Ἡ Ὁσία Ξένη
Ὀνομαζόταν Εὐσεβία, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἦταν «φεμινίστρια» τῆς ἐποχῆς της, μὲ τὴν ὑγιή, βέβαια, ἔννοια τῆς λέξης. Πίστευε πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ μὴ δέχεται σύζυγο ποὺ θὰ τῆς ἦταν καθημερινὸ ἐμπόδιο στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή.
Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». Δηλαδή, μὴ μπαίνετε στὸν ἴδιο ζυγὸ (γάμο) μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πίστη στὸ Θεό. Διότι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν», ποὺ σημαίνει, τὸ μυστήριο αὐτὸ τοῦ γάμου εἶναι μεγάλης σημασίας. Καὶ τὸ λέω αὐτό, ἀναφερόμενος στὴν πνευματικὴ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ γονεῖς, ὅμως, τῆς ὁσίας, εἶχαν διαφορετικὴ γνώμη καὶ ἤθελαν νὰ τὴν παντρέψουν στανικῶς, μὲ ὅποιον αὐτοὶ ἤθελαν. Τότε ἐκείνη κρυφὰ φεύγει γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετονομάζεται Ξένη καὶ γιὰ νὰ χαθοῦν τὰ ἴχνη της, πηγαίνει στὸ νησὶ Κῶς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, στὰ Μύλασσα τῆς Καριᾶς. Ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε μὲ τὶς δυὸ ὑπηρέτριες ποὺ τὴν εἶχαν συνοδεύσει σὲ ἡσυχαστικὰ κελιά. Κοντὰ ἐκεῖ, ἔκτισε μικρὸ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ἀφοῦ ἦλθαν κοντά της καὶ μερικὲς ἄλλες μοναχές, ἔκαναν μία ἐξαίρετη χριστιανικὴ ἀδελφότητα.
Ἡ παιδεία της, ἡ εὐγένειά της καὶ ἡ θερμή της πίστη γρήγορα ἔφθασαν παντοῦ. Καθημερινὰ ἔτρεχαν κοντά της γυναῖκες, γιὰ νὰ πάρουν συμβουλὲς καὶ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές της. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ὁσία τὶς εἵλκυε στὸ Χριστὸ καὶ τὶς ὁδηγοῦσε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπεροράν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τό πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τὴ κλήσει τὸν τρόπον σου, σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τό σόν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστόν τόν ἐν ἅπασι, σοί παρέχοντα ἰσχύν τῶν ἰάσεων· ὅν πάντοτε δυσώπει, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἵλεων Ξένη, τὸν ξενοτρόπως ἐκ Παρθένου τεχθέντα, ἐκδυσώπει Χριστὸν ἡμῖν γενέσθαι Ἀοίδιμε, τοῖς κατὰ χρέος σοι προσφοιτῶσιν ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας καθαρωτάτης, καὶ εὐσεβῶς τὴν σὴν μνήμην ὑμνῆσαι σπουδάζουσιν, ἣν πᾶσαι τῶν οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ἀξίως ἐτίμησαν, ὡς φωτοφόρον καὶ ἄμωμον καὶ ἁγίαν πανήγυριν, Ἔνδοξε, πρεσβεύουσα ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παύστριος καὶ Θεοδοτίων οἱ αὐτάδελφοι
Ἔζησαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κλεοπατρίδα τῆς Αἰγύπτου, τὸ τωρινὸ Σουέζ. Οἱ δυὸ πρῶτοι ἀκολούθησαν τὴν ἁγία ἐρημικὴ ζωή. Ὅταν ὅμως ἄναψε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀρειανὸ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο.
Ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ Θεοδοτίων, εἶχε πάρει ἄλλο δρόμο. Παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους καὶ ἔγινε λῃστής. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴν τύχη τῶν δυὸ μεγαλύτερων ἀδελφῶν του, πῆγε νὰ δεῖ τὸ τέλος τους. Τότε ἡ καρδιὰ του μαλάκωσε, συγκινήθηκε, μετάνιωσε καὶ ὁμολόγησε τὸν ἑαυτό του χριστιανό, ἐπιπλήττοντας θαῤῥαλέα τὸν τύραννο. Ἐκεῖνος ἐξαγριωμένος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν. Τοὺς δυὸ μεγαλύτερους ἀδελφούς του, τοὺς ἔριξαν στὰ νερὰ καὶ τοὺς ἔπνιξαν. Ἔτσι καὶ τὰ τρία ἀδέλφια μαζί, πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Βαβύλας ὁ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἀγάπιος καὶ Τιμόθεος οἱ μαθητές του
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεούπολη (τὴν Ἀντιόχεια πιθανῶς), καὶ πῆρε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ ἀνατροφή. Μετὰ τὸ θάνατό τους, διαμοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο μὲ δυὸ μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο. Ἐκεῖ, συμπλήρωσε τὶς μελέτες του, καὶ κατάρτησε καλά τους μαθητές του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη.
Μετὰ ἀπὸ ἔντονη παράκληση καὶ πίεση, χειροτονήθηκε Ἱερέας, μὲ πλήρη συναίσθηση τῶν μεγάλων καὶ Ἱερῶν ὑποχρεώσεών του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ταξίδεψε στὴ Ῥώμη καὶ κατόπιν στὴ Σικελία, ἐργαζόμενος πάντα ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ διοικητής, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὁμολογία, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ὅταν δὲ καὶ αὐτὰ ἀποδείχτηκαν ἀδύνατα νὰ κάμψουν τὴν σταθερότητα τῶν Ἁγίων, τοὺς κατέσφαξε μὲ μαχαίρια καὶ τὰ σώματά τους ἔριξε στὴ φωτιά. Τὰ λείψανά τους, ὅμως, διαφυλάχτηκαν ἀβλαβῆ, καὶ χριστιανοὶ εὐσεβεῖς τὰ παρέλαβαν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ τιμή.
Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος
Πέρασε τὴν ζωή του στὰ ἐρημικὰ ἀναχωρητήρια της Φοινίκης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. Περίφημος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀρετή του, ἔβλεπε πολλὲς φορὲς νὰ ἔρχονται σ᾿ αὐτὸν ἄνδρες μεγάλων ἀξιωμάτων, ποὺ ὠφελοῦνταν πολὺ ἀπὸ τὴν συνομιλία του. Ἀλλὰ καὶ στὶς πόλεις κατέβαινε, ὅταν ἦταν ἀνάγκη νὰ πάρουν ἐνίσχυση οἱ χριστιανοὶ στὶς γενικὲς δοκιμασίες τους.
Εἶναι γνωστὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας συνέτριψαν τοὺς βασιλικοὺς ἀνδριάντες ἐπὶ Μεγάλου Θεοδοσίου καὶ ἡ πόλη περίμενε μὲ τρομερὴ ἀγωνία τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο πῆγε σὰν ἱκέτης ὁ ἐπίσκοπος Φλαβιανός. Ὁ Χρυσόστομος, ἱερέας τότε, ἔβγαζε τοὺς περίφημους παρηγορητικοὺς λόγους του, πλήθη δὲ ἐρημιτῶν κατέβηκαν γιὰ νὰ δώσουν καὶ αὐτοὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά.
Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μακεδόνιος, ποὺ πολὺ συνετέλεσε στὴν ἐνθάῤῥυνση τῶν φοβισμένων κατοίκων. Τὸν κόσμο αὐτὸ ἄφησε ὁ Μακεδόνιος 70 χρονῶν. Ὁ δὲ θάνατός του θρηνήθηκε ἀπὸ πολλούς.
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὁσιομάρτυρα Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, ἔγινε δέκα χρόνια μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Κατὰ τοὺς Συναξαριστές, κάποιος ἐπίσκοπος Ῥωμαῖος πῆγε στὴν Περσία καὶ μετακόμισε αὐτὰ στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν δὲ κάρα του μετέφερε στὴ Ῥώμη.
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης καὶ Μᾶμας
Ποῦ καὶ πὼς μαρτύρησαν δὲν γνωρίζουμε. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιορτάζουν τὴν 10η Δεκεμβρίου, Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος καὶ Ἑρμογένης.
Ὁ Ὅσιος Φίλων ἐπίσκοπος Καλπασίου (Καρπασίας)
Τὸν Φίλωνα, ἁπλὸ ἀκόμα διάκονο, ἐκτίμησε πολὺ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Καλπασίου στὴν Κύπρο τὸ 401. Κατὰ δὲ τὸν Σουίδα, ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς ἔγραψε ὑπομνήματα στὴν Πεντάτευχο καὶ στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων.
Ὁ Ὅσιος Φιλιππικός ὁ πρεσβύτερος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Βάρσιμος καὶ τὰ Δύο του ἀδέρφια
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ποὺ βρῆκε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ γιορτάζει στὶς 4 Ἀπριλίου, διακρίθηκε γιὰ τὴν λαμπρὴ μέθοδο ποὺ εἶχε ἐφαρμόσει στὸν ἑαυτό του ἐναντίον τοῦ θυμοῦ καὶ δίδαξε κατόπιν καὶ στοὺς ἄλλους.
Ἡ μέθοδος αὐτὴ ἦταν νὰ μένει σὲ ἀπόλυτη σιωπή, ὅταν θύμωνε.
Ἔτσι ὁ θυμὸς ἔσβηνε ἀπὸ ἀτροφία, χωρὶς νὰ βγάλει φλόγες, καὶ ἡ ὀργὴ κόπαζε εὔκολα, ὅπως ἡσυχάζει ἀμέσως ἡ θάλασσα, ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ἄνεμος στιγμιαῖος.
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου πλησίον τοῦ Ταύρου
Ἴσως τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου κοντὰ στὸν Ταῦρο.
Ὁ Ἅγιος Φιλήμων ἐπίσκοπος Καρπάθου
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόμνημα.
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος
Αὐτὸς ἦταν Κύπριος καὶ γεννήθηκε στὴ Λευκάρα τῆς ἐπαρχίας Ἀμαθοῦντος τὸ 1134. Μὲ τὴν μεγάλη του ἀσκητικὴ ζωή, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε μάλιστα τὴν διάσημη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, στὴν ὁποία μέσα πέρασε ὅλη σχεδὸν τὴν ζωή του μὲ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ἐπίσης, ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ ἀσκητὴς ὅσιος. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 12η Ἀπριλίου).
Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Θεσσαλονίκη
Δημητριεύσκη, Τυπικὸν Α, 158. Δὲν βρίσκουμε ἄλλο στοιχεῖο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος
Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ στὶς παλιὲς ἐκδόσεις τῶν Μηναίων. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 18ης Ἰανουαρίου.
Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη
Τὴν μάρτυρα αὐτὴ ἀγνοεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 μαζὶ μὲ αὐτὴ τῆς Θεοδούλης (βλ. 18 Ἰανουαρίου).
Ἀλλὰ στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα αὐτὴ δηλαδή, ἀναφέρεται στὸν Κώδικα αὐτὸν καὶ ἡ μνήμη Ἑρμογένους καὶ Φιλήμονος ἐπισκόπου Καρπάθου, γιὰ τοὺς ὁποίους καμιὰ ἀναφορὰ δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο στὸν Συναξαριστή του.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, ἱδρυτὴς Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους καὶ οἱ Ὅσιοι Θεοδόσιος, Διονύσιος, Συμεών, Δομέτιος, Δαμιανὸς καὶ Κοσμᾶς (ὁ Αἰτωλός)
Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Φιλόθεου στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα. Τὴ μνήμη του γιορτάζουν οἱ μοναχοὶ τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὁσίους ποὺ ἔλαμψαν πνευματικὰ σ᾿ αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χειρόγραφη Ἀκολουθία, ποὺ σῴζεται στὴ Μονή.
Καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἀκολουθία τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων Φιλόθεου πρωτίστου δομήτορος τῆς ἱερᾶς ταύτης ἐπωνύμου αὐτοῦ Μονῆς. Θεοδοσίου ἡγουμένου ταύτης καὶ μητροπολίτου Τραπεζοῦντος. Διονυσίου καὶ Συμεῶνος ἤγησαντων αὐτῆς. Δομετίου τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ σημειοφόρου. Διαμιανοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ καὶ ὁσιομάρτυρος. Καὶ Κοσμᾶ τοῦ Ἰσαποστόλου καὶ ἱερομάρτυρος, ἐφόρων, προστατῶν καὶ συνασκητῶν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς».
Ἡ μνήμη δὲ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.
Μνήμη ἐγκαινίων ναοῦ Ἁγ. Ζαχαρία στὴ Μονὴ τῆς ὁσίας Δομνίκης
Ὁ Ἅγιος Cadoc, ἡγούμενος (Οὐαλός)
Ὀ Ἅγιος Cadoc (Κάντοκ) καταγόταν ἀπό εὐγενική οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας. Οἰ γονεῖς τοῦ ἔγιναν μοναχοί. Ἴδρυσε τήν περιφημη μονή Λάνσαρφαν κοντά στό Κάρντιφ, ἀλλά ἡ ἱεραποστολική τοῦ δράση ἐπεκτάθηκε μέχρι τήν Κορνουάλη, τή Σκωτία καί τήν Ἰρλανδία. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Δαυίδ καί διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Φιννιανοῦ. Σώζονται καί μερικά ἀποφθέγματά του μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά ἀκόλουθα:
«Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πρωτοτόκος θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τό φῶς τίποτε δέν εἶναι καλό, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει εὐλάβεια, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει πίστη».
«Ὀ κάλλιστος τῶν τρόπων εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ καλλίστη τῶν ἀσχολιῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν. Τό κάλλιστο τῶν αἰσθημάτων εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ἡ κάλλιστη λύπη εἶναι ἡ μετανοια. Τό κάλλιστο ἰδίωμα ἡ μεγαλοψυχία. Ὄταν τόν ρώτησαν τί εἶναι ἀγάπη, ἀπάντησε: Ἡ ἀγάπη εἶναι ὀ παραδεισος. Καί τί μίσος: τό μίσος εἶναι ἡ κόλαση. Καί ἡ συνείδηση; Ἡ συνείδηση εἶναι ὀ ὀφθαλμός τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ψυχῆς».
Μαρτύρησε τό ἔτος 590 μ.×. φονευθεῖς ἀπό Ἀγγλοσάξονες εἰδωλολάτρες, ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία. Οἰ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Ἀόρατε βασιλεῦ, Σῶτερ Ἰησού, Σέ ἰκετεύω, προστάτευσε τούς Χριστιανούς τῆς χώρας μου».
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἅγιος Ἰωάννης ὀ Μάρτυρας ἐκ Καζᾶν
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, μαρτύρησε στό Καζᾶν τῆς Ρωσίας τό ἔτος 1529 μ.Χ. Δέν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τόν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Ἁγ. Ξενία τῆς Πετρουπόλεως. Ἡ θαυματουργὸς (Ῥωσίδα)
Ἡ Ὀσία Ξένη γεννήθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τό ἔτος 1730 μ.Χ., καί ὦς νεαρή ὄμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τόν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ πού εἶχε τόν βαθμό τοῦ συνταγματάρχου καί ἦταν πρωτοψάλτης στήν βασιλική αὐλή. Ἡ θέση αὐτή ἦταν μια πολύ ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἔδινε δόξα καί ὑλική ἀπολαβή.
Ἦταν νέοι. Εἴχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καί οἰ δύο στήν βασιλική αὐλή, ἔκαναν τό γάμο τους. Ζοῦσαν πολύ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεοτητᾶς τους, τούς ἄρεσε πολύ νά πηγαίνουν σέ χοροεσπερίδες καί σέ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στό σπίτι τους καί αὐτοί οἰ ἴδιοι πήγαιναν ὦς φιλοξενούμενοι σέ ἄλλα σπίτια. Αὐτά οἰ ἀνθρωποι τά ὀνομάζουν «καλή τύχη» καί φαινόταν ὄτι τίποτε στό ἀνδρόγυνο αὐτό, τόν Ἀνδρέα καί τήν Ξένια, δέν θά ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τούς τή χαρά. Ἀλλά ξαφνικά ἕνα φοβερό χτύπημα, σᾶν κεραυνός ἕν αἰθρία, ὀ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τήν Ξένια Γκριγκόριεβνα. στά εἴκοσι ἔξι τῆς χρόνια, ἕνα βράδυ σέ ἕνα χορό ὀ ἀντρας τῆς ἐνῶ ἔπινε μέ τούς φίλους τους, ξαφνικά ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτό φυσικά ἦταν πολύ ὀδυνηρό για τήν Ξένια. Ὀ Ἀντρέας, δέν εἶχε ποτέ ἐξομολογηθεῖ καί λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρίν πεθάνει, καί ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερά για τήν ψυχή του.
Συντομα μετά τήν ταφή του, ἡ Ὀσία Ξένια ἑξαφανίστηκε ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη για ὀκτῶ χρόνια. Πιστεύεται ὄτι αὐτό τό χρονικό διάστημα τό πέρασε σέ ἕνα ἐρημητήριο ἤ σέ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τό δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὀ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιοπιστη πληροφορία ὄτι ἡ μακαρία Ξένια για τήν πνευματική τῆς τελείωση δαπάνησε αὐτά τά χρόνια μεταξύ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τόν ἑαυτό της για τόν δύσκολο ἀγώνα τῶν διά Χριστόν σαλῶν καί ἦταν κάτω ἀπό τήν πνευματική τούς καθοδήγηση.
Πού ἦταν οἰ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στό Hermitage ἤ σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού αὐτόν τόν καιρό εἴχαν Στάρετς, μαθητές τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπό ὀχτῶ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στήν πατρίδα της, τήν ἁγία Πετρούπολη, καί δέν τήν ξαναφησε στά ἄλλα τριάντα ἑπτά χρόνια τῆς ζωῆς τῆς σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Ὄταν ἐπέστρεψε στήν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τά ὑπάρχοντά της - τό σπίτι της, τά χρήματά της, τά ὄμορφα ρούχα της. Κατά πρῶτον ἄρχισε νά βεβαιώνει σέ ὅλους ὄσους τήν περιτριγύριζαν ὄτι ὀ σύζυγός της δέν πέθανε, ἀλλά ὄτι πέθανε αὐτῆ. Φόρεσε τά ρούχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καί ἄρχισε νά ὀνομάζει τόν ἑαυτό τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἰ συγγενεῖς τῆς τήν θεώρησαν περισσότερο για παραφρονα, ὄταν αὐτή ἄρχισε νά μοιράζει τήν περιουσία τῆς πιο φτωχούς καί ὄταν ἔδωσε τό σπίτι της στήν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἰ ἐνδιαφερόμενοι για τήν περιουσία τῆς συγγενεῖς τῆς στράφηκαν στίς ἀρχές καί ζήτησαν ἀπό αὐτές νά λάβουν μέτρα ἐναντίον μιας τέτοιας διαθέσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπό αὐτήν. Μετά ἀπό αὐτήν τήν ἀναφορά τῶν συγγενῶν οἰ ἀρχές τήν κάλεσαν καί ἀφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὄτι ἦταν πολύ καλά στά λογικά της καί εἶχε ἐπομένως κάθε δικαίωμα νά κάνει ὄτι ἤθελε τήν περιουσία της. (σημειώνεται τό συμβᾶν: οἰ συγγενεῖς τῆς Ξενιας τήν πήγαν στό δικαστήριο ἀλλά ὀ δικαστής βρῆκε ὄτι ἔχει καλό καί γερό νού ὄσο αὐτή συνέχιζε νά βοηθᾶ τούς φτωχούς.) Ἀλλά στήν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα για τούς ἁγίους ἀνθρώπους πού οἰ ἄλλοι πιθανόν νά νομίζουν ὄτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τούς ὀνομάζουμε «Διά Χριστού σαλούς». Αὐτοί συχνά δέν εἶναι τρελοί, ἀλλά προσποιοῦνται ὄτι εἶναι, για νά μποροῦν νά κρύψουν τά πνευματικά τούς χαρίσματα.
Τί συνέβηκε πράγματι μέ τήν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα τῆς μια πλήρης πνευματικῆ ἀντιστροφῆ, ποῦ, κατά τά ἴδια τῆς τά λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!... Βάζοντας τά ρούχα τοῦ συζύγου της καί παίρνοντας τό ὄνομά του ἦταν, κατά τή γνώμη της, σᾶν νᾶ παρατεινόταν ἡ δική του ζωή στό προσωπό της για νᾶ συγχωρηθοῦν οἰ ἁμαρτίες του μέ τή δική της ἀφιερωμένη στό Θεό ζωή. Τώρα αὐτή παρουσίαζε τόν ἑαυτό της στόν κόσμο μέ τήν δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὦς «κατά Χριστόν τρελή».
Ὀ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μια ἀληθινή, πραγματική ζωή καί μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. τό νά ζεῖς για νά τρῶς, νά πίνεις, νά ντύνεσαι, για νά ἀπολαμβάνεις καί νά γίνεσαι πλούσιος, τό νά ζεῖς γενικά για ἐγκόσμιες χαρές καί φροντίδες, αὐτό εἶναι μια φαντασία. τό νά ζεῖς ὄμως για νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό καί τούς ἄλλους, για νά προσεύχεσαι καί νά ἐργάζεσαι μέ κάθε τρόπο για τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτή εἶναι πραγματική ζωή! Ὀ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ὀ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωή τοῦ πνεύματος». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περί τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς).
Ἀπό αὐτό βλέπουμε ὄτι τό «χτύπημα» πού «χτύπησε» τήν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μια ὤθηση ἀπό τήν μή πραγματική ζωή στήν ζωή τοῦ Πνεύματος.
Ἡ μακαρία Ξένια, πού ἦταν πλούσια πρώτα ἔζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζοῦσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καί κακομεταχειριζόμενη ἀπό πολλούς. Ἡ μόνη τροφή τῆς ἐρχόταν ἀπό γεύματα ποῦ μερικές φορές δεχόταν ἀπό ἐκείνους πού γνώριζε. Τό βράδυ ἀποσυρόταν σέ ἕναν ἀγρό ἔξω ἀπό τήν πόλη καί ἐκεῖ γονατιστή προσευχόταν ὦς τό πρωί. Δέν εἶχε πραγματικά πού νά κλίνη τήν κεφαλή της. Για σκέπη τῆς εἶχε τόν μελαγχολικό βροχερό οὐρανό τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ για κρεβάτι τῆς εἶχε τό ὑγρό γυμνό ἔδαφος. Περνοῦσε τίς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στό γυμνό ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτό τό μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καί οἰ κάτοικοι, πού τήν ἀνακάλυψαν, γιατί εἴχαν τήν περιέργεια νά μάθουν πού ἑξαφανιζόταν τίς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικός τήν παρακολούθησε καί τήν εἶδε νά κλίνη τά γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτό χωράφι καί νά προσεύχεται. Ἄρχισε νά προσεύχεται ἀπό τό βράδυ καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό πρωί. Κατά τή διάρκεια τῶν προσευχῶν τῆς ἔκανε μετανοιες σέ ὄλες τίς διευθύνσεις προσευχόμενη για ὅλους τούς ὀρθοδοξους χριστιανούς.
Κατά τήν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω πιο δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τά κουρελιασμένα ρούχα τῆς δύσκολα τήν σκέπαζαν - μια κόκκινη φούστα καί τό στρατιωτικό σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στά πόδια τῆς εἶχε χαλασμένα παπούτσια καί γύρω ἀπό τό κεφάλι τῆς εἶχε δεμένο ἕνα παλιό μαντήλι. Ἀκόμα καί κατά τόν βαρύ χειμώνα δέν φοροῦσε ζεστά ρούχα καί παπούτσια, ἆν καί ἡ καλοσύνη τοῦ λαοῦ τῆς προσφερε πολλᾶ ἄπ αὐτᾶ. Σέ ὄλες τίς περιόδους τοῦ ἔτους τήν ἔβλεπαν ντυμένη στά ἴδια κουρέλια. Τό κρύο στήν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατό καί διαπερνοῦσε τά κόκαλα. Ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ χύνεται μέ ἀφθονία πιο ἁγίους του Θεοῦ, τούς ἔκανε νά νικοῦν τούς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιά καί δύναμη στή μακαρία Ξένη.
Πολλοί ἀγαποῦσαν αὐτήν τήν ἥσυχη, τήν ἤρεμη, τήν ταπεινή καί τήν εὐγενική δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοί τήν λυπόντουσαν καί τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλά αὐτή δέν τήν ἔπαιρνε. Ἐᾶν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, ἀμέσως τό ἔδινε σέ κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπό φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλά ἀμέσως τά χάριζε πιο φτωχούς, κάνοντας καλό πιο ἀνθρώπους στό ὄνομά του Ἀντρέα, ἔτσι ὦστε ἆν ἡ ψυχή τοῦ ὑπέφερε ἀπό τίς ἁμαρτίες τοῦ τίς ὁποῖες δέν εἶχε μετανοήσει, οἰ πράξεις της καί οἰ προσευχές της θά τόν βοηθοῦσαν. (Οἰ Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ἤ προσεύχονται για τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Αὐτό λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλά δέν εἶναι τόσο συνηθες νά ἐγκαταλείπει κάποιος ὄλη τοῦ τή ζωή για ἕνα ἀνθρωπο, ὄπως ἀκριβῶς ἐπραξε ἡ Ξένια). Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὄτι κάνοντας καλές πράξεις καί προσφέροντας προσευχές για τούς ἄλλους, πλησιάζεις πολύ τό Θεό, καί αὐτό συνέβηκε καί μέ τήν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τόν ἄντρα της καί αὐτό τήν ἔκανε Ἁγία!
Ὀ Κύριος εἶχε δώσει στήν Ξένια πολλά πνευματικά δῶρα καί αὐτή ἄρχισε νά κάνει περιέργα πράγματα ὄπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στό χιόνι καί φοροῦσε ἀσυνήθιστα ρούχα ἔτσι ὦστε οἰ ἀνθρωποι νά μήν νομίσουν ὄτι ἐκείνη εἶναι κάτι τό ἑξαιρετικό. Αὐτή μερικές φορές γνώριζε τί προκεῖται νά συμβεῖ πρίν αὐτό συμβεῖ, ἤ ἆν οἰ ἀνθρωποι εἴχαν ἕνα προβλῆμα καί δέν γνώριζαν τί θέλει ὀ Θεός νά κάνουν, αὐτή μποροῦσε νά τούς τό πεῖ. Συχνά κοιτάζοντας μέ μια ματιά τούς ἀνθρώπους, αὐτή ἤξερε ἆν αὐτοί ἔλεγαν τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι.
Σιγά σιγά, οἰ ἀνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τά σημάδια ἁγιότητας πού ἦταν τό ὑποστρωμα τῆς φαινομενικᾶ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τό χάρισμα τῆς προφητείας καί ἡ ὄλη παρουσία τῆς σχεδόν πάντα ἐπιβεβαίωνε τήν εὐλογία της. Τό Συναξάρι λέει:
«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νᾶ τή συνοδεύει ὀπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὄταν ἔμπαινε σέ ἕνα μαγαζί οἰ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἰ ἔμποροι τήν παρακαλοῦσαν νά πάρει κάτι ὦς δῶρο ἤ τουλάχιστον νά μπεῖ στό κατάστημά τους. Ἤξεραν ὄτι ἐκείνη τή μέρα οἰ δουλειές τους θά πήγαιναν πολύ καλά καί τά κέρδη τους θά ἦταν πολλά. Ὄταν περπατοῦσε στόν δρόμο, ἀπό ὄλες τίς μεριές, ἀπό ὄλα τά ἁμάξια πού περνοῦσαν ἄκουγε νά φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταματᾶ. Θέλω νά σέ πάρω στό ἁμάξι μου ἔστω καί για λίγα βήματα». Καί ὄταν ἔμπαινε σέ κάποιο αὐτοκίνητο, τό εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τήν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολύ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νά κάθεται σέ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων πού εἴχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐᾶν μιλοῦσε μέ κανέναν πού ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτός καταπραϋνόταν καί τοῦ ἐρχόταν μια θαυματουργική βοήθεια. Ὄταν ἀγκαλίαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτό γινόταν καλά. Ἡ πολύ καί μακροχρόνια συμπόνια της, ἀνοιξε τό δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς εὐλάβειας πρός τό προσωπό της καί οἰ ἀνθρωποι γενικά ἔφτασαν νά τήν θεωροῦν ὦς τό φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης».
Κάποτε, τό ἔτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ καί ξεσπαγε κάθε μέρα σέ δάκρυα. Οἰ ἀνθρωποι τήν ρωτοῦσαν τήν αἰτία πού κλαίει καί αὐτή ἀπαντοῦσε: «Αἵμα, αἵμα, αὐλάκι ἀπό αἵμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι για τό τί ἄραγε θά συνέβαινε. Ἀλλά τρεῖς ἐβδομάδες ἀργότερα οἰ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί σήμαιναν τά λόγια της. Ἀπό τήν ρωσική ἱστορία γνωρίζουμε ὄτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νᾶ ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς, πού ἦταν φυλακισμένος στό φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καί ὀ Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.
Στίς 24 Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., τήν παραμονή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τούς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καί ἔλεγε στόν καθένα νά κάνη τηγανίτες. τήν ἐπομένη μέρα ἀκούστηκε τό φοβερό νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἰ τηγανίτες θά ἦταν για τήν ἀγρυπνία, πού ἡ προικισμένη μέ τό προορατικό χάρισμα ὀσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις πού ἐκδηλωνόταν τό προορατικό χάρισμά της καί περιπτώσεις βοηθειῶν ποῦ προσφερε στόν λαό μέ τό χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.
Μερικές φορές, ὄταν οἰ Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τίς κάνουν κρυφά ὦστε μόνο ὀ Θεός νά βλέπει. Αὐτό γιατί ὀ Κύριος εἶπε : «Μήν ἀφήνεις νά γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χείρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί, «Κᾶνε τίς καλές σου πράξεις μυστικᾶ ὦστε ὀ Πατέρας ποῦ σέ βλέπει μυστικᾶ νᾶ σέ ἀνταμείψει φανερᾶ». Αὐτό εἶναι πού ἀντιπροσωπεύει τήν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξενιας. Πρίν πολλά χρόνια, ὄταν οἰ ἀνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μια ἐκκλησία στό κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νά πηγαίνει κατευθείαν τό βράδυ καί νά κουβαλάει βαριούς πλίνθους οἰ ὁποῖοι χρειάζονταν τήν ἐπόμενη μέρα για τό χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὄταν οἰ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τό σκληρότερο μέρος τῆς δουλειᾶς τούς ἤδη τελειωμένο καί αὐτοί ἀναρωτιόνταν ποιός νά ἦταν πού ἔκανε αὐτή τήν εὐγενική πράξη. Τελικά, δύο ἄπ αὐτούς ἀποφάσισαν νά περάσουν τό βράδυ τους στό κοιμητήριο. Περιμεναν καί περιμεναν, καί ὄταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τό βράδυ, τήν παρακολουθοῦσαν νά ἀνεβαίνει καί νά κατεβαίνει μέ τά τοῦβλα της, τούς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησία πού ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στό χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στό κοιμητήριό του Smolensk καί δίπλα τῆς ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στό ὁποῖο ἔχει ταφή. Προσκυνητές ἀπό ὄλη τή Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νά προσευχηθοῦν καί νά ζητήσουν νά τούς βοηθήσει. Κατά τή διάρκεια τῶν φρικτά δύσκολων χρόνων στή Ρωσία, ὄταν οἰ ἐκκλησίες ἦταν κλειστές λόγω του ὄτι ὀ Κομουνισμός δέν ἤθελε οἰ ἀνθρωποι νᾶ λατρεύουν τό Θεό, προσκυνητές ἔρχονταν κρυφά στήν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καί δέν μποροῦσαν νά μποῦν μέσα, ἔγραφαν τίς προσευχές τους σέ μικρά χαρτάκια καί τά ἄφηναν μέσα στίς ρωγμές τῶν τοίχων. Στόν Κομουνισμό δέν ἄρεσε αὐτό καθόλου, ἀλλά συντομα κατάλαβαν ὄτι εἶναι ἀδύνατον νά σταματήσουν τούς Χριστιανούς νά ἀγαπᾶνε τούς Ἁγίους, ἤ νά σταματήσουν οἰ Ἅγιοι νά τούς βοηθοῦν!
Σαράντα πέντε χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἕν εἰρήνη, στήν ἠλικία τῶν ἐβδομήντα ἑνός ἐτῶν, κάπου στά 1800 μ.Χ Ὑποθέτουν ὄτι ἀναπαύθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1806 μ.Χ. καί 1814 μ.Χ. Δέν ὑπάρχει ἀκριβής πληροφορία σχετικά μέ αὐτόν τόν χρόνο καί εἶναι ἀδύνατο νά καθορίσουμε ἀκριβῶς τήν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μέ τόν ὁποῖο τήν περιέβαλε ὀ κόσμος μποροῦμε νά ὑποθέσουμε μέ βεβαιότητα ὄτι ἡ κηδεία τῆς εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καί ὄτι πολύς κόσμος θά συγκεντρώθηκε, για νά τῆς δώσει τόν τελευταῖο χαιρετισμό.
Ὀ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοί προσκυνητές ἔπαιρναν χώμα ἀπό τόν τάφο της ὦς εὐλογία καί νέο χώμα ἐπρεπε νά τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε ἐπάνω στόν τάφο τῆς μιᾶ πλάκα ἀπό γρανίτη μέ τήν ἐπιγραφή: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τό σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σέ ἠλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστή μέ τό ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς».
Αὐτά γράφονται στό λακωνικό ἐπιτύμβιο πάνω στόν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπό ἕνα ἄγνωστο προσωπο.
Ὄμως καί αὐτή ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καί φθείρονταν ἀπό τούς πιστούς. Ἐπειτα χτίστηκε στόν τάφο τῆς ἕνα ἐκκλησάκι μέ τίς προσφορές τῶν πιστῶν. Πολλοί πιστοί ἄρχισαν νά γράφουν πιο τοίχους τοῦ ναϋδρίου διαφορα αἰτήματα, ὦστε ἀναγκάστηκαν νᾶ τόν χρωματίσουν. Οἰ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στό ναό ἀπό νωρίς τό βράδυ μέχρι ἀργά τό πρωί.
Τά χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δέν σεβάστηκαν τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτό τά παραθυρα ἦταν κλειστά μέ σανίδες καί ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλά ὀ δρόμος πρός τό νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν παντότε ἀνοιχτός. Νέοι καί γέροι πήγαιναν στό παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τά αἰτήματά τους για βοήθεια καί ἔσκυβαν στό ἔδαφος κοντά στόν τάφο.
Καί ἡ μακαρία Ξένη τούς βοηθοῦσε ὅλους.
Ἕνα εὐσεβή ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορά Τρισάγιου ὑπέρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου τῆς Ἀντρέα, για τόν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς της.
Ἡ Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπισῆμα πρώτα ἀπό τήν ὀρθοδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπό τήν Ρωσία, τό 1978 μ.Χ. καί μετέπειτα τό 1988 μ.Χ. ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Σ’ ἐσένα, ὢ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μας ἔδωσε μιὰ διακαὴ μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη , καὶ ὑπηρετώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Δὶ’ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ’ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς : Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὢ εὐλογημένη Ξένια.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’.
Περιπλανώμενη ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερὴ , στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὢ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι’αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ».