Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Αυγούστου 10, 2011

ΧΟΡΣΤ ΡΑΪΧΕΝΜΠΑΧ (Διοικητής των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα)





Έρχεται στην Αθήνα για να αναλάβει τα καθήκοντά του Ανωτάτου Διοικητή της (κατακτημένης) χώρας, ο Χόρστ Ράϊχενμπαχ, του 4ου Ράϊχ.
Τα ανδρείκελα που παίζουν το ρόλο της Ελληνικής κυβέρνησης θα αποκτήσουν, επί τέλους, τον φυσικό τους προϊστάμενο.
Το καθεστώς του Ψεύδους που έχει φωλιάσει στην Ελληνική κοινωνία εδώ και χρόνια, με κάθετη έξαρση τα τελευταία, συνεχίζει (με μεγάλη επιτυχία) να παρουσιάζει τη νύχτα για μέρα.
Έτσι, η πτώχευση σερβίρεται ως «πιστωτικό γεγονός» (για το οποίο και θριαμβολογεί η κυβέρνηση), ο αφελληνισμός της κοινωνίας προτείνεται ως «πολυπολιτισμικότητα», ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται ως «πατριωτισμός» («για να σωθεί η πατρίδα»), η παράδοση του πλέον σημαντικού ζωτικού εθνικού χώρου προβάλλεται ως «σωτήρια λύση» και η καταδυνάστευση της κοινωνίας από μία , πολιτική και οικονομική ολιγαρχία, περνά ως το ιδεώδες  της «Δημοκρατικής διαδικασίας».
Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό των μεγάλων ψεμμάτων, που έχουν σκοτεινιάσει τον ορίζοντα της κοινωνίας, ο Χόρστ Ράϊχενμπαχ, του 4ου Ράϊχ, Διοικητής των δυνάμεων κατοχής, θα εγκατασταθεί στο στρατηγείο του  με κάποιον παραπειστικό τίτλο, που θα προσθέσει ακόμα ένα ψέμμα, στα τόσα άλλα.
Όσο προχωρεί η διαδικασία της κατοχής μας από τους δυνάστες μας, τόσο αρχίζει να φαίνεται καθαρά πως το μόνο που έχουμε να κάνουμε για να γλυτωσουμε το Αύριο, (το Σήμερα είναι οριστικά χαμένο), είναι η σθεναρή Αντίσταση.
Αδέρφια, οργανωθείτε.
Όθων Ιακωβίδης
activistika
Πηγή

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ



"Οίκοι αξιολόγησης": (σκόπιμα;)αποτυχημένοι ως προς την πρόβλεψη μεγάλων κρίσεων, όπως έγινε πριν από 4 χρόνια, όταν αποδείχθηκαν ψευδή τα πιστοποιητικά που έδιναν σε γκαγκστερικούς οίκους σαν τη Λίμαν Μπράδερ. Σήμερα , αντί να βρίσκονται στη γωνιά με βγαλμένα τα οδοντόνυχά τους, τα όρνια αυτά συνεχίζουν ασύδοτα το καταστροφικό παιχνίδι τους , μετέχοντας από κοινού με τις κερδοσκοπικές ύαινες στο τσιμπούσι από τις σάρκες των λαών.
*
Βλέποντας όλα αυτά τα ανδρείκελα των χρηματοπιστωτικών κύκλων που μας κυβερνούν παγκοσμίως, νοσταλγείς τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όταν τα ινία της πολιτικής βρίσκονταν στα χέρια πραγματικών πολιτικών και ο κάθε "οίκος" ασχολιόταν αποκλειστικά με τα του οίκου του.
*
Η φοβερή παραδοχή: η ευτυχία των πολιτών της μεταπολεμικής Δύσης στηρίζονταν έως το 1989 στη δυστυχία των λαών της Ανατολής.Από το 1989 έως σήμερα και εφεξής η δυστυχία όλων των λαών στηρίζει την ευτυχία των ολίγων κερδοσκόπων σ΄όλο τον πλανήτη.
*
Παρατηρούσε δύο ηλικιωμένες κυρίες να πίνουν τον καφέ τους στο προκήπιο ένος πολύ χαριτωμένου Καφέ. Στα πόδια τους ξάπλωναν τεμπέλικα δύο σκυλιά, ένα Γκόλντεν Ρεντρίβερ
και ένα Μπόξερ.Τα πρόσωπα των κυριών, που διατηρούσαν εμφανή τα ίχνη μιας αλλοτινής ομορφιάς,τού θύμισαν το περίφημο μότο της θρυλικής Μπε Μπε (Μπριζίτ Μπαρντό): "Έδωσα τα νιάτα και την ομορφιά μου στους άντρες. Τώρα θα δώσω τη σοφία και την πείρα μου στα ζώα".
*
Τελικά, ποιο ζώο μοιάζει περισσότερο στον άνθρωπο;Μη βιαστείτε να πείτε " Ο πίθηκος!". Σκεφθείτε , σας παρακαλώ, και την περίπτωση του γουρουνιού...

undefined

Μελαγχολία, θλίψη, ἄγχος

Γέρων Πορφύριος




 
undefined


Τό σπουδαῖο εἶναι νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία. Νά ἑνωθοῦμε μέ τούς συνανθρώπους μας, μέ τίς χαρές καί τίς λύπες ὅλων. Νά τούς νιώθουμε δικούς μας, νά προσευχόμαστε γιά ὅλους, νά πονᾶμε γιά τήν σωτηρία τους, νά ξεχνᾶμε τούς ἑαυτούς μας. Νά κάνομε τό πᾶν γι’ αὐτούς, ὅπως ὁ Χριστός γιά μᾶς. Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο κι ἁμαρτωλό. Κανείς δέν πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν καί οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος νά προσεύχεται κανείς γιά τόν ἑαυτό του, γιά νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τούς ἄλλους πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί νά προσευχόμαστε νά μή χαθεῖ κανείς· νά μποῦν ὅλοι στήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἔχει ἀξία. Καί μ’ αὐτή τήν ἐπιθυμία πρέπει νά φύγει κανείς ἀπ’ τόν κόσμο, γιά νά πάει στό μοναστήρι ἤ στήν ἔρημο.

Μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἔχει τά μυστήρια πού σώζουν, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί. Ἐξομολογούμαστε, ὅμως μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο.

Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μιὰ τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπ’ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν» (Λουκ. 17,21). Ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστός κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του. Καί συμβαίνει ὅπως μ’ ἕνα κομμάτι σίδηρο πού τοποθετημένο μές στή φωτιά γίνεται φωτιά καί φῶς· ἔξω ἀπ’ τή φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.

Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν γιά τήν διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοί δέν ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία. Οὔτε, βέβαια τόν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία, ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καί κάνομε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνομε τό πᾶν, ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «τίς λοιδορίες δέν τίς ἀνταπέδιδε, καί ὅταν ἔπασχε δέν ἀπειλοῦσε» (Α΄ Πετρ. 2,23).

Νά προσέχουμε καί τό τυπικό μέρος. Νά ζοῦμε τά μυστήρια, ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Σ’ αὐτά βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήρια καί κυρίως μέ τήν Θεία Κοινωνία.

Γιά πολλούς, ὅμως, ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μιὰ ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτό πολλούς ἀπ’ τούς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σέ τί χάλια βρίσκονται. Καί πράγματι. Γιατί ἄν δέν καταλάβει κανείς τό βάθος τῆς θρησκείας καί δέν τήν ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστεια καί μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, πού ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καί φέρεται ὑπό κακοῦ πνεύματος (δηλ. δαιμονικῆς ἐνέργειας). Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτή ἡ ταπείνωση εἶμαι μιὰ σατανική ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τή θρησκεία σάν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στήν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι», καί μόλις βγοῦνε ἔξω, ἀρχίζουν νά βλασφημᾶνε τά θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τοὺς ἐνοχλήσει. Φαίνεται καθαρά ὅτι ὑπάρχει στό μέσον δαιμόνιο.

Στήν πραγματικότητα, ἡ χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως, προϋπόθεση, γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια.

Στίς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων.

Πολλές φορές οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροί προσελκύουν τή χάρη. Ὑπάρχουν μυστικά. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φύγεις ἀπ’ τόν τύπο καί νά πηγαίνεις στήν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἀπό ἀγάπη.

Ὅταν δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς μές στή μελαγχολία, στή θλίψη, στό ἄγχος, στή στενοχώρια. δέν ζεῖς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ἀνωμαλίες καί στόν ὀργανισμό. Ἐπηρεάζεται τό σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, τό συκώτι, ἡ χολή, τό πάγκρεας, τό στομάχι. Σοῦ λένε: «Γιά νά εἶσαι ὑγιής, πάρε τό πρωί τό γάλα σου, τό αὐγουλάκι σου, τό βουτυράκι σου μέ δύο-τρία παξιμάδια». Κι ὅμως, ἄν ζεῖς σωστά, ἄν ἀγαπήσεις τόν Χριστό, μ’ ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι ἐντάξει. Τό μεγάλο φάρμακο εἶναι νά ἐπιδοθεῖ κανείς στήν λατρεία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τά μεταβάλλει, τά μεταποιεῖ, τά ἁγιάζει, τά διορθώνει, τά ἀλλάζει, τά μεταστοιχειώνει.

Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό.. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζήλια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τήν βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.

Ὅταν ἀγαπᾶς τόν Χριστό, παρόλες τίς ἀδυναμίες καί τή συναίσθηση πού ἔχεις γι’ αὐτές ἔχεις τή βεβαιότητα ὅτι ξεπέρασες τόν θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Τόν Χριστό νά τόν αἰσθανόμαστε σάν φίλο μας. Εἶναι φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: «Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου…» (Ἰω. 15,14). Σάν φίλο νά τόν ἀτενίζομε καί νά τόν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνομε; Μέ οἰκειότητα, μέ ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχομε κοντά του· ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίδει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νά τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με». Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ. Νά μή μᾶς χωρίζει ἀπ’ τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει καί τόν ἀγαπᾶμε, δέν θά αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἔχουμε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει.

Τό Εὐαγγέλιο, βέβαια, λέει μέ συμβολικές λέξεις γιά τόν ἄδικο ὅτι θά βρεθεῖ ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει «ὁ τριγμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων», διότι μακράν τοῦ Θεοῦ ἔτσι εἶναι. Καί ἀπό τούς νηπτικούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πολλοί ὁμιλοῦν γιά φόβο θανάτου καί κολάσεως. Λένε: «Ἔχε μνήμη θανάτου πάντοτε». Αὐτές οἱ λέξεις, ἄν τίς ἐξετάσομε βαθιά, δημιουργοῦν τόν φόβο τῆς κολάσεως. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθώντας ν’ ἀποφύγει τήν ἁμαρτία, κάνει αὐτές τίς σκέψεις, γιά νά κυριευθεῖ ἡ ψυχή του ἀπ’ τό φόβο τοῦ θανάτου, τῆς κολάσεως καί τοῦ διαβόλου.

Ὅλα ἔχουν τή σημασία τους, τό χρόνο καί τήν περίστασή τους. Ἡ ἔννοια τοῦ φόβου εἶναι καλή γιά τά πρῶτα στάδια. Εἶναι γιά τούς ἀρχάριους, γι’ αὐτούς πού ζεῖ μέσα τους ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀρχάριος, πού δέν ἔχει ἀκόμη λεπτυνθεῖ, συγκρατεῖται ἀπ’ τό κακό μέ τό φόβο. Καί ὁ φόβος εἶναι ἀπαραίτητος, ἐφόσον εἴμαστε ὑλικοί καί χαμερπεῖς. Ἀλλ’ αὐτό εἶναι ἕνα στάδιο, ἕνας χαμηλός βαθμός σχέσεως μέ τό θεῖον. Τό πᾶμε στή συναλλαγή, προκειμένου νά κερδίσομε τόν Παράδεισο ἤ νά γλιτώσομε τήν κόλαση. Αὐτό, ἄν τό καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ἰδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Ἐμένα δέ μοῦ ἀρέσει αὐτός ὁ τρόπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει καί μπεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τί τοῦ χρειάζεται ὁ φόβος; Ὅ,τι κάνει, τό κάνει ἀπό ἀγάπη κι ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία αὐτό. Τό νά γίνει καλός κάποιος ἀπό φόβο στόν Θεό κι ὄχι ἀπό ἀγάπη δέν ἔχει τόση ἀξία.

Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής. Ἄν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις, διότι ὁ Χριστός «χοντρές» ψυχές δέν θέλει κοντά Του.

Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό θεῖον. Ὅλ’ αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές. Θυμάστε ποὺ σᾶς ἔχω πεῖ γιά τ’ ἀηδονάκι; Μές στό δάσος κελαϊδάει. Στή σιγή. Νά πεῖ πὼς κάποιος τ’ ἀκούει, πὼς κάποιος τό ἐπαινεῖ; Πόσο ὡραῖο κελάηδημα στήν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του; Ἔτσι γίνεται καί μ’ αὐτόν πού ἐρωτεύεται τόν Χριστό. Ἅμα ἀγαπάει, «φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα». Πιάνει μιὰ σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καί ζεῖ τόν Θεό μυστικά, «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις».

Περιφρονῆστε τά πάθη, μήν ἀσχολεῖσθε μέ τόν διάβολο. Στραφεῖτε στόν Χριστό.

Ἡ θεία χάρις μᾶς διδάσκει τό δικό μας χρέος. Γιά νά τήν προσελκύσουμε, θέλει ἀγάπη, λαχτάρα. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θέλει θεῖο ἔρωτα. Ἡ ἀγάπη ἀρκεῖ, γιά νά μᾶς φέρει σέ κατάλληλη «φόρμα» γιά προσευχή. Μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας, ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια πού νά Τόν εὐχαριστοῦν· ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη. Χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά ποῦμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με»

Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τήν ψυχή σας καί δέν μπορεῖτε νά προσευχηθεῖτε. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τήν ψυχή, δέν τολμάει νά πλησιάσει.

Νά ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτό εἶναι τό πιό συμφέρον, τό πιό ἀσφαλές γιά μᾶς καί γιά ὅσους προσευχόμαστε. Ὁ Χριστός θά μᾶς τά δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καί λίγος ἐγωισμός, δέν γίνεται τίποτα.

Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίδει κάτι πού ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τό λόγο Του. Ἔχει κι ὁ Θεός τά «μυστικά» Του.

Ἄν δέν κάνετε ὑπακοή (σέ ἱερέα-πνευματικό) καί δέν ἔχετε ταπείνωση, ἡ εὐχή (δηλ. τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με) δέν ἔρχεται καί ὑπάρχει καί φόβος πλάνης.

Νά μήν γίνεται ἡ εὐχή (τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με) ἀγγαρεία. Ἡ πίεση μπορεῖ νά φέρει μία ἀντίδραση μέσα μας, νά κάνει κακό. Ἔχουν ἀρρωστήσει πολλοί μέ τήν εὐχή, γιατί τήν ἔκαναν μέ πίεση. Καί γίνεται, βέβαια, κι ὅταν τό κάνεις ἀγγαρεία· ἀλλά δέν εἶναι ὑγιές.

Δέν εἶναι ἀνάγκη νά συγκεντρωθεῖτε ἰδιαίτερα γιά νά πεῖτε τήν εὐχή. Δέν χρειάζεται καμιά προσπάθεια ὅταν ἔχεις θεῖο ἔρωτα. Ὅπου βρίσκεσθε, σέ σκαμνί, σέ καρέκλα, σέ αὐτοκίνητο, παντοῦ, στόν δρόμο, στό σχολεῖο, στό γραφεῖο, στή δουλειά μπορεῖτε νά λέτε τήν εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἁπαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.

Σημασία στήν προσευχή ἔχει ὄχι ἡ χρονική διάρκεια ἀλλά ἡ ἔνταση. Νά προσεύχεσθε ἔστω καί πέντε λεπτά, ἀλλά δοσμένα στό Θεό μέ ἀγάπη καί λαχτάρα. Μπορεῖ ἕνας μία ὁλόκληρη νύχτα νά προσεύχεται κι αὐτή ἡ προσευχή τῶν πέντε λεπτῶν νά εἶναι ἀνώτερη. Μυστήριο εἶναι αὐτό βέβαια, ἀλλά ἔτσι εἶναι.

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ὅλα τά κάνει προσευχή. Καί τή δυσκολία καί τή θλίψη, τίς κάνει προσευχή. Ὅ,τι καί νά τοῦ τύχει ἀμέσως ἀρχίζει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Ἡ προσευχή ὠφελεῖ σέ ὅλα, καί στά πιό ἁπλά. Γιά παράδειγμα, πάσχεις ἀπό αὐπνία· νά μή σκέπτεσαι τόν ὕπνο. Νά σηκώνεσαι, νά βγαίνεις ἔξω καί νά ἔρχεσαι πάλι μέσα στό δωμάτιο, νά πέφτεις στό κρεβάτι σάν γιά πρώτη φορά, χωρίς νά σκέπτεσαι ἄν θά κοιμηθεῖς ἤ ὄχι. Νά συγκεντρώνεσαι, νά λές τή δοξολογία καί μετά τρεῖς φορές τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» κι ἔτσι θά ἔρχεται ὁ ὕπνος.

Ὅλα εἶναι μέσα μας, καί τά ἔνστικτα καί τά πάντα, καί ζητοῦν ἱκανοποίηση. Ἄν δέν τά ἱκανοποιήσομε, κάποτε θά ἐκδικηθοῦν, ἐκτός καί τά διοχετεύσομε ἀλλοῦ, στό ἀνώτερο, στόν Θεό.

Δέν γίνεσθε ἅγιοι κυνηγώντας τό κακό. Ἀφῆστε τό κακό. Νά κοιτάζετε πρός τόν Χριστό κι Αὐτός θά σᾶς σώσει. Ἀντί νά στέκεσθε ἔξω ἀπό τήν πόρτα καί νά διώχνετε τόν ἐχθρό, περιφρονῆστε τον. Ἔρχεται ἀπό δῶ τό κακό; Δοθεῖτε μά τρόπο ἁπαλό ἀπό ἐκεῖ. Δηλαδή ἔρχεται νά σᾶς προσβάλει τό κακό, δῶστε ἐσεῖς τήν ἐσωτερική σας δύναμη στό καλό, στόν Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ξέρει ἐκεῖνος πῶς νά σᾶς ἐλεήσει, μέ τί τρόπο. Κι ὅταν γεμίζετε ἀπ’ τό καλό, δέν στρέφεσθε πιά πρός τό κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καλοί. Ποῦ νά βρεῖ τόπο τότε τό κακό; Ἐξαφανίζεται!

Σᾶς πιάνει φοβία κι ἀπογοήτευση; Στραφεῖτε στόν Χριστό. Ἀγαπῆστε τον ἁπλά, ταπεινά, χωρίς ἀπαίτηση καί θά σᾶς ἀπαλλάξει ὁ Ἴδιος.

Νά μή διαλέγετε ἀρνητικούς τρόπους γιά τή διόρθωσή σας. Δέν χρειάζεται οὔτε τόν διάβολο νά φοβάσθε, οὔτε τήν κόλαση, οὔτε τίποτα. Δημιουργοῦν ἀντίδραση. Ἔχω κι ἐγώ μία μικρή πείρα σ’ αὐτά. Ὁ σκοπός δέν εἶναι νά κάθεσθε, νά πλήττετε καί νά σφίγγεσθε, γιά νά βελτιωθεῖτε. Ὁ σκοπός εἶναι νά ζεῖτε, νά μελετᾶτε, νά προσεύχεσθε, νά προχωρᾶτε στήν ἀγάπη, στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας.

Τίς ἀδυναμίες ἀφῆστε τις ὅλες, γιά νά μήν παίρνει εἴδηση τό ἀντίθετο πνεῦμα (δηλ. ὁ διάβολος) καί σᾶς βουτάει καί σᾶς καθηλώνει καί σᾶς βάζει στή στενοχώρια. Νά μήν κάνετε καμιά προσπάθεια ν’ ἀπαλλαγεῖτε ἀπό αὐτές. Ν’ ἀγωνίζεσθε μέ ἁπαλότητα καί ἁπλότητα, χωρίς σφίξιμο καί ἄγχος. Μή λέτε: «Τώρα θά σφιχτῶ, θά κάνω προσευχή ν’ ἀποκτήσω ἀγάπη, νά γίνω καλός κ.λπ.». Δέν εἶναι καλό νά σφίγγεσαι καί νά πλήττεις, γιά νά γίνεις καλός. Ἔτσι θ’ ἀντιδράσετε χειρότερα. Ὅλα νά γίνονται μέ ἁπαλό τρόπο, ἀβίαστα καί ἐλεύθερα. Οὔτε νά λέτε: «Θεέ μου, ἀπάλλαξέ με ἀπ’ αὐτό», παραδείγματος χάριν, τόν θυμό, τήν λύπη. Δέν εἶναι καλό νά προσευχόμαστε ἤ καί νά σκεπτόμαστε τό συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στήν ψυχή μας καί μπλεκόμαστε ἀκόμη περισσότερο. Ρίξου μέ ὁρμή, γιά νά νικήσεις τό πάθος καί θά δεῖς τότε πώς θά σ’ ἀγκαλιάσει, θά σέ σφίξει καί δέν θά μπορέσεις νά κάνεις τίποτα.

Ἡ ἐλευθερία δέν κερδίζεται, ἄν δέν ἐλευθερώσομε τό ἐσωτερικό μας ἀπ’ τά μπερδέματα καί τά πάθη.

Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτή εἶναι ἡ χαρά μας, αὐτό εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς. Καί ὁ ἄνθρωπος σήμερα αὐτό ζητάει. Καί παίρνει τά δηλητήρια καί τά ναρκωτικά, γιά νά ἔλθει σέ κόσμους χαρᾶς. ἀλλά ψεύτικης χαρᾶς. Κάτι αἰσθάνεται ἐκείνη τή στιγμή καί αὔριο εἶναι τσακισμένος. Τό ἕνα τόν τρίβει, τόν τρώει, τόν τσακίζει, τόν ψήνει. Ἐνῶ τό ἄλλο, δηλαδή τό δόσιμο στόν Χριστό, τόν ζωογονεῖ, τοῦ δίνει χαρά, τόν κάνει νά χαίρεται τή ζωή, νά νιώθει δύναμη, μεγαλεῖο.

Εἶναι μεγάλη τέχνη νά τά καταφέρετε νά ἁγιασθεῖ ἡ ψυχή σας. Παντοῦ μπορεῖ ν’ ἁγιάσει κανείς. Καί στήν Ὁμόνοια μπορεῖ ν’ ἁγιάσει, ἄν τό θέλει. Στήν ἐργασία σας, ὅποια καί νά εἶναι, μπορεῖτε νά γίνετε ἅγιοι. Μέ τήν πραότητα, τήν ὑπομονή, τήν ἀγάπη. Νά βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, μέ ἐνθουσιασμό καί ἀγάπη, προσευχή καί σιωπή. Ὄχι νά ἔχετε ἄγχος καί νά σᾶς πονάει τό στῆθος.

Νά ἐργάζεσθε μέ ἐγρήγορση, ἁπλά, ἁπαλά, χωρίς ἀγωνία, μέ χαρά κι ἀγαλλίαση, μέ ἀγαθή διάθεση. Τότε ἔρχεται ἡ θεία χάρις.

Ὅλα τά δυσάρεστα, πού μένουν μέσα στήν ψυχή σας καί φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νά γίνουν ἀφορμή γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά παύσουν νά σᾶς καταπονοῦν. Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.

Δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσπαθεῖτε καί νά σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια νά εἶναι ν’ ἀτενίσετε τό φῶς, νά κατακτήσετε τό φῶς. Ἔτσι, ἀντί νά δίδεσθε στή στενοχώρια, πού δέν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, νά δίδεσθε στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στόν Χριστό.

Ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό, ὅταν γίνεται ἁπλά, ἁπαλά, χωρίς πίεση, κάνει τόν διάβολο νά φεύγει. Ὁ σατανᾶς δέν φεύγει μέ πίεση, μέ σφίξιμο. Ἀπομακρύνεται μέ τήν πραότητα καί τήν προσευχή. Ὑποχωρεῖ, ὅταν δεῖ τήν ψυχή νά τόν περιφρονεῖ καί νά στρέφεται μέ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Τήν περιφρόνηση δέν μπορεῖ νά τή ὑποφέρει, διότι εἶναι ὑπερόπτης. Ὅταν, ὅμως, πιέζεσθε, τό κακό πνεῦμα σᾶς παίρνει εἴδηση καί σᾶς πολεμάει. Μήν ἀσχολεῖσθε μέ τόν διάβολο, οὔτε νά παρακαλεῖτε νά φύγει. Ὅσο παρακαλεῖτε νά φύγει, τόσο σᾶς ἀγκαλιάζει. Τόν διάβολο νά τόν περιφρονεῖτε. Νά μήν τόν πολεμᾶτε κατά μέτωπον. Ὅταν πολεμᾶς μέ πεῖσμα κατά τοῦ διαβόλου, ἐπιτίθεται κι ἐκεῖνος σάν τίγρης, σάν ἀγριόγατα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις σφαῖρες, αὐτός σοῦ ρίχνει χειροβομβίδα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις βόμβα, σοῦ ρίχνει πύραυλο. Μή κοιτάζετε τό κακό. Νά κοιτάζετε τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί νά πέφτετε στήν ἀγκαλιά Του καί νά προχωρεῖτε.

Ὁ ταπεινός ἔχει συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως καί, ὅσο κι ἄν εἶναι ἄσχημη, δέν χάνει τήν προσωπικότητά του. Δέν χάνει τήν ἰσορροπία του. Τό ἀντίθετο συμβάνει μέ τόν ἐγωιστή, τόν ἔχοντα αἰσθήματα κατωτερότητος. Στήν ἀρχή μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Λίγο, ὅμως, ἄν τόν πειράξει κανείς, ἀμέσως χάνει τήν εἰρήνη του, ἐκνευρίζεται, ταράζεται.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη, ἀλλά μέ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικές καί ψυχικές. Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία. Τό λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινή ταπείνωση δέν μιλάει, δέν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…». Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον.

Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή του τήν ἀποξενώνει ἀπ’ τήν αἰώνια ζωή. Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνομε κάτι γιά νά ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνομε, νά τό κάνομε γιά νά εὐχαριστήσομε τόν Θεό· ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπηρηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς…

Δέν πρέπει ἡ ψυχή μας ν’ ἀντιστέκεται καί νά λέει, «γιατί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός, γιατί τό ἄλλο ἀλλιῶς, δέν μποροῦσε νά τό κάνει διαφορετικά;». Ὅλ’ αὐτά δείχνουν μία ἐσωτερική μικροψυχία καί ἀντίδραση. Δείχνουν τήν μεγάλα ἰδέα πού ἔχομε γιά τόν ἑαυτό μας, τήν ὑπερηφάνειά μας καί τόν μεγάλο ἐγωισμό μας. Αὐτά τά «γιατί» πολύ βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, δημιουργοῦν αὐτό πού λέει ὁ κόσμος «κόμπλεξ». παραδείγματος χάριν, «γιατί νά εἶμαι πολύ ψηλός» ἤ – τό ἀντίθετο – «πολύ κοντός;». Αὐτό δέν φεύγει ἀπό μέσα. Καί προσεύχεται κανείς καί ἀγρυπνεῖ, ἀλλά γίνεται τό ἀντίθετο. Καί ὑποφέρει καί ἀγανακτεῖ χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ μέ τόν Χριστό, μέ τήν χάρη φεύγουν ὅλα. Ὑπάρχει αὐτό τό «κάτι» στό βάθος, δηλαδή τό «γιατί», ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τόν ἄνθρωπο κι ἐνῶ ἡ ρίζα εἶναι τό κόμπλεξ, ἐκεῖ πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά μέ ὡραῖα τριαντάφυλλα κι ὅσο ποτίζεται μέ τήν πίστη, μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν ὑπομονή, μέ τήν ταπείνωση, τόσο παύει νά ἔχει δύναμη τό κακό καί παύει νά ὑπάρχει· δηλαδή δέν ἐξαφανίζεται, ἀλλά μαραίνεται. Ὅσο δέν ποτίζεται ἡ τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται καί ἀμέσως ξεπετάγεται ἀγκάθι.

Ἐκπειράζουμε τόν Θεό, ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό Ἐκεῖνον, ἀλλά ἡ ζωή μας εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ. Τόν ἐκπειράζομε, ὅταν ζητοῦμε κάτι, ἀλλά ἡ ζωή μας δέν εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ἐνάντια στόν Θεό. ἄγχος, ἀγωνία, ἀπ’ τό ἕνα μέρος, κι ἀπ’ τό ἄλλο παρακαλοῦμε.

Μπορεῖ νά σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός: «Πῶς θά ἤθελα νά ἤμασταν σέ ἕνα ἥσυχο μέρος, νά μήν εἶχα ἀσχολίες καί νά μοῦ ἔλεγες τή ζωή σου ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκες τόν ἑαυτό σου· ὅλα τά γεγονότα πού θυμᾶσαι καί ποιά ἦταν ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπό σένα, ὄχι μόνο τά δυσάρεστα ἀλλά καί τά εὐχάριστα, ὄχι μόνο τίς ἁμαρτίες ἀλλά καί τά καλά. Καί τίς ἐπιτυχίες καί τίς ἀποτυχίες. Ὅλα. Ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τήν ζωή σου».

Πολλές φορές ἔχω μεταχειρισθεῖ αὐτή τή γενική ἐξομολόγηση καί εἶδα θαύματα πάνω σ’ αὐτό. Τήν ὥρα πού λές στόν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἡ θεία χάρις καί σέ ἀπαλλάσσει ἀπό ὅλα τά ἄσχημα βιώματα καί τίς πληγές καί τά ψυχικά τραύματα καί τίς ἐνοχές· διότι, τήν ὥρα πού τά λές ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμά γιά τήν ἀπαλλαγή σου.

Ἄς μή γυρίζουμε πίσω στίς ἁμαρτίες πού ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τελείωσε. Ὁ Θεός ὅλα τά συγχωρεῖ μέ τήν ἐξομολόγηση. Κι ἐγώ σκέπτομαι ὅτι ἁμαρτάνω. Δέν βαδίζω καλά. Ὅ,τι ὅμως μέ στενοχωρεῖ, τό κάνω προσευχή, δέν τό κλείνω μέσα μου, πάω στό πνευματικό, τό ἐξομολογοῦμαι, τελείωσε! Νά μή γυρίζομε πίσω καί νά λέμε τί δέν κάναμε. Σημασία ἔχει τί θά κάνομε τώρα, ἀπ’ αὐτή τή στιγμή καί ἔπειτα.

Ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση εἶναι τό χειρότερο πράγμα. Εἶναι παγίδα τοῦ σατανᾶ, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάσει τήν προθυμία του στά πνευματικά καί νά τόν φέρει σέ ἀπελπισία.

Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες προέρχονται ἀπό ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί αὐτό δημιουργεῖ ἄγχος. Τό ἄγχος τό δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος. Ἄν δέν ἔχετε ἔρωτα γιά τόν Χριστό, ἄν δέν ἀσχολεῖσθε μέ ἅγια πράγματα, σίγουρα θά γεμίσετε μέ μελαγχολία καί κακό.

Ἕνα πράγμα πού μπορεῖ νά βοηθήσει τόν καταθλιπτικό εἶναι καί ἡ ἐργασία, τό ἐνδιαφέρον γιά τή ζωή. Ὁ κῆπος, τά φυτά, τά λουλούδια, τά δέντρα, ἡ ἐξοχή, ὁ περίπατος στήν ὕπαιθρο, ἡ πορεία, ὅλ’ αὐτά βγάζουν τόν ἄνθρωπο ἀπ’ τήν ἀδράνεια καί τοῦ δημιουργοῦν ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Ἐπιδροῦν σάν φάρμακα. Ἡ ἀσχολία μέ τήν τέχνη, τή μουσική κ.λπ. κάνει πολύ καλό. Σ’ ἐκεῖνο, ὅμως, πού δίδω τή μεγαλύτερη σημασία εἶναι τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιά τίς ἀκολουθίες. Μελετώντας τά λόγια τοῦ Θεοῦ, θεραπεύεται κανείς χωρίς νά τό καταλάβει.

Νά μήν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νά βιαζόμαστε, οὔτε νά κρίνομε ἀπό πράγματα ἐπιφανειακά καί ἐξωτερικά. Ἄν, γιά παράδειγμα, βλέπετε μιὰ γυναίκα γυμνή ἤ ἄσεμνα ντυμένη, νά μή μένετε στό ἐξωτερικό, ἀλλά νά μπαίνετε, στό βάθος, στήν ψυχή της. Ἴσως νά εἶναι πολύ καλή ψυχή κι ἔχει ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις, πού τίς ἐκδηλώνει μέ τήν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα της δυναμισμό, ἔχει τή δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νά ἐκλύσει τά βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπό ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τά πράγματα. Σκεφθεῖτε νά γνωρίσει αὐτή τόν Χριστό. Θά πιστέψει, κι ὅλη αὐτή τήν ὁρμή θά τή στρέψει στόν Χριστό. Θά κάνει τό πᾶν, γιά νά ἑλκύσει τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Θά γίνει ἁγία.

Πολλές φορές μέ τήν ἀγωνία μας καί τούς φόβους μας καί τήν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς νά τό θέλομε καί χωρίς νά τό καταλαβαίνομε, κάνομε κακό στόν ἄλλον, ἔστω κι ἄν τόν ἀγαπᾶμε πάρα πολύ, ὅπως, γιά παραδείγματος χάριν, ἡ μάνα τό παιδί της. Ἡ μάνα μεταδίδει στό παιδί ὅλο τό ἄγχος της γιά τή ζωή του, γιά τήν ὑγεία του, γιά τήν πρόοδό του, ἔστω κι ἄν δέν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἄν δέν ἐκδηλώνει αὐτό πού ἔχει μέσα της. Αὐτή ἡ ἀγάπη, ἡ φυσική ἀγάπη, μπορεῖ κάποτε νά βλάψει. Δέν συμβαίνει, ὅμως, τό ἴδιο μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού συνδυάζεται μέ τήν προσευχή καί μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτή κάνει ἅγιο τόν ἄνθρωπο, τόν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.

Τὸ βάρος τῆς δόξας

  
Lewis C.S.




Ἂν ρωτήσετε σήμερα εἴκοσι ἀνθρώπους ποιὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀρετή, οἱ δεκαεννέα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀπαντήσουν ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἂν ὅμως ρωτούσατε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Χριστιανοὺς τοῦ παρελθόντος, αὐτὸς θὰ ἀπαντοῦσε ἡ Ἀγάπη.

Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους.

Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα.

Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος.

Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα.

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη.

Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.

Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή.

Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα.

Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.

Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα….



Ἐλευθερία καὶ Ἀγάπη: Οἱ βασικές συντεταγμένες

Παῦλος Ἰωάννου (Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης)



Ἐλευθερία καὶ Ἀγάπη: Οἱ βασικές συντεταγμένες τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων



Αὐτό πού ὅλοι μας ξέρουμε καί πού ὅλοι μας βιώνουμε, εἶναι ἡ κρίση, πού πολλές φορές ὑπάρχει στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, μιά κρίση πού φαίνεται, ὅτι γίνεται ὁλοένα μεγαλύτερη καί ριζικότερη, ἀφοῦ πιά ἡ ἀδυναμία τῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς ἐπαφῆς ἔχει ἀγγίξει καί τό σπίτι τοῦ καθενός. Πολλές φορές προσπαθοῦμε νά βροῦμε τήν ἄκρη καί νά θεραπεύσουμε τά προβλήματα. ῞Οταν μάλιστα κανείς ἔχει τήν εὐλογία, τή χαρά καί τήν τιμή νά ἐπικοινωνεῖ με νέους ἀνθρώπους, βλέπει πόσο πιό τραγική γίνεται ἡ κατάσταση, ἀφοῦ συνήθως πρῶτοι οἱ νέοι εἰσπράττουν τήν ἀδυναμία τῆς ἐπικοινωνίας καί ἀφοῦ ὑπάρχουν παιδιά, πού ἔχουν χάσει τό χαμόγελο μέσα στό ἴδιο τους τό σπίτι. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι ψάχνουμε νά βροῦμε τήν ἄκρη καί τή λύση καί δέν τίς βρίσκουμε καί μεγαλώνουμε τά ἀδιέξοδα καί τά κάνουμε τραγικότερα, ὅταν μάλιστα αὐτά συνδυάζονται μέ σύγχρονους ρυθμούς ζωῆς ἀλλά καί μ’ ἕναν σκοτασμό, πού ὑπάρχει μέσα στό νοῦ πολλῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καί σέ κείνους οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται ὅτι εἶναι μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἀκριβῶς γιά νά μᾶς φανερωθεῖ ἡ διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία μιλάει περί τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοός, κάνοντας τήν διάκριση ἀνάμεσα στό νοῦ καί τή διάνοια κι ἔτσι μόνο μπορεῖ κανείς νά καταλάβει τί ἀκριβῶς συμβαίνει.

῞Οταν ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος, τότε ὁ ἄνθρωπος παραπατάει, ὅσο σπουδαῖος καί ἄν εἶναι κατά κόσμον. Κι ὅμως, σ’ αὐτήν τήν περιπλάνηση καί τήν ἀναζήτηση, ὑπάρχει λύση. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα τό ἀνθρώπινο, για τό ὁποῖο νά μήν ὑπάρχει λύση, ἀφοῦ οὐσιαστικά Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ ἀπάντηση καί ἡ λύση εἶναι χθές καί σήμερα ὁ Αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας. Καί Αὐτός εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, θά ἔλεγα ὅλη ἡ ῾Ιστορία, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων πού λέχθηκαν γιά τόν Χριστό ἀπό τόν Γέροντα Συμεών• «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». ῞Ολη ἡ ῾Ιστορία ἀπό τότε μέχρι σήμερα εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς προφητείας καί οὐσιαστικά ἡ ῾Ιστορία πορεύεται ὄχι κατά κεῖ πού οἱ ἄνθρωποι νομίζουν πώς θά τήν ὁδηγήσουν ἀλλά κατά κεῖ πού πραγματικά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο.


Ἐρχόμαστε λοιπόν νά δοῦμε τί ἀκριβῶς συμβαίνει μέσα στίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτές οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σχέση του καί πρός τόν Θεό ἀλλά καί πρός τόν ἄνθρωπο. Εἶναι τραγικό νά ἐπιχειροῦμε νά κατανοήσουμε τόν ἄνθρωπο τῆς ὁποιασδήποτε ἡλικίας, χωρίς ποτέ νά ἔχουμε κατανοήσει ποιός τελικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πῶς λειτουργεῖ, πῶς ὑπάρχει, ποιά εἶναι ἡ δομή του, δηλαδή βασικά, καίρια θέματα.῾Η ᾿Εκκλησία μᾶς παρουσιάζει τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ποιός εἶναι ὁ Χριστός; Εἶναι ὁ ᾿Ενανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί τί μᾶς λέει; ῞Οτι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἀσυγχύτως» καί «ἀδιαιρέτως». Δύο ἐπιρρήματα τά ὁποῖα εἶναι κλειδιά. Τί εἶναι τό «ἀσυγχύτως» καί τί εἶναι τό «ἀδιαιρέτως»; Εἶναι οἱ δύο λέξεις πού ἀποτελοῦν τό θέμα μας.

Ἡ ᾿Ελευθερία καί ἡ ᾿Αγάπη. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκε ἡ Θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ ᾿Ενανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σ’ αὐτή τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων διατηρεῖται ἀκέραια ἡ ταυτότητα καί ἡ καθαρότητα τῆς κάθε μιᾶς. ῾Η ἀνθρώπινη φύση μας δέν ἀπορροφᾶται ἀπό τή θεία, ἀλλά διατηρεῖ τήν ἑτερότητά της. Αὐτή εἶναι ἡ ᾿Ελευθερία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦρθε νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀναγκαστικά. Θά δοῦμε καί στή συνέχεια, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε ἐλεύθερους. Καί εἶναι ὁ μόνος πού πῆρε στά σοβαρά τήν ᾿Ελευθερία μας. ᾿Εμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεικνύουμε ἀπό τήν καθημερινότητά μας, ὅτι αὐτή μας τήν ᾿Ελευθερία δέν τήν πήραμε στά σοβαρά. Κι ὁ Θεός, ἀκόμα κι ὅταν θέλησε νά ἀνορθώσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, καί πάλι ἀκολούθησε μία πορεία τῆς ὁποίας τό κύριο χαρακτηριστικό εἶναι ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ σεβασμός τῆς ᾿Ελευθερίας του. Αὐτό λοιπόν εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο συνιστᾶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

῾Ο Θεός κινεῖται μέ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἐδημιούργησε, ἐκείνου τοῦ ὁποίου σεβάστηκε τή δυνατότητα ἀκόμα καί νά πεῖ ὄχι στό Θεό, καί ὁ ἄνθρωπος εἶπε ὄχι στό Θεό, καί ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά δέν ἀχρηστεύει, δέν ἀφομοιώνει, δέν καταργεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση. ῾Ο Θεός λοιπόν οἰκοδομεῖ τή σχέση του μέ τόν ἄνθρωπο μέσα στά πλαίσια τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης, κινεῖται ἀπό ἀγάπη στόν ἄνθρωπο. Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μιλοῦν γιά ἕνα Θεό ὁ ὁποῖος σέ μιὰ παραφορά ἐρωτικῆς ἀγαθότητος «ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται». Βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό Του καί ἔρχεται νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο. Αἰτία, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του. Καθώς κινεῖται πρός τόν ἄνθρωπο, ἔρχεται νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση Του, αὐτό πού ἔχουμε κοινό ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

Εἶναι σημαντικό νά θυμηθοῦμε, ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουμε μέ τόν τρόπο τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένος, γιατί αὐτό εἶναι τό καλούπι μας. ῾Ο Θεός εἶναι ἕνα καί τρία μαζί. Εἶναι ἕνας κατά τήν Οὐσία καί Τριαδικός κατά τίς ὑποστάσεις. Κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πλασμένος εἶναι ἕνας κατά τήν ἀνθρώπινη φύση καί πολλαπλοῦς κατά τίς ὑποστάσεις. ᾿Αλλά αὐτές οἱ πολλές ἀνθρώπινες ὑποστάσεις, στό πλαίσιο τῆς ἴδιας ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἐκεῖνες πού συνιστοῦν τόν ἄνθρωπο πιεστικά. ᾿Από τή μιά μεριά θεμελιώνουν τή δομή του κι ἀπ’ τήν ἄλλη τοῦ προτείνουν τό ὅραμά του. Διότι ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά συγκροτήσει μέσα του τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τά πολλά ἀνθρώπινα πρόσωπα νά συγκροτήσουν τήν ἀγαπητική κοινωνία, κατ’ εἰκόνα τῆς τριαδικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ᾿Αγάπη. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε νά ΕΙΝΑΙ καί ὄχι νά ἔχει ᾿Αγάπη. ῾Η διαφορά εἶναι πάρα πολύ σημαντική. ῞Οσοι λένε ὅτι ἔχουν ἀγάπη, ἔχουν μόνον ἐγωϊσμό. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Αὐτός πού εἶναι ἀγάπη, δέν ἀλλοιώνεται. Δέν ἀλλοιώνεται ἀπό τήν κακία τῶν ἄλλων, ὅπως ὁ Θεός πού εἶναι ᾿Αγάπη, ἀνατέλλει τόν ἥλιο Του ἐπί ἀγαθούς καί πονηρούς, καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους. Καί γι’ αὐτό φανερώνουμε πόσο ἀγνοοῦμε τό Θεό ὅταν μερικές φορές ζητᾶμε νά ἔρθει τιμωρός σέ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι παραβιάζουν τό θέλημά Του.

Ὁ Θεός λοιπόν γενόμενος ἄνθρωπος χαίρεται τήν ᾿Ελευθερία μας καί μᾶς πλάθει ἀπό τήν ἀρχή ἐλεύθερους. Καί τώρα πού ἔρχεται νά μᾶς θεραπεύσει, ἔρχεται μ’ ἕνα σεβασμό στό ἀνθρώπινο πρόσωπο. ᾿Ανακαινίζει τήν ἀνθρώπινη φύση ἀλλά ἀφήνει τήν ἐλευθερία στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο νά κάνει δική του αὐτή τή Θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος θεραπεύτηκε ἀπό τό θάνατο, ἀλλά ἄν τό κάθε συγκεκριμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο θά ἀποδεχθεῖ στή ζωή του αὐτή τή θεραπεία εἶναι θέμα τῆς δικῆς του ἐλευθερίας. Βέβαια, τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος σημειώνει καί μιά ἄλλη πραγματικότητα, τήν ὁποία πολλές φορές ξεχνᾶμε. Σημαίνει ὅτι εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἐλευθερία του. Μιά καίρια ἀλήθεια, τήν ὁποία τήν ἀγνοοῦμε καί γι’ αὐτό κάνουμε πολλές ζημιές.

Σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός λοιπόν, γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν τελική εὐθύνη γι’ αὐτήν. Εἶπε στόν πρῶτο ἄνθρωπο ὁ Θεός• «᾿Ιδού, δέδωκα ὑμῖν τήν ζωήν καί τόν θάνατον»• διάλεξε. Κι ὁ ἄνθρωπος διάλεξε τόν θάνατο. Δέν τιμώρησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος τιμώρησε τόν ἑαυτό του, στερώντας τον ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπ’ αὐτό πού συνιστοῦσε τήν ὑπόστασή του. Καί τώρα πάλι μᾶς βεβαιώνει ὁ Χριστός ὅτι «δέν ἦρθα νά κρίνω τόν κόσμο, ἦρθα νά σώσω τόν κόσμο». Κι ὁ Χριστός μᾶς σώζει ὄχι μέ κάτι πού κάνει ἀλλά μ’ αὐτό πού εἶναι. Γιατί ἀκριβῶς γι’ αὐτό εἶναι Σωτήρας ὁ Χριστός, γιατί στό πρόσωπό Του ἑνώνει τή δική μας θνητότητα καί κτιστότητα μέ τό ἄκτιστο καί ἀθάνατο τό δικό Του. Μέσω τῆς κοινωνίας τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νά ὑπερβοῦμε τή δική μας θνητότητα. Γι’ αὐτό μᾶς λέει πάλι, ὅτι «οὐσιαστικά δέν εἶμαι ἐγώ πού κρίνω τόν κόσμο». ᾿Αλλά νά ποιά εἶναι ἡ κρίση• ὅτι ἐνῶ τό Φῶς ἦρθε στό κόσμο, οἱ ἄνθρωποι ἐπέλεξαν τό σκοτάδι ἀντί γιά τό Φῶς. Εἶναι λοιπόν ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο Θεός λοιπόν ἔτσι σχετίζεται μέ μᾶς. Μέ τήν ἀγάπη Του καί τήν ἐλευθερία Του. Μέ τήν ἀγάπη πού ἔρχεται νά μᾶς δημιουργήσει καί μετά τήν πτώση μας καί μέ τό σεβασμό τῆς ἐλευθερίας μας ἀπό τήν πλευρά Του, νά μᾶς ἀνακαινίσει, καθώς τήν τελική εὐθύνη τήν ἀφήνει στό δικό μας θέλημα ἔχοντας ὅμως δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας μας.

῾Η σχέση τώρα, τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. ῞Ενα μεγάλο θέμα. Μιά προσεκτική ματιά θά μᾶς κάνει νά δοῦμε ὅτι πολλές φορές εἴμαστε μάρτυρες μιᾶς μεγάλης ἀρρωστημένης θρησκευτικότητας. ῾Υπάρχουν ἄνθρωποι πού εἶναι ἄρρωστοι θρησκευτικά, πού ἔχουν ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα. Μιά θρησκευτικότητα, πού στερεῖται καί τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη. ᾿Αρρωστημένη θρησκευτικότητα ὅσον ἀφορᾶ στόν ἑαυτό μας, ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα ὅσον ἀφορᾶ αὐτήν πού πᾶμε νά προσφέρουμε στούς ἄλλους.

Ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό; Εἶναι μιά ὑπεύθυνη σχέση, καί εἶναι μιά σχέση ἐλευθερίας καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά, εἴπαμε γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος στό Θεό πηγαίνει ἐλεύθερα. Τί σημαίνει ἐλεύθερα; Σημαίνει ὑπεύθυνα. Σημαίνει ὅτι πηγαίνει ἐν ἐπιγνώσει. Σημαίνει ὅτι δέν ζητάει ἀπό τόν Θεό νά τοῦ κάνει τό κέφι του ἀλλά ζητάει νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια καί τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Πηγαίνει ὑπεύθυνα, πού σημαίνει, πηγαίνει γιατί ἐμπιστεύεται τό πρόσωπό Του καί τό Λόγο Του. Καί τό ἐμπιστεύεται «κατά πάντα καί διά πάντα». Δέν ζητάει ἀπό τό Θεό, σάν τόν Φαρισαῖο, νά εἶναι μάρτυρας τῆς καλωσύνης του καί τῆς ἀρετῆς του. Γιατί; Γιατί ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης ἔρχεται νά μᾶς φανερώσει πόσο ἄρρωστοι εἴμαστε πολλές φορές. Γιατί ἄρρωστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού λειτουργεῖ ἐγωϊστικά, ἄρρωστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν εἶναι ᾿Αγάπη, ὅσο κι ἄν λέει ὅτι ἔχει ᾿Αγάπη. Γιατί αὐτό πού λέμε ὅτι ἔχουμε, τό διαψεύδει ἡ καθημερινότητά μας.

῾Η σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό λοιπόν, εἶναι μιά σχέση εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος πηγαίνει ὄντως στό Θεό καί πηγαίνει γιατί Τόν ἐμπιστεύεται, Τόν ἀγαπᾶ. Τί σημαίνει Τόν ἐμπιστεύεται; Λέει ἡ ᾿Οπισθάμβωνος Εὐχή• «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον». Αὐτό ἔχει καί μιά δεύτερη ἀνάγνωση. ῞Ο,τι κατέρχεται ἄνωθεν εἶναι «δόσις ἀγαθή» καί «δώρημα τέλειον». Δηλαδή; Δηλαδή καί μία ἀρρώστεια καί μία δοκιμασία καί ἕνας θάνατος.᾿Εμεῖς ὅμως, πού δέν κατανοήσαμε τή σχέση μας αὐτή, οὐσιαστικά δέν ἐμπιστευόμαστε τόν Θεό. Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός τότε τά λέει καλά, ὅταν συμφωνεῖ μαζί μας, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε μιά λαθεμένη θρησκευτικότητα.

᾿Εμπιστεύομαι λοιπόν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν πηγαίνω στόν Θεό μέ τό ζόρι. ῾Ο Θεός, οὔτε ἐμένα οὔτε ἐσᾶς ἔχει ἀνάγκη. ῾Υπῆρχε πρίν ἀπό μᾶς καί μπορεῖ νά ὑπάρχει καί χωρίς ἐμᾶς. Κι εἶναι σημαντικό νά τό καταλάβουμε. Γιατί μερικές φορές θεωροῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος σέ μᾶς, γιατί νηστεύουμε, γιατί πᾶμε στήν ἐκκλησία. Εἶναι γνωστή ἡ φράση πού προέρχεται ἀπό τά χείλη, πολλές φορές, εὐσεβῶν ἀνθρώπων «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Δηλαδή, τί ὄχι σέ σένα; Τί σέ μένα; Τί σημαίνει αὐτό τό ἐρώτημα; Πόσο λίγο ἐμπιστευόμαστε. Καί δέν καταλάβαμε κάτι. ᾿Ακριβῶς γι’ αὐτό σέ μᾶς. Γιατί ἔχουμε οἰκοδομήσει μιά λαθεμένη οἰκοδομή καί ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει δέν μᾶς ἀφήνει στήν πλάνη μας καί μᾶς παραχωρεῖ τή δοκιμασία πού φέρνει στήν ἐπιφάνεια ποιοί πραγματικά εἴμαστε.

Κάποτε ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐργάστηκε χρόνια ὁλόκληρα μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἀσθένησε, καί εἶπε αὐτό: «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Κι ἐγώ τοῦ παρήγγειλα: «Γιατί ὄχι σέ σένα; πρῶτον, καί δεύτερον, τό ἐρώτημά σου εἶναι καί ἡ ἀπάντηση. ῞Οταν παλιότερα ἐσύ πήγαινες σέ κάποιον ἀσθενή νά τόν παρηγορήσεις, τί τοῦ ἔλεγες; Γιατί δέν τά λές τώρα στόν ἑαυτό σου; ᾿Από αὐτή τήν καλουπιά ὁ Θεός πάει νά σέ βγάλει». Καί ἔτσι ἤτανε. ῾Ο Θεός ἑτοίμασε τό πρόσωπο αὐτό, τό ὡρίμασε. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι». Καί ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ζωή μέ ᾿Εκεῖνον.

Εἶναι πολύ σημαντικό λοιπόν νά προσέξουμε μήπως ἡ θρησκευτικότητά μας καί ἡ πίστη μας εἶναι ἀρρωστημένη. Γιατί ἡ ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα ἐπηρεάζει τήν κατάσταση τοῦ σπιτιοῦ μας, ἐπηρεάζει τήν ἀγωγή πού δίνουμε στά παιδιά μας καί πολλές φορές ἐξηγεῖ γιατί εἶναι ἀποτυχημένη αὐτή ἡ ἀγωγή, ὅταν ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ποῦμε ἀκόμα καί σ' Αὐτον, ὄχι. ᾿Εμεῖς θέλουμε νά τ’ ἀπαγορεύσουμε αὐτό ἀπό τά παιδιά μας. ᾿Από ἀγάπη, λέμε. Σά νά μή μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Θεός. ῎Ετσι λοιπόν, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μιά ὑγιής σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο ἔχει αὐτά τά δύο θεμέλια. Τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού πηγαίνει ἐλεύθερα στόν Θεό γιατί Τόν ἀγαπᾶ καί Τόν ἐμπιστεύεται καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

῎Ας ἔρθουμε ὅμως λιγάκι πιό κοντά σέ πιό ἀνθρώπινα πράγματα. Τί συμβαίνει μ’ ἕνα ζευγάρι ἀνθρώπων; Ποῦ θεμελιώνεται αὐτή ἡ σχέση κι αὐτός ὁ γάμος; Δέν μπορεῖ νά ἔχει ἄλλο θεμέλιο, παρά στήν ᾿Ελευθερία καί στήν ᾿Αγάπη. Πόσες φορές ἐπιδιώκουμε νά ἀλλάξουμε τόν ἄλλον, νά ἀφομοιώσουμε τόν ἄλλον; Αὐτό σημαίνει πώς δέν τόν ἀγαπᾶμε. Γιατί, στήν πραγματικότητα, γνώρισες ἕναν ἄνθρωπο, τόν ἀγάπησες γι’ αὐτό πού εἶναι, τώρα γιατί θές νά τόν ἀλλάξεις; Καί μέ τί κριτήριο, θέλεις; Μέ τό κριτήριο ὅτι ἐσύ εἶσαι καλύτερος ἀπό ἐκεῖνον; ᾿Εκείνη ἤ ἐκεῖνον; Ποιό εἶναι τό κριτήριο; Καί γιατί αὐτό τό κριτήριο δέν εἶναι ἐγωϊστικό, δικό σου;

Ὁ γάμος εἶναι ὁ μόνος χῶρος πού ἕνα κι ἕνα κάνει πάλι ἕνα. ῎Εχουμε ἕνα πρόσωπο, μία ἀντρόγυνη φύση, στά δύο αὐτά πρόσωπα. Εἴπαμε ποιό εἶναι τό καλούπι: «Μονάς ἐν τριάδι, καί τριάς ἐν μονάδι». Δέν ὑπάρχει ἄλλο σταθερώτερο θεμέλιο ἀπό τήν ᾿Ελευθερία καί τήν ᾿Αγάπη σάν θεμέλιο αὐτῆς τῆς σχέσης. Πολύ περισσότερο ὅταν αὐτή ἡ ᾿Ελευθερία κι αὐτή ἡ ᾿Αγάπη μπολιάζεται στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί γίνεται - γι’ αὐτό ὁ γάμος εἶναι μυστήριο -, ᾿Ελευθερία καί ᾿Αγάπη τοῦ Θεοῦ, πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο. Τί σημαίνει ᾿Ελευθερία; Σεβασμός τῆς ἑτερότητας τοῦ ἄλλου. Βρῆκες ἕναν ἄνθρωπο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό σένα. Πῶς αὐτό τό ὑπολογίζεις; πόσο τό ἐκτιμᾶς; Ἀκόμα περισσότερο πόσο θεωρεῖς δῶρο τοῦ Θεοῦ τήν ἑτερότητα τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου μέ ὅ,τι χαρίσματα μά κι ἐλαττώματα ἄν ἔχει.

᾿Εάν πραγματικά ἀγαπῶ τόν ἄλλον, θέλω νά παραμείνει ἕτερος, γιατί τότε μόνο θά μπορῶ νά τόν ἀγαπῶ. ῎Αν τόν ἄλλο θέλω νά τόν ἀφομοιώσω, ἐάν θέλω νά γίνει σάν κι ἐμένα, δέν τόν ἀγαπῶ, θέλω νά ὑποτάξω τήν προσωπικότητά του. Κι αὐτό δείχνει δύο λάθη. ῞Οτι θεωρῶ τόν ἑαυτό μου κριτήριο, ἀπ’ ὅποιον κι ἄν γίνεται ἡ κίνηση αὐτή, καί ὅτι δέν σέβομαι τήν ἑτερότητα τοῦ ἄλλου. ῞Οπου ὑπάρχει ἀληθινή ἐλευθερία, ὑπάρχει κι ἀληθινή ἀγάπη. Κι αὐτή δέν ὁδηγεῖ στήν ἀφομοίωση οὔτε στήν ἰσοπέδωση, ἀλλά στήν ἀναγνώριση τοῦ ἄλλου. Ποῦ ὁδηγεῖ μιά σχέση μέσα στήν ᾿Ελευθερία καί στήν ᾿Αγάπη; Σ’ ἕνα διάλογο τῶν δύο προσώπων. Πρῶτον γιατί εἶναι ἕτεροι, καί δεύτερον γιατί ἀγαπιῶνται. Γι’ αὐτό διαλέγονται. Κι αὐτός ὁ διάλογος εἶναι ἕνας πλοῦτος. Γιατί κι ὁ καθένας εἶναι ἕνας πλοῦτος γιά τόν ἄλλον, κι εἶναι σημαντικό νά τόν ἀνακαλύψουμε. ῾Ο στόχος εἶναι ἡ διαρκής ἀνακάλυψη τοῦ ἄλλου.

Πολλές φορές νομίζουμε ὅτι ξέρουμε καλά τόν ἄνθρωπό μας κι ἀποδεικνύεται ὅτι δέν τόν ξέρουμε. Καί πολλές φορές ἔχουν περάσει κάποια χρόνια κι ἔρχεται ἡ κρίση. Γιατί; Γιατί αὐτό πού διαρκῶς πιέζαμε κάποια στιγμή κάνει τήν ἔκρηξή του. Θέλω νά σᾶς θυμίσω τό στίχο ἑνός ὄμορφου τραγουδιοῦ• «Σ’ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι ’σύ». ῎Εχετε σκεφθεῖ καθόλου τό μήνυμα πού κομίζει αὐτός ὁ στίχος; Σ’ ἀγαπῶ, καί μπορῶ νά σ’ ἀγαπῶ, γιατί δέν εἶσαι ’γώ. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη του ἑρμηνεία. Οὐσιαστικά δέν σ’ ἀγαπῶ, ἄν θέλω ἐσύ νά γίνεις ἐγώ. Μέσα ἀπό τή διαφορετικότητα τοῦ κάθε προσώπου, μέσα στήν ἀγάπη, ἐπιτυγχάνεται ἕνας διαρκής ἐμπλουτισμός τῆς σχέσης. ᾿Αλλιῶς, ὅπως λένε, στόν κόσμο καί στήν κοινωνία, «παλιώνει ἡ σχέση καί ὁ γάμος». ῞Ομως, παλιώνει γιατί ἐμεῖς τόν ἀφήνουμε καί παλιώνει. ᾿Εάν δέ σκεφθεῖτε τήν δυνατότητα τοῦ καθενός ἀνθρώπου νά ἁγιάζεται καί νά μετέχει ὅλο καί περισσότερο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς Χάριτός Του, τότε διαρκῶς μποροῦμε νά ἔχουμε ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο. 'Αλλά, ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, νομίζοντας ὅτι ξέρουμε καλύτερα τί πρέπει νά κάνουμε.

Θά τό δοῦμε ἀκόμα τραγικότερα τό θέμα, ὅταν φτάσουμε σέ μιά ἄλλη σχέση, πολύ βασική καί καθημερινή. Τή σχέση τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς. Τή σχέση τῶν γονιῶν μέ τά παιδιά τους. Εἶναι μιά δύσκολη σχέση. Πολλές φορές χωρίς ἐλευθερία, στό ὄνομα τῆς ἀγάπης. Τίς περισσότερες φορές μέ τόν ἐγωϊσμό μας στή θέση τῆς ἀγάπης, εἶναι πάρα πολύ εὔκολο νά ἔρθει ἡ σύγκρουση. ᾿Αλήθεια, ὅταν μεγαλώνουμε τά παιδιά μας τί ὅραμα ἔχουμε στή ζωή μας; Μεγαλώνουμε παιδιά γιά νά ζήσουν ἐλεύθερα καί νά σταθοῦν στά πόδια τους ἤ τά «καμαρώνουμε» γιατί μᾶς ἀκοῦνε; ᾿Εάν χαιρόμαστε γιατί μᾶς ἀκοῦνε πάντα, οὐσιαστικά ἔχουμε ἀναγνωρίσει καί ἀνακηρύξει σέ ἀλάθητο τόν ἑαυτό μας, καί πιστεύουμε ὅτι ἔχουμε πάντα δίκιο, καί χαιρόμαστε πού τά παιδιά μας, μᾶς ἀκοῦνε. ᾿Ενῶ θά ’πρεπε νά ἀνησυχοῦμε ἄν μᾶς ἀκοῦνε πάντα, καί πολύ περισσότερο στό διάστημα τῆς ἐφηβείας, πού εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ νέου παιδιοῦ νά κατακτήσει τήν ἐλευθερία του. Θέλει τήν ἀγάπη μας, ἀλλά ὄχι μέ τή στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Καί χωρίς ἐλευθερία δέν ὑπάρχει εὐθύνη. Κι αὐτό τό ξέρουμε καί τό βιώνουμε.

Μεγαλώνουμε τά παιδιά μας γιά νά ἐξαρτῶνται διαρκῶς ἀπό μᾶς ἤ μ’ ἕναν τέτοιο τρόπο πού ὅταν μᾶς φύγουν αὔριο νά μποροῦν σταθοῦν στά δικά τους τά πόδια; Θά μπορούσαμε νά ἐξηγήσουμε τί σημαίνει, ὅτι τό καλό μας τό παιδί πού τό ὁρίζαμε ὅσο τό εἴχαμε κοντά μας μόλις φύγει ἀπό κοντά μας μπλέκει καί καταστρέφεται; Τό ἐρώτημα καίριο. Φταῖνε οἱ κακές παρέες ἤ ὁ τρόπος πού ἐμεῖς τό μεγαλώσαμε; ᾿Εμεῖς δέν ξέραμε ὅτι ὑπάρχουν καί κακές παρέες; Δέν θά’ πρεπε λοιπόν νά τό μεγαλώσουμε ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ νά σταθεῖ στά πόδια του καί νά μή μᾶς ἔχει ἀνάγκη; ῞Ομως πολλές φορές ἐμεῖς τό μεγαλώνουμε μέ λάθος τρόπο, μέ μιά ἀγάπη πού ’ναι ἀρρωστημένη, μέ μιά ἀγάπη πού δέν βλέπει τό πραγματικό συμφέρον τοῦ παιδιοῦ.

Νά παρουσιάσω ἕνα ἁπλό παράδειγμα: Πρίν ἀπό δύο χρόνια βρισκόμουν τή μέρα τῆς Μεταμορφώσεως στόν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τό Ρῶσσο. Λειτουργοῦσα ἐκεῖ καί εἶχα μαζί μου μιά οἰκογένεια ἀπό τήν ᾿Αμερική μέ ἕξι παιδιά. Μετά πήγαμε κάπου νά φᾶμε. Νηστεία μέν, Μεταμορφώσεως δέ, μπορούσαμε νά φᾶμε καί κάτι ψαρικό. ᾿Εκεῖ πού τρώγαμε, κάποια στιγμή σηκώθηκα καί καθώς πῆγα νά γυρίσω εἶδα ἕνα παιδάκι. ῞Ενα παιδάκι, 10, 11, 12 -κάπου ἐκεῖ -, μ’ ἕνα σουβλάκι στό χέρι καί στρίβοντας βλέπω δίπλα καί τούς γονεῖς του πού ἔκαναν τό ἴδιο. Ἐκείνη τή στιγμή μοῦ καρφώθηκε στό μυαλό σάν ἐρώτημα: ῎Αν τό παιδί αὐτό στά 15 του παίρνει ναρκωτικά, θά ρωτάει ὁ πατέρας ποιός φταίει καί θὰ ’ναι σοβαρός; Ἑτοίμασε τό παιδί του γιά νά λέει «ὄχι», ἀκόμα καί σέ πράγματα πού τοῦ ἀρέσουνε; Πότε τό προπόνησε; Βλέπετε πόσο τυφλοί εἴμαστε, ὅταν ἀναγνωρίζουμε πόσο σημαντικό πράγμα εἶναι ἡ προπόνηση γιά ἕναν ἀθλητή, προκειμένου νά κερδίσει ἕνα μετάλλιο καί δέν ἀναγνωρίζουμε τήν προπόνηση γιά ἕναν ἄνθρωπο, προκειμένου νά κερδίσει τή ζωή!

Γιά νά δεῖτε, ὅτι τό πρόβλημα τό ’χουμε ἐμεῖς, περίπου τό ἴδιο διάστημα, ἀλλά τό χειμώνα, σ’ ἕνα σχολεῖο ἐδῶ τῶν ᾿Αθηνῶν, μέ κάλεσαν γιά νά μιλήσω στά παιδιά στό πλαίσιο τοῦ μαθήματος τῆς Περιβαλλοντικῆς Ἀγωγῆς. Τό μάθημά τους ἦταν ἐκείνη τή χρονιά, οἱ νηστήσιμες συνταγές. ᾿Εμένα μοῦ ζήτησαν νά μιλήσω γιά τή νηστεία. ῎Ε, τούς μίλησα γιά τή νηστεία, τούς εἶπα τί εἶναι, ποιός τήν εἶπε, γιατί τήν κάνουμε, πῶς τήν κάνουμε καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Τά παιδιά μέ ρώτησαν, τούς ἀπάντησα, τελειώσαμε. Τήν ἑπόμενη χρονιά τά παιδιά αὐτά ἤρθανε στή Σιάτιστα. ῾Η μαθήτρια πού ἀνέλαβε νά μέ προσφωνήσει, μ’ εὐχαρίστησε πρῶτον γιατί τήν περασμένη χρονιά εἶχα πάει στό σχολεῖο τους καί μοῦ ’πε τό ἑξῆς• «Θά σᾶς πῶ καί κάτι πού δέν τό ξέρετε, καί φαντάζομαι νά χαρεῖτε. Τά περισσότερα παιδιά ἐκείνη τήν ἡμέρα ὅταν γυρίσαμε στό σπίτι μας ἀπαιτήσαμε ἀπό τούς γονεῖς μας νά νηστεύσουμε τήν ὑπόλοιπη Σαρακοστή». Τό ἐρώτημα ἁπλό: Ποιός εἶχε πιό πολύ μυαλό, τά παιδιά ἤ οἱ γονεῖς τους; Γιατί τό ζήτησαν τά παιδιά; Γιατί κατενόησαν πόσο σημαντικό εἶναι κι ὅτι δέν εἶναι «τά καημένα τά παιδιά». Μέ τά καημένα τά παιδιά, τά κάνουμε ὅλα ἄρρωστα οὐσιαστικά.

῞Οταν βλέπουμε, λοιπόν, ἕνα παιδί νά μήν μπορεῖ νά σταθεῖ στά πόδια του ἔξω ἀπό τό σπίτι του, μήπως εἶναι λανθασμένη ἡ ἀγωγή πού τοῦ δώσαμε; Δηλαδή, πῶς τό φανταζόμαστε, θά εἶναι πάντα μαζί μας; Θά εἴμαστε πάντα πάνω ἀπό τό κεφάλι του; Δέν τό μεγαλώσαμε ὥστε νά εἶναι ἐλεύθερο, ὥστε νά εἶναι ὑπεύθυνο. Κι αὐτό σημαίνει λανθασμένη ἀγάπη ἀπέναντί του. ᾿Εάν πραγματικά σεβόμαστε τήν ἐλευθερία του, κι ἄν τό ἀγαπᾶμε, τότε θά διαλεγόμαστε διαρκῶς μαζί του ἀπό τή μικρή του ἡλικία. ῎Οχι ὅταν ξαφνικά ἀρχίσουν τά προβλήματα. Διότι αὐτές δέν εἶναι δύο λέξεις, ἡ ᾿Ελευθερία καί ἡ ᾿Αγάπη. ῾Ορίζουν μιά στάση ζωῆς. Θά εἴμαστε σ’ ἕνα διαρκῆ διάλογο μέ τό παιδί μας καί τό παιδί μας θά μᾶς ἐμπιστεύεται, γιατί θά βλέπει σ’ αὐτή τήν προσπάθειά μας τήν ἀγάπη μας καί θά τήν ἐμπιστεύεται. Τά παιδιά δέν εἶναι καθόλου παράλογα, ἀλλά τούς ἔχουμε στερήσει, πολλές φορές, καί τήν ᾿Ελευθερία καί τήν ᾿Αγάπη. Γιατί αὐτό πού τούς προσφέρουμε, τίς περισσότερες φορές εἶναι δικό μας θέλημα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ σ’ ἕνα διαρκῆ διάλογο μ’ ἕναν δικό μας ἄνθρωπο, μέ τόν ἄνθρωπό μας, μέ τόν ἤ τήν σύζυγο. ᾿Ακόμη ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου μᾶς κάνει ἀκριβῶς νά μποροῦμε, ἀκόμα κι ὅταν διαφωνοῦμε μέ τόν ἄλλον, νά σεβόμαστε τή δυνατότητά του καί τήν ἐλευθερία του νά διαφωνεῖ μαζί μας κι ὄχι νά ἔχουμε κριτήρια πάντα τό δικό μας θέλημα.

῾Η ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη εἶναι μιά στάση ζωῆς τελείως ἀντίστροφη ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τίς ἐγωϊστικές σχέσεις πού συνήθως δημιουργοῦμε. ᾿Ακόμη καί μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας καί μέσα στό χῶρο τῆς κοινωνίας πού ζοῦμε, ἄν πάσχουν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας εἶναι γιατί δέν ἔχουν οὔτε ἐλευθερία οὔτε ἀγάπη ἤ γιατί ἡ ἀγάπη πού ἔχουν μερικές φορές στερεῖται τῆς ἐλευθερίας πού πρέπει νά πρέπει νά προσφέρεις στόν ἄλλον.

Πόσες φορές ἐμεῖς ζητᾶμε τήν ἀποκλειστικότητα τοῦ ἄλλου; Μέ ποιό δικαίωμα; ῞Οταν κάποιος εἶναι φίλος μου, τοῦ ἀπαγορεύεται νά ἔχει κι ἄλλους φίλους; ῞Οταν κάποιος βγαίνει μέ κάποιον φίλο του πρέπει νά εἶμαι κι ἐγώ μαζί του; Κι ἄν δέν εἶμαι θά παρεξηγηθῶ; Γιατί; Πόσο σέβομαι τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τήν προσωπικότητά του; Χαίρομαι γιατί δέν εἶμαι ὁ ἀποκλειστικός φίλος. Τό ἴδιο καί γενικότερα μέσα στίς σχέσεις μας, στό χῶρο μας τόν ἐργασιακό, πόσο σεβόμαστε τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τή δυνατότητά του νά εἶναι διαφορετικός; ᾿Ακόμα κι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος ἔχει διαφορετική πίστη ἀπό μᾶς, πόσο σεβόμαστε τή διαφορετικότητά του, τή δυνατότητά του νά εἶναι κάτι ἄλλο, καί πόσο διαρκῶς συνεχίζουμε νά τόν ἀγαπᾶμε;

᾿Εάν λοιπόν παρατηρήσουμε, μέ πάρα πολλή προσοχή, θά δοῦμε ὅτι ἡ πραγματική ποιότητα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων σ’ ὅλο της τό φάσμα, ἀλλά καί τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἐκεῖ πάσχει. Παρ’ ὅλο, πού τό ἀρχέτυπό μας, ὁ Χριστός, μᾶς ὁρίζει τόν τρόπο. ῎Αν ὁ Θεός ὅρισε τόν τρόπο τῆς σχέσης μαζί μας μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἀγάπη, τί σημαίνει τό «ἀδιαιρέτως»; Δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα. ᾿Αλλά τό δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, δέν σημαίνει «σέ καταπίνω». Σημαίνει, ἐπειδή δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, θέλω νά εἶσαι αὐτός πού εἶσαι. Νά σ’ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι «ἐσύ», κι ὄχι γιατί θέλω νά σέ κάνω, «ἐγώ».

Νά κάνω μιά παρένθεση καί νά ἀναφερθῶ πάλι στά νέα παιδιά. Πόσο καταπιεστικοί γινόμαστε καί ἀνελεύθεροι θέλοντας νά τούς προσφέρουμε τό Χριστό; ῾Ο Χριστός πρέπει νά εἶναι συνειδητή ἐπιλογή τους. ᾿Εάν τούς ἔχουμε δώσει σωστή ἀγωγή ἀπό τά παιδικά τους χρόνια, τά βοηθᾶμε. ᾿Αλλά δέν θά τούς Τόν φορέσουμε καπέλο. Πῆγα κάποτε σ’ ἕνα σχολεῖο. ῞Οταν τούς εἶπα: «παιδιά, μπῆκε ἕνας παπάς στήν τάξη σας, ἔχετε κάτι νά τοῦ πεῖτε;», ἕνα παιδί αὐθόρμητα μοῦ λέει: «Πάτερ, γιατί ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι μακριά μας;». Κι ἐγώ τοῦ εἶπα: «Καί γιατί νά εἶναι κοντά σας; Τή χρειάζεστε;». Καί μοῦ λέει: «Ναί». Τότε τοῦ λέω: «Ψάχτε νά τή βρεῖτε. ῎Αν πραγματικά χρειάζεστε τήν ᾿Εκκλησία, τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀναζητῆστε την γιά νά τήν ἔχετε καί νά εἶναι δική σας». Καί πολλές φορές τούς λέω, ὅτι πηγαίνω, ὄχι γιατί θέλω νά τούς φορέσω κάτι καπέλο, ἀλλά γιατί θέλω ἁπλά, λίγο, ν’ ἀγγίξω κάποιους προβληματισμούς. Καί τούς τονίζω ὅτι• «στή ζωή σας θά περπατήσετε μόνο μέ τά δικά σας πόδια. Οὔτε μέ τά δικά μου, οὔτε μέ τοῦ πατέρα σας, οὔτε μέ τῆς μάνας σας. Κι εἶναι σημαντικό γιά σᾶς, ἡ σανίδα πού θά πατήσετε ἐσεῖς νά διαπιστώσετε ὅτι εἶναι γερή».

Ἔτσι λοιπόν, σ’ αὐτή τήν κρίση, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοός μας, ἔρχεται τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ὕπαρξη καί τή δομή Του νά φωτίσει πρῶτον τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Τί σημαίνει περνᾶνε κρίση οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις; Σημαίνει ὅτι περνάει κρίση τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἡ κρίση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου εἶναι ὀντολογική, δέν εἶναι ἠθική γιατί οὐσιαστικά ἔχει χάσει τήν ἐπαφή μέ τήν ἀλήθεια του, μ’ αὐτό πού πραγματικά εἶναι, καί λειτουργεῖ μέ λάθος τρόπο. Γι’ αὐτό ἔχει διαρκῶς παρενέργειες σ’ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς του. ῾Ο Χριστός λοιπόν φωτίζει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, φωτίζει τήν ὑπόσταση καί τήν δομή τοῦ ἀνθρώπου καί κατά συνέπεια, φωτίζει τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἄνθρωπο.

῾Ο ἴδιος λοιπόν μᾶς ἔδειξε ὅτι αὐτός ὁ τρόπος εἶναι ἕνας καί μοναδικός· ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη, μέ τήν ὁποία ᾿Εκεῖνος ἦρθε σέ μᾶς, ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία ἐμεῖς πηγαίνουμε σ’ ᾿Εκεῖνον. Ὁ Χριστός ἦρθε καί προσέλαβε καί θεράπευσε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, γι’ αὐτό μέ τήν ᾿Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ τελειώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

Μένει ὅμως καί τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος; Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἦρθε σάν μιά μαζική ἔκχυση φωτός, πού σκέπασε τόν τόπο, ὅπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές, ἀλλά ἦρθε μεριζόμενο σέ πύρινες γλῶσσες, πού ἡ κάθε μιά κάθισε στόν καθένα ξεχωριστά. Τό ἔργο λοιπόν τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ στήν ἀνθρώπινη φύση μας καί στή θεραπεία της καί τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀφορᾶ στό ἀνθρώπινο πρόσωπό μας. Διά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νά νικήσει τόν θάνατο καί νά ζήσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο ἔρχεται καί μένει σέ μᾶς νά τό δεχτοῦμε. ῎Αν δέν τό δεχτοῦμε, τότε εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικά δέν στρέψαμε τήν ἐλευθερία μας πρός τήν ἀλήθεια. Γιατί ᾿Αγάπη, ᾿Αλήθεια καί ᾿Ελευθερία εἶναι τελικά τό γερό βάθρο πάνω στό ὁποῖο πατάει ὁ ἄνθρωπος καί ὁ ὑγιής πολιτισμός του.

πηγή

Ο παπα-Εφραίμ ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Την νύκτα από 26 έως 27 Φεβρουαρίου τ.έ. με το νέο ημερολόγιο κοιμήθηκε εν Κυρίω στον αγιασμένο Άθωνα, το Αγιώνυμο Όρος, “τον σεβάσμιον χώρον, την των αρετών εστίαν”, όπως το αποκαλεί ο αγιορείτης άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ένα αγιασμένο και ευώδες άνθος από το Περιβόλι της Παναγίας, και μάλιστα από το περιβόλι της ερήμου του Αγίου Όρους, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης.
Άργησε να γίνει γνωστή η κοίμηση του ευλογημένου και αγίου αυτού Γέροντος, γιατί ο παπα-Εφραίμ ανήκε στην κατηγορία εκείνων των μοναχών, που δεν επιδιώκουν την προβολή, αλλά παραμένουν μέσα στο μυστήριο της ησυχίας, που είναι η μεγαλύτερη κραυγή γι’ αυτούς που μπορούν να καταλάβουν τα του Πνεύματος. Δυστυχώς, η σύγχρονη επιστήμη της πληροφορικής ασχολείται με τους ανθρώπους που ζουν μέσα στο σύστημα της διαμορφώσεως της κοινής γνώμης, ενώ αγνοεί τις ηρωικές εκείνες μορφές που ζουν μέσα στην ελευθερία του πνεύματος, αφού απηλλάγησαν από τον νόμο της φθοράς και της κτιστότητος.
Ο παπα-Εφραίμ έζησε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους εξήντα πέντε χρόνια, εντρυφώντας στα μυστήρια της πνευματικής ζωής, και ρουφώντας αχόρταγα από το μέλι της ησυχίας. Ζούσε την κατά Θεόν σχόλη. Μετά από πενήντα σχεδόν χρόνια ασκητικής ζωής στον μυροβόλο Άθωνα, στην έρημο των Κατουνακίων βγήκε για πρώτη φορά στην Θεσσαλονίκη για μια ασθένειά του. Ήταν άγνωστος για τους ανθρώπους, αλλά τόσο γνωστός για τον Θεό.
Αξιώθηκα από τον Θεό να τον γνωρίσω πριν από είκοσι περίπου χρόνια σε μια κατάσταση ησυχίας του. Μου έκανε τεράστια εντύπωση η προσωπικότητά του. Η μορφή του ακτινοβολούσε από το θείο Φως, μέσα στο οποίο λουζόταν καθημερινά, τα μάτια του ήταν απαστράπτοντα και ανέδιδαν ιδιαίτερη λάμψη. Μόλις τον έβλεπε κανείς, αντιλαμβανόταν ότι δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά είχε κατά Χάρη ό,τι ο Θεός είχε κατά φύση, είχε κατά μετουσία αυτό που ο Θεός είχε κατ’ ουσία. Όλα αυτά που γράφω δεν είναι λογοτεχνικά σχήματα, που ωραιοποιούν τις καταστάσεις, αλλά είναι λιγότερα από την πραγματικότητα που αντιλαμβανόταν κανείς, πλησιάζοντας αυτήν την αγιασμένη μορφή. Όταν γράφω για το πρόσωπο, την μορφή του και τα μάτια του, δεν τα γράφω με κοσμική νοοτροπία, αλλά μέσα από πνευματικές εμπειρίες. Και αυτό φαινόταν κυριολεκτικά από τα λόγια τα οποία έλεγε, που ήταν λόγια θεόπνευστα και απαστράπτοντα, αλλά και από την κατανυκτική και ένδοξη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε κατά την διάρκεια της συνομιλίας.
Ο παπα-Εφραίμ ήταν ένας αγιασμένος μοναχός που ζούσε μέσα στην έγκαρπο ησυχία. Συνεχώς προσευχόταν και ζούσε τις εμπειρίες του Φωτός. Πολλές φορές δεχόταν και τις σατανικές εμφανίσεις. Αγωνίστηκε χρόνια για να καθαρθεί από τα πάθη, με την αρετή της υπακοής στον Γέροντά του. Έκανε τελεία και αδιάκριτη υπακοή, σαν εκείνη που ισοδυναμεί με μαρτύριο, και μόνον λίγοι μπορούν να την καταλάβουν. Γι’ αυτό ακριβώς και ήταν κατάφορτος από όλους εκείνους τους ξηρούς, αλλά εύχυμους καρπούς της ησυχαστικής και ερημικής αυτής ζωής. Έτρεφε μεγάλη αγάπη προς τους ανθρώπους που τον πλησίαζαν, είχε μια αγάπη που υπερέβαινε ακόμη και την μεγαλύτερη αγάπη της μάνας για τα παιδιά της. Όταν τον πλησίαζε κανείς με απλότητα, αφηνόταν στην θάλασσα της αρρενωπής αγάπης του. Γιατί η αγάπη του ήταν άλλης προελεύσεως και άλλης υφής. Μιλούσε ακόμη για την υπακοή στους Πνευματικούς Πατέρας και μάλιστα συνιστούσε την αδιάκριτη υπακοή. Και ενώ συνιστούσε αδιάκριτη υπακοή, εν τούτοις ήταν πολύ διακριτικός κατά την διάρκεια της πνευματικής καθοδηγήσεως των άλλων. Είχε σε έντονο βαθμό το διορατικό χάρισμα, αφού έβλεπε με τα λαμπερά μάτια του και κυρίως με τον διορατικό οφθαλμό της ψυχής του όλα όσα συνέβαιναν μέσα στην καρδιά του συνομιλητού του. Και με την αγάπη του επενέβαινε διακριτικά και σοφά.
Μου έτυχε να γνωρίσω περιστατικά στα οποία φαίνεται ότι ο Γέροντας αγαπούσε πολύ αυτούς που είχαν αμαρτήσει, αλλά μέσα τους αισθάνονταν βαθύτατο πόνο. Καταλάβαινε αυτόν τον πόνο και έλουζε τον άλλο με την αγάπη του. Αυτόν που η κοινωνία ήταν έτοιμη να βάλει στην φυλακή, ως επικίνδυνο άνθρωπο, ο Γέροντας τον έκλεινε στην “φυλακή” της αγάπης του, που ταυτόχρονα ήταν χώρος πνευματικής ελευθερίας.
Είχα την μεγάλη ευλογία από τον Θεό μερικές φορές να μιλήσω μαζί του για θέματα πνευματικής ζωής. Είχε διαβάσει μερικά βιβλία μου και θέλησε να μου αποκαλύψει πολλές αθέατες, από τους πολλούς, πλευρές της ζωής των θεουμένων αγίων, για να τα γράψω προς ωφέλεια των αδελφών. Με νοσταλγία θυμάμαι μια ανεπανάληπτη ημέρα που ο παπα-Εφραίμ άνοιξε την καρδιά του και μου έλεγε για τα μυστήρια της πνευματικής ζωής. Μου έλεγε για την σημασία και τα αποτελέσματα των δακρύων της μετανοίας, πώς καθαρίζεται όλο το λογιστικό από τα δάκρυα, για το ότι τα δάκρυα δεν έχουν σχέση με την θεωρία του Θεού, αφού, όταν ο άνθρωπος βλέπει το άκτιστο Φως, τότε σταματούν τα δάκρυα, για την εμπειρία που είχε της θεωρίας του Θεού, όταν είδε τρία Φώτα, την Αγία Τριάδα, τα οποία Φώτα πλημμύρισαν όλο τον χώρο του κελιού του και τον αγκάλιασαν, για την συνηθισμένη στάση του σώματος κατά την διάρκεια της θεωρίας και τόσα άλλα.
Ενθυμούμαι ότι έμεινα άλαλος ακούγοντας αυτές τις εμπειρίες του θείου Φωτός. Και ήταν πέρα για πέρα αληθινές, δηλαδή δεν είχαν ίχνος φαντασίας και αρρωστημένων συναισθηματικών καταστάσεων, γιατί ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιου αγώνα καθάρσεως, αφού ο παπα-Εφραίμ ζούσε μέσα στην αφάνεια και την σιωπή, αποφεύγοντας την επίδειξη, ακόμη και την επικοινωνία με πολλούς ανθρώπους, και κυρίως είχε το χάρισμα της μεγάλης αγάπης, μιας αγάπης που δεν γνώριζε όρους και όρια.
Ο παπα-Εφραίμ δεν έλεγε μόνο τέτοιες υψηλές πνευματικές καταστάσεις, αλλά τόνιζε ιδιαιτέρως τον τρόπο και τον δρόμο τον οποίο πρέπει να ακολουθήσουμε για να σωθούμε. Στους προσκυνητές του τόνιζε την αξία της εξομολογήσεως σε πνευματικό Πατέρα, διότι έτσι καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη. Μου έλεγε ακόμη ότι ο άνθρωπος δεν πάει στο Μοναστήρι για να προσευχηθεί, αλλά γίνεται μοναχός για να κάνη υπακοή, διότι δι’ αυτού του τρόπου θεραπεύεται, οπότε η υπακοή θα φέρει οπωσδήποτε την αδιάλειπτη προσευχή, και η προσευχή θα φέρει την θεολογία.
Για να δη κανείς την μεγάλη προσωπικότητα του Γέροντος Εφραίμ θα ήθελα να αναφέρω ένα παράδειγμα που ο ίδιος μου διηγήθηκε. Κάποιος νέος επισκέπτης του με πολύ άσχημο παρελθόν και χωρίς διάθεση μετανοίας, κατά την διάρκεια της συνομιλίας με τον Γέροντα, την ώρα που εκείνος του μιλούσε γαλήνια και κατανυκτικά, έπεσε απότομα στα πόδια του και ξέσπασε σε λυγμούς. Τον άφησε ο μεγάλος Γέροντας για πολύ ώρα και στην συνέχεια ως θεόπτης Μωυσής τον παρηγόρησε, τον ενέπνευσε και τον καθοδήγησε. Όταν έφυγε ο νέος εκείνος, ο Γέροντας πετούσε από την χαρά του, μια υπερκόσμια όχι συναισθηματική χαρά είχε κατακλύσει την αγιασμένη του ύπαρξη και είπε: “σώθηκε αυτός ο άνθρωπος”. Όταν τον ρώτησα πώς το κατάλαβε, είπε: “η παράδοξη και ανέκφραστη αυτή χαρά, που ήταν επίσκεψη της θείας Χάριτος δεν εξηγείται διαφορετικά”.
Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα για την αγιασμένη αυτήν μορφή. Όσοι τον γνώρισαν καλύτερα είμαι βέβαιος ότι θα γράψουν για να παρηγορηθεί ο κόσμος, για να καταλάβει ότι και στις ημέρες μας, τις τόσο υποβαθμισμένες από υψηλά νοήματα και υψηλά πρότυπα βίου και ζωής, υπάρχουν άγιοι, αστέρες που λάμπουν στο στερέωμα της Εκκλησίας μας, υπάρχουν μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου.
Όταν επισκέπτομαι το Άγιον Όρος αισθάνομαι βαθύτατη κατάνυξη και συντριβή. Αισθάνομαι το Άγιον Όρος ως έναν τόπο μυστηρίου. Σέβομαι τα πάντα, ακόμη και το μικρό χορταράκι. Διότι όλη η κτίση εξαγιάζεται από την ύπαρξη των θεουμένων αγίων που ζουν εκεί, και αισθάνονται αναλογικά την Χάρη του Θεού, είτε καθαρτικά είτε φωτιστικά είτε θεοτικά. Σέβομαι απεριόριστα τα Μοναστήρια και τα ταπεινά κελιά, σέβομαι το χώμα που πατώ, γιατί κάτω από αυτό κρύβονται, είναι θαμμένα σώματα αγίων, όπως του παπα-Εφραίμ. Πόσες εξαγιασμένες μορφές δεν πέρασαν από το Άγιον Όρος, πάνω από χίλια χρόνια, που έφθασαν από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, που είδαν τον Θεό και λαμπρύνθηκαν από το θείο Φως Του!
Λένε μερικοί ότι καθώς βαδίζουν στην έρημο του Αγίου Όρους, κατά καιρούς, αναβλύζει μια παράδοξη ευωδία, που δεν έχει σχέση με τα κτιστά λουλούδια. Είναι ευωδία που προέρχεται από άγια σώματα αγίων ασκητών, τα οποία έγιναν κατοικητήρια του ζώντος Θεού και ναοί του Παναγίου Πνεύματος.
Όσιε Εφραίμ, ένδοξο άνθος του Περιβολιού της Παναγίας, πνευματικό αστέρι του νοητού στερεώματος, συμπολίτη των αγίων και οικείε του Θεού, επίγειε άγγελε και ουράνιε άνθρωπε, αγαπημένο παιδί της Παναγίας και ευλογημένο μέλος του Σώματος του Χριστού, ευλόγησε τον λαό που γνώρισες και αγάπησες, όλους εμάς, που παρά την αναξιότητά μας, δεχθήκαμε την φιλοστοργία σου.

Από πραματευτής, μοναχός στον Όσιο Δαυίδ

Ευωδίες και θαύματα στο Περιβόλι της Παναγιάς

Η ψυχή και το φοβερό κριτήριο

 

Κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, γύρω στα 330 μ.Χ., ζούσε στην Κωνσταντινούπολη κάποιος πολύ γνωστός του βασιλιά —εξαιτίας της τέχνης που δούλευε για να βγάλει το ψωμί του— ονομαζόμενος Ιωάννης. Αυτός ο Ιωάννης, λοιπόν, περνούσε τη ζωή του μέσα σε ασωτίες και κακίες, δίχως να βάζει ποτέ με το νου του πως υπάρχει κόλαση. Ο Θεός, ωστόσο, που οικονομεί τα πάντα προς το πνευματικό συμφέρον μας, φανερώθηκε σε μια οπτασία του για να διορθώσει το βίο και την πολιτεία του.
Αυτός ο Ιωάννης, όταν κοιμόταν, βλέπει στ’ όνειρό του ότι πρόσφερε στο βασιλιά Κωνσταντίνο ένα έργο της τέχνης του· από το γεγονός αυτό πήρε θάρρος και άρχισε να μιλάει με το βασιλιά και να χαίρεται με τόση παρρησία, λες κ’ ήτανε παιδικοί φίλοι. Ξαφνικά βλέπει το βασιλιά να ξεγυμνώνει το σπαθί του, να τον πιάνει από τα μαλλιά και να ετοιμάζεται να του κόψει το κεφάλι. Ο Ιωάννης έσκυβε συνεχώς το λαιμό του, νομίζοντας τάχα πως παίζει με το βασιλιά. Κ’ ενώ έκλινε το λαιμό του, ακούει το βασιλιά να του λέει σοβαρά!
- Όταν το σπαθί κόψει τα μαλλιά σου, τότε ο σβέρκος σου θα γεμίσει από το αίμα σου.
Του φάνηκε, λοιπόν, ότι οι σβέρκος του κόπηκε και ότι το σπαθί έφτασε ίσαμε το στήθος του. Από το φόβο και την αγωνία του ο Ιωάννης φώναζε απεγνωσμένα βοήθεια, μα δεν φαινόταν κανείς να τον σώσει. Μέσα στον φριχτό εκείνο φόβο και τον ιδρώτα της αγωνίας, ξύπνησε ο Ιωάννης, κατατρομαγμένος! Όταν συνήλθε κάπως, έκθαμβος από την οπτασία, συλλογιζότανε τα όσα είδε. Μετά, σταύρωσε με το χέρι του το σώμα του και ψιθύρισε:
-Σ’ ευχαριστώ, καλό μου όνειρο, που μου έδειξες μονάχα με τη φαντασία τούτον το φοβερό αγώνα και την αγωνία, και όχι στην αληθινή πραγματικότητα!
Κ’ έμεινε, δυστυχώς πάλι αδιόρθωτος και αμετανόητος, συνεχίζοντας τον προηγούμενο άσωτο βίο του.
Υστερ’ από λίγο καιρό πέφτει σε μια πολύ βαριά αρρώστια και άρχισε να ζητάει την άνωθεν βοήθεια. Και τότε είναι που είδε πάλι, —όχι σε απλό του όνειρο, μα σε έκσταση—, πως βρισκότανε μπροστά σ’ ένα βήμα επιτρόπων και δικαστών. Πάνω από τους δικαστές, σ’ ένα ψηλό θρόνο, καθότανε ο βασιλιάς, με όψη φοβερή, ντυμένος συγχρόνως βασιλική και αρχιερατική λαμπρή στολή. Δεξιά και αριστερά του καθότανε κάποιοι άντρες ιεροσεβείς και σεβάσμιοι. Και, ακριβώς κάτω απ’ αυτούς, στεκότανε περίτρομος εκείνος εμπρός τους. Στη δεξιά πλευρά του βασιλιά έβλεπε να στέκονται μερικοί ευνούχοι και ωραίοι νέοι, ενώ από τ’ αριστερά του ένας άλλος, πιο ταπεινός και πιο καταδεχτικός. Πίσω από το θρόνο του βασιλιά φαινόταν ένας βαθύτατος και σκοτεινότατος λάκκος, που μόνο να τον έβλεπες σου προξενούσε μεγάλο φόβο και οδύνη.
Κ’ ενώ, λοιπόν, ο Ιωάννης στεκόταν εκεί, με φόβο και τρόμο, ακούει το βασιλιά να του λέει:
-Γνωρίζεις, άραγε, νέε μου, ποιός είμ’ εγώ;
-Ξέρω, Κύριε μου, —αποκρίνετ’ εκείνος— πως είσαι ο σαρκωμένος Υιός του Θεού και Θεός, όπως μας διδάσκουν τα βιβλία της Αγίας Γραφής.
Και τότε ό βασιλιάς τον ξαναρωτά:
-Και αφού γνωρίζεις από τη Γραφή το πρόσωπό μου, καθώς κ’ εκείνους που κάθοντ’ εδώ δίπλα μου, πώς και γιατί λησμόνησες τον φοβερισμό εκείνο που σου έκαμε πριν λίγα χρόνια ο βασιλιάς Κωνσταντίνος; Ή μήπως δεν θυμάσαι πια για τί πράγμα σου μιλώ;
-Το καταλαβαίνω και το θυμούμαι πολύ καλά, Κύριέ μου, απαντά ο Ιωάννης. Αν ψάξεις μέσα στην ψυχή μου θα βρεις ακόμη ωμά τα ίχνη εκείνου του φόβου που τράβηξα τότε.
-Και αν —του λέει ο βασιλιάς— τ’ απομεινάρια εκείνου του φόβου τα κουβαλάς ακόμα στη ψυχή σου, γιατί επιμένεις στις αμαρτίες και τις ασωτίες σου; Μάθε, λοιπόν, στην πράξη, πως εγώ ήμουν και τότε που σου έφερα τη φοβερή εκείνη δοκιμασία, και όχι ο Κωνσταντίνος.
Και τελειώνοντας ο βασιλιάς τούτα τα λόγια, πρόσταξε μ’ ένα νεύμα να τον ρίξουν στο λάκκο που φαινόταν πίσω του. Μα καθώς άρχισαν οι ευνούχοι να τον σπρώχνουν δίχως έλεος προς το σκοτεινόλακκο, εκείνος άνοιξε τα χέρια του και παρακαλούσε την Παναγία, να έρθει να τον βοηθήσει. Ξάφνου, σαν να είδε τη Θεοτόκο εκεί μπροστά, και μετά ήρθε η φωνή του βασιλιά:
-Μια που η Μητέρα μου με παρακαλεί, αφήστε τον να φύγει.
Ως εδώ φτάνει η οπτασία, την οποία είδε ο Ιωάννης. Κ’ εκείνος, φοβισμένος και κατατρομαγμένος, μόλις συνήλθε, πήγε σ’ έναν ευλαβή μοναχό και διηγήθηκε τα πάντα. Κ’ εκείνος του λέει:
-Να δοξάζεις το Θεό, αδελφέ μου, που αξιώθηκες να λάβεις μια τέτοια διδασκαλία και να πάρεις ένα τέτοιο μάθημα. Ξύπνα, λοιπόν, αγαπητέ μου, μην πάθεις κ’ εσύ όσα έπαθε αυτός, για τον οποίο τώρ’ αμέσως θα σου μιλήσω.
Μια παρόμοια με τη δική σου οπτασία είδε κ’ ένας άλλος άνθρωπος. Είδε δηλαδή έναν από τους πρώτους μέσα στους βασιλικούς επιτρόπους και δικαστές, ονομαζόμενο Γεώργιο, να σέρνεται αλυσοδεμένος, για να ριχτεί σ’ ένα φοβερό λάκκο, κ’ έτρεμε ολόκληρος από το φόβο του. Ένας από τούς παραβρισκόμενους, που είχε το θάρρος από τη στενή γνωριμία του με το βασιλιά, συγκράτησε τους υπαλλήλους που τον έσερναν για να τον πετάξουν στο ανοιχτό εκείνο χάσμα, και τους παρακαλούσε να τον αφήσουν· τους έδωκε, μάλιστα, την προσωπική του εγγύηση και υπόσχεση, πως μέσα σε είκοσι μέρες θα διορθωθεί, θ’ αλλάξει.
Όταν ο Γεώργιος ελευθερώθηκε μ’ αυτή την υπόσχεση και την εγγύηση, εκείνος που είδε την οπτασία κατάλαβε το νόημά της· πάει, λοιπόν, και φανερώνει την οπτασία ‘ εκείνον τον Γεώργιο, που τον σέρνανε προς το φριχτό χάσμα, διότι ήταν γνωστός και φίλος του. Αλλά ο Γεώργιος, ακούγοντας όλα αυτά δεν πίστεψε τίποτε και τα θεώρησε γελοία πράγματα. Κ’ έτσι έμεινε αμετανόητος και αδιόρθωτος. Όμως, όταν πέρασαν οι είκοσι μέρες, έφυγε από τη ζωή ετούτη ο ταλαίπωρος και πήγε να πληρώσει το χρέος, που δεν πίστεψε και δεν καταδέχτηκε να εξοφλήσει. Αυτά, σαν προσθήκη, διηγήθηκε ο ευλαβής εκείνος μοναχός στον Ιωάννη. Κι ο Ιωάννης, ακούγοντας όλα αυτά, κ’ έχοντας στο νου του ακόμη ζωντανά εκείνα τα φοβερά, που είχε ιδεί ο ίδιος στη δική του οπτασία, εξομολογήθηκε χωρίς ντροπή όλα του τ’ αμαρτήματα, και άλλαξε τη ζωή του προς το καλύτερο. Έτσι έζησε για πολλά χρόνια ένα θεάρεστο βίο, και πέθανε χριστιανικά σε βαθιά γεράματα.
(Π. Β. Πάσχου, «Αγγελοτόκος έρημος», εκδ. Αρμός)

Ένα θαύμα της Τιμίας Εσθήτας της Θεοτόκου

undefined
Ενα Θαύμα της Παναγίας κατά τον Ιερό Φώτιο – Παναγιώτη Βολάκη.
Η Θεοτόκος Υπέρμαχος Στρατηγός κατά την Α΄ Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς. Τον Ιούνιο του 860 μ.Χ. και ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ΄ μόλις είχε εκστρατεύσει εναντίον των Αράβων, η Κωνσταντινούπολη δέχθηκε την επίθεση ενός σχηματιζόμενου τότε έθνους, με το οποίο έμελλε να αναπτύξει πολλές σχέσεις στο μέλλον: του έθνους των Ρώς. Με 200 μικρά πλοία, οι πρόγονοι αυτοί του μεγάλου ρωσικού έθνους, προσορμίσθηκαν στη βασιλεύουσα πόλη, την περικύκλωσαν και άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. Ο αυτοκράτορας αμέσως επέστρεψε στην πολιορκούμενη πόλη, για να αναλάβει την άμυνά της, και μαζί με τον Πατριάρχη Φώτιο ενθάρρυναν τον τρομοκρατημένο πληθυσμό.
Οι Κωνσταντινουπολίτες, καθώς τονίζεται από πολλές βυζαντινές πηγές, αλλά κι από τον ίδιο τον Μέγα Φώτιο, απέδωσαν τη διάσωση της πόλης τους κατά τη βιαιότατη εκείνη πολιορκία, στην θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας, της οποίας την Τίμια Εσθήτα που φυλασσόταν στην Κωνσταντινούπολη, περιέφερε ο ίδιος ο Πατριάρχης με πλήθος απελπισμένου λαού στα τείχη και εμβάπτισε στην θάλασσα . Αποτέλεσμα της λιτανείας αυτής ήταν να ξεσπάσει τρομερή θύελλα, που κατέστρεψε τα πλοιάρια των πολιορκητών, οι οποίοι τρομοκρατημένοι τράπηκαν σε φυγή. Το σημαντικότερο αυτό γεγονός ήταν ένα από τα πολλά, που εδραίωσαν την κοινή βυζαντινή πεποίθηση για το ρόλο της Θεοτόκου ως προστάτιδος της Κωνσταντινούπολης και Υπερμάχου Στρατηγού των αδικουμένων. Την πίστη αυτή διακρίνουμε ξεκάθαρα, στον τρόπο με τον οποίο ο Ιερός Φώτιος περιγράφει το περιστατικό, στη δεύτερη από τις δύο σημαντικότατες ομιλίες του, που αφορούν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς.
«Όταν στερηθήκαμε κάθε βοήθεια και είχαμε χάσει κάθε ανθρώπινο σύμμαχο, εμψυχωνόμασταν από τις προσδοκίες που είχαμε στηρίξει στη Μητέρα του Θεού. Αυτή βάζαμε να παρακαλέσει για μας τον Υιό της, Αυτή να Τον εξευμενίσει για τα αμαρτήματά μας, καλούσαμε σε βοήθεια για να σωθούμε κραυγάζοντες με το δικό Της στόμα, τη δική Της βοήθεια είχαμε σαν τείχος απόρθητο, Αυτή θερμοπαρακαλούσαμε να συντρίψει το θράσος των βαρβάρων, Αυτή να ταπεινώσει την αλαζονεία τους. Αυτή να προστατεύσει τον απελπισμένο λαό, να πολεμήσει υπέρ του ποιμνίου Της. Της οποίας και το ένδυμα αφενός για αναχαίτιση των πολιορκητών και αφετέρου ως φρουρά των πολιορκημένων, εγώ και μαζί μου όλη η πόλη, περιφέραμε αυθόρμητα και εθελούσια˙ κατά τη λιτανεία που κάναμε, εξαιτίας της ανείπωτης φιλανθρωπίας, και της Μητρικής θαρραλέας ικεσίας. Και ο Θεός κάμφθηκε και ο θυμός έφυγε και ελέησε ο Κύριος την κληρονομία Του. Πράγματι, ένδυμα της Μητέρας του Θεού είναι αυτή η Πάνσεπτη Στολή. Αυτή περικύκλωνε τα τείχη και με τον άρρητο λόγο Της έτρεπε τους εχθρούς σε φυγή. Αυτήν περιζωνόταν η πόλη και η οχύρωση των εχθρών διαλυόταν, σαν να είχε δοθεί διαταγή. Με Αυτήν η πόλη στολιζόταν, και με την ελπίδα που είχαν όσοι Την περιέφεραν, έφευγε η εχθρότητα. Όταν περιδιάβηκε το τείχος η Παρθενική Στολή, και οι βάρβαροι αποκαμωμένοι διέλυσαν την πολιορκία και λυτρωθήκαμε από την κατάκτηση που περιμέναμε, τότε αξιωθήκαμε της ανέλπιστης σωτηρίας.»
(Σ. Αριστάρχου, Φωτίου Λόγοι και Ομιλίαι, τ. Β΄, ομιλία ΝΒ΄, Εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις The Annuaire Oriental & Printing Co Ltd 1900, σσ. 41-42.)
Κείμενο του Παναγιώτη Βολάκη Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨ Τεύχος 1ο

Αν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θα σου συγχωρηθούν.Αν συγχωρήσεις πολλά, θα σου συγχωρηθούν πολλά.


.

061105-0199a.jpg

Θέλεις να μάθεις τη σημασία της αρετής; Τα εξής παραγγέλλει ο Θεός στους ανθρώπους:
«Κανείς από σας ας μη διατηρεί στην καρδιά του κακία για τον αδελφό του»
και «κανείς ας μη συλλογίζεται την κακίαν του άλλου».

Βλέπεις; Δεν λέει μόνο, συγχώρεσε το κακό του άλλου, αλλά μην το έχεις ούτε στη σκέψη
...σου, μη το συλλογίζεσαι, άφησε όλη την οργή, εξαφάνισε την πληγή.
Νομίζεις, βεβαίως, ότι με την εκδικητικότητα τιμωρείς εκείνον που σε έβλαψε. Γιατί εσύ ο ίδιος σαν άλλο δήμιο εγκατέστησες μέσα σου το θυμό και καταξεσκίζεις τα ίδια σου τα σπλάχνα.

Έχεις αδικηθεί πολύ και στερήθηκες πολλά εξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες και ζημιώθηκες σε πολλά σοβαρά θέματά σου και γι αυτό θέλεις να δεις να τιμωρείται ο αδελφός σου; Και εδώ πάλι σου είναι χρήσιμο να τον συγχωρήσεις.

Γιατί, εάν θελήσεις, εσύ ο ίδιος να εκδικηθείς και να επιτεθείς εναντίον του είτε με τα λόγια σου, είτε με κάποια ενέργειά σου, η με την κατάρα σου, ο Θεός όχι μόνο δεν θα επέμβει κατ αυτού -εφόσον εσύ ανέλαβες την τιμωρία του- αλλά επιπλέον θα σε τιμωρήσει ως θεομάχο

.Άφησε τα πράγματα στο Θεό.

Αυτός θα τα τακτοποιήσει πολύ καλύτερα απ ότι εσύ θέλεις. Σε σένα έδωσε μόνο την εντολή να προσεύχεσαι για τον άνθρωπο που σε λύπησε...Εμάλωσες με κάποιον και κρατάς μέσα σου κακία,. Μην προσέλθεις στη Θεία Κοινωνία!

Θέλεις να προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρώτα και τότε να έλθεις να εγγίσεις τα Άχραντα Μυστήρια!Αυτά δεν τα λέγω εγώ, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Αυτός για να σε συμφιλιώσει με τον Πατέρα, δεν αρνήθηκε ούτε να σφαγιασθεί, ούτε το αίμα Του να χύσει.
Και συ, για να συμφιλιωθείς με τον συνάνθρωπό σου, ούτε μια λέξη δεν καταδέχεσαι να βγάλεις από το στόμα σου; Και διστάζεις να τρέξεις πρώτος;

Άκουσε τι λέει για όσους κρατούν τη στάση αυτή: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου... πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδερφό σου».Αν έβλεπες ένα μέλος του σώματός σου αποκομμένο, δεν θα έκανες τα πάντα για να το ενώσεις με το σώμα σου; Αυτό κάνε και για τους αδελφούς σου. Όταν τους δεις να έχουν αποκοπεί από την αγάπη σου, τρέξε γρήγορα και περιμάζεψέ τους. Μην περιμένεις εκείνους να έλθουν, σπεύσε εσύ πρώτος, για να λάβεις τα βραβεία!

Ένα μόνο εχθρό διαταχθήκαμε να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν να μη συμφιλιωθείς ποτέ, προς τον αδελφό σου όμως ποτέ να μην έχεις βαριά καρδιά.Κι αν ακόμη συμβεί κάποια μικροψυχία, ας είναι παροδική, ας μην υπερβαίνει το διάστημα της ημέρας. «Η δύση του ηλίου να μη σας προφθάσει οργισμένους», λέει ο Απόστολος.«... Άφες ημείν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Βλέπεις; Ο Θεός εσέ τον ίδιο έκανε κριτή της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων σου.Αν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θα σου συγχωρηθούν.Αν συγχωρήσεις πολλά, θα σου συγχωρηθούν πολλά. Αν τα συγχωρήσείς με ειλικρίνεια και με όλη σου την καρδιά, με τον ίδιο τρόπο θα συγχωρήσει και τα δικά σου ο Θεός.

Αν, μετά τη συγχώρηση, κάνεις και φίλο σου τον εχθρό σου, έτσι θα διάκειται και ο Θεός απέναντί σου.Ποίας, λοιπόν, τιμωρίας δεν είναι άξιος εκείνος, που ενώ πρόκειται να κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, εάν χάσει εκατό μόνο δηνάρια, ούτε και τα λίγα και μικρά δεν συγχωρεί, αλλά στρέφει εναντίον σου τα ίδια τα λόγια της
προσευχής;

Γιατί όταν λες στο Θεό «συγχώρεσέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε τους εχθρούς μας» και κατόπιν εσύ δεν συγχωρείς, για τίποτε άλλο δεν παρακαλείς το Θεό, παρά να σε στερήσει από κάθε απολογία και συγγνώμη
(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος).
Το αλίευσα ΕΔΩ http://1myblog.pblogs.gr/


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...