εμ­φανίζουν συνήθως:

α) έλλειψη αυτόματης καρδιακής, ή αναπνευστικής λειτουργίας,

β) μη ανατάξιμες εγκεφαλικές βλάβες.

Για την ιστορία της εμφάνισης και εξέλιξης στην ιατρική της νέ­ας έννοιας, ονομασίας και κριτηρίου τού θανάτου, τού «εγκεφαλικού θανάτου», είναι χρήσιμο να δώσουμε τις εξής πληροφορίες:

Για πρώτη φοράν, το 1959, στη Γαλλία, δημοσιεύθηκε κλινική πε­ριγραφή μιας μορφής κώματος σε προχωρημένο στάδιο, που ονομά­σθηκε «Coma depasse» (= υπερόριο κώμα, υπερβαθέν κώμα), εκλαμβανόμενο ως απελπιστική μεν παθολογική κατάσταση, χωρίς ό­μως μ' αυτό να θεωρηθεί το πάσχον άτομο σαν ήδη νεκρό.

Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, για να λογίζεται και να είναι κά­ποιος νεκρός, πρέπει να είναι «νεκρός» όχι μόνον ο εγκέφαλος, αλλά και ο νωτιαίος μυελός. (Μ. Paget et L. Hartmann, «Les Comas. Etudes cliniques et biologiques. Expansion scientifique francaise, 1965 pp. 4-15).

Μετά δεκαετία περίπου, το 1968, σύμφωνα με δημοσιευθέν άρθρο από ομάδα επιστημόνων τού Πανεπιστημίου τού Harvard, όταν και μόνον ο εγκέφαλος είναι νεκρός, το άτομο είναι και πρέπει να θεω­ρείται νεκρό. Τέτοια άποψη διατυπώθηκε για πρώτη φοράν, όπως και για πρώτη φοράν τότε εμφανίστηκε, ο όρος «εγκεφαλικός θάνατος».

Η ελληνική νομοθεσία, μόλις το 1983, υιοθέτησε αυτήν τη θέση με το Ν. 1383/83, δια τού οποίου αναγνωρίζεται επίσημα ο «εγκεφα­λικός θάνατος», με τον εξής ορισμό: «Με την επέλευση τού θανάτου η αφαίρεση ιστών και οργάνων μπορεί να γίνει και όταν οι λειτουργίες ορισμένων οργάνων, εκτός από τον εγκέφαλο, διατηρούνται με τεχνη­τά μέσα (εγκεφαλικός θάνατος)», (άρθρ. 7, παρ. 4).

Έτσι, «τα κριτήρια τού θανάτου με τη λεοντή τού Νόμου και της «εγκυρότητας» της διεθνούς αναγνώρισης, φαίνεται να διεκδικούν το προνόμιο τού απυρόβλητου» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, «Μεταμο­σχεύσεις, λύση η πρόβλημα;». Εκδ. Υπακοή 1995).

Στη συνέχεια, το 1971, μια άλλη αντίληψη για το θάνατον εκπορεύθηκε, τη φοράν αυτήν από τη Minnesota των ΗΠΑ, ότι, δηλαδή,: το σημείο του οριστικού θανάτου είναι η μη αναστρέψιμη βλάβη, όχι γενικότερα των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αλλ' ειδικά τού Εγκεφα­λικού Στελέχους και, ότι η διάγνωση αυτή μπορεί να γίνει κλινικά. Κι' αυτή η εξειδικευμένη άποψη ήταν, σαν τέτοια, πρωτοφανής.

Το ελληνικό «Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας» (ΚΕΣΥ) ακολούθησε ακριβώς τις οδηγίες της Minnesota, τού 1971, στο βιβλιαράκι του, που κυκλοφόρησε το 1987 με τίτλο: «Διάγνωση Εγκεφαλικού Θανάτου», όπου διατυπώνει όλη τη συλλογιστική του και φέρνει όλα τα επιχειρήματά του, γι' αυτό και θα τα εκθέσουμε, για να είμαστε δίκαιοι και, στη συνέχεια θα τα σχολιάσουμε.

«Η ανάπτυξη των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και γενικά η πρόοδος της ιατρικής τεχνολογίας στις τελευταίες δεκαετίες, είχαν σαν αποτέλεσμα την επιτυχή καρδιοαναπνευστική υποστήριξη, για μακρύ χρονικό διάστημα, ατόμων με βαρείες και ανεπανόρθωτες εγκεφαλικές βλάβες.

Αυτή όμως η μακροχρόνια συντήρηση «ατόμων» που η αναπνοή και η κυκλοφορία τους λειτουργούσαν μόνο με τη βοήθεια μηχανικών μέ­σων, δημιούργησε ένα μεγάλο πρόβλημα σχετικά με το εάν ένα τέτοιο «άτομο» είναι νεκρό ή όχι.

Μέχρι τότε η διάγνωση του θανάτου του ανθρώπινου σώματος δια­πιστωνόταν εύκολα με το σταμάτημα της λειτουργίας της καρδιάς και της αναπνοής. Η απώλεια αυτών των λειτουργιών που προκαλεί τελι­κά το θάνατο και του εγκεφάλου, αποτελούσε μια επαρκή και εύκολη πι­στοποίηση του θανάτου.

Η διατήρηση όμως της αναπνοής με μηχανικούς αναπνευστήρες και η υποστήριξη της κυκλοφορίας, ενώ είχαν καταργηθεί οι εγκεφαλικές λειτουργίες, δημιούργησε αμφιβολίες, για το εάν ο μέχρι τότε αποδε­κτός ορισμός του θανάτου, ήταν σαφής και ακριβής.

Οι αμφιβολίες αυτές προκάλεσαν την αναθεώρηση και επανεξέταση της έννοιας του θανάτου και οδήγησαν στη νέα αντίληψη του εγκεφαλι­κού θανάτου με προεκτάσεις όχι μόνο ιατρικές αλλά και πολιτιστικές, φιλοσοφικές, ηθικές, νομικές και θρησκευτικές.

Η αντίληψη αυτή που διαμορφώθηκε και επικρατεί τα τελευταία χρόνια, βασίζεται στον ορισμό του θανάτου: «σαν την ανεπανόρθωτη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση, σε συνδυασμό με την ανεπα­νόρθωτη απώλεια της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή», που αποτε­λεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση αυτόνομης καρδιακής λειτουργίας.

Οι λειτουργίες της αναπνοής και της κυκλοφορίας που χαρακτηρί­ζουν μια ανθρώπινη ύπαρξη σαν αυτόνομη και ανεξάρτητη βιολογική μονάδα, είναι λειτουργίες που ξεκινούν από το εγκεφαλικό στέλεχος.

Εφόσον υπάρχει ανεπανόρθωτη βλάβη και νέκρωση του στελέχους, η δραστηριότητα των εγκεφαλικών ημισφαιρίων δεν μπορεί να ολοκλη­ρωθεί, με συνέπεια να μην είναι δυνατή γνωστική η συναισθηματική ζωή. Το άτομο του οποίου ο εγκέφαλος έχει χάσει τη δυνατότητα και ικανότητα αυτών των λειτουργιών είναι νεκρό.

Επομένως ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους είναι συνθήκη επαρκής και αναγκαία για να χαρακτηρισθεί ολόκληρος ο εγκέφαλος νε­κρός. Κατ' ακολουθία η διάγνωση του θανάτου του ανθρώπινου σώμα­τος ταυτίζεται με τη διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέ­χους. Τα κριτήρια για τη διάγνωση αυτή είναι ιατρικά και καθορίζονται με μέχρι σήμερα αναγνωρισμένες ιατρικές τεχνικές.

Πρέπει να διευκρινισθεί, ότι ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους δεν πρέπει να συγχέεται με την απώλεια «υψηλότερων εγκεφαλικών λειτουργιών», από μαζική καταστροφή των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, που ονομάζεται «φυτική κατάσταση». Τα άτομα που βρίσκονται σ' αυ­τή την κατάσταση δεν θεωρούνται νεκρά γιατί το εγκεφαλικό τους στέ­λεχος λειτουργεί και συντηρεί την αναπνοή και κυκλοφορία.»

(ΚΕΣΥ, Διάγνωση Εγκεφαλικού Θανάτου, Αθήνα 1987 σελ. 7-8)

Έτσι, από το γαλλικό Coma depasse, το υπερβαθέν κώμα, που εθε­ωρείτο απλώς μία απελπιστική παθολογική κατάσταση, χωρίς ο ασθενής να εκλαμβάνεται ως νεκρός, περάσαμε στον «εγκεφαλικό θάνατον», όρο με ασαφές, αλλά και αντιφατικό περιεχόμενο, τού οποίου ο ορι­σμός αποτελεί, επί πλέον, όπως λέμε στη Λογική, «λήψη τού ζητου­μένου».

Όμως, άπ' την εποχή της παλιάς διατύπωσης τού Harvard, 1968, και της Minnesota, 1971, μέχρι σήμερα, 1999, τα πράγματα άλλαξαν στην Ιατρική. Μια νεώτερη αντίληψη για το θάνατο διατυπώθηκε από την «Επιτροπή τού Προέδρου των ΗΠΑ για τη μελέτη Προβλη­μάτων Ηθικής στην Ιατρική και Βιο-ιατρικήν και την Έρευνα Συμ­περιφοράς», τού Πανεπιστημίου τού Harvard, το 1981.

Κατ' αυτήν: «άτομο που έπαθε 1) μη αναστρέψιμη παύση καρδιο-αναπνευστικής λειτουργίας, 2) μη αναστρέψιμη παύση όλων των λει­τουργιών ολοκλήρου τού εγκεφάλου (δηλαδή: εγκεφαλικών ημισφαι­ρίων και εγκεφαλικού στελέχους), είναι νεκρόν.

Αυτός ο νέος ορισμός τού θανάτου είναι ένας «ομοειδής ορισμός» (Uniform Determination). Τώρα πια είναι δυνατόν να ορισθεί ιατρικώς ο θάνατος, είτε με καρδιο-αναπνευστικά, είτε με νευρολογικά κριτήρια. Αντιμετωπίζεται, έτσι, ο θάνατος όχι μόνο σαν στιγμιαίος, αλλά σαν διαδικασία με αρχή, διάφορες φάσεις, που άλλοτε προηγείται η μία, άλλοτε η άλλη, η δε ολοκλήρωσή των φέρνει τον τελικό, τελεσίδικο, οριστικό όσον και πλήρη βιολογικό θάνατον.

Η μόνη, αλλά μεγάλη δυσκολία, που αντιμετωπίζει πια ο γιατρός, με το νέον ορισμό, είναι αυτή ακριβώς η διάγνωση και διαπίστωση της μη αναστρεψιμότητας τού κώματος, δεδομένου, ότι είναι σύνηθες, την ιδίαν κλινική εικόνα να υποδύονται και άλλες παθολογικές καταστά­σεις, οφειλόμενες σε πολλά και διάφορα αίτια, οπότε, φυσικά, το θεωρούμενο ως μη ανατάξιμο κώμα ενδέχεται να αποδειχθεί, τελικά, αναστρέψιμο (Αθανασίου Αβραμίδη, επίκ. καθηγ. Ιατρικής Πανεπι­στημίου Αθηνών, «Ευθανασία», σελ. 40).

Επομένως, μετά και τα νέα αυτά δεδομένα, η Ελληνική Πολιτεία ή­ταν ανάγκη να αναθεωρήσει τον Ν. 1383/83, πράγμα, που, δυστυχώς, έγινε, αλλά επί το χείρον, την 27 Αυγούστου τού 1999, οπότε και εψηφίσθη ο νέος Νόμος περί Μεταμοσχεύσεων (Ν. 2737/99).

Αλλά και το Κεντρικό Συμβούλων Υγείας πρέπει να τοποθετηθεί εκ νέου, ώστε να απαλείψει εκείνο, που έγραφε το 1987, ότι δηλαδή «ο θά­νατος τού εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με το θάνατον τού ανθρω­πίνου σώματος» (ΚΕΣΥ, «Διάγνωση...», σελ. 11), αλλά και το άλλο εκείνο, ότι: «Έφ' όσον τεθεί η διάγνωση τού θανάτου τού εγκεφαλικού στελέχους, το άτομο πρέπει να θεωρείται νεκρό και η παραπέρα θερα­πευτική υποστήριξη είναι άσκοπη», (αυτόθι, σελ. 20), απόψεις οπισθο­δρομικές, που δυστυχώς παρέσυραν το Νομοθέτην, ώστε να ομιλεί σή­μερον περί «νέκρωσης τού εγκεφαλικού στελέχους» σαν επαρκούς, αναγ­καίου και ασφαλούς κριτηρίου θανάτου (Ν. 2737/99 αρθ. 12, παρ. 6).

Εν προκειμένω, το περίεργο είναι, ότι το ίδιο το ΚΕΣΥ, τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση τού Ν. 1383 /83 ανεγνώριζε, ότι: «ο ορισμός τού εγκεφαλικού θανάτου είναι θέμα, που πρέπει να ορίζεται με επι­στημονικά κριτήρια και όχι με νομικές διατάξεις». (ΚΕΣΥ, αυτόθι σελ. 5).

Σημειώνομε, έπ' ευκαιρία της διάκρισης, που κάνει το ΚΕΣΥ, με­ταξύ των ασθενών - νεκρών με «νεκρό» Εγκεφαλικό Στέλεχος και όσων βρίσκονται σε «φυτική κατάσταση» από «μαζική καταστροφή των εγκεφαλικών ημισφαιρίων», οι οποίοι ασθενείς και δεν θεωρούν­ται νεκροί, ότι, δυστυχώς, χειρουργοί επωνύμως προτείνουν να θεω­ρούνται, επίσης, πτώματα και οι ασθενείς - «φυτά» (περιοδ. «Ελλη­νική Χειρουργική», τεύχος Ιανουαρίου 1990). Τούτο το σύμπτωμα είναι ενδεικτικό ορισμένων υπαρχουσών τά­σεων και μαρτυρεί για το που μπορούν να φθάσουν άνθρωποι χωρίς ενδοιασμούς.

Ο καθηγητής κ. Αθανάσιος Β. Αβραμίδης, τού οποίου η διατριβή επί Διδακτορία είχε ως αντικείμενο την «Αναζωογόνηση εκ καρ­διακής ανακοπής», η δε επί Υφηγεσία διατριβή του έγινε επί τού θέ­ματος «Η επιμήκυνση των ορίων τού "κλινικού θανάτου" κατά την καρδιακή ανακοπή» και ο οποίος, επομένως, είναι «ο ειδικός» για το ζήτημα, που μας απασχολεί, έγραφε το 1995, ανυποψίαστος και χω­ρίς να φαντάζεται, ότι ήταν ποτέ δυνατόν να ψηφισθεί Νόμος σαν τον 2737/99, τα εξής:

«Τα ερωτήματα, πάντως, επανέρχονται εξαιτίας των προτάσεων προς χαλάρωση των κριτηρίων, με τα οποία ορίζεται ο "εγκεφαλικός θάνατος", με τις οποίες επιτείνονται οι ανησυχίες [εκ] πιθανότητας καταχρήσεως» («Ευθανασία», σελ. 42-43).

Και συνεχίζει, συνοψίζοντας τις τήδε κακείσε ακουόμενες φωνές κα­τά μερικών μορφών Μεταμοσχεύσεων, έπ' ευκαιρία της νέας περί εγκεφαλικού θανάτου αντίληψης.

«Η εισαγωγή τού "εγκεφαλικού θανάτου" ως "κριτηρίου παύσεως της ζωής" συνέπεσε χρονικώς με την ανάπτυξη των μεταμοσχεύσεων, ώστε υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι υποπτεύονται ότι... ήταν "επινόη­ση" προς διευκόλυνση εξευρέσεως οργάνων για τις μεταμοσχεύσεις, εφ’ όσον τα "πτωματικά" από τους " καρδιοαναπνευστικώς νεκρούς" απεδεικνύοντο ακατάλληλα.

Και επειδή ούτε αυτά επαρκούν πλέον, προς "γεφύρωση τού χάσμα­τος μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως", υπεδείχθη κατά καιρούς, ότι θα έπρεπε να γίνουν πιο ελαστικά ή χαλαρά τα "κριτήρια" τού "εγκεφαλικού θανάτου", ή και να χαρακτηρίζεται ο "εγκεφαλικός νεκρός" ως "κτήμα της κοινωνίας" προς χρήση για μεταμοσχεύσεις.

Με τέτοιες τάσεις όμως, η διάγνωση τού εγκεφαλικού θανάτου γίνε­ται πιο επιλήψιμη, και διαβλητή "για σκόπιμη επίσπευση τού θανά­του", προκειμένου να ληφθούν από ένα "ιδανικό δότη" - όπως χαρακτη­ρίζεται ένα νέο άτομο, θύμα τροχαίου ατυχήματος - όργανα προς μετα­μόσχευση. Και... "θυσιάζεται πριν ξεψυχήσει"... "για να δοθεί ζωή" σε κάποιον άλλον, που εναγωνίως περιμένει - και γιατί τάχα όχι; - με τη λογική... "ο θάνατός σου, η ζωή μου". Από κάποιον που... "δεν έσβησε η ζωή μέσα του"... ακόμη, ούτε έχει υπογραφεί "πιστοποιητικό θανά­του" γι’ αυτόν, διότι δεν έχει γίνει ακόμη πτώμα· και τού προσφέρεται κάθε δυνατή βοήθεια, ώστε τα όργανά του να διατηρούν τη ζωτικότητά τους, μέχρι να ετοιμασθεί η διαδικασία λήψεώς τους, οπότε, τα ζωντα­νά ακόμη αυτά όργανα, χαρακτηρίζονται ως... "πτωματικά" πλέον.

Τέτοιες "πληροφορίες", όταν γίνονται γνωστές - και γίνονται με ποικίλους τρόπους - έχουν δημιουργήσει σε πολλούς αλτρουιστές ερω­τήματα, επιφυλάξεις και αμφιβολίες, αν θα πρέπει να γίνονται "δωρη­τές σώματος ή οργάνων", όταν ενδέχεται κάποιοι να τους "αποτελειώ­σουν" μια ώρα γρηγορότερα και πριν ξεψυχήσουν.

Έτσι, πολλοί και παντού στον κόσμο έχουν ανακαλέσει την προσφορά τους. Διότι για πολλούς δημιουργούνται τεράστια προβλήματα συ­νειδήσεως, είτε πρόκειται για το άτομο τους, είτε όταν καλούνται να αποφασίσουν για κάποιον δικό τους άνθρωπο. Και διερωτώνται αν δεν είναι παράλογο το να καθίσταται "υπέρτερος νόμος" ή ανάγκη "εξοικο­νομήσεως" οργάνων καθ’ οιονδήποτε τρόπο και από "... μη τελείως αποθανόντες", προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποιοι άλλοι που χρειά­ζονται τα όργανά τους» (Αθαν. Αβραμίδη, «Ευθανασία», σελ. 44-46).

Ο καθηγητής κ. Αβραμίδης δεν δείχνει βέβαια να υιοθετεί όλους αυτούς τους φόβους. Θέλομεν όμως να ελπίζομε, ότι μόλις διάβασε τον νέον Νόμο της 27ης Αυγούστου 1999 (Ν. 2737/99) και μάλιστα το άρθρο 12, παράγραφο 6 («μόνο αν πρόκειται να γίνει μετα­μόσχευση συνεχίζεται η τεχνητή υποστήριξη»), εν συνδυασμώ με τις ποινικές κυρώσεις, που προβλέπει ο Νόμος για τον γιατρό, ο οποίος, τυχόν, θελήσει να «συνεχίσει την τεχνητή υποστήριξη» και ο οποίος -άκουσον (!) άκουσον (!) - «τιμωρείται γι' αυτό με φυλάκιση μέχρι ένα (1) έτος και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών» (άρθρ. 20, παρ. 1), μετά από όλ' αυτά, ελπίζομε, ότι ο κ. καθηγητής δεν θα παραθέτει σαν ξένους, αλλά θα κάνει δικούς του τους φόβους πολλών για το σοβαρό κοινωνικό κίνδυνο αυτών των Μεταμοσχεύσεων, όπως σήμερα εφαρμόζονται.

Μπορεί ο κ. καθηγητής και σήμερα, δυο μήνες μετά την ψήφιση τού Ν. 2737/99, να εξακολουθεί να γράφει: «δεν είναι βεβαίως ορθόν αυ­τό, που υποστηρίχθηκε, ότι "επινοήθηκε ο εγκεφαλικός θάνατος για να διευκολυνθούν οι μεταμοσχεύσεις"»; (Ευθανασία, σελ. 46).

Εμείς οι «σκοταδιστές», κατά τους πρωτοκλασάτους «προοδευτι­κούς» τους εμπλεκόμενους στις τωρινές μεταμοσχεύσεις, έχομεν τη γνώμη, ότι οι τυχόν επιφυλάξεις τόσον της Εκκλησίας καθώς και σε­βαστής μερίδας εγκρίτων Ιατρών, θα δείξει το σωστό δρόμο: Θα δώ­σει, ακριβώς, το έναυσμα και το κίνητρο στο να προαχθούν, έτι πε­ραιτέρω, οι μεταμοσχευτικές έρευνες και δυνατότητες και να μη «λιμνάζουν», όπως γίνεται επί των ημερών μας.

Διότι, τι γίνεται σήμερον; Μερικοί μαθητευθέντες και μαθητευόμε­νοι σε όσα, ή μέχρι σήμερον έρευνα άλλων, πέτυχε, στραβά ή σωστά, παριστάνουν τους σπουδαίους καθηγητές, θέτουν εις εφαρμογή ο,τι ήδη κατεκτήθει από άλλους, το οποίο προς το παρόν είναι κυρίως Με­ταμοσχεύσεις από δολοφονουμένους ασθενείς. Μας κάνουν τους πρω­τοπόρους, αυτοί οι λίαν οπισθοδρομικοί!

Ας κάνουν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι σπουδαιοφανείς, έρευνες, ας πετύ­χουν, π.χ., τη διατήρηση μακροχρονιότερον των ευαίσθητων και ευ­γενών οργάνων, ώστε αυτά να λαμβάνονται από όντως νεκρούς, να εί­ναι δηλαδή όντως «πτωματικά όργανα», αφαιρεθέντα μετά την οριστική παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας! Αν έχουν «κότσια», ας το πετύχουν!

Γιατί είναι γνωστόν πλέον, ότι εκριζώνουν ευγενή όργανα, όχι μόνον από «εγκεφαλικά νεκρούς», αλλά και από υγιέστατα άτομα και μάλι­στα παρά τη θέληση τους, από απαχθέντα και εξαφανισθέντα παιδιά, κ.λπ. προς τον σκοπό των Μεταμοσχεύσεων. Εμείς είμεθα υπέρ των Μεταμοσχεύσεων, όχι όμως αυτών που γίνονται σήμερον, που είναι εν ψυχρώ δολοφονίες εν ονόματι... της ζωής και εν ονόματι τού... «αλ­τρουισμού των άλλων», πάντα!!!

Το 1987, το ΚΕΣΥ έγραφε: «Όλες σχεδόν οι χώρες αποδέχονται σήμερα, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το θάνατον τού ατόμου, παρά τη διάφορη τοποθέτησή τους ως προς την επίσημη ανα­γνώριση τού θανάτου τού εγκεφαλικού στελέχους. Το θέμα αυτό κα­λύπτεται, είτε με ιατρικούς κώδικες, είτε με σχετική νομοθεσία» (ΚΕΣΥ, «Διάγνωση...» σ. 10).

Ούτε όμως όλες οι χώρες ανεγνώρισαν επίσημα τον «Εγκεφαλικό Θάνατον», διότι, η Δανία, η Ιαπωνία και οι ισλαμικές χώρες είτε επι­φυλάσσονται, είτε τον απορρίπτουν διαρρήδην και αναφανδόν, άλλ' ούτε και στις λοιπές χώρες, όπου νομοθετικά αναγνωρίσθηκε ο «Εγ­κεφαλικός Θάνατος», έγινε αποδεκτός από όλη την ιατρική Κοινό­τητα.

Περιττό να επαναλάβουμε, ότι η νεοφανής αυτή αντίληψη, έννοια και ορολογία ευδοκίμησε, κυρίως, στους ιατρικούς κύκλους των εμ­πλεκομένων στις Μεταμοσχεύσεις, για λόγους ευνόητους, καθώς και στο μέγα πλήθος γιατρών ουραγών της Ιατρικής Επιστήμης και Έρευνας, που αναμασούν και αρέσκονται και αρκούνται σ' αυτό.

Αντιθέτως, σημαντικό μέρος εγκρίτων ιατρών και όπως θα δούμε κατωτέρω, και Πανεπιστημιακών Καθηγητών, θεώρησαν τον «εγκε­φαλικό θάνατον» ακόμη και σα νεόκοπο όρο, «νεολογισμόν παρηκμασμένης εποχής, κατά την οποίαν οι λέξεις χάνουν το νόημα τους» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, Μεταμοσχεύσεις.).

Παρατηρήσαμε ήδη, ότι η αναθεώρηση, στην εποχή μας, τού αιωνό­βιου στην ισχύ ιατρικού ορισμού τού θανάτου συμπίπτει με τη διάδοση των Μεταμοσχεύσεων.

Μέχρι δε προ τίνος, διαβάζοντας και στο ΚΕΣΥ, ότι: «Έφ' όσον τε­θεί η διάγνωση τού θανάτου τού εγκεφαλικού στελέχους, το άτομο πρέ­πει να θεωρείται νεκρό και η παραπέρα θεραπευτική υποστήριξη είναι άσκοπη, εκτός εάν πρόκειται να γίνει δωρεά οργάνων για μεταμόσχευ­ση» (ΚΕΣΥ, Διάγνωση... σελ. 20), μόνον πιστεύαμε, ότι ο «εγκεφαλι­κός θάνατος», όχι απλώς συμβαδίζει χρονικώς με τις Μεταμοσχεύσεις, αλλά προπαντός, επινοήθηκε εξ αιτίας των και χάριν αυτών, προκειμέ­νου να εξασφαλίζονται ανθρώπινα όργανα.

Με την ψήφιση όμως τού Νόμου 2737/99, δεν το πιστεύομε πλέον, αλλά το γνωρίζομε ήδη: ο νόμος αυτός ορίζει (αρθρ. 12, παρ. 6): «Μό­νον αν πρόκειται να γίνει μεταμόσχευση, συνεχίζεται η τεχνητή υποστή­ριξη» τού ασθενούς δηλαδή με «νέκρωση» τού «Εγκεφαλικού Στελέ­χους».

Απορούμε δε, πως και επίσημα εκκλησιαστικά χείλη, προτρέπουν το λαό να γίνει «δωρητής οργάνων μετά θάνατον», διότι πρέπει να γνωρί­ζουν, ότι στέλνουν, έτσι, τα πρόβατα στο στόμα των λύκων, αφού τα όρ­γανα αφαιρούνται από «δήθεν νεκρούς δότες».

Δηλαδή, είναι μεν «αλήθεια», ότι, π.χ., η αφαίρεση καρδίας από ένα δωρητή γίνεται, βέβαια, «μετά θάνατον», αλλά μετά «ποιόν θάνατον;» Αυτόν ακριβώς, που προκαλούν οι ίδιοι οι χειρουργοί πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, ενώ δηλαδή ακόμη ο δωρητής έχει μεν «νεκρωμένο» τον εγκέφαλο, όμως οι λοιπές αντικειμενικές βιολογικές λειτουργίες του εί­ναι εν ενεργεία (: η καρδιακή λειτουργία, η νεφρική, η πεπτική και, εν τινι μέτρω, η αναπνευστική).

Και επειδή, αν σταματήσει η καρδιά μόνη της, αχρηστεύεται, καθώς επίσης και άλλα ευγενή όργανα, γι' αυτό την σταματάει ο χειρουργός με ειδικόν παγωμένον υγρό, που εισάγει στη ζωντανή ακόμη καρδιά, οπότε αυτή σταματάει πια, και αμέσως τότε εσπευσμένα ο χειρουργός την αφαιρεί. Έτσι, λοιπόν, είναι, βέβαια, «αλήθεια» αυτό που διαφημίζουν, ότι, δηλαδή, την αφαιρούν μετά θάνατον, άλλ' είναι η «μισή αλήθεια», επει­δή ακριβώς την παύση της καρδιάς την προκαλούν με φάρμακο, για να την ξερριζώσουν κατά την προγραμματισμένη και προαποφασισμένη άπ' τον χειρουργό στιγμή.

Έτσι, πετυχαίνεται, υπό τις ευλογίες τού Νόμου, η δολοφονία. Ποιο άλλο τελειομανές έγκλημα θα μπορούσε να φθάσει σε τελειότητα το «τέλειον έγκλημα των Μεταμοσχεύσεων»; Άλλ' αυτό, να εμφανίζεται και σαν ύψιστο δείγμα αλτρουισμού και αυτοθυσίας, επί πλέον, αποτελεί διαστροφή!

Αυτό που υπολείπεται στη Μεταμόσχευση είναι να την παρουσιά­σουν και από πλευράς Αισθητικής Φιλοσοφίας και σαν έργον Τέχνης. Το λέγω αυτό, γιατί ενθυμούμαι, προ αρκετών ετών, έπεσε το βλέμμα μου, σε προθήκην ευρωπαϊκού βιβλιοπωλείου, στον εξής τίτλο βιβλίου: «Η δολοφονία, ως μία των Καλών Τεχνών»! Και γιατί όχι, λοιπόν; Αφού φθάσαμε να ακούμε, επίσημα εκκλησιαστικά χείλη να θεωρούν αυτές τις Μεταμοσχεύσεις, που σήμερα γίνονται, σαν την «υψίστη Χριστιανικήν αρετή»;

Όσο για την Πολιτεία, αυτή νομιμοποιεί την δολοφονία υπό την προϋπόθεση: δολοφόνος να είναι ο χειρουργός. Και όχι μόνον αυτό: το ασυγκρίτως χειρότερο, το και ανήκουστο, είναι, όχι μόνον η Νομι­μοποίηση της δολοφονίας, αλλά, προπαντώς, η υποχρέωση τού γιατρού να δολοφονεί, επί ποινή μάλιστα φυλακίσεως, ενός έτους, εάν το αρνηθεί, και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 2.000.000 δραχμών.

Έτσι, η δολοφονία δεν εΐναι μόνο νόμιμη, αλλά και υποχρεωτική για τους γιατρούς. Αυτά, εν μεταφράσει, λέγει ο νέος Νόμος της 27ης Αυγούστου 1999 (Ν. 2737 /99,άρθρ. 12, παρ. 6).

Οπωσδήποτε, πάντως, πρέπει να απαντηθούν τα επιχειρήματα των οπαδών τού «εγκεφαλικού θανάτου», οι οποίοι τον ταυτίζουν με τον οριστικό βιολογικό θάνατον τού ανθρώπου: Ως βασικά δε επιχειρή­ματα συνήθως προβάλλονται τα εξής:

1) Η έλλειψη συνειδητότητας, γνωστικής και συναισθηματικής ζωής και η έλλειψη βιώματος στον «εγκεφαλικά νεκρόν».

2) Η απουσία αυτόνομης αναπνοής σ' αυτόν.

3) Η μη αναστρεψιμότητα τού «κώματός» του.

4) Η έλλειψη αντίδρασης σε έντονα ερεθίσματα, ακόμη και οδυνη­ρά και η ολοκληρωτική απουσία αντανακλαστικών, σ' αυτόν.

Γενική απάντηση: Και τα τέσσαρα αυτά σημεία, ή όλα μαζί, ή μερι­κά απ' αυτά, είναι δυνατόν να εμφανίζονται και σε άλλες, από όλους ομολογούμενες ως παθολογικές, καταστάσεις ζώντος οργανισμού, οι οποίες, δηλαδή, μπορούν να υποδύονται αυτήν την κλινική εικόνα, που μας δίνει ο «εγκεφαλικά νεκρός», ενώ δεν πρόκειται για νεκρό, άλλ' απλώς για ασθενή.

Απάντηση στο σημείο 1: Η έλλειψη συνειδητότητας και βιώμα­τος δεν ανήκουν στις αντικειμενικότητες των συμπτωμάτων τού «εγκεφαλικού θανάτου», τις οποίες και δικαιούται να απαιτεί η ιατρική σαν Επιστήμη.

Ο αντιλέγων στον ισχυρισμό μας ασφαλώς συγχέει δύο διακριτέα πράγματα, δηλαδή, την λειτουργία τού «συστήματος εγρήγορσης» (Arousal System), που έχει και αντικειμενικές, άρα δε επιστημονικώς διαπιστώσιμες εκδηλώσεις, με την συνειδητότητα και το βίωμα, τα οποία είναι υποκειμενικά.

Οι αντιφρονούντες πιστεύουν κακώς, ότι «κατά τον εγκεφαλικό θά­νατον έχομε απουσία συνειδητότητας, διότι έπαθε βλάβη ή ενεκρώθη το εγκεφαλικό Κέντρο Συνείδησης».

Άλλ' ούτε η Ανατομία, ούτε η Φυσιολογία, ούτε και κανείς εχέφρων και ισορροπημένος επιστήμονας ανακάλυψε ποτέ ή υπέδειξε το εγκεφαλικό Κέντρον της Συνείδησης. Ανατομία και Φυσιολογία τού ανθρωπου ομιλούν μόνο για Σύστημα Εγρήγορσης (Arousal System) «και αποτελεί αυθαιρεσία η ταύτιση Συνείδησης και Εγρήγορσης» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, ένθα άνωτ., σελ. 50 και 60-61).

Εξ άλλου, και στους ασθενείς, που βρίσκονται σε «φυτική κατάστα­ση», έχομε, ως προς τη Συνειδητότητα, το ίδιον επίπεδο με αυτό των «εγκεφαλικά νεκρών». Μερικοί γιατροί εξαντλούν τη ζωή στην αντικει­μενικότητα, ενώ «η Συνείδηση ή, αν θέλετε, η αίσθηση τού εσωτερικού μονολόγου, που έχει κάθε άνθρωπος, είναι βίωμα υποκειμενικό και όχι αντικειμενικό» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, ένθα άνωτ., σελ. 50). Στο σημείο αυτό παρατηρητέο, ότι ο Νόμος τού 1983 για τις Με­ταμοσχεύσεις ορίζει, ότι αφαίρεση οργάνων γίνεται, όταν «το πρόσω­πον είναι νεκρόν», αντί να λέγει το ορθόν: «όταν ο άνθρωπος είναι και λογίζεται πτώμα».

Οι υπέρμαχοι τού «εγκεφαλικού θανάτου» διατείνονται, ότι «σύμ­φωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, η απουσία αισθητικής αντίδρασης μαρτυρεί την απώλεια της συνείδησης και τούτο υποδηλώνει ανυπαρ­ξία βιώματος». Πλην της απάντησης, που ήδη δώσαμεν ανωτέρω, ερωτώμεν: Ο έχων αυτά τα συμπτώματα («απώλεια Συνείδησης», «ανυπαρξία βιώματος») επιτρέπεται να ενταφιασθεί, ή, να αποτε­φρωθεί, ή, να καταψυχθεί ως νεκρός; Εν τοιαύτη περιπτώσει, πως, λοιπόν, τού αφαιρείτε τα ζωτικά όργανα; (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, Μεταμοσχεύσεις.).

Απάντηση στο σημείο 2: Πράγματι, ο ασθενής, που τον χαρακτη­ρίζουν «νεκρό εγκεφαλικά», έχει μεγάλη δυσχέρεια στην αναπνοή και γι' αυτό υποβοηθείται με τεχνητό πνεύμονα. Αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει, διότι: αυτή είναι η ασθένειά του, αυτό είναι και το σύμπτω­μα της: έντονη αναπνευστική δυσχέρεια. Αλλά αυτό σημαίνει, ότι έχομεν ήδη θάνατον;

Μήπως ο νεκρός μπορεί να θεωρηθεί, να ονομασθεί ή να είναι ασθε­νής; Αλλά και στους νεφρούς, όταν αυτοί παρουσιάσουν νεφρική ανε­πάρκεια, δεν γίνεται θεραπεία υποκατάστασης; Μήπως, λοιπόν, και οι νεφροπαθείς είναι νεκροί, θεωρούνται πτώματα; Αλλά και οι διαβητι­κοί, που παίρνουν ινσουλίνη για να ζήσουν, θεωρούνται νεκροί;

Είτε, λοιπόν, φαρμακευτική είτε μηχανική υποστήριξη, δεν σημαί­νει, ότι ο ασθενής είναι νεκρός. Αλλά και τα έμβρυα αναπνέουν; Κι' όμως κανείς δεν ισχυρίστηκε, ότι είναι γι' αυτό νεκρά.

Εξ άλλου, η Φυσιολογία διδάσκει, ότι ακόμη και μετά βλάβη τού ίδιου τού προμήκους, η αναπνοή δεν καταργείται εντελώς, διότι υπάρ­χουν και τα δευτερεύοντα αναπνευστικά κέντρα, που εξασφαλίζουν «εί­δος τι αυτοματίας» (Ι. Χατζημηνά, Φυσιολογία τού κεντρικού νευ­ρικού συστήματος, σελ. 207 και εξής, Αθήνα 1963).

Απάντηση στο σημείο 3: Όσον για τη μη αντιστρεψιμότητα τού κώματος, και μόνο λογικώς, δεν μπορεί να σημαίνει τον «ήδη θάνα­τον». Είναι μόνο μία πορεία προς το θάνατον. Η μη αντιστρεψιμότητα, εξ άλλου, εμφανίζεται και στα λεγόμενα «χρόνια κώματα», τα οποία, κατά κοινή παραδοχή, αποτελούν ασθένεια και όχι θάνατον, στα οποία, βέβαια, έχομε διατήρηση των «φυτικών λειτουργιών». Άλλ' αυτήν την «φυτική» λειτουργία της αναπνοής, σε προχωρημένα στάδια, δεν την έχουν ούτε οι ασθενείς - «φυτά».

Απάντηση στο σημείο 4: Ο ελληνικός Νόμος τού 1983 όριζε, ότι, για να θεωρηθεί κάποιος «εγκεφαλικά νεκρός», είναι ανάγκη να υπάρχει «απουσία όλων των αντανακλαστικών». Όμως, όταν παύ­σουν τα αντανακλαστικά τού Εγκεφαλικού Στελέχους, αναδύονται άλλα, όπως το αντανακλαστικό της τριπλής κάμψης, το αντανακλαστικό Babinski, κ.λπ., όπως π.χ. συμβαίνει στα νεογνά, ή, σε περί­πτωση βλάβης τού Εγκεφαλικού Στελέχους, που μαρτυρεί απλώς ύπαρξη νευρολογικής διαταραχής και όχι θάνατον. Λοιπόν, τα παθο­λογικά αυτά αντανακλαστικά εντάσσονται, ναι, ή, όχι, στις αντικειμενικότητες τού εγκεφαλικού θανάτου; (Κυπριανός Χριστοδουλίδης, Μεταμοσχεύσεις.).

Και το τελευταίο, ηχηρότερο και γι' αυτό εντυπωσιακότερο επι­χείρημα των θιασωτών τού «Εγκεφαλικού θανάτου»: Πάντως, με «εγκεφαλικό θάνατο», που διαρκεί ορισμένο χρόνο (ημερών ή και μηνών), ουδείς επανήλθε.

Απαντάμε: Αλλά και με καρδιακό θάνατο, μετά μόνον ορισμένη ώρα, επίσης ουδείς επανήλθε! Ότι δε δεν είναι τα πράγματα τό­σον απλά, φαίνεται και από πολλές περιπτώσεις επανόδου στη ζωή με­τά διάγνωση εγκεφαλικού θανάτου (Άθαν. Αβραμίδη, «Ευθανασία», σελ. 43).

Για το ερώτημα «Πότε αρχίζει ο θάνατος;» είναι ιδιαίτερα διαφω­τιστικά, όσα γράφει ο ιατρός κ. Κυπριανός Χριστοδουλίδης στο θαυμάσιο, αγωνιστικό και πρωτοποριακό βιβλίο του «Μετα­μοσχεύσεις: λύση ή πρόβλημα», Εκδ. Υπακοή 1995, και τα οποία κρίναμε, ότι είναι ορθό να μη τα στερηθεί ο αναγνώστης μας:

«Για το ερώτημα, πότε αρχίζει ο θάνατος, θα παρατηρούσα, ότι αν ετίθετο πριν από δύο ή τρεις δεκαετίες θα αντιμετωπιζόταν το λιγότερο με συμπάθεια. Για να μην πω ότι θα θεωρείτο ανόητος εκείνος που θα είχε αυτού τού είδους την απορία, μάλιστα, καταθέτοντας γραπτώς τους προβληματισμούς του. Το ερώτημα ωστόσο είναι ήδη προς συζή­τηση στην... προοδευμένη εποχή μας.

Πριν από είκοσι με τριάντα χρόνια, όλοι δεχόμαστε ότι η οριστική διακοπή της καρδιακής λειτουργίας συνεπάγεται την αναπόφευκτη και αναπότρεπτη λύση τού συμβολαίου ζωής, που ο καθένας μας συνάπτει αμέσως με τη γονιμοποίηση - ένωση τού ωαρίου με το σπερματοζωάριο.

Στον ιατρικό κόσμο ήταν γνωστό ότι ο άνθρωπος μπορούσε να ζήσει μετά από σοβαρή κάκωση τού εγκέφαλου. Άρρωστοι που έπασχαν από τραυματικό εγκεφαλικό επεισόδιο ή εγκεφαλικό επεισόδιο άλλης αιτιο­λογίας, συνήθως από χρήση ναρκωτικών ουσιών, υφίσταντο άλλοι μεν βλάβη στο εγκεφαλικό στέλεχος, άλλοι δε παροδική στέρηση οξυγόνου με αποτέλεσμα να πέφτουν σε κώμα.

Μερικοί από αυτούς θεραπεύονταν και άλλοι όχι. Από εκείνους που δεν μπορούσαμε να θεραπεύσουμε άρχισαν να δημιουργούνται και οι πρώτες αμφισβητήσεις στο κατά πόσο η οριστική διακοπή της καρ­διακής λειτουργίας απέδιδε την πραγματικότητα τού θανάτου. Διότι οι άρρωστοι αυτοί, αν και ανέπνεαν με τη βοήθεια συσκευής παροχής μίγ­ματος οξυγόνου με πίεση και η καρδιά τους λειτουργούσε (φυσικά είχαν διούρηση και αφόδευση) δεν μπορούσαν «να βγουν από το κώμα». Δη­λαδή, να συνέλθουν.

Αλλά τα ερωτηματικά άρχισαν από το γεγονός ότι η τεχνολογία μας επέτρεψε να προβαίνουμε σε εγχειρήσεις, καθώς λέγονται, ανοικτής καρδίας. Είναι αυτό που λέμε «εξωσωματική κυκλοφορία» κατά την οποία η καρδιακή λειτουργία γίνεται με μηχανικά μέσα και μετά το τέ­λος της επέμβασης η καρδιά επανακτά πάλι το ρυθμό της.

Η παρέμβαση που είχε σαν αποτέλεσμα την πρόσκαιρη διακοπή τού φυσικού καρδιακού έργου έκανε μερικούς γιατρούς να σκεφθούν ως εξής: Αφού η καρδιά σταματά και ο ασθενής αναπνέει, τούτο σημαίνει ότι η αναπνοή είναι πρωταρχικής σημασίας για τον άνθρωπο. Όταν ο άν­θρωπος δεν αναπνέει τότε είναι νεκρός. Επειδή δε η αναπνευστική λει­τουργία εφορεύετε από τον εγκέφαλο και το πρωτεύον αναπνευστικό κέντρο εδράζεται στο εγκεφαλικό στέλεχος - όπου εκεί εντοπίζονται, σύμφωνα με τις απόψεις των νεωτεριστών, το ζωτικό κέντρο της κυ­κλοφορίας και η ικανότητα συνείδησης - συμπεραίνεται επιπόλαια ότι: «Ο θάνατος τού εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με το θάνατο τού ανθρώπινου σώματος γιατί καταργείται η αυτόματη αναπνοή και σε δεύτερο στάδιο η κυκλοφορία» (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας, Διά­γνωση Εγκεφαλικού Θανάτου, Αθήνα 1987).

Τα πράγματα, φυσικά, δεν είναι τόσο απλά όπως τα θέλουν η συντα­κτική επιτροπή τού Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας και αρκετοί άλλοι. Είναι τόσο περίπλοκα όσο περίπλοκος είναι, παραδείγματος χάριν, και ο μηχανισμός της αναπνοής (οι ειδικοί ξέρουν πολύ καλά τι εννοώ). Ας πιάσουμε λοιπόν την αρχή τού νήματος και ας προσπαθήσουμε να ξε­μπλέξουμε το κουβάρι τού εγκεφαλικού θανάτου με άξονα βέβαια το ερώτημα, «πότε αρχίζει ο θάνατος;»

Μία απάντηση απλή, εύκολη και χωρίς περιστροφές θα διδόταν με πολύ μεγάλη ευχέρεια αν διευκρινίζαμε την ερώτηση· και ζητούσαμε να μάθουμε πότε ακριβώς συμβαίνει ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.

Αλλά η επιστήμη και οι επιστήμονες ενδιαφέρονται για αντικειμενικότητες. Την ψυχή, που δεν τη βλέπουμε, δεν την ψηλαφούμε και δεν την κλείνουμε μέσα στα ερευνητικά μας κέντρα, δεν μπορούμε να την εντάξουμε στις αντικειμενικότητες. Γι' αυτό, με την καρδιά μας ελα­φριά, δεν διστάζουμε να προβαίνουμε στις... θεραπευτικές μας αποξέ­σεις. Ωστόσο, λέμε ότι ενδιαφερόμαστε για τη ζωή.

Έστω. Καταθέτοντας τις απόψεις μου θα ήθελα πρώτα να σταθώ στον προβληματισμό που προέκυψε από τις επεμβάσεις με εξωσωματι­κή κυκλοφορία, κατά τις οποίες σταματούμε την καρδιά προκειμένου να θεραπεύσουμε έναν άρρωστο με καρδιακό κατά κανόνα νόσημα. Σ' αυτές τις επεμβάσεις, επειδή βλέπουμε την καρδιά να μη δουλεύει και τον άρρωστο να ανασαίνει, ως νέοι Γαλιλαίοι (!) βιαστήκαμε να συμ­περάνουμε ότι η καρδιά περιστρέφεται γύρω από την αναπνοή και θεω­ρήσαμε λάθος αυτό που μέχρι τώρα ξέραμε, ότι η αναπνοή φέρεται γύ­ρω από την καρδιά.

Ο Γαλιλαίος βέβαια έκανε ο άνθρωπος σωστά τη δουλειά του. Ενώ, αντίθετα, οι ζηλωτές της δόξας τού Γαλιλαίου διαφέρουν πάρα πολύ από το δάσκαλο τους. Διαφέρουν διότι δεν κάνουν σωστές παρατηρή­σεις.

Το να λέμε, για παράδειγμα, ότι ο άνθρωπος δεν είναι νεκρός επειδή αναπνέει, αν και η καρδιά του έχει σταματήσει, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να προτάξουμε την αναπνευστική απέναντι στην καρδιακή λει­τουργία, είναι επιχείρημα αφελές. Διότι λησμονούμε, ενώ δεν έπρεπε, ότι για να αναπνέει ο άρρωστος πρέπει να υποκαταστήσουμε το έργο της καρδιάς με το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας. Είναι ποτέ δυνατόν στις λεγόμενες επεμβάσεις ανοικτής καρδιάς να διατηρη­θεί η αναπνευστική λειτουργία χωρίς την τεχνητή αντλία που κυκλοφο­ρεί το αίμα; Συνεπώς, ποιο είναι το πρωτεύον και ποιο το δευτερεύον, η κυκλοφορία τού αίματος ή η αναπνοή; Ο κοινός νους νομίζω ότι θα απαντούσε: αναμφισβήτητα η κυκλοφορία.

Αλλά και κάτι ακόμη. Θα τολμούσε ποτέ κανείς, πάνω στο χειρουρ­γικό τραπέζι, να υποβάλει τον άρρωστο που έχει εξωσωματική κυκλο­φορία σε δεκάλεπτη δοκιμασία «κυκλοφορικής (και τεχνητής) ανα­κοπής» καθώς κάνουμε στους ασθενείς με κρανιοεγκεφαλική κάκωση όταν τους βγάζουμε από το μηχάνημα τού τεχνητού πνεύμονα (λέω για τη δοκιμασία της άπνοιας) για να δούμε αν αναπνέουν;

Αυτό φυσικά κανείς δεν θα το επιχειρούσε. Άφ' ενός διότι ο ασθενής θα απεβίωνε και άφ' ετέρου, διότι θα απεδεικνύετο πόσο αναληθής είναι η ανακάλυψη των νεωτεριστών γιατρών, που κακοποιούν και το Γαλιλαίο.

Είναι ηλίου φαεινότερο και ταυτόχρονα μας οδηγεί στην επίλυση τού ερωτήματος: πότε αρχίζει ο θάνατος, το γεγονός ότι εκτός της διασω­λήνωσης (δηλ. χωρίς τη συσκευή τού τεχνητού πνεύμονα) η καρδιά λει­τουργεί από μόνη της ενώ η αναπνοή καταργείται, όταν θέσουμε εκτός λειτουργίας τη συσκευή της τεχνητής καρδιάς.

Οι καινοτόμοι επιστήμονες θα μου πουν ότι όλα αυτά ενισχύουν την άποψή τους, δοθέντος ότι η κατάργηση της αναπνοής - ας πούμε, λόγω αιφνίδιας βλάβης τού μηχανήματος της εξωσωματικής κυκλοφορίας -είναι οριστική και αμετάκλητη επειδή η βλάβη εντοπίζεται στο κέντρο της αναπνοής. Δηλαδή στο εγκεφαλικό στέλεχος. Αφού δε η αναπνοή καταργείται, θα πουν ακόμη, είναι αναπόφευκτο να καταργηθεί και η καρδιακή λειτουργία.

Λυπούμαι, αλλά πρέπει να παρατηρήσω ότι, αν με τα επιχειρήματα αυτά, που άλλωστε έχουν διατυπωθεί γραπτώς (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας, Διάγνωση Εγκεφαλικού Θανάτου, σ. II, Αθήνα 1987: «Ο θά­νατος τού εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με το θάνατο τού ανθρώ­πινου σώματος γιατί καταργείται η αυτόματη αναπνοή και σε δεύτερο στάδιο η κυκλοφορία»), προσπαθούμε να στηρίζουμε το αξίωμα: οποί­ος δεν αναπνέει είναι νεκρός, όχι μόνο δεν τιμούμε το Γαλιλαίο, όχι μό­νο είμαστε ανάξιοι των διεισδυτικών προγόνων μας, αλλά είναι αβέβαιο - τολμώ να πω - αν δικαιούμεθα να φέρουμε τον τίτλο τού επιστήμονα.

Διότι παραβλέπουμε ή αγνοούμε τη βασική προϋπόθεση - αίτιο ύπαρξης της ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας που λέγεται άνθρωπος. Είναι δε αίτιο και προϋπόθεση της ζωής (της οποίας ζωής, έστω και με τα συμπτώματα της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, έστω και με τα συ­μπτώματα της αναπνευστικής ανεπάρκειας που φθάνουν μέχρις άπνοι­ας και ακόμη, έστω και με το σύμπτωμα της ανικανότητας για συνεί­δηση) η καρδιά, αφού χωρίς καρδιά δεν ζούμε.

Αλλά δεν ζούμε ούτε χωρίς εγκέφαλο ούτε δίχως αναπνοή, θα μου απαντήσουν οι εκλεκτοί μου συνάδελφοι. Όμως τους διαψεύδει η ίδια η πραγματικότητα.

Αποδεδειγμένα, χωρίς εγκέφαλο έχουμε παθολογικές αντανακλά­σεις (αντανακλαστικά δεν έχουν τα πτώματα) ενώ μετά από δεκάλε­πτο αερισμό των πνευμόνων τού ασθενούς (τα πτώματα δεν αερίζο­νται ), μολονότι ο εγκεφαλικά νεκρός δεν αναπνέει, η καρδιά του δου­λεύει. Άραγε, μετά από δεκάλεπτη ανακοπή της καρδιάς υπάρχει αναπνοή; Και η εγκεφαλική λειτουργία υφίσταται; Οι νεφροί, το ήπαρ και το έντερο επανέρχονται στην «προ ανακοπής» κατάσταση; Και με τη συνείδηση τι γίνεται; Επανέρχεται ή χάνεται οριστικά αν δεν φρο­ντίσουμε να τη σώσουμε με το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφο­ρίας; Και τα έμβρυα είναι μήπως νεκρά επειδή δεν αναπνέουν;»

Ο πρόσφατος Νόμος (Ν. 2737/99) για τις «Μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων», της 27 Αυγούστου τού 1999 (Φ.Ε.Κ. 174), δεν ομιλεί γενικά για «εγκεφαλικό θάνατο», άλλ' ειδικά για «νέκρωση τού εγκεφαλικού στελέχους» (αρθρ. 12, παρ. 6), που σημαίνει, ότι εναρμονίζεται με τη θέση τού Κεντρικού Συμβουλίου Υγεί­ας (ΚΕΣΥ), το οποίον με τη σειράν του είχε υιοθετήσει, ήδη από το 1987, την άποψη της Minnesota, τού 1971 (Δες ανωτέρω σελ. 11 και ΚΕΣΥ, Διάγνωση..., σελ. 8). Ο ελληνικός, λοιπόν, Νόμος τού 1999 βρίσκεται 28 χρόνια πίσω, ως προς τις προόδους της Επιστήμης!

Αυτό προκάλεσε αντίδραση εκ μέρους σεβαστής μερίδας εγκρίτων Πανεπιστημιακών καθηγητών της Ιατρικής, οι οποίοι δημοσίευσαν επιστολές στον ημερήσιο Τύπο τοποθετούμενοι επιστημονικώς κατά τού νέου Νόμου.
* Πρόκειται για τον νόμο που ψηφίστηκε στις 27 Αυγούστου τού 1999

Από το βιβλίο:

ΠΟΙΕΣ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ;
Φάκελλος "Μεταμοσχεύσεις". Οι νόμιμες δολοφονίες εν ονόματι της ζωής ή η νομιμοποίηση της Ευθανασίας;

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...