Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 12, 2015

Ἡ πίστη σήμερα



Ὁ Σέργιος Ἀβερίντσεφ ἦταν ρῶσσος θεολόγος, ποιητής καί φιλόσοφος, εἰδικευμένος στήν ἀρχαία καί μεσαιωνική λογοτεχνία, καί μέλος τῆς Ρωσσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Ἀπέθανε τό ἔτος 2004 σέ ἡλικία 66 χρόνων. Τό παρόν κείμενο ἀποτέλει ἕνα ἀπάνθισμα ὁμιλίας του στήν Λυών τῆς Γαλλίας, τόν Αὔγουστο τοῦ 1994, λίγο μετά τήν κατάρρευσι τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Ρωσσία, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη στό γαλλικό περιοδικό ΣΟΠ, τ. 192, Νοέμ. 1994.




Ἄς ὁμολογήσωμε τήν ἀδυναμία μας: δέν εἴμεθα μήτε τόσο ἄξιοι, μήτε τόσο σοφοί, ὅσο οἱ πρόγονοί μας, κατά τήν χριστιανική πίστι. Μᾶλλον εἴμεθα, φανερά, πιό ἀδύναμοι καί λιγώτερο ἱκανοί στήν αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μία πειθαρχία σώματος, νοῦ καί φαντασίας. Ἡ παιδεία μας, πνευματική, ἐκκλησιαστική ἤ θρησκευτική ἔχει κατά πολύ πτωχεύσει: σχεδόν εἴμεθα ἀκαλλιέργητοι βάρβαροι. Παρά ταῦτα, κυριευόμεθα ἀπό θαυμασμό ἔναντι κάποιας μεγαλοφυοῦς δημιουργίας τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἤ ἔναντι τῆς σοφίας καί ὀρθότητος τῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ τῆς λαμπρότητος μιᾶς βυζαντινῆς καί μιᾶς παλαιορωσικῆς εἰκόνος• διότι ἀνακαλύπτομε ἐκεῖ ἕναν χαμένο πλοῦτο, ξυπνᾶ μέσα μας ἡ νοσταλγία μιᾶς λαμπρῆς χριστιανοσύνης.

Ὅμως, ἡ τραγικότης τῆς ἐποχῆς μας συμβαδίζει καί μέ μία μεγάλη τιμή: τήν δυνατότητα τῶν χριστιανῶν νά βιώσουν καί νά ὁμολογήσουν τήν πίστι τους, μετά τήν «ἐποχή τῆς πίστεως», μετά τήν ἀναγγελία, ἀπό τήν ἀσθμαίνουσα φωνή τοῦ Νίτσε, τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔγινε τό πλέον κοινότυπο ἀξίωμα τῆς νεωτερικότητος, ἐπιβαλλόμενο σχεδόν σέ μία ὁρισμένη “θεολογία”, τήν ψευδο-“θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ”. Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ποὺ ἔκανε καί εἶπε, κατά τῆς πίστεως, περισσότερα ἀπ' ὅσα ὅλες οἱ ἄλλες συνολικά ἱστορικές περίοδοι. Τό ἔτος γεννήσεώς μου, λ.χ., ἦταν ἡ χρονιά ποὺ ἔπρεπε νά περατωθῆ στήν χώρα μου ἕνα “πενταετές σχέδιο ἀπαλλαγῆς ἀπό τόν Θεό”, τό ὁποῖο διεκήρυσσε τήν ὁλοκληρωτική κατάργησι ὅλων τῶν θρησκειῶν ὑπό τό κομμουνιστικό καθεστώς. Καί ὅμως, ἀκόμη σήμερα δοξολογοῦμε τόν Θεό...

Ὄφείλομε, μάλιστα, νά δοξάζωμε περισσότερο τόν Θεό, διότι μᾶς ἔκανε μάρτυρες ἑνός μεγάλου θαύματος, συγκρισίμου μέ ἐκείνου τῆς φλεγομένης βάτου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: τό θαῦμα τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ. “Εὐλογητός ὁ Θεός”, διότι ὁ χριστιανισμός δέν “ἐπιβιώνει”, δέν “ψευτο-ζῆ”, ἀλλά ζῆ, ἤ πεθαίνει μέ ἕναν θάνατο τρομερά ἀληθινό καί ἀναγεννᾶται, ἐπανέρχεται στήν ζωή, ὄχι σάν μία ἀρχαία σβησμένη πίστι, ἀλλ' ὡς μία καλή ἀγγελία, ὡς τό “Εὐαγγέλιο”. Ἀνασταίνεται ὁ χριστιανισμός, διαφυλάσσοντας συγχρόνως τήν ταυτότητά του, τήν πληρότητά του, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τόν ἴδιον τόν Ἰησοῦ. Καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας” (Ἑβρ. ιγ΄, 8). Ἀλλά πάλι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγει: “Ἰδού καινά ποιῶ πάντα” (Ἀποκ. κα΄,5).




Ἕνας κόσμος δίχως τήν θεία σφραγίδα.


Ὁ ρῶσσος μυστικός ποιητής Βιάτσεσλαβ Ἰβανώφ, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1930, στοχαζόμενος περί τοῦ σοβιετικοῦ ἀθεϊσμοῦ, ποὺ, κατ' αὐτόν, ἦταν μία “ἀπόλυτη ἱεροσυλία”, ἕνας “ἐξωφρενικός πόλεμος κατά τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ”, ἐνῶ συγχρόνως διέκρινε μία γενικότερη τάσι, ἴδια σ' ὅλον τόν κόσμο, ἔγραφε: “Θά ἐπιθυμούσαμε νά μήν ὑπῆρχαν πλούσιοι ἄνθρωποι. Δέν θά ὑπάρχη πλέον πλοῦτος. Καταργεῖται ἀφ' ἑαυτοῦ, χάνει ἤδη τήν λαμπρότητά του, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι εἰκόνα τῆς διαφοροποιήσεως• λοιπόν, ἡ διαφοροποίησις παύει. Τό πολύχρωμο πέπλο, ποὺ ἔδιδε στόν διεσπασμένο κόσμο μιά προσποιητή, περίπλοκη ἑνότητα, σχίζεται. Δέν θά ὑπάρξη πλέον παρά ἕνας γυμνός δυϊσμός. Ὅλα περιορίζονται σέ μία τραγική δυάδα... Τελειωμένες, λοιπόν, οἱ οὐδέτερες στάσεις, οἱ συμβιβαστικές ἀναποφασιστικότητες, οἱ μεσαῖες θέσεις στόν τομέα τοῦ πνεύματος• ἀπέβη πλέον πεδίο μάχης• τελειωμένες, καταδικασμένες, ἐκμηδενισμένες... Γιατί ἔφθασε ἡ ὥρα νά ἀποφασίσωμε ὑπέρ ἤ κατά Ἐκείνου, ποὺ εἶναι τό μοναδικό ἀντικείμενο τοῦ μίσους, τῶν κηρύκων τοῦ μίσους... Καθ' ἕνας, λοιπόν, ἄς προκρίνη τήν μία ἤ τήν ἄλλη ἀπό τίς δύο ἐμπόλεμες Πολιτεῖες!...”. (Ὁ ποιητής ἐδῶ ἐπικαλεῖται τήν Πολιτεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίγεια Πολιτεία, κατά τήν παράδοσι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου).

Τήν ἐποχή τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ πιστός εὕρισκε πὼς ὅλη γύρω του ἡ πραγματικότης τοῦ προσέφερε ἀποδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τοῦ μιλοῦσαν γιά τόν Θεό, ἀπό τίς πλέον πρωταρχικές ἐμπειρίες, ὅπως λ.χ. ἡ σχέσι πατρός-υἱοῦ, ἡ δομή τῆς οἰκογενείας, ἡ διάρθρωσι τῆς κοινωνίας, κτλ.

Ἔτσι στήν Ρωσσία, ἀλλά καί σέ κάθε ὀρθόδοξη χώρα, ἡ Ἐκκλησία ἔδιδε τόν ρυθμό σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἐμπειρίες, ἀπό τό βάπτισμα ἕως τήν ταφή. Ὅλο τό ἔτος σημαδευόταν ἀπό τίς λειτουργικές ἑορτές καί τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Ὅλην τήν ἡμέρα ἀκούγονταν οἱ κωδωνοκρουσίες τῶν διαφόρων ὡρῶν προσευχῆς. Ἡ δομή τῆς ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς σκέψεως ἐπιβεβαίωνε αὐτό, ποὺ προσέφερε ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς... Καί ὅλα αὐτά ἦσαν πολύ ἐκτενέστερα ἀπό ἐκεῖνα, ποὺ μπόρεσε νά ἐκφράση ἡ λόγια σκέψι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.

Ἄλλ’ ὅταν ἡ ἐποχή τῶν ἐμφανῶν ἀποδείξεων πέρασε, ὅλοι αὐτοί, ποὺ δέν εἶχαν μία πίστι ἱκανή νά ζήση ἀφ' ἑαυτῆς, ἀπεφάνθησαν, ἀναμφιβόλως, περί τοῦ τέλους τῆς πίστεως. Ἔτσι ζοῦμε σήμερα σ' ἕναν κόσμο, ποὺ “τίποτε δέν εἶναι αὐτονόητο”. Θά ἦταν, ὅμως, ὑπερβολή νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι δέν ἔχομε πλέον κανέναν τρόπο γιά νά δοῦμε μέσα στόν κόσμο, στίς οἰκογενειακές ἤ, γενικώτερα, στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ὁδούς γιά τήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ. Βεβαιώνοντας κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά κάναμε παραχώρησι στήν προπαγάνδα τοῦ διαβόλου. Ἀλλά δέν μποροῦμε πάλι νά θεωρήσωμε ὅτι αὐτοί οἱ δρόμοι εἶναι πλέον αὐτονόητοι...



Μία ἀνθρωπολογική κρίσις.


Ὅποιες καί ἄν εἶναι οἱ προσπάθειες τοῦ παλαιοῦ, ἀφελοῦς ἀθεϊσμοῦ, τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τοῦ 19ον αἰ., νά στηριχθῆ ἐπί τῆς νέας κοσμολογίας, ἐπί τῆς δαρβινικῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, ἐπί ὅλων τῶν ἄλλων σταθμῶν τῆς διανοητικῆς ἱστορίας τῆς Δύσεως, ἐν τούτοις ὅλες αὐτές οἱ ἡμι-ἐπιστημονικές ἀναφορές δέν εἶναι τουλάχιστον τόσο σοβαρές, ὅσο ἡ εὐρεία ἀνθρωπολογική κρίσι, ποὺ χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας καί ὁλοένα διευρύνεται.

Ἄς διευκρινίσωμε, βεβαίως, ὅτι δέν πρέπει νά ἐξιδανικεύωμε τό παρελθόν, δέν πρέπει κυρίως νά φανταζώμεθα ὅτι ὑπῆρξε μία ἐποχή, ποὺ οἱ σχέσεις γονέων καί παιδιῶν, συζύγων, ἀρχόντων καί ἀρχομένων, ἦσαν ἁρμονικές καί δίχως σκιές. Φανταζόμενοι κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά ἀρνούμεθα τήν ἁμαρτωλή φύσι μας. Ἀλλ' ἀκόμη καί χωρίς νά εἶναι ἁρμονικές αὐτές οἱ σχέσεις, ἐν τούτοις διατηροῦσαν, σ' ἕναν ὁρισμένο βαθμό, τήν ὑπαρξιακή τους ταυτότητα. Αὐτή ἡ ταυτότητα ἦταν φανερή τόσο στούς ἐπαναστάτες, ὅσο καί σ' ἐκείνους ποὺ ἐξεγείροντο ἐνάντια στήν ἐξουσία τοῦ πατρός, τοῦ ἱερέως, τοῦ ἡγεμόνος. Θά μπορούσαμε μάλιστα νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐξέγερσι αὐτή, μέσα στά πλαίσια τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, συνίστατο στό νά μή μείνη “λίθος ἐπί λίθου”. Ἀλλ' ἐπειδή οἱ λίθοι ἦσαν ἀκριβῶς λίθοι, παρέμεναν ἄθικτοι. Τόν 20όν αἰ., ὅμως, φθάσαμε στόν διαχωρισμό τῆς ὕλης σέ μόρια καί ἄτομα... Τό γεγονός αὐτό, τό ὅτι δηλαδή ὁ αἰώνας αὐτός ἔφερε τήν διάσπασι τοῦ ἀτόμου, λαμβάνει μᾶλλον συμβολικές διαστάσεις.

Ἡ βαθειά ἀνθρωπολογική κρίσι, ποὺ διανύομε, κάνει ὥστε νά μήν εἶναι πλέον μόνον τά παιδιά ποὺ ἐξεγείρονται, ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς, μή γνωρίζοντας ποιά ἐξουσία ἀσκοῦν καί ἐν ὀνόματι ποίου. Τοῦτο, ὅμως, ἔχει οὐσιαστικές συνέπειες στήν πορεία τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας.

Ὁ Κίρκεγκαρντ εἶχε κάνει μία παρατήρησι: “Πιστεύομε στόν Θεό, ἐπειδή ὁ πατέρας εἶπε στό παιδί ὅτι ὑπάρχει Θεός”. Αὐτή ἡ ἁπλή φράσι συγκεντρώνει μέσα της τήν αἰώνια ἱστορία τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν χριστιανοί, αὐτό συνέβαινε ἐπειδή οἱ παραδόσεις ἦσαν ριζωμένες μέσα στό πατρικό σπίτι. Ἀργότερα, ὅμως, καί ὁ ἀθεϊσμός, μέ τήν σειρά του, ἔγινε παραδοσιακός, ἕνας ἀθεϊσμός “κατά τόν ἀρχαῖο τρόπο”, ποὺ ἐμφανιζόταν σάν μία ὁμολογία. Στό θαυμάσιο βιβλίο του “Ὁ ἄλλος ἥλιος”, ὁ γάλλος διανοούμενος Ὀλίβιος Κλεμάν, ἀναφέρει: “Στό χωριό, ποὺ κατοικοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ πατρός μου, ὑπῆρχαν τρεῖς ὁμολογίες: οἱ καθολικοί, οἱ προτεστάντες καί οἱ σοσιαλιστές...”.




Ἡ ἀνακάλυψις τῆς πίστεως.


Ἄλλοτε, λοιπόν, θεωρεῖτο σταθερή ἡ ἰδέα ὅτι οἱ γονεῖς μποροῦσαν νά μεταβιβάσουν τήν πνευματική τους κληρονομιά, πίστι ἤ ἀπιστία, στά παιδιά τους. Καί οἱ ἄθεοι ἐστήριξαν ἐπ' αὐτοῦ τίς ἐλπίδες τους ὡς πρός τήν ἐξαφάνισι τῆς πίστεως: ἐβασίσθηκαν στήν ἐγγυημένη μετάδοσι τῆς ἀπιστίας ἀπό τούς γονεῖς στά παιδιά. Ἀλλ' ὅμως, αὐτό δέν ἦταν καθόλου δικαιολογημένο. Ὅπως ἀδικαιολόγητες ἦσαν καί οἱ ἐλπίδες τῶν χριστιανῶν ὅτι, κερδίζοντας μία γενιά νέων, ἡ πίστι θά ἀναζωογονοῦσε καί θά παλινόρθωνε ὁριστικά τόν χριστιανισμό τῶν παλαιῶν χρόνων. Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἐλπίδα τῶν πιστῶν ἦταν τυπική κατά τήν περίοδο τοῦ μέσο-πολέμου, ὅταν οἱ ρωμαιοκαθολικοί, λ.χ., στήν Γαλλία πίστευαν ὅτι, ἐφ' ὅσον πολλοί σπουδαστές μετεστρέφοντο καί πήγαιναν γιά προσκύνημα στήν Σάρτρ, κατά τό ὡραῖο παράδειγμα τοῦ γάλλου ποιητοῦ Καρόλου Πεγκύ, τότε ὅλη ἡ κουλτούρα τους θά μποροῦσε, τελικά, νά ξαναγίνη χριστιανική. Τέτοια ἐλπίδα ἔτρεφαν ἐπίσης καί μερικοί ὀρθόδοξοι ρῶσσοι διανοούμενοι τῶν Παρισίων, ὅπως λ.χ. ὁ Γεώργιος Φεντότωφ .

Προσωπικά, προέρχομαι ἀπό τήν Ρωσσία, μία χώρα ὅπου ἡ ὁριστική ἐξαφάνισι τῆς θρησκείας σχεδιάσθηκε ἀπό τό κόμμα καί τό κράτος, ὅπως σχεδιάσθηκε, λ.χ., ἡ βιομηχανική παραγωγή. Ὅλοι αὐτοί, ὅμως, οἱ ὑπολογισμοί βασίσθηκαν στόν συνήθη μηχανισμό, κατά τόν ὁποῖον οἱ γονεῖς μεταδίδουν, φυσιολογικά, τίς πεποιθήσεις τους στά παιδιά. Ὑπῆρχαν, βεβαίως, πάντοτε ἄνθρωποι, ποὺ ἐγκατέλειπαν τήν πίστι τῶν πατέρων τους γιά νά ἀκολουθήσουν μίαν ἄλλην. Τέτοια ἦταν ἡ περίπτωσι τῶν πρώτων χριστιανῶν, ποὺ προήρχοντο ἀπό τόν ἰουδαϊσμό ἤ τόν παγανισμό. Ἀλλά, διά μέσου τῶν αἰώνων τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σπάνιοι.

Στίς ἡμέρες μας ὅλα εἶναι διαφορετικά. Πρό πολλοῦ ἤδη, καί κυρίως μετά τήν δεκαετία τοῦ 1960, δέν μποροῦμε νά στηριχθοῦμε πλέον σ' αὐτόν τόν μηχανισμό μεταβιβάσεως. Καί τοῦτο μᾶς ἀφαίρει κάθε ψεύτικη σιγουριά, καί συγχρόνως μᾶς ἐμπνέει μιά μεγάλη ἐλπίδα. Ἡ ἐποχή μας ἐκμηδενίζει κάθε πιθανότητα γιά ὅ,τι χριστιανικως τείνει μόνον νά ἐπιβιώνη, καί δίδει ἀληθινές πιθανότητες σέ ὅ,τι χριστιανικῶς γίνεται ἱεραποστολή, θρησκεία νέο-μεταστραφέντων, ἐκκλησία θεμελιωμένη στό “Εὐ-αγγέλιο”, στήν δυναμική αὐτῆς τῆς ἀγγελίας, ποὺ ἤξερε νά διατηρήση τήν ἀρχική της ὁρμή.

Ἔτσι, εἶναι χαρακτηριστικό πὼς ἕνας ἱκανός ἀριθμός σπουδαίων συγχρόνων ἀνθρώπων εἶναι μεταστραφέντες, εἴτε ἀπό τόν ἀθεϊσμό καί τήν ἀδιαφορία, (ὅπως λ.χ. ὁ ρῶσσος π. Παῦλος Φλωρένσκι, ὁ γάλλος Ὀλίβιος Κλεμάν, κτλ), εἴτε ἀπό ἄλλες ὁμολογίες ἤ θρησκεῖες, (ὅπως λ.χ., ἀπό τόν καθολικισμό: ὁ γάλλος π. Πλακίδας Ντεσέιγ, ἀπό τόν προτεσταντισμό: ὁ ἄγγλος π. Κάλλιστος Γουέαρ, ἀπό τόν ἰουδαϊσμό: ὁ ρῶσσος π. Ἀλέξανδρος Μέν, κ.τ.λ).

Ζοῦμε, λοιπόν, σέ μιάν ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀνακαλύπτουν τήν πίστι. Καί ὁ λόγος τοῦ Τερτυλλιανοῦ: “Fiunt, non nascuntur christiani”- “Γινόμεθα, δέν γεννώμεθα χριστιανοί”, εἶναι ὅλο καί πιό ἐπίκαιρος στίς ἡμέρες μας. Συνεπείᾳ ὄχι ἱστορικῶν γεγονότων ἤ καταστροφῶν, ποῦ ἐπέφερε ὁ ἀθεϊσμός, ἀλλά κυρίως, μυστικῶς, ἐκ θελήματος Θεοῦ...




Δύο μορφές ἀθεϊσμοῦ.


Μποροῦμε νά διακρίνωμε δύο τουλάχιστον μορφές τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἄν καί εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἡ πρώτη δέν ἐξυπηρετεῖ παρά μόνον ὡς κάλυψι τῆς δευτέρας, χωρίς ἡ δευτέρα νά ἔχη καί τόσο ἀνάγκη αὐτῆς τῆς συγκαλύψεως. Πρόκειται, λοιπόν, κατ' ἀρχάς γιά τόν ὀντολογικό ἀθεϊσμό καί δευτερευόντως γιά τόν ἀνθρωπολογικό μηδενισμό.

Ὁ ὀντολογικός ἀθεϊσμός εἶναι αὐτός, ποὺ ζῆ στήν παροξυσμένη καί μανιώδη μνήμη τοῦ μεσαιωνικοῦ σχολαστικοῦ, καί ποὺ ἀναιρεῖ μία θέσι κατανοητή καί ἐπεξεργασμένη, ὅπως ἄλλωστε ἁρμόζει σέ μία θέσι. Ἔτσι στήν “θέσι” τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἀντιπαραθέτει τήν, ἐπίσης ἀντικειμενική καί ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου ἐντοπισμένη, “θέσι” τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ Θεοῦ. Καθώς, ὅμως, οἱ παραδοσιακές διδασκαλίες τοῦ χριστιανισμοῦ εἶχαν μία προτίμησι πρός τίς κοσμολογικές ἀποδείξεις, αὐτός ὁ ξεπερασμένος καί πανάρχαιος ἀθεϊσμός εἶχε πλήρως τήν ἀνάγκη νά ἀναφέρεται στά δεδομένα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν.

Ἡ ἄλλη μορφή τοῦ ἀθεϊσμοῦ ἔχει ἐντίμως καί σαφῶς διατυπωθῆ ἀπό ἕναν γερμανό ποιητή τοῦ 20ού αἰῶνος, τόν Γότφριδ Μπένν: “Δέν ἀρνοῦμαι τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ• αὐτό ποὺ ἀρνοῦμαι εἶναι τήν ὕπαρξι ἑνός ὁρισμένου ἐγώ, ποὺ θά μποροῦσε νά ἔλθη σέ κοινωνία μέ τόν Θεό”.

Ἐδῶ, θά ἤθελα νά κάνω μία προσωπική ἐξομολόγησι. Ὅταν ὁ διάβολος μέ πολεμᾶ, ὄχι μέ τούς συνήθεις πειρασμούς, ἀλλά προτείνοντάς μου ἕνα κριτικό διάλογο, δέν μοῦ λέγει κοινοτυπίες, λ.χ. γιά τά δεδομένα τῆς ἐπιστήμης, γιά τόν θρίαμβο τοῦ κριτικοῦ λόγου, παρά μόνον μοῦ λέγει: “Ἰδού, ὅλες οἱ προσευχές σου, ὅλ' αὐτά ποὺ ὀνομάζεις προσευχές σου, κάθε τί ποὺ ὀνομάζεις πίστι σου, δέν εἶναι παρά ἕνα ἀνεξάντλητο ψέμα, βαθύτερο καί ἀπό σένα τόν ἴδιον, δέν εἶναι παρά ἕνα θέατρο μόνιμο καί ἀκατάπαυστο• καί τό ξέρεις καλά αὐτό...”. Τό ἀντικείμενο, λοιπόν, τῆς προσβολῆς του δέν εἶναι αὐτὴ καθ' ἑαυτὴ ἡ ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ἡ ριζική ἀδυναμία μιᾶς αὐθεντικῆς σχέσεως μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ταυτότητός μου καί τοῦ Θεοῦ• διότι, ἀναμφιβόλως, αὐτὴ ἡ ἀνθρωπίνη ταυτότης εἶναι νοθευμένη ἀπό τήν κοινωνική καί προσωπική μου συμπεριφορά.

Ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ μέ ἐντυπωσιάζει, εἶναι ἡ ὁμοιότης καί ἡ ἀντίθεσις μεταξύ αὐτοῦ, ποὺ μᾶς λέγει ὁ διάβολος, καί ἐκείνου, ποὺ μᾶς λέγει ὁ Χριστός. Ὁ σατανᾶς μᾶς λέγει ὅτι ὅλες οἱ προσευχές μας, ὅλη ἡ πίστις μας εἶναι ἕνας θεατρινισμός. Ἀλλά καί ὁ Χριστός, μᾶς ἐπικρίνει καί Αὐτός ἀπό τήν πλευρά Του, νά μήν εἴμεθα ὑποκριτές, δηλαδή ἠθοποιοί, (ἀφοῦ ὑποκριτής, στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἐσήμαινε τόν ἠθοποιό).

Ἀπ' αὐτήν τήν φαινομενική ὁμοιότητα, μεταξύ ἐκείνου ποὺ μοῦ λέγει ὁ σατανᾶς καί αὐτοῦ ποὺ μοῦ λέγει ὁ Χριστός, βλέπομε σέ ποιόν βαθμό οἱ θέσεις τους εἶναι ἀντίθετες. Ὁ ἀντίδικός μου λέγει: “Οἱ προσευχές σου καί ἡ πίστι σου δέν μποροῦν νά εἶναι παρά μάταιες, δέν εἶναι παρά θεατρινισμός, κι οὔτε μποροῦν νά εἶναι τίποτε ἄλλο”. Ὁ Κύριος μοῦ λέγει, ἐπικριτικά: “Ἡ πίστι σου καί ἡ προσευχή σου εἶναι προσποιητές, ψεύτικες”. Ἀλλ' αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐπίκρισις ὑπονοεῖ ὅτι ἡ πίστι μου θά ἔπρεπε νά εἶναι κάτι ἄλλο, καί, συνεπῶς, ὅτι παραμένει ὡς δυνατότης. Γιατί θά ἦταν περιττό νά ἐπικρίνωμε κάποιον γιά τήν στάσι του, ἄν αὐτὴ δέν θά μποροῦσε νά ἦταν διαφορετική.

Συνεπῶς ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός ἀρνεῖται, ἐξ ἀνάγκης, μᾶλλον περισσότερο τήν ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου, παρά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος “ποὺ δέν ὑπάρχει”, (κατά τόν γάλλο φιλόσοφο Φουκώ, κ.ἄ.), δέν μπορεῖ νά συνάψη σχέσεις μέ τόν Θεό...






Μία πίστι, ποὺ νά φωτίζη τόν πολιτισμό.

Ἡ πιό ἀδύναμη πλευρά τοῦ ἀθεϊσμοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποδεικνύει, καί φυσικά δέν ἀποδεικνύει τίποτε. Ἄς ὁμολογήσωμε, βεβαίως, ὅτι καί οἱ ἀπόπειρες ἀποδείξεως τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό “’ἰσχυρό σημεῖο” τῆς παραδοσιακῆς θεολογικῆς διδασκαλίας. Γιατί ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό μέ ἄλλον τρόπο, παρά μέ τίς ἀποδείξεις. Ἐν τούτοις, νομίζω ὅτι ἡ πιό ζωηρή ἀπό τίς παλαιές ἀποδείξεις εἶναι ἡ ἀνσελμιανή, αὐτή ποὺ ὀνομάσθηκε ὀντολογική ἀπόδειξι . 

Ἀλλ' ἀκόμη καί αὐτή ἡ ἀπόδειξι, ποὺ βασίζεται στήν ἔννοια τοῦ “ὄντος”, εἶναι πολύ τρωτή, καί τοῦτο γιά δύο λόγους: Πρῶτον, γιατί ἡ ἔννοια τοῦ ὄντος, κληρονομιά τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, δέν εἶναι πιά σήμερα τόσο καταφανής. Δεύτερον, γιατί οἱ ἕλληνες σοφιστές εἶχαν ἤδη ἀνακαλύψει ἕνα μικρό μυστικό τῆς διανοητικῆς κουλτούρας: ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νά παράγη ἀλληλοαναιρούμενα συστήματα καί, στόν τομέα τῆς φιλοσοφικῆς ρητορικῆς, αὐτό μπορεῖ νά εἶναι τό ἔργο ἑνός καί μόνου ἀνθρώπου! Ἔτσι οἱ βαθύτερες δομές τῆς σκέψεως μποροῦν κάλλιστα νά ἀναθεωρηθοῦν.

Δέν πρόκειται, ὅμως, γιά τήν ὑπεράσπισι τῆς πίστεως, ἀλλά γιά τήν ὑπεράσπισι τοῦ πολιτισμοῦ μας, ποὺ δέν πρέπει ἐπί τούτου νά ἀπορρίψωμε τήν κλασική ἔννοια τοῦ “ὄντος” καί τοῦ “γίγνεσθαι”. Θά ἔπρεπε μάλιστα ἡ χριστιανική πίστι νά ἀναλάβη τήν ὑπεράσπισι αὐτῆς τῆς ἐννοίας, καί ὄχι τό ἀντίθετο. Ἕνα, λοιπόν, ἀπό τά σημαντικότερα συμπεράσματα, ποὺ μποροῦμε νά ἀντλήσωμε ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ 20ού αἰῶνος εἶναι ὅτι, ἡ πίστι θά πρέπη νά φωτίση, νά ἑδραιώση τίς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ, λ.χ. τήν οἰκογένεια, κ.τ.λ., καί ὄχι τό ἀντίθετο.
Τελικά, κάθε τί στόν κλασσικό ἀθεϊσμό εἶναι κακό, ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά του, ποὺ σήμερα ἀπώλεσε...

Παλιότερα κυριαρχοῦσε ἡ συνήθεια νά συνδέεται ἕνας λαός μέ τήν πίστι του: ὀρθόδοξος, καθολικός, προτεσταντικός λαός. Ἴσως κάποιες πραγματικότητες τοῦ παλαιοῦ καιροῦ θά μποροῦσαν ἀκόμη νά ἐπιβιώσουν σ' ἕνα ἀπολιθωμένο κράτος ἤ σέ κάποιες “ὀάσεις”. Ἀλλά ζοῦμε πλέον στήν ἔρημο καί “ἡ ἔρημος ἐπεκτείνεται”, καθώς εἶπε ὁ Νίτσε. Μέσα σ' αὐτήν τήν νέα ἔρημο, ὅπου εἴμεθα ὅλοι ξερριζωμένοι, δέν μποροῦμε πλέον νά ριζώσωμε παρά μόνον κατακόρυφα, πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί σ’ αὐτήν τήν μεγάλη ἔρημο, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπό τήν βαθειά ἀνθρωπολογική κρίσι τῆς ἐποχῆς μας, ὀφείλομε, κατά τόν λόγο τοῦ Προφήτου, νά “ἑτοιμάσωμε τήν ὁδόν Κυρίου” (Ἠσ. μ΄, 3)...
πηγή

Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, o πονών και πάσχων υπέρ της Εκκλησίας


Ο βίος ή το συναξάρι του Αγίου Επιφανίου  Κύπρου παρουσιάζει, εκτός από την ένθεη ζωή του, την ομολογιακή αναστροφή του και τα άπειρα ση­μεία και θαύματά του, και μικρό αριθμό αβεβαιοτήτων και ερω­τηματικών που χρειάζονται επιστημονική διερεύνηση.
Η αποτόλμηση βιογραφικής ιστόρησης του Αγίου Επιφανίου, αλλά και του κάθε Αγίου, του κάθε άνθρωπου πούναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού πλασμένοι, θα παρουσιάζει πάντοτε μεγάλο αριθμό από αβεβαιότητες. Κατά το Γραφικό λόγιο, «τα του ανθρώπου ουδείς οίδεν».
Πώς μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για τα εκ βαθέων κεκραγάρια, τους στεναγμούς των δακρύων μετάνοιας, αλλ’ ιδίως τις μυστικέs εμπειρίες ανάκρασης με τις μαρμαρυγές της Χάριτος του Μεγάλου, του εν Τριάδι Θεού ημών – του πολλά αγαπήσαντος ημάς;
agepifcy2
Όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε τον Θεό, έτσι ούτε και τον άνθρωπο· μόνο εκ μέρους γνωρίζουμε, καθ’ ότι η Χάρη του Θεού οικονόμησε να φτάσει μέχρις εμάς για ψυχική μας ωφέλειαν, φρονηματισμό και «θεοφιλήν έξιν».
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε, κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, στη Βεσανδούκη, (Au Vieil, Besanduc (Beth-Saddounq) χωριό της Παλαιστίνης, που βρίσκεται κοντά στην Ελευθερούπολη (Beit-Djibrin).
Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει πως ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη, ένα χωριό της Μαραθάσας της Κύπρου και μεγάλωσε στη Βεσανδούκη. Οι γονείς  του ήσαν φτωχοί Εβραίοι, καθώς μας αναφέρει ο βίος του, αρκετά πλούσιοι χριστιανοί, όπως ισχυρίζονται οι J. Holl, J.Tixeront και D. Paperbroch, που είναι μάλλον αμφίβολο. Είναι δύσκολο ακόμη να καθορίσουμε μ’ ακρίβεια την ημερομηνία  που γεν­νήθηκε ο Άγιος Επιφάνιος. Η πιό κοινή αποδεκτή γνώμη και άποψη την τοποθετεί γύρω στα 310 μ.Χ., καθότι ο Άγιος Ιερώνυμος στα 392 μ.Χ. μας περιγράφει τον Άγιο Επιφάνιο ως πολύ γέροντα.
Ο Άγιος Επιφάνιος, πριν την επισκοποίησή του περ­νά τριάντα ολόκληρα χρόνια αυστηρού ασκητικού-μοναχικού βίου. Ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων όταν αναχώρησε για την έρημο. Πήγε άραγε στην Αίγυπτο για να γνωρίσει τον κοινοβιακό Μοναχισμό σαν δόκιμος  ή ήτανε ήδη Μοναχός και πήγε εκεί για προσκύνημα και πνευματική αρτίωση; Ιδού ακόμα ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο μέχρι της  στιγμής. Η «σύνοψις» που αναφέρει ο «Αγκυρωτός» μαs λέει, πως, ο Άγιος Επιφάνιος επιστρέφει στην Παλαιστίνη, αφού έχει περάσει στην Αίγυπτο είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δηλαδή όλην την «πνευματική του νιότη». Και είναι εκεί που με πόθο και ζήλο περισσό μυήθηκε στην ασκητική ζωή από τους πλέον επιφανείς και «μεγαλοσώματους» «καθηγητές της Ερήμου»: Μέγα Αντώνιο, Άγιο Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη, Όσιο Παχώμιο, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Όσιο Ιωάννη Λυκοπόλεως τον Βλέποντα ή Γρηγόριο τον Κύπριο, τον Γέροντα και «μετά Θεόν θεόν του» και άλλους. Μπορούμε επίσης να πιστεύουμε μαζί με τον Βίο του, ότι έγινε μοναχός στην Παλαιστίνη σ’ ένα ησυχαστικό μέρος καλούμενο Σπανόδριον, παρά την Ελευθερούπολη, ένθα και εχειροτονήθη σύντομα Ιερομόναχοs και Ηγούμενο, καθώς μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος.
Στην περιοχή τns Γάζας, και γενικά της Παλαιστίνης, ο μοναχισμός ανθούσε, αφότου ο Άγιος  Ιλαρίωνας ο Μέγας και οι Όσιοι Γρηγόριος, Ησύχιος και Δωρόθεος, καθώς και πολλές χιλιάδες άλλοι «βιαστές της Βασιλείας», μετέφεραν εκεί τον τόπο δοξολόγησης και παραμονής τους, ιδίως στις αρχές του τε­τάρτου (Δ΄) αιώνα μ.Χ.
Από αυτά που διηγείται ο Άγιος Επιφάνιος σχετικά με συνάντησή του στην Αίγυπτο με ομάδα γνωστικών γυ­ναικών (ελευθερίων ηθών) που τον είχαν προσκαλέσει στο Κοινόβιό τουs, και προσπάθησαν να τον παρασύρουν, πιθανόν να μπορούμε να του προσδώσουμε μια ηλικία πιο νεανική.
Πλην όμως, το μεγαλύτερο μέρος  της μοναχικής του βιοτής το διέρχεται στο Μοναστήρι που ο ίδι0ς ίδρυσε και επάνδρωσε, πολύ κοντά στο μέρος που γεννήθηκε, στην Ελευθερούπολη, κι’ όπου προσφωνείται απ’ όλους με ευλάβεια «ο Γέροντας!». Η μεγάλη όμως φήμη την οποίαν απέκτησε λόγω της αυστηρής ασκητικής ζωής και ένθεης πολιτείας του, τα άπειρα σημεία και θαύματα, που ενεργούσαν αι δυνάμεις του Θεού, τα πυκνά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δαψιλώς και πληθωρικώς υπερχείλιζαν της αρετής της ταπείνωσης, ήτις «φιλεί κρύπτεσθαι», καθώς και η μεγάλη κοσμοσυρροή του πλήθους των πιστών, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψη την Παλαιστίνη, να έρθη εις Κύπρον, για να επισκεφθή τον Μέγα Άγιο Ιλα­ριώνα και να μαθητέψη και πάλιν παρά τους πόδας του γέρο­ντα Πνευματικού του Οσίου Γρηγορίου του Κυπρίου.
Ο Άγιος Επιφάνι0ς βρέθηκε στο μεταίχμι των μεγαλυτέρων ρευμάτων και αιρέσεων ως «στύλος και εδραίωμα  της αληθείας» πνευματικός άτλαντας  αναδοχής και ισορρόπησης των κόσμων και του λόγου των όντων, τράνωσης της φύσης!..
Στην εποχή του έχουμε την άνοδο της  παναίρεσns του αρειανισμού ιδία μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντί­νου (το 337 μ.Χ.), ακολουθούν εκτελέσεις, διωγμοί και εξορίες των υπερασπιστών του όρου «ομοιούσιος» της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325 μ.Χ.). Διαιρέσεις και πολεμική με τους «ομοούσιους», με τους «ανόμιους», μη εκκλησιαστική κοι­νωνία με τους «ωριγενιστές», τους «ανθρωπομορφιστές», τους «παυλικιανούς» κ.τ.λ.
Προς αντιμετώπιση των ποικίλων αιρεσιαρχών και Χριστιανών διαφωνούντων της έδρας του, καθώς και για να τους ελέγξει, ζήτησε και την βοήθειαν του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Α’ ο οποίος, ως απάντησιν εις την έκκλησιν του Αγίου Επιφανίου, εξέδωκε διάταγμα, διά του οποίου «ει τις  τω πατρί Επιφανίω, τω επισκόπω της Κυπρίων χώρας, ουχ υπακούει διά των θείων λόγων, εξερχέσθω της  Νήσου, και όπου θέλει κατοικείτω· ει δε τινες, φίλοι όντες και τέκνα της μετανοίας ομολογούσι τω κοινώ πατρί ότι πλανηθέντες βουλόμεθα εις την οδόν της αληθείας ελθείν, μεινάτωσαν επί της νή­σου διδασκόμενοι υπό του κοινού πατρός…».
Σε παράφραση του κειμένου του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα: «Όποιος από τους κατοίκους της Κύπρου δεν παραδέχεται την διδασκαλία του Επιφανίου, πρέπει να φεύγει από την Κύπρο, είτε αιρετικός είναι, είτε ειδωλολάτρης. Δηλαδή, «τότε μόνον μπορεί να μείνη, αν παραδεχθή τα όσα διδάσκει ο Επιφάνιος, και αφήσει κατά μέρος τα όσα ξέρει και πιστεύει».
Αν ο Άγιος Επιφάνιος δεν εγεννιόταν εκ φύσεωs τό­σο ζηλωτής και ένθερμοs αγωνιστής υπέρ της Αλήθειας, μια τέτοια εποχή, θα τον άφηνε άραγε άγευστο πολεμικής; Ίδε ένα άλλο καυτό ερώτημα.
Με πρόταση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (384-412 μ.Χ.) και του επισκόπου Επιφανίου, συγκαλείται στην Κωνσταντία της Κύπρου Σύνοδοs κατά την οποία καταδικάζονται τα γραπτά του Ωριγένους.
Ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόμενος στο προσκήνιο μετα­ξύ όλων αυτών των συγκρούσεων και συγκινήσεων δένεται με πολλή συμπάθεια και εστιότητα πατρική, με ελεήμονα διάθεση και πλατυσμό καρδίας, ως άλλος Σαμψών ξενοδόχος, μεγάλο αριθμό επισκέψεων. Η δε εκτίμηση, με την οποίαν τον περιβάλλουν όλοι είναι απεριόριστη. Δεχόμενοι τα όσα μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος ακόμη και οι αιρετικοί τον ευβλαβούντο πολύ, αρνούμενοι κάθε είδους πολεμική εναντίον του.
Αρκετοί μάλιστα απ’ αυτούς με μεγάλο σεβασμό τον συμβουλεύονται στις ανησυχίες τους. Μοναχοί δε απ’ όλα τα μέρη έρχονταν να εγκατασταθούν στην Κύπρο για να έχουν τον Άγιο Επιφάνιο απλανή καθοδηγητή και πνευματικό τους πατέρα. Η όλη πυρούμενη μορφή του, ο αυστηρόs ασκητικός βίος του, τα καυτά αντιαιρετικά του συγγράμματα και ο ένθεοs ζήλος του τού προσέδωσαν οικουμενική αίγλη, και οι απόψεις του επείχαν θέση δόγματος για την καθόλου Εκκλησία. Είχε σχέση με όλα τα θύματα του Κωνστάντιου (337-361 μ.Χ.) και προπαντός με τον Μέγα ομολογητή της Ορθοδοξίας, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, με τον οποίον συναντιέται, χωρίς αμφιβολία, μετά το 349 μ.Χ. ως μας αναφέρει κι ο εξαίρετοs Γάλλος πατρολόγος Tillemont. Επίσης πηγαίνει και βρί­σκει στην εξορία του τον Ευσέβιο Νικομήδειας, τον οποίον με περίσσεια συμπάθειαs και αγαπητική δύναμη νουθετεί φιλικά, για να τον κερδίσει υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Είναι γύρω στα 367 μ.Χ. που ο Άγιος Επιφάνιος εκλέγεται «ψήφω κλήρου και λαού» Αρχιεπίσκοποs Κωνσταντίας (αρχαίας Σαλαμίνας) και πάσης Κύπρου. Ήτανε άραγε σύμφωνα με παρότρυνση του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου που δέχτηκε την εκλογή και χειροτονίαν του εις Επίσκοπον από τη φωτισμένη μορφή του Αγίου Πάππου; και στο σημείο αυτό υπάρχουν πολλές αναφορές και λαϊκές διηγήσεις. Όπως και νάχει όμως το όλο θέμα, ο Άγιος Επιφάνιος εφάνη ως όντως ο «λύχνος επί λυχνίαν!». Οργάνωσε τόσο την επισκοπικήν του περιφέρεια, όσο και την όλη Κύπριδα Εκκλησία, κατά τα πρότυπα των Πράξεων των Αποστόλων και της πρωτοχριστιανικής κοινωνίας αγάπης, κοινωνίας προσώ­πων, κοινωνίας  Θεώσεως!… Ιδιαίτερα είχε σε μεγάλη περιωπή τη Μοναχική – Κοινοβιακή ζωή.
Η Μητρόπολή του ήταν ένα αέναο εργαστήρι αρετής – εδρασμένο στο Μοναχικόν ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης και του καταμερισμού της όλης εργασίας σε διακονήματα, ανάλογα με τα χαρίσματα ενός-εκάστου. Έτσι, κι’ η Μητρόπολή του είχε μοναστηριακό χαρακτήρα. Καθώς μας αναφέρει είκοσι χρό­νια αργότερα ο Άγιος Ιερώνυμοε, τα μοναστήρια της Κύπρου ήσαν πολυάριθμα, και ο ιστορικός Σωζόμεvoς συμπληρώνει, πως τούτο γίνεται θαυμαστό γεγονός πνευ­ματικής άνθησης, χάρις στην πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Επιφανίου.
Είναι εδώ στην Κύπρο που αρχίζει και το όλο συγγραφικό έργο του Αγίου Επιφανίου. Καθώς επιγραμματικά μας αναφέρει κι’ ο περίφημος πατρολόγος Κωνσταντίνος Κοντογόνης· «ο Όσιος Επιφάνιος εδαπάνησε τον ησύχιον αυτού βίον εις σύνταξιν σοφών συγγραμμάτων, καταπολεμούντων την πίστιν των ασεβών δογμάτων της αιρέσεως και της ειδωλολατρείαs».
Ο Άγιος Γέροντας Επιφάνιος γράφει στην αρχή επιστολές για να διατηρήση τον πνευματικό σύνδεσμο αγάπης και αναδοχής με τούς Μοναχούς της  Παλαιστίνης, της Συρίας, της
Μεσοποταμίας, της Περσίας, της Αιγύπτου, του Σινά, της Γεωργίας και της Αιθιοπίας. Επίσης γύρω στο 372 μ.Χ. συντάσσει μια επιστολιμαία ομιλία του-εγκώμιο στην πνευματι­κή πολιτεία και την ένθεη ζωή του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου, που μόλις είχε «τελειωθή εν Κυρίω» κοντά στο χωριό Επισκοπή της Επαρχίαs Πάφου (Κύπρου), όπου απέλαυσε την «ειρηναία» και ησύχιον διαγωγήν του.
Επίσης έγραψε πολλές επιστολές, «νουθετών τους ατάκτους», καθώς και άλλα πολύτιμα έργα ποικίλου περιεχομένου, κυρίως δογματικά, ερμηνευτικά, λειτουργικά και ασκητικά.
Από την Παμφυλία και Πισιδία της Περσίας και Μεσοποταμίας, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ως την Αφρική, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και αρχόμενοι, του ζητούν την υπεύθυνη και βαρύνουσα διαγνώμη και πνευματική του συμβουλία ως θεολογική αυθεντία. Προπαντός να τους ξεκαθαρίση με την ενάργεια και εμπειρία του τα φλέγοντα Θεολογικά προβλήματα της εποχής. Ερωτήματα Τριαδολογικά, Χριστολογικά, Πνευματολογικά, Εκκλησιολογικά, Εσχατολογικά. Επίσης, και άλλα, σχετικά με την Αγία Γραφή, τον Μοναχισμό, την Πνευματική και Λειτουργική ζωή κ.τ.λ. Επάξια λοιπόν και ημείς μετά της καθόλου Εκκλησίας αναφωνούμεν: «Χαίροις Πάτερ Παγκόσμιε!…».
Για το σκοπό αυτό ο «Θείω έρωτι πυρούμενος» Γέροντας Επιφάνιος αναλαμβάνει γύρω στα 374 μ.Χ τη συγγραφή μιας εκτενέστατης πραγματείας, την οποίαν και τιτλοφορεί «ο Αγκυρωτός».
Επιθυμία του είναι να στηριχτούν οι πιστοί στην άγκυ­ρα της Πίστεως, και να επαναγάγει τους πεπλανημένους και να τους επισυνάψη στην εκλεκτή Ποίμνη, όπως λέει κι’ η Αναφορά του Μ. Βασιλείου.
Το έργο αυτό του Αγκυρωτού, γνώρισε μια τέτοια επιτυχία, που ανάγκασε τον Άγιο Επιφάνιο ν’ αναλάβει μια νέα εργασία εκκλησιαστική και κοινωφελή διακονία. Πρόκειται για ανάπτυξη, ανασκευή και αναίρεση της διδασκαλίας ογδόντα αιρέσεων, των οποίων μας περισώζει κατάλογον και πολύτιμην περιγραφήν για την όλην έρευνα και μελέτη της ιστορίας των δογμάτων. Το ονομάζει «Πανάριον» (Adversus Haereses) ή «Πανέρι Φαρμάκων», που εμπεριέχει γιατρικά για όλες τις αρρώστιες, που μπορεί ν’ απειλούν την Πίστη. Άρχισε στα 374 μ.Χ. και η όλη εργασία θα εξακολούθησε τάχιστα, καθότι η 48η  αίρεση τέλειωσε στα 375 και η 66η στα 376. Η σειρά που ακολούθησε ήταν μάλλον χρονολογική και η έκταση στα σχόλια διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τη σπουδαιότητα ή την επικαιρότητα των θεμάτων. Το όλο έργο πολύ χρησίμεψε σαν πηγή Εκκλησιαστικής Ιστορίας και ακραιφνούς γνώσης του Ορθοδό­ξου Δόγματος.
Εύγλωττα ακόμα παραδείγματα αποτελούν τα συγγράμματα του Αγίου Επιφανίου, «Περί μέτρων και Σταθμών», «Περί των 12 λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς Ααρών», και το «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», καθώς επίσης και άλλα κείμενα απωλεσθέντα ή ευρισκόμενα ακόμα ανέκδοτα σε χειρόγραφα, καταχωνιασμέ­να στις διάφορες ανά τον κόσμο βιβλιοθήκες.
Διερωτούνται μερικοί εάν ο Άγιος Επιφάνιος λαμβάνει μέρος στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Εμείς πιστεύουμε ακραδάντως ότι, όντως παρέστη και υπήρξε η «ψυχή και το πνεύμα» της όλης δομής και των πρακτικών θεματολογίας που απασχόλησαν την Σύνοδο.
Ο C. Bardy πιστεύει ότι παρέστη, ενώ ο Tillemont σημειώνει, πως η υπογραφή του δεν αναφέρεται μεταξύ των υπογραφών αυτών που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο. Όμως πλείστες άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν για το ότι, όντως παρέστη.
Την επόμενη χρονιά τον συναντούμε να πηγαίνει και να συμμετέχη ενεργά στη Σύνοδο της Ρώμης που κάλεσε ο Πάπας Δάμασος.
Εδώ υποστηρίζει τη μερίδα του φίλου του Παυλίνου, ενάντια στο Φλαβιανό για το επίμαχο θέμα του Επισκοπικού Θρόνου  Αντιοχείας. Επίσης, όσον αφορά το καυτό ερώτημα του Απολλιναρισμού δίδει μίαν, ιδιαίτερα βαρύνουσα και υπεύθυνη διαγνώμη.
Ο Άγιος Επιφάνιος πονών και πάσχων υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού, το 377 μ.Χ. επεσκέφθη την Αντιό­χεια και το 381 μ.Χ. πηγαίνει στη Ρώμη για το  Αντιοχειανό σχίσμα των Μελετιανών.
Φιλοξενείται στο ονομαστό, για την αβραμιαία φιλοξενία του, Μέλαθρο συμμελέτns της Παύλας, χήρας του Τοξοτίου, όπου γνωρίζεται και συνδέεται αμέσως πολύ στενά με τον Άγιο Ιερώνυμο, τον περιώνυμο ερημίτη της Βηθλεέμ. Γι’ αυτόν οι άρρηκτοι δεσμοί φιλίας του θά είχαν μεγάλες συνέπειες επέκτασης και αύξησης του εν Χριστώ Ιησού. Ίσως ακόμη δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πλέον συνεπής εναρμόνιση των έργων του Αγίου Επιφανίου προς την Αγία Γραφή είναι προϊόν – καρπός του συνδέσμου του με τον Άγιο Ιερώ­νυμο.
Ακόμη μπορούμε να σκεφτούμε ότι η τόσο δυνατή και αμοιβαία φιλία τους επέδρασεν αποφασιστικά στο να κλίνη κι ο  Άγιος Ιερώνυμος με το μέρος του Αγίου Επιφανίου ενά­ντια στον Ιωάννη Ιεροσολύμων και να πάρη δυναμική θέση μεταξύ των αντι-ωριγενιστών, κατά τη διάρκεια της διαμάχης που είχε ξεσπάσει στους κόλπους της Εκκλησίας από το 393 μ.Χ. και εντεύθεν.
Τα τελευταία χρόνια του γέροντα Επισκόπου Επιφα­νίου δεν υπήρξαν καθόλου ειρηνικά. Θα είχε να συλλέξη τα πι­κρά φρούτα ενός ειλικρινούς αντι-ωριγενισμού, δίχως αμφιβολία, αλλά με λίγη οξυδέρκεια και διάκριση. Κατά τις μαρτυρίες των ιστορικών της Εκκλησίας μας, Σωκράτη και Σωζόμενου, φαίνεται πως ο φιλόδοξος Θεόφιλος Αλεξανδρείας εκμεταλλεύεται το ευγενές, άδολον και μακάριον πάθος του Αγίου Επιφανίου υπέρ της Αλήθειας και Ορθοδοξίας της Εκκλησίας για να ικανοποιήση τα δικά του υποχθόνια και ερρεβώδη – δαιμονικά σχέδια που δεν ήσαν καθόλου τίμια.
Αφού λοιπόν, το 402 μ.Χ., γέροντας πια ο Άγιος Επιφάνιος, είχε καταδικάσει σε τοπική Σύνοδο Επισκόπων Κύπρου τα έργα του Ωριγένη, ζήτησε και την ολοκληρωτική κα­ταδίκητους κι’ από τους υπόλοιπους Επισκόπους των κατά τό­πους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πλην όμως, ο της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος φαινόταν πως εκώφευε και με πολλή συμπάθεια και διά­κριση προσπαθούσε να οικονομήσει διαφορετικά το όλο επίπονο και ακανθώδες θέμα με πιο ήπιο τρόπο, και δεν ήθελε να πάρη μέρος στην όλη διαμάχη και να καταδικάση τον Ωριγέ­νη. Έτσι το 403 ο Άγιος Επιφάνιος αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη για να λάβη προσωπικά ό ίδιος σωστήν εικόνα των πραγμάτων ή να διακόψη κάθε πνευματικήν – μυστηριακήν επικοινωνίαν με τον Άγιο Χρυσόστομο.
Και είναι εδώ ακριβώς, που ο Άγιος Επιφάνιος, ζει μέ­χρι αηδίας το μέγεθος της πλεκτάνης, στην οποίαν τον ενέπλεξε και ενέπαιξε ο δόλιος Θεόφιλος Αλεξανδρείας, ο οποίος φθονούσε τον Άγιο Χρυσόστομο, εποφθαλμιούσε τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και εργαζόταν τόσον δόλια και υποχθόνια να υποσκάψη την όλη μεγαλοσώματη μορφή του χρυ­σού, τη γλώσσα και το στόμα Άγιου Ιωάννου.
Καθότι, ούτε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μήτε οι προστατευόμενοί του και θαυμάσιοι Ασκητές, οι λεγόμενοι Μακροί Αδελφοί της Αίγυπτου ήσαν αιρετικοί, καθώς ο Θεόφιλος από μανικό-σατανικό μίσος και τυφλό πάθος μεγαλομανίας και τυρίας (πρβλ. αίρεση «Αρτοτυρίται») κινούμενος τους είχε παρουσιάσει.
Τέλος, διάφοροι Επίσκοποι, αυτοί οι Μακροί Αδελφοί και ο προς τούτο αποσταλής Αρχιδιάκονος του Αγίου Χρυσο­στόμου Σεραπίων, έπεισαν τον Άγιο Επιφάνιο ν’ άναχωρήση εκ Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα που έπραξε, χωρίς καθόλου χρονοτριβή. Έτσι, γεμάτος αποτροπιασμό για όσα συνά­ντησε άτοπα και αχρεία, εγκατέλειψε την Πόλη, με την εξής χαρακτηριστική και παροιμιακή φράση: «Αφήιμι υμίν την πόλιν και το Βασίλειον και την υπόκρισιν· εγώ δε άπειμι, σπεύδω γαρ, πάνυ σπεύδω!…». Κατά τον πλουν της επιστροφής του για την Κύπρο, ενενηκοντούτης και πλέον, ο λευκόθριξ Λευΐτης της Νέας Σκηνής, μετέθη και ενώθη μετά της Άνω Ιεραρχίας στις 12 Μαΐου το 403 μ.Χ. Την αυτήν ημέραν τελείται πανηγυρικά και η εορτή της μνήμης του. Τοπική παράδοση και αρχαία Συναξάρια αναφέρουν επίσης και έτερη γιορτή του Αγίου Επιφανίου στις 14 Ιουλίου. Είναι άραγε η ημερομηνία της ανακομιδής των λειψάνων του; Ιδού ακόμα ένα ερωτηματικό.
Το ιερό του λείψανο έγινε δεκτό με τις μέγιστες δυνατές τιμές στην Κωνστάντια ή Σαλαμίνα, πρωτεύουσα τότε της Κύπρου, και κηρύχτηκε σ’ όλη την Μεγαλόνησο σαρανταήμερο πένθος. Κατά τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, δύο από τους μαθητές του, Ιωάννης και Πολύβιος, «Εδείμαντο αυτώ Ναόν», την μεγαλύτερη βασιλική την καθ’ ημάς Ανατολην, κατά την ρήτρα του διάσημου Καθηγητή μας στην Χριστιανική αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων Δρα Jean Pierre Sodini.
Στην Σαλαμίνα ή Κωνσταντία, παλαιά πρωτεύουσα της Κύπρου, που βρίσκεται κοντά στην κατεχόμενη, σήμερα, Αμμόχωστο, σε ανασκαφές που έγιναν το 1924-25, 1954-56 και μετέπειτα, βρέθηκε τεραστίων διαστάσεων βασιλική, των αρχών του 5ου αιώνα, στο έσω κλίτος της οποίας ανακαλύφθηκε μαρμαροεπένδυτος τάφος, που προφανώς ανήκει στον Άγιο Επιφάνιο.
Στην καρδιά της Βασιλικής του Αγίου Επιφανίου υπάρχει υπόγεια Κατακόμβη- Εκκλησία και ο τάφος του Αγίου όπου κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας της κυριωνύμου εορτής, στις 12 Μαΐου, ανέβλυζεν ευώδες αγίασμα πλήρες ιάσεων, «τοις πίστει προσιούσιν».
Ο Άγιος Επιφάνιος υπήρξεν ονομαστός, από τότε που ζούσε, για την αγιότητα του βίου του, τα πάμπολλα και μεγάλα θαύματά του, την ευρυμάθειά του και προπαντός τις αντιαιρετικές συγγραφές – διδαχές και ομιλίες του -«στύλος ο ίδιος και εδραίωμα της Αληθείας». Είναι ο τύπος μιας μοναδικής Χρι­στιανικής συνθέσεως στον Δ΄αιώνα. «Η συμβολή του Αγίου Επιφανίου είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν αποτελεί υπερβολή, αν λέγαμε, ότι η μελέτη των τριαδολογικών θεμάτων του Δ’ αιώνα είναι ελλειπής, αν δεν ληφθή υπόψη και το έργο του Αγίου Επιφανίου». Βρίσκεται στο μεταίχμι της ασκητικής παραδόσεως των Μοναχών της Ανατολής (Αιγύπτου, Σινά, Παλαιστίνης, Συρίας, Μεσοποταμίας, Περσίας, Μικράς Ασίας, Κύπρου κ.ά.).
Οι συγκεκριμένες και συχνές επαφές και σχέσεις του με τους Αγίους Τόπους και η πλατειά μόρφωσή του («πεντάγλωσσος» και πολυμαθής), τον είχαν από πολύ ενωρίς καθιερώσει στη συνείδηση του λαού του Θεού ως Μέγα Ιεράρχη και Άγιο. Σύμφωνα πάλιν με τον Άγιο Ιερώνυμο είναι «πατέρας όλων των επισκόπων και το τελευταίο λείψανο της αρχαίας ευσέβειας…». Η μορφή του και η ευχή και η πύρινη ικετηρία του ας μας συνοδεύουν και εμπνέουν στους δύστηνουs και πονηρούς καιρούς της συγχύσεως, των αιρέσεων και της των πάντων αλλοτριώσεως, ίνα και ημείς μ’ εκείνον το αυτό φρονούμεν!…Ας ακούσουμε την πιο κάτω παραίνεση – υποθήκη του Αγίου  Αποστόλου Παύλου, που εκφράζει πλήρως το πνεύμα του Αγίου Επιφανίου: «Στήκετε εν ενί πνεύματι, μιά ψυχή συναθλούντες τη πίστει του Ευαγγελίου, και μη πτυρόμενοι εν μηδενί υπό των αντικειμένων, ήτις αυτοίς μεν εστιν ένδειξις απωλείας, υμίν δε σωτηρία και τούτο από Θεού· ότι υμίν εχαρίσθητο υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν, τον αυτόν αγώνα έχοντες, οίον είδετε εν εμοί και νυν ακούετε εν εμοί…».
Ενώ ακόμα ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόταν εν ζωή, αλλά και μετά την προς Κύριον εκδημία του, ενήργησε στο να συντελεστούν πολλά «θεοσημεία» και θαύματα, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Νάχουμε την ευχή και πύρινη ικετηρία του να μας συνοδεύει εν παντί.
(Αρχ. Επιφανίου Ευθυβούλου, Αγίου Επιφανίου Κύπρου, Ανέκδοτη πνευματική ομιλία Περί Χριστιανικής Πολιτείας και Διαγωγής, εκδ. «Ορθόδοξο Πνευματικό Κέντρο Λεμεσού»)
πηγή

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ο Βλάχος, ο αγωνιστής της αξιοπρέπειας


Μαρτύρησε στις 12 Μαΐου 1662
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης καταγόταν από την Βλαχία, γι’ αυτό και ονομάζεται Βλάχος.
Βλαχία εννοούμε μία από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, Μολδαβία και Βλαχία. Την εποχή εκείνη ο Βοεβόδας (ηγεμόνας) Μίχνα επανεστάτησε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω της βαριάς φορολογίας. Ο Σουλτάνος όμως έστειλε τους συμμάχους του Τατάρους μαζί με τον δικό του στρατό και κατέστειλαν την επανάσταση. Ο Βοεβόδας έφυγε και οι Τούρκοι με τους Τατάρους κατέστρεψαν τα πάντα και πήραν σκλάβους πλήθος ανδρών και γυναικών.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Άγιος Ιωάννης. Ένα όμορφο αγόρι, ηλικίας 15 ετών, από αρχοντική γενιά. Βλέποντάς τον κάποιος στρατιώτης Τούρκος τον αγόρασε με σκοπό να κοιμάται μαζί του. Ο Άγιος αντέδρασε και δεν δεχόταν να εκπληρώσει την επιθυμία του κυρίου του. Για να πετύχει τον σκοπό του ο Τούρκος στρατιώτης τον έδεσε σε ένα δέντρο και τον υπέβαλε στους έσχατους εξευτελισμούς. Μη μπορώντας να αντέξει την καταισχύνη ο Ιωάννης βρήκε ευκαιρία και σκότωσε τον αφέντη του. Τον συνέλαβαν οι συστρατιώτες του κυρίου του, τον έδεσαν και τον πήγαν στην Πόλη, στη σύζυγο του σκοτωμένου στρατιώτη. Εκείνη, με τη σειρά της, τον παρέδωσε στον βεζίρη, στον οποίο ο Άγιος ομολόγησε την αλήθεια. Ο βεζίρης τον έδωσε πίσω στη γυναίκα να τον κάνει ό,τι θέλει. Η κυρία, βλέποντάς τον τόσο όμορφο, προσπαθούσε με ποικίλους τρόπους να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος και να τον παντρευτεί. Του υποσχόταν μάλιστα ολόκληρη την περιουσία της και διάφορες τιμές. Όταν ο Άγιος τ’ άκουσε όλα αυτά έκανε το σημείο του σταυρού και παρακαλούσε τον Χριστό να τον κρατάει σταθερό στην πίστη.
Αφού αρνήθηκε τις προτάσεις της κυρίας του, εκείνη τον παρέδωσε στον έπαρχο, ο οποίος, με τη σειρά του, τον έκλεισε στη φυλακή και διέταξε να τον βασανίσουν.
Του έκαναν φριχτά βασανιστήρια, τα οποία δεν αναφέρονται στο συναξάρι. Αναφέρεται μόνο η παρατήρηση ότι και να τα σκεφτεί ο άνθρωπος φρίττει. Κατά τα βασανιστήρια δεν παρέλειπε η άσεμνη εκείνη γυναίκα να πηγαίνει κάθε μέρα στη φυλακή και να τον προτρέπει σε εξωμοσία με σκοπό τον γάμο μαζί της.
Αντιλαμβανόμενος τελικά ο βεζίρης πως ο Άγιος παρέμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού και αντιστεκόταν γενναία σε όλες τις επιθέσεις και του πόνου και της ηδονής διέταξε την εκτέλεσή του.
Τον απαγχόνισαν στο Παρμάκ Καπί κοντά στο Μπεζεστένι (κλειστή αγορά) και έτσι έλαβε ο μακάριος τον στέφανο της αθλήσεως από το χέρι του αθλοθέτου Κυρίου.

4 Σέρβοι Νεομάρτυρες


Ο μητροπολίτης Ζάγκρεμπ Δοσίθεος. Γεννήθηκε το 1877, χειροτονήθηκε το 1899 και έγινε επίσκοπος Νίς το 1913. Τοποθετήθηκε στη μητρόπολη Ζάγκρεμπ το 1933. Όταν τα κατοχικά στρατεύματα έφθασαν στο Ζάγκρεμπ οι Ούστασι ζήτησαν το βασανισμό και εξευτελισμό του.
Κατόπιν εκδιώχθηκε για το Βελιγράδι. Από τις κακουχίες ασθένησε βαριά και εκοιμήθη στις 13 Ιανουαρίου 1945 στη Μονή των Еισοδίων της Θεοτόκου στο Βαβεντένιε οπού και ετάφη.
Ο μητροπολίτης Νταμπρομποσάνσκι – Σεράγιεβου Πέτρος. Γεννήθηκε το 1866, χειροτονήθηκε το 1895, έγινε μητροπολίτης Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης το 1903 και Νταμπρομποσάνσκι το 1920. Δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, έμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε γενναία κατά των βασανιστών Ούστασι. Τον συνέλαβαν στις 12 Μαΐου 1941 και τον θανάτωσαν. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε τον τόπο της ταφής του.
Ο επίσκοπος Γορνιοκαρλοβάτσκι Σάββας Γεννήθηκε το 1884, χειροτονήθηκε το 1909 και έγινε επίσκοπος το 1934. Το 1938 τοποθετήθηκε στο Γορνιοκαρλοβάτσκι. Τον καιρό της κατοχής, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το λαό του και έμεινε μαζί του. Ταπεινώθηκε, εξευτελίστηκε και τελικά πέθανε μαρτυρικά περί το 1941. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε τον τόπο της ταφής του.
Ο νεομάρτυρας επίσκοπος Μπανιαλούκα Πλάτων. Βασανίστηκε, θανατώθηκε και κατόπιν ρίχτηκε στα νερά του ποταμού Βρμπάς το 1941. Ενταφιάστηκε στο στρατιωτικό νεκροταφείο της Μπανιαλούκα.

Πηγή: Αλεξίου Παναγοπούλου Ο Νεομάρτυρας Πλάτων Επίσκοπος Μπανιαλούκα (+1941), Σελ. 213-214 Εκδόσεις Νεκτ. Παναγόπουλος Έκδοσις Α΄, Αθήνα Ιανουάριος 1996

Γιατὶ νὰ λατρεύω τὸν Θεὸ;



 


Πῶς τόν φαντάζεσαι τόν Θεό;

•Μήπως τόν βλέπεις σάν κάποιο ὁ ὁποῖος κάθεται σέ πανύψηλο θρόνο πού στραβομουτσουνιάζει καί θυμώνει ὅταν δέν τόν λατρεύεις καί δέν τόν δοξάζεις;


•Μήπως σάν κάποιο ὁ ὁποῖος χαίρεται καί εὐχαριστιέται μαζί σου ὅταν πηγαίνεις ἐκκλησία καί προσεύχεσαι;


•Μήπως ἔχεις τήν ἐντύπωση πώς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καλωσυνάτος παππούς (γεροντάκος) πού δέν τοῦ καίγεται καρφί τό τί κάνεις μέ τήν ζωή σου, φτάνει σύ νά εἶσαι εὐχαριστημένος μέ τόν ἑαυτό σου;


Ἄν ἔτσι πιστεύεις γιά τόν Θεό, δέν θά καταλάβεις ποτέ:


•οὔτε γιατί ἔχεις χρέος νά Τόν λατρεύεις·


•οὔτε γιατί ὁ Θεός εἶναι καλός μόνο ὅταν σέ ἀφήνει νά κάνεις τά ὅποια θελήματά σου-ἐλεύθερο.


Ἄς ξεκινήσομε ὅμως μέ τό πρῶτο ἐρώτημα: γιατί ἔχομε χρέος νά Τόν λατρεύομε.


Ἡ λέξη λατρεία στήν ἀρχική της σημασία σημαίνει: ἀπονέμω ἀξία, τιμή καί σεβασμό σέ κάποιο ἤ σέ κάτι. Συνεπώς, λατρεία εἶναι ἡ ἐκδήλωση σεβασμού, τιμής, ἀξίας, ἀναγνώρισης. Π.χ. ὅταν χειροκροτῶ ἕνα ἠθοποιό ἐπάνω στήν σκηνή ἤ ἕνα ποδοσφαιριστή (ἀθλητή), τόν τιμῶ· τοῦ ἀναγνωρίζω κάποια ἀξία· τόν λατρεύω. Κάθε φορά πού ἕνας ἄνδρας -τήν παλαιότερη ἐπόχη- ἔβγαζε τό καπέλο του σέ μιά διερχόμενη γυναίκα, τό ἔκαμε εἰς ἔνδειξη τιμῆς (τιμητικά).


Γιά τόν Θεό, λατρεία εἶναι κάτι παραπάνω. Λατρεύω τόν Θεό σημαίνει: ἀναγνωρίζω τήν δύναμή Του, τήν καλωσύνη Του, τήν ἀξία Του, τήν μεγαλωσύνη Του, τήν κυριαρχία Του, τήν ἀλήθεια Του...


•Ἄν δέν λατρεύεις τόν Θεό, μάθε το, λατρεύεις κάτι ἄλλο ἤ κάποιον ἄλλο, πού 9 στίς 10 φορές θά εἶναι ὁ ἑαυτός σου!


•Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, θεός εἶσαι σύ! Καί ἄν ἐσύ εἶσαι θεός - ὁ νομοθέτης καί ὁ δημιουργός, τότε τί νά σοῦ εἰπῶ; Ἐγώ εἶμαι ἄθεος. Ὁ βασικός λόγος πού οἱ ἄνθρωποι σήμερα λατρεύουν λίγο τόν Θεό καί πολύ τόν ἑαυτό τους, εἶναι ὅτι δέν θέλουν νά τό «χωνέψουν» ὅτι εἶναι κτίσματα-δημιουργήματα καί ὄχι δημιουργοί!


Νά λοιπόν, γιατί ἔχεις χρέος νά λατρεύεις τόν Θεό.


Ὄχι γιατί ὁ Θεός τό ἔχει ἀνάγκη, ἤ διαφορετικά θά αἰσθανόταν δυστυχισμένος καί ἀτελής, ἀλλά ἐπειδή σύ θά εἶσαι δυστυχισμένος καί ἀτελής
πηγή

Δευτέρα, Μαΐου 11, 2015

Το λείψανο της αγίας Βαρβάρας & η Γιορτή της Κάνναβης...


Δυο στιγμιότυπα, με διαφορά μιας μέρας,

 στην ίδια πόλη: 

Αθήνα 9 & 10 Μαΐου 2015

 

Ο κόσμος μας δεν είναι μόνο ένας κόσμος, αλλά πολλοί κόσμοι που συνυπάρχουν και ο καθένας από μας ζει "στον κόσμο του". Συχνά αγνοεί ακόμη και την ύπαρξη των "παράλληλων κόσμων" που ανασαίνουν και κινούνται δίπλα του ή τους γνωρίζει παραμορφωμένους.
Δε θα σχολιάσω τη συνύπαρξη, σχεδόν, αυτών των δύο εκδηλώσεων (9 Μαΐου έγινε η Γιορτή της Κάνναβης, 10 Μαΐου ήρθε η αγαπημένη μου αγία Βαρβάρα). Απλώς θα κεράσω με αγάπη κάτι από τη δική μου φυτεία για κάθε διερχόμενο μπλογκοναύτη:

Βιογραφία της αγίας Βαρβάρας 
Ελεωνόρα Ζουγανέλη, "Έλα!" - Σαν προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου...
Γίνε κι Εσύ Πολεμιστής του Φωτός
ΕΛΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ!
Ζήσε πέρα από τα όρια!

Οι άγιοι αναρχικοί
Κάτι τύποι με μαύρα που ζουν στον κόσμο τους... 

Ο Μπαγάσας του Νικόλα του Άσιμου (και ο ίδιος ο Άσιμος)
Ο άγιος των Εξαρχείων, που δεν είχε ούτε για νοίκι... 
Είσαι ο άνθρωπός μου; 
"Νεκρός για τον κόσμο" τι σημαίνει;
Άντε και πίστεψα - τώρα τι κάνουμε;
Miley Cyrus - ή: γιατί επείγει να ενταθεί η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στο δυτικό κόσμο...

Αθήνα, πόλη των αγίων!...

το είδαμε εδώ

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΩΝ-ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ.


Τις τελευταίες ημέρες ακούμε για το αν θα υπάρξει συμφωνία με τους πιστωτές ή δεν θα υπάρξει.Πιστεύω ότι ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός ήταν κατατοπιστικότατος για τις εξελίξεις που έρχονται:<<Θα γίνει Πολιτειακή ανωμαλία.Οταν γίνει πολιτειακή ανωμαλία θα τραβηχτεί πίσω το διεθνές κεφάλαιο,το Μασονικό κεφάλιαο ,εκεί θα απολυθούν όλοι οι υπάλληλοι!>>Το ελληνικό κράτος από τον Αύγουστο του 2014 έχει να δει χρήματα από δόσεις ,από τους δανειστές.Και από τότε όλο πληρώνουμε τις δόσεις και τους φόρους που λήγουν,από το χρέος και κάποια στιγμή,-λογικό είναι- θα στερέψουν τα ταμεία του κράτους.Εκεί θα τεθεί θέμα κάρτας για συναλλαγές εφόσον δεν θα υπάρχει αντίκρυσμα σε ρευστό ,για πληρωμές συντάξεων-μισθών.Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι πιστωτική κάρτα ή ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ αλλά το θέμα θα τεθεί,και τότε θα έρθουν οι   εξελίξεις.Ούτε δημοψηφίσματα ,ούτε εκλογές που ακούγονται,δεν πρόκειται να γίνουν.Και όπως είπε και ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός:<<Να παρακαλάτε να είναι μέρα και όχι νύχτα,καλοκαίρι και όχι χειμώνας>>.Το σίγουρο από τους
 δανειστές είναι :<<Θα σας ρίξουν παρά(χρήματα)πολύ,θα ζητήσουν να τον πάρουν πίσω,αλλά δεν θα προφτάσουν.>>Κι ενώ θα τεθεί το θέμα με τις κάρτες δεν είναι και σίγουρο ότι θα προλάβουν να τις κυκλοφορήσουν αφού ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός είπε:<<Λυπηρόν είναι να σας το ειπώ, σήμερον,αύριον καρτερούμε δίψες και πείνες μεγάλες που να δίδωμεν χιλιάδες φλουριά και να μην ευρίσκομεν ολίγον ψωμί>>.Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν είπε δραχμές-που υπήρχαν στην εποχή του-αλλά φλουριά,όπως είναι στην όψη το Ευρώ,σαν φλουρί.Οσον αφορά τις τελευταίες εξελίξεις στα Σκόπια,στην περιοχή Κουμάνοβο,ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός είχε αναφέρει ότι:<<Η αιτία θα έλθει από τα Δελειατά>>.Τα Δελειατά είναι περιοχή στο Τέτοβο και οι Αλβανοί το ονομάζουν Kodra e Diellit δηλ.<<Ο λόφος του ήλιου.>>       (Φωτόhttp://www.tetova.gov.mk/getartm.aspx?aid=136&men=5&lan=1&sub=17)                                                                        Τα γεγγονότα στο αστυνομικό τμήμα στο Λιπκοβο που είναι κοντά στο Τέτοβο αλλά και όσα είδαμε με την πολεμική σύγκρουση στο Κουμάνοβο μεταξύ μικρών δυνάμεων του UCK και των αστυνομικών δυνάμεων των Σκοπίων είναι προάγγελός γι αυτά που θα ακολουθήσουν  (Το Κουμάνοβο -Kumanovo βρίσκεται ΒΑ της πρωτεύουσας των Σκοπίων,ενώ το Τέτοβο-Τetovo είναι ΒΔ) μελλοντικά στο Τέτοβο.Ο Αγιος Πα'ί'σιος όταν ρωτήθηκε για τα Σκόπια απάντησε : <<Την σαύρα μην την φοβάστε,γιατί δεν μπορεί να σας κάνει τίποτα.Να φοβάστε τα μεγάλα φίδια(προφανώς εννοεί τους δανειστές και τους Τούρκους-λαθρομετανάστες)γιατί εκείνα τσιμπάνε και μπορούν να κάνουν και κακό.>>
πηγή

ΓΕΡΩΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ Ο ΕΥΡΥΦΩΝΟΣ (1951-2015)



Το "αηδόνι" του Αγίου Όρους, όπως αποκαλούσαν τον μακαριστό Γέροντα Σπυρίδωνα Μικραγιαννανίτη, στην Αγία Φωτεινή και στον Άγιο Βουκόλο Σμύρνης τον περασμένο Φεβρουάριο (2015). 
Ο αείμνηστος μοναχός Σπυρίδων, ο οποίος μετέστη σήμερα προς ζωήν την αγήρω, έψαλε κατά την ιστορική Πατριαρχική επίσκεψη στη Σμύρνη, απ' όπου και οι φωτογραφίες του Αριστείδη Βικέτου που δημοσιεύουμε εδώ. 


Παραθέτουμε στη συνέχεια το βιογραφικό του, όπως το συνέταξε ο φιλόλογος Μανόλης Χατζηγιακουμής, ο οποίος πραγματοποίησε σειρά ηχογραφήσεων με τον αείμνηστο γέροντα, οι οποίες εκδόθηκαν από το Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων
Γεννήθηκε (1951) στη Θεσσαλονίκη από γονείς Μικρασιάτες (κατά κόσμον Γεώργιος Ραχώνης), όπου και περάτωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές. Φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή (1968-1969) και αμέσως έπειτα (1970) έγινε μοναχός στη συνοδεία του Γέροντος Γερασίμου του Υμνογράφου, στη Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης, στην Καλύβη της "Κοιμήσεως της Θεοτόκου", της οποίας σήμερα (1998 κ.εξ.) είναι ο ίδιος Γέρων. Πλούσια η μουσική του κατάρτιση και εμπειρία. Μαθητής του Χαρίλαου Ταλιαδώρου στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και του σπουδαίου σύγχρονου Αγιορείτη μουσικού και δασκάλου Γέροντος Μελετίου Συκιώτου στην Αθωνιάδα Σχολή. Συχνός ακροατής των μεγάλων Αγιορειτών ψαλτών της παλαιότερης γενιάς, πατρός Διονυσίου Φιρφιρή, Ιωάσαφ Ιωασαφαίου, διακο-Γιάννη, Γαβριήλ Μακκαβού, και πολλών άλλων. Η ψαλτική του εμπειρία εμπλουτίσθηκε ιδιαίτερα στον χώρο της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου καλλιεργείται και υπηρετείται η παλαιότερη αγιορειτική μουσική παράδοση, και με επιχωριάζουσες τις μουσικές Αδελφότητες των Δανιηλαίων και των Θωμάδων. O ίδιος έψαλλε επιπλέον στο Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννης, ενώ συμμετέχει αδιάλειπτα ως ψάλτης στις μεγάλες Αγρυπνίες και Πανηγύρεις των Κελιών και των Μοναστηριών (συχνά και εκτός Όρους). Ευρύφωνος και σθεναρός, αποτυπώνει εξαίρετα στα μέλη που ψάλλει τη μακραίωνη παράδοση του ειδικού τόπου, στον οποίο ανδρώθηκε μοναστικά και μουσικά. Από τους πιο σημαντικούς αρχαιότροπους Αγιορείτες ψάλτες στο μεταίχμιο της παλαιότερης με τη νεώτερη γενιά. Λαμπρές οι ερμηνείες του σε παλαιά αρχαιότροπα και αργά μέλη, με ζώσα λειτουργική παράδοση στο Όρος ("Σύμμεικτα", Αγιορειτικά Απανθίσματα Α', CD 19ο και 20ο). 
το είδαμε εδώ

Χριστόφιλος ή Χριστομάχος;



«Ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστιν ἤδη». ( Ἰωάννου Α΄ 4:2)
         
 Στὴν πραγματικότητα ὅλα τὰ πνεύματα καταλήγουν σὲ δύο εἴδη: σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀναγνωρίζουν καὶ ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἐνσαρκωμένος Θεὸς Λόγος, Κύριος καὶ Σωτήρας· ἐνῷ ἀπὸ τὸν διάβολο εἶναι ἐκεῖνα ποὺ δὲν Τὸν ἀναγνωρίζουν. 
        
 Ἡ φιλοσοφία τοῦ διαβόλου συνοψίζεται σ’ αὐτό: δὲν ἀναγνωρίζει τὸν Θεὸ στὸν κόσμο, οὔτε τὴν παρουσία Του, οὔτε τὴν ἐνσάρκωσή Του. Ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς οὔτε στὸν κόσμο, οὔτε στὸν ἄνθρωπο, οὔτε στὸν Θεάνθρωπο. Κηρύττει ὅτι εἶναι ἀνοησία νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς ἐνσαρκώθηκε σὲ ἄνθρωπο καὶ μπορεῖ νὰ ζήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο· ὁ ἄνθρωπος ὅλος εἶναι δίχως Θεό, ὂν στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει Θεός, οὔτε ὁτιδήποτε τοῦ Θεοῦ, ὁτιδήποτε θεῖο, ἀθάνατο, αἰώνιο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος πρόσκαιρος, ὅλος θνητός. Ἀνήκει στὸ ζωικὸ κόσμο, καὶ σχεδὸν σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ἀπ’ αὐτόν, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ ζεῖ σὰν τὰ ζῶα, ποὺ εἶναι πρόγονοί του καὶ οἱ φυσικοὶ συνάδελφοί του. 
         
 Τέτοια εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀντίχριστου, ποὺ μὲ κάθε τρόπο θέλει νὰ ἀντικαταστήσει τὸ Χριστό, νὰ πάρει τὴν θέση Του στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Θεολόγος ξεκάθαρα λέει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: «ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστιν ἤδη». Ὅταν γράφει «πᾶν πνεῦμα» μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ ἕνα πρόσωπο, ἢ μία διδασκαλία, ἢ μία ἰδέα, ἢ μία σκέψη. Κάθε διδασκαλία, κάθε ἰδέα, κάθε σκέψη ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός, Σωτήρας, καὶ ἐνσαρκωμένος Θεός, κατάγεται ἀπὸ τὸν ἀντίχριστο. Καὶ τέτοια πρόσωπα καὶ διδασκαλίες καὶ ἰδέες ὑπῆρχαν κιόλας ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Μύστης λέει γιὰ τὸν Ἀντίχριστο: «καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστιν ἤδη». 
         
Κάθε ἄνθρωπος, κάθε ἰδέα στὸν κόσμο ποὺ ἀπαρνεῖται τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τοῦ ἀντιχρίστου. Δημιουργὸς τῆς κάθε ἀντιχριστιανικῆς ἰδεολογίας εἶναι, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, ὁ ἀντίχριστος. Στὴν πραγματικότητα, ὅλες οἱ ἰδεολογίες μποροῦν νὰ συνοψιστοῦν σὲ δύο εἴδη: ἐκεῖνες γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἐκεῖνες γιὰ τὸν ἀντίχριστο. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ λύσει ἕνα πρόβλημα στὴν πραγματικότητα: ἐὰν εἶναι μὲ τὸν Χριστὸ ἢ κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ κάθε ἄνθρωπος, θέλοντας ἢ μή, μόνο αὐτὸ τὸ πρόβλημα ὄντως λύνει. Εἶναι ἢ Χριστόφιλος ἢ Χριστομάχος, δὲν ὑπάρχει τρίτη ἐκδοχή.

Τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς 
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
«Ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου», 




το είδαμε εδώ

Προφητειες Αγιου Παϊσιου για τα εθνικα θεματα Βόρειος Ήπειρος, Τσάμηδες, Αλβανία

Βόρειος Ήπειρος, Τσάμηδες, Αλβανία


Για τους Τσάμηδες και τους Αλβανούς.


Όταν είχαμε έρθει από την Καππαδοκία, με την ανταλλαγή, ήταν να μας δώσουν κάτι κτήματα στην Ηγουμενίτσα. ήταν κάτι τούρκικα χωριά αυτά που οι κάτοικοί τους θα πήγαιναν στην Τουρκία. Περιμέναμε εμείς να φύγουν. Πάει ο πρόεδρος μας (σημ. ιστολογίου: Πρόεδρος των Φαρασσιωτών – τα Φάρασσα Καππαδοκίας ήταν το χωριό καταγωγής του γέροντος- ήταν ο πατέρας του γέροντος Παϊσίου, Πρόδρομος Εζνεπίδης) και του λέει ο Τούρκος:  

- Εσείς θα φύγετε εμείς θα κάτσουμε.             
  Βρε σκεφτόταν ο πρόεδρος, τι λόγος είναι αυτός; 
 Τι είχε γίνει ̇ είχαν πληρώσει δύο βουλευτές και τους είχαν γράψει Αλβανούς, Αρβανίτες. Έτσι αυτοί μείναν και εμείς πήγαμε πάνω στην Κόνιτσα. Όταν τό ‘μαθε αυτό ο Κονδύλης, θύμωσε, χτύπησε το χέρι στο γραφείο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ήταν τελειωμένο το πράγμα. Ήταν καλός ο Κονδύλης, δίκαιος. Όταν ήταν να κάνουν απόβαση, στον πόλεμο με τους τούρκους, δεν κρατιόταν. Γυρνούσε πάνω στο καράβι και φώναζε:        « Βρέ παλικάρια, μια φορά θα πεθάνουμε, τι τώρα, τι ύστερα. Ήρωες, βρε παιδιά.»      Εκατό μέτρα πριν φθάσει το καράβι, έπεσε μέσα στην θάλασσα. Ναι, ναι, ήταν πολύ θερμός ο καημένος. Καλός ήταν. Αυτούς τους τουρκαλβανούς μετά τους έδιωξε ο Ζέρβας. Έτσι αποκατέστησε ο Θεός την αδικία. Ήταν βάρβαροι αυτοί! Ο Θεός να σε φυλάει. Πόσους και πόσους δεν είχαν σκοτώσει!!! Κατέβαιναν οι καημένοι οι Έλληνες πάνω από τα βουνά, φορτωμένοι ένα τσουβάλι, σιτάρι συνήθως, με τα πόδια, για να το ανταλλάξουν με λάδι ή αλάτι· από αυτό ζούσαν. Ήταν δύσκολη η ζωή τότε. Οι τουρκαλβανοί τους αγόραζαν τα πράγματα, μετά βγαίναν έξω από το χωριό και τους σκότωναν και έπαιρναν πίσω τα χρήματα… Πόσους δεν είχαν σκοτώσει έτσι… Βάρβαροι… Υπέφερε ο κόσμος από αυτούς… Μετά μαζευόντουσαν  30 – 40 μαζί. « Ότι μας βρεί να μας βρεί όλους μαζί..». Ήταν δύσκολο να σκοτώσεις τόσους μαζί.
Αθ. Ρακοβαλή, Ο Πατήρ Παΐσιος μου είπε, σελ 68

Όταν μια γίδα θέλει να φάει ξύλο, πάει και ξύνεται στην γκλίτσα του τσοπάνου. Έτσι κάνουν και οι Αλβανοί τώρα. Ας τους. Μην τους λογαριάζεις. Μη φοβάσαι».
 Νικολάου Ζουρνατζόγλου, Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, τόμος Α', σελ 259

Εσείς οι στρατιωτικοί, την Αλβανία να προσέχετε. Από εκεί θα έρθει η απειλή".
"Γέροντα, άμα φτύσουμε, οι Αλβανοί θα πνιγούν στο σάλιο μας, και σεις λέτε ότι θα έρθει απειλή από την Αλβανία; Δεν μπορώ να το πιστέψω".
"Άκου το Γέροντα!", μου απάντησε.
Υποστράτηγος ε.α., Τσιαλίκης Χρήστος, Θεολόγος, Κομοτηνή.         
                                         
Νικολάου Ζουρνατζόγλου, Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, τόμος Β', σελ 373.


Και για την αδερφούλα μας, την Βόρειο Ήπειρο

    Ο Γέροντας , αφού πρόσφερε και στους τελευταίους επισκέπτες που ήρθαν εκείνη την στιγμή κέρασμα , ξαναρωτά έναν απ΄ αυτούς 
-Γέροντας : Θα την πάρουμε την Πόλη ; Τι , λες ;
-Χρήστος : Εγώ θα πάω για την Βόρειο Ήπειρο.
-Γέροντας : Την Πόλη να πάρουμε , την Βόρειο Ήπειρο και επτά άτομα την παίρνουμε!
-Χρήστος : Επτά και εγώ οκτώ !
-Γέροντας : Πάρτηνα ! Και εγώ θα μεταφέρω τα λείψανα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού , τα οποία είναι και βαριά! Τι να πούμε , βρε παιδιά , όλα τα λένε και τα γράφουν τα βιβλία μας (της Εκκλησίας) , αλλά ποιος τα διαβάζει ; Ο κόσμος χαμπάρι δεν παίρνει . Κοιμάται με τα τσαρούχια !
Ιερομόναχου Χριστόδουλου, «Σκεύος Εκλογής», Σελ :219

Τη Βόρειο Ήπειρο οι μεγάλοι τη χαντάκωσαν. Αυτοί πρέπει να κανονίσουν και τώρα το θέμα. Χρειάζεται διάκριση από εμάς για να μη γίνονται υπερβολές και δημιουργείται αναταραχή στον κόσμο".
Πρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση, "Ο Γέροντας Παΐσιος", 1995.

Γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὁ Γέροντας εἶχε πεῖ μεταξὺ ἄλλων: «Μὴ φοβάστε. Ἐσᾶς θὰ σᾶς ἐλευθερώσουν κάτι παλαβοί· ἀπὸ μέσα καὶ ἀπὸ ἔξω. Παλαβοὶ μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, δηλαδὴ παλικάρια. Αὐτοὶ δὲ θὰ καταλαβαίνουν ἀπὸ πολιτικές, καὶ θὰ μποῦν μέσα νὰ βοηθήσουν. Οἱ πολιτικοὶ θὰ τὸ χαροῦν κι αὐτοὶ κατὰ βάθος, ἀλλὰ αὐτοὶ δεσμεύονται καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐνεργήσουν. Οἱ ἄλλοι θὰ τὸ δεχτοῦν. Ἔ! ἀφοῦ ἔγινε τώρα, ἔγινε, θὰ ποῦν. Μὴ φοβάστε. Λειτουργοῦν καὶ οἱ πνευματικοὶ νόμοι. Πόνος εἶναι αὐτός. Μιὰ οἰκογένεια εἴμαστε καὶ μᾶς χώρισαν. Σὰν νὰ λένε, αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ πᾶνε χώρια ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. Πονάει αὐτό!! Τόσες φορὲς τὴν ἐλευθερώσαμε τὴ Βόρεια Ἤπειρο, τόσα αἵματα, τόσα κρυοπαγήματα! Δὲ θὰ πᾶν χαμένα ὅλα αὐτά.»
    Ἀθανάσιου Ρακοβαλῆ, «Ὁ πατήρ Παΐσιος μοῦ εἶπε», ἔκδοση 18η, σελ. 76
το είδαμε εδώ

Άγιος Επιφάνιος, Επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου. (12 Μαΐου)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!



Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του αγίου Επιφανίου επισκόπου Κωνσταντίας της Κύπρου. Ο άγιος Επιφάνιος είναι από τους μεγάλους πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, σύγχρονος του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Στα βαθειά γεράματά του, χωρίς να το καταλάβει, αναμίχθηκε στη λυπηρή υπόθεση εναντίον του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, αμέσως όμως μόλις είδε το λάθος του, παραιτήθηκε από κάθε πιό πέρα ενέργειά του. Γυρίζοντας τότε από την Κωνσταντινούπολη στη Κύπρο, πέθανε στο ταξίδι το 403, σε ηλικία κοντά ενενήντα ετών.
Ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε το 315 σ’ ένα χωριό της Παλαιστίνης από γονείς χριστιανούς. Σε ηλικία δέκα ετών έμεινε ορφανός· τότε κινδύνεψε να πεθάνει, αλλά τον υιοθέτησε ένας πλούσιος Ιουδαίος. Ο Ιουδαίος τον έστειλε να σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια και πεθαίνοντας του άφησε όλη την περιουσία του. Ο άγιος Επιφάνιος σε ηλικία είκοσι ετών βαπτίσθηκε, μοίρασε ύστερα τη περιουσία του και πήγε κι έγινε μοναχός σ’ ένα μεγάλο μοναστήρι της Λιβύης, έχοντας γέροντα και πνευματικό οδηγό τον άγιο Ιλαρίωνα. Ύστερα από χρόνια, θέλοντας να διαδώσει το μοναχισμό στη πατρίδα του, γύρισε στη Παλαιστίνη και ίδρυσε εκεί μοναστήρι, το οποίο διοίκησε πνευματικά τριάντα χρόνια.
Ο άγιος ‘Επιφάνιος έζησε ολωσδιόλου φτωχός και ακτήμονας. Κάποτε τον αιχμαλώτισαν ληστές, αλλ’ όταν είδαν πως δεν είχε τίποτε, τον άφησαν ελεύθερο. Τόσο είχε διαδοθεί η φήμη της αγιοσύνης του, ώστε οι επίσκοποι της Παλαιστίνης κινήθηκαν να τον εκλέξουν επίσκοπο. Όταν το έμαθε, ο άγιος Επιφάνιος έφυγε στη Κύπρο, πάλι κοντά στο γέροντά του Ιλαρίωνα, που ασκήτευε τώρα κοντά στη Πάφο. Όταν πέθανε ο επίσκοπος Κωνσταντίας, της σημερινής δηλαδή Σαλαμίνας της Κύπρου, ο άγιος Επιφάνιος, με την επιμονή του κλήρου και του λαού, αναγκάσθηκε να τον διαδεχτεί στον επισκοπικό θρόνο.
Ο άγιος Επιφάνιος είναι πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Τον ονόμασαν πεντάγλωσσο, γιατί μιλούσε πέντε γλώσσες, την ελληνική, τη λατινική, την εβραϊκή, τη συριακή και την αιγυπτιακή. Προπάντων η μέριμνά του ήταν ακοίμητη για την καταπολέμηση των αιρέσεων και τα συγγράμματα που άφησε είναι πηγή για την ορθόδοξη πίστη. Οι αγώνες κι ο ζήλος του για την πίστη της Εκκλησίας τον έφεραν σε σύγκρουση με πολλούς ανθρώπους του καιρού του, όπως δυστυχώς συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιστάσεις. Έτσι βρέθηκε μπλεγμένος και στη δυσάρεστη υπόθεση του αγίου Χρυσοστόμου.
Σε μια απαντητική επιστολή του αγίου Βασιλείου προς τον άγιο Επιφάνιο, βλέπουμε πόσο ο επίσκοπος της Κύπρου ενδιαφερόταν για την Εκκλησία και πόσο οι άλλοι επίσκοποι, όπως ο Μέγας Βασίλειος, τον σέβονταν και τον τιμούσαν. Δεν είναι, γράφει ο άγιος Βασίλειος, μικρό σημάδι αγάπης να θυμηθείς εμάς τους τόσο μικρούς και ανάξιους. Πώς να μη θαυμάσουμε, συνεχίζει, την καθαρή και άδολη αγάπη του ανθρώπου, που μέσ’ από θάλασσες και στεριές, που σωματικά μάς χωρίζουν, φροντίζει να μάς ενισχύσει ψυχικά; Σε μια εποχή μεγάλης εκκλησιαστικής ταραχής και ακαταστασίας.
Η Εκκλησία είναι Εκκλησία Μαρτύρων, αλλά είναι επίσης και Εκκλησία Πατέρων. Πατέρες είναι οι κληρικοί και οι μοναχοί, που ξεχωρίζουν για την ορθόδοξη διδασκαλία τους και την αγιοσύνη του βίου τους. Οι Πατέρες δεν είναι μόνο σοφοί θεολόγοι, αλλά και άγιοι ασκητές. Τέτοιος υπήρξε ο άγιος Επιφάνιος· σοφός και άγιος. Χρόνια ολόκληρα ωρίμασε μέσα στην υπακοή και τη νηστεία του μοναστηριού, πρώτα ως απλός μοναχός, κι ύστερα ως ηγούμενος, και τελευταία, με την αξίωση όλων, δέχτηκε το επισκοπικό αξίωμα· όχι ως ηγεμονία, καθώς γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλ’ ως διακονία. Έμεινε και είναι ο πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου.

(+Διονυσίου Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Εικόνες έμψυχοι»)

Η Θεία πρόνοια! Γέροντα, πώς θα γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού;

Η Θεία πρόνοια! Γέροντα, πώς θα γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού;
Ρώτησα κάποια φορά τον π. Γαβριήλ.
"Γιατί ψάχνεις το θέλημα του Θεού; Από σένα το μόνο που ζητείται είναι να τηρείς τις δέκα εντολές, να νηστεύεις, να εξομολογείσαι και να κοινωνάς.
Αλλά στους μοναχούς και τους ιερείς όλα χρειάζονται.
Πρέπει να ρωτάς την καρδιά σου. Κι όταν η καρδιά σου σε πείθει, αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Όταν οι άγιοι παρακαλούσαν τον Κύριο, ο Κύριος τούς έδειχνε το θέλημά Του.
Όμως κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει την πρόνοια του Θεού. Υπάρχει τοκατ’ ευδοκία θέλημα του Θεού και το κατά συγκατάβαση.
Στη δεύτερη περίπτωση, επειδή ο Θεός μάς έχει δώσει απόλυτη ελευθερία, όλοι, και οι δαίμονες και οι άνθρωποι, κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Όταν όμως ο Θεός αποφασίζει να παρέμβει, ούτε τα πονηρά πνεύματα, ούτε οι άνθρωποι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Για παράδειγμα, ήταν θέλημα του Θεού να καούν τα Σόδομα και τα Γόμορρα.
Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο. Ο Κύριος ήθελε να δώσει τέλος στο παγιωμένο εκείνο κακό.
Όταν γίνεται κάτι, μερικοί λένε: «Ήταν θέλημα Θεού!». Πού το ξέρουν; Άγιοι είναι;
Μπορεί ο άνθρωπος να επαναφέρει στην ορθόδοξη πίστη είκοσι ανθρώπους. Όμως ούτε τότε πρέπει να πει ότι ήταν θέλημα του Θεού, γιατί ο Θεός μπορεί να σου είχε δώσει τέτοια δύναμη και χάρη, που έπρεπε να επαναφέρεις όχι είκοσι, αλλά σαράντα ανθρώπους στην πίστη.
Αν ετοιμάζεσαι να κάνεις κάτι, πρέπει να λες: «Γενηθήτω το θέλημα Σου».
Η θεία πρόνοια κυβερνά τα πάντα. Άλλοτε επιτρέπει κι άλλοτε ευλογεί σύμφωνα με το θέλημά Του ο Θεός.
Όταν για κάποιο ζήτημα δεν ξέρεις τι να κάνεις, τι να αποφασίσεις, τότε πρέπει να ανοιχτείς στη θεία πρόνοια και να πάψει αυτό να σε απασχολεί.«Ας γίνει το θέλημα Σου, Κύριε!». Τα παλαιά χρόνια, όταν δεν μπορούσαν να αποφασίσουν, έτσι έκαναν".
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (1929-1995), Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...