Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 08, 2015

Ομιλία στην προδοσία του Ιούδα

Ομιλία στην προδοσία του Ιούδα
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ας δούμε πώς παραδόθηκε ο Δεσπότης. Για να μάθομε καλά και του προδότη όλη τη μανία, και του μαθητή την αχαριστία να γνωρίσομε, και του Δεσπότη την ανείπωτη φιλανθρωπία, ας ακροασθούμε τον Ευαγγελιστή πώς εκείνου την παρατολμία ιστορίζει.
Τότε, λέγει, πορευθείς εις εκ των δώδεκα, Ιούδας ο λεγόμενος Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Θαρρώ πως είναι ξάστερα τούτα τα λόγια και δεν αφήνουνε τίποτε κρυφό. Κι άμα τα καλοξετάσει κανένας χωριστά το καθένα, πολλά έχει να στοχαστεί και πολύ βαθιά νοήματα να πιάσει. Και πρώτα για τον καιρό. Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι, ο ευαγγελιστής. Δεν λέγει πορευθείς μονάχα· αλλά τότε πορευθείς. Τότε… Πότε; Και για ποιον λόγο σημαδεύει τον καιρό; Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι ο ευαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στο Πνεύμα· γιατί εκείνος που λαλεί μέσα στο Πνεύμα τίποτε απλά και τυχαία δεν το λέγει.
Τι είναι λοιπόν, το τότε; Πριν από εκείνη την ώρα, πριν από αυτό το τότε σίμωσε το Χριστό η γυναίκα που είχε το αλάβαστρο με το μυρωδικό και που τόχυσε πάνω στο κεφάλι του. Φανέρωσε πολλή πίστη εκείνη η γυναίκα, φανέρωσε πολλήν έγνοια, φανέρωσε πολλήν υπακοή και σέβας. Άλλαξε από τον προτινό της βίο κι έγινε καλύτερη και φρονιμώτερη. Και σαν η πόρνη μετάνοιωσε, σαν κατάλαβε τον Δεσπότη, τότε ο μαθητής παράδωσε τον Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Όταν ήρθε η πόρνη και το μυρωδικό λάδι έχυσε στα πόδια του Ιησού και τα σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της και πολλήν έγνοια φανέρωσε σβύνοντας με την εξομολόγηση όλα της τα κρίματα. Τότε, λοιπόν, σαν είδε τη γυναίκα εκείνη τόσην έγνοια να φανερώνει μπροστά στον Διδάσκαλο, τότες αυτός έδραμε στην παράνομη προδοσία. Κι ενώ εκείνη από τον βυθό της αμαρτίας ανέβηκε στον ουρανό, αυτός ύστερα από τόσα θαύματα και σημεία, ύστερ’ από την ανείπωτη τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στα τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακό είναι η ραθυμία κι η χαλασμένη προαίρεση. Για τούτο και ο Παύλος έλεγε· ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναξε· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; ή ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Για να μη θαρρεύει εκείνος που στέκεται, αλλά πάντα νάχει αγωνία, μηδέ κείνος που έπεσε ν’ απελπίζεται. Γιατί τόση είναι η δύναμη του Κυρίου, που και πόρνες και τελώνες να τραβήξει και να βάλει κάτω από το ζυγό του.
Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του. Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει ή να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα ώρμησε, δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητάδες, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του. Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητάδες, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδι τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.
Είδες την πόρνη πώς σώθηκε, επειδή συνήρθε, και πώς ο μαθητής γκρεμνίσθηκε με τη ραθυμία; Μη λοιπόν απελπίζεσαι, κυττάζοντας την πόρνη, μηδέ πάλι να θρασέψεις, ρίχνοντας τα μάτια σου στην αποτολμία του μαθητή. Γιατί και τα δύο τούτα είναι ολέθρια. Εύκολα γλυστράει η γνώμη μας και ξεστρατίζει η πρόθεσή μας. Για δαύτο απ’ ολούθε πρέπει ν’ ασφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, Ιούδας ο Ισκαριώτης. Βλέπεις από τι συντροφιά ξέπεσε; Βλέπεις από τι διδασκαλία έμεινε πίσω;
Βλέπεις τι κακό μεγάλο είναι η ραθυμία; Ιούδας, λέγει, ο Ισκαριώτης, γιατί ήτανε κι άλλος συνονόματος με τούτον, ο λεγόμενος του Ιακώβου. Βλέπεις του ευαγγελιστή τη σοφία, που όχι από την πράξη μα από τον τόπο μάς τον ονοματίζει, ενώ τον άλλον όχι από τον τόπο αλλά από το όνομα του πατέρα του μάς τον κάνει γνωστό; Ενώ μπορούσε φυσικά να πει Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να μας διδάξει πως πρέπει να κρατάμε καθαρή τη γλώσσα από κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τη λέξη προδότης. Ας μάθομε, λοιπόν, να μην κακολογούμε τον εχθρό μας. Γιατί αν αυτός ο μακάριος δεν θέλησε να κατηγορήσει τον προδότη, ιστορώντας το παράνομο τούτο τόλμημα, αυτό το περισώπασε και τον ονομάτισε από τον τόπο απ’ όπου καταγότανε, πώς εμείς θα συγχωρεθούμε κατηγορώντας τον διπλανό μας; Εμείς, που πολλές φορές όχι μονάχα τους εχθρούς θυμόμαστε με κακολογία, αλλά κι εκείνους που θέλουνε το καλό μας, ας μην κάνομε τέτοια, σας παρακαλώ.
Είναι συμβουλή και του Παύλου που λέγει: Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω. Έτσι ο μακάριος Ματθαίος, όντας καθαρός από τέτοιο πάθος, έλεγε: Τότε πορευθείς εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Ω βρωμερό λάλημα! Ω ασυλλόγιστη τόλμη! Το θυμούμαι και τρέμω, αγαπητοί, πώς βγήκεν από στόμα το λάλημα, πώς κίνησε τη γλώσσα, πώς δεν ξεριζώθηκε από το κορμί η ψυχή, πώς δεν παραλύσανε τα χείλη, πώς ο νους του δεν ξεστάθηκε. Τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Λέγε μου, Ιούδα, αυτό σ’ έμαθε ο Διδάσκαλος τόσον καιρό; Έτσι λησμόνησες τις αδιάκοπες συμβουλές του; Δεν σου έλεγε μη κτήσεσθε χρυσόν μήτε άργυρον, από την αρχή κυττάζοντας πώς να βάλει χαλινάρι στην ακράτητη μανία σου για τα λεφτά; Δεν σε συμβούλευε λέγοντας εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην; Για ποιο λόγο, πες μου, παράδοσες τον Διδάσκαλο; Επειδή σου χάρισε εξουσία καταπάνω στους δαίμονες, και να γιατρεύεις αρρώστειες, και λεπρούς να καθαρίζεις, κι άλλα πολλά τέτοια θαύματα να φανερώνεις; Για τόσες λοιπόν ευεργεσίες, τέτοιαν αμοιβή του πληρώνεις; Ω ξέφρενη καρδιά ή μάλλον φιλαργυρία! Γιατί όλα τούτα τα κακά η φιλαργυρία τα γεννάει, η ρίζα όλων των κακών, που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας και τους ίδιους τους νόμους της φύσεως, και μας βγάζει από τα συλλοϊκά μας και δεν αφήνει μηδέ φιλία μηδέ συγγένεια μηδέ τίποτ’ άλλο να θυμόμαστε. Αλλά μια και σακατέψει τα μάτια της ψυχής, μας βάζει να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι.
Και για να το μάθεις αυτό καλά, ιδές πόσα δεν έδιωξε από την ψυχή του Ιούδα. Σαν μπήκε εκεί μέσα, τη συναναστροφή, τη συνήθεια, τη θαυμαστή διδασκαλία, τη φιλία, όλα τούτα τάρριξε στη λησμοσύνη. Καλά έλεγε ο Παύλος ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία. Τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Παραδίνεις, Ιούδα, αυτόν που όλα τα κρατάει μέσα στο πρόσταγμά του; Πουλάς τον αχώρετο στον νου, τον χτίστη του ουρανού και της γης, τον πλάστη της φύσεώς μας, αυτόν που με λόγο και νεύμα τάφτιαξε όλα; Για να δείξει, λοιπόν, πως θεληματικά παραδόθηκε, άκου τι έκαμε. Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε; Και πάψανε παρευθείς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πώς δεν αποκριθήκανε λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε καταφάνερα την αδυναμία τους; Κύτταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη! Μια και μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν συγκίνησε την αδιαντροπιά του προδότη, μηδέ την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, παραδίνεται τότε και λέγει ο Κύριος. Σαν τους έδειξα πως καταπιάνονται με τ’ αδύνατα, θέλησα να τους ημερώσω τη μανία· δεν θέλουνε, μα επιμένουνε στην κακία τους. Ιδού, λοιπόν, παραδίνομαι. Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πώς έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία ή με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη. Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε. Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί. Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε. Στοχάσου· όταν τον συμβούλευε και πάσχιζε να τον κρατήσει από την κακή πράξη, δεν άκουσε μηδέ δέχθηκε τη νουθεσία. Και σαν δεν ήτανε πια κανένας να τον συμβουλεύσει, αναταράχθηκε η συνείδησή του, κι εκεί που κανένας δεν τον δίδασκε, άλλαξε και πέταξε τα τριάντα αργύρια. Γιατί, λέγει ο ευαγγελιστής, έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Πληρώσανε το αίμα εκείνου που ήταν ατίμητος. Τι παίρνεις, Ιούδα, τριάντα αργύρια; Δωρεάν κατέβηκε ο Χριστός να χύσει το αίμα του για την οικουμένη και συ τώρα παζαρεύεις αυτό το αίμα; Ποια ντροπή τρανότερη από τέτοιο παζάρεμα! Ποιος είδε και ποιος άκουσε!
Μεταφρ. Βασ. Μουστάκη
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΕΤΟΣ Α' ΜΑΡΤΙΟΣ 1952
ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛ. 3

Η Θεία Κοινωνία του Ιούδα και η δική μας σωστή προετοιμασία

Μεγάλη Τετάρτη βράδυ 2004


Αποτέλεσμα εικόνας για θεια κοινωνια ιουδα


Αδελφοί μου, «να με μιμείσθε λέγει ο Κύριος».
Ο πρώτος να είναι έσχατος και ο Δεσπότης να είναι ο διακονών. Δηλαδή να Τον μιμηθούμε όσο είναι δυνατόν περισσότερο στην ταπείνωση. Τα κηρύγματα νομίζω ότι δεν χρειάζονται, διότι όλη η Εκκλησιαστική υμνολογία είναι ένα κήρυγμα πολύ δυνατό, που αν κανένας το προσέχει λέξη προς λέξη και ειδικότερα αυτοί που έχουν και δίπλα λίγο τη μετάφραση, συγκλονίζονται από όλα όσα μας διδάσκει η Εκκλησιαστική μας υμνολογία, σήμερα βέβαια, για την προδοσία του Ιούδα.
Σε κάποιο σημείο ο κανόνας, αν δεν απατώμαι στον τελευταίο ειρμό, μας μιλάει για μια «ξενία δεσποτική και αθανάτου τραπέζης εν υπερώω τόπω». Αλήθεια αυτή η «δεσποτική ξενία» ποια μπορεί να είναι; 

Τέσσερα πράγματα μας τόνισε σήμερα η Εκκλησία μας ότι γιορτάζουμε σήμερα και μέχρι αύριο το μεσημέρι. 
- Τον ιερό νιπτήρα,
- Τον Μυστικό Δείπνο,
- Την υπερφυά προσευχή, την οποία θα ακούσουμε ως πρώτο Ευαγγέλιο αύριο βράδυ και 
- Την προδοσία.
Άρα λοιπόν «δεσποτική ξενία» είναι ο Μυστικός Δείπνος. Και όπως λέει το κοντάκιον, η «παράδοσις των καθ’ ημάς φρικτών μυστηρίων». 

Ο Μυστικός Δείπνος είναι η πιο μεγάλη φιλοξενία, για τον άνθρωπο πάνω στη γη. Φιλοξενία μεγάλης τιμής.
Ποιος μας καλεί να μας φιλοξενήσει και να μας παραθέσει δείπνον μέγα; Ποιος άλλος, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο Κύριος των κυριευόντων, ο Δεσπότης Χριστός, που με το στόμα των ιερέων, μας καλεί όλους, «λάβετε, φάγετε, πίετε εξ αυτού πάντες, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ποιους καλεί ο παμβασιλεύς Χριστός εις το δείπνον αυτό το μέγα; Καλεί εσένα, καλεί και σένα, καλεί και μένα, καλεί τον άλλον, αυτόν που είναι απέξω, μας καλεί όλους, όλους μας καλεί. Εμάς τους αμαρτωλούς και αχρείους δούλους. Διότι τέτοιοι είμεθα. Παρά ταύτα όμως εκείνος μας καλεί στο βασιλικό δείπνον.

Στην πραγματικότητα δεν είμαστε τίποτα, απλώς φανταζόμαστε ότι είμαστε κάτι, διότι βλέπομε τον εαυτόν μας στον καθρέφτη σαν φάντασμα. Ε, λοιπόν είμεθα αμαρτωλοί, βρώμικοι και τρισάθλιοι, παραταύτα όμως ο Κύριος όπως είπαμε και χτες, καταδέχεται να μας φυτέψει μέσα Του για να μπορέσουμε να αποδώσουμε καρπούς. Και βότρυν όπως λέγει, να φέρομε καρπόν δηλαδή, ποιόν καρπόν; Τον οίνον της αμπέλου, διότι Αυτός είναι η άμπελος και μείς είμεθα τα κλήματα. 
Όσοι από μας δεν έχουν ψευδαισθήσεις για τον εαυτόν τους, τρέμουν μπροστά σ’ αυτήν την τιμή την οποία μας κάνει ο Κύριος. Και σε ποιο τραπέζι μας καλεί; Στα τραπέζι της Θείας Λατρείας. Σ’ αυτό το μεγάλο και μυστικό βασιλικό δείπνο προσφέρει ο Κύριος το Πανάγιον Σώμα Του και το Τίμιον Αίμα Του. Μας το βεβαιώνει και ο ίδιος. «Η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το Αίμα μου εστί αληθώς πόσις. Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ».
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, προσφέρεται εις βρώσιν και εις πόσιν τοις πιστοίς. Είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος. Ο θυσιάζων και ο θυσιαζόμενος. Είναι ο «πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος», όπως λέγομε κατά την κλάσιν του Τιμίου Σώματός Του στο «Πρόσχωμεν. Τα άγια τοις αγίοις».
Στο Μυστικό εκείνο Δείπνο, το βράδυ της μεγάλης Πέμπτης, μας το τόνισε ιδιαίτερα η υμνολογία σήμερα, ήσαν καλεσμένοι αποκλειστικά και μόνον οι Δώδεκα Μαθηταί. Και κοινώνησαν όλοι από τα χέρια Του, εάν παρακολουθήσατε το ιερό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα και τους λόγους της υμνολογίας, θα το διαπιστώσατε. Κοινώνησαν όλοι απ’ τα χέρια Του. 

Ένας όμως δεν έπρεπε να κοινωνήσει, δεν ήταν καθαρός. Το έβλεπε και το είδε ο Κύριος ως καρδιογνώστης, γι’ αυτό και είπε «Υμείς καθαροί εστέ, αλλ’ ουχί πάντες». «Ήδη (ήξερε) γαρ τον παραδιδούντα αυτόν, δια τούτο είπεν ουχί πάντες». Ήξερε Αυτός ως καρδιογνώστης ότι εκτός ενός, οι υπόλοιποι ήσαν καθαροί. 
Ακάθαρτος λοιπόν ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Πολλές οι αμαρτίες του. Η φιλαργυρία του, η κλεψιά – «και κλέπτης ην», λέει – ο φθόνος, η κακία, η δολιότης, η σκληροκαρδία, η προδοσία και τόσα άλλα. 
Σ’ αυτές τις αμαρτίες προσετέθηκε ακόμα μία. Το ότι κοινώνησε αναξίως το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Αφού ήταν ανάξιος και ακάθαρτος, γιατί προσήλθε σ’ αυτό το δείπνο ο Ιούδας; Τι ήθελε να δείξει, ότι δήθεν ήτο καθαρός; Μα αυτό είναι υποκρισία! Θα μπορούσα να πω είναι ασυνειδησία, μέσα στα τόσα φοβερά που προσδίδει η Εκκλησία μας επίθετα στον Ιούδα, του προσέδωσε και αυτό. Σε ένα τροπάριο αν προσέξατε τον αποκαλεί ασυνείδητο. Να πως το λέγει ο υμνογράφος. «Εδέξαντο το λυτήριον της αμαρτίας Σώμα, ο ασυνείδητος, και το Αίμα το χεόμενον υπερ της του κόσμου το θείον», δηλαδή, «ο ασυνείδητος Ιούδας ελάμβανε στην δεξιά του χείρα το Σώμα του Κυρίου, δια του οποίου δίδεται, παρέχεται, η άφεσις των αμαρτιών, και το Θείον Αίμα που χύνεται για τη σωτηρία του κόσμου.»

Και τίθεται ένα ερώτημα. Είναι ασυνείδητος μόνον ο Ιούδας; Αλλά όχι. Αλλά και κάθε χριστιανός που είναι ανέτοιμος όταν προσέρχεται στη Θεία Κοινωνία. Τέτοιες μέρες σαν κι αυτές χαίρεται ο Θεός, χαίρεται ο Ουρανός, χαίρονται οι άγγελοι, χαίρονται οι άγιοι, χαίρεται η θριαμβεύουσα Εκκλησία, χαίρονται οι πάντες, διότι οι πιστοί αγωνιζόμενοι χριστιανοί προσέρχονται να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, «ψυχαίς καθαραίς και αρίπωταις χείλεσι», όπως τονίζει. Τα χείλη μας είναι καθαρά, όπως δε και οι ψυχές μας, γι’ αυτό και τρέχομε να κοινωνήσομε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού. Αλλά δυστυχώς όμως δεν είμαστε όλοι έτοιμοι. 
Υπάρχει δε και ένα πολύ μεγάλο κακό το οποίον συνήθως το ακούμε, βιάζουν οι σύζυγοι τους άντρες των, ή και το αντίστροφο καμιά φορά, βιάζουν ακόμα δε και τα παιδιά μας τα μεγάλα, έτσι απροετοίμαστα όπως είναι, να πάνε να κοινωνήσουν «για το καλό του χρόνου». Και μάλιστα λέει και το βράδυ το Πάσχα, επειδή διαβάζεται ο Κατηχητικός Λόγος, λένε ότι αυτό είναι η συγχωρητική ευχή, δεν είναι, λόγος είναι, ένας λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που μας δηλώνει για τον θρίαμβον της Αναστάσεως. Εκείνο που γίνεται μεγάλη παρεξήγησις γιατί δεν μπορούμε να τα πούμε τότε, στο «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες», αφορά εκείνους που δεν μπορούν να νηστεύσουν για λόγους υγείας, όχι για κείνους οι οποίοι συνειδητά δεν νηστεύουν, αν και έχουν τις δυνάμεις τις σωματικές, δε μιλάει γι’ αυτούς ο Χρυσόστομος, μιλάει για κείνους που είναι άρρωστοι, που είναι ασθενείς, που είναι ανήμποροι, που είναι στο κρεβάτι, ή αν είναι όρθιοι, έχουν χίλια δυο βάσανα στο σώμα τους και οι καϋμένοι δεν μπορούν να νηστεύψουν, και όταν τρώνε, τους τρώει και μέσα τους τα σωθικά, κάθε φορά που κάνουν μια μικρή κατάλυση ή μεγάλη. Γι’ αυτούς μιλάει ο Χρυσόστομος… Λοιπόν αμαρτάνουν όλοι όσοι πιέζουν τους ανθρώπους, αυτούς τους οικείους δηλαδή, να νηστεύουν (κοινωνήσουν). 

Και βέβαια ήθελα, για να τελειώνουμε κιόλας, μη σας κουράζω, θέλω να κάνω μια ερώτηση. Τι ωφέλησε τον Ιούδα που κοινώνησε και από τα ίδια τα χέρια του Κυρίου. Εμείς κοινωνάμε μόνοι μας ως ιερείς. Εσείς κοινωνάτε απ’ τα χέρια των ιερέων. Ανάξιοι, άξιοι, άγιοι, μη άγιοι, αμαρτωλοί, ξαμαρτωλοί, κοινωνάτε. Αμ’ αυτός που κοινώνησε όμως απ’ τα χέρια του Κυρίου, τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία; Αφού μετά τη Θεία Κοινωνία πήγε και πρόδωσε !... Αμαρτωλός ήταν, αμαρτωλός παρέμεινε. Βρώμικος ήταν, βρώμικος παρέμεινε. Φιλάργυρος ήταν, φιλάργυρος παρέμεινε. Ελεεινός ήταν, ελεεινός παρέμεινε. Τι τον ωφέλησε; Ξέρετε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Πήγε ύστερα και κρεμάστηκε. Αυτοκτόνησε. Και όχι μόνον αυτοκτόνησε αλλά ούτε το δένδρο τον δέχτηκε. Έσπασε το κλαδί, όπως διηγείται ο Αποστολος Πέτρος, έπεσε κάτω, σχίστηκε η κοιλιά του, άνοιξαν τα σπλάχνα του και βγήκαν προς τα έξω. Ούτε η γη δεν τον δέχτηκε. Τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία όταν αφού δεν ήταν έτοιμος, δεν είχε μετάνοια… Καταδέχτηκε μάλιστα να του πλένει και τα πόδια ο Κύριος, και δεν διαμαρτυρήθηκε.
Και όταν του έδωσε το τρυβλίον, του έδωσε τον άρτο βουτηγμένο μέσα στο κρασί και του είπε ότι αυτός που θα το φάγει αυτό, αυτός θα με προδώσει, ούτε εκείνη τη στιγμή δε συνήλθε, έτσι τις περισσότερες φορές δε συνερχόμεθα και μείς. 
Περνάνε τα δραματικά γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος, έρχεται το Πάσχα, κροτούν τα βεγγαλικά, υπάρχουν και οι λάμψεις εις τον ουρανό με τις φωτοβολίδες, χαιρόμεθα, ψήνουμε το αρνί την άλλη μέρα, και ύστερα από λίγες μέρες τα ξεχνάμε όλα. Τα ξεχνάμε όλα.

Αν δεν είμαστε έτοιμοι, αν δεν είμαστε έτοιμοι, δεν το λέω για μας, το λέω για τους χιλιάδες των ανθρώπων και τα εκατομμύρια των Ελλήνων, που είναι σήμερα έξω από τις εκκλησίες, που θάπρεπε να ήταν όχι μόνο γεμάτες, να μη μας χωρούσαν ούτε οι πλατείες των εκκλησιών ούτε οι δρόμοι, ούτε και τα παραδρομάκια και τα σοκάκια. Γεμάτες οι εκκλησίες, μεγάφωνα παντού να υπήρχαν, για να συμμετείχαν ως χριστιανοί συνειδητά στο Θείο αυτό δράμα, μήπως μέσα από αυτό το δράμα, ζούσε ο καθένας μας το προσωπικό του δράμα, της αμαρτίας, των αδυναμιών του και των παθών του, και φώναζε, και αν δεν υπάρχει πνευματικός μπορεί να φωνάξει, «Θεέ μου ελέησέ με τον αμαρτωλόν, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου, και φωνάζω ως άλλος ο ληστής, Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου.» Και κακούργοι νάμαστε, αν έχομε μετάνοια θα σωθούμε. Και χωρίς πνευματικό. Θα σωθούμε. Αρκεί να το φωνάξουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, συνειδητά, ως αμαρτωλοί, ότι ζητούμε το έλεος του Αγίου Θεού, και ο Θεός θα μας δώσει την ευκαιρία, πέρα από τα δάκρυα που θα χύσουμε εκείνη τη στιγμή και τον στεναγμό που θα βγάλουμε απ’ τα στήθη μας, και τη γροθιά που θα τη χτυπήσουμε πάνω εδώ, θα μας δώσει την ευκαιρία, όπως την έδωσε σε χιλιάδες ανθρώπους, και ενθυμούμε έναν, πού όταν ήτανε βαριά πληγωμένος, φώναξε μια νοσοκόμα και της είπε «κάτσε εδώ δίπλα μου», «θέλω να εξομολογηθώ», «μα δεν είμαι ιερεύς», «θα τα μεταφέρεις στον πρώτο πνευματικό που θα βρείς αυτά που θα σου εξομολογηθώ» και εξομολογήθηκε στη νοσοκόμα, και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών, και κείνη τα είπε κατόπιν στον πνευματικό και επίσκοπο, και διάβασε συγχωρητική ευχή, και είδε την ψυχή ανάμεσα στους αγγέλους και στους Αγίους. 

Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για κανέναν από μας, όταν θέλει να μετανοήσει για να βρεθεί στην Βασιλεία των Ουρανών. 

Αδελφοί μου τέτοια μετάνοια ζητεί απ’ όλους μας ο Θεός, 
Αμήν.

Ὁ Ιούδας ( π. Μαξίμου Ι. Μ. Παραμυθίας Ρόδου)






1. Είναι απορίας άξιο, πώς ο Ιούδας πρόδωσε το Δάσκαλό του, ενώ Τον έβλεπε να κάνει τόσα μεγάλα θαύματα;

Ο Ιούδας αρχικά πρέπει να ήταν καλός. Όπως και οι άλλοι μαθητές του Χριστού, εγκατέλειψε κι αυτός για τον Μεσσία και συγγενείς και δουλειά. Σίγουρα θα υπέμεινε ταλαιπωρίες κατά τις πεζοπορίες των τριών χρόνων της δημόσιας δράσης του Χριστού. Ο Χριστός έστελνε κατά τις περιοδείες Του σε χωριά και πόλεις μαθητές Του για να προετοιμάσουν τους ανθρώπους. Οι μαθητές τότε, μαζί και ο Ιούδας, κήρυτταν για τον Μεσσία που ήλθε, κι επιβεβαίωναν τα λόγια τους με θαύματα (Ματθ. 10,1-8). Ο Ιούδας τιμήθηκε ιδιαίτερα από το Χριστό με το να κρατάει το κοινό ταμείο. Απ’ αυτό ψώνιζε και έδινε χρήματα για φιλανθρωπία σε πτωχούς (Ιωάν. 13,29).  Όταν ο Χριστός ξεκίνησε από τη Γαλιλαία προς την Ιουδαία για να θυσιασθεί, Τον ακολούθησε και ο Ιούδας ακούγοντας τα λόγια του συμμαθητή του Θωμά: «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του» (Ιωάν. 11,16).
     Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει πως ο Ιούδας είχε ήδη το πάθος της φιλαργυρίας (12,6). Φαίνεται πως υπέπεσε στο πάθος αυτό και οδηγήθηκε στην απιστία προς το Χριστό. Η φιλαργυρία άνοιξε την ψυχή του στο σατανά, έδωσε δικαιώματα στον πονηρό.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς (22,3) γράφει ότι, πριν συνεννοηθεί ο Ιούδας με τους αρχιερείς για την παράδοση, ο σατανάς εισήλθε μέσα του. Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (13,2) λέγοντας ότι ο σατανάς έβαλε στην καρδιά του Ιούδα την προδοσία. Ο ίδιος Ευαγγελιστής αναφέρει στο τέλος του Μυστικού Δείπνου ότι εισήλθε πάλι ο σατανάς στον Ιούδα (13,27). Ας το δούμε: Στη Βηθανία άλειψε τα πόδια του Χριστού μία γυναίκα με πολύτιμο μύρο. Ο Ιούδας με κάποιους μαθητές διαμαρτυρήθηκαν αγανακτισμένοι (Ματθ. 26,8 και Ιωάν. 12,4-6). Η διαμαρτυρία είναι δείγμα αμφισβήτησης του αλάθητου του Χριστού: πώς επέτρεψε αυτή την απώλεια; Όταν ο Χριστός επενέβη και ζήτησε να μην πικραίνουν τη γυναίκα για την εκδήλωση της αγάπης της, επειδή ετοίμασε το σώμα Του για τον ενταφιασμό, οι άλλοι σιώπησαν ταπεινά, ο Ιούδας όμως, ενοχλημένος και επηρεασμένος από το σατανά, πήγε για την προδοσία. Ο εγωισμός τον τύφλωσε. Σίγουρα ο Ιούδας δεν πίστευε στη θεότητα του Χριστού. Ένας Θεός αξίζει κάθε τιμής και θυσίας και δεν προδίδεται. Ήθελε να κάνει το δάσκαλο στο Χριστό. Μάλιστα έκρυψε τη φιλαργυρία του στο δήθεν ενδιαφέρον του για τους φτωχούς. Οι αμαρτωλοί συνήθως προσπαθούν να καλύπτουν τις αμαρτίες τους και να τις δικαιολογούν.
     Με τη μεσολάβηση του Ιούδα οι αρχιερείς χάρηκαν (Μάρκ. 14,11 και Λουκά 22,5), γιατί θα μπορούσαν να συλλάβουν το Χριστό μακριά από τον όχλο και σε ώρα νυκτερινή, που όλοι κοιμούνται. Ο Ιούδας μάλιστα φανερά τους βεβαίωσε και τους έδωσε την υπόσχεση, ότι θα παραδώσει το Χριστό χωρίς την παρουσία του όχλου (Λουκά 22,6).
     Η αιτία της προδοσίας δεν ήταν τόσο η φιλαργυρία, όσο ο εγωισμός του. Αν ήταν αποκλειστικά φιλάργυρος, θα έφευγε πιο νωρίς από το φτωχό δάσκαλο Χριστό. Αν και στο παρελθόν έκλεβε χρήματα, δεν εγκατέλειψε, όμως, το Χριστό. Τώρα τον εγκαταλείπει, γιατί θίχθηκε ο εγωισμός του. Αν δεν είχε μεγάλο εγωισμό, θα συνέχιζε να κλέβει και δεν θα πρόδιδε το δάσκαλό του. Βέβαια είχε και φιλαργυρία, γιατί πήρε και χρήματα  για να προδώσει το Χριστό.
     Ίσως ο Ιούδας, όταν έχασε την πίστη του στη θεία προέλευση του Χριστού, άρχισε να εξηγεί τα θαύματα του Χριστού, όπως οι Φαρισαίοι, ως δαιμονικές ενέργειες. Ο εγωισμός σκοτίζει τον άνθρωπο, ώστε να μη διακρίνει το σωστό.
     Ο Ιούδας τυφλώθηκε από τη φιλαργυρία, τον εγωισμό και το διάβολο και δεν έβλεπε τι πήγαινε να κάνει.

2. Η προδοσία του Ιούδα ήταν αναπόφευκτη και έπρεπε να γίνει;

Το ότι ένας μαθητής θα γινόταν προδότης, ο Θεός το προγνώριζε. Άλλωστε το προφήτευσε και ο Δαβίδ στην Π.Δ. (Ψαλ. 40,10). Ο Χριστός το προφήτευσε πολλές φορές. Ο Χριστός το προγνώριζε, αλλά δεν το προκαθόρισε. Το προφήτευσε, επειδή θα γινόταν. Ο Θεός είδε την προδοσία και την προείπε. Δεν φταίει η πρόγνωση του Θεού, αλλά  η ελευθερία του Ιούδα.
     Όταν, μετά τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, πολύ πριν από το πάθος, μιλούσε ο Χριστός για την Θεία Κοινωνία, το σώμα και το αίμα Του, μερικοί μαθητές Του είπαν: «σκληρός είναι ο λόγος αυτός» και έφυγαν από κοντά Του. Ο Χριστός τότε  είπε στους δώδεκα: «Μήπως θέλετε και σεις να φύγετε;». Ο Πέτρος απάντησε: «Πού να πάμε, εσύ μας μιλάς για την αιώνια ζωή και πιστεύσαμε και διαπιστώσαμε ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζωντανού». Αποκρίθηκε ο Χριστός: «Εγώ δε σας διάλεξα εσάς τους δώδεκα; Κι όμως ένας από σας είναι διάβολος (κατήγορός μου)». Εδώ εννοούσε τον Ιούδα (Ιωάν. 6,60-71). Εδώ ο Χριστός λέει το παράδοξο: «αν και σας διάλεξα εγώ, ανάμεσά σας υπάρχει και προδότης».
     Η θυσία του Χριστού στο σταυρό ήταν πιο επώδυνη, αφού προδόθηκε από έναν μαθητή Του. Αυτή η προδοσία μάς διδάσκει πως κινδυνεύουν όλοι όσοι βρίσκονται κοντά στο Χριστό. Ο Ιούδας αποτελεί πρότυπο πολλών μελλοντικών προδοτών. Αν ο μαθητής του Χριστού που έβλεπε τα μεγάλα θαύματα του Χριστού τον πρόδωσε, πόσο κινδυνεύουν οι μεταγενέστεροι που δε βλέπουν άμεσα το Χριστό και τα θαύματά Του;
     Ο Χριστός θα συλλαμβανόταν και θα θυσιαζόταν και χωρίς τη μεσολάβηση του Ιούδα. Δεν είναι δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να χρησιμοποιεί έναν άνθρωπο για το σχέδιό Του οδηγώντας τον στην αιώνια απώλεια. Αν έκανε θεάρεστο έργο ο Ιούδας, δε θα τον άφηνε ο Θεός να αυτοκτονήσει. Ο Ιούδας δείχνει τη μεγάλη διαφθορά των ανθρώπων και την ανάγκη της θείας θυσίας.

3. Γιατί ο Χριστός άφησε το μαθητή Του τον Ιούδα να τον προδώσει;

Ο Χριστός πολλές φορές προσπάθησε να τον αποτρέψει από την προδοσία. Αρκετό χρόνο πριν από το πάθος Του ο Χριστός επανειλημμένα (Ματθ. 12,40. 16,21-28. 17,12. 17,22-23. 20,17-19) προετοίμαζε τους μαθητές Του για το πάθος Του. Τους έλεγε πως θα πάθει πολλά, θα αποδοκιμασθεί από τους θρησκευτικούς άρχοντες, θα θανατωθεί και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.
     Σε μία προαναγγελία του Πάθους Του (Ματθ. 16,21-28), ο Πέτρος αντέδρασε και ζήτησε να μη συμβεί το πάθος. Ο Χριστός είπε στον Πέτρο: «Ύπαγε πίσω μου σατανά …δεν ακολουθείς το θέλημα του Θεού, αλλά σκέφτεσαι ανθρώπινα». Στη συνέχεια ζήτησε από τους μαθητές Του  αυταπάρνηση και είπε: «τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, εάν τον κόσμο όλο κερδίσει, αλλά χάσει την ψυχή του». Αυτά τα λόγια ήταν και μία σκληρή προειδοποίηση στον Ιούδα για το χάσιμο της ψυχής Του για 30 αργύρια.
     Στο Μυστικό Δείπνο μετά το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών Του ο Χριστός είπε: «εσείς είστε καθαροί, αλλ’ όχι όλοι» (Ιωάν. 13,10-11). Γνώριζε αυτόν, που θα Τον παραδώσει. Στη συνέχεια, ενώ διδάσκει την ταπείνωση (γι’ αυτό έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του), προειδοποιεί πάλι τον Ιούδα λέγοντας την προφητεία του Δαβίδ (Ψαλ. 40,10): «Εκείνος που τρώει μαζί μου ψωμί σήκωσε και με χτύπησε με τη φτέρνα του». Στην υποκριτική αταραξία του Ιούδα ο Χριστός ταράχθηκε για την απώλεια της ψυχής του και είπε καθαρά ότι κάποιος θα τον προδώσει (Ιωάν. 13,21). Ο Ιούδας πάλι έκανε τον ανήξερο. Ο Χριστός τον φανερώνει έμμεσα λέγοντας: «εκείνος που βούτηξε μαζί μου στην πιατέλα το ψωμί, αυτός θα με παραδώσει» (Ματθ. 26,23). Κι ενώ ο Ιούδας συνέχιζε να κρύβεται, λέει ο Χριστός απειλητικά: «αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο υιός του ανθρώπου (ο Μεσσίας) θα παραδοθεί. Καλό θα ήταν γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί (Ματθ. 26,24). Κι ενώ όλοι έλεγαν «μήπως είμαι εγώ», ο Ιούδας, για να μη φανερωθεί με τη σιωπή του, Τον ρώτησε κι αυτός χωρίς ντροπή: «μήπως είμαι εγώ»; Ο Χριστός τού είπε: «Συ το είπες», δηλ., όπως το είπες.
Ο επιστήθιος μαθητής Του αναφέρει πως ο Χριστός στο όρος Γεθσημανή έριξε κάτω προς τα πίσω τον Ιούδα και τους στρατιώτες, όταν τον πλησίασαν (Ιωάν.18,5-6). Ο Ιούδας δε συγκλονίσθηκε, αλλά υποκριτικά χαιρέτησε το Χριστό λέγοντας «χαίρε ραββί» και Τον φίλησε εγκάρδια, «κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθ. 26,49). Ο Χριστός δεν του κακομίλησε, αλλά του είπε: «φίλε, γι’ αυτό που ήλθες εδώ, προχώρα» (Ματθ. 26,50). Ο Λουκάς (22,48) συμπληρώνει τα λόγια του Χριστού με την ερώτηση: «με φίλημα παραδίδεις τον Υιό του ανθρώπου;». Σα να του έλεγε: γνωρίζω γιατί ήρθες, είσαι προδότης, δε με ξεγελά το θερμό φιλί σου.
     Ο Χριστός προσπάθησε να τον συνετίσει. Ο Ιούδας, όμως, ήταν αμετάπειστος στην προδοσία.

4. Μήπως ο Ιούδας πρόδωσε το Χριστό, επειδή δεν ήταν ο απελευθερωτής από τους Ρωμαίους;

Ο Χριστός ποτέ δε μίλησε για επανάσταση όπλων. Οι προειδοποιήσεις για το πάθος Του αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο για επανάσταση. Αν ο Ιούδας ήταν ζηλωτής, δηλαδή επαναστάτης, θα έπρεπε να περιμένει μήπως ο Χριστός δείξει αργότερα τις θείες δυνάμεις Του και απελευθέρωνε το λαό. Με την προδοσία του οδηγούσε το Χριστό στην αφάνεια. Με το θάνατο του Χριστού δεν κέρδισε τίποτε η υπόθεση της επανάστασης. Αν ο Χριστός απογοήτευσε τον Ιούδα, ας τον εγκατέλειπε κι ας περίμενε άλλον απελευθερωτή Μεσσία.
     Επίσης ο επαναστάτης Ιούδας δε δικαιολογεί τη μεταμέλεια του προδότη και τον απαγχονισμό. Όταν επέστρεψε τα χρήματα, είπε στους αρχιερείς: «παρέδωσα αίμα αθώο» (Ματθ.27,4). Ο επαναστάτης Ιούδας, επίσης, έπρεπε να κρατήσει τα χρήματα για τις ανάγκες της αναμενόμενης επανάστασης. Με τον απαγχονισμό του δεν άλλαξε η κατάσταση της ρωμαιοκρατίας.
     Όλος ο λαός περίμενε απελευθερωτή Μεσσία. Όταν ο Χριστός πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια και έφαγαν χιλιάδες άνθρωποι, έλεγαν όσοι έφαγαν:  «πραγματικά αυτός είναι ο αναμενόμενος προφήτης. Ο Χριστός αντιλήφθηκε ότι σκοπεύουν να τον κάνουν  βασιλιά, και αναχώρησε στο όρος μόνος Του» (Ιωάν. 6,14-15).
     Και οι μαθητές του Χριστού περίμεναν από το Μεσσία απελευθέρωση. Δύο μάλιστα από τους πιο κοντινούς, τα αδέλφια Ιάκωβος και Ιωάννης, μαζί με τη μητέρα τους ζήτησαν από το Χριστό, όταν σε λίγο θα γινόταν βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα, να τους βάλει δίπλα στο θρόνο Του δεξιά και αριστερά. Ο Χριστός τους εξήγησε ότι στα Ιεροσόλυμα τον περιμένει  πικρό ποτήρι, πηγαίνει για πάθος (Ματθ. 20,20-23). Αυτοί όμως δεν πρόδωσαν το δάσκαλό τους.
     Ο Ιούδας δεν ήταν επαναστάτης, αλλά μικρόψυχος, εγωιστής και φιλάργυρος.

5. Ο Ιούδας δε μετανόησε, όταν επέστρεψε τα τριάντα αργύρια και είπε στους αρχιερείς ότι αμάρτησε παραδίδοντας αίμα αθώο;

Άλλο πραγματική μετάνοια κι άλλο απλή μεταμέλεια. Η πραγματική μετάνοια χαρακτηρίζεται από  την προσπάθεια για διόρθωση του κακού, ενώ η απλή μεταμέλεια είναι αλλαγή σκέψης (απλή μεταστροφή) χωρίς καμία προσπάθεια διόρθωσης του κακού. Ο Ιούδας αναγνώρισε το λάθος του, αλλά δεν έκανε κάτι για να το διορθώσει. Αν μετανοούσε πραγματικά, θα πήγαινε να βρει το Χριστό και με δάκρυα θα ζητούσε τη συγχώρηση, όπως έκανε ο Πέτρος.
     Το ότι αυτοκτόνησε δείχνει ότι ο εγωισμός του τώρα λειτούργησε αυτοκαταστροφικά. Προφανώς έβαλε και το χέρι του κι ο διάβολος και τον οδήγησε στην απελπισία.
     Αν ο Ιούδας μετανοούσε πραγματικά, θα σωζόταν.

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΠΕΜΠΤΗΣ)

       Τή Μεγάλη Πέμπτη οἱ Πατέρες μας, μᾶς παρέδωσαν νά ἑορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τόν ἱερό Νιπτήρα, τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν ὑπερφυᾶ προσευχή καί ἀκόμη τήν προδοσία τοῦ ᾽Ιούδα. ᾽Εκεῖνο τό τροπάριο πού συγκεφαλαιώνει καί συνδέει τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ἐπισημαίνοντας τίς προεκτάσεις τους καί στή δική μας ζωή, εἶναι κυρίως ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας: ῾Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τούς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καί ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτός γάρ ὁ Χριστός οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. ᾽Αλλ᾽ οὐκ ἤκουσεν ᾽Ιούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος᾽.

       1. ῾Τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα᾽: Ὁ ὑμνογράφος, ἐκφράζοντας τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, μᾶς καλεῖ νά προσεγγίσουμε τή μυστική Τράπεζα, προκειμένου νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ κέντρου τῆς ᾽Εκκλησίας μας, τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο συνέστησε ὁ Κύριος ἀκριβῶς τήν ἡμέρα αὐτή, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο.
Ὁ Κύριος στό Δεῖπνο αὐτό τέλεσε γιά πρώτη φορά ἐπί τῆς γῆς τή Θεία Λειτουργία, καλώντας τούς μαθητές Του νά φᾶνε τό ἅγιο σῶμα Του καί νά πιοῦνε τό τίμιο αἷμα Του. Τό ῾λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι τό σῶμά μου᾽ καί τό ῾πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου᾽ συνιστοῦν τά ἱδρυτικά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας λόγια, τά ὁποῖα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε ἀντίστοιχη σύναξη πιστῶν, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου ῾τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν᾽, διαιωνίζοντας ἀκριβῶς ἐν Πνεύματι τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔ τ σ ι κατανοεῖται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας: ὡς ἡ συνέχεια τοῦ Μ. Δείπνου, γι᾽ αὐτό καί πάντοτε θεωρήθηκε ὡς τό κέντρο, ὅπως εἴπαμε, τῆς ᾽Εκκλησίας, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ῾πλέχτηκαν᾽ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μυστήρια αὐτῆς. Κι εἶναι θά λέγαμε λογικό: ὁ Κύριος πού ἐρχόμενος στόν κόσμο μᾶς ἔσωσε, μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἐνσωμάτωσε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό - κάτι πού ἐνεργοποιεῖται γιά τόν πιστό ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται καί χρίεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - ὁ ῎Ιδιος μᾶς τρέφει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, γιά νά διατηρηθεῖ αὐτή ἡ σχέση Του μαζί μας καί νά αὐξηθεῖ ῾μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ᾽.
        Ταυτοχρόνως στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὁ Χριστιανός βιώνει αὐτό πού ἡ ᾽Εκκλησία μας κατανοεῖ ὡς Παράδοσή της. Παράδοση δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἐπικρατήσει ἤ ἐπικρατεῖ ὡς εὐλογημένη ἴσως συνήθεια σέ κάποιους χριστιανικούς χώρους, μᾶλλον δέν εἶναι ἡ σώζουσα Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο ᾽Εκεῖνος παρέδωσε στούς μαθητές Του καί οἱ μαθητές Του στή συνέχεια παρέδωσαν στίς μετέπειτα γενιές. Τό διατυπώνει ἔξοχα ὁ ἀπ. Παῦλος στήν Α´ πρός Κορ. ἐπιστολή του, ὅταν λέει: ῾ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. ῾Ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ᾽ (11, 23-26). Κι αὐτή βεβαίως ἡ Παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γίνεται μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού σημαίνει ὅτι ἡ Παράδοση ἔχει ἁγιοπνευματικό καί δυναμικό χαρακτήρα, ἄρα εἶναι ζωή καί ἀπαιτεῖ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων γιά τή συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό τήν ἄποψη αὐτή πόσο πλανεμένη καί ἐκτός πραγματικότητας εἶναι ἡ ἀντίληψη ὁρισμένων ὅτι ἡ Παράδοση εἶναι μουσειακή κατάσταση καί συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτή κρύβεται ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα τοῦ ἀνθρώπου.

       2. Ὁ ὑμνογράφος, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, μᾶς καλεῖ νά κοινωνήσουμε ῾τόν ἄρτον᾽, ὑπενθυμίζοντας ὅμως καί τίς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας αὐτῆς: τό φόβο καί τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία δηλαδή δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Μιά συμμετοχή στά ἄχραντα μυστήρια ῾εἰκῇ καί ὡς ἔτυχεν᾽, χωρίς τήν ἐνδεδειγμένη μετάνοια καί χωρίς ἐπίγνωση, δημιουργεῖ τίς συνθῆκες ἐπανάληψης τοῦ δαιμονισμοῦ τοῦ ᾽Ιούδα. Μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ὁ ᾽Ιούδας κοινώνησε, ἀλλά μέ τήν προδοσία ἐν ἐξελίξει, μέ ἀποτέλεσμα νά δαιμονιστεῖ καί νά καταστραφεῖ. Καί τοῦτο γιατί ὁ εὐλογημένος ἄρτος δρᾶ μέσα στόν ἄνθρωπο ἐνεργοποιώντας ὅ,τι συναντᾶ στήν ψυχή του: φιλοθεΐα ἤ μισανθρωπία. Σάν τή βροχή πού πέφτοντας στή γῆ θά φέρει τήν καρποφορία εἴτε τῶν ἀγαθῶν σπερμάτων εἴτε τῶν ζιζανίων. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά κοινωνήσει καί ἀντί νά καλυτερεύσει, μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς προόδου του, νά χειροτερεύσει. Οἱ προϋποθέσεις λοιπόν κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Κι αὐτά τά δύο συνδέονται ἄμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τή λειτουργία τῆς μετανοίας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πού γνώρισμα ἔχει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα μετοχῆς στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ μετοχή αὐτή αὐξάνει τήν καθαρότητα κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θεώνεται ἀπό τίς θεοποιές ἐνέργειες τοῦ μυστηρίου καί πορεύεται ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽, δεδομένου ὅτι ποτέ δέν ὑπάρχει τέλος στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας καί στήν ἐν Θεῷ αὔξησή του. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ πιστός γίνεται κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μιά ἄλλη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο.

       3῾συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ᾽: ὁ ὑμνογράφος τήν μόλις παραπάνω ἀναφερθεῖσα ἀλήθεια καταγράφει μέ τή συγκεκριμένη φράση. Ὅ,τι συνέβη στόν Μυστικό Δεῖπνο λειτουργεῖ ἀρχετυπικά, πού σημαίνει ὅτι πολλοί ἀκολουθοῦν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τό παράδειγμα τοῦ ᾽Ιούδα: κοινώνησε ἐν προδοσίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί ἔφυγε γιά νά ὁλοκληρώσει αὐτήν τήν προδοσία. Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν μᾶς προτρέπει νά συμπαραμένουμε μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖ νά Τόν δοῦμε νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σκουπίζει μέ τό λέντιο, προκειμένου μέ τόν ἴδιο τρόπο νά στεκόμαστε κι ἐμεῖς ἀπέναντι σέ κάθε συνάνθρωπό μας: ᾽ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθή μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία ὁδηγεῖ σέ γνήσια ἀκολουθία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στήν ταπείνωση καί τήν ἐν ἀγάπῃ διακονία τῶν συνανθρώπων. Νά τό ποῦμε κι ὅπως τό διατύπωσε καί ὁ μεγάλος ρῶσος μυθιστοριογράφος καί βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς Φ. Ντοστογιέφκσι στό τελευταῖο ἔργο του ῾᾽Αδελφοί Καραμαζώφ᾽: ῾Μπροστά σέ μερικές σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστά στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καί ἀναρωτιέται ἄν θά τήν πολεμήσει μέ βία ἤ μέ ταπεινή ἀγάπη. Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: ῾Θά τήν πολεμήσω μέ ταπεινή ἀγάπη᾽. ῎Αν ἀποφασίσεις πάνω σ᾽ αὐτό μιά γιά πάντα, μπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιά τρομερή δύναμη: εἶναι τό πιό δυνατό ἀπ᾽ ὅλα τά πράγματα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σάν κι αὐτή᾽. Μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία καί ἔχθρα πρός τό συνάνθρωπο ἤ ἀδικία του ἐκ μέρους μας καί ῾τσαλάκωμα᾽ τῆς προσωπικότητάς του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει νά βλέπεις καί νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μέσα σέ εὐχαριστιακά, δηλ. ἐκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε τήν ταπεινή ἀγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει ἔκπτωση στή δολιότητα τοῦ ᾽Ιούδα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...