Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2018

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος ὡς πνευματικὸς





Λίγα λόγια γιὰ τὴν ἀξία τοῦ Μοναχισμοῦ


Κάθε φίλος τοῦ Θεοῦ, καὶ στὶς τρεῖς περιόδους τῆς ἐκκλησίας, τῆς παραδόσεως, τοῦ νόμου καὶ τῆς χάριτος, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση καὶ τὸ πνεῦμα τῶν δύο κυρίως ἐντολῶν, τῆς ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, πίστευε καὶ ἐκινεῖτο. Ἡ ὁμολογία αὐτὴ εἶναι ἀναντίρρητος καὶ βεβαία, ἐφ’ ὅσον κάθε μορφὴ εὐσεβείας στὴ πανανθρώπινη ἱστορία στηρίζεται στὶς δύο αὐτὲς ἐντολές. Ὁ τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς τους ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ χρόνο, τὶς περιστάσεις, τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα. Ἔτσι βλέπουμε τὴν ποικιλία τῶν βιωμάτων καὶ τῶν λόγων στὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας μας. Στὴν πρακτικὴ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὸν Θεό, οἱ φιλόθεοι, δὲν μεταχειρίζονταν τοὺς ἴδιους τρόπους, ἂν καὶ ὁ σκοπὸς καὶ ἡ πρόθεση ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια…

Ὅσοι ἀγαποῦσαν τὸν Θεό, εἴτε ἀτομικὰ εἴτε ὁμαδικὰ προσπαθοῦσαν νὰ ζοῦν κατὰ Χριστὸν θεωρώντας τὸν θάνατο ὡς κέρδος, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου, καὶ ἔτσι δὲν ἀνῆκαν στὸν ἑαυτό τους. Σ’ αὐτὴ τὴ πολύμορφη καὶ πολύπλευρη ἀγωνιστικότητα, εἴτε μέσα στὴ κοινωνία, εἴτε ἔξω ἀπὸ αὐτήν, «στὶς ἐρήμους καὶ τὰ σπήλαια», ἕνα μόνο σκοπὸ εἶχαν· νὰ ἀρέσουν στὸν Θεό. Ἡ ποικιλία τῶν διαφόρων μορφῶν τῆς ζωῆς τους δὲν ἦταν σκοπός. Ἦταν ἡ ἔκφραση τοῦ πόθου καὶ τοῦ θείου ἔρωτα, γιὰ τὸν ὁποῖον τὰ θυσίαζαν ὅλα ἀκόμη καὶ τὴ ζωή τους… Ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη τῶν δικαίων πρὸς τὸν Θεὸ ἐπιστρέφει πίσω καὶ ἀγκαλιάζει τὸν ἄνθρωπο, «τὸν πλησίον». Ἀνταύγεια, συνέπεια καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης ἐντολῆς «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» εἶναι «καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Εἶναι ἀναρίθμητα τὰ παραδείγματα τῆς αὐτοθυσίας τους «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας»…

Ὁ προβαλλόμενος Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος (± 1134 – 12/04/1214), οὐδέποτε βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιό του κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του• καὶ ὅμως ὅσο κανένας ἄλλος, τουλάχιστον στὶς ἡμέρες του, ἀγκάλιασε τὸν πανανθρώπινο πόνο καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας του ποὺ ὑπέφερε. Τὰ ὅσα πρόσφερε ὁ ὅσιος στὸν καταρτισμὸ καὶ τὸ στηριγμὸ τῶν συνανθρώπων του, σὲ σύγκριση μὲ ὅσους ζοῦσαν καὶ διακονοῦσαν μέσα στὴν κοινωνία οὔτε μποροῦμε, ἀλλ’ οὔτε ἔχουμε πρόθεση νὰ περιγράψουμε. Ἐκεῖνο ποὺ μόνο προβάλλομε, σὲ ὅσους θέλουν νὰ μάθουν, εἶναι ὁ λόγος καὶ ἡ δύναμη μέσω τῶν ὁποίων «οἱ τοῦ Χριστοῦ» μποροῦν νὰ τὰ κατορθώσουν ὅλα, ὥστε καὶ ἂν εἶναι ἀπόντες ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ δὲν ἔχουν τὰ μέσα, ἐν τούτοις «ἀλλήλων τὰ βάρη» βαστάζουν, «ἀρέσκουν τῷ πλησίον πρὸς τὸ ἀγαθὸν» καὶ θυσιάζουν τὶς ψυχές τους γιὰ τοὺς ἀδελφούς τους. Νὰ λοιπὸν τί μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν κόσμο τῆς ἀδικίας· «ἡ πίστις ἡμῶν». Αὐτὴ διδάσκουσα τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μεταφέρει τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια σὲ ἀνώτερη σφαίρα, ὥστε «ὅλα νὰ τὰ κατορθώνει μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος» καὶ ἔτσι στὴ πράξη ἀποδεικνύεται ὅτι «τὸ ἀσθενές του Θεοῦ» εἶναι «ἰσχυρότερο τῶν ἀνθρώπων».

Ἐκεῖνο ποὺ συγκινεῖ, στὸν ὀσιότατό μας πατέρα, εἶναι ὅτι τὴ μέγιστη αὐτὴ προσφορὰ τὴν συμπλήρωσε ὄχι «σεσοφισμένοις μύθοις». Οἱ λόγοι καὶ τὸ κήρυγμά του «δὲν ἦταν λόγοι ἀνθρώπινης σοφίας», ἀλλ’ ἐνεργοῦσε ὡς «διδακτὸς Θεοῦ», ὅπου «ἐξάγει ἐκ τῶν θησαυρῶν αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ διότι «οἱ τοῦ Χριστοῦ», δεχόμενοι «τὸ πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ», βλέπουν ὅσα τοὺς χαρίζει ὁ Θεός, τὰ ὁποῖα καὶ «λένε ὄχι μὲ λόγια ποὺ διδάσκει ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγια ποὺ διδάσκει τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα» (Α΄ Κορ. 2, 13). Ὅπως προαναφέραμε στὴ βιογραφία, ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας δὲν μορφώθηκε μὲ τὴν κοσμικὴ παιδεία, γεγονὸς ποὺ εἶναι σημαντικὸς παράγοντας, ἂν μὴ τί ἄλλο, στὴν ἔκφραση τοῦ λόγου. Οὔτε ἡ ἀπουσία ὅμως τῆς παιδείας, οὔτε τὸ ταπεινό του κοινωνικὸ ἐπίπεδο τὸν ἐμπόδισαν στὸ πλήρωμα τῆς ἐπιτυχίας, στὸν ὕψιστο προορισμὸ τῆς κατακτήσεως τῶν θείων ἐπαγγελιῶν. Ἡ κατ’ ἄνθρωπον ἀκριβῶς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποταγὴ καὶ ὑπακοὴ συμπλήρωσε τὸ καθῆκον τῶν ἁγίων καὶ ἡ θεομίμηση, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλο, ἑρμηνεύεται ὡς ὁ θρίαμβος καὶ ὁ κύριος σκοπός.

Δικαίως λοιπὸν γράφηκε ὅτι «ὅσοι ἔλαβον Αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ἰδοὺ λοιπὸν τὸ μυστήριο τῆς ὑπερφυσικῆς ἐπεκτάσεως τῶν «τοῦ Χριστοῦ». Ποιὸ εἶναι τὸ παράδοξο τώρα στὸν ὅσιό μας, ἐὰν καὶ αὐτὸς «οἶδε γράμματα μὴ μεμαθηκώς;» Αὐτὸς ποὺ ὑποσχέθηκε ὅτι «μέσα ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα ποτάμια ζωντανὸ νερὸ θὰ τρέξουν» (Ἰω. 7, 38) ἔδωσε μὲ τὴ θεία του χάρη, ὅσα ἔλειπαν ἀπὸ τὴ δική μας ἀδυναμία, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο «αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ μωρία τοῦ Θεοῦ ἔγινε σοφότερο ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ.1,25).

Νά, λοιπόν, μία σημαντικὴ προσφορὰ στοὺς πιστούς, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μένουν ἀπρόσιτοι καὶ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ μόνη προσφορά τους. Ἀσχολούμενοι «μόνοι πρὸς μόνον τὸν Θεόν», καὶ «βγάζοντας ἀπὸ πάνω τους τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» «μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ» καὶ «φορώντας τὸν νέον ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός», ποὺ εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν δημιουργό του ἀποκτοῦν «νοῦν Χριστοῦ» καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους κρίνουν καὶ συγκρίνουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς πεσόντας ἀγγέλους, κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Παύλου. Γίνονται «τὸ ἅλας τῆς γῆς», «εἰσέρχονται στὰ ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρὶν ἀπὸ μᾶς ὁ σωτήρας μας», καὶ «ὡς οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ» γνωρίζουν καὶ μεταφέρουν στὴ στρατευόμενη ἐκκλησία μας, τὶς θεῖες βουλὲς καὶ ἀποκαλύψεις. Ἑρμηνεύουν τὸ βάθος καὶ πλάτος καὶ ὕψος τοῦ πνευματικοῦ νόμου, τοῦ θείου τούτου συντάγματος, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο διοικεῖται καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν Πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ ὁλόκληρη ἡ κτίση.
Γίνονται πόλοι κατευθύνσεων στὸ ζοφερὸ ὁρίζοντα τῆς κοσμικῆς συγχύσεως καὶ ἑρμηνεύουν λεπτομερῶς τὰ εἴδη τοῦ ἀοράτου πολέμου. Ξεσκεπάζουν τὶς παγίδες καὶ γενικὰ τὰ βάθη τοῦ σατανᾶ. Γινόνται ἐπίγειοι ἄγγελοι καὶ φωστῆρες τῆς μαχόμενης ἀνθρωπότητας. Ἐκεῖ ποὺ δὲν φθάνει ἡ φωνή τους, πλησιάζει ἡ γραφή τους, τὸ παράδειγμά τους, μέσω τῶν ἀδιάκοπων ἐπισκεπτῶν καὶ ἀκόμη πιὸ μακριὰ καταφθάνουν μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή τους. Εὔχονται συνεχῶς καὶ ἐμπόνως γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Εἶναι σωσίβια πραγματικὰ στὸν ἀπύθμενο αὐτὸ ὠκεανό, αἰωρούμενα στηρίγματα μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, συνδέουν τὴν ἀπέραντη ἀπόσταση ὡς ἀκούραστοι μεσίτες. Καὶ τὸν μὲν Θεὸ μὲ τοὺς οἰκτιρμοὺς τους κατεβάζουν στὴ γῆ, ὅσους δὲ θέλουν τὰ ἄνω τοὺς μεταφέρουν στοὺς οὐρανούς.

Ὅπως στὴν κοινωνία τὰ ἀπαραίτητα καὶ βασικότερα γιὰ τὴ ἀσφάλεια καὶ τὴν πρόοδο καὶ τὴν εἰρήνη, βρίσκονται στὰ χέρια ἐλαχίστων ἀνθρώπων, ποὺ διοικοῦν καὶ κυβερνοῦν ἀθόρυβα, χωρὶς στοὺς πολλοὺς νὰ εἶναι γνωστὲς ἢ ἀντιληπτὲς οἱ ἐνέργειές τους, ἔτσι καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα τὴ θέση αὐτὴ τὴν κατέχουν οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωσή τους στὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν πλήρη αὐτοθυσία τους γιὰ τὴν τήρηση τοῦ θείου θελήματός Του, ἀπόκτησαν τὴν φιλία Του καὶ πέτυχαν τὶς θεῖες ἐπαγγελίες. Οἱ θεῖες λοιπὸν ἐπαγγελίες, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς περιεκτικά, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη ἔκφραση, στοὺς ἴδιους τοὺς φιλόθεους προκαλεῖ τὴν ἀνακαίνιση καὶ ὁλοκλήρωση στὸν καθολικό μας προορισμό, στοὺς πιστοὺς δέ, γίνονται δάσκαλοι, ὁδηγοί, στηρίγματα, ἑρμηνευτὲς καὶ παρηγορητές, μὲ τὶς πατρικές τους πρεσβεῖες καὶ συμπαραστάσεις, αἰσθητὰ καὶ νοητά, στὴν πολυκύμαντη τοῦ βίου θάλασσα. Ἄλλα καὶ στὸ τέλος τοῦ βίου, ἱκετεύουν γιὰ τὴ σωτηρία τὸν φιλάνθρωπο Δεσπότη, ὡς φίλοι Αὐτοῦ καὶ γνώριμοι.

Πῶς μπορῶ νὰ δῶ ἄν ἔχω ταπείνωση;



Περὶ ταπεινώσεως

Ὅποιος ἔχει τήν ταπείνωση μιμεῖται τόν ἴδιο τόν Χριστό. Οὐδέποτε παρεκτρέπεται, οὔτε κατακρίνει, οὔτε ὑπερηφανεύεται. Τίς ἐξουσίες ποτέ δέν τίς ἐπιθυμεῖ. Ἀποφεύγει τίς τιμές τῶν ἀνθρώπων. Δέν φιλονικεῖ γιά κανένα πράγμα τοῦ κόσμου τούτου!

Δέν ἔχει παρρησία, ὅταν ὁμιλῆ, καί δέχεται πάντοτε τίς συμβουλές τῶν ἄλλων. Ἀποφεύγει τά ὡραῖα ἐνδύματα, καί ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση εἶναι ἁπλή καί ταπεινή.

Ὁ ἄνθρωπος, πού ὑπομένει ἀγόγγυστα ταπεινώσεις καί ἐξουδενώσεις, πάρα πολύ ὠφελεῖται. Γιά τοῦτο, ὄχι νά λυπῆσαι, ἀλλά ἀπεναντίας νά χαίρεσαι γι’ αὐτά, πού ὑποφέρεις. Κερδίζεις ἔτσι τήν πολύτιμη ταπείνωση, μέ τήν ὁποία σώζεσαι.

«Ἐταπεινώθην καί ἔσωσέ με (ὁ Κύριος)» (Ψαλμ. Ριδ΄ 6). Αὐτή τή ρήση πρέπει νά τήν ἔχωμεν πάντοτε κατά νοῦν.

Δέν ὠφελεῖ νά λυπῆσαι, ὅταν σέ κατηγοροῦν. Ἡ λύπη στίς περιπτώσεις αὐτές σημαίνει ὅτι ἔχεις κενοδοξία. Ἐκεῖνος, πού θέλει νά σωθῆ, ὠφείλει νά ἀγαπᾶ νά τόν καταφρονοῦν, διότι ἡ καταφρόνηση φέρνει τήν ταπείνωση. Καί ἡ ταπείνωση ἀπαλλάττει τόν ἄνθρωπο ἀπό πλῆθος πειρασμῶν.

Ποτέ σου μή ζηλέψης, μή φθονήσης, μή ἐπιθυμήσης δόξες, μή ποθήσης ἀξιώματα. Πάντα νά ἐπιδιώκης νά ζῆς στήν ἀφάνεια. Σέ συμφέρει νά μή σέ ξέρει ὁ κόσμος, γιατί ὁ κόσμος εἶναι πλάνος. Μέ τά κενόδοξά του λόγια καί τίς μάταιες παρακινήσεις του μᾶς πλανᾶ καί μᾶς βλάπτει πνευματικά.

Ὁ σκοπός εἶναι νά κατορθώσης νά ἀποκτήσης τήν ταπείνωση. Νά εἶσαι ὑποκάτω πάντων. Νά θεωρῆς πώς τίποτε δέν κάνεις ἄξιο γιά τή σωτηρία σου, ἀλλά νά παρακαλῆς τό Θεό νά σέ σώση μέ τήν εὐσπλαχνία του.

Ἡ ταπείνωση μαζί μέ τήν ὑπακοή καί τή νηστεία γεννοῦν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, καί εἶναι αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς σοφίας.

Ὅτι πράττεις νά τό πράττης μέ ταπείνωση, γιά νά μή ζημιώνεσαι ἀπό τά καλά σου ἔργα.

Μή νομίζης ὅτι μόνο ὅποιος ἐργάζεται πολύ ἔχει τόν μισθό.

Ὅποιος ἔχει τήν προαίρεση νά κάνη τό καλό καί ἔχει συνάμα τήν ταπείνωση, αὐτός, ἔστω καί ἄν δέν μπορῆ νά φέρη εἰς πέρας πολλή ἐργασία, ἔστω καί ἄν δέν μάθη τέχνες, ὅμως δέν ἐμποδίζεται ἀπό τό νά σωθῆ.

Ἡ ταπείνωση κατορθώνεται μέ τήν αὐτομεμψία, μέ τό νά πιστεύης δηλαδή γιά τόν ἑαυτό σου ὅτι κανένα καλό οὐσιαστικά δέν ἔχεις. Ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον, πού νομίζει τίς ἁμαρτίες του μικρές. Αὐτός σίγουρα θά πέση σέ χειρότερες!

Αὐτός, πού ὑπομένει τίς ἐναντίον του κατηγορίες μέ ταπείνωση, πλησίασε τήν τελειότητα. Αὐτόν τόν θαυμάζουν ἀκόμη καί οἱ Ἄγγελοι, γιατί καμμιά ἄλλη ἀρετή δέν εἶναι τόσο δυσκολοκατόρθωτη καί μεγάλη ὅσο ἡ ταπείνωση.

Ἡ πτωχεία, ἡ θλίψη καί ἡ καταφρόνηση εἶναι οἱ στέφανοι τοῦ μοναχοῦ. Ὅταν ὁ μοναχός ὑπομένη ἀγόγγυστα τίς ὕβρεις, τίς συκοφαντίες, τήν καταφρόνηση, ἀπαλλάττεται εὔκολα ἀπό τούς αἰσχρούς λογισμούς.

Ὁπωσδήποτε εἶναι ἀξιέπαινο τό νά ἀναγνωρίζης τήν ἀδυναμία σου ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό γνῶθι σαὐτόν. «Κλαίω καί κατανύσσομαι», λέγει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, «ὅταν τό φῶς μοὶ λάμψη, καί ἴδω τήν πτωχείαν μου,καί γνῶ τό πῶς ὑπάρχω». Ὅταν ἐννοήση κανείς τήν ψυχική του πτωχεία καί συνειδητοποιήση τό ποῦ καί σέ ποιό πράγματι ἐπίπεδο εὑρίσκεται, τότε, ὤ τότε! λάμπει μέσα στήν καρδία του τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, κι ἀρχίζει νά κλαίη. (Καί διηγούμενος αὐτά ὁ Γέροντας κατενύχθη καί ἄρχισε ὁ ἴδιος νά κλαίη).

Ἄν σοῦ πῆ ὁ ἄλλος «εἶσαι ἐγωιστής», νά μή σοῦ βαρυφαίνεται, οὔτε καί νά λυπῆσαι. Νά πῆς μέ τόν λογισμό σου «μπορεῖ νά εἶμαι καί νά μή τό καταλαβαίνω»! Ἐξ ἄλλου δέν πρέπει νά ἐξαρτώμεθα ἀπό τή γνώμη τῶν ἄλλων. Ὁ καθένας ἄς κοιτάζη τή συνείδησή του καί τά λόγια τῶν ἐμπείρων καί γνωστικῶν του φίλων, πρό πάντων ὅμως ἄς ζητῆ τή γνώμη τοῦ πνευματικοῦ του. Καί μέ αὐτά τά δεδομένα ἄς ρυθμίζη τήν πνευματική του πορεία.

Μοῦ γράφεις πώς δέν τά καταφέρνεις στόν ἀγώνα σου. Ξέρεις ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτό. Ἐπειδή δέν ἔχεις ταπείνωση πολλή. Νομίζης ὅτι μέ τήν ἰδική σου δύναμη θά κατορθώσης κάτι. Ἐνῶ, ὅταν ταπεινωθῆς καί πῆς «μέ τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, μέ τή βοήθεια τῆς Παναγίας καί μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντά μου θά τό κατορθώσω ἐκεῖνο, πού θέλω», νά εἶσαι βέβαιος πώς θά τό κατορθώσης! Ἐγώ βέβαια δέν ἔχω τή δύναμη νά βάζω τέτοιες εὐχές, ἀλλά, ὅταν ἐσύ ταπεινωθῆς καί πῆς «μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντά μου θά τό κάνω», τότε, γιά τήν ταπείνωσή σου, ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί θά τό κατορθώσης!

Στόν «ταπεινό καί ἡσύχιον» ἐπιβλέπει ὁ Θεός (Ἡσ. ξστ΄ 2), ἀλλά, γιά νά ἔλθη ἡ πραότης, ἡ ἡσυχία, ἡ ταπείνωση, ἀπαιτεῖται κόπος. Μά ἐκεῖνος ὁ κόπος πληρώνεται! Γιά νά ἀποκτήσης τήν ταπείνωση, κατά τή δική μου ἀντίληψη, δέν χρειάζονται τόσο, οὔτε οἱ πολλές μετάνοιες (γονυκλισίες), οὔτε οἱ πολλές ἐργασίες, ἀλλά πρό πάντων ὁ λογισμός σου νά κατεβῆ κάτω-κάτω, νά φθάση στό ἐπίπεδο τῆς γῆς! Τότε δέν ἔχεις φόβο νά πέσης, γιατί εἶσαι χαμηλά. Κι ἄν ἀκόμη πέσης ἀπό τά χαμηλά, δέν θά πάθης τίποτε.

Τό κατ’ ἐμέ, ἄν καί βεβαίως, οὔτε πολλά διαβάζω, οὔτε καί κάνω τίποτε σπουδαῖο, ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πιό σύντομη ὁδός γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας λέγει: «Ἔθισον τήν γλῶσσαν σου τοῦ λέγειν συγχώρησον, καί ἡ ταπείνωσις ἐπελεύσεται ἐπί σέ». Μάθε τή γλώσσα σου νά λέγει, «συγχώρησέ με», κι ἄν ἀκόμη δέν τό λές μέ συναίσθηση, ὅμως λίγο λίγο θά συνηθίσης, ὄχι μόνο νά τό λέγης, ἀλλά καί νά τό νοιώθης μέσα σου!

Λέγουν οἱ Ἅγιοι ὅτι σύμφωνα μέ τήν καλή διάθεση, πού ἔχεις, πηγαίνοντας νά ζητήσης συγχώρηση, δηλαδή ἄν ἔχης ταπείνωση, θά φωτίση ἀνάλογα ὁ Θεός τόν ἄλλο, γιά νά ἐπιτευχθῆ ἡ ἐπιζητούμενη συνδιαλλαγή. Ὅταν λ.χ. συντριβῆς καί πῆς μέ τόν λογισμό σου, «φταίω καί δέν τό καταλαβαίνω», μετά λίγο λίγο θά πῆς ὅτι «πράγματι φταίω». Καί, ὅταν βάλης στόν λογισμό σου ὅτι πράγματι φταίεις, θά ἀλλάξη μετά καί ὁ ἄλλος διάθεση.

Νά ζητῆς μέ ἐπιμονή ἀπό τόν Θεό νά σοῦ δωρήση τό χάρισμα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτομεμψίας καί ταπείνωσης.

Στήν προσευχή σου νά παρακαλῆς νά σοῦ δώση ὁ Κύριος τό χάρισμα νά βλέπης τά δικά σου ἁμαρτήματα μόνο καί νά μή δίδης σημασία στά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. «Δός μοι, Κύριε, τό ὁρᾶν τά ἐμὰ πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου», λέγει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος.

Ὁ ταπεινός θεωρεῖ τόν ἑαυτό του «ὑποκάτω πάντων». Γι’ αὐτό τόν λόγο ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ, ὅλους τοὺς συγχωρεῖ καί πρό πάντων κανένα δέν κατηγορεῖ.

Ὁ Ἔγκλειστος Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Κύπριος


 



Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἤτανε βλάστημα τῆς μοσκοβολημένης Κύπρου. Γεννήθηκε στὰ 1134 στὸ χωριὸ Λεύκαρα, ποὺ τώρα τὸ λένε Κάτω Δρῦ, κοντὰ στὴ Λάρνακα. H Κάτω Δρῦ χτίσθηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου. H γενιὰ του λεγότανε Καταμούτηδες καὶ βρίσκεται ἀκόμα. Ἀπὸ μικρὸς ἤτανε διαλεγμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ γίνει ἅγιος. Γιατί δὲν συνήθιζε σὰν τ' ἄλλα τὰ παιδιὰ ποὺ παίζουνε καὶ διασκεδάζουνε, παρὰ ὁ μονάχος πόθος του ἤτανε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὸν Χριστὸ καὶ τὴ θρησκεία του.

Σὰν γίνηκε 18 χρονῶν, οἱ γονιοὶ του τὸν ἀρραβωνιάσανε. Μὰ ὁ Νεόφυτος ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι καὶ πῆγε στὸ μοναστῆρι τοῦ Χρυσοστόμου στὸ βουνὸ Κουτζουβέντη. Ὕστερα ἀπὸ δύο μῆνες τὸν βρήκανε οἱ δικοί του καὶ γύρισε στὸ σπίτι τους, μὰ δὲν ἔστερξε νὰ παντρευτεῖ, παρὰ ἤθελε νὰ καλογερέψει. Βλέποντας οἱ γονιοὶ του αὐτὴ τὴ στερεὴ ἀπόφασή του, τὸν ἀφήσανε λεύτερον. Βγαίνει λοιπὸν πάλι ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ πηγαίνει γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ μοναστῆρι τοῦ Κουτζουβέντη κ' ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἡγούμενου παρακαλώντας τον νὰ τὸν κάνει δόκιμο. Καὶ κεῖνος τὸν ἔκανε. Ἐπὶ πέντε χρόνια φύλαγε τ' ἀμπέλια τοῦ μοναστηριοῦ καὶ μάθαινε νὰ λέγει ἀπ' ἔξω τὸ Ψαλτῆρι καὶ τ’ ἄλλα τὰ γράμματα. Ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχαριστοῦσε ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ σ' αὐτὸ τὸ μοναστῆρι, γιατί ἤθελε πιὸ αὐστηρὴ καλογερική, καὶ μίσεψε ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε στὸ Μελισσόβουνο κι' ἀσκήτεψε ἕνα χρόνο μέσα σ' ἕνα σπήλαιο.

Ὕστερα μπαρκάρησε καὶ πῆγε στὸν Ἅγιο Τάφο κι' ἀπόμεινε ἕξι μῆνες ἐκειπέρα. Μετά, γύρισε πάλι στὴν Κύπρο καὶ πῆγε στὴν Πάφο καὶ τὸν πιάσανε οἱ στρατιῶτες ποὺ φυλάγανε τὸ κάστρο καὶ τὸν βάλανε φυλακὴ ἕνα μερόνυχτο. Σὰν τὸν λευτερώσανε, τράβηξε παραμέσα στὸ νησὶ γιὰ νὰ βρεῖ μέρος ἥσυχο νὰ ἀσκητέψει. Περπάτησε ὅπως τὸν φώτισε ὁ Θεὸς κ' ἔφταξε σ' ἕνα μέρος ἀπογκρεμνό, καὶ ἔψαχνε ἀπὸ τὸν Ἰούνιο ἕως τὸν Σεπτέμβρη.

Τέλος βρῆκε ἕνα σπήλαιο ποὺ φωλιάζανε μέσα ὄρνια καὶ φίδια κ' ἔπιασε καὶ τὸ βάθαινε. Ἕνα χρόνο δούλεψε σκληρὰ κι' ἀποτελείωσε τ' ἀσκηταριὸ του τὴ μέρα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Αὐτὸ τὸ σπήλαιο τὸ ὀνόμασε ὁ ἅγιος "Ἐγκλείστρα" κι' ὁ ἴδιος εἶναι γραμμένος στὸ συναξάρι του μὲ τ’ ὄνομα "ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος". Ἡ ἁγιωσύνη του ξακούσθηκε σὲ ὅλη τὴν Κύπρο καὶ προστρέξανε πολλοὶ νὰ μονάσουνε κοντά του. Τότε ἔπιασε κ' ἔχτισε μοναστῆρι μεγάλο, τιμημένο εἰς μνήμην τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὅλα βρίσκουνται ὥς τὰ σήμερα ἀπείραχτα.

Ἡ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας εἶναι καταζωγραφισμένη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ ἁγίου Νεοφύτου, μὲ ὑποθέσεις ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ ὁσίους σὲ σχῆμα ἥσυχο καὶ ἁπλό. Σ' ἕνα κελλὶ σκαμμένο στὸ παραμέσα μέρος τοῦ βράχου, βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ ἁγίου. Μέσα σ' αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀπόμεινε κατακλειδωμένος μὲ νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Μονάχα κάθε Κυριακὴ κατέβαινε μὲ μία σκάλα στὴν παρακάτω σπηλιὰ καὶ δίδασκε τοὺς μαθητές του. Σ' αὐτὴ τὴ διαγωγὴ ἔζησε πενηνταπέντε χρόνια καὶ μελετοῦσε τὴν ἁγία Γραφὴ μέρα καὶ νύχτα. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ ἤτανε λιγογράμματος ὁ μακάριος, ἔγραψε πολλὰ ἁγιασμένα γραψίματα, γεμάτα ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ δεκαέξι βιβλία συναθροισμένα. Προεῖδε τὴ μέρα τῆς κοίμησής του καὶ μάζεψε γύρω του τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς ὁρμήνεψε νὰ ζοῦνε μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, ποὺ τοὺς ἄφησε γραμμένον. Παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 12 Ἀπριλίου κατὰ τὰ 1215 ἀπάνω κάτω.

Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἁπλὲς ψυχὲς ποὺ δεχτήκανε τὸν Χριστὸ σὰν φυσικὴ θροφὴ τῆς ψυχῆς τους, δίχως νὰ μάθουνε γράμματα πονηρά. Τὸ πρῶτο βιβλίο, ποὺ ἔμαθε νὰ τὸ λέγει ἀπέξω καὶ ποὺ τ' ἀγάπησε πολύ, ἤτανε τὸ Ψαλτῆρι τοῦ προφητάνακτα Δαυΐδ. Ὕστερα ἀποστήθισε διάφορες εὐχὲς καὶ τροπάρια καὶ λόγια τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κανένας ζωντανὸς ἄνθρωπος δὲν τὸν δίδαξε, γι' αὐτὸ μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας πὼς ὁ ἅγιος Νεόφυτος εἶναι "διδακτὸς Θεοῦ". Ὅ,τι ἔγραψε εἶναι γραμμένο μὲ τὸ δικό του τὸν τρόπο, εὐωδιασμένο ἀπὸ εὐλάβεια κι' ἀπὸ φόβο Θεοῦ. Ἔγραψε "Ἑρμηνείαν εἰς τὴν Ἑξαήμερον" ἤγουν γιὰ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου, λόγους "εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Ἰνδίκτου, εἰς τὸν Ἀρχάγγελον Γαβριήλ, εἰς τὸν ἅγιον μάρτυρα Μάμαντα, εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, εἰς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν Σταυρόν, εἰς τὸν ὁσιομάρτυρα Πολυχρόνιον" καὶ πολλοὺς ἄλλους. Ἔγραψε ἀκόμα "Περὶ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου", "Περὶ σεισμῶν διαφόρων", "Ἑρμηνείαν τῶν Ψαλμῶν" καὶ ἄλλα. Ἀπ' αὐτὰ σταχυολογήσαμε λιγοστὰ καὶ τὰ βάζουμε παρακάτω.

Στὴν Ἑρμηνεία τῆς Ἑξαημέρου, γράφει πῶς ἀποφάσισε νὰ γράψει γι' αὐτὴ τὴ μεγάλη ὑπόθεση: "Μοῦ φαίνεται καλὸ νὰ πῶ ἀπὸ ποιὰ αἰτία ἔφθασα στὴν ἀπόφαση νὰ συντάξω τοῦτο τὸ βιβλίο. Τὸν καιρὸ λοιπὸν ποὺ μὲ φώτισε κάποια θεϊκὴ ἀνατολὴ ἄνωθεν καὶ μὲ ἔστρεψε μακριὰ ἀπὸ τὶς ματαιότητες τῆς ζωῆς, κι' ὁδήγησε τὰ πόδια μου σὲ ἴσιους δρόμους καὶ σὲ ὁδὸν εἰρήνης, ὥστε νὰ ἀκολουθήσω τὸ μοναχικὸ βίο, ξέφυγα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονιούς μου κι' ἀπὸ τὰ ἑφτὰ τ' ἀδέρφια μου, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, κ' ἔφθασα σὲ κάποιο ἅγιο μοναστῆρι. Ἐκειπέρα ἔτυχε νὰ ἀκούσω τὴν προφητεία ποὺ λέγει "ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν" καὶ τάλλα λόγια ποὺ ἔρχουνται κατόπι, καὶ πολὺ θαύμασα σὰν τ' ἄκουσα· γιατί δὲν εἶχα ἀκούσει ποτὲ τέτοιον λόγο, ἐπειδὴς ἤμουνα ἀγράμματος καὶ δὲν ἤξερα οὔτε τὸ ἄλφα κ' ἤμουνα παιδὶ ὥς δεκαοχτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Καὶ τόσο θαύμασα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἄκουσα καὶ τόσο πολὺ τ' ἀγάπησε ἡ ψυχή μου, ποὺ μακάρι ἔλεγα νὰ διαβάζανε τέτοια ἀναγνώσματα καὶ νὰ τάκουγα, μ' ὅλο ποὺ δὲν καταλάβαινα τὸ νόημα ποὺ εἴχανε, ἐκτὸς τὸ "ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς καὶ ὅτι εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὰ λίαν" καὶ τίποτα περισσότερο ἀπ' αὐτὰ δὲν ἔνοιωθα. Ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ κανέναν νὰ μοῦ τὰ ἐξηγήσει, καὶ μονάχα μέσα στῆς καρδιᾶς μου τὸν κρυφὸν τόπο φύλαγα αὐτὸ τὸ θαῦμα. Καὶ σὰν μὲ βάλανε οἱ γέροντές μου νὰ κλαδεύω τ' ἀμπέλια, ἔπιασα νὰ μαθαίνω κάποια γράμματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς ποὺ λέγανε οἱ μοναχοὶ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα. Μὰ ἡ θεία χάρη μου χάρισε περισσότερο κι' ἀπὸ αὐτά, ὥστε νὰ μάθω νὰ λέγω ἀπ' ἔξω ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ Ψαλτῆρι. Καὶ σάν μοῦ ἦρθε πάλι κάποια φώτιση νὰ φύγω ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κοινοβίου καὶ νὰ πάγω νὰ ἡσυχάσω, τότε ἥβρα καιρὸ ἡσυχίας, κ' ἐπειδὴ εἶχα στὴ θύμησή μου αὐτὰ τὰ θεϊκὰ λόγια ποὺ εἶπα, ἔψαχνα νὰ βρῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο βιβλίο ἐκεῖνο τὸ προφητικό. Καὶ σὰν τὸ βρῆκα, τὸ ἔμαθα ἀπ' ἔξω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ εἶχα γιὰ ὅσα ἔλεγε. K' ἔμαθα ὄχι μονάχα τὴν ἑξαήμερη κοσμοκτισία, ἀλλὰ κι' ὅσα λέγει γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ γιὰ τὴν παράβαση, γιὰ τὸν κατακλυσμὸ καὶ γιὰ τὴν πυργοποιΐα, ἕως τὸ φίλο τοῦ Θεοῦ τὸν Ἀβραάμ, κι' εἶχα πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὰ θεϊκὰ λόγια αὐτῆς τῆς Γραφῆς".

Γιὰ τὶς συμφορὲς τῆς Κύπρου γράφει "Περὶ τῶν κατὰ τὴν χώραν Κύπρον σκαιῶν", κι' ἀρχίζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: "Τὸ σύννεφο σκεπάζει τὸν ἥλιο κ' ἡ ἀντάρα τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνά, καὶ μποδίζανε τὴ ζέστη καὶ τὴ φωτεινὴ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου γιὰ λίγον καιρό. K' ἐμᾶς μᾶς ἔχει σκεπασμένους δώδεκα χρόνια τώρα σύννεφο κι' ἀντάρα ἀπὸ βάσανα ἀπανωδιαστὰ ποὺ πέσανε ἀπάνω στὴ χώρα μας. Γιατί σὰν πῆρε τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ ἄθεος Σαλαχαντὴς καὶ τὴν Κύπρο ὁ Ἰσαάκιος ὁ Κομνηνός, σκεπάσανε τὸν τόπο χειρότερα ἀπὸ ἀντάρες καὶ φουρτοῦνες, πολέμοι καὶ ταραχὲς κι' ἀκαταστασίες, κουρσέματα κ' αἱματοχυσίες. Γιατί νά, ὁ ζωηφόρος τάφος τοῦ Κυρίου καὶ τάλλα τὰ ἅγια δοθήκανε στοὺς σκύλους Μουσουλμάνους γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δακρύζει γιὰ τούτη τὴ συμφορὰ κάθε ψυχὴ π' ἀγαπᾷ τὸ Θεό. Σὰν τὰ εἴδανε αὐτά, ταραχθήκανε τὰ ἔθνη καὶ τὰ βασίλεια, κατὰ τὸ γραμμένο, ὁ Ἀλαμάνος λέγω κι' ὁ Ἐγκλινίας καὶ σχεδὸν κάθε ἔθνος κίνησε γιὰ νὰ σώσει τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Καὶ νά, δώδεκα χρόνια, καὶ τὰ κύματα ἀγριεύουνε καὶ ψηλώνουνε χειρότερα... Κι' αὐτὰ συγχωρηθήκανε νὰ γίνουνε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας τὶς μεγάλες, μὲ δίκαια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε κ' ἴσως συγχωρεθοῦμε. Εἶναι μία χώρα Ἰγκλιτέρρα, πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρωμανία κατὰ τὸ βοριά, κι' ἀπὸ δαύτη σύννεφο Ἰγκλίνων μαζὶ μὲ τὸν ἄρχοντά τους μπήκανε σὲ κάτι καράβια μεγάλα ποὺ τὰ λένε νάκκες καὶ ταξιδέψανε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε τράβηξε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα κι' ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀλαμάνων μὲ ἐννιακόσιες χιλιάδες. Μὰ αὐτός, περπατώντας κατὰ τὰ ἀνατολικὰ μέρη τοῦ Ἰκονίου, ἔχασε τὰ στρατεύματά του ἀπὸ τὸ περπάτημα κι' ἀπὸ τὴν πεῖνα κι' ἀπὸ τὴ δίψα κι' ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς πνίγηκε μέσα σ' ἕναν ποταμὸ καβάλλα στ' ἄλογό του. Κι' ὁ Ἴγκλιτερ ἦρθε στὴν Κύπρο καὶ τὴ βρῆκε σὰν χαροκαμένη μάνα...

Ἡ χώρα μας εἶναι σὰν τὴ θάλασσα ποὖναι ἀγριεμένη ἀπὸ πολλὴ ἀνεμοζάλη. Καὶ μάλιστα ἡ συμφορὰ μας εἶναι χειρότερη κι' ἀπὸ τὴν ἄγρια τὴ θάλασσα. Γιατί ἡ θάλασσα, σὰν περάσει ἡ ἀγριάδα της, ἔρχεται ἡ γαλήνη, ἐνῷ σ' ἐμᾶς ἡ φουρτούνα χειροτερεύει κάθε μέρα κ' ἡ μανία της δὲν ἔχει τέλος. Στὸ Λευϊτικὸ βιβλίο εἶναι γραμμένα ὅσα βρήκανε τὴ χώρα μας, πολέμοι, σπάρσιμο χωρὶς ἀπολαβή, φάγωμα τῶν κόπων μας ἀπὸ τοὺς ὀχτρούς μας. K' ἡ δύναμή μας γίνηκε ἕνα τίποτα· κι' ἀπομείναμε λιγοστοί. "Πορευθήκατε σὲ μένα πλάγια, μᾶς λέγει ὁ Θεός, κ' ἐγὼ θὰ πορευθῶ σὲ σᾶς μὲ θυμὸ πλάγιον". Κι' ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι· γιατί ἂν δὲν κουτσαθεῖ κανένας, οὔτε κι' ὁ γιατρὸς τὸν κόβει μὲ τὸ νυστέρι, κι' οὔτε τοῦ καίει τὸ πονεμένο μέρος. Λοιπὸν εἶναι φανερὸ πὼς κ' ἐμεῖς, ἂν δὲν πικραίναμε κάποτε τὸν πανάγαθο γιατρό μας καὶ δὲν πηγαίναμε σ' αὐτὸν πλάγια, κ' Ἐκεῖνος δὲ θὰ φερνότανε σὲ μᾶς πλάγια καὶ δὲ θὰ μᾶς πίκραινε γιὰ νὰ σωθοῦμε".

Ὁσία Ξένη Γκριγκόριεβνα, ἡ διὰ Χριστὸν σαλή



Αὐτὸν τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας (“Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”) μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδώσουμε πλήρως στὴν εὐλογημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη, τὴν κατὰ Χριστὸν σαλή. Ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι “πτωχοὶ τῷ πνεύματι” καὶ τὰ σαράντα πέντε χρόνια τῆς ἀσκητικῆς της ζωῆς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μία καθίδρυση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στὴν καρδιά της.

“Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς”.

Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο. Καμμιὰ λαϊκὴ διήγηση, καμμιὰ ἀνάμνηση ἀνθρώπων, οὔτε γραπτὲς πηγὲς δὲν μᾶς προμηθεύουν πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς γονεῖς της, τὴν ἀνατροφή της, τὴν παιδεία της ἢ ἄλλη κοινωνικὴ δραστηριότητα. Ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα δὲν ἦταν ἀπὸ χαμηλὴ οἰκογένεια. Ὁ σύζυγός της Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δύο στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἔκαναν τὸ γάμο τους, καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν “καλὴ τύχη” καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένη, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ’ αὐτὴ τοὺς τὴ χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα. Τόσο πολὺ καταβλήθηκε αὐτὴ ἀπὸ θλίψη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὥστε στοὺς πολλοὺς φαινόταν ὅτι ἔχασε τὰ λογικά της. Ἔτσι νόμισαν οἱ συγγενεῖς της, οἱ φίλοι της καὶ οἱ γνωστοί της.

Πραγματικὰ ἡ συμπεριφορὰ τῆς Ξένης μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν πολὺ περίεργη. Κατὰ πρῶτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνη ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζη τὸν ἑαυτὸ της Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα, ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζη τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνη ὅ,τι ἤθελε τὴν περιουσία της.

Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα της μία πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν πιὸ δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς “κατὰ Χριστὸν τρελλή”.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: “Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζῆς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνης, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνης καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζῆς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζῆς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος.”(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς). Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ “χτύπημα” ποὺ “χτύπησε” τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Ἡ μακαρία Ξένη, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα ἔζησε τώρα μία φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποῦ νὰ κλίνη τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποῦ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνη τὰ γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωΐ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν της ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.

Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν- μία κόκκινη φούστα καὶ μία πράσινη ζακέτα. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ λαοῦ της πρόσφερε πολλὰ ἀπ’ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένη.

Ὅλοι ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη. Πολλοὶ τὴν λυποῦνταν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο.

Ὅταν κτιζόταν μία Ἐκκλησία στὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ, τὴ νύχτα ἡ μακαρία Ξένη ἔσερνε λίθους μὲ τὰ ἀδύνατα χέρια της ὥς τὴν κορυφὴ τῶν τοίχων τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔγραφε τὸ ὄνομά της γιὰ πάντα στὸ βιβλίο τῶν μνημοσύνων μὲ τὴν δέηση “ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀειμνήστων κτιτόρων τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου”. Οἱ κτίστες παραξενεύονταν βλέποντας τοὺς λίθους στὴν κορυφή. “Από ποῦ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ σωροὶ τῶν λίθων κάθε πρωΐ;” ἔλεγαν. Ἀλλὰ κατάλαβαν ἔπειτα ὅτι βοηθὸς τους ἦταν ἡ μακαρία Ξένη.

Αὐτὰ ποὺ γράψαμε μέχρι τώρα γι’ αὐτοὺς τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς μακαρίας Ξένης τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ λαοῦ. Πόσα ὅμως ἄλλα ἄγνωστα γιὰ μᾶς θὰ ὑπάρχουν γι’ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ὁσία, ποὺ εἶναι ὅμως γνωστὰ μόνο στὸ Θεό;

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: “Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι” (Μάρκ.8,34). Μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπομονὴ καὶ χαρὰ ἡ μακαρία Ξένη σήκωσε μὲ προθυμία καὶ αὐταπάρνηση τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς πενίας καὶ ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸ δικό της συμφέρον ἔκλεισε στὴν καρδιὰ της ὅλους τοὺς “γείτονές” της μὲ τὶς δυστυχίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς φροντίδες καὶ τὶς λύπες τους. “Γείτονές” της, εἰκονικῶς ὁμιλοῦντες, ἦταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας Πετρούπολης.

Ἡ μακαρία Ξένη, ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: “Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα. Θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα”. Καὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο αὐτοκίνητο, τὸ εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νὰ κάθεται σὲ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν θώπευε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρη κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπῆ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλά.

Ἡ μακαρία Ξένη ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: “Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!”. Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώση τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ κάνη τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Ὁ ἀγώνας τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν δύσκολος. Οἱ ἅγιοι μοναστικοὶ πατέρες καὶ ἀσκητὲς ἔφυγαν ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ του κόσμου στὴν ἔρημο καὶ στὰ δάση καὶ ἔλαβαν τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων τους στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητάς τους στὴ γῆ. Ὅμως οἱ μακάριοι διὰ Χριστὸν σαλοὶ δὲν ἄφησαν τὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς σαλότητας ἔκρυβαν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὴ θέλοντες νὰ παρουσιάσουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δίκαιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὡς τρελλούς.

Ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη εἶδε καθαρὰ τὴν δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ γιὰ νὰ προετοιμάση πνευματικῶς τὴν ψυχή της, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια ἀφιερώσεώς της. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένη γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση ἐδαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.

Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἢ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξαναφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ἦρθε τέλος ἡ στιγμὴ ποὺ ἔληξαν οἱ ἀγῶνες της. Ἡ μακαρία Ξένη ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ εἰσῆλθε στὸν αἰώνιο. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβὴς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώση τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ἀμέσως μετὰ τὴν κηδεία της οἱ θαυμαστὲς ἄρχισαν νὰ παίρνουν χοῦφτες χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της. Ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν αὔξανε κάθε μέρα. Ὁ σωρὸς τοῦ χώματος στὸν τάφο της συνέχεια ἐλαττωνόταν. Τελικὰ τοποθετήθηκε στὸν τάφο της μία πέτρινη πλάκα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἔσπαζαν κομμάτια καὶ τὴν ἀφαιροῦσαν. Τελικὰ τοποθετήθηκε πάνω στὸν τάφο της μία πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν στοὺς τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωΐ.

Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.

Καὶ ἡ μακαρία Ξένη τοὺς βοηθοῦσε ὅλους. 

Συναξαριστής της 24ης Ιανουαρίου

Ἡ Ὁσία Ξένη

 


Ὀνομαζόταν Εὐσεβία, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἦταν «φεμινίστρια» τῆς ἐποχῆς της, μὲ τὴν ὑγιή, βέβαια, ἔννοια τῆς λέξης. Πίστευε πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ μὴ δέχεται σύζυγο ποὺ θὰ τῆς ἦταν καθημερινὸ ἐμπόδιο στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή.

Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». Δηλαδή, μὴ μπαίνετε στὸν ἴδιο ζυγὸ (γάμο) μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πίστη στὸ Θεό. Διότι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν», ποὺ σημαίνει, τὸ μυστήριο αὐτὸ τοῦ γάμου εἶναι μεγάλης σημασίας. Καὶ τὸ λέω αὐτό, ἀναφερόμενος στὴν πνευματικὴ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ γονεῖς, ὅμως, τῆς ὁσίας, εἶχαν διαφορετικὴ γνώμη καὶ ἤθελαν νὰ τὴν παντρέψουν στανικῶς, μὲ ὅποιον αὐτοὶ ἤθελαν. Τότε ἐκείνη κρυφὰ φεύγει γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετονομάζεται Ξένη καὶ γιὰ νὰ χαθοῦν τὰ ἴχνη της, πηγαίνει στὸ νησὶ Κῶς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, στὰ Μύλασσα τῆς Καριᾶς. Ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε μὲ τὶς δυὸ ὑπηρέτριες ποὺ τὴν εἶχαν συνοδεύσει σὲ ἡσυχαστικὰ κελιά. Κοντὰ ἐκεῖ, ἔκτισε μικρὸ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ἀφοῦ ἦλθαν κοντά της καὶ μερικὲς ἄλλες μοναχές, ἔκαναν μία ἐξαίρετη χριστιανικὴ ἀδελφότητα.

Ἡ παιδεία της, ἡ εὐγένειά της καὶ ἡ θερμή της πίστη γρήγορα ἔφθασαν παντοῦ. Καθημερινὰ ἔτρεχαν κοντά της γυναῖκες, γιὰ νὰ πάρουν συμβουλὲς καὶ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές της. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ὁσία τὶς εἵλκυε στὸ Χριστὸ καὶ τὶς ὁδηγοῦσε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπεροράν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τό πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τὴ κλήσει τὸν τρόπον σου, σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τό σόν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστόν τόν ἐν ἅπασι, σοί παρέχοντα ἰσχύν τῶν ἰάσεων· ὅν πάντοτε δυσώπει, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος 
Ἵλεων Ξένη, τὸν ξενοτρόπως ἐκ Παρθένου τεχθέντα, ἐκδυσώπει Χριστὸν ἡμῖν γενέσθαι Ἀοίδιμε, τοῖς κατὰ χρέος σοι προσφοιτῶσιν ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας καθαρωτάτης, καὶ εὐσεβῶς τὴν σὴν μνήμην ὑμνῆσαι σπουδάζουσιν, ἣν πᾶσαι τῶν οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ἀξίως ἐτίμησαν, ὡς φωτοφόρον καὶ ἄμωμον καὶ ἁγίαν πανήγυριν, Ἔνδοξε, πρεσβεύουσα ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παύστριος καὶ Θεοδοτίων οἱ αὐτάδελφοι

Ἔζησαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κλεοπατρίδα τῆς Αἰγύπτου, τὸ τωρινὸ Σουέζ. Οἱ δυὸ πρῶτοι ἀκολούθησαν τὴν ἁγία ἐρημικὴ ζωή. Ὅταν ὅμως ἄναψε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀρειανὸ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο.

Ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ Θεοδοτίων, εἶχε πάρει ἄλλο δρόμο. Παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους καὶ ἔγινε λῃστής. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴν τύχη τῶν δυὸ μεγαλύτερων ἀδελφῶν του, πῆγε νὰ δεῖ τὸ τέλος τους. Τότε ἡ καρδιὰ του μαλάκωσε, συγκινήθηκε, μετάνιωσε καὶ ὁμολόγησε τὸν ἑαυτό του χριστιανό, ἐπιπλήττοντας θαῤῥαλέα τὸν τύραννο. Ἐκεῖνος ἐξαγριωμένος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν. Τοὺς δυὸ μεγαλύτερους ἀδελφούς του, τοὺς ἔριξαν στὰ νερὰ καὶ τοὺς ἔπνιξαν. Ἔτσι καὶ τὰ τρία ἀδέλφια μαζί, πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.

 
Οἱ Ἅγιοι Βαβύλας ὁ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἀγάπιος καὶ Τιμόθεος οἱ μαθητές του

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεούπολη (τὴν Ἀντιόχεια πιθανῶς), καὶ πῆρε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ ἀνατροφή. Μετὰ τὸ θάνατό τους, διαμοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο μὲ δυὸ μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο. Ἐκεῖ, συμπλήρωσε τὶς μελέτες του, καὶ κατάρτησε καλά τους μαθητές του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη.

Μετὰ ἀπὸ ἔντονη παράκληση καὶ πίεση, χειροτονήθηκε Ἱερέας, μὲ πλήρη συναίσθηση τῶν μεγάλων καὶ Ἱερῶν ὑποχρεώσεών του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ταξίδεψε στὴ Ῥώμη καὶ κατόπιν στὴ Σικελία, ἐργαζόμενος πάντα ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ διοικητής, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὁμολογία, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ὅταν δὲ καὶ αὐτὰ ἀποδείχτηκαν ἀδύνατα νὰ κάμψουν τὴν σταθερότητα τῶν Ἁγίων, τοὺς κατέσφαξε μὲ μαχαίρια καὶ τὰ σώματά τους ἔριξε στὴ φωτιά. Τὰ λείψανά τους, ὅμως, διαφυλάχτηκαν ἀβλαβῆ, καὶ χριστιανοὶ εὐσεβεῖς τὰ παρέλαβαν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ τιμή.

 
Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος

Πέρασε τὴν ζωή του στὰ ἐρημικὰ ἀναχωρητήρια της Φοινίκης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. Περίφημος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀρετή του, ἔβλεπε πολλὲς φορὲς νὰ ἔρχονται σ᾿ αὐτὸν ἄνδρες μεγάλων ἀξιωμάτων, ποὺ ὠφελοῦνταν πολὺ ἀπὸ τὴν συνομιλία του. Ἀλλὰ καὶ στὶς πόλεις κατέβαινε, ὅταν ἦταν ἀνάγκη νὰ πάρουν ἐνίσχυση οἱ χριστιανοὶ στὶς γενικὲς δοκιμασίες τους.

Εἶναι γνωστὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας συνέτριψαν τοὺς βασιλικοὺς ἀνδριάντες ἐπὶ Μεγάλου Θεοδοσίου καὶ ἡ πόλη περίμενε μὲ τρομερὴ ἀγωνία τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο πῆγε σὰν ἱκέτης ὁ ἐπίσκοπος Φλαβιανός. Ὁ Χρυσόστομος, ἱερέας τότε, ἔβγαζε τοὺς περίφημους παρηγορητικοὺς λόγους του, πλήθη δὲ ἐρημιτῶν κατέβηκαν γιὰ νὰ δώσουν καὶ αὐτοὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά.

Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μακεδόνιος, ποὺ πολὺ συνετέλεσε στὴν ἐνθάῤῥυνση τῶν φοβισμένων κατοίκων. Τὸν κόσμο αὐτὸ ἄφησε ὁ Μακεδόνιος 70 χρονῶν. Ὁ δὲ θάνατός του θρηνήθηκε ἀπὸ πολλούς.

 
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου

Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὁσιομάρτυρα Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, ἔγινε δέκα χρόνια μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Κατὰ τοὺς Συναξαριστές, κάποιος ἐπίσκοπος Ῥωμαῖος πῆγε στὴν Περσία καὶ μετακόμισε αὐτὰ στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν δὲ κάρα του μετέφερε στὴ Ῥώμη.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης καὶ Μᾶμας

Ποῦ καὶ πὼς μαρτύρησαν δὲν γνωρίζουμε. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιορτάζουν τὴν 10η Δεκεμβρίου, Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος καὶ Ἑρμογένης.

 
Ὁ Ὅσιος Φίλων ἐπίσκοπος Καλπασίου (Καρπασίας)

Τὸν Φίλωνα, ἁπλὸ ἀκόμα διάκονο, ἐκτίμησε πολὺ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Καλπασίου στὴν Κύπρο τὸ 401. Κατὰ δὲ τὸν Σουίδα, ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς ἔγραψε ὑπομνήματα στὴν Πεντάτευχο καὶ στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων.

 
Ὁ Ὅσιος Φιλιππικός ὁ πρεσβύτερος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Βάρσιμος καὶ τὰ Δύο του ἀδέρφια

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ποὺ βρῆκε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ γιορτάζει στὶς 4 Ἀπριλίου, διακρίθηκε γιὰ τὴν λαμπρὴ μέθοδο ποὺ εἶχε ἐφαρμόσει στὸν ἑαυτό του ἐναντίον τοῦ θυμοῦ καὶ δίδαξε κατόπιν καὶ στοὺς ἄλλους.

Ἡ μέθοδος αὐτὴ ἦταν νὰ μένει σὲ ἀπόλυτη σιωπή, ὅταν θύμωνε.

Ἔτσι ὁ θυμὸς ἔσβηνε ἀπὸ ἀτροφία, χωρὶς νὰ βγάλει φλόγες, καὶ ἡ ὀργὴ κόπαζε εὔκολα, ὅπως ἡσυχάζει ἀμέσως ἡ θάλασσα, ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ἄνεμος στιγμιαῖος.

 
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου πλησίον τοῦ Ταύρου

Ἴσως τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου κοντὰ στὸν Ταῦρο.

 
Ὁ Ἅγιος Φιλήμων ἐπίσκοπος Καρπάθου

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόμνημα.

 
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος

 


Αὐτὸς ἦταν Κύπριος καὶ γεννήθηκε στὴ Λευκάρα τῆς ἐπαρχίας Ἀμαθοῦντος τὸ 1134. Μὲ τὴν μεγάλη του ἀσκητικὴ ζωή, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε μάλιστα τὴν διάσημη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, στὴν ὁποία μέσα πέρασε ὅλη σχεδὸν τὴν ζωή του μὲ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ἐπίσης, ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ ἀσκητὴς ὅσιος. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 12η Ἀπριλίου).

 
Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Θεσσαλονίκη

Δημητριεύσκη, Τυπικὸν Α, 158. Δὲν βρίσκουμε ἄλλο στοιχεῖο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή.

 
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος

Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ στὶς παλιὲς ἐκδόσεις τῶν Μηναίων. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 18ης Ἰανουαρίου.

 
Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη

Τὴν μάρτυρα αὐτὴ ἀγνοεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 μαζὶ μὲ αὐτὴ τῆς Θεοδούλης (βλ. 18 Ἰανουαρίου).

Ἀλλὰ στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα αὐτὴ δηλαδή, ἀναφέρεται στὸν Κώδικα αὐτὸν καὶ ἡ μνήμη Ἑρμογένους καὶ Φιλήμονος ἐπισκόπου Καρπάθου, γιὰ τοὺς ὁποίους καμιὰ ἀναφορὰ δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο στὸν Συναξαριστή του.

 
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, ἱδρυτὴς Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους καὶ οἱ Ὅσιοι Θεοδόσιος, Διονύσιος, Συμεών, Δομέτιος, Δαμιανὸς καὶ Κοσμᾶς (ὁ Αἰτωλός)

Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Φιλόθεου στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα. Τὴ μνήμη του γιορτάζουν οἱ μοναχοὶ τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὁσίους ποὺ ἔλαμψαν πνευματικὰ σ᾿ αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χειρόγραφη Ἀκολουθία, ποὺ σῴζεται στὴ Μονή.

Καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἀκολουθία τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων Φιλόθεου πρωτίστου δομήτορος τῆς ἱερᾶς ταύτης ἐπωνύμου αὐτοῦ Μονῆς. Θεοδοσίου ἡγουμένου ταύτης καὶ μητροπολίτου Τραπεζοῦντος. Διονυσίου καὶ Συμεῶνος ἤγησαντων αὐτῆς. Δομετίου τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ σημειοφόρου. Διαμιανοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ καὶ ὁσιομάρτυρος. Καὶ Κοσμᾶ τοῦ Ἰσαποστόλου καὶ ἱερομάρτυρος, ἐφόρων, προστατῶν καὶ συνασκητῶν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς».
Ἡ μνήμη δὲ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.

 
Μνήμη ἐγκαινίων ναοῦ Ἁγ. Ζαχαρία στὴ Μονὴ τῆς ὁσίας Δομνίκης
 

 
Ὁ Ἅγιος Cadoc, ἡγούμενος (Οὐαλός)

Ὀ Ἅγιος Cadoc (Κάντοκ) καταγόταν ἀπό εὐγενική οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας. Οἰ γονεῖς τοῦ ἔγιναν μοναχοί. Ἴδρυσε τήν περιφημη μονή Λάνσαρφαν κοντά στό Κάρντιφ, ἀλλά ἡ ἱεραποστολική τοῦ δράση ἐπεκτάθηκε μέχρι τήν Κορνουάλη, τή Σκωτία καί τήν Ἰρλανδία. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Δαυίδ καί διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Φιννιανοῦ. Σώζονται καί μερικά ἀποφθέγματά του μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά ἀκόλουθα:

«Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πρωτοτόκος θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τό φῶς τίποτε δέν εἶναι καλό, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει εὐλάβεια, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει πίστη».

«Ὀ κάλλιστος τῶν τρόπων εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ καλλίστη τῶν ἀσχολιῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν. Τό κάλλιστο τῶν αἰσθημάτων εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ἡ κάλλιστη λύπη εἶναι ἡ μετανοια. Τό κάλλιστο ἰδίωμα ἡ μεγαλοψυχία. Ὄταν τόν ρώτησαν τί εἶναι ἀγάπη, ἀπάντησε: Ἡ ἀγάπη εἶναι ὀ παραδεισος. Καί τί μίσος: τό μίσος εἶναι ἡ κόλαση. Καί ἡ συνείδηση; Ἡ συνείδηση εἶναι ὀ ὀφθαλμός τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ψυχῆς».

Μαρτύρησε τό ἔτος 590 μ.×. φονευθεῖς ἀπό Ἀγγλοσάξονες εἰδωλολάτρες, ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία. Οἰ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Ἀόρατε βασιλεῦ, Σῶτερ Ἰησού, Σέ ἰκετεύω, προστάτευσε τούς Χριστιανούς τῆς χώρας μου».

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
 

 
Ἅγιος Ἰωάννης ὀ Μάρτυρας ἐκ Καζᾶν

 


Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, μαρτύρησε στό Καζᾶν τῆς Ρωσίας τό ἔτος 1529 μ.Χ. Δέν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τόν βίο τοῦ Ἁγίου.

 
Ἡ Ἁγ. Ξενία τῆς Πετρουπόλεως. Ἡ θαυματουργὸς (Ῥωσίδα)

 


Ἡ Ὀσία Ξένη γεννήθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τό ἔτος 1730 μ.Χ., καί ὦς νεαρή ὄμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τόν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ πού εἶχε τόν βαθμό τοῦ συνταγματάρχου καί ἦταν πρωτοψάλτης στήν βασιλική αὐλή. Ἡ θέση αὐτή ἦταν μια πολύ ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἔδινε δόξα καί ὑλική ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἴχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καί οἰ δύο στήν βασιλική αὐλή, ἔκαναν τό γάμο τους. Ζοῦσαν πολύ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεοτητᾶς τους, τούς ἄρεσε πολύ νά πηγαίνουν σέ χοροεσπερίδες καί σέ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στό σπίτι τους καί αὐτοί οἰ ἴδιοι πήγαιναν ὦς φιλοξενούμενοι σέ ἄλλα σπίτια. Αὐτά οἰ ἀνθρωποι τά ὀνομάζουν «καλή τύχη» καί φαινόταν ὄτι τίποτε στό ἀνδρόγυνο αὐτό, τόν Ἀνδρέα καί τήν Ξένια, δέν θά ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τούς τή χαρά. Ἀλλά ξαφνικά ἕνα φοβερό χτύπημα, σᾶν κεραυνός ἕν αἰθρία, ὀ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τήν Ξένια Γκριγκόριεβνα. στά εἴκοσι ἔξι τῆς χρόνια, ἕνα βράδυ σέ ἕνα χορό ὀ ἀντρας τῆς ἐνῶ ἔπινε μέ τούς φίλους τους, ξαφνικά ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτό φυσικά ἦταν πολύ ὀδυνηρό για τήν Ξένια. Ὀ Ἀντρέας, δέν εἶχε ποτέ ἐξομολογηθεῖ καί λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρίν πεθάνει, καί ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερά για τήν ψυχή του.

Συντομα μετά τήν ταφή του, ἡ Ὀσία Ξένια ἑξαφανίστηκε ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη για ὀκτῶ χρόνια. Πιστεύεται ὄτι αὐτό τό χρονικό διάστημα τό πέρασε σέ ἕνα ἐρημητήριο ἤ σέ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τό δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὀ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιοπιστη πληροφορία ὄτι ἡ μακαρία Ξένια για τήν πνευματική τῆς τελείωση δαπάνησε αὐτά τά χρόνια μεταξύ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τόν ἑαυτό της για τόν δύσκολο ἀγώνα τῶν διά Χριστόν σαλῶν καί ἦταν κάτω ἀπό τήν πνευματική τούς καθοδήγηση.

Πού ἦταν οἰ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στό Hermitage ἤ σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού αὐτόν τόν καιρό εἴχαν Στάρετς, μαθητές τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπό ὀχτῶ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στήν πατρίδα της, τήν ἁγία Πετρούπολη, καί δέν τήν ξαναφησε στά ἄλλα τριάντα ἑπτά χρόνια τῆς ζωῆς τῆς σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ὄταν ἐπέστρεψε στήν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τά ὑπάρχοντά της - τό σπίτι της, τά χρήματά της, τά ὄμορφα ρούχα της. Κατά πρῶτον ἄρχισε νά βεβαιώνει σέ ὅλους ὄσους τήν περιτριγύριζαν ὄτι ὀ σύζυγός της δέν πέθανε, ἀλλά ὄτι πέθανε αὐτῆ. Φόρεσε τά ρούχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καί ἄρχισε νά ὀνομάζει τόν ἑαυτό τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἰ συγγενεῖς τῆς τήν θεώρησαν περισσότερο για παραφρονα, ὄταν αὐτή ἄρχισε νά μοιράζει τήν περιουσία τῆς πιο φτωχούς καί ὄταν ἔδωσε τό σπίτι της στήν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἰ ἐνδιαφερόμενοι για τήν περιουσία τῆς συγγενεῖς τῆς στράφηκαν στίς ἀρχές καί ζήτησαν ἀπό αὐτές νά λάβουν μέτρα ἐναντίον μιας τέτοιας διαθέσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπό αὐτήν. Μετά ἀπό αὐτήν τήν ἀναφορά τῶν συγγενῶν οἰ ἀρχές τήν κάλεσαν καί ἀφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὄτι ἦταν πολύ καλά στά λογικά της καί εἶχε ἐπομένως κάθε δικαίωμα νά κάνει ὄτι ἤθελε τήν περιουσία της. (σημειώνεται τό συμβᾶν: οἰ συγγενεῖς τῆς Ξενιας τήν πήγαν στό δικαστήριο ἀλλά ὀ δικαστής βρῆκε ὄτι ἔχει καλό καί γερό νού ὄσο αὐτή συνέχιζε νά βοηθᾶ τούς φτωχούς.) Ἀλλά στήν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα για τούς ἁγίους ἀνθρώπους πού οἰ ἄλλοι πιθανόν νά νομίζουν ὄτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τούς ὀνομάζουμε «Διά Χριστού σαλούς». Αὐτοί συχνά δέν εἶναι τρελοί, ἀλλά προσποιοῦνται ὄτι εἶναι, για νά μποροῦν νά κρύψουν τά πνευματικά τούς χαρίσματα.

Τί συνέβηκε πράγματι μέ τήν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα τῆς μια πλήρης πνευματικῆ ἀντιστροφῆ, ποῦ, κατά τά ἴδια τῆς τά λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!... Βάζοντας τά ρούχα τοῦ συζύγου της καί παίρνοντας τό ὄνομά του ἦταν, κατά τή γνώμη της, σᾶν νᾶ παρατεινόταν ἡ δική του ζωή στό προσωπό της για νᾶ συγχωρηθοῦν οἰ ἁμαρτίες του μέ τή δική της ἀφιερωμένη στό Θεό ζωή. Τώρα αὐτή παρουσίαζε τόν ἑαυτό της στόν κόσμο μέ τήν δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὦς «κατά Χριστόν τρελή».

Ὀ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μια ἀληθινή, πραγματική ζωή καί μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. τό νά ζεῖς για νά τρῶς, νά πίνεις, νά ντύνεσαι, για νά ἀπολαμβάνεις καί νά γίνεσαι πλούσιος, τό νά ζεῖς γενικά για ἐγκόσμιες χαρές καί φροντίδες, αὐτό εἶναι μια φαντασία. τό νά ζεῖς ὄμως για νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό καί τούς ἄλλους, για νά προσεύχεσαι καί νά ἐργάζεσαι μέ κάθε τρόπο για τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτή εἶναι πραγματική ζωή! Ὀ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ὀ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωή τοῦ πνεύματος». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περί τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς).

Ἀπό αὐτό βλέπουμε ὄτι τό «χτύπημα» πού «χτύπησε» τήν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μια ὤθηση ἀπό τήν μή πραγματική ζωή στήν ζωή τοῦ Πνεύματος.

 


Ἡ μακαρία Ξένια, πού ἦταν πλούσια πρώτα ἔζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζοῦσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καί κακομεταχειριζόμενη ἀπό πολλούς. Ἡ μόνη τροφή τῆς ἐρχόταν ἀπό γεύματα ποῦ μερικές φορές δεχόταν ἀπό ἐκείνους πού γνώριζε. Τό βράδυ ἀποσυρόταν σέ ἕναν ἀγρό ἔξω ἀπό τήν πόλη καί ἐκεῖ γονατιστή προσευχόταν ὦς τό πρωί. Δέν εἶχε πραγματικά πού νά κλίνη τήν κεφαλή της. Για σκέπη τῆς εἶχε τόν μελαγχολικό βροχερό οὐρανό τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ για κρεβάτι τῆς εἶχε τό ὑγρό γυμνό ἔδαφος. Περνοῦσε τίς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στό γυμνό ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτό τό μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καί οἰ κάτοικοι, πού τήν ἀνακάλυψαν, γιατί εἴχαν τήν περιέργεια νά μάθουν πού ἑξαφανιζόταν τίς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικός τήν παρακολούθησε καί τήν εἶδε νά κλίνη τά γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτό χωράφι καί νά προσεύχεται. Ἄρχισε νά προσεύχεται ἀπό τό βράδυ καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό πρωί. Κατά τή διάρκεια τῶν προσευχῶν τῆς ἔκανε μετανοιες σέ ὄλες τίς διευθύνσεις προσευχόμενη για ὅλους τούς ὀρθοδοξους χριστιανούς.

Κατά τήν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω πιο δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τά κουρελιασμένα ρούχα τῆς δύσκολα τήν σκέπαζαν - μια κόκκινη φούστα καί τό στρατιωτικό σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στά πόδια τῆς εἶχε χαλασμένα παπούτσια καί γύρω ἀπό τό κεφάλι τῆς εἶχε δεμένο ἕνα παλιό μαντήλι. Ἀκόμα καί κατά τόν βαρύ χειμώνα δέν φοροῦσε ζεστά ρούχα καί παπούτσια, ἆν καί ἡ καλοσύνη τοῦ λαοῦ τῆς προσφερε πολλᾶ ἄπ αὐτᾶ. Σέ ὄλες τίς περιόδους τοῦ ἔτους τήν ἔβλεπαν ντυμένη στά ἴδια κουρέλια. Τό κρύο στήν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατό καί διαπερνοῦσε τά κόκαλα. Ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ χύνεται μέ ἀφθονία πιο ἁγίους του Θεοῦ, τούς ἔκανε νά νικοῦν τούς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιά καί δύναμη στή μακαρία Ξένη.

Πολλοί ἀγαποῦσαν αὐτήν τήν ἥσυχη, τήν ἤρεμη, τήν ταπεινή καί τήν εὐγενική δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοί τήν λυπόντουσαν καί τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλά αὐτή δέν τήν ἔπαιρνε. Ἐᾶν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, ἀμέσως τό ἔδινε σέ κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπό φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλά ἀμέσως τά χάριζε πιο φτωχούς, κάνοντας καλό πιο ἀνθρώπους στό ὄνομά του Ἀντρέα, ἔτσι ὦστε ἆν ἡ ψυχή τοῦ ὑπέφερε ἀπό τίς ἁμαρτίες τοῦ τίς ὁποῖες δέν εἶχε μετανοήσει, οἰ πράξεις της καί οἰ προσευχές της θά τόν βοηθοῦσαν. (Οἰ Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ἤ προσεύχονται για τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Αὐτό λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλά δέν εἶναι τόσο συνηθες νά ἐγκαταλείπει κάποιος ὄλη τοῦ τή ζωή για ἕνα ἀνθρωπο, ὄπως ἀκριβῶς ἐπραξε ἡ Ξένια). Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὄτι κάνοντας καλές πράξεις καί προσφέροντας προσευχές για τούς ἄλλους, πλησιάζεις πολύ τό Θεό, καί αὐτό συνέβηκε καί μέ τήν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τόν ἄντρα της καί αὐτό τήν ἔκανε Ἁγία!

Ὀ Κύριος εἶχε δώσει στήν Ξένια πολλά πνευματικά δῶρα καί αὐτή ἄρχισε νά κάνει περιέργα πράγματα ὄπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στό χιόνι καί φοροῦσε ἀσυνήθιστα ρούχα ἔτσι ὦστε οἰ ἀνθρωποι νά μήν νομίσουν ὄτι ἐκείνη εἶναι κάτι τό ἑξαιρετικό. Αὐτή μερικές φορές γνώριζε τί προκεῖται νά συμβεῖ πρίν αὐτό συμβεῖ, ἤ ἆν οἰ ἀνθρωποι εἴχαν ἕνα προβλῆμα καί δέν γνώριζαν τί θέλει ὀ Θεός νά κάνουν, αὐτή μποροῦσε νά τούς τό πεῖ. Συχνά κοιτάζοντας μέ μια ματιά τούς ἀνθρώπους, αὐτή ἤξερε ἆν αὐτοί ἔλεγαν τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι.

Σιγά σιγά, οἰ ἀνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τά σημάδια ἁγιότητας πού ἦταν τό ὑποστρωμα τῆς φαινομενικᾶ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τό χάρισμα τῆς προφητείας καί ἡ ὄλη παρουσία τῆς σχεδόν πάντα ἐπιβεβαίωνε τήν εὐλογία της. Τό Συναξάρι λέει:

«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νᾶ τή συνοδεύει ὀπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὄταν ἔμπαινε σέ ἕνα μαγαζί οἰ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἰ ἔμποροι τήν παρακαλοῦσαν νά πάρει κάτι ὦς δῶρο ἤ τουλάχιστον νά μπεῖ στό κατάστημά τους. Ἤξεραν ὄτι ἐκείνη τή μέρα οἰ δουλειές τους θά πήγαιναν πολύ καλά καί τά κέρδη τους θά ἦταν πολλά. Ὄταν περπατοῦσε στόν δρόμο, ἀπό ὄλες τίς μεριές, ἀπό ὄλα τά ἁμάξια πού περνοῦσαν ἄκουγε νά φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταματᾶ. Θέλω νά σέ πάρω στό ἁμάξι μου ἔστω καί για λίγα βήματα». Καί ὄταν ἔμπαινε σέ κάποιο αὐτοκίνητο, τό εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τήν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολύ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νά κάθεται σέ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων πού εἴχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐᾶν μιλοῦσε μέ κανέναν πού ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτός καταπραϋνόταν καί τοῦ ἐρχόταν μια θαυματουργική βοήθεια. Ὄταν ἀγκαλίαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτό γινόταν καλά. Ἡ πολύ καί μακροχρόνια συμπόνια της, ἀνοιξε τό δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς εὐλάβειας πρός τό προσωπό της καί οἰ ἀνθρωποι γενικά ἔφτασαν νά τήν θεωροῦν ὦς τό φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης».

Κάποτε, τό ἔτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ καί ξεσπαγε κάθε μέρα σέ δάκρυα. Οἰ ἀνθρωποι τήν ρωτοῦσαν τήν αἰτία πού κλαίει καί αὐτή ἀπαντοῦσε: «Αἵμα, αἵμα, αὐλάκι ἀπό αἵμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι για τό τί ἄραγε θά συνέβαινε. Ἀλλά τρεῖς ἐβδομάδες ἀργότερα οἰ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί σήμαιναν τά λόγια της. Ἀπό τήν ρωσική ἱστορία γνωρίζουμε ὄτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νᾶ ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς, πού ἦταν φυλακισμένος στό φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καί ὀ Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στίς 24 Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., τήν παραμονή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τούς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καί ἔλεγε στόν καθένα νά κάνη τηγανίτες. τήν ἐπομένη μέρα ἀκούστηκε τό φοβερό νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἰ τηγανίτες θά ἦταν για τήν ἀγρυπνία, πού ἡ προικισμένη μέ τό προορατικό χάρισμα ὀσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις πού ἐκδηλωνόταν τό προορατικό χάρισμά της καί περιπτώσεις βοηθειῶν ποῦ προσφερε στόν λαό μέ τό χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Μερικές φορές, ὄταν οἰ Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τίς κάνουν κρυφά ὦστε μόνο ὀ Θεός νά βλέπει. Αὐτό γιατί ὀ Κύριος εἶπε : «Μήν ἀφήνεις νά γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χείρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί, «Κᾶνε τίς καλές σου πράξεις μυστικᾶ ὦστε ὀ Πατέρας ποῦ σέ βλέπει μυστικᾶ νᾶ σέ ἀνταμείψει φανερᾶ». Αὐτό εἶναι πού ἀντιπροσωπεύει τήν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξενιας. Πρίν πολλά χρόνια, ὄταν οἰ ἀνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μια ἐκκλησία στό κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νά πηγαίνει κατευθείαν τό βράδυ καί νά κουβαλάει βαριούς πλίνθους οἰ ὁποῖοι χρειάζονταν τήν ἐπόμενη μέρα για τό χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὄταν οἰ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τό σκληρότερο μέρος τῆς δουλειᾶς τούς ἤδη τελειωμένο καί αὐτοί ἀναρωτιόνταν ποιός νά ἦταν πού ἔκανε αὐτή τήν εὐγενική πράξη. Τελικά, δύο ἄπ αὐτούς ἀποφάσισαν νά περάσουν τό βράδυ τους στό κοιμητήριο. Περιμεναν καί περιμεναν, καί ὄταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τό βράδυ, τήν παρακολουθοῦσαν νά ἀνεβαίνει καί νά κατεβαίνει μέ τά τοῦβλα της, τούς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας.

 


Ἡ ἐκκλησία πού ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στό χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στό κοιμητήριό του Smolensk καί δίπλα τῆς ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στό ὁποῖο ἔχει ταφή. Προσκυνητές ἀπό ὄλη τή Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νά προσευχηθοῦν καί νά ζητήσουν νά τούς βοηθήσει. Κατά τή διάρκεια τῶν φρικτά δύσκολων χρόνων στή Ρωσία, ὄταν οἰ ἐκκλησίες ἦταν κλειστές λόγω του ὄτι ὀ Κομουνισμός δέν ἤθελε οἰ ἀνθρωποι νᾶ λατρεύουν τό Θεό, προσκυνητές ἔρχονταν κρυφά στήν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καί δέν μποροῦσαν νά μποῦν μέσα, ἔγραφαν τίς προσευχές τους σέ μικρά χαρτάκια καί τά ἄφηναν μέσα στίς ρωγμές τῶν τοίχων. Στόν Κομουνισμό δέν ἄρεσε αὐτό καθόλου, ἀλλά συντομα κατάλαβαν ὄτι εἶναι ἀδύνατον νά σταματήσουν τούς Χριστιανούς νά ἀγαπᾶνε τούς Ἁγίους, ἤ νά σταματήσουν οἰ Ἅγιοι νά τούς βοηθοῦν!

Σαράντα πέντε χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἕν εἰρήνη, στήν ἠλικία τῶν ἐβδομήντα ἑνός ἐτῶν, κάπου στά 1800 μ.Χ Ὑποθέτουν ὄτι ἀναπαύθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1806 μ.Χ. καί 1814 μ.Χ. Δέν ὑπάρχει ἀκριβής πληροφορία σχετικά μέ αὐτόν τόν χρόνο καί εἶναι ἀδύνατο νά καθορίσουμε ἀκριβῶς τήν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μέ τόν ὁποῖο τήν περιέβαλε ὀ κόσμος μποροῦμε νά ὑποθέσουμε μέ βεβαιότητα ὄτι ἡ κηδεία τῆς εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καί ὄτι πολύς κόσμος θά συγκεντρώθηκε, για νά τῆς δώσει τόν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ὀ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοί προσκυνητές ἔπαιρναν χώμα ἀπό τόν τάφο της ὦς εὐλογία καί νέο χώμα ἐπρεπε νά τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε ἐπάνω στόν τάφο τῆς μιᾶ πλάκα ἀπό γρανίτη μέ τήν ἐπιγραφή: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τό σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σέ ἠλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστή μέ τό ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς».

Αὐτά γράφονται στό λακωνικό ἐπιτύμβιο πάνω στόν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπό ἕνα ἄγνωστο προσωπο.

Ὄμως καί αὐτή ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καί φθείρονταν ἀπό τούς πιστούς. Ἐπειτα χτίστηκε στόν τάφο τῆς ἕνα ἐκκλησάκι μέ τίς προσφορές τῶν πιστῶν. Πολλοί πιστοί ἄρχισαν νά γράφουν πιο τοίχους τοῦ ναϋδρίου διαφορα αἰτήματα, ὦστε ἀναγκάστηκαν νᾶ τόν χρωματίσουν. Οἰ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στό ναό ἀπό νωρίς τό βράδυ μέχρι ἀργά τό πρωί.

Τά χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δέν σεβάστηκαν τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτό τά παραθυρα ἦταν κλειστά μέ σανίδες καί ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλά ὀ δρόμος πρός τό νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν παντότε ἀνοιχτός. Νέοι καί γέροι πήγαιναν στό παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τά αἰτήματά τους για βοήθεια καί ἔσκυβαν στό ἔδαφος κοντά στόν τάφο.

Καί ἡ μακαρία Ξένη τούς βοηθοῦσε ὅλους.

Ἕνα εὐσεβή ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορά Τρισάγιου ὑπέρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου τῆς Ἀντρέα, για τόν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς της.

Ἡ Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπισῆμα πρώτα ἀπό τήν ὀρθοδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπό τήν Ρωσία, τό 1978 μ.Χ. καί μετέπειτα τό 1988 μ.Χ. ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’.
Σ’ ἐσένα, ὢ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μας ἔδωσε μιὰ διακαὴ μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη , καὶ ὑπηρετώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Δὶ’ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ’ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς : Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὢ εὐλογημένη Ξένια.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’.
Περιπλανώμενη ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερὴ , στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὢ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι’αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ». 

Μακαριώτατε,κάτι δεν πάει καλά….


ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ Μ. ΤΖΟΥΜΑ

Το έχουμε επισημάνει από καιρό.
 Κάτι δεν πάει καλά.
 Δεν εξηγείται αλλιώς η στάση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου σε κάποια θέματα. Μπορεί να διαφωνεί με ορισμένες πρωτοβουλίες, μπορεί η θέση του να είναι διαφορετική,  δεν μπορεί όμως,να διχάζει την Ιεραρχία και να υποτιμά το λαό.
Όταν ρωτήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος για το χθεσινό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης η απάντησή του ήταν άμεση, αλλά ήταν διχαστική!
«Το ερώτημα είναι τι προτιμάμε τα εύκολα ή τα δύσκολα. Εγώ προτιμώ τα δύσκολα. Η Ιερά Σύνοδος έβγαλε μία επιτυχημένη ανακοίνωση στην οποία υπογραμμίζει ότι η Εκκλησία δεν δέχεται το όνομα Μακεδονία και τα παράγωγά του. Πρέπει με σύνεση, νηφαλιότητα και ψυχραιμία να διαχειριζόμαστε τις καταστάσεις».
Σε ερώτηση δημοσιογράφου ότι στο χθεσινό συλλαλητήριο ήταν παρόντες Μητροπολίτες είπε με ειρωνικό ύφος:
-«μετρήσατε πόσοι;»
Και η δημοσιογράφος του απάντησε «εννέα» .
Και τότε ο Αρχιεπίσκοπος ακόμη πιο υποτιμητικά συμπλήρωσε  «μπροστά στους 82;».
Μα λέγονται αυτά;
Τι διχαστικός λόγος είναι αυτός;Θα μπορούσε να τη βγεί στη δημοσιογράφο και να πεί ότι αυτοί οι εννέα εκπροσώπησαν επαξίως την Εκκλησία της Ελλάδος.
Τί θα πεί εννέα, μπροστά στους 82;
Στην προσπάθειά του να μην δυσαρεστήσει τους μεν, υποτιμά και απαξιώνει τους δε, που τους θεωρεί προφανώς, δεδομένους!!
Μα από αυτούς τους …»εννέα», τους όποιους εννέα,έπρεπε να του πούν εκείνη την ώρα,έχασες τις εκλογές στη Μητρόπολη  Λαγκαδά, στη Μητρόπολη Γρεβενών και στη Μητρόπολη Φιλίππων!
Το σκέφτηκε αυτό ο Μακαριώτατος ή όχι;
Κι ακόμη,τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, που έδωσαν το παρών στο συλλαλητήριο, αυτούς τους είδε; Άκουσε τί έλεγαν;
Κατανοώ ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είναι άλλης στόφας Ιεράρχης. Είναι ολοφάνερο ότι  έχει μάθει να αντιμετωπίζει  τα δύσκολα με έναν διαφορετικό, πιο στρατηγικό τρόπο και  δεν θέλει να διαμαρτύρεται φωναχτά ή να κατεβάζει τον λαό στα πεζοδρόμια.
Ωστόσο υπάρχει λαός που θέλει να διαδηλώσει. Ειδικά στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής δυσπραγίας.
Όταν οι Έλληνες θέλουμε, τότε μπορούμε! Το αποδείξαμε πολλές φορές στο διάβα της ιστορίας, το αποδείξαμε και   χθές!
Δεν μας σήκωσαν μέχρι τώρα, από τους καναπέδες και τις καρέκλες  τα μνημόνια και οι άλλες αθλιότητες των πολιτικών  μας,αλλά το εθνικό διακύβευμα της Μακεδονίας είναι αυτό που  διήγειρε ψυχές και συνειδήσεις, ώστε να δώσουμε ένα δυναμικό παρών, χθές στη Θεσσαλονίκη, με πολλούς αποδέκτες.
Και ο λαός που μαζεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τους Μητροπολίτες του,το έκανε  αυθόρμητα, χωρίς χαλιναγωγήσεις και κομματικές ταυτότητες!
Και παρά τα  εμπόδια από τους κυβερνώντες– και δυστυχώς και από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο που πήγε να υποβαθμίσει το συλλαλητήριο την παραμονή μετά την επίσκεψη Τσίπρα( τυχαίο;)– ώστε να το υποβαθμίσουν και να το αποδομήσουν ως γεγονός, δεν τα κατάφεραν!
Ο κυρίαρχος λαός, όπως τον λέγαμε πάντοτε, είχε άλλη άποψη! Και αυτό να το προσέξουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
Το θέμα της Μακεδονίας, από την εποχή που εμφανίσθηκε στο δημόσιο βίο έχει «κάψει»πολλούς. Πιστεύω ότι ζούμε  την τελευταία και φαρμακερή φάση.


Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2018

Γιατί απόλυτη ησυχία στον εξάψαλμο;

Είναι γεγονός οι πατέρες ορίζουν κατά την ώρα που διαβάζεται στην Εκκλησία ο εξάψαλμος, να μη κάνουμε καμιά κίνηση, να μη μιλούμε, να μη κουνηθούμε από τη θέση μας, ούτε να βήξουμε που λέει ο λόγος, και να είμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί είναι η ώρα κατά την οποία η Εκκλησία μάς θυμίζει την Δευτέρα Παρουσία και την Κρίση Του Θεού και πρέπει να ακούμε τον εξάψαλμο με άκρα σιωπής και ευλαβείας και να ενωθεί η ψυχή μας με το νόημα των ψαλμών εκείνων που είναι τόσο ωραίοι και τόσο σημαντικοί και τόσο κατανυκτικοί.
Και όταν τελειώσει ο εξάψαλμος και θα πούμε το αλληλούια τρεις φορές, εκεί θα κάνουμε το σταυρό μας τρεις φορές με τρεις μικρές μετάνοιες. Για να μην ταράζεται καθόλου η προσοχή μας από την μελέτη, την ακοή και την ανάγνωση του εξαψάλμου που είναι μια πολύ σημαντική στιγμή μέσα στην όλη ακολουθία του Όρθρου.
Για αυτό οι πατέρες ορίζουν αυτή την τακτική, αυτή την τυπική διάταξη. Και καλό είναι βέβαια να φροντίζουμε να είμαστε στην εκκλησία να ακούμε τον Όρθρο και να ακούμε τον εξάψαλμο που αναγιγνώσκεται με τόση ευλάβεια και έχει τόση δύναμη πνευματική και να είμαστε από νωρίς στην Εκκλησία να μετέχουμε στην Ακολουθία του Όρθρου.

Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος

Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης: «Βγείτε στις πλατείες να κηρύξετε το Ευαγγέλιο…για να συνέλθει ο Ελληνικός λαός»


*Αναρωτιόμαστε γιατί έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο ως λαός και ξεχνάμε ότι μόνοι μας διαλέξαμε να ζούμε στην τυραννία του σύγχρονου ορθολογιστικού τρόπου ζωής, αντί να ζούμε στο Φως του Χριστού που οδηγεί στην λύτρωση της ανθρώπινης ψυχής από ότι την βασανίζει και την ταράσσει.

Ο Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης έβλεπε την κατάσταση που πάει και είχε πει χαρακτηριστικά:

~ Οι Έλληνες έχουμε ανάγκη σοβαρής κατηχήσεως. Που είστε κύριοι καθηγηταί; 10.000 καθηγητές θεολόγοι έπρεπε να βγείτε πάνω στις πλατείες να κηρύξετε το Ευαγγέλιο, όχι να περιμένετε μέσα στα Γυμνάσια και μέσα στους άμβωνες. Οι άμβωνες δεν φτιάνουν ανθρώπους!

Γιατί; Δυστυχώς, δεν λέγεται η αλήθεια, η οποία έπρεπε να λέγεται, μέσα στον χριστιανικό ναό. Κρύβεται η αλήθεια από εμάς όλους τους δασκάλους. Σας το λέω με πλήρη συνείδηση αυτό. Κρύβεται η αλήθεια, δεν διδάσκεται ο ελληνικός λαός όπως πρέπει. Αλλού τον προσανατολίζουμε και δεν του λέμε την αλήθεια, για να συνέλθει ο ελληνικός λαός και να συνέλθουμε κι εμείς.

Γιατί είναι τυφλωμένα τα πνεύματα μας, η καρδιά μας είναι σκοτισμένη, δεν έχει Πνεύμα Θεού, για να μεταδώσει και στον πλησίον, να μεταδώσει εις τον συνάνθρωπο Πνεύμα Θεού.


από το βιβλίο: Ιερά Μονή Δαδίου «Παναγία η Γαυριώτισσα»
Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης.

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...