Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2013

Περί Θείου Βαπτίσματος & Μετανοίας από τον Βαπτιστή και Πρόδρομο Ιωάννη Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


Η μετάνοια και αρχή είναι και μεσότης και τέλος της διαγωγής των Χριστιανών. Γι” αυτό και ζητείται και χρεωστείται τόσο προ του βαπτίσματος όσο και κατά το άγιο βάπτισμα, καθώς και μετά το άγιο βάπτισμα.
Ζητείται η μετάνοια από μας με λόγο κατά το θείο βάπτισμα με τις ερωταποκρίσεις για την απέναντι στο Θεό αγαθή συνείδηση, καθώς και συμφωνία και υπόσχεση θεάρεστης ζωής και θεοφιλούς βίου. Διότι αφού πιστεύσαμε, συντασσόμαστε με τον αγαθό και φιλάγαθο Χριστό, απομακρυνόμενοι από το πονηρό και παμπόνηρο εχθρό.
Ερωτώμενοι οι ίδιοι ή δια των αναδόχων, όπως γίνεται στα βαπτιζόμενα νήπια, αφού πιστεύσαμε, δεχθήκαμε εσωτερικά και συμφωνήσαμε στη διάνοια. Και δεχόμαστε τη σωτηρία δια του λουτρού της παλιγγενεσίας.
Επειδή δε στο Θείο αυτό λουτρό οι περισσότεροι είναι νήπιοι και δεν αντιλαμβάνονται τη δύναμη του μυστηρίου, ας τη φανερώσωμε.
Όταν μάθει ο ιερέας ότι προσήλθε ο βαπτιζόμενος, αναπέμπει ευχαριστία στο Θεό και συγκαλεί όλους να συνεορτάσουν, δηλαδή την Εκκλησία. Αφού σταθεί στην ιερά τράπεζα ευχαριστώντας το Θεό μετά εξέρχεται στα δυτικά και ρωτά δημόσια τον βαπτιζόμενο αν αποτάσσεται το Σατανά, ζητώντας του να φυσίξει τρείς φορές. Η διεύθυνση του προσώπου στα δυτικά δηλώνει την αποτροπή της αμαρτίας και το φύσημα εκπνέοντας είναι σαν κατά κάποιο τρόπο να πετά προς το διάβολο την από τη προηγούμενη αμαρτία γενόμενη μέσα του διάθεση.
Η τριπλή ομολογία της αποταγής σημαίνει βέβαια την από τον αντικείμενο στο Θεό βεβαία και ολοκληρωτική φυγή.
Κατόπιν ο βαπτιζόμενος στρέφεται στα Ανατολικά απλώνοντας τα χέρια ψηλά και με ερωταποκρίσεις ζητάται τρεις φορές, να συνταχθεί με το Χριστό. Η προς το Θείο φως ανάβλεψη υπαινίσσεται την φυγή από τη κακία, η δε ανάταση των χεριών δείχνει την ειλικρινή προσευχή και η τριπλή ομολογία παριστάνει την εμπέδωση της υποσχέσεως προς το Θεό. Στη συνέχεια ο ιερέας τον σφραγίζει τρεις φορές με το άγιο έλαιο της χρίσεως σε ολόκληρο το σώμα. Η χρίσις αυτή δηλώνει την ετοιμασία προς τους ιερούς αγώνες και μετά την ιερά αλοιφή οδηγείται στην ιερά κολυμβήθρα που έχει προκαθαγιασθεί με πολυειδείς και πανίερες πράξεις. Εκεί ο ιερέας τον βαπτίζει με τρεις καταδύσεις, εκφωνώντας σε κάθε κατάδυση τη κάθε μία από τις τρεις προσκυνητές υποστάσεις.
Το νερό βέβαια είναι για καθαρισμό των σωμάτων, αλλά με την επερχόμενη εορτή των Φώτων κατέρχεται σε αυτό να βαπτισθεί ο Χριστός, ο ιατρός των ψυχών. Και έτσι μαζί με τον εαυτό Του ο Χριστός, ο πατέρας των πνευμάτων, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου, ενοικίζει στο νερό τη χάρη του παναγίου Πνεύματος που έλκυσε από πάνω.
Έτσι ώστε για τους έπειτα κατά το παράδειγμά του βαπτιζομένους, όταν κατέρχονται στο νερό της κολυμβήθρας να βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε αυτό περιβάλλοντάς τους απορρήτως με το Πνεύμα του και γεμίζοντάς τους με την καθαρκτική και φωτιστική χάρη των λογικών πνευμάτων. Είναι αυτό που λέγει ο θείος Πάυλος: <<όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, ενδυθήκατε το Χριστό>>.
Οι τρείς καταδύσεις στο νερό γίνονται μεν για τη σωστική επίκληση της ζωαρχικής Τριάδος, εικονίζουν δε τη τριήμερη ταφή του Κυρίου. Δηλώνουν συνάμα και την ανάσταση του τριμερούς της ψυχής από την αμαρτία και την επάνοδο του νου, της ψυχής και του σώματος μαζί, προς την αφθαρσία. Ώστε μέσα στο θείο βάπτισμα και ο θάνατος να βλέπεται και η ζωή, η ταφή και η ανάσταση μαζί. Αφού με το θείο βάπτισμα πεθάναμε στην αμαρτία και οφείλουμε να ζούμε με την αρετή για το Θεό.
Γι” αυτό και ο ιερέας, αφού ντύσει τον βαπτισθέντα με λευκή φωτοειδή στολή και τον χρίσει με θείο μύρο (που είναι η σφραγίδα της υιοθεσίας) και τον καταστήσει κοινωνό του σώματος και αίματος του Χριστού, τον απολύει δεικνύοντας ότι έγινε από εδώ τέκνο φωτός, σύσσωμος με το Χριστό και μέτοχος του θείου Πνεύματος.
Μετά το θείο βάπτισμα επιζητούνται τα έργα της μετανοίας, γιατί αν απουσιάζουν αυτά, τότε ο λόγος της υποσχέσεως προς το Θεό όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά και καταδικάζει τον άνθρωπο. “Οπως λέγει ο απόστολος Πέτρος: <<καλύτερο θα ήταν να μην είχαν γνωρίσει την οδό της δικαιοσύνης παρά αφού την γνώρισαν, να εγκαταλείψουν τη παραδοθείσα σε αυτούς αγία εντολή>>.
Αλλά επειδή αρχή και τέλος της κατά Χριστό διαγωγής είναι η μετάνοια, γι” αυτό και ο πρόδρομος του Κυρίου και βαπτιστής Ιωάννης, ως αρχή της κατά το Χριστό διαγωγής, κήρυττε με τους λόγους, το μετανοείτε γιατί πλησίασε η βασιλεία των ουρανών. Μάλιστα και ο ιδιος ο Κύριος, η τελειότης κάθε καλού, με το ίδιο κήρυγμα ξεκίνησε τους λόγους του.
Μετάνοια δε είναι το να μισήσει κανείς της αμαρτία και να αγαπήσει την αρετή, να αποφύγει το κακό και να εκετελεί το αγαθό. Να μεταμελήται ενώπιο του Θεού με συντετριμμένη καρδιά και να προσπίπτει στο πέλαγος της ευσπλαχνίας του, κατακρίνοντας τον εαυτό του με καρπούς μετανοίας. Ποιούς δηλαδή;
Πρώτα την εξομολόγηση των αμαρτιών, όπως τους οδηγούσε ο Πρόδρομος του Κυρίου.
Έπειτα τη δικαιοσύνη, την ελεημοσύνη, τη μετριοφροσύνη, την αγάπη, την αλήθεια. Να μην εκβιάζετε μήτε να συκοφαντήτε και γενικά να μη κάνετε τίποτε διαφορετικό από όσα έχετε διδαχθεί. (Λουκά 3,11-14).
Επίσης έλεγε ο Πρόδρομος τα στραβά να γίνουν ίσια, στραβό είναι το ψεύδος, ο δόλος, η διαβολή. Οι τραχείς δρόμοι θα γίνουν ομαλοί, τραχύς δρόμος είναι η οργή, το μίσος, ο φθόνος, η μνησικακία, τα οποία ισιώνται όλα και ομαλύνονται, μεταβαλλόμενα με τα έργα της μετανοίας.
Ενώ ο Ιωάννης τα έλεγε αυτά, ο Ιησούς έρχεται σε ηλικία τράντα ετών, όπως ιστόρησε ο Λουκάς (3,16) σαν ένας από τον όχλο με τίποτε το διαφορετικό, με λιτότητα και εσχάτη ευτέλεια και αφάνεια.
Ο πρόδρομος όμως με το διορατικό Πνεύμα τον γνώρισε και έλεγε: <<στέκεται ανάμεσά μας αυτός που εσείς δεν τον γνωρίζετε, αυτός που ενώ είναι έπειτα από εμένα (ως προς την κατά σάρκα γέννηση), ήταν πρώτος μου (ως Θεός και Λόγος και Υιός Θεού, που γεννήθηκε προ αιώνων από το Θεό Πατέρα) και του οποίου δεν είμαι ικανός να λύσω το λουρί του υποδήματός του. Υπόδημα του Λόγου του Θεού είναι η σάρκα και λουρί είναι ο τρόπος της συνάφειας μεταξύ της Θεότητας και της σάρκας, που ως απόρρητο μυστήριο δεν είναι ικανός να λύσει και διευκρινήσει ούτε ο ίδιος που είναι κατά τη γνώμη του Χριστού ο υψηλότερος ανάμεσα στα γεννήματα των γυναικών. (Ματθ. 11,11).
Και στη συνέχεια αρνήθηκε να βαπτίσει το Κύριο από ταπείνωση λέγοντάς του ότι εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα. Ο Χριστός του είπε: <<άφησε τώρα, έτσι πρέπει να γίνει σε μας, να εκπληρώσουμε τη δικαιοσύνη>>. Διότι έχοντας δεχθεί από σένα το βάπτισμα φανερά θα ελκύσω από άνω το πνεύμα της υιοθεσίας πάνω σε αυτή.
Μέγα και υψηλό είναι το μυστήριο του βαπτίσματος του Χριστού, δυσθεώρητο και δυσερμήνευτο, αλλά επειδή είναι εξαιρετικά σωτήριο ας το ανιχνεύσουμε όσο είναι εφικτό.
<<Καί νά, με το να αναδυθεί μόνο, του ανοίχθηκαν οι ουρανοί>>. Δεν είπε ο ουρανός, αλλά οι ουρανοί, δηλαδή όλοι, όλα τα επάνω από εμάς επικείμενα. Γαια να δειχθεί φανερώτατα ότι αυτός είναι που και προ των ουρανών υπάρχει και πριν από όλα τα όντα και είναι Θεός και είναι Θεού Λόγος και Υιός, μόνο αυτός παρουσιαζόταν συνημμένος με τον Πατέρα και το Πνεύμα. Με την έκφραση ανοίχθηκαν μας έδειξε ότι οι ουρανοί ήσαν κλειστοί προηγουμένως λόγω της αμαρτίας και της παρακοής μας προς το Θεό. Ο δε Λουκάς λέγει ότι όταν βαπτίσθηκε και προσευχόταν ο Ιησούς, ανοίχθηκε ο ουρανός. Διδασκόμεθα από αυτό ότι όχι μόνο ο ιερέας και τελεστής των μυστηρίων πρέπει να προσεύχεται, αλλά και ο τελούμενος. Αν ο τελεστής είναι τελειότερος κατά την αρετή, ανεβαίνει η χάρη προς τον τελούμενο, αν όμως ο τελούμενος είναι αξιώτερος ο θελητής του ελέους (τί άφατη χρηστότης κι” αυτή) δεν αρνείται να μεταδώσει δι” αυτού από τη χάρη και στον τελεστή!
Όπως και τώρα έγινε φανερά στη περίπτωση του Ιωάννη, όπως και ο ίδιος μαρτυρεί δημόσια λέγοντας ότι όλοι λάβαμε από το πλήρωμά του. Και ανοίχθηκαν οι ουρανοί μόνο στον Ιησού όταν προσευχόταν και σε κανένα από τους προ αυτού. Γιατί; Για να κατανοήσεις το ύψος της υπεροχής του τώρα βαπτιζομένου. Όχι μόνο του ανοίχθηκαν οι ουρανοί, αλλά ο ίδιος ο κόλπος του υψίστου Πατρός, διότι από εκεί ήλθε το Πνεύμα και η φωνή που μαρτυρούσε τη γνησιότητα της υιότητος. Οι ουρανοί είναι κήρυκες σαν παγκόσμια στόματα και προς τους αγγέλους, αλλά και προς τους ανθρώπους διατρανώνοντας την ομοτιμία του Υιου του Θεού προς τον ουράνιο Πατέρα και προς το από αυτόν προελθόν εκπορευτώς Πνεύμα, κατά την ουσία και δύναμη και δεσποτεία προς το σύμπαν. Βλέπετε ότι το άγιο βάπτισμα είναι η πύλη των ουρανών που εισάγει εκεί τους βαπτιζομένους;
Και είδε ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει σαν περιστερά και να έρχεται σε αυτόν. Μαρτυρεί το περιστέρι τη καθαρότητα αυτού προς τον οποίο κατέβηκε, γιατί δεν πετά πάνω από ακάθαρτους και δυσώδεις τόπους. Συνεπιβεβαιώνει δε και με τη φωνή του Πατρός από άνω ότι αύτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός, τον οποίο επέλεξα.
Πραγματικά ο Πατέρας χρησιμοποιώντας σαν δάκτυλο το συναϊδιο και ομοούσιο και υπερουράνιο Πνεύμα του, φωνάζοντας και δακτυλοδεικτώντας μαζί, απέδειξε δημόσια και κήρυξε σε όλους ότι ο βαπτιζόμενος τότε από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη είναι ο αγαπητός του Υιός. Και έδειξε ότι όλα εκείνα τα άλλα που ελέχθηκαν πρωτύτερα δια των προφητών, οι νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες απέβλεπαν προς τον τωρινό σκοπό, προς την θεανδρική οικονομία.
Ευδοκία είναι το κυριαρχικό και αγαθό και τέλειο θέλημα του Θεού. Αυτός δε είναι ο μόνος στον οποίο ευδοκεί και επαναπαύεται και αρέσκεται τελείως ο Πατέρας, <<ο θαυμαστός του σύμβουλος, ο άγγελος της μεγάλης βουλής του>>, αυτός που ακούει και ομιλεί από τον Πατέρα του και παρέχει στους ευπειθείς ζωή αιώνια. Αυτήν είθε να πετύχωμε όλοι μας μέσα σε αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό, που του πρέπει κάθε δόξα τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε. Γένοιτο.

Θεοφάνεια. Κάθοδος Αγίου Πνεύματος- Γεώργιος Πατρώνος


Η χρονική «στιγμή» της θεοφάνειας
       Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος τοποθετούν «χρονικά» την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος αμέσως μετά την έξοδο του Ιησού από τα νερά του Ιορδάνη και σε άμεση σχέση με τη βάπτιση. Ο Λουκάς διαφοροποιείται κάπως στο σημείο αυτό και τοποθετεί το «ανεωχθήναι τον ουρανόν και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον… επ’ αυτόν» (Λουκ. 3,21-22) «λίγο αργότερα» και μετά το πέρας της βάπτισης. Βέβαια δεν φαίνεται να το θεωρεί σαν ξεχωριστό γεγονός, όπως ισχυρίζονται πολλοί, για να τονισθεί δήθεν κάποια διάρκεια μεταξύ βαπτίσματος και «χρίσματος». Μας λέει συγκεκριμένα, ότι ο Ιησούς αμέσως μετά τη βάπτιση, ή και κατά τη βάπτιση άρχισε να προσεύχεται, και τότε ακριβώς συνέβη η «κάθοδος» του Πνεύματος (Λουκ. 3,21). Κατά τον Λουκά, επομένως, έχουμε το μεγάλο αποκαλυπτικό γεγονός και την πρώτη θεοφάνεια της Καινής Διαθήκης αμέσως μετά τη βάπτιση και σε σχέση πάντοτε με τη βάπτιση και μάλιστα σε ώρα «προσευχής». Τότε έρχεται και η ουράνια επιβεβαίωση, ότι «ούτος έστιν ο υιός ο αγαπητός» (Ματθ. 3,17· Μάρκ. 1.11· Λουκ. 3,22) και «ο υιός του Θεού» (Ιωάν. 1,34).
      Η εκδοχή για κάποια «διάκριση» των γεγονότων στον Λουκά, θεωρείται ως η πιθανότερη στους περισσότερους μελετητές, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι το συγκεκριμένο γεγονός της θεοφάνειας πρέπει να έγινε αντιληπτό μόνο από τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής, τον Ιησού και τον Ιωάννη, και όχι από όλον τον παρευρισκόμενο την ώρα εκείνη λαό. Το ότι και ο Βαπτιστής αντελή­φθη το γεγονός αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Το μαρτυρεί ο ίδιος προσωπικά και μας το βεβαιώνει και το Δ΄ Ευαγγέλιο: «Και εμαρτύρησεν Ιωάννης λέγων· ότι τεθέαμαι το Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν» (Ιωαν. 1,32). Βέβαια, σχετικά με το αν είδε ο παρευρισκόμενος λαός όλα αυτά τα συμβαίνοντα θαυμαστά γεγονότα ή αν έμειναν εντελώς αμέτοχοι οι πιο πολλοί, οι απόψεις πολλών σύγχρονων ερμηνευτών διίστανται.
      Η αρχαία, όμως, ερμηνευτική παράδοση, καθώς και η αντίστοιχη εκκλησιαστική και λειτουργική εικονογραφία, δέχονται το γεγονός της θεοφάνειας αυτής να συμβαίνει τη στιγμή της βάπτισης και όχι μετά, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Και μάλιστα να γίνεται αντιληπτό από όλους τους παρόντες και από το λαό τον ίδιο. Η υπογράμμιση από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ότι ο Ιησούς με τα γεγονότα της ζωής του ήρθε «ίνα φανερωθή τω Ισραήλ» (Ιωάν. 1,31), δίνει μια σαφή εκκλησιολογική διάσταση στο γεγονός της βάπτισης και της «καθόδου» του Αγίου Πνεύματος. Η μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού είναι φυσικό να μας οδηγήσει προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης, καθ’ όσον προς το λαό αυτό ο Κύριος θα απευθύνει σε λίγο το κήρυγμά του και το σωτηριολογικό του έργο. Δεν είναι, επομένως, γεγονότα που συντελούνται «κεκλεισμένων των θυρών».
      Εάν, πράγματι, το γεγονός της θεοφάνειας συνέβη «ανοιχτά» και δημόσια, τότε και για μας δεν απομένει άλλο παρά ο δρόμος της «εκκλησιολογικής» κατανόησης. Η «ιδιωτική» και προσωπική κατανόηση του θαύματος αυτού και κάθε θαυμαστού γεγονότος της ζωής του  Ιησού έχει τους κινδύνους της αμφισβήτησης και του ιστορικού στοιχείου των γεγονότων. Πιστεύουμε δε, ότι η ερμηνεία αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση προς την ευαγγελική παράδοση, τουλάχιστο όπως διατυπώνεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. 3,21-22).
      Ο Ιησούς, κατά την ώρα της βάπτισής του, δεν είναι απίθανο και να προσευχόταν συγχρόνως. Η φράση του Λουκά, «του Ιησού βαπτισθέντος και προσευχομένου» (Λουκ. 3,2Ι), είναι ευκολότερο να εκ­ληφθεί ότι φανερώνει δύο ενέργειες μέσα στο ίδιο γεγονός, παρά ως εκδηλώσεις δύο διάφορων μεταξύ τους γεγονότων, σε διαφορετικές μάλιστα χρονικές στιγμές. Η συνέχεια του κειμένου στο Ευαγγέλιο του Λουκά, περί του «ανεωχθήναι τον ούρανόν και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον» κατά τη διάρκεια της βάπτισης, πιθανώς και του Ιησού «προσευχομένου», συνηγορεί μάλλον προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν πρόκειται, λοιπόν, εδώ για δύο διαφορετικά γεγονότα, της βάπτισης από τη μια και της προσευχής από την άλλη, αλλά για ένα που μας συνδέει οργανικά και με το μυστήριο του Βαπτίσματος, ως Μυστηρίου «ύδατος» αλλά και «πνεύματος» συγχρόνως.
      Πάντως, το κεντρικό γεγονός της βάπτισης του Ιησού από τον Ιωάννη επισφραγίζεται με την κάθοδο του Άγιου Πνεύματος, σε ώρα προσδοκίας και προσευχής, ώρα «μυστηριακή» όπως θα λέγαμε σήμερα, οπότε έχουμε και την επιβεβαίωση και διακήρυξη από τον ίδιο τον ουράνιο Πατέρα για τη θεία υιότητα του απεσταλμένου του Χριστού. Η έλευση του Πνεύματος τη στιγμή εκείνη της βάπτισης επάνω στον Ιησού είναι μια πρόσθετη μεσσιανολογική απόδειξη, όχι μόνο για τον Ιωάννη και τούς μαθητές του αλλά και για το λαό.
       Γνωρίζουμε δε ότι η «έκχυση» του Πνεύματος κατανοήθηκε εσχατολογικά και μεσσιανολογικά και από τους μεγάλους Προφήτες του παρελθόντος (βλ. Ησ. 11,2· 42,1· 61,1 κ.ά.). Αλλά και «εκκλησιολογικά» έχουμε εδώ ένα είδος προαγγελίας της Πεντηκοστής, αφού η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος θα είναι για την Εκκλησία το βασικότερο γεγονός για την ίδια την «ίδρυσή» της και «σημείο» ένταξης σ’ αυτήν κάθε νέου μέλους με το μυστήριο του Βαπτίσματος (Πράξ. 1,5· 11,16 – Εφεσ. 5,25 εξ. Τίτ. 3,5 εξ.).

Η κάθοδος του Πνεύματος υπό μορφήν «περιστεράς»

     Μια άλλη ερμηνευτική δυσκολία είναι κι εκείνη της «μορφής» με την οποία παρουσιάσθηκε το Άγιο Πνεύμα. Και τα τέσσερα Ευαγγέλια μιλούν εδώ με τη «συμβολική» γλώσσα της βιβλικής προτύπωσης, αναφέροντας την «περιστεράν» και χρησιμοποιώντας τους ρηματικούς τύπους «καταβαίνον» (Ματθ. 3, 16,  Μάρκ. 1,10· Ιωάν. 1,32) ή «καταβήναι» (Λουκ. 3,21). Και ο μεν Ματθαίος συμπληρώνει την περιγραφή με τη διατύπωση «και ερχόμενον επ’ αυτόν», ο δε Ιωάννης με το «και έμεινεν επ’ αυτόν». Όλες δε οι διατυπώσεις αυτές, ασφαλώς υπονοούν κάποια πραγματική «κάθοδο» ενός αντικειμενικού «φαινομένου».
     Οι Ευαγγελιστές όλοι είναι σαφείς στο σημείο αυτό, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται «άνωθεν» και υπό μορφήν περιστεράς. Οι φράσεις «ωσεί περιστεράν» (Ματθ. 3,16), ή «ως περιστεράν» (Μάρκ. 1,10· Λουκ. 3,22) φανερώνουν δύο πράγματα: πρώτο, ότι εδώ έχουμε πραγματικό και όχι φανταστικό γεγονός και δεύτερο, ότι η «περιστερά» ανήκει στη βιβλική «συμβολική» γλώσσα και όχι στον κόσμο των φαινομένων. Αυτό που «κατέρχεται» και «κάθεται» στην κεφαλή του  Ιησού ομοιάζει με «περιστερά» («ωσεί περιστεράν») και δεν είναι μια πραγματική περιστερά του ζωικού κόσμου.
     Αλλά, τί σημαίνει αυτή η συμβολική μορφή της «περιστεράς» και γιατί η φανέρωση του Πνεύματος περιγράφεται εδώ με τη μορφή αυτή; Αυτή η συμβολική και βιβλική «εικόνα» υποδήλωνε ταυτόχρονα και κάποια «σωματική» οντότητα; Τα ερωτήματα αυτά τίθενται εδώ εξαιτίας μιας επεξηγηματικής διατύπωσης που υπάρχει στην ευαγγελική διήγηση του Λουκά και που αναφέρει συγκεκριμένα την όντως περίεργη φράση: «και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον σωματικώ είδει ωσεί περιστεράν επ’ αυτόν» (Λουκ. 3,22). Πράγματι, με ποιά έννοια το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται «σωματικώ είδει» και πώς μπορεί να κατανοηθεί η διατύπωση αυτή σήμερα από εμάς; Ενδιαφέρον παρουσιάζει να δούμε, πως αποδίδεται η φράση αυτή μεταφραστικά από τις διάφορες σύγχρονες μεταγλωττίσεις της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική και δημοτική γλώσσα.
    Κατά χρονολογική σειρά έχουμε τις εξής βασικότερες νεοελληνικές μεταφράσεις, που αποδίδουν το σχετικό στίχο που μας ενδιαφέρει εδώ (Λουκ. 3,22) σχεδόν πανομοιότυπα: «και να καταβή επάνω του το Άγιο Πνεύμα, το οποίον ενεφανίσθη με σχήμα και είδος εξωτερικόν και σωματικόν, που ωμοίαζε προς περιστεράν, χωρίς όμως και να είναι πραγματική περιστερά» (Τρεμπέλας)· «και κατέβηκε το Πνεύμα το Άγιο με μορφήν εξωτερικήν και σωματικήν που έμοιαζε προς περι­στεράν» (Κολιτσάρας)· «και κατέβηκε το Πνεύμα το Άγιον επάνω του υπό σωματικήν μορφήν σαν περιστερά» (Βέλλας)· «και κατέβηκε σ’ αυτόν το Άγιο Πνεύμα με ορατή μορφή, σαν περιστέρι» (των «έξι»).
    Το συμπέρασμα που βγαίνει από όλες αυτές τις μεταφραστικές προσπάθειες είναι, ότι η διατύπωση «σωματικώ είδει» έχει ως σκοπό να τονίσει κυρίως την «ορατή» και πραγματική ιστορική παρουσία του Αγίου Πνεύματος και όχι την κάθοδο κάποιας «σωματικής» και πραγματικής περιστεράς. Έτσι αναιρείται συγχρόνως και κάθε μυθική έννοια, προερχόμενη από οποιαδήποτε «πνευματοκρατική» ερμηνεία, όπως θέλησαν να δουν τη φράση αυτή πολλοί φιλελεύθεροι σύγχρονοι δυτικοί ερμηνευτές.
    Βέβαια, πολλοί αρχαίοι αλλά και νεώτεροι ερμηνευτές και υπομνηματιστές έχουν συσχετίσει τη «σωματική» αυτή εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος με το αιώνιο «σύμβολο της ειρήνης» που είναι η περιστερά, για να τονίσουν ιδιαίτερα, για λόγους καθαρά πνευματικούς, την πραγματοποίηση της συμφιλίωσης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού όλης της ανθρωπότητας και την αναίρεση της «έχθρας» που υπήρχε μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Η περίοδος της απάρνησης του θελήματος του Θεού και της αποστασίας του ανθρώπου που κατέληξε στον κατακλυσμό του Νώε και την καταστροφή της ανθρωπότητας, έληξε με την εμφάνιση μιας περιστέρας. Και όπως η περιστερά τότε έφερε το καλό μήνυμα στον κόσμο της κιβωτού για τη σωτηρία (Γεν. 8,8-12), έτσι και τώρα μια άλλη «περιστερά» αναγγέλλει στον κόσμο των ανθρώπων τη σωτηρία και την έλευση στην ανθρωπότητα του λυτρωτή και σωτήρα Χριστού.
      Η  Εκκλησία, ως μια νέα κιβωτός, θα εκφράσει συγκεκριμένα στην ιστορία τη νέα συμφιλίωση ουρανού και γης, που άρχισε με τη σάρκωση του Λόγου και φανερώθηκε κατά τρόπο «ορατό» και «σωματικό» στο γεγονός της βάπτισης του Ιησού στα νερά του  Ιορδάνη. Ο άγγελος στην έναρξη αυτής της ιστορίας και κατά τη στιγμή της γέννησης του Ιησού είχε αναγγείλει την κάθοδο «επί γης» της ειρήνης. Και τώρα η «περιστερά» έρχεται ως το «σύμβολο» της ειρήνης να επιβεβαιώσει την αλήθεια εκείνη και να αναγγείλει την έναρξη της νέας και εσχατολογικής εποχής του Αγίου Πνεύματος (βλ. Ιωήλ 2,28-32· Πράξ. 2,17-20). Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι η μεγάλη εγγύηση για την εγκαθίδρυση της ειρήνης στον κόσμο, με μια έννοια καθαρά σωτηριολογική αλλά και εσχατολογική. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο κύριος φορέας αυτής της ειρήνης, με κέντρο αναφοράς την εσχατολογική πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού, που έρχεται με την παρουσία του να εγκαινιάσει στον παρόντα ιστορικό μας κόσμο.
     Όλα αυτά είναι, ασφαλώς, τρόποι προσέγγισης και ερμηνείας ενός βιβλικού γεγονότος. Άλλους ικανοποιούν και άλλους ίσως όχι. Πιστεύουμε δε, ότι καμιά ερμηνεία δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή από όλους και σε όλες τις εποχές. Αυτό μόνο που μπορεί να τονίσει με βεβαιότητα κανείς εδώ είναι, ότι το «σύμβολο» της περιστεράς διεδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στη βιβλική γλώσσα και σε όλες τις παραδόσεις της ιουδαϊκής γραμματείας. Υπενθυμίζουμε ιδιαίτερα την περίπτωση εκείνη, όταν η Παλαιά Διαθήκη θέλησε να παραστήσει το Πνεύμα του Θεού να «επιφέρεται επάνω του ύδατος» και να υποδηλώνει μ’ αυτό τον τρόπο τη γέννηση και τη δημιουργία του κόσμου (Γεν.1,2). Με αφορμή αυτή την εικόνα, ισχυρίζονται πολλοί, ότι κι εδώ έχουμε κάτι ανάλογο, την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος υπό τη μορφή της περιστεράς τη στιγμή της βάπτισης του Ιησού στα νερά του Ιορδάνη, όπου έρχεται να υποδηλώσει και να φανερώσει μια νέα πραγματικότητα που ήδη τώρα αρχίζει να διαφαίνεται καθαρότερα και που σημαίνει την αρχή μιας νέας και εσχατολογικής δημιουργίας. Η Εκκλησία, ως κιβωτός και νέα Δημιουργία, συνδέει αυτές τις δύο συμβολικές παραστάσεις της ιουδαϊκής και της χριστιανικής παράδοσης, στη δική της ιστορική πραγματικότητα που το Άγιο Πνεύμα εγκαινίασε στον κόσμο του παρόντος.
(Γεωργίου Π. Πατρώνου, «Η ιστορική πορεία του Ιησού», εκδ. Δόμος, σ. 245-251)

Εις τα Άγια Θεοφάνεια Η Διακήρυξη του ουρανού Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκης


«Και φωνή εγένετο εκ των ουρανών· Συ ει ο υιός μου ο Αγαπητός, εν σοι ευδόκησα»
(Μαρκ. 1, 11)
Λιτότητα εκφράσεως
Μεγάλο γεγονός με λίγες λέξεις. Το Ευαγγέλιο, που διαβάζεται κατά την τελετή του Αγιασμού των Θεοφανείων, είναι από τα μικρότερα σε έκταση. Μόλις τρεις στίχοι είναι. Και όμως μέσα σ’ αυτούς τους ελάχιστους στίχους κρύβεται όλο το Θεοφανικό μυστήριο. Λιτότητα χαρακτηρίζει τους Ιερούς Ευαγγελιστές στην περιγραφή των μεγάλων γεγονότων της ζωής του Χριστού.
Είναι και η λιτότητα μία απόδειξη της αλήθειας των υπερφυσικών γεγονότων. Αν όσα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν ήσαν αδιάψευστα γεγονότα, αλλ’ ήσαν αποκυήματα της φαντασίας, θα προσπαθούσαν να τα στολίσουν με εντυπωσιακές περιγραφές, με κτυπητά επίθετα και με λογοτεχνικά περιδέραια. Αλλά τα γεγονότα της Αγίας Γραφής είναι πραγματικά. Γι’ αυτό με λιτότητα ύφους παριστάνεται η φυσικότητά τους.
Λίγες λέξεις: «Και εβαπτίσθη υπό Ιωάννου εις τον Ιορδάνην». Η λιτότητα και η συντομία της περιγραφής δεν φανερώνει μόνο την αλήθεια των γεγονότων. Φανερώνει και τη λάμψη του γεγονότος. Ακούσατε ποτέ να διαφημίζεται η ανατολή του ηλίου ή η λάμψη του ηλίου; Ο ήλιος δεν χρειάζεται διαφήμιση. Αρκούν τρεις λέξεις: «Ανέτειλε ο ήλιος» – «Ο ήλιος λάμπει»! Η λάμψη του είναι το πιο διαφημιστικό κήρυγμά του. Όταν λάμπουν τα έργα, τί έχουν να προσθέσουν τα πλουμιστά λόγια; Το ίδιο και στον Ιορδάνη. Λάμπει το πιο υπέροχο γεγονός. Είναι το έργο της Θεοφανείας.
Κάθε μία από τις λέξεις του Ευαγγελικού κειμένου είναι και μία παράσταση στο Θεοφανικό σκηνικό. Έναν από τους τρεις στίχους αναφέρω, για να δήτε ότι κάθε λέξη του είναι μία ανεπανάληπτη παρουσίαση στο σκηνικό αυτό: «Και ευθέως αναβαίνων από του ύδατος είδε αχιζομένους τους ουρανούς και το Πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον επ’ αυτόν» (Μάρκ. 1,10).
«Ευθέως». Παριστάνεται η αναμαρτησία του Ιησού Χριστού.
«Σχιζομένους τους ουρανούς». Άνοιξαν τα ουράνια. Αποκαλυπτικό το υπερθέαμα. Μοναδικό σε μεγαλείο!
«Και το Πνεύμα ως περιστεράν». Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη μορφή του αθώου πτηνού.
Βάπτιση – αποκάλυψη
Με ποιά μάτια βλέπουμε το γεγονός των Θεοφανείων; Με υλικά ή πνευματικά; Αν διαθέτουμε μόνο σωματικά μάτια, θα παρακολουθήσουμε μία απλή βάπτιση. Ένας ανάμεσα στους τόσους που προσέρχονταν στον Ιορδάνη, βαπτίσθηκε από τον Ιωάννη. Αν όμως διαθέτουμε πνευματική όραση, αν η ψυχή μας βλέπει πέρα από τα αισθητά, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η βάπτιση του Ιησού κρύβει μυστήριο πολύμορφο και πολυδιάστατο.
Είναι βάπτιση – ταπείνωσης. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός. Όπως καταδέχθηκε να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, έτσι καταδέχθηκε να περιβληθεί και τα Ιορδάνεια νάματα. Όπως ντύθηκε το ένδυμα της ανθρώπινης φύσεως, έτσι εκδύθηκε τα υλικά του ενδύματα και βαπτίσθηκε. Είναι «ο εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου βαπισθήναι καταδεξάμενος…». Εκείνος που δέχθηκε να γεννηθεί από άνθρωπο, την Παρθένο Μαρία, ο ίδιος δέχθηκε να βαπτισθεί από άνθρωπο, τον Παρθένο Ιωάννη. Η βάπτιση είναι μία ακόμη υπαγωγή του Ιησού στις συνθήκες της ανθρώπινης καταστάσεως. Το θείο ντύνεται τις ανθρώπινες συνθήκες, για να ντυθεί το ανθρώπινο τις θεϊκές συνθήκες.
Είναι βάπτιση – φανέρωση. Θεοφάνεια ονομάζεται το γεγονός, διότι φανερώνεται ο Θεός. Εκείνος, που οι άνθρωποι αιώνες πριν δεν μπόρεσαν να τον ανακαλύψουν, αυτός τώρα αποκαλύπτεται μόνος του στον Ιορδάνη, Πρόκειται για τον αληθινό, τον Τριαδικό Θεό. «Η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ακούμε τη φωνή του Θεού Πατέρα. Βλέπουμε το Πνεύμα το Άγιον «εν είδει περιστε¬ράς». Και προσεγγίζουμε τον Υιό, τον σαρκωμένο Λόγο του Θεού.
Είναι βάπτιση – αυθεντία. Πρόκειται για μία απόλυτη, αξεπέραστη αυθεντία. Είναι η θεϊκή αυθεντία. Οι λεγόμενες ανθρώπινες αυθεντίες, η μία μετά την άλλη, ξεπερνιούνται. Η αυθεντία του Ιορδάνη παραμένει και θα παραμένει. Οι αρχαίοι βασιλείς είχαν σαν αυθεντικό σημάδι, σαν σημάδι γνησιότητας και αναγνωρίσεως, το χρίσμα. Χρίονταν στο κεφάλι από κάποιον προφήτη του Θεού με έλαιο. Και γίνονται χριστοί. Ο Ιησούς είναι ο Βασιλεύς του ουρανού, ο Βασιλεύς των αιώνων. Κανένας δεν κατόρθωσε την εκθρόνισή του μέσα στους είκοσι αιώνες. Κι είναι αιώνιος και απόλυτος Βασιλεύς, γιατί πάνω στο κεφάλι του έχει το χρίσμα του ουρανού. Ο προφήτης Ησαΐας παρουσιάζει το Μεσσία ως Χριστόν Κυρίου να λέγει για το χρίσμα του: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με» (Ησ. 61, 1). Στη βάπτισή του βλέπουμε ακριβώς το επίσημο χρίσμα του Ουρανού πάνω στον Ιησού. Πνεύμα Άγιον και Θεός Πατέρας αναγνωρίζουν, κατά τρόπο αυθεντικό, την θεία υιότητα, την θεία ουσία, την θεία αποστολή του Ιησού.
Η ταυτότητά του
Ιδιαίτερα ας σταματήσουμε στα στοιχεία της ταυτότητος του Ιησού, πως δίνονται κατά τη βάπτισή του. Όλοι έχουμε πάνω μας και μέσα μας δύο ταυτότητες. Η μία είναι η προσωπική μας ταυτότητα. Η άλλη η ταυτότητα του Ιησού Χριστού, Είμαστε ο καθένας με το ατομικό του όνομα, αλλ’ είμαστε και χριστιανοί ορθόδοξοι. Το δεύτερο σημαίνει ότι γνωρίζουμε τα στοιχεία της ταυτότητος του Ιησού και έχουμε ταυτότητα μαζί του. Γνωρίζουμε, δηλαδή, τι ακριβώς είναι ο Ιησούς Χριστός. Αγωνιζόμαστε δε να ταυτιζόμαστε μαζί του, να τον μιμούμαστε, ν’ αποτελούμε αντίγραφα της ζωής του.
Πολύ φοβούμαι, ότι, ενώ τα στοιχεία της πρώτης, της δικής μας ταυτότητας τα γνωρίζουμε και τα αποδίδουμε σωστά, πλαστογραφούμε τα στοιχεία της ταυτότητας του Ιησού. Είμαστε πλαστογράφοι του Ιησού Χριστού, όταν δεν γνωρίζουμε και δεν αναγνωρίζουμε τα αληθινά στοιχεία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Τί είναι ο Ιησούς Χριστός; Ο αρμοδιότερος για τα στοιχεία ενός παιδιού είναι ο πατέρας. Και ο αρμοδιότερος για τα αυθεντικά στοιχεία του Υιού και Λόγου είναι ο Θεός Πατέρας. Η ημέρα των Θεοφανείων μας δίνει την ευκαιρία ν’ ακούσουμε από το στόμα του ίδιου του Θεού Πατέρα τα στοιχεία του μονογενούς του Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Διψώ να μάθω την αλήθεια για τον Ιησού, θ’ ανατρέξω λοιπόν στην πηγή. Θα ρουφήξω το γάργαρο νερό, που έρχεται απ’ ευθείας από την Πηγή. Και η Πηγή της θείας ουσίας του Ιησού είναι ο ουράνιος Πατέρας. Στον Ιορδάνη ακούγεται η φωνή του Πατέρα. «Και φωνή εγένετο εκ των ουρανών Συ ει ο Υιός μου ο αγαπητός, εν σοι ευδόκησα» (Μάρκ. 1, 11). Πρόκειται για την ιστορική διακήρυξη του Ουρανού.
Τα τρία στοιχεία
Η βεβαίωση του Ουρανού μας δίνει τρία στοιχεία της ταυτότητος του Ιησού.
1. «Ούτος έστιν ο Υιός μου». Είναι ο Υιός μου, λέγει ο Θεός Πατέρας. Ο Χριστός νομιζόταν υιός σαν όλους τους υιούς. Στα μάτια των ανθρώπων φαινόταν άνθρωπος. Στα χαρτιά των Ιουδαίων, νομικά, «ενομίζετο» υιός του Ιωσήφ, Τόσα χρόνια, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, έκρυβε τον εαυτό του και την εξουσιαστική του δύναμη. Και όμως ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας και Λυτρωτής του κόσμου. Ήταν το μοναδικό πρόσωπο της ιστορίας. Ήταν ό Θεάνθρωπος Κύριος.
Το έργο της θείας αποκαλύψεως και του λυτρωτικού Πάθους πλησιάζει. Για να μην αμφιβάλλουν οι άνθρωποι, έχουν ανάγκη κάποιας αυθεντικής σφραγίδας για τη θεία αποστολή του Ιησού. Και η σφραγίδα δίνεται. Ο Θεός πατέρας τον ομολογεί: «Συ ει ο Υιός μου». Είσαι δικός μου Υιός. Δεν είσαι παιδί της γης.
2. «Ο Υιός μου ο αγαπητός». Το επίθετο «αγαπητός» φανερώνει τη σχέση του Πατέρα και του Υιού. Είναι σχέση αγαπητική. Η απόλυτη αγάπη βρίσκεται μόνο ανάμεσα στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Αγάπη σημαίνει ενότητα. Και ο Πατέρας με τον Υιό έχουν απόλυτη ενότητα. Στη διακήρυξη τού Πατέρα ήρθε να προστεθεί αργότερα και η διακήρυξη του Υιού: «Εγώ και ο Πατήρ εν έσμεν» (Ιωάν. 10, 30).
«Αγαπητός»! Φανερώνει την ασύλληπτη θυσία, που έκανε ο Θεός για μας. Αυτόν τον αγαπητό Υιό του, τον μονογενή Υιό του, το μονάκριβο παιδί του, το πρόσφερε για τη δική μας σωτηρία. Το να έχεις χίλια ωραία, πολύτιμα και σπουδαία πράγματα, και από αυτά να δώσεις το ένα, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Το να έχεις ένα και μοναδικό, και να το δώσεις, αυτό έχει άπειρη άξια και φανερώνει αξεπέραστη αγάπη. Ο Θεός ένα Υιό είχε, και τον έδωσε. Γι’ αυτό έχει άπειρες διαστάσεις εκείνο το «ούτω» (τόσο πολύ), που χρησιμοποιεί ο Χριστός μιλώντας για την αγάπη του Θεού: «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμο, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3, 16).
«Αγαπητός»! Καθρεπτίζει την αγάπη του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο υιός της αγάπης του Πατρός» (Κολασ. 1,13).
«Αγαπητός»! Υποδεικνύει και τις δικές μας σχέσεις με το Χριστό. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Αγαπητός! Ο Αγαπητός των αγαπητών! Είναι η πρώτη μας αγάπη. Έχει κερδίσει το κέντρο της καρδιάς μας. Τον αγαπάμε γιατί αυτός πρώτος μας αγάπησε. (Α’ Ιωάν. 4, 19). Όποιος δεν αγαπάει το Χριστό, στερείται ευαισθησίας, όπως εκείνος που δεν αρέσκεται στην ευωδία των λουλουδιών.
3.«Εν σοι ευδόκησα». Ο Χριστός είναι η ευδοκία του Πατρός. Όλοι οι άνθρωποι και οι μεγαλύτεροι ακόμη άγιοι, κάποτε δυσαρεστούν το Θεό. Ο μόνος, που ευχαρίστησε απόλυτα, που ευαρέστησε σε όλα το Θεό Πατέρα είναι ο σαρκωμένος Υιός και Λόγος του. Αναπαύεται απόλυτα ο Πατέρας στον Υιό. Αλλά και απόλυτη είναι η ευδοκία του, η αγάπη του, η αγαθή του διάθεση για τον Υιό· η πλήρης αποδοχή της θυσίας του Υιού.
Μοναδική φωνή
«Συ ει ο Υιός μου ο αγαπητός…». Τα λόγια αυτά είναι εισβολή της φωνής του Θεού στον κόσμα· η εισβολή της υπερκοσμιότητας στην εγκοσμιότητα· η εισβολή της αιωνιότητας στη χρονικότητα
Η τραγωδία του άνθρωπου άρχισε με την εισβολή της φωνής του διαβόλου μέσα στον παράδεισο. Μέσα σ’ εκείνον τον ευλογημένο χώρο ακούσθηκε η φωνή της διαστροφής, της διαστρέβλωσης της αλήθειας του Θεού, που παραπλάνησε οικτρά τον άνθρωπο. Η σωτηρία τώρα του ανθρώπου αρχίζει με την εισβολή της φωνής του Θεού μέσα στην κόλαση του παρόντος κόσμου. Η πρώτη φωνή παρενέβαλε τόσα παράσιτα, ώστε ο άνθρωπος δεν ήταν πια ικανός να συλλαμβάνει τους ήχους του ουρανού. Η δεύτερη φωνή διαλύει τα παράσιτα και επανασυνδέει το αυτί του ανθρώπου με το στόμα του Θεού. Αρκεί ο άνθρωπος να έχει «ώτα ακούειν». Η πρώτη φωνή ήταν παραπλανητική. Η δεύτερη είναι οδηγητική. Με την πρώτη φωνή σερβιρίστηκε στους ανθρώπους το δηλητήριο της αμαρτίας και του θανάτου. Με τη δεύτερη φωνή συστήθηκε στους ανθρώπους η σωτηρία και η αιώνια ζωή. Η φωνή του Θεού Πατέρα στο Θεοφανικό γεγονός του Ιορδάνη είναι η σπουδαιότερη φωνή που ακούστηκε ποτέ. Πολλές φωνές ακούστηκαν και ακούγονται. Αλλ’ οι περισσότερες είναι φωνές άπατης, φωνές πλανεύτρας σειρήνας, φωνές σατανικές, δημαγωγικές, ξεμυαλίστρες. Η φωνή των Θεοφανείων είναι η φωνή, ο ήχος, ο κρότος, η καμπάνα, η σάλπιγγα, το μήνυμα, η διακήρυξη του Ουρανού.
Είναι μία φωνή, που ενώ πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια δεν σκεπάσθηκε, δεν ξεχάσθηκε, δεν έσβησε. Αν φωνάξει κάποιος από ένα ψηλό βουνό, θ’ ακουστεί στη συνέχεια ο αντίλαλος της φωνής του από τις απέναντι πλαγιές, αλλά μία, το πολύ δύο ή τρεις φορές. Φώναξε κάποτε ο Θεός από την ψηλότερη κορυφή, από την κορυφή του ουρανού. Κι ο αντίλαλος της φωνής του ακούγεται και θα ακούγεται για πάντα. Η ιστορία είκοσι αιώνων είναι ο αντίλαλος της φωνής του Θεού. Η ιστορία βεβαιώνει την αλήθεια της φωνής του Θεού, ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού. Η ζωή του Ιησού είναι ο αντίλαλος της διακηρύξεως του Πατέρα.
Αυτή η φωνή πρέπει να κινεί το τύμπανο της πνευματικής μας ακοής, και τις χορδές της καρδιάς μας. Ο κόσμος και οι φωνές του παρέρχονται. Ο Ιησούς Χριστός μένει. Είναι το φως, που φωτίζει όλο τον κόσμο. Είναι ο αγιασμός, που αγιάζει τα σύμπαντα. Ας φωτισθούμε και ας αγιασθούμε με τη χάρη του, όπως αγιάσθηκε ο Ιορδάνης από τη Θεοφανική παρουσία του.
(Αρχ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Σημεία Θεοφανείας», σ. 115-121)

ΤΟ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου



Με την εορτή των Θεοφανείων ή των Επιφανείων ή των Φώτων ολοκληρώνεται ο κύκλος του «Δωδεκάρτου», όπως ονομάζεται η περίοδος των εόρτιων ημερών από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Θεοφάνεια.
Την εορταστική αυτή περίοδο ο κάθε πιστός που συμμετέχει στο εόρτιο κύκλο της Εκκλησίας, δεν αισθάνεται ότι είναι μία μονότονη ροή του χρόνου, αλλά νοιώθει βαθειά ανακούφιση μέσα από το λυτρωτικό μήνυμα και περιεχόμενο αυτών των ήμερων. Είναι το μήνυμα της εν Χριστώ αναγέννησης και ανακαίνισης του ανθρώπου, δια του Θεανθρώπου Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου Ιησού Χριστού, το οποίο ουδεμία άλλη κοσμική δύναμη μπορεί να προσφέρει.
Η βάπτιση του Χριστού, που εορτάζουμε τα Θεοφάνεια αναδεικνύουν τον Ενανθρωπίσαντα Ιησού Χριστό, ως Μεσσία και Λυτρωτή, καθώς μας το επιβεβαιώνει η φωνή του Πατέρα που ακούγεται τη στιγμή της Βάπτισής Του, δηλώνοντας την παρουσία Του, ως του μόνου αληθινού Βασιλέως του κόσμου. Η Βάπτιση του Χριστού εισάγει στον κόσμο νέο ήθος και ύφος, που πηγάζουν από τη θυσιαστική αγάπη υπέρ του ανθρώπου. Τα ύδατα του Ιορδάνη ποταμού και κατ’ επέκταση ολόκληρη η φύση και ο κόσμος αγιάσθηκαν και καθαγιάσθηκαν, από τον Χριστό και μεταβλήθηκαν από κοινά ύδατα σε «αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον».
Αν ήθελε κανείς να προσεγγίσει βαθύτερα το αγιοπνευματικό περιεχόμενο και νόημα της εορτής των Φώτων, δεν μπορεί να μην αντιληφθεί, ότι όντως συνέβη και όντως φανερώνεται σε όσους έκτοτε λούζονται στα νάματα του Ιορδάνου, για να καθαρίσουν, για να καθαγιάσουν και να ξεπλύνουν τις αμαρτίες και τα πάθη τους, που δημιουργούνται στη ροή του χρόνου και της καθημερινότητας, οι οποίοι θα πρέπει να δεχθούν το Μέγα Μυστήριο της Σωτηρίας, οντολογικά και βιωματικά και όχι επιφανειακά και επιδερμικά, γιατί μόνο έτσι, θα μπορέσουν να αντιληφθούν το μέγεθος των γεγονότων όλων των ήμερων του δωδεκαόρτου, καθώς επίσης και ότι είναι τόσο οικεία και πλησίον μας και επί πλέον ότι μας προσφέρουν κάθε φορά που τα εορτάζουμε μηνύματα ωφέλιμα, σύγχρονα και επίκαιρα, καθώς και μηνύματα απελευθέρωσης και αναζωογόνησης, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε ακέραιη και αυθεντική προσωπικότητα. Αυτά τα μηνύματα διαφυλάσσονται περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια στην Εκκλησία του Θεανθρώπου Χριστού, ως παρακαταθήκη της λυτρώσεως και της καταφάσεως της αυθεντικής ύπαρξης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η αρχέγονη αυτή παρακαταθήκη διαφυλάσσεται και διασώζεται από την Εκκλησία, η οποία μας ορίζει και μας προσδιορίζει το οντολογικό και αυθεντικό νόημα του «ζειν και υπάρχειν του ανθρώπου εν τω κόσμω», διότι η βάπτιση του Χριστού έγινε η αφετηρία της οικονομίας της σωτηρίας, που ανέλαβε ως Θεός και άνθρωπος, να εκπληρώσει εκ μέρους μας, έγινε η δική μας αφετηρία, γιατί συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της βάπτισής μας, με την οποία ανακαινιζόμαστε και εισερχόμαστε στην νέα εν Χριστώ ζωή.
Τα κείμενα των Ιερών Ευαγγελιστών μας δίδουν εύληπτα τα αποδεικτικά στοιχεία για την αμεσότητα της σχέσης της Βαπτίσεως του Χριστού και της δικής μας, ως της νέας εν Χριστώ ζωής. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο διαβάζουμε:
Ιω. 1,29:          Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
Ιω. 1,29:          Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει· “ίδε ο αμνός του Θεού, που επροφήτευσεν ο Ησαΐας, ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη την αμαρτίαν και την ενοχήν του κόσμου.
Ιω. 1,30:          οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30:          Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα· ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
Ιω. 1,31:          κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.
Ιω. 1,31:          Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
Ιω. 1,32:          καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.
Ιω. 1,32:          Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Άγιον Πνεύμα να κατεβαίνει ωσάν περιστερά από τον ουρανών και έμειναν εις αυτόν μονίμως.
Ιω. 1,33:          κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ιω. 1,33:          Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
Ιω. 1,34:          κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,34:          Και εγώ πράγματι είδα, όπως μου είπεν ο Θεός, και έχω δώσει μαρτυρίαν και ομολογίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινεν άνθρωπος”.
Οι ερμηνευτές τα παραπάνω λόγια του Κυρίου λένε ότι είναι τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου του βαπτίσματος, δια του οποίου εμείς οι άνθρωποι γινόμαστε χριστιανοί. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στη βάπτιση του Χριστού φανέρωσε το μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο επιτελεί ο Χριστός με το άγιο Πνεύμα. Είναι το βάπτισμα το οποίο παρέδωσε ο Χριστός στους μαθητές του, ως ουσιαστικό στοιχείο της αποστολικής διακονίας τους στον κόσμο.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει:
Ματθ. 28,17:  καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν.
Ματθ. 28,17:  Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς.
Ματθ. 28,18:  καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς.
Ματθ. 28,18:  Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην.
Ματθ. 28,19:  πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
Ματθ. 28,19:  Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ματθ. 28,20:  διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Ματθ. 28,20:  Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν. (Θα είναι μαζή μας πάντοτε διότι αυτός είναι ο Εμμανουηλ, του οποίου το όνομα σημαίνει: Ο Θεός μαζή μας).
Επίσης ο Ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει:
Μαρκ. 16,15:  καὶ εἶπεν αὐτοῖς. πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει.
Μαρκ. 16,15:  Και τους είπεν· “πηγαίνετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον, το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, εις όλην την ανθρωπότητα.
Μαρκ. 16,16:  ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται.
Μαρκ. 16,16:  Εκείνος που θα πιστεύση και βαπτισθή, θα σωθή, εκείνος που θα απιστήση στο κήρυγμά σας θα καταδικαστή.
Τα ανωτέρω χωρία του Ευαγγελίου, μας δηλώνουν με σαφήνεια, ότι το μυστήριο του βαπτίσματος, που ίδρυσε ο Χριστός μεταμορφώνοντας ή συμπληρώνοντας το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή είναι η αφετηρία της επανασύνδεσής μας με τον δημιουργό μας, που είναι και ο αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας μας.
Για να αντιληφθούμε το βαθύτερο νόημα αυτής της σωτηρίας, που μας παρέχουν οι Ευαγγελικές αφηγήσεις, για τη Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη, πρέπει να προσέξουμε τα κάτωθι, που εύστοχα σημειώνει ο διακεκριμένος Θεολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου Πρωτ. Γεώργιος Διον. Δράγας, ο οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει:
«Το βάπτισμα του Προδρόμου ήταν «βάπτισμα μετανοίας,» που υποδήλωνε την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό και την υπακοή του στο θείο θέλημα. Ήταν αναγκαίο εν όψει της ελεύσεως του Μεσσία και της βασιλείας του Θεού την οποία θα έφερνε Εκείνος στον κόσμο. Ήταν ένα είδος προπαρασκευής και προετοιμασίας, που απέβλεπε στην μεσολάβηση του Θεού, μέσω του Μεσσία, δηλαδή στην δικαίωση των ανθρώπων και στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Χριστού προς τον Βαπτιστή Ιωάννη, «Έτσι είναι πρέπον», για να εκπληρωθεί σε μας πλήρης δικαίωση» (Ματθ. 3:15). Έτσι όταν ο Χριστός προσήλθε στο βάπτισμα του Ιωάννη, ως άνθρωπος αποδέχτηκε το θείο θέλημα εκ μέρους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και τότε η μαρτυρία του ουράνιου Πατέρα που τον αναγνώρισε, ως τον Υιό Του τον αγαπητό και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος σωματικά «εν είδη περιστεράς» σήμανε την αποδοχή του Χριστού από τον Πατέρα, ως τον Μεσσία, που θα φέρει τη Βασιλεία του Θεού στους ανθρώπους. Τη Βασιλεία αυτή την αντιπροσώπευε κυρίως και πρωτίστως ή κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, όπως είχε προφητέψει ο Ησαΐας: «Ο Ιακώβ είναι ο υιός μου, εγώ θα τον αναλάβω. Ο Ισραήλ είναι ο εκλεκτός μου, τον οποίο αποδέχτηκε η ψυχή μου, και στον οποίον έδωσα το Πνεύμα μου, για να κάνει κρίση ανάμεσα στα έθνη» (42:1).
Τόσο η αποδοχή του Χριστού, ως Μεσσία, όσον και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος επάνω Του, αναφέρονται στην ανθρωπότητά Του, την οποία ανέλαβε για χάρη μας και την κατέστησε ως βάση της σωτηρίας μας. Όπως το διαλαλεί η εκκλησιαστική υμνωδία.
«Έχοντας φορέσει την μορφή του δούλου, προσήλθες να βαπτισθείς Χριστέ από δούλο στα ύδατα του Ιορδάνη, για να λυτρώσεις από την δουλεία της αρχαίας αμαρτίας και να αγιάσεις και να φωτίσεις εμάς τους ανθρώπους» (Εσπερινός παραμονής Θεοφανίων). «Λύτρωση έρχεται ο Χριστός να δώσει με τη βάπτιση σε όλους τους πιστούς. Γιατί με αυτήν καθαρίζει τον Αδάμ, υψώνει τον πεσμένο, ντροπιάζει τον τύραννο που προκάλεσε την πτώση, ανοίγει τους ουρανούς, κατεβάζει το Θείο Πνεύμα και χαρίζει την αφθαρσία και την μέθεξη» (Ωδή 8η).
«Σήμερα στα ρείθρα του Ιορδάνη ήρθε ο Κύριος, και λέει στον Ιωάννη: Μη δειλιάσεις να με βαπτίσεις, γιατί ήρθα να σώσω τον Αδάμ τον πρωτόπλαστο» (Οίκος).
«Ως άνθρωπος ήρθες Χριστέ Βασιλεύ στον ποταμό, και δουλικό βάπτισμα σπεύδεις να λάβεις από τα χέρια του Προδρόμου, για τις δικές μας αμαρτίες, φιλάνθρωπε!» (Σοφρωνίου Ιεροσολύμων).
Τα όσα έγιναν στον Ιορδάνη αναφέρονται στην θεότητα του Χριστού και ιδιαίτερα στην αιώνια υιϊκή υπόστασή Του, η οποία αποκαλύπτει το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Ο Χριστός είναι ο αιώνιος Υιός του Πατρός, που έγινε και Υιός ανθρώπου για να ξαναφέρει τον άνθρωπο στην βασιλεία του Τριαδικού Θεού. Γι αυτόν τον λόγο και το μυστήριο του Βαπτίσματος, που μας χαρίζει την αναγέννηση και μας εισάγει στην εν Χριστώ ζωή γίνεται εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα Θεοφάνεια, συνεπώς, αναφέρονται όχι μόνο στην επιστροφή του ανθρώπου στον αληθινό Θεό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του, μέσω του Χριστού, αλλά και στην αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού, δηλαδή στην αλήθεια ότι ο Θεός είναι Ένας και Τριαδικός και ως τοιούτος πρέπει να προσκυνείται. Όπως το διαλαλεί και η εκκλησιαστική υμνωδία:
«Όταν βαπτίστηκες στον Ιορδάνη, Κύριε, τότε φανερώθηκε η προσκύνηση της Αγίας Τριάδας. Γιατί τότε η φωνή του Γεννήτορα έδωσε την σαφή μαρτυρία ονομάζοντάς σε Υιό Του αγαπητό. Αλλά και το Πνεύμα με μορφή Περιστεράς βεβαίωσε του λόγου το ασφαλές. Σε δοξάζουμε στα Επιφάνειά Σου, Χριστέ, ως Θεό που φωτίζεις τον κόσμο» (Απολυτίκιο Θεοφανείων). «Φανερώθηκες σήμερα στην οικουμένη, και το φως Σου Κύριε σημειώθηκε επάνω σε μας, που σε υμνούμε με επίγνωση. Ήρθες και φανερώθηκες, το Φως το απρόσιτο» (Κοντάκιο). Ο διαφωτισμός του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού είναι και η αιτία που ονομάζονται τα Θεοφάνεια και Τα Φώτα. Πρόκειται για τα φώτα του Πατρός του Υιού και ου Αγίου Πνεύματος, που αν και τρία είναι όμως και ένα Φως απρόσιτο». (Πρωτ. Γεώργιος Διον. Δράγας).
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας καθιέρωσαν να τελείται η ακολουθία του αγιασμού των υδάτων, που τελείται προεόρτια την παραμονή των Θεοφανείων και ανήμερα στην εορτή, ως ανάμνηση του βαπτίσματος του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, καθώς και του αγιασμού των υδάτων που έγινε τότε από τον Χριστό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ομιλεί για τον Μεγάλο αυτό Αγιασμό στην εορτή των Θεοφανείων, που φυλασσόταν από τους πιστούς και χρησιμοποιείτο για αγνισμό, ενίσχυση και θεραπεία. Τη μεγάλη σημασία του την αντιλαμβανόμαστε από τα λόγια της ευχής που αναπέμπει ο ιερέας κατά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό του ύδατος: «…και ποίησον αυτό πηγή αφθαρσίας, δώρο αγιασμού, συγχωρητικό (λυτήριο) αμαρτημάτων, φάρμακο (αλεξιτήριο) νοσημάτων, εξολοθρευτικό δαιμόνων, απρόσιτο στις ενάντιες δυνάμεις, γεμάτο με αγγελική δύναμη…» Να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο καθαγιασμών (της παραμονής και της εορτής). Εκείνο που έχει σημασία προκειμένου να χρησιμοποιήσει κανείς τον Μεγάλο Αγιασμό είναι η μετάνοια και η νηστεία την παραμονή της εορτής. Όταν με «καρδίαν συντετριμμένη και τεταπεινωμένην», με πίστη αληθινή λαμβάνουμε και χρησιμοποιούμε τον Αγιασμό, τότε πραγματικά γίνεται ιαματικό μέσο ψυχών και σωμάτων και πάσης «αντικειμένης δυνάμεως» ανατρεπτικό.
Κλείνοντας να σημειώσουμε, ότι η εορτή των Θεοφανείων είναι πρόσκληση ανανέωσης και επιστροφής στον Κύριο της δόξης, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, ταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε άνθρωπος, άνθρωπος αληθινός, αναμάρτητος, συγχωρητικός και ελεήμων, η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Να γιατί ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, προκόπτοντας μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση Του φτάσει στην τελείωσή της, αναλαμβάνει πλήρως όσα ο Θεός Του εμπιστεύθηκε. Με την κατάδυσή Του στα νεκρά νερά του Ιορδάνη, έμοιαζε με το καθαρό λινάρι, που το βυθίζουν μέσα στη χρωστική ουσία. Εκείνος που ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι, αναδύεται τελικά από το νερό, όπως αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας, με ιμάτιο κατακόκκινο από το αίμα, με ένδυμα θανάτου, το ένδυμα που κλήθηκε να φορέσει. Να λοιπόν ποια μηνύματα στέλνει η Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό, υπό Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μεγαλόπρεπη ενέργεια περικλείει, ποια πράξη αγάπης θέτει ενώπιόν μας. Εύλογα τίθεται διαρκώς το επίμονο ερώτημα: Ποια θα είναι η απάντησή μας; Η πλέον ενδεδειγμένη και σωστική απάντηση είναι να τον ακολουθούμε στην οδό της χάριτος, της αγάπης, της φιλανθρωπίας και της δικαιοσύνης Του, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!

Θεοφάνεια, του Ιωάννου Μ. Φουντούλη,


από το βιβλίο του «Λογική Λατρεία»,
εκδ. Πατερικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1971, σ. 354-361-απόσμασμα
Την 6η  Ιανουαρίου εορτάζει η Εκκλησία μας την μεγάλη δεσποτική εορτή των «Θεοφανείων» ή «Επιφανείων» ή «τα άγια Φώτα». Τα προεόρτιά της αρχίζουν την επομένη της πρωτοχρονιάς, την 2α  Ιανουαρίου. Μέσα στην προπαρασκευαστική αυτή περίοδο ευρίσκεται και η «Κυριακή προ των φώτων». Και αυτή εντάσσεται μέσα στην προεόρτιο λειτουργική ετοιμασία. Στα αναγνώσματα της θείας λειτουργίας της Κυριακής αυτής ακούμε την «Αρχή του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού» από τον πρόλογο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, που αφηγείται την εμφάνιση του Προδρόμου στην έρημο του Ιορδάνη, το κήρυγμά του και την προφητεία του περί του Χριστού. Ο Ιωάννης εβάπτισεν «εν ύδατι», ο «ισχυρότερός» του όμως, που έρχεται «οπίσω» του, θα βαπτίσει τον λαό «εν Πνεύματι αγίω» (Μάρκ. 1, 1-8).
Στην τετραήμερο προεόρτιο περίοδο, από της 2ας μέχρι της 5ης Ιανουαρίου στοιβάζονται οι κανόνες, τα τριώδια και τα άλλα προεόρτια ιερά άσματα. Εχομε και εδώ την «Μεγάλη Εβδομάδα» των Φώτων, όπως την είδαμε και στα Χριστούγεννα, με την διαφορά ότι ο χρόνος της προπαρασκευής εδώ είναι μικρότερος, λόγω της παρατάσεως των μεθεόρτων των Χριστουγέννων μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου και της εορτής της Περιτομής του Χριστού της 1ης Ιανουαρίου. Και πάλι η επίδραση των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος είναι έκδηλη, λόγω ακριβώς της προσπάθειας παραλληλισμού της εορτής των Θεοφανείων προς το Πάσχα. Και πάλι η προπαρασκευή κορυφώνεται την παραμονή με την λαμπρά ακολουθία των μεγάλων ωρών και του μεγάλου εσπερινού της εορτής.
Τα μεθέορτα εξάλλου παρατείνονται επί οκτώ ημέρες μετά την εορτή, με τρεις ημέρες ιδιαιτέρως εξαιρούμενες, την επομένη των Θεοφανείων με την εορτή της Συνάξεως του Προδρόμου και Βαπτιστού του Χριστού, 7η Ιανουαρίου, την «Κυριακή μετά τα Φώτα», και την τελευταία ημέρα της εορτής, την απόδοση της 14ης  Ιανουαρίου, κατά την οποία ψάλλεται και πάλι ολόκληρη η ακολουθία της εορτής.
Μέσα στο εξαίρετο αυτό λειτουργικό πλαίσιο διαλάμπει η μεγάλη δεσποτική εορτή των Θεοφανείων της 6ης Ιανουαρίου. Η αρχή της είναι ανάλογη προς την εορτή των Χριστουγέννων. Την 6η Ιανουαρίου εόρταζαν κατά το παλαιό ημερολόγιο το χειμερινό ηλιοστάσιο οι εθνικοί της Αιγύπτου και της Αραβίας. Κατά τις αρχές του Γ´ αιώνος πρώτοι οι αιρετικοί οπαδοί του Βασιλείδου επεχείρησαν την αντικατάσταση της ειδωλολατρικής αυτής εορτής με την εορτή του βαπτίσματος του Χριστού. Λίγο αργότερα η Εκκλησία της Ανατολής καθόρισε την 6η Ιανουαρίου ως ημέρα εορτής των Επιφανείων ή Θεοφανείων. Ο απόστολος Παύλος ομιλεί για την «επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού» (Τίτ. 2, 13). Αλλού τονίζει, ότι διά του Χριστού «επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πασιν ανθρώποις» (Τίτ. 2, 11). Ο ίδιος πάλι ομιλεί για τον Θεό, που «εφανερώθη εν σαρκί» (Α´ Τιμοθ. 3, 16). Κάτω από τις εκφράσεις αυτές του αποστόλου των εθνών αναγνωρίζει κανείς τους τόσο γνωστούς στους εθνικούς όρους «θεοφάνεια» και «επιφάνεια», που σήμαιναν την μεταξύ των ανθρώπων εμφάνιση της θεότητος ή του Θεού-αυτοκράτορος σε κάποια πόλη. Στην επιφάνεια των ψευδών θεών και των αυτοκρατόρων η χριστιανική Εκκλησία αντέταξε την επιφάνεια του αληθινού Θεού και βασιλέως Χριστού, την αληθινή Θεοφάνεια. Ακριβώς δε πάλι στην λατρεία του ηλίου, που νικά κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκότος της νύχτας, αντιπαράθεσε την λατρεία του αληθινού ηλίου, του Χριστού, που ανέτειλε, κατά τον προφήτη Ησαΐα, στον εν σκότει και σκιά καθήμενο κόσμο· «Γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου, φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ησ. 8, 23. 9, 1). Αυτήν εξάλλου την προφητεία ο ευαγγελιστής Ματθαίος εφαρμόζει ακριβώς στην έναρξη της δημοσίας δράσεως του Χριστού, της επιφανείας Του μεταξύ του λαού Του (Ματθ. 4, 12-17). Αυτήν την περικοπή θα ακούσουμε να διαβάζεται κατά την θεία λειτουργία των Θεοφανείων.
Η έννοια όμως αυτή της θεοφανείας ή της επιφανείας του Χριστού δεν ήταν συνδεδεμένη προς ένα μόνο ιστορικό γεγονός του βίου Του. Είδαμε ότι ο Βασιλείδης και οι οπαδοί του εόρταζαν την 6η Ιανουαρίου το εν Ιορδάνη Βάπτισμα, κατά το οποίο, σύμφωνα προς την αιρετική τους διδασκαλία, η θεότης σαρκώθηκε στο Χριστό. Αλλά και κατά την ορθόδοξη διδασκαλία το βάπτισμα είναι η απαρχή, η πρώτη δημοσία εμφάνιση και ανάδειξη του Ιησού ως Μεσσία και Σωτήρα. Κατ’ αυτό αναγνωρίστηκε από τον εκπρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, τον προφήτη Ιωάννη τον Πρόδρομο, που είδε το Πνεύμα το άγιον «καταβαίνον και μένον επ’ αυτόν» (Ιω. 1, 32-34) και που άκουσε τη φωνή του Πατρός «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα» (Ματθ. 3, 17. Μάρκ. 1, 11. Λουκ. 3, 22), τη βεβαίωση της υιότητος. Κατά το βάπτισμα εφάνη ο Υιός – Θεός, αλλά και αποκαλύφθηκε ο Θεός – Τριάς, όπως χαρακτηριστικά ψάλλει και ο ποιητής του απολυτίκιου της εορτής: «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ο Υιός εβαπτίζετο, του Πατρός η φωνή ηκούετο και το άγιον Πνεύμα κατήρχετο εν είδει περιστεράς. «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν», όπως πάλι υμνωδεί ο ιερός Κοσμάς στο τρίτο τροπάριο της 8ης  ωδής του πρώτου κανόνα της εορτής.
Αλλά και με την γέννηση του Χριστού επεφάνη ο Θεός στον κόσμο. Και αυτή λοιπόν συνεορταζόταν  με τη βάπτιση κατά την εορτή της 6ης Ιανουαρίου. Και πάλι νέοι απολογισμοί ήρθαν να δικαιώσουν την κατά την 6η Ιανουαρίου γέννηση του Χριστού, αλλά και τον συνεορτασμό της την ιδία ημέρα με τη βάπτιση. Ο Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, έπρεπε να έχει τέλεια και πλήρη όλα όσα αφορούσαν και στον επί γης βίο Του. Τέλεια επομένως έπρεπε να είναι και τα έτη της επιγείου ζωής Του και όχι ελλιπή. Υπολόγιζαν ότι απέθανε επί του σταυρού 6 Απριλίου. Θα έπρεπε, κατά τους ανωτέρω συλλογισμούς αυτή να ήταν και η ημέρα της συλλήψεώς Του από την Παρθένο Μαρία, του Ευαγγελισμού. Επομένως η γέννησή Του μετά εννέα πλήρεις μήνες θα έπρεπε να συμπέσει με την 6η Ιανουαρίου. Εβαπτίσθη «αρχόμενος ωσεί ετών τριάκοντα» κατά τον ευαγγελιστή Λουκά (Κεφ. 3, 23), δηλαδή πάλι κατά την 6η Ιανουαρίου, εφ’ όσον η τελειότητα θα απαιτούσε και εδώ πλήρη τον αριθμό των ετών οπό της γεννήσεώς Του κατά την ημέρα της ενάρξεως της δημοσίας Του δράσεως.
Συναφή προς την γέννηση του Χριστού γεγονότα, με τα οποία επεφάνη η Θεότητα του Χριστού, ήσαν και η προσκύνηση των ποιμένων και η δωροφορία των μάγων. Οι πρώτοι ήσαν οι αντιπρόσωποι του ιουδαϊκού λαού και οι δεύτεροι οι απαρχές των ειδωλολατρών, που αναγνώρισαν και προσκύνησαν πρώτοι τον επιφανέντα Υιό του Θεού. Και ο εορτασμός των δύο αυτών γεγονότων ήλθε να εμπλουτίσει το θέμα της εορτής των Θεοφανείων. Τα εορταζόμενα γεγονότα έγιναν ήδη τέσσερα.
Αλλά και πέμπτο γεγονός Θεοφανείας εχομε στην αρχή της δράσεως του Κυρίου. Το πρώτο Του θαύμα στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου κατά τον γάμο μετέβαλε το νερό σε οίνο. Και σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, που αφηγείται το περιστατικό: «Ταύτην εποίησεν αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυτού και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού». Η φανέρωση λοιπόν της θεϊκής δόξας του Χριστού στους μαθητές Του, η αρχή των σημείων Του, το θαύμα του γάμου της Κανά, προστέθηκε στα άλλα τέσσαρα εορταστικά θέματα.
Επικρατέστερα όμως ήσαν τα δύο πρώτα εορταστικά θέματα, η γέννηση και η βάπτιση του Χριστού, που ο συνεορτασμός τους κατά την 6η Ιανουαρίου διατηρήθηκε επί μακρόν στην Ανατολή και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να διατηρείται στην αρμενική Εκκλησία. Όταν κατά τον Δ΄ αιώνα εισήχθη οπό την Ρώμη και στην Ανατολή η  εορτή των Χριστουγέννων της 25ης Δεκεμβρίου και βαθμηδόν επικράτησε και σ’ αυτή, το εορτολογικό περιεχόμενο της εορτής των Θεοφανείων διασπάσθηκε. Κατά τα Χριστούγεννα εορταζόταν η γέννηση και κατά τα Θεοφάνεια το εν Ιορδάνη Βάπτισμα. Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα της σημερινής εορτής των Θεοφανείων.
Η αποσυμφόρηση αυτή δεν έβλαψε, αλλ’ αντιθέτως ήταν προς όφελος της μεγάλης εορτής. Η μείωση της επιφανείας της έδωσε τη δυνατότητα της αναπτύξεώς της σε βάθος. Το βάπτισμα του Κυρίου, η κατ’ αυτό Θεοφάνεια, οι προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, η επέκτασή του και οι συνέπειές του στη ζωή της Εκκλησίας, έδωσαν θαυμάσια και πλούσια θέματα στους ποιητές των ευχών και των ύμνων της εορτής και στους ιερούς εγκωμιαστές της. Ιδιαίτερη λαμπρότητα της δίδει η ακολουθία του μεγάλου αγιασμού, που σήμερα για την εξυπηρέτηση των πιστών τελείται δύο φορές, την παραμονή και μετά την λειτουργία της εορτής. Είναι μία παραστατική εξεικόνιση του βαπτίσματος του Κυρίου. Πρώτος, απαρχή του νέου λαού και κεφαλή, βαπτίζεται ο Χριστός και αγιάζει την κτίση των υδάτων για να δημιουργηθεί δι’ αυτών ο νέος κόσμος, η καινή κτίση, οι νέοι άνθρωποι, οι Χριστοφόροι και Θεοφόροι πιστοί. Κατά την παννυχίδα των Θεοφανείων, μετά τον αγιασμό του ύδατος και την μετάληψη και τον ραντισμό των πιστών, βαπτίζονταν σ’ αυτό οι κατηχούμενοι. Ήταν η εορτή «των Φώτων». Του «φωτισμού», του βαπτίσματος του Χριστού και των χριστιανών.
Η υμνογραφία της εορτής των Θεοφανείων είναι απαράμιλλου κάλλους. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται έργα διασήμων αρχαίων υμνογράφων από τα λαμπρότερα της υμνογραφίας της Εκκλησίας μας.  Στην ακολουθία του όρθρου της ημέρας της εορτής στους ειρμούς του πρώτου κανόνος, ποίημα του Κοσμά επισκόπου Μαϊουμά, του β´ ήχου, που ψάλλονται και ως καταβασίες στο τέλος των ωδών, συνδυάζονται κατά ένα θαυμαστό τρόπο τα θέματα της κάθε μιας ωδής προς το θέμα της εορτής: Η διάβαση της Ερυθρός Θαλάσσης και η διά του ύδατος σωτηρία του λαού· ο από τον παντοδύναμο Θεό στηριγμός της ταπεινής Άννας και η συντριβή του δράκοντος στο ύδωρ του βαπτίσματος· η προφητική φωνή του Αβακούμ και η φωνή του βοώντος εν τη ερήμω Βαπτιστού· το ειρηνικό κήρυγμα του Ησαΐα και το σωτήριο για τον Αδάμ έργο του ειρηνοποιού Χριστού στον Ιορδάνη· ο θρήνος «εν θλίψει» του Ιωνά και το κήρυγμα της μετανοίας του Προδρόμου· η δρόσος της καμίνου της Βαβυλώνος το άυλο πυρ που δέχθηκαν τα ρείθρα του Ιορδάνη και η υμνολογία της Μητέρας του βαπτισθέντος. Όλα αυτά, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τύπος και αλήθεια, συμπλέκονται σε μία υπερκόσμια συζυγία.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...