Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 03, 2015

Φοβερό κακό & επικίνδυνη αρρώστια της ψυχής· η αμαρτία (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων)


μετάνοια 1Φοβερό κακό και επικίνδυνη αρρώστια της ψυχής είναι η αμαρτία. Την απονευρώνει με δολιότητα και την παραδίνει παράλυτη στην αιώνια κόλαση. Είναι όμως κακό που εξαρτάται από τη δική μας θέληση. Είναι καρπός της δικής μας προαιρέσεως.
Φοβερό κακό είναι η αμαρτία, αλλά όχι και αθεράπευτο. Το θεραπεύει εύκολα η μετάνοια. Όση ώρα κρατάει κανείς στο χέρι του τη φωτιά, οπωσδήποτε καίγεται. Μόλις όμως την τινάξει, παύει να καίγεται. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμαρτία· γιατί είναι κι αυτή μια φωτιά που κατακαίει τον άνθρωπο. Για όσους μάλιστα δεν αισθάνονται αυτό το κάψιμο, λέει η Γραφή: «μπορεί κανείς να βάλει φωτιά μέσα στον κόρφο του, δίχως τα ρούχα του να κάψει;» (Παροιμ. 6:27)...
 
Η αμαρτία δεν είναι κανένας εχθρός που σε πολεμάει απ’ έξω, αλλά κακό που φυτρώνει και αναπτύσσεται μέσα σου. «Βλέπε με σωφροσύνη» (Παρ. 4:25), και δεν θα νιώσεις αισχρή επιθυμία. Να θυμάσαι τη μέλλουσα κρίση, και ούτε πορνεία ούτε μοιχεία ούτε φόνος ούτε άλλη παρανομία θα σε κυριέψει ποτέ. Όταν όμως ξεχάσεις τον Θεό, τότε θ’ αρχίσεις να σκέφτεσαι πονηρά και να ενεργείς παράνομα.
Στην αμαρτία σε σπρώχνει ο παγκάκιστος διάβολος. Σε σπρώχνει, μα δεν μπορεί να σε αναγκάσει ν’ αμαρτήσεις, αν εσύ αντιδράσεις. Δεν μπορεί να σε βλάψει, ακόμα κι αν χρόνια σε σκανδαλίζει, αν εσύ έχεις την καρδιά σου κλειστή. Αν όμως χωρίς αντίδραση δεχθείς κάποια κακή επιθυμία, που σου σπέρνει, θα σε αιχμαλωτίσει και θα σε ρίξει σε βάραθρο αμαρτιών.
Ίσως όμως να πεις: Είμαι δυνατός στην πίστη και δεν θα με κυριέψει η αισχρή επιθυμία, όσο συχνά κι αν τη δεχθώ. Αγνοείς, φαίνεται, ότι και την πέτρα ακόμα την κομματιάζει πολλές φορές μια ρίζα που είναι μέσα στη γη. Μη δέχεσαι λοιπόν το σπόρο της αμαρτίας, γιατί θα σου διαλύσει την πίστη. Ξερίζωσε το κακό πριν ανθήσει, μήπως, δείχνοντας στην αρχή ραθυμία, αργότερα τιμωρηθείς και δοκιμάσεις το τσεκούρι και τη φωτιά. Φρόντισε να γιατρευτείς έγκαιρα, όταν βρίσκεται στην αρχή η βλάβη τού ματιού, για να μη γυρεύεις άσκοπα γιατρούς, όταν θα έχεις πια τυφλωθεί.
Ο διάβολος, που αμάρτησε πρώτος, δημιουργεί όλα τα κακά. Αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά ο Κύριος: «Ο διάβολος αμαρτάνει εξαρχής» (Α’ Ιωάνν. 3:8). Κανείς δεν είχε αμαρτήσει πριν απ’ αυτόν. Αμάρτησε ο διάβολος χωρίς τίποτα να τον αναγκάσει, γιατί τότε υπεύθυνος για την αμαρτία θα ήταν ο Θεός. Απ’ Αυτόν πλάστηκε αγαθός. Αμάρτησε όμως με τη δική του προαίρεση, και, από το έργο του, ονομάστηκε διάβολος. Γιατί, ενώ πρώτα ήταν αρχάγγελος, κατάντησε ύστερα να διαβάλει, δηλαδή να συκοφαντήσει τον Θεό στους πρωτοπλάστους. Επίσης, ενώ στην αρχή ήταν πιστός υπηρέτης τού Θεού, έπειτα έγινε σατανάς, δηλαδή εχθρός και αντίπαλος Του. Γιατί η λέξη σατανάς ερμηνεύεται αντικείμενος, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά, ο αντίπαλος.
Ο διάβολος, μετά την πτώση του, οδήγησε πολλούς στην αποστασία. Αυτός σπέρνει τις αμαρτωλές επιθυμίες σε όσους τον ακολουθούν. Απ’ αυτόν προέρχονται η μοιχεία, η πορνεία και κάθε άλλο κακό. Αυτός οδήγησε τον προπάτορα στην παρακοή και στην εξορία. Εξαιτίας του ο Αδάμ, αντί για τον παράδεισο, που καρποφορούσε θεσπέσιους καρπούς, κληρονόμησε τη γη, που έβγαζε αγκάθια.
Τι θα γίνει τώρα;
Απατηθήκαμε και χάσαμε τον παράδεισο. Δεν υπάρχει άραγε σωτηρία;
Τυφλωθήκαμε. Δεν θα ξαναδούμε άραγε το φως;
Γίναμε ανάπηροι. Δεν θα ξανασταθούμε άραγε στα πόδια μας;
Με μια λέξη, πεθάναμε. Άραγε δεν θ’ αναστηθούμε;
Αδελφέ μου, Αυτός που ανέστησε από τον τάφο τον δίκαιο Λάζαρο, δεν έχει τη δύναμη ν’ αναστήσει πολύ ευκολότερα εσένα, που είσαι ακόμα ζωντανός; Αυτός που έχυσε το αίμα Του για μας, δεν θα μας σώσει από την αμαρτία; Ας μην απελπιστούμε. Ας μη βυθιστούμε στην απόγνωση. Είναι φοβερό να χάσουμε την ελπίδα της συγχωρήσεως. Οποίος δεν προσδοκά τη σωτηρία, αμαρτάνει ασυλλόγιστα. Όποιος όμως ελπίζει σ’ αυτήν, σπεύδει να μετανοήσει.
Το φίδι εγκαταλείπει το παλιό του δέρμα. Εμείς δεν θα εγκαταλείψουμε την αμαρτία; Η άκαρπη γη, αν καλλιεργηθεί με επιμέλεια, μεταβάλλεται σε καρποφόρα. Εμείς δεν μπορούμε να διορθωθούμε;
Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, απέραντα φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό μη λες: Πόρνευσα, μοίχευσα, αμάρτησα. Και μάλιστα όχι μια φορά, αλλά πολλές. Άραγε θα με συγχωρήσει; Άραγε θα με απαλλάξει από την καταδίκη; Άκουσε τι λέει ο ψαλμωδός: «Πόσο μεγάλη, Κύριε, είναι η αγαθότητα σου!» (Ψαλμ. 30:20).
Τα αμαρτήματά σου ποτέ δεν νικούν το μέγεθος της ευσπλαχνίας τού Θεού. Τα τραύματά σου ποτέ δεν ξεπερνούν τη θεραπευτική Του δύναμη. Μόνο παραδόσου σ’ Αυτόν με πίστη. Εξομολογήσου το πάθος σου. Πες κι εσύ μαζί με τον Προφήτη Δαβίδ: «Θα εξομολογηθώ με ειλικρίνεια την ανομία μου στον Κύριο». Θ’ ακολουθήσει τότε αυτό που αναφέρει στη συνέχεια ο ίδιος στίχος: «Κι εσύ, Κύριε, συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31:5).
Θέλεις να γνωρίσεις τη φιλανθρωπία τού Θεού και το μέγεθος της μακροθυμίας Του; Άκουσε τι έγινε με τον Αδάμ: Έκανε παρακοή ο πρωτόπλαστος. Δεν μπορούσε ο Θεός να τον παραδώσει αμέσως στο θάνατο; Και βέβαια μπορούσε. Τι κάνει όμως ο Φιλάνθρωπος; Τον εξορίζει από τον παράδεισο, αφού ήταν ανάξιος να παραμένει πια εκεί, αλλά τον βάζει να κατοικήσει απέναντι, για να βλέπει από που ξέπεσε και τι έχασε και που κατάντησε, ώστε να μετανοήσει και να σωθεί.
Ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε, έγινε αδελφοκτόνος, εφευρέτης κακών, πρόδρομος όλων των φθονερών και των φονιάδων. Ενώ όμως σκότωσε τον αδελφό του, σε τι καταδικάστηκε; «Θα ζεις πλέον στενάζοντας και τρέμοντας» (Γεν. 4:12). Φοβερό το έγκλημα. Μικρή όμως η καταδίκη.
Πραγματικά, μεγάλη είναι η φιλανθρωπία που έδειξε ο Θεός στον Κάιν. Μεγαλύτερη όμως είναι τούτη: Θυμήσου την εποχή τού Νώε. Αμάρτησαν οι γίγαντες και απλώθηκε στη γη υπερβολική παρανομία. Τιμωρία της θα ήταν ο κατακλυσμός. Μ’ αυτόν απειλεί ο Θεός. Τον εξαπολύει όμως ύστερ’ από εκατόν είκοσι ολόκληρα χρόνια (Γεν. 6:3)!
Βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας τού Θεού; Αυτό που πραγματοποίησε ύστερ’ από εκατόν είκοσι χρόνια, δεν μπορούσε να το πραγματοποιήσει αμέσως; Παράτεινε όμως τόσο πολύ τον καιρό της τιμωρίας, για να δώσει χρόνο μετάνοιας. Αν μετανοούσαν οι αμαρτωλοί, ο Θεός δεν θα έστελνε την τρομερή και δίκαιη τιμωρία.
Ας έρθουμε τώρα και σε παραδείγματα αμαρτωλών που σώθηκαν με τη μετάνοια.
Ίσως κάποια από τις γυναίκες να πει: Μόλυνα την ψυχή και το σώμα μου με κάθε είδους ακολασίες. Άραγε μπορώ να σωθώ;. Θυμήσου, γυναίκα, τη Ραάβ την πόρνη, και προσδόκησε κι εσύ τη σωτηρία. Γιατί αν εκείνη, που αμάρτανε φανερά και μπροστά σε όλους, σώθηκε με τη μετάνοια, δεν θα σωθείς κι εσύ με τον ίδιο τρόπο;
Ζήτησε να μάθεις πώς σώθηκε εκείνη. Αυτό μόνο είπε: «Ο Θεός σας είναι ο μόνος αληθινός Θεός στον ουρανό και στη γη» (Ιησ. Ναυή 2:11). Από τη βαθειά συναίσθηση της ακολασίας της, δεν τόλμησε να πει, ο Θεός μου, αλλά ο Θεός σας. Ολοφάνερη έχει τη μαρτυρία της σωτηρίας της στο στίχο των Ψαλμών: «Θα θυμηθώ τη Ραάβ και τη Βαβυλώνα και θα τις συγκαταλέξω ανάμεσα σ’ εκείνους που μ’ αναγνωρίζουν» (Ψαλμ. 86:4).
Πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία τού Θεού! Μνημονεύει και την πόρνη μέσα στην Αγία Γραφή. Και μάλιστα δεν λέει απλά, «Θα θυμηθώ τη Ραάβ και τη Βαβυλώνα», αλλά προσθέτει «που μ’ αναγνωρίζουν», οι οποίες δηλαδή με γνωρίζουν και με λατρεύουν.
Υπάρχει λοιπόν σωτηρία και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Σωτηρία, την οποία προκαλεί η μετάνοια.
Αλλά κι αν ακόμα ένας ολόκληρος λαός αμαρτήσει, η αμαρτωλότητά του δεν ξεπερνάει τη φιλανθρωπία τού Θεού. Ο Ισραηλιτικός λαός στην έρημο τού Σινά λάτρεψε το χρυσό μοσχάρι. Ο Θεός όμως δεν έπαψε τις εκδηλώσεις της φιλανθρωπίας Του. Οι άνθρωποι Τον αρνήθηκαν. Ο Ίδιος όμως δεν αρνήθηκε τον εαυτό Του. Μολονότι λάτρεψαν το είδωλο, δεν σταμάτησε να τους ευεργετεί.
Και τότε δεν αμάρτησε μόνο ο λαός. Αμάρτησε μαζί του και ο Ααρών, ο αρχιερέας! Αναφέρει ο προφήτης Μωυσής: «Ήταν πάρα πολύ οργισμένος ο Κύριος και εναντίον τού Ααρών τόσο, που ήθελε να τον εξοντώσει. Τότε, στη δύσκολη αυτή ώρα, προσευχήθηκα και για τον Ααρών, και ο Θεός τον συγχώρησε» (παράβαλλε Δευτ. 9:20).
Έσφαλε ο Δαβίδ. Καθώς σηκώθηκε το δειλινό από το κρεβάτι και βημάτιζε στο δωμάτιο, κοίταζε απρόσεκτα κι έπεσε σύντομα στο διπλό αμάρτημα της μοιχείας και του φόνου. Δεν νεκρώθηκε όμως η καλή του διάθεση ν’ αναγνωρίσει το σφάλμα του.
Ήρθε ο προφήτης Νάθαν, για να τον ελέγξει και να γιατρέψει το τραύμα του. Ο υπήκοος είπε στο βασιλιά πώς αμάρτησε βαριά και πώς ο Θεός ήταν οργισμένος μαζί του. Ο πορφυροφόρος Δαβίδ δεν αγανάκτησε. Δεν στάθηκε στο πρόσωπο του Προφήτη, αλλά ύψωσε τη σκέψη σ’ Αυτόν που τον έστειλε. Δεν τον σκλήρυνε ο εγωισμός της εξουσίας πάνω σε τόσο πλήθος στρατιωτών, που είχε γύρω του, γιατί έφερε στο νου του τον αγγελικό στρατό τού Κυρίου. Δοκίμασε αγωνία, νιώθοντας σαν ορατό τον Αόρατο. Και απάντησε στον Προφήτη, ή μάλλον στον ίδιο τον Θεό, που τον έστειλε: «Αμάρτησα στον Κύριο!» (Β’ Βασ. 12:13).
Βλέπεις την ταπεινοφροσύνη του βασιλιά; Βλέπεις την εξομολόγηση του; Μήπως είχε ποτέ πριν ελεγχθεί από κανένα; Μήπως είχαν μάθει την αμαρτία του πολλοί; Αμάρτησε, κι αμέσως ο προφήτης παρουσιάστηκε. Μόλις τού απήγγειλε την κατηγορία, ο φταίχτης ομολόγησε το σφάλμα του. Και επειδή το ομολόγησε με ειλικρινή μετάνοια, γρήγορα εκδηλώθηκε και η θεραπεία, η συγχώρηση.
Ο προφήτης Νάθαν παρηγόρησε τον Δαβίδ με την αναγγελία της συγχωρήσεως τού Θεού. Εκείνος όμως δεν εγκατέλειψε τη μετάνοια. Αντί για βασιλική πορφύρα, ντύθηκε πένθιμο δουλικό σάκκο. Αντί σε χρυσοστόλιστο θρόνο, κάθησε πάνω σε χώμα και στάχτη. Και δεν κάθησε μόνο πάνω σε στάχτη, αλλά και έφαγε στάχτη, καθώς ο ίδιος λέει: «Τρώω στάχτη αντί για ψωμί και το νερό που πίνω το ανακατεύω με τα δάκρυα μου» (Ψαλμ. 101:10).
Έλιωσε απ’ τα δάκρυα τα μάτια του, που έγιναν αφορμή να συλλάβει την αισχρή επιθυμία: «Κάθε νύχτα λούζω το κρεβάτι μου και βρέχω το στρώμα μου με δάκρυα» (Ψαλμ. 6:7).
Οι άρχοντες τον παρακαλούσαν να διακόψει τη νηστεία. Αυτός όμως δεν υποχωρούσε. Ολόκληρη εβδομάδα νήστεψε από κάθε τροφή. Αν λοιπόν ένας βασιλιάς με τέτοιο τρόπο εκδήλωνε τη μετάνοια του, εσύ, ο ΑΠΛΌΣάνθρωπος, δεν θα εξομολογηθείς;
Αργότερα πάλι, όταν επαναστάτησε ο Αβεσσαλώμ, ενώ υπήρχαν πολλοί άλλοι δρόμοι διαφυγής, ο Δαβίδ προτίμησε να γλυτώσει φεύγοντας προς το όρος των Ελαιών. Σαν να προσευχόταν έτσι στο Λυτρωτή, που έμελλε από κει να αναληφθεί στους ουρανούς. Στη δύσκολη μάλιστα εκείνη περίσταση, ο Σεμεί άρχισε να βρίζει και να καταριέται το βασιλιά. Ο Δαβίδ όμως τον αντιμετώπιζε με ταπείνωση και μακροθυμία, λέγοντας: «Αφήστε τον! Ο Κύριος τού είπε να με καταριέται» (Β’ Βασ. 16:10). Γιατί ήξερε πώς συγχωρούνται οι αμαρτίες εκείνου που συγχωρεί τους άλλους.
Βλέπεις την ωφέλεια της εξομολογήσεως; Βλέπεις ότι σώζονται όσοι μετανοούν;
Ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμάρειας, υπήρξε υπερβολικά παράνομος, ειδωλολάτρης, προφητοκτόνος, άσεβης και άδικος. Όταν όμως με τη Βασίλισσα Ιεζάβελ σκότωσε τον Ναβουθαί και ήρθε ο προφήτης Ηλίας και τον απείλησε, αμέσως έδειξε μετάνοια. Ξέσκισε τη βασιλική ενδυμασία και φόρεσε τον πένθιμο σάκκο. Τι είπε τότε ο φιλάνθρωπος Θεός στον Ηλία; «Βλέπεις τη μετάνοια τού Αχαάβ; δεν θα τον τιμωρήσω!» (παράβαλλε Γ΄ Βασ. 20:29).
Συγχωρεί ο φιλάνθρωπος Θεός τον Αχαάβ, μολονότι έμελλε εκείνος να συνεχίσει τις αμαρτίες του. Ο Κύριος, βέβαια, δεν αγνοούσε το μέλλον του, αλλά τώρα, στον καιρό της μετάνοιας, του χαρίζει την ανάλογη συγχώρηση. Είναι χαρακτηριστικό τού δίκαιου δικαστή να ανταποκρίνεται κατάλληλα σε κάθε περίσταση που παρουσιάζεται.
Ο βασιλιάς Ιεροβοάμ τελούσε θυσίες στο βωμό των ειδώλων. Επειδή πρόσταξε να συλλάβουν τον Προφήτη, που τον κατέκρινε για την ειδωλολατρία, το χέρι του έμεινε ξερό. Μόλις δοκίμασε την τιμωρία τού Θεού, παρακάλεσε τον Προφήτη: «Προσευχήσου στον Κύριο για μένα» (Γ’ Βασ. 13:6). Αποτέλεσμα της μετάνοιας ήταν να γιατρευτεί το χέρι του. Αν ο προφήτης γιάτρεψε τον Ιεροβοάμ, ο Χριστός δεν μπορεί να σώσει εσένα, συγχωρώντας τις αμαρτίες σου;
Υπερβολικά αμαρτωλός υπήρξε και ο Μανασσής. Πρόσταξε και πριόνισαν τον Ησαΐα. Μολύνθηκε με την ειδωλολατρία. Πλημμύρισε την Ιερουσαλήμ με αίματα αθώων. Όταν όμως οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα και δοκίμασε την τιμωρία, έσπευσε να θεραπευθεί με τη μετάνοια. Λέει η Γραφή: «Ταπεινώθηκε βαθιά ο Μανασσής ενώπιον τού Θεού των πατέρων του και ζήτησε το έλεος Του. Ο Κύριος άκουσε τη θερμή του προσευχή, τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ και τού ξαναχάρισε το θρόνο του» (Β’ Παραλ. 33:12-13). Αν σώθηκε με τη μετάνοια αυτός που πριόνισε τον Προφήτη, εσύ, που ασφαλώς δεν αμάρτησες τόσο φρικτά, δεν θα σωθείς; Πρόσεξε, να μην αμφιβάλλεις για τη δύναμη της μετάνοιας.
Η εξομολόγηση μπορεί και τη φωτιά να σβήσει και τα θηρία να ημερέψει. Αν αμφιβάλλεις, θυμήσου τι έγινε με τον Ανανία, τον Αζαρία και τον Μισαήλ μέσα στο καμίνι της Βαβυλώνας. Πόσες βρύσες θα μπορούσαν να σβήσουν τη φλόγα που ανέβαινε σε ύψος σαράντα εννέα πήχεων; Όπου όμως υψωνόταν η τεράστια φλόγα, εκεί σαν ποτάμι ξεχύθηκε η πίστη των τριών νέων και εκεί ακούστηκε η προσευχή της μετάνοιας: «Δίκαιος είσαι, Κύριε, για όλα όσα επέτρεψες να πάθουμε, γιατί αμαρτήσαμε και ανομήσαμε» (Δαν., Προσ. Άζαρ. : 3, 5).
Η μετάνοια διέλυσε τη φλόγα! Βεβαιώσου απ’ αυτό για τη δύναμη της να σβήνει και τη φλόγα της κολάσεως.
ίσως όμως να πει κάποιος προσεκτικός αναγνώστης: Ο Θεός έσωσε τους τρεις νέους όχι για τη μετάνοια τους, αλλά για την πίστη τους. Επειδή υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο, θα σας παρουσιάσω και μιαν άλλη περίπτωση.
Τι γνώμη έχετε για τον Ναβουχοδονόσορ; δεν μάθατε από την Αγία Γραφή ότι ήταν άγριος, αιμοβόρος, σκληρόκαρδος; δεν ακούσατε ότι κατέστρεψε τάφους και ξέθαψε λείψανα βασιλιάδων; δεν ακούσατε ότι ολόκληρο λαό έσυρε στην αιχμαλωσία; δεν ακούσατε ότι τύφλωσε το βασιλιά, αφού πρώτα τον υποχρέωσε να δει τη σφαγή των παιδιών του; δεν ακούσατε ότι συνέτριψε τα Χερουβείμ; (δεν εννοώ, βέβαια, τους αγγέλους μη σκεφτεί κανείς τίποτα τέτοιο. Εννοώ τα γλυπτά, που κάλυπταν την Κιβωτό της Διαθήκης, απ’ όπου ακουγόταν η φωνή τού Θεού). Ο Ναβουχοδονόσορ βεβήλωσε ακόμα και το καταπέτασμα του Ναού. Πήρε το άγιο θυμιατήρι και το έστειλε σε ειδώλειο. Άρπαξε όλες τις ιερές προσφορές. Έβαλε φωτιά κι έκαψε το Ναό από τα θεμέλια (Β’ Παραλ. 36:11-21).
Με πόσες τιμωρίες άξιζε να τιμωρηθεί αυτός που σκότωσε βασιλιάδες, που έκαψε ιερά, που αιχμαλώτισε το λαό, που τοποθέτησε άγια σκευή τού Ναού ανάμεσα στα είδωλα; δεν θα ήταν άξιος να θανατωθεί χίλιες φορές;
Γνωρίσατε ως εδώ το πλήθος των εγκλημάτων τού Ναβουχοδονόσορ. Ελάτε τώρα να μάθετε και τού Θεού τη φιλανθρωπία.
Τιμωρήθηκε ο θηριώδης βασιλιάς να ζει σαν άγριο θηρίο μέσα στην έρημο. Τιμωρήθηκε όμως μ’ αυτόν τον τρόπο για να σωθεί. Έβγαλε νύχια και τρίχες σαν αυτά που έχει το λιοντάρι, γιατί πριν σαν λιοντάρι άρπαζε τα άγια και ούρλιαζε. Έτρωγε χόρτα σαν το βόδι, γιατί πριν σαν βόδι ζούσε, αγνοώντας τον αληθινό Θεό, που τού είχε χαρίσει το βασιλικό αξίωμα. Όταν όμως με τις παιδαγωγικές αυτές τιμωρίες αναγνώρισε τον ύψιστον Θεό και προσευχήθηκε και μετανόησε, τότε Εκείνος τού χάρισε πάλι το αξίωμά του (Δαν. 4:26-34).
Στον Ναβουχοδονόσορ, που αμάρτησε τόσο φοβερά και μετανόησε, χάρισε ο Θεός τη συγχώρηση και τη βασιλεία. Αν λοιπόν κι εσύ μετανοήσεις και ζήσεις χριστιανικά, δεν θα σου χαρίσει την άφεση των αμαρτιών και τη βασιλεία των ουρανών;
Φιλάνθρωπος είναι ο Κύριος. Γρήγορος στη συγχώρηση. Αργός στην τιμωρία. Κανείς λοιπόν ας μην απελπίζεται για τη σωτηρία του.
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος των Αποστόλων, φοβήθηκε μια δούλη κι αρνήθηκε τρεις φορές το Χριστό. Μεταμελήθηκε όμως κι έκλαψε πικρά (Ματθαίος 26:69-75). Το κλάμα φανέρωνε την ολόψυχη του μετάνοια. Γι’ αυτό δεν έλαβε μόνο τη συγχώρηση για την άρνηση, αλλά και την αποκατάσταση στο αποστολικό αξίωμα. Έχοντας λοιπόν, αδελφοί, τόσα παραδείγματα ανθρώπων που αμάρτησαν και μετανόησαν και σώθηκαν, πρόθυμα κι εσείς να μετανοείτε και να εξομολογείσθε. Έτσι θα λάβετε τη συγχώρηση των αμαρτιών σας και θ’ αξιωθείτε να κληρονομήσετε τη βασιλεία των ουρανών μαζί με όλους τους αγίους.
 
το είδαμε εδώ

Η μετάνοια είναι εργόχειρο πού δεν τελειώνει ποτέ

Η μετάνοια είναι εργόχειρο πού δεν τελειώνει ποτέΟταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
“Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ΄ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;”
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο. Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του. Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει:
“Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς”.
Και ο Αντώνιος όταν τ” άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.
*****
Ζούσε κάποτε στην Αλεξάνδρεια ένας μορφωμένος άνθρωπος που τον έλεγαν Κοσμά. Ήταν αξιοθαύμαστος και πολύ ενάρετος, με ταπεινό φρόνημα, σπλαχνικός, εγκρατής, παρθένος, άνθρωπος της ησυχίας, φιλόξενος, φίλος των φτωχών. Επειδή εγώ του είχα μεγάλη οικειότητα, μια φορά του λέω:
“Κάνε αγάπη, πόσο χρόνο ζεις τη ζωή της ησυχίας; ” Επειδή σώπαινε και δεν μου έδινε κα μια απάντηση, πάλι του λέω: “Για χάρη του Κυρίου πες μου”. Κι εκείνος, αφού για λίγο κρατήθηκε, μου λέει:
“Έχω τριάντα τρία χρόνια”.
Πάλι του λέω: “Κάνε τέλεια την αγάπη, γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι για ωφέλεια της ψυχής σε ρωτώ, πες μου: σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα της ησυχαστικής σου ζωής, τι κατόρθωσες;”
Εκείνος, αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς, μου λέει: “Ένας άνθρωπος κοσμικός τι μπορεί να κατορθώσει και μάλιστα τη στιγμή που κάθεται στο σπίτι του; ”
Όμως εγώ τον παρακαλούσα: “Για χάρη του Κυρίου πες μου και ωφέλησέ με”. Και επειδή τον πίεσα πολύ, είπε:
“Συγχώρεσέ με, αυτά τα τρία ξέρω ότι κατόρθωσα: να μη γελώ, να μην ορκίζομαι και να μη λέω ψέματα”.
*****
Είπε ο αββάς Λογγίνος:
“Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα,
η αγρυπνία καθαρίζει τον νου,
· η ησυχία φέρνει το πένθος,
· το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον απαλλάσσει από την αμαρτία”.
Ο αββάς Λογγίνος είχε μεγάλη κατάνυξη την ώρα της προσευχής και της ψαλμωδίας του, και μια φορά του λέει ένας μαθητής του:
“Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, να κλαίει ο μοναχός, όταν κάνει την ακολουθία του; ”
Και ο Γέροντας του απαντά:
“Ναι, παιδί μου, αυτός είναι ο κανόνας, που επιζητεί ο Θεός. Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά να χαίρεται και να ευφραίνεται και να τον δοξάζει, όπως οι άγγελοι, με την καθαρή και αναμάρτητη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία και γι αυτό είναι ανάγκη να κλαίει, ενώ όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν έχει θέση το κλάμα”.
Από το Γεροντικό
το είδαμε εδώ

Εορτή του Οσίου Ιωσήφ του Υμνογράφου


Εορτή του Οσίου Ιωσήφ του Υμνογράφου

Τη μνήμη του Οσίου Ιωσήφ του Υμνογράφου τιμά σήμερα, 3 Απριλίου, η Εκκλησία μας.
Ο Όσιος Ιωσήφ γεννήθηκε στη Σικελία, το έτος 816 μ.Χ., από ενάρετους και ευσεβείς γονείς, τον Πλουτίνο και την Αγάθη. Τα περί της ζωής και της δράσεώς του τα γνωρίζουμε από τον βίο που συνέταξε ο μαθητής και διάδοχός του στη μονή του, Θεοφάνης, συμπληρωματικά δε από τα εγκώμια που του αφιέρωσαν ο Ιωάννης Διάκονος και ο Θεόδωρος Πεδιάσιμος.
Ο Όσιος αναγκάσθηκε να φύγει από την γενέτειρά του οικογενειακώς, λόγω της εντάσεως των Αραβικών επιδρομών που έπειτα από λίγο καιρό επρόκειτο να καταλήξουν στην κατάληψη της νήσου και να μεταναστεύσει στην Πελοπόννησο.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αποχωρίσθηκε τους γονείς του και μετέβη στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περίφημη μονή Λατόμου, όπου επιδόθηκε στη μοναχική άσκηση υπό την καθοδήγηση του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου, ασκώντας το έργο του οξυγράφου.
Μετά από εννέα χρόνια παραμονής στην Θεσσαλονίκη, το έτος 840 μ.Χ., μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο και εγκαταστάθηκε στη μονή του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντίπα. Δεν παρέμεινε όμως για πολύ εκεί απερίσπαστος, διότι το επόμενο έτος απεστάλη από τους Ορθοδόξους της Βασιλεύουσας στη Ρώμη για διαβουλεύσεις επί του θέματος του διωγμού από τους εικονομάχους.
Δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας την αποστολή, διότι το πλοίο του έπεσε στα χέρια Αράβων πειρατών και αυτός οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην αραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, από όπου ελευθερώθηκε με τις φροντίδες φιλάνθρωπων πιστών και με θαύμα του Αγίου Νικολάου.
Κατά το βραχύ χρόνο αυτής της περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Το ένα, που σχετιζόταν ιδιαίτερα με αυτόν, ήταν ο θάνατος του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου και το άλλο,που αφορούσε την Εκκλησία ολόκληρη, ήταν η αναστήλωση των ιερών εικόνων.
Όταν διά της Θεσσαλονίκης επανήλθε πάλι στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 843 μ.Χ., έζησε επί δύο χρόνια ως έγκλειστος στη μονή του Αγίου Αντίπα. Έπειτα έζησε στα κτήρια του ναού του ιερού Χρυσοστόμου επί πενταετία, έως ότου ίδρυσε δική του μονή, το έτος 850 μ.Χ., αφιερωμένη στον Απόστολο Βαρθολομαίο.
Εκεί απέθεσε και τα ιερά λείψανα του Αποστόλου που είχε φέρει από την Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και τα σκηνώματα του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου και του συνασκητού του Ιωάννου. Ο Όσιος Ιωσήφ παρακαλούσε με δάκρυα και στεναγμούς τον Απόστολο Βαρθολομαίο να τον βοηθήσει στην σύνθεση ύμνων.Και, πράγματι, πέτυχε εκείνο που ποθούσε η ψυχή του.
Είδε σε οπτασία έναν άνδρα με εμφάνιση Αποστόλου, που προκαλούσε το δέος και ο οποίος πήρε από την Αγία Τράπεζα το ιερό Ευαγγέλιο, του το έβαλε πάνω στο στήθος και τον ευλόγησε. Τούτο υπήρξε και η απαρχή του θείου χαρίσματος που ο Όσιος επιθυμούσε.
Μετά την έκπτωση του Πατριάρχου Ιγνατίου και την άνοδο του ιερού Φωτίου, το έτος 858 μ.Χ., ο Όσιος Ιωσήφ εξορίστηκε από τον Βάρδα στην Κριμαία, προφανώς ως οπαδός του πρώτου και ίσως ως λατινόφιλος κατά κάποιο τρόπο, αφού προ ετών είχε σταλεί για να ζητήσει την βοήθεια της Ρώμης. Δεν έμεινε όμως στην εξορία για πολύ καιρό, καθώς, όπως αποδείχθηκε και από την μετέπειτα στάση του, ο ιερός Φώτιος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Όταν το έτος 867 μ.Χ. ο Πατριάρχης Ιγνάτιος ανέβηκε για δεύτερη φορά στο θρόνο, ο Όσιος Ιωσήφ έγινε σκευοφύλαξ της Αγίας Σοφίας και διατήρησε αυτήν την θέση κατά την διάρκεια της Δευτέρας πατριαρχίας του Αγίου Φωτίου. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 886 μ.Χ.
Ο κύριος όγκος του υμνογραφικού έργου του Οσίου συνίσταται σε Κανόνες, που αφθονούν στα έντυπα βιβλία και τα χειρόγραφα. Η συμβολή του Οσίου Ιωσήφ στην υμνογραφική ολοκλήρωση της Οκτωήχου είναι καθοριστική, δεδομένο ότι κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας, πλην της Κυριακής της οποίας τους Κανόνες είχαν συντάξει ο Κοσμάς ο Μελωδός και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Στα Μηναία ο Όσιος Ιωσήφ είναι ο πλουσιότερα εκπροσωπούμενος υμνογράφος, αφού διατηρούνται σε αυτά 165 Κανόνες του με ομοιόμορφη δομή, που εξυμνούν Αγίους δευτέρας συνήθως εορταστικής τάξεως, δεδομένου ότι οι εξέχουσες εορτές είχαν ήδη καλυφθεί υμνογραφικά.
Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Την ωραιότητα.Το δωδεκάχορδον του Λόγου όργανον, την παναρμόνιον λύραν της χάριτος, το Υμνογράφον Ιωσήφ τιμήσωμεν επαξίως, ούτος γαρ ανύμνησε, μελιχροίς μελωδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, των Αγίων παν σύστημα. Μεθ' ων και ικετεύει απαύστως, δούναι ημίν πταισμάτων λύσιν.

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2015

Πως προσκυνούμε τις εικόνες με ποια σειρά;


ΕικόναΠως προσκυνούμε τις εικόνες με ποια σειρά; Ποια η διαρρύθμιση του Ναού;




Ο Ναός χωρίζεται σε τρία μέρη: στον πρόναο, τον κυρίως ναό και το Ιερό Βήμα.
Το Ιερό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο.
Η διάταξη των εικόνων στο τέμπλο είναι πάντα η εξής:

Στο δεξί μέρος της Ωραίας Πύλης βρίσκεται η εικόνα του Χριστού.
Στο αριστερό μέρος της Ωραίας Πύλης βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας.
Δίπλα και αριστερά από την Παναγία υπάρχει η εικόνα του Αγίου/Αγίας κλπ που είναι αφιερωμένος ο συγκεκριμένος Ναός.
Δίπλα και δεξιά από τον Χριστό, βρίσκεται η εικόνα του Ιωάννη του Πρόδρομου.
Στις πλαϊνές πόρτες του τέμπλου υπάρχουν οι μορφές των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Πάνω από την Ωραία Πύλη υπάρχει η παράσταση του Μυστικού Δείπνου μαζί με τις εικόνες του Δωδεκάορτου. (οι δώδεκα σπουδαιότερες εορτές :Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Γέννηση του Χριστού, η Περιτομή του Χριστού η Υπαπαντή του Χριστού, τα θεία Θεοφάνεια, η Σοφία του Θεού, η Μεταμόρφωση του Χριστού, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, τα Πάθη και ο Σταυρός του Χριστού, η Ανάσταση του Χριστού, η Ανάληψη, η Πεντηκοστή).

Πως προσκυνούμε τις εικόνες του τέμπλου και με ποια σειρά;

Εν συντομία: (του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου)
Όταν οι ιερείς πρόκειται να λειτουργήσουν παίρ­νουν «Καιρό». Δηλ. Τελούν μυστικά μία σύντομη Ακολουθία έξω από το Άγιο Βήμα, ασπαζόμενοι τις Άγιες εικό­νες του τέμπλου και κατακλείνοντας με μία ευχή ζητώντας κατά κάποιο τρόπο άδεια και ευλογία από τον Θεό, ώστε «ακατακρίτως να εκτελέσουν την αναίμακτον ιερουργίαν». Γι' αυτό μερικοί λένε ότι οι λαϊκοί δεν προσκυνούν τις εικόνες τού τέμπλου. Αυτό μπορεί να γίνει πριν την έναρξη της Ακολουθίας ή μετά το πέρας αυτής. 
Πρώτα ασπαζόμαστε (στα χέρια ή στα πόδια και όχι στο πρόσωπο) την αγία εικόνα τού Χριστού, (λατρευτική προσκύνηση), μετά την εικόνα της Παναγίας, (τιμητική προσκύνηση). Ασπαζόμαστε πρώτα τον Χριστό Βρέφος και μετά την Παναγία. Ακολουθεί η τιμητική προσκύνηση των αγίων, του Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου δεξιά, του αγίου του Ναού αριστερά. Μετά συνεχίζουμε τις υπόλοιπες εικόνες τού τέ­μπλου, (εάν υπάρχουν). Δεν τις προσκυνούμε όμως κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, διότι μοιάζει σαν να γίνεται επίδειξη ευλάβειας και την ώρα της Λατρείας είναι ενοχλητικό και διασπαστικό της προσοχής των πιστών. 

Αναλυτικά: 
Πρώτα ασπαζόμαστε την εικόνα του Χριστού λέγοντας το απολυτίκιο της Κυριακής της ορθοδοξίας:
«Την άχραντον Εικόνα σου προσκυνούμεν Αγαθέ, αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών, Χριστέ ο Θεός, βουλήσει γαρ ηυδόκησας σαρκί ανελθείν εν τω Σταυρώ, ίνα ρύση ους έπλασας εκ της δουλείας του εχθρού, όθεν ευχαρίστως βοώμεν σοι, Χαράς επλήρωσας τα πάντα, ο Σωτήρ ημών, παραγενόμενος εις το σώσαι τον Κόσμον».

Έπειτα την εικόνα της Παναγίας λέγοντας το τροπάριο:
«Ευσπλαγχνίας υπάρχουσα πηγή, συμπαθείας αξίωσον ημάς, Θεοτόκε, βλέψον εις λαόν τόν αμαρτήσαντα, δείξον ως αεί τήν δυναστείαν σου, εις σέ γάρ ελπίζοντες, τό Χαίρε βοώμέν σοι, ως ποτέ ο Γαβριήλ, ο τών Ασωμάτων Αρχιστράτηγος».

Ακολούθως την εικόνα του Ιωάννου του Πρόδρομου λέγοντας:
Βαπτιστά τού Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι, ίνα ρυσθώμεν τών ανομιών ημών, σοί γάρ εδόθη χάρις πρεσβεύειν υπέρ ημών.

Έπειτα την εικόνα του αγίου που είναι αφιερωμένος ο Ναός
πχ αν είναι αφιερωμένος στον Άγιο Νεκτάριο λέμε:
Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ εμού και αν ξέρουμε λέμε και το απολυτίκο του Αγίου:
«Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον, τον εσχάτοις χρόνοις φανέντα, αρετής φίλον γνήσιον,
Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί,ως ένθεον θεράποντα Χριστού· αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς, τοις ευλαβώς κραυγάζουσι· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα».


Τέλος την εικόνα των αρχαγγέλων:
Άγιοι Αρχάγγελοι τού Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών

Και εφόσον (οι άνδρες) πρέπει για κάποιο λόγο να μπούνε στο Ιερό λένε τον στίχο από τον ψαλμό 5:8 του Δαυίδ:
«Εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου εν φόβω σου».


ΠΗΓΗ
To είδαμε εδώ

TI ΕΜΑΘΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΣΤΕΦΑΝΟ





ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΤΕΣ.


Όταν στις 30 Νοεμβρίου του 2001( γιορτή του Άγ. Ανδρέα) το βαπόρι κατέβασε στα Καρούλια στον Άρσανά (στα Κατουνάκια) το σήμερα δεν έμοιαζε σε τίποτε με το χθες. Το χιόνι πού είχε πέσει άφθονο από βραδύς, σκέπαζε όλο τον ’Άθωνα. Παντού άσπριζε, παντού έφεγγε, παντού έλαμπε. Τά καλντερίμια γλιστρούσαν αρκετά. Από τά δένδρα πάνω καί από τούς θάμνους έπεφτε το χιόνι τούφες-τούφες. Γλιστρούσε. Δύο μαυροκότσυφες πέταξαν ξαφνιασμένοι πού τούς χάλασα την ησυχία. Τρύπωσαν μέσα σέ κάτι πουρνάρια. Το σπίτι τού Παπά-Στέφανου δεν ήταν μακριά από τη θάλασσα. Άλλα σπίτια εκεί κοντά δεν υπήρχαν τότε. Γύρω ψυχή πουθενά δεν φαινόταν. Όλοι λούφαζαν στα άσκηταριά τους, απολαμβάνοντας ίσως το χιονισμένο τοπίο. Σπάνια άλλωστε χιονίζει τόσο χαμηλά.
Ό νεοεκλεγείς θυμάμαι τότε πρόεδρος τής Ρωσίας Πούτιν πού θέλησε τη χθεσινή μέρα να επισκεφτεί  το 'Άγιον ’Όρος (το ρωσικό) δεν μπόρεσε τελικά να έρθει, να προσκυνήσει. Διότι ή θάλασσα είχε τεράστια κύματα. 0ι δρόμοι ήταν ακατάστατοι από τήν χιονοθύελλα πού μαίνονταν. Καί ή ομίχλη σκέπαζε τά πάντα. Πλήρης ακινησία μεταφορικών μέσων, ούτε καράβι, ούτε αυτοκίνητο, ούτε ελικόπτερο. Όλα ήταν ακινητοποιημένα. Μόνο με τά πόδια μπορούσες να πας κάπου. Το σήμερα όμως δεν μοιάζει ποτέ με το χθες. Κατέβηκα μόνος μου από το πλοίο. Ή καλύβα τού πάπα-Στέφανου τού Σέρβου ήταν κι αυτή άδεια σήμερα. Είχε μόλις λίγες μέρες πού είχε κοιμηθεί στη Σερβία. Ήταν Είσόδια τής Θεοτόκου πού κοιμήθηκε. Αυτή ή καλύβα πού πάντα ήταν γεμάτη από κόσμο (επισκέπτες) άδεια. Έξήνθησε ή έρημος ... όπως ένα κρίνο Κύριε ...



ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ ΓΑΤΟΥΛΑ.
Για πρώτη μου φορά καί τελευταία είδα την καλύβι τοΰ Πάπα-Στέφανου χιονισμένη. Γιατί σήμερα εκεί δεν υπάρχει πια τίποτε πλέον πού να θυμίζει πάπα-Στέφανο. Ούτε καλύβα, ούτε βιβλία, ούτε καπνισμένα κουζινικά καί τοίχοι μαυρισμένοι. Ή γατούλα του, μια όμορφη ολόασπρη γατούλα ήρθε καί τρίφτηκε μέσα στα πόδια μου. Δεν ξέρω το γιατί. Είχε μείνει μόνη της. Θυμάμαι όμως πώς τριβόταν τότε μέσα στα πόδια του γέροντα όταν εκείνος ακόμη ζούσε.
Είχε καί μια νάιλον κόκκινη μπαλίτσα ό γέροντας καί τήν πετούσε καί αυτή έτρεχε καί τήν μπλόκαρε όπως κάνουν οι τερματοφύλακες στα γήπεδα. Καί εμείς όλοι γελούσαμε με τά καμώματά της καί τις ικανότητες της. Μου έλεγε ό γέροντας ότι έπαιζε κάποτε για λίγο κι αυτός ποδόσφαιρο στην ΜΠΕΟΓΚΡΑΝΤ (Βελιγραδιού) πριν ασκητέψει ακόμα. Πριν ντυθεί τά ράσα. Ή γατούλα νιάου-νιάου στριφογύριζε γύρω μου ίσως καί να τον έψαχνε ακόμη δεν ξέρω.
Κάτι ζητούσε πάντως από μένα. Τριβόταν, με κοίταζε στα μάτια αλλά δεν φάνηκε να ηρεμεί. Τον γύρευε, μάλλον. Της μίλησα τότε όπως εκείνος τη μιλούσε τότε πού ζούσε.
-Σάνυ, Σάνυ άντε Σάνυ! της είπα. Που είναι τώρα ό πάπα-Στέφανος πού τόσο πολύ σε αγαπούσε καί έσπαζε την μονοτονία της ερημιάς μαζί σου. Πού είναι παπά-Στεφάνος
Σκέψεις καί αναμνήσεις περιτριγυρίζουν τον άνθρωπο. Το σήμερα δεν μοιάζει σέ τίποτα με το χθες. Εγώ καί ή γατούλα, ή Σάνυ! Ό μεγάλος απών• ό Πάπα-Στέφανος ό Σέρβος!

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΑΧΙΑ ΠΕΦΤΟΥΝ

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήρθε και έπεσε εκείνες τις μέρες από ψηλά καί ένας τεράστιος βράχος ίσα με μισή καρότσα φορτηγού πράγμα καί έκλεισε καί την μικρή του πόρτα. Μια για πάντα. Ανεπιστρεπτί.
Ατέλειωτες οι βουλές τού Κυρίου καί ανεξερεύνητες. Σκέφτομαι! Καλά τόσα χρόνια μισός αιώνας ζωής ό π. Στέφανος έδώ μέσα δεν έπεσε ούτε ένα λιθάρι. Καί τώρα πού έφυγε ακόμη καί τά βράχια ξεκολλάμε καί πέφτουν! Βρέ μυστήρια πράγματα πού σαν συναντά κανένας στα μονοπάτια της ζωής. Ανεξιχνίαστα, όντως τά κρίματα τού Θεού. Αντε τώρα να βγάλεις άκρη.
Κάθισα εκεί απ’ έξω για λίγο καί συλλογίστηκα. Τί τελικά μένει απ’ όλη αυτή τήν τύρβη της ζωής! Έβλεπα τά πάντα με απορία. Έρημη καί άδεια ή καλύβα. Κανένας πια μέσα στο σπίτι. Καί ένας θεόρατος βράχος να κλείνει καί τη δίοδο. Μέχρις έδώ! Ίσως βρεθεί σκέφτηκα κάποτε κάποιος, κάποια μέρα καί αναποδογυρίζει αυτό το βράχο. ’Αν μπορέσει βέβαια! Μπορεί να μη βρει εκεί σπαθιά καί σφενδόνα όπως βρήκε τότε στην αρχαιότητα ό Θησέας αλλά ίσως μπορεί να βρει άλλα όπλα. Πνευματικά. Πολύ πιο πολύτιμα καί πολύ πιο χρήσιμα για τον αγώνα τής ζωής. Έτσι νομίζω. Όπλα ίσως να μην υπάρχουν, όπως τότε. Αλλά σίγουρα κάτω απ’ αυτή τήν πέτρα θα βρει ένα ασκητή με εγκράτεια πού διακρίθηκε για τον αγώνα του, για τήν άσκησή του, για τήν Αγάπη του προς τον πλησίον, τον άνθρωπο για τήν υπομονή του καί το ειρηνικό χαμόγελο του. Σπάνια πράγματα θα μού πείτε σήμερα. Δυσεύρετα.



ΠΑΝΤΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ.

Ίσως καί γι’ αυτό όλοι τον αγαπούσαμε.
-Πού τήν εύρισκε αλήθεια εκείνη τήν αντοχή, τη γαλήνη, τήν ειρήνη, τήν σιγουριά, το χαμόγελο. Εκεί μέσα στα κάθετα εκείνα βράχια; Μάς διόρθωνε με Αγάπη. Μάς δίδασκε με χαμόγελο. Μόλις έλεγες «διψώ», πεταγόταν όρθιος.
-Τώρα-τώρα πάω, θα σου φέρω νερό! κι έφευγε τρέχοντας να σου φέρει νερό. Σαν μικρό παιδί. Δεν περίμενε. Κι εμείς ντρεπόμασταν γιατί κουραζόταν για μάς. Καί γύριζε πάντα χαρούμενος κεφάτος φορτωμένος με κεράσματα καί νερό.
-Κρύο νερό καί λουκούμι κάνει καλό στην καρδιά! έλεγε, χαμογελώντας. Περνάει ή στενοχώρια.
Το νερό του ήταν πάντα δροσερό γιατί μαζεύονταν μέσα σέ μια τρύπα ενός βράχου.
Είχε δύο τέτοιες δεξαμενές μέσα στην κόψη τού βράχου. Αυτές γέμιζαν από νερό της βροχής. ’Άλλο νερό εκεί γύρω δεν υπήρχε εκτός από αυτό το βρόχινο πού το μάζευε το χειμώνα. Στην σπηλιά πού κατοικούσε έβλεπε κανείς μαυρισμένους τοίχους από παλαιότερους ασκητές πού έζησαν εκεί πριν διακόσια καί τριακόσια χρόνια.

Ήταν μια φοβερή εμπειρία μέσα στην σπηλιά εκείνη. Πολύ απλή καί πολύ κρυφή. Χειμώνα-καλοκαίρι δέ είχε πάντα τήν ίδια θερμοκρασία. Γύρω στους 16°-18° βαθμούς Κελσίου. Το καλοκαίρι είχε εκεί καί μια ξύλινη παλέτα καί ξάπλωνε για λίγο εκεί. Γιατί πιο έξω είχε φοβερή ζέστη. Τη νύχτα όμως δρόσιζε. Ήταν καλά. Ήθελες καί κουβέρτα. Κατεβάζει δροσιά ό ’Άθωνας!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΓΙΑΣ. ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΑΥΜΑ. ΤΙ ΕΜΑΘΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΣΤΕΦΑΝΟ. ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΑ.
το είδαμε εδώ

Πάσχα και Μεγάλη Εβδομάδα - Έθιμα και παραδόσεις


Το Πάσχα ονομάζεται και Λαμπρή η Πασχαλιά, είναι η πιο σημαντική γιορτή του έτους στην Ελλάδα. Το Πάσχα γιορτάζονται τα Πάθη, η Σταύρωση, η Ταφή και τελικά η Ανάσταση του Ιησού Χριστού.

Η κυριότερες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας αντιπροσωπεύουν και μία απο τις ημέρες που πέρασε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ απο την ημέρα της εισόδου του στην πόλη των Ιεροσολύμων μέχρι την Ανάσταση του.

Πολλά μέρη στην Ελλάδα γιορτάζουν το Πάσχα με τα δικά τους έθιμα. Μερικά παραδείγματα:


Στην Πάρο τα παιδιά αναπαριστούν τους αποστόλους του Ιησού, τον Μυστικό Δείπνο, την πορεία για τον Γολγοθά και τη Σταύρωση.

Στην Πάτμο δώδεκα μοναχοί αναπαριστούν τους αποστόλους, και ο Ηγούμενος πλένει τα πόδια τους στην πλατεία την Μεγάλη Πέμπτη .

Στην Κρήτη, όπως και σε πολλά σημεία στην Ελλάδα, μια κούκλα κατασκευασμένη από παλιά ρούχα καίγεται συμβολίζοντας το κάψιμο του Ιούδα.

Στην Κέρκυρα ο πολιούχος της πόλης Άγιος Σπυρίδωνας περιφέρεται την Κυριακή των Βαΐων και από το Σάββατο του Πάσχα κεραμικά και κανάτες ρίχνονται στους δρόμους.

Στη Θράκη και τη Μακεδονία νέες γυναίκες φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία που ονομάζεται Λαζαρινή πάνε στα γύρω χωριά τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια του Πάσχα.

Η Κυριακή των Βαΐων που ειναι και η τελευταία της Σαρακοστής εορτάζει την είσοδο του Χριστού πάνω σε ένα γαϊδουράκι στην Ιερουσαλήμ και την υποδοχή του απο τους κατοίκους της με κλαδιά απο φοινικιές, τα βάγια. Την Κυριακή των Βαΐων μετά την λειτουργία μοιράζονται βάγια και μικροί σταυροί φτιαγμένοι απο φύλλα φοινικιάς.

Η Μεγάλη Δευτέρα ειναι αφιερωμένη στον Ιωσήφ τον πιο αγαπητό υιό του Ιακώβ τον οποίο πούλησαν τα αδέρφια του σε εμπόρους απο την Αίγυπτο. Ο Ιωσήφ εχει μεγάλη σχέση με το Πάσχα γιατί αυτός έφερε τον Λαό του Ισραήλ στην Αίγυπτο οπού και έμειναν αιχμαλωτισμένοι μέχρι την εποχή που ο Μωυσής με την βοήθεια του Θεού τους πήρε απο την Αίγυπτο για να τους φέρει στη Γη Χαναάν. Το εβραϊκό Πάσχα γιορτάζει το πέρασμα του Αγγέλου που στάλθηκε απο τον Θεό για να θανάτωση όλα τα πρωτότοκα παιδιά των Αιγυπτίων χωρίς να πειράξει τα παιδιά των Ισραηλιτών που είχαν σημαδέψει τις πόρτες των σπιτιών τους με αίμα αρνιού. Την ίδια ημέρα διαβάζεται στην εκκλησία και η παραβολή της καταραμένης συκιάς απο το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Την Μεγάλη Δευτέρα ξεκινούν πολλοί την νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας μέχρι να κοινωνήσουν το Μεγάλο Σάββατο .

Την Μεγάλη Τρίτη διαβάζονται η παραβολή των δέκα Παρθένων πού όταν άκουσαν το ιδού ο Νυμφίος έρχεται έτρεξαν να συναντήσουν τον Νυμφίο, όμως οι πέντε απο αυτές, οι Μωρές, είχαν αποκοιμηθεί και αργοπόρησαν να βάλουν λάδι στα φανάρια τους, έτσι τελικά δεν μπόρεσαν να πάνε στο Γάμο, το δίδαγμα αυτής της παραβολής ειναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να ειναι πάντα έτοιμοι για την βασιλεία των ουρανών. Η παραβολή του πλούσιου άρχοντα και των τριών υπηρετών του και ο τρόπος που διαχειρίστηκαν τα ΧΡΉΜΑΤΑ που τους άφησε διδάσκουν την αγαθοεργία που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Το βράδυ ψάλετε το τροπάριο της Κασσιανής.

Την Μεγάλη Τετάρτη διαβάζεται το Μύρωμα του Ιησού απο την αμαρτωλή, Ο Χριστός μιλάει ήδη για τον επερχόμενο θάνατο του λέγοντας στους μαθητές του ότι η γυναίκα τον μύρωσε για να τον προετοιμάσει για την ταφή του. Στη λειτουργία ψάλετε ο Ευχέλαιος.

Την Μεγάλη Πέμπτη το Θειο Δράμα προχωρεί προς την αποκορύφωση του, την ημέρα αυτή γίνεται ο Μυστικός Δείπνος όπου ο Ιησούς κοινωνεί τους μαθητές του δίνοντας τους απο ενα κομμάτι ψωμί που συμβολίζει το σώμα του και κρασί που συμβολίζει το αίμα του. Απο αυτήν την πρώτη κοινωνία των μαθητών ξεκινά το μυστήριο της Θείας κοινωνίας.

Το ίδιο βράδυ ο Ιησούς γυρνώντας στους μαθητές τους λέει ότι κάποιος απο αυτούς θα τον προδώσει, ο Ιούδας φεύγει για να ετοιμάσει την προδοσία του κι ο Ιησούς συλλαμβάνεται στον κήπο της Γεσθημανής όπου εχει πάει για να προσευχηθεί με τους μαθητές του. Το βράδυ ψέλνονται τα Δώδεκα Ευαγγέλια και στην εκκλησία περιφέρεται ο Σταυρός με τον Ιησού.

Σημείωση: Η αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου με το οποίο ο Ιησούς ευλόγησε και έδωσε να πιουν κρασί οι μαθητές του, έγινε για τους δυτικούς και ειδικά για τους σταυροφόρους ένας θρύλος και μια απο τις δικαιολογίες τους για τις εκστρατείες τους για την απελευθέρωση των Αγίων τόπων απο τους Άραβες.

Η μεγάλη γιορτή του Πάσχα ξεκινά τη Μεγάλη Παρασκευή που συμβολίζει τα συμβάντα της δίκης του Ιησού απο τον Πόντιο Πιλάτο , την μαρτυρική πορεία Του προς τον Γολγοθά, την Σταύρωση του και τελικά την Ταφή του. Ο Επιτάφιος βρίσκεται στην εκκλησία στολισμένος με ανοιξιάτικα λουλούδια. Μετά το τέλος της Λειτουργίας κάθε ενορία γυρνά τον επιτάφιο στην περιφέρεια της, σε μερικές εκκλησίες απλώς περιφέρεται γύρω απο την εκκλησία. Ήδη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας τα πρώτα πυροτεχνήματα εμφανίζονται την βραδιά του επιτάφιου.

Το Μεγάλο Σάββατο ειναι η γιορτή της Ανάστασης, σε πολλές εκκλησίες με την πρωινή λειτουργία της πρώτης Ανάστασης πέφτουν και πολλά πυροτεχνήματα, η μεγάλη λειτουργία της Ανάστασης και το αποκορύφωμα γίνεται τα μεσάνυχτα, ο κόσμος πηγαίνει στην εκκλησία αργά το βράδυ μεταφέροντας μαζί λαμπάδες και κεριά.


Τα μεσάνυχτα τα φώτα της εκκλησίας σβήνουν και ο ιερέας ψάλει το Δεύτε Λάβετε Φώς (Το Άγιο Φώς κάθε χρόνο φτάνει με ειδική πτήση της Ολυμπιακής απο τα Ιεροσόλυμα και μοιράζεται σε όλες τις εκκλησίες της Ελλάδας) . Μετά ακολουθεί το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο, συνήθως στο προαύλιο της εκκλησίας, ο Ιερέας σηματοδοτεί την Ανάσταση του Χριστού ψάλλοντας το Χριστός Ανέστη.

Ο κόσμος σπάει κόκκινα αυγά και εύχεται Χριστός Ανέστη, φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό. Κατα την επιστροφή στο σπίτι πολλοί φτιάχνουν ένα σταυρό πάνω απο την πόρτα με την αιθάλη του κεριού. Το τραπέζι ειναι στρωμένο με την παραδοσιακή μαγειρίτσα, κόκκινα αυγά και πασχαλιάτικες λιχουδιές.

Η Κυριακή του Πάσχα ειναι η μεγάλη γιορτή της Λαμπρής, απο νωρίς το πρωί ο παραδοσιακός οβελίας ψήνεται στη σούβλα ενώ γύρω απο το εορταστικό τραπέζι γλεντούν οικογένειά και φίλοι με τραγούδια και χορό. 

το είδαμε εδώ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΩΣ ΦΩΤΑ ΘΕΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΘΕΟΥ

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός

ag_sarantaΟυρανός πολύφωτος η Εκκλησία και οι διαλάμποντες επέκεινα του γήινου και κτιστού πεπερασμένου χωροχρόνου αστέρες αυτής, δηλαδή οι άγιοί της, δορυφορούνται αϊδίως πέριξ του ακτίστου νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης Ιησού Χριστού, φωτιζόμενοι από το Άκτιστο φως Αυτού, αγιαζόμενοι από Αυτόν ως την μόνη αυτοπηγή πάσης Αγιότητος και δοξαζόμενοι από την εκείνου άφθορη, άληκτη και αδαπάνητη θεϊκή δόξα.
Ως πολύκαρπον και καλλίκαρπον «γεώργιον Αμπελώνος» η Εκκλησία μέσα στο διάβα των αιώνων και στις περιπετειώδεις στροφές του ενίοτε πολυτάραχου, πολυκύμαντου και πολυπλάγκτου χωροχρονικού ιστορικού γίγνεσθαι της όλης εν Χριστώ ζωής και πορείας της ανέδειξε και συνεχίζει αδιαλείπτως να αναδεικνύει τους «ενσάρκους καρπούς του Αγίου Πνεύματος», που δεν είναι άλλοι από τους Αγίους της, οι οποίοι αν και υπήρξαν χοϊκοί και θνητοί άνθρωποι, πολεμούμενοι από τον αντίδικο μισάνθρωπο διαβολέα, τον πατέρα παντός πειρασμού και λογισμού ψυχοφθόρου και σωματοφθόρου, εντούτοις εκείνοι υπερήραν την κτιστή νομοτέλεια και αναγκαιότητα της φθαρτής ανθρώπινης φύσεώς τους, γενόμενοι «ένσαρκες εικόνες Ιησού Χρηστού» και ζώντες σε κάθε αναπνοή, σε κάθε κύτταρό τους το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι προνόμιο κάποιας κάστας ανθρώπων καθαρών και αγνών, όπως διεκήρυττε προ αιώνων η αίρεση «των αγνών ή καθαρών», ούτε προνόμιο και ευλογία μιας κάποιας εποχής, αλλά αδαπάνητη και ατελεύτητη ευλογία και δωρεά Θεού στον κάθε εποχής αμαρτωλό άνθρωπο που με την μετάνοιά του νεκρώνει, θάπτει τα πάντα για να ζήσει οντολογικά την γέννηση και την Ανάσταση του Χριστού στο «είναι» του, να γίνει «όλως, καθ’ όλα Χριστός». Η αγιαστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ενοικεί σε κάθε άνθρωπο αγαθής προαιρέσεως ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, χρώματος, κοινωνικής τάξεως ή μορφωτικού επιπέδου. Η αγιότητα συνεπώς δεν είναι μια φιλοσοφική, νοησιαρχική ή μαγική κατάσταση, αλλά η εν Χριστώ οντολογική μεταμόρφωση του αμαρτωλού ανθρώπου που ασκείται και βιώνει αδιαλείπτως τη σωστική μετάνοια ως απόλυτη έκφραση της τελείας αγάπης προς τον Χριστό.
Σε αυτό το αγλαόκαρπο γεώργιο της Εκκλησίας αναφύονται οι κεχαριτωμένοι βλαστοί της αγιότητος εντός του κόσμου τούτου για να μεταμορφώσουν τον κόσμο της πτώσεως, της πλάνης και της ανθρωποφθόρου αμαρτίας, και να ζήσουν ελεύθεροι, αληθινά ελεύθεροι, την υπέρ κόσμον αλήθεια και ζωή. Προσφυώς λοιπόν οι Άγιοι έχουν αποκληθεί ως οι «αληθείς και γνήσιοι φίλοι του Θεού».
Οι Άγιοι ως πολύφωτοι αστέρες του νοητού στερεώματος και της υπερουράνιας ακτίστου Βασιλείας της Τριαδικής Θεότητος καθίστανται τα εν Αγίω Πνεύματι «Αχειροποίητα Ιερά Δοχεία» της ακτίστου, ανακαινιστικής και μεταμορφωτικής ενεργείας της Τριαδικής Θεότητος γενόμενοι «Παράκλητοι», δηλαδή παρηγορητές του χοϊκού και φθαρτού, πεπερασμένου και κτιστού ανθρωπίνου Γένους. Έτσι, οι αληθείς και γνήσιοι «φίλοι του Θεού» καθίστανται συνάμα «αληθείς και γνήσιοι φίλοι και των ανθρώπων» προερχόμενοι από τη «ζύμη του γένους των βροτών» ως σαρξ εκ της σαρκός τους και οστούν και των οστέων τους.
Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για τη δόξα της Εκκλησίας, είτε εξ αγνοίας είτε για λόγους σκοπιμότητος, και λέγονται ή γράφονται με άκρως κοσμική λογική τα διάφορα αλλότρια και παιδαριώδη, τότε η απάντηση δίδεται ηχηρά και αποστομωτικά από την ίδια την αγιοπνευματική ζωή της Εκκλησίας, ότι η δόξα αυτής είναι οι εν Χριστώ μεταμορφωμένοι και ανακαινισμένοι, χάριτι Θεία, Άγιοί της, οι ένσαρκες αυτές εικόνες Ιησού Χριστού, στις οποίες ενοικεί ο «Παράκλητος της Αληθείας» και δι’ αυτών επενεργεί η άκτιστη αγιαστική και θαυματουργική ενέργεια της Τριαδικής Θεότητος στους ανθρώπους και στη σύνολη κτίση.
Οι άγιοι της Εκκλησίας, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι «φώτα Θεουργικά». Γράφει χαρακτηριστικά: «Θεουργικά φώτα φαμέν τας των αγίων διδασκαλίας, ως φως γνώσεως εμποιούσας και θεούσας τους πειθομένους». Οι θεούμενοι άγιοι δεν είναι μόνο δέκτες και φύλακες της παρακαταθήκης, αλλά και μεταδότες. Ως αληθινοί παιδαγωγοί μεταδίδουν μόνον ό,τι κρίνουν συμφέρον για τις ψυχές των ανθρώπων και ό,τι μπορούν αυτοί, οι πιστοί, να δεχθούν.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η δύναμη εκείνη που τελειοί τους πιστούς και τους αναδεικνύει «φίλους του Θεού», είναι το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως, δηλαδή η βίωση οντολογικά του μυστηρίου της ευσεβείας. Οι άγιοι δεχόμενοι την «καλήν αλλοίωσιν» καθίστανται «σύμμορφοι Χριστώ». Απεκδύονται και νεκρώνουν τον «παλαιό άνθρωπο» της φθοροποιού αμαρτίας και ενδύονται την «αχειροποίητη στολή της Αναστάσεως». Με την υπακοή που εκδηλώνουν οι πιστοί στο Θεό, γίνονται δεκτικοί της χάριτος του Θεού και έτσι μεταβάλλεται η υποστατική ιδιοτέλεια σε ανιδιοτελή αγάπη. Γίνονται θεόπτες, συγγενείς του Θεού και αδελφοί του Χριστού και θετοί υιοί της Παρθένου. Έτσι, επαληθεύεται η θεόπνευστη γραφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Ο Θεός πάρεστιν πανταχού, ενοικεί δε εν μόνοις τοις αγίοις», οι οποίοι έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού και «συμβασιλεύουν λαμπρότατα τω Σωτήρι». Επειδή δε κοινωνούν οντολογικά της υπέρ λόγον ζωής της ακτίστου Τριάδος «εν Ουρανώ, εμφορούνται υπό θείου φωτός» και καθίστανται αψευδείς και μακρόθυμοι πρεσβευτές του ανθρωπίνου γένους ενώπιον του εν Τριάδι Θεού.
Στη σύγχρονη υλιστική, οργιωδώς καταναλωτική και εγωκεντρική πανανθρώπινη κοινωνία στην οποία λατρεύεται ειδωλολατρικά η ύλη και έχει εξοριστεί ο Θεός από τη ζωή των ανθρώπων, ο περί των αγίων λόγος φαντάζει για κάποιους ως «κακόγουστο και παλιομοδίτικο κατηχητικό». Τούτο δυστυχώς συμβαίνει διότι ο σύγχρονος άνθρωπος θέτει ως κριτήριο των πάντων τον ανούσιο ορθολογισμό και τον άκρατο υλισμό που νεκρώνουν τη δυνατότητά του να αναχθεί πνευματικά και να βιώσει την περί Θεού οντολογία μέσω της αγιοπνευματικής εμπειρίας. Ο εν Χριστώ Άγιος όμως μπορεί να βρίσκεται στη διπλανή πόρτα κρυπτόμενος και εκουσίως αφανιζόμενος στην αγιοπνευματική μόνωση τής κατά Θεόν απάθειας, της πάλης δηλαδή έναντι των ποικιλόμορφων παθών. Η βίωση της αγιότητος ως μεταμορφωτικής ελλάμψεως στην ψυχοσωματική οντότητα του χοϊκού ανθρώπου είναι το αποτέλεσμα της «συνεργείας» Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει ούτε βιάζει το αυτεξούσιο, την ελευθερία της βουλήσεως του ανθρώπου να ενωθεί μαζί του, αλλά και ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένσαρκο δοχείο της ακτίστου χάριτος του Θεού μέσα από μία μηχανικά αυτοποιημένη νοησιαρχική ή διανοητική ή ψυχολογική διαδικασία. Η ελεύθερη και αβίαστη προαίρεση του ανθρώπου να συναντήσει και να βιώσει τον Χριστό ως πρόσωπο με κριτήριο την αγάπη του προς αυτόν αποτελεί την οντολογική προϋπόθεση για την ένθεη ανακαίνισή του και την μετά του Θεού Ένωσή του. Ο Άγιος είναι ο πλέον ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος αποθέτει πάσα τη ζωή, την ύπαρξη και τη βιοτική του μέριμνα στο Χριστό, γενόμενος όλος ένσαρκη εικόνα Χριστού.
το είδαμε εδώ

Ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ στοὺς χρόνους ποὺ διανύουμε

«Η ζωή του πιστού στους χρόνους που διανύουμε»
Ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος μιλά για τον σύγχρονο άνθρωπο και το πνεύμα του κόσμου που τον περιβάλλει, την εκκοσμίκευση της Δύσης και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό της Ανατολής, τη μετάνοια, τα πάθη, τις ψυχοσωματικές ασθένειες, τον διάβολο κ.ά., στηριζόμενος στην παράδοση των αγίων της Εκκλησίας μας και ιδιαιτέρως στους σύγχρονους αγίους Πορφύριο και Παΐσιο, κι απαντά σε ερωτήματα ακροατών.
Διοργανωτής, Φιλανθρωπικός και Ιεραποστολικός Όμιλος «Απόστολος Βαρνάβας» της Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής 23.1.15πηγή




"Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ..."




ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ NEWSWEEK ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΤΟ BUNDESTAG  ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ" ΟΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΡΩΣΙΚΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ ISCANDER ΣΗΜΑΔΕΥΟΥΝ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΝ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΘΥΜΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΝΤΑ:
"ΟΤΑΝ Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΑ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ, Η ΡΩΣΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΘΑ ΚΥΜΑΤΙΖΕΙ ΣΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ"

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΨΗΛΑΦΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

ΩΣΑΝΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΙΩΝΙωάννης Ελ. Σιδηράς

Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός



Με μυρτιές και βάγια, με κρίνα και πασχαλιές «αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα», ιχνηλατούντες την «οδόν του μαρτυρίου» του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που ως το «εσφαγμένον αρνίον» της Ιεράς Αποκαλύψεως «αίρει την αμαρτίαν του κόσμου» γενόμενος «λύτρον αντί πολλών».

Ο αμόλυντος Νυμφίος της Εκκλησίας μυσταγωγεί το «μυστήριον της Σωτηρίας» και εισοδεύει μυστικώς και υπερβατικώς ως σωτήριος νυμφαγωγός το πλήρωμα των πιστευόντων σε Αυτόν στον λυτρωτικό νυμφώνα της νίκης του θανάτου και της φθοροποιού αμαρτίας, και συνακολούθως ανοίγει τις κεκλεισμένες πύλες της αλήκτου και ακτίστου Βασιλείας Του. Αθανατοποιεί και αφθαρτοποιεί μεταμορφωτικά την σύνολη ύπαρξη του ανθρώπου ανεγείροντας Αυτόν εκ της πτώσεως και ενδύοντάς τον με τον «λευκό χιτώνα της κατά χάριν θεώσεώς του».

«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα», «συνοδοιπόροι και συνέκδημοι» του εκουσίως πορευομένου προς το «μέγα πάθος» Ιησού Χριστού, ο οποίος θριαμβευτικώς εισέρχεται στην «Αγία Σιών» γνωρίζοντας το σταυρικό μαρτύριο που θα υποστεί. Εκούσιο το πάθος, εκουσίως επιλέγεται από τον αναμάρτητο, μακρόθυμο και φιλάνθρωπο Σωτήρα και Λυτρωτή. Δεν σύρεται άβουλα ο Θεάνθρωπος, αλλά «εν δυνάμει θεϊκή» ακλόνητος και φλεγόμενος «θείω έρωτι» υπέρ του ανθρώπου ανέρχεται «την κλίμακα των μεγάλων παθών». Όντως «εκούσιον πάθος».

Κυριακή των Βαΐων «καθ’ ην εορτάζομεν την εις τα Ιεροσόλυμα θριαμβευτικήν είσοδον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Σε λίγο τα «Βάγια των φοινίκων» ως σύμβολα των νικητών αυτοκρατόρων και στρατηλατών, που προσφέρονται ως «άλλη αψίδα» θριάμβου για τον εισερχόμενο «επί πώλου όνου» ταπεινό Ιησού θα μεταβληθούν σε ακάνθινο στεφάνι, σε όξος, χολή και καρφιά. Η πνευματική ανωριμότητα και το εκκοσμικευμένο πνεύμα της καθεστηκυίας τάξεως του Ισραήλ τραγικά συμπαρασύρει και τον αδαή λαό, προβάλλοντας την προσμονή και αναμονή ενός «κοσμικού Βασιλέα» για να καταισχύνει τον ειδωλολάτρη Ρωμαίο κατακτητή και να αποκαταστήσει «εις το αρχαίον κάλλος» τον «περιούσιο λαό».

Παρέκκλιση από την αληθή οντολογία του Μεσσία, ο οποίος στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού είναι ο πνευματικός Βασιλέας «των ψυχών και των σωμάτων» και όχι ο «Βασιλεύς του αιώνος τούτου». Ο Ισραήλ απαιτεί εκδίκηση κατά των Ρωμαίων, ενώ ο Ιησούς προσφέρει αγάπη. Τα Βάγια της κοσμικής δόξας προμηνύουν τα άνθη του ενταφιασμού και συνάμα τις δάφνες της νίκης και της υπερκόσμιας και ακτίστου δόξας του Σωτήρος κατά του κράτους του θανάτου. Μήπως και σήμερα ακόμη δεν βιώνεται στρεβλά η οντολογία του προσώπου του Σωτήρος Ιησού Χριστού καθώς συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της «ορθής λογικής» και της επικίνδυνα αθεολόγητης και προτεσταντικού τύπου ευσεβιστικής θρησκοληψίας; Η όντως θριαμβευτική είσοδος του Ιησού αποδεικνύει απολύτως και θαυμαστώς το «άκρως εκούσιον του θείου πάθους» για την νίκη «του θανάτου θανάτω». Υπερνικά ο θεάνθρωπος τον φόβο του θανάτου και ως παντογνώστης και καρδιογνώστης, αν και προγνωρίζει το μαρτυρικό σταυρικό τέλος του, εντούτοις εξ άκρας αγαθής επιλέγει ελευθέρως, αβιάστως και αγογγύστως την πορεία προς τον Γολγοθά για να πηγάσει από την πηγή της ζωής, την αυτοζωή, που είναι ο ενσαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Και την ώρα που ακούει το: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ», γνωρίζει ή μάλλον προγνωρίζει ότι έπεται το «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Τα παράδοξα του κόσμου τούτου μέσα στο σχέδιο της «θείας οικονομίας» για την αθανατοποίηση του φθαρτού και θνητού ανθρώπου μέσα από την όντως βεβαιότητα και αλήθεια ότι «θανάτω» καταλύει «τον το κράτος έχοντα του θανάτου».

Η «ιχνηλασία» επί της μαρτυρικής οδού του θείου πάθους άρχισε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την Αγία και Μεγάλη Δευτέρα, υπογραμμίζει ότι «μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του Παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταραθείσης και ξηρανθείσης συκής».

Το παλαιοδιαθηκικό πρόσωπο του Ιωσήφ, ενός εκ των δώδεκα τέκνων του Ιακώβ, κατέστη «τύπος», «προτύπωση» και «προεικόνιση» του Ιησού Χριστού, λόγω της αγαπώσης καρδίας, ανεξικακίας και μακροθυμίας του προς τους φθονερούς, ζηλόφθονες αδερφούς του που τον επώλησαν ως σκλάβο στους Αιγυπτίους. Ο Πάγκαλος Ιωσήφ προβάλλεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως άριστο πνευματικό πρότυπο προς μίμηση από το πλήρωμα της Εκκλησίας καθώς ως σώμα Χριστού πορευόμεθα την «στενή και τεθλιμμένη οδό» προς τον του κρανίου τόπο.

Βαθύνους και ο θεολογικός και ο πνευματικός συμβολισμός μέσα από την αναφορά στο γεγονός της υπό του Κυρίου «καταραθείσης και ξηρανθείσης συκής», που ευστόχως συμβολίζει την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση, η οποία λόγω της φθοροποιού αμαρτίας δεν ήταν δυνατό να καρποφορήσει πνευματικώς και να σωθεί οντολογικώς. Το ανθρώπινο γένος, που ήταν πνευματικώς άκαρπο και απογυμνωμένο της θείας χάριτος, όπως ακριβώς η κεκοσμιμένη μόνο με άχαρα φύλλα και άνευ καρπών συκή, εσώθη ψυχοσωματικώς με τον σταυρό και την εκ νεκρών Ανάσταση του Σωτήρος και Λυτρωτού Ιησού Χριστού. Ο δε δεύτερος συμβολισμός της ακάρπου συκής σχετίζεται, σύμφωνα με την ερμηνεία των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, με την πνευματική ακαρπία του εβραϊκού γένους που εξωτερικά και επιφανειακά διεκρίνετο για τον ανούσιο ευσεβισμό και την κενόδοξη τυπολατρεία του, αλλά εσωτερικώς ήταν απογεγυμνωμένος της θείας χάριτος.

Η Εκκλησία με τους παραπάνω θεολογικούς συμβολισμούς της καλεί την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη σε πνευματικό και νηπτικό αναβαπτισμό προκειμένου να εισέλθει στον μυστικό νυμφώνα όπου νυμφαγωγός είναι ο της Εκκλησίας Νυμφίος Χριστός, ο οποίος σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, νυμφεύεται κάθε ανθρώπινη ψυχή για να την σώσει από τα δεσμά του θανάτου. Η σχέση του Νυμφίου Χριστού με την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι προσωπική και οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού. Η Εκκλησία εναγωνίως μας καλεί σε μετάνοια και προσευχή «ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού», να μη μείνουμε άκαρποι όπως η καταραθείσα και ξηρανθείσα συκή…

Καθώς ανεβαίνουμε «εις Ιεροσόλυμα», την Μ. Τρίτη «καθ’ ην μνεία ποιούμεθα της παραβολής των δέκα παρθένων», η Εκκλησία καλεί σε «πνευματική εγρήγορση», «ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού», όπως οι πέντε εκ των δέκα άφρονες και ράθυμες παρθένες κόρες, ενώ οι λοιπές πέντε φρόνιμες και εγρηγορούσες κόρες εισήλθαν λαμπαδοφέρουσες στους μυστικούς νυμφώνες του νυμφίου της Εκκλησίας Χριστού, στην άληκτη και άκτιστη Βασιλεία του Θεού. Προς τούτο, καθώς «ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», η Εκκλησία προτρεπτικώς ψάλλει: «Τον Νυμφίον, αδελφοί, αγαπήσωμεν, τας λαμπάδας εαυτών ευτρεπίσωμεν, εν αρεταίς εκλάμποντες και πίστει ορθή, ίνα ως αι φρόνιμοι, του Κυρίου παρθένοι, έτοιμοι εισέλθωμεν, συν αυτώ εις τους γάμους. Ο γαρ νυμφίος δώρον, ως Θεός, πάσι παρέχει τον άφθαρτον στέφανον».

Οι πέντες φρόνιμες, συνετές και γρηγορούσες παρθένες κόρες ήταν προσδεδεμένες στην αγάπη του Χριστού. Ήταν ταπεινόφρονες και μονίμως δεκτικές στην άκτιστη και μεταμορφωτική ενέργεια και χάρη του Θεού, που τις κατέστησε «δοχείον ιερόν και άγιον». Έτσι, λαμπαδοφέρουσες υπεδέχθησαν τον νυμφίο της Εκκλησίας Χριστό «εν τω μέσω της νυκτός» και εισήλθαν στους «μυστικούς νυμφώνες» της ακτίστου Βασιλείας της Τριαδικής Θεότητος. Αντιθέτως, οι άλλες πέντε κόρες, παρόλο που ήταν αγνές-παρθένες, δεν εισήλθαν στους μυστικούς νυμφώνες του Κυρίου. Γιατί άραγε; Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν με έμφαση ότι οι πέντε αυτές κόρες διακατέχονταν από την φιλαυτία και τον εγωισμό τους, που ως πνευματικές αρνητικές καταστάσεις αναιρούν τα θεόθεν δοθέντα σε αυτές τάλαντα και χαρίσματα. Ήταν μεν αγνές αλλά ταυτόχρονα ο φίλαυτος εγωισμός τους είχε αντικαταστήσει την προς τον Ιησού αγάπη. Η τραγικότητά τους συνίσταται στο γεγονός ότι ήταν αυτοεγκλωβισμένες στην φίλαυτη και αλαζονική αυτοεπιβεβαίωσή τους, η οποία είχε ως συνέπεια την «ακηδία». Έλλειπε η πνευματική εγρήγορση και κυριαρχούσε στην ύπαρξή τους η ακηδία, η οποία αποσβένει τις λαμπάδες, το φως της ψυχής. Η λάμψη των πνευματικών αρετών και της ορθής πίστεως εν αγάπη Χριστού αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εισόδευση των ανθρώπων στην Βασιλεία του Θεού. Η Εκκλησία γοερώς κηρύττει: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε» καθώς αναμένει κάθε άνθρωπο να γίνει «ομοτράπεζος» στο υπερουράνιο δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών.

Ο Χριστός είναι «ανατροπή των πάντων» και κυρίως του πνευματοκτόνου, προτεσταντικού τύπου, υποκριτικού ευσεβισμού. Καθώς η πνευματική ιχνηλασία της Μεγάλης Εβδομάδος συνεχίζεται, μας οδηγεί στην Μ. Τετάρτη «καθ’ ην μνείαν ποιούμεθα της αλειψάσης τον Κύριον μύρω (πόρνης) γυναικός». Τότε τα πάντα ανατρέπονται από τον Κύριο, ο οποίος δέχεται την μετάνοια της πόρνης γυναικός και την μυραλειψία των παναχράντων ποδών Του. Ο Κύριος χτυπά την φθοροποιό αμαρτία αλλά εναγκαλίζεται τον μετανοούντα αμαρτωλό και γι’ αυτό λέγει αψευδώς: «Πόρναι και τελώναι προάγουσιν ημάς εν τη Βασιλεία του Θεού». Η μετάνοια είναι το μεγάλο κριτήριο για τον φιλάνθρωπο Χριστό, ο οποίος διαβεβαιώνει τον πεπτωκότα άνθρωπο: «ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον».

Η συντετριμμένη πόρνη γυναίκα μεταβάλλει τον σαρκικό έρωτα σε θείο έρωτα μέσα από το φίλτρο της μετανοίας, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Αμφιλόχιος Ικονίου. Τα δάκρυα και οι στεναγμοί της γυναικός αποδεικνύουν την παντοδύναμη επενέργεια της μετανοίας μέσα στην δεκτική ψυχή της, οπότε καθιστούν και τον ίδιο τον μακρόθυμο Χριστό συνήγορο των δακρύων της πνευματικής μεταστροφής της. Οι θεοφόροι Πατέρες Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Αμφιλόχιος Ικονίου θεοπνεύστως αναφέρουν ότι η πόρνη γυναίκα με την μετάνοια αυτής κατέστη σεμνοτέρα Παρθένου κόρης και έγινε πρότυπο και καθηγητής για τους αμαρτωλούς στον τρόπο της μετανοίας που δέχεται ο Κύριος. Ο δε Ιωσήφ ο Βρυέννιος συναφώς επισημαίνει ότι: «τα δάκρυα λογίζονται ως μαρτύριον αίματος καθώς εκ της ψυχής και του έσω κόσμου της προερχόμενα». Η μεταμορφωτικώς φωτισθείσα γυνή, σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο, «αποπλένει με τα δάκρυά της τους παναχράντους πόδες του Χριστού και συνάμα αποκαθαίρει τα δικά της αμαρτήματα».

Η λύση των μαλλιών της γυναικός σε δημόσια θέα και ενώπιον ανδρών της συντηρητικής εβραϊκής κοινωνίας για να αποσμήξει τους πόδες του Ιησού, είναι έκφραση άκρας και αληθούς μετανοίας. Εύστοχα ο Αμφιλόχιος Ικονίου τονίζει ότι οι λελυμένες πλεξούδες των μαλλιών της γυναικός ενώ άλλοτε προσείλκυαν τους άνδρες στην ακολασία, τώρα αποτελούν έκφραση ταπεινώσεως και θείας αγάπης που αντιδωρίζουν την εν Χριστώ σωτηρία της.

Η σύγκριση της μετανοούσας πόρνης γυναικός με τον φιλάργυρο μαθητή Ιούδα είναι συγκλονιστική και αποκαλυπτική. Ο μεν μαθητής ως εγωιστής και πνευματικά ράθυμος γίνεται προδότης, ενώ η μετανοούσα και τεταπεινωμένη γυναίκα γίνεται «μυροφόρος» καθώς το πολύτιμο μύρο της προμηνύει τα προ του ενταφιασμού μύρα προς τον νεκρό Ιησού. Η αμαρτία συνέθλιψε την Πόρνη γυναίκα, η οποία αναζητά απεγνωσμένα μέσω της μετανοίας την αποκατάσταση της υπάρξεώς της σε κοινωνία με την αγάπη του Χριστού, ενώ ο Ιούδας με την εγωιστική βεβαιότητα της ψευδοηθικότητός του παραμερίζει την αγάπη του Κυρίου και με το πάθος της φιλαργυρίας απορρίπτει τον Σωτήρα και λυτρωτή του. Η σύγκριση εν σιωπή είναι καταλυτική…Υπερουράνια και θαυμαστά τα γενόμενα της πνευματικής ιχνηλασίας κατά την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη «καθ’ ην μνείαν ποιούμεθα του Ιερού Νιπτήρος, του Μυστικού Δείπνου, της εν Γεθσημανή προσευχής του Κυρίου και της υπό του Ιούδα προδοσίας του Κυρίου».

Παραδίδεται εν άκρα ταπεινώσει υπό του Κυρίου το αιώνιο υπόδειγμα της διακονίας προς τους αδελφούς μέσω του γεγονότος του νιπτήρος. Ο άκτιστος, άναρχος, ατελεύτητος και παντοκράτωρ Δεσπότης Χριστός ταπεινούται και νίπτει τους πόδες των δούλων του καθώς «μαθηταίς υποδεικνύει ταπεινώσεως τύπον». Η θεοπρεπής πράξη του Κυρίου δεν αποτελεί μόνον έκφραση άκρας ταπεινώσεως αλλά συνάμα και άκρας αγάπης στην διακονία των ανθρώπων που είναι αδελφοί εντός του σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό ψάλλει η Εκκλησία: «Ο λίμνας και πηγάς και θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ημάς εκπαιδεύων αρίστην, λεντίω ζωννύμενος μαθητών και υψών ημάς από βαράθρων κακίας, ο μόνος φιλάνθρωπος».

Είναι νύχτα της ανοίξεως και υπό το φώς της λυχνίας παραδίδεται θεόθεν το «μυστήριον των μυστηρίων», το της Θείας Ευχαριστίας. Στον Μυστικό Δείπνο, πλαισιωμένος από τους μαθητές Του, ο θεάνθρωπος αυτοπροσφέρεται ως σώμα και αίμα ζωής αιωνίου. Θεοσύστατο, θεόσδοτο και θεοπαράδοτο το της θείας Ευχαριστίας μέγα μυστήριο στο οποίο οντολογικά πραγματώνεται η Βασιλεία του Θεού εν τη Εκκλησία. Ουσιαστικός και λυτρωτικός ο χαρακτήρας και η οντολογική υπόσταση της θείας Ευχαριστίας δια της οποίας συντελείται η άφεση των προσωπικών αμαρτιών εκάστου ανθρώπου και η μεταμόρφωση σύνολης της ανθρωπίνης υποστάσεως σε σώμα και αίμα Χριστού. Ο όλος άνθρωπος καθίσταται «σύσσωμος και σύναιμος Χριστώ». Έτσι ο θυσιαστικός χαρακτήρας της θείας Ευχαριστίας μετουσιώνεται σε γεγονός αναστάσιμο, δηλαδή σε γεγονός εσχατολογικής ευφροσύνης και σε πρόγευση της Βασιλείας του Θεού.

Το ζωογόνο και θεουργό αίμα του Χριστού αποκαθάρει και μεταμορφώνει τον σύνολο άνθρωπο και το «κατ’ εικόνα» αποκαθίσταται στο «αρχαίον κάλλος». Επιτυγχάνεται η τελεία ένωση θεού και ανθρώπου καθώς το λυτρωτικό αίμα του Χριστού «είναι λουτήρ καθάρσεως, αναγεννήσεως, μεταμορφώσεως και κατά χάριν θεώσεως», όπως ο ίδιος ο θεάνθρωπος αψευδώς επιβεβαιώνει ότι: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεοπνεύστως γράφει: «Λίγες σταγόνες αίματος εθεράπευσαν τις πληγές μας από την αμαρτία. Λίγες σταγόνες αίματος του Χριστού κατέπνιξαν τον θάνατο και την αμαρτία. Λίγες σταγόνες αίματος μας ενέδυσαν την Αθανασία». Ο δε Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «Έδωσε τον ίδιο τον εαυτό του ως αντάλλαγμα στο θάνατο που μας εκρατούσε αιχμαλώτους, δούλους της αμαρτίας. Κατέβη μέσω του Σταυρού στον Άδη, για να μην υπάρχει, για να μη μείνει πια τόπος και σπιθαμή γης που να μην την έχει πληρώσει με το αίμα Του και με το σώμα Του. Έτσι έλυσε τους πόνους του θανάτου». Τούτο επιβεβαιώνει και η Εκκλησία ψάλλουσα: «Συνεσθίων, Δέσποτα, τοις μαθηταίς σου, μυστικώς εδήλωσας την παναγίαν σου σφαγήν, δι’ ης φθοράς ελυτρώθημεν οι τα σεπτά σου τιμώντες παθήματα».

Την ίδια νύκτα, την νύκτα της προδοσίας και της παραδόσεως του αναμάρτητου και ανεξίκακου Χριστού, συντελείται η συγκλονιστικότερη σκηνή προ του θείου δράματος. Η ύστατη προσευχή εν Γεθσημανή, όπου εναγωνίως και εκτενώς προσεύχεται ο αμνός του Θεού. Η απόγνωση του ανθρώπου Χριστού ενώπιον του βεβαίου γεγονότος του σταυρικού θανάτου, το οποίο προγνωρίζει. Η περιγραφή των σχετικών Ευαγγελικών περικοπών είναι άκρως αποκαλυπτική: «Τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς. Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου. Μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Και προελθών μικρόν έπεσε επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων. Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ. Ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν. Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην». Οι άνθρωποι κάθε εποχής βλέπουμε στο πρόσωπο του εναγωνίως προσευχομένου Ιησού, την δική μας υπαρξιακή αγωνία ενώπιον του θανάτου. Προς στιγμήν, εξαιτίας του «πειρασμού και λογισμού» προ του μαρτυρίου, η ανθρώπινη φύση του Ιησού φαίνεται να συστέλλεται προ του θανάτου, αλλά η θεϊκή φύση Του συγκρατεί την ανθρώπινη αδυναμία προκειμένου να συντελεσθεί το απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου Γένους διά της «θανάτω» θανατώσεως του θανάτου. Αίμα και ιδρώτας της αγωνίας και ψυχικής πάλης του Ιησού, κατ’ άνθρωπον, καθώς ευρίσκεται αντιμέτωπος με την σκληρή κρίση της χρήσης του «αυτεξουσίου», της ελευθερίας της επιλογής του θανάτου. Εκουσίως, αβιάστως και ελευθέρως ο παντοδύναμος Χριστός επιλέγει το σταυρικό μαρτύριο και ως τέλειος Θεός υπερνικά την νομοτέλεια της ανθρώπινης φύσης, η οποία συγκλονίζεται και οι θρόμβοι του αίματος αρδεύουν καθαρτικά την σύμπασα πλάση.

Την υπερφυή και εν αφάτω μυστηρίω εξελισσόμενη Μεγάλη νύχτα στον κήπο των ελαιών αναταράσσει το «πικρό φίλημα» του Ιούδα κατά την ώρα της προδοσίας και της παραδόσεως του Διδασκάλου «εις χείρας ανόμων». Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν την τραγική σκηνή της συναντήσεως μαθητού και Διδασκάλου αναφέρουν ότι ο φιλάργυρος φίλαυτος μαθητής απεκδύεται τον σωτήρα και λυτρωτή του, και ενδύεται τον μισάνθρωπο απατεώνα Διάβολο. Σφραγίζει την ύπαρξή του με το τυφλωμένο πάθος του και οδηγεί στα φρικτά πάθη τον απαθή θεάνθρωπο, ο οποίος ως φιλάνθρωπος πονά για τον «υιό της απωλείας» παρά για το δικό του μαρτυρικό τέλος. Μέχρι την εσχάτη στιγμή αναμένει εναγωνίως την μετάνοια και μεταστροφή του μαθητού και διακαώς επιποθεί την σωτηρία του Ιούδα. Πέλαγος και ωκεανός η αγάπη και η φιλανθρωπία του μακρόθυμου σωτήρος Χριστού.

Και τώρα ο κριτής των πάντων κρίνεται και κατακρίνεται καθώς ξημερώνει η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή «καθ’ ην επιτελούμεν ανάμνησιν των αγίων και σωτηρίων παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Πάθη και Σταυρός, Σταυρός και θάνατος, θάνατος και απαρχή της ζωής των κεκοιμημένων. Τα πάθη του Χριστού σώζουν τον πεπτωκότα στα πάθη άνθρωπο και η Εκκλησία ψάλλουσα μας ενθαρρύνει: «τα πάθη τα σεπτά τη παρούσα ημέρα ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω κόσμω». Ο δε Απόστολος των εθνών Παύλος κραταιά φωνή διακηρύττει: «Αδελφοί, ο λόγος του Σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστί». Οι πληγές, τα επί του θείου σώματος στίγματα, οι μώλωπες του αναμάρτητου αμνού Ιησού Χριστού γίνονται πηγές σωτηρίας, μεταμορφώσεως και ανακαινίσεως του πεπτωκότος ανθρώπου. Γι’ αυτό ακριβώς ο Προφήτης Ησαΐας ευστόχως υπογραμμίζει: «τω μώλωπι αυτού, ημείς ιάθημεν». Και τούτο συμβαίνει διότι εκουσίως και ελευθέρως ο Χριστός οικειόθηκε το δικό μας πρόσωπο και αποκαθάρισε σύνολη την ύπαρξή μας υπό το άκτιστο φως του δικού του προσώπου και με το καθάρσιο και σωτήριο αίμα Του.

Ο Χριστός είναι το «εθελόθυτον θύμα» και η σταυρική του θυσία γεννά την ελευθερία του ανθρώπου από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, αφού επί του Σταυρού νεκρούται η αμαρτία και ο θάνατος. Με το αίμα του Χριστού πληρώνονται τα « λύτρα», εξαγοράζεται ο θάνατος, μεταμορφώνεται και ανακαινίζεται ο σύνολος άνθρωπος. Το αίμα Του κατέπνιξε τον θάνατο και ανέπλασε τον άνθρωπο. Επί του σταυρού «έσχισε» το χειρόγραφο της αμαρτίας, διέγραψε τα «χρέη» μας και μας έφερε σε «καταλλαγή» με τον Θεό προκειμένου να μας καταστήσει «κατ’ υιοθεσίαν» υιούς και θυγατέρες Θεού. Ο Μ. Αθανάσιος γράφει θεοπνεύστως: «έλαβε τον κάλαμον για να σβύσει το χειρόγραφον των αμαρτιών μας και να υπογράψει βασιλικώς με το κόκκινο αίμα του το χειρόγραφο των αμαρτιών μας». Άπλωσε επί του Σταυρού τις πανάχραντες χείρες του και επισυνήγαγε τους εκ της αμαρτίας διασκορπισθέντες μακράν του Θεού ανθρώπους. Συμπληρώνει δε σχετικά και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Σταυρώ προσηλώθης η άμπελος η αληθινή, ετρύγησαν τα έθνη».

Και εκεί που το «τετέλεσται» μας αφήνει προς στιγμήν αποκαρδιωμένους για την «κατ’ επίφασιν» νίκη του θανάτου, έρχεται η Εκκλησία ψάλλουσα να μας αναπτερώσει στο φρόνημά μας καθώς διακηρύττει: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω σου αίματι, τω σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις, Σωτήρ ημών, δόξα σοι». Ήδη το κράτος του θανάτου διελύθη. Ανέτειλε λοιπόν το Άγιον και Μέγα Σάββατον «καθ’ ο εορτάζομεν την θεόσωμον ταφήν και την εις άδου κάθοδον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ο Χριστός επί του Σταυρού με τον μαρτυρικό θάνατό του, με το «τετέλεσται» ολοκληρώνει και το λυτρωτικό έργο του υπέρ ημών. Φαίνεται απατηλά ότι ο θάνατος ενίκησε, η φθορά επικράτησε… όχι όμως. Ο θάνατος πλανήθηκε, εξαπατήθηκε διότι όπως ζωηρά αναφέρει ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης: «Επί του Σταυρού άνθρωπος μεν το φαινόμενον, θεός δε το κρυπτόμενον».

Σήμερα η θεόσωμος ταφή του Κυρίου γίνεται πρόξενος χαράς, αγαλλιάσεως, ευφροσύνης, καθώς η Ανάσταση στον κάτω κόσμο, στο κράτος του Άδου, ήδη είναι γεγονός. Η εις Άδου κάθοδος είναι ήδη Ανάσταση, όπως μοναδικά και ανεπανάληπτα απέδωσε η Ορθόδοξη Βυζαντινή αγιογραφία την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού με την «Εις Άδου Κάθοδον» Αυτού. Τούτο επιβεβαιώνει αψευδώς και η θεόπνευστη υμνογραφία της Εκκλησίας μας, η οποία ψάλλει: «ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον άδην ενέκρωσας τη αστραπή της Θεότητος. Ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας πάσαι αι δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον. Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα σοι».

Ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός κατέρχεται στα κατώτατα της γης, στο κράτος του Άδου και αποκαλύπτει στους απ’ αιώνων κεκοιμημένους, δικαίους και αμαρτωλούς, την θεότητά του, κηρύττει την αλήθεια της νίκης του θανάτου και συντελεί την απελευθέρωση του «γένους των Βροτών». Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει: « υπερήφανον όφιν (διάβολον) συ Χριστέ εταπείνωσας, ταπεινώσει καρδίας ξύλω ανυψούμενος. Ύψιστε Θεέ και Αδάμ τον τοις πάθεσιν, τεταπεινωμένον ανύψωσας, οικτίρμον». Ο Σταυρός και ο ενταφιασμός του Κυρίου, σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο αποτελεί για το γένος των ανθρώπων «εορτή και πανήγυρη, διότι καταργείται το του θανάτου κράτος και εξαλείφεται η του διαβόλου πλάνη».

Στην βυζαντινή αγιογραφία η «Εις Άδου κάθοδος» απεικονίζει τον νικητή του θανάτου Ιησού να αίρει από τα έγκατα της γης, από το σκότος των φυλακών του Άδου, δύο πρόσωπα, τον Αδάμ και την Εύα, και στο πρόσωπό τους το σύνολο του ανθρωπίνου Γένους που ο θάνατος από αιώνων κρατούσε ως λάφυρο. Ο Παράδεισος ήταν κλειστός καθώς οι ψυχές δικαίων και αμαρτωλών είχαν κοινό «τόπο» φυλακίσεως που δεν ήταν άλλος από τα «καταχθόνια της γης» δεσμωτήρια του κράτους του θανάτου. Ο Χριστός αναγεννά τον «νέο άνθρωπο» ψυχοσωματικά και τον αθανατοποιεί οντολογικά. «Ο νέος Αδάμ» και «νέα Εύα» είναι τα αναστημένα εν Χριστώ πρόσωπα, ο «καινός άνθρωπος».

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο περιγράφοντας τα όσα θαυμαστά συντελούνται υπό του Κυρίου στο κράτος του θανάτου, αναφέρει: «Έφθασε λοιπόν ο θάνατος, και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος (τον Χριστόν ως άνθρωπον) περιεπλέχθη στο αγκίστρι της αναμάρτητης και ζωοποιού θεότητος, και αφού εγεύθη σώμα θεωμένο καταστρέφεται και όλους τους ανιστά, αυτούς που είχε καταπιεί. Γιατί όπως το σκότος με την εμφάνιση του φωτός εξαφανίζεται, έτσι και η φθορά απομακρύνεται με την επίθεση της ζωής. Και γίνεται ζωή για όλους, φθορά γι’ αυτόν που φθείρει». Και επιπροσθέτως θεολογεί ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδη μετά ψυχής, ως Θεός, εν παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος».

Ιδού, οι πρώτες αχτίδες της χαραυγής της «νέας ζωής» προβάλλουν στον ορίζοντα και λούζουν το «κενό μνημείο» όπου τα κενά σπάργανα του ενταφιασμού πιστοποιούν ότι ο «πρωτότοκος των νεκρών» ανέστη και ζωή αιώνια πολιτεύεται. Όλη η έλλογη και άλογη κτίση αναβοά: «Τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια». Η δε Εκκλησία μας καλεί ψάλλουσα: «Δεύτε του καινού της Αμπέλου γενήματος, της θείας ευφροσύνης, εν τη ευσήμω ημέρα της εγέρσεως, Βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτόν ως Θεόν εις τους αιώνας». Ανέτειλε πια η Κυριακή του «Καινού Πάσχα».

Η υπερουράνια τράπεζα της Βασιλείας του Θεού στρώθηκε και πρόσκληση ανοικτή μέσα στους αιώνες απευθύνεται σε όλο το ανθρώπινο γένος, καθώς «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν». Το κενό μνημείο διακηρύττει αψευδώς ότι «Χριστός ανέστη και Άδης εσκυλεύθη». Το λάφυρο της νίκης μόνο ένα, ο άνθρωπος. Τώρα το κενό μνημείο εν σιωπή μας προσκαλεί: «έρχου και ίδε». Η απόλυτη σιωπή και φως, παντού φως, μόνο φως. Ανέστη Χριστός…και οι άνθρωποι ως άλλοι παίδες ενθουσιωδώς και μεγαλοφώνως αποκρίνονται: Αληθώς Ανέστη…
Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...