Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (ΛΟΥΚΑ ΙΗ΄ 18-27)

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΑΠΟΤΑΓΗΣ!
Ο φιλάνθρωπος Θεός που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενία ώστε όποιος δεν μπορεί να υπομείνει το άθλημα της παρθενίας να έλθει σε κοινωνία γάμου με γυναίκα , γνωρίζοντας ότι θα του ζητηθεί λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και τεκνοποίησαν. Τέτοιος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προτίμησε τον Θεό και δέχτηκε να θυσιάσει το μονογενή του υιό χωρίς οίκτο, είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχτεί αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν άκουσε το «πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλύτερη αρετή επέδειξαν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυΐδ και ο Σαμουήλ. Στην καινή Διαθήκη τέτοιοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι. Θα ζητηθούν λοιπόν από τον κάθε άνθρωπο οι καρποί της προς τον Θεό και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθεί όποιος παραβεί αυτές ή κάποιες από τις εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» και « ος ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται μου είναι μαθητής».
Άραγε το σκέπτεσαι ότι και στους έγγαμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιο θα ζητηθεί από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και έγγαμους. Διότι θα είναι αρκετή γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνία η παραχώρηση της ακράτειας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ. Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές έχουν νομοθετηθεί για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευαγγελιζόταν τις εντολές του Πατέρα απευθυνόταν προς αυτούς που ζουν στον κόσμο και κάποτε που συνέβη να ρωτηθεί ιδιαιτέρως από τους μαθητές Του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω (σε όλους)».
Μην επαναπαυθείς λοιπόν εσύ, που προτίμησες τον γάμο, σαν να έχεις δικαίωμα να ζήσεις με τρόπο κοσμικό. Οφείλεις να καταβάλεις περισσότερους κόπους και προσοχή για να επιτύχεις την σωτηρία, αφού επέλεξες να ζεις μέσα στις παγίδες και στο βασίλειο των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις μπροστά στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμία τους. Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγεις την πάλη προς τον αποστάτη, ούτε θα μπορέσεις να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσεις πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πως θα αρνηθείς την μάχη προς τον εχθρό ενώ ζεις μέσα στο σκάμμα της μάχης; Και αυτό είναι ολόκληρη η γη, στην οποία ο εχθρός, όπως διδασκόμαστε στο βιβλίο του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίο θα καταπιεί. Εάν λοιπόν αρνείσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστή, θα μεταβείς σε άλλο κόσμο, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθεις πως να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθείς από αυτόν εξ’ αγνοίας και παραδοθείς στο αιώνιο πυρ.
            Και αυτά μεν λέχθηκαν προς του εγγάμους εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικό φρόνημα και αμελούν όσον αφορά την τήρηση των εντολών του Χριστού. Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνεις συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτό σου προς υπομονή των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στη σύγκλητο των μοναχών. Στην αρχή της υποταγής σου να φερθείς με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθείς από την σφόδρα συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξεις τα θνητά με τα αθάνατα και όταν εγκαταλείπεις τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτεις στους κόλπους των πτωχών τα βρίσκεις πολύ επαυξημένα κοντά στον Θεό. [Όσον αφορά την δική μου ζωή], και εγώ δαπάνησα πολύ χρόνο στην ματαιότητα, και αφάνισα όλη σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας». Όταν όμως κάποτε σαν να ξύπνησα από βαθύ ύπνο έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φώς της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστο «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», θρήνησα πολύ για την ελεεινή μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθεί χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και μάλιστα πριν από όλα , φρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίο από την μακροχρόνιά μου συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστροφή. Δια βάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιο είδα εκεί ότι το μεγαλύτερο εφόδιο προς τελείωση είναι η πώληση των υπαρχόντων και η διάθεσή τους προς τους πτωχούς αδελφούς και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωή αυτήν και το να μην επιστρέφει η ψυχή προς καμία συμπάθεια προς τα παρόντα.
            Πράγματι αυτός που κατέχεται από την σφόδρα επιθυμία να ακολουθήσει τον Χριστό δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου – τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά ούτε να υποχωρήσει στον ανθρώπινο φόβο όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατόρθωσαν οι άγιοι, οι οποίοι είπαν ότι «πειθαρχείν Θεώ μάλλον παρά ανθρώποις» ούτε να δειλιάσει από τον χλευασμό των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας , ώστε να νικηθεί από την περιφρόνηση τους. Εάν όμως θέλει να γνωρίσει ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθο αυτών που ακολουθούν τον Κύριο, ας ενθυμηθεί τον Απόστολο, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτό του και προς δική μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις  δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασιστεί στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλή Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον φαρισαίος, κατά ζήλον διωκών την Εκκλησία, κατά δικαιοσύνη την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος αλλ’ άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι διά τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και ηγούμαι (θεωρώ) πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην και ηγούμαι σκύβαλα (ακαθαρσίες) είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Και πράγματι, - για να ειπώ κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινό. Εάν ο Απόστολος παρομοιάσει τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποια εποχή, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινε ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνη αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατο αυτού, τι θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους; Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσουμε τον λόγο με δικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότητα να παραθέσουμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσουμε την φοβισμένη ψυχή, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναται μου είναι μαθητής» και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «’Υπαγε, πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι». Αλλά και η παραβολή του εμπόρου  είναι για κάθε συνετόν άνθρωπο σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί» λέγει «η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμο μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασε αυτόν». Είναι πράγματι φανερό, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθεί εδώ ως παρομοίωση της επουρανίου βασιλείας, την οποία ο λόγος του Κυρίου μας δείχνει ότι είναι αδύνατον να επιτύχουμε, εάν δεν θυσιάσουμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας και πλούτο και δόξα και οικογένεια και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο. Έπειτα ο Κύριος διακήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθεί το επιζητούμενο όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες «ουδείς δύναται» είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν» και πάλιν «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Ένα θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξουμε, τον επουράνιο, ώστε σ’ αυτόν να έχουμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδιά σου έσται», λέγει ο Κύριος. Εάν λοιπόν αφήσουμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινο και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάβεται σ’ αυτά σαν σε βόρβορο, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα μπορεί να δει τον Θεό ούτε να κινηθεί προς επιθυμία του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμαστεί για εμάς. Την απόκτηση αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχουμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγεί να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζει τον κόπο που τα συνοδεύει.
Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξε ο λόγος, είναι λύση των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρουμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεό είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τιμίον πολύν» και με λίγα λόγια, μετάθεση της ανθρώπινης καρδίας προς την ουράνια πολιτεία, ώστε να μπορούμε να λέμε ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» και το ακόμη μεγαλύτερο, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστό, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ών».
Εάν δεν κατορθώσουμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσουμε στον κατά το Ευαγγέλιο του Χριστού τρόπο ζωής. Διότι πώς μπορεί να κατορθωθεί η συντριβή της καρδιάς ή η ταπείνωση του φρονήματος ή η απαλλαγή από το θυμό, από την λύπη, από τις φροντίδες και με ένα λόγο από τα ολέθρια πάθη της ψυχής μέσα στον πλούτο στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά; Πράγματι όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι΄ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποια λογική του επιτρέπει να συμπίγνεται, ως από αγκάθια, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας, είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται και ου τελεσφορούσιν (δεν καρποφορούν)». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.
Πράγματι τα χρήματα είναι το όργανο του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνη, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέραση και έτσι θα μπορέσεις εύ7κολα να περικόψεις τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη να μην υπάρχει το όργανο. Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πως θα μπορέσει να εκδιώξει το δεύτερο; Γι΄ αυτόν το λόγο και ο Σωτήρ κατά την συζήτησή του με τον πλούσιο νεανία, δεν το προστάζει αμέσως να αποβάλει τα χρήματά του , αλλά προηγουμένως τον ρωτά εάν έχει τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκανε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ρωτά ο Κύριος: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν διδάκτηκες τις συλλαβές, εάν έχεις μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειότατην ανάγνωση δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρον ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδινε την διαβεβαίωση ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του ζητήθηκαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι πώς θα μπορούσε να προχωρήσει στην ανάγνωση, αφού δεν γνώριζε να συλλαβίζει;
Είναι τέλειο αγαθό η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίας στενοχωρία, στην ψυχή όμως έχουν άνεση. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βίαια πλένονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή με την εκούσια πτωχεία γίνεται πολύ σταθερή, αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερο λογισμό παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις λίγο πεισθούν, καταστρέφονται σαν τα σχισμένα ενδύματα χωρίς να μπορούν να υπομείνουν την πλύση που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι η ακτημοσύνη είναι κειμήλιο αγαθό για όσους έχουν ανδρείο φρόνημα διότι αποτελεί χαλινό των πρακτικών αμαρτημάτων.
Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθεί με τους κόπους εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτεία και την λοιπήν άσκηση και με τον τρόπο αυτό να αποκτήση αυτή την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία τους ως επί το πλείστον μετανόησαν. Καλή λοιπόν η ακτημοσύνη, γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι στις αρετές διότι αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριο, ψάλλοντας καθαρά το θείο εκείνο λόγιο το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφή τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή)». Και με άλλο τρόπο πάλι ωφελούνται από την αποβολή του πλούτου επειδή δεν έχουν τον νου τους στους θυσαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ: «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)». Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα κάνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνο για την καθημερινή τροφή που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιο της πίστεως προς αυτούς έχει λεχθεί από τον Κύριο να μη μεριμνούν για το αύριο και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια βασίστηκαν- αφού είναι λόγια του Θεού- και λέουν με παρρησία το γραφικό εκείνο λόγιο: «επίστευσα, διό ελάλησα».
Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλύτερη ήττα διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψει. Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημιές. Πράγματι τί έχει να κάνει στους ακτήμονες; Τίποτα. Να κάψει χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίσει τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάνει κακό στα φίλτατα τους πρόσωπα, αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μέγιστη λοιπόν η μάστιγα κατά του εχθρού και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχή η ακτημοσύνη.
Αυτά σας τα λέγω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρό. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνο σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικό βίο. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βάλειν εις ασκούς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητική και πρακτική ζωή, διαφορετικά δε, κατά τη δύναμή τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στη ξηρά, άλλα στο νερό και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι άλλοι μεν κατέχουν το μέσο τρόπο όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη σαν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθεί από τα ύδατα των αμαρτιών όπως τα ψάρια διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισε με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων». Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων εμείς όμως αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθουμε στα ψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα» ας γίνουμε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχουμε εάν όλη μας τη διάνοια την προσφέρουμε στον Σωτήρα. Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεό των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογή του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και ακολουθώντας το πατερικό απόφθευγα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης» καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικά στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεό.
Αυτή την οδό ακολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρουμε τον ηγέτη και καθηγητής της ερήμου Αντώνιο τον Μέγα ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτό τον προβληματισμό. Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν καθώς πήγαινε μια μέρα προς το ναό συγκέντρωσε το νού του και περπατώντας συλλογιζόταν πως οι μεν Αποστόλοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων πωλούσαν τα υπάρχοντά τους και τα έφερναν και τα έφερναν μπροστά στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποια δε και πόση αμοιβή τους αναμένει στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν σκεπτόταν αυτά εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμή εκείνη το Ευαγγέλιο άκουσε τότε τον Κύριο να λέγει προς τον πλούσιο: «Ει θέλεις τέλειος είναι ύπαγε, πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε ως από θείο χάρισμα ζωντανή μέσα του την μνήμη των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι’ αυτό το ανάγνωσμα, εξήλθε αμέσως από την Εκκλησία και τα μεν κτήματα που είχε από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα χάρισε στους συγχωριανούς του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτα αυτό και τη μικρή του αδελφή με την οποία έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του. Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα πώλησε όλα και αφού τα συγκέντρωσε αρκετά χρήματα τα έδωσε στους πτωχούς κρατώντας μόνο λίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησία άκουσε να λέγει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο: «Μη μεριμνήσετε περί την αύριον» δεν άντεξε τότε να περιμένει άλλο, και αφού εξήλθε μοίρασε και εκείνα στους πτωχούς. Ενεπιστεύθει την αδελφή του σε γνωστές και έμπειρες παρθένους και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, άρχισε ο ίδιος την ζωή της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτό του και ζώντας με καρτερία και υπομονή. Αργότερα ο πόθος που είχε προς το Θεό τον οδήγησε στην βαθύτερη έρημο όπου κατέστει φωστήρ της οικουμένης.... Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθεί παντού και θαυμαζόταν μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν δει, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρώπινη σοφία ούτε από κάποια τέχνη, αλλά μόνο από την θεοσέβείαν του. Και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού. Διότι πως, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα γινόταν πασίγνωστος και στην Ισπανία και στην Γαλλία και στην Αφρική, εάν δεν είχε μέσα του το Θεό, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους δικούς του ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθεί αυτό και στον Αντώνιο από την αρχή; Και αν αυτοί αποκρύπτουν τη ζωή και τις πράξεις τους και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσαν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.
Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί για να μάθουν ποιος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν» και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους όχι μόνο στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωή, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβόητους τόσο για την αρετή τους όσο και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.
Και εάν χρειαστεί, ας αναγνωσθούν αυτά και στους Εθνικούς, ώστε να αντιληφθούν έστω και με αυτό τον τρόπο, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνο Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνήσια και πιστεύουν σ’ Αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως Θεούς, όχι μόνο δεν είναι Θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονται από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»

Πλοῦτος: Πρόκληση Ζωῆς (Λουκ. ιη΄18-27)

Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)


undefined



Μπροστὰ σὲ μία βασικὴ πρόκληση τῆς ζωῆς μᾶς τοποθετεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νέου. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνατρεπτικὸς γι’ αὐτὸ καὶ ἀκούγεται ἰδιαίτερα σκληρός, καθὼς ζητᾶ τὴν ὑπέρβαση μιᾶς ἰσχυρῆς γήινης ἐξάρτησης: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς (...) καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι»

Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου εἶναι κοινὸς σκοπὸς πολλῶν ἀνθρώπων, γιατί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι τὸ θεμέλιό τῆς εὐημερίαs τους. Ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι σχετικό, σίγουρα δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τὴ ζωὴ μαs χωρὶς τὸ χρῆμα, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἱκανοποιοῦμε βασισικὲς ἀνθρώπινεs ἀνάγκες. Ὅμως τὸ χρῆμα, ὅπωs καὶ τόσα ἄλλα πράγματα καὶ μεγέθη τῆς καθημερινότητάs μαs, εἶναι διφορούμενο, ἀμφιλεγόμενο καὶ δισήμαντο. Ἔχει θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὴ σημασία. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς στεκόμαστε ἀπέναντί του. Τὸ ἴδιο πράγμα γιὰ κάποιον μπορεῖ νὰ γίνει ἑστία κατάραs καὶ γιὰ ἄλλον πηγὴ ἁγιασμοῦ, γιὰ τὸ ἕναν αἴτια σωτηρίαs καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ἀφορμὴ καταστροφῆς. Τὸ χρῆμα εἶναι ἀγαθό, ὅταν βελτιώνει τὴ ζωὴ μαs καὶ γίνεται μέσο ἀνακούφισης γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ γίνει ὀλέθριο πάθοs, ὅταν προσκολληθοῦμε σὲ αὐτὸ καὶ τὸ εἰδωλοποιήσουμε. Τότε τὸ χρῆμα γίνεται σκοπός, ἄμετρη καὶ ἄσβεστη ἐπιθυμία ποὺ μᾶς καταδυναστεύει.

Ἡ στάση καὶ ἢ συμπεριφορὰ τοῦ πλούσιου νέου τὸ ἐπιβεβαιώνει. Τὸ χρῆμα τὸν κρατοῦσε γερὰ δεμένο στὴ γῆ, παρὰ τὶς ὅποιες καλὲs του διαθέσεις καὶ τὶς πνευματικές του εὐαισθησίεs. Στὴν κρίσιμη, ὡστόσο, στιγμὴ ἔπρεπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὴ γήινη ἐξάρτησή του. Ἡ ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. Ζητοῦσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ προβλεπόμενο τυπικὸ καθῆκον. Ἤθελε τὴν ὑπέρβαση, τὴν τελειότητα, τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσία, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴ γνησιότητα τῆς πίστης του. Μᾶλλον, γιὰ νὰ συναισθανθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν «ἐξάρτησή» του, γιατί ὁ Χριστὸς τὴ γνώριζε. Ὅμως ὁ νέος δὲν μπόρεσε νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπὸ τὸ ὀχυρό τοῦ πλούτου. «Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθει, ἐπλατύνθει καὶ ἐγκατέλειπε τὸν Θεὸν» (Δευτ. 32,15). Καὶ τότε οἱ αὐταπάτες καὶ οἱ ψευδαισθήσεις του κατέρρευσαν, καθὼς ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ πίστη του ἦταν ἐπιφανειακή. Καὶ αὐτό, γιατί δὲν κάλυπτε οὔτε τὸ σύνολο τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του. Τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς του ἦταν τὸ ἐγώ του καὶ ὄχι ὁ Θεὸς ποὺ νόμιζε ὅτι πίστευε. Εἶχε τοποθετήσει στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἕνα δημιουργημένο ἀγαθό, τὸν πλοῦτο, καὶ ἔτσι, λατρεύοντας τὸ «ἀγαθό» του, λάτρευε τὸ ἐγώ του. Νὰ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ δώσει τὸν πλοῦτο του, γιατί ἦταν σὰν νὰ ἔδινε τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.


Τὸ πάθος τοῦ πλουτισμοῦ

Ἡ παθιασμένη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν κατοχὴ ὅλο καὶ περισσότερων ἀγαθῶν δὲν γνωρίζει διαχωριστικὲς γραμμὲς καὶ σύνορα θρησκευόμενων ἢ ἀδιάφορων ἀνθρώπων. Εἶναι πάθος καί, ὅπως κάθε πάθος, ἀναφέρεται στὸν κάθε ἄνθρωπο, γιατί εἶναι σύμπτωμα τῆς πεσμένηs ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κοινῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Αὐτὴ ἡ τάση, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πλουτισμὸ ὑποδηλώνει ὄχι μόνο ὑπέρμετρο ἐγωισμό, ἀλλὰ καὶ αἰσθήματα ἀνασφάλειας, ἀβεβαιότητας καὶ φοβίας. Ὁ ἀνθρωποs ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο, ἡ ζωὴ ἀπρόβλεπτη καὶ ἡ ὕπαρξή του παροδικὴ καὶ εὔθραυστη. Ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ μοιάζουν νὰ εἶναι τὰ μοναδικὰ στηρίγματα ποὺ τοῦ προσφέρουν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Εἶναι προτεραιότητεs ζωῆς, ποὺ ἀξίζουν, γιατί τὸν ἐξασφαλίζουν. Αὐτό, βέβαια, εἶναι μιὰ ἀπατηλὴ ἐντύπωση καὶ μιὰ ἐσφαλμένη κατεύθυνση τῆς ζωῆς μαs. Ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἐξάρτησή μαs ἀπὸ τὸ χρῆμα εἶναι εἰδωλολατρία ποὺ μᾶς κατευθύνει, μᾶς ὑποτάσσει καί, τελικά, μᾶς καταδυναστεύει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνουν καὶ δὲν καταδικάζουν ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο. Ὅπου αὐτὸ τὸ λέμε καὶ τὸ καταλαβαίνουμε ἔτσι, εἶναι γιὰ νὰ βοηθήσουμε καὶ νὰ βοηθηθοῦμε. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς δείχνει τὴν τελειότητα, ποὺ ἔγκειται στὴν ὑπέρβαση τῶν ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, πραγμάτων καὶ σχημάτων. Αὐτὸ μοιάζει νὰ εἶναι ἕναs ἀνέφικτος ἰδεώδηs στόxοs. Καὶ τότε καλούμαστε νὰ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ζοῦμε ἰσορροπημένα καὶ νὰ δίνουμε στὰ ἀγαθά, στὰ πράγματα καὶ στὰ σχήματα τοῦ κόσμου τὴ σχετικὴ ἀξία ποὺ ἔχουν. Νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ζωῆς μας, τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προέρχεται καὶ καταλήγει σὲ Αὐτόν. Ἀμήν.

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά - «Έτι εν σοι λείπει» -Ιερά Μητρόπολις Πάφου

 


Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ ιη΄18-27
 «Έτι εν σοι λείπει»
Πολλοί, και μάλιστα εκ των Φαρισαίων και Γραμματέων, έκαναν πονηρές ερωτήσεις στον Ιησού Χριστό με κακό σκοπό «όπως αυτόν παγιδεύσωσιν εν λόγω», δηλαδή να δείξουν στο λαό ότι δεν δίδασκε σωστά και σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο ο Κύριος.
Ο Ιουδαίος για τον οποίο μας μίλησε σήμερα το Ευαγγέλιο, φαίνεται να έρχεται με καλή πρόθεση, να ρωτήσει και να μάθει. Και ερωτά τον Ιησού Χριστό τι πρέπει να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνιο ζωή: «Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω».

Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι και οι Ιουδαίοι, σύμφωνα με την διδασκαλία του Μωσαϊκού Νόμου και των Προφητών, πίστευαν στον Ένα και αληθινό Θεό, εν αντιθέσει με όλους τους άλλους λαούς, ότι πίστευαν επίσης, στην αθανασία της ψυχής και επομένως, και στην άλλη, την μετά θάνατο αιώνιο ζωή. Έρχεται, λοιπόν, αυτός ο Ιουδαίος και κάνει αυτήν την ερώτηση στον Κύριο. Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνιο ζωή;
Ας έλθουμε τώρα ο καθένας μας στον εαυτό του. Έχουμε εμείς αυτό το ενδιαφέρον για την μετά θάνατο ζωή; Σκεπτόμεθα ότι όλοι μας ανεξαιρέτως γι’ αυτήν προοριζόμεθα; Κάνουμε αυτό το ερώτημα εμείς στον εαυτό μας ή δεν θέλουμε ούτε να το σκεφθούμε; Και αν αυτός ο Ιουδαίος πίστευε και ενδιεφέρετο στηριζόμενος στο Νόμο του Μωϋσέως και τα διδάγματα των Προφητών, πόσο περισσότερο θα έπρεπε να απασχολεί εμάς τους Χριστιανούς αυτή η σκέψη, που έχουμε τώρα τον ίδιο το Θεό ,τον Ιησού Χριστό, να μας διδάσκει, να εφιστά την προσοχή μας στο σπουδαιότατο αυτό ζήτημα.
Πλήθος παραβολών του Κυρίου αναφέρεται στη Βασιλεία των Ουρανών. Κάθε λόγος Του την αιώνιο ζωή προϋποθέτει. Για να μας εξασφαλίσει αυτή την αιώνιο ζωή σταυρώθηκε. Ανέστη και ανελήφθη λέγοντας μας ότι ανεβαίνει στους ουρανούς, για να εξασφαλίσει εκεί θέσεις για όλους μας: «Εν τη οικία του πατρός μου, είπε, μοναί πολλαί εισίν, ει δε μη, είπον αν υμίν, πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν».
Τόποι για να μείνετε υπάρχουν πολλοί, τόποι διαμονής, και εγώ πηγαίνω με την ανάληψη μου να σάς τους ετοιμάσω και σάς περιμένω εκεί.
Μεγαλύτερη παρηγοριά δεν θα μπορούσε να υπάρξει για τον άνθρωπο, ότι δεν θα χαθεί, δεν θα εξαφανισθεί μέσα στο χώμα του τάφου, αλλά θα ζήσει ζωή αιώνια και καμιά άλλη φροντίδα μας δεν θα έπρεπε να είναι ζωηρότερη από την φροντίδα μας να εξασφαλίσουμε ένα τόπο στην άλλη ζωή.
Αλλά ας επανέλθουμε στην ερώτηση του Ιουδαίου. Τι του απάντησε ο Κύριος; Του συνέστησε να τηρεί πιστά τις εντολές του Θεού και του υπενθύμισε μερικές από τις εντολές του Θεού και του υπενθύμισε μερικές από αυτές. Και αυτός με χαρά απάντησε στον Ιησού Χριστό: Κύριε, του λέγει, εγώ αυτά τα τηρώ από τα παιδικά μου χρόνια, μήπως όμως χρειάζεται και κάτι άλλο; Και του απαντά ο Κύριος: Πράγματι, «έτι εν σοι λείπει», ένα ακόμα σου λείπει. Να πουλήσεις και να μοιράσεις στους φτωχούς την περιουσία σου. Τότε θα αποκτήσεις θησαυρούς στους ουρανούς και θα κερδίσεις την αιώνιο ζωή.
Δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Ήταν πολύ πλούσιος και προσκολλημένος στην περιουσία του. Αυτό δεν μπορούσε να το κάνει. Έβαλε το κεφάλι του κάτω στεναχωρημένος και εγκατέλειψε τον Ιησού. Τον βλέπει ο Κύριος να απομακρύνεται και λέγει με λύπη σ’ αυτούς που βρίσκονταν εκεί: «Δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την Βασιλείαν του Θεού».
«Άραγε πόσοι από εμάς τους σημερινούς Χριστιανούς είμαστε στην ίδια θέση, αιχμάλωτοι, δέσμιοι, όχι μόνο στα πλούτη, αλλά και σε πάθη και αδυναμίες και πρόσωπα και αμαρτήματα που μας κάνουν ανίκανους να ακολουθήσουμε τον Σωτήρα μας! «Δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού».
Όχι μόνο δύσκολο, αλλά κακό. Να χάνεις για τα προσωρινά πλούτη, τα αιώνια αγαθά. Τα χρήματα και κτήματα και αν ακόμη τα απέκτησες με τίμια μέσα και με τον ιδρώτα σου, το ξέρεις ότι δεν θα τα πάρεις μαζί σου. Ούτως ή άλλως εδώ θα τα αφήσουμε, αλλά δεν είναι κρίμα αυτά να γίνουν η αιτία να χάσουμε και την αιώνιο ζωή μας, αλλά και να τιμωρηθούμε από τον Θεό, γιατί αφήσαμε αυτά να μας αιχμαλωτίσουν, να κυριεύσουν τη ψυχή μας!
Και θα πρέπει, λοιπόν, ένας πλούσιος να καταδικαστεί επειδή είναι πλούσιος και να χάσει την αιώνιο ζωή; Όχι. Υπάρχει τρόπος: Να ξέρει ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να απολαμβάνει αυτός μόνος και τα παιδιά του τα αγαθά που του έδωκε ο Θεός. Του τα έδωκε ο Θεός σαν διαχειριστή που θα δώσει λογαριασμό της διαχειρίσεως τους. Να ζήσει αυτός, η οικογένεια του, αλλά να ζήσουν και άλλοι, που για τον ένα ή άλλο λόγο έχουν ανάγκη προστασίας, όπως άρρωστοι, άνεργοι, ορφανά, ξένοι, πρόσφυγες, γέροντες. Να κάνει ότι έκαμε ο Αβραάμ που φιλοξενούσε ξένους, που ήταν πλούσιος αλλά και δίκαιος. Ότι έκαμαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Ότι έκαμαν τόσοι και τόσοι που μας χάρισαν γηροκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και διάφορα άλλα φιλανθρωπικά Ιδρύματα. Είθε να μας βοηθήσει ο Θεός να δούμε το αιώνιο συμφέρον μας.
 Γιώργος Σαββίδης – Μητρόπολη Πάφου

Διαβάστε εδώ ένα ΑΓΝΩΣΤΟ μέχρι σήμερα ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: Την επιστολή του Πατριάρχου Ειρηναίου, τότε υποψηφίου προς τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδος, κ.κ. Σημίτη και Γεώργιο Α. Παπανδρέου που τους ενημέρωνε για τα όσα απαράδεκτα συνέβαιναν στα Ιεροσόλυμα, κατονομάζοντας τους υπαιτίους!

Διαβάστε εδώ ένα ΑΓΝΩΣΤΟ μέχρι σήμερα ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: Την επιστολή του Πατριάρχου Ειρηναίου, τότε υποψηφίου προς τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδος, κ.κ. Σημίτη και Γεώργιο Α. Παπανδρέου που τους ενημέρωνε για τα όσα απαράδεκτα συνέβαιναν στα Ιεροσόλυμα, κατονομάζοντας τους υπαιτίους!!!

Φώτης Κόντογλου - Ἅγιος Νίκων ὁ«Μετανοεῖτε»

Φώτης Κόντογλου - Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Αὔριο Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος «τοῦ Μετανοεῖτε». Τὸν εἴπανε «Μετανοεῖτε», ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Πατρίδα τοῦ ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοί του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά. Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ ἐνῶ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ᾿ ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾶ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος. Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ᾿ αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα τοῦ κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποὺ πηγαίνει, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα. Σὰν εἶδε τὸ μοναστήρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Κι᾿ ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὄνομά του. Ὁ Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τὄνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τὄνομα Νίκων. Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατὶ ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾷος καὶ καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστήρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως κ᾿ ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ᾿ εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ᾿ ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι. Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατὶ εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι᾿ ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ᾿ ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του. Πέρασε ἀπὸ βουνὰ ἔρημα, ἀπὸ κρεμνοὺς καὶ καταβόθρες. Τὰ ροῦχα του ἤτανε λερὰ καὶ τριμμένα, τὰ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοῦσε μοναχὰ ἕνα ραβδὶ κ᾿ ἕνα σταυρό. Τρία χρόνια γυροβολοῦσε ἔτσι στὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε λημέρια τῶν ληστῶν, κ᾿ ἔτρωγε χορτάρια. Πολλὲς φορὲς τὸν συναπαντούσανε αὐτοὶ οἱ φονηάδες καὶ τὸν κλωτσούσανε. Μὰ σὰν εἴδανε πὼς στὴν κακία τοὺς ἀποκρινότανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση, τὸν ἀγαπήσανε κι᾿ αὐτοὶ καὶ τὸν τιμούσανε σὰν ἅγιο. Σὰν περάσανε τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὶς πολιτεῖες καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ μετάνοια. Ἤτανε τότε ὡς 36 χρονῶν, κατὰ τὰ 959 μ.X. Ἀφοῦ πέρασε βιαστικὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μπαρκάρησε σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πάγη στὴν Κρήτη, στὰ 961 μ.X., ἐπειδὴ οἱ Ἄραβες εἴχανε ἀλλαξοπιστήσει τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸ σπαθί. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπόρεσε καὶ τοὺς γύρισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Ἐπίδαυρο στὰ μέρη τοῦ Δαμαλᾶ, κ᾿ ἐκεῖ κήρυξε τὴ μετάνοια κ᾿ ἔσωσε ψυχές. Ἀπὸ τὸν Δαμαλᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καΐκι γιὰ νὰ πάγη στὴν Ἀθήνα. Μαζὶ μὲ τὸ καΐκι ποὺ μπῆκε ὁ ἅγιος, ταξίδευε κ᾿ ἕνα ἄλλο γιὰ τὴν Ἀθήνα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα βγήκανε οἱ ναῦτες νὰ πάρουνε νερό. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἤτανε ἔρημο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ ἅγιος εἶπε στοὺς καπετάνιους νὰ μὴ φύγουνε ἀκόμα ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, γιατὶ θὰ πάθουνε. Ὁ ἕνας καπετάνιος ποὖχε τἄλλο τὸ καΐκι δὲν τὸν ἄκουσε κ᾿ ἔφυγε, μὰ κεῖνος ποὖχε μέσα τὸν ἅγιο ἀπόμεινε. Μὰ τὸ καΐκι ποὺ ἔκανε πανιὰ τὸ πιάσανε οἱ κουρσάροι πρὶν φτάξει στὴν Ἀθήνα. Σὰν ἔφτασε ὁ ἅγιος σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρχαία πολιτεία, ποὺ ἦταν ἄλλη φορὰ φημισμένη στὸν κόσμο πλὴν τότε ἤτανε καταντημένη ἕνα χωριό, ἄρχισε τὸ κήρυγμα κ᾿ ἔφερε πολὺν καρπό, γιατὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἤτανε θεοφοβούμενοι. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πῆγε στὴν Εὔβοια, καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ μὲ τὴν ὀχλοβοή, ἕνα παιδὶ ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ κάστρο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον κόσμο, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε, καὶ βάλανε τὶς φωνὲς κ᾿ ἔγινε μεγάλη σύγχυση κ᾿ οἱ γονιοὶ τοῦ παιδιοῦ καταριόντανε τὸν ἅγιο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε ἥσυχα: «Τὸ παιδὶ ζεῖ, δὲν πέθανε». Κι᾿ ἀλήθεια τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπάνω γελαστὸ σὰν νὰ πήδηξε ἀπὸ τὸ μπιντένι, κι᾿ οἱ γονιοί του κι᾿ ὅλος ὁ κόσμος πέσανε καὶ προσκυνούσανε τὸν ἅγιο, καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ἔλεγε πὼς σὰν γλύστρησε καὶ βρέθηκε στὸν ἀγέρα, εἶδε ἐκεῖνον τὸν καλόγερο ποὺ φώναζε «Μετανοεῖτε» νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸ πιάνει στὴν ἀγκαλιά του ὡς ποὺ τὸ κατέβασε μαλακὰ στὴ γῆ. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Εὔριπο, πῆγε στὶς Θῆβες, κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα, ποὺ τὸ λέγανε τότε ὄρος τῆς Μυουπόλεως, κ᾿ ἐκεῖ ἀσκήτεψε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστήρι, ποὺ ἔχτισε ὁ ὅσιος Μελέτιος ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κι᾿ αὐτὸς Ἀνατολίτης. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο, στὸ Ἄργος, στὸ Ναύπλιο, κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἄναβε στὶς καρδιὲς τὸν πόθο τῆς θρησκείας κ᾿ ἔκανε πολλὰ θαύματα, προπάντων ἔγιαινε ἀρρώστους ἀνθρώπους.
Ἀφοῦ πέρασε ὅλον τὸν Μοριᾶ, κ᾿ ἔφταξε ὡς τὴ Μάνη, πῆρε πάλι τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει στὴ Σπάρτη, ἀπ᾿ ὅπου εἶχε περάσει. Μὰ πρὶν πάγει στὴ Σπάρτη, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκότανε σὲ κάποιο ἔρημο μέρος ποὺ τὸ λέγανε «Μῶρον» καὶ κειτότανε ἄρρωστος καὶ θερμιασμένος. Σὲ λίγες μέρες μαθεύτηκε τὸ καταφύγιό του καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολύς σὲ κεῖνο τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι περιμένανε τὴ γιατρειά τους ἀπὸ τὸν ἄρρωστον. Σὰν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πῆγε στὸ Ἀμύκλι, κ᾿ ἐπειδὴ ἐκείνη ὅλη τὴν περιφέρεια τὴ ρήμαξε τὸ θανατικὸ ἀπὸ λοιμικὴ ἀρρώστια κ᾿ εἶχε πιάσει τὸν κόσμο φόβος καὶ τρόμος, μαζεύθηκε πολὺς λαὸς καὶ πήγανε καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει στὴ Σπάρτη. Ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε πὼς θὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πάψει τὴν ὀργή του, καὶ πὼς θὰ καθίσει στὴ Σπάρτη ὡς ποὺ νὰ πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πῆγε στὴ Σπάρτη, καὶ σὰν ἐμπῆκε στὴν πολιτεία, πὼς σὰν φανερωθεῖ ὁ ἥλιος σκορπᾶ καὶ χάνεται ἡ ἀντάρα, ἔτσι καὶ σὰν φάνηκε ὁ ἅγιος ἔπαψε τὸ θανατικό, κι᾿ ὁ κόσμος ξεκουράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ ἔπεσε σὲ μετάνοια. Ἀπὸ τότε δὲν ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὴ Σπάρτη ὁ ἅγιος, κ᾿ ἡ πολιτεία τούτη ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα του. Ἔχτισε μία μεγάλη ἐκκλησία στὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρεθήκανε τὰ θεμέλιά της κοντὰ στὸ κάστρο τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, κι᾿ αὐτὴ ἡ διαβόητη πολιτεία ποὺ ἤτανε ξακουσμένη στὸν κόσμο γιὰ τὴν παλληκαριά της, καταστάθηκε ἡ καθέδρα τῆς Χριστιανοσύνης μὲ ἄρχοντά της τὸν πράον κ᾿ ἥμερον μαθητὴ τοῦ Κυρίου ποὺ δίδαξε στὸν κόσμο τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ τὴν εἰρήνη. Στὸ μεταξὺ βαφτιζόντανε οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ὑπήρχανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ πλήθαινε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νίκωνα ἡ μέρα νὰ πληρώσει, σὰν ἄνθρωπος κι᾿ αὐτός, τὸ «κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου», κι᾿ ἀρρώστησε. Μάζεψε λοιπὸν γύρω στὸ κλινάρι του τὰ πνευματικὰ τέκνα του, καὶ τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε πὼς σιμώνει τὸ τέλος του, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ τοὺς στερέωσε στὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου» καὶ παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή του σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ γι᾿ αὐτὸν ὑπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στὰ 998 μ.X., στὶς 26 Νοεμβρίου, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν.
Τὸ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ὁ λαὸς τὸ τριγύρισε καὶ βούιζε ὅπως κάνουνε οἱ μέλισσες γύρω στὸ κουβέλι. Ὅλοι θέλανε νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ λείψανο, καὶ πολλοὶ παίρνανε ἀπὸ εὐλάβεια κάποιο πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του, ἄλλος ἕνα κομμάτι ροῦχο, ἄλλος λίγες τρίχες, ἄλλος ἔκοβε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ζώνη του νὰ τἄχουνε γιὰ φυλαχτό. Ὁ δεσπότης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο κηδέψανε τὸ τίμιο σκῆνος, ποὺ ἤτανε βαλμένο μέσα σὲ θήκη ἀκριβὴ κι᾿ ἀνάβρυσε ἅγιο μύρο, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, ὑδρωπικοί, παράλυτοι κι᾿ ἄλλοι ποὺ βασανιζόντανε ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του λέγει:
«Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τῶν Σῶν λειψάνων
ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων
καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεως
τοὺς Σοὶ προστρέχοντας, Πάτερ ἐκ Πίστεως.
Νίκων ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
Ἕνας εὐσεβὴς ἄρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο Νίκωνα, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει χωρὶς νὰ βλέπει τὴν ὄψη του. Φώναξε λοιπὸν ἕνα ζωγράφο καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ ζωγραφίσει τὸν ἅγιο, μὰ ἐπειδὴ ὁ ζωγράφος δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ, ὁ Μαλακηνὸς ἱστόρησε μὲ λόγια ὅσο μποροῦσε στὸ ζωγράφο τί λογῆς ἤτανε ἡ φυσιογνωμία του. Ὁ ζωγράφος πῆγε στὸ ἐργαστήρι του κ᾿ ἔπιασε νὰ κάνει τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κοπίασε πολὺ χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐπιτύχει τὸν ἅγιο ὅπως ἤτανε. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει νὰ μπαίνει ἕνας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μὲ μαλλιὰ μαῦρα κι᾿ ἀνακατεμένα, μὲ μαῦρα ἀχτένιστα γένια, μ᾿ ἕνα κουρελιασμένο παλιόρασο καὶ νὰ βαστᾶ ἕνα ραβδὶ μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη, ποὺ τὸν ἔδωσε στὸ ζωγράφο νὰ τὸν φιλήσει. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιατί εἶναι στενοχωρημένος. Σὰν τοῦ εἶπε ὁ ζωγράφος τὴν αἰτία, τοῦ λέγει ὁ καλόγερος: «Κοίταξέ με, ἀδελφέ, καὶ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἱστορίζεις μοιάζει μὲ μένα σὲ ὅλα». Σὰν τὸν κοίταξε καλὰ ὁ ζωγράφος ἀπόρησε, ἐπειδὴ ἤτανε ἴδιος ὅπως τὸν εἶχε περιγράψει ὁ Μαλακηνός. Γύρισε λοιπὸν τὸ πρόσωπό του κατὰ τὸ σανίδι ποὺ ζωγράφιζε νὰ δεῖ ἂν μοιάζει μὲ τὸ πρόσωπο, ποὺ ἔκανε, καὶ βλέπει πὼς εἶχε τυπωθεῖ ὁ καλόγερος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Τὸν ἔπιασε φόβος καὶ φώναξε «Κύριε ἐλέησον», καὶ σὰν γύρισε νὰ τὸν ξαναδεῖ, δὲν εἶδε τίποτα.
Ὅπως τὸν εἶδε ὁ ζωγράφος, ἔτσι εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Νίκων στὶς εἰκόνες ποὺ βρεθήκανε κανωμένες ἀπὸ παλιοὺς ἁγιογράφους. Ἡ πιὸ παλιὰ εἰκόνα του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς ἱστορημένη μὲ ψηφιά, μὰ τὸν παριστάνει μὲ μαλλιὰ χτενισμένα. Φαίνεται ὅμως πὼς πιὸ σωστὰ παραστήσανε τὴ φυσιογνωμία του οἱ ζωγράφοι ποὺ τὸν ζωγραφίσανε σὲ ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὰ μέρη τῆς Σπάρτης, ὅπως εἶναι στὸ Παληομονάστηρο τῆς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στὰ 1267, στὴν Παναγία τὴ Χρυσαφίτισσα στὰ Χρύσαφα, στὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἀναβρυτῆς, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Πέρπαινη, κι᾿ ἀλλοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς καὶ μαστορικὲς εἰκόνες του εἶναι καὶ κείνη ποὺ βρῆκα στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα γιὰ νὰ καθαρίσω καὶ νὰ στερεώσω τὶς παλιὲς τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντὰ στὴ μικρὴ τὴν πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἅγιος εἶναι ζωγραφισμένος ὅπως τὸν ἱστορίζει τὸ συναξάρι του, μὲ βουλιασμένα τὰ μάγουλά του ἀπὸ τὴν κακοπάθηση, μὲ ζωηρὰ μάτια, μὲ μαῦρα μαλλιὰ ἀνακατεμένα κι᾿ ἀχτένιστα καὶ μὲ μαῦρα γένια. Ἔτσι τὸν γράφει κι᾿ ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν «Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων»: «Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, ἔχων τὰς τρίχας ἠγριωμένας». Λέγοντας «νέος» θέλει νὰ πεῖ μαυρομάλλης

Αγιος Νίκων ο μετανοείτε!

Ο  Όσιος Νίκων γεννήθηκε σε ένα χωριό του Πόντου, κοντά στην Τραπεζούντα στις αρχές του 10ου μ.Χ. αιώνος. Ήταν γόνος επιφανών και ευσεβεστάτων γονέων και από μικρός ήταν αφοσιωμένος στα θεία με όλη του τη ψυχή,ακολουθώντας το παράδειγμα των γονέων του.
Σαν παιδί περιφρονούσε τις διασκεδάσεις, τους χορούς και γενικά τις κοσμικές τέρψεις της εποχής του και ζούσε βίο εγκρατή επιθυμώντας να αφιερωθεί στο Θεό.
Ο πατέρας του ήταν πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας και θα μπορούσε να εξασφαλίσει στο γιο του όλα τα μέσα για μια άνετη ζωή.

Πλην όμως ο μικρός Νικήτας -έτσι ήταν το όνομα του Αγίου πριν γίνει μοναχός-θεωρούσε ως μάταια και απατηλά τα αγαθά του παρόντος κόσμου και επιθυμούσε την κατάκτηση της αιωνιότητος και της σωτηρίας, ψάχνοντας για την κατάλληλη ευκαιρία.
Μια ημέρα, λοιπόν, ο πατέρας του τον έστειλε ναεπισκεφθεί την αγροτική περιουσία του.
Η αφθονία των χτημάτων όμως δεν προξένησε καμιά ευχαρίστηση στην ψυχή του, αλλά αντίθετα η αθλιότητα την οποία παρατήρησε στους φτωχούς εργάτες, γέννησε μέσα στην ψυχή του ένα αίσθημα συμπαθείας μεν προς τους φτωχούς καλλιεργητές, και αποστροφής από την άλλη προς τη ζωή, του κόσμου και της ύλης.
Έτσι, εγκατέλειψε τα πλούτη, την οικογένειά του, την πατρίδα του, ακολούθησε δύσβατους δρόμους και έφτασε στο μοναστήρι της Χρυσής Πέτρας. Εκεί έλαβε το αγγελικό σχήμα του μοναχού και από Νικήτας ονομάστηκε Νίκωνας.
Στη μονή ο Νίκων προόδευε συνεχώς πνευματικά, τόσο με την προσευχή και τη μελέτη, όσο και με την εργασία και την εγκράτεια.
Η παραμονή του όμως δεν διάρκεσε πάνω από 12 χρόνια. Οι αναζητήσεις του πατέρα του τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να διαμείνει για τρία ολόκληρα χρόνια σε τόπους έρημους και άγνωστους.
Στη συνέχεια ο Όσιος Νίκων αναλαμβάνει ιεραποστολική δράση, γίνεται μέγας κήρυκας του ευαγγελίου και συνισταμένη του κηρύγματός του είναι η μετάνοια. Σαν άλλος, λοιπόν, Ιωάννης Πρόδρομος, κήρυττε στα πλήθη και τους ζητούσε να μετανοήσουν. Γι' αυτό ακριβώς έλαβε και την προσωνυμία Νίκων "ο Μετανοείτε".
Ο Νίκων, αφού περιήλθε πολλές χώρες της Ανατολής, έφθασε στη νήσο Κρήτη, όπου παρέμεινε 7 χρόνια (962-969) και κατόρθωσε να οδηγήσει πολλούς από τους κατοίκους του νησιού στην αληθινή χριστιανική πίστη, ενώ έχτισε ναούς και εγκατέστησε ιερείς. Από την Κρήτη ο Όσιος πήγε στην Επίδαυρο της Αργολίδος και κατόπιν στην Αθήνα, όπου έτυχε καλής υποδοχής. Μετά πήγε στην Εύβοια, όπου έκανε πολλά θαύματα. Κατόπιν μετέβη στη Θήβα
<!--[if !supportLineBreakNewLine]--> <!--[endif]-->
και από εκεί στο κύριο μέρος της δράσης του την Πελοπόννησο. Πέρασε από την Κόρινθο, το Άργος, το Ναύπλιο, πήγε στη Σπάρτη όπου έχτισε δύο ναούς και κατόπιν μετέβη στη Μάνη, Καλαμάτα, Κορώνη, Μεθώνη και Μεσσήνη. Μετά κατευθύνθηκε προς την Αρκαδία, όπου κήρυξε για αρκετό καιρό και τελικά εγκαταστάθηκε στην πόλη των Λακώνων, στη Σπάρτη.
Στη Σπάρτη ο Όσιος ανέπτυξε αξιόλογη δράση, ενώ την απήλλαξε και από τη μάστιγα των Ισραηλιτών, που με την άσχημη διαγωγή τους επηρέαζαν τον πληθυσμό και αποτελούσαν εμπόδιο στην ηθικοπλαστική προσπάθεια που έκανε ο Νίκων. Επίσης έκανε και θαύματα.

Υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με την ίαση ασθενών που πήγαιναν σ' αυτόν ή που πήγαινε ο ίδιος σ' αυτούς, ενώ τα θαύματα συνεχίζονται και μετά τον θάνατό του, που τοποθετείτε το 998 μ.Χ..
Ο Όσιος Νίκων "ο Μετανοείτε", είναι ο πολιούχος και προστάτης της πόλεως της Σπάρτης και τιμάται με ιδιαίτερες τιμές από την τοπική μας Εκκλησία.

Ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε - Ο πολιούχος και προστάτης άγιος της Σπάρτης, του Αριστείδη Γ. Θεοδωροπούλου

 
 
Ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε
Ο πολιούχος και προστάτης άγιος της Σπάρτης
του Αριστείδη Γ. Θεοδωροπούλου

Εκπαιδευτικού
Μέσα στη μακρόχρονη ιστορική πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας έλαμψαν φωτεινές μορφές, που διακρίθηκαν για τον ιεραποστολικό τους ζήλο και αγωνίστηκαν με το φλογερό τους κήρυγμα για τη θεμελίωση του δένδρου της χριστιανικής πίστεως. Ανάμεσα σ' αυτές ξεχωριστή θέση κατέχει ο πολιούχος και προστάτης άγιος της Σπάρτης, ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, με τον βίο του οποίου ασχολήθηκαν, λόγω της μεγάλης θρησκευτικής και εθνικής σημασίας, επιφανείς Γερμανοί ιστορικοί του μεσαίωνα, όπως ο Κάρολος Χόπφ, ο Γουσταύδος Χέρτσμπεργκ και ο Φερδινάνδος Γκρεγκορόβιους.
Ο Όσιος Νίκων γεννήθηκε στα τέλη του πρώτου τετάρτου του 10 μ.Χ. αιώνα, γύρω στο 920 μ.Χ., στη σημερινή Αρμενία και κοντά στην αρχαία Παφλαγονία του Πόντου. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και του καλλιέργησαν την ευσέβεια και την πίστη στον Σωτήρα Χριστό. Σε ηλικία μόλις 20 ετών εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι και εγκαταβίωσε στο μοναστήρι της Χρυσής Πέτρας, όπου έμεινε δώδεκα χρόνια. Στη συνέχεια επισκέφθηκε χώρες της Ανατολής, όπου κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού για τρία χρόνια.
Το 961 μ.Χ. πήγε στην Κρήτη με προτροπή του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά, όπου με έδρα την πόλη της Γορτύνης επέδειξε ιδιαίτερο ιεραποστολικό ζήλο. Στα επτά χρόνια της παραμονής του στο νησί, κατόρθωσε να χειραγωγήσει τους Κρήτες στην αληθινή πίστη, η οποία είχε αλλοτριωθεί από τους κατακτητές, και να οικοδομήσει πολλούς ναούς. Απέσπασε μάλιστα τον σεβασμό και την αγάπη των Κρητών, οι οποίοι του απέδωσαν ευγνωμόνως τον τίτλο «Μετανοείτε», επειδή καλούσε διαρκώς τους χριστιανούς σε μετάνοια.
Το 968 μ.Χ. έφτασε στην Πελοπόννησο και επισκέφτηκε την Επίδαυρο. Στη συνέχεια μετέβη στην Αίγινα, τη Σαλαμίνα, την Αττική, την Εύβοια, τη Θήβα, την Κόρινθο, το Άργος και το Ναύπλιο, όπου παντού κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού και με τη χάρη του Θεού επιτελούσε θαύματα. Από το Ναύπλιο κατευθύνθηκε προς τη Σπάρτη, ενώ στη συνέχεια επισκέφτηκε τη Μάνη και τη Μεσσηνία. Αφού έλαμψε παντού με το φλογερό του κήρυγμα περί μετανοίας, επέστρεψε στη Σπάρτη, η οποία την εποχή εκείνη ονομαζόταν Λακεδαιμονία. Στον ιστορικό αυτό τόπο, τον οποίο αγάπησε περισσότερο από την πατρίδα του, παρέμεινε μέχρι την οσιακή του κοίμηση το 998 μ.Χ. κηρύττοντας και θαυματουργώντας. Με την προσευχή του μάλιστα διασώθηκε η πόλη από τη φοβερή μάστιγα μιας θανατηφόρου ασθένειας, η οποία απειλούσε τη ζωή των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Πλήθος κόσμου συγκεντρωνόταν στη Λακεδαιμονία για να ακούσει το πύρινο κήρυγμά του για τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, ενώ η πλούσια ιεραποστολική του δράση επισφραγίσθηκε με την ανοικοδόμηση περικαλλούς ναού στο όνομα του Σωτήρος Ιησού Χριστού, ο οποίος μάλιστα σχεδιάστηκε από τον ίδιο. Πολλά και θαυμαστά είναι τα γεγονότα, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ανεγέρσεως του ναού, ο οποίος ανοικοδομήθηκε ανάμεσα στα έτη 970 και 992 μ.Χ. και εγκαινιάσθηκε από τον ενάρετο και ευσεβή Επίσκοπο της Λακεδαιμονίας Θεόπεμπο. Ο ναός αυτός μετατράπηκε αργότερα σε μοναστήρι, που έφτασε σε ιδιαίτερη ακμή κατά τον 14ο μ.Χ. αιώνα. Στο μοναστήρι αυτό ο Όσιος Νίκων εκοιμήθη εν ειρήνη στις 26 Νοεμβρίου του 998 μ.Χ., ημέρα κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και εορτάζει την πάντιμη μνήμη του.
Η κοίμηση του Οσίου Νίκωνος λύπησε βαθύτατα τους κατοίκους της Λακεδαιμονίας που έχασαν τον διδάσκαλο και πνευματικό τους πατέρα, τον εθνικό και θρησκευτικό καθοδηγητή, του οποίου η προσφορά υπήρξε πολύτιμη για την πνευματική αναγέννηση της Πελοποννήσου, της Κρήτης και της Στερεάς Ελλάδος κατά τον μεσαίωνα. Ο Όσιος Νίκων άρχισε να τιμάται ως άγιος από τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την οσιακή του κοίμηση, αφού στο καθολικό της ιστορικής Ιεράς Μονής του Οσίου Λουκά Βοιωτίας σώζεται η αρχαιότερη παράσταση, που απεικονίζει τον Όσιο και χρονολογείται τον 11ο αιώνα. Το 1875 εκδόθηκε στη Σπάρτη η ακολουθία του Οσίου, την οποία επιμελήθηκε το 1847 ο ιεροκήρυκας της περιοχής Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γεωργόπουλος. Το 1893 καθιερώθηκε ο πανηγυρικός εορτασμός της μνήμης του με λιτανεία της ιεράς εικόνος του και με καθολική αργία στην πόλη της Σπάρτης, η οποία μέχρι σήμερα τιμά και εορτάζει με κάθε επισημότητα τον πολιούχο και προστάτη της στον μεγαλοπρεπή ιερό ναό του Οσίου Νίκωνος. Ο περικαλλής αυτός ιερός ναός, ο οποίος αποτελεί το σημείο ευλαβικής αναφοράς για τους κατοίκους της Σπάρτης, αλλά και ολόκληρης της Λακωνίας, θεμελιώθηκε το 1929 με σχέδια του Αναστασίου Ορλάνδου και εγκαινιάστηκε το 1955 με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με την παρουσία πλήθους πιστών.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΦΛΑΓΩΝ

«Ο όσιος Στυλιανός αγιάστηκε ήδη από τη μήτρα της μητέρας του και έγινε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Έδωσε μάλιστα ό,τι περιουσία  είχε στους πτωχούς και ακολούθησε τον μοναχικό βίο, ξεπερνώντας όλους στην επίπονη άσκηση και τη σκληραγωγία. Έπειτα πήγε στην έρημο, κι αφού βρήκε ένα σπήλαιο ως τόπο κατοικίας, δεχόταν τροφή από θείο άγγελο κι έγινε θεραπευτής ποικίλων ανιάτων παθών. Όταν κάποτε ο φθοροποιός θάνατος, προσβάλλοντας  νεογνά, έκανε άτεκνες αυτές που είχαν γεννήσει, οι μητέρες επικαλούνταν το όνομα του αγίου και φτιάχνοντας το τίμιο εικόνισμά του ξαναγίνονταν και πάλι ικανές προς τεκνοποιία. Όταν πέθανε, το σώμα του κατατέθηκε στη χώρα των Παφλαγόνων, επιτελώντας πολλές ιάσεις και θαυματουργίες».
Ο όσιος Στυλιανός είναι γνωστός ως προστάτης, κυρίως, των παιδιών: των νηπίων, των βρεφών, των νεογνών. «Εξαιρέτως νεογνών και νηπίων και βρεφών προστάτης εδείχθης θερμότατος». Το ιδιαίτερο αυτό χάρισμά του ως προς τα παιδιά, όπως σημειώνει το συναξάρι του,  δεν του δόθηκε αυθαίρετα. Ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε τη θέλησή Του να θεραπεύονται τα παιδιά μέσω αυτού: η επίκληση του ονόματός του γινόταν ίαμα σ’ αυτά και στις μητέρες τους. «Ο Χριστός σε εμεγάλυνε, χάριτι πολλή, και θείοις θαύμασι, και νεογνών και νηπίων ακέστορα (=θεραπευτή, σωτήρα), Πάτερ, τω κόσμω σε έδειξε». Ποια η αιτία που πρέπει να εννοήσουμε για το χάρισμα αυτό; Γιατί κατεξοχήν αυτός να θεωρείται ο ευεργέτης των παιδιών; Η απάντηση μάλλον σχετίζεται με αυτό που κατά κόρον θίγει ο υμνογράφος της ακολουθίας του, εν προκειμένω ο μακαριστός γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: ότι αγιάστηκε ήδη από την κοιλιά της μητέρας του. «Θεώ από παιδός ανετέθη»∙ «ηγίασε, Πάτερ,  σε ο Θεός μητρός εκ κοιλίας»∙ «αγιασθείς από μητρώας νηδύος». Και τούτο διότι ο Θεός προείδε, μέσα στα πλαίσια της παγγνωσίας Του, τη θετική προς Αυτόν στάση του, οπότε τον χαρίτωσε με πλούσια χαρίσματα και σημεία. «Απαλών εξ ονύχων σε ο Θεός προσελάβετο, προειδώς του βίου σου την χρηστότητα». Η από τόσο νωρίς κλήση του από τον Θεό μάλιστα κάνει τον υμνογράφο να τον παραλληλίζει με γιγάντια από το παρελθόν αναστήματα, που και αυτά είχαν κληθεί με αντίστοιχο τρόπο: τον προφήτη Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη και Πρόδρομο του Κυρίου, Ιωάννη τον Βαπτιστή («Σαμουήλ ως ένθεος», «ως ο κλεινός Ιερεμίας», «ώσπερ ο μέγας Βαπτιστής»).
Ο περιορισμός όμως των χαρισμάτων του μεγάλου Στυλιανού μόνο στον κόσμο των παιδιών θα ήταν μία συρρίκνωση μη αληθινή της θαυμαστής παρουσίας του στην Εκκλησία. Και τούτο διότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει, πέρα από προστάτη των παιδιών, και ευρύτερα ως έναν από τους στύλους της, ως ένα από τα στηρίγματά της: «στύλος άσειστος της Εκκλησίας, Στυλιανέ, ανεδείχθης, μακάριε», κατά το γνωστό απολυτίκιό του. Χρειάζεται να το εξηγήσουμε. Η Εκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της, γι’  αυτό και ως θεοΐδρυτη «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», όμως ο ίδιος ο Χριστός θέλησε να μαρτυρείται στον κόσμο και να στερεώνονται οι άνθρωποι και μέσω των πιστών Του. Εκείνος ήταν που είπε ότι οι μαθητές Του θα αποτελούν τους μάρτυρές Του στον κόσμο όλο, όπως και ότι το όνομά Του θα βλασφημείται ή όχι εξαιτίας τους. Από την άποψη αυτή, ο πιστός που με συνέπεια ακολουθεί τον Κύριο, σαν τον όσιο Στυλιανό – «τω Χριστώ ηκολούθησας τελείω φρονήματι» - γίνεται και αυτός ένας στύλος της Εκκλησίας, κατά το θέλημα του ίδιου του Χριστού: οι άνθρωποι μπορούν να στηρίζονται επάνω του, βλέποντας σαν σε διαφάνεια την παρουσία Εκείνου.
Ποιο το κύριο γνώρισμα της αγιασμένης ζωής του, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας; Ο άγιος Στυλιανός «αξίως διέπρεψε ηθών καθαρότητι και αγώσιν ιεροίς αρετών τελειότητος, ώσπερ άγγελος». (Διέπρεψε στην καθαρότητα των ηθών και στους ιερούς αγώνες για να αποκτήσει την τελειότητα των αρετών ως άγγελος). Κι αυτό θα πει ότι αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του, ώστε να ζήσει την αγάπη του Θεού, ήταν η εγκράτεια. Επανειλημμένως η ακολουθία του αναφέρεται ότι υπήρξε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας», «της εγκρατείας αληθής υποτύπωσις». Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται «ως άσαρκος», «φθαρτών την αίσθησιν ολικώς βδελυξάμενος», ζώντας σε ένα σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο του Θεού. Μιλώντας όμως για εγκράτεια δεν πρέπει να την εννοήσουμε με έννοια αιρετική: ως αποχή των αισθητών από μίσος προς αυτά ή ως μία άρνηση γενικότερα προς τη ζωή. Η εγκράτεια, κατά την πίστη μας, είναι η απομάκρυνση από τη γοητεία που ασκεί ο κόσμος  στον άνθρωπο μέσω των αισθήσεών του, διότι έχει προσανατολίσει εν αγάπη και θείω έρωτι τον νου και την καρδιά του προς τον Θεό. Η εγκράτεια δηλαδή είναι μία γενική αρετή, που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. «Ο πιστός πάντα εγκρατεύεται».
Που σημαίνει: δεν είναι δυνατόν να στραφεί κάποιος προς τον Θεό, αν ταυτοχρόνως δεν καταβάλλει προσπάθεια απεγκλωβισμού του από τον μαγνήτη των παθών. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να είναι κανείς με τον Θεό, να ακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, χωρίς να θέλει να νηστεύει. Η νηστεία, ως στοιχείο εγκράτειας, δηλώνει το πού έχει ρίξει ο πιστός το κέντρο βάρους της ψυχής του. Αδυναμία νηστείας – εννοείται χωρίς να υπάρχει ιατρικός λόγος – σημαίνει ότι η ψυχή είναι «δεμένη» με τα πράγματα του κόσμου τούτου και όχι με τον Χριστό.  Έτσι η εγκράτεια κατανοείται πρωτίστως με θετική διάσταση. Για να χρησιμοποιήσουμε μία εικόνα: είναι σαν το ελατήριο εκείνο που συμπιεζόμενο, μπορεί να φαίνεται ότι μικραίνει, μαζεύει όμως τεράστια ενέργεια. Κι η ενέργεια αυτή μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση πετάγματος. Η εγκράτεια λοιπόν, ασκούμενη σωστά στην Εκκλησία, δίνει εκείνη την τεράστια ενέργεια, προκειμένου κανείς να «πετάξει», να ακολουθήσει δηλαδή τα χνάρια του Χριστού. Στην πραγματικότητα είναι το «απαρνησάσθω εαυτόν» που είπε ο Κύριος, για να γίνει κάποιος ακόλουθος και μαθητής Του. «Κατεπλάγησαν την σην ασκητικήν διαγωγήν οι ορώντες σε, σοφέ, άσαρκον βίον εν σαρκί πολιτευόμενον έρωτι τω αγίω» θα σημειώσει για τον άγιο Στυλιανό επί του θέματος ο υμνογράφος. Δηλαδή: Αυτοί που σε έβλεπαν, σοφέ, να ζεις από άγιο θεϊκό έρωτα άσαρκο βίο μέσα σε σάρκα, έμειναν έκπληκτοι για την ασκητική σου διαγωγή. Είθε, με τις πρεσβείες του οσίου μεγάλου Στυλιανού, η χάρη του Θεού να δώσει να ζούμε και εμείς με λίγη εγκράτεια, σ’  έναν κόσμο που ταλανίζεται μεν από όλων των ειδών τις κρίσεις, αλλά είναι βουτηγμένος κατά το πλείστον στις διάφορες εμπαθείς ηδονές

Συναξαριστής 26 Νοεμβρίου

Ὁ Ὅσιος Στυλιανός ὁ Παφλαγόνας


Γιὸς πλουσίων γονέων (ποὺ μᾶλλον γεννήθηκε στὴν Παφλαγονία, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι σίγουρο, διότι ἐκεῖ φυλασσόταν καὶ ἱερὸ λείψανό του), διδάχτηκε νωρὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ εἶναι ἐγκρατὴς καὶ νὰ θεωρεῖ τὸ χρῆμα μέσο γιὰ τὴν ἀνακούφιση καὶ περίθαλψη τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀῤῥώστων.

Ἀφοῦ ἔτσι ἀνατράφηκε καὶ οἱ γονεῖς του πέθαναν, διαμοίρασε ὅλη τὴν κληρονομιά του καὶ πῆγε σὰν ἀσκητὴς στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ ἄλλους ἀσκητές, ποὺ ζοῦσε μαζί τους μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, χριστιανικὴ συγκατάβαση καὶ ἐπιείκεια. Δὲν λύπησε ποτὲ κανένα, μεγάλη του χαρὰ μάλιστα, ἦταν νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὶς ταραγμένες ψυχές.

Ἡ φήμη τῆς θαυμαστῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἔφθασε μέχρι τὶς πόλεις, καὶ πολλοὶ ἔτρεχαν νὰ τὸν βροῦν γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπ᾿ αὐτὸν τὶς πνευματικές του ὁδηγίες. Ὁ Ὅσιος Στυλιανός, παρὰ τὴν ἐρημικὴ ζωή του, ἔτρεφε στοργὴ καὶ συμπάθεια πρὸς τὰ παιδιά, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ὁ Κύριος.

Ἄν, ἔλεγε, ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελεῖ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ἡ παιδικὴ ἡλικία ἀπὸ τὴν φύση της εἶναι περισσότερο ἐνάρετη, ἀπ᾿ ὅτι οἱ μεγαλύτεροι τῶν φιλοσόφων. Πολλὲς φορὲς οἱ γονεῖς ἔφεραν πρὸς αὐτὸν τὰ παιδιά τους, καὶ τότε ἡ ἀγαλλίαση τοῦ ὁσίου ἦταν πολὺ μεγάλη.

Ὁ Θεὸς βραβεύοντας τὸ ἱερὸ αὐτὸ αἴσθημά του, προίκισε τὸν ὅσιο μὲ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει τὰ ἄῤῥωστα παιδιὰ καὶ νὰ καθιστᾶ εὔτεκνους ἄτεκνες γυναῖκες.

Πέθανε πλήρης ἡμερῶν ἀλλὰ καὶ ἀρετῶν.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε· ἀνατεθεὶς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Στήλη ἐμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς ἐκκλησίας, Στυλιανέ, ἀνεδείχθης, μακάριε. Τὸν γὰρ σὸν πλοῦτον σκορπίσας τοῖς πένησιν, ἐν οὐρανοῖς ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον, καὶ ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, πανόλβιε, χάριν εἴληφας νηπίων προστάτης γενόμενος καὶ φύλαξ νεογνῶν ἀπροσμάχητος.

Ὁ Ὅσιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης


Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Παφλαγονίας καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ.

Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι, ὅταν θὰ γεννιόταν ὁ Ἀλύπιος, ἡ μητέρα του εἶδε σὲ ὄνειρο νὰ κρατάει ἕνα λευκὸ ἀρνὶ ποὺ στὰ κερατά του ἦταν τρεῖς ἀναμμένες λαμπάδες, ποὺ σήμαινε τὶς ἀρετὲς ποὺ θὰ εἶχε τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννιόταν.

Οἱ γονεῖς του ἔδωσαν στὸν Ἀλύπιο χριστιανικὴ ἀνατροφή, ποὺ στὸ πρόσωπό του ἐπέφερε καρποὺς ἑκατονταπλασίονας. Εἶχε μεγάλη περιουσία, τὴν ὁποία δαπάνησε στοὺς φτωχοὺς καὶ πάσχοντες τῆς περιοχῆς του. Διότι εὐχαρίστησή του ἦταν νὰ ἐκπληρώνει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἶναι «συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες». Δηλαδὴ νὰ συμπαθοῦν καὶ νὰ συμμετέχουν στὶς λῦπες τῶν ἀδελφῶν τους, νὰ ἀγαποῦν σὰν ἀδελφοὺς τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ ἔχουν πονετικὴ καὶ τρυφερὴ καρδιὰ καὶ νὰ εἶναι περιποιητικοὶ καὶ εὐγενεῖς.

Ὁ Ἀλύπιος, ἀφοῦ ἔμεινε πάμφτωχος, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε ἀσκητικὴ ζωή. Πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι ἔμεινε πάνω σ᾿ ἕνα στῦλο 50 (κατ᾿ ἄλλους 53 χρόνια) γιὰ λόγους ἄσκησης καὶ κάτω ἀπὸ διάφορες καιρικὲς συνθῆκες.

Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφερε κοντὰ στὸν Ἀλύπιο καὶ ἄλλες ψυχές, ποὺ ζητοῦσαν εἰρηνικὸ καταφύγιο. Στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὑπῆρξε φιλόστοργος πνευματικὸς πατέρας, καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε μὲ τὶς συμβουλές του καὶ τοὺς στήριζε μὲ τὸ παράδειγμά του.

Πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 608, ἀφοῦ ἔζησε 100 χρόνια, κατ᾿ ἄλλους 120. (Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις αὐτοῦ ἐν τῇ μονῇ αὐτοῦ τῇ οὔσῃ πλησίον τοῦ Ἱπποδρομίου, κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1594).


Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στῦλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Ἀλύπιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δοξάζων ὁ Θεός, τὴν σὴν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τὴν χάριν αὐτῶ γὰρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι ὅθεν ἤστραψας, ἀπὸ τοῦ κίονος πάσι, τῶν ἀγώνων σου, τᾶς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀρετῶν ὑπόθεσιν, καὶ Ἀσκητῶν καλλώπισμα, ἡ Ἐκκλησία δοξάζει σε σήμερον, καὶ ἀνυμνεῖ σε Ἀλύπιε· ταῖς εὐχαῖς σου παράσχου, τοῖς τιμῶσιν ἐκ πόθου τὰς ἀριστείας σου, καὶ τὰ παλαίσματα, τῶν δεινῶν ἐγκλημάτων ἐκλύτρωσιν, ὡς ἐπώνυμος.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Συμεὼν ἡμῖν ὤφθης ἄλλος σοφέ· τὸ γὰρ σῶμα ὑψώσας στύλῳ ἐκ γῆς, ὦ Πάτερ Ἀλύπιε, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, ἐτροπώσω θεόφρον, πικρῶς κατοιμώζοντας, καὶ εἰς ἀβάτους τόπους, αὐτοὺς ἀπεδίωξας· ὅθεν καὶ ἐδείχθης, ἐγκαλλώπισμα θεῖον, Πατέρων τὸ καύχημα, Μοναζόντων τὸ στήριγμα. Διὸ πίστει βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι»

Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ συνέγραψε τὴν Κλίμακα. Μόνασε στὴ Μικρὰ Ἀσία (στὸ Μοναστήρι Κελλιβάρα τοῦ ὄρους Λάτρου) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνεξάντλητη ὑπομονή του.

Ἔλεγε μάλιστα: «πλανῶνται ὅσοι νομίζουν ὅτι δὲν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, ἀλλὰ κατὰ τῶν δυὸ μεγαλυτέρων ἐχθρῶν. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Σατανᾶς, τὸν ἄλλο περιττὸ νὰ σᾶς τὸν πῶ» καὶ ἔδειχνε τὸν ἑαυτό του.

Στὸ Μοναστήρι εἶχε πολὺ δύστροπο προϊστάμενο, ἀλλὰ ἀπέναντί του ὁ Ἀκάκιος δὲν ἔλεγε τὸ παραμικρό. Ὁ ἡγούμενος τὸν κακοποιοῦσε καὶ ὁ Ἀκάκιος τὸν ἀγαποῦσε, ὅμως τὸν ἔθλιβε τὸ γεγονὸς ὅτι κινδύνευε ἡ σωτηρία τοῦ ἡγουμένου του ἀπὸ τὴν ὅλη διαγωγή του. Ὁ Ἀκάκιος πέθανε νέος, ἔχοντας παροιμιώδη ὑπομονὴ καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα στὸ Θεό.

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀναχωρητής

Γι᾿ αὐτὸν ἀφηγεῖται ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ γνώρισε τὸν ὅσιο προσωπικὰ (Φιλόθεος Ἱστορία, ἀριθ. 21).

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἀσκήτευε στὴν ἀρχή, μέσα σ᾿ ἕνα πολὺ στενὸ κελί. Κατόπιν ἀνέβηκε στὸ κοντινὸ βουνὸ τῆς πόλης Κύρου καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε χωρὶς νὰ κατασκευάσει καλύβα.

Ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα ὕψη πνευματικότητας, ποὺ κάποτε ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἀναστήσει τὸ παιδὶ μίας οἰκογένειας. Ἔτσι λοιπόν, αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»

Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πολεμωνιακὸ Πόντο καὶ ἦταν γιὸς μεγιστᾶνα. Νέος ἀκόμα ἄφησε τὸ πατρικό του σπίτι καὶ μόνασε.

Ἐπειδὴ δὲ τὸν διέκρινε ἱερὸς ζῆλος καὶ μεγάλο χάρισμα διδακτικότητας, γύρισε ὅλη τὴν Ἀνατολὴ σὰν ἀπεσταλμένος τῆς Μονῆς του κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπαναλάμβανε τὴν φωνή, ποὺ ἀντήχησε πρῶτα στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας καὶ κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη: «Μετανοεῖτε».

Κατόπιν ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στὴν Κρήτη, ὅπου παρέμεινε διδάσκοντας γιὰ 20 χρόνια.

Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου κατέληξε στὴν πόλη τῶν Λακώνων. Ἐκεῖ κήρυξε, ἔκανε διάφορα θαύματα καὶ ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἠθικὴ ἐπιῤῥοή του στοὺς κατοίκους ὑπῆρξε μεγάλη. Καὶ στὴ χώρα αὐτή, ποὺ ἀγάπησε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ τὸ ἔτος 998.

Ὁ Ὅσιος Σίλος ἐπίσκοπος Κορίνθου τῆς Περσίας
Δὲν γνωρίζουμε κανένα στοιχεῖο γιὰ τὴ ζωή του.

Τὰ Ἐγκαίνια Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Κυπαρίσσῳ (ἢ Κυπαρισσίῳ)

(Κατὰ τὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 Ἀπριλίου 24).

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σ. 119, ἔκδοση Ἀρχιμανδρίτη Καλλίστου.

Ὁ Ὅσιος Χαιρέμων

Δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὰ Μηναῖα καὶ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου. Ἀναφέρεται ὅμως τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 μὲ σύντομο ὑπόμνημα, ποὺ λέει, ὅτι ἔζησε μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη. Ἐπίσης ἡ ζωή του μέσα στὴν ἔρημο ἦταν ἀσκητικότατη καὶ ἐκεῖ ἀπεβίωσε.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Χίο

Γεννήθηκε στὴ Χίο. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Παρασκευᾶς, ἡ δὲ μητέρα του Ἀγγεροῦ.

Σὲ ἡλικία 18 μηνῶν, ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα, παραδόθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τὸν ἀναθρέψει ἡ μητριά του.

Σὲ παιδικὴ ἡλικία οἱ γονεῖς παρέδωσαν τὸν Γεώργιο σὲ κάποιο λεπτουργό, Βισσετζὴ ὀνομαζόμενο, γιὰ νὰ τοῦ μάθει τὴν τέχνη του. Ὅταν κάποτε μὲ τὸ ἀφεντικό του ἦλθε στὰ Ψαρά, γιὰ νὰ φιλοτεχνήσουν τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὁ Γεώργιος ἔφυγε μὲ ὁρισμένους νέους στὴν Καβάλα.

Ἐκεῖ συνελήφθη νὰ κλέβει ἀπὸ ἕναν κῆπο καὶ παραδόθηκε στὸν κριτή. Γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν τιμωρία δέχτηκε τὸν Ἰσλαμισμό, περιτμήθηκε καὶ ὀνομάστηκε Ἀχμέτ. Σὲ ἡλικία 10 χρονῶν, ἐπέστρεψε στὴ Χίο κλαίγοντας καὶ ὁμολογῶντας τὸν Χριστό. Ὁ πατέρας του γιὰ νὰ τὸν προφυλάξει τὸν μετέφερε σ᾿ ἕνα κτῆμα του στὶς Κυδωνιές.

Ἀργότερα, 22 χρονῶν ἀῤῥαβωνιάστηκε, καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς μνηστῆς του, ἐπειδὴ εἶχε μαζί του χρηματικὲς διαφορές, τὸν πρόδωσε στὸν Τοῦρκο διοικητή, ὅτι ἐνῷ ἔγινε Μουσουλμάνος ἐπανῆλθε στὸν Χριστιανισμό.

Βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ἀφοῦ μέσα στὴ φυλακὴ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τὸ πρωὶ τῆς 26ης Νοεμβρίου 1807 τοῦ ἔκοψαν -μὲ μαρτυρικὸ τρόπο - τὸ κεφάλι λίγο-λίγο. Ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Χριστό.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος ὁ Θαυματουργὸς πρῶτος ἐπίσκοπος Ἴρκουτας
undefined

Ρῶσος

Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ὁ Πέρσης

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259φ. 229α, μαθαίνουμε ὅτι ἤλεγξε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο μετὰ ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα βασανιστήρια

The Rich Young Man (Luk. 18, 18-27)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


 


Sunday, August 30, 1987

In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

It is not only awesome, at times it is frightening to preach the Word of God, because the Lord said "By thy words thou shall be judged." Judged, because if you proclaim God's truth and remain idle and not the doer of what the Lord has commanded, and what you know well enough to proclaim to others - then, how shall you stand before the judgement of God? This does not apply only to the priest, but to every Christian who is called to be a witness, an apostle, one that brings God's word to the people who are in darkness or twilight, who need divine light, and truth and life.

To-day's Gospel challenges us all so sharply. It begins with words that may be interpreted in more than one way: "Good Lord - what shall I do to have eternal life?" And the Lord answers, "Why do you call Me 'good'? Good is only God". He does not say, "You are wrong". He does not deny His right to be called good as God is good; and thereby, to those who have ears to hear, those who have a heart capable of perceiving the surpassing goodness of the Lord Jesus, surpassing all human goodness, all human beauty and truth - it is a testimony: Yes, you are speaking to your God, and it is your God that is to answer your question.

And then Christ gives us two indications. The one is: if you wish to have eternal life, keep the Commandments. The Commandments of God are not only rules of behaviour (although, of course they are such), but as one of the Psalms puts it, should be in our inmost hearts. It should be from the depths of our heart that we accomplish the Commandments: not because we are commanded from outside, but because they have reached us with the ring of truth; not because God has spoken, but because with all our being we have answered "Amen!" This is true, this is life, this is the way into eternal life.

When we hear Christ mentioning these Commandments - where are we? Who of us can say that he was faithful to every word of this short list that indicates that without which we cannot live? Where do we stand? I, who am preaching, you who are hearing, because it is as responsible to hear as it is to speak. How often do we think - as this young man, and with how little reason - that we want perfection. We want perfection without having first trod the road of the Commandments.

But Christ says to us quite clearly: "If you want perfection - give all you possess." It is not only material things which we can give: every one of us has treasures hoarded in his mind and heart, in his soul, things which are more important to him than anything material, that is his wealth. Each of us should turn inward and ask himself, "What is there which is my peculiar treasure? What are those things which I will not give away even for life eternal, for God?".

We do not put things in such a crude manner, but we hug those things which are so precious to us, and still we hope that we will enter the Kingdom of God, we will reach perfection, we will become in all fullness what we are called to be, the kind of persons of whom God dreamed when He created us - and it is not true.

In the Book of Revelation there is a passage that says, "I have only one thing against you - you have forgotten your first love". And this first love, indeed, for each of us, is the Living God, Whom we call in so many ways: we may call Him 'Life', we may call Him 'Fulfilment’, we may call Him 'Happiness', we may call Him by all the names that mean that we should reach the fullness of our being. At times we know that only in God it is possible, at times we imagine that we can outgrow ourselves - all the same, this is our first love: to become as great as God has dreamed us, willed us.

And we do not follow the Commandments because we think that we can achieve it in a simpler manner; and we do not give away all we have, that is: the only thing we are not prepared to give away, in a hope that God will accept us, and our burden.

Let us reflect on this story. This is not even a parable, it is something that has happened to a young man. It happens to all of us when God says, "Have you been faithful to the way of life which I have described to you in terms of commandments, outlined in these terms as one can outline a road by milestones? Do you want to attain fullness - start at that point." And if you are aware of having been faithful in these things, then ask yourself the further question: what is the treasure which I will not give away, even for eternal life?

The young man heard the words of Christ, and went away sad. He had earthly possessions, but we have so many possessions which are not material and which are our burden, our fetters.

And yet, there is in this story one thing that can give us so much hope. Christ did not condemn this young man; Christ let him go without a word of reproach, because what He had said was like seed sown into the mind and heart of this young man. He let him go wounded at the heart, puzzled in his mind, called to be himself by an act of heroic will and surrender, let go of himself, as Christ said, give everything away and follow Him. Where to? Along the road of human life on one hand, on the other hand - into the fullness of life eternal.

When Christ says to us "Follow Me", He does not call us to walk a frightening, dark road; He says, "I have trodden all this road, I know every meander of it - you can safely follow! I am like the good shepherd that walks in front of his sheep, meeting all dangers himself, so that the sheep may be safe."

We all will go home like the young man, perhaps saddened, that neither are we keeping the Commandments, nor are we able to give away our most precious treasure: but remember - we will not go condemned, we will have been faced with an ultimate choice, and as long as we can struggle on earth - there is time.

But let us not be beguiled by the length of time: time flies, time goes - let it not be too late, let us turn to life, let us become all we are capable of being.

The answer to to-day's Gospel is so clear - "Who then can be saved?" - To man it is not possible by our own strength; but to God, all things are possible." That is our hope: God is with us, and nothing is too much for us. Amen

Στέργιος Σάκκος, Ο άγιος Στυλιανός-Στεργιανός ( 26 Νοεμβρίου)

 


Ὁ ἅγιος Στυλιανός-Στεργιανός ( 26 Νοεμβρίου)
Τοῦ κ. Στεργίου Σάκκου, Ὁμ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου
Στίς 26 τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τόν ἅγιο Στυλιανό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδιαίτερα ἀγαπητός στόν λαό καί θεωρεῖται προστάτης τῶν βρεφῶν καί νηπίων. Πολύ χαρακτηριστική ἀλλά καί συγκινητική εἶναι ἡ εἰκόνα του· ὁ ἅγιος κρατώντας ἕνα σπαργανωμένο παιδί στήν ἀγκαλιά του παρουσιάζεται ὡς φιλόστοργη μητέρα καί συγχρόνως ὡς χειροδύναμος πατέρας, πού προσφέρει στό παιδί τήν στοργή καί τήν δύναμη πού αὐτό χρειάζεται. Οἱ γυναῖκες πού δέν γεννοῦν παιδιά ἐπικαλοῦνται τήν πρεσβεία του καί οἱ μητέρες, ὅταν ἀρρωσταίνουν τά μικρά τους, προστρέχουν στήν βοήθειά του.
Ἐνῶ ὅμως εἶναι πολύ διαδεδομένη ἡ γιορτή του καί πολύ λαοφιλής ἡ μνήμη του, δέν εἶναι καλά γνωστή ἡ ἱστορία του. Ὑπάρχει, μάλιστα, μία σύγχυση γύρω ἀπό τό πρόσωπό του, καθώς καί γύρω ἀπό τό ὄνομά του, ἡ ὁποία ἐπιτείνεται, καθόσον σήμερα οἱ χριστιανοί δέν ἐνδιαφέρονται νά διασώζουν ἀκριβῶς τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μέ τό ὁποῖο βαπτίσθηκαν. Ἔτσι πολλοί δέν ἀναγνωρίζουν ἄν τά βαπτιστικά Στέλιος, Στέλλα καί Στέργιος, Στεργιανή ἀναφέρονται στόν ἴδιο ἅγιο Στυλιανό ἤ τό δεύτερο ἀναφέρεται σέ ἄλλον ἅγιο. Ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι τό Στέργιος μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό τό Ἀστέριος ἤ ἀκόμη ἀπό τό Σέργιος, καί δέν ἔχει σχέση μέ τό Στυλιανός. Παρόλο ὅμως πού εἶναι βέβαιο ὅτι ἅγιοι Ἀστέριος καί Σέργιος ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία μας, δέν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι τό Στέργιος συνδέεται μέ αὐτά τά πρόσωπα καί τά ὀνόματά τους. Νομίζω ὅτι εἶναι μία εὐλαβική προσφορά στήν μνήμη τοῦ ἁγίου καί μία σεμνή συμμετοχή στήν γιορτή του νά προσπαθήσουμε νά γνωρίσουμε καλύτερα τό πρόσωπό του μελετώντας τό ὄνομά του, τό ὁποῖο σέ τέτοιες περιπτώσεις ἀποτελεῖ μία ἱστορική μαρτυρία ταυτότητος.

Τό συναξάριο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Στυλιανός καταγόταν ἀπό τήν Παφλαγονία, ὅπου καί ἀπέθανε καί ἐτάφη. Ἔζησε στά χρόνια μεταξύ τοῦ δ΄ καί στ΄ αἰῶνος καί ἔδειξε ἀπό μικρός ὅτι ἀνῆκε ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό. Νωρίς μοίρασε τήν περιουσία του στούς πτωχούς καί ἔγινε μοναχός, ὡς μοναχός δέ ξεπέρασε τούς πάντες σέ κοπιαστική ἄσκηση καί σκλη­ρα­γωγία. Ἀργότερα ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο καί κατοίκησε μέσα σέ μία σπηλιά. Ἡ ἁγιότητά του εἵλκυσε τήν θεία χάρη, καί ἀπέ­κτησε τό χάρισμα νά θεραπεύει ἀνίατες ἀρρώστιες. Ἰδιαίτερα ὅταν μητέρες πού ἔχαναν τά νεογνά τους ἐπικαλοῦνταν τό ὄνομά του, γρήγορα ἀποκτοῦσαν ἄλλα παιδιά.
Μ' αὐτήν τήν φήμη, τῆς προστασίας τῶν βρεφῶν, ὁ ἅγιος Στυλιανός ἐπεκράτησε στόν λαό, καί ἡ γιορτή του διακρίθηκε. Μέ τό ὄνομά του βαπτίζονταν συχνά τά παιδιά, γιά νά ἔχουν τήν βοήθειά του, ἰδιαίτερα ἄν ἦταν φιλάσθενα ἤ ἄν εἶχε κινδυνεύσει ἡ ὑγεία τους. Στά νεώτερα χρόνια ἡ ἰδιότητα τοῦ ἁγίου νά «στερεώνει» τά μικρά παιδιά στήν ζωή ὑπερίσχυσε τοῦ ὀνόματός του καί ἐπιπλέον ἡ ὁμοηχία τοῦ ὀνόματος Στυλιανός μέ τήν ἰδιότητα τοῦ στερεός συνέβαλε, ὥστε ὁ ἅγιος Στυλιανός νά γίνει στά νεοελληνικά Στεργιανός καί τά παιδιά πού ἔπαιρναν τό ὄνομά του νά λέγονται ἐπίσης Στέργιος, Στεργιανή. Τά ὀνόματα αὐτά ἀπαντοῦν ἰδιαίτερα στούς ὀρεινούς πληθυσμούς τῆς Β. Ἑλλάδος, ἐνῶ στά νότια παραμένουν τά ἀρχικά Στέλιος, Στέλλα. Στούς ὀρεινούς συνηθίζονταν, ἐξάλλου, καί ἄλλα παρεμφερῆ ὀνόματα, πού ὑπαγορεύονταν ἀκριβῶς ἀπό τόν φόβο τῆς θνησιμότητας τῶν βρεφῶν. Ἔτσι μαζί μέ τό Στέργιος, πού δινόταν σάν εὐχή στό παιδί νά στεργιώσει καί σάν προσευχή στόν ἅγιο νά βοηθήσει, ἀκούγονταν συχνά καί τό Ζήσης (= νά ζήσει), τό Ρίζος (=νά ριζώσει) καί ἄλλα ὅμοια.
Ἑπομένως, τό ὄνομα Στέργιος ἀναφέρεται στόν ἅγιο Στυλιανό καί δέν ἔχει σχέση ὡς ὄνομα οὔτε μέ τό Ἀστέριος οὔτε μέ τό Σέργιος. Τό Ἀστέριος ἦταν γνωστό καί στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή καί σημαίνει αὐτόν πού μοιάζει μέ ἀστέρι· τό δέ Σέργιος μᾶς ἦλθε ἀπό τά λατινικά καί ἐξελληνίσθηκε.Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐν προκειμένῳ μέ τόν ἅγιο Στυλιανό συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο· κληροδότησαν στήν Ἐκκλησία ὄχι μόνο τό ἁγιασμένο ὄνομά τους, ἀλλά καί τό εὐλογημένο τους χάρισμα. Πράγματι, ὡς βαπτιστικά σήμερα χρησιμοποιοῦνται τόσο τά Στυλιανός, Ἰωάννης ὅσο καί τά ἀντίστοιχα Στέργιος, Χρυσόστομος.
Τήν ἴδια μέρα μέ τόν ἅγιο Στυλιανό γιορτάζει καί ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης ἤ Στυλίτης, ἕνας ἅγιος πού παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεῖα μέ τόν ἅγιο Στυλιανό. Ἦταν καί αὐτός Παφλαγόνας, ἀπό τήν Ἀδριανούπολη, καί ἔδειξε καί αὐτός ἀπό μικρός ὅτι ἦταν προικισμένος μέ ἐξαιρετικές χάρες. Γεννήθηκε στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἡρακλείου, κατά τόν στ΄ αἰ., καί ἔγινε καί αὐτός μοναχός πού διακρίθηκε μέ ποικίλες ἀσκήσεις καί ξεπέρασε τούς πάντες στήν καρτερία, ἀπέκτησε δέ καί τό χάρισμα νά θαυματουργεῖ. Τό ἰδιαίτερο στόν ἅγιο Ἀλύπιο ἦταν ὅτι ἔζησε πάνω σέ ἕναν στύλο -ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία του Κιονίτης ἤ Στυλίτης (κίων = στύλος)- 66 χρόνια, «σάν ἕνας χάλκινος ἀνδριάντας, παλεύοντας μέ τίς βροχές καί τόν καύσωνα, μέ τούς παγετούς καί τά χιόνια καί μέ τούς ἀνέμους καί τίς λαίλαπες», ὅπως λέει ὁ βιογράφος του.
Ὁρισμένοι ἐρευνητές ἔχουν τήν γνώμη ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός ταυτίζεται μέ τόν ἅγιο Στυλιανό, καθόσον ἡ λέξη στυλιανός δέν εἶναι παρά μετάφραση τοῦ κιονίτης, ἡ δέ ζωή τους ἐκτυλίσσεται παρόμοια. Πιθανόν, πράγματι, κάποιες συνθῆκες νά συνέβαλαν ὥστε ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης νά ἔγινε γνωστός μέ τόν μεταφρασμένο τύπο τοῦ ἐπιθέτου του ὡς ἅγιος Στυλιανός, κάποτε δέ νά θεωρήθηκε ὅτι τά δύο ὀνόματα ἀντιπροσώπευαν δύο διαφορετικά πρόσωπα καί νά διακρίθηκαν. Πάντως στήν Ἐκκλησία μας ὁ ἅγιος Στυλιανός, παρ’ ὅλο πού γιορτάζει μαζί μέ τόν ἅγιο Ἀλύπιο τόν Κιονίτη, τιμᾶται ὡς ἰδιαίτερος ἅγιος. Ἀλλά δέν εἶναι καθόλου παράξενο οὔτε ἀπίθανο καί ὁ ἅγιος Στυλιανός νά ὑπῆρξε ἐπίσης ἕνας στυλίτης, καθόσον τό ὄνομά του προέρχεται ἀπό τήν λέξη στύλος. Ἔτσι, λοιπόν, τόν ἅγιό μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε ζωντανός στύλος στήν προσπάθειά του νά ἀγγίσει τόν Θεό ἀφήνοντας τά γήινα καί ὑψώνοντας τό πνεῦμα καί τό σῶμα του στόν οὐρανό, τόν ἄγγιξε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν κατέστησε «στεργιωτή» τῶν βρεφῶν καί τῶν νηπίων.
Ορθόδοξος Τύπος, 25/11/2011

Το λάθος ενός αγίου



Χριστέ, σώζε μας από το χείλος της αβύσσου!
«Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, σε επιστολή του προς τον μοναχό Δημόφιλο, του διηγείται το εξής περιστατικό που φανερώνει την φιλανθρωπία του Θεού προς τους αμαρτωλούς.

Ο απόστολος Κάρπος, εκ των Εβδομήκοντα (Ο΄) Αποστόλων, ήταν πολύ λυπημένος διότι ένας ειδωλολάτρης είχε παρασύρει ένα Χριστιανό. Ο Κάρπος πικράθηκε και λυπήθηκε πολύ. Όταν, μάλιστα, τα μεσάνυχτα σηκώθηκε να προσευχηθεί κατά τη συνήθειά του, ζήτησε από τον Θεό να ρίξει κεραυνό και να εξολοθρεύσει και τους δύο αποστάτες.

Ενώ όμως έλεγε αυτά, είδε το εξής όραμα: Το σπίτι σχίσθηκε στα δύο, από τη μια στέγη μέχρι κάτω. Ο ουρανός άνοιξε και είδε τον Χριστό περιστοιχιζόμενον από άπειρους Αγγέλους. Ταυτοχρόνως όμως, κυττάζοντας προς τα κάτω, είδε στο έδαφος να ανοίγεται ένα πελώριο χάσμα, βαθύ και σκοτεινό. Στο χείλος του χάσματος είδε τους δύο εκείνους ανθρώπους, για τους οποίους είχε ζητήσει την άμεση εξόντωσή τους. Οι άνθρωποι αυτοί, τρομαγμένοι και ελεεινοί, κινδύνευαν να πέσουν μέσα στο χάσμα από στιγμή σε στιγμή.

Εν τω μεταξύ έβλεπε να ανεβαίνουν από το χάσμα φίδια, τα οποία δάγκωναν τους δύο εκείνους ανθρώπους, τους χτυπούσαν με τις ουρές τους και προσπαθούσαν να τους ρίξουν μέσα στο απύθμενο βάραθρο. Ο Κάρπος, από το άλλο μέρος, λυπόταν και αδημονούσε και ευχόταν να πέσουν οι άνθρωποι εκείνοι το γρηγορότερο μέσα στο χάσμα. Προσπάθησε μάλιστα και ο ίδιος να τους σπρώξει για να πέσουν. Επειδή όμως δεν μπόρεσε, γι’ αυτό άρχισε να τους καταριέται.

Σηκώνοντας πάλι τα μάτια του στον ουρανό, είδε τον Χριστό να σηκώνεται από τον Θρόνο Του, να κατεβαίνει στο στόμιο του χάσματος και να απλώνει το χέρι του στους δύο ανθρώπους. Το ίδιο έκαναν και οι Άγγελοι, άλλοι βοηθούσαν τον ένα και άλλοι βοηθούσαν τον άλλον.

Τότε ο Κάρπος είδε τον Χριστό να απλώνει το χέρι του προς αυτόν και να του λέγει:
- Χτύπα, λοιπόν, εμένα, διότι εγώ είμαι έτοιμος να πάθω πάλι, προκειμένου να σωθούν οι άνθρωποι. Και θα το έκανα μάλιστα ευχαρίστως, εάν η δεύτερη αυτή ενσάρκωσή μου δεν θα γινόταν Αφορμή να αμαρτήσουν και πάλι οι άνθρωποι, σταυρώνοντάς με. Σκέψου, όμως, αν συμφέρει και σένα να αλλάξεις συντρόφους και από τη συντροφιά του Θεού και των αγίων Αγγέλων να έχεις της παντοτινή συντροφιά των φιδιών και των δαιμόνων» (Συναξάρι, 3 Οκτωβρίου).


Συχνά οι άνθρωποι του Θεού πέφτουν στον ίδιο πειρασμό, όπως ο άγιος Κάρπος. Ευαίσθητοι και απόλυτοι στο έργο της Εκκλησίας, καταδικάζουν και καταρριώνται τους αμαρτωλούς, τους απίστους και τους ασεβείς. Ό,τι είπε ο Χριστός για τους σταυρωτές του, ισχύει δυστυχώς και γι’ αυτούς: « Ουκ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ΄34) . Εκείνοι, από άγνοια και φανατισμό, διέπραξαν το μεγαλύτερο έγκλημα της ιστορίας, σταύρωσαν τον Χριστό. Παρόμοιο έγκλημα διαπράττουν και μερικοί «θρησκευτικοί» όταν καταδικάζουν και καταρριώνται τους συνανθρώπους τους.
Πόση διαφορά μεταξύ Χριστού και ανθρώπων! Ο Χριστός πεθαίνει για τους αμαρτωλούς και είναι πρόθυμος να θυσιαστεί γι’ αυτούς άλλη μία φορά, οι άνθρωποι όμως δεν είναι διατεθειμένοι να συγχωρήσουν τους συνανθρώπους τους.

Το όραμα του αγίου Κάρπου είναι όντως συγκλονιστικό. Πρέπει να το έχουμε μπροστά μας ολοζώντανο, όταν παίρνουμε στο στόμα μας την τύχη των συνανθρώπων μας. Πόσο εύκολα καταδικάζουμε και κατακρίνομε τους άλλους! Πόσο εύκολα πολλοί εξαποστέλνουν τους… άλλους «στο διάβολο»! Αν όμως γνώριζαν το τι ακριβώς εκστομίζουν. Αν έβλεπαν κι αυτοί το βάραθρο με τα φίδια και τους δαίμονες, δεν θα τολμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Αυτό που θα απεύχονταν για τον ίδιο τον εαυτό τους, δεν θα τολμούσαν να το ζητούν για τους άλλους.
Χριστέ, σώζε και μας και τους αδελφούς μας από το χείλος της αβύσσου.

Από το βιβλίο: «+ Μητροπολίτου Αχελώου
ΕΥΘΥΜΙΟΥ (Κ. ΣΤΥΛΙΟΥ)
ΟΙ ΑΕΤΟΙ
Ορθόδοξο Θεολογικό Αγιολόγιο»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011

Μια ακούσια αμαρτία πόσο «ακούσια» είναι;(Ιωαν Κορναράκη,Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών)

 



Συχνά έχουμε όλοι οι άνθρωποι την εμπειρία μιας ακούσιας αμαρτίας. Και βέβαια κάθε εξομολόγος-πνευματικός πατέρας ακούει πολύ συχνά, σχεδόν σε κάθε εξομολόγηση, τη διαβεβαίωση ή τον ισχυρισμό του εξομολογούμενου για το αθέλητο μιας αμαρτίας του,
-Σας διαβεβαιώνω ειλικρινώς. πάτερ μου, ότι αυτή η αμαρτία μου έγινε χωρίς να το αντιληφθώ. Εντελώς ακούσια χωρίς να είναι στη βούλησή μου ή στην σκέψη μου να την κάνω.
Πόσο ειλικρινής ή τουλάχιστον σίγουρη μπορεί να είναι μια τέτοια διαβεβαίωση και πόσο αληθινός ένας τέτοιος ισχυρισμός;
Ένα βιβλικό επιχείρημα για τον ακούσιο χαρακτήρα πολλών αμαρτιών μας είναι ασφαλώς το έβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του αποστόλου Παύλου. Εκεί ο απόστολος των εθνών εκθέτει σε αδρές γραμμές τον αντιφατικό (συγκρουσιακό) χαρακτήρα της λειτουργίας της ανθρώπινης ψυχής, κατά τη σχέση της, αφ’ ενός μεν με το νόμο του Θεού αφ’ ετέρου δε με την «οικούσαν» σ’ αυτήν αμαρτία.
«Έτσι δεν ξέρω ουσιαστικά τί κάνω· δεν κάνω αυτό που θα ’θελα να κάνω αλλά, αντίθετα, ό,τι θα ’θελα να αποφύγω… Και έτσι φθάνω πια στο σημείο να μη διαπράττω εγώ ο ίδιος το κακό αλλά η αμαρτία, που έχει εγκατασταθεί μέσα μου… κι έτσι, δεν κάνω το καλό που θα  ’θελα, αλλά υπηρετώ το κακό που δεν το θέλω. Αν όμως κάνω αυτό που δεν θέλω, τότε την πράξη μου δεν την καθορίζω πια εγώ αλλά η αμαρτία, που έχει θρονιαστεί μέσα μου».
Οπωσδήποτε υπάρχουν ακούσιες αμαρτίες. Κάποιες αιφνίδιες πειρασμικές προσβολές ή κάποιες απρόβλεπτες καταστάσεις, στη ροή της καθημερινότητας και των ποικίλων μορφών των διαπροσωπικών σχέσεων, μπορεί να είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, υπεύθυνοι παράγοντες μιας αμαρτίας, η οποία διαπράττεται ακουσία.
Εντούτοις, από κάποια άλλη άποψη θεωρούμενο, το αθέλητο και ακούσιο μιας αμαρτίας, φαίνεται να αποτελεί επικίνδυνο πρόβλημα για τη νηπτική συνείδηση του πνευματικού αγωνιστή. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στο πρόβλημα αυτό σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι, συχνά μόνοι κριτές του εαυτού μας, αποφαινόμαστε με κάθε «ειλικρίνεια», για το αθέλητο μιας παρεκτροπής μας, μιας πτώσεως μας, ενός αμαρτωλού λογισμού ή μιας ασυμβίβαστης, με το επίπεδο της πνευματικής μας ζωής, επιθυμίας.
Εμείς κρίνουμε τις σκέψεις και τις πράξεις του εαυτού μας και βεβαιώνουμε τον εαυτό μας για το ακούσιο μιας αμαρτίας μας. Εξάλλου, εφόσον εμείς είμαστε πεπεισμένοι, «καλή τη πίστει», βεβαιώνουμε, με τη σχετική επιχειρηματολογία μας και τους άλλους και μάλιστα τον πνευματικό μας για το ακούσιο αυτό!
-Πάτερ μου, τι να σας πω· απόρησα με τον εαυτό μου! Ήταν σαν να έφυγε ο εαυτός μου από τα χέρια μου και έκανα κάτι που δεν γνώριζα και που δεν ήταν της δικής μου επιλογής, δεν το ήθελα!
Ο Μ. Βασίλειος, σε τέτοιους ισχυρισμούς για το ακούσιο μιας αμαρτίας, θα παρατηρήσει· «Αυτός που ωθείται χωρίς να το θέλει από κάποια αμαρτία, πρέπει να γνωρίζει, ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν αιχμάλωτος σε κάποια άλλη, προϋπάρχουσα μέσα του αμαρτία στην οποία θεληματικά δούλευε και τώρα από αυτή την προϋπάρχουσα αμαρτία έλκεται και σύρεται και σ’ αυτά που δεν θέλει».
Η παρατήρηση αυτή του Μ. Βασιλείου κλονίζει τα θεμέλια κάθε ισχυρισμού για το αθέλητο μιας αμαρτίας, επειδή δημιουργεί αμφιβολία κατά πόσο μια θεωρούμενη ως ακούσια αμαρτία είναι και όντως ακούσια! Επομένως πώς να είσαι πάντοτε σίγουρος ότι οι ακούσιες αμαρτίες σου είναι πραγματικά ακούσιες και δεν είναι φυσιολογικά εκβλαστήματα προϋπάρχουσας και ήδη εκουσίως διαπραττόμενης αμαρτίας»; Όντως· «παραπτώματα τίς συνήσει;».
Ο πατερικός εντούτοις άνθρωπος λύνει το πρόβλημα αυτό με μια αγιοπνευματική υπέρβαση της επιχειρηματολογίας του αμαρτωλού εαυτού του. Επειδή γνωρίζει τον κίνδυνο που μπορεί να ελλοχεύει σε μια τέτοια (οποιαδήποτε) επιχειρηματολογία, για τον ακούσιο χαρακτήρα κάποιων αμαρτιών του, υπερφαλαγγίζει τον κίνδυνο αυτό με τη σταθερή αποδοχή (παντού και πάντοτε) της απόλυτης προσωπικής του αμαρτωλότητας, ως της φυσικής καταστάσεως της πνευματικής του ζωής.
Πιστεύει δηλαδή με τρόπο απόλυτο, μη αποδεχόμενο αμφισβήτηση, ότι είναι ο πιο αμαρτωλός από όλους τους ανθρώπους, που γεννήθηκαν και έζησαν από τον Αδάμ και εξής αλλά και από εκείνους που ζουν μέχρι τη στιγμή που εκείνος βιώνει την προσωπική του αμαρτωλότητα!
Η αμαρτητική του αυτή αυτοσυνειδησία εκφράζεται με τη νοηματική καθαρότητα και χαρισματική διαύγεια των τροπαρίων του Μ. Κανόνος του Αγίου Ανδρέου Κρήτης, που ταιριάζει  εξάλλου στην παύλεια ομολογία· «ων πρώτος ειμί εγώ». «Ου γέγονεν εν τω βίω αμάρτημα ουδέ πράξις ουδέ κακία ην εγώ Σωτήρ ουκ επλημμέλησα, κατά νουν και λόγον και προαίρεσιν, και θέσει, και γνώμη, και πράξει εξαμαρτήσας, ως άλλος ουδείς πώποτε» (Στο βίο τούτο, Σωτήρα μου, δεν υπάρχει αμάρτημα ούτε πράξη ούτε κακία, που να μην την έκανα εγώ! Και νοερά και με το λόγο και τη διάθεση, και με τη θέληση και με τα έργα αμάρτησα, όσο κανείς άλλος ποτέ!).
«Εάν ερευνήσω μου τα έργα Σωτήρ άπαντα άνθρωπον υπερβάντα εμαυτόν ορώ ταις αμαρτίαις, ότι εν γνώσει φρενών ήμαρτον ουκ αγ­νοία»! (Σωτήρα μου, αν εξετάσω τα έργα μου, βλέπω τον εαυτό μου να ’χει ξεπεράσει στις αμαρτίες όλους τους άλλους ανθρώπους, γιατί αμάρτησα έχοντας γνώση και όχι από άγνοια.)  «Προσπίπτω σοι, και προσάγω σοι, ώσπερ δάκρυα τα ρήματά μου. Ήμαρτον ως ήμαρτε πόρνη, και ανόμησα ως άλλος ουδείς επί της γης»! (Πέφτω στα πόδια σου! και σου προσφέρω για δάκρυα τα λόγια μου: Αμάρτησα όπως αμάρτησε η πόρνη. Κι αθέτησα το νόμο σου, όσο κανείς άλλος στη γη.)
Με το φρόνημα αυτό της απόλυτης προσωπικής του αμαρτωλότητας, ο πατερικός άνθρωπος καθαρίζει τον εσωτερικό ψυχικό του κόσμο με τη σιγουριά του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος και απαλλάσσεται από άσκοπους αλλά και επικίνδυνους προβληματισμούς, που συσκοτίζουν αντί να διαφωτίζουν το πρόβλημα της ψυχικής του καθαρότητας.
Έπειτα γνωρίζει καλά ότι, μέσα στον αβυσσώδη εσωτερικό του κόσμο, μόνο το μάτι του Θεού μπορεί να διεισδύει ερευνητικά και να φωτίζει την πραγματικότητα της προσωπικής του αμαρτωλότητας· «Αυτός γαρ γινώσκει τα κρύφια της καρδίας».
Όντως! Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, μόνο ο Θεός βλέπει ό,τι εμείς δεν μπορούμε να δούμε στο βάθος της ψυχής μας. Αυτός βλέπει και δικαίως κρίνει όλες τις πράξεις των ανθρώπων. Και μάλιστα «το αφανές κίνημα της ψυχής και την αόρατον ορμήν»! Εκείνος μόνο κατανοεί τις αιτίες και τους λόγους αυτών των αφανών κινήσεων της ψυχής αλλά και «το παντός πράγματος προεπινοούμενον τέλος».
Αλήθεια! Μια κατά τη δική μας κρίση, ακούσια αμαρτία πόσο ακούσια μπορεί να είναι κατά την κρίση του Θεού;

(Ιωαν. Κορναράκη, «Ψυχοδυναμικά δρώμενα στην πορεία της αγιότητος», εκδ. Τήνος,  σ.220-224)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...