Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Έρευνα και Χρήση Βλαστικών Κυττάρων Θεολογική και βιοηθική προσέγγιση Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη


Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Μακαρίου Γρινιεζάκη

Ἡ ἔρευνα τῶν βλαστικῶν κυττάρων ξεκίνησε μέ τά εὑρήματα τῶν Καναδῶν ἐρευνητῶν Ernest A. McCulloch and James E. Till στή δεκαετία τοῦ 60[1], ἐνῶ ἐπιβραβεύτηκε παγκοσμίως, ὅταν τό 2007 oἱ Mario Capecchi, Martin Evans καί Oliver Smithies κέρδισαν τό βραβεῖο Νόμπελ γιά τίς μελέτες τους ἐπί τῶν ἐμβρυϊκῶν βλαστικῶν κυττάρων[2]. Ἀπό τότε μέχρι καί σημέρα ὑπάρχει ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἐνδιαφέρον τῆς ἐρευνητικῆς κοινότητας γιά τή χρήση τους, ἀφοῦ ἡ πολλά ὑποσχόμενη ἔρευνα ἐγγυᾶται ἀντιμετώπιση ἀνίατων ἀσθενειῶν.
Τά βλαστικά κύτταρα εἶναι τά μή διαφοροποιημένα κύτταρα πού ὑπάρχουν σχεδόν σέ ὅλους τούς πολυκύτταρους ὀργανισμούς καί χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἱκανότητα νά αὐτοανανεώνονται καί νά αὐτοπολλαπλασιάζονται, καθώς ἐπίσης καί νά διαφοροποιοῦνται σέ διαφορετικούς τύπους κυττάρων ὀργάνων καί ἱστῶν[3]. Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες βλαστοκυττάρων: τά ὁλοδύναμα, τά πολυδύναμα καί τά μονοδύναμα.  
Ὁλοδύναμα  βλαστικά κύτταρα (totipotent stem cells) χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά δώσουν ὅλους τούς τύπους κυττάρων καί ἱστῶν καί τά συναντοῦμε στόν ἄνθρωπο κατά τίς πρῶτες τρεῖς μέ τέσσερις ἡμέρες μετά τή γονιμοποίηση. Πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα (pluripotent stem cells), χαρακτηρίζονται αὐτά πού μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ ὅλους τούς τύπους κυττάρων ἐκτός ἀπό τίς μεμβράνες καί τούς ἱστούς πού χρειάζονται γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ ἐμβρύου καί τέλος, μονοδύναμα (unipotent stem cells) βλαστοκύτταρα εἶναι αὐτά πού δέν μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν σέ κανένα τύπο κυττάρων παρά μόνο στόν τύπο στόν ὁποῖο ἔχουν προγραμματιστεῖ γιά ἀνάπτυξη καί πολλαπλασιασμό.
Στή βιβλιογραφία μποροῦμε νά βροῦμε ἀρκετές ἀναφορές θεραπευτικῶν ἀποτελεσμάτων μετά ἀπό τή χρήση βλαστοκυττάρων σέ ἀνθρώπους, ἐνῶ δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε τό γεγονός ὅτι ἡ χρήση τους εἶναι ἀρκετά διαδεδομένη καί γιά θεραπεῖες ζώων[4]. Γιά τήν ἐφαρμογή τῶν βλαστοκυττάρων στόν ἄνθρωπο καί τό εὖρος τῶν ἐντυπωσιακῶν ἀποτελεσμάτων τους μποροῦν ἐνδεικτικά νά ἀναφερθοῦν δυό συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Στήν πρώτη περίπτωση μία ὁμάδα Κορεατῶν ἐρευνητῶν μεταμόσχευσε βλαστοκύτταρα στή σπονδυλική στήλη μιᾶς ἀσθενοῦς, ἡ ὁποία εἶχε ὑποστεῖ βλάβη, μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀκίνητη στά κάτω ἄκρα γιά δεκαεννέα χρόνια. Ἡ ἀσθενής κατάφερε νά περπατήσει μετά ἀπό τή δεκαεννεάχρονη ἀναπηρία της καί αὐτό ὀφειλόταν σέ μεταμόσχευση πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων πού ἀπομόνωσαν ἀπό ὀμφάλιο λῶρο καί κατόπιν τά τοποθέτησαν στό κατεστραμμένο τμῆμα τῆς σπονδυλικῆς στήλης τῆς ἀσθενοῦς μέ σκοπό τήν ἀναγέννησή του, σκοπός ὁ ὁποῖος τελικά ἐπετεύχθη[5].
Ἡ δεύτερη ἐνδιαφέρουσα θεραπευτική ἐφαρμογή ἀφορᾶ μεταμόσχευση βλαστικῶν κυττάρων ἀμφιβληστροειδοῦς σέ κατεστραμμένους ὀφθαλμούς μέ στόχο τήν ἐπαναφορά τῆς ὅρασης. Οἱ ἐπιστήμονες κατάφεραν νά μεγαλώσουν λεπτά φύλλα ὁλοδύναμων βλαστικῶν κυττάρων στό ἐργαστήριο καί στή συνέχεια τά ἐμφύτευσαν πάνω στούς κατεστραμμένους ἀμφιβληστροειδεῖς, μέ ἀποτέλεσμα τά βλαστοκύτταρα νά προκαλέσουν ἀνάπλαση καί τελική ἀποκατάσταση τῆς χαμένης ὄρασης[6]. Ἡ τεχνική αὐτή ἔχει ἐφαρμοστεῖ ἤδη σέ 40 ἀσθενείς στό νοσοκομεῖο Queen Victoria στό Σάσεξ τῆς Ἀγγλίας. Μάλιστα σέ αὐτή τήν περίπτωση τά βλαστικά κύτταρα πού χρησιμοποιήθηκαν προῆλθαν ἀπό βλαστοκύτταρα ἐνήλικων ἱστῶν τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἀπό συγγενές πρόσωπο ἤ ἀπό πτωματικό δότη[7].
Ἄλλες ἀσθένειες στίς ὁποῖες ἡ μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων προβλέπεται ὅτι θά φέρει ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα εἶναι ἡ νόσος τοῦ Πάρκινσον, ἡ νόσος Ἀλτσχάιμερ, οἱ τραυματισμοί τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ καρκίνος, ἡ σκλήρυνση κατά πλάκας, ἡ ἀπώλεια ὅρασης καί ἀκοῆς, τά ἐγκαύματα, ἡ ρευματοειδής ἀρθρίτιδα κ.ἄ.[8], ἐνῶ σήμερα ἤδη χρησιμοποιοῦνται βλαστοκύτταρα ἐνηλίκων ἱστῶν γιά κάποιες θεραπεῖες, ὅπως τή λευχαιμία[9] καί τά παλαιά καί νέα ἐμφράγματα τοῦ μυοκαρδίου[10].
Παρά ὅμως τίς τεράστιες ὑποσχέσεις τῶν ἐμβρυονικῶν βλαστικῶν κυττάρων στόν τομέα τῆς ἔρευνας καί τῆς θεραπείας θά διαπιστώσουμε, ὅτι ὁ ἐπιστημονικός κόσμος ἀλλά καί ἡ κοινή γνώμη προβάλλουν τεράστια ἠθικά διλήμματα πού σχετίζονται μέ τήν προέλευσή τους ἀπό ἔμβρυα στό ἀρχικό στάδιο τῆς ἐξελικτικῆς τους πορείας. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, βασικές πηγές βλαστοκυττάρων ἀποτελοῦν τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων[11], τά ἔμβρυα τῶν ἀμβλώσεων καί τά ἔμβρυα πού δημιουργοῦνται μέ τήν πυρηνική μεταφορά, δηλαδή μέ τή μέθοδο τῆς ἀναπαραγωγικῆς κλωνοποίησης γι’ αὐτό τό σκοπό. Καί στίς τρεῖς αὐτές περιπτώσεις τά βλαστικά κύτταρα λαμβάνονται ὅταν τό ἔμβρυο εἶναι στό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, ἡλικίας πέντε ἕως ἑπτά ἡμερῶν, ἀλλά ἡ λήψη μιᾶς τέτοιας κυτταρικῆς σειρᾶς ὁδηγεῖ στήν καταστροφή τοῦ ἐμβρύου[12].
Ἑπομένως, τό βασικό ἠθικό ἐρώτημα πού τίθεται ἐπικεντρώνεται στή χρήση τῶν ἐμβρύων γιά ἐρευνητικούς ἤ ἀκόμη καί θεραπευτικούς σκοπούς.  Ἀπό τή μιά μεριά οἱ ὑποστηρικτές τῆς χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων δίνουν ἔμφαση στά μεγάλα θεραπευτικά ὀφέλη καί στίς προοπτικές πού διανοίγονται γιά τήν ἀναγεννησιακή ἰατρική, παρουσιάζοντας ὡς βασικό ἐπιχείρημα ὅτι πηγή βλαστοκυττάρων γι’ αὐτούς εἶναι τά «περισσευούμενα» ἔμβρυα τῶν τεχνητῶν γονιμοποιήσεων, πού οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἀζήτητα, ἀπό τήν ἄλλη πάλι κάποιοι ἐναντιώνονται στή χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων ὑποστηρίζοντας ὅτι καί τά ἔμβρυα ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ὑπάρξεις καί ἔτσι δικαιοῦνται προστασίας.
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἀπάντηση στήν «ἠθικότητα» τῆς ἔρευνας καί χρήσης τῶν βλαστοκυττάρων συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἀρχή τῆς ζωῆς. Πολύ ἁπλᾶ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἄν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως, ἄν ἔχουμε δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή μία καθ’ ὁλοκληρίαν ψυχοσωματική ὀντότητα, τότε ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων παρουσιάζει ἔντονους ἠθικούς καί ἀνυπέρβλητους ἐνδοιασμούς. Ἄν ὅμως παρακάμψουμε τήν στιγμή τῆς συλλήψεως καί προσδιορίσουμε κάποια ἄλλη στιγμή ὡς ἀρχή τῆς ζωῆς, τότε τό ἔμβρυο μπορεῖ νά ἀποτελέσει πειραματικό ὑλικό καί βεβαίως χωρίς κανένα ἠθικό ἐνδοιασμό μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά θεραπευτικούς ἤ ἀκόμη καί γιά ἐρευνητικούς σκοπούς.
Βέβαια ἐδῶ τίθεται ἕνα μεγάλο μεταφυσικό ἐρώτημα, στό ὁποῖο δέν ξέρουμε ἄν ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νά ἀπαντήσει. Εἶναι σάν νά προσπαθεῖ ἡ Θεολογία νά κάνει διάγνωση γιά τή νόσο τοῦ καρκίνου, μιά ἁρμοδιότητα πού ὁπωσδήποτε δέν τῆς ἀνήκει. Γι’ αὐτό καλό εἶναι οἱ θετικές κυρίως ἐπιστῆμες νά μήν ξεκινοῦν, νά μή συμπεριφέρονται καί νά μήν καταλήγουν ὡς μεταφυσικές, διότι ἄν κατανοήσουν τόν ἑαυτό τους ἔτσι, τότε ἁπλᾶ δέν μποροῦν νά ἀνήκουν στίς θετικές ἐπιστῆμες[13].
Αὐτό πού φαίνεται νά ἀποτελεῖ ὁρόσημο γιά τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἔλευση τῆς ψυχῆς, θεωρία πού ἐπηρεάζει καθοριστικά τίς περισσότερες θρησκευτικές θέσεις καί ἀπόψεις, καθώς κατά τό μεγαλύτερο ποσοστό τους ταυτίζουν τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς μέ τήν ἔλευση τῆς ψυχῆς, ὅπως θά δοῦμε ἐν συντομίᾳ ἀμέσως παρακάτω[14].
Ἔτσι, στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν κύρια αἰτία τῶν ἀπαγορεύσεων στήν Εὐρώπη σχετικά μέ τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων, τό ἔμβρυο θεωρεῖται πλῆρες πρόσωπο. Ἀπό τή στιγμή τῆς συλλήψεως, εἶναι ὑποκείμενο δικαίου καί φορέας ἰσοτίμων δικαιωμάτων. Κατά τή βιοηθική τοῦ ὀντολογικοῦ περσοναλισμού[15], «οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν ἀπό τή σύλληψη, δέν ἀποκτῶνται κατά τήν πορεία τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἐμβρύου ἀλλά ἁπλῶς ἐκφράζονται. Τό ἔμβρυο δέν ἀναπτύσσεται «πρός» ἄνθρωπο ἀλλά «ὡς» ἄνθρωπος. Ὁποιοδήποτε καί ἄν εἶναι τό μέλλον τοῦ ἐμβρύου, ἔστω καί ἄν ὁδεύει στήν καταστροφή, δέν μπορεῖ νά σταθμίζεται ἡ ζωή του μέ τρίτα συμφέροντα καί σκοπούς, γιατί τότε ὑποβιβάζεται ὁ ἄνθρωπος σε «ὄργανο» σέ «ἀντικείμενο» σέ «μέσον», γεγονός πού ἐναντιώνεται στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια»[16].
Στούς Προτεστάντες ἡ ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων θεωρεῖται περισσότερο ἀνεκτική, ὅταν αὐτή στοχεύει στήν ἴαση καί τή θεραπεία[17]. Μάλιστα κάποιες πιό φιλελεύθερες Εὐαγγελικές Ἐκκλησίες, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ Εὐαγγελική Ἐκκλησία τῆς Αὐστρίας, ἐπιχείρησαν νά συμβιβάσουν τήν ἔρευνα καί τή χρήση βλαστοκυττάρων μέ τήν προστασία τοῦ ἐμβρύου, θέτοντας κάποιους ὅρους, ὅπως νά χρησιμοποιοῦνται τά πλεονάζοντα ἔμβρυα τῶν in vitro γονιμοποιήσεων, νά γίνεται ἔρευνα πού ἀποβλέπει ὁπωσδήποτε σέ θεραπευτικά ὀφέλη καί νά ὑπάρχει συναίνεση τῶν δοτῶν τῶν ἐμβρύων, καθώς καί πλήρη διαφάνεια τῶν διαδικασιῶν[18]
Στήν ἑβραϊκή θρησκεία καί στό μουσουλμανισμό θεωρεῖται ὅτι μετά τή 40η ἡμέρα τό ἔμβρυο κατέχει πλήρη ἀνθρώπινη ἰδιότητα, ἀφοῦ τότε ἀποκτᾶ τήν ψυχή. Ἔτσι ἡ ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα εἶναι ἠθικά ἀποδεκτή, ἐφόσον δέν πρόκειται νά καταστραφεῖ ἐμψυχωμένη ὀντότητα[19]. Στόν Ἰνδουισμό δέν θεωρεῖται ἠθική ἡ καταστροφή ἐμβρύων[20], ἐνῶ στό Βουδισμό εἶναι πολύ σημαντική ἡ πρόθεση γιά τήν ὁποία κάποιος κάνει ἔρευνα καί ἔτσι εἶναι γενικά ἀποδεκτή ἡ ἔρευνα πού ἀποβλέπει στή θεραπεία καί βελτίωση τῆς ζωῆς ἀσθενῶν, ἀλλά μή ἀποδεκτή ἐκείνη πού γίνεται γιά ἀπόκτηση χρήματος. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Βουδισμός εἶναι ἀντίθετος στήν πρόκληση πόνου σέ ὅλα τά ἔμβια ὄντα, γι’ αὐτό μιά ὁμάδα Βουδιστῶν ἀντιτίθεται στήν ἔρευνα βλαστικῶν κυττάρων. Παρόλα αὐτά πολλοί θεωροῦν ὅτι τό ἔμβρυο πρό τῶν 14 ἡμερῶν δέν αἰσθάνεται πόνο καί ἔτσι ἀποδέχονται τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα[21].
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ψυχή ὑπάρχει ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἑνώσεως τοῦ ὠαρίου μέ τό σπερματοζωάριο, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[22]. Μάλιστα ἡ ἀνάπτυξη τῆς ψυχῆς εἶναι παράλληλη μέ ἐκείνη τοῦ σώματος καί ἡ ζωή πού ὑπάρχει στό ἔμβρυο εἶναι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς ψυχῆς. Ἄν δέν ὑπάρχει ψυχή, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καί ζωή. Γι’ αὐτό κατά τή βιβλική θεολογία ἡ ψυχή ὁρίζεται ὡς «πνοή ζωῆς». Ἑπομένως, βασικό ἀξίωμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ὅτι ἡ ψυχή κινεῖ τό σῶμα καί δίδει τήν ὕπαρξη. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει στιγμή κατά τήν ὁποία τό ἔμβρυο εἶναι χωρίς ψυχή, δηλαδή χωρίς ζωή, χωρίς ὑπόσταση καί προσωπικότητα. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὑποστηρίζοντας καί ἀποδεχόμενος αὐτή τήν μεγάλη πραγματικότητα, θά σημειώσει ὅτι, ἐφόσον τό ἔμβρυο ζεῖ, ἔχει ψυχή καί ἐπειδή ἔχει ψυχή «νεκρόν εἶναι οὐ δύναται», διότι «ἡ νεκρότης κατά ψυχῆς στέρησιν γίνεται»[23].
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι δύσκολο νά μελετήσουμε τό θέμα τῶν βλαστοκυττάρων μέ ὅλες τίς παραμέτρους πού αὐτό συνεπάγεται ὑπό τό πρῖσμα μιᾶς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς προσέγγισης, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν θά μᾶς δώσει μία ἠθική μέ δεσμεύσεις ἤ ἀπελευθερώσεις διανοητικῆς καί ἀντιληπτικῆς φύσεως, ἀλλά θά μᾶς προσανατολίσει στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ἐξάλλου, ἄν κάποιος δέν ζεῖ χριστιανικά, ἀγωνιστικά καί πνευματικά, δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοήσει καί νά ἐφαρμόσει τίς θέσεις τῆς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς, ἡ ὁποία ἔχει ὑπερβατικό καί ἐσχατολογικό προσανατολισμό.
Ἔτσι κάποιοι, ἐπειδή εἶναι σίγουροι ὅτι ἡ ἔρευνα καί ἡ χρήση τῶν ἐμβρυϊκῶν πολυδύναμων βλαστικῶν κυττάρων παρέχει μιά θεραπευτική δυναμική εἶναι ἀδύνατο νά κατανοήσουν κάθε ἐνδοιασμό, πολύ περισσότερο ἄν αὐτός προέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν «παρωχημένη» θεολογία της. Τίθεται μάλιστα ἔντονα ὁ προβληματισμός: Ἐνώπιον μιᾶς πρακτικῆς πού ὑπόσχεται θεραπεία ἀπό ποικίλες νευρολογικές καί ὄχι μόνο ἀσθένειες πῶς μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐκφράζει ἐνστάσεις ἤ νά ἀρνεῖται ἀδιάλλακτα νά προτρέψει ἕναν πάσχοντα νά προχωρήσει σέ μιά τέτοιου εἴδους θεραπευτική ἐφαρμογή; 
Γιά νά δώσουμε μία ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, θά πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη τή μεγάλη πραγματικότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει μέ βάση τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι μέ βάση τήν κοσμική ἠθική πού συνεχῶς μεταβάλλεται καί προσαρμόζεται. Στήν ἠθική τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐννοεῖται οὔτε κατά διάνοια ἡ ὕπαρξη τοῦ ὠφελιμισμοῦ καί τῆς ἰδιοτέλειας, ἐνῶ στήν ἠθική τοῦ κόσμου μιά πράξη μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ, ἄν τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό ἀναμενόμενο. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα δέν μπορεῖ νά δικαιολογήσει μιά ἀνήθικη πράξη.
Παρά ταῦτα, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀπορριπτική γιά τήν προόδο καί τήν ἐπιστήμη. Μάλιστα διδάσκει ὅτι ὁ Θεός κατά τή Δημιουργία ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ὅλα τά ἐφόδια, γιά νά ἀναπτύξει τίς δεξιότητές του καί νά ἐργάζεται γιά τό καλό[24]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε μία δυναμική, καί κατά συνέπεια, κάθε ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς δυναμικῆς του[25]. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία θά μποροῦσε νά δεχθεῖ καί μάλιστα νά ἐπευλογήσει τήν ἔρευνα καί χρήση βλαστοκυττάρων πού ἀποβλέπει στή δημιουργία μοσχευμάτων, στήν ἀναγέννηση κατεστραμένων ὀργάνων καί ἱστῶν ἤ ἀκόμη στή θεραπεία νευρολογικῶν καί ἄλλων ἀσθενειῶν, μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι αὐτά τά βλαστικά κύτταρα δέν προέρχονται ἀπό ἔμβρυα τῶν ὁποίων ἀνακόπτεται ἡ πορεία πρός τή ζωή. Θά μποροῦσε νά ἀποδεχθεῖ ἄλλες ἐναλλακτικές λύσεις ἐξίσου ἔγκυρες ἐπιστημονικά οὕτως, ὥστε νά μή μεταποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος σέ καταναλωτικό ἀγαθό, τό ὁποῖο δημιουργοῦμε μέ σκοπό νά χρησιμοποιηθεῖ χρηστικά γιά τή θεραπεία ἤ τήν παράταση τῆς ζωῆς ἄλλου προσώπου.
Πιό συγκεκριμένα, θά μπορούσαμε νά ἀποδεχθοῦμε ὡς πηγή λήψεως βλαστοκυττάρων τό μορίδιο, τό ἀναπτυξιακό στάδιο τοῦ ἐμβρύου πρίν ἀπό τό στάδιο τῆς βλαστοκύστης, πού συνίσταται ἀπό μία συμπαγῆ σφαῖρα δεκαέξι ἕως τριάντα κυττάρων. Εἶναι ἀποδεδειγμένο πλέον ὅτι τό μορίδιο μπορεῖ νά ἀντέξει τήν ἀφαίρεση μερικῶν μόνο κυττάρων, δίχως ἡ πράξη αὐτή νά ἀνακόπτει τήν περαιτέρω ἀνάπτυξη καί γέννηση τοῦ ἐμβρύου. «Ἐρευνητές μάλιστα ἀπέδειξαν ὅτι τά κύτταρα πού ἀπομονώθηκαν ἀπό μορίδια ποντικοῦ, μποροῦν νά παράγουν ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, ἐνῶ τά ἐναπομείναντα κύτταρα τοῦ μοριδίου ἀναπτύσστοναι σέ ἕνα ὑγιῆ ποντικό»[26].
Μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι σήμερα γίνονται μεγάλες προσπάθειες νά καθοδηγηθοῦν τά ὥριμα κύτταρα, ὥστε νά δροῦν ὡς ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα. Βέβαια, αὐτή ἡ ἔρευνα εἶναι ἀκόμη σέ ἀρχικά στάδια, ὡστόσο εἶναι πολύ πιθανό σέ πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ἡ ἐπιστήμη νά καταφέρει τόν ἐπαναπρογραμματισμό τῶν ἐνήλικων κυττάρων σέ ἐβρυϊκά βλαστοκύτταρα, μιά διαδικασία πλήρως ἀποδεκτή, ἀφοῦ δέν καταστρέφει ζωή καί δέν δημιουργεῖ ἔμβρυα γιά συγκεκριμένο χρηστικό σκοπό, ἐνῶ πρακτικά θά ἔχει τεράστιες θεραπευτικές ἐφαρμογές.
Ἡ Ἐκκλησία πάντως δέν μπορεῖ νά υἱοθετήσει καμιά πρακτική πού καταστρέφει τό ἔμβρυο. Πολύ σωστά ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα προυραλιστικό περιβάλλον ὅλα ἐπιτρέπονται, ἰδιαιτέρως ἄν ἀξιοποιηθοῦν γιά χρηστικούς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας καί ἡ ἐπιμήκυνση τῆς ζωῆς. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐκφράστηκε μέ τήν ἐκούσια θυσία Του, μᾶς ὠθεῖ στό νά ἀπορρίψουμε τό καλό, ὅταν αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν καταστροφή μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς, τοῦ ἐμβρύου. Καί αὐτό, διότι σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο δέν ἔχουμε δικαίωμα νά σώσουμε ἤ νά βελτιώσουμε τίς συνθῆκες μιᾶς ζωῆς θυσιάζοντας μιά ἄλλη, παρά μόνο ἄν αὐτό γίνει μέ τήν προσωπική μας θυσία καί τή δωρεά τῆς δικῆς μας ζωῆς[27]. Αὐτό εξάλλου ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός μέ τό σταυρικό Του θάνατο[28].
Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καί ἐλπίζει ὅτι ἡ ἔρευνα μέ ἐπαναπρογραμματισμένα βλαστικά κύτταρα, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό ὤριμους ἱστούς, θά ξεπεράσει τά τεχνικά προβλήματα πού τώρα ἀντιμετωπίζει καί θά δώσει θεραπευτικές λύσεις πού δέν θά ἐγείρουν ἠθικά καί θεολογικά διλήμματα, ἀφοῦ θά ἐξασφαλίζουν σεβασμό στήν ἱερότητα τῆς ζωῆς πρίν ἀκόμη καί ἀπό αὐτή τή γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως.



[1] Becker AJ, McCulloch EA, Till JE., «Cytological demonstration of the clonal nature of spleen colonies derived from transplanted mouse marrow cells», Nature 1963, Vol. 197, pg. 452-454.
[2] nobelprize.org. http://nobelprize.org/nobel_prizes/medicine/laureates/2007/index.html. [Online] 2007
[3] Scholer H.R. «The potential of stem cells: an inventory». In the book: Schipanski D. Sorgner S.L. Knoepffler N., «Humanbiotechnology as social challenge», Ashgate Publishing Ltd, 2007, pg. 28.
[4] Wikipedia. Stem cell treatments. [Online] http://en.wikipedia.org/wiki/Stem_cell_treatments.
[5] Kang KS, Kim SW, Oh YH et al., «A 37-year-old spinal cord-injured female patient, transplanted of multipotent stem cells from human UC blood, with improved sensory perception and mobility, both functionally and morphologically: a case study», Cytotherapy, 2005, Vol. 7, 4, pg. 368-73.
[6] Medical news today. http://www.medicalnewstoday.com/medicalnews.php?newsid=15535. [Online] 2004.
[7] bbc news. http://news.bbc.co.uk/1/hi/england/southern_counties/4495419.stm. [Online] 2005.
[8] Lindval O, l., «Stem cells for cell therapy in Parkinson's disease», Pharmacology resources 2003, Vol. 47, 4, pg. 279-287. Βλέπε Ἐπίσης: α. Cell Basics: what are the potential uses of human stem cells and the obstacles that must be overcome before these potential uses will be realized. Stem cell information world wide web site. [Online] April 26, 2009, β. Goldman S, Windrem M., «Cell replacement therapy in neurological disease», Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci. 2006, Vol. 361, 1473, pg. 1463-1475, γ. Tuch BE., «Stem cells, a clinical update», ibid. καί δ. Kochar PG. What are stem cells. [Online] www.csa.com/discoveryguides/stemcell/overview.php.
[9] Gahrton G, Bjorkstrand B., «Progress in haematopoietic stem cell transplantation for multiple myeloma», Journal of Internal Medicine 2000, Vol. 248, 3, pg. 185-201.
[10] Strauer BE, Schannwell CM, Brehm M., «Therapeutic potentials of stem cells in cardiac diseases», Minerva Cardioangiology 2009, Vol. 57, 2, pg. 249-67.
[11] Πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι προτιμοῦνται τά ἐμβυϊκά βλαστοκύτταρα ἔναντι τῶν ἐνηλίκων, διότι ἀφενός εἶναι πιό εὐέλικτα στό ἐργαστήριο καί διατηροῦν πολυδυναμία, μποροῦν δηλαδή νά ἐξελιχθοῦν σέ ὅλους τούς κυτταρικούς τύπους ὀργνάνων καί ἱστῶν, καί ἀφετέρου ἐκλείπει τό ἐνδεχόμενο πού ὑπάρχει στά βλαστικά κύτταρα τῶν ὥριμων ἱστῶν νά παρουσιάζουν ἀνωμαλίες στό DNA τους, γεγονός πού ἀναστέλει τή χρήση τους γιά θεραπευτικούς σκοπούς. Βλέπε: Arguments for stem cell research. [Online] 12 26, 2007. http://www.spinneypress.com.au/178_book_desc.html.
[12] Fishbach GD, Fischbach RL., «Stem cells: science, policy and ethics», Journal of Clinical Investigation, 2004, Vol. 114, pg. 1364-70. Βλέπε Ἐπίσης: Thomson Α, Itskovitz-Eldor J, Shapiro SS, Waknitz MA, Swiergiel JJ, Marshall VS, Jones JM., «Embryonic stem cell lines derived from human blastocysts», ibid.
[13] Νικολαΐδη Ἀποστόλου, «Θεσμικές προκλήσεις ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς κλωνοποίησης στόν ἄνρθωπο», Ε.Ε.Θ.Σ.Α., Τόμος 23, Ἀθήνα 2002, σελ. 500.
[14] Hug H., «Therapeutic perspectives of human embryonic stem cell research versus the moral status of a human embryo – does one have to be compromised for the other?», Medicina (Kaunas) 2006, Vol. 42, 2, pg. 107-114.
[15] Palazzani L., Sgreccia E., “Il dibattito sulla fondazione etica in bioetica” Medicina e Morale 1992, 5 pg. 847-870. Βλέπε ἐπίσης: Serra A., Colombo R., “Identita e statuo dell’ embrione umano: il contri-buto della biologia”, in Prontificia Academia pro vita, Identita e Statuo dell dell’ embrione umano, Libreria Editrice Vaticana, Citta del Vaticano 1998, pg.106-158.
[16] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικὲς καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[17] Bruce D. Therapeutic uses of cloning and embryonic stem cells. Church and society commission of the conference of European churches. [Online] 2000. http://www.srtp.org.uk/clonin50.htm.
[18] Βούλτου Πολυχρόνη καί Χατζητόλιου Ἀποστόλη, «Ἠθικές καί νομικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἔρευνα μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χώρες», ὅπ. π., σελ. 32-39.
[19] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930. Βλέπε ?πίσης: Beloucif S. The Muslim's perspective related to stem cell research. Ethical aspects of human stem cells research and uses. [Online] 2000. http://europa.eu.int/comm/european_group_ethics/docs/dp15rev.pdf.
[20] Sullivan B. Religions reveal little consensus on cloning. MSNBC News. [Online] 2004. http://msnbc.msn.com/id/3076930.
[21] Walters L., «Human embryonic stem cell research: an intercultural perspective», Kennedy institute ethics journal, 2004, Vol. 14, pg. 3-38.
[22] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις Ἀκριβῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», PG Migne 94, 1088.
[23] Γρηγορίου Νύσσης, «Περί Ψυχῆς καί Ἀναστάσεως», PG Migne 46, 125C.
[24] Γεν. 2, 15.
[25] Σκουτέρη Κωνσταντίνου, «Βιοηθική καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἐπίσκεψις, Ἔτος 30ο, Τεῦχος 575, Γενεύη 1999, σελ. 24.
[26] U.S. National Academy of Sciences, www.nationalacademies.org/stemcells.
[27] Ἰωάν. 15, 13.
[28] Μπρέκ π. Ιωάννου καί Μπρέκ Λύν, «Ἀπό τή γέννηση ὡς τό θάνατο, Ὀρθόδοξες προσεγγίσεις σέ Βιοηθικά διλήμματα», Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, Ἀθήνα 2008, σελ. 94.

Video από την Αγιορειτική ολονυχτία στην Ι.Μ. Καρακάλλου Αγίου Όρους για τον Άγιο Γεδεών

Δωρεά Oργάνων - Mεταμοσχεύσεις Ηθική και Θεολογική Θεώρηση Αρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη




Μακαρίου Γρινιεζάκη
Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου
  
Εισαγωγή.

Η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, τόσο της θεραπευτικής όσο και της γενετικής, παρουσιάζει αλματώδη πρόοδο, που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης προσδοκίας. Πολλά είναι αυτά τα οποία έχουν ανακαλυφθεί στον τομέα της θεραπείας. Μάλιστα κάποιοι ομολογούν πως, ό,τι δεν κατάφερε η ιατρική τους περασμένους αιώνες, το κατόρθωσε τα τελευταία έτη και συγκεκριμένα τον 20ο αιώνα. Τρανότερη απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι οι μεταμοσχεύσεις, ένα κορυφαίο επίτευγμα, που απογείωσε την πρόκληση της χειρουργικής με αναμφισβήτητα θεαματικά αποτελέσματα για την παράταση της ανθρώπινης ζωής.
Παρά τα θετικά αποτελέσματα όμως και τις προσδοκίες για την παράταση της ανρθώπινης ζωής που υπόσχονται οι μεταμοσχεύσεις το επίτευγμα δεν φαίνεται να είναι τελείως ανώδυνο από πλευράς ηθικής. Από τη μια αναγνωρίζεται η απόλυτη ανάγκη να εξασφαλισθούν όργανα ζωντανά και υγιή, από την άλλη όμως διαφαίνεται και ο κίνδυνος, εν ονόματι αυτής ακριβώς της εξασφάλισης μοσχευμάτων, να δημιουργηθούν ηθικές παρεκτροπές, όπως είναι η ανακήρυξη των ανεγκέφαλων βρεφών ως νεκρών, η διακοπή της ζωής του δότη ή η επίσπευση του θανάτου του για την όσο το δυνατόν γίνεται ταχύτερη λήψη των μοσχευμάτων. Με δυό λόγια, στη φαντασία του απλού ανθρώπου, έχει δημιουργηθεί το φάσμα μιας ομάδας μεταμόσχευσης που «τριγυρίζει» πάνω από το σώμα ενός ετοιμοθάνατου, έτοιμη να αφαιρέσει ζωτικά όργανα πριν πραγματικά πεθάνει[1].
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι: «οι δύο βασικοί άξονες του ηθικού προβληματισμού για τη δωρεά οργάνων είναι αφ’ ενός το ενδεχόμενο της εκμετάλλευσης του αυτεξουσίου του δότη, αφ’ ετέρου, του αυθαίρετου προσδιορισμού της στιγμής του θανάτου. Για το πρώτο επινοήθηκε η αντιφατική έννοια της εικαζομένης συναινέσεως και για το δεύτερο προέκυψε ο καινοφανής όρος εγκεφαλικός θάνατος. Όλη η δυναμική της βιοηθικής στο θέμα αυτό, εστιάζεται στο πόσο συναίνεση είναι η εικαζομένη και πόσο θάνατος είναι ο εγκεφαλικός»[2].
Η Εκκλησία για το θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν έχει λάβει επίσημη θέση, παρ’ ότι είναι ένα θέμα που την αφορά άμεσα. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει σαφές πως ό,τι κατά καιρούς ακούγεται ή δημοσιεύεται εκφράζει μεμονωμένες απόψεις που συνήθως προέρχονται από πρόσωπα τα οποία επιθυμούν να συμβάλλουν στο φλέγον ζήτημα και τα οποία έχουν γνώση και εμπειρία της εκκλησιαστικής και της θεολογικής μας παράδοσης.
Μπορεί, ωστόσο, για την εκκλησιαστική συνείδηση να μην υπάρχουν ετοιμοπαράδοτες απαντήσεις ή μπορεί η Εκκλησία να μην θελήσει να δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για το ζήτημα, όμως η ίδια έχει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τη διαμόρφωση θέσεων από τον κάθε πιστό της που επιθυμεί να συμμετέχει προσωπικά στο μυστήριο της σωτηρίας του[3]. «Άλλωστε, η πατερική περίοδος δεν εξέλιπε. Κάθε εκκλησιαστική περίοδος είναι πατερική, αρκεί να διασώζει τα ορθόδοξα εκκλησιαστικά κριτήρια ερμηνείας των προβλημάτων και των πραγμάτων. Οπότε, μεγαλύτερη σημασία μπορούμε να δώσουμε όχι τόσο στις λύσεις, αλλά στις προϋποθέσεις που καθορίζουν τη στάση μας απέναντι στα προβλήματα και στις λύσεις. Αυτό είναι το έργο της Ορθοδόξου Θεολογίας»[4].
Για να οριοθετήσουμε μια θέση εκκλησιολογική και θεολογική επί της δωεράς οργάνων θεωρούμε ότι θα πρέπει να μελετήσουμε τρία επί μέρους θέματα: α. Την επιθυμία για παράταση της ζωής, β. Την ιδιαιτερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και γ. Την προϋπόθεση της αγάπης. 

Α. Η επιθυμία για παράταση της ζωής.
Η Εκκλησία δεν έχει καμία αμφιβολία ότι οι μεταμοσχεύσεις αποτελούν ένα κορυφαίο βιοτεχνολογικό επίτευγμα που αποβλέπει όχι μονάχα στην καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής του ανθρώπου, αλλά συνιστά και μια λύση επιβίωσης. Γι’ αυτό σέβεται την προσπάθεια της επιστήμης και αντιλαμβάνεται την αγωνία του λήπτη για την παράταση της ζωής του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι ο Εζεκίας στην προσευχή του παρακαλούσε έντονα το Θεό να του χαρίσει δεκαπέντε έτη επιπλέον ζωής, και ο Θεός, σεβόμενος την επιθυμία του, του απήντησε: «και προσθήσω επί τας ημέρας σου πέντε και δέκα έτη και εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων σώσω σε»[5].
Πρέπει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσουμε ότι οι προσπάθειες για την παράταση της ζωής είναι εμβαλοματικές μια και ασχολούμασθε με κάτι που όσο και να το παρατείνουμε κάποια στιγμή θα τελειώσει. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία δεν εμποδίζει την ιατρική στην προσπάθειά της, ούτε φυσικά την απορρίπτει. Δεν μπορεί όμως να μην λάβει υπόψη της και την σχετικότητά της. Σημειώνει σοφά ο Ιερός Χρυσόστομος ότι ο χριστιανός δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει την ιατρική ή να μην αναζητεί τους πιο έμπειρους γιατρούς[6]. Είτε όμως καταφεύγει στη βοήθεια των ιατρών, είτε παραιτείται από αυτούς, πρέπει να προσβλέπει στον Θεό και την ωφέλεια της ψυχής του: «είτε ουν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε»[7].
Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός στην επίγεια παρουσία Του έκαμε πολλά θαύματα, καλυτερεύοντας με τον τρόπο αυτό την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Όμως ο απώτερος σκοπός και στόχος του Θεανθρώπου δεν ήταν το δώρο της βιολογικής ζωής, που οπωσδήποτε ήταν με ημερομηνία λήξεως, αλλά το δώρο της αθανασίας. Γι’ αυτό όταν θεράπευε παράλληλα και συγχωρούσε. Από την άλλη, ο ίδιος ο Χριστός θυσιάζεται για τον κόσμο, προσφέρει το σώμα Του και το αίμα Του όχι όμως για να παρατείνει τη βιολογική ζωή αλλά κυρίως για να την ανακαινίσει και να της προσφέρει αιωνιότητα.
Αντιλαμβανόμαστε ότι, με την μονοδιάστατη εφαρμογή των μεταμοσχεύσεων και την εγκόσμια επιθυμία για παράταση της ζωής, δίδεται μεγάλη βαρύτητα στο σώμα και στην υλική υπόσταση του ανθρώπου. Η προσπάθεια αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοσκοπό για τον ορθόδοξο πιστό διότι η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον καθαγιασμό του ανθρώπου ως συνόλου και την σωτηρία του ως ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας.
Δεν υπερτονίζει την ύπαρξη της ψυχής θεωρώντας ως υποδεέστερο το σώμα, ούτε όμως και καταφρονεί την ψυχή εμμένοντας στον ανθρώπινο και σωματικό βιολογισμό.
Συνεπώς, είναι καθ’ όλα ορθό κάποιο από τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας να αναζητήσει βοήθεια για να παρατείνει τη ζωή του και να εφαρμόσει ό,τι η ιατρική του υπαγορεύει. Ωστόσο, και ο ίδιος και οι επιστήμονες θα πρέπει να ενεργούν με πλήρη επίγνωση ότι: α) η εξασφάλιση της υγείας και η ζωή γίνεται πρωτίστως με τη βοήθεια του ιατρού των ψυχών και των σωμάτων και β) η χρήση της επιστήμης δεν πρέπει να αποβλέπει μόνο στην βιολογική παράταση της ζωής αλλά στην παράταση της ζωής ως μιας ακόμη ευκαιρίας για περαιτέρω πνευματική πρόοδο και κυρίως για απόκτηση της αθανασίας.

Β. Η ιδιαιτερότητα του προσώπου.
Είναι λανθασμένη η νοοτροπία να ξεκινούμε με την πεποίθηση ότι το θέμα της δωρεάς οργάνων είναι δεδομένο για την Εκκλησία και ότι η Εκκλησία πρέπει οπωσδήποτε να λάβει θέση επ’ αυτού. Διότι έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως είναι καθήκον της Εκκλησίας να αποφαίνεται για όλα τα ζητήματα και μάλιστα οι θέσεις της θα πρέπει να είναι πάντα θετικές. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι περισσότεροι που ζητούν να ακούσουν άποψη εκκλησιαστική το κάνουν διότι περιμένουν η Εκκλησία να επικροτήσει τις μεταμοσχεύσεις και να επαινέσει τη δωρεά οργάνων. Όμως το ζήτημα των μεταμοσχεύσεων δεν είναι μόνο βιολογικό ή ανθρωπιστικό ή κοινωνικό αλλά και πνευματικό. Κυρίως πνευματικό. Είναι θέμα καθαρά προσωπικό και συγκεκριμένο. Αυτό σημαίνει ότι για την Εκκλησία είναι δύσκολο με ένα γενικό αφορισμό να αποφανθεί περί του θέματος. Όσο και να προσπαθούμε να κωδικοποιήσουμε συνολικές λύσεις ή προτάσεις, άλλο τόσο θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ειδικό μέρος, δηλαδή με το προσωπικό και ιδιαίτερο για την κάθε περίπτωση.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα μπορούσαμε να μελετήσουμε, εκτός από την πιθανή περίπτωση όπου κάποιος ζητά την ευλογία της Εκκλησίας για να παρατείνει τη ζωή του, το αντίθετο ενδεχόμενο, δηλαδή κάποιον να προτιμά να πεθάνει, παρά να εφαρμόσει μια μέθοδο θεραπείας που θα δημιουργούσε και το παραμικρό ηθικό δίλημμα. Η εξασφάλιση της υγείας και η παράταση της ζωής μας, που ενδεχομένως γίνεται εις βάρος κάποιας άλλης, φαίνεται να κρύβει ένα μονόπλευρο παραγκωνισμό της ψυχικής διαστάσεως του ανθρώπου, και μια λανθασμένη και αντιεκκλησιαστική πεποίθηση ότι τελικά δεν «μεταβαίνουμε εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Αξίζει, στο σημείο αυτό να μελετήσουμε τα αισθήματα και τον εσωτερικό κόσμο που είχε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος κατά τη διάρκεια μιας θεωρίας του Θεού, όπως αυτά εκφράζονται σε ένα από τα ποιητικά του κείμενα. Ο ίδιος ομολογεί ότι έβλεπε ολόκληρο το σώμα του ως σώμα Χριστού:
«Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου, σώτερ;
Πως ηξίωσας μέλος σόν με γενέσθαι,
τον ακάθαρτον, τον άσωτον....;
Πώς ενέδυσας στολήν με λαμπροτάτην,
απαστράπτουσαν αίγλην αθανασίας
και φως ποιούσαν άπαντά μου τα μέλη;
Σώμα γάρ το σον, το άχραντον και θείον
απαστράπτει όλον πυρί θεότητός σου
αναφυραθέν και συμμιγέν αρρήτως
τούτο ου καμοί εδωρήσω, Θεέ μου.
Το γάρ ρυπαρόν και φθαρτόν τούτο σκήνος
τω παναχράντω ενωθέν σώματί σου
και μιγέν το αίμα μου τω αίματί σου
ηνώθην, οίδα και τη θεότητί σου
και γέγονα σον καθαρώτατον σώμα,
μέλος εκλάμπον, μέλος άγιον όντως,
μέλον τηλαυγές και διαυγές και λάμπον»[8].
Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: «δεν μπορώ να εισέλθω στην καρδιά του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου για να γνωρίσω τι θα έκανε ύστερα από αυτήν την εμπειρία, εάν του ζητούσαν να γίνη δωρητής σώματος. Δεν μπορώ ακόμη να εισέλθω στην καρδιά του θεουμένου αυτού ανθρώπου και να εξετάσω αν θα ήθελε να δεχθή μόσχευμα για να επιμηκύνει τον χρόνο υπάρξεώς του επάνω στη γη»[9].
Γι’ αυτό η Εκκλησία πέρα από οποιαδήποτε ωφέλεια σωματική και βιολογική δεν μπορεί να παραβλέψει και τον εσωτερικό, τον ψυχικό κόσμο του κάθε ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να επιθυμεί την μεταμόσχευση για λόγους βιολογικούς, όμως για λόγους καθαρά πνευματικούς μπορεί και να την απορρίπτει για τον εαυτό του.
Συνεπώς, πρέπει να σεβαστούμε το πρόσωπο, να αποδεχθούμε κάποιον που θέλει να λάβει μόσχευμα ή κάποιον που θέλει να γίνει δωρητής, αλλά παράλληλα να κατανοήσουμε και όποιον έχει ενδοιασμούς ή φόβους ή οποιεσδήποτε αναστολές στο να δωρίσει τα όργανά του, ιδιαιτέρως τα ζωτικά.
Επομένως, «Η Εκκλησία αισθάνεται το φιλάνθρωπο χρέος της έναντι στο λήπτη – ο οποίος έχει ανάγκην να ζήση – αντιλαμβάνεται όμως περισσότερο και τόν ρόλον της στο πλευρό του δότου – ο οποίος μπορεί ελευθέρως να προσφέρη. Επ’ ουδενί λόγω και με κανένα τρόπο δεν θυσιάζει τον σεβασμό προς τον δότη στην ανάγκη επιβιώσεως του λήπτη. Ο σκοπός μας δεν πρέπει να είναι να ζήση ο λήπτης, ο σκοπός πρέπει να εστιαστεί στο να δώση ο δότης[10]. Εάν κάποιος επιθυμή να γίνη δωρητής τον ευλογεί. Εάν δυσκολεύηται τον κατανοή. Αυτή είναι η προστασία του προσώπου. Το πνεύμα της δεν υποτάσσεται στην ανάγκην των μεταμοσχεύσεων, αλλά υπηρετεί τον σεβασμόν του προσώπου»[11].

Γ. Η προϋπόθεση της αγάπης.
Αν κάνουμε μια αναδρομή στην εκκλησιαστική ιστορία θα συναντήσουμε πολλά παραδείγματα ανθρώπων που οδηγήθηκαν στο μαρτύριο και έχυσαν το αίμα τους για την αγάπη του Χριστού, που πούλησαν τους εαυτούς τους ως δούλους για να ελευθερώσουν άλλους και που παρακαλούσαν το Θεό να λάβουν την ασθένεια του αδελφού τους προκειμένου να θεραπευθεί ο πλησίον[12].
Είναι σαφές ότι σύμφωνα με την χριστιανική ηθική ο κάθε άνθρωπος μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή να γίνει δωρητής οργάνων και ιστών, όταν ο ίδιος αυτοβούλως το επιθυμεί και το θεωρεί ως μια εσωτερική και πνευματική ανάγκη, η οποία εκφράζεται με το κένωμα της αγάπης του προς τον πλησίον. Η προσφορά αυτή μπορεί να περιορίζεται στην χορήγηση αίματος, μπορεί να προχωρεί στην προσφορά ενός εκ των διπλών οργάνων, για παράδειγμα νεφρού, μπορεί όμως και να κορυφώνεται με την προσφορά ζωτικού οργάνου, που επιφέρει το θάνατο του δότη και ακολούθως την εξασφάλιση της ζωής του λήπτη.
Η πράξη αυτή, που από πολλούς μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη αυτοκτονίας, αφού ο δότης όταν δωρίζει ζωτικό όργανο αποθνήσκει, ουσιαστικά για την Εκκλησία, που βλέπει τα πράγματα εσχατολογικά, θεωρείται ως μια πράξη αυτοθυσίας. Η αυτοκτονία προέρχεται από τον πολύ εγωισμό και την έλλειψη της αγάπης, η αυτοθυσία όμως εμπνέεται από την πολλή ταπείνωση και την υπερβάλλουσα αγάπη. Στην αυτοκτονία τα κίνητρα είναι ιδιοτελή και χρησιμοθηρικά, στην αυτοθυσία όμως είναι ανιδιοτελή και πνευματικά. Στην περίπτωση της αυτοκτονίας ο άνθρωπος βιώνει έναν μηδενισμό, ενώ στην περίπτωση της αυτοθυσίας χορηγεί ακόμα και το σώμα του βιώνοντας έτσι μια πληρότητα αγάπης. Αυτό πρότεινε ο Χριστός όταν έλεγε: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού»[13].
Η άποψη αυτή, βέβαια, μπορεί να θεωρηθεί ως απαράδεκτη ακόμη και από θεολογικής πλευράς. Η αρνητική επιχειρηματολογία επικεντρώνεται στο ότι το σώμα μας δεν μας ανήκει, ούτε η ζωή είναι προσωπικό δικαίωμα του καθενός μας. Είναι δώρα του Θεού και κατά συνέπεια κανείς δεν μπορεί να διαχειρίζεται αυτοβούλως το σώμα του και να δωρίζει μέλη και όργανα όταν αυτά θα του στερήσουν την ζωή, ακόμη και αν αυτή η πράξη φαίνεται ότι εκπληρώνει τον ιερότερο σκοπό.
«Ωστόσο, όταν ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι οι Γαλάτες θα ήταν έτοιμοι να του προσφέρουν και τα μάτια τους ακόμη, αν ήταν δυνατόν, περιγράφει την προθυμία τους για αυτοθυσία[14]. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Αββάς-Άγιος Αγάθων, όταν λέει ότι θα ήταν ευτυχής, αν μπορούσε να δώσει το σώμα του σε κάποιον λεπρό και να πάρει το δικό του εκφράζει την πλησμονή της αγάπης του, που πρακτικοί λόγοι δεν επέτρεπαν να υλοποιήσει[15]. Αν μια τέτοια αγάπη διευκολύνεται σήμερα με την παρέμβαση της ιατρικής, όχι μόνο δεν μπορεί να κατακριθεί, αλλά είναι επόμενο και να επαινεθεί. Ποιος δεν θα επαινέσει κάποια μητέρα, που δίνει το μάτι ή το νεφρό της, για να δει ή να ζήσει το παιδί της; Και τι θα μπορούσε να πει κάποιος, αν αυτή η μητέρα προσφερόταν να δώσει το ήπαρ ή την καρδιά της, για να ζήσει το παιδί της; Βέβαια δεν θα βρισκόταν μάλλον ο γιατρός για να πραγματοποιήσει την μεταμόσχευση αυτή. Ποιος όμως θα μπορούσε να αρνηθεί  το μεγαλείο της προσφοράς αυτής»[16];
Από την άλλη, μιλώντας κανείς για μια τέτοιας μορφής αγάπη πολύ εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί και να ταυτίσει την γνήσια αγάπη με συναισθηματισμούς ή άλλες ιδιοτέλειες, που πόρρω απέχουν από την θυσιαστική αγάπη του Χριστού στην οποία αναφερόμαστε. «Εκείνο το οποίο μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν αρκεί για την σωτηρία η λεγόμενη φυσική αγάπη, την οποία μπορεί να έχουν και οι άθεοι, αλλά η λεγόμενη πνευματική αγάπη, που είναι καρπός και αποτέλεσμα της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό εν προσώπω Ιησού Χριστού. Ο αλτρουισμός έχει την κοινωνική και ανθρωπιστική του αξία, αλλά πρέπει να συντονίζεται στον ρυθμό της πνευματικής αγάπης»[17].
Συνεπώς, είναι βασικό κάθε πράξη μεταμόσχευσης να έχει ως κίνητρο και βάση την αγάπη, η οποία μπορεί κάποιες φορές να είναι θυσιαστική. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ενδεχόμενο της αλλοτρίωσης αυτής της αγάπης από εξωγενείς παράγοντες, ιδιοτελείς και συναισθηματικούς. Όταν η αγάπη της προσφοράς δεν εξυπηρετεί τη σωτηρία μας, τότε εκλείπουν οι πνευματικοί λόγοι των μεταμοσχεύσεων. Είναι ενδεικτικό αυτό που σημειώνει ο Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω ουδέν ωφελούμαι»[18].

Ε. Επίλογος-Συμπεράσματα.
Μετά από όλα όσο αναφέρθηκαν παραπάνω θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις εξής συμπερασματικές θέσεις:
  1. Είναι καθ’ όλα ορθό κάποιο από τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας να αναζητήσει βοήθεια για να παρατείνει τη ζωή του και να εφαρμόσει ό,τι η ιατρική του υπαγορεύει. Ωστόσο, και ο ίδιος και οι επιστήμονες θα πρέπει να ενεργούν με πλήρη επίγνωση ότι δεν πρέπει να αποβλέπουμε μόνο στην βιολογική παράταση της ζωής αλλά στην παράταση της ζωής ως μιας ακόμη ευκαιρίας για περαιτέρω πνευματική πρόοδο και κυρίως για μετοχή στην εν Χριστώ Ζωή.  Αυτό το οποίο είναι σημαντικό είναι να ανακαινίσουμε τη ζωή μας και όχι να την παρατείνουμε, αφού η οποιαδήποτε παράταση κάποια στιγμή θα τελειώσει.
  2. Η Εκκλησία σέβεται απολύτως το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου και τις επιλογές του. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχθούμε κάποιον που επιθυμεί να λάβει μόσχευμα, αλλά παράλληλα να κατανοήσουμε και κάποιον ο οποίος για πνευματικούς λόγους δεν επιθυμεί να λάβει. Επίσης να αποδεχθούμε κάποιον που θέλει να γίνει δωρητής, αλλά παράλληλα να κατανοήσουμε και όποιον έχει ενδοιασμούς ή φόβους ή οποιεσδήποτε αναστολές στο να δωρίσει τα όργανά του, ιδιαιτέρως τα ζωτικά.
  3. Η Εκκλησία στην προσπάθειά της για τη διαμόρφωση οποιασδήποτε γνώμης επί του θέματος των μεταμοσχεύσεων θα πρέπει να θέσει άλλα κριτήρια και όχι να περιοριστεί μόνο στον προσδιορισμό του θανάτου. Η προσφορά οργάνων για το χριστιανό δεν πρέπει να συνδέεται με το θάνατο αλλά με την αυτοθυσία και την αγάπη. Επανεξετάζοντας την ηθική των μεταμοσχεύσεων από μια θεολογική σκοπιά ίσως θα κριθεί σκόπιμο να μετατεθεί η βαρύτητα που δίδεται στον προσδιορισμό και τα κριτήρια του εγκεφαλικού θανάτου σε άλλους παράγοντες όπως η αγάπη και η ελευθερία.
  4. Είναι βασικό κάθε πράξη μεταμόσχευσης να έχει ως κίνητρο και βάση την αγάπη, η οποία μπορεί κάποιες φορές να είναι θυσιαστική. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ενδεχόμενο της αλλοτρίωσης αυτής της αγάπης από εξωγενείς παράγοντες, ιδιοτελείς και συναισθηματικούς. Όταν η αγάπη της προσφοράς δεν εξυπηρετεί τη σωτηρία μας, τότε εκλείπουν οι πνευματικοί λόγοι των μεταμοσχεύσεων. Είναι ενδεικτικό αυτό που σημειώνει ο Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω ουδέν ωφελούμαι»[19].
  5. Η Εκκλησία σε κάθε περίπτωση μεταμόσχευσης θα επιθυμούσε να εξασφάλιζε την ελευθερία του δότη. Είναι σημαντικό στην υπόθεση των μεταμοσχεύσεων ο δότης να είναι δωρητής, που σημαίνει ότι ο ίδιος ελεύθερα συναινεί.
  6. Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία εν συνόλω δεν έχει λάβει επίσημη θέση για το ζήτημα των μεταμοσχεύσεων. Όμως η μέχρι τώρα στάση της δεν είναι ούτε προτρεπτική, ούτε αποτρεπτική αλλά επιτρεπτική.
  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγές.
Αγία Γραφή.
Αποφθέγματα αγίων Γερόντων, περί Αββά Αγάθωνος, PG 65, 116C.
Ειρηναίου Λουγδούνων, Έλεγχος Ψευδονύμου Γνώσεως 6, PG, 7, 1137.
Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς Ολυμπιάδα 17, PG Migne 52, 590.
Συμεών Νεόυ Θεολόγου, S.C. 156, 176-178.

Βοηθήματα.
Andronikof Marc, Μεταμοσχεύσεις και Εγκεφαλικός Θάνατος, Σύναξη, Τεύχος 68, Οκτώβριος-Δεκέμβριος, 1998.
Βλάχου Ιεροθέου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Η Θέση της Εκκλησίας για τις Μεταμοσχεύσεις, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Brech John, Βιοηθικά διλήμματα και Ορθοδοξία, Σύναξη, Τεύχος 68, Οκτώβριος-Δεκέμβριος, 1998.
Childress James F, Who shall live when not all can live, Abridged from Soundings, Vol. 53,1970.
Γρινιεζάκη Μακαρίου Αρχιμανδρίτου, Κλωνοποίηση: Ηθικοκοινωνικές και Θεολογικές Συνιστώσες, Εκδόσεις Ακρίτας, Σειρά: Παντοδαπά της Βιοηθικής, Τόμος 1ος, Αθήνα 2005.
Joel L. Swerdlow, Μεταμοσχεύσεις Ένα Ελπιδοφόρο Είδος Συγγενείας, Γαιόραμα, Έτος 7ο, Ιούλιος Αύγουστος 2000, τεύχος 38.
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βασικαί θέσεις επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων. Το κείμενο έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Κεσελόπουλου Ανέστη, Προσεγγίζοντας τις Μεταμοσχεύσεις, Περιοδικό Ίνδικτος, Τεύχος 14, Ιούνιος 2001.
Μαντζαρίδη Γεωργίου, Θεολογική Προβληματική των Μεταμοσχεύσεων, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Μπούμη Παναγιώτου, Μεταμοσχεύσεις Προβληματισμοί-Θεολογική Θεώρηση, Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα 1999.
Συναξάρι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού της 1ης Νοεμβρίου.
Τούντα Κ., Μεταμοσχεύσεις οργάνων, Επιστήμη και Ζωή, τόμ. 12.
Χατζηγιαννάκη Μ. Κλινική Ανοσολογία, Δ. Απόρριψη Μοσχευμάτων, Τόμος Β΄, Έκδοσις Πασχαλίδης, Αθήνα 1989.
Χατζηνικολάου Νικολάου Αρχιμανδρίτου, Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001.
Χριστοδουλίδη Κυπριανού, Μεταμοσχεύσεις: Λύση ή Πρόβλημα;, Εκδόσεις Υπακοή, Αθήνα 1995, σελ. 25.




[1] Breck John, Βιοηθικά διλήμματα και Ορθοδοξία, Σύναξη, Τεύχος 68, Οκτώβριος-Δεκέμβριος, 1998, σελ. 16.
[2] Αρχιμανδρίτου Νικολάου Χατζηνικολάου, Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 288.
[3] Αρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, Κλωνοποίηση: Ηθικοκοινωνικές και Θεολογικές Συνιστώσες, Εκδόσεις Ακρίτας, Σειρά: Παντοδαπά της Βιοηθικής, Τόμος 1ος, Αθήνα 2005, σελ. 15.
[4] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Η Θέση της Εκκλησίας για τις Μεταμοσχεύσεις, στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 338.
[5] Δ΄ Βασ. 20, 6.
[6] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς Ολυμπιάδα 17, PG Migne 52, 590.
[7] Α Κορ. 10, 31.
[8] Συμεών Νεόυ Θεολόγου, S.C. 156, 176-178.
[9] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, όπ. π. σελ. 355.
[10] Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βασικαί θέσεις επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων. Το κείμενο έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο επιμελήθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής, Έκδοση Κλάδου Επικοινωνίας και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 22.
[11] Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βασικαί θέσεις επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων, όπ. π. σελ. 34.
[12] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, όπ. π., σελ. 357.
[13] Ιωάν.15, 13.
[14] Γαλ. 4, 15.
[15] Αποφθέγματα αγίων Γερόντων, περί Αββά Αγάθωνος, PG 65, 116C.
[16] Ματζαρίδου Γεωργίου, όπ. π., 265.
[17] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, όπ. π., σελ. 358.
[18] Α΄ Κορ. 13, 3.
[19] Α΄ Κορ. 13, 3.

Αγ. Νεκταρίου, Γιατί αλλάζει το όνομά του κάποιος όταν γίνεται μοναχός;


Στους οσιότατους μοναχούς που υπόσχονται να ζουν ενάρετη ζωή επικράτησε η αλλαγή του ονόματός τους. Αυτό γίνεται για δύο σπουδαιότατους λόγους. Πρώτος λόγος είναι η απάρνηση ολοκληρωτικά της προηγούμενης ζωής και η συνεχής ενθύμηση της μεταβολής της, και δεύτερον, για να έχουμε παράδειγμα τον άγιο στην πορεία της ζωής μας, του οποίου φέρουμε το όνομα. Η αλλαγή του ονόματος, μας βοηθά να ξεχνούμε το παρελθόν και συνεχώς υπενθυμίζει την μεταβολή που έγινε σ’ αυτόν που άλλαξε τον τρόπο της ζωής του και τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, που οφείλει να εκπληρώνει με πολλή αγάπη και προθυμία.
Το όνομα είναι τόσο πολύ συνδεδεμένο με το πρόσωπο, ώστε να μη μπορούμε να ξεχωρίσουμε την προσωπικότητά μας από αυτό. Γι’ αυτό και η ενθύμηση του ενός φέρνει στην μνήμη το άλλο και η αναφορά στο ένα γίνεται ταυτόχρονα και προς το άλλο. Εφόσον έχουμε το παλιό όνομα υπάρχει αναπόσπαστη η μνήμη του παλαιού ανθρώπου, αντίθετα όταν ακούμε το νέο όνομα υπάρχει μνήμη του νέου ανθρώπου.
Επικράτησε να γίνεται η αλλαγή του ονόματος, για την ηθική δύναμη που έχει. Η αλλαγή όμως χάνει τη δύναμή της, όταν η θέλησή μας αδρανεί να εκτελεί και να εφαρμόζει τις υποσχέσεις, που υπενθυμίζει το νέο όνομα στους μοναχούς. Αυτό δε συμβαίνει, διότι ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος και αγαπούν περισσότερο αυτόν από τον νέο, γι’ αυτό και αδιαφορούν στις συνεχείς υπομνήσεις που γίνονται σ’ αυτούς όταν τους καλούν με το νέο όνομα. Η αδιαφορία αυτή προς τις υποχρεώσεις, τις οποίες υπενθυμίζει στους μοναχούς το όνομα, μαρτυρεί την ύπαρξη ενός άλλου κακού, την αθέτηση της φωνής της συνειδήσεως. Διότι σε κάθε αθέτηση του καθήκοντος της νέας ζωής, που υπενθυμίζει πάντοτε το νέο όνομα, η συνείδηση επαναστατεί και διαμαρτύρεται, αλλά δεν εισακούεται, διότι κυριαρχεί ο παλαιός άνθρωπος, ο οποίος περιφρονεί τις αξιώσεις του νέου ανθρώπου, που εκφράζονται από τη φωνή της συνειδήσεως. Η περιφρόνηση αυτή φθάνει μέχρι τέτοιο σημείο, ώστε και να αποδοκιμάζει τη φωνή της συνειδήσεως, ότι αξιώνει ανόητα και παράλογα, και στο τέλος της επιβάλλει τη σιωπή. Η κατάσταση αυτή μοιάζει με την πώρωση της συνειδήσεως. Ο δε μοναχός που περιφρόνησε τη φωνή για την τήρηση των υποχρεώσεών του, αυτός έπαθε, ό,τι υποφέρουν όσοι έχουν πώρωση συνειδήσεως και αλλοίμονο σ’ αυτόν. Αυτός θα κατακριθεί, διότι δεν έζησε κατά Θεόν, και έβαλε το εγώ του και τη δική του γνώση πάνω από τη γνώση των Οσίων Πατέρων, και διότι δεν έκανε καλή προσφορά.
Πρόσφεραν στον Θεό θυσίες οι αδελφοί Κάιν και Άβελ, αλλά ο Κάιν δεν έκανε καλή προσφορά και αποδοκιμάστηκε από τον Θεό. Πρόσφερε ο Οζίας θυμίαμα στο Θεό με χρυσό θυμιατήριο, αλλά κατακρίθηκε, γιατί δεν έκανε καλή προσφορά. Και ο Σαούλ πρόσφερε θυσίες στο Θεό αλλά κατακρίθηκε και αποδοκιμάστηκε αυτός και ο οίκος του, γιατί δεν έκανε καλή προσφορά. Πρόσφεραν και οι Ιουδαίοι θυσίες, αλλά ο Θεός τις αποδοκίμασε και έλεγε «μισεί αυτάς η ψυχή μου»· ώστε δεν είναι αρκετό για να ευαρεστήσει κάποιος το Θεό να προσφέρει μόνο θυσίες, δώρα και προσευχές, αλλά να κάνει καλή προσφορά δηλαδή να έχει συναίσθηση της ατέλειας και της αναξιότητάς του. Αλλά για -να υπάρχει τέτοια συναίσθηση απαιτείται τέλεια αυταπάρνηση και υποταγή στις εντολές του Θεού, και ταπείνωση και αδιάλειπτη πνευματική εργασία.
Εάν λοιπόν μόνον έτσι προσφέρουμε επάξια θυσίες στο Θεό, πρώτη δε και μέγιστη θυσία του προσφέρουμε την καρδιά μας, πώς η θυσία και η προσφορά μας θα γίνουν ευπρόσδεκτες στον Θεό, όταν δεν είμαστε άξιοι να προσφέρουμε θυσία ευάρεστη, ούτε τα προσφερόμενα είναι ως προσφορά άξια για τον Θεό; Γι’ αυτό μην επαναπαυόμαστε στις δεήσεις και προσφορές μας, εάν προηγουμένως δεν φροντίσουμε με πολλή επιμέλεια να κάνουμε τους εαυτούς μας άξιους πιστούς και τις θυσίες μας ευπρόσδεκτες στο Θεό. Γι’ αυτό βρίσκονται σε μεγάλη πλάνη όσοι νομίζουν ότι κάθε λατρεία και θυσία είναι ευάρεστες στο Θεό.
Λατρεία ευάρεστη και θυσία ευπρόσδεκτη στο Θεό είναι «πνεύμα συντετριμμένο και καρδία συντετριμμένη», και όχι πνεύμα υπερήφανο και αλαζονικό και καρδία άτεγκτη και εμπαθής.
Αυτά λοιπόν επιζητεί η αλλαγή του ονόματος κατά πρώτο λόγο. Κατά δε τον δεύτερο λόγο επιζητεί την υποχρέωση να έχει υπόδειγμα αρετής και τελειότητας τον βίο και το πολίτευμα του αγίου, του οποίου το όνομα φέρουμε, και σ’ όλη μας τη ζωή να αγωνιζόμαστε για να γίνουμε τέλειοι ακολουθώντας το παράδειγμά του. Το υπόδειγμα της αρετής του αγίου ενισχύει πάρα πολύ τον αγωνιζόμενο. Απ’ αυτό διδάσκεται, να ταπεινώνεται ακόμα και εάν κατάγεται από βασιλική οικογένεια· μαθαίνει να υπομένει και εάν τα δεινά είναι αφόρητα· μαθαίνει ν’ αγαπά και αυτούς που τον μισούν· μαθαίνει να τιμά και αυτούς που τον προσβάλουν· μαθαίνει να ζει υπέρ των αδελφών και ν’ αποθνήσκει υπέρ του νόμου του Θεού και των θείων εντολών του· μαθαίνει να αγαπά την έσχατη θέση και χαίρεται στην αφάνεια. Και τί δεν μαθαίνει; Εάν απαριθμήσω ένα-ένα όσα μαθαίνουμε από το παράδειγμα τον αγίων, δεν θα με φθάσει ούτε ο χρόνος, ούτε το χαρτί για να τα αναφέρω.
Πηγή: Αγ. Νεκταρίου, «35 Ποιμαντικές επιστολές»,σ. 87-91, εκδ. Υπακοή.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:Τα άγρια θηρία των παθών!


Πόσο επιπόλαιος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που βλέπει το σπίτι του 
ετοιμόρροπο και, αντί να το επισκευάσει και να το στηρίξει, περιποιείται 
την αυλή του! πόσο ασύνετος είναι κι εκείνος που έχει το σώμα του
 άρρωστο και, αντί να φροντίσει για τη θεραπεία του, κάθεται και του
 φτιάχνει πολυτελή ενδύματα!
Κάτι τέτοιο κάνουμε κι εμείς με την ψυχή μας. Ενώ έχει εξαχρειωθεί 
από τα πάθη, ενώ βασανίζεται από την οργή, την κενοδοξία, 
τις αισχρές επιθυμίες και τόσες άλλες κακίες, δεν φροντίζουμε για
 τη θεραπεία της. Αλλά για τι φροντίζουμε; Για την καλοπέραση
 και το στολισμό του σώματος.
Αν μία αρκούδα ξεφύγει από το θηριοτροφείο και αρχίσει να
 γυρίζει ελεύθερη στην πόλη, θα κλειστούμε στα σπίτια μας, 
για να μην πέσουμε πάνω σ’ αυτό το θηρίο, που θα μας
 σπαράξει με τα νύχια του. Και τώρα, που η ψυχή μας σπαράζεται 
όχι από ένα μόνο θηρίο, μα από πολλά, ούτε που μας νοιάζει.
Τα θηρία, για την ασφάλεια των πολιτών, τα κλείνουμε σε
 σιδερένια κλουβιά και τα φυλάμε σε μέρη απόκεντρα, μακριά
 από τη Βουλή, το Δικαστήριο ή το Παλάτι. Στην ψυχή μας, 
όμως, όπου υπάρχουν κάποια άλλη βουλή, κάποιο άλλο
 δικαστήριο και κάποιο άλλο παλάτι, αφήνουμε τα νοητά
 θηρία των παθών ν’ ανεβαίνουν ως τον βασιλικό θρόνο, 
δηλαδή το νου, και να τον αναστατώνουν με τις κραυγές τους.
Τα πάθη είναι οι αιτίες της ταραχής στον εσωτερικό μας κόσμο. 
Τα πάθη κάνουν την ψυχή μας να μοιάζει με πόλη που αντιμετωπίζει 
βαρβαρική επιδρομή. Τα πάθη φέρνουν στο νου και στους λογισμού 
μας σύγχυση, όπως συμβαίνει όταν ένα φίδι μπαίνει σε φωλιά με 
νεογέννητα πουλάκια, και αυτά πεταρίζουν εδώ και εκεί τιτιβίζοντας με τρόμο.
Γι’ αυτό σας παρακαλώ, ας δέσουμε τα θηρία ή μάλλον ας τα πνίξουμε, 
ας τα σφάξουμε, ας τα θανατώσουμε. Κάθε κακία που βρίσκεται
 μέσα μας, ας την εξοντώσουμε με την μάχαιρα του Πνεύματος .
Τα θηρία, όταν είναι καλοθρεμμένα και δυνατά, δεν μπορούν να νικηθούν.
 Όταν όμως πεινάσουν και αδυνατίσουν, καταπεφτει η αγριάδα τους 
και μειώνεται η δύναμή τους. Τότε μπορεί να τα βάλει κανείς μαζί 
τους και να τα εξουδετερώσει εύκολα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη. 
Όποιος τα αδυνατίζει, τα υποτάσσει στο λογικό. Όποιος, απεναντίας,
 τα καλοτρέφει, δύσκολα μπορεί να τα βάλει μαζί τους.
 Έτσι φτάνει να νικιέται απ’ αυτά και να καταντάει δούλος τους.
από το βιβλίο: «Θέματα ζωής». εκδόσεις:Ιερά Μονή Παρακλήτου

ΤΡΕΙΣ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός


«Μόνο όταν δοκιμάζουμε λύπη, αισθανόμαστε τις ηδονές και τη χαρά. Όπως, αν δεν διψάσει κανείς, δε νιώθει ευχαρίστηση όταν πίνει ούτε τρώει με ευχαρίστηση αν δεν πεινάσει, ούτε κοιμάται ευχάριστα αν δεν κουραστεί πολύ, έτσι δε νιώθει τη χαρά, αν πρωτύτερα δεν λυπηθεί. Έτσι, ούτε τα αιώνια αγαθά θα απολαύσουμε, αν δεν καταφρονήσουμε τα ολιγοχρόνια».
«Δεν είναι ο πλούτος που κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπο, αλλά η αρετή της ψυχής, η οποία σώζει και μετά θάνατον όσους την έχουν αποκτήσει».
«Όταν βλέπεις όσους στηρίζονται στα λόγια και στα χρήματα, να δοξάζεις το Θεό και για τα λίγα που σου έχει δώσει. Αυτό είναι το χειρότερο πάθος της ψυχής, καθώς και η επιθυμία, η δόξα και η άγνοια».
Πόσο μπορούν αυτοί οι τρεις λόγοι του Αγίου Αντωνίου να αγγίξουν τη ζωή μας;
Για να αλλάξουμε προσανατολισμό, χρειάζεται να εμπιστευθούμε αληθινά το θέλημα του Θεού, να στραφούμε προς την ζωή της αρετής, όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά. Στους πειρασμούς και τις λύπες να αντιτάσσουμε την υπομονή και την προσδοκία της χαράς. Ακόμη και ο θάνατος γίνεται ανάσταση και ζωή, για όποιον πιστεύει. Όταν βλέπουμε να θεωρείται ως ουσία η ψεύτικη εικόνα που γεννούν τα λόγια, ότι ο άνθρωπος μόνο αν ζει στις συνθήκες του παρόντος πολιτισμού προσαρμοσμένος και έχει χρήματα, μπορεί να είναι ευτυχισμένος, κι εμείς διαπιστώσαμε πόσο κίβδηλος είναι αυτός ο δρόμος, τότε ας δοξάζουμε το Θεό για λίγα ή τα ελάχιστα που επέτρεψε να έχουμε, με δικαιοσύνη και κόπο, και ας απορρίπτουμε την επιθυμία που μας κάνει να απορρίπτουμε την αγάπη, την δίψα για δόξα, που δεν μας επιτρέπει να είμαστε ταπεινοί κι ελεύθεροι και την άγνοια, που προέρχεται από την έλλειψη πνευματικής παιδείας.
Ο Άγιος πέτυχε το δρόμο αυτό σπουδάζοντας στην έρημο την κοινωνία με το Θεό, τον αγώνα εναντίον των παθών και τη χαρά να αντέχει στις όποιες λύπες, που του προκαλούσαν άνθρωποι και δαίμονες. Το παράδειγμα ας μας κάνει να στηριχτούμε αλλού, στη σχέση και την κοινωνία με το Θεό εν τη Εκκλησία, στη δύσκολη εποχή μας. Αλλού είναι η ευτυχία.
Κέρκυρα, 17 Ιανουαρίου 2013
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Οι Αρχιερείς γνώριζαν από την δεκαετία του '90 τι θα συμβεί στην Ελλάδα

Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δε μ' αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οι λογισμοί μου.



Φωτογραφία: Υπομονή.(Μέγας Αντώνιος
Ο Θεός δεν επιτρέπει, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στους σημερινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι από τους παλαιότερους και δεν κάνουν υπομονή.»
  Όταν ο Μέγας Αντώνιος ήταν ακόμη πολύ νέος στην ηλικία κι αρχάριος στην άσκηση, έπεσε σε ακηδία. Αγωνιζόταν ολομόναχος βαθιά στην έρημο, δεν είχε οδηγό κι οι λογισμοί άρχισαν να του φέρνουν σύγχυση. Δεν έχασε όμως την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Γονάτισε και προσευχήθηκε μ'; αυτά τα λόγια:
 "Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δε μ'; αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οι λογισμοί μου. Δεν έχω άλλον από Σε, Κύριέ μου, να με διδάξει τι να κάνω. Μη θελήσεις ποτέ να με αφήσεις." Η προσευχή τον ανακούφισε. Αμέσως πήρε και την απάντηση που ζητούσε.
 Μόλις σηκώθηκε είδε στην άλλη άκρη του κελιού του έναν άλλο Αντώνιο, καθισμένο σε σκαμνί να πλέκει ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος και τον παρακολουθούσε. Σε λίγο τον είδε ν'; αφήνει το εργόχειρο και να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Ύστερα ξανακάθισε στο εργόχειρο και πάλι σηκώθηκε για προσευχή. Στο τέλος στράφηκε στον ίδιο τον Αντώνιο και του υπέδειξε:
  "Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς. Κι έγινε άφαντος!" Τότε κατάλαβε ο Αντώνιος πως ο Θεός του έστειλε τον Άγγελό του να τον διδάξει. Πήρε θάρρος και δόθηκε στην άσκηση με μεγάλη υπομονή και προθυμία.Υπομονή.(Μέγας Αντώνιος
Ο Θεός δεν επιτρέπει, έλεγε 
ο Μέγας Αντώνιος, μεγάλους 
πειρασμούς στους σημερινούς 
ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι
 από τους παλαιότερους και 
δεν κάνουν υπομονή.»
Όταν ο Μέγας Αντώνιος ήταν 
ακόμη πολύ νέος στην ηλικία 
κι αρχάριος στην άσκηση, έπεσε
 σε ακηδία. Αγωνιζόταν ολομόναχος 
βαθιά στην έρημο, δεν είχε οδηγό κι 
οι λογισμοί άρχισαν να του φέρνουν σύγχυση. 
Δεν έχασε όμως την εμπιστοσύνη του
 στο Θεό. Γονάτισε και προσευχήθηκε 
μ'; αυτά τα λόγια:
"Κύριε, θέλω να σωθώ, 
αλλά δε μ'; αφήνουν ούτε στιγμή
 ήσυχο οι λογισμοί μου. 
Δεν έχω άλλον από Σε,
 Κύριέ μου, να με διδάξει τι να κάνω. 
Μη θελήσεις ποτέ να με αφήσεις." 
Η προσευχή τον ανακούφισε. Αμέσως πήρε και την απάντηση που ζητούσε.
Μόλις σηκώθηκε είδε στην άλλη άκρη του κελιού του έναν άλλο Αντώνιο, 
καθισμένο σε σκαμνί να πλέκει ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος και τον 
παρακολουθούσε. Σε λίγο τον είδε ν'; αφήνει το εργόχειρο και να 
προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Ύστερα ξανακάθισε 
στο εργόχειρο και πάλι σηκώθηκε για προσευχή. Στο τέλος στράφηκε 
στον ίδιο τον Αντώνιο και του υπέδειξε:
"Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς. Κι έγινε άφαντος!" Τότε κατάλαβε ο 
Αντώνιος πως ο Θεός του έστειλε τον Άγγελό του να τον διδάξει.
 Πήρε θάρρος και δόθηκε στην άσκηση με μεγάλη υπομονή και προθυμία.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.



Να απολαμβάνουμε τα αγαθά με μέτρο, αλλιώς φθείρουμε το σώμα μας και σκοτώνουμε την ψυχή μας! (Λόγος κατά της τρυφής).

«Να μην απορείς, εάν την «τρυφή» (δηλαδή πλούσια και φιλήδονη ζωή πολυφαγίας και ακολασίας) την ονόμασε «αγκάθια». Κι εσύ το αγνοείς, όντας μεθυσμένος από το πάθος. Εκείνοι όμως που είναι υγιείς γνωρίζουν ότι η πολυφαγία και η ακολασία κεντάει περισσότερο από το αγκάθι και δαπανάει την ψυχή περισσότερο από τη μέριμνα, ενώ δημιουργεί χειρότερους πόνους και στο σώμα και στην ψυχή.
Γιατί δεν πλήττεται κάποιος τόσο από τη φροντίδα όσο από την αφθονία. Όταν τον άνθρωπο τον πιάνουν οι αϋπνίες, το χασμουρητό, το βάρος στο κεφάλι και πόνοι στα σπλάχνα, κατάλαβε από πόσα αγκάθια είναι χειρότερα όλα αυτά. Και όπως τ' αγκάθια σαν τα μαζέψεις ματώνουν τα χέρια που τα κρατούν, έτσι και η πολυφαγία και η ακολασία και τα πόδια και τα χέρια και το κεφάλι και τα μάτια και απλά όλα τα μέλη τα ρημάζει.
Ξερή και άκαρπη, όπως το αγκάθι, προξενεί στενοχώρια και κακοπάθεια πολύ περισσότερη και πολύ πιο καίρια. 
Φέρνει πρόωρο γήρας, αμβλύνει τις αισθήσεις, θολώνει το λογισμό, σακατεύει το νου που ήτανε ξυράφι και κάνει πλαδαρό το σώμα, έτσι που η αποθήκη της κόπρου γίνεται πλουσιότερη και ικανή να μαζεύει σωρεία κακών και μεγαλύτερο φορτίο με το υπέρογκο γέμισμα. Εξαιτίας της πολλά και συνεχή είναι τα πτώματα και πυκνά τα ναυάγια.
Γιατί, λοιπόν, πες μου, «λιπαίνεις» το σώμα; Μήπως σε έχουμε για να σε προσφέρουμε θυσία; Ή για να σε παραθέσουμε σε τραπέζι; Τις όρνιθες καλώς τις παχαίνεις. Μάλλον ούτε κι εκείνες καλώς, γιατί όταν παχύνουν είναι άχρηστες για υγιεινή δίαιτα...
Τίποτε δεν είναι για το σώμα πιο εχθρικό και βλαβερό όσο η πολυφαγία και η ακολασία...
Ακόμη και οι κρασοπώλες δεν αφήνουν τους πελάτες τους να πιουν περισσότερο του κανονικού, για να μη σκάσουν. Όμως οι φαγοπότες ούτε αυτή την προστασία δε λαμβάνουν για την κοιλιά τους, αλλά απεναντίας φροντίζουν να τη γεμίσουν μέχρι, τ' αυτιά, μέχρι τις μύτες, μέχρι το φάρυγγα γεμίζουν τα πάντα προκαλώντας διπλή στενοχώρια και στο πνεύμα και στο ζωντανό οργανισμό.
Μήπως γι' αυτό σου δόθηκε ο φάρυγγας, για να τον γεμίζεις μέχρι το στόμα επάνω με σάπιο κρασί και όποια άλλη διαφθορά; Όχι γι' αυτό, άνθρωπε, αλλά πρώτα για να ψάλλεις στο Θεό και να αναπέμπεις τις ιερές ευχές και για να συμβουλεύεις τους πλησίον σου αυτά που τους συμφέρουν.
Εσύ όμως, σαν γι' αυτό να έλαβες το φάρυγγα, ούτε για λίγο δεν τον αφήνεις να ξεκουραστεί και σ' όλη σου τη ζωή τον υποτάσσεις σ' αυτή την πονηρή δουλεία.
Είναι σαν να πήρε κάποιος κιθάρα με χρυσές χορδές καλά κουρδισμένη και αντί να παίζει μ' αυτήν αρμονική μελωδία να την παραχώνει με πολλή κοπριά και με πηλό. Έτσι κάνουν κι αυτοί.
Και δεν είπα κοπριά την τροφή αλλά την τρυφή και την πολλή εκείνη ανοησία. Γιατί το επιπλέον αυτού που είναι αναγκαίο δεν είναι τροφή άλλα μόνο καταστροφή. Η κοιλιά, αυτή καθ' εαυτή, έγινε μόνο για την υποδοχή των τροφών ενώ το στόμα και ο φάρυγγας και η γλώσσα και για άλλα πολύ αναγκαιότερα πράγματα.
Μάλιστα και η κοιλιά ακόμη δεν έγινε απλώς για την υποδοχή των τροφών αλλά για την υποδοχή των τροφών με μέτρο. Και αυτό μας το γνωστοποιεί βροντοφωνάζοντάς το μας με χίλιους τρόπους όταν την παραφορτώσουμε με αυτή την πλεονεξία.
Και όχι μόνο βροντοφωνάζει, αλλά ευρισκόμενη σε άμυνα για την αδικία απαιτεί για μας την έσχατη ποινή. Και πρώτα τιμωρούνται τα πόδια που μας βαστάζουν και μας πηγαίνουν στα πονηρά εκείνα συμπόσια, έπειτα τα χέρια που την υπηρέτησαν μεταφέροντας τόσα και τέτοια εδέσματα. Πολλοί κατέστρεψαν και αυτό το στόμα και τα μάτια και το κεφάλι.
Και όπως ο δούλος όταν του δοθούν εντολές που ξεπερνούν τη δύναμή του χάνει το μυαλό του και βρίζει πολλές φορές αυτόν που του τις έδωσε, έτσι και αυτή μαζί με τα μέλη αυτά καταστρέφει και διαφθείρει αναγκαστικά πολλές φορές και τον εγκέφαλο.
Ο Θεός οικονόμησε και αυτά τα πράγματα καλά ώστε από την αμετρία να γίνεται τόση βλάβη που και όταν με τη θέλησή σου δε ζεις ενάρετα να μάθεις να βάζεις μέτρο έστω και παρά τη θέλησή σου από το φόβο της τόσο μεγάλης φθοράς.
Γνωρίζοντάς τα λοιπόν αυτά, ας αποφεύγουμε την απόλαυση, ας φροντίζουμε να έχουμε μέτρο, για να απολαύσουμε σωματική υγεία και να απαλλάξουμε και την ψυχή από κάθε αρρώστια και να επιτύχουμε τα μέλλοντα αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο ανήκει η δόξα πάντοτε, και τώρα και σ' όλους τους αιώνες. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...