Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 09, 2015

Προσκυνούμεν τα Πάθη σου, Χριστέ

 
Του παπα - Γιώργη Δορμπαράκη
1. ῾Τά ἅγια καί σωτήρια καί φρικτά Πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ πού ἐπιτελοῦμε τήν ῾Αγία καί Μεγάλη Παρασκευή, ἀποτελοῦν τό ἀποκορύφωμα τῶν ὅλων Παθῶν τοῦ Κυρίου. Διότι ὁλόκληρη ἡ ζωή Του ἦταν ἕνα Πάθος, ἀπαρχῆς τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο - ἄς θυμηθοῦμε τά γεγονότα τῆς Γεννήσεώς Του -, ἀλλά καί μετέπειτα. Αὐτά πού συντελοῦνται ἑπομένως τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Του καί κυρίως ἡ σταυρική Του θυσία ἀποκορυφώνουν τά Πάθη Του. Κι ἀκόμη περισσότερο: ὁ ἀπ. Παῦλος εἶναι ἐκεῖνος πού τονίζει καί μιά ἄλλη μυστική διάσταση τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καί μετά τήν ᾽Ανάσταση: τή συνέχεια Αὐτοῦ τοῦ Πάθους μέσα ἀπό τά παθήματα τῶν μελῶν τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του, τῶν ἐπιμέρους Χριστιανῶν, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος τελικῶς εἶναι πάντοτε στόν Σταυρό μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. ῾Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπέρ ὑμῶν καί ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπέρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ᾽Εκκλησία᾽ (Κολ. 1,24). Δηλαδή: Χαίρομαι τώρα πού ὑποφέρω γιά χάρη σας καί συντελῶ ἔτσι μέ τά σωματικά μου παθήματα, ὥστε νά ὁλοκληρωθοῦν οἱ θλίψεις πού πρέπει νά ὑπομείνει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ἡ ᾽Εκκλησία.
Γι᾽ αὐτό καί ἔχει διατυπωθεῖ ἡ θεολογική ἄποψη ὅτι τό Πάθος τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς πρέπει νά σχετίζεται καί μέ τά ἰδιώματά Του ὡς τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, κάτι βεβαίως πού ἑρμηνεύει καί τήν αἰτία σαρκώσεως τοῦ συγκεκριμένου Προσώπου καί ὄχι κάποιου ἄλλου.
       2. Τά πάθη τοῦ Κυρίου καί μάλιστα ἡ σταυρική Του θυσία ἐκφεύγουν τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὁ Σταυρός Του συνιστᾶ μυστήριο, γιατί ἀκριβῶς Αὐτός πού πάσχει δέν εἶναι ἕνα κοινό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλ᾽ ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός. Πάσχει ὁ ἴδιος ὁ Θεός κατά τό ἀνθρώπινο. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε μέ μέτρο τίς δυνάμεις μας – τή λογική μας, τά συναισθήματά μας, τή διαίσθησή μας ἀκόμη – νά κατανοήσουμε αὐτό πού διαδραματίζεται. Βλέπουμε μέν ἕναν ἄνθρωπο νά πάσχει ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά μᾶς διαφεύγει τό βάθος Του, ἡ κρυμμένη πραγματικότητα. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μπορεῖ, ἔστω καί ἐκ μέρους, νά βοηθήσει στήν προσέγγιση αὐτή τοῦ μυστηρίου; Μόνον ἡ πίστη πού φωτίζεται βεβαίως ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Αν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μᾶς φώτιζε καί δέν μεταποιοῦσε τίς ἀνθρώπινες δυνατότητές μας, ὥστε μέ ἐνδυναμωμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μάτια νά βλέπαμε τά γινόμενα, θά παραμέναμε πάντα μέσα στό σκοτάδι τῆς ὁριζόντιας διάστασης τῶν πραγμάτων, σέ νύκτα πνευματική. Κι ἐκεῖνο πού προϋποτίθεται γι᾽ αὐτόν τό φωτισμό εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πάθους Του, πού καθαρίζει τά μάτια καί ἐνεργοποιεῖ ἐν γένει τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις. ῾Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται᾽.
       3. Τί μποροῦμε λοιπόν νά ψηλαφήσουμε μέ τόν πνευματικό αὐτόν τρόπο; Τί μποροῦμε ἑπομένως νά ποῦμε γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, καθοδηγούμενοι ἀπό τούς κατεξοχήν πνευματοφόρους ἀνθρώπους, τούς ἁγίους τῆς ᾽Εκκλησίας μας; ῎Οχι βεβαίως αὐτό πού ἐπιχείρησε ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσης, ἐκφρασμένη διά στόματος κυρίως τοῦ ᾽Ανσέλμου Κανταουρίας, ὅτι δηλ. τό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἐξιλέωση τῆς Θείας Δικαιοσύνης, πού ζητοῦσε ἱκανοποίηση λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου, διότι κάτι τέτοιο συνιστᾶ ὑπόκυψη ἀκριβῶς στήν παγίδα πού ἀναφέραμε: τή διά λογικῆς προσέγγιση τοῦ Σταυροῦ, ἄρα στήν οὐσία στή διαστρέβλωση καί τήν ἀλλοίωση τοῦ νοήματος καί τοῦ περιεχομένου του. Τόν Θεό στήν περίπτωση αὐτή τόν κάνει κατ᾽ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου,καί μάλιστα τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων μας, σέ στάση ἄπειρου σεβασμοῦ πρός τό μυστήριο, εἶδε κυρίως δύο πράγματα καί αὐτά πρωτίστως ἐτόνισε:
      (α) τήν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, τέτοιας πού ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ ἕνας Θεός, κάτι πού σημαίνει τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης λύτρωσης μέ ὁποιονδήποτε ἀνθρώπινο τρόπο, ἄρα καί τήν καταδίκη ὁποιουδήποτε μεσσιανισμοῦ, στηριγμένου σέ ἀνθρώπινα κηρύγματα καί σέ ἀνθρώπινες μόνο δυνατότητες, καί
      (β) τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ῾κενώνει᾽ τόν ἑαυτό Του, ῾κλίνει οὐρανούς καί κατέρχεται᾽, προκειμένου νά ἄρει ἐπάνω Του Αὐτός τή δική μας ἁμαρτία καί νά μᾶς προσφέρει τή γλυκύτητα τῆς θεραπείας μας καί τή δικαιοσύνη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ λειτούργησε καί λειτουργεῖ μ᾽ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο ἀπ᾽ ὅ,τι ὁ ἀνθρώπινος, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ τήν τιμωρία τοῦ ἐνόχου καί τήν ἀθώωση τοῦ ἀθώου. Βάσει τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀθῶος, ὁ Χριστός, τιμωρεῖται, ἐνῶ ὁ ἔνοχος, ὁ ἄνθρωπος, δικαιώνεται καί ἀθωώνεται, κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ κανείς ὅτι ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιά τήν πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα ἦταν ἡ θεραπεία της. ῎Ετσι μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός: θεραπεύοντάς μας.
       4. Τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽κυριολεκτεῖται: πάνω στόν Σταυρό σβήστηκαν οἱ ἁμαρτίες ὄχι μόνον τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν πρό αὐτῆς καί τῶν μετά ἀπό αὐτήν. Δέν ὑπῆρξε, δέν ὑπάρχει καί δέν θά ὑπάρξει ἄνθρωπος μετά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού νά μή βρίσκεται αἰρόμενος ἐπί τοῦ Σταυροῦ, γεγονός πού εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπό τούς προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης καί μάλιστα τόν Ἡσαΐα, καί πού αὐτήν τήν πίστη στίς προφητεῖς ζητοῦσε ὁ Κύριος ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους καί μάλιστα τούς μαθητές Του. ῾῏Ω, ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ, τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐκήρυξαν οἱ προφῆται᾽! Ὁ Κύριος ῾ἔδει παθεῖν᾽ ἀκριβῶς γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε: τήν ἄρση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καί τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ ὅ,τι πιό παρήγορο ἔχει ἀκουστεῖ ποτέ στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κι αὐτό γιατί μετά τόν Σταυρό δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἀσυγχώρητη. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅλων τῶν εἰδῶν τίς ἁμαρτίες κι ἄν ἐπιτελέσει, μπροστά στήν ἐσταυρωμένη ἀγάπη σβήνει καί χάνεται. Κι ἔκτοτε θεωρεῖται βλασφημία ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἀπειρίας τῆς ἀγάπης αὐτῆς. ᾽Εκεῖνος δηλ. πού θά ἐπικαλεστεῖ τίς πολλές ἤ μεγάλες ἁμαρτίες του γιά νά θέσει ἐρωτηματικό στή δυνατότητα τῆς συγγνώμης του ἀπό τόν Χριστό, στήν οὐσία εὐθέως βλασφημεῖ τόν Σταυρό Του καί ἀποκαλύπτει ἁπλῶς τήν ἀπιστία καί τήν ἀθεΐα του. Τίθεται στήν περίπτωση αὐτή σέ προτεραιότητα ἡ ἀνθρώπινη λογική ἔναντι τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά τό διατυπώσουμε μέ τά λόγια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: Ὅλη ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων ἄν μαζευτεῖ ἀπό τή μιά μεριά καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι σάν μιά σπίθα μπροστά σ᾽ ἕνα πέλαγος. Τί μπορεῖ νά κάνει ἡ σπίθα στό πέλαγος; Κι αὐτό τό παράδειγμα δέν εἶναι ἀπολύτως σωστό. Διότι τό πέλαγος ἔχει καί κάποια ὅρια, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη.
       5. Ἡ μόνη στάση τοῦ πιστοῦ μπροστά στόν Σταυρό, ἔτσι, εἶναι ἡ προσκύνηση.῾Προσκυνοῦμέν Σου τά πάθη, Χριστέ᾽! Δηλαδή:
       - ἐν πίστει τά ἀποδεχόμαστε καί τά πιστεύουμε,
       - γονατίζουμε ἐν κατανύξει μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί κτυπᾶμε τό στῆθος μας, σάν τόν τελώνη, γιά τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας μας,
       - Τόν παρακαλοῦμε μέ ταπείνωση νά μᾶς ἐνισχύει γιά νά ἀκολουθοῦμε τά χνάρια τῆς ζωῆς Του, ὥστε νά Τόν νιώθουμε ἐν αἰσθήσει στήν καρδιά μας,
       - προσερχόμαστε προπάντων πάντοτε ἐν μετανοίᾳ γιά νά κοινωνήσουμε τό σῶμα καί τό αἷμα Του, ὅπως τό λέει καί πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: ὅταν προσέρχεσαι νά κοινωνήσεις, νά προσέρχεσαι μέ τήν πεποίθηση ὅτι κοινωνᾶς ἀπό τή λογχευμένη πλευρά τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, πού ἔρρευσε αἷμα καί ὕδωρ. Τελικῶς, ἡ προσκύνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ταυτίζεται ὡς διάθεση τουλάχιστον μέ τό βίωμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ῾Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. Στό μέτρο πού ζοῦμε τόν Σταυρό, βλέπουμε καί τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ζωντανή στή ζωή μας.
᾽Αλλ᾽ αὐτό σημαίνει καί τήν ὅραση τῆς ᾽Αναστάσεώς του. ῾Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου ᾽Ανάστασιν᾽

Εις την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή «Μετά τούτο ειδώς ό Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή ή γραφή, λέγει Διψώ»

«Μετά τούτο ειδώς ό Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή ή γραφή, λέγει Διψώ»

stavrwshΟ Κύριος μας σήμερα βρίσκεται πάνω στο σταυρό. Ή φύσις πάσχει. Ή γη βυθίζεται στο σκοτάδι, φορεί τα μαύρα. Τα βράχια σείονται, το καταπέτασμα του ναού σχίζεται. Οι άγγελοι πενθούν και λένε στους ανθρώπους, Κλάψτε και εσείς για το Χριστό. Πέντε ώρες έμεινε πάνω στο ξύλο του σταυρού ό Κύριος. Απερίγραπτο το μαρτύριο του. Άλλα και την ώρα του πόνου δεν έχασε τη διαύγεια του. Φίλοι και εχθροί, όλοι πέρασαν από τη σκέψη του. Όλους τους θυμήθηκε με μια αγάπη άπειρη.
Θυμήθηκε την Παναγία Μητέρα και την εμπιστεύθηκε στον Ιωάννη με το «Ιδού ή μήτηρ σου» (Ίωάν. 19,27). Θυμήθηκε και τους σταυρωτάς και είπε το «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Άλλ' ή ώρα του θανάτου πλησιάζει. Ή ζωή του Χριστού λειώνει σαν το κερί. Οι σταυρωτοί βλέπουν την αγωνία και με σαδισμό επιχαίρουν για τα παθήματα του. Τότε ό Χριστός ανοίγει τα χείλη και λέει. «Διψώ» (Ίωάν. 19,29). Αυτό το λόγο θέλησα να λάβω ως θέμα. Ελάτε να τον μελετήσουμε. Ζητώ τη βοήθεια του Εσταυρωμένου και τη δική σας προσοχή. Χριστέ, βοήθησε με Χριστιανοί, προσέξτε με. «Διψώ».
Από την ώρα πού συνελήφθη στη Γεσθημανή μέχρι τη στιγμή πού είπε τη λέξη αυτή, ό Χριστός υπέφερε μύρια μαρτύρια. Για κανένα όμως δεν άνοιξε το στόμα του να παραπονεθεί, έμεινε άφωνος σαν άκακο αρνίο. Όταν του έβαλαν το ακάνθινο στεφάνι δεν είπε «Ώ ή κεφαλή μου!», όταν τον χτύπησαν με το φραγγέλιο δεν είπε «'Ώ τα νώτα μου!», όταν τον κάρφωναν δεν είπε «'Ώ τα πόδια, ω τα χέρια μου!». Τώρα όμως πού πλησιάζει το τέλος λέει «Διψώ». Είναι μια ανάγκη του σώματος,
Είναι προπαντός ό πόνος της ψυχής του «Διψώ». Ποιος δίψα; Εκείνος πού δημιούργησε το νερό και τις δεξαμενές του. Υδρατμοί και νέφη, θάλασσες και ωκεανοί, πηγές και λίμνες, ποταμοί και ρυάκια, όλα Είναι έργα του. Αν δώσει μια διαταγή, ή θάλασσα θα γίνει ξηρά, οι ωκεανοί θα δείξουν το βυθό τους, οι πηγές θα στερέψουν, οί άνθρωποι θα πεθάνουν. και όμως ό δημιουργός του ύδατος διψά. «Διψώ». Ποίος το λέει; Εκείνος πού βρέχει επί δικαίους και αδίκους, εκείνος πού ποτίζει και τον κακούργο. Εκείνος πού δροσίζει τα άνθη κ αϊ τη χλόη. Εκείνος πού σε όλους προσφέρει ΔΩΡΕΑΝ το νερό.
Αυτός τώρα δίψα. «Διψώ». Και σε ποιους το λέει; Στους Ιουδαίους, πού μαζί με τους ξένους στρατιώτες κυκλώνουν το σταυρό. Αυτοί είχαν ιδιαίτερο λόγο να τον ευγνωμονούν. Δίψασαν κι αυτοί κάποτε, είπαν κι αυτοί «διψώ». Πού, πότε; Όταν διάβαιναν την έρημο της Αραβίας. Σταλαγματιά νερό δεν υπήρχε. Τρέχουν στο Μωϋσή «Διψούμε, δός μας νερό, χανόμαστε!». Ό Μωυσής παρακάλεσε το Θεό, κι ό Θεός τον διέταξε να χτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο. Κι ό βράχος έγινε βρύση.
Τους πότισε με άφθονο νερό. Ποιος; Αυτός πού τώρα φωνάζει «Διψώ». Όταν φώναξαν εκείνοι «διψούμε», ό Χριστός τους έδωσε νερό, τώρα πού ό Χριστός λέει «Διψώ», δέ' βρίσκεται ένας άπ' αυτούς να του προσφέρει λίγη δροσιά. Ώ της αχαριστίας σας, Ιουδαίοι! «αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος» (αντίφ. ι6' 1). «Διψώ». Είναι φυσικό να δίψα ό Χριστός. Είναι τέλειος άνθρωπος, έχει τις ανάγκες πού έχουμε κ' εμείς. Το αίμα του έφυγε, ποτίζει τη γη του Γολγοθά.
Σαν τραυματίας, σαν κουρασμένος οδοιπόρος φωνάζει «Διψώ». Άλλ' ή φωνή του «φωνή βοώντος εν τη έρήμω» (Ματθ. 3,3). Οι σταυρωτοί δεν εννοούν ν' ανακουφίσουν τον πόνο του. Αντιθέτως, νερό ζητεί, κι αυτοί του προσφέρουν ξίδι με χολή. Άλλα ή λέξη «Διψώ» δεν εκφράζει ανάγκη σωματική μόνο. Δέ' διψά μόνο το σώμα του Χριστού έχει και δίψα ψυχική. «Διψώ». τι διψά ή ψυχή του Χριστού μας; Διψά δικαιοσύνη. Εκείνος είπε «Μακάριοι οι διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6).
Ποιος άλλος αγάπησε το δίκαιο όσο ό Χριστός; και όμως έπεσε πρώτο θύμα της αγριωτέρας αδικίας. Ή καταδίκη του μένει αιώνιο στίγμα της ανθρωπινής δικαιοσύνης. «Δικαιοσύνη μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης»(Ήσ. 26,9). Άλλα που δικαιοσύνη; Πάνω απ' το σταυρό σήμερα ρίχνει το θείο βλέμμα στη γη της αδικίας κι ακούω τη φωνή του «Διψώ». Διψά δικαιοσύνη, άλλ' οί άρχοντες των λαών βουλώνουν τ' αυτιά τους χειρότερα από τους Ιουδαίους.
Άγγλος πολιτικός είπε, ότι επικρατεί όχι ό νόμος της δικαιοσύνης, άλλ' ό νόμος της ζούγκλας, ό ισχυρός καταβροχθίζει τον αδύνατο. Το άνθος του δι καιου μαράθηκε από το λίβα της αδικίας. «Διψώ». Διψά τι; Ειρήνη. Εκείνος είπε «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. 5,9) και διέταξε την Εκκλησία του να εύχεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Ειρήνη διψά ή μεγάλη καρδιά του. Και αντί ειρήνης βρίσκει ταραχή, θόρυβο. Τα έθνη ετοιμάζονται για πόλεμο, τροχίζουν τα μαχαίρια τους πάνω στην ακονόπετρα του μίσους, τρέχουν ακάθεκτοι στο δρόμο του αίματος.
Δέ' βρίσκει ό Χριστός αυτό πού ποθεί, κ' εξακολουθεί να φωνάζει στον μαινόμενο κόσμο. Διψώ την ειρήνη! «Διψώ». τι διψά; Διψά αγάπη. Άλλα που αγάπη; Τα λουλούδια της αγάπης σπανίζουν πια στον εγωιστικό μας κόσμο. Το μίσος απλώνεται, ψυγείο κατήντησε ή γη, παγωνιά επικρατεί. Και ό Χριστός βλέπει τα παγόβουνα των καρδιών και φωνάζει. Κόσμε, διψώ αγάπη! «Διψώ». τι διψά; Αγιότητα ψυχών  και σωμάτων. Είναι εκείνος πού είπε «Μακάριοι οί καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται» (Ματθ. 5,8).
Άλλα που ή αγιότης, πού ή παρθενία, πού ή καθαρότης των ηθών; Παντού υψώνονται ναοί της Αφροδίτης και βωμοί του Βάκχου. Τη σάρκα  και όχι το πνεύμα λατρεύει ό κόσμος. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός» (Ψαλμ. 13,3). Ή νεότης σαπίζει μέσα στη διαφθορά, το πνεύμα τυραννείται, ή σάρκα θριαμβεύει. Και ό Χριστός, πού βλέπει άπ' το σταυρό αυτό το βούρκο, φωνάζει. Κόσμε, διψώ αγιότητα  και καθαρότητα! «Διψώ». τι διψά;
Αλήθεια και ειλικρίνεια στους λόγους  και τα αισθήματα μας. «Εγώ ειμί... ή αλήθεια»  και «ή αλήθεια ελευθερώσει υμάς», είπε (Ίωάν. 14,6. 8,32). Άλλα πού αυτά! Όλοι σήμερα φορούμε τη μάσκα της υποκρισίας. Βλέπω γυναίκες πού διαβάζουν θρησκευτικά βιβλία, κάνουν μεγάλους σταυρούς, μιλούν ή μάλλον φλυαρούν περί Θεού, αλλά μένουν μόνο στα λόγια. Έργα μηδέν άκαρπες συκιές. Λησμόνησαν τα λόγια του Χριστού «Ου πάς ό λέγων μοι Κύριε, Κύριε, είσελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών».
Το ίδιο ισχύει  και για τους άντρες.  και ό Χριστός βλέπει τις μάσκες της υποκρισίας  και φωνάζει. Κόσμε, διψώ για αλήθεια  και ειλικρίνεια! «Διψώ». τι διψά; Τη σωτηρία της ψυχής σου. Χρόνια σε περιμένει ό Χριστός μας. Άλλα συ συνεχίζεις το δρομολόγιο της αμαρτίας. Στάσου λοιπόν μια στιγμή, άκουσε τον. Σου φωνάζει. Αμαρτωλέ, διψώ τη σωτηρία σου, γι' αυτήν φόρεσα τον ακάνθινο στέφανο, γι' αυτήν ανέβηκα στο σταυρό. Αδελφέ συναμαρτωλέ! Αν βρισκόσουν κάτω από το σταυρό  και άκουγες το Χριστό να φωνάζει «Διψώ», είμαι βέβαιος ότι θα έτρεχες να του φέρεις ένα ποτήρι νερό.
Άλλα  και σήμερα το ίδιο φωνάζει. «Διψώ». Διψά δικαιοσύνη, ειρήνη, αγάπη, αγιότητα, άλήθεια-ειλικρίνεια, σωτηρία ψυχών. Μη μείνουμε ασυγκίνητοι στη φωνή του. Όποιος αδικεί, όποιος μισεί  και φθονεί, όποιος κυλιέται στη λάσπη της ακολασίας, όποιος ζει στην υποκρισία  και το ψέμα, όποιος μένει αμετανόητος στην αμαρτία, ας του προσφέρει σήμερα ένα δάκρυ μετανοίας, αυτό προ παντός περιμένει ό Χριστός, αυτό θα Είναι ή καλύτερη δροσιά του.
Ω εσταυρωμένε Λυτρωτά! Δίψασες,  και οί σταυρωτέ σου έδωσαν χολή  και όξος, διψάς  και σήμερα, αλλά στη γη μας έχουν στερέψει οί πηγές του κάλου. Μόνο μικρά ποταμάκια καλοσύνης  και αρετής υπάρχουν μέσα στη Σαχάρα του κόσμου. Δός μας τη χάρη σου, ώστε τα ποταμάκια αυτά να γίνουν μεγάλοι ποταμοί, ή Σαχάρα να γίνει κήπος της Εδέμ, να βασιλεύσει παντού ή αγάπη ή δικαιοσύνη ή ειρήνη ή αγιότης ή παρθενία. Κάνε τη σημαία του σταυρού να κυματίζει παντού. Κάνε να σβήσουν μέσα μας όλες οι δίψες της αμαρτίας,  και ν' ανάψει στην καρδιά μας ή δίψα εκείνη της αγιότητας, πού αισθάνθηκες εσύ όταν από το σταυρό σου φώναξες «Διψώ»

Μεγάλη Παρασκευή - Ὁ Εὐσχήμων

«Ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελῶν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασι, ἐν μνήματι ἀπέθετο». Στὴν τραγῳδία τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, μία μορφὴ περνᾶ ξώφαλτσα ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμὴ τῆς ἐπικαιρότητας. Κυριαρχοῦν οἱ δυὸ Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ὁ ἕνας σκληρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ὀρθώνεται τραγικὰ λίγη ἡ μορφὴ τοῦ Πιλάτου, ἑνὸς ἡγεμόνα ἀνίκανου νὰ ἀρθεῖ στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ νὰ πάρει ἀποφάσεις δικαιοσύνης. Σὰν ἀστραπὴ περνᾶ ἡ εἰκόνα τοῦ Πέτρου ποὺ κλαίει πικρά, μὴ μπορώντας νὰ νικήσει οὔτε κὰν ἕνα ἀθῷο κορίτσι! Ἀκόμα κι ἡ εἰκόνα τοῦ Βαραββᾶ, ποὺ γλιτώνει τὴ ζωή του γιὰ χάρη ἑνὸς Ἀθῴου, θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ ἀχνὴ μπροστά μας. Στὸ Σταυρὸ κυριαρχεῖ ὁ λῃστής, ὁ Ἰωάννης, ἡ Παναγία, μορφὲς ποὺ πονοῦν! Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἕνα ἀτέλειωτο οὐρλιαχτὸ κοροϊδίας ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ φανέρωναν στὸν κόσμο ὅτι καμιὰ ζωὴ δὲν ἔχει ἀξία, ὅταν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ δικά μας πιστεύω!
Κι ὅμως, ὑπάρχει μία μορφὴ ποὺ ἀνήκει στοὺς δευτεραγωνιστὲς τοῦ Πάθους, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἐκφράζει πολλὰ περισσότερα ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Εἶναι ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, βουλευτὴς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλάτον καὶ ἠτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Τὸ ζήτησε, τὸ πῆρε, τὸ ἔθαψε! Μὲ μία ἁπλότητα στ᾿ ἀλήθεια συγκινητική, ἀποδεικνύει τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τὸν νεκρὸ Διδάσκαλο, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς στὸ προσκήνιο γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιὰ τοῦ νιώθει.
«Εὐσχήμων» χαρακτηρίζεται ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστή, ποὺ σημαίνει ξεχωριστός, διαλεχτός, ἀρχοντικός. Κανεὶς δὲν θὰ περίμενε ἀπ᾿ αὐτὸν νὰ δείξει μία τέτοια τόλμη, ὡστόσο τὰ θαύματα γίνονται ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸ περιμένει κανείς! Ἐκεῖ ποὺ οἱ ἀγαπημένοι μαθητὲς τοῦ Κυρίου κρύφτηκαν ἀπὸ φόβο μὴν ὁδηγηθοῦν στὰ ἴδια μονοπάτια μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὁ προσδεχόμενος τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ Ἰωσὴφ δὲν διστάζει νὰ προσφέρει τὶς τελευταῖες φροντίδες σ᾿ Αὐτὸν ποὺ πιστεύει, καταπλήσσοντας καὶ τὸν Πιλάτο καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ἴσως καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό!
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἴσως εἴμαστε στὴν ἴδια κατηγορία μὲ τὸν Ἰωσήφ, εὐσχήμονες. Ἡ κοινωνία ἔχει γιὰ μᾶς καλὴ γνώμη, δὲν προκαλοῦμε μὲ τὴ ζωή μας, εἴμαστε ὅπως ὅλοι, παρακολουθοῦμε τὰ τεκταινόμενα στὴ ζωὴ χωρὶς νὰ προκαλοῦμε, ἴσως στὴν προσωπική μας ζωὴ νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἀρχοντιὰ τοῦ Ἰωσήφ, αὐτὸ τὸ διαλεχτό, ἀλλὰ τὸ μοιραζόμαστε μόνο μὲ τοὺς δικούς μας ἢ τὸ στενό μας περιβάλλον! Ἴσως νὰ μᾶς συγκινεῖ καὶ ὁ τρόπος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ προσπαθοῦμε ἀθόρυβα νὰ τὴ βιώσουμε στὴ ζωή μας, ἴσως καὶ πάλι κάτι νὰ περιμένουμε, νὰ ἀναζητοῦμε αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλεσμα τοῦ οὐρανοῦ!
Ἔρχεται ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ καλούμαστε νὰ δείξουμε τὴν τόλμη τοῦ Ἰωσήφ! Καὶ τότε, ὅπου καὶ νὰ βρισκόμαστε, στὸ ἐργασιακό, τὸ κοινωνικό, τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, ὅπου κι ἂν ἀγωνίζεται ὁ καθένας μας, ξυπνᾶ μέσα μας αὐτὴ ἡ τόλμη, ξαναβρίσκουμε ἕνα νεανικὸ θάρρος ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη στὸ γνήσιο, τὴν πίστη σ᾿ Αὐτὸν ποὺ βλέπουμε νὰ παθαίνει, νὰ πεθαίνει, νὰ θυσιάζεται γιὰ μᾶς, καὶ ξυπνᾶ μέσα μας ὁ εὐσχήμων ποὺ κρύβουμε!
Καὶ τότε νιώθουμε νὰ μᾶς πλημμυρίζει ἡ ἀνάγκη τῆς μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ, μία μαρτυρία ποὺ δὲ δίνεται μὲ κραυγές, βία, φωνές, ἀλλὰ λειτουργεῖ σιωπηλά, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ δὲ γνωρίζει σύνορα, μὲ τὴν παρηγοριά, μὲ τὴν προσφορὰ χρημάτων ἀλλὰ καὶ ἑνὸς καλοῦ λόγου, μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ χαρίσματος ποὺ ἔχει ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ὅπλο μοναδικό, δῶρο Θεοῦ, γνήσια ἀνταπόκριση στὸν Σταυρωμένο Ἀγαπημένο, ποὺ βλέπουμε νὰ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο!
Δὲν λείπουνε οἱ εὐσχήμονες σήμερα, οὔτε θὰ λείψουνε ποτέ! Ἡ παρουσία τοῦ Ναζωραίου δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ λειτουργεῖ μυστικὰ καὶ ἁπλὰ στὶς ψυχὲς τῶν πολλῶν, ὅπου κι ἂν βρίσκονται, μὲ ὅ,τι κι ἂν ἀσχολοῦνται! Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Ἰησοῦ, ἡ βασιλεία ποὺ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες, χωρὶς ἐξαίρεση, ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦν, ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ προσπερνοῦν ἀδιάφοροι στὴ θυσία Του, αὐτοὺς ποὺ τὸ Πάσχα θὰ τοὺς βρεῖ στὰ ἔθιμα κι ὄχι στὴν Ἀνάσταση!

Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ - Ἡ μαρτυρία τῆς ἀληθείας +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ. Πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (Ἰω. 18,37)
 Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα, ἀγαπητοί μου,εἶνε τὸ ἑξῆς· ἡ ἀλήθεια διαιρεῖ τὸν κόσμο σὲ δύο ἀντίθετα στρατόπεδα· ἄλλοι τάσσονται ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ ἄλλοι κατὰ τῆς ἀληθείας.
Ὅσοι ἀγαποῦν τὸ φῶς ἑλκύονται ἀπὸ τὴνἀλήθεια, ποὺ τὴν ἐκτιμοῦν καὶ τὴ θεωροῦν ὡς τὸ πολυτιμότερο ἀπόκτημα τῆς ὑπάρξεώς τους. Γιὰ χάρι της εἶνε ἕτοιμοι νὰ κακοπαθήσουν, ἀκόμα καὶ νὰ μαρτυρήσουν. Αὐτοὶ προτιμοῦν νὰ ὑποστοῦν τὰ πάνδεινα, μέχρι καὶ νὰ σταυρωθοῦν γυμνοὶ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, παρὰ νὰ θυσιάσουν ἔστω καὶ ἕνα μόριο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ βασιλεύσουν μαζὶ μὲ τὸν διάβολο καὶ νὰ κυριαρχήσουν πάνω στὰ πέρατα τῆς γῆς· γιατὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια ἀξίζει κάθε κόπος, κάθε θυσία.
Ὅσοι ὅμως ἀγαποῦν τὸ σκοτάδι, ὅσοι σὰν νυκτόβια πουλιὰ ἀρέσκονται νὰ κυλιῶνται μέσα στὰ ἐρέβη τῆς πλάνης, αὐτοὶ μισοῦν θανάσιμα τὴν ἀλήθεια· γιατὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε φῶς, εἶνε κρυστάλλινος καθρέφτης ποὺ δείχνει τὶς ἠθικὲς ἀσχημίες, καὶ οἱ κακοὶ δὲν ἀνέχονται τὶς ὑποδείξεις της. Προτιμοῦν νὰ σπάσουν αὐτὸ τὸν καθρέφτη, ποὺ ἔχει τὸθάρρος νὰ δείχνῃ τὴν ἀπαίσια μορφὴ τῆς κακίας, παρὰ νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους.
Μιμοῦνται σ᾽ αὐτὸ τὴν αἰσχρὴ ἐκείνη γυναῖκατῆς ἀρχαιότητος, τὴν Λαΐδα, γιὰ τὴν ὁποίαλένε ὅτι, ὅταν πέρασαν τὰ χρόνια καὶ διέκρινε τὶς πρῶτες ῥυτίδες τοῦ γήρατος ν᾿ αὐλακώνουν τὸ ἄλλοτε γυαλιστερὸ μέτωπό της, ἅρπαξε τὸν καθρέφτη, ποὺ τόλμησε νὰ τὴνπαρουσιάσῃ ὅ πως εἶνε, καὶ τὸν ἔσπασε σὲμύρια κομμάτια.
Ἡ ἀλήθεια γίνεται δυσάρεστη στοὺς κακοὺς καὶ ἐπισύρει διωγμό.
Ὅσοι, ἀγαπητοί μου, θέλουν νὰ δοῦν τὸδρᾶμα τῆς ἀληθείας, πῶς διώκεται ἀπὸ τὶςλεγεῶνες τῆς κακίας καὶ τοῦ ψεύδους, ἀλλὰκαὶ πῶς στὸ τέλος νικᾷ ὁλόκληρο τὸν κόσμοτῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τοῦ αἰῶνος τούτου, ἂς σταθοῦν σήμερα κάτω ἀπὸ τὸ σταυρό. Ὅσοι παραγκωνίσθηκαν, ὅσοι διώχθηκανκαὶ διώκονται ἀκόμη ἕνεκεν δικαιοσύνης καὶἀληθείας, ὅσοι ἤπιαν πικρὰ ποτήρια ὑποστηρίζοντας τὴν ἀλήθεια, ἂς παρηγορηθοῦν τώρα. Ὅσοι θέλουν νὰ συνεχί σουν τοὺς εὐγενεῖς ἀγῶνες τους κρατώντας ψηλά, μέσα σ᾽ἕνα δάσος ἀπὸ σταυρούς, τὸ λάβαρο τῆς χριστιανικῆς πίστεώς τους, ἂς ἀτενίζουν πάντοτε μὲ κατάνυξι τὸν ἐσταυρωμένο Λυτρωτή.
Διότι ὁ Ἰησοῦς μας, τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε τὰ σεπτὰ πάθη, ὑπῆρξε ὁ κήρυκας τῶν ὑψηλοτέρων ἀληθειῶν ποὺ ἀκούστηκαν ποτὲ πάνω στὸ πρόσωπο τῆς γῆς, εἶνε ἡ ἐνσάρκωσι τῆς ἀληθείας, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια ποὺ ἀξίζει νὰ γράφεται μὲ ἄλφα κεφαλαῖο. Ποτέἄλλοτε ἡ ἀλήθεια δὲν κηρύχθηκε μὲ τόσηπρωτοτυπία, μὲ τόση ζωηρότητα, μὲ τόση σαφήνεια, μὲ τόση σοφία καὶ αὐθεντία, ὅπως κηρύχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν ὁ μόνος ποὺ εἶχε τὸ θάρρος, μέσα σὲ μιὰ γενεὰ ποὺ λέει ψέματα σὲ κάθε δευτερόλεπτο, νὰ βροντοφωνήσῃ ἐκεῖνο τὸ αἰώνιο «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια», ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια (Ἰω. 14,6). Καὶ μπροστὰ στοὺς δικαστάς τουκαὶ ἐν ὄψει τῶν πιὸ τρομερῶν κινδύνων ποὺτὸν περίμεναν, δὲν ἔκανε καμμία ὑποχώρησι ἀπὸ τὶς ἀρχές του, κανέναν ἑλιγμό, καμμιά προσπάθεια νὰ διασωθῇ, ἀλλὰ ὀρθὸς καὶ εὐθυτενής, αὐτὸς ὁ βασιλεὺς τῶν μαρτύρωντῆς ἀληθείας ὅλων τῶν γενεῶν, διεκήρυξε μὲἄφθαστη παρρησία· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»· ἐγὼ γι᾽ αὐτὸ γεννήθηκα καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦρθα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ δώσω μαρτυρία γιὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ κηρύξω τὴν ἀλήθεια (Ἰω. 18,37).
Καὶ ἔδωσε μαρτυρία γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἐπὶμία τριετία ὁλόκληρη στὶς παραλίες τῆς λίμνης Τιβεριάδος, στὰ δρομάκια καὶ τὶς πλατεῖες, στὰ σπίτια καὶ τὶς συναγωγές, στὶς πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὸ μικρότερο χωριό, στὶς μᾶζες ἀλλὰ καὶ στὰ ἄτομα, στοὺς φτωχοὺς ἀλλὰκαὶ στοὺς πλουσίους, παντοῦ καὶ σὲ ὅλους,ἐλάλησε τὴν ἀλήθεια.
Ἡ διδασκαλία του στηλίτευσε τὸ ψέμα,καυτηρίασε τὶς κακίες καὶ τὰ ἐλαττώματα,χτύπησε τὶς αἰωνόβιες προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες, ἐκσφενδόνισε μύδρους –τὰ τρομερὰ «οὐαί»(Ματθ. κεφ. 23ο)– κατὰ τῶν ἀναξίων ἐκπροσώπων τῆς θρησκείας, ὑπέδειξε τὴν «στενὴν πύλην» καὶ τὴν «τεθλιμμένην ὁδὸν» τοῦκαθήκοντος(ἔ.ἀ. 7,14), συνέταξε μὲ τὴν περίφημη Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του τὸν αἰώνιο χάρτητῶν δικαιωμάτων ἀλλὰ καὶ τῶν καθηκόντων τῶν ἀνθρώπων κάθε γενεᾶς καὶ ἐποχῆς, καὶἵδρυσε ἐπάνω στὴ γῆ τὴν ἰδεώδη πολιτεία, τὴβασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία του.
Ἀλλὰ ἕνας κόσμος ὁλόκληρος, ποὺ τὰ ἄνομα συμφέροντά του ἐπλήττοντο, συνωμότησε ἐναντίον τῆς ἀληθείας. Καὶ σήμερα βλέπουμε ὅτι ἡ Ἀλήθεια - ὁ Χριστὸς ὡδηγήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς στὸ Γολγοθᾶ καὶ ὑψώθηκε στὸσταυρό. Γύρω ὅμως ἀπὸ τὸν σταυρό του δόθηκε ἡ μεγαλύτερη μάχη, ἡ μάχη μεταξὺ τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀληθείας, τοῦ σκότους καὶτοῦ φωτός. Καὶ ὁ Γολγοθᾶς ἔγινε τὸ Βατερλὼ τοῦ σατανᾶ, ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀδελφοί μου· τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπουδὲν χύθηκε ματαίως. Τὸ αἷμα αὐτὸ καὶ σήμερα καὶ πάντοτε θὰ ἐξαγνίζῃ τὸν κόσμο ἀπὸτὶς ἁμαρτίες του. Γύρω ἀπὸ τὸ σταυρό, ἐπάνω στὸν ὁποῖο μαρτύρησε ὁ μεγάλος Μάρτυρας τῆς ἀληθείας, σὲ κάθε γενεὰ καὶ σὲ κάθε ἐποχὴ θὰ ὑπάρχουν ψυχὲς εὐγενεῖς, οἱ ὁποῖες μὲ ἱερὴ συγκίνησι καὶ ἱερὸ ῥῖγος θὰ παρακολουθοῦν τὸ θεῖο δρᾶμα, τὸ ὁποῖο καὶ μέχρι σήμερα συνεχίζεται.
Συνεχίζεται στὸ πρόσωπο κάθε πιστοῦδούλου τοῦ Ἐσταυρωμένου, σὲ κάθε ψυχὴποὺ ἀκολουθεῖ τὰ ἴχνη του. Οἱ ψυχὲς αὐτὲςδὲν ἀπελπίζονται, ἔστω καὶ ἂν ἀποτελοῦν μιὰμειονότητα, ἔστω καὶ ἂν ἀκοῦνε ἀπὸ παντοῦτὸ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»(Λουκ. 23,21. Ἰω.19,6).
Διότι κάθε ἀδικία ποὺ γίνεται ἐδῶ στὴ γῆ εἶνεκαὶ μία νέα
καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ εἰς θάνατον.Δὲν πτοούμεθα ἐμεῖς, ὅσοι πιστεύουμε στὸνΧριστό. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ νίκη θὰ εἶνε δικήμας. Τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν χύθηκε ματαίως.Αὐτὸ θὰ θριαμβεύσῃ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Καὶ ἂν σήμερα τὸ πνεῦμα τοῦ ὀλέθρουἐξαπέλυσε τὴν τρομερὴ καταιγίδα του ἐπάνωστὴ γῆ, καὶ ἂν οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος τούτου κατὰ 95% ζοῦν ἀντιχριστιανικὴ ζωὴ καὶἐξακολουθοῦν νὰ σταυρώνουν στὴν καθημερινὴ ἰδιωτικὴ καὶ δημοσία ζωὴ τὸν γλυκύτατο Ναζωραῖο, δὲν ὑπάρχει κανένας φόβος, κανένας δισταγμός, καμμιά ἀπογοήτευσις! Τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ θὰ ζωογονήσῃ καὶ πάλι τὴ μαραμένη συνείδησι τῆς ἀνθρωπότητος.
Τὸ μέλλον –ὁ,τιδήποτε καὶ ἐὰν συμβῇ– ἀνήκει στὸν Ἰησοῦν, σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴν ἀσύγκριτη διδασκαλία του, μὲ τὸ ὑπέροχο παράδειγμά του, μὲ τὴν ὑπερτάτη θυσία του ὑπὲρ τῶν αἰωνίων συμφερόντων τοῦ ἀνθρώπου, κατέκτησε δικαίως τὸν τίτλο τοῦ μοναδικοῦ ὁδηγοῦ τοῦ κόσμου σὲ καλύτερες ἡ μέρες. Ποιός δὲν θὰ τὸν λατρεύσῃ; Μόνο χυδαῖες ψυχὲς δὲν μποροῦν νὰ ἀγαπήσουν τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἦταν, εἶνε καὶ θὰ εἶνε πάντοτε «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»(Ἰω. 14,6).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 Ἄρθρο σὲ καθαρεύουσα γλῶσσα γιὰ τὴ Μ. Παρασκευὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν.

Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου – Λόγος εἰς τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί εἰς τόν Σταυρόν.


«Και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ο έστι Κρανίου τόπος λεγόμενος, έδωκαν αυτώ οίνον ποιείν μετά χολής μεμιγμένον. Και γευσάμενος, ουκ ήθελε πιείν. Σταυρώσαντες δε αυτόν, διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού, βάλλοντες κλήρον, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Προφήτου˙ διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. Και καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί». Και εις τα εξής.
Το μεν αναγνωσθέν ρητόν ευαγγελικόν εστί: σαφηνείας δε τούτου χάριν καλόν προς τους αγίους καταφυγείν και παρ’ αυτών την τούτου διάνοιαν εκλαβείν. Εκείνους γαρ μάλλον ή ημάς τοις Ευαγγελίοις συνίστασθαι προσήκει. Και ίνα μη περιερχόμενοι τους πάντας επιβραδύνωμεν τω λόγω, αρκεί και μόνος ο Απόστολος προς την ημών πληροφορίαν γενέσθαι διδάσκαλος.
Γράφει γαρ τοις Εβραίοις αυτός ο μακάριος Παύλος, ότι αδύνατόν εστί ψεύσασθαι τον Θεόν και αληθεύει μάλιστα λέγων και ου ψεύδεται. Των μεν γαρ γενητών η φύσις ίδιον έχει το τρέπεσθαι και κινείσθαι ποικίλαις μεταβολαίς: επειδήπερ και μη όντα ποτέ, μεταβολήν έσχεν εις το είναι, τη του πεποιηκότος χάριτι και φιλανθρωπία˙ καθώς και πάλιν ο Παύλός φησίν˙ «Ο καλών τα μη όντα ως όντα». Θεός δε ο πάντων δια του Λόγου ποιητής τυγχάνων, όντως ων, αμετάβλητον έχει συν τω Λόγω την φύσιν˙ και τούτο δια του προφήτου διδάσκει, λέγων˙ «Ίδετε, ίδετε, ότι εγώ ειμί και ουκ ηλλοίωμαι». Διο περί μεν των ανθρώπων εν Ψαλμοίς άδεται˙ «Εγώ είπα εν τη εκστάσει μου˙ Πας άνθρωπος ψεύστης»˙ περί δε του Θεού Μωσής εν τω νόμω μαρτυρεί, ότι «ο Θεός πιστός εστί και αληθινός».
Ο γουν χριστοφόρος ανήρ, ως εξ αμφοτέρων τούτων παιδευθθείς, και αυτός την του Θεού προς τα γενητά διαφοράν εξηγούμενος, γράφει˙ «Γινέσθω δε ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης». Αληθής δε εστίν ο Θεός, ουχ ως μη ψευδόμενος, ουδέν γαρ εστίν εναντίον αυτώ, ουδέ ως άνθρωπος ετέρω μαρτυρών το αληθές, ουδενί γαρ υπεύθυνός εστίν, άλλ’ ως αυτήν την αλήθειαν γεννών και Πατήρ υπάρχων του Κυρίου λέγοντος˙ «Εγώ ειμί η αλήθεια»˙ αληθείας δε φίλον το ψεύδος ουκ αν ποτέ γένοιτο…
«Και όταν ήλθαν εις ένα τόπον, που ωνομάζετο Γολγοθάς, που σημαίνει τόπος Κρανίου, του έδωκαν να πίη ξύδι ανακατεμένον με χολήν. Άλλ όταν το εγεύθη δεν ήθελε να πίη. Όταν δε τον εσταύρωσαν εμοίρασαν με κλήρον τα ενδύματά του, δια να εκπληρωθή αυτό που είπεν ο Προφήτης˙ «Εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά μου, δια τα οποία έβαλλαν κλήρον. Και εκάθησαν και τον εφύλασσαν εκεί».
Το μεν ρητόν που ανεγνώσθη είναι από το Ευαγγέλιον, δια να το διασαφήσωμεν όμως είναι καλόν να καταφύγωμεν και να ζητήσωμεν την βοήθειαν των αγίων, και να πάρωμεν από αυτούς την αληθινήν σημασίαν του. Διότι αυτοί αρμόζει, περισσότερον από ημάς, να οδηγούν κοντά εις τα Ευαγγέλια. Και δια να μη περιφερώμεθα από τον έναν εις τον άλλον, και έτσι να επιβραδύνωμεν τον λόγον, αρκεί και μόνος ο Απόστολος να γίνη διδάσκαλος, δια να μας δώση την αναγκαίαν πληροφορίαν. Διότι ο ίδιος ο μακάριος Παύλος γράφει προς τους Εβραίους, ότι είναι αδύνατον να αποδειχθή ψεύστης ο Θεός, αλλά όταν ομιλή, λέγει κατ’ εξοχήν την αλήθειαν, και δεν ψεύδεται. Διότι εις μεν την φύσιν των δημιουργημάτων προσιδιάζει το να μετατρέπωνται και να μετακινούναι δε διαφόρους μεταβολάς, επειδή βέβαια, ενώ κάποτε δεν υπήρχαν, υπέστησαν μεταβολήν και ήλθαν εις την ύπαρξιν, με την χάριν και την φιλανθρωπίαν του δημιουργού, καθώς και πάλιν λέγει ο Παύλος˙ «Αυτός που καλεί ό,τι δεν υπάρχει ωσάν να υπήρχεν». ο Θεός δε, ο οποίος είναι δημιουργός των όλων δια του Λόγου, και ο οποίος έχει πραγματικήν ύπαρξιν, έχει μαζί με τον Λόγον αμετάβλητον φύσιν˙ και τούτο διδάσκει δια του προφήτου, όταν λέγη˙ «Ίδετε, ίδετε ότι εγώ είμαι και δεν έχω μεταβληθή». Δια τούτο δια μεν τους ανθρώπους λέγεται εις τους ψαλμούς˙ «Εγώ είπα όταν ευρισκόμην εις κατάστασιν εκστάσεως ότι πας άνθρωπος είναι ψεύστης», δια δε τον Θεόν ο Μωυσής δίδει εις τον νόμον την μαρτυρίαν, ότι «Ο Θεός είναι αξιόπιστος και τηρεί την υπόσχεσίν του».
Ο άνδρας λοιπόν αυτός, ο οποίος φέρει μέσα του τον Χριστόν, ωσάν να εδιδάχθη και από τους δύο τούτους, εξηγών και αυτός την διαφοράν του Θεού από τα δημιουργήματα γράφει˙ «Ας αναγνωρισθή, ότι ο Θεός είναι αληθής, και κάθε άνθρωπος ψεύστης». Ο Θεός δε είναι αληθής, όχι επειδή δεν ψεύδεται, διότι τίποτε δεν υπάρχει αντίθετον προς αυτόν, ούτε ωσάν άνθρωπος, ο οποίος δίδει αληθινήν μαρτυρίαν δια κάποιον άλλον, διότι βέβαια δεν είναι υπεύθυνος δια κανένα, άλλ’ είναι αληθής, διότι γεννά την ιδίαν την αλήθειαν, και διότι είναι Πατήρ του Κυρίου, ο οποίος λέγει˙ «Εγώ είμαι η αλήθεια», και της αληθείας δεν είναι ποτέ δυνατόν να ευρεθή φίλος το ψεύδος…

Ποιοι ξανασταυρώνουν σήμερα τον Χριστό; - +Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος

Ποιοι ξανασταυρώνουν σήμερα τον Χριστό;
 
Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου
Με δέος και κατάνυξι, ατενίζουμε απόψε στη μέση των εκκλησιών μας υψωμένο το Σταυρό του Λυτρωτή και ακούμε τα ιερά Ευαγγέλια να μας αφηγούνται τις συνθήκες της σταυρώσεως και νοερά μεταφερόμαστε στη μακρυνή εκείνη Ιερουσαλήμ, και ζούμε από κοντά όλες τις φάσεις του θείου δράματος. Έτσι, καθώς και από το συναξάρι της αποψινής βραδυάς, καλούμαστε να στοχασθούμε πάνω στους «εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας την πορφυραν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλιους, την λόγχην, καί προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον, α δι’ ημάς εκών κατεδέξατο…», αφήνουμε το νου μας σε ένα γλυκό πνευματικό μετεωρισμό και με αφετηρία τα πραγματικά γεγονότα του πάθους, αναλογιζόμαστε του Χριστού μας την οδύνη πάνω στο Σταυρό.
Ήταν μια οδύνη και ένας πόνος βαθύς που αυλάκωνε όλη του την ύπαρξη. Δεν πονούσε μόνο• σωματικά και υλικά από τις πληγές των καρφιών. Πονούσε και εσωτερικά περισσότερο, πονούσε για την αγνωμοσύνη των ανθρώπων, για την επιμονή τους στην πλάνη, για την άρνησή τους να δεχθούν τη δική του λύτρωση. Και αυτού του είδους ο πόνος, αληθινό μαρτύριο για το Θεό της αγάπης, προεκτείνεται μέσα στους αιώνες, είναι διαρκής και παρατεινόμενος, καθώς κάθε μέρα οι άνθρωποι αυτού του κόσμου παίρνουν στα χέρια τους το σφυρί και τα καρφιά και ξανασταυρώνουν τον Χριστό με τη ζωή και τη συμπεριφορά τους.
***
Ναι. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους ανάξιους διαδόχους του, κληρικούς μέσα στην Εκκλησία, που ενώ ανέλαβαν στους ώμους των το βαρύ φορτίο της ευθύνης για τη σωτηρία των ανθρώπων, αυτοί επαναπαύονται στις οποιεσδήποτε απολαβές του αξιώματος των και αδιαφορούν για το λαό του Θεού, που διψάει για πνευματική τροφοδοσία. Προδότες αυτοί της μεγάλης αποστολής τους και διαχειριστές της θείας χάριτος, έμειναν στ’ αχνάρια των φαρισαίων, για τους οποίους ο ίδιος Κύριος είχε πη στο λαό να ακούνε τι λένε, αλλά να μη κάνουν ό,τι κάνουν. Δεν έλειψαν ποτέ από την Εκκλησία οι ανάξιοι και επιλήσμονες. Κοντά στους πολλούς άξιους που δοξάζουν το Θεό, είναι κι’ εκείνοι, οι λίγοι που τον ξανασταυρώνουν, επαναλαμβάνοντας το έγκλημα των ιουδαίων. Και το σταύρωμα αυτό, οδυνηρό όσο και το πρώτο, κατεδαφίζει την πίστη από τις καρδιές των πιστών, γκρεμίζει από μέσα την Εκκλησία, χαροποιεί τους εχθρούς της, θλίβει τους οπαδούς της. Αυτό το ξανασταύρωμα, έχει πελώριες διαστάσεις, γιατί μαρτυρεί πόσο το άλας μωράνθηκε, πόσο οι λυχνίες έσβυσαν. Και ο Χριστός πονεί και πάσχει, όπως τότε πού ψιθύριζε λόγια συγγνώμης για τους σταυρωτές του.
***Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους κάπηλους των αρχών για τις οποίες θυσιάσθηκε. Πολλοί στην ιστορία του κόσμου έβαλαν για σημαία τους το Ευαγγέλιο του. Κρατώντας το στο χέρι, και στο άλλο το Σταυρό, έκρυψαν από κάτω τις άνομες προθέσεις τους, για να επιτύχουν στο σκοπό τους. Πρόβαλαν το Χριστό για να κερδίσουν χρυσό. Λέρωσαν την αγιότητά του μέσα στη λάσπη των συμφερόντων τους. Έβαλαν στα καλούπια τους τη διδασκαλία του και την δέχτηκαν όσο αυτή εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους. Έτσι καταπάτησαν τον ίδιο το Χριστό στο πρόσωπο της εικόνας του, εκμεταλλεύθηκαν τον αδύνατο, αιχμαλώτισαν την ‘ Εκκλησία. Ουσιαστικά, κάθε φορά που εχρησιμοποίησαν το Χριστό, για να ικανοποιήσουν είτε τις φιλοδοξίες των, είτε τις πολιτικές και οικονομικές τους επιδιώξεις, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ξανασταυρώνουν τον Κύριο ανελέητα, αθεόφοβα και υβριστικά.
**
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους ιδεολογικούς αντιπάλους της πίστεως. Με την πέννα τους βουτηγμένη στο δηλητήριο της αρνήσεως και της συκοφαντίας, με ένα μίσος πρωτοφανές ορμούν κάθε τόσο επάνω στο σώμα της άγιάς του Εκκλησίας και το κακοποιούν με λύσσα. Ποτίζουν τη νεολαία με το πάθος της αμφισβήτησης, ενσπείρουν στο λαό την αμφιβολία, επιστρατεύουν την επιστήμη σα σύμμαχό τους στον ανίερο πόλεμο που διεξάγουν, ενώ αυτή δεν αντιστρατεύεται τη θρησκεία. Χρησιμοποιούν το δόλο και το ψέμα για να επιβάλουν τις απόψεις τους, μισούν την αλήθεια που σώζει, χειρίζονται καλά την τέχνη των εντυπώσεων, κρημνίζουν από τις ψυχές την πίστη. Με όλα αυτά ξανασταυρώνουν τον Χριστό, τινάζουν στο πρόσωπό του τον βούρκο της ψυχής τους, εκτονώνουν πάνω του τα κατάλοιπα του υποσυνειδήτου των, βγάζουν τα απωθημένα τους…
***
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους διώκτες της Εκκλησίας του. Κάνοντας χρήση της βίας εκστρατεύουν εναντίον της Εκκλησίας στα καθεστώτα της αθεΐας. Κλείνουν ναούς, απαγορεύουν την λατρεία, καταδιώκουν τους πιστούς, περιορίζουν τα μοναστήρια, δυναστεύουν το φρόνημα, συλλαμβάνουν τους χριστιανούς, τους φοβερίζουν, τους εξορίζουν, τους θανατώνουν. Γεμίζουν το νέο μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας, εκατόμβες τα θύματα τους. Η Εκκλησία οδηγείται στις κατακόμβες, οι διώκτες θριαμβεύουν, ο Χριστός πάσχει, ο λαός καταπιέζεται η πίστη χλευάζεται.
***
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους δικούς του, από εμένα και σένα, που ενώ ανήκουμε σ’ αυτόν, ανήκουμε και στον αντίδικό μας. Κάνουμε στη ζωή μας συμβιβασμούς υπόπτους και βλαβερούς, προδίνουμε το άγιο όνομα του, παραχωρούμε έδαφος στην ψυχή μας και το προσφέρουμε στο διάβολο. Η ασυνέπειά μας είναι καρφί στα πανάγια χέρια και πόδια του. Η έλλειψη αγωνιστικού φρονήματος είναι η προδοσία του Ιούδα. Η υποχώρησή μας μπροστά στο δέλεαρ της αμαρτίας είναι νέο ράπισμα στο πρόσωπό του. Η αδιαφορία μας για τη σωτηρία μας είναι κολαφισμός άγριος και βάναυσος επάνω του. Η περιφρόνηση προς την Εκκλησία του είναι εμπτυσμός στην όψη του. Η απομάκρυνσίς μας από τη σώζουσα χάρι των Μυστηρίων της είναι χλεύη εμπρός του. Η άρνησίς μας να πλησιάσουμε την ουσία της διδασκαλίας του και να επηρεασθούμε απ’ αυτήν είναι ακάνθινος στέφανος πάνω στην κεφαλή του. Ο φανατισμός μας, που βλέπει τους άλλους, ξένους και εχθρούς, είναι μαστίγωμα της ράχης του. Η αποκλειστικότητα της αγιότητας που την κρύβουμε μόνο για τους εαυτούς μας, κατακρίνοντας όλους τους άλλους, όπως ο φαρισαίος της παραβολής, είναι η λόγχη που ένυξε την πλευρά του. Η επιμονή μας να προσαρμόζουμε την πίστη μας στις αξιώσεις του εαυτού μας είναι θράσος απέραντο. “Ολα μαζί είναι ξανασταύρωμα του Χριστού, επανάληψη του μυστηρίου της ανομίας.
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τα παιδιά του, που έχοντας υποτιμήσει την αξία του εύκολα τον εγκαταλείπουν για να συρθούν πίσω από ό,τι προς στιγμήν λάμπει και εντυπωσιάζει, είτε ανατολικός μυστικισμός λέγεται αυτό, είτε θιβετιανός διαλογισμός. Τα παιδιά του τον απαρνούνται συχνά, τρέχοντας από δω κι από κει για να πιάσουν στα χέρια τους ό,τι νομίζουν πως μπορεί να τους προσφέρει το πλήρωμα του εσωτερικού κενού της. Κι εγκαταλείπουν την πηγή της σοφίας και της γνώσεως. Προσφεύγουν στα ξυλοκέρατα και περιφρονούν την στερεή τροφή του θείου λόγου που συντηρεί τις καρδιές.
***
Αυτόν το Χριστό που κάθε μέρα ξανασταυρώνεται ας τον ατενίσουμε στοχαστικά απόψε. Όλοι μας, υπεύθυνοι και ανεύθυνοι, μεγάλοι και μικροί. Ας τον ατενίσουμε ειλικρινά και ας του ζητήσουμε να μας συγχωρέσει. Τον πικραίνουμε με τις μικρότητες μας και τα πάθη μας. Με τις επιπολαιότητες και τα παραστρατήματά μας. Με την άρνηση και την ασυνέπειά μας. Εκείνος από του ύψους του Σταυρού του μας περιμένει με τα χέρια ανοικτά, έτοιμος να δεχθή τη μετάνοια μας. Αρκεί όλοι μας να σταθούμε συλλογιστικά μπροστά του. Ο ιερός υμνογράφος θα βάλει απόψε στο στόμα του Νυμφίου το παραπονεμένο ερώτημά του: «Λαός μου τι εποίησά σοι και τι μοι ανταπέδωκας;» Σ’ αυτό το ερώτημα ας κάνουμε να μη ισχύσει για μας η απάντηση: «αντί του μάννα, χολήν, αντί του ύδατος, όξος».

Μεγάλη Παρασκευή Πρωί: «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


Αυγουστίνου Καντιώτη
Μεγάλη Παρασκευὴ εἶνε σήμερα, ἀγαπητοί μου συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί, ἡμέρα ἱερὰ γεμάτη ἀναμνήσεις, ἡμέρα ποὺ προκαλεῖ ῥίγη συγκινήσεως καὶ δάκρυα. Ἂς βγάλουμε τὴν ὥρα αὐτὴ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ μυαλό μας κάθε ἰδέα γήινη, κάθε ῥυπαρὴ σκέψι καὶ λογισμό, ἂς καθαρίσουμε τὴ διάνοιά μας, καὶ μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας ἂς διασχίσουμε τὶς ἀποστάσεις καὶ τοὺς αἰῶνες, κι ἂς ἐπισκεφθοῦμε νοερὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πάῃ ἐκεῖ κι ὅμως νὰ μὴν εἶνε ἐκεῖ, καὶ μπορεῖ νὰ μὴν πάῃ σωματικὰ στοὺς Ἁγίους Τόπους κι ὅμως νά ᾽νε ἐκεῖ ψυχικά.Ἂς βρεθοῦμε λοιπὸν τώρα μὲ τὴ σκέψι μας στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ λέγεται Κρανίου τόπος ἢ Γολγοθᾶς· ἐκεῖ ποὺ παίχθηκε τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ἐκεῖ ποὺ δόθηκε ἡ μεγάλη μάχη μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, ἀληθείας καὶ ψεύδους. Ἐκεῖ, στὸ Γολγοθᾶ, εἶνε τώρα ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Θεαταὶ τῆς θυσίας του εἶνε πολλοί. Ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ τὰ τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, τὰ Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ, ποὺ ἀπὸ τὰ θεωρεῖα τῆς αἰωνιότητος βλέπουν τὸ δρᾶμα, ἀγανακτοῦν κ᾽ εἶνε ἕτοιμοι μὲ τὶς πύρινες ῥομφαῖες τους νὰ σαρώσουν τοὺς δημίους.Θεαταὶ ἀπ᾽ τὴ γῆ εἶνε ὁ ὄχλος ἐκεῖνος, ποὺ πρὶν τέσσερις μέρες, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἐκραύγαζε «Ὡσαννά» (Ματθ. 21,9. Μᾶρκ. 11,9-10. Ἰω. 12,13) καὶ τώρα εἶνε κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ γιὰ νὰ ἐμπαίξῃ.Θεαταὶ εἶνε ἀκόμα οἱ εἰδωλολάτρες στρατιῶτες , τὸ ἀπόσπασμα ποὺ μὲ ἐπὶκεφαλῆς τὸν ἑκατόνταρχο (λοχαγό) ἔλαβε ἐντολὴ ν᾽ ἀνεβῇ στὸν Κρανίου τόπον καὶ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἀπόφασι τοῦ Ἰουδαϊκοῦ δικαστηρίου. Οἱ ἀγροῖκοι αὐτοὶ ῾Ρωμαῖοι, ποὺ ἔχουν λάβει μέρος σὲ μάχες καὶ συνήθισαν νὰ βλέπουν τὸ ἀνθρώπινο αἷμα νὰ χύνεται, εἶνε ἀδιάφοροι· ἢ μᾶλλον ὄχι ἀδιάφοροι, ἀλλὰ συνεχίζουν τὸν ἐμπαιγμὸ ποὺ ἔκαναν μέσα στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου.
Παρακολουθοῦν τὴν ἐκτέλεσι, παίζουν ζάρια κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό, καὶ πίνουν ποτά…Ἀλλὰ ξαφνικὰ ὁ μεσαῖος ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐσταυρωμένους, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἑλκύειτὴν προσοχή τους. Βλέπουν ὅτι διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖνοι βλαστημοῦν, καταριῶνται τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκαν, ἐκσφενδονίζουν ὕβρεις σὲ ὅλους, ἐνῷ ὁ Ἐσταυρωμένος αὐτὸς σιωπᾷ . Ἡ σιωπή του εἶνε μυστηριώδης, σιωπὴ ποὺ προκαλεῖ συγκίνησι. Σιωπᾷ ὁ Χριστός.Κι ὅταν ἀνοίγει τὰ ἄχραντα χείλη του γιὰ νὰ πῇ τοὺς ἑπτὰ λόγους τοῦ σταυροῦ , τὰ λόγια του αὐτὰ δὲν εἶνε κατάρες, εἶνε εὐλογίες, λόγια ποὺ προκαλοῦν βαθειὰ ἐντύπωσι σὲκάθε ἀκροατὴ καὶ θεατή. Αὐτὰ τὰ λόγια τὰ πρόσεξαν οἱ σταυρωταὶ τοῦ Χριστοῦ μας. Οἱ στρατιῶτες τοῦ ἀποσπάσματος ἄκουσαν τὸ «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34) , ἄκουσαν τὸ «Διψῶ» (Ἰω. 19,28) , ἄκουσαν τὸ «Ἠλὶ  Ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί;» «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46. Μᾶρκ. 15,34) , ἄκουσαν καὶ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30).
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἄκουσαν καὶ διαλογίζονταν· Ποιός νά ᾽νε αὐτὸς ἆραγε; αὐτὸς διαφέρει τελείως ἀπὸ τοὺς ἄλλους καταδίκους… Κι ὅταν μετὰ τὸ μεσημέρι εἶδαν τὸν ἥλιο νὰ σκοτεινιάζῃ, τὸ σκοτάδι ν᾽ ἁπλώνεται σ᾽ ὅλη τὴν κτίσι, τὴ γῆ νὰ σείεται καὶ τὰ μνήματα ν᾿ ἀνοίγουν, τότε πλέον πίστεψαν.
Δὲν τοὺς ἔμεινε κανένας δισταγμὸς ἢ ἀμφιβολία, καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο εἶπαν κατατρομαγμένοι· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54)· αὐτὸς πραγματικὰ δὲν εἶνε τυχαῖος, ἔχει ὑπερφυσικὴ προέλευσι, εἶνε Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινός.
Ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἑκατόνταρχος ἔχουν περάσει –μετρῆστε–εἴκοσι περίπου αἰῶνες. Καὶ ἡ μαρτυρία - ὁμολογία αὐτὴ δὲν ἔμεινε μόνη· ἐπαναλαμβάνεται καὶ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πολλές, ἀναρίθμητες μαρτυρίες λένε, ὅτι ὄντως ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, Θεάνθρωπος . Ἔχουμε ἀποδείξεις; Ἔχουμε. Ποιές εἶν᾽ αὐτές; Ἀναφέρω μερικές·
⃝«Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος». Τὸ φωνάζειπρῶτα - πρῶτα ἡ διδασκαλία του. Ἀνοῖξτε τὰκείμενα ὅλων τῶν θρησκειῶν, διαβάστε τὰ βιβλία τῶν φιλοσόφων, ἀκοῦστε τοὺς λόγους τῶν μεγαλυτέρων ῥητόρων· θὰ δῆτε, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὑπερτερεῖ, εἶνε ὑπέροχη. Δὲν ἀρνοῦμαι, ὅτι κι ἄλλοι εἶπαν σπουδαῖα πράγματα· ἀλλὰ τὰ λόγια τους μοιάζουν μὲ μικρὰ ψήγματα χρυσοῦ ἀνακατεμένα μέσα σ᾽ ἕνα ὄγκο εὐτελῶν μετάλλων· μοιάζουν μὲ μικρὰ φῶτα, πυγολαμπίδες θὰ ἔλεγα, μπροστὰ στὸν ἥλιο. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε φῶς καὶ ζωή, κ᾽ ἔκαναν πάντα μεγάλη ἐντύπωσι.
Ἐχθρικοὶ ἀκροαταί του ἀναγκάστηκαν νὰ ὁμολογήσουν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος,ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46) . Ἂς προάγεται τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ὅπως εἶπε κάποιος, ἂςπροχωροῦν οἱ ἐπιστῆμες, ἂς γίνωνται ἀνακαλύψεις· ποτέ ἡ ἀνθρωπότης δὲν θὰ φθάσῃ τὸ ὕψος τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ κάποιος ἄλλος εἶπε· Δὲν ξέρω ἂν σὲ ἄλλους πλανῆτες κατοικοῦν λογικὰ ὄντα· ἀλλὰ καὶ ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν καὶ κατοικοῦν ἐκεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν θρησκεία ἀνώτερη ἀπὸαὐτὴν ποὺ κήρυξε ὁ Χριστός.
⃝ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» · τὸ φωνάζειἡ διδασκαλία του, τὸ φωνάζουν καὶ τὰ θαύματά του. Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ! Ὅπου ἅ-πλωνε τὰ ἄχραντα χέρια του, ὅπου ἀκουγό-ταν ἡ θεϊκὴ προσταγή του, ἐκεῖ ὁ ἄνεμος σταματοῦσε, ἡ τρικυμισμένη θάλασσα γαλήνευε,τὰ δαιμόνια ἔφευγαν, τυφλοὶ ἔβλεπαν, κουφοὶ ἄκουγαν, μουγγοὶ μιλοῦσαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, παράλυτοι σηκώνονταν, κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ νεκροὶ ἀνασταίνονταν ἀπὸ τοὺς τάφους. Θαύματα πραγματικά, ὄχι φανταστικά.Θαύματα ποὺ ἔγιναν ὄχι νύχτα καὶ σὲ κάποια ἀθέατη γωνιά, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ πλῆθος μάτια, μερικὲς φορὲς καὶ ἐχθρῶν, ποὺ τὰ ἔβλεπαν καὶ κατάπληκτοι ἔλεγαν· «Οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν»(Μᾶρκ. 2,12) . Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἀνα-ρίθμητα. Κι ἂν ἡ θάλασσα γίνῃ μελάνι κι ὁ οὐ-ρανὸς χαρτὶ καὶ τὰ δέντρα μολύβια, δὲν φτά-νουν γιὰ νὰ ἱστορηθοῦν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
⃝ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» . Τὸ φωνάζειἀκόμα ὁ ἄψογος βίος του. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἅγιος, ὄχι μὲ ἔννοια σχετικὴ ὅπως πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ μὲ ἔννοια ἀπόλυτη. Εἶνε ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει καμμία κακία ἢ ἐλάττωμα, δὲν «εὑρέθη δόλος  ἐν τῷ στόματι  αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9 = Α΄ Πέτρ. 2,22) , ἐκεῖνος ποὺ ἡ ζωή του λάμπειἀπὸ κάθε πλευρά, ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀρετή του «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3) . Ποιά ἀρετὴ τοῦ Χριστοῦ ν᾽ ἀναφέρουμε πρώτη; τὴ φτώχεια καὶ ἁπλότητά του, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν ἔζησετόσο ταπεινὰ ὥστε νὰ μὴν ἔχῃ «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20); τὴν πραότητα καὶ ἀνεξικακία του ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς καὶ σταυρωτάς του; τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀφοβία του ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων καὶ τοῦ Πιλάτου ὅταν διεκήρυττε τὴν ἀλήθεια; τὴν ταπείνωσί του, μέχρι ση-μείου νὰ σκύψῃ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του; ἢ πρὸ παντὸς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν; Ὅλα αὐτὰ συνθέτουν τὴ μεγαλειώδη εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας στὴ γῆ. Μερικοὶ προ-σπάθησαν νὰ τοῦ βροῦν ἐλαττώματα· ἔψαξαντὰ Εὐαγγέλια, πίεσαν τὸν ἐγκέφαλό τους, μὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν ψεγάδι. Ὁ ἥλιος ἔχειτὶς κηλῖδες του, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀκηλίδωτος ἥλιος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Τίς ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46) , καὶ τὸ ἐρώτημά του μένει ἀναπάντητο διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
⃝ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» , τὸ ἀποδεικνύουν ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγιότης τοῦ βίου του, τὸ ἀποδεικνύει τέλος ἡ μαρτυρία τῶν αἰώνων. Δὲν τὸ μαρτυρεῖ μόνο ὁ ἑκατόνταρχος· τὸ μαρτυροῦν οἱ γενεὲς γενεῶν τῶν ἁγίων· μικρὰ παιδιὰ σὰν τὸν ἅγιο Κήρυκο ποὺ κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μητέρες, σεμνὲς παρθένες, ἁπλοϊκοὶ ἰδιῶτες ὅπως οἱ ψαρᾶδες, σοφοὶ ἐπιστήμονες· ὅλοι ὁμολογοῦν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς ἀληθινός.
Θεαταὶ κ᾽ ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, τοῦ πάθους τοῦ Σωτῆρος μας. Πῶς παρακολουθοῦμε τὸ θεῖο δρᾶμα; Ὅπως οἱ ἄγγελοι μὲ ἀγάπη καὶ λατρεία, ἢ ὅπως ὁ ὄχλος ποὺ ξέχασε τὰ «Ὡσαννά» καὶ φώναζε «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»; (Ἰω. 19,6) . Ἂς τὸ παρακολουθοῦμε ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος, ποὺ ἄφησε τοὺς δισταγμούς, πίστεψε καὶ τὸν ὡμολόγησε Υἱὸ Θεοῦ.Ἂν ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ ἔχει κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχειπαρὰ νὰ τὸν πλησιάσῃ, νὰ ἐξετάσῃ, νὰ ἐρευνήσῃ μὲ εἰλικρίνεια . Καὶ τότε σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ὁδηγηθῇ ἀπὸ τὰ πράγματα νὰ ὁμο-λογήσῃ κι αὐτός, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός» , ὅτι εἶνε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶνε ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 24-4-1981.

Γιατί βάφουμε κόκκινα αυγά την Μεγάλη Πέμπτη;


Ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα του Πάσχα είναι το βάψιμο των αυγών τη Μεγάλη Πέμπτη... Το αυγό συμβολίζει τον τάφο του Χριστού που ήταν ερμητικά κλειστός - όπως το περίβλημα του αυγού -, αλλά έκρυβε μέσα του τη "Ζωή", αφού από αυτόν βγήκε ο Χριστός και αναστήθηκε!

Μπορεί τα τελευταία χρόνια το αυγά να βάφονται σε διάφορα χρώματα, όμως η παράδοση τα θέλει κόκκινα. Είναι γεγονός πως τα χρωματιστά αυγά τα συναντάμε στην αρχαιότητα, στη Ρώμη, στην Ελλάδα, στην Κίνα, στην Αίγυπτο, ως δώρα στις ανοιξιάτικες γιορτές μαζί με κουνέλια τα οποία είναι το σύμβολο της γονιμότητας.

Πώς ακριβώς όμως, καταλήγουμε στην επιλογή του κόκκινου χρώματος, δεν είναι ξεκάθαρο. Οι εξηγήσεις που υπάρχουν, είναι πολλές. Μία από τις πιο αποδεκτές είναι πως το κόκκινο συμβολίζει το αίμα και τη θυσία του Ιησού. Οι άλλες ερμηνείες, έχουν πρωταγωνίστριές τους, τρεις γυναίκες : Την Παναγία, τη Μαγδαληνή και μία δύσπιστη ανώνυμη γυναίκα.

Η Παναγία πίσω από το έθιμο των "κόκκινων αυγών".


Μία εξήγηση που δίνεται συχνά, λέει ότι η Παναγία πήρε ένα καλάθι αυγά και τα πρόσφερε στους φρουρούς Του Υιού της, ικετεύοντάς τους να του φέρονται καλά! Όταν τα δάκρυά της έπεσαν πάνω στα αυγά, αυτά βάφτηκαν κόκκινα!

Τα κόκκινα αυγά και η Μαγδαληνή.

Μία άλλη ιστορία συνδέει το κόκκινο χρώμα με τη Μαρία Μαγδαληνή. Όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ενημερώθηκε για την Ανάσταση του Χριστού, τη θεώρησε τόσο απίθανη "όσο και το να βαφτούν τα αυγά κόκκινα". Η Μαρία Μαγδαληνή τότε, χρωμάτισε μερικά αυγά κόκκινα και του τα πήγε για να του επιβεβαιώσει το γεγονός.

Η δύσπιστη γυναίκα.


Μία παραλλαγή της παραπάνω ιστορίας, θέλει μία γυναίκα να μην πιστεύει την είδηση της Ανάστασης Του Ιησού και να λέει: "Όταν τα αυγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα, τότε θα αναστηθεί και ο Χριστός". Και τότε αυτά έγιναν κόκκινα"!

Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών.


Το έθιμο του τσουγκρίσματος των αυγών ξεκίνησε μάλλον στην Βόρεια Αγγλία ως παιχνίδι: Ο κάτοχος του πιο γερού αυγού, ήταν ο νικήτης! Κανονικά πάντως το πρώτο αυγό που βάφεται σε κάθε σπίτι ανήκει στην Παναγία και δεν πρέπει να το "τσουγκρίζουμε" .

Πολλές νοικοκυρές ακόμα και σήμερα το φυλάνε στο εικονοστάσι όλο το χρόνο μέχρι το επόμενο Πάσχα, αφού λένε πως δεν χαλάει όλη την χρονιά! Την Μεγάλη Πέμπτη του επόμενου έτους το φυτεύουν στα χωράφια τους για να είναι εύφορα, ή το κρεμάνε στα μαντριά των ζώων για να είναι γόνιμα.

πηγή

Εις τα φρικτά Πάθη του Κύριου ημών Ιησού Χριστού «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» Αρχιμανδρίτης Μάρκος Μανώλης

Εις τα φρικτά Πάθη του Κύριου ημών Ιησού Χριστού
 
π. Μάρκος Μανώλης
«Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;»
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, πάντοτε τὰ ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὰ ἐνθυμηθῆ ὁ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, προκαλοῦν κατάνυξιν καὶ δάκρυα καὶ φέρουν τὴν ψυχὴν εἰς μεγάλην ταπείνωσιν.
Ἀναφέρει τὸ «Γεροντικὸν» τὴν ἑξῆς διήγησιν. «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὅτι ἐκαθήμην κάποτε κοντὰ εἰς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα· καὶ τὸν εἶδα ὅτι ἦλθε εἰς θείαν ἔκστασιν καὶ ἐπειδὴ εἶχα πολὺ θάρρος εἰς αὐτόν, τοῦ ἔβαλα μετάνοια καὶ τὸν παρεκάλεσα λέγοντας: πές μου, ποῦ ἤσουν;
Ὁ δὲ Γέροντας, ἀφοῦ τὸν ἠνάγκασα, εἶπε «ὁ λογισμός μου ἦτο ὅπου ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος ἔστεκε καὶ ἔκλαιε πλησίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος· καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».
Ἰδιαιτέρως ὅμως ἀπόψε, κατὰ τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν τοῦ νυμφίου τῆς Μ. Πέμπτης, τὰ φρικτὰ πάθη τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ μαλακώνουν καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά, τὴν κατανύσσουν καὶ τὴν κάμνουν νὰ χύνη δάκρυα σωτήρια.
Ποῖα δὲ εἶναι τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας;
Ὅπως μνημονεύει τὸ ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου «Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶ χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην· καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, ἃ διʼ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο…»
Ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ περιγράψη, ὅπως πρέπει. Καὶ ὄχι μόνον ἀνθρωπίνη γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγγέλων. Ἂς ἐννοήσωμεν, ἀδελφοί, καὶ ἂς συλλογισθῶμεν αὐτὸ τὸ μέγα καὶ ἀνερμήνευτον μυστήριον. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» ψάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐκφραστικώτατα, «ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου». Μεγάλα καὶ ὑπερφυσικὰ θεάματα! Εἶδε αὐτὰ ὁ ἥλιος καὶ ἔχασε τὰς ἀκτῖνας του. Εἶδε ἡ σελήνη καὶ ἐσκοτείνιασε. Ἤκουσε ἡ γῆ καὶ ἀπὸ τὸν φόβον της ἔτρε- με καὶ ἐκλονεῖ το·εἶδαν αἱ πέτραι καὶ ἐσχίζοντο· ὅλος ὁ κόσμος ἐταράχθη καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα συνεκλονίσθησαν διὰ τὰ πάθη τοῦ Δημιουργοῦ των.
Ἀλλὰ πῶς τὰ βλέπομεν ἡμεῖς, ἀδελφοί; Ἐὰν τὰ ἄψυχα στοιχεῖα καὶ ἀναίσθητα, σὰν νὰ ἦσαν ἔμψυχα καὶ ζωντανά, τὰ ἔχασαν καὶ ἄλλαξαν τὴν τάξιν των ἀπὸ τὸν φόβον Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν θεωρίαν τῶν βλεπομένων, ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ λογικοί, ποὺ ἐλάβομεν τόσας μεγάλας εὐεργεσίας ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ποὺ διʼ ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε, νὰ μὴ κατανυχθοῦμε καὶ νὰ μὴ δακρύσωμεν κατʼ αὐτὰς τὰς ἁγίας ἡμέρας;
Καὶ δὲν κινδυνεύομεν νὰ γίνωμεν ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα ἀλογώτεροι καὶ χειρότεροι, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λίθους ἀνοητότεροι; Ὄχι ἀδελφοί μου. Ἂς μὴ μᾶς συμβῆ αὐτό. Ἀντιθέτως μάλιστα. Ἐμεῖς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἂς ἀνυμνήσωμεν καὶ ἂς δοξολογήσωμεν τὰ θεῖα παθήματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἀλλοιούμενοι τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ συσταυρούμενοι καὶ ἡμεῖς μετὰ τοῦ Κυρίου μας. Πῶς θὰ γίνη αὐτό;
Ὅταν ἀποφασίσωμεν ἀπὸ τώρα νὰ ἀσκήσωμεν τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸ πανάγιον θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὸν πνευματικόν μας Πατέρα καὶ νὰ κόψωμεν τελείως τὰ ἰδικά μας θελήματα. Καὶ ἀκόμη, ὅταν ἀποφασίσωμεν νὰ νεκρώσωμεν τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς καὶ ἁμαρτωλὰς ὀρέξεις. Διὰ τοῦτο ἂς ἀκούσωμεν πόσα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἀναγκάζουν καὶ μᾶς παρακινοῦν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ.
Ποιὸς ἀπὸ ἡμᾶς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ φίλου του κατεδέχθη νὰ φυλακισθῆ ἢ ἠθέλησε νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν ἀγαπημένον του; Ἀλλʼ ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός μας ὄχι ἕνα ἢ δύο, ἀλλὰ πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα παθήματα κατεδέχθη νὰ πάθη διʼ ἡμᾶς τοὺς κατακρίτους.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνθυμούμενος αὐτὰ ἔλεγε: «πέπεισμαι ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Διότι τόσην ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, «ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκε, διὰ νὰ μὴ χαθῆ κανείς, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». (Ἰωάν. 3.16). Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἅγιοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ δώσουν κάποιο ἀνταπόδωμα πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν τόσην πολλὴν ἀγάπην, ποὺ ἔχει εἰς ἡμᾶς.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τί νὰ δώσουν, οἱ μὲν ἔδωσαν τὸ αἷμα των, ὅπως οἱ ἔνδοξοι Μάρτυρες, ἄλλοι δὲ ἐδαπάνησαν καὶ ἐξήραναν τὸ κορμί τους εἰς νηστείαν καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, ὅπως οἱ Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι.
Ἄλλοι δὲ ἔδωσαν τὴν περιουσίαν τους ἐλεημοσύνην, ψάλλοντες μετὰ τοῦ θείου Δαβὶδ «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;». Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ψαλμικὸν στίχον «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» ἂς λέγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, πάντοτε μὲ ἀχόρταστον ἀγάπην καὶ ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς μας ὑπηρετοῦντες Αὐτόν, ὅσον μποροῦμεν καθημερινῶς.
Καὶ νὰ αὐξάνωμεν τὴν σπουδὴν καὶ τὴν προθυμίαν μας εἰς τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ σωτηρίας μας, διὰ νὰ γίνωμεν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους κληρονόμοι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αρχιμ. Μάρκου Μανώλη
Ομιλία εις την Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος Αττικής, Μεγάλη Παρασκευή 1978
Ορθόδοξος Τύπος 13-04-2012

Μεγάλη Πέμπτη βράδυ- Ὁ Χριστὸς ἔπαθε ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Μεγάλη Πέμπτη βράδυ- Ὁ Χριστὸς ἔπαθε ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν
 
+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
Θὰ προσπαθήσω, ἀγαπητοί μου, νὰ πῶ ἕνα λόγο στὴν σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ.
Τί εἶνε ἡ σταύρωσις; Μέγα μυστήριο. Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἀκοῦμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ ἀνέβηκε μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ» καὶ «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,2,4), νὰ λέῃ, ὅτι οἱ Ἕλληνες (δηλαδὴ οἱ εἰδωλολάτρες), ὅταν ἄκουγαν γιὰ σταυρὸ καὶ ἐσταυρωμένο, τὸ θεωροῦσαν «μωρίαν», ἀνοησία (Α΄ Κορ. 1,18). Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐμβαθύνουν στὸ νόημα ποὺ περικλείει ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σήμερα, ἂν ρωτή σετε μερικοὺς διανοουμένους, θὰ σᾶς ποῦν μόνο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἕνας μεγάλος ἀλτρουϊστὴς ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τοὺς ἄλλους.
Ἐμεῖς, ἔχον τας ὁδηγὸ τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὸν θεῖο λόγο, τολμοῦμε καὶ λέμε ὅτι ἡ φράσι αὐτή, ὅτι εἶνε ἕνας ἀλτρουϊστής, δὲν εἶνε ἐπαρκής. Οὐδεὶς ἀμφιβάλλει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε ἀγάπη κι ὅτι ἀπὸ ἀγάπη ἀπέθανε «ὑπὲρ ἡμῶν» (Α΄ Πέτρ. 2,21). Ἀλ λὰ κάτι τέτοιο κάνουν καὶ οἱ ἄνθρωποι· ἡ μάνα λ.χ. πεθαίνει γιὰ τὸ παιδί της, ὁ φίλος πεθαίνει γιὰ τὸν φίλο του, ὁ ἀξιωματικὸς κι ὁ στρατιώτης στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρὸς θυσιάζονται διότι «μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ πατρίς» (γνώμη Σωκρ.· Πλάτ. Κρίτ. 12). Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἔχει πολὺ μεγαλύτερο βάθος. Ποιό βάθος· ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ὄχι μόνο «ὑπὲρ ἡμῶν» ἀλλὰ καὶ «ἀντὶ ἡμῶν». Τὸ πρῶτο τὸ καταλαβαίνουν καὶ τὸ δέχονται ὅλοι, γιὰ τὸ δεύτερο ὡρισμένοι δυσκολεύονται. Ἐμεῖς, ὅσοι πιστεύουμε σ᾽ αὐτόν, νὰ λέμε ὄχι μόνο «ὑπὲρ ἡμῶν » ἀλλὰ καὶ «ἀντὶ ἡ μῶν». Ὑπάρχει δὲ μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ «ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ τοῦ «ἀντὶ ἡμῶν».
Τί θὰ πῇ τὸ «ἀντὶ ἡμῶν»; Ἀκοῦμε τὸν προφήτη Ἠσαΐα, ὀχτακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, νὰ λέῃ γι᾽ αὐτόν· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται. Αὐτὸς ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν…Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν»(Ἠσ. 53,4-5). Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Μεσσίας εἶνε ὁ ἀντικαταστάτης μας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος στὸ Κεκραγάριό του(Μελέτ. κεφ. Ζ΄, μτφρ. Εὐγ. Βουλγ., σ. 12) λέει· «Ἐγὼ ἠνόμησα, καὶ σὺ ἐκάθησες εἰς τὸ ἑδώλιον τοῦ κατηγορουμένου ·ἐγὼ ἔκανα τὸ πονηρόν, καὶ σὺ κατεδικάσθης ·ἐγὼ ἡμάρτησα, καὶ σὺ ἐμαστιγώθης μὲ τὸ φραγγέλλιον ·ἐγὼ ὑπερηφανεύθην, καὶ σὺ ἐταπεινώθης· ἐγὼ παρήκουσα εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Πλάστου, καὶ σὺ διὰ τῆ ςἰδικῆς σου τελείας ὑπακοῆς εἰς τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ἐξώφλησες τὸ ἁμάρτημα τῆς ἰδικῆς μου παρακοῆς » (ἡμέτ. βιβλ. Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν, Ἀθῆναι 19894, σ. 283). Αἰτία τοῦ πάθους σου εἶμαι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός! αὐτό, ἂν δὲν τὸ αἰσθανθοῦ με σήμερα καὶ δὲν θὰ κλάψουμε, δὲν θὰ προσεγγίσουμε τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ.
Αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἔπρεπε νὰ τὰ πάθουμε ἐμεῖς. Ἡ δική μας κεφαλή, ποὺ φιλοξενεῖ τόσες πονηρὲς ἔννοιες καὶ τόσους ἀθλίους διαλογισμούς, ἔπρεπε νὰ φορέσῃ ἀγκάθινο στεφάνι, καὶ ὄχι ἡ δική του ἀκήρατη κεφαλή, ποὺ κυβερνᾷ μὲ σοφία καὶ ἀγαθότητα τὰ σύμπαντα. Ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ ψεύδεται, διαβάλλει, συκοφαντεῖ, βλασφημεῖ, «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει», αὐτὴ ἔπρεπε νὰ γευθῇ τὸ ὄξος καὶ τὴ χολή, καὶ ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ ποὺ πάντοτε ἐλάλησε τὴν ἀλήθεια. Τὰ δικά μας χέρια, ποὺ καθημερινῶς διαπράττουν τόσες ἁμαρτωλὲς πράξεις, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν στὸ ξύλο, καὶ ὄχι τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σκόρπιζαν παν τοῦ μύρα ἀγάπης, εὐλογίες, θεραπεῖες, εὐεργεσίες.
Τὰ δικά μας πόδια, ποὺ ἀφήνουν τὴν εὐθεῖα ὁδὸ καὶ ξεμακραίνουν σὲ μονοπάτια σκοτεινὰ καὶ σκολιά, ἔπρεπε νὰ ἀκινητοποιηθοῦν πάνω στὸ σταυρό, καὶ ὄχι τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βάδισαν χιλιόμετρα γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο καὶ νὰ φέρουν τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας κι ὅπου πάτησαν εὐωδίασαν τὴ γῆ.
Ἐμεῖς λοιπὸν εἴμαστε οἱ ἔνοχοι, κ᾽ ἐκεῖνος ὁ ἀθῷος. Ἐμεῖς φορτώσαμε τὴ γῆ ἁμαρτίες, κ᾽ ἐκεῖνος εἶνε«ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου », ὅπως εἶπε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος (Ἰω. 1,29). Φορτώθηκε τὰ βάρη μας καὶ μᾶς ἀπήλλαξε ὅλους, ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἀπὸ τὴν καταδίκη. Ἐὰν αὐτὸ δὲν τὸ συν αισθανθοῦμε, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε «ἀντὶ ἡμῶν», ἀντὶ γιὰ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀντὶ γιὰ σᾶς καὶ ἀντὶ γιὰ ὅλους μας, εἰς μάτην ἑορτάζουμε. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλήθεια σήμερα ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται μωρία, ἀνοησία. Πῶς νὰ τὸ ἐξηγήσω ἀκόμη ἁπλούστερα;
Θὰ χρησιμοποιήσω τὸ ἑξῆς παράδειγμα ποὺ εἶχα διαβάσει. Κάποιος σκότωσε καὶ τὸν κυνηγοῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν. –Πιάστε τον πιάστετον, φώναζαν, εἶνε ἔνοχος, σκότωσε ἄνθρωπο!…
Αὐτός, μὲ τὰ ροῦχα του ματωμένα ὅπως ἦταν, ἔτρεχε ἔξαλλος νὰ ξεφύγῃ. Σὲ μιὰ στιγμὴ βλέπει μιὰ πόρτα ἀ νοιχτή, προλαβαίνει καὶ μπαίνει μέσα χωρὶς νὰ ξέρῃ ποῦ βρίσκεται. Ποιός νὰ τὸ φανταστῇ· ἦταν τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ θύματος! Ὁ σπιτονοικοκύρης, ὅταν τὸν εἶδε ἔτσι, κατάλαβε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ φονιᾶς τοῦ ἀδελφοῦ του. Καὶ τί ἔκανε; τὸν παρέδωσε; Δὲν τὸν παρέδωσε. Ἀλλὰ τί· βγάζει τὰ ροῦχα του, ντύνει μ᾽ αὐτὰ τὸν φονιᾶ, καὶ παίρνοντας τὰ ματωμένα ροῦχα ἐκείνου τὰ φοράει ὁ ἴδιος.
Ὅταν σὲ λίγο χτύπησε τὴν πόρτα ἡ ἀστυνομία, ἔκρυψε τὸν φονιᾶ καὶ παρουσιάστηκε αὐτὸς ὡς ἔνοχος! –Ἐγὼ τὸν σκότωσα, λέει· πιάστεμε… Καὶ ἔπιασαν αὐτὸν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ κρατητήριο νὰ τιμωρηθῇ. Τὸ παράδειγμα αὐτό, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη παρέστησε τὸν ἑαυτό του ὡς ἔνοχο γιὰ νὰ ἀθῳωθῇ ὁ ὄντως ἔνοχος, ζωντανεύει ἐμ - πρός μας τὰ λόγια «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται…»καὶ«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ». Ποιός εἶνε ὁ αἴτιος τῆς καταδίκης τοῦ Ἰησοῦ; Ἐμεῖς. Ἂν ἐμεῖς στὴν ἀρχὴ δὲν ἁμαρτάναμε, θὰ ἤμασταν τώρα ὅλοι στὸν παράδεισο καὶ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σταυρωνόταν.
Ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι σταύρωσαν τότε τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ ἀλήθεια, ποὺ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε, εἶνε κάτι ἄλλο σπουδαιότερο· ὅτι κ᾽ ἐμεῖς σήμερα τὸν σταυρώνουμε. Ποῦ; Παντοῦ. Δὲν ὑπάρχει γωνία τῆς Ἑλλάδος –γιὰ νὰ περιοριστοῦμε στὴν πατρίδα μας–, ποὺ δὲν σταυρώνεται ὁ Χριστός· στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὸ στρατό, στὶς συγκοινωνίες, στὰ τηλέφωνα, στὰ γήπεδα, στὰ κέντρα, στοὺς σταθμούς, στὸν τύπο, στὸ κοινοβούλιο, στὰ δικαστήρια; (σπανίως θὰ βρεθῇ κάποιος νὰ πῇ· Κύριε πρόεδρε, δὲν μπορῶ νὰ παλαμίσω τὸ Εὐαγγέλιο· ὁ Κύριος εἶπε «μὴ ὀμόσαι ὅλως »(Ματθ. 5,34). Δὲν τὸν σταυρώνουμε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν ὁρκιζώμαστε, ὅταν περιφρονοῦμε καὶ καταπατοῦμε τὶς ἐντολές του, ὅταν βλασφημοῦμε τὰ θεῖα;
Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς λέει· «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον » (Ἰω. 3,16). Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀλλοῦ γράφει· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω.4,8). Ὁ κόσμος ὁλόκληρος ζῇ καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· καὶ καθένας ἀπὸ μᾶς μύριες ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης του ἔχουμε. «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. 17, 28). Τί νὰ πρωτοαναφέρῃ κανείς; Ἀγάπη δὲν εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει καὶ ζεσταίνει τὴ γῆ; (ὡς διαμαρτυρία τοῦ ἡλίου ἦταν ὅτι ἐπὶ τρεῖς ὧρες, «ἀπὸ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶπᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» Ματθ. 27,45). Δωρε ὰν ὁ ἥλιος, δωρεὰν τὸ νερὸ ποὺ μᾶς ποτίζει, δωρεὰν τὰ νέφη, δωρεὰν οἱ θάλασσες, δωρεὰν οἱ πηγές, δωρεὰν οἱ ποταμοί, δωρεὰν τὰ δέντρα, δωρεὰν τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν, δωρεὰν τὰ πάντα. Πῶς νὰ ὑμνήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; ἡ γλῶσσα εἶνε ἀδύνατη.
Ἀλλὰ ἡ ὑψίστη ἀγάπη του, τὸ ζενὶθ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εἶνε ὅτι ἔδωσε τὸν Υἱόν του γιὰ τὴν σωτηρία μας. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλο μέσο; Μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσῃ καὶ ἄλλο μέσο, ἀλλὰ ἐξέλεξε αὐτό, τὴν σταυρικὴ θυσία, γιὰ νὰ δείξῃ τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν… ». Δὲν ὑπάρχει ἄλλη μεγαλύτερη ἀγάπη.
Λένε, ἀγαπητοί μου, γιὰ ἕνα βασιλιᾶ τῆς Γαλλίας ὅτι ὅταν ἄκουσε πρώτη φορὰ γιὰ τὸ Χριστό, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι τὸν σταύρωσαν, εἶπε αὐθόρμητα· Ἄχ, νὰ ἤμουν ἐκεῖ μὲ τοὺς στρατιῶτες μου! θὰ μποροῦσα νὰ τοὺς διαλύσω…
Καὶ ὅμως ὁ Χριστός, ἡ Ἀγάπη, ἐνῷ μποροῦσε, δὲν τοὺς διέλυσε. «Ὑπέμεινε σταυρὸν» γιὰ ἐμᾶς(Ἑβρ. 12,2). Αὐτὸ εἶνε ἔνδειξις τῆς ἀγάπης του. Ἐν τούτοις ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι, μοχθηροί, βλάσφημοι, ἐπίορκοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐλεεινοί· στὸν τόπο μας γίνονται τετρακόσες χιλιάδες ἐκτρώσεις τὸ ἔτος. Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι; «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε ».
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε, εἶνε νὰ συναισθανθοῦμε ὅτι ἐ μεῖς εἴ μαστε οἱ ὑπεύθυνοι τῆς σταυρώσεως καὶ νὰ φωνάξουμε· Χριστὲ ἐλέησέ με, συγχώρεσέ με· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 28-4-1994.

«Ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα»


εσταυρωμένος
Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευσταθίου
Ἐάν ρωτήσουμε ἕνα μικρό παιδάκι, πού δέ γνωρίζει ἀκόμη πολλά πράγματα, ἀλλά πού ὀσφραίνεται τήν ἀγάπη τῶν μεγαλύ­τερων ἀνθρώπων πού εἶναι κοντά του- καί μάλιστα τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τῆς ἀναντικατάστατης μητέρας του- πόσο τούς ἀγαπάει, τότε αὐτό ἁπλώνει καί τά δύο χεράκια του καί μέ τά λίγα λόγια πού γνωρίζει ἀπαντᾶ: «τόοοσο!».
Τά πανάγια χέρια τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἁπλωμένα ἐπάνω στό Σταυρό. Εἶναι τρυπημένα μέ τά φαρμα­κερά καρφιά καί γεμάτα αἵματα. Στάζουν κυριολε­κτικά μιά-μιά σταγόνα τό πανάχραντο αἷμα του, γιά νά ξεπλύνουν τά δικά μας ἀνομήματα, γιά νά γιατρέψουν τίς δικές μας πληγές, γιά νά θρέψουν τή δική μας ψυχή καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν μέ αὐτό τόν τρόπο τήν Ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὅταν, μετά τή θριαμβευτική Ἀνάστασή Του τήν ἴδια ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ἔκανε τήν ἐμφάνισή του στούς φοβισμένους καί κλεισμένους στό ὑπερῶο μαθητές του, γιά νά βεβαιωθοῦν ἐκεῖνοι, ὅτι δέν ἦταν ἄλλος, οὔτε φάντασμα «ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας». Καί  ἐκεῖνοι,   βλέποντας  τά  πληγωμένα χέρια Του, τόν ἀναγνώρισαν καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».
Ἔχει πολύ βάθος αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἀνα­στημένου Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του. Τόσο με­γάλη εἶναι ἡ σημασία της, ὥστε, γιά νά ἐμπεδωθεῖ ἡ πεποίθησή τους στήν Ἀνάστασή Του καί νά θεριέψει ἡ πίστη τους στή θεότητά Του, ἐπανέλαβε τήν ἐμφάνισή του «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», παρόντος καί τοῦ ἀπουσιάζοντος ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνισή Του Θωμᾶ. Χρησιμοποιεῖ, μάλι­στα, τόν ἴδιο τρόπο, γιά νά κάνει καί ἐκείνου ὄχι μόνο τή χαρά ἀληθινή ἀλλά καί τήν πίστη πιό στέρεα καί πιό μεγάλη.
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ, φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου». Ὁ Θωμᾶς, γεμάτος ἔκπληξη καί πλημμυρισμένος ἀπό μιά ἀνείπωτη χαρά, ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Μερικοί, μάλιστα, ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν ὁ Θωμᾶς εἶδε τά πληγωμένα χέρια τοῦ Κυρίου καί βέβαια τά πόδια καί τήν πλευρά Του, τίποτε δέν ἄγγιξε, ἀλλά πείσθηκε καί ὁμολόγησε καί τήν ὁμο­λογία αὐτή ἐπαναλάμβανε στό κήρυγμά του σέ κάθε εὐκαιρία καί τελικά τήν ὑπέγραψε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τά σημαδεμένα καί πλη­γωμένα ἀπό τά καρφιά χέρια τοῦ Κυρίου ἔγιναν αἰτία νά τόν ἀναγνωρίσουν οἱ μαθητές Του ἀνα­στημένο πλέον, νά τόν πιστεύσουν γιά «Κύριό τους καί Θεό τους» καί νά γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, προσφέροντας γι’ αὐτή τήν αὐταπάρνησή τους, τόν κόπο καί τόν ἱδρῶτα τους, μά πρό πάντων τή μαρτυρία τοῦ ὀρθόδοξου λόγου τους, τήν ἐνάρετη βιοτή τους καί τό μαρτυρικό τους αἷμα.
Ἡ κοινωνία μας καί σήμερα, γιά νά πιστέψει καί νά ἐμπιστευθεῖ κάποιον καί γιά νά τόν παραδεχθεῖ, κοιτάζει τά χέρια του, μέ μεταφορική, βεβαίως, ἔννοια, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι:
α) Καθαρά, ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιδερμικά, ὅπως ἦταν τοῦ Πιλάτου. Ἐκεῖνος «λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χεῖρας αὐτοῦ λέγων ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου». Ἦταν ὅμως δυνατό νά χαρακτηρισθοῦν τά χέρια του καθαρά, ἀφοῦ μέ τή δική του ὑπογραφή συντελέσθηκε τό μεγαλύτερο ἔγκλημα πάνω στή γῆ; Μπορεῖ νά τό εἶπε, ὅτι εἶναι ἀθῶος, ἀλλά εἶναι ὁ μέγας ἔνοχος, γιατί, ἐνῶ τρεῖς φορές ὁμολογεῖ καί ἀναγνωρίζει τήν ἀθωότητά Του, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους «ἐγώ οὐδεμίαν κατηγορίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ», ἐν τούτοις «παραδίδει αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Τά χέρια εἶναι καθαρά, ὅταν δέν ἐνέχονται σέ ψευδορκίες, σέ ἁρπαγές, σέ χειροδικίες, σέ λαθροχειρίες, σέ κλεψιές, σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες καί σέ ἄλλα ἀνομήματα πού διαπράττονται μ’ αὐτά.
Πόσο, ἀλήθεια, εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τό ἐπίγραμμα πού ἦταν χαραγμένο στή βρύση μπροστά στό ναό τῆς ἁγίας Σοφίας στήν Κων/πολη: «Νίψον ἀνομήματα μή μόναν ὄψιν» .
β) Νά εἶναι ἐργατικά. Μέ καύχηση ἐν Κυρίῳ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔδειχνε τά ἐργατικά καί ροζια­σμένα χέρια του στούς ἀνθρώπους καί πρόσθετε διδακτικά «Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσιν μετ’ ἐμοῦ ἐξέθρεψάν με αἱ χεῖρες αὗται».
Εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἡ ἐργασία, ἡ ὁποία καί τήν ὕλη ἀξιοποιεῖ καί τήν ἀρετή προάγει. Παίρνει ὁ ἐπιπλοποιός ἕνα ἄμορφο ξύλο καί, ἀφοῦ μέ προσοχή καί γιά πολλές ὧρες τό σμιλέψει, δημιουργεῖ ἕνα πανέμορφο ἔπιπλο καί στολίζει μέ αὐτό τό σπίτι μας, τό Ναό μας, τό χῶρο τῆς δουλειᾶς μας.
Ταυτόχρονα, βοηθάει τόν ἄνθρωπο στήν καλ­λιέργεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τούς πειρασμούς, πού πέφτουν ἐπάνω του τίς στιγμές τῆς ἀργίας καί τῆς ἀπραξίας του. Νά γιατί οἱ πατέρες ἔλεγαν, ὅτι «ὅποιος δέν ἔχει δουλειά τοῦ εὑρίσκει ὁ διάβολος ἀπασχόληση» καί ὁ λαός μας μέ τή σοφία του ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι «στοῦ τεμπέλη τήν καρδιά φτιάχνει ὁ διάβολος φωλιά», ἐνῶ οἱ πρόγονοί μας ἐπιγραμματικά δίδα­σκαν, ὅτι «ἡ ἀργία ἐστί μήτηρ πάσης κακίας». Ἰδίως γιά τούς νέους ἀνθρώπους ἡ ἀπραγία εἶναι κατάσταση ἐγκληματική, ἀφοῦ σπαταλοῦν τόν πο­λύτιμο χρόνο τους ἀσκόπως τότε πού πρέπει νά βάζουν γερά θεμέλια, γιά τ
ή μετέπειτα ζωή τους. Γιά αὐτό ἕνας παιδαγωγός ἔλεγε σ’ ἕναν πατέρα: «θέλεις νά σώσεις τό παιδί σου; Γέμισέ του δημι­ουργικά τίς ὧρες».
γ) Ἐπίσης τά χέρια μας, γιά νά μᾶς παραδεχθοῦν καί ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά ὑψώ­νονται σέ θέση προσευχῆς συχνά -πυκνά. Οἱ μεγάλοι ἀγωνιστές, ὅσιοι καί ἀσκητές, ὕψωναν τά χέρια τους στήν προσευχή γιά ὧρες πολλές. Τέτοια ἦταν ἡ ἀφοσίωσή τους, ὥστε ἡ ἀκινησία τῶν χεριῶν τους, πού διαρκοῦσε πολλές ὧρες ξεγελοῦσε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄρχιζαν νά συγκεν­τρώνουν ὑλικά, γιά νά κάνουν τή φωλιά τους στίς ἀνοιχτές παλάμες τῶν ἀσκητῶν.
Βέβαια δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος προσευχῆς τά ἁπλωμένα χέρια, εἶναι ὅμως δηλωτική ἡ στάση αὐτή τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν πλάστη καί Θεό μας, ἀφοῦ κατά τή διάρκειά της παίρνει μέρος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός μας κό­σμος.
δ) Ἀκόμη τά χέρια μας πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο καθαρά ἀπό ἀδικίες, ἀλλά καί στολισμένα μέ τίς ἀγαθοεργίες καί μέ τίς φιλάνθρωπες ἐνέργειές μας, πού ἀποσκοποῦν στή συμπαράσταση τοῦ ἐμπερί-στατου συνανθρώπου μας, πού δέν εἶναι, οὔτε ξένος, οὔτε πολύ περισσότερο ἐχθρός μας, ἀλλά ἀδελφός μας, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἑνός πατέρα παι­διά.
Εἶναι εὐλογημένα καί ἁγιασμένα τά χέρια πού μεταβάλλουν τά ψυχρά ΧΡΗΜΑΤΑ σέ ζεστό φαγητό, σέ μανδήλι γιά τά δάκρυα τῶν πονεμένων, σέ φάρ­μακο γιά τήν ἀρρώστια τοῦ δοκιμαζομένου, γιά ψωμί τοῦ πεινασμένου, γιά στέγη τοῦ ἀστέγου καί γιά βακτηρία τοῦ γέροντα.
Αὐτά τά χέρια θεωροῦνται τά πιό ὄμορφα καί τά πιό ὡραῖα καί μακάρι νά τά ἀγαπήσουμε, νά τά ἀσπασθοῦμε καί νά τά κάνουμε δικά μας.
Κάποτε στό σπίτι μιᾶς ἀρχόντισσας συγκεντρώ­θηκαν γυναῖκες, γιά νά περάσουν ἕνα ὄμορφο ἀπόγευμα, πίνοντας καφέ καί συζητώντας. Σέ κά­ποια στιγμή μιά ἀπό αὐτές εἶχε τή «φαεινή» ἰδέα νά κάνουν ἕνα «διαγωνισμό», γιά νά ἀποδειχθεῖ ποιᾶς τά χέρια θά ἦταν τά πιό ὡραῖα. Ἐπειδή ἡ καθεμία θεωροῦσε τά δικά της, ὡς τά καλύτερα καί δέν κατέληγαν σέ συμπέρασμα, ἀποφάσισαν νά ἐρωτήσουν τό γέροντα πατέρα τῆς κυρίας πού φιλοξενοῦσε τήν παρέα. Ἐκεῖνος, πεπειραμένος καί σοφός, τούς εἶπε: «Δῶστε μου προθεσμία νά βγῶ στίς φτωχογειτονιές καί νά ρωτήσω τούς φτω­χούς, τούς μοναχικούς, τούς πονεμένους, τούς πο­λύτεκνους καί τότε θά σᾶς πῶ ποιᾶς τά χέρια εἶναι ὀμορφότερα».
Μακάρι νά παύσουμε νά βλέπουμε ἀκίνητο τόν Κύριό μας στό Σταυρό. Μακάρι νά θελήσουμε νά βλέπουμε καί τούς ἁγίους μας νά κινοῦνται καί νά μήν εἶναι ἀκίνητοι καί κρεμασμένοι στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας.
Εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουμε μέ τά μάτια τοῦ Χρι­στοῦ μας, νά ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά του, νά μιλᾶμε μέ τό στόμα του, νά περπατᾶμε μέ τά πόδια του, νά δουλεύουμε μέ τά χέρια του καί νά ἀγαπᾶμε μέ τήν καρδιά του.
Τότε οἱ ἄνθρωποι θά μᾶς παραδεχθοῦν, τότε ἀπό τή ζωή μας θά ὠφελοῦνται καί ἀπό τό λόγο μας θά διδάσκονται. Μή λησμονοῦμε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο: «τοῦ Βασιλείου ὁ λόγος ἀκουγόταν σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή».
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου: » ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ»
Ι.Μητρόπολη Σπάρτης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...